ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 216
- ISBN: 978-618-08-0226-9
Το έργο «Οι θεωρίες ποινής και η σχέση τους με τις εγκληματολογικές θεωρίες» έχει διττή αποστολή. Σε ένα πρώτο επίπεδο επιχειρείται μια επικαιροποιημένη παρουσίαση των θεωριών ποινής, συνεκτιμωμένων των νεοτέρων διεθνών εξελίξεων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο εξετάζεται η ανεπαρκώς διαλευκανθείσα σχέση των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες.
Στις θεματικές του έργου εμπίπτουν ενδεικτικά οι εξής:
| Η κρατούσα αγγλοσαξονική διάκριση μεταξύ ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών ποινής, η αντίστοιχη γερμανική διάκριση μεταξύ απολύτων και σχετικών θεωριών και οι νεότερες τάσεις αμφισβήτησής τους
| Η προβληματική της κατηγορίας των εργαλειακών θεωριών ποινής
| Η λεγόμενη «επικοινωνιακή στροφή» / οι σημαντικότερες εκφραστικές-επικοινωνιακές θεωρίες ποινής
| Οι αναδυόμενες θυματοκεντρικές θεωρίες ποινής και το διαφιλονικούμενο δικαίωμα του θύματος για ποινή, το όποιο έχει αναγνωριστεί από το ΕΔΔΑ και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο
| Η αμφίθυμη συμβολή της επανορθωτικής δικαιοσύνης και της προσέγγισης της ετικέτας σε θεωρίες νομιμοποίησης ποινής και σε ρεύματα απονομιμοποίησής της (κατά παρέκκλιση διαδικασίες, θεωρία της μη παρέμβασης, καταργητισμός)
| Η συμβατότητα των θεωριών της πρόληψης με τις αιτιολογικές θεωρίες της θετικιστικής εγκληματολογίας
| Η θέση περί ανεξαρτησίας των ανταποδοτικών θεωριών από τις αιτιολογικές εγκληματολογικές θεωρίες και εξάρτησης αυτών από την προβληματική της ελεύθερης βούλησης
| Ζητήματα ασυμβατότητας θεωριών ποινής με τις λανθάνουσες εγκληματολογικές παραδοχές τους (π.χ. μικτές θεωρίες με αντιφατικές - ντετερμινιστικές και μη ντετερμινιστικές - παραδοχές).
Τα σχετικά ζητήματα προσεγγίζονται τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς περιλαμβάνονται παραδείγματα εμπέδωσης των θεματικών ειλημμένα από τη νομοθεσία (ιδίως από τον ισχύοντα ελλΠΚ και το τρέχον νομοσχέδιο τροποποίησης αυτού) και από τη νομολογία.
Το έργο είναι χρήσιμο για νομικούς, εγκληματολόγους και ευρύτερα ενδιαφερομένους για τις θεωρίες ποινής και τη διάδρασή τους με τις εγκληματολογικές θεωρίες.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Θεωρίες ποινής
1. Το ζήτημα του ορισμού της ποινής 5
2. Τα πολλαπλά επίπεδα νομιμοποίησης της ποινής 9
3. Οι συνήθεις διακρίσεις των θεωριών ποινής 10
3.1 Η γερμανική διάκριση μεταξύ απο-λύτων («απολελυμένων»)
και σχετικών θεωριών ποινής: μια πρώτη προσέγγιση 10
3.2 Η αγγλοσαξονική διάκριση ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών
θεωριών ποινής: μια πρώτη προσέγγιση 11
3.3 Η σύγκριση της κρατούσας γερμανικής και αγγλοσαξονικής
διάκρισης των θεωριών ποινής και η διάδοση αυτών 12
3.4 Η αμφισβήτηση της γερμανικής διάκρισης 13
3.5 Η αμφισβήτηση της αγγλοσαξονικής διάκρισης και οι εργαλειακές
θεωρίες ποινής 13
3.5.1 Οι εγγενείς (intrinsic) και οι εργαλειακές (instrumental) θεωρίες ποινής:
Η εγγενής αξία της οδύνης του δράστη ως η πεμπτουσία της ανταπόδοσης; 13
3.5.2 Το φιλοσοφικό και το ποινολογικό (εργαλειακό) παράδειγμα
των θεωριών ποινής κατά τον D. Garland – Οι εργαλειακές
θεωρίες ποινής στον γερμανικό διάλογο 15
4. Το πρόβλημα της ταύτισης των ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών
θεωριών της ποινής με τις δεοντοκρατικές και τις συνεπειοκρατικές
θεωρίες της ηθικής 16
5. Συνεπειοκρατικοποίηση: το πρόβλημα της μετατρεψιμότητας
όλων των θεωριών της ποινής σε συνεπειοκρατικές θεωρίες 17
6. Απόπειρες αντιμετώπισης του προβλήματος της συνεπειοκρατικοποίησης 18
7. Η ακολουθούμενη στο παρόν πόνημα ανάλυση των θεωριών ποινής 23
7.1 Οι ανταποδοτικές θεωρίες ποινής 25
7.1.1 Οι απόλυτες ανταποδοτικές θεωρίες ποινής 26
7.2 Οι σχετικές θεωρίες ποινής 30
7.2.1 Oι προληπτικές θεωρίες ποινής 31
7.2.2.1 Ειδική πρόληψη 32
α) Εκφόβιση και αποτροπή του δράστη 32
β) Βελτίωση του δράστη 35
γ) Αχρήστευση/αδρανοποίηση του δράστη 45
7.2.2.2 Γενική πρόληψη 47
α) Αρνητική γενική πρόληψη 47
β) Θετική γενική πρόληψη 51
7.3 Οι συνδυαστικές θεωρίες ποινής 54
7.3.1 Οι σχετικές-ανταποδοτικές θεωρίες ποινής 54
7.3.2 Μικτές θεωρίες ποινής 56
7.3.3 Ενωτικές θεωρίες ποινής 57
7.3.4 Οι θεωρίες κατανομής επιπέδων ποινής 59
7.4 Οι εκφραστικές θεωρίες ποινής 59
7.4.1 Ζητήματα ορολογίας: εκφραστικές, επικοινωνιακές ή συμβολικές
θεωρίες ποινής; 59
7.4.2 Οι κυριότερες συνεπειοκρατικές / εξωγενείς (extrinsic)
εκφραστικές θεωρίες ποινής 61
7.4.3 Οι κυριότερες ενδογενείς (intrinsic) εκφραστικές θεωρίες ποινής 66
α) Εκφραστικές θεωρίες ποινής προσανατολισμένες στην επικοινωνία
με τον δράστη: οι θεωρίες των v. Hirsch και Duff 66
αα) Η θεωρία του v. Hirsch και το δικαιικό πρότυπο 66
αβ) Η θεωρία του Duff 69
β) Εκφραστικές θεωρίες ποινής προσανατολισμένες στη σημασία που έχει
για το θύμα η απαξιωτική κρίση του εγκλήματος: η θεωρία της Hörnle 71
γ) Εκφραστικές θεωρίες ποινής προσανατολισμένες σε κανόνες:
η θεωρία του Jakobs 74
δ) Εκφραστικές θεωρίες καταργούσες το στοιχείο του δεινού της ποινής:
η θεωρία του Günther 76
7.5 Excursus: Οι εκφραστικές θεωρίες υπό τα πρίσματα των ανταποδοτικών
ή/και σχετικών θεωριών ποινής, των συνδυαστικών θεωριών ποινής,
αλλά και μιας αυτοτελούς κατηγορίας θεωριών ποινής 78
7.5.1 Μη εργαλειακές σχετικές θεωρίες ποινής: μια νέα γερμανική κατηγορία
θεωριών ποινής; 78
7.5.2 Η προταθείσα διεύρυνση των σχετικών θεωριών ποινής
με τις μη εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες 80
7.5.3 Οι εκφραστικές θεωρίες υπό τo πρίσμα των ανταποδοτικών ή/και σχετικών θεωριών ποινής, καθώς και των συνδυαστικών θεωριών ποινής 81
α) Οι μη εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες ως απόλυτες ανταποδοτικές
θεωρίες ποινής 81
β) Οι μη εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες ως σχετικές θεωρίες ποινής 82
γ) Οι μη εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες ως σχετικές-ανταποδοτικές
θεωρίες ποινής 84
δ) Οι εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες ως σχετικές θεωρίες ποινής 86
ε) Οι εργαλειακές εκφραστικές θεωρίες ως σχετικές-ανταποδοτικές
θεωρίες ποινής 86
στ) Οι εκφραστικές θεωρίες ως συνδυαστικές θεωρίες ποινής 87
7.5.4. Οι εκφραστικές θεωρίες υπό τo πρίσμα μιας αυτοτελούς κατηγορίας
θεωριών ποινής 87
7.6 Θυματοκεντρικές θεωρίες ποινής 90
7.7 Η επανορθωτική δικαιοσύνη ως στοιχείο των θεωριών ποινής
αλλά και ως τάση σχετικοποίησης της ποινής 97
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η σχέση των θεωριών ποινής
με τις εγκληματολογικές θεωρίες
1. Η σχέση των θεωριών της ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες
ως επιμέρους ζήτημα της ευρύτερης σχέσης του ποινικού δικαίου
με την εγκληματολογία 103
1.1 Οι σχέσεις του ποινικού δικαίου με την εγκληματολογία:
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 103
1.2 Εγχειρήματα συνεργασίας ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας 104
1.3 Η κριτική της εγκληματολογίας στο ποινικό δίκαιο 106
1.4 Οι σχέσεις ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας στο πεδίο
των ποινικών κυρώσεων και των θεωριών ποινής:
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 108
1.5 Οι σχέσεις θεωριών ποινής και εγκληματολογικών θεωριών:
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 109
2. Μεθοδολογικά θεμέλια ελέγχου συμβατότητας των θεωριών
της ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες 111
2.1 Η ανεκπλήρωτη προϋπόθεση κατάστρωσης κριτηρίων ελέγχου
συμβατότητας των θεωριών της ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες 111
2.2 Ο «συμπερασμός προς την καλύτερη εξήγηση» της συμβατότητας
των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες και η μερική
υποβοήθησή του κατά τον Hermann 112
2.3 Η σημασία της διάκρισης της παραδοσιακής και κριτικής
