ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ - ΑΡΘΡΟ 187 ΠΚ
Δογματική και νομολογιακή προσέγγιση
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 264
- ISBN: 978-960-654-382-1
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το βιβλίο «Οργανωμένο Έγκλημα» αποτελεί συστηματική μελέτη του άρθρου 187 ΠΚ μέσω της κριτικής επισκόπησης των σχετικών ευρωπαϊκών - διεθνών νομοθετημάτων, και ειδικότερα της Σύμβασης του Παλέρμο του ΟΗΕ «για το οργανωμένο έγκλημα», αλλά και του αντίστοιχου εθνικού νομικού πλαισίου.
Στο έργο εξετάζονται οι αξιόποινες πράξεις συγκρότησης, ένταξης - διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και της εγκληματικής συμμορίας και ανιχνεύονται κρίσιμα νομολογιακά και θεωρητικά προβλήματα, όπως είναι:
• η πιθανή νομική σχέση μιας εγκληματικής οργάνωσης και ενός πολιτικού κόμματος
• ο προσπορισμός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους μιας εγκληματικής οργάνωσης (έμμεσα ή άμεσα)
• όλες οι βασικές νομικές πτυχές του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου αναφορικά με το αξιόποινο της εγκληματικής οργάνωσης
• η προσέγγιση του συγγενούς εγκληματικού φαινομένου της τρομοκρατίας, κ.ά.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε δικηγόρους, φοιτητές νομικής, ερευνητές και πάσης φύσεως νομικούς επιστήμονες.
Πρόλογος | Σελ. IX |
Προλογικό σημείωμα | Σελ. XΙ |
Συντομογραφίες | Σελ. XIX |
Εισαγωγή | Σελ. 1 |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | |
Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος | Σελ. 7 |
Ι. | Σελ. Προσπάθειες ορισμού του φαινομένου από τη θεωρία |
και η ιστορική αναδρομή στη μαφία | Σελ. 7 |
Α. Ιστορική αναδρομή στη Σικελική Μαφία | Σελ. 16 |
Β. Ιστορική αναδρομή στη Ρωσική Μαφία | Σελ. 26 |
Γ. Ιστορική αναδρομή στην Κινεζική Μαφία | Σελ. 31 |
Δ. Ιστορική αναδρομή στην Ιαπωνική Μαφία | Σελ. 33 |
Ε. Ιστορική αναδρομή στην Αμερικανική Μαφία | Σελ. 36 |
ΣΤ. Ιστορική αναδρομή στη Μεξικανική Μαφία | Σελ. 46 |
Ζ. Οι προσεγγίσεις της θεωρίας για τον ορισμό του οργανωμένου | |
εγκλήματος | Σελ. 48 |
ΙΙ. | Σελ. Οι νομοθετικές προσπάθειες ορισμού του φαινομένου |
σε διεθνές επίπεδο | Σελ. 54 |
ΙΙΙ. | Σελ. Οι νομοθετικές προσπάθειες ορισμού του φαινομένου |
σε επίπεδο ΕΕ | Σελ. 58 |
IV. Η διάκριση του οργανωμένου εγκλήματος από την τρομοκρατία | Σελ. 65 |
V. | Σελ. Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος |
σε εθνικό επίπεδο μέχρι και το Ν 2928/2001 | Σελ. 75 |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
Το άρθρο 187 ΠΚ για την εγκληματική οργάνωση | Σελ. 91 |
Ι. Άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ: Το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης | Σελ. 92 |
Α. Έννομο αγαθό | Σελ. 93 |
Β. Η αντικειμενική υπόσταση του ισχύοντος άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ | Σελ. 101 |
Γ. H υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ | Σελ. 121 |
Δ. Απόπειρα | Σελ. 131 |
Ε. Συμμετοχή | Σελ. 132 |
ΣΤ. Συρροή | Σελ. 135 |
Ζ. Άλλοι προβληματισμοί σε σχέση με το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ | Σελ. 139 |
II. Το είδος της συμμετοχής του extraneus προσώπου στο προγενέστερο άρθρο 187 παρ. 2 ΠΚ | Σελ. 142 |
ΙΙΙ. Άρθρο 187 παρ. 2 ΠΚ: Το έγκλημα της διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης | Σελ. 145 |
IV. Το έγκλημα της στήριξης εγκληματικής οργάνωσης με απειλή ή χρήση βίας ή δωροδοκία στο προγενέστερο άρθρο 187 παρ. 4 ΠΚ (σύγχρονο άρθρο 187Β παρ. 3 ΠΚ) | Σελ. 152 |
V. Επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας για το έγκλημα της εγκληματικής οργάνωσης | Σελ. 163 |
VI. Ειδικότερη ανάλυση του ΒουλΣυμβΕφΑθ 215/2015 αναφορικά με τη σχέση ενός πολιτικού κόμματος με την εγκληματική οργάνωση | Σελ. 171 |
VII. | Σελ. Άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ: Το έγκλημα της συμμορίας |
και η διάκρισή του από την εγκληματική οργάνωση | Σελ. 177 |
VIII. Επισκόπηση της Ελληνικής Νομολογίας για το έγκλημα της συμμορίας | Σελ. 184 |
IX. | Σελ. Οι επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις |
του προγενέστερου άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ | Σελ. 190 |
X. | Σελ. Η παγκόσμια εφαρμογή των διατάξεων του προγενέστερου |
άρθρου 187 παρ. 7 ΠΚ | Σελ. 197 |
XΙ. | Σελ. Τα ευνοϊκά μέτρα του άρθρου 187Γ ΠΚ που αφορούν |
το άρθρο 187 ΠΚ | Σελ. 199 |
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ | |
Κριτική και προτάσεις τροποποίησης του άρθρου 187 ΠΚ | Σελ. 209 |
Ι. | Σελ. Κριτική του άρθρου 187 ΠΚ υπό το πρίσμα του Εθνικού, |
Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου | Σελ. 209 |
ΙΙ. Προτάσεις τροποποίησης των προβληματικών σημείων του άρθρου 187 ΠΚ | Σελ. 211 |
Επίλογος | Σελ. 221 |
Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία | Σελ. 227 |
Νομολογία | Σελ. 237 |
Διαδικτυακές πηγές | Σελ. 239 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 241 |
Σελ. 1
Εισαγωγή
Ο κομβικής σημασίας όρος «οργανωμένο έγκλημα», όπως είναι ευρύτερα γνωστό, εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1920 στις Ηνωμέ-
Σελ. 2
νες Πολιτείες Αμερικής, όπου τότε είχε κυρίως έναν σαφέστατα πολιτικό και αστυνομικό χαρακτήρα και αρχικά αφορούσε τις διάφορες εθνικές ομάδες, τις επονομαζόμενες ως «ethnic groups», οι οποίες πάντοτε εμπλέκονταν σε συγκεκριμένης φύσεως παράνομες δραστηριότητες, ενώ εννοιολογικά μάλιστα συνδέεται άμεσα και «άρρηκτα» με τις διάφορες εγκληματικές οργανώσεις τύπου Mafia. Σε έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό πάντως άρχισε να χρησιμοποιείται διεθνώς ως όρος από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ποτέ το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος δεν είχε υπάρξει αποκλειστικά το προνομιακό πεδίο εγκληματικής δράσης του «υποκόσμου», αλλά πάντοτε ήταν ισχυρά εδραιωμένο και στον κόσμο των επιχειρηματιών, των πολιτικών, όπως και της διοίκησης, αφού στη χώρα αυτή ο συγκεκριμένος κρίσιμος όρος πάντοτε αποτελούσε ουσιαστικά ένα συνώνυμο όλων των μορφών αξιόποινων πράξεων που σχετίζονται με τη δραστηριότητα των συνδικάτων, ήτοι των επονομαζόμενων ως «syndicates», και των κοινοπραξιών, ήτοι των επονομαζόμενων ως «cartels», αλλά προφανώς και με τις αντίστοιχες παράνομες συνεννοήσεις και συμφωνίες μεταξύ νόμιμων εταιριών.
Σελ. 3
Στην Ευρώπη όμως η λέξη «οργανωμένο» χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν ως ένας σαφέστατα επιθετικός προσδιορισμός του θεμελιώδους σημασίας εγκλήματος αυτού, προκειμένου σε κάθε περίπτωση να γίνει οπωσδήποτε κατανοητή η επίμαχη σημασία του συγκεκριμένου τρόπου τέλεσης του οργανωμένου εγκλήματος.
Το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί προφανώς ένα εγκληματικό φαινόμενο που έχει λάβει «εκρηκτικότατες διαστάσεις» και έναν έντονα διασυνοριακό χαρακτήρα, ιδιαίτερα μάλιστα τα τελευταία χρόνια, κάτι που οπωσδήποτε θα πρέπει να σημειωθεί ως ένα πάρα πολύ σημαντικό μέγεθος.
