ΟΙ ΡΗΤΡΕΣ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 8.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 20,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18932
Τσιγκρή Ή. - Δ.
Λαδάς Δ.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΚΠΑ
Λαδάς Δ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 128
  • ISBN: 978-618-08-0294-8

Η εξέταση της νομιμότητας των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού με συμβατική, αλλά και μετασυμβατική ισχύ, αποτελεί διαχρονικό προβληματισμό τόσο των θεωρητικών όσο και των δικηγόρων της πρακτικής του Εργατικού Δικαίου.

 

Στο βιβλίο αναλύονται οι ακόλουθες θεματικές:

 

  • Περιεχόμενο υποχρεώσεων πρόνοιας και πίστης των μερών και συμβατικοποίησή τους
  • Στάθμιση συγκρουόμενων συμφερόντων απασχόλησης και προστασίας επιχειρηματικής δράσης
  • Προϋποθέσεις και έλεγχος εγκυρότητας ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
  • Συνέπειες ακυρότητας και παραβίασης ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
  • Προτάσεις για τη ρύθμιση των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
  • Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού

 

 

Το έργο φιλοδοξεί να αποτελέσει εργαλείο για κάθε νομικό με αντικείμενο ενασχόλησης το Εργατικό, αλλά και εν γένει το Ιδιωτικό και Δημόσιο Δίκαιο, δεδομένων των προεκτάσεων του ζητήματος στους χώρους του Αστικού, του Συνταγματικού, αλλά και του Δικαίου Αθέμιτου Ανταγωνισμού. Η περιεκτική μορφή του, η χρήση παραδειγμάτων, η παράθεση υποδειγμάτων ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού και η παρουσίαση των πλέον σύγχρονων τάσεων επί του θέματος το καθιστούν επιπλέον χρήσιμο για κάθε εργοδότη που στοχεύει στην αποτελεσματική και συνάμα καλόπιστη προστασία των συμφερόντων του, όπως και για εργαζομένους που επιθυμούν ενημέρωση γύρω από τα δικαιώματά τους, ιδίως κατά την περίοδο μετά τη λύση της σύμβασής τους.

Πρόλογος Διευθυντή Σειράς VII

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ IX

Συντομογραφίες XV

Εισαγωγή 1

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΡΗΤΡΕΣ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κεφάλαιο Ι

Η υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου ως θεμέλιο
των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 5

Α. Η υποχρέωση πίστης του εργαζομένου ως απόρροια της υποχρέωσης καλόπιστης συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας κατά το Αστικό Δίκαιο 5

Β. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ως ειδικότερες εκφάνσεις
της υποχρέωσης πίστης 7

Γ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 8

Κεφάλαιο ΙΙ

Εξειδίκευση των εννοιών των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού και ειδικότερα ζητήματα 9

Α. Το περιεχόμενο των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 9

Β. Το εύρος των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ανάλογα
με τα χαρακτηριστικά της θέσης εργασίας 11

Γ. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά την περίοδο
αναστολής της σύμβασης εργασίας 12

Δ. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά την περίοδο
προειδοποίησης πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας 13

Ε. Συμβατικοποίηση των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
μέσω πρόβλεψης σχετικών ρητρών – Έλεγχος νομιμότητας ρητρών εχεμύθειας
και μη ανταγωνισμού - Ποινικές ρήτρες 14

1. Συμβατικοποίηση των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
μέσω πρόβλεψης σχετικών ρητρών 14

2. Έλεγχος νομιμότητας ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 16

3. Ποινικές ρήτρες 18

ΣΤ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 20

Κεφάλαιο III

Παράβαση των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 23

Α. Συνέπειες από τη σκοπιά του Αστικού και Εργατικού Δικαίου 23

Β. Συνέπειες από τη σκοπιά του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού 25

Γ. Ειδικότερες συνέπειες παραβίασης υποχρέωσης εχεμύθειας
για εμπορικά απόρρητα 28

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 31

ΜΕΡΟΣ Β΄

Οι υποχρεώσεις/ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού
μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας

Κεφάλαιο Ι

Η μετενέργεια των υποχρεώσεων εχεμύθειας και
μη ανταγωνισμού
35

Κεφάλαιο ΙΙ

Ο έλεγχος νομιμότητας των ρητρών εχεμύθειας και
μη ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας 39

Α. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μερών 39

Β. Έλεγχος βάσει ΑΚ 178, 179 και 281 41

Γ. Έλεγχος βάσει Ν. 2251/1994 45

Δ. Νομιμότητα ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού υπό αίρεση 46

Ε. Ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά τη μεταβίβαση της επιχείρησης 48

ΣΤ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 49

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Οι νομολογιακά διαμορφούμενες προϋποθέσεις εγκυρότητας
των ρητρών
εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 51

Α. Η χρονική διάρκεια της απαγόρευσης 51

Β. Γεωγραφική οριοθέτηση της απαγόρευσης 53

Γ. Οριοθέτηση της απαγόρευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο 54

Δ. Το δικαιολογημένο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη 56

Ε. Η πρόβλεψη εύλογου οικονομικού αντισταθμίσματος 58

ΣΤ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 61

Κεφάλαιο IV

Η ερμηνεία των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 63

Α. Συνταγματικά ερμηνευτικά εργαλεία 63

Β. Ερμηνεία βάσει ΑΚ 173 και ΑΚ 200 63

Γ. Η προσπάθεια «διάσωσης» των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού με αναπροσαρμογή στο προσήκον μέτρο 64

Δ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 66

Κεφάλαιο V

Έννομες συνέπειες από την ακυρότητα των ρητρών εχεμύθειας
και μη ανταγωνισμού 67

Α. Η ακυρότητα λόγω αντίθεσης στα ΑΚ 178, 179 67

Β. Η ακυρότητα λόγω αντίθεσης στην ΑΚ 281 69

Γ. Ακυρότητα ολική ή μερική της ρήτρας; 70

Δ. Τύχη της σύμβασης σε περίπτωση ακυρότητας της ρήτρας και τύχη
της ρήτρας σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης 70

Ε. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 72

Κεφάλαιο VI

Εργοδοτικές αξιώσεις σε περίπτωση παραβίασης των ρητρών
εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 73

Α. Αξιώσεις βάσει άρθρου 1 Ν. 146/1914 73

Β. Υποχρέωση παύσης και παράλειψης στο μέλλον 74

Γ. Αξίωση πληροφόρησης 76

Δ. Αξίωση αποζημίωσης έναντι του νέου εργοδότη 77

Ε. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 77

Κεφάλαιο VII

Ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού περιεχόμενες σε ΣΣΕ 79

Κεφάλαιο VIII

Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση των ρητρών εχεμύθειας και
μη ανταγωνισμού
σε αλλοδαπές έννομες τάξεις 83

