ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 58,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 58,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17738
Δανηλάτου Α., Δρούγκα Ε., Στεφανίδου Π., Στεφανοπούλου Μ. Ι., Φλώρου Α.
Κοσμίδης Χ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 408
  • ISBN: 978-960-654-110-0
  • ISBN: 978-960-654-110-0
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Στο έργο «Οι Προθεσμίες στην Πολιτική Δίκη» καταγράφονται και αναλύονται όλες οι διατάξεις του ΚΠολΔ, στις οποίες γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε χρόνο. Ακολουθώντας κατά βάση τη δομή και θεματολογία του ΚΠολΔ, οι συγγραφείς, σε κάθε επιμέρους κεφάλαιο, παραθέτουν διαδοχικά, σε γκρι πλαίσιο, τις σχετικές με προθεσμίες διατάξεις και κάτω από αυτές τα ερμηνευτικά τους σχόλια. Η παράθεση, στο τέλος κάθε κεφαλαίου, χρονοδιαγραμμάτων ελέγχου ενεργειών και το ευρύ φάσμα νομολογιακών παραπομπών σε δικαστήρια όλων των βαθμίδων σε συνδυασμό με την άρτια και πλήρη θεωρητική τεκμηρίωση καθιστούν το έργο ένα απαραίτητο βοήθημα για τον νομικό της πράξης.

Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. VII
Διάγραμμα ύλης Σελ. XI
Κυριότερες συντομογραφίες Σελ. XXV
Γενική βιβλιογραφία Σελ. XXVII
Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Α. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ
1. Έννοια και διακρίσεις των προθεσμιών Σελ. 1
2. Έναρξη και λήξη προθεσμιών Σελ. 2
3. Υπολογισμός προθεσμίας Σελ. 6
4. Διακοπή προθεσμίας λόγω θανάτου Σελ. 7
5. Αναστολή προθεσμιών Σελ. 8
6. Παράταση προθεσμιών Σελ. 10
7. Σύντμηση των νόμιμων προθεσμιών Σελ. 11
8. Συνέπειες παρέλευσης προθεσμίας Σελ. 13
Β. ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1. Απώλεια της προθεσμίας. Επαναφορά. Σελ. 13
(α) Γενικά Σελ. 14
(β) Η ανώτερη βία Σελ. 15
(γ) Ο δόλος του αντιδίκου Σελ. 18
(δ) Το πταίσμα του πληρεξούσιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου Σελ. 19
(ε) Υποβολή της αίτησης - Απόφαση Σελ. 20
2. Προθεσμία για την αίτηση επαναφοράς Σελ. 21
3. Αρμόδιο δικαστήριο Σελ. 22
4. Τρόπος άσκησης και περιεχόμενο της αίτησης Σελ. 23
5. Συζήτηση της αίτησης Σελ. 25
6. Μη ύπαρξη ανασταλτικού αποτελέσματος της αίτησης Σελ. 26
7. Πότε αποκλείεται η αίτηση επαναφοράς Σελ. 26
II. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Α. ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
1. Υποβολή αίτησης και απόπειρα συμβιβασμού Σελ. 29
2. Συνέπειες από την υποβολή αίτησης συμβιβασμού Σελ. 30
3. Χρονικό πλαίσιο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς Σελ. 31
4. Προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση Σελ. 32
5. Προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολάβησης Σελ. 33
Β. ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1. Προθεσμία επίδοσης της αγωγής Σελ. 35
2. Εγγραφή αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων Σελ. 36
Γ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
1. Επέλευση των δικονομικών και ουσιαστικών συνεπειών Σελ. 37
2. Χρονικά όρια εκκρεμοδικίας Σελ. 38
3. Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής Σελ. 40
4. Συμπλήρωση, διόρθωση, διευκρίνιση της αγωγής Σελ. 41
Δ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
1. Ορισμός δικασίμου, κατάρτιση και συμπλήρωση του πινακίου Σελ. 42
2. Αναπλήρωση τυπικών παραλείψεων Σελ. 44
3. Κλήτευση των διαδίκων Σελ. 44
4. Επίσπευση συζήτησης Σελ. 46
5. Ενδοδικαστική προπαρασκευή της συζήτησης Σελ. 46
Ε. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
1. Η «νέα» τακτική διαδικασία Σελ. 47
2. Κατάθεση προτάσεων, αποδεικτικών μέσων και αντικρούσεων Σελ. 48
3. Κλείσιμο του φακέλου - εκδίκαση της υπόθεσης Σελ. 51
4. Επανάληψη της συζήτησης για εξέταση μαρτύρων Σελ. 52
5. Ανάληψη των διαδικαστικών και αποδεικτικών εγγράφων Σελ. 54
6. Παρέμβαση, προσεπίκληση, ανταγωγή, προτάσεις και αντίκρουση Σελ. 54
7. Αναβολή της συζήτησης Σελ. 56
8. Αναστολή της δίκης για προκριματικά ζητήματα Σελ. 57
9. Αναβολή της συζήτησης μέχρι την περάτωση ποινικής διαδικασίας Σελ. 59
10. Επανάληψη της συζήτησης - κλήτευση των διαδίκων Σελ. 60
11. Ματαίωση της συζήτησης Σελ. 62
12. Συμπλήρωση, διευκρίνιση και διόρθωση ισχυρισμών ενιστάμενου Σελ. 64
13. Χρόνος προβολής διαδικαστικών κωλυμάτων Σελ. 65
14. Αναβολή της συζήτησης λόγω προσεπίκλησης Σελ. 66
15. Άσκηση ανταγωγής Σελ. 66
ΣΤ. ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ
1. Άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής Σελ. 68
Ζ. ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
1. Διακοπή της δίκης Σελ. 69
2. Διακοπή των δικονομικών προθεσμιών Σελ. 70
3. Αναγκαστική επανάληψη της δίκης Σελ. 70
4. Πρόσκληση σε κληρονόμο, κληροδόχο ή καταπιστευματοδόχο Σελ. 72
Η. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
1. Κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού - κατάργηση της δίκης Σελ. 72
2. Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής Σελ. 73
3. Παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής Σελ. 74
4. Αποδοχή της αγωγής από τον εναγόμενο Σελ. 74
Θ. ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Επανάληψη συζήτησης λόγω αδυναμίας έκδοσης απόφασης Σελ. 75
Ι. ΔΙΟΡΘΩΣΗ Ή ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
1. Διόρθωση ή ερμηνεία της απόφασης Σελ. 77
2. Κλήτευση των διαδίκων στη συζήτηση της αίτησης Σελ. 78
ΙΑ. ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
1. Χρονικά όρια δεδικασμένου Σελ. 79
2. Προθεσμία άσκησης μεταρρυθμιστικής αγωγής Σελ. 81
ΙΒ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ
1. Διεξαγωγή συντηρητικής απόδειξης Σελ. 82
2. Κλήτευση στη διεξαγωγή συντηρητικής απόδειξης Σελ. 83
3. Χρόνος ανάκλησης ομολογίας Σελ. 83
4. Διενέργεια αυτοψίας Σελ. 84
5. Συζήτηση της υπόθεσης μετά τη διενέργεια αυτοψίας Σελ. 85
6. Κλήτευση σε αυτοψία Σελ. 85
7. Αίτησης εξαίρεσης πραγματογνώμονα Σελ. 85
8. Κοινοποίηση κλήσης σε πραγματογνώμονες Σελ. 86
9. Υποβολή γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων Σελ. 86
10. Ανάκληση καταδίκης σε λιπομαρτυρία Σελ. 87
11. Κλήτευση σε ένορκη βεβαίωση Σελ. 87
12. Αίτημα επίδειξης εγγράφων Σελ. 89
13. Παραβολή εγγράφων Σελ. 89
14. Προσβολή εγγράφου ως πλαστού Σελ. 90
ΙΓ. ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΕΣ
1. Ειδικές διατάξεις στην τακτική διαδικασία Σελ. 90
2. Κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών εγγράφων Σελ. 91
3. Ορισμός δικασίμου και επίδοση της αγωγής Σελ. 91
4. Κλήση μαρτύρων Σελ. 92
ΙΔ. ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ
1. Κατάθεση λογαριασμού - συνέπεια από τη μη κατάθεση Σελ. 92
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 94
ΙΙΙ. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ
A. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων Σελ. 101
2. Έκθεση καταθέσεως του ενδίκου μέσου Σελ. 102
3. Προσδιορισμός δικασίμου και κλήτευση αντιδίκου Σελ. 103
Β. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ
1. Προθεσμία και χρόνος έναρξής της Σελ. 105
Γ. ΕΦΕΣΗ
1. Προθεσμία και χρόνος έναρξής της Σελ. 109
2. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας της εφέσεως Σελ. 112
3. Ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκηθείσας έφεσης Σελ. 113
4. Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως Σελ. 114
5. Αντέφεση, διατυπώσεις και συνέπειες Σελ. 116
6. Διαδικασία συζήτησης της έφεσης Σελ. 120
7. Σχέση προθεσμιών ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και εφέσεως Σελ. 122
Δ. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ
1. Προθεσμία άσκησης αναψηλάφησης Σελ. 124
2. Άσκηση αναψηλάφησης και αναστολή εκτέλεσης Σελ. 130
3. Πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης Σελ. 131
4. Συζήτηση της αναψηλάφησης Σελ. 132
Ε. ΑΝΑΙΡΕΣΗ
1. Προθεσμίες για την άσκηση αναίρεσης Σελ. 133
2. Άσκηση αναίρεσης και αναστολή εκτέλεσης Σελ. 137
3. Κλήτευση των διαδίκων στη συζήτηση της αναίρεσης Σελ. 138
4. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης Σελ. 140
5. Κατάθεση προτάσεων και εγγράφων Σελ. 142
6. Απορριπτική διάταξη συμβουλίου και αίτηση για συζήτηση Σελ. 143
7. Διαδικασία συζήτησης της αναίρεσης Σελ. 145
ΣΤ. ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ
1. Εφαρμογή διατάξεων για την αγωγή και πρόσθετοι λόγοι ανακοπής Σελ. 146
2. Εφαρμογή διατάξεων για την τριτανακοπή Σελ. 148
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 149
IV. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
1. Γενικές διατάξεις Σελ. 153
2. Οικογενειακές διαφορές
(α) Αναψηλάφηση Σελ. 155
(β) Προδικαστικά ζητήματα Σελ. 156
(γ) Υποβολή σε ιατρικές εξετάσεις πατρότητας ή μητρότητας Σελ. 156
3. Μισθωτικές διαφορές
(α) Παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου Σελ. 157
(β) Επανεγκατάσταση στο μίσθιο Σελ. 158
(γ) Κατάργηση δίκης λόγω καταβολής μισθωμάτων Σελ. 158
4. Εργατικές διαφορές Σελ. 159
5. Διαφορές από πιστωτικούς τίτλους Σελ. 159
6. Διαταγή πληρωμής
(α) Επίδοση διαταγής πληρωμής Σελ. 161
(β) Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής Σελ. 162
(γ) Ανακοπή μετά τη νέα επίδοση Σελ. 165
7. Διαταγή απόδοσης της χρήσεως μισθίου
(α) Πότε ζητείται Σελ. 167
(β) Πότε μπορεί να γίνει η εκτέλεση Σελ. 168
(γ) Ανακοπή κατά διαταγής απόδοσης του μισθίου Σελ. 168
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 170
V. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
1. Δημοσίευση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Σελ. 173
2. Έκδοση προσωρινής διαταγής Σελ. 174
3. Προσδιορισμός συζήτησης όταν χορηγείται προσωρινή διαταγή Σελ. 177
4. Προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο την απαγόρευση διάθεσης Σελ. 178
5. Άσκηση κύριας αγωγής Σελ. 178
6. Εγγυοδοσία Σελ. 182
7. Ανάκληση ή μεταρρύθμιση λόγω μεταβολής των πραγμάτων Σελ. 183
8. Υποχρεωτική ανάκληση, μετά την περάτωση της κύριας δίκης Σελ. 183
9. Επιταγή προς εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Σελ. 184
10. Εκτέλεση διάταξης που αφορά στα δικαστικά έξοδα Σελ. 185
11. Άσκηση ανακοπής κατά της εκτέλεσης Σελ. 186
Β. ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΣΤΑ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
1. Συντηρητική κατάσχεση
(α) Επιδόσεις στο πλαίσιο της συντηρητικής κατάσχεσης κινητών στα χέρια του οφειλέτη Σελ. 187
(β) Επιδόσεις στο πλαίσιο της συντηρητικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου Σελ. 188
(γ) Λοιπές προθεσμίες στο πλαίσιο της συντηρητικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου Σελ. 189
(δ) Επιδόσεις στο πλαίσιο της συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου ή αεροσκάφους Σελ. 190
(ε) Άσκηση της κύριας αγωγής μετά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης Σελ. 191
2. Δικαστική μεσεγγύηση
(α) Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων από τη συντηρητική κατάσχεση Σελ. 193
3. Άσκηση αγωγής μετά την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως Σελ. 193
4. Έφεση επί αποφάσεων για προσωρινή ρύθμιση νομής ή κατοχής Σελ. 195
5. Ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού (ΕΚ 655/2014)
(α) Προθεσμία διόρθωσης της αίτησης Σελ. 195
(β) Έκδοση της απόφασης Σελ. 195
(γ) Άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης Σελ. 196
(δ) Ανάκληση ή μεταρρύθμιση της διαταγής δέσμευσης Σελ. 196
(ε) Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων από το πεδίο της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων στα χέρια τρίτου με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του Κανονισμού Σελ. 197
(στ) Άσκηση αγωγής, όταν η διαταγή δέσμευσης έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη της εκκρεμοδικίας Σελ. 198
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 199
VI. ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
1. Κατάθεση προτάσεων και προσθήκης-αντίκρουσης Σελ. 201
2. Προβολή ισχυρισμών Σελ. 202
3. Ορισμός δικασίμου και προθεσμίας για την κλήτευση προσώπων Σελ. 202
4. Άσκηση κύριας και πρόσθετης παρέμβασης Σελ. 206
5. Άσκηση προσεπίκλησης Σελ. 207
6. Αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης Σελ. 208
7. Προσκόμιση αποδεικτικών μέσων Σελ. 210
8. Κλήτευση στα ένδικα μέσα Σελ. 210
9. Άσκηση έφεσης Σελ. 211
10. Άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης και αντέφεσης Σελ. 212
11. Άσκηση ανακοπής ερημοδικίας Σελ. 213
12. Αναψηλάφηση Σελ. 214
13. Αναίρεση Σελ. 214
14. Άσκηση τριτανακοπής και προσθέτων λόγων τριτανακοπής Σελ. 215
15. Έκδοση και ανάκληση προσωρινής διαταγής Σελ. 216
Β. ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΣΤΙΣ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
1. Βεβαίωση γεγονότος για σύνταξη ληξιαρχικής πράξης (ΚΠολΔ 782) Σελ. 217
2. Αφάνεια (ΚΠολΔ 783-785) Σελ. 217
3. Διορισμός προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστών (ΚΠολΔ 786) Σελ. 219
4. Διορισμός και παύση επιτρόπου και εποπτικού συμβουλίου Σελ. 220
5. Υιοθεσία Σελ. 222
6. Προθεσμία επιλογής βεβαρημένου Σελ. 223
7. Κληρονομητήριο Σελ. 224
8. Πρόσκληση για αναγγελία δικαιώματος Σελ. 226
9. Κήρυξη αξιογράφου ως ανισχύρου Σελ. 228
10. Βεβαιωτικός όρκος Σελ. 230
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 233
VII. ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
1. Χρόνος προβολής συμφωνίας για διαιτησία Σελ. 235
2. Ορισμός και ανακοίνωση διαιτητή από τα μέρη Σελ. 236
3. Ορισμός επιδιαιτητή Σελ. 236
4. Προθεσμία αντικατάστασης διαιτητή ή επιδιαιτητή Σελ. 237
5. Ορισμός διαιτητή ή επιδιαιτητή από τρίτο Σελ. 237
6. Προσφυγή κατά της διάταξης για την αμοιβή των διαιτητών και τα έξοδα Σελ. 238
7. Αναίρεση κατά αποφάσεως επί αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης Σελ. 238
8. Αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης Σελ. 239
9. Αναγνώριση ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης και αίτηση αναίρεσης Σελ. 240
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 241
VIIΙ. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Προσωρινή εκτελεστότητα Σελ. 243
2. Αναστολή της προσωρινής εκτελεστότητας
(α) Από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση Σελ. 244
(β) Από το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο Σελ. 245
3. Απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία Σελ. 247
4. Χρονικές προϋποθέσεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά κληρονόμων Σελ. 247
5. Προθεσμίες μετά την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση Σελ. 248
6. Χρονικοί περιορισμοί στη διενέργεια πράξεων εκτελέσεως Σελ. 251
7. Ανακοπή κατά της εκτελέσεως Σελ. 252
8. Προθεσμίες ασκήσεως ανακοπής Σελ. 253
9. Συζήτηση της ανακοπής τρίτου Σελ. 255
10. Αναστολή εκτελέσεως μετά την άσκηση ενδίκου μέσου Σελ. 256
11. Άσκηση αναιρέσεως Σελ. 258
12. Κατάργηση της γενικής δυνατότητας για αναστολή εκτελέσεως Σελ. 258
13. Συνέπειες της αναστολής εκτελέσεως Σελ. 259
14. Γενική απαγόρευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης Σελ. 260
Β. ΜΕΣΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
1. Παράδοση ή απόδοση ακινήτου Σελ. 261
2. Παράδοση ή απόδοση πλοίου ή αεροσκάφους Σελ. 263
Γ. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
1. Στοιχεία κατασχετήριας έκθεσης. Διορθωτική ανακοπή Σελ. 263
2. Επίδοση κατασχετήριας έκθεσης και κατάθεση εγγράφων Σελ. 265
3. Πλειστηριασμός κινητών πραγμάτων Σελ. 267
4. Μη καταβολή πλειστηριάσματος. Αναπλειστηριασμός Σελ. 271
5. Μη εμφάνιση πλειοδοτών. Νέος πλειστηριασμός Σελ. 273
6. Διανομή πλειστηριάσματος χωρίς πίνακα. Ανακοπή Σελ. 276
7. Αναγγελία δανειστών Σελ. 278
8. Δήλωση συνέχισης και υποκατάστασης. Ανακοπή Σελ. 281
9. Παρατηρήσεις εν όψει της κατάταξης και σύνταξη του πίνακα Σελ. 285
10. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης Σελ. 286
Δ. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ
1. Επίδοση κατασχετηρίου εγγράφου Σελ. 289
2. Δήλωση του τρίτου
(α) Υποβολή δήλωσης του τρίτου Σελ. 291
(β) Άσκηση της αξίωσης για αποζημίωση Σελ. 292
3. Ανακοπή κατά της δηλώσεως του τρίτου Σελ. 294
4. Καταβολή από τον τρίτο. Πλειστηριασμός κινητών εις χείρας τρίτου Σελ. 295
Ε. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ, ΠΛΟΙΩΝ Ή ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ
1. Επιβολή κατάσχεσης Σελ. 299
2. Πλειστηριασμός παραρτημάτων Σελ. 299
3. Επιδόσεις αντίγραφου της κατασχετήριας έκθεσης Σελ. 300
4. Συνέπειες κατάσχεσης ακινήτων. Καταγγελία μισθώσεων Σελ. 304
5. Πλειστηριασμός ακινήτων
(α) Απαγόρευση διενέργειας πλειστηριασμού ακινήτων Σελ. 306
(β) Πώληση ακινήτου Σελ. 307
6. Δικαστική αναστολή πλειστηριασμού Σελ. 308
7. Χωριστός πλειστηριασμός συγκατασχεθέντων Σελ. 310
8. Κατασχεθέντα ακίνητα που αποτελούν οικονομικό σύνολο Σελ. 311
9. Κατακύρωση επί πλειστηριασμού ακινήτων Σελ. 311
10. Καταβολή του πλειστηριάσματος
(α) Καταβολή πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή Σελ. 312
(β) Καταβολή πλειστηριάσματος από τον ενυπόθηκο δανειστή Σελ. 314
11. Ικανοποίηση των δανειστών χωρίς πίνακα Σελ. 315
12. Τύχη μίσθωσης σε ακίνητο όπου ασκείται επιχείρηση Σελ. 316
13. Εγγραφή ανακοπής στα βιβλία διεκδικήσεων Σελ. 317
14. Επίδοση κατασχετήριας έκθεσης για την κατάσχεση πλοίου Σελ. 318
15. Πλειστηριασμός πλοίου Σελ. 319
16. Αναστολή πλειστηριασμού πλοίου Σελ. 320
17. Αποστολή κατασχετήριας έκθεσης πλοίου στο νηολόγιο Σελ. 321
18. Επίδοση κατασχετήριας έκθεσης για την κατάσχεση αεροσκάφους Σελ. 321
19. Αποστολή αντίγραφων στο μητρώο αλλοδαπών αεροσκαφών Σελ. 322
ΣΤ. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΓΙΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
1. Διαδικασία ανατροπής της κατάσχεσης Σελ. 323
2. Προθεσμία ασκήσεως αγωγής διεκδικήσεως Σελ. 327
3. Εκούσιος πλειστηριασμός Σελ. 328
Ζ. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
1. Αποδοχή διορισμού από τον διαχειριστή Σελ. 330
2. Αναγγελία δανειστών σε κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων Σελ. 330
3. Άσκηση αντιρρήσεων. Διάρκεια αναστολής Σελ. 331
4. Χρόνος λογοδοσίας Σελ. 332
Η. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
1. Αίτηση επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης Σελ. 333
2. Αποδοχή διορισμού διαχειριστή και επόπτη Σελ. 334
3. Έναρξη συνεπειών της αναγκαστικής διαχείρισης Σελ. 334
4. Επίλυση διαφορών από αναγκαστική διαχείριση Σελ. 335
5. Ικανοποίηση αναγγελθέντων δανειστών Σελ. 335
6. Ανακοπή κατά του πίνακα και των αναγγελιών. Αναστολή Σελ. 336
7. Υποβολή έγγραφης λογοδοσίας Σελ. 336
Θ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΡΑΤΗΣΗ
1. Διάρκεια προσωπικής κράτησης Σελ. 337
2. Προδικασία κατά την εκτέλεση προσωπικής κράτησης Σελ. 338
3. Χρόνος σύλληψης Σελ. 339
4. Προβολή αντιρρήσεων κατά τη σύλληψη Σελ. 339
5. Υπολογισμός χρόνου κράτησης. Άσκηση ένδικων μέσων Σελ. 340
6. Ανακοπή μετά τη σύλληψη Σελ. 341
Χρονοδιάγραµµα ελέγχου ενεργειών Σελ. 343
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Άρθρο 74 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30.05.2020)
Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης Σελ. 353
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 367

