ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 240
- ISBN: 978-618-08-0047-0
Στην ελληνική πολιτική δικονομία κυριαρχεί το συζητητικό σύστημα. Εντούτοις, παρατηρείται μια σειρά σημαντικών αποκλίσεων υπέρ της επεμβατικής ευχέρειας του δικαστή. Τα δικαιοπολιτικά ερείσματα, το εύρος, η lege lata, αλλά και η lege ferenda άσκηση των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζονται στην παρούσα μονογραφία.
Αρχικά, ερευνάται το κοινό υπόβαθρο όλων των εξουσιών: πού ερείδονται, ποιοι οι σκοποί τους και πότε ασκούνται. Στη συνέχεια, επιχειρείται η συστηματική ανάλυση των επιμέρους εξουσιών, όπως αυτές αναφύονται, αφενός στην πρωτοβάθμια δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και αφετέρου σε εκείνη της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ακολουθεί η εξέταση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας εξουσιών, όσων συνέχονται με το νομικό και το νοητικό υλικό της δίκης. Τέλος, εξάγονται ορισμένα κοινά συμπεράσματα, με στόχο την αποτελεσματικότερη άσκηση των εξουσιών.
Μέσα από την αναγωγή σε επικαιροποιημένη νομολογία (άνω των 1.000 αποφάσεων δικαστηρίων της ουσίας και του Ακυρωτικού), την ανάδειξη ειδικών ζητημάτων των Ν 4842/2021 και 4335/2015 (όπως η απλή διάταξη επανάληψης της συζήτησης ή το προδικαστικό ερώτημα προς τον Άρειο Πάγο) και τις δικαιοσυγκριτικές αναφορές, το βιβλίο συνιστά ένα χρήσιμο εργαλείο για τον δικαστή, τον δικηγόρο, αλλά και οποιονδήποτε επιθυμεί να εμβαθύνει στο πεδίο της ex officio δράσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
XI
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΧV
I. Εισαγωγή 1
ΙΙ. Η φύση, οι σκοποί και ο χρόνος άσκησης των εξουσιών
του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
Α. Ανακριτικές εξουσίες στη σκιά του συζητητικού συστήματος; 3
Β. Η ανάγκη ανεύρεσης των δικαιoπολιτικών θεμελίων των εξουσιών:
μια θεωρητική άσκηση με πρακτική σημασία 4
Γ. Οι εξουσίες του δικαστηρίου στην κλεψύδρα της πολιτικής δίκης:
το status quo και το όνειρο για μια ενεργή προδικασία 12
ΙΙΙ. Οι εξουσίες του δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια δίκη
της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας
Α. Εξουσίες αναγόμενες στον έλεγχο των διαδικαστικών προϋποθέσεων
της δίκης και στη συμπλήρωση ελλείψεων περί αυτών 17
1. Η αυτεπάγγελτη έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης 17
α. Ο κανόνας του άρ. 73 ΚΠολΔ 18
β. Οι εξαιρέσεις από την αυτεπάγγελτη έρευνα 25
i. Η διεθνής δικαιοδοσία 25
ii. Η τοπική αρμοδιότητα 28
2. Ο περιορισμός της απώλειας της δίκης για τυπικές ελλείψεις 29
α. Η εξουσία του δικαστηρίου να καλέσει τον διάδικο να συμπληρώσει
την ελλείπουσα διαδικαστική προϋπόθεση ή την τυπική έλλειψη 29
β. Ειδικά, ο καθοδηγητικός ρόλος του δικαστηρίου για την θεραπεία
της αόριστης αγωγής της τακτικής διαδικασίας μετά τους Ν. 4335/2015
και Ν. 4842/2021 42
XII
Β. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη δικονομικής ακυρότητας 46
Γ. Εξουσίες συνεχόμενες με το πραγματικό και αποδεικτικό υλικό
της δίκης 50
1. Εξουσίες ως προς το πραγματικό υλικό της δίκης 50
α. Πρωτοβουλίες για τη διασαφήνιση του πραγματικού υλικού της δίκης
από τους διαδίκους 51
i. Το νέο άρ. 237 § 5 ΚΠολΔ 51
ii. Το άρ. 245 ΚΠολΔ 54
β. Ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη 58
i. Οι καταχρηστικές ενστάσεις 60
ii. Η ένσταση παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου 67
iii. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της αποσβεστικής προθεσμίας 71
2. Εξουσίες ως προς το αποδεικτικό υλικό της δίκης 76
α. Η αυτεπάγγελτη διάταξη αποδείξεων 77
β. Η ex officio διεξαγωγή αποδείξεων μετά το Ν. 4842/2021 81
i. Η «συρρίκνωση» του άρ. 254 ΚΠολΔ 81
ii. Η απλή διάταξη επανάληψης της συζήτησης του άρ. 237 § 8 ΚΠολΔ 87
ii.1 Η νομική φύση της απλής διάταξης 87
ii.2 Η διάταξη επανάληψης της συζήτησης για την εξέταση μαρτύρων ή διαδίκων 88
ii.3. Η διάταξη επανάληψης της συζήτησης για την διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης 98
ii.4 Το αρμόδιο όργανο για την έκδοση της απλής διάταξης, ο χρόνος έκδοσης
και η καταχώρηση αυτής 101
ii.5 Η δυνατότητα ανάκλησης της διάταξης επανάληψης της συζήτησης 102
ii.6 Uno actu έκδοση απλής διάταξης και εν μέρει οριστικής απόφασης 104
ii.7 Η μετ’ απόδειξη διαδικασία 105
3. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη των πασίδηλων γεγονότων και όσων
είναι γνωστών στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια 106
Δ. Εξουσίες στις υποκειμενικά και αντικειμενικά σύνθετες δίκες 110
1. Η προσεπίκληση με διαταγή δικαστηρίου 110
2. Αυτεπάγγελτες ενέργειες σε περιπτώσεις απλής και αναγκαίας ομοδικίας 113
3. Η αυτεπάγγελτη ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών αγωγών ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου 117