εγκληματολογίας για τον έλεγχο συμβατότητας των θεωριών
ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες 114
2.3.1 Ο αντιθετικιστικός χαρακτήρας μιας εν ευρεία εννοία νοούμενης
κριτικής εγκληματολογίας 115
2.3.2 Κριτήρια διάκρισης παραδοσιακής και εν ευρεία εννοία κριτικής
εγκληματολογίας 116
2.4 Η δίβαθμη μεθοδολογία ελέγχου συμβατότητας ποινολογικών
και εγκληματολογικών θεωριών - Τα πρώτα συμπεράσματα 120
3. Ανταπόδοση 121
4. Ειδική πρόληψη και επιμέρους εκδοχές της 124
5. Αρνητική γενική πρόληψη 129
6. Θετική γενική πρόληψη 131
7. Εκφραστικές-επικοινωνιακές θεωρίες ποινής 135
8. Συνδυαστικές θεωρίες ποινής 138
9. Επανορθωτική δικαιοσύνη 140
10. Θυματοκεντρικές θεωρίες ποινής 143
11. Πέντε ενστάσεις κατά των εργαλειακών θεωριών της ποινής
ως μέσου αντιμετώπισης του εγκλήματος με αφορμή την κριτική
του Garland 146
12. Η προσέγγιση της ετικέτας: η διττή επίδρασή της σε θεωρίες ποινής
και σε τάσεις σχετικοποίησης της ποινής 148
12.1 Η προσέγγιση της ετικέτας και η ρεπουμπλικανική θεωρία
των Braithwaite/Pettit 149
12.1.1 Οι κανονιστικές βάσεις συνεκτίμησης της προσέγγισης της ετικέτας
από τη ρεπουμπλικανική θεωρία των Braithwaite/Pettit 149
12.1.2 Εγκληματολογικές διαστάσεις της προσέγγισης της ετικέτας
που αξιοποιούνται από τη ρεπουμπλικανική θεωρία
των Braithwaite/Pettit 152
12.2 Η προσέγγιση της ετικέτας και η θεωρία της αντάξιας τιμωρίας/της
δίκαιης ανταμοιβής του v. Hirsch 154
12.2.1 Οι κανονιστικές βάσεις συνεκτίμησης της προσέγγισης της ετικέτας
από τη θεωρία της αντάξιας τιμωρίας/της δίκαιης ανταμοιβής
του v. Hirsch 154
12.2.2 Εγκληματολογικές διαστάσεις της προσέγγισης της ετικέτας
που αξιοποιούνται από τη θεωρία της αντάξιας τιμωρίας/της
δίκαιης ανταμοιβής του v. Hirsch 156
12.3 Η σχέση της προσέγγισης της ετικέτας με περαιτέρω θεωρίες ποινής 157
12.4 Προσέγγιση της ετικέτας και τάσεις σχετικοποίησης της ποινής:
κατά παρέκκλιση διαδικασίες (diversion) και ριζική μη παρέμβαση 161
13. Ποινολογικές προτάσεις της κριτικής εγκληματολογίας:
εν ευρεία εννοία ριζική μη παρέμβαση, υπέρβαση ποινικού
δικαίου της ανισότητας, καταργητισμός 163
14. Παραδείγματα επίδρασης της προσέγγισης της ετικέτας
και της κριτικής εγκληματολογίας στην αποκλιμάκωση
της ποινικής καταστολής / στη σχετικοποίηση της ποινής 167
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Συμπεράσματα 169
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 181
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μονογραφία «Οι θεωρίες ποινής και η σχέση τους με τις εγκληματολογικές θεωρίες» έχει διττή αποστολή. Ο πρώτος ερευνητικός της στόχος συνίσταται στην εξέταση των λόγων που νομιμοποιούν την πολιτεία να απειλεί και να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις καθώς και των ζητημάτων που άπτονται της επάρκειας αυτών των λόγων. Σε ένα πρώτο επίπεδο αναλύονται επομένως οι λεγόμενες «θεωρίες ποινής» και ο διάλογος κινείται σε κανονιστικό επίπεδο. Ο όρος «θεωρίες ποινής» χρησιμοποιείται μεν υπό μια ευρεία έννοια έτσι ώστε να εμπίπτουν σε αυτόν όχι μόνο οι εν στενή εννοία θεωρίες ποινής, αλλά και εναλλακτικές ποινολογικές θεωρήσεις που αμφισβητούν μερικώς ή και συνολικώς τη νομιμοποίηση της πολιτείας να απειλεί ή/και να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις. Ωστόσο, το κέντρο βάρους της ανά χείρας μονογραφίας έγκειται σαφώς στην ανάλυση των εν στενή εννοία θεωριών της ποινής. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του πρώτου ερευνητικού στόχου αναλύονται από κανονιστικής σκοπιάς κατά βάση οι εν στενή εννοία θεωρίες ποινής, τόσο οι παραδοσιακές, όσο όμως και οι σύγχρονες. Συγκεκριμένα, επιχειρείται μια επικαιροποιημένη και κριτική παρουσίαση των θεωριών ποινής, κατόπιν συνεκτίμησης των νεότερων διεθνών εξελίξεων, με εφαρμοσμένα παραδείγματα από την ελληνική και αλλοδαπή νομοθεσία καθώς και νομολογία.
Στο πλαίσιο του δεύτερου ερευνητικού ερωτήματος εξετάζεται η σχέση των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες. Το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα εστιάζει ομοίως στις εν στενή εννοία θεωρίες ποινής, αφού όμως αυτές έχουν πλέον προσεγγιστεί και προσδιοριστεί κανονιστικά στο πλαίσιο του πρώτου ερευνητικού στόχου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον δεύτερο ερευνητικό στόχο εξετάζεται το ερώτημα κατά πόσον οι διάφορες κανονιστικές θεωρίες ποινής επικοινωνούν με αντίστοιχες εγκληματολογικές θεωρίες, κατά τέτοιον τρόπο που οι δεύτερες να επιστηρίζουν τις πρώτες. Κατά την πραγμάτευση του δεύτερου ερευνητικού ερωτήματος ο προβληματισμός επεκτείνεται πάντως -πέρα από τις εν στενή εννοία θεωρίες ποινής- και σε εναλλακτικές ποινολογικές θεωρήσεις. Όπως θα διαπιστώσουμε, ποινολογικές προσεγγίσεις που αμφισβητούν εν μέρει ή και εν συνόλω τη νομιμοποίηση της πολιτείας να απειλεί ή/και να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις επικοινωνούν με εγκληματολογικές θεωρήσεις που εστιάζουν μεταξύ άλλων στη θέση ότι το κράτος σφετερίστηκε μια σχέση μεταξύ τρίτων (δράστη και θύματος)· σε διαδικασίες απόδοσης της ιδιότητας του εγκληματία σε ορισμένα άτομα· σε δομικές αναλύσεις παραγόντων εγκληματοποίησης, ποινικοποίησης, σχέσεων εξουσίας, κυριαρχίας και κοινωνικών ανισοτήτων κ.λπ.
Επισημαίνεται όμως ότι αποστολή της παρούσας μονογραφίας δεν αποτελεί ο έλεγχος των σχέσεων καθεμίας εγκληματολογικής θεωρίας (αιτιολογικής ή μη αιτιολογικής προέλευσης) με τις ενδεχόμενες προεκτάσεις της στο επίπεδο της αντεγκληματι-
Σελ. 2
κής πολιτικής, αλλά ακριβώς το αντίστροφο. Το αντικείμενο που εξετάζεται εδώ είναι η σχέση των -πολύ πιο περιορισμένων σε αριθμό- θεωριών της ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες, πρωτίστως των εν στενή εννοία θεωριών της ποινής και δευτερευόντως κάποιων εναλλακτικών ποινολογικών προσεγγίσεων.
Τα αίτια που με ώθησαν στη μονογραφική πραγμάτευση της εν θέματι προβληματικής, με τους δύο ερευνητικούς της στόχους, είναι πολλά. Πρώτον, ο διεθνής διάλογος περί των θεωριών ποινής έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια τέτοια άνθηση που καθιστά τον εμπλουτισμό της αντίστοιχης ελληνικής συζήτησης επιτακτικό. Δεύτερον, το αντικείμενο το οποίο ερευνάται στην παρούσα μονογραφία, έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία. Στον βαθμό που τα κρίσιμα ερωτήματα που θέτουν οι εν στενή εννοία θεωρίες ποινής (π.χ. αν, γιατί και πώς πρέπει να τιμωρηθεί ένας δράστης) μπορούν να συνδεθούν με εξηγήσεις/ερμηνείες του εγκλήματος ή της αποχής από αυτό, φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση -κάποιες έστω- εγκληματολογικές θεωρίες να διαδραματίζουν έναν ρόλο στο ζήτημα της επιβολής ποινών. Αντίστροφα, εγκληματολογικές θεωρήσεις που επικεντρώνονται σε διαδικασίες απόδοσης της ιδιότητας του εγκληματία, σε ζητήματα εγκληματοποίησης, ποινικοποίησης και επιλεκτικής εφαρμογής ποινικών νόμων φαίνεται να υποδεικνύουν εναλλακτικές ποινολογικές θεωρήσεις. Τρίτον, η βιβλιογραφική πραγμάτευση της σύνολης προβληματικής, δηλαδή τόσο των θεωριών ποινής όσο και της σχέσης αυτών με τις εγκληματολογικές θεωρίες, έχει υπάρξει μέχρι σήμερα ισχνή. Θεωρίες ποινής και εγκληματολογικές θεωρίες αναλύονται κατά βάση διακριτά μεταξύ τους. Οι δύο διάλογοι διεξάγονται «παραυτουργικά» θα λέγαμε, χωρίς να λαμβάνει ο ένας τον άλλον υπόψιν. Τέταρτον, το αντικείμενο του παρόντος πονήματος βρίσκεται στον πυρήνα των καθόλου ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών, καθώς συνιστά -και- μια επιμέρους έκφανση των σχέσεων μεταξύ ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας· καθίσταται έτσι αφορμή επανεξέτασης ενός διαχρονικού και ευρύτερου ζητήματος, αυτού της σχέσεως μεταξύ των δύο κλάδων, αλλά και γενικότερα μεταξύ των κανονιστικών και των εμπειρικών θεωριών, μεταξύ Δέοντος και Όντος.