Σελ. 1

Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Α. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

1. Έννοια και διακρίσεις των προθεσμιών

1Στο πλαίσιο της δίκης επιχειρείται μια σειρά διαδικαστικών πράξεων, οι οποίες διαδέχονται χρονικά η μία την άλλη. Η ανάγκη για ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, χωρίς καθυστερήσεις, καθώς και η διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των μερών οδήγησαν τον νομοθέτη στη θέσπιση προθεσμιών, με σκοπό τη νομική ρύθμιση της παρόδου του χρόνου. Πρόκειται για τις λεγόμενες δικονομικές προθεσμίες.

2Προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει ορισμένη διαδικαστική ενέργεια. Οι προθεσμίες διακρίνονται, ανάλογα με τα τιθέμενα κάθε φορά κριτήρια, στις εξής κατηγορίες:

3α) Σε προθεσμίες νόμιμες ή δικαστικές. Κριτήριο της διάκρισης αυτής είναι η πηγή από την οποία απορρέουν, η οποία στην πρώτη περίπτωση είναι ο νόμος, ενώ στη δεύτερη το δικαστήριο. Νόμιμες προθεσμίες είναι, ενδεικτικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων ή για την αναγγελία σε πλειστηριασμό κ.λπ., οι οποίες τίθενται από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας. Δικαστικές προθεσμίες είναι, πάλι ενδεικτικά, η προθεσμία για τη συμπλήρωση ελλείψεων ως προς την ικανότητα παράστασης των διαδίκων ή για την υποβολή έγγραφης γνωμοδότησης από τους πραγματογνώμονες κ.λπ., οι οποίες καθορίζονται από το δικαστήριο. Η άπρακτη παρέλευση τόσο της νόμιμης όσο και της δικαστικής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη, στην οποία αφορά, «εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά» (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω, αρ.29).

4β) Σε προθεσμίες ενέργειας ή προπαρασκευαστικές. Με τις προθεσμίες ενέργειας τίθεται ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να διενεργηθεί μια διαδικαστική πράξη, για να μην αποδυναμωθεί το δικαίωμα άσκησής της. Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες ορίζουν τον χρόνο που πρέπει να παρέλθει, για να συζητηθεί η υπόθεση ή να διενεργηθεί κάποια άλλη διαδικαστική πράξη. Προθεσμίες ενέργειας, ενδεικτικά, είναι οι προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων (ΚΠολΔ 518 παρ.1 και 2, 545 παρ.1 και 2, 564). Προπαρασκευαστικές προθεσμίες είναι, πάλι ενδεικτικά, η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων (ΚΠολΔ 228) ή η κλήση του αντιδίκου σε λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΚΠολΔ 422 παρ.1). Οι προθεσμίες

Σελ. 2

ενέργειας στοχεύουν στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, ενώ οι προπαρασκευαστικές στην αποφυγή αιφνιδιασμού του αντιδίκου, με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση του δικαιώματος της ακρόασής του. Οι βασικές διαφορές ανάμεσα στις δύο κατηγορίες εντοπίζονται αφ’ ενός στον τρόπο υπολογισμού των προθεσμιών (βλ. αναλυτικά παρακάτω, αρ.6) και αφ’ ετέρου στις συνέπειες από την παρέλευσή τους. Συγκεκριμένα, η άπρακτη παρέλευση μιας προθεσμίας ενέργειας επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα επιχείρησης της πράξης για την οποία είχε τεθεί, ενώ η παρέλευση μιας προπαρασκευαστικής προθεσμίας έχει ως συνέπεια, συνήθως, το απαράδεκτο της συζήτησης ή την ακυρότητα της πράξης.