α. Η διάταξη του άρ. 246 ΚΠολΔ 117
β. Ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του άρ. 246 ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4335/2015
και Ν. 4842/2021 121
XIII
4. Χωρισμός αιτήσεων που σωρεύτηκαν στο ίδιο δικόγραφο 125
5. Χωριστή συζήτηση αγωγής και ανταγωγής 127
6. Αυτεπάγγελτη παραπομπή παρεμπίπτουσας αγωγής
σε ιδιαίτερη συζήτηση 127
Ε. Εξουσία αναστολής της προόδου της δίκης, ωσότου περατωθεί
άλλη δίκη από την οποία εξαρτάται η διάγνωση της διαφοράς 128
1. Το άρ. 249 ΚΠολΔ 128
2. Το άρ. 250 ΚΠολΔ 134
Ζ. Εξουσία ενθάρρυνσης της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς 138
Η. Οι κατ’ ιδίαν εξουσίες του δικαστηρίου στην δίκη
των ασφαλιστικών μέτρων 148
1. Η αυτεπάγγελτη συγκέντρωση στοιχείων 148
2. Η αυτεπάγγελτη έκδοση προσωρινής διαταγής 154
3. Η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού μέτρου 156
Θ. Εξουσίες του δικαστηρίου μετά την έκδοση απόφασης 158
1. Η αυτεπάγγελτη ανάκληση της μη οριστικής απόφασης 158
2. Η αυτεπάγγελτη διόρθωση της απόφασης 160
IV. Οι εξουσίες του δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια δίκη
της εκούσιας δικαιοδοσίας
Α. Εξουσίες συνεχόμενες με το πραγματικό και αποδεικτικό υλικό
της δίκης 163
1. H κυριαρχία του ανακριτικού συστήματος 163
2. Η αυτεπάγγελτη διεξαγωγή αποδείξεων 169
Β. Η αυτεπάγγελτη έκδοση προσωρινής διαταγής στην εκούσια
δικαιοδοσία 171
Γ. Η κλήτευση ή προσεπίκληση τρίτων που εξαρτούν έννομο συμφέρον
από τη δίκη με διαταγή δικαστηρίου 172
V. Οι εξουσίες του δικαστηρίου ως προς το νοητικό υλικό
της πρωτοβάθμιας δίκης
A. Εξουσίες ως προς το νομικό υλικό 175
1. Η αρχή iura novit curia 175
XIV
2. Η αυτεπάγγελτη εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου 181
3. Η ιδιότυπη εφαρμογή του άρ. 249 ΚΠολΔ 185
4. Η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος επί νομικού ζητήματος
προς τον Άρειο Πάγο 187
Β. Η αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη των διδαγμάτων κοινής πείρας 195
VI. Επίμετρο 199
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 203
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 217
Σελ. 1
I. Εισαγωγή
Η πολιτική δίκη θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα αεροσκάφος. Και όπως μαρτυρά η ιστορία της αεροπλοΐας, υπάρχουν τρία «μοντέλα» διακυβέρνησης ενός αεροσκάφους. Κατά πρώτον, εκείνο της πλήρους κυριαρχίας του «αυτόματου πιλότου», όπου συστέλλεται δραστικά το εύρος των χειροκίνητων ενεργειών του φυσικού πιλότου. Τούτο είναι το συζητητικό σύστημα στην απόλυτη – κείμενη στην ιδεατή σφαίρα – μορφή του. Η δίκη είναι στον «αυτόματο πιλότο» των ισχυρισμών και της δικονομικής συμπεριφοράς των διαδίκων, δίχως να καταλείπεται καμία εξουσία στον δικαστή για τον χειροκίνητο έλεγχο του «αεροσκάφους». Στον αντίποδα του εν λόγω αεροναυπηγικού μοντέλου, ανευρίσκεται εκείνο της εναπόθεσης κάθε παραμέτρου της πτήσης στην ευθύνη του φυσικού πιλότου. Δικονομικά, το μοντέλο αυτό αντιστοιχεί στο αμιγές ανακριτικό σύστημα – εξίσου ιδεατό με το ακραιφνώς συζητητικό. Σε ένα τέτοιο σύστημα περιλαμβάνεται «αφ’ ενός το σύστημα της πρωτοβουλίας του δικαστού και των δικαστικών υπαλλήλων ή της επιμελεία αυτών επιχειρήσεως των διαδικαστικών πράξεων και το σύστημα της ανακρίσεως εν στενή εννοία ή σύστημα της αυτεπαγγέλτου ενεργείας του δικαστού».
Υπάρχει όμως και μία τρίτη, μέση λύση, πάντα με γνώμονα την ασφαλή πτήση του «αεροσκάφους», άλλως, την εκφορά μίας ορθής δικαιοδοτικής κρίσης, ύστερα από μία lege artis διαδικασία. Και εδώ κυριαρχεί ο «αυτόματος πιλότος», πλην όμως όχι απόλυτα, καθώς ο ανθρώπινος παράγοντας εμφανίζεται ενισχυμένος. Ο φυσικός πιλότος δεν παραμένει άβουλος θεατής μπροστά στην μηχανή, αλλά δύναται να επεμβαίνει, άλλοτε κατά πρωτεύοντα ρόλο και άλλοτε διορθωτικά, σε αυτή, διατηρώντας τον έλεγχο του αεροσκάφους. Κατά δικονομική αντιστοιχία, τούτο είναι το ισχύον μοντέλο πολιτικής δίκης παρ’ ημίν, αλλά και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη. Το σύστημα αυτό είναι αναμφίβολα συζητητικό, ωστόσο παρατηρείται μια σειρά σημαντικών αποκλίσεων υπέρ της επεμβατικής ευχέρειας του δικαστή. Το συμπίλημα αυτών των αποκλίσεων συνθέτει τις λεγόμενες εξουσίες του δικαστηρίου.
Η φύση, ο σκοπός, το εύρος, η lege latta (με βαρύνουσα έμφαση στη νομολογία), αλλά και η lege ferenda εφαρμογή των παραπάνω εξουσιών συναπαρτίζουν το αντικείμενο του ανά χείρας βιβλίου. Η μελέτη μας εστιάζει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το πρώτο «χαράκωμα» του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και ένα «τόπο έντασης, σύνεσης, χιούμορ και ανθρωπιάς … (όπου) υπάρχουν καθημερινές επιλογές που ανα-
Σελ. 2
γκάζουν τον/τη δικαστή να αναμετρηθεί με τον εαυτό του/της … (όπου) υπάρχει εξουσία και υπάρχει η, συχνά περισσότερο ικανοποιητική, ευκαιρία από την αποχή άσκησης της εξουσίας.».