Από παλιά προφανώς η ιταλική Mafia, και ιδιαίτερα μάλιστα η σικελική της μορφή, αποτελούσε πάντοτε την «αρχετυπική» μορφή επιχείρησης του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, και προφανώς ένα κρίσιμης σημασίας παράδειγμα προς μίμηση διαφόρων άλλων σημαντικής φύσεως εγκληματικών οργανώσεων, των οποίων εξαιρετικά κοινό και βασικό χαρακτηριστικό είναι η επιδίωξη, άμεσα ή και έμμεσα, οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.
Στο βάθος του χρόνου, πέρα από τη Mafia και τις λοιπές Ιταλικές εγκληματικές οργανώσεις, έκαναν λοιπόν σαφέστατα «αισθητή» την εμφάνισή τους και άλλες τέτοιου είδους εγκληματικές ομάδες, όπως είναι η Αμερικανική «Cosa Nostra», οι Κινέζικες «Triads» και «Tongs» , η Ιαπωνική «Yakuza», η Ρωσική Μαφία και η Μεξικανική Μαφία, για τις οποίες θα γίνει εκτενής και ενδελεχής λόγος στην επόμενη ενότητα της παρούσας μελέτης.
Ωστόσο, αυτό που πάντοτε ετίθετο ως ένα πάρα πολύ καθοριστικό ερώτημα αναφορικά με το συγκεκριμένο πάρα πολύ κρίσιμο νομικό ζήτημα ήταν σε κάθε περίπτωση το σε τι συνίσταται τελικά ακριβώς η έννοια του θεμελιώδους εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος.
Ασφαλώς, ο σαφής προσδιορισμός αυτής της έννοιας θα έδινε εν τέλει και εκείνες τις πλέον σωστές κατευθύνσεις για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση και λειτουργική καταπολέμηση του επίμαχου εγκληματικού φαινομένου. Οι πολύ σημαντικές προσπάθειες που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή ήταν πάρα πολλές, όπως θα εκτεθεί σαφέστατα ενδελεχώς και εκτενώς στη συνέχεια του παρόντος πονήματος.
Στα πλαίσια λοιπόν της παρούσας μελέτης θα γίνει μια πάρα πολύ σημαντική προσπάθεια προκειμένου να σκιαγραφηθούν οι πλέον βασικότερες πτυχές του θεμελιώδους εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, ο σαφής και οριοθετημένος προσδιορισμός της έννοιάς του, και η συνακόλουθη αντίστοιχη διάκριση του εγκλήματος αυτού από το καθόλα «συγγενές» έγκλημα της τρομοκρατίας, με μια παράλληλη, πλήρη, εκτενή και ενδελεχή
Σελ. 4
αναφορά στις πάρα πολύ σημαντικές νομοθετικές προσπάθειες που έγιναν για αυτόν το σκοπό σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στη συνέχεια, θα γίνει οπωσδήποτε μια πάρα πολύ εκτενής και ενδελεχής αναφορά στην πολύ σημαντική ιστορική πορεία που είχε η αντιμετώπιση και η καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα μέχρι και τον ιδιαίτερα κομβικής σημασίας Ν 2928/2001 «Τροποποίηση διατάξεων του ΠΚ και του ΚΠΔ και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», όπως και των συναφών νομοθετικών τροποποιήσεων που έγιναν σε αυτόν το συγκεκριμένο νόμο.
Η συμβολή του Ν 2928/2001 στην εξέλιξη της νομοθετικής ρύθμισης του επίμαχου κρίσιμου νομικού ζητήματος ήταν κατά την άποψή μας αναπόφευκτα σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά καθοριστική, ιδιαίτερα μάλιστα για τη σημερινή, μετά και τη νομοθετική τροποποίηση που επέφερε στο κείμενό της ο πολύ πρόσφατος Ν 4619/2019, ισχύουσα μορφή της κρίσιμης σημασίας νομοθετικής διάταξης του άρθρου 187 ΠΚ.