5γ) Σε προθεσμίες γνήσιες ή καταχρηστικές. Οι γνήσιες προθεσμίες ξεκινούν από την επίδοση της απόφασης, ενώ οι καταχρηστικές από τη δημοσίευσή της. Στην περίπτωση λ.χ. άσκησης εφέσεως, η γνήσια προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (ΚΠολΔ 518 παρ.1), ενώ η καταχρηστική αρχίζει από τη δημοσίευση της ίδιας απόφασης (ΚΠολΔ 518 παρ.2). Στις γνήσιες προθεσμίες, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις καταχρηστικές, εφαρμόζονται οι κανόνες περί διακοπής και αναστολής των προθεσμιών και μπορεί να ζητηθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

6Ο τρόπος υπολογισμού των προθεσμιών, καθώς και τα γεγονότα που επηρεάζουν τη διαδρομή τους επιφέροντας διακοπή, αναστολή, παράταση ή σύντμησή τους, ρυθμίζονται στις ΚΠολΔ 144 έως 151. Στις ΚΠολΔ 152 έως 159 προβλέπεται και ρυθμίζεται η δυνατότητα του διαδίκου, που απώλεσε ορισμένη προθεσμία, να πετύχει με αίτησή του την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με σκοπό να κηρυχθεί παραδεκτή η διαδικαστική πράξη που ασκήθηκε από αυτόν εκπρόθεσμα.

2. Έναρξη και λήξη προθεσμιών

ΚΠολΔ 122Α παρ.2: Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257/28.8.2014), του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Επί ποινή ακυρότητας, η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται στην έκθεση επίδοσης την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής

 

Σελ. 3

σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την αποστολή. Συνέπεια του ανυπόστατου της ηλεκτρονικής επίδοσης είναι η αυτοδίκαιη διενέργειά της με φυσικό τρόπο επίδοσης, όπως ορίζουν τα άρθρα 122 επ..

παρ.8: Στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής επίδοσης οι δικονομικές προθεσμίες παρατείνονται κατά μία (1) ημέρα.

ΚΠολΔ 144 παρ.1: Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.

παρ.2: Οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφου, τρέχουν εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση.

παρ.3: Το Σάββατο θεωρείται για τον παρόντα Κώδικα εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα.

 

 

7Οι προθεσμίες αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του αφετήριου γεγονότος. Οι προθεσμίες που αρχίζουν με επίδοση εγγράφου, τρέχουν και εναντίον εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση (ΚΠολΔ 144 παρ.2). Στην περίπτωση επίδοσης δικογράφου ή άλλου εγγράφου ή δικαστικής απόφασης, πρέπει τα επιδιδόμενα έγγραφα να είναι έγκυρα και η απόφαση υπαρκτή. Όταν αφετήριο γεγονός αποτελεί η επίδοση, είναι αδιάφορη η τυχόν προηγούμενη γνώση του περιεχομένου του επιδοτέου εγγράφου με άλλον τρόπο. Γεγονότα που αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας είναι, ενδεικτικά: η γνώση ορισμένου γεγονότος (για την έναρξη της προθεσμίας αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση), η συζήτηση της αγωγής (για την κατάθεση προτάσεων στις ειδικές διαδικασίες), η δημοσίευση της απόφασης (για την έναρξη της καταχρηστικής προθεσμίας των ένδικων μέσων) κ.λπ.

8Για την έναρξη της προθεσμίας δεν ενδιαφέρει ποια ώρα της προηγούμενης ημέρας έγινε η επίδοση ή συντελέστηκε το αφετήριο γεγονός. Η ρύθμιση της ΚΠολΔ 144, η οποία συνάδει με τον γενικότερο κανόνα κατά τον οποίο το μήκος χρόνου νοείται πλήρες, ισχύει για τις προθεσμίες που ορίζονται σε έτη, μήνες και ημέρες· δεν ισχύει, όμως, γι’

Σελ. 4

αυτές που ορίζονται σε ώρες, διότι στην περίπτωση αυτή ισχύει ο υπολογισμός από στιγμή σε στιγμή (βλ. παρακάτω, αρ.14, για την περίπτωση όπου κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας σε ώρες παρεμβάλλεται εξαιρετέα ημέρα). Δεδομένου ότι ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση, για την έναρξη της προθεσμίας δεν ενδιαφέρει αν η επομένη της επίδοσης ή του αφετήριου γεγονότος είναι αργία.

9Ο χρόνος στις δικονομικές προθεσμίες υπολογίζεται συναπτώς, δηλαδή, αν εντός του χρόνου της προθεσμίας παρεμβάλλονται εξαιρετέες ημέρες, προσμετρώνται και αυτές για τον υπολογισμό της και μόνο αν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα, η προθεσμία λήγει την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα. Οι εξαιρετέες ημέρες, όμως, δεν υπολογίζονται αν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση νόμου, όπως στις περιπτώσεις που η προθεσμία υπολογίζεται σε εργάσιμες ημέρες, καθώς και στην περίπτωση που η προθεσμία υπολογίζεται σε ώρες.

10Οι προθεσμίες λήγουν την 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας. Με τον ν. 4689/2020 προστέθηκε στον ΚΠολΔ το άρθρο 122Α, που προβλέπει και ρυθμίζει την επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα. Σύμφωνα με την ΚΠολΔ 122Α παρ.8 και με στόχο το «να μην καταστρατηγούνται οι προθεσμίες που τίθενται από τον κώδικα», στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες διενεργείται ηλεκτρονική επίδοση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΚΠολΔ 122Α, οι δικονομικές προθεσμίες παρατείνονται κατά μία (1) ημέρα. Σε κάθε περίπτωση, όταν η τελευταία ημέρα είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Ως εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα θεωρείται και το Σάββατο (ΚΠολΔ 144 παρ.3). Αν η επίδοση επιχειρηθεί μετά την 19:00 και ολοκληρωθεί ανεπιφύλακτα, μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε συμφωνία παράτασης της προθεσμίας μέχρι το χρονικό σημείο της παραλαβής του εγγράφου. Σχετικά με τη λήξη της προθεσμίας την 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας, παρατηρείται ότι η προθεσμία, αν αφορά σε πράξεις που ασκούνται με κατάθεση δικογράφου, στην πραγματικότητα λήγει με το πέρας του ωραρίου των δικαστικών γραφείων, διότι μετά από το κλείσιμό τους δεν

Σελ. 5

είναι δυνατή η διενέργεια της πράξης· για τον ίδιο λόγο, αν πρόκειται να γίνει επίδοση σε δημόσια αρχή, πρέπει αυτή να συντελεστεί μέχρι το τέλος του ωραρίου λειτουργίας της αντίστοιχης δημόσιας υπηρεσίας.

11Στην παρ.11 του άρθρου 1 του ν.1157/1981, με τον οποίο κυρώθηκε η ΠρΝομΠερ της 29.12.1980, προβλέπονται οι ημέρες αργίας των δημοσίων υπηρεσιών, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ. Εξαιρετέες μέρες είναι: Η 25η Μαρτίου, η 28η Οκτωβρίου, η πρώτη ημέρα του έτους, τα Θεοφάνεια, η Καθαρή Δευτέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, η Δευτέρα του Πάσχα, η 1η Μαΐου, η Δευτέρα της Πεντηκοστής (του αγίου Πνεύματος), η 15η Αυγούστου, η πρώτη και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και όλες οι Κυριακές. Επίσης, αργία για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια της Χώρας είναι η 3η Οκτωβρίου, ως ημέρα μνήμης του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Αργίες είναι και κάποιες τοπικές εορτές, αλλά μόνο για την εδαφική περιοχή της εορτής, όπως η 26η Οκτωβρίου (του αγίου Δημητρίου) για τη Θεσσαλονίκη, η 30η Νοεμβρίου (του αγίου Ανδρέα) για την Πάτρα κ.λπ. Δεν είναι, όμως, εξαιρετέες οι ημέρες που συνιστούν ειδικές αργίες για ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους. Επίσης, έχει κριθεί ότι δεν είναι εξαιρετέα ημέρα η 24η Δεκεμβρίου. Διχογνωμία επικρατεί σχετικά με το αν είναι εξαιρετέες οι ημιαργίες.