Α. Γερμανία 83

Β. Γαλλία 84

Γ. Ιταλία 85

Δ. Ισπανία 86

Ε. Ηνωμένο Βασίλειο 87

ΣΤ. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.) 89

Ζ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα 91

Σύνοψη σε θέσεις 93

Παράρτημα νομολογίας 95

Υποδείγματα ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού 101

1. Υπόδειγμα ρήτρας εχεμύθειας 101

2. Υπόδειγμα ρήτρας μη ανταγωνισμού 101

Βιβλιογραφία 105

Αλφαβητικό Ευρετήριο. 109

Σελ. 1

Εισαγωγή

Στον πυρήνα της παρούσας μονογραφίας βρίσκεται η εξέταση των ρητρών εχεμύθειας και απαγόρευσης ανταγωνισμού με ισχύ τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας. Ο όρος «ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού», αναφέρεται σε συμβατικές προβλέψεις, οι οποίες συγκεκριμενοποιούν και οριοθετούν τις ομώνυμες υποχρεώσεις, δεσμεύοντας τον εργαζόμενο, είτε να μην αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με την επιχείρηση, που έχουν περιέλθει σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είτε να μην παρέχει τις υπηρεσίες του ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σε ανταγωνιστική εταιρεία. Εύκολα γίνεται, ωστόσο, αντιληπτό, ότι κυρίως οι ρήτρες απαγόρευσης ανταγωνισμού περιορίζουν ουσιωδώς την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου, εγείροντας σημαντικά νομικά ζητήματα, η προβληματική των οποίων επικεντρώνεται γύρω από το κύριο ερώτημα της νομιμότητάς τους. Προβληματισμό, λόγω του δεσμευτικού χαρακτήρα τους, δημιουργεί το γεγονός, ότι συχνότατα η επιβολή των εν λόγω ρητρών δεν περιορίζεται σε ανώτερα διευθυντικά στελέχη, τα οποία εκ των πραγμάτων με τη μετακίνησή τους σε μια άλλη εταιρεία μπορούν να απειλήσουν τα συμφέροντα του πρώην εργοδότη τους, αλλά προβλέπονται και στις συμβάσεις απλών υπαλλήλων, χωρίς ιδιαίτερη εξειδίκευση και πρόσβαση σε απόρρητα. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύεται ως ιδιαιτέρως προβληματική, αν λάβει κανείς υπόψη τη διαπραγματευτική ανισότητα που διέπει τα μέρη της εργασιακής σχέσης και εμφανίζεται εντονότερη όσο αναφερόμαστε σε χαμηλότερες ιεραρχικά θέσεις.

Για τους παραπάνω λόγους είναι δέον να εξεταστούν περαιτέρω οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες τέτοιες ρήτρες μπορούν να θεωρηθούν εύλογες, ισχυρές και νομικά δεσμευτικές, καθώς επίσης να αναλυθούν οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν, όχι μόνο όταν αυτές παραβιάζονται από τον εργαζόμενο, αλλά και όταν το περιεχόμενο των ρητρών αυτών κρίνεται παράνομο. Για τον συγκεκριμένο σκοπό, πρέπει πρώτα να εξεταστεί το ευρύτερο ζήτημα της απαγόρευσης του ανταγωνισμού και αποκάλυψης απορρήτων από τον εργαζόμενο υπό το πρίσμα των συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων της επιχειρηματικής ελευθερίας και της ελευθερίας της εργασίας. Στη συνέχεια και προβαίνοντας στις απαραίτητες σταθμίσεις πρέπει να εντοπιστούν τυχόν ειδικότεροι κίνδυνοι που εγκυμονεί η κατάφαση της νομιμότητας των εν λόγω ρητρών, καθώς και οι προϋποθέσεις τις οποίες είναι αναγκαίο να πληρούν, προκει

Σελ. 2

μένου να εξαλειφθεί ο κίνδυνος καταχρήσεων. Αφού καταστεί σαφής η «φόρμουλα» που πρέπει να ακολουθούν οι συγκεκριμένες ρήτρες για να μην κρίνονται ως άκυρες, είναι χρήσιμο να επισημανθούν οι συνέπειες σε περίπτωση αθέτησής τους, καθώς και τα εκατέρωθεν δικαιώματα των μερών. Τέλος, θα ερευνηθεί η ρύθμιση του εν λόγω ζητήματος σε διάφορες αλλοδαπές έννομες τάξεις, προκειμένου να σταχυολογηθούν ομοιότητες και διαφορές με την ελληνική πραγματικότητα και προβαίνοντας σε μια συνολική επισκόπηση του θέματος, θα προταθούν λύσεις για την ορθότερη ρύθμιση και τον βέλτιστο συγκερασμό των αμοιβαίων επιδιώξεων.

Σελ. 3

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΡΗΤΡΕΣ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σελ. 5

Ι Η υποχρέωση πίστης του εργαζόμενου ως θεμέλιο των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού

Α. Η υποχρέωση πίστης του εργαζομένου ως απόρροια της υποχρέωσης καλόπιστης συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας κατά το Αστικό Δίκαιο

Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία του Εργατικού Δικαίου συνηγορούν ότι πέρα από τις κύριες υποχρεώσεις των μερών της σύμβασης εργασίας, ήτοι την παροχή εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου και μισθού ως αντάλλαγμα αυτής από τον εργοδότη, γεννώνται και παρεπόμενες υποχρεώσεις καλόπιστης συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της σύμβασης, οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται στη λεγόμενη υποχρέωση πρόνοιας εκ μέρους του εργοδότη και πίστης εκ μέρους του εργαζομένου. Στην παρούσα μονογραφία θα επικεντρωθούμε στην υποχρέωση πίστης ως γενεσιουργό αιτία των επιμέρους υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της σύμβασής του καθώς και μετά τη λύση της.

Η υποχρέωση πίστης του εργαζομένου συνίσταται στην υποχρέωση του τελευταίου να στοχεύει ενεργά στην προαγωγή των συμφερόντων του εργοδότη, αλλά και να αποφεύγει κάθε ενέργεια που ενδέχεται να τα βλάψει. Βρίσκει θεμέλιο στην ΑΚ 652 («Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή από αμέλειά του»), η οποία αποτελεί εξειδίκευση της ΑΚ 288 («Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη»). Η έννοια της «καλής πίστης» καλύπτει όλο το πλαίσιο του δικαίου, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο. Βα-

Σελ. 6

σίζεται σε συνταγματικά θεμέλια, όπως ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (Σ 2 παρ. 1) και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (Σ 5 παρ. 1).

