ΟΙ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
υπό τον νέο Ποινικό Κώδικα
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 168
- ISBN: 978-618-08-0156-9
VII
ΠΡΟΛΟΓΟΣ V
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο | ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Γενικές παρατηρήσεις 1
ΙΙ. Η φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο | Ο ΠΡΟΤΕΡΟΣ ΣΥΝΝΟΜΟΣ ΒΙΟΣ
Ι. Εισαγωγικά 11
ΙΙ. Η νομολογία προ της ισχύος του νέου ΠΚ 11
ΙΙΙ. Η ρύθμιση στον νέο ΠΚ 18
IV. Η νομολογία μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ 20
V. Η ΟλΑΠ 2/2022 30
VI. Ειδικότερα ζητήματα 42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο | ΗΘΙΚΟΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ
ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ
Ι. Το ότι ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του όχι από ταπεινά αίτια
ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής
απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός
οφείλει υπακοή ή βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης 53
Α. Μη ταπεινά αίτια 53
Β. Μεγάλη ένδεια 61
Γ. Σοβαρή απειλή 63
Δ. Σχέση υπακοής ή εξάρτησης 64
VIII
ΙΙ. Το ότι ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη
συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή
ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη 65
Α. Ανάρμοστη συμπεριφορά 65
Β. Οργή ή βίαιη θλίψη 71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο | Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ 73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο | Η ΚΑΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Ι. Η νομολογία υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ 85
ΙΙ. Η νομολογία υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ 91
ΙΙΙ. Το ειδικότερο ζήτημα της καλής συμπεριφοράς
κατά τον χρόνο κράτησης 97
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο | Η ΜΗ ΕΥΛΟΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Ι. Η ρύθμιση του ΠΚ 107
ΙΙ. Η ρύθμιση του προϊσχύσαντος Δικαίου 109
ΙΙΙ. Τα κριτήρια αναγνώρισης υπέρβασης της εύλογης διάρκειας 111
IV. Τρόπος προβολής του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού 113
V. Ερμηνευτικά ζητήματα 115
VI. Η υπαιτιότητα του κατηγορουμένου ως προς την υπέρβαση
της εύλογης διάρκειας 117
VII. Λοιπά ζητήματα 120
IX
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο | ΟΥΣΙΩΔΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 125
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο | Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Ι. Η βασική ρύθμιση του άρθρου 83 ΠΚ 133
ΙΙ. Συρροή ελαφρυντικών περιστάσεων ή λόγων μείωσης της ποινής 136
Α. Το προϊσχύσαν δίκαιο 136
Β. Η ρύθμιση του νέου ΠΚ 140
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 147
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 155
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Γενικές παρατηρήσεις
Η διάρθρωση του συστήματος των ποινών στον ΠΚ, όπως εξάλλου και στους ποινικούς κώδικες των κρατών που έχουν παρόμοιο νομικό σύστημα όπως η χώρα μας, προβλέπει για κάθε συγκεκριμένο αδίκημα ένα ευρύτερο γενικό πλαίσιο ποινής, που αναλογεί στη γενικότερη βαρύτητα του εγκλήματος, από το οποίο κατά την επιμετρητική διαδικασία προκύπτει ένα ειδικότερο (και στενότερο) πλαίσιο ποινής που «αναλογεί» στη βαρύτητα της συγκεκριμένης υπό κρίση αξιόποινης πράξεως, μέχρις ότου, με βάση το στενότερο αυτό πλαίσιο, επιμετρηθεί σε απόλυτη πλέον τιμή η ποινή που θα επιβληθεί στο δράστη. Αυτά, βέβαια, συμβαίνουν κατά κανόνα μέσα στα όρια του γενικότερου πλαισίου ποινής, που προβλέπεται για το συγκεκριμένο είδος εγκλήματος.
Όμως, υπάρχουν ήδη στο Γενικό Μέρος του ΠΚ περιπτώσεις, στις οποίες ο νομοθέτης θεωρεί ότι ο δράστης εξ ορισμού εμφανίζει ελαττωμένο άδικο ή μειωμένη ενοχή, και μάλιστα κατά ένα μεγάλο μέρος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες της συγκεκριμένης πράξεως. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου ήδη το άδικο της πράξεως εμφανίζεται εξ ορισμού μειωμένο, αποτελεί η απόπειρα σε σύγκριση με το τετελεσμένο έγκλημα και η απλή συνέργεια σε σύγκριση με την αυτουργία και τις άλλες μορφές συμμετοχής στο έγκλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναντίρρητα μειωμένης ενοχής αποτελεί η διάπραξη του εγκλήματος από δράστη με μειωμένη ικανότητα καταλογισμού. Πρόκειται εδώ για τους «γενικούς λόγους μείωσης της ποινής», οι οποίοι ισχύουν, βέβαια, για κάθε είδους εγκλήματα. Αντίθετα, στο Ειδικό Μέρος αλλά και σε ειδικούς ποινικούς νόμους προβλέπονται «ειδικοί λόγοι μείωσης της ποινής», δηλαδή περιπτώσεις στις οποίες η τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις συνεπάγεται την υποχρεωτική ελάττωση του πλαισίου ποινής.
Όπως είδαμε, στο Γενικό Μέρος του ΠΚ υπάρχουν διάσπαρτες ορισμένες ομάδες περιπτώσεων για τις οποίες ο νομοθέτης προβλέπει την (άλλοτε υποχρεωτική και άλλοτε δυνητική) μείωση της ποινής λόγω του ελαττωμένου αδίκου ή της ήσσονος ενοχής που παρουσιάζεται εξ ορισμού σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις που προβλέπει ο ΠΚ ως γενικούς λόγους μειώσεως της ποινής είναι: α) Η τέλεση του εγκλήματος με παράλειψη (άρθρ. 15 παρ. 2 ΠΚ). β) Η υπέρβαση από
Σελ. 2
δόλο των ορίων της άμυνας (άρθρ. 23 ΠΚ). γ) Η υπέρβαση από δόλο των ορίων της καταστάσεως ανάγκης που αίρει το άδικο (άρθρ. 25 παρ. 3 ΠΚ). δ) Η ασύγγνωστη νομική πλάνη (άρθρ. 31 παρ. 2 ΠΚ), όπου προβλέπεται δυνητικά η επιβολή μειωμένης ποινής. ε) Η υπέρβαση από δόλο των ορίων της καταστάσεως ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό (άρθρ. 32 παρ. 2 ΠΚ). στ) Η υπαίτια διατάραξη της συνειδήσεως (actio libera in causa), όταν η πράξη που τελέσθηκε είναι διάφορη από εκείνη που αποφασίσθηκε (άρθρ. 35 παρ. 2 ΠΚ). ζ) Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (άρθρ. 36 ΠΚ). η) Η απόπειρα (άρθρ. 42 παρ. 1 ΠΚ). θ) Η απόπειρα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος (άρθρ. 42 παρ. 3 ΠΚ). ι) Η υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα αποτυχημένου εγκλήματος στο οποίο ο δράστης με δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια δεν επαναλαμβάνει άμεσα την πράξη του (άρθρ. 44 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ), όπου επιβάλλεται ελαττωμένη ποινή μειωμένη περαιτέρω κατά το ήμισυ. ια) Η υπαναχώρηση από περιπτώσεις πεπερασμένης απόπειρας (άρθρ. 44 παρ. 3 ΠΚ). ιβ) Η υπαναχώρηση από απόπειρα του συμμετόχου που με την θέλησή του εμπόδισε την ολοκλήρωση της πράξης ή την επέλευση του αποτελέσματος (άρθρ. 44 παρ. 4 ΠΚ). ιγ) Η περίπτωση του agent provocateur, δηλαδή αυτού που με πρόθεση προκαλεί σε άλλον την απόφαση να τελέσει έγκλημα με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με την θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος (άρθρ. 46 παρ. 2 ΠΚ). ιδ) Η απλή συνέργεια (άρθρ. 47 παρ. 1 ΠΚ). ιε) Η ηθική αυτουργία και η άμεση συνέργεια σε ιδιαίτερο έγκλημα, όταν οι ιδιαίτερες ιδιότητες υπάρχουν μόνο στον αυτουργό της πράξεως (άρθρ. 49 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ). ιστ) Η διάπραξη αξιόποινης πράξεως από δράστη μετεφηβικής ηλικίας, ή, όπως πλέον ονομάζεται, νεαρό ενήλικο (άρθρ. 133 ΠΚ), ήτοι πρόσωπο που κατά την τέλεση της πράξεως είχε συμπληρώσει το 18ο όχι όμως και το 25ο έτος της ηλικίας του.