12Η ρύθμιση της ΚΠολΔ 144 εφαρμόζεται τόσο στις προθεσμίες ενέργειας όσο και στις προπαρασκευαστικές. Προβληματισμός έχει επικρατήσει σχετικά με τον υπολογισμό της προπαρασκευαστικής προθεσμίας. Κατά την κρατούσα άποψη, οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες έχουν την αφετηρία τους στην ενέργεια που πρέπει να γίνει πριν από την προετοιμαζόμενη πράξη, επομένως αρχίζουν να τρέχουν από την επόμενη ημέρα αυτής της ενέργειας. Ως τελευταία ημέρα της προπαρασκευαστικής προθεσμίας πρέπει να θεωρηθεί η προηγούμενη της διαδικαστικής πράξης για την οποία πρέπει να προετοιμαστεί ο διάδικος. Στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες, δηλαδή, δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε η ημέρα της επιδόσεως ούτε η ημέρα της δικασίμου ή της επιχείρησης της πράξης. Στις ημέρες που πρέπει να μεσολαβήσουν από την ενέργεια μέχρι την προετοιμαζόμενη

Σελ. 6

πράξη δεν υπολογίζεται η τελευταία, αν είναι εξαιρετέα ή Σάββατο. Κατ’ άλλη άποψη, ωστόσο, οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες πρέπει να υπολογίζονται αντίστροφα, με αφετηρία την προετοιμαζόμενη διαδικαστική πράξη, η οποία είναι απώτερη, ορισμένη εκ των προτέρων και σταθερή και με λήξη την προηγούμενη διαδικαστική πράξη που πρέπει ο διάδικος να διενεργήσει. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι Σάββατο ή άλλη εξαιρετέα ημέρα, υποστηρίζεται κατά μία άποψη ότι αυτή δεν μετατίθεται, διότι η μετάθεση ισχύει μόνο για τις προθεσμίες ενέργειας.

3. Υπολογισμός προθεσμίας

ΚΠολΔ 145 παρ.1: Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους.

παρ.2: Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.

παρ.3: Προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι μηνών και προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε ημερών.

παρ.4: Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και είναι κατά το νόμο εξαιρετέες.

παρ.5: Αν η ορισμένη προθεσμία αποτελείται από μήνες και ημέρες, υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και μετά προσθέτονται οι ημέρες.

 

13Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη, λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Αν, όμως, δεν υπάρχει η αντίστοιχη ημερομηνία, όπως ενδέχεται να συμβεί στον μήνα Φεβρουάριο, λήγει, όταν περάσει η τελευταία ημέρα του μήνα. Στην ΚΠολΔ 145 παρ.2 ορίζεται ότι η προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης· αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, όπως συμβαίνει όταν η προθεσμία αρχίζει την 31η ή την 29η, 30η ή 31η κάποιου μήνα και διαρκεί μέχρι τον Φεβρουάριο, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας που προσδιορίζεται σε μήνες δεν έχει σημασία ο αριθμός των ημερών που έχει κάθε μήνας και για την προθεσμία που ορίζεται σε έτη δεν έχει σημασία αν παρεμβάλλεται δίσεκτο έτος.

Σελ. 7

14Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και είναι κατά το νόμο εξαιρετέες. Σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας στην περίπτωση που προσδιορίζεται σε ώρες, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.7). Επίσης, η προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι (6) μηνών και υπολογίζεται σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν για την προθεσμία που καθορίζεται σε μήνες· η προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του μήνα εντός του οποίου τρέχει. Τέλος, αν η προθεσμία αποτελείται από μήνες και ημέρες, υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και μετά προστίθενται οι ημέρες.

15Καθώς δεν περιέχεται στο νόμο διάταξη σχετική με τις προθεσμίες που υπολογίζονται σε εβδομάδες, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η προθεσμία που ξεκινάει μία ημέρα της εβδομάδας (όπου, λογικά, το αφετήριο γεγονός συνέβη την προηγούμενη ημέρα) λήγει την ίδια ημέρα της επόμενης εβδομάδας· η ημέρα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην προθεσμία. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε ημέρες λήγει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΚΠολΔ 144 παρ.1 (βλ. παραπάνω, αρ.10). Για να προσδιοριστεί η λήξη της προθεσμίας, υπολογίζεται ως έναρξή της η επομένη της επίδοσης ή του αφετήριου γεγονότος, με εξαίρεση τις προθεσμίες που προσδιορίζονται σε ώρες.

4. Διακοπή προθεσμίας λόγω θανάτου

ΚΠολΔ 146 παρ.1: Αν κάποιος διάδικος πεθάνει ενώ διαρκεί η προθεσμία, αυτή διακόπτεται.

παρ.2: Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με τη νέα επίδοση σ’ αυτούς που κατά το νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα.

παρ.3: Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά τη διάρκεια κάποιας προθεσμίας διακόπτει και την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης.

 

16Πρώτος από τους λόγους διακοπής της προθεσμίας είναι ο θάνατος διαδίκου. Με τον θάνατο διαδίκου, προς τον οποίο εξομοιώνεται και η κήρυξη αυτού σε αφάνεια, επέρχεται διακοπή της προθεσμίας απευθείας εκ του νόμου, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση. Η διακοπή επέρχεται την επομένη του θανάτου και αφορά στον θανόντα, στους διαδόχους του και τους αναγκαίους ομοδίκους· δεν ωφελεί τους τυχόν απλούς

Σελ. 8

ομοδίκους ή τον αντίδικό του. Η διακοπή επέρχεται τόσο για τις νόμιμες όσο και τις δικαστικές προθεσμίες, αφορά, όμως, μόνο στις γνήσιες προθεσμίες και όχι στις καταχρηστικές. Σκοπός της ρύθμισης είναι να προφυλαχθούν οι διάδοχοι του αποθανόντος, ώστε να μην απωλέσουν τυχόν προθεσμίες· η διακοπή επέρχεται ανεξαρτήτως του αν υπάρχει αντίκλητος.

17Μετά το τέλος της διακοπής αρχίζει νέα προθεσμία, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που είχε παρέλθει πριν από τη διακοπή. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με επίδοση, απαιτείται νέα επίδοση στους διαδόχους του θανόντος για να αρχίσει νέα προθεσμία. Αν, όμως, η προθεσμία είχε αρχίσει με άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση δήλωσης στα πρόσωπα αυτά. Σε περίπτωση που διακοπεί παραταθείσα προθεσμία, η νέα πλήρης προθεσμία αναφέρεται, κατά την ορθότερη άποψη, στην κατά παράταση - αφού η αρχική προθεσμία έχει εκπνεύσει και συνεπώς αυτή που ισχύει και διακόπτεται είναι η κατά παράταση - και όχι στη συνολική. Κατ’ άλλη άποψη, όμως, η νέα πλήρης προθεσμία θα συμπεριλάβει τόσο την αρχική όσο και την κατά παράταση προθεσμία, αφού οι δύο σχηματίζουν μία ενότητα.

18Δεύτερος λόγος διακοπής της προθεσμίας είναι η διακοπή της δίκης, που επέρχεται σε κάποια άλλη (πέραν, δηλαδή, του θανάτου του διαδίκου), από τις περιπτώσεις της ΚΠολΔ 286. Η διακοπή προϋποθέτει γνωστοποίηση του λόγου στον αντίδικο (ΚΠολΔ 287) και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Τα γεγονότα που αποτελούν διακοπτικούς λόγους της δίκης, από μόνα τους δεν επιφέρουν διακοπή της προθεσμίας, πλην της περίπτωσης θανάτου του διαδίκου.

5. Αναστολή προθεσμιών

ΚΠολΔ 147 παρ.1: Οι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν επιτραπεί διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.

παρ.2: Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παρ.1, 545 παρ.1 και 2, 564 παρ.1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 215 παρ.2, 237 παρ.1 και 2, 238 παρ.1, 598, 632 παρ.2, 633 παρ.2, 642,

 

Σελ. 9

715 παρ.5, 729 παρ.5, 847 παρ.1, 926 παρ.2, 934 παρ.1 στοιχεία α’ και β’, 943 παρ.4, 955, 966 παρ.2 και 3, 971 παρ.1, 972 παρ.1 στοιχείο β’, 973, 974, 979 παρ.2, 985 παρ.1, 986, 988 παρ.1, 995 και 997 παρ.2.

 

 

19Αναστολή της προθεσμίας σημαίνει ότι αυτή παύει να τρέχει, όσο διαρκεί ο λόγος αναστολής και συνεχίζεται μετά την άρση του λόγου αυτού. Όσο, δηλαδή, διαρκεί ο λόγος αναστολής, δεν υπολογίζεται ο χρόνος που παρέρχεται. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής δεν αρχίζει η προθεσμία, παρά το γεγονός ότι εγκύρως συντελούνται επιδόσεις ή άλλα γεγονότα που θα την έθεταν σε κίνηση. Η προθεσμία στις περιπτώσεις αυτές αρχίζει την επομένη της λήξης τής αναστολής. Βασική διαφορά της αναστολής προς τη διακοπή της προθεσμίας είναι ότι στην πρώτη υπολογίζεται ο χρόνος που έχει παρέλθει έως την επέλευση του ανασταλτικού γεγονότος, ενώ στη δεύτερη δεν υπολογίζεται ο χρόνος που είχε παρέλθει πριν από τη διακοπή.