Επιπροσθέτως, στη συνέχεια θα γίνει αναπόφευκτα από την πλευρά μας μια πλήρης, ενδελεχής και εκτενής ανάλυση όλων των νομοθετικών διατάξεων του ισχύοντος άρθρου 187 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα που τυποποιεί την αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και των «Ευνοϊκών Μέτρων», ή αλλιώς των «Μέτρων Επιείκειας», του ισχύοντος σήμερα άρθρου 187Γ ΠΚ που αφορούν τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο έγκλημα αυτό, όπως και όλων των υπόλοιπων νομικών προβληματισμών που αφορούν την επίμαχη κρίσιμης σημασίας συλλογιστική, με μια παράλληλη κριτική προσέγγιση της ελληνικής νομολογίας αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της εγκληματικής οργάνωσης και της εγκληματικής συμμορίας, η οποία κατά την άποψή μας δε θα μπορούσε παρά να έχει μια «εξέχουσα» θέση στο πόνημα αυτό.
Τέλος, η παρούσα μελέτη θα επιχειρήσει σαφέστατα και την άσκηση μιας πολύ εντονης, αλλά και εποικοδομητικής κριτικής για όλα τα προβληματικά και άκρως «αμφιλεγόμενα» σημεία της νομοθετικής διάταξης του ισχύοντος άρθρου 187 ΠΚ, ενώ παράλληλα θα εκθέσει μάλιστα και ορισμένες «δομικής» σημασίας νομοθετικές προτάσεις τροποποίησης του ως προς αυτά τα σημεία, έχοντας βέβαια πάντοτε ως έναν απώτερο σκοπό και στόχο ασφαλώς την όσο το δυνατό γίνεται πληρέστερη, ορθότερη, λειτουργικότερη και αποτελεσματικότερη ποινική αντιμετώπιση και καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία θα συμβιβάζεται κατά την άποψή μας και με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας ως προς αυτό το πάρα πολύ κρίσιμο νομικό ζήτημα.
Σελ. 5
Επομένως, ο γενικότερος σκοπός του συγκεκριμένου ανά χειρός πονήματος είναι να γίνει τελικά καθόλα κατανοητό το σε τι συνίσταται ουσιαστικά και εν τέλει το οργανωμένο έγκλημα, ποια είναι η ποινική αντιμετώπιση και η καταπολέμηση του ως εγκληματικού φαινομένου στα πλαίσια του ισχύοντος εθνικού νομοθετικού πλαισίου, αλλά και ποια θα μπορούσε να είναι η ακόμη πιο αποτελεσματική, λειτουργική και «δόκιμη» αντιμετώπισή του από μια ιδανική νομοθετική σκοπιά στα πλαίσια του ελληνικού δικαιικού συστήματος.
Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος
Ι. Προσπάθειες ορισμού του φαινομένου από τη θεωρία και η ιστορική αναδρομή στη μαφία
Γενικότερα, πάντοτε σε ένα άκρως και καθόλα αφηρημένο επίπεδο αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι το οργανωμένο έγκλημα ως ένα θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό φαινόμενο είναι ασφαλώς και ουσιαστικά μια πάρα πολύ σημαντική κατηγορία διακρατικών, εθνικών ή τοπικών ομάδων και πολύ συγκεντρωτικών «επιχειρήσεων» που διευθύνονται από εγκληματίες, δηλαδή από παραβάτες του νόμου, προκειμένου αυτοί οι τελευταίοι να εμπλακούν σε μια συστηματική, εκτεταμένη, καθόλα οργανωμένη και συνήθως αρκετά προσοδοφόρα παράνομη δραστηριότητα, συνήθως για να αποκομίσουν άμεσα ή έμμεσα κάποιο κέρδος από αυτήν.
Ορισμένες εγκληματικής φύσεως οργανώσεις μάλιστα, όπως είναι για παράδειγμα οι τρομοκρατικές, εγκληματικές ομάδες, για τις οποίες θα γίνει
Σελ. 8
μια πολύ πιο συγκεκριμένη και πολύ πιο εκτενής ανάλυση σε ένα επόμενο σημείο του συγκεκριμένου πονήματος, παρουσιάζουν ορισμένα πάρα πολύ σημαντικά πολιτικά κίνητρα για την εγκληματική δράση και τη «λειτουργία» τους, τα οποία τελικά διακρίνουν σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό την επίμαχη εγκληματική δραστηριότητα από το εγκληματικό φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος και τα αντίστοιχα εξαιρετικής σημασίας «δομικά» στοιχεία του, γεγονός που σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος.