Λόγοι μείωσης της ποινής προβλέπονται και στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ. Αυτοί, βέβαια, δεν έχουν γενικότερη ισχύ, αλλά αφορούν τα συγκεκριμένα αδικήματα στη νομοτυπική υπόσταση των οποίων έχουν συμπεριληφθεί. Τέτοιοι είναι: (α) Η αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας (άρθρο 137 παρ. 2 ΠΚ). (β) Η διεύθυνση τρομοκρατικής οργάνωσης που έχει συσταθεί για την τέλεση πλημμελημάτων (άρθρ. 187 παρ. 3 εδ. β΄ ΠΚ). (γ) Μέτρα επιείκειας σε μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρ. 187 Γ ΠΚ). (δ) Μέτρα επιείκειας για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς υπαλλήλων (άρθρ. 263 Α παρ. 2 ΠΚ). (ε) Μέτρα επιείκειας για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεως διαφθοράς πολιτικών προσώπων (άρθρ. 263 Α παρ. 4 εδ. β΄ ΠΚ).
Λόγοι μείωσης της ποινής ευρίσκονται διάσπαρτοι και σε διάφορους ειδικούς ποινικούς νόμους. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: (α) Η αποκατάσταση της γενόμενης μεταβολής στο φυσικό περιβάλλον (άρθρο 3 παρ. 23 Ν 2242/1994). (β) Η
Σελ. 3
υπαγωγή στο πρόγραμμα επιείκειας στην περίπτωση της παραβίασης του ελεύθερου ανταγωνισμού (άρθρο 44 παρ. 3 Ν 3959/2011). (γ) Συμβολή στην εξάρθρωση οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών (άρθρ. 27 παρ. 1 Ν 4139/2013). (δ) Τέλεση εγκλήματος εμπορίας ή διάθεσης ναρκωτικών ουσιών από εξαρτημένο δράστη (άρθρ. 30 παρ. 4 του Ν 4139/2013)
Πέραν των ανωτέρω υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις που συνοδεύουν τη διάπραξη ενός εγκλήματος, οι οποίες θα δικαιολογούσαν μια μείωση του γενικού πλαισίου ποινής που προβλέπεται γι’ αυτό. Οι «ελαφρυντικές» αυτές «περιστάσεις» προβλέφθηκαν ενδεικτικά στο άρθρο 84 ΠΚ και οδηγούν επίσης σε επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο που αναφέρεται στο άρθρο 83 ΠΚ. Και οι ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, όπως οι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχουν εφαρμογή σε όλα τα εγκλήματα. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι, ενώ οι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής στηρίζονται αποκλειστικά σε ελαττωμένο άδικο ή ενοχή του δράστη, στις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αλλά οι λόγοι που οδηγούν στη μείωση της ποινής είναι άλλοι, και συγκεκριμένα η αντίληψη ότι οι περιστάσεις που συνόδευσαν το έγκλημα πριν, κατά ή μετά την τέλεση αυτού θα πρέπει να οδηγήσουν σε επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Παρόμοιες περιστάσεις αναφέρονται και στην παρ. 3 του άρθρ. 79 ΠΚ, ως γενικοί κανόνες επιμέτρησης της ποινής και ιδίως αξιολόγησης της προσωπικότητας του εγκληματία, με τη διαφορά ότι στο άρθρ. 79 ΠΚ λαμβάνονται υπόψη μέσα στα όρια του γενικότερου πλαισίου ποινής που προβλέπεται για το συγκεκριμένο είδος εγκλήματος, ενώ στο άρθρο 84 ΠΚ οδηγούν στον προσδιορισμό ενός ελαττωμένου γενικού πλαισίου ποινής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση των περιστάσεων του άρθρου 79 παρ. 3 ΠΚ έχουμε να κάνουμε με στοιχεία επιμέτρησης εντός του προκαθορισμένου γενικού πλαισίου ποινής, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 84 ΠΚ έχουμε να κάνουμε με όρους που οδηγούν σε διαφοροποίηση (προς τα κάτω) αυτού του ίδιου πλαισίου ποινής.
Κατά μια άποψη οι λόγοι μείωσης της ποινής και οι ελαφρυντικές περιστάσεις δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη: οι πρώτοι αποτελούν ειδικές ελαφρότερες μορφές εγκλημάτων («ελλειμματικές παραλλαγές») που περιγράφονται κι αυτές in abstracto στο νόμο και αντιμετωπίζονται ήδη στο αφηρημένο αυτό επίπεδο με την πρόβλεψη ενός ειδικότερου, μειωμένου πλαισίου ποινής, ενώ οι δεύτερες αποτελούν περιστάσεις που διαπιστώνονται κατά την διάρκεια της ποινικής δίκης και μέσα από αυτή και υπαγορεύουν in concreto μια επιεική ποινική μεταχείριση, με
Σελ. 4
συνέπεια οι ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως ιδίως εκείνες των περιπτώσεων α΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 2 του άρθρ. 84 ΠΚ, να μην μπορούν καταρχήν να συγκριθούν, καθόσον αφορά στην ελαφρυντική τους δύναμη, με λόγους μείωσης της ποινής, όπως η απόπειρα, η απλή συνέργεια ή η ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό. Επομένως, η σε κάθε περίπτωση και άνευ άλλου τινός πρόβλεψη για όλες αυτές τις περιστάσεις ίδιας ακριβώς, και μάλιστα υποχρεωτικής, μείωσης του πλαισίου ποινής είναι, ίσως, υπερβολική.