Σελ. 3
ΙΙ. Η φύση, οι σκοποί και ο χρόνος άσκησης των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
Α. Ανακριτικές εξουσίες στη σκιά του συζητητικού συστήματος;
Κατά την συζήτηση της υπόθεσης Cobell κατά Norton ενώπιον του Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου, η πρόσφατα εκλιπούσα δικαστής R. B. Ginsburg παρατήρησε – μάλλον επικριτικά - ότι «ένας δικαστικός λειτουργός με ανακριτικές εξουσίες … είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, γαλλική προσέγγιση». H «γαλλική προσέγγιση» απηχεί σε μία ιδιαίτερα διαδεδομένη, «στερεότυπη» αντίληψη των νομικών του 20 αιώνα, κοινή σε αμφότερες τις ακτές του Ατλαντικού (αλλά και της Μάγχης): το κοινό δίκαιο (common law), εμφορούμενο από άκρατο φιλελευθερισμό, υιοθετεί το συζητητικό σύστημα και εντεύθεν, το πρότυπο του παθητικού και άβουλου δικαστή που παρακολουθεί τη μονομαχία των διαδίκων, δίχως να «διαβαίνει το Ρουβίκωνα». Αντίθετα, τα ηπειρωτικά νομικά συστήματα (civil law), προκρίνουν την κοινωνική θεώρηση της πολιτικής δίκης, σφυρηλατώντας τον δικαστή – ανακριτή, με εκτεταμένες εξουσίες και διάθεση έντονης παρεμβατικότητας στον δικαστικό αγώνα. Με άλλα λόγια, κατά τη θεώρηση της Ginsburg, ο Γάλλος “juge” και η λοιπή γηραιά ήπειρος κινούνται εγγύτερα του ανακριτικού συστήματος.
Η αντίληψη αυτή, πέρα από εγγενώς ανακριβής, θεωρείται πλέον και παρωχημένη, αφού ούτε στις δικαιοταξίες του common law εφαρμόζεται ακραιφνές συζητητικό σύ-
Σελ. 4
στημα, ούτε, βέβαια, στα ηπειρωτικά συστήματα, όπως το ημεδαπό, απαντάται, κατά κανόνα, η ανακριτική αρχή. Το αντίθετο μάλιστα. Διατρέχοντας τον ελληνικό ΚΠολΔ, καταλήγει κάποιος στο αναντίρρητο, νομίζουμε, πόρισμα ότι, κατά συνειδητή δικαιοπολιτική επιλογή, κρατεί το συζητητικό σύστημα και κατ’ εξαίρεση, μόνο, το ανακριτικό. Αλλά και εκεί όπου, πράγματι, σημειώνεται απόκλιση υπέρ του ανακριτικού συστήματος, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που τούτη είναι απόλυτη, με την έννοια της αμιγούς ανακριτικής αρχής (βλ. χαρακτηριστικά το άρ. 744 ΚΠολΔ). Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων, η απαγκίστρωση από το άρ. 106 ΚΠολΔ συνεπάγεται τη χορήγηση ήπιων, αν όχι μόνο κατ’ όνομα, ανακριτικών εξουσιών στο δικαστήριο. Έτσι εξηγούνται οι αναφορές των εκπροσώπων της επιστήμης σε «μετριασμό» ή «κάμψη» της συζητητικής αρχής, δίχως όμως να καταφάσκουν, εξ αντιδιαστολής, τη κυριαρχία του ανακριτικού συστήματος.
Οι σκέψεις που προηγήθηκαν αναδεικνύουν μια βασική παραδοχή αυτής της μελέτης. Το δίλημμα του Ηρακλή, «Αρετή ή Κακία», δεν υφίσταται κατά τη συστηματική προσέγγιση του ΚΠολΔ υπό το φως των θεμελιωδών δικονομικών αξιωμάτων. Τούτο σημαίνει ότι η θεώρηση των επιμέρους ρυθμίσεων του Κώδικα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, εγκλωβισμένη στο ασπρόμαυρο δίπολο «συζητητική - ανακριτική αρχή». Βάσει της παραδοχής αυτής, διαγράφεται εναργέστερα το ακριβές εννοιολογικό περιεχόμενο της «εξουσίας του δικαστηρίου». Η «εξουσία» δεν είναι παρά μια πτυχή αυτεπάγγελτης ενέργειας του πολιτικού δικαστή, η οποία όμως, κατά το μάλλον ή το ήττον, εκδηλώνεται υπό τη σκιά του κρατούντος συζητητικού συστήματος. Η ενεργή αυτή συμμετοχή του δικαστή στην εκκρεμή δίκη, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη προώθησή της και μεριμνώντας για την έκδοση μιας ορθής απόφασης, αποδόθηκε εύστοχα από τον αείμνηστο Κ. Κεραμέα ως «δικαστική ενεργητικότητα υπό την δικονομική της εκδοχή», όρος που υιοθετείται και στις αναπτύξεις του παρόντος έργου.
Β. Η ανάγκη ανεύρεσης των δικαιoπολιτικών θεμελίων των εξουσιών: μια θεωρητική άσκηση με πρακτική σημασία
Η δικαστική ενεργητικότητα δεν είναι ούτε απεριόριστη, ούτε αυθαίρετη. Οι εξουσίες του δικαστηρίου προβλέπονται σε συγκεκριμένες διατάξεις του θετικού δικαίου,
Σελ. 5
ενώ ασκούνται υπό ρητές προϋποθέσεις. Για την οριοθέτηση αυτών των προϋποθέσεων, ουδόλως αρκεί η αναγωγή στο γράμμα της αντίστοιχης διάταξης του ΚΠολΔ, όπου θεμελιώνεται η κάθε εξουσία. Μια τέτοια προσέγγιση θα απέληγε σε μια διεκπεραιωτική ή φορμαλιστική θεώρησή της, ακόμα, δε, χειρότερα σε αλυσιτελή άσκησή της, κατά τρόπο, δηλαδή, παντελώς ανοίκειο προς τη λειτουργική αποστολή που επιφύλαξε για τη συγκεκριμένη εξουσία ο δικονομικός νομοθέτης. Εξίσου ανεπαρκές κριτήριο είναι και αν η εκάστοτε εξουσία κείται εντός του συζητητικού συστήματος (ο κανόνας) ή εκτός αυτού (η εξαίρεση). Και τούτο διότι, οι αρχές της συζήτησης, της διάθεσης ή της ανάκρισης διαγράφουν, μεν, τα ακραία όρια άσκησης μιας συγκεκριμένης εξουσίας, πλην όμως, είναι απρόσφορες να εξηγήσουν πλήρως είτε το «πώς» είτε, ακόμη περισσότερο, το «γιατί» την ασκεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πιστεύουμε ότι αμφότερα τα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν ικανοποιητικά μόνο μέσα από τη «ροπή» προς τη ratio, με την έννοια της ανεύρεσης του ακριβούς δικαιοπολιτικού ερείσματος κάθε επιμέρους έκφανσης δικαστικής ενεργητικότητας. Ο σκοπός, στη πραγμάτωση του οποίου κατατείνουν οι ποικίλες αυτεπάγγελτες ενέργειες ή πράξεις του δικαστηρίου, αυτονομείται από τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές και συνάμα, αποτελεί το μόνο ασφαλές κριτήριο για τη συστηματική κατάταξη των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Η δικαιοπολιτική θεώρηση των εξουσιών του δικαστηρίου, αναπόσπαστο τμήμα της μεθοδολογίας της παρούσας μελέτης, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια «άσκηση