Επεξηγώντας εν συνόψει στο συγκεκριμένο σημείο της παρούσας ενότητας της μελέτης μας το παρεμφερές, αλλά και σε κάθε περίπτωση συναφές εγκληματικό φαινόμενο της τρομοκρατίας , το οποίο στα αγγλικά αποδίδεται με τον όρο «terrorism», και το οποίο προκύπτει από τα συνθετικά «τρόμος» και «κράτος», αξίζει πάντως οπωσδήποτε να επισημανθεί ότι αν και δεν υπάρχει εν τέλει ένας διεθνώς και καθόλα συμφωνημένος σαφής ορισμός της επίμαχης εγκληματικής δραστηριότητας, γενικότερα θεωρείται ότι αποτελεί εκείνη τη «συστηματική» χρήση ή την απειλή χρήσης βίας που συμβαίνει σαν γεγονός πάντα ως «αντίδραση», ή ως άσκηση μιας εξαιρετικά σημαντικής μορφής πίεσης, από συγκεκριμένες οργανωμένες εγκληματικές ομάδες καθοδηγούμενη πάντοτε είτε από πολιτικά, είτε από θρησκευτικά, είτε και από άλλα ιδεολογικά κίνητρα ως υπόβαθρο και βάση της εγκληματικής δράσης τους, αλλά ακόμη και από ολόκληρους κρατικούς μηχανισμούς, εναντίον ατόμων, ομάδων ή περιουσιών, έχοντας όμως ως έναν κρίσιμης σημασίας απώτερο στόχο και σκοπό τις κυβερνήσεις από τις οποίες προσδοκούν κάποια αντίστοιχα των κινήτρων οφέλη ή και κέρδη.
Η κάθε αξιόποινη πράξη σε αυτό το επίπεδο και δυνάμει όλων αυτών των προαναφερθέντων συστατικών στοιχείων λοιπόν χαρακτηρίζεται σε κάθε περίπτωση ως «τρομοκρατική πράξη» και οι επιχειρούντες αυτήν την εκάστοτε αξιόποινη πράξη χαρακτηρίζονται σε κάθε περίπτωση ως «τρομοκράτες».
Σελ. 9
Ιστορικά, οι εγκληματικές τρομοκρατικές πράξεις αποδόθηκαν για πρώτη φορά στους Ασασίνους, ήτοι στην ισμαηλιτική αίρεση Νιζάρι, μιας πολιτικο – θρησκευτικής ισλαμικής αίρεσης στη Μέση Ανατολή του εντέκατου μέχρι και δέκατου τρίτου αιώνα, που ήταν ασφαλώς η εποχή της δράσης των Ναϊτών ιπποτών.
Στον ευρύτατο κατάλογο των αντίστοιχων εγκληματικών τρομοκρατικών πράξεων περιλαμβάνονται ασφαλώς σε κάθε περίπτωση και οι ανατινάξεις, οι πειρατείες, οι ομηρίες, οι ανθρωποκτονίες, οι δολιοφθορές, οι εμπρησμοί κτλ ορισμένων πάρα πολύ σημαντικών στόχων, καθώς και άλλων παράλληλων αξιόποινων πράξεων, όπως είναι οι απαγωγές ή οι ληστείες κτλ που εκτελούνται από τις ίδιες τρομοκρατικές ομάδες, όχι όμως προφανώς και η κατάληψη ορισμένου εδάφους.
Η τρομοκρατία έχει ήδη χρησιμοποιηθεί μάλιστα πολλάκις ακόμη και από ορισμένες κυβερνήσεις, από τις μυστικές υπηρεσίες, οπότε και γενικότερα στην περίπτωση αυτή αποκαλείται και ως «κρατική τρομοκρατία», η οποία έχει παρατηρηθεί από την αρχαιότητα ως ένα εξαιρετικά σημαντικό εγκληματικό φαινόμενο και διαιωνίζεται σε κάθε περίπτωση μέχρι και σήμερα.
Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί το ότι τα εξαιρετικά και πολύ βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εκδηλωμένης τρομοκρατίας, εκτός ασφαλώς από την περίπτωση της «κρατικής τρομοκρατίας», είναι σαφέστατα η ανωνυμία και η μυστικότητα των μελών της, όχι όμως και των τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες αντιθέτως σπεύδουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να δημοσιοποιούν με τον πιο εμφατικό τρόπο τις εκάστοτε διαπραχθείσες αξιόποινες πράξεις τους για να διατηρούν σε ένα πάρα πολύ υψηλό επίπεδο το «γόητρό» τους, γεγονός που δε θα έπρεπε σε καμία απολύτως περίπτωση να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Τα εκάστοτε διαπραττώμενα τρομοκρατικά «πλήγματα» γενικά προκαλούν έναν πάρα πολύ σημαντικό πανικό και αποδιοργάνωση στον πληθυσμό μιας χώρας. Αποτελούν ασφαλώς ορισμένα εξαιρετικά μεμονωμένα και απρόβλεπτα «πλήγματα» εκφοβισμού του κοινωνικού συνόλου, όπως είναι γενικότερα οι ανθρωποκτονίες, οι βομβιστικές ενέργειες, οι αεροπειρατείες, οι απαγωγές κτλ και όχι μόνο.
Δεν είναι καθόλου σπάνιες μάλιστα εκείνες οι περιπτώσεις όπου τέτοιες αξιόποινες πράξεις πλήττουν ακόμη και αθώους ανυποψίαστους πολίτες, όπως είναι για παράδειγμα οι καταλήψεις σχολείων με ομήρους ανήλικα παιδιά.
Αξίζει δε οπωσδήποτε στο συγκεκριμένη σημείο να επισημανθεί ότι ιστορικά, η τρομοκρατία ποτέ δεν μπόρεσε να ανατρέψει ριζικά οποιοδήποτε
Σελ. 10
καθεστώς, και άρα κατά την άποψή μας είναι αμφισβητούμενη εν τέλει η «αποτελεσματικότητά» της ως μια εγκληματική δραστηριότητα, όπως και το πόσο πρόσφορη είναι σαν δραστηριότητα για την επίτευξη των απώτερων σκοπών και στόχων της.
Φρονούμε λοιπόν εν προκειμένω ότι η τρομοκρατία αποτελεί πάντοτε έναν αρκετά μικρότερο κίνδυνο ως εγκληματικό φαινόμενο για την εκάστοτε κατεστημένη τάξη και εξουσία από τον επονομαζόμενο ως «ανταρτοπόλεμο».
Πάντως, κατά την άποψή μας τα εκάστοτε τελεσθέντα τρομοκρατικά «πλήγματα» βασίζονται κυρίως στον αιφνιδιασμό του εκάστοτε «εχθρού» και στον ιδεολογικό φανατισμό, ή ακόμα και στο θρησκευτικό φανατισμό, ή αλλιώς επονομαζόμενο ως «Θρησκευτικό Φονταμενταλισμό»[5], , παρόλο που αυτό δεν είναι πάντοτε απόλυτο ως μέγεθος, ενώ για την υλοποίησή τους απαιτείται σαφέστατα η πρόσβαση οπωσδήποτε σε κάποιους οικονομικούς πόρους διά των οποίων πολλοί δίοδοι του διεθνούς εμπορίου παραμένουν πάντοτε «ανοικτοί».
Πολλοί υποστηρίζουν σθεναρά μάλιστα την εύλογη και ορθή άποψη ότι ο επονομαζόμενος ως «πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας» δεν είναι στην πραγματικότητα ένας «πόλεμος», και ότι παράλληλα η τρομοκρατία ως ένα θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό φαινόμενο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και να καταπολεμάται πάντοτε κυρίως με διακρατική συνεργασία, με ανταλλαγή πληροφοριών («intelligence»), καθώς και οπωσδήποτε με αστυνομικά και διπλωματικά μέσα.