Η «καλή πίστη», σύμφωνα με τη νομολογία, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Αναφέρεται σε μια ενδεδειγμένη συμπεριφορά που πρέπει να τηρείται κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η σύμφωνη με την καλή πίστη δράση πρέπει να μην περιορίζεται στην παθητική εκπλήρωση υποχρεώσεων, αλλά να συνιστά πρόθυμη προσφορά συνεργασίας για την ουσιαστική επίτευξη του σκοπού της ενοχής. Σκοπός της καλής πίστης είναι η εξισορρόπηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων, έτσι ώστε να αποφεύγονται προφανείς αδικίες και να ομαλοποιείται η κοινωνική συμβίωση. Το περιεχόμενο της αρχής της καλής πίστης διαμορφώνεται από τα δικαστήρια λαμβάνοντας υπόψη διάφορα κριτήρια, όπως οι κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις της εποχής, τα εκατέρωθεν συμφέροντα, λόγοι επιείκειας, το μορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική θέση των μερών κ.λπ.. Με βάση την αρχή της καλής πίστης, κάθε υποχρέωση πρέπει να εκπληρώνεται λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου, αλλά και αντιστρόφως, ότι κάθε δικαίωμα πρέπει να ασκείται από τον φορέα του στο πλαίσιο των κοινωνικοηθικών ορίων του (αμφιμερής χαρακτήρας της καλής πίστης). Η καλή πίστη της ΑΚ 288 λειτουργεί ενίοτε διορθωτικά, ως δικαιολογητική βάση για την παρέκκλιση από συμβατική ρύθμιση προκειμένου να είναι δυνατή η ενοχική αξίωση, κατά βάση όμως, συμπληρωματικά, για τη δημιουργία παρεπόμενων υποχρεώσεων που δεν προβλέπονται ρητά στον νόμο ή στη σύμβαση. Οι παρεπόμενες ή επικουρικές αυτές υποχρεώσεις, βοηθητικές ή συμπληρωματικές της κύριας παροχής που δεν προβλέπονται στη σύμβαση ή στον νόμο, περιλαμβάνονται, ωστόσο, στο πνεύμα της, μπορεί να επιβάλλουν την επιχείρηση θετικών πράξεων, είτε την παράλειψη ενεργειών, τόσο στον οφειλέτη όσο και στον δανειστή. Η καλή πίστη πρέπει να συνδυάζεται με τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή με τις συνήθειες που έχουν επικρατήσει μέσα από συχνή επανάληψη ορισμένης συμπεριφοράς σε ορισμένη κατηγορία συναλλαγών ή σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο συναλλασσομένων ή σε γεωγραφική περιοχή.

Σελ. 7

Παρόλο που η ΑΚ 288 αναφέρει τα συναλλακτικά ήθη ως ένα από τα κριτήρια, μαζί με την καλή πίστη, για να καθοριστεί ο τρόπος εκπλήρωσης της παροχής, γίνεται δεκτό ότι οι κανόνες της καλής πίστης έχουν προτεραιότητα σε περίπτωση σύγκρουσης. Αυτό σημαίνει ότι τα συναλλακτικά ηθικά λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν δεν αντίκεινται στην καλή πίστη. Η καλή πίστη αποτελεί το κύριο κριτήριο για την ορθότητα της συμπεριφοράς των συναλλασσομένων. Τα συναλλακτικά ήθη εφαρμόζονται κυρίως στην ερμηνεία της σύμβασης και την κάλυψη των ενδεχομένων κενών της σύμφωνα με την ΑΚ 200. Μπορεί επίσης, εάν είναι αποδεκτά από την καλή πίστη, να συμβάλουν στον καθορισμό του περιεχομένου της σύμβασης. Στην ουσία, λοιπόν, η υποχρέωση πίστης περιγράφει την υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας, ως απόρροια του ενοχικού, αμφοτεροβαρούς χαρακτήρα της. Η καλόπιστη συμπροφορά στην εργασιακή σχέση, όπως ήδη αναλύθηκε, δεν μπορεί, ωστόσο, να συνεπάγεται την υπονόμευση των δικαιωμάτων του εργαζομένου και των δικαιολογημένων συμφερόντων του. Πρόκειται για μια στάθμιση και εναρμόνιση μεταξύ των εκατέρωθεν δικαιωμάτων που στοχεύει στην ομαλή λειτουργία της έννομης σχέσης.

Β. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ως ειδικότερες εκφάνσεις της υποχρέωσης πίστης

Η απορρέουσα από την ΑΚ 288 υποχρέωση πίστης αποτελεί γενεσιουργό επιμέρους παρεπόμενων υποχρεώσεων όπως ήδη αναφέρθηκε. Δεν προβλέπεται κλειστός αριθμός για τις υποχρεώσεις αυτές, καθώς σπανίως μπορούν εκ των προτέρων να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες στην πράξη στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων τέτοιες υποχρεώσεις περιλαμβάνουν τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού προς τον εργοδότη. Στην τελευταία περιλαμβάνονται και οι επιμέρους υποχρεώσεις της μη απόσπασης ανθρωπίνου δυναμικού και πελατείας, η υποχρέωση αποφυγής δωροληψίας, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλη επιχείρηση χωρίς τη συναίνεση του εργοδότη, όπου αυτή απαιτείται κ.λπ..

Στην παρούσα, το ενδιαφέρον μας θα επικεντρωθεί στις υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, καθώς και στη δυνατότητα συμβατικοποίησης αυτών. Η μη αποκάλυψη επαγγελματικών μυστικών και απορρήτων, καθώς και η μη μεταφορά τεχνογνωσίας μέσα από την προσφορά εργασίας σε ανταγωνιστική επιχείρηση για διάστημα το

Σελ. 8

οποίο κρίνεται εύλογο κατά περίπτωση, υποχρεώσεις οι οποίες μπορούν να διατυπωθούν και ρητώς εν είδει ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση εργασίας αποτελούν βασικές εκφάνσεις της υποχρέωσης πίστης που υπέχει ο εργαζόμενος.

Η έκταση της υποχρέωσης πίστης και οι παρεπόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή, συγκεκριμενοποιείται βάσει των εκάστοτε δεδομένων της εργασιακής σχέσης (είδος της επιχείρησης, φύση της προσφερόμενης εργασίας, θέση εργαζομένου στην επιχείρηση και εξοικείωσή του με μυστικά και απόρρητα αυτής κ.λπ.). Εξ αυτού του λόγου, όπως θα αναλυθεί διεξοδικά στη συνέχεια, η υποχρέωση πίστης δεν βαρύνει στον ίδιο βαθμό όλους τους εργαζομένους μιας εκμετάλλευσης, αλλά εμφανίζεται πιο έντονη σε συμβάσης εργασίας διευθυντικών στελεχών και γενικότερα εργαζομένων με υψηλές θέσεις, καθήκοντα και αρμοδιότητες.

Γ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Η κατά την παραδοσιακή διδασκαλία υποχρέωση πίστης του εργαζομένου που πλέον αποκαλείται υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς, απορρέει από τον ίδιο τον ΑΚ και πιο συγκεκριμένα, από τις διατάξεις ΑΚ 652 και ΑΚ 288, που αναφέρονται στην επιμελή εκτέλεση της εργασίας αφενός και στην εκτέλεση των παροχών σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αφετέρου. Αποτελεί έννοια με ευρύτατο περιεχόμενο, στην οποία εντάσσονται, μεταξύ άλλων, οι υποχρεώσεις του εργαζομένου να μην ασκεί ανταγωνιστική δραστηριότητα και να μην αποκαλύπτει μυστικά του εργοδότη του.