Σελ. 6
επί χάρτου», με θεωρητική, μόνο, σημασία, ούτε να αποκρουσθεί ως «ωφελιμιστική». Αντίθετα, υποδεικνύει, σα πυξίδα, την πορεία που οφείλει να ακολουθήσει ο δικαστής, προκειμένου να ασκήσει την εκάστοτε εξουσία του ορθά και αποτελεσματικά, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης, πάντοτε, δίκης. Ειδικότερα, από τη μία πλευρά, η αναγωγή στο σκοπό μιας ορισμένης εξουσίας συνιστά χρήσιμο εργαλείο τελολογικής ερμηνείας της διάταξης στην οποία προβλέπεται. Από την άλλη πλευρά, η τάση του δικαστηρίου να ασκήσει κάποια από τις εξουσίες του πρέπει να διέρχεται της βασάνου του σκοπού της, προτού μετουσιωθεί σε ειλημμένη απόφαση. Με απλά λόγια, αν το «τέλος» ουδόλως επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη δικαστικής ενεργητικότητας σε μια ορισμένη αντιδικία ή θα επιτευχθεί, μεν, αλλά με δυσανάλογα υψηλό τίμημα για την απόδοση αποτελεσματικής δικαιοσύνης, τότε το δικαστήριο οφείλει να απέχει από την άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας του. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί, «ορισμένη … συγκεκριμένη», έχουν τη σημασία τους· όταν μιλάμε για την άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου δεν υφίσταται μια προκαθορισμένη, γενική φόρμουλα. Η ανάγκη καταφυγής στα δικαιοπολιτικά ερείσματα μιας εξουσίας αναφύεται υπό και κρίνεται κατά το διαδικαστικό και ιστορικό υπόβαθρο κάθε δίκης ξεχωριστά. Εν κατακλείδι, ο σκοπός για τον οποίο χορηγήθηκε από τον νομοθέτη μια εξουσία στο δικαστήριο επιτελεί διττή λειτουργία: αφενός, δικαιολογεί τη θέση της στη δικονομική έννομη τάξη και αφετέρου, επικουρεί, ως ερμηνευτικό εργαλείο, τον δικαστή στην άσκησή της. Απαντώνται, δηλαδή, πειστικά, τόσο το «γιατί» όσο και το «πώς».
Συνακόλουθα, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις, διαφορετικής φύσης και έκτασης, σκοπούς των εξουσιών του δικαστηρίου στη πρωτοβάθμια δίκη που μπορούν να συνοψιστούν στο εξής τρίπτυχο: απόδοση διαδικαστικής και ουσιαστικής δικαιοσύνης, περιφρούρηση υπέρτερων συμφερόντων σε σχέση με εκείνα των διαδίκων και τέλος, οικονομία της δίκης.
Πρώτον, η διασφάλιση του ίδιου του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, μέσω της απόδοσης δικαιοσύνης, τόσο διαδικαστικής όσο, κυρίως, ουσιαστικής.
Σελ. 7
Δεν νοείται δικαιοδοτικό όργανο, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία στην οποία ανήκει, που δε πραγματώνει την ανατεθειμένη από το Σύνταγμα αποστολή του. Μπορεί, λοιπόν, στη πολιτική δίκη να κινούν οι διάδικοι τα νήματα και να κατάγονται προς διάγνωση ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα, εντούτοις, ένα πρότυπο δικαστή που στερείται κάθε δυνατότητας αυτεπάγγελτης ενέργειας είναι καταδικασμένο να διαιωνίσει παρελκυστικές τακτικές και άδικες λύσεις. Με άλλα λόγια, ένα δικαστήριο σε ρόλο απαθή θεατή αντιπαρατιθέμενων ιδιωτικών συμφερόντων μόνο τυπική δικαιοσύνη είναι σε θέση να αποδώσει, προκειμένου να αχθεί σε τομή της διαφοράς. Τούτο το ζοφερό κίνδυνο προσπάθησε να αποσοβήσει ο δικονομικός νομοθέτης, χορηγώντας πληθώρα εξουσιών στο δικαστή του πρώτου βαθμού. Επί παραδείγματι, η εξουσία αυτεπάγγελτης διάταξης αποδείξεων (άρ. 107 ΚΠολΔ) κατατείνει ακριβώς στην έκδοση αποφάσεων που ανταποκρίνονται στην ουσιαστική αλήθεια, αποτυπώνοντας τη πραγματικότητα της έννομης σχέσης. Εξάλλου, λ.χ., η προσεπίκληση με διαταγή δικαστηρίου (άρ. 90 ΚΠολΔ), αλλά και η δυνατότητα θεραπείας τυπικών ελλείψεων με τη καθοδήγηση του δικαστή (άρ. 227 ΚΠολΔ) δεν είναι παρά ειδικότερες εκφάνσεις της ιδέας της διαδικαστικής δικαιοσύνης, δηλ. του περιορισμού φαινομένων απώλειας της δίκης για τυπικούς λόγους.
Δεύτερον, η προστασία συμφερόντων, υπέρτερων των αμιγώς ιδιωτικών, τα οποία ο νομοθέτης έχει αναγάγει σε άξια διαφύλαξης. Αυτά μπορεί να είναι κοινωνικά (βλ. τις γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου ο δικαστής διαθέτει ευρείες ανακριτικές εξουσίες), οικονομικά (λ.χ. το ταμειακό συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου που, σύμφωνα με τη κρατούσα θέση στη νομολογία, δικαιολογεί την εξουσία αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη της παραγραφής κατά του Δημοσίου), συνεχόμενα με τη δημιουργία ασφάλειας δικαίου (βλ., λ.χ., την εξουσία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στον Άρειο Πάγο, δυνάμει του νεοπαγούς άρ. 20Α ΚΠολΔ, που αποσκοπεί στην ενότητα της νομολογίας) κ.α. O δικαστής επωμίζεται ρόλο οιονεί «φρουρού» των εν λόγω συμφερόντων, μέσω των περιθωρίων της ex officio δράσης που καταλείπει για τον σκοπό αυτό ο νομοθέτης.