Όμως, το αξιοπερίεργο εν προκειμένω είναι ότι σε κάθε περίπτωση μετά από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, υποστηρίζεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ότι τα συγκεκριμένα μέσα δεν επαρκούν ουσιαστικά από μόνα τους, και ότι μάλλον απαιτείται σε κάθε περίπτωση και η λήψη επιπρόσθετων προληπτικών μέτρων («pre-emptive measures»), τα οποία θα έχουν κυρίως έναν άμεσο και επιθετικό χαρακτήρα, όπως είναι για παράδειγμα οι ενέργειες της Δύσης στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, θέσεις και απόψεις που έγιναν μάλιστα αμέσως αποδεκτές από
Σελ. 11
όλες τις χώρες του κόσμου, ακόμα και από τις μη προσκείμενες φιλικά χώρες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπως είναι για παράδειγμα η Κούβα, η Λιβύη κτλ.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί ότι μόνο μέσα στον εικοστό αιώνα μέχρι και σήμερα, έχουν διαπραχθεί δεκάδες τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον του παγκόσμιου συστήματος, όπως είναι για παράδειγμα η 16η Σεπτεμβρίου 1920, όπου ορισμένοι τρομοκράτες τοποθέτησαν έναν εκρηκτικό μηχανισμό στη Wall Street, και συγκεκριμένα στα γραφεία της J. P. Morgan, προκαλώντας το θάνατο σαράντα επενδυτών, το 1972, όπου στο Μόναχο, ορισμένοι τρομοκράτες «χτύπησαν» τους Ολυμπιακούς αγώνες στην επονομαζόμενη ως «Σφαγή του Μονάχου», η 7η Οκτωβρίου 1985, όπου συνέβη η πειρατεία η οποία λίγο έλειψε να διαλύσει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ στο κρουαζιερόπλοιο Ακίλε Λάουρο, η 21η Δεκεμβρίου 1988 όπου έγινε η βομβιστική επίθεση στην πτήση PanAm 103 στη Σκωτία («Lockerbie»), η 26η Φεβρουαρίου 1993 όπου έγινε η βομβιστική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, η 19η Απριλίου 1995 όπου έγινε η βομβιστική επίθεση στην Οκλαχόμα από τον Τίμοθι Μακβέι («Timothy McVeigh»), η 27η Ιουλίου 1996 όπου έγινε η βομβιστική επίθεση στην Ολυμπιάδα της Ατλάντα, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η 12η Οκτωβρίου 2002 όπου έγιναν οι βομβιστικές επιθέσεις στο Μπαλί της Ινδονησίας, οι βομβιστικές επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη το 2003, οι αντίστοιχες βομβιστικές επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2003, οι ανάλογου βεληνεκούς επιθέσεις στο Λονδίνο και στο Μπαλί το 2005 και πολλές ακόμα τρομοκρατικές ενέργειες που συντάραξαν εν τοις πράγμασι από τα «θεμέλιά» του το παγκόσμιο «οικοδόμημα».
Οι πλέον βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν κατά την άποψή μας πάντοτε στην εμφάνιση, αλλά και στην ανάπτυξη του θεμελιώδους εγκληματικού φαινομένου της τρομοκρατίας είναι σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη ενός ιστορικού βίας σε έναν συγκεκριμένο τόπο και σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, σε μια βίαιη θρησκεία ή σε μια πολιτική ή άλλης φύσεως ιδεολογία και ίσως ένα διάχυτο αίσθημα κοινωνικής αδικίας, αλλά και ένας πάντοτε διαθέσιμος «εχθρός».
Μπορεί εν τέλει ίσως να παρατηρηθεί σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό ότι οι τρομοκράτες ως εγκληματίες και άτομα εμπνέονται κατά κάποιο τρόπο
Σελ. 12
από ένα πάρα πολύ σημαντικό «αίσθημα εκδίκησης», το οποίο προέρχεται από την ταύτιση ουσιαστικά με τις «δυστυχίες των άλλων», καθώς και από μια καθόλα μανιχαϊστική οπτική για τον κόσμο, που παρουσιάζει τις όποιες πιθανές ανακύπτουσες συγκρούσεις με απόλυτους όρους μεταξύ του «καλού» και του «κακού».
Δύο ακόμη πάρα πολύ σημαντικά στοιχεία που ευνοούν πάντοτε κατά την άποψή μας την τρομοκρατική εγκληματική δράση είναι εκείνα τα κράτη που λειτουργούν ουσιαστικά σαν «πάτρωνες» των τρομοκρατών, αλλά και οι εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές ανισότητες, οι οποίες βιώνονται έντονα λόγω της σύγκρισης με τους πιο προνομιούχους και με την ευμάρεια του Δυτικού κόσμου, δηλαδή αυτό που ονομάζεται εν τέλει χαρακτηριστικά ως μια «συγκριτική αποστέρηση».
Η βία των τρομοκρατικών οργανώσεων γνώρισε ασφαλώς κατά την άποψή μας μια ιδιαίτερα μεγάλη έξαρση κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, ιδιαίτερα μάλιστα με τις επονομαζόμενες ως «βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας».
Την περίοδο των ετών 1934 μέχρι και 1937 λοιπόν, η τότε Κοινωνία των Εθνών αναγνώρισε ουσιαστικά επίσημα το εγκληματικό φαινόμενο της τρομοκρατίας, με μια Συνθήκη που υπογράφηκε τότε από δεκαπέντε κράτη, αλλά τελικά δεν εφαρμόστηκε.