Αν και οι ανωτέρω υποχρεώσεις έχουν νομοθετικό έρεισμα και ως εκ τούτου άμεση εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις, είναι συχνότατο φαινόμενο, στην πράξη, να αποτυπώνονται σε συμβατικούς όρους, προκειμένου να προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενό τους, καθώς και να επεκταθεί ενδεχομένως το χρονικό πεδίο ισχύος τους.

Σελ. 9

ΙΙ Εξειδίκευση των εννοιών των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού και ειδικότερα ζητήματα

Α. Το περιεχόμενο των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού

Όπως προεξετέθη, τόσο η υποχρέωση εχεμύθειας όσο και μη ανταγωνισμού απορρέουν από κοινή νομική βάση, αυτή της υποχρέωσης πίστης της ΑΚ 288 και αφορούν αμφότερες υποχρεώσεις παράλειψης συμπεριφορών. Πιο συγκεκριμένα, η υποχρέωση εχεμύθειας συνίσταται στην απαγόρευση στον εργαζόμενο να κοινοποιεί προς ίδιο όφελος ή τρίτων επιχειρηματικά (εμπορικά και βιομηχανικά) απόρρητα και προσωπικά δεδομένα που πληροφορήθηκε εξ αφορμής της εργασίας του. Επιπλέον, απαγορεύεται η εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών για τον προσπορισμό προσωπικού οφέλους, όπως επίσης επιτάσσεται η επιστροφή ύστερα από σχετικό αίτημα της εταιρείας του συνόλου ή μέρους των εμπιστευτικών πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή του εργαζομένου. Η υποχρέωση εχεμύθειας βαρύνει τα μέρη και κατά το στάδιο πριν από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με την υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης που κατοχυρώνεται στις ΑΚ 197, 198. Αυτό κρίνεται εύλογο, καθώς ήδη κατά την επικοινωνία εργαζομένου-εργοδότη για τη διερεύνηση του ενδεχομένου συνεργασίας, είναι δυνατόν να γνωστοποιηθούν πληροφορίες κρίσιμες για τη λειτουργία της επιχείρησης, η διαρροή των οποίων μπορεί να βλάψει σημαντικά τα εργοδοτικά συμφέροντα. Η γενική υποχρέωση εχεμύθειας των μισθωτών συμπληρώνεται και με ειδικότερες συναφείς υποχρεώσεις που προβλέπονται σε επιμέρους νομοθετήματα. Για παράδειγμα, στο άρθρο 13 παρ. 4 και 5 του Ν 1767/1988 για τα Συμβούλια εργαζομένων, προβλέπεται ότι ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να παρέχει σ’ αυτά πληροφορίες για θέματα που χαρακτηρίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία «απόρρητα», όπως το τραπεζικό, το δικηγορικό απόρρητο ή θέματα εθνικής σημασίας, ευρεσιτεχνίες, ενώ, σε κάθε περίπτωση, τα μέλη του Συμβουλίου εργαζομένων απαγορεύεται να ανακοινώνουν σε τρίτους, χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδότη, πληροφορίες που αναφέρονται στα παραπάνω θέματα ή σε θέματα που έχουν

Σελ. 10

ιδιάζουσα σημασία για την επιχείρηση και των οποίων η διαρροή θα είχε επιβλαβείς συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.

Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού από την άλλη, αφορά στην παράλειψη (έστω και δυνητικά βλαπτικών) ανταγωνιστικών πράξεων, που αφορούν την επιχείρηση του εργοδότη. Η ανταγωνιστική συμπεριφορά του εργαζομένου μπορεί να πάρει διάφορες μορφές όπως την απασχόληση σε επιχείρηση του ίδιου κλάδου που προσφέρει ομοειδείς υπηρεσίες, την ίδρυση ή συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση, την απόσπαση πελατείας ή εργατικού δυναμικού καθώς και γενικότερα τη δυσφήμιση της επιχείρησης και την προτροπή συνεργασίας του κοινού ή άλλων εργαζομένων με ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

Τόσο η υποχρέωση εχεμύθειας όσο και η υποχρέωση μη ανταγωνισμού ισχύουν ως παρεπόμενες υποχρεώσεις του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, ακόμα και αν δεν έχουν συμφωνηθεί ρητώς. Αυτό δεν προξενεί εντύπωση, αφού η επιμελής εκτέλεση της εργασίας που ορίζει το ΑΚ 652 εκ μέρους του εργαζομένου και η καλόπιστη εκτέλεση της σύμβασης του ΑΚ 288, προφανώς δεν μπορούν να συμπεριλαμβάνουν συμπεριφορές που μπορεί να αποβούν βλαπτικές για την επιχείρηση. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, γίνεται δεκτό ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη λύση/λήξη της σύμβασης εργασίας για ορισμένο διάστημα και με κάποιους περιορισμούς. Επίσης, αν και εννοιολογικά οι ανωτέρω υποχρεώσεις είναι διακριτές, δεν είναι σπάνιο να διαπλέκονται λειτουργικά και η παραβίαση της μίας να συνιστά παραβίαση και της άλλης. Για παράδειγμα, η αποκάλυψη καινοτόμου τεχνολογίας που χρησιμοποιεί μια επιχείρηση για σκοπούς παραγωγής σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον ίδιο κλάδο συνιστά παράλληλα ανταγωνιστική πράξη, καθώς αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της εργοδότριας με ενδεχόμενο αποτέλεσμα τον προσπορισμό οφέλους για την τρίτη επιχείρηση και την απώλεια του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του εργοδότη.

Μη αρνούμενοι την έντονη σύνδεση μεταξύ των δύο υποχρεώσεων, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η απαγόρευση ανταγωνισμού, ιδίως η μετασυμβατική, συνιστά βαρύτερο περιορισμό της επαγγελματικής και κατά συνέπεια ατομικής ελευθερίας, καθώς υπό τη μορφή της απαγόρευσης προσφοράς εργασίας σε ομοειδή επιχείρηση ή δημιουργίας

Σελ. 11

και συμμετοχής σε τέτοια επιχείρηση, ενδεχομένως αποστερείται ο εργαζόμενος, κατά τα συνήθως συμβαίνοντα, από το βασικό μέσο βιοπορισμού του. Αντιθέτως, η υποχρέωση εχεμύθειας με την απαγόρευση αποκάλυψης επιχειρησιακών απορρήτων δεν φαίνεται να αποκλείει τον εργαζόμενο από τον εργασιακό στίβο ολοσχερώς, απλώς περιορίζει το εύρος των πληροφοριών που δύναται να επικοινωνήσει. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο δικαστικός έλεγχος γίνεται ad hoc και με πιο αυστηρά κριτήρια όταν πρόκειται για ρήτρες μη ανταγωνισμού, ιδίως με ισχύ μετά τη λύση/λήξη της σύμβασης εργασίας, προκειμένου να περιοριστεί, κατά το δυνατόν, το ενδεχόμενο καταχρήσεων.