Το έργο έχει την ακόλουθη δομή. Στο πρώτο μέρος της μονογραφίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Θεωρίες ποινής» αναλύονται ειδικότερα οι εξής θεματικές: Το ζήτημα του ορισμού της ποινής, τα πολλαπλά επίπεδα νομιμοποίησής της, η κρατούσα αγγλοσαξονική διάκριση μεταξύ ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών ποινής, η αντίστοιχη γερμανική διάκριση μεταξύ απολύτων και σχετικών θεωριών καθώς και οι νεότερες τάσεις αμφισβήτησής τους. Εν συνεχεία αναδεικνύεται η προβληματική των εργαλειακών θεωριών ποινής από φιλοσοφικής και κοινωνιολογικής σκοπιάς. Κατόπιν εξετάζεται το πρόβλημα της συνεπειοκρατικοποίησης, ήτοι της μετατρεψιμότητας όλων των θεωριών της ποινής σε συνεπειοκρατικές θεωρίες. Αναπτύσσονται οι λόγοι για τους οποίους προκρίνεται στη μονογραφία ως κεντρική διάκριση των θεωριών ποινής αυτή μεταξύ ανταποδοτικών και σχετικών θεωριών. Έπεται η ανάλυση των αμιγώς ανταποδοτικών θεωριών και ύστερα των σχετικών προληπτικών θεωριών ποινής, δηλαδή αυτών της
Σελ. 3
ειδικής και της γενικής πρόληψης, με τις επιμέρους εκφάνσεις τους. Έπειτα εξετάζονται οι συνδυαστικές θεωρίες ποινής με τις διάφορες εκδοχές τους. Σε αυτές υπάγονται οι -κατά το μάλλον ή ήττον- καθιερωμένες στη βιβλιογραφία μικτές και ενωτικές θεωρίες ποινής, οι οποίες αναμειγνύουν ή συνενώνουν επιμέρους θεωρίες ποινής αντίστοιχα, όπως επίσης και οι θεωρίες κατανομής επιπέδων ποινής. Περαιτέρω, στο πλαίσιο των συνδυαστικών θεωριών ποινής σχολιάζεται και μια ιδιάζουσα κατηγορία θεωριών ποινής, για την οποία προτιμάται ο όρος «σχετικές-ανταποδοτικές θεωρίες», υπέρ της οποίας συνηγορούν νεότερες παραδοχές στον αγγλοσαξονικό και τον γερμανικό διάλογο. Ακολουθεί εμβάθυνση επί της λεγόμενης «εκφραστικής-επικοινωνιακής στροφής». Εξετάζονται πρώτα οι βασικότερες συνεπειοκρατικές εκφραστικές θεωρίες, οι οποίες αναφέρονται στη βιβλιογραφία και ως εξωγενώς εκφραστικές (extrinsic expressivism). Ακολούθως αναλύονται οι νεότερες εκφραστικές θεωρίες που χαρακτηρίζονται ως «ενδογενείς» (intrinsic expressivism), ταξινομούμενες σε τέσσερις βασικές κατευθύνσεις ανάλογα με τον προσανατολισμό τους: α) στην επικοινωνία με τον δράστη, β) στη σημασία που έχει για το θύμα η απαξιωτική κρίση του εγκλήματος, γ) σε κανόνες, δ) στην κατάργηση του δεινού της ποινής. Έπειτα σκιαγραφούνται οι προσπάθειες του γερμανικού διαλόγου να προσαρμόσει και να αφομοιώσει τις αγγλοσαξονικής προέλευσης εκφραστικές θεωρίες στις παραδοσιακές κατηγορίες της γερμανικής θεωρίας ποινής. Τα συμπεράσματα αυτού του διαλόγου παρουσιάζουν πρακτική σημασία και για την ελληνική συζήτηση των θεωριών της ποινής, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τις γερμανικές κατηγορίες. Κατόπιν, δίνεται έμφαση στις αναδυόμενες θυματοκεντρικές θεωρίες ποινής με τις διάφορες εκδοχές τους, ενώ συζητείται και το διαφιλονικούμενο δικαίωμα του θύματος για ποινή, το όποιο έχει αναγνωριστεί από το ΕΔΔΑ και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Τέλος, αντίστοιχη έμφαση δίνεται στην επανορθωτική δικαιοσύνη, τόσο από τη σκοπιά της αφομοίωσής της σε θεωρίες ποινής, όσο και ως τάση σχετικοποίησης της ποινής. Η ύλη εμπεδώνεται με παραδείγματα εφαρμογής των διαφόρων θεωριών της ποινής ειλημμένα από τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, καθώς και από το νομοσχέδιο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Ομοίως αναφέρονται παραδείγματα προβληματισμού επί των θεωριών ποινής από την ημεδαπή και την αλλοδαπή νομολογία.
Στο δεύτερο μέρος της μονογραφίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η σχέση των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες» υποστηρίζεται αρχικά ότι η σχέση των θεωριών της ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες συνιστά και μια επιμέρους πτυχή της ευρύτερης σχέσης του ποινικού δικαίου με την εγκληματολογία. Σε αυτό το πλαίσιο εκτίθεται η γενικότερη συναφής προβληματική. Παρουσιάζονται οι διάφορες τάσεις, εκ των οποίων άλλες κινούνται προς τον απομονωτισμό, άλλες προς τον ανταγωνισμό και τη διεκδίκηση των πρωτείων, ενώ άλλες ευνοούν την επικοινωνία των δύο κλάδων. Κατόπιν σχολιάζονται δύο εγχειρήματα συνεργασίας του ποινικού δικαίου και της
Σελ. 4
εγκληματολογίας στον γερμανόφωνο χώρο, το πρώτο στο Ινστιτούτο Max Planck του Freiburg με έμφαση στην παραδοσιακή εγκληματολογία και το δεύτερο στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης με έμφαση στην κριτική εγκληματολογία. Εν συνεχεία αναδεικνύεται η κριτική φύση της εγκληματολογίας και το αναστοχαστικό δυναμικό, το οποίο απορρέει από αυτήν για το ποινικό δίκαιο. Ακολουθεί η εισαγωγή του αναγνώστη στο ζήτημα των σχέσεων του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας στο ειδικότερο πεδίο των ποινικών κυρώσεων, ένα προνομιακό πεδίο συνεργασίας των δύο κλάδων, όπως παραδοσιακά υποστηρίζεται. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η θεματική των σχέσεων των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες, στην οποία εστιάζει το Β΄ Μέρος της παρούσας μονογραφίας, χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό και ερευνώνται οι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτό. Έπεται ένα αναλυτικό υποκεφάλαιο, στο οποίο καταστρώνονται τα μεθοδολογικά θεμέλια ελέγχου συμβατότητας των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες. Οι λιγοστές προϋπάρχουσες απόπειρες διαφώτισης των σχέσεων μεταξύ των θεωριών ποινής και των εγκληματολογικών θεωριών είτε δεν ακολουθούν καμία μεθοδολογία είτε εμπεριέχουν στοιχειώδεις μεθοδολογικές αναφορές. Προτείνεται ένα δίβαθμο μοντέλο υποβοήθησης του «συμπερασμού προς την καλύτερη εξήγηση» της συμβατότητας των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες. Σε μια πρώτη βαθμίδα ελέγχονται οι παραδοχές μιας θεωρίας ποινής υπό το πρίσμα βασικών κριτηρίων διάκρισης της παραδοσιακής και της εν ευρεία εννοία νοούμενης κριτικής εγκληματολογίας, ενώ σε μια δεύτερη βαθμίδα επιστρατεύονται ειδικότερα κριτήρια ελέγχου συμβατότητας των θεωριών ποινής με τις εγκληματολογικές θεωρίες. Έπειτα, στη βάση αυτής της μεθοδολογίας συσχετίζονται με εγκληματολογικές θεωρίες και εγκληματολογικές παραδοχές οι εξής θεωρίες ποινής: η ανταπόδοση, η ειδική πρόληψη με τις επιμέρους εκδοχές της (αποτροπή, βελτίωση, αχρήστευση), η αρνητική γενική πρόληψη, η θετική γενική πρόληψη, οι εκφραστικές θεωρίες ποινής, οι συνδυαστικές θεωρίες ποινής, η επανορθωτική δικαιοσύνη, οι θυματοκεντρικές θεωρίες ποινής αλλά και η ευρύτερη κατηγορία των εργαλειακών θεωριών ποινής, στην οποία δύνανται να υπαχθούν όλες οι προηγούμενες θεωρίες στον βαθμό που γίνεται μια εργαλειακή τους χρήση. Εν συνεχεία αναλύεται η διττή επίδραση της προσέγγισης της ετικέτας -αναλόγως και των επιμέρους εκδοχών και προσλήψεών της- σε θεωρίες ποινής (ιδίως στις θεωρίες των Braithwaite/Pettit και του v. Hirsch), αλλά και σε τάσεις σχετικοποίησης της ποινής. Όσον αφορά τις τάσεις σχετικοποίησης ή και απονομιμοποίησης της ποινής που φέρουν την σφραγίδα επιρροής της προσέγγισης της ετικέτας παρουσιάζονται οι λεγόμενες «κατά παρέκκλιση διαδικασίες», η ριζική μη παρέμβαση, αλλά και προτάσεις της κριτικής εγκληματολογίας, όπως η υπέρβαση του ποινικού δικαίου της ανισότητας και ο καταργητισμός (abolitionism). Τέλος, αναφέρονται παραδείγματα αποκλιμάκωσης της ποινικής καταστολής ή και σχετικοποίησης της ποινής από την ελληνική έννομη τάξη που μπορούν να ερμηνευτούν ως εφαρμογές της προσέγγισης της ετικέτας και της κριτικής εγκληματολογίας.