20Προβλεπόμενοι λόγοι αναστολής είναι οι δικαστικές διακοπές και ο μήνας Αύγουστος, ως προς ορισμένες προθεσμίες που ρητώς αναφέρονται στην ΚΠολΔ 147. Οι δύο περίοδοι αναστολής που αναγνωρίζονται από τον ΚΠολΔ είναι αυτή που εκτείνεται σε όλο τον μήνα Αύγουστο και αυτή που εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου. Η ανωτέρα βία δεν επιφέρει αναστολή της προθεσμίας, μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση για αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

21Στην ΚΠολΔ 147 παρ.2 αναφέρονται οι συγκεκριμένες προθεσμίες για τις οποίες δεν υπολογίζεται ο χρόνος από 1 μέχρι 31 Αυγούστου. Μεταξύ των προθεσμιών, προφανώς εκ παραδρομής, δεν αναφέρεται αυτή της ΚΠολΔ 1019 παρ.2. Η πρόβλεψη της ΚΠολΔ 147 δεν καλύπτει ορισμένες προθεσμίες, όπως την προθεσμία για υποβολή αιτήσεως οριστικού προσδιορισμού αποζημίωσης στην αναγκαστική απαλλοτρίωση, για άσκηση

Σελ. 10

αναγγελίας όταν η εκτέλεση αφορά σε πλοίο ή αεροσκάφος, για τις αγωγές κακοδικίας. Τον Αύγουστο δεν αναστέλλονται οι καταχρηστικές και οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες, ούτε οι ουσιαστικές προθεσμίες για άσκηση αγωγής. Οι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν επιτραπεί, διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.

22Με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του κανονιστικού δ/τος 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», που προέβλεπε προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου έναντι των αντιδίκων του ως προς την αναστολή όλων των προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Μετά την αντικατάσταση, κατά την εν λόγω χρονική περίοδο και για όλες τις δίκες του Δημοσίου, δεν τρέχει καμιά απολύτως προθεσμία όχι μόνο εις βάρος του Δημοσίου, αλλά και εις βάρος των άλλων διαδίκων, «ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων, ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων, ούτε, τέλος, για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων». Η αναστολή αυτή ισχύει και για τις δίκες μεταξύ των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ ή άλλων οργανισμών, που έχουν τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου, και των αντιδίκων τους.

23Αναστολή των δικαστικών προθεσμιών θεσπίστηκε και για τη χρονική περίοδο τραπεζικής αργίας (ΠΝΠ από 30.6.2015).

6. Παράταση προθεσμιών

ΚΠολΔ 148: Οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή ο δικαστής και αφορούν τη διαδικασία μπορούν να παραταθούν από τους διαδίκους, με συμφωνία αυτών, μόνο εφόσον συμφωνεί ο δικαστής ή από τον ίδιο τον δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις. Η δυνατότητα αυτή δεν ισχύει για τις προθεσμίες ένδικων μέσων.

 

24Οι προθεσμίες μπορούν να παραταθούν με συμφωνία των μερών, εφ’ όσον, όμως, συναινεί και ο δικαστής, που έχει την ευθύνη να αποτρέπει την παρέλκυση των δικών. Μπορούν, επίσης, να παραταθούν από τον ίδιο τον δικαστή, που πρέπει κάθε φορά να σταθμίζει τις ειδικές περιστάσεις. Συνεπώς, παράταση που γίνεται με μόνη τη συμφωνία των μερών είναι άκυρη. Η δυνατότητα παράτασης, πάντως, αποκλείεται όταν παραβιάζει

Σελ. 11

κανόνες δημόσιας τάξης ή θίγει δικαιώματα τρίτων. Μπορούν να παραταθούν τόσο οι νόμιμες όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, όχι, όμως, οι καταχρηστικές. Εξαιρούνται από την παράταση οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων.

25Η παράταση μπορεί να γίνει επανειλημμένως, ενεργεί για όλους τους διαδίκους και αρχίζει από την επομένη της λήξεως της παρατεινόμενης αρχικής ή μετά από παράταση προθεσμίας. Υποστηρίζεται ότι η παράταση της προθεσμίας μπορεί να συμφωνηθεί και μετά την παρέλευσή της, οπότε ζητείται η έγκριση του δικαστή και η ισχυροποίηση των εν τω μεταξύ διενεργηθεισών πράξεων. Κατ’ άλλη άποψη, οι σύμφωνες δηλώσεις πρέπει να υποβληθούν στον δικαστή πριν τη λήξη της προθεσμίας, ενώ ο ίδιος μπορεί να συναινέσει και μετά τη λήξη, .

7. Σύντμηση των νόμιμων προθεσμιών

ΚΠολΔ 150 παρ.1: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης, εφόσον πιθανολογούνται σπουδαίοι λόγοι, μπορούν με απόφασή τους ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να διατάξουν τη σύντμηση των νόμιμων προθεσμιών, με εξαίρεση τις προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων.

παρ.2: Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν τη σύντμηση των νόμιμων ή δικαστικών προθεσμιών.

 

26Με την ΚΠολΔ 150 παρέχεται η δυνατότητα σύντμησης των προθεσμιών. Δικαιολογητικός λόγος της σύντμησης είναι αφ’ ενός η απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και αφ’ ετέρου η επίσπευση της δίκης. Δύο είναι οι τρόποι σύντμησης των προθεσμιών. Ο πρώτος τρόπος είναι η δικαστική σύντμηση, η οποία επιτρέπεται για τις νόμιμες προθεσμίες και διατάσσεται από το δικαστήριο μετά από αίτηση κάποιου διαδίκου. Δεν επιτρέπεται η δικαστική σύντμηση της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων μέσων. Ο δεύτερος τρόπος είναι η συμβατική σύντμηση, η οποία συμφωνείται μεταξύ των διαδίκων και επιτρέπεται

Σελ. 12

για τις νόμιμες και τις δικαστικές προθεσμίες. Το δικαστήριο δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να προχωρήσει στη σύντμηση προθεσμίας.

27Στην πρώτη περίπτωση, ο διάδικος που επιθυμεί τη σύντμηση καταθέτει αίτηση, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Μπορεί η συζήτηση της αίτησης να γίνει και χωρίς κλήτευση του αντιδίκου του αιτούντος. Η αίτηση υποβάλλεται αυτοτελώς ή ως εμπεριεχόμενη σε άλλο δικόγραφο και πριν από την έναρξη της προθεσμίας. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ζητείται η σύντμηση. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον χρόνο σύντμησης που ζητάει ο διάδικος, αλλά σταθμίζει τις περιστάσεις και καταλήγει στην κρίση του. Η απόφαση του δικαστηρίου για σύντμηση της προθεσμίας μπορεί να συντάσσεται και με επισημείωση στην αίτηση· πρέπει να επιδίδεται και στον αντίδικο για να είναι δεσμευτική γι’ αυτόν.

28Στη συμβατική σύντμηση, η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μπορεί να είναι άτυπη, ρητή ή σιωπηρή, ενώ δεν είναι δυνατή η μονομερής σύντμηση. Η συμφωνία είναι έκφραση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης· για τον λόγο αυτό, δεν χρειάζεται ούτε να ανακοινωθεί στο δικαστήριο ούτε να συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι. Από την απουσία, πάντως, του διαδίκου δεν μπορεί να συναχθεί ομολογία ως προς την ύπαρξη συμφωνίας για σύντμηση προθεσμίας. Κατά το άρθρο 9 του κανονιστικού δ/τος 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος νόμων περί δικών Δημοσίου», προθεσμία δεν μπορεί να συντμηθεί χωρίς την έγγραφη συναίνεση του αντιπροσώπου του Δημοσίου (δεν εγγράφεται στο πινάκιο καμία αγωγή κ.λπ. κατά του Δημοσίου για συζήτηση πριν την παρέλευση μηνός από την κοινοποίησή της). Επίσης, στις δίκες για την κήρυξη απεργίας παράνομης και καταχρηστικής, η σύντμηση γίνεται αυτεπαγγέλτως και χωρίς τήρηση διαδικασίας.