Β. Το εύρος των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της θέσης εργασίας

Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ως περιορίζουσες το δικαίωμα επαγγελματικής και κατ’ επέκταση της ατομικής ελευθερίας, συνιστούν υποχώρηση των συμφερόντων του εργαζομένου για τη διαφύλαξη εργοδοτικών αναγκών, η οποία γίνεται πάντα στο πλαίσιο στάθμισης. Καθώς πρόκεινται για περιορισμούς κατοχυρωμένων συνταγματικά δικαιωμάτων, είναι κρίσιμο να είναι αναλογικοί, δηλαδή να είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι και πρόσφοροι για την επίτευξη του ανωτέρω αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, δεν κρίνεται δίκαιο να επιβάλλονται οριζοντίως στους εργαζομένους μιας επιχείρησης, αλλά είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο η αποκάλυψη μυστικών ή η απασχόληση σε ανταγωνιστική επιχείρηση από τον συγκεκριμένο υπάλληλο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα εργοδοτικά συμφέροντα.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι βαρύνονται περισσότερο με τις εν λόγω υποχρεώσεις εργαζόμενοι, οι οποίοι κατέχουν θέσεις, βαθμίδες και αξιώματα που τους επιτρέπουν πρόσβαση σε επιχειρησιακά απόρρητα και που καταλαμβάνουν νευραλγικές θέσεις για τη λειτουργία της επιχείρησης. Έτσι, εργαζόμενοι που βρίσκονται υψηλά στην ιεραρχία, σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, σε επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τεχνολογίες αιχμής υπέχουν πιο αυξημένες υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού. Συμπερασματικά, ο ρόλος του μισθωτού στην εργασία του, ο βαθμός του και το είδος της επιχείρησης χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για τη συγκεκριμενοποίηση και την οριοθέτηση των ανωτέρω παρεπόμενων υποχρεώσεων.

Ειδικότερη αναφορά αξίζει να γίνει στους διευθύνοντες υπαλλήλους των επιχειρήσεων, οι οποίοι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεσμεύονται κατά κύριο λόγο από τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού. Ως διευθύνοντες υπαλλήλους ορίζου-

Σελ. 12

με τους εργαζομένους που κατέχουν ιεραρχικά υψηλές θέσεις, εποπτεύουν/προΐστανται τμημάτων και χαίρουν της εμπιστοσύνης του εργοδότη, ασκώντας εργοδοτικές εξουσίες στη θέση του. Οι υψηλές αμοιβές που κατά κανόνα λαμβάνουν τα στελέχη αυτά αποτελούν αντιστάθμισμα για τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες που παρέχουν και την αφοσίωσή τους στην πρόοδο της επιχείρησης. Καθώς είναι τοποθετημένοι σε «θέσεις-κλειδιά», γνωρίζουν τυχόν πλεονεκτήματα και αδυναμίες της επιχείρησης, είναι εξοικειωμένοι με το πελατολόγιο και συντονίζουν την όλη παραγωγική διαδικασία. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι συχνότατο στην πράξη να περιλαμβάνονται ειδικές ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού στις συμβάσεις εργασίας τους, τόσο για το διάστημα της εκτέλεσης της σύμβασης όσο και για εύλογο χρόνο μετά τη λήξη/λύση της, με την πρόβλεψη, κατά κανόνα, υψηλών οικονομικών αντισταθμισμάτων. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ένας εύλογος συγκερασμός μεταξύ αφενός, των συμφερόντων της επιχείρησης, η οποία ειδικά στην περίπτωση που αποτελεί «επιχείρηση εντάσεως εργασίας» αντλεί την αξία της από τη συνεισφορά του προσωπικού και αφετέρου, των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς η εργασία αποτελεί συνήθως το βασικό μέσο βιοπορισμού τους.

Ακανθώδες ζήτημα αποτελεί η ολοένα και συχνότερα εμφανιζόμενη εργοδοτική πρακτική χαρακτηρισμού ως διευθυνόντων υπαλλήλων και εργαζομένων που βάσει των ανωτέρω κριτηρίων, δεν μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω κατηγορία, προκειμένου αυτοί να αποστερηθούν βασικών εργασιακών τους δικαιωμάτων (π.χ. ωράριο εργασίας, μη επιβολή κατά κανόνα μετασυμβατικών υποχρεώσεων μη ανταγωνισμού σε απλούς υπαλλήλους κ.λπ.). Το Δικαστήριο, ωστόσο, κατά την συνήθη πρακτική σε σχετικά ζητήματα, δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν τα μέρη και προβαίνει ελεύθερα σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της ιδιότητας του εργαζομένου.

Γ. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά την περίοδο αναστολής της σύμβασης εργασίας

Αναστολή της σύμβασης εργασίας μπορεί να επέλθει τόσο εκούσια ή ακούσια από τον μισθωτό, όσο και από τον εργοδότη κατ’ εξαίρεση και μόνο για γεγονότα που αποτελούν ανωτέρα βία. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αναστολής της σύμβασης εργασίας αποτελούν η ασθένεια (ΑΚ 657), η κύηση, ο τοκετός, η λοχεία, ο χρόνος της

Σελ. 13

άδειας αναψυχής, η στράτευση των εργαζομένων, η επίσχεση εργασίας (ΑΚ 325) και η άδεια άνευ αποδοχών. 

Κατά την αναστολή της σύμβασης εργασίας αναστέλλεται η υποχρέωση του εργαζομένου να παρέχει την εργασία του και του εργοδότη να καταβάλει τον μισθό, εκτός αν προβλέπεται το αντίθετο (π.χ. άδεια αναψυχής). Οι λοιπές ενοχικές υποχρεώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού εξακολουθούν να ενεργούν και κατά το διάστημα της αναστολής, όπως γίνεται ευρύτερα δεκτό. Νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων έχει κρίνει ότι είναι σύμφωνη με την υποχρέωση πίστης η παροχή στον εργοδότη από εργαζόμενο, του οποίου η εργασιακή σχέση βρίσκεται σε αναστολή, πληροφοριών και δεδομένων απαραίτητων για τη λειτουργία της επιχείρησης ή για τη συνέχιση της εργασίας κάποιου συναδέλφου του. Επιπροσθέτως, απασχόληση σε άλλον εργοδότη κατά τη διάρκεια της αναστολής μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον δεν θίγονται τα επιχειρηματικά συμφέροντα του πρώτου εργοδότη. Σκοπός της απαγόρευσης ανταγωνισμού δεν είναι η οικονομική εξουθένωση του μισθωτού μέσα από τη στέρηση του δικαιώματος να αναλαμβάνει εργασία για την εξασφάλιση του βιοπορισμού του, αλλά η προστασία ευλόγων συμφερόντων του εργοδότη. Αντιστοίχως, η υποχρέωση εχεμύθειας παραμένει ενεργή κατά την αναστολή της σύμβασης εργασίας, εκτός εάν τα επαγγελματικά μυστικά καταστούν στο μεσοδιάστημα ευρέως γνωστά στο κοινό.