Σελ. 8
Τρίτον, η πραγμάτωση της αρχής της οικονομίας της δίκης. H δικονομική αυτή αρχή, που θεμελιώνεται στο άρ. 20 Σ, υπογραμμίζει την ανάγκη για την ορθολογική οργάνωση της διαδικασίας και ειδικότερα, για τη ταχεία/ολιγοδάπανη επίλυση της διαφοράς. Μάλιστα, η μερικότερη έκφανση της αρχής, ήτοι η αξίωση για επιτάχυνση της διαδικασίας, ανάγεται, μετά το Ν. 4335/2015, ρητά σε θετική δικονομική υποχρέωση όλων των παραγόντων της δίκης (συμπεριλαμβανομένου του δικαστηρίου) υπό το άρ. 116 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, δε, να εξαρθεί η σημασία της προκείμενης αρχής στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης. Όπως εύστοχα παρατήρησε ένας Αμερικανός δικαστής το 1986 «το πρωτοβάθμιο δικαστήριο … είναι η πρώτη γραμμή του πυρός στο πεδίο μάχης του συστήματος δικαιοσύνης. Η κεντρική του ιδέα είναι να … επιλύει διαφορές γρήγορα, ολιγοδάπανα και δίκαια … Αξιώνοντας το ρόλο του και εκφράζοντας ενδιαφέρον νωρίς κατά τα στάδια προδικασίας (“pre-trial”) της υπόθεσης και εναλλάσσοντας το βαθμό της εμπλοκής του βάσει της φύσης της υπόθεσης, το δικαστήριο μπορεί να μειώσει το κόστος της δίκης … και να επιτύχει τη δίκαιη και ταχεία απόδοση της δικαιοσύνης».
Εγγυητής, λοιπόν, της διεξαγωγής της δίκης με οικονομία χρόνου και δαπάνης δε μπορεί παρά να είναι το ίδιο το δικαστήριο και όχι ο διάδικος ατομικά, καίτοι επέχει υποχρέωση να συμβάλλει σε αυτήν. Για το σκοπό αυτό, ο νομοθέτης χορηγεί στο,
Σελ. 9
εξοικειωμένο με όλες τις πτυχές της εκάστοτε διαφοράς, δικαστήριο έναν ικανό αριθμό εξουσιών οργάνωσης και προώθησης της διαδικασίας, που θα μπορούσαν να αποδοθούν με τον αγγλικό όρο “case management”. Από τη δικαιοσυγκριτική σκοπιά του αγγλικού δικαίου, ο managerial judge είναι επιφορτισμένος με τρία καθήκοντα: την ενθάρρυνση των διαδίκων να επιλύσουν συμβιβαστικά τη διαφορά τους (κυρίως, μέσω της διαμεσολάβησης), την αποτροπή της αναποτελεσματικής και αργής προόδου της δίκης και την αναλογική κατανομή των δικαστικών πόρων. Φυσικά, το ημεδαπό case management εμφανίζεται πιο περιορισμένο σε σχέση με το αγγλικό και συνήθως, εκδηλώνεται σε ύστερο της προδικασίας, αλλά και της συζήτησης, χρονικό στάδιο. Πάντως, δε μπορούν να παραγνωριστούν οι σημαντικές εξουσίες του Έλληνα managerial judge, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται σε πληθώρα διατάξεων του ΚΠολΔ (λ.χ. άρ. 75 § 2 εδ. β’, 116Α, 246, 247).
Οι ανωτέρω σκοποί είναι μεν ετερόκλητοι, πλην όμως, συγχρόνως, αλληλένδετα συνδεόμενοι. Στην ολότητά τους, συνθέτουν αυτό που στη μετά – Franz Klein δικονομική σκέψη αποκαλείται συχνά ως «κοινωνικό πρόσωπο» της πολιτικής δίκης. Η κοινωνική θεώρηση της δίκης, σύγχρονο δεδομένο και ταυτόχρονα, διακύβευμα για τον εκάστοτε εθνικό δικονομικό νομοθέτη, αναγνωρίζεται και από την ελληνική νο-
Σελ. 10
μολογία. Στη μείζονα σκέψη της ΟλΑΠ 13/2018 διαβάζουμε ότι «η πολιτική δίκη, δυνατόν μεν να αφορά στα συμφέροντα των συγκεκριμένων διαδίκων, πλην, ως κοινωνικό φαινόμενο, δεν δύναται να θεωρηθεί, ως μια αποκλειστικώς υπόθεση τούτων. Υπάρχει δημόσιο συμφέρον για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και για την εμπέδωση στη δικαιϊκή συνείδηση της δίκης, ως ενός αποτελεσματικού θεσμού απονομής δικαιοσύνης και επιλύσεως διαφορών. Τούτο εξασφαλίζεται με την αναγνώριση στο δικαστήριο ενός ενεργού ρόλου στη δίκη.».
Δεν αποκλείεται ορισμένες εξουσίες είτε να υπαγορεύονται από πλέον του ενός σκοπούς (λ.χ. υπό το άρ. 249 ΚΠολΔ συγκεράζονται τόσο η αδήριτη ανάγκη για απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, μέσω της πληρέστερης διάγνωσης της διαφοράς και της αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, όσο και η αρχή της οικονομίας της δίκης) είτε να συνιστούν, in concreto, πεδίο σύγκρουσης μεταξύ δύο αντίθετων σκοπών. Ας δούμε το εξής παράδειγμα: το δικαστήριο δεν έχει πειστεί πλήρως από την ήδη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη ναυπηγού σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμέλειας του ναυλωτή και της ζημίας του πλοιοκτήτη. Από τη κατάθεση, όμως, της αγωγής έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε ετών. Οι δικαστικοί πόροι είναι στα πρόθυρα εξάντλησης και οι ασφαλιστικές εταιρείες αναμένουν την έκβαση της δίκης. Οφείλει το δικαστήριο να διατάξει συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, επιβραδύνοντας περαιτέρω τη διαδικασία, ή, μπορεί, αποδεχόμενο το ενδεχόμενο έκδοσης (έστω και μερικά) ουσιαστικά εσφαλμένης απόφασης, να εκφέρει, πάραυτα, οριστική κρίση; «Φείδου χρόνου» ή “do justice”;
Η απάντηση δεν είναι δεδομένη. Πρόκειται για ένα δίλημμα που ταλανίζει το δικαστή και αντικατοπτρίζει τη πραγματική «τιτανομαχία» που λαμβάνει χώρα στα σπλάχνα αρκετών από τις εξουσίες του δικαστηρίου. Και τούτη δεν είναι άλλη από τη σύγκρουση
Σελ. 11