Πολύ εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του Μπάκα, που αναφέρει ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις συνδέονται με την ιδέα της εξατομίκευσης της ποινής που επιβάλλει την προσαρμογή της ποινικής μεταχείρισης στην προσωπικότητα του εγκληματία. Ειδικότερα, οι ελαφρυντικές περιστάσεις χρησιμοποιήθηκαν για να αποφευχθεί περιττή σκληρότητα από την εφαρμογή της νόμιμης ποινής στο ελάχιστο όριό της, όταν το ακίνδυνο της προσωπικότητας του δράστη και γενικότερα οι ανάγκες της ειδικής πρόληψης το επιβάλλουν. Γενικά η εφαρμογή των ελαφρυντικών περιστάσεων υπερακοντίζει τα όρια ποινής που ο νομοθέτης πρόβλεψε για το συγκεκριμένο έγκλημα και μεταβάλλει σε όφελος του δικαστή την ισορροπία που υπάρχει στη συνεργασία του τελευταίου με τον νομοθέτη στην επιμέτρηση της ποινής. Έτσι, είναι δυνατόν να επέμβει διορθωτικά ο δικαστής στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάμπτοντας την αφηρημένη αυστηρότητα του νόμου.
Οι ελαφρυντικές περιστάσεις συνδέονται με την ιδέα της εξατομίκευσης της ποινής που επιβάλλει την προσαρμογή της ποινικής μεταχείρισης στην προσωπικότητα του εγκληματία.
ΙΙ. Η φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων
Ως προς την φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων έχει επικρατήσει στην θεωρία η τάση να τους αναγνωρίζεται «διπλός» ή «μεικτός» χαρακτήρας, υπό την έννοια ότι τοποθετούνται μεταξύ των αξιολογικών στοιχείων της ενοχής, που ανήκουν στην νομοτυπική μορφή του εγκλήματος και των κανόνων επιμέτρησης της ποινής, που έχουν σχέση με την προσωπικότητα του εγκληματία και την βαρύτητα της πράξεως κατ’ αναλογία προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 79 παρ. 1 ΠΚ,
Σελ. 5
δηλαδή, βρίσκονται «μεταξύ της ενοχής και της επιμέτρησης της ποινής». Σε ελαφρώς διαφοροποιούσα, όχι, όμως, τελείως απομακρυσμένη από την προηγούμενη, διάκριση προβαίνει και η Καϊάφα-Γκμπάντι, θεωρώντας ότι η φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ δεν είναι ομοιογενής. Έτσι, τα μεν ελαφρυντικά των μη ταπεινών αιτίων, της μεγάλης ένδειας, της σοβαρής απειλής, της σχέσης εξάρτησης, της ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος και της οργής ή βίαιης θλίψης έχουν, κατά την άποψή της, χαρακτήρα αξιολογικών στοιχείων της ενοχής, ενώ ο πρότερος έντιμος (ήδη: σύννομος) βίος, η ειλικρινής μετάνοια και η καλή συμπεριφορά μετά την πράξη είναι στοιχεία τα οποία είτε προϋπάρχουν του εγκλήματος είτε εμφανίζονται μετά από αυτό και ακριβώς επειδή δεν μετέχουν στην δομή του, αποτελούν στοιχεία του χώρου της ποινής.
Έχω την άποψη ότι όλη αυτή η διαφοροποίηση είναι μάλλον περιττή. Αυτό προκύπτει εύκολα από τον παραλληλισμό της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ με την διάταξη του άρθρου 79 παρ. 3 ΠΚ, όπου και εκεί συμπεριλαμβάνονται στοιχεία ανάλογα με τα εδώ περιγραφόμενα, χωρίς ποτέ να έχει αμφισβητηθεί ότι αυτά δεν αποτελούν αξιολογικά στοιχεία της ενοχής, αλλά κανόνες επιμέτρησης της ποινής. Δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ θα πρέπει να υπάρξει διαφορετική μεταχείριση. Πρόκειται, λοιπόν, και εδώ για κανόνες επιμετρήσεως της ποινής, που αναφέρονται ευθέως στην εν γένει προσωπικότητα του δράστη, εκ των οποίων άλλοι μεν προσεγγίζουν περισσότερο μορφολογικά στοιχεία της ενοχής του και άλλοι αποκτούν κάπως πιο αντικειμενικό περιεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση, η ένταξή τους στους κανόνες επιμετρήσεως της ποινής έχει και τεράστια πρακτική σημασία, διότι, όπως θα δούμε παρακάτω σε ειδική αναφορά, από το γεγονός αυτό επηρεάζεται ο χρόνος και ο τρόπος προβολής των ελαφρυντικών περιστάσεων στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.
Για τον λόγο αυτό πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιφυλάξεις οι σκέψεις του Καραγκούνη. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι θα πρέπει καταρχήν να γίνει πλήρης αντιδιαστολή των περιπτώσεων εξ υπαρχής εγκληματικού ελλείμματος (όπως αυτές των άρθρων 15 παρ. 2, 31 παρ. 2 εδ. β΄, 42 παρ. 1 και 47 εδ. α΄ ΠΚ) με τις περιπτώσεις των κλασσικών ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρ. 84 παρ. 2. Όπως τονίζει, «από την μια πλευρά έχουμε ελλειμματικές και εξ αυτού του λόγου ελαφρύτερες μορφές εμφάνισης του εγκλήματος, οι οποίες αξιώνουν in abstracto μειωμένη ποινή, και από την άλλη πλευρά έχουμε περιστάσεις που αφορούν κατά βάση τον ίδιο τον δράστη και όχι την πράξη που αυτός τέλεσε και οι οποίες υπο-
Σελ. 6
δεικνύουν για διαφορετικούς λόγους (πρόληψης, επιείκειας ή τιμωρητού) ότι ο δράστης είναι άξιος in concreto μειωμένης ποινής». Με βάση τα ανωτέρω ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η θέσπιση υποχρεωτικής μείωσης του πλαισίου ποινής επί συνδρομής ελαφρυντικής περίστασης είναι εκτεθειμένη σε σοβαρές επιφυλάξεις. Αφενός μεν είναι αθεμελίωτη από την άποψη της εξομοίωσης της ποινικής μεταχείρισης με τις περιπτώσεις του ελλειμματικού εγκλήματος, αφετέρου δε είναι ασύμβατη με τον ενδεικτικό χαρακτήρα της απαρίθμησης του άρθρ. 84. Αντ’ αυτής ο ποινικός νομοθέτης έπρεπε να είχε ταχθεί υπέρ της δυνητικής μείωσης του πλαισίου ποινής με παράλληλη διατήρηση της ενδεικτικής απαρίθμησης των περιστάσεων του άρθρ. 84».