Δ. Οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά την περίοδο προειδοποίησης πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας

Στην περίπτωση που ο εργοδότης λαμβάνει την πρωτοβουλία να προχωρήσει σε τακτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ήτοι σε καταγγελία με τήρηση προθεσμίας προειδοποίησης, γεννάται ευλόγως το ερώτημα για την τύχη των παρεπόμενων υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά το διάστημα της προθεσμίας αυτής. Γίνεται δεκτό, ότι η εργασιακή σχέση συνεχίζει κανονικά κατά το διάστημα της προμήνυσης και κατά συνέπεια οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις, τόσο οι κύριες, όσο και οι παρεπόμενες βρίσκονται εν ισχύ. Φυσικά, εν όψει του ότι η εργασιακή σχέση πρόκειται να λυθεί κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, παρουσιάζεται εύλογη η επιθυμία του μισθωτού να προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα του εξασφα-

Σελ. 14

λίσουν μια νέα θέση εργασίας. Έτσι, κρίνεται ότι δεν παραβιάζει την υποχρέωση μη ανταγωνισμού η απλή διερεύνηση θέσεων εργασίας σε άλλες επιχειρήσεις ή η προσπάθεια διεύρυνσης των επαγγελματικών προσόντων του εργαζομένου προκειμένου να καταστεί περισσότερο ελκυστικός προς μελλοντικούς υποψήφιους εργοδότες. Σε κάθε περίπτωση, το πότε υπάρχει παραβίαση της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού κρίνεται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά και τις σταθμίσεις που μπορούν να γίνουν.

Τα ανωτέρω φυσικά ισχύουν και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, κατά τη σχετικά πρόσφατη πρόβλεψη του άρθρου 65 του Ν. 4808/2021, έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση για παροχή εργασίας κατά το διάστημα από την προειδοποίησή του μέχρι τη λύση της σύμβασης. Ο συγκεκριμένος θεσμός, γνωστός εδώ και χρόνια για αρκετά αλλοδαπά δίκαια, αποτελεί το λεγόμενο «garden leave», σύμφωνα με την αγγλοσαξονική απόδοση της εν λόγω έννοιας. Σε αυτήν την περίπτωση, τα μέρη είθισται να συμφωνούν τη μη απασχόληση του εργαζομένου κατά τον χρόνο της περιόδου προειδοποίησης μέχρι και τη λύση της εργασιακής σύμβασης, με παράλληλη λήψη των αποδοχών της αντίστοιχης περιόδου. Κατά συνέπεια, με την εν λόγω διάταξη, ορίζεται πλέον ρητά ότι η αναζήτηση εργασίας κατά την περίοδο προμήνυσης, καθώς ακόμα και η απασχόληση σε άλλον εργοδότη, δεν συνιστούν παραβίαση της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, εφόσον υφίσταται συμφωνία των μερών προς τούτο.

Ε. Συμβατικοποίηση των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού μέσω πρόβλεψης σχετικών ρητρών – Έλεγχος νομιμότητας ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού - Ποινικές ρήτρες

1. Συμβατικοποίηση των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού μέσω πρόβλεψης σχετικών ρητρών

Παρόλο που οι παρεπόμενες υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, ως απορρέουσες από την υποχρέωση πίστης που καθιερώνει η ΑΚ 288 (εκ του νόμου υποχρεώ-

Σελ. 15

σεις) δεν είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν ως συμβατικοί όροι, είναι συχνό φαινόμενο στην πράξη να περιλαμβάνονται σχετικές προβλέψεις στο συμβατικό κείμενο. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις συμβάσεις διευθυντικών στελεχών, τα οποία, όπως εξετέθη αναλυτικά ανωτέρω, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους γίνονται κοινωνοί επαγγελματικών μυστικών και απορρήτων πληροφοριών σχετικών με την επιχείρηση.

Διαφορετική εμφανίζεται η προβληματική της συμβατικοποίησης των εν λόγω υποχρεώσεων για εύλογο διάστημα μετά τη λύση/λήξη της σύμβασης εργασίας. Η υποχρέωση πίστης και οι απορρέουσες εξ αυτής υποχρεώσεις καταρχήν έχουν ισχύ κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας. Η χρονική επέκταση των εν λόγω υποχρεώσεων, ιδίως αυτής της απαγόρευσης ανταγωνισμού είναι αναγκαίο, κατά κανόνα, να συμφωνείται συμβατικά και να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια προκειμένου να μην χαρακτηρίζεται καταχρηστική.

Η συμβατικοποίηση των όρων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού εξυπηρετεί κατά πρώτον τα συμφέροντα του εργοδότη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποδεικνύει ευχερώς σε περίπτωση δικαστικής διαμάχης ενδεχόμενες παραβιάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου. Ο εργοδότης στην περίπτωση αυτή δεν καλείται να αποδείξει την παραβίαση της υποχρέωσης πίστης κάνοντας υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην ανωτέρω γενική και νομολογιακά διαμορφωμένη έννοια, αλλά διαθέτει συγκεκριμένους όρους με τους οποίους πρέπει να αντιπαραβάλει τη συμπεριφορά του μισθωτού προκειμένου να στοιχειοθετήσει την παραβίαση. Παράλληλα, ο εργαζόμενος δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει ότι δεν γνώριζε το ακριβές περιεχόμενο των σχετικών υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης να μετατίθεται σε εκείνον, που καλείται να αποδείξει ότι οι πληροφορίες που αποκάλυψε δεν είναι ή έχουν πάψει να είναι εμπιστευτικές ή ότι η δραστηριότητα που άσκησε δεν είναι όντως ανταγωνιστική προς τις δραστηριότητες του εργοδότη. Επομένως, η θέση του εργαζομένου δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο, απέναντι στην υπεροπλία του εργοδότη.