Σελ. 13

8. Συνέπειες παρέλευσης προθεσμίας

ΚΠολΔ 151: Η παρέλευση νόμιμης ή δικαστικής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη για την οποία είχε οριστεί η προθεσμία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

 

29Συνέπεια της παρέλευσης της νόμιμης ή δικαστικής προθεσμίας είναι η έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη για την οποία είχε οριστεί η προθεσμία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έχει κριθεί ότι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της ΚΠολΔ 237 παρ.1 για την προσκόμιση του εγγράφου πληρεξουσιότητας του δικηγόρου, δεν έχει ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος να επιχειρηθεί η πράξη. Επίσης, η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάσσεται για τη συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων ως προς την ικανότητα παράστασης (ΚΠολΔ 67) δεν συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα συμπληρώσεως. Επιπροσθέτως, η εκπρόθεσμη προσκόμιση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης δεν επιφέρει έκπτωση, διότι αφορά πράξη τρίτων και όχι των διαδίκων. Η έκπτωση επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη συνδρομή υπαιτιότητας. Η μη τήρηση της προθεσμίας δεν επιφέρει πάντοτε έκπτωση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση παράλειψης να ασκηθεί εμπροθέσμως η κατά την ΚΠολΔ 693 αγωγή, που έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου.

30Η διάταξη αφορά στις προθεσμίες ενέργειας, διότι η μη τήρηση των προπαρασκευαστικών προθεσμιών έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της συζήτησης, εξέτασης μάρτυρα κ.λπ.. Αν η παρέλευση της προθεσμίας οφείλεται σε λόγους ανώτερης βίας, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Β. ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

1. Απώλεια της προθεσμίας. Επαναφορά.

ΚΠολΔ 152 παρ.1: Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

 

Σελ. 14

παρ.2: Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

παρ.3: Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής.

 

(α) Γενικά

31Όπως προαναφέρθηκε, συνέπεια της παρέλευσης δικονομικής προθεσμίας είναι η έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η διαδικαστική πράξη, για την οποία η προθεσμία είχε τεθεί. Η συνέπεια αυτή, όμως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να είναι ανεπιεικής για τον διάδικο που απώλεσε την προθεσμία και να κατατείνει στην καταστρατήγηση του συνταγματικά θεμελιωμένου (άρθρο 20 του Συντάγματος) δικαιώματός του για ακρόαση. Λόγοι επιείκειας, λοιπόν, και εξασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης οδήγησαν στη θέσπιση του θεσμού της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Ο νομοθέτης, σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και με απώτερο στόχο την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου, έθεσε συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται το ένδικο βοήθημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 152 παρ.1, η δυνατότητα αυτή παρέχεται αν ο διάδικος έχασε ορισμένη δικονομική προθεσμία λόγω ανωτέρας βίας ή δόλου του αντιδίκου του. Με τη ρύθμιση αυτή, αποτρέπεται η έκπτωση του διαδίκου από άσκηση διαδικαστικής πράξης, αν απώλεσε τη σχετική προθεσμία χωρίς υπαιτιότητά του.

32Αίτηση επαναφοράς ασκείται όταν δεν έχουν τηρηθεί δικονομικές προθεσμίες, όχι, όμως, όταν δεν τηρήθηκε ουσιαστική προθεσμία (όπως αυτή της τροπής προσημείωσης σε υποθήκη), ούτε όταν δεν τηρήθηκε καταχρηστική ή αποσβεστική προθεσμία. Επίσης, δεν χωρεί επαναφορά όταν ο διάδικος δεν εμφανίστηκε σε τακτή ημέρα που είχε οριστεί ως δικάσιμος, διότι στην περίπτωση αυτή παρέχεται το δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας. Η επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση δεν έχει σκοπό τη θεραπεία ακυροτήτων της διαδικασίας ή διόρθωση προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων.

Σελ. 15

(β) Η ανώτερη βία

33Όπως προαναφέρθηκε, η δυνατότητα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση παρέχεται αν ο διάδικος έχασε ορισμένη δικονομική προθεσμία λόγω ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του.

34Ανώτερη βία συνιστά κάθε απρόβλεπτο, αναίτιο και εξαιρετικής φύσεως γεγονός, το οποίο δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης· δεν διαφέρει, δηλαδή, η έννοιά της από αυτήν του ιδιωτικού δικαίου. Κατά τη νομολογία, δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της αδυναμίας ανταπόκρισης εκ μέρους του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του σε δικονομικό βάρος, παρά την επίδειξη επιμέλειας και προσοχής, λόγω της οποίας μια διαδικαστική πράξη πάσχει από ακυρότητα ή απαράδεκτο. Υποστηρίζεται, όμως, ότι η αντιμετώπισή της πρέπει να γίνεται με υποκειμενικά κριτήρια· επομένως για τον προσδιορισμό της λαμβάνονται υπ’ όψη οι προσωπικές συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε ο αιτών και όχι η συνήθης συμπεριφορά του μέσου διαδίκου. Η ύπαρξη πταίσματος, έστω και ελαφράς αμέλειας, κατά την απώλεια δικονομικής προθεσμίας, αποκλείει την ανώτερη βία.

35Η εξειδίκευση της ανώτερης βίας ως αόριστης νομικής έννοιας βασίζεται σε συνεκτίμηση υποκειμενικών κριτηρίων κάθε φορά, με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίστασης. Γι’ αυτό και η περί αυτής υπαγωγική κρίση υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

36Ακολουθούν ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν, κατά τη θεωρία και τη νομολογία, ανώτερη βία, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, μεταξύ άλλων:

37Η βαριά ασθένεια ή ο θάνατος στενών συγγενών του διαδίκου, του πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου του. Για το θέμα αυτό, πάντως, κρίσιμο είναι το ερώτημα αν ο διάδικος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο πληρεξούσιός του μπορούσαν να ενεργήσουν μόνοι τους την πράξη ή να ειδοποιήσουν εγκαίρως τρίτους για να επιχειρήσουν την πράξη οι ίδιοι ή μέσω άλλων. Εξ άλλου, σε περίπτωση ασθένειας, απαιτείται στην αίτηση επαναφοράς να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκειά της και, όταν αφορά στον πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει επιπρόσθετα να εκτίθεται ότι η ασθένεια δεν του επέτρεψε

Σελ. 16

να ενεργήσει ούτε με άλλο δικηγόρο. Επίσης, έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί ανώτερη βία η αιφνίδια ασθένεια δικηγόρου, όταν από τα συμπτώματά της δεν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία του να επιληφθεί στοιχειωδώς της υποθέσεως, ειδοποιώντας τον αιτούντα για την κατάστασή του ώστε να προσλάβει άλλο δικηγόρο, ούτε αν ο διάδικος εκπροσωπείται από περισσότερους πληρεξούσιους δικηγόρους. Συνιστά ανώτερη βία η αιφνίδια, βαριά ασθένεια του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, αν η πράξη έπρεπε να επιχειρηθεί από αυτούς αυτοπροσώπως (έχει κριθεί, πάντως, ότι δεν συνιστά ανώτερη βία η περίπτωση κολικού νεφρού του διαδίκου, υπό τις συγκεκριμένες, προφανώς, περιστάσεις), όμως δεν στοιχειοθετείται αυτή, αν η νόσος είναι χρόνια, οπότε δεν υπάρχει αιφνιδιασμός.

38Η έλλειψη διοικήσεως νομικού προσώπου.

39Η εσφαλμένη ενέργεια ή παράλειψη των υπαλλήλων της γραμματείας του δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου να υποδείξει στον ενάγοντα να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του. Η μη διενέργεια από τη δημόσια αρχή πράξης από την οποία εξαρτάται η διαδικαστική ενέργεια του διαδίκου.

40Η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων. Ωστόσο και για το θέμα αυτό πρέπει ο διάδικος να επικαλεστεί και αποδείξει ότι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία της απεργίας δεν υπήρχε προσωπικό ασφαλείας και δεν κατέστη δυνατή η τήρηση της δικονομικής προθεσμίας από λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του.

41Η εσφαλμένη ενέργεια του δικαστικού επιμελητή. Η άκυρη επίδοση με τη διαδικασία της άγνωστης διαμονής.

42Η από πρόθεση μη παράδοση, από τους συνοίκους, του εγγράφου που επιδόθηκε σε αυτούς. Ωστόσο, έχει κριθεί ότι δεν συνιστά ανωτέρα βία η αμφισβήτηση παραλαβής δια μέσου της συνοίκου μητέρας του αιτούντος των εγγράφων για αναγκαστικό πλειστηριασμό

Σελ. 17

σε βάρος του, όπως η παραλαβή αυτή βεβαιώνεται με τις οικείες εκθέσεις επιδόσεων, με αποτέλεσμα τη μη εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπών για την ακύρωση των εκτελεστικών πράξεων. Επίσης, έχει κριθεί και ότι δεν αποτελεί λόγο ανώτερης βίας η άγνοια του διαδίκου για τη γενόμενη προς αυτόν έγκυρη επίδοση, ακόμα και αν η άγνοια είναι ανυπαίτια.