Η μονογραφία ολοκληρώνεται με μια σύνοψη των βασικών συμπερασμάτων.
Σελ. 5
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Θεωρίες ποινής
1. Το ζήτημα του ορισμού της ποινής
Σύμφωνα με τον διάσημο ποινολόγο D. Garland τα ερωτήματα «ποια είναι η ουσιαστική φύση της ποινής;» ή «ποια είναι η αιτία της ποινής;» μάς αναγκάζουν να λάβουμε θέση υπέρ μίας εκ των περισσότερων θεωρητικών προσεγγίσεων. Αυτή η φιλοσοφική «ουσιοκρατία» (philosophical essentialism) πρέπει όμως να απορριφθεί, διότι επιβάλλει χωρίς λόγο μια αναγωγιστική και μονοδιάστατη κατανόηση της προβληματικής. Η ποινή δεν μπορεί κατά τον Garland να απομοιωθεί σε ένα μόνο νόημα ή σε έναν μόνο σκοπό. Ως εκ τούτου δεν επιδέχεται έναν λογικό ή τυποκρατικό ορισμό, παρόλες τις επιδιώξεις ορισμένων φιλοσόφων της ποινής· ένας κοινωνικός θεσμός -όπως η ποινή- που ενσωματώνει και συμπυκνώνει ένα φάσμα σκοπών κι ένα συσσωρευμένο βάθος ιστορικού νοήματος δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε έναν ορισμό. Αντίθετα, στο πλαίσιο της θεωρίας ποινής, η οποία καλλιεργείται εντός του ποινικού δικαίου, οι απόπειρες ορισμού της ποινής αποτελούν την κρατούσα τάση. Εντούτοις, η ποινικολόγος T. Hörnle, η οποία -όπως προκύπτει- είναι εξοικειωμένη με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία της ποινής, υπέδειξε πρόσφατα τί πρέπει τουλάχιστον να αποφεύγει ένας ορισμός της ποινής, στη βάση μιας επιχειρηματολογίας που έχει ενσωματώσει κατ’ αποτέλεσμα τις ανωτέρω επιφυλάξεις του Garland, έστω κι αν δεν θεμελιώνεται με αναφορά στις απόψεις του. Ειδικότερα, κατά τη Hörnle, ο ορισμός της ποινής -ο οποίος διαφέρει από τη θεμελίωσή της- πρέπει να αποφεύγει δύο «κακοτοπιές»: Πρώτον, στον ορισμό της ποινής δεν έχει θέση μια «ουσιοκρατική κατανόηση» (essential understanding), καθώς η ποινή αποτελεί έναν κοινωνικό θεσμό κι όχι ένα άχρο-
Σελ. 6
νο και προ-κοινωνικό φαινόμενο. Ως προς αυτό το σημείο οι απόψεις των Hörnle και Garland ταυτίζονται. Δεύτερον, ο ορισμός της ποινής πρέπει να παρακάμπτει το πρόβλημα των «εξ ορισμού φραγμών» (definitional stops), το οποίο έχει αναδείξει ο H.L.A. Hart. Πρόκειται για την ένταξη στον ορισμό της ποινής τεχνητών και υπεραπλουστευτικών περιορισμών, με τη βοήθεια των οποίων προαποφασίζονται ζητήματα, τα οποία δεν είναι δεδομένα και πρέπει να κριθούν επέκεινα του ορισμού της ποινής, πχ. ζητήματα που αφορούν τη θεμελίωση της ποινής.
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη στο ποινικό δίκαιο άποψη, την ποινή συγκροτούν τέσσερα βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά: α) Η ποινή αποτελεί ένα malum passionis, εμπεριέχει δηλαδή το στοιχείο της οδυνηρής μεταχείρισης, συνιστώντας ένα δεινό για τον δράστη. β) Επιπλέον, περιλαμβάνει το στοιχείο της κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας σου δράστη. γ) Εξάλλου, έχει έναν αναδρομικό-οπισθοσκοπικό (backward-looking) χαρακτήρα, καθώς επιβάλλεται στον δράστη ενός παρελθοντικού αδικήματος, ως συνέπεια της παράβασης του νόμου. δ) Αρμόδια για την επιβολή της είναι οι συντεταγμένη πολιτεία. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία της ποινής συνοψίζει ο κλασικός ορισμός του Χωραφά: «Η ποινή είναι κακόν υπό νόμου τινός απειλούμενον και υπό του ποινικού δικαστού καταγιγνωσκόμενον κατά του δράστου ωρισμένης αδικοπραγίας ως εκδήλωσις ιδιαιτέρας αποδοκιμασίας αυτού υπό της εννόμου τάξεως».
Ο οπισθοσκοπικός χαρακτήρας της ποινής, ο οποίος κατά τα ανωτέρω συνιστά εννοιολογικό της γνώρισμα, ευνόησε τη διάδοση της αντίληψης ότι η ανταπόδοση δεν αποτελεί θεωρία θεμελίωσης της ποινής, αλλά στοιχείο του ορισμού της. Την άποψη αυτή χαρακτηρίζει ο Zaibert ως λαθραία εισαγωγή ανταποδοτισμού στον ορισμό της ποινής (smuggle retributivism into the definition), αποκρούοντάς την με δύο επιχειρήματα. Αφενός, ο Zaibert επικαλείται την υπόδειξη του Hart περί του κινδύνου των «εξ ορισμού φραγμών» προκειμένου να καταδείξει ότι το οπισθοσκοπικό στοιχείο του ορισμού της ποινής υποβαθμίζεται σε μια καταχρηστική επιχειρηματολογική απαγόρευση μιας θεωρίας θεμελίωσης της ποινής. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι ο αποκλειστικός εντοπισμός του στοιχείου της ανταπόδοσης εντός του ορισμού της ποινής εξασθενίζει την κανονιστική της ισχύ. Ένα περαιτέρω αντεπιχείρημα κατά της θεώρησης ότι η αντα-
Σελ. 7
πόδοση συνιστά ένα αναγκαίο στοιχείο του οπισθοσκοπικού ορισμού της ποινής προκύπτει από τη θέση ότι είναι δυνατή ακόμη και η ανταπόδοση μελλοντικών πράξεων.
Εξάλλου, κατά τη Hörnle, ένας μινιμαλιστικός ορισμός ποινής δεν χρειάζεται να ενσωματώσει το στοιχείο της αποδοκιμασίας του δράστη, καθώς αυτό μπορεί να μετατοπιστεί στο επίπεδο της θεμελίωσης της ποινής. Πέραν απ’ το ότι το στοιχείο της αποδοκιμασίας ελλείπει από τα μέτρα ασφαλείας, εκτιμώ ότι με τον μινιμαλιστικό ορισμό της ποινής, η Hörnle, ως οπαδός των εκφραστικών-επικοινωνιακών θεωριών της ποινής, επιθυμεί να απαλλαγεί εκ των προτέρων από έναν περαιτέρω «εξ ορισμού φραγμό», ο οποίος θα μπορούσε να επηρεάσει μια νομιμοποίηση της ποινής βασιζόμενη στο στοιχείο της έκφρασης αποδοκιμασίας στον δράστη. Με άλλα λόγια, ο ενδεχόμενος «εξ ορισμού φραγμός» θα λάμβανε εν προκειμένω την εξής μορφή: Η αποδοκιμασία του δράστη συμπεριλαμβάνεται ήδη στον ορισμό της ποινής. Έναν τέτοιον «εξ ορισμού φραγμό» κατά των επικοινωνιακών θεωριών της ποινής που δίνουν έμφαση στην αναλογία μεταξύ ποινής και εκφερόμενης στον δράστη αποδοκιμασίας, έχει ήδη επικαλεστεί ο Kaspar: «Η μομφή που συνδέεται με την ανάλογη προς την πράξη ποινή δεν συνιστά κάποιο δικαιολογητικό σκοπό της ποινής, αλλά απλώς περιγράφει την ουσία της».
Διαφοροποιημένη είναι η άποψη του Ν. Ανδρουλάκη ως προς τους «εξ ορισμού φραγμούς» της ποινής, αλλά και ως προς την ουσιοκρατική σύλληψή της. Κατά τον συγγραφέα δεν πρόκειται για τεχνητά δημιουργήματα, αλλά για περιορισμούς που απορρέουν από τη φύση του πράγματος που είναι η ποινή. Μάλιστα ο Ν. Ανδρουλάκης εισηγείται την ένταξη στον ορισμό της ποινής πρόσθετων φραγμών, μεταξύ άλλων για να αποκλειστεί η τιμώρηση των νομικών προσώπων. Ένας πρόσθετος τέτοιος φραγμός αποτυπώνεται στον ορισμό της ποινής που διατύπωσε ο Ν. Ανδρουλάκης, ο οποίος έχει ως εξής. «Ποινή είναι μία προβλεπόμενη από τον νόμο σκληρή, δηλ. στιγματιστική και οδυνηρή μεταχείριση, η οποία επιβάλλεται, προκειμένου να γίνει αισθητή ως τέτοια, σε κάποιον από την Πολιτεία ως αποκλειστική έκφραση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας για μία αντικανονική συμπεριφορά του».