Η διαφοροποίηση αυτή είναι εν μέρει εύστοχη. Όμως, θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Πρώτον, και ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις (όπως η μεγάλη ένδεια, η ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος ή η σχέση εξάρτησης) δεν είναι άμοιρες της αξιολόγησης της ενοχής του δράστη, αντιθέτως μάλιστα, η ψυχολογική κατάσταση του δράστη, όπως περιγράφεται σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο με το πεδίο της ενοχής μπορούν να συσχετιστούν. Δεύτερον, η πρόταση για τις περιπτώσεις του άρθρ. 84 παρ. 2 ΠΚ επιβολής μειωμένης ποινής εντός του βασικού προβλεπόμενου πλαισίου ποινής (και όχι εντός νέου μειωμένου πλαισίου, όπως συμβαίνει κατά το ισχύον δίκαιο) δεν θα μπορέσει συχνά να εκπληρώσει τον δικαιοπολιτικό ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου: Όπως θα δούμε παρακάτω, όταν αυτό συντρέχει, αναγνωρίζει ουσιαστικά η έννομη τάξη στον δράστη ότι η πράξη του αποτελεί «παραφωνία» στον μέχρι τώρα ανεπίληπτο βίο του και ότι αυτός θα πρέπει να τύχει, εξ αυτού του λόγου, επιεικούς μεταχειρίσεως. Αν, όμως, ο δράστης έχει διαπράξει κακούργημα, τότε, ενστερνιζόμενοι την ανωτέρω άποψη περί παραμονής στο ίδιο πλαίσιο ποινής, θα έπρεπε να του επιβάλουμε ποινή καθείρξεως, που σημαίνει αναγκαστικά τον εγκλεισμό του στην φυλακή, με αποτέλεσμα να εξανεμίζεται κάθε δικαιοπολιτική σκοπιμότητα που συνδέεται με τον θεσμό των ελαφρυντικών περιστάσεων. Οι σκέψεις, λοιπόν, του συγγραφέα είναι μεν χρήσιμες για την συνειδητοποίηση συσχετισμών και ισορροπιών στον χώρο επιβολής μειωμένης ποινής, η υιοθέτησή τους, όμως στην πράξη, θα ανέτρεπε την όλη φιλοσοφία και δικαιοπολιτική σκοπιμότητα του θεσμού των ελαφρυντικών περιστάσεων.
Ο ρόλος των ελαφρυντικών περιστάσεων στην εξατομίκευση της ποινής, και κυρίως στην διόρθωση υπερβολών στις οποίες οδηγεί η κυριαρχία της γενικής προλήψεως, έχει καταστεί ιδιαίτερα σημαντικός στη σημερινή εποχή. Το βασικό επι-
Σελ. 7
χείρημα που προβάλλεται κατά της θεωρίας της γενικής πρόληψης που θεωρείται πλέον ο κύριος στόχος της ποινής στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, είναι ότι, εφαρμοζόμενη με ακραία συνέπεια, οδηγεί ενδεχομένως σε μεγαλύτερη αυστηρότητα κατά την επιμέτρηση της ποινής, ιδιαίτερα όταν αυτό επιβάλλεται από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως λ.χ. την όξυνση της εγκληματικότητας σε κάποιον τομέα κοινωνικής δραστηριότητας. Εξίσου σοβαρό είναι, κατά την άποψή μου, το ανωτέρω ζήτημα όχι μόνο σε σχέση με την επιμέτρηση της ποινής, αλλά περισσότερο ενόψει ήδη της προβλέψεώς της στην αντίστοιχη ποινική διάταξη. Με άλλα λόγια συχνό είναι το φαινόμενο, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, ο ποινικός νομοθέτης, αντιδρώντας σπασμωδικά στην έξαρση συγκεκριμένων φαινομένων αντικοινωνικής συμπεριφοράς, να προβαίνει σε θέσπιση αυστηρότερων ποινών –συνοδευόμενων και από προσθήκη ή τροποποίηση κάποιων όρων της νομοτυπικής υποστάσεως του εγκλήματος– φθάνοντας μάλιστα ορισμένες φορές σε επίπεδο υπερβολής ή ακόμη και παραλογισμού.
Η δικαιοπολιτικά κατακριτέα αυτή στάση του νομοθέτη έχει συχνά υπαγορευθεί και από διεθνείς συμβάσεις ή ευρωπαϊκές οδηγίες, οι οποίες, χωρίς να υποβληθούν στο απαραίτητο δικαιοπολιτικό «φιλτράρισμα», ενσωματώθηκαν άκριτα στο ελληνικό δίκαιο, πολλές φορές δε μάλιστα ο Έλληνας νομοθέτης υπερακόντισε και τα πλαίσια που είχαν προβλεφθεί από τα διεθνή κείμενα, δείχνοντας και εδώ υπερβάλλοντα ζήλο. Υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων, το
Σελ. 8
πρόβλημα της επιρροής γενικοπροληπτικών αντιλήψεων, ιδωμένων με εντελώς εσφαλμένο τρόπο, στην αυστηροποίηση του προβλεπόμενου πλαισίου ποινής για κάποιες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι πράγματι υπαρκτό και σοβαρό. Πρόκειται εδώ για σημαντική αλλοίωση (για να μην πούμε «διαστροφή») της λειτουργίας της γενικής προλήψεως, η οποία όχι μόνο δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη, αλλά αντίθετα θα πρέπει να τύχει άμεσης διορθωτικής παρέμβασης από τον ποινικό νομοθέτη. Μέχρι, όμως, να επιτευχθεί αυτό, ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος των ελαφρυντικών περιστάσεων στην εξισορρόπηση των λειτουργιών της ποινικής καταστολής θα παραμένει αναλλοίωτος.
Η αποδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων συνεπάγεται υποχρεωτική για το δικαστήριο μείωση της ποινής. Από την άλλη πλευρά τίθεται το ερώτημα κατά πόσον είναι υποχρεωτική η ίδια η αναγνώριση όταν αυτές συντρέχουν. Παρότι από τη διατύπωση στο κείμενο του νόμου φαίνεται να προκύπτει κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι διαφορετική. Από τη στιγμή που η νομολογία προσδίδει στις ελαφρυντικές περιστάσεις αξιολογικό περιεχόμενο, είναι προφανές ότι είναι στο χέρι του δικαστή να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει, εάν αυτές συντρέχουν, υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπό κρίση περιπτώσεως.
Οι ελαφρυντικές περιστάσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις προνομιούχες παραλλαγές των εγκλημάτων (τέτοιες συναντώνται π.χ. στα άρθρα 207, 208, 299 παρ. 2, 308 παρ. 1 εδ. β΄, 377 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ) που ανάγονται στην ενοχή του δράστη και όχι στην επιμέτρηση της ποινής.
Σελ. 9
Από τη διατύπωση των επί μέρους ελαφρυντικών περιστάσεων προκύπτει ότι αυτές έχουν προσωποπαγή χαρακτήρα και κατά συνέπεια εξετάζονται αυτοτελώς για κάθε έναν από τους συμμετόχους σε μια εγκληματική πράξη. Έτσι, η ΑΠ 865/2004 δέχθηκε ότι για όλους τους συναυτουργούς ισχύει μεν το ίδιο πλαίσιο ποινής, εντός του πλαισίου όμως αυτού ο δικαστής έχει την ευχέρεια να επιμετρήσει διαφορετική ποινή σε κάθε συναυτουργό, ενώ δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει σε όλους την ελαφρυντική περίσταση που τυχόν αναγνώρισε σε έναν από αυτούς.