43Η έλλειψη χρηματικών πόρων, εφ’ όσον χάριν ομοιομορφίας είχε υποβληθεί αίτηση για παροχή ευεργετήματος πενίας.

44Ο σεισμός, η πλημμύρα και γενικά η διακοπή ή ανωμαλία στην κυκλοφορία των μέσων συγκοινωνίας που εξυπηρετούν τη διαμονή των ενδιαφερομένων προσώπων και τον τόπο που πρέπει να γίνει η διαδικαστική πράξη. Ο αποκλεισμός νησιών λόγω απαγόρευσης απόπλου των πλοίων, εκτός αν η διαδικαστική πράξη μπορούσε να επιχειρηθεί με άλλο τρόπο.

45Η τοποθέτηση βόμβας στην είσοδο δικαστηρίου, ώστε να ανασταλούν όλες οι εργασίες της γραμματείας.

46Η καθυστέρηση έκδοσης απόφασης από άλλη δίκη.

47Επίσης, ανώτερη βία μπορεί να συντρέχει και από πράξεις του δικαστικού πληρεξουσίου στο πλαίσιο της άσκησης του λειτουργήματός του, αν δεν βαρύνεται με πταίσμα. Συνιστά ανώτερη βία η αποχή των δικηγόρων, όμως ο διάδικος που ζητάει την επαναφορά πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο ίδιος βρισκόταν σε αδυναμία να ασκήσει τη διαδικαστική πράξη μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία και ο δικηγόρος ζήτησε παροχή άδειας από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση. Σε άλλη περίπτωση έχει κριθεί ότι η αποχή των δικηγόρων δεν συνιστά ανώτερη βία, διότι ο διάδικος αν φερόταν επιμελώς θα μπορούσε να ενεργήσει τη διαδικαστική πράξη αυτοπροσώπως, χωρίς δικηγόρο. Επίσης, κατά τη νομολογία, η αποχή των δικηγόρων δεν δικαιολογεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όταν ο διάδικος έχασε μόνο τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στον μάρτυρα του αντιδίκου.

Σελ. 18

48Από την άλλη πλευρά, κατά τη νομολογία, δεν συνιστά ανώτερη βία: η μεταστροφή της νομολογίας σε νομικό ζήτημα του οποίου η λύση προϋποθέτει την ερμηνεία κανόνα δικαίου, διότι η μεταστροφή πρέπει να θεωρείται πάντα ενδεχόμενη, το γεγονός ότι ο υπάλληλος νομικού προσώπου (Δήμου Αθηναίων) στον οποίο έγινε η κοινοποίηση, ήταν εξουσιοδοτημένος για την παραλαβή άλλου είδους δικογράφων και όχι αυτού που παρέλαβε.

49Η έννοια της ανώτερης βίας είναι ουσιαστικού δικαίου και, συνεπώς, η παραβίαση της ΚΠολΔ 152 ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους της ΚΠολΔ 559 αρ.1 και αρ.19. Είναι, όμως, αναιρετικώς ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου που αφορά στην εκτίμηση των αποδείξεων.

(γ) Ο δόλος του αντιδίκου

50Ως δόλος του αντιδίκου, εξ αιτίας του οποίου κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, με αποτέλεσμα να έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, νοείται η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αποσιώπηση γεγονότων, για να ενισχυθεί ή διατηρηθεί σφαλερή εντύπωση ή αντίληψη. Εάν για την απώλεια της προθεσμίας συνέτρεξε ελαφρά αμέλεια του διαδίκου, το περιστατικό αυτό δεν καταργεί τον δόλο του αντιδίκου και, ως εκ τούτου, δεν αποκλείει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

51Ως περιπτώσεις δόλου αναφέρονται στη νομολογία οι εξής: Η κλήτευση αντιδίκου ως αγνώστου διαμονής, ενώ είναι γνωστή η ακριβής διεύθυνσή του (έχει, πάντως, κριθεί και ότι δεν υπάρχει ανώτερη βία ή δόλος του αντιδίκου, όταν οι εναγόμενοι γνώριζαν την έκδοση της απόφασης και είχαν λάβει γνώση της συζήτησης, ωστόσο δεν ανέκοψαν την ερήμην απόφαση), η δόλια επίδοση προς οικοδομικό συνεταιρισμό, όταν έχει λήξει η θητεία της διοίκησής του και εκκρεμεί ο δικαστικός διορισμός προσωρινής διοίκησης.

Σελ. 19

Η τέλεση πλειστηριασμού, παρά τη διαβεβαίωση για το αντίθετο. Ενδεχομένως, η επίδοση σε κλειστό κατάστημα, ενώ ήταν γνωστή η διεύθυνση της κατοικίας. Η έναρξη παρελκυστικών συζητήσεων ή διαπραγματεύσεων, με σκοπό την απραξία του διαδίκου. Δικαιολογείται η επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση, όταν η μη τήρηση της προθεσμίας οφείλεται σε συμπαιγνία του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου εκπροσώπου του διαδίκου, με τον αντίδικο.

(δ) Το πταίσμα του πληρεξούσιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου

52Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξούσιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου καταλογίζεται στον διάδικο και αποκλείει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Η ύπαρξη ακόμα και ελαφράς αμέλειας αποκλείει τον χαρακτηρισμό κάποιου γεγονότος ως ανώτερης βίας. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε λογική και υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις συνεπή και επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι τη λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας επαρκής και αξιοποιήσιμος χρόνος, καθώς και πρόσφορος για την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής ενέργειας σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστης και της μη παρέλκυσης των δικών. Εν όψει των παραπάνω, πρέπει για το παραδεκτό της άσκησης αίτησης επαναφοράς, μεταξύ άλλων, να εκτίθενται με ορισμένο τρόπο οι λόγοι για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, ώστε να εκτιμηθεί εάν έχουν ή όχι σχέση με πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου του αιτούντος. Έτσι, δεν δικαιολογείται επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όταν ο δικηγόρος έχασε ορισμένη προθεσμία λόγω άγνοιας πρόσφατου νόμου περί σύντμησης. Αν, όμως, ο πληρεξούσιος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του διαδίκου συμπράττει στο δόλο του αντιδίκου του, δεν αποκλείεται το δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση,

Σελ. 20

διότι τα παραπάνω πρόσωπα δεν έχουν δικαίωμα να ενεργήσουν κατά κατάχρηση της πληρεξουσιότητας που τους έχει δοθεί, δηλαδή σε αντίθεση με τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου· επομένως, η συμπεριφορά τους δεν είναι δεσμευτική γι’ αυτόν. Επίσης, εφ’ όσον η διάταξη αναφέρεται σε πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νομίμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, δεν καταλαμβάνει και προστηθέντες ή πρόσωπα βοηθητικά του αιτούντος· επομένως, σε περίπτωση πταίσματος των προσώπων αυτών επιτρέπεται η επαναφορά.

53Σύμφωνα με την ΚΠολΔ 152 παρ.3, η αίτηση επαναφοράς δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία είχαν απορριφθεί από τον δικαστή όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή. Αν, όμως, εκτός από τα περιστατικά αυτά η αίτηση στηρίζεται και σε άλλα, το δικαστήριο θα εξετάσει την αίτηση μόνο ως προς τα περιστατικά που προτείνονται για πρώτη φορά.

(ε) Υποβολή της αίτησης - Απόφαση

54Την αίτηση επαναφοράς υποβάλλει ο διάδικος, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε έκπτωση από το δικαίωμα προς επιχείρηση της πράξης για την οποία είχε ταχθεί η προθεσμία. Μπορεί να την ασκήσει και αυτός που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Είναι άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, η συμφωνία των διαδίκων περί παραιτήσεως από το δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, εφ’ όσον έχει γίνει πριν από τη συνδρομή του επικαλούμενου γεγονότος ανωτέρας βίας. Ισχυρή, ωστόσο, είναι η παραίτηση μετά την άσκηση της αίτησης για επαναφορά.

55Η αίτηση επαναφοράς, που απευθύνεται στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο και έχει ως περιεχόμενο τη διενέργεια της παραλειφθείσας πράξης, ασκείται με τα διαμειβόμενα στη δίκη δικόγραφα (είτε με αυτοτελές δικόγραφο είτε με τις προτάσεις) και κοινοποιείται εντός της οριζόμενης στην ΚΠολΔ 153 προθεσμίας από την άρση του κωλύματος που συνιστά την ανώτερη βία ή τη γνώση του δόλου του αντιδίκου.

56Ο λόγος της επαναφοράς πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απώλεια της προθεσμίας. Σχετικά με το περιεχόμενο της αίτησης, βλ. παρακάτω, αρ.62.

Back to Top