Κατά του ανωτέρω ορισμού της ποινής και ιδίως της προσθήκης του στοιχείου της σκοπούμενης βίωσης της ποινής ως σκληρής μεταχείρισης, εκφράστηκε ο αντίλογος ότι εγκαταλείπεται το επίπεδο του ορισμού της ποινής και ότι η όλη σύλληψη μεταπί-
Σελ. 8
πτει σε μια θεωρία σκοπού της ποινής. Έχουν όμως όντως έτσι τα πράγματα; Διαψεύδεται εν τέλει o Zaibert, ο οποίος επανειλημμένα υπογραμμίζει ότι -σε αντίθεση με τον ανταποδοτισμό- δεν γνωρίζει να έχει γίνει ποτέ μια απόπειρα λαθραίας εισαγωγής συνεπειοκρατίας στον ίδιο τον ορισμό της ποινής; Στον βαθμό που υπό σε μια θεωρία σκοπού εμπίπτουν οι συνέπειες που αποδεδειγμένα έχει η ποινή στην πρακτική εφαρμογής της, τουτέστιν εφόσον ως θεωρία σκοπού νοηθεί μια συνεπειοκρατική θεωρία ποινής, ο Ν. Ανδρουλάκης ξεκαθαρίζει ότι εν προκειμένω δεν μας ενδιαφέρει η ενδεχομενική επέλευση της συνέπειας. Το ζήτημα αν η ποινή θα γίνει και υποκειμενικά αισθητή ως δεινό παραμένει ανοικτό· διότι δεν πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψιν του το κακό που είναι η ποινή, αλλά εκείνο το οποίο πρέπει να είναι. Επομένως ο Ανδρουλάκης δεν εισάγει λαθραία μια θεωρία σκοπού στον ορισμό της ποινής που αποβλέπει στις εμπειρικές της συνέπειες, δηλαδή μια συνεπειοκρατική θεωρία, αλλά προσθέτει έναν εσωτερικό σκοπό που συνδέεται εγγενώς με την ποινή και πραγματούται αναγκαία κάθε φορά που αυτή επιβάλλεται.
Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της ποινικής κύρωσης δεν έχει απασχολήσει μόνο θεράποντες της κοινωνιολογίας της ποινής, της φιλοσοφίας της ποινής, καθώς και του ποινικού δικαίου διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά έχει καταστεί και υπερεθνικό αντικείμενο επεξεργασίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ, με την απόφαση του Engel κ.λπ. κατά των Κάτω Χωρών, κατέστρωσε το 1976 τρία κριτήρια διάγνωσης του ποινικού χαρακτήρα μιας κύρωσης. Βάσει του πρώτου κριτηρίου, το οποίο δεν είναι το αποφασιστικό, εξετάζεται κατά πόσον μια κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα σύμφωνα τον εθνικό νομοθέτη. Σε περίπτωση που αυτό το κριτήριο δεν πληρούται, τότε πρέπει να καταφύγουμε σε δύο πρόσθετα κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται εναλλακτικά ή ακόμη και σωρευτικά, ώστε να αξιολογηθεί ο ποινικός χαρακτήρας της κύρωσης. Σύμφωνα με το δεύτερο κριτήριο, σημαντικό στοιχείο είναι ο αριθμός των κοινωνών, στους οποίους απευθύνεται η κύρωση, καθώς αν αυτή αποβλέπει στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, τούτο συνηγορεί υπέρ του ποινικού της χαρακτήρα. Αποφασιστικός είναι και ο σκοπός της κύρωσης, καθώς αν αυτή περιορίζεται στην επανόρθωση της ζημίας, δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με κυρώσεις που έχουν κατασταλτικές ή προληπτικές στοχεύσεις, όπως τη μεί-
Σελ. 9
ωση της υποτροπής. Τον ποινικό χαρακτήρα μιας κύρωσης ενδεικνύει και το θιγόμενο έννομο αγαθό, εφόσον αυτό ανήκει σε εκείνα που προστατεύονται από το ποινικό δίκαιο. Το τρίτο κριτήριο αφορά την αυστηρότητα μιας κύρωσης. Στερητικές της ελευθερίας κυρώσεις έχουν σαφώς ποινικό χαρακτήρα, όπως και χρηματικές ποινές που σε περίπτωση μη απότισής τους συνεπάγονται την κράτηση του πολίτη ή την εγγραφή της κύρωσης στο ποινικό μητρώο. Συνεπώς και το ΕΔΔΑ δέχεται ότι τόσο το στοιχείο του δεινού της ποινής, π.χ. ο εγκλεισμός του δράστη, όσο και αυτό της αποδοκιμασίας του δράστη, π.χ. η εγγραφή της κύρωσης στο ποινικό μητρώο, εμπίπτουν στον εννοιολογικό πυρήνα της ποινικής κύρωσης.
2. Τα πολλαπλά επίπεδα νομιμοποίησης της ποινής
Ο προσδιορισμός της έννοιας της ποινής ή η αναζήτηση του βασικού σκοπού της δεν δύνανται να δώσουν μια ενιαία και αυτοδύναμη απάντηση σε μια σειρά ερωτημάτων που θέτει η νομιμοποίηση ενός πολύπτυχου κοινωνικού θεσμού, όπως είναι αυτός της ποινής. Ειδικότερα, σύμφωνα με νεότερες εξελίξεις στο πλαίσιο της θεωρίας ποινής, το ζήτημα της δικαιολόγησης της ποινής θέτει ερωτήματα περισσότερων επιπέδων. Πρέπει -πρώτον- το κράτος να απειλεί και -δεύτερον- να επιβάλλει ποινές ενόψει του κόστους που αυτές συνεπάγονται για την κοινωνική ολότητα; Επιπλέον μπορεί να νομιμοποιηθεί η απειλή και η επιβολή ποινών από την σκοπιά των θιγόμενων πολιτών; Ο διάλογος κινείται επομένως σε δύο επίπεδα, τα οποία μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους. Η μία οπτική αφορά τη σχέση της ποινής με την κοινωνία, για την οποία ενδείκνυνται κυρίως οι συνεπειοκρατικές προσεγγίσεις· η ποινή όμως πρέπει να νομιμοποιηθεί και από τη σκοπιά των θιγομένων πολιτών, για τούς οποίους καθοριστικοί είναι οι δεοντοκρατικοί περιορισμοί, ο σεβασμός των ατομικών τους δικαιωμάτων, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αρχής της ενοχής.
Το ερώτημα λοιπόν του νοήματος της ποινής εξειδικεύεται μέσω μιας σειράς υποερωτημάτων:
Σελ. 10
1. Ποιος είναι ο σκοπός των ποινικών κανόνων; Για ποιόν λόγο προβαίνει το κράτος στη νομοθετική απειλή ποινών;
2. Νομιμοποιείται η πρόβλεψη ποινικών νόμων; Είναι νόμιμη η απειλή ποινών από τη σκοπιά των πολιτών που έρχονται αντιμέτωποι με αυτήν τη δαμόκλειο σπάθη;
3. Ποιο νόημα έχουν οι ποινικές καταδίκες; Για ποιόν λόγο επιβάλλει το κράτος ποινές;
4. Είναι θεμιτή η επιβολή ποινών στους τιμωρούμενους; Νομιμοποιείται η επιβολή ποινών από τη σκοπιά των θιγομένων πολιτών;
5. Ποια κριτήρια νομιμοποιούν την επιμέτρηση της ποινής;
6. Ποια κριτήρια νομιμοποιούν την έκτιση της ποινής;
Όπως θα διαπιστώσουμε στην πορεία, οι λεγόμενες «θεωρίες κατανομής επιπέδων ποινής», οι οποίες ενέχουν ευρύτερες στοχεύσεις, επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε περισσότερα από αυτά τα ερωτήματα. Π.χ. η θεωρία ποινής του v. Feuerbach περιλαμβάνει πέντε επιμέρους θεωρίες που απαντούν στα πρώτα πέντε ερωτήματα καθώς και μια θεωρία για την έννοια της ποινής. Εντούτοις, δεν ανήκει στους ερευνητικούς στόχους της παρούσας μονογραφίας η διεξοδική πραγμάτευση θεμάτων επιμέτρησης και έκτισης ποινής. Η επέκταση σε τέτοια ζητήματα γίνεται με στοχευμένες παρεμβάσεις, δηλαδή μόνο εκεί όπου κρίνεται αναγκαία, ιδίως σε περιπτώσεις που μια θεωρία ποινής ή μια εγκληματολογική θεωρία συνδέεται στενά με την επιμέτρηση ή την έκτιση της ποινής.
3. Οι συνήθεις διακρίσεις των θεωριών ποινής
3.1 Η γερμανική διάκριση μεταξύ απο-λύτων («απολελυμένων») και σχετικών θεωριών ποινής: μια πρώτη προσέγγιση
Συντριπτικά κρατούσα στον γερμανικό διάλογο περί θεωριών ποινής –όχι μόνο στον νομικό, αλλά και στον εγκληματολογικό, όπως επίσης και στον (δικαιο)φιλοσοφικό– είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στις απόλυτες και τις σχετικές θεωρίες ποινής (absolute / relative Straftheorien). Η ως άνω ορολογική διαφοροποίηση ανατρέχει στις λατινικές φράσεις «poena absoluta est ab effectu» και «poena relata est ad effectum».
Με τη βοήθεια των ανωτέρω λατινικών φράσεων διατυπώνεται ένας μινιμαλιστικός ορισμός των θεωριών ποινής: κατά τις απόλυτες θεωρίες, η ποινή είναι αποδεσμευμένη από κάποιον εξωτερικό σκοπό, φέρει δε εντός αυτής το νόημά της, ενώ κατά τις σχετικές θεωρίες η ποινή επιβάλλεται χάριν ορισμένου σκοπού. Σύμφωνα με έναν άλλον, πιο διεξοδικό, ορισμό, το βασικό εννοιολογικό στοιχείο των απολύτων θεωρι-
Σελ. 11
ών έγκειται στην προσπάθειά τους να θεμελιώσουν την ποινή ανεξάρτητα από τα όποια αποτελέσματα αυτή θα μπορούσε (δυνητικά) να έχει στο μέλλον, ενώ η πεμπτουσία των σχετικών θεωριών συνίσταται στην επίκληση των θετικών αποτελεσμάτων της ποινής, συνήθως της πρόληψης νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Κατά έναν παραπλήσιο ορισμό, η νομιμοποίηση των σχετικών θεωριών ανευρίσκεται στο μέλλον, αντιστρόφως των απολύτων θεωριών στο παρελθόν, ήτοι στην ίδια την πράξη.