Επίσης, η νομολογία δέχεται ότι σε περιπτώσεις συρροής είναι δυνατή η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης μόνο για το ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα και η απόρριψή της για το άλλο ή τα άλλα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί εδώ η ΑΠ 991/2013. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αιτιολογημένως απερρίφθη ο αορίστως προβληθείς, περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων, αφού το λευκό ποινικό τους μητρώο δεν αρκεί, το δε γεγονός ότι, χωρίς να είναι μοναχές, εισέβαλαν και κατέλαβαν τον χώρο της μονής και του κάστρου, με μοναδικό σκοπό να οικειοποιηθούν την εν λόγω δημόσια έκταση, δεν υποδηλώνει πρότερο έντιμο βίο. Αντίθετα, ορθώς και αιτιολογημένως χορηγήθηκε στις κατηγορούμενες αυτεπαγγέλτως το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, μόνον ως προς την πράξη της κατάληψης δημόσιας έκτασης, αφού, μετά την τέλεσή της και τις διαμαρτυρίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας, επιτρέπουν ελεύθερα και χωρίς προσκόμματα την πρόσβαση της υπηρεσίας αυτής στον χώρο του κάστρου, απεδείχθη δε, αναφορικά με την μη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού για την πρώτη πράξη (κατάληψη αρχαιολογικού χώρου), ότι οι κατηγορούμενες όχι μόνο αδιαφορούν για την συντήρηση και διατήρηση του επίμαχου αρχαιολογικού μνημείου, αλλά το αντιμετώπισαν και με πρωτοφανή ασέβεια, διατηρώντας ορνιθώνα στους πύργους του κάστρου και ανοίγοντας, πλησίον των θεμελίων του, μεγάλο (σε βάθος και μήκος) χάνδακα. Ανάλογα έκρινε και η ΑΠ 381/1993, που αναγνώρισε στον κατηγορούμενο, ελαφρυντικό για το πλημμέλημα της παράνομης οπλοφορίας, ενώ δεν δέχθηκε τις ίδιες ελαφρυντικές περιστάσεις για το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.
Επίσης, η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης είναι δυνατό να γίνει δεκτή μόνο για έναν από τους συγκατηγορούμενους για το ίδιο έγκλημα και να απορριφθεί για τους υπόλοιπους έστω και αν είναι συναυτουργοί.
Σελ. 10
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, με τον νέο ΠΚ επήλθαν κάποιες αρκετά σημαντικές τροποποιήσεις των ρυθμίσεων για τις ελαφρυντικές περιστάσεις: ο πρότερος «έντιμος» βίος μετονομάστηκε σε «σύννομο», διευκρινίστηκε (ενάντια στην μέχρι την θέσπιση του νέου ΠΚ κρατούσα νομολογία) ότι η καλή συμπεριφορά μετά την πράξη μπορεί να επιδειχθεί και κατά τη διάρκεια της κράτησης σε σωφρονιστικό ίδρυμα και, τέλος, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που αποτελούσε στοιχείο επιμέτρησης της ποινής αναγνωρίζεται πλέον ως αυτοτελής ελαφρυντική περίσταση.
Από την άλλη πλευρά, ο νομοθέτης του νέου ΠΚ προβλέπει πλέον στη νεοπαγή διάταξη της παρ. 4 του αρ. 79 ως στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, και το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. Από τα στοιχεία αυτά, θα μπορούσαν εν μέρει να επικαλυφθούν με επιμέρους ελαφρυντικές περιστάσεις η συναισθηματική φόρτιση, σε σχέση με το ελαφρυντικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος και η συμβολή στην εξιχνίαση του εγκλήματος σε σχέση με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Από τη στιγμή όμως, που τα στοιχεία αυτά προβλέπονται αυτοτελώς στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 4 ΠΚ θα πρέπει όσον αφορά το πρώτο να δεχθούμε ότι εδώ η συναισθηματική φόρτιση δεν θα πρέπει να προέρχεται από ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος αλλά από άλλους παράγοντες. Όσον αφορά το δεύτερο, όπως θα δούμε στην οικεία θέση, η συμβολή στην εξιχνίαση του εγκλήματος δεν αρκεί κατά κανόνα (τουλάχιστον κατά την κρατούσα άποψη στην νομολογία) από μόνη της να οδηγήσει στην ελαφρυντική περίσταση του αρ. 84 παρ. 2 εδ. ε΄ ΠΚ.
Σελ. 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Ο ΠΡΟΤΕΡΟΣ ΣΥΝΝΟΜΟΣ ΒΙΟΣ
Ι. Εισαγωγικά
Η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου είναι εκείνη της οποίας γίνεται επίκληση στην πράξη με τη συντριπτικά μεγαλύτερη συχνότητα από τους καταδικασθέντες κατηγορούμενους. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι γύρω από αυτήν έχει αναπτυχθεί εκτενέστατη νομολογία, λόγω της πλουσιότατης περιπτωσιολογίας που προκύπτει σχετικά. Όπως όμως καταδεικνύεται και από τον μεγάλο αριθμό των μελετών που έχουν πρόσφατα δει το φως της δημοσιότητας και αναφέρονται στο συγκεκριμένο ζήτημα, η ελαφρυντική αυτή περίσταση έχει προξενήσει και το έντονο και εύλογο ενδιαφέρον της θεωρίας.
ΙΙ. Η νομολογία προ της ισχύος του νέου ΠΚ
Όσον αφορά την εικόνα προ της θέσεως σε ισχύ του νέου ΠΚ, η νομολογία, κυρίως μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ήταν αρκετά γενναιόδωρη ως προς την χορήγηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου (κατά την διατύπωση του προϊσχύσαντος δικαίου), συναρτώντας την κατά κανόνα μόνο με την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Όμως, ήδη από τις αρχές της νέας χιλιετίας η νομολογία άρχισε να εξελίσσεται επί το αυστηρότερο και απαιτούσε πλέον, πέρα από την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, και την επίκληση συγκεκριμένων θετικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο ανεπίληπτος και επωφελής για την κοινωνία βίος του κατηγορουμένου. Την επίκληση εκ μέρους των κατηγορουμένων – αιτουμένων του ελαφρυντικού συνήθων γεγονότων από την οικογενειακή και προσωπική τους ζωή, όπως την πολυετή έντιμη εργασία, την κοινωνική αναγνώριση, την φροντίδα των μελών της οικογενείας τους, την ανεπίληπτη άσκηση του επαγγέλματός τους κ.λπ., υποβάθμιζε σε πολλές περιπτώσεις η νομολογία, χαρακτηρίζοντάς την «συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά» και απέρρι
Σελ. 12
πτε την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου με την σχεδόν στερεότυπη διατύπωση που αναφέρει ότι «για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με την δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος ή εργασίας προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και επωφελής συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση του εδαφίου α΄ της παρ. 2 του άρθρ. 84 ΠΚ».
Κατά της παλαιότερης αυτής νομολογίας είχε ασκήσει έντονη κριτική η Καϊάφα-Γκμπάντι, θεωρώντας ότι η νομολογία με την συρρίκνωση της εφαρμογής της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, παραβίαζε συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, όπως π.χ. της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού του προσώπου, επειδή αναγόταν για τον έλεγχο της συνδρομής του πρότερου έντιμου βίου σε κρατούντα κοινωνικά πρότυπα (όπως π.χ. του επιτυχημένου επαγγελματία, του πιστού συζύγου, του καλού οικογενειάρχη) και προσέβαλε, έτσι, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών από το νόμο. Η κριτική αυτή είναι, φρονώ, υπερβολική. Από την στιγμή που το κυρίαρχο στοιχείο για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ ήταν ο «έντιμος» βίος, ο τελευταίος δεν μπορούσε να προσδιορισθεί παρά με βάση τα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και όσα προαναφέρθηκαν. Δεύτερον, γιατί ο νομοθέτης του προϊσχύσαντος ΠΚ τα πρότυπα αυτά τα ανέφερε ρητά ως κριτήρια στο κείμενο του νόμου. Τρίτον, τέλος, διότι, κατά την άποψη που είχαμε υποστηρίξει υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου, η αξιολόγηση του πρότερου βίου του υπαιτίου με βάση τα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα κατέτεινε στο να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο η πράξη για την οποία αυτός καταδικάσθηκε είχε τα στοιχεία «παραφωνίας», «μοναδικότητας» στον κατά τα λοιπά ανεπίληπτο βίο του, οπότε εξασθένιζαν σημαντικά οι όποιοι δικαιοπολιτικοί λόγοι αυστηρής τιμώρησής του.