δύο πόλων, αφενός, εκείνου της με κάθε κόστος αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και αφετέρου, εκείνου της αποτελεσματικότητας (efficiency) στην απονομή της δικαιοσύνης. Ορισμένες φορές, η άρση της σύγκρουσης επιβάλλει την εξισορρόπηση ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, την εξεύρεση μιας μέσης λύσης. Άλλοτε, πάλι, οι περιστάσεις της διαφοράς άγουν προς την απολυτότητα, με την έννοια ότι η πλάστιγγα θα γείρει αποφασιστικά είτε υπέρ της εμμονής στην ορθή διάγνωση της διαφοράς είτε υπέρ της αποτελεσματικότητας. Τα πάντα εξαρτώνται από την αρχή της αναλογικότητας και από το πραγματικό ή διαδικαστικό υπόβαθρο της κάθε αντιδικίας, η λύση, δηλαδή, δε μπορεί παρά να είναι εξατομικευμένη. Ας δούμε, για παράδειγμα, την εξουσία του δικαστηρίου να αναστείλει τη πρόοδο της δίκης, κατ’ άρ. 250 ΚΠολΔ. Σε μια δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία λόγω της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, ήτοι, της διάπραξης ενός αδικήματος με ποινική χροιά, η ιστορική βάση της αγωγής συνήθως αποδεικνύεται πλήρως, ενώ ισχνή επίδραση έχει η έκβαση της βαίνουσας παράλληλα ποινικής διαδικασίας στη διάγνωση της διαφοράς. Ως εκ τούτου, κατ’ ισχυρή πιθανότητα, το δικαστήριο θα απέχει από τη διάταξη της αναστολής της προόδου της δίκης. Αντίθετα, επί αγωγής ασθενούς κατά ιδιώτη ιατρού για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης, η ανοιγείσα ποινική διαδικασία σε βάρος του εναγομένου για τη διακρίβωση της τέλεσης του σχετικού ποινικού αδικήματος θα επιδράσει, κατά κανόνα, στο αποδεικτικό υλικό της πολιτικής δίκης, ιδίως, στο ζήτημα της υπαιτιότητας του δράστη. Υπό αυτή την έννοια, επηρεάζεται η εξέταση της βασι-
Σελ. 12
μότητας των αγωγικών ισχυρισμών και συνακόλουθα, η εφαρμογή του άρ. 250 είναι, μάλλον, επιβεβλημένη. Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμη αποβαίνει η εξεύρεση εκείνων των κριτήριων που επιτρέπουν στο δικαστή να προβεί στις εκάστοτε απαραίτητες σταθμίσεις, ώστε να επιλύσει το ανωτέρω δίλημμα, παράμετρος που δεν παροράται στις αναλύσεις του τρίτου και τέταρτου μέρους της παρούσας μελέτης.
Γ. Οι εξουσίες του δικαστηρίου στην κλεψύδρα της πολιτικής δίκης: το status quo και το όνειρο για μια ενεργή προδικασία
Καλώς ή κακώς, στους ρυθμούς του 21 αιώνα, τα πάντα είναι χρόνος. Η πολιτική δίκη δε θα μπορούσε να παρεκκλίνει από αυτό τον κανόνα. Ο πολίτης αξιώνει τη ταχεία επίλυση της διαφοράς του, ο δικαστής αποβλέπει στη μείωση των χρεωμένων δικογραφιών και η Πολιτεία ευελπιστεί σε ένα σύστημα ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, ώστε τα δικαστήρια να αποσυμφορούνται και οι δείκτες της χώρας στα στατιστικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να βαίνουν καλώς. Μιλώντας για το χρόνο στη πρωτοβάθμια δίκη, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε μια κλεψύδρα με άμμο: η άσκηση της αγωγής προκαλεί το αναποδογύρισμα της κλεψύδρας. Έως ότου όλοι οι κόκκοι άμμου έχουν συσσωρευτεί στο πάτο, θα πρέπει να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση. Μετά από αυτό το χρονικό σημείο, αρχίζουν τα γνωστά προβλήματα της υπέρβασης του εύλογου χρόνου της δίκης και συναφώς, οι καταδίκες της χώρας μας από το ΕΔΔΑ.
Ερωτάται, ποια είναι η θέση των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε αυτή τη κλεψύδρα, άλλως, σε ποια στάση της δίκης ασκούνται ή πρέπει να ασκούνται; Το σίγουρο είναι ότι η ανάπτυξη δικαστικής ενεργητικότητας προϋποθέτει εξοικείωση του δικαστή με κάποιες, έστω, πραγματικές ή νομικές πτυχές της υπόθεσης. Διαπίστωση που, με τη σειρά της, υπογραμμίζει την ανάγκη μελέτης του φακέλου της δικογραφίας. Ο - έστω και αδρομερώς - ενημερωμένος ενημερωμένος δικαστής διαθέτει τα εφόδια για να αξιώσει ένα πιο ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της δίκης. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα συναρτάται με τη κρίσιμη παράμετρο του πότε λαμβάνει ο δικαστής ή, ειδικότερα, ο εισηγητής το γνωσιακό «βάπτισμα του πυρός» με τη δικογραφία.
Βάσει του status quo, ακόμα και στα μικρά ειρηνοδικεία ή πρωτοδικεία της χώρας, η ανεξαίρετη παραδοχή είναι ότι ο δικαστής έρχεται σε επαφή με τη δικογραφία σε
Σελ. 13
ύστερο της συζήτησης χρονικό σημείο, κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη. Και πράγματι, τότε, ασκεί πολλές από τις εδώ εξεταζόμενες εξουσίες: ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων, καλεί τους διαδίκους να συμπληρώσουν τυπικές ελλείψεις, αποφαίνεται υπέρ της συνεκδίκασης περισσότερων εκκρεμών αγωγών, διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων, αναστέλλει τη πρόοδο της δίκης κ.ο.κ. Η προ της συζήτησης εξοικείωση του δικαστηρίου με τη δικογραφία είναι μάλλον ουτοπική προσδοκία. Όχι μόνο λόγω πληθώρας παραγόντων, όπως ο φόρτος εργασίας του δικαστή, η ελλιπής διαχείριση ανθρώπινων πόρων, η απουσία στιβαρών υλικοτεχνικών υποδομών, οι παρελκυστικές τακτικές ορισμένων διαδίκων κ.α., αλλά, επιπρόσθετα, διότι και ο ίδιος ο ΚΠολΔ δεν είναι προσανατολισμένος στο μοντέλο ενεργοποίησης του δικαστή κατά το προπαρασκευαστικό της συζήτησης στάδιο. Είναι, μεν, αληθές ότι μετά το Ν. 4335/2015 η προδικασία ενισχύθηκε σημαντικά, με τη πρόβλεψη ενδιάμεσων σταδίων επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων. Αλλά τούτες οι αλλαγές καταλαμβάνουν μόνο τους διαδίκους. Για το δικαστήριο, η πραγματικότητα διαγράφεται ολότελα διαφορετική. «Εν αρχή ην η συζήτηση», συνοδευόμενη από τη γλαφυρή παρατήρηση ότι, κατά την εκφώνηση του «συζητείται», το δικαστήριο, ίσως, αγνοεί τι ακριβώς «συζητείται».
Θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει ότι, ακόμα και υπό καθεστώς αργού βηματισμού, ο πολιτικός δικαστής εκδίδει μια ποιοτικά υψηλή απόφαση που επιλύει τη διαφορά. Επί της αρχής, θα συμφωνήσουμε με αυτό τον αντίλογο. Εντούτοις, θα προσθέσουμε ότι ο χρονικός παράγοντας δε πρέπει να παραγνωριστεί, ιδίως όταν εξετάζουμε τις εξουσίες του δικαστηρίου. Διότι, η καθυστέρηση στην άσκησή τους είναι ικανή να οδηγήσει σε εσφαλμένες, στην ουσία τους, αποφάσεις και σε σημαντική επιβάρυνση των διαδίκων και του ίδιου του δικαστηρίου, ενώ, ακόμη, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκμηδενιστεί η πρακτική χρησιμότητα της δικαστικής απόφασης. Τούτοι οι κίνδυνοι επιρρωνύονται μέσα από ορισμένα πρακτικά παραδείγματα:
Σελ. 14
• αν η απλή διάταξη επανάληψης της συζήτησης εκδοθεί ενάμιση χρόνο αφότου έκλεισε ο φάκελος της δικογραφίας, ο κρίσιμος μάρτυρας μπορεί να έχει αλλάξει χώρα συνήθους διαμονής ή, δυστυχώς, να έχει πεθάνει,
• ο βαριά τραυματισθείς ενάγων ασκεί αποζημιωτική αγωγή ενώπιον υλικά ή τοπικά αναρμόδιου δικαστηρίου. Εάν το αναρμόδιο δικαστήριο εκδώσει παραπεμπτική απόφαση ενάμιση έτος μετά την άσκηση της αγωγής, τότε, έως ότου αποφανθεί, κατόπιν κλήσης, το δικαστήριο της παραπομπής, τότε δε θα μπορέσει ο ενάγων να ικανοποιηθεί εγκαίρως μέσω μιας προσωρινά εκτελεστής απόφασης.
• αν το δικαστήριο στερούταν, προδήλως, διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδικάσει τη διαφορά, γιατί να μην απορριφθεί η αγωγή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, ύστερα από ιδιαίτερη συζήτηση, παρά να χρεωθεί η υπόθεση σε δικαστή, προκειμένου να καταλήξει στο ακριβώς ίδιο διατακτικό μετά από ικανό χρονικό διάστημα; Έτσι, θα επερχόταν άμεση αποσυμφόρηση των πινακίων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και θα εξοικονομούταν πολύτιμος δικαστικός χρόνος.
• αν ο ενάγων λησμονήσει να προσκομίσει έγγραφο παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας ή να επισπεύσει τη διεξαγωγή Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης, γιατί να μην επισημανθούν οι ελλείψεις αυτές εγκαίρως από το δικαστήριο; Έτσι, μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης θα έχουν θεραπευτεί, ώστε θα εξέλειπε η ανάγκη καταφυγής στο άρ. 105 ή 227 ΚΠολΔ.
• Γιατί να μην διαταχθεί, εκ προοιμίου, η συνεκδίκαση εκκρεμών αγωγών ή αιτήσεων, προκειμένου οι διάδικοι να καταθέσουν κοινές προτάσεις; Έτσι, διευκολύνονται οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αλλά και οι δικαστικοί υπάλληλοι.
Στα ανωτέρω παραδείγματα, η έγκαιρη άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου αφενός, κατατείνει στην οικονομία της δίκης και στην απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και αφετέρου, ουδόλως υποβαθμίζει τη ποιοτική στάθμη της αποδιδόμενης δικαιοσύνης.
Αναφύεται, έτσι, με ενάργεια, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας ουσιαστικής προδικασίας, όπου η δικαστική ενεργητικότητα βρίσκεται στο επίκεντρό της. Ιδίως εκεί όπου κρατεί το σύστημα της «μίας συζήτησης», όπως παρ’ ημίν (ύστερα από τις
Σελ. 15
μεταρρυθμίσεις του Ν. 2915/2001), μια τέτοια προδικασία εξασφαλίζει την αποτελεσματική αξιοποίηση του «κενού» δικονομικού χρόνου μεταξύ της άσκησης της αγωγής και της συζήτησής της. Πολλοί φρονούν ότι η ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα είναι ανεπίδεκτη «πειραματισμών» που κατατείνουν στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού συστήματος προδικασίας. Μάλιστα, προτάσσουν, κριτικά, ως βασική τροχοπέδη ενός τέτοιου εγχειρήματος το φόρτο εργασίας των πολιτικών δικαστηρίων. Διαφωνούμε με τη θέση αυτή. Διότι, κατά τη γνώμη μας, τούτος ο φόρτος οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, ακριβώς, στην ανυπαρξία ενός συστήματος ουσιαστικής ενασχόλησης του δικαστήριο με την υπόθεση, σε χρόνο προγενέστερο της συζήτησης. Εξάλλου, έχει αποδειχτεί, μέσω πρόσφατων νομοθετημάτων, όπως ο Ν. 4335/2015 ή ο Ν. 4640/2019, ότι το ημεδαπό δικαστηριακό status quo είναι δεκτικό μεταβολών και αναπροσαρμογών, αρκεί να επιτελέσει ο δικονομικός νομοθέτης έναν ρόλο που προσιδιάζει σε εκείνον του μυθικού Προμηθέα. Το κλειδί, ωστόσο, της επιτυχίας βρίσκεται στη σχεδίαση ενός συστήματος προδικασίας που δε μιμείται εκείνο μιας αλλοδαπής δικαιοταξίας, πολλώ δε μάλλον του κοινού δικαίου, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη τις επιτυχημένες πτυχές του, προσαρμόζεται στις ελληνικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
Σελ. 17
ΙΙΙ. Οι εξουσίες του δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας
Στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία «χτυπά» η καρδιά της πολιτικής δίκης. Εν αντιθέσει με την εκούσια δικαιοδοσία, όπου στις γνήσιες, τουλάχιστον, υποθέσεις ελλείπει το στοιχείο της αντιδικίας, εδώ, οι διάδικοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Δεν πρωταγωνιστεί ένας μοναχικός αιτών, αλλά κυριαρχούν οι domini litis, ενάγων και εναγόμενος. Η πρωτοβάθμια, λοιπόν, δίκη τούτης της δικαιοδοσίας παρίσταται ως ο φυσικός χώρος εκδήλωσης των διάφορων πτυχών της δικαστικής ενεργητικότητας.