Στo πλαίσιo των σχετικών θεωριών έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις ως προς τον τρόπο επίτευξης των προληπτικών αποτελεσμάτων, οι οποίες συνοψίζονται στην ειδική και την γενική πρόληψη, με τις υποκατηγορίες τους. Η ειδική πρόληψη εκκινεί από την προκείμενη ότι είναι δυνατό να επηρεαστούν οι καταδικασθέντες δράστες ούτως ώστε να μειωθεί η πιθανότητα διάπραξης περαιτέρω εγκλημάτων από τους ίδιους, η δε γενική πρόληψη προϋποθέτει ότι μπορούν να επηρεαστούν θετικά από την ποινή τα μέλη ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Σε επίπεδο ορολογίας αξίζει να σημειωθεί ότι οι απόλυτες θεωρίες ποινής αποκαλούνται ενίοτε και κλασικές. Μια πιθανή ερμηνεία γι’ αυτήν τη σημασιολογική διάσταση του όρου «κλασικές θεωρίες» ανατρέχει στην λεγόμενη κλασική σχολή του ποινικού δικαίου (F. Carrara, K. v. Birkmeyer, K. Binding κ.ά.). Αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία των ιδεών κυρίως για την προσήλωσή της στις απόλυτες θεωρίες της ποινής. Πράγματι, η σχολή αυτή εκκινεί από τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της ποινής, ωστόσο πολλοί εκφραστές της θα εκλάβουν την ανταπόδοση και ως μέσον επίτευξης της γενικής πρόληψης. Στην εδραίωση του όρου «κλασική σχολή» συνέβαλαν βέβαια όχι τόσο οι ίδιοι οι «κλασικιστικές», αλλά η ιταλική και η γερμανική θετική σχολή. Στο πρόσωπο των «κλασικιστών» (εφ)ηύραν οι «θετικιστικές» τον αναγκαίο αντίπαλο, το σύμβολο των παραδοσιακών ιδεών, εναντίον των οποίων θα διατράνωναν την ρήξη τους. Κατά μία άλλη ερμηνεία, οι απόλυτες θεωρίες της ποινής χαρακτηρίζονται και ως κλασικές λόγω της σύνδεσής τους με τον γερμανικό ιδεαλισμό (E. Kant, G.F.W. Hegel).
3.2 Η αγγλοσαξονική διάκριση ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών ποινής: μια πρώτη προσέγγιση
Η αντίστοιχη –προς το δίπολο «απόλυτες (κλασικές) / σχετικές»– διάκριση που φαίνεται να έχει επικρατήσει στον γενικότερο αγγλοσαξονικό διάλογο είναι αυτή ανάμε-
Σελ. 12
σα στις ανταποδοτικές και τις συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής (retributive / consequentialist theories of punishment), χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν εδώ αρκετές άλλες ταξινομικές παραλλαγές ή εκδοχές. Σύμφωνα με τις ανταποδοτικές προσεγγίσεις, η εγκληματική παράβαση αυτή καθ΄εαυτήν δικαιολογεί ήδη μια απάντηση· το γεγονός ότι κάποιος έχει διαπράξει ένα έγκλημα είναι από μόνο του επαρκής λόγος για να ληφθεί κάποιο μέτρο καταλογισμού ευθύνης, καθώς οι παραβάτες αξίζουν να θεωρούνται υπεύθυνοι ακριβώς για τη διάπραξη μιας παράβασης ενός συγκεκριμένου είδους. Σε αντίθεση με τον ανταποδοτισμό, όπου η ποινή μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε σχέση με την παρελθοντική παράβαση, η συνεπειοκρατία στην ποινή, όπως σε όλους τους άλλους τομείς, είναι στραμμένη προς το μέλλον [«εμπροσθοσκοπική» (forward-looking)], καθώς θεμελιώνει τις τιμωρητικές πρακτικές σε μια αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους.
3.3 Η σύγκριση της κρατούσας γερμανικής και αγγλοσαξονικής διάκρισης των θεωριών ποινής και η διάδοση αυτών
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι παρά τη χρήση διαφορετικών σημαινομένων, υφίσταται μια δομική αντιστοιχία μεταξύ της αγγλοσαξονικής και της γερμανικής διάκρισης. Άλλωστε η ορολογία «ανταποδοτική θεωρία ή ποινή» (Vergeltungstheorie, Vergeltungsstrafe) απαντά κατά κόρον και στον γερμανικό διάλογο, σημαίνεται δε δι’ αυτής είτε μία εκ των απολύτων θεωριών είτε ακόμη και το σύνολό τους. Από την άλλη, ο όρος «απόλυτες θεωρίες» ενδεικνύει κάτι αδιαπραγμάτευτο, κάτι ανυποχώρητο, σε αντίθεση με τον όρο «ανταποδοτικές θεωρίες ποινής. Αντίστροφα, ο όρος «σχετικές θεωρίες ποινής» δεν φαίνεται να προϋποθέτει εννοιολογικά ότι οι εν λόγω θεωρίες αποβλέπουν σε συνέπειες, σε αντίθεση με τον όρο «συνεπειοκρατικές» που στρέφει τουλάχιστον τη γλωσσική μας προκατανόηση προς την κατεύθυνση των συνεπειών της ποινής.
Η αντίστιξη μεταξύ των απολύτων και των σχετικών θεωριών ποινής έχει υιοθετηθεί εκτεταμένα και στο πλαίσιο της ελληνικής νομικής και εγκληματολογικής επιστήμης.
Σελ. 13
3.4 Η αμφισβήτηση της γερμανικής διάκρισης
Εντούτοις, οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα επεφύλασσαν στη θεωρία της ποινής μια κατακρήμνιση βεβαιοτήτων, η οποία ευθυγραμμίζεται ιστορικά με το ευρύτερο αναθεωρητικό πνεύμα της εποχής [Zeitgeist]. Υπό το φως των νεότερων εξελίξεων στον ραγδαία πλέον αναπτυσσόμενο κλάδο της θεωρίας της ποινής, οι ως άνω διακρίσεις ετέθησαν προσφάτως –έστω και από μια μειοψηφία– υπό αμφισβήτηση. Σε αυτό το πνεύμα η Hörnle επισημαίνει ότι η γερμανική διχοτόμηση των θεωριών της ποινής σε σχετικές και απόλυτες δεν είναι πειστική, καθότι δεν έχει αποσαφηνιστεί τι είναι αυτό που καθιστά μια θεωρία απόλυτη· η γερμανική συζήτηση πάσχει από την τάση της να χαρακτηρίζει όλες τις μη προληπτικές νομιμοποιήσεις της ποινής ως «απόλυτες» με έναν ουσιωδώς αδιαφοροποίητο τρόπο. Ο όρος «απόλυτη θεωρία ποινής» επικρίνεται ως θολός και εν τέλει περιττός. Περαιτέρω, η κατάταξη της θεωρίας της θετικής γενικής πρόληψης στη μία ή στην άλλη πλευρά του διπόλου, ήτοι στις απόλυτες ή στις σχετικές θεωρίες –ή και στις δύο– απέβη τελικά δυσχερής ή και ατελέσφορη. Οι αντοχές του ανωτέρω ταξινομικού σχήματος δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο ύστερα από την ανάδυση νεότερων θεωριών ποινής, ιδίως κατόπιν της διάδοσης των λεγόμενων εκφραστικών θεωριών.
3.5 Η αμφισβήτηση της αγγλοσαξονικής διάκρισης και οι εργαλειακές θεωρίες ποινής
Mutatis mutandis, έχει υποστηριχθεί ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί το αγγλοσαξονικό ταξινομικό πλαίσιο που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, βάσει του οποίου οι θεωρίες ποινής κατατάσσονται σε ανταποδοτικές και συνεπειοκρατικές.
3.5.1 Οι εγγενείς (intrinsic) και οι εργαλειακές (instrumental) θεωρίες ποινής: Η εγγενής αξία της οδύνης του δράστη ως η πεμπτουσία της ανταπόδοσης;
Οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της ανταπόδοσης στον αγγλοσαξονικό διάλογο υπολαμβάνουν ότι «αυτό το οποίο αξίζει» (desert) ο δράστης, αυτό που του αναλογεί, συνιστά την
Σελ. 14
κεντρική έννοια της ανταποδοτικής θεωρίας· συνεπώς κατ’ αυτούς η ποινή δικαιολογείται με γνώμονα «αυτό το οποίο αξίζει» ο δράστης. Νομιμοποιούμαστε να επιβάλλουμε ποινή, επειδή οι δράστες την αξίζουν, αξίζουν δηλαδή να τιμωρούνται ή και να υποφέρουν! Μάλιστα κατά μία διαδεδομένη προσέγγιση, την οποία ακολουθεί και ένας από τους πιο επιφανείς υπερμάχους των σύγχρονων -αμιγώς-ανταποδοτικών θεωριών, o Michael Moore, η ειδοποιός διαφορά μιας ανταποδοτικής θεωρίας έγκειται στην άποψη ότι αποτελεί ένα εγγενές αγαθό (intrinsic good) να λάβουν οι ένοχοι «αυτό που τους αξίζει» (receiving their just deserts). Ο πόνος, η οδύνη του δράστη είναι ένα εγγενές αγαθό! Και αντίστροφα: Η δίκαιη ανταπόδοση δεν αποτελεί ένα εργαλειακό αγαθό (instrumental good), δεν αποτελεί δηλαδή μια ποινή που προκαλεί την ύπαρξη άλλων καταστάσεων (states of affairs), οι οποίες είναι καλές.