Πολύ χαρακτηριστικό για την στάση αυτή της νομολογίας είναι το σκεπτικό της ΑΠ 377/2015. Εκεί ο κατηγορούμενος για να στηρίξει την συνδρομή του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ επικαλέστηκε, πέραν του λευκού ποινικού μητρώου, και το ότι έχει οργανωμένη οικογενειακή και επαγγελματι-
Σελ. 13
κή ζωή, εργαζόμενος στη ΔΕΗ, προκειμένου να διαθρέψει την οικογένεια και το ανάπηρο παιδί του, με άριστη διαγωγή, έντονη κοινωφελή δράση, αποδεδειγμένη παροχή βοήθειας σε πτωχά παιδιά και πατρική αυτοθυσία εκ του γεγονότος ότι ανέθρεψε κωφάλαλο παιδί. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα χορήγησης του ελαφρυντικού αυτού, με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά, συνιστάμενη στη δημιουργία και εργασιακών συνθηκών προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως και όχι σε ιδιαίτερα θετική και επωφελή για την κοινωνία συμπεριφορά.
Η στάση αυτή της νομολογίας, όπως απεικονίζεται σε αυστηρή εκδοχή στην παραπάνω απόφαση, ήταν, όπως ήδη είχα προ πολλού επισημάνει, υπερβολική. Το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου δεν μπορούσε να μετατραπεί σε ελαφρυντικό της «πρότερης ιδιαίτερης κοινωνικής προσφοράς», με την έννοια ότι ο δράστης υπήρξε λ.χ. εθνικός ευεργέτης ή ήρωας στον πόλεμο, αλλά αναφέρεται στον μέσο κοινωνό, αναγνωρίζοντας, ότι το έγκλημα που διέπραξε αποτέλεσε μια «μοναδική παραφωνία» στον μέχρι τώρα βίο του, ο οποίος κατά τα λοιπά ήταν μέχρι τώρα ανεπίληπτος. Αυτό ακριβώς το στοιχείο της μοναδικότητας της ολίσθησης στο έγκλημα αποτελεί και την δικαιοπολιτική αφετηρία της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, υπό την έννοια ότι σε μια τέτοια περίπτωση υποχωρεί σημαντικά η γενικοπροληπτική αξίωση της Πολιτείας για αυστηρή αντιμετώπιση του δράστη που θα αναλογούσε στη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε έναντι της ειδικοπροληπτικής πιθανολόγησης ότι η ήπια μεταχείρισή του θα του διευκολύνει την αναμενόμενη επανένταξή του στην κοινωνία.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο, ακόμη κι όταν υπήρχε λευκό ποινικό μητρώο, δεν δικαιούτο να λάβει αρνητική στάση ως προς τη χορήγηση του ελαφρυντικού, όταν η εικόνα μιας ανεπίληπτης μέχρι σήμερα διαβίωσης του δράστη αμαυρώνονταν από τον εντοπισμό περιστατικών που να δημιουργούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το ανεπίληπτο του χαρακτήρα του.
Αυτή η γραμμή είχε ακολουθηθεί και από τη νομολογία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου, σε αρκετές περιπτώσεις, όπου απορρίφθηκε η αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου επειδή, λ.χ. ο δράστης προέβαινε σε μη αναγκαίες αγορές (κοσμήματα, αυτοκίνητα) δημιουργώντας χρέη, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε τέτοιο οικονομικό αδιέξοδο, ώστε να συλλάβει την ιδέα της ανθρωποκτονίας και της ληστείας για να εξεύρει χρήματα προς επίλυση των
Σελ. 14
οικονομικών προβλημάτων του (ΑΠ 900/2000)· επειδή ο δράστης, ενώ υπηρετούσε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης επεδίωκε συστηματικά την συναναστροφή με μαθήτριες, είχε δε συνδεθεί ερωτικά με μία από αυτές (ΑΠ 1549/2000)· επειδή ο κατηγορούμενος είχε εμπλακεί στο παρελθόν σε υπόθεση κρητικής βεντέτας και συνήθιζε να οπλοφορεί επί σειρά πολλών ετών αποδεχόμενος, έτσι, και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει το όπλο και να πλήξει με αυτό οποιονδήποτε (ΑΠ 2320/2004)· επειδή ο κατηγορούμενος, όντας έγγαμος, συνήψε παράνομο ερωτικό δεσμό με την παθούσα εν γνώσει του ότι και αυτή ήταν έγγαμη με τέκνα (ΑΠ 245/2005)· επειδή ο κατηγορούμενος από τριετίας πριν από τον χρόνο τέλεσης των επίμαχων πράξεων έκανε χρήση ινδικής κάνναβης (ΑΠ 546/2003)· επειδή ο κατηγορούμενος επανειλημμένα στο παρελθόν είχε προβεί στην τέλεση απρεπών πράξεων σε βάρος ανηλίκων αλλά και ενηλίκων ατόμων (ΜΟΔΠατρ 48/2006)· επειδή ο κατηγορούμενος κατείχε όπλα και πυρομαχικά χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ενώ περιστασιακά ήταν και χρήστης ναρκωτικών ουσιών (ΑΠ 1235/2011)· επειδή ο κατηγορούμενος, πριν από την πράξη βιασμού για την οποία καταδικάστηκε, είχε προβεί σε παρόμοιες συμπεριφορές σε βάρος δύο γυναικών (ΑΠ 754/2012)· επειδή ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία είχε εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα και εργαζόταν παράνομα στη χώρα (ΑΠ 136/2014)· ή επειδή ο κατηγορούμενος για επικίνδυνη σωματική βλάβη και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία προ των εν λόγω αξιοποίνων πράξεών του είχε μακροχρόνιες διαφορές με τους πολιτικώς ενάγοντες, παρά τη με αυτούς δικαστική επίλυση των διαφορών τους, όπως είχε και με άλλους συνορίτες του (ΑΠ 886/2014).
Η τάση αυτή της νομολογίας συνεχίστηκε και υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ. Έτσι η ΑΠ 735/2020 απέρριψε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου με το σκεπτικό ότι «πέραν της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους, όπως ο ίδιος κατονομάζει τη σχέση του με την πολιτικώς ενάγουσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας οικογενειακές σχέσεις με την οικογένειά της, στον οποίο είχαν εμπιστευτεί την ανήλικη θυγατέρα τους, την φιλοξενούσε στην οικία του, μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Όμως πέραν της πράξης που τέλεσε σε βάρος της ανή-
Σελ. 15
λικης, η συμπεριφορά του δεν ήταν η πρέπουσα και προς άλλες αθλήτριες. Η παθούσα κατέθεσε ότι μετά που γνωστοποιήθηκε η σχέση της με τον κατηγορούμενο και άλλες συναθλήτριές της, της ανέφεραν ότι τις παρενοχλούσε σεξουαλικά».