Α. Εξουσίες αναγόμενες στον έλεγχο των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και στη συμπλήρωση ελλείψεων περί αυτών
1. Η αυτεπάγγελτη έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης
Ως γνωστόν, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης δε συνιστούν όρους για τη δημιουργία της έννομης σχέσης της δίκης, αλλά για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς. Οι προϋποθέσεις αυτές διακρίνονται, αφενός, μεν, τριττά, σε εκείνες που αφορούν στο δικαστήριο, στους ίδιους τους διαδίκους και στο αντι
Σελ. 18
κείμενο της δίκης, αφετέρου, δε, διττά, σε θετικές και αρνητικές. Ο δικονομικός νομοθέτης επιφορτίζει, κατ’ αρχήν, τον δικαστή με τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνδρομής των εν λόγω προϋποθέσεων.
α. Ο κανόνας του άρ. 73 ΚΠολΔ
Βάσει του άρ. 73 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως (καθώς και σε κάθε στάση της δίκης) την ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. Καίτοι στην διάταξη μνημονεύονται μόνο τα άρ. 62 έως 72 ΚΠολΔ, γίνεται δεκτό ότι τέτοια έρευνα χωρεί ως προς όλες τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Βέβαια, στο corpus του ΚΠολΔ ανευρίσκονται και επιμέρους διατάξεις που προβλέπουν τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων. Έτσι, λ.χ. το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λαμβάνει ex officio υπόψη την αναρμοδιότητά του (άρ. 46), την ύπαρξη εκκρεμοδικίας (άρ. 222 § 2) και το δεδικασμένο (άρ. 332).
Η ratio της αυτεπάγγελτης εξέτασης έγκειται στο γεγονός ότι οι δικονομικοί κανόνες που θεσπίζουν τις ως άνω προϋποθέσεις έχουν τεθεί για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Το συμφέρον αυτό πρέπει να ιδωθεί από μία γενική και μία ειδική σκοπιά. Αφενός, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις συνιστούν εκείνους τους συστατικούς όρους που θέτει η πολιτεία για την παροχή της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαστικής προστασίας, ώστε αυτή να μην παρέχεται αυθαίρετα. Πρόκειται περί
Σελ. 19
προϋποθέσεων που διασφαλίζουν, κατ’ ελάχιστο, μία ασφαλή και προκαθορισμένη διαδικασία, κοινή για όλους τους παράγοντες της δίκης. Βέβαια, κινητήριος μοχλός της πολιτικής δίκης είναι η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης των διαδίκων, πλην όμως τούτη υποχωρεί προ των ανωτέρω κανόνων του δικονομικού νομοθέτη. Επί παραδείγματι, το να μην ανοίγεται δίκη από πρόσωπο που έχει τεθεί σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση δεν επενεργεί απλώς στο “fair play” των διαδίκων της συγκεκριμένης δίκης. Πολύ περισσότερο, ενδιαφέρει ευρύτερα την (δικονομική) έννομη τάξη, καθώς, εν προκειμένω, φαλκιδεύονται οι θεμελιώδεις αρχές της και τα προστατευόμενα από αυτήν δικαιώματα, συνάμα, δε, κλυδωνίζεται η ασφάλεια δικαίου. Αφετέρου, η συνδρομή κάθε επιμέρους διαδικαστικής προϋπόθεσης κατατείνει στη πραγμάτωση ενός ειδικότερου σκοπού που συνέχεται με το δημόσιο συμφέρον. Φερ’ ειπείν λόγου, η εγγραφή της εμπράγματης αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων υπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών, το δεδικασμένο υπαγορεύεται από την ασφάλεια του δικαίου - το αυτό ισχύει και για τη τήρηση των θεσπισθεισών από ενωσιακό νομοθέτη βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, ενώ το έννομο συμφέρον «προφυλάσσει το δικαστήριο από άσκοπες και προπετείς αιτήσεις».
Εν συνεχεία, χρίζουν διερεύνησης η φύση και τα όρια της κατ’ άρ. 73 ΚΠολΔ αυτεπάγγελτης έρευνας του δικαστηρίου. Κατά την κρατούσα άποψη, η συζητητική αρχή δεν υποχωρεί προ της ανακριτικής, πλην όμως εμφανίζεται μετριασμένη ή, κατ’ άλλη διατύπωση, εφαρμόζεται ιδιόμορφα το συζητητικό σύστημα. Βέβαια, οι ίδιοι λόγοι που υπαγορεύουν την ex officio έρευνα, θα δικαιολογούσαν, νομίζουμε, τη χορήγηση ανακριτικής φύσης εξουσιών στο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να συλλέγει αυτεπαγγέλτως εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που στοιχειοθετούν την έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως την
Σελ. 20
συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, το δικαστήριο αποδεσμεύεται από την δικονομική συμπεριφορά των διαδίκων, οι οποίοι, εν προκειμένω, στερούνται της εξουσίας διαθέσεως αυτών. Τούτο σημαίνει ότι δεν απαιτείται αίτημα κήρυξης του απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος ή αμφισβήτηση περί την ύπαρξης της προϋπόθεσης εκ μέρους των διαδίκων, ούτε η έλλειψη θεραπεύεται δια της συμπεριφοράς του αντιδίκου. Ακόμα, οι διάδικοι δεν μπορούν να παραιτηθούν από την προβολή ή να αποδεχτούν την έλλειψη των εν λόγω προϋποθέσεων.
Αφού, λοιπόν, η κατ’ άρ. 73 ΚΠολΔ εξουσία του δικαστηρίου ασκείται στην σκιά του συζητητικού συστήματος, οι διάδικοι οφείλουν να εισφέρουν το πραγματικό και αποδεικτικό υλικό, από το οποίο θα προκύπτει η συνδρομή ή η έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων, αναλόγως του κατανεμημένου βάρους απόδειξης. Ωστόσο, το δικαστήριο παραδεκτά λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που προκύπτουν από τον φάκελο της δικογραφίας, ακόμα και αν δεν τα έχει επικαλεστεί κάποιος εκ των διαδίκων. Τούτο συνιστά μεν σημαντική απομάκρυνση από την συζητητική αρχή, πλην όμως δικαιολογείται από την δημοσίου συμφέροντος χροιά των προκείμενων κανόνων δικονομικού δικαίου. Επίσης, εφόσον έχει εισφερθεί το αντίστοιχο πραγματικό υλικό, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατ’ άρ. 107 ΚΠολΔ εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει αποδείξεις, προκειμένου να μορφώσει δικανική πεποίθηση ως προς την ύπαρξη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, λ.χ. της νομιμοποίησης.
Η απόδειξη της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων γίνεται βάσει ελεύθερης απόδειξης (άρ. 8 ΚΠολΔ), αποδεσμεύοντας τον δικαστή από τους τυπικούς κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τις εν λόγω προϋποθέσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής ομολογίας.