Αν λοιπόν το διακριτικό γνώρισμα των ανταποδοτικών θεωριών ιδωθεί στην εγγενή αξία (intrinsic value) της αντάξιας τιμωρίας των ενόχων δραστών για τις άδικες πράξεις τους, τούτο φαίνεται να συνηγορεί -σε μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον- κατά της διάκρισης των θεωριών ποινής σε ανταποδοτικές και συνεπειοκρατικές και υπέρ της κατάταξης αυτών σε ανταποδοτικές θεωρίες αφενός και εργαλειακές αφετέρου. Ως εργαλειακές θεωρίες νοούνται αυτές, στις οποίες η ποινή δεν αποτελεί ένα εγγενές, αλλά ένα εργαλειακό αγαθό, έχει δηλαδή εργαλειακή αξία, ιδίως για τη μείωση της εγκληματικότητας. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο αναδύθηκε στον νεότερο αγγλοσαξονικό διάλογο μια τάση διχοτόμησης των θεωριών ποινής σε ανταποδοτικές και εργαλειακές θεωρίες ή και ευρύτερα ανάμεσα σε αυτές που η ποινή έχει εγγενή αξία –με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ανταποδοτικές θεωρίες- και σε εκείνες που η ποινή έχει εργαλειακή αξία.
Σελ. 15
3.5.2 Το φιλοσοφικό και το ποινολογικό (εργαλειακό) παράδειγμα των θεωριών ποινής κατά τον D. Garland – Οι εργαλειακές θεωρίες ποινής στον γερμανικό διάλογο
Σε μια ιδρυτική μελέτη του για τον κλάδο της κοινωνιολογίας της ποινής, ο D. Garland διακρίνει μεταξύ δύο διαφορετικών παραδειγμάτων των θεωριών ποινής. Το πρώτο παράδειγμα, το οποίο ο Garland αποκαλεί φιλοσοφικό, εξετάζει την ποινή υπό το πρίσμα του ερωτήματος «τί είναι δίκαιο;» Η μέθοδος με την οποία απαντάται αυτό το ερώτημα είναι ο φιλοσοφικός αναστοχασμός και η ηθική ενόραση. Το δεύτερο παράδειγμα, το οποίο ο Garland χαρακτηρίζει ως ποινολογικό, αντιμετωπίζει την ποινική δικαιοσύνη με εργαλειακούς όρους. Οι ποινικές κυρώσεις θεωρούνται τεχνικά εργαλεία ελέγχου του εγκλήματος, έτσι ώστε να αξιολογούνται από τη σκοπιά της αποτελεσματικότητάς τους και της στάθμισης κόστους-οφέλους. Καθώς το ποινολογικό παράδειγμα υιοθετεί μια εργαλειακή σύλληψη της ποινής, δεν εξετάζει το ερώτημα «τί είναι δίκαιο;», αλλά το ερώτημα «τί αποδίδει»; Συνεπώς ο Garland ταυτίζει το ποινολογικό παράδειγμα με την εργαλειακή χρήση της ποινής για τον έλεγχο του εγκλήματος. Κατ’ αποτέλεσμα, η προσέγγιση του Garland συμφωνεί μερικώς με την ανωτέρω περιγραφείσα τάση διχοτόμησης των θεωριών ποινής σε εγγενείς και εργαλειακές, καθώς στο ποινολογικό παράδειγμα εμπίπτουν κατά τον Garland οι θεωρίες που έχουν εργαλειακό χαρακτήρα. Στον άλλο πόλο της διάκρισης των θεωριών ποινής υπάγονται κατά τον ίδιο ευρύτερα οι θεωρίες που είναι προϊόν φιλοσοφικού στοχασμού κι όχι απλώς εκείνες που εκλαμβάνουν την ποινή ως εγγενές αγαθό.
Η κατηγορία των εργαλειακών θεωριών της ποινής απαντά και στον γερμανικό διάλογο. Ως εργαλειακές θεωρίες νοούνται αυτές που αποσκοπούν στη μείωση της εγκληματικότητας, δηλαδή οι προληπτικές θεωρίες ποινής. Οι εργαλειακές θεωρίες ποινής αναφέρονται συχνά σε ένα πλαίσιο αντιπαραβολής τους με τις εκφραστικές-συμβολικές θεωρίες ποινής. Οι δύο ως άνω κατηγορίες θεωριών ποινής εκλαμβάνονται ως εξειδικεύσεις δύο διαφορετικών λειτουργιών του ποινικού δικαίου: αφενός της εργαλειακής λειτουργίας του, δηλαδή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως μέσου αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, αφετέρου της συμβολικής-εκφραστικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου, μέσω της οποίας επικοινωνούνται ορισμένα μηνύματα στους κοινωνούς του δικαίου ή σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
Σελ. 16
4. Το πρόβλημα της ταύτισης των ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών της ποινής με τις δεοντοκρατικές και τις συνεπειοκρατικές θεωρίες της ηθικής
Συχνά υπολαμβάνεται ότι η διάκριση μεταξύ αναταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών της ποινής συμπίπτει με τη διάκριση μεταξύ δεοντοκρατικών και συνεπειοκρατικών θεωριών της ηθικής, όπως αυτή γίνεται ευρύτερα αντιληπτή στην ηθική φιλοσοφία, ειδικότερα στο πλαίσιο της κανονιστικής ηθικής και της πολιτικής ηθικότητας. Κατ’ αυτήν την αντίληψη, οι ανταποδοτικές θεωρίες ποινής είναι δέσμιες μιας δεοντοκρατικής ηθικής και οι συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής κινούνται αυτονοήτως εντός του πλαισίου των συνεπειοκρατικών θεωριών της ηθικής. Η ταύτιση των δύο ως άνω διακρίσεων είναι μεν αρκετά διαδεδομένη, πλην όμως υποστηρίζεται ότι απορρέει από μια εννοιολογική και κατηγορική σύγχυση, τουλάχιστον σύμφωνα με την επιχειρηματολογία αυτών που ταξινομούν τις θεωρίες ποινής με βάση το ερώτημα αν η ποινή νοείται ως εγγενές ή ως εργαλειακό αγαθό.
Κατά τους εκπροσώπους της «ανατρεπτικής» άποψης, η ανταπόδοση, ως θεωρία ποινής, μπορεί να παρακάμψει την κλασική αντίρρηση που εγείρεται εναντίον της, ότι καθιστά υποχρεωτική την τιμωρία ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτή δεν έχει κανένα κοινωνικό όφελος ή είναι αντιπαραγωγική. Ειδικότερα, μια ανταποδοτική θεωρία ποινής μπορεί να συνδυαστεί με μια συνεπειοκρατική θεωρία ηθικής, έτσι ώστε να παρακαμφθεί η τιμώρηση κάποιου ενόχου και να διασφαλιστεί (μέσω της μαρτυρίας του) η τιμώρηση ενός άλλου ενόχου για ένα βαρύτερο αδίκημα ή και περισσοτέρων ενόχων. Από την οπτική ενός οπαδού του «συνεπειοκρατικού ανταποδοτισμού», ανεξάρτητα από το πόσο εγγενώς αγαθό είναι να λαμβάνουν οι ένοχοι την τιμωρία που αξίζουν, ένα αγαθό αυτού του είδους πρέπει να προτιμάται περισσότερο, αντί για λιγότερο. Μεταξύ άλλων, ο συνδυασμός αυτός ανταποδοτικής θεωρίας ποινής και συνεπειοκρατικής θεωρίας ηθικής αποκαθιστά και τη συμβατότητα της ανταποδοτικής ποινής με τις ευεργετικές ρυθμίσεις για τους μάρτυρες του στέμματος (Kronzeugenregelungen), αλλά και με τον θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης. Vice versa: Οσοι ενστερνίζονται μια συνεπειοκρατική θεωρία ποινής μπορούν να επιλέξουν μια μη συνεπειοκρατική ή και μια δεοντοκρατική θεωρία ηθικής. Έτσι, πολλοί θιασώτες παραδοσιακών συνεπειο-
Σελ. 17
κρατικών θεωριών ποινής φρονούν ότι το κράτος υποχρεούται για λόγους δικαιοσύνης να απόσχει από τη τιμωρία ατόμων που είναι αθώα. Η θέση αυτή, ως γνωστόν, δεν συμβαδίζει με μια συνεπειοκρατική ωφελιμιστική θεωρία της ηθικής, η οποία νομιμοποιεί ακόμη και την τιμώρηση ενός αθώου προκειμένου να μεγιστοποιηθεί τα συνολικό κοινωνικό όφελος.
5. Συνεπειοκρατικοποίηση: το πρόβλημα της μετατρεψιμότητας όλων των θεωριών της ποινής σε συνεπειοκρατικές θεωρίες
Κάποιοι φιλόσοφοι φρονούν ότι οποιαδήποτε ηθική θεωρία –τουλάχιστον οποιαδήποτε ευλόγως υποστηρίξιμη ηθική θεωρία– μπορεί να μετατραπεί σε συνεπειοκρατική. Ευρείς ορισμοί της συνεπειοκρατίας ευνοούν πράγματι αυτό το ενδεχόμενο, απομειώνοντας τη διακριτική της δύναμη. Το ζήτημα της «συνεπειοκρατικοποίησης» (consequentialization) διαγνώστηκε και στο πλαίσιο του διαλόγου περί των θεωριών της ποινής.