Η συνεκτίμηση μορφών συμπεριφοράς, που αυτοτελώς ιδωμένες δεν αποτελούν αξιόποινη πράξη, στην αξιολόγηση της ύπαρξης πρότερου έντιμου βίου από τη νομολογία καταφαίνεται και από τις παρακάτω δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αποφάσεις, που είχαν αποκτήσει και ευρύτατη δημοσιότητα. Με την πρώτη (ΑΠ 2292/2003) απερρίφθη ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, εφόσον, πρώτον, η αναιρεσείουσα διατηρούσε ερωτικό δεσμό επί επτά περίπου χρόνια με το θύμα (που ήταν ιερωμένος), τον οποίο δεσμό απέκρυπτε από τον σύζυγό της και το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, δεν είχε προβεί σε δήλωση έναρξης επαγγέλματος, προκειμένου να φοροδιαφεύγει, απέσυρε χρήματα από κοινό λογαριασμό και τα παρέδωσε στο θύμα, συμπεριφερόταν προς τους οικείους της εριστικά, εν αγνοία του συζύγου της ταξίδεψε τέσσερις φορές στο Λονδίνο προκειμένου να συναντήσει τον εραστή της, είχε ερωτική επαφή με αυτόν εντός της συζυγικής της οικίας, μαγνητοφωνούσε τις τηλεφωνικές συνομιλίες της με το θύμα και αγόρασε και κατείχε παρανόμως το όπλο και τα φυσίγγια· και δεύτερον, το θύμα επιθυμούσε να διακόψει τον ερωτικό δεσμό με την αναιρεσείουσα και της γνωστοποιούσε την επιθυμία του αυτή με ήπιους τόνους και με τη συμβουλή του να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Με την δεύτερη (ΑΠ 1358/2008) απερρίφθη επίσης το ως άνω ελαφρυντικό που προβλήθηκε από κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ο οποίος, κατ’ εφαρμογήν επικουρικού σχεδίου ανθρωποκτονίας που είχε καταστρώσει από κοινού με την ερωμένη του, στραγγάλισε το θύμα-σύζυγο αυτής, χρησιμοποιώντας συρματόσκοινο. Οι αιτιολογίες της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου, κρίθηκαν από το Ακυρωτικό πλήρεις και σαφείς, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ο κατηγορούμενος, παραβιάζοντας τον ποινικό νόμο, αλλά και κρατούσες στην κοινωνία άγραφες ηθικές αρχές, υπέδειξε στην συγκατηγορούμενή του να περιάγει εξακολουθητικά σε ύπνωση τον σύζυγό της με δισκία υπνωτικού φαρμάκου, ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να την επισκέπτεται στη συζυγική οικία, χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο να αφυπνιστεί ο σύζυγος, και να
Σελ. 16
συνευρίσκεται εκεί μαζί της με ασφάλεια επί χρονικό διάστημα πέντε και πλέον μηνών, ενώ παράλληλα, κατά τις επισκέψεις στη συζυγική οικία επί μία και πλέον διετία, αδιαφορούσε για το ενδεχόμενο να γίνεται αντιληπτός από τα παιδιά της ερωμένης του και του θύματος κατά τη διάρκεια της συνουσίας με τη μητέρα τους μέσα στην πατρική οικία. Επίσης, με την ΑΠ 717/2018, απερρίφθη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου με το αιτιολογικό ότι ο κατηγορούμενος, Αλβανός υπήκοος, είχε εισέλθει παράνομα και διαβιούσε επίσης παράνομα στο ελληνικό έδαφος επί μακρό χρονικό διάστημα, περαιτέρω δε δεν αποδείχθηκαν καλές συναναστροφές του κατηγορουμένου μέχρι την τέλεση του εγκλήματος.
Πάντως, τις αυξημένες αυτές απαιτήσεις για την ύπαρξη έντιμου πρότερου βίου δεν τις ζητούσε σε όλες τις περιπτώσεις η παλαιότερη νομολογία. Έτσι, η ΑΠ 609/2009 δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση της πράξης διήγε έντιμο ατομικό, οικογενειακό και γενικότερα κοινωνικό βίο ζώντας με την σύζυγο και τις δύο θυγατέρες του στην Θεσσαλονίκη, εργαζόμενος, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα στην υπηρεσία και έχοντας λευκό ποινικό μητρώο. Επίσης, η ΑΠ 743/2009 αναίρεσε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καταδικαστική απόφαση ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, διότι κανένα αρνητικό περιστατικό δεν παρατέθηκε στην προσβαλλόμενη, ώστε να αντικρούονται τα όσα σαφώς προβλήθηκαν με τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο, είχε οργανωμένη επαγγελματική και οικογενειακή ζωή (όπως προέκυπτε από σχετικά πιστοποιητικά είναι πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων και εργαζόταν συνεχώς ως οδηγός), η διαγωγή του ήταν αρίστη και ουδέποτε έδωσε αφορμή για δυσμενή σχόλια εις βάρος του ή για συμμετοχή του σε παράνομες δραστηριότητες. Επίσης, με την ΑΠ 506/2012 αναιρέθηκε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας απόφαση που απέρριψε αίτημα αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, στηριζόμενο σε επιτυχείς σπουδές του κατηγορουμένου και εξαιρετική επαγγελματική σταδιοδρομία του. Η ΑΠ 1038/2012 αναίρεσε επίσης απορριπτική ως προς τη χορήγηση ελαφρυντικών απόφαση, με το σκεπτικό ότι δεν αρκεί μόνο η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν θετικά στοιχεία
Σελ. 17
ικανά να χαρακτηρίσουν έντιμη την εν γένει κοινωνική ζωή του κατηγορουμένου, εφόσον ο κατηγορούμενος αναφέρει αναλυτικά προς υποστήριξη του ισχυρισμού του την οικογενειακή του κατάσταση, την επαγγελματική του σταδιοδρομία, την κοινωνική του αποδοχή, την εντιμότητα και φερεγγυότητά του, παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσής του, την μη παραβίαση του ΚΟΚ, παρά την ιδιότητά του ως αυτοκινητιστή, και το λευκό του ποινικό μητρώο, αφετέρου δε, δεν παρατίθεται κανένα αρνητικό πραγματικό περιστατικό, με το οποίο να δικαιολογείται η ανατροπή όσων ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος. Επίσης, η ΑΠ 277/2014 αναίρεσε απόφαση που δεν χορήγησε το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ σε κατηγορούμενο ο οποίος, πέραν του λευκού ποινικού μητρώου, υπήρξε αντιπρόεδρος σε πολιτιστικό σύλλογο και αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία συλλόγων, θεωρώντας την απόρριψη του ως άνω αιτήματος μη αιτιολογημένη. Στην ΑΠ 372/2014 ο κατηγορούμενος είχε προβάλει ως θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, προκειμένου να τύχει του ελαφρυντικού του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ, το ότι διατηρεί οικογένεια με σύζυγο και δύο τέκνα, ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, δημιούργησε εμπορική τουριστική επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων και επί σειρά ετών συναλλάχθηκε έντιμα και με την εγκαλούσα εταιρεία και δεν υπέπεσε σε καμία αξιόποινη πράξη. Το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, ο δε ΑΠ αναίρεσε την απόφαση ως προς το απορριπτικό αυτό σκέλος, με την αιτιολογία ότι ουδέν διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετικά με τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, ενώ η παρατεθείσα απορριπτική ως προς το αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού αιτιολογία του δικαστηρίου της ουσίας κρίθηκε μη ειδική και ελλιπής.