Έχει βέβαια υποστηριχθεί, ότι η συμπερίληψη όρου στη σύμβαση εργασίας που εξειδικεύει τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού λειτουργεί και προς το συμφέρον του εργαζομένου, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο τελευταίος γνωρίζει ανά πάσα στιγμή και επακριβώς τις σχετικές αξιώσεις του εργοδότη του και απαλλάσσεται από τυχόν αμφιβολίες ως προς τη δέουσα συμπεριφορά του. Αν και το παραπάνω επιχείρημα έχει λογική βάση, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν τα δεδομένα στις επιχειρήσεις και οι χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες, ειδικά στη σημερινή εποχή, με αποτέλεσμα μια λεπτομερειακή απαρίθμηση, για πα-

Σελ. 16

ράδειγμα, των στοιχείων που λογίζονται ως απόρρητα μια δεδομένη στιγμή να οδηγεί σε σύγχυση ή σε μη ακριβή απεικόνιση της σκοπούμενης έκτασης της υποχρέωσης σε μεταγενέστερο χρόνο που τα δεδομένα αυτά έχουν αλλάξει. Η ΑΚ 288, περιέχουσα τη γενική ρήτρα της «καλής πίστης», παρέχει την απαραίτητη ελαστικότητα για την προσαρμογή των συμβατικών δεσμεύσεων στις εκάστοτε συνθήκες. Επίσης, το παραπάνω επιχείρημα αδυνατεί να αποτυπώσει την ανισομέρεια δυνάμεων των μερών στον βαθμό που απαιτείται. Η σύμβαση εργασίας αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της εργασιακής σχέσης. Μέσω της συμπερίληψης στη σύμβαση εργασίας όρων που εναπόκεινται στην «ελευθερία διαπραγμάτευσης» των μερών και κατά συνέπεια, διαμορφώνονται κατ’ ουσία από τον εργοδότη, ο τελευταίος μπορεί να επιδιώξει να περιορίσει κατά το δυνατόν τα συμφέροντα του μισθωτού. Αυτός ο κίνδυνος ελλοχεύει συχνά και με τη διαμόρφωση των όρων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω καταλήγουμε, ότι η κατάρτιση ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, στον βαθμό που αυτές συνομολογούνται εκ των προτέρων, είναι μία πρακτική, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκεκριμενοποίηση και οριοθέτηση των υποχρεώσεων του εργαζομένου, εφόσον διέλθουν επιτυχώς από τον δικαστικό έλεγχο περί διαφάνειας και αναλογικότητάς τους. Εν όψει της απουσίας νομοθετικής ρύθμισης για την οριοθέτηση των συγκεκριμένων υποχρεώσεων στο ελληνικό σύστημα, ο ρόλος των δικαστηρίων κρίνεται καθοριστικός για τη διατήρηση των ισορροπιών.

2. Έλεγχος νομιμότητας ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού

Το συμπέρασμα ότι η συνομολόγηση ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού είναι επιτρεπτή καταρχήν, δεν δικαιολογεί την αγνόηση της δομικής διαπραγματευτικής ανισότητας που εμφανίζει η σχέση εργαζομένου-εργοδότη και τις επιπτώσεις της στη διαμόρφωση των όρων εργασίας. Για τον λόγο αυτό, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα δικαστήρια, τα οποία μέσα από τις κρίσεις τους οριοθετούν και περιορίζουν τη μονομερή επιβολή από τον εργοδότη συνθηκών εργασίας, ενδεχομένως δυσμενών ή υπέρμετρα δεσμευτικών. Ο δικαστικός έλεγχος των ρητρών αυτών βασίζεται στις γενικές διατάξεις 178, 179 και 281 (σε περιορισμένο ακόμα βαθμό) του ΑΚ. Εξετάζεται από το δικαστήριο λοιπόν, κατά πόσο οι σχετικοί συμβατικοί όροι αντίκεινται στα χρηστά ήθη. Καθώς η έννοια των χρηστών ηθών αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια προσπάθεια συγκεκριμενοποίησής της απαριθμεί ενδεικτικώς («ιδίως») ορισμένες περιπτώσεις τέτοιας αντίθεσης. Έτσι, αντίθετη στα χρηστά ήθη παρουσιάζεται «δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την

Σελ. 17

κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Μέσω αναγωγής της παραπάνω γενικής επιταγής στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου και πιο συγκεκριμένα των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού γίνεται αντιληπτό ότι κρίνονται άκυρες ρήτρες οι οποίες επιβάλλουν υπέρμετρη δέσμευση στον εργαζόμενο, υπό την έννοια ότι η έκταση του περιορισμού του εργαζομένου για αποχή από ορισμένες συμπεριφορές δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ωφέλεια που αντλεί ο εργοδότης από αυτήν την συμπεριφορά. Παράλληλα, η ΑΚ 281 επιβάλλει την άσκηση του δικαιώματος σύμφωνα με τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ο περιορισμός αυτός συνδέεται και με τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι ρήτρες μη ανταγωνισμού και εχεμύθειας πρέπει να εύλογες, πρόσφορες, κατάλληλες και αναγκαίες για την προστασία των εργοδοτικών συμφερόντων, δηλαδή να μην οδηγούν στην υπέρμετρη δέσμευση του εργαζομένου και στην αποστέρησή του από εναλλακτικές δυνατότητες επαγγελματικής δράσης.

Παράλληλα με τη χρήση των ανωτέρω διατάξεων, υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας η χρήση των διατάξεων του Ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή για τη διερεύνηση του ελέγχου εγκυρότητας των σχετικών ρητρών. Η επιχειρηματολογία της συγκεκριμένης άποψης επικεντρώνεται στις ομοιότητες που εμφανίζονται μεταξύ της σχέσης προμηθευτή-καταναλωτή και εργοδότη-εργαζομένου. Σε αμφότερες τις έννομες αυτές σχέσεις παρουσιάζεται έντονη η έλλειψη διαπραγματευτικής ισοδυναμίας μεταξύ των μερών, γεγονός που συχνά οδηγεί στην επιβολή από την «ισχυρή» πλευρά όρων που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της «αδύναμης». Οι διαπραγματευτικά ανίσχυροι καταναλωτές/εργαζόμενοι καλούνται να προσχωρήσουν σε προδιατυπωμένες, συχνά πυκνογραμμένες συμβάσεις, διαμορφωμένες από τον προμηθευτή/ εργοδότη, χωρίς αντικειμενική δυνατότητα συνδιαμόρφωσης ή έστω εξέτασής τους. Ένα εργαλείο για την αξιολόγηση των προδιατυπωμένων όρων και της σύμβασης εργασίας (επομένως, κατά συνέπεια και των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού) μπορεί να αποτελέσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, το οποίο ορίζει ότι: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι». Η άποψη αυτή δέχεται μια έμμεση εφαρμογή των δια-

Σελ. 18

τάξεων περί προστασίας του καταναλωτή και για τους εργαζομένους, στον βαθμό που εντοπίζονται ομοιότητες ως προς τις δεσμεύσεις στις οποίες αυτοί υπόκεινται. Διατυπώνεται, ωστόσο και η ακόμα πιο ρηξικέλευθη άποψη, αυτή της αμέσου εφαρμογής των διατάξεων του νόμου προστασίας του καταναλωτή με την υπαγωγή του εργαζομένου στην ευρύτερη έννοια του καταναλωτή, εξαιτίας της, όπως προαναφέρθηκε, ασθενούς θέσης του έναντι του εργοδότη και του συχνού φαινομένου της προδιατύπωσης συμβατικών όρων με εξαναγκασμό, έστω και εμμέσως, προσχώρησης σε αυτούς, καθ’ αντιστοιχία με τα συμβαίνοντα στις καταναλωτικές σχέσεις.