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με την ανωτέρω επισημανθείσα διάκριση μεταξύ θεωριών ποινής και θεωριών ηθικής καθώς και με την ανεμπόδιστη δυνατότητα συνδυασμού των επιμέρους εκδοχών των θεωριών αυτών των δύο διαφορετικών κατηγοριών, μια ανταποδοτική θεωρία ποινής δύναται να συνεπειοκρατικοποιηθεί και χωρίς να αξιοποιηθεί το ενδεχόμενο του συνδυασμού της με μια συνεπειοκρατική θεωρία της ηθικής. Μάλιστα, τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξαν οι θεωρητικοί που εντοπίζουν την πεμπτουσία της ανταπόδοσης στο ότι η αντάξια τιμωρία του δράστη συνιστά ένα εγγενές αγαθό. Η πρόσληψη αυτή της ανταπόδοσης μπορεί να υιοθετηθεί άνευ ετέρου και από μια συνεπειοκρατική θεωρία ποινής. Οι συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής, κατ’ αντιστοιχία προς τις συνεπειοκρατικές θεωρίες της ηθικής, δεν είναι κατ’ ανάγκη μονιστικές όσον αφορά τον αξιακό προσδιορισμό του περιεχομένου των συνεπειών που πρέπει να μεγιστοποιηθούν. Από τις συνεπειοκρατικές θεωρίες ηθικής γνωρίζουμε ότι δεν συνιστά αναγκαίο όρο της συνεπειοκρατίας η υιοθέτηση μιας μονιστικής θεώρησης ως προς το τί είναι εγγενώς αγαθό. Βέβαια, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συνεπειοκρατικής θεωρίας, ο ωφελιμισμός, ακολουθεί μια μονιστική σύλληψη του εγγενούς αγαθού (εντοπίζοντάς το στην ευχαρίστηση ή στην ευτυχία ή στην ικανοποίηση της προτίμησης ή σε κάποια άλλη έννοια ευημερίας), αντιμετωπίζοντας όλα τα άλλα αγαθά ως εργαλειακά. Ωστόσο, εκτός από τις μο-
Σελ. 18
νιστικές, υφίστανται και πλουραλιστικές θεωρίες συνεπειοκρατικής ηθικής, οι οποίες αναγνωρίζουν πέραν από τα ωφελιμιστικά κι αλλά εγγενή αγαθά [π.χ. την ομορφιά, την αλήθεια (ή τη γνώση), τη φιλία ή την αγάπη, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ακριβοδικία, αλλά και αυτό «το οποίο αξίζει (να λάβει ο καθένας) / αυτό που του αναλογεί» (desert)]. Mutatis mutandis υποστηρίζεται ότι είναι καθόλα νοητή μια συνεπειοκρατική θεωρία της ποινής, η οποία δεν υιοθετεί ένα εγγενές αγαθό ωφελιμιστικής υφής, αλλά αναγνωρίζει ως εγγενές αγαθό αυτό της αντάξιας τιμωρίας, το οποίο πρέπει να μεγιστοποιηθεί υπό τη μορφή μιας συνέπειας της ποινής. Η άποψη ότι μια συνεπειοκρατική θεωρία μπορεί να αποβλέπει στη μεγιστοποίηση της δίκαιης ανταπόδοσης βρίσκει πλέον απήχηση. Ταυτόχρονα όμως, η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται τη συνεπειοκρατικοποίηση του ανταποδοτισμού, καθιστώντας κατ’ αποτέλεσμα τη διάκριση μεταξύ ανταποδοτικών και συνεπειοκρατικών θεωριών της ποινής ρευστή.
6. Απόπειρες αντιμετώπισης του προβλήματος της συνεπειοκρατικοποίησης
i. Ορισμένοι -φίλα διακείμενοι στον ανταποδοτισμό- θεωρητικοί της ποινής αναγνώρισαν μεν τη δυνατότητα συνεπειοκρατικού μετασχηματισμού των ανταποδοτικών θεωριών, πλην όμως επεχείρησαν να την αντιπαρέλθουν, εισηγούμενοι μια περαιτέρω ταξινομική διχοτόμηση: αυτή τη φορά των ίδιων των συνεπειοκρατικών θεωριών. Κατά τον George Fletcher πρέπει να αντιδιαστέλλονται οι γεγονοτικά/πραγματικά (factually) συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής από τις εννοιολογικά (conceptually) συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής. Όσον αφορά τις πρώτες, η δικαιολόγηση της ποινής απαιτεί προ-
Σελ. 19
σεκτική παρατήρηση του τι συμβαίνει μετά από αυτήν· όσον αφορά τις δεύτερες, οι συνέπειες, με τις οποίες δικαιολογείται η ποινή, συνδέονται εννοιολογικά με το ενέργημα της τιμωρίας, δηλαδή οι επιθυμητές συνέπειες προκύπτουν λογικά από το ενέργημα της τιμωρίας. Από τις σχετικές παρατηρήσεις του Zaibert προκύπτει ότι ο Fletcher φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις μεν εννοιολογικά συνεπειοκρατικές θεωρίες στη βάση μιας λογικής σχέσης, τις δε γεγονοτικά συνεπειοκρατικές θεωρίες στη βάση μιας αιτιώδους σχέσης.
ii. Επιπλέον, ο Zaibert, επισημαίνει ότι έχει διαμορφωθεί μια -παρεμφερής προς την αντίληψη του Fletcher- τάση διάκρισης, σύμφωνα με την οποία οι συνέπειες που ενδιαφέρουν τους υπέρμαχους του ανταποδοτισμού διαφέρουν από τις συνέπειες στις οποίες εστιάζουν οι εκπρόσωποι της συνεπειοκρατίας: οι πρώτες συνέπειες είναι εγγενείς (ή σύμφυτες, αναγκαίες κ.λπ.) ως προς το ενέργημα της ποινής, ενώ οι δεύτερες εξωγενείς (ή εξωτερικές, ενδεχομενικές κ.λπ.) ως προς αυτό. Υπό αυτό το πρίσμα κάποιοι μάλλον προτιμούν να κάνουν λόγο για «εγγενή» και για «ενδεχομενική» συνεπειοκρατία.
iii. Από αντίστοιχες αφετηρίες με αυτές του Fletcher εκκινεί άλλωστε και ο A. Ellis. Ορίζει ως ανταποδοτική θεωρία ποινής εκείνη τη θεωρία, κατά την οποία η σύνδεση μεταξύ του σκοπού της ποινής και της μεθόδου που χρησιμοποιείται για την επίτευξη του σκοπού είναι εννοιολογική κι όχι αιτιώδης. Αντίθετα, η σχέση μεταξύ της ποινής και της πρόληψης του εγκλήματος είναι ξεκάθαρα τυχαία/ενδεχομενική και αιτιώδης. Όμως, κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, η διαπίστωση αυτή δεν θα οδηγήσει τον Ellis στην ίδια ατραπό που χάραξε ο Fletcher, ήτοι στην ταξινομική διχοτόμηση των συνεπειοκρατικών θεωριών σε εννοιολογικές και σε γεγονοτικές· αντίθετα θα αποτελέσει την αιτία ώστε να απορρίψει in toto την κατηγορία των συνεπειοκρατικών θεωριών ποινής! Κατά τον Ellis η χρήση του όρου «συνεπειοκρατικός» για την υποδήλωση των μη ανταποδοτικών θεωριών ποινής είναι παραπλανητική, καθώς ο εν λόγω όρος δεν δύναται να διακρίνει μεταξύ των αιτιωδών και των λογικών συνεπειών της ποινής. Η κατηγοριοποίηση, στην οποία ο ίδιος καταλήγει ενόψει των ανωτέρω προκειμένων είναι αυτή ανάμεσα στις εσωτερι(στι)κές (internalist) ή ανταποδοτικές θεωρίες ποινής αφενός και στις εξωτερι(στι)κές (externalist) ή μη ανταποδοτικές αφετέρου.
iv. O Duff δεν επιχειρεί ευθέως να επιλύσει το ζήτημα της συνεπειοκρατικοποίησης των ανταποδοτικών θεωριών, καθώς κατά την άποψή του τέτοιο ζήτημα δεν τίθε-
Σελ. 20
ται εξ ορισμού. Στην ουσία όμως οριοθετεί τις ανταποδοτικές από τις συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής με έναν τρόπο, που μαρτυρά την επιδίωξή του -αν όχι την αγωνία του- να καταστήσει τις ανταποδοτικές θεωρίες απρόσβλητες απέναντι στην ένσταση της συνεπειοκρατικοποίησης. Στο εγχείρημα της διάκρισης των δύο θεωριών επιδίδεται ο Duff κάνοντας χρήση μιας διάκρισης λογικών σχέσεων. Συνεπώς, η προσέγγιση του Duff συμπίπτει μερικώς με την αντίστοιχη του Fletcher, στον βαθμό που και ο δεύτερος επικαλέστηκε μεν μια λογική σχέση, ωστόσο για έναν ειδικότερο σκοπό, προκειμένου δηλαδή να προσδιορίσει το περιεχόμενο των εννοιολογικών συνεπειοκρατικών θεωριών.
Σύμφωνα με τον Duff, οι υπέρμαχοι του ανταποδοτισμού νομιμοποιούν την ποινή στη βάση της εγγενούς δικαιοσύνης της [sc. της ποινής] ως απάντησης στο έγκλημα και όχι στη βάση των ενδεχομενικά ωφέλιμων αποτελεσμάτων της· με το δεύτερο σκεπτικό δικαιολογούν την ποινή οι συνεπειοκράτες. Ειδικότερα, η συνεπειοκρατία εξαρτά τη δικαιολόγηση οποιασδήποτε ανθρώπινης πρακτικής από τις πραγματικές ή τις αναμενόμενες συνέπειές της· από την ενδεχομενική ή εργαλειακή συνεισφορά της (sc. της ανθρώπινης πρακτικής) σε ένα ανεξάρτητα αναγνωρίσιμο αγαθό. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ανταποδοτικές θεωρίες ποινής χαρακτηρίζονται από μια λογική σχέση αναγκαιότητας, ενώ οι συνεπειοκρατικές θεωρίες ποινής από μια λογική σχέση ενδεχομενικότητας.
v. Παρεμφερής είναι η διάκριση μεταξύ συνεπειοκρατικών και ανταποδοτικών θεωριών ποινής, την οποία εισηγούνται από κοινού οι Z. Hoskins και A. Duff στην Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Stanford: Ένας συνεπειοκράτης πρέπει να δικαιολογήσει την ποινή (εάν και εφόσον θέλει να τη δικαιολογήσει γενικότερα) ως ένα αποδοτικό από άποψης κόστους (cost-effective) μέσο για ορισμένα ανεξάρτητα αναγνωρίσιμα αγαθά. Κατά τις μεν συνεπειοκρατικές προσεγγίσεις η ποινή δικαιολογείται εργαλειακά, ως ένα μέσο για την επίτευξη κάποιου πολύτιμου στόχου (συνήθως της μείωσης του εγκλήματος), κατά τις δε ανταποδοτικές θεωρήσεις η ποινή νομιμοποιείται ως μια εγγενώς κατάλληλη, καθότι αντάξια, απάντηση στην άδικη πράξη.