Όμως, η πιο χαρακτηριστική από τις σχετικές περιπτώσεις απεικονίζεται στην ΑΠ 1255/2012: Η καταδικασθείσα για χρέη προς ασφαλιστικούς οργανισμούς κατηγορουμένη προέβαλε τον ισχυρισμό του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ στηριζόμενο επί των κάτωθι πραγματικών περιστατικών: «Είμαι εξήντα ετών, έχω λευκό ποινικό μητρώο και ουδέποτε κατηγορήθηκα για οποιοδήποτε πέραν των αδικημάτων για τα οποία δικάσθηκα σήμερα ενώπιόν Σας. Προσέφερα επί σειρά ετών στην ελληνική παιδεία μέσα από το ιστορικό εκπαιδευτήριο Βυζάντιο, στο οποίο αφιέρωσα κυριολεκτικά τη ζωή μου και από το οποίο εκπαιδευτήριο αποφοίτησαν γενεές παιδιών, πολλά των οποίων διαπρέπουν και σήμερα στην ελληνική κοινωνία ασκώντας παράλληλα και κάθε συναφή με την ιδιότητά μου αυτή θετι-
Σελ. 18
κή κοινωνική δραστηριότητα, και το κυριότερο, μη έχοντας μέχρι σήμερα αποκτήσει στην κυριολεξία εκ της δραστηριότητάς μου αυτής, ουδεμία προσωπική περιουσία». Το δικαστήριο της ουσίας παρόλα αυτά απέρριψε την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, όμως ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση, θεωρώντας ότι χωρίς αιτιολογία απορρίφθηκαν οι παραπάνω ορισμένοι και επαρκείς ισχυρισμοί της καταδικασθείσας.
ΙΙΙ. Η ρύθμιση στον νέο ΠΚ
Σύμφωνα με το εδ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση είναι το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρά πλημμελήματα.
Η διατύπωση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου είχε ως εξής: «το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική ή γενικά κοινωνική ζωή». Αυτό, λοιπόν, το κριτήριο του «πρότερου έντιμου βίου» αντικαταστάθηκε στο νέο ΠΚ από το κριτήριο του «πρότερου σύννομου βίου».
Όπως αναφέρει σχετικά η Αιτιολογική Έκθεση, στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Για τους λόγους αυτούς, αντί του κριτηρίου της προηγούμενης «έντιμης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόμιμης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου που είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο μόνο: να συμμορφώνεται στο νόμο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων «ηθικών καθηκόντων» έχει φυσικοδικαιϊκό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τη θετικότητα του ποινικού δικαίου.
Σελ. 19
Κατά της νέας αυτής διατύπωσης άσκησε εύστοχη κριτική ο Καραγκούνης, ο οποίος, αντλώντας επιχείρημα από την δυνατότητα μη αποκλεισμού της χορηγήσεως του συγκεκριμένου ελαφρυντικού σε περίπτωση καταδίκης για ελαφρύ πλημμέλημα, θεωρεί ότι αυτό είναι λογικά ασύμβατο με την έννοια του «σύννομου βίου», οπότε η ρύθμιση καταλήγει σε λογικό άτοπο. Την δεύτερη αντίφαση επισημαίνει ο συγγραφέας με αφορμή το κείμενο της Αιτιολογικής Έκθεσης, στο οποίο αναφέρεται επακριβώς ότι «στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου». Επιτακτικοί και απαγορευτικοί κανόνες δικαίου, όμως, επισημαίνει ο συγγραφέας, ασφαλώς δεν είναι μόνο οι ποινικοί κανόνες. Ο νομοθέτης, δηλαδή, φαίνεται να θεωρεί ότι, εφόσον ο πολίτης παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου (όχι απαραίτητα του ποινικού δικαίου), το ελαφρυντικό μπορεί να αποκλειστεί. Έτσι, όμως, ανακύπτει το εξής παράδοξο: Η παραβίαση επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων άλλων κλάδων πλην του ποινικού δικαίου μπορεί να αποκλείσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού, ενώ η παραβίαση έστω μικρής βαρύτητας του ποινικού νόμου, κατά την ρητή διατύπωση του γράμματος δεν μπορεί. Η εμφανής αυτή παραγνώριση της αξιολογικής ιεράρχησης των κανόνων δικαίου (από την άποψη της βαρύτητας των κυρώσεων που επιφέρει η παραβίασή τους) επιτείνει, κατά τον συγγραφέα, την σύγχυση του εφαρμοστή του δικαίου ως προς το ακριβές περιεχόμενο του όρου «σύννομος βίος».
Πάντως, όπως και αν έχει το πράγμα, η διατύπωση αυτή της Αιτιολογικής Έκθεσης καταδεικνύει και τη στόχευση του νομοθέτη με τη συγκεκριμένη αλλαγή, η οποία συνίσταται στο να αποξενωθεί κατά το δυνατόν η κρίση για τη χορήγηση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού από ηθικολογικές παραμέτρους. Πέραν τούτου, φαίνεται, σε πρώτη ανάγνωση, να αρκεί σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού. Όμως, ήδη επισημάνθηκε στη θεωρία ότι αν αυτό γίνει δεκτό, διευρύνεται υπερβολικά η δυνατότητα αναγνώρισης της σπουδαιότερης αυτής από τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Όσο και αν θεωρούμε –δικαίως– ότι η αναγνώριση του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου (ή, πλέον σύννομου) βίου δεν θα πρέπει να επαφίεται αποκλειστικά στη δικανική αυθαιρεσία (και η νομολογία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου βρίθει δυστυχώς τέτοιων παραδειγμάτων), θα πρέπει να αναγνωρίσουμε από την άλλη πλευρά ήδη εκ των προτέρων ότι η παραδοχή του ελαφρυντικού αυτού δεν μπορεί να αποξενωθεί τελείως από μια αξι
Σελ. 20
ολογική διαδικασία ούτε να υποκύψει σε αυτοματισμό αναγνώρισης με μόνη την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου .
IV. Η νομολογία μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ
Αυτό δείχνει να συμμερίζεται και η νομολογία στις πρώτες της αντιδράσεις απέναντι στο νέο δίκαιο. Μια από τις πρώτες αποφάσεις υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ που ασχολείται διεξοδικά με την ανάλυση των ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι η ΑΠ 1466/2019, που δέχεται τα εξής: Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν 4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν 4619/19) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και: i) η υπό στοιχείο α΄, που συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ώς τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 του ΚΠΔ.