3. Ποινικές ρήτρες

Συχνό φαινόμενο στην πράξη αποτελεί η πρόβλεψη ποινικής ρήτρας σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη λήξη/λύση της σύμβασης. Ο θεσμός της ποινικής ρήτρας, όπως ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΑΚ 404 επ., αποσκοπεί στην προστασία του δανειστή σε περιπτώσεις που είναι ιδιαίτερα δύσκολη η απόδειξη της ζημίας του. Σε αυτές φαίνεται να συγκαταλέγεται και η περίπτωση αθέτησης των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού, καθώς δεν είναι συνήθως ευχερής η απόδειξη της βλάβης και του μεγέθους της.

Η συμφωνία για την ποινική ρήτρα αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και γίνεται δεκτό ότι καταπίπτει, εάν υπάρξει υπαίτια αθέτηση των συμπεφωνημένων. Είναι απαραίτητο να είναι διαφανής, δηλαδή να προσδιορίζονται επακριβώς ποιοι είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν στην κατάπτωσή της και το χρηματικό ποσό που καταπίπτει. Ζήτημα δημιουργείται αναφορικά με την παραβίαση της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, η οποία μπορεί να γίνεται με παραπάνω πράξεις, οι οποίες συνθέτουν μια ενότητα. Σε αυτήν την περίπτωση, κατά κανόνα, η ποινική ρήτρα καταπίπτει άπαξ, εκτός εάν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τη σχετική συμφωνία των μερών.

Η εγκυρότητα των ποινικών ρητρών έγκειται στη συμμόρφωσή τους με τα χρηστά ήθη, στην σκοπιμότητα πρόβλεψής τους για την προστασία των συμφερόντων του εργοδότη και στον εύλογο χαρακτήρα του ύψους τους. Είναι ευνόητο ότι κατά κανόνα, ο εργοδότης έχει συμφέρον για τη σύνδεση των ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού με ποινικές ρήτρες, αφού, ειδικά κατά τον χρόνο που έχει λήξει η σύμβαση ερ-

Σελ. 19

γασίας, εμφανίζεται δύσκολη η διακρίβωση της βλάβης που έχει προκληθεί στα επιχειρησιακά συμφέροντα. Από τη στιγμή που ο εργοδότης αξιώσει την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, δεν μπορεί βεβαίως να εμμείνει στην εφαρμογή της ρήτρας εχεμύθειας ή μη ανταγωνισμού. Επιπλέον, η ποινική ρήτρα δεν πρέπει να έχει υπέρμετρο χαρακτήρα και να επιβαρύνει σε υπερβολικό βαθμό τον εργαζόμενο. Το ύψος της πρέπει να είναι αναλογικό με τη ζημία που ενδεχομένως θα προκληθεί στον εργοδότη σε περίπτωση παράβασης των μετασυμβατικών υποχρεώσεων. Σε μια προσπάθεια διάσωσης, λοιπόν εξαιρετικά επαχθών ποινικών ρητρών, έχει εμφανιστεί η πλέον κρατούσα στη νομολογία τάση αναπροσαρμογής των ποινικών ρητρών στο προσήκον μέτρο, κατά την ΑΚ 409, από τα δικαστήρια. Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις, εριδόμενες στις αρχές της καλής πίστης και της αναλογικότητας, μειώνουν το ύψος των ποινικών ρητρών, επιδιώκοντας την προστασία του οφειλέτη εργαζομένου από εργοδοτικές υπερβολές. Ωστόσο, μέρος της θεωρίας υποστηρίζει, ότι η ανωτέρω πρακτική δεν είναι η ενδεδειγμένη για την προστασία του εργαζομένου, καθώς νομιμοποιεί την πρόθεση του κακόβουλου εργοδότη να εκμεταλλευτεί τη διαπραγματευτική ανισότητα του εργαζομένου, επιβάλλοντάς του μια καταδυναστευτική ποινική ρήτρα, η οποία, στη χειρότερη περίπτωση, απλώς θα αναπροσαρμοστεί από τον δικαστή. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής κατατείνουν υπέρ της ακυρότητας υπέρμετρων ποινικών ρητρών ως καταχρηστικών, απορρίπτοντας οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση που διαγνωσθεί ο άκυρος χαρακτήρας της ρήτρας εχεμύθειας ή μη ανταγωνισμού που περιλαμβάνει ποινική ρήτρα, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η τελευταία, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 408,.

Σελ. 20

ΣΤ. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Ο προσδιορισμός του περιεχομένου των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού έχει μεγάλη πρακτική σημασία, τόσο για την καλύτερη κατανόηση της δέσμευσης που επιφέρουν, όσο και για τον καθορισμό των ορίων τους. Έτσι, ειδικότερα, η υποχρέωση εχεμύθειας επιβάλει στον εργαζόμενο να μην αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες και επαγγελματικά μυστικά του εργοδότη του, καθώς αυτά αποτελούν την άυλη περιουσία της επιχείρησης και την καθιστούν ανταγωνιστική. Από την άλλη, η υποχρέωση μη ανταγωνισμού έγκειται στην απαγόρευση απασχόλησης, συμμετοχής ή με οποιονδήποτε τρόπο ενίσχυσης ανταγωνιστικής εταιρείας, αφού το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί επίσης σημαντικό περιουσιακό στοιχείο μιας επιχείρησης, η τεχνογνωσία και οι ικανότητες του οποίου την κάνει να διακρίνεται από τις συναφείς της. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις συχνότατα εμφανίζονται διαπλεκόμενες, κάποιες φορές σε βαθμό που να μην είναι ευδιάκριτο ποια υποχρέωση παραβιάζει η συγκεκριμένη πράξη.

Η υποχρέωση ανταγωνισμού ως επαχθέστερη για τον εργαζόμενο κρίνεται ως προς την έκταση και το περιεχόμενό της με πιο αυστηρά κριτήρια. Βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του εύρους της είναι η θέση του εργαζομένου στην ιεραρχία της επιχείρησης και ο βαθμός κατοχής εμπιστευτικών πληροφοριών από αυτόν. Όσο υψηλότερη ιεραρχικά η θέση, τόσο πιο δικαιολογημένη εμφανίζεται η επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών.

Η χρονική ισχύς των υποχρεώσεων εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας, αλλά ισχύει τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο, όσο και στο διάστημα αναστολής της σύμβασης εργασίας και της προμήνυσης σε περίπτωση τακτικής καταγγελίας. Στην πράξη αποτελεί πολύ συχνό φαινόμενο η αποτύπωσή τους ως όρων της σύμβασης εργασίας, γεγονός που αμφισβητείται κατά πόσον εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κατά τεκμήριο αδύναμου εργαζομένου, παρά τη διαφάνεια που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να προσφέρει μια τέτοια πρακτική. Μία άλλη συνήθης πρακτική είναι η πρόβλεψη ποινικών ρητρών σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω ρητρών, καθώς συχνά η απόδειξη της ζημίας του εργοδότη είναι δυσχερής.

Ως κύριος ενδείκτης για τη νομιμότητα των εν λόγω ρητρών χρησιμοποιείται παγίως από τη νομολογία η έννοια των χρηστών ηθών μέσω των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. 

Back to Top