Η συνηθέστερη μορφή τρομοκρατίας στο παγκόσμιο σύστημα λοιπόν σήμερα είναι η επονομαζόμενη ως «βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας», όπως τη δεκαετία του 1970 ήταν η αεροπειρατεία, ενώ μάλιστα αξίζει να τονιστεί ότι η πρώτη αεροπειρατεία σημειώθηκε χρονικά το 1948.
Στην Ελλάδα, το εγκληματικό φαινόμενο της τρομοκρατίας διακρίνεται σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό σε σχέση με αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες κυρίως για τη μακροβιότητά του, γεγονός το οποίο σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Η εγκληματική δράση των ελληνικών τρομοκρατικών οργανώσεων τοποθετείται χρονικά κατά την περίοδο μετά την πτώση της Ελληνικής Χούντας των Συνταγματαρχών το 1974. Οι σημαντικότερες τρομοκρατικές οργανώσεις υπήρξαν ασφαλώς και κυρίως η Τρομοκρατική Οργάνωση «17 Νοέμβρη», η οποία έδρασε έντονα μεταξύ των ετών 1974 και 2002, ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας που έδρασε έντονα μεταξύ των ετών 1975 μέχρι και 1995, ο Επαναστατικός Αγώνας που έδρασε έντονα μεταξύ των ετών 2003 μέχρι και 2017, η Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς που δρα έντονα από το 2008 μέχρι και σήμερα και αντίστοιχα η Σέχτα Επαναστατών που δρα
Σελ. 13
έντονα από το 2009 μέχρι και σήμερα, οι οποίες οργανώσεις μάλιστα ευθύνονται αναντίλεκτα και για τη διάπραξη των περισσότερων τρομοκρατικών ενεργειών στη χώρα μας.
Το ζήτημα της υιοθέτησης μιας συγκεκριμένης Αντιτρομοκρατικής Νομοθεσίας απασχόλησε τις τελευταίες δεκαετίες σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό το Ελληνικό Κοινοβούλιο, προκαλώντας μάλιστα ορισμένες πάρα πολύ έντονες αντιπαραθέσεις σε πολιτικό επίπεδο.
Η πρώτη απόπειρα του Ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει και να καταπολεμήσει αποτελεσματικά και λειτουργικά το εξαιρετικά σημαντικό εγκληματικό φαινόμενο της πολιτικής τρομοκρατίας χρονολογείται ουσιαστικά το 1978, με τον αντιτρομοκρατικό Ν 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος», ο οποίος μάλιστα ήταν σε κάθε περίπτωση προσαρμοσμένος στα πρότυπα της ιταλικής και της γερμανικής νομοθεσίας.
Θεσπίστηκε τότε μάλιστα με το συγκεκριμένο θεμελιώδους σημασίας ποινικό νομοθέτημα το κακούργημα της «κατάρτισης τρομοκρατικής ομάδας» ή της «συμμετοχής» σε αυτή, προβλέποντας εν τοις πράγμασι ακόμα και την επιβολή θανατικής ποινής ή και ισόβιας κάθειρξης για ορισμένα σοβαρής φύσεως ποινικά αδικήματα, όπως είναι μεταξύ άλλων η ανθρωποκτονία και η απαγωγή.
Ο θεμελιώδους σημασίας νόμος αυτός καταψηφίστηκε εν τέλει από τα πολιτικά κόμματα της τότε αντιπολίτευσης ως αντιδημοκρατικός και σαφέστατα ως σφόδρα αντίθετος μάλιστα με τις ατομικές ελευθερίες του ανθρώπου και του πολίτη, και καταργήθηκε εν τέλει το έτος 1983. Ακολούθησε στη συνέχεια μάλιστα ο θεμελιώδους σημασίας Ν 1916/1990 «Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα».
Παρά το αναντίλεκτο γεγονός μάλιστα ότι ο κρίσιμης σημασίας νόμος του 1990 αναφερόταν εν τέλει στο εγκληματικό φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος, οι περισσότερες νομοθετικές διατάξεις του προέβλεπαν ουσιαστικά την αποτελεσματική αντιμετώπιση και τη λειτουργική καταπολέμηση των μορφών πολιτικής τρομοκρατίας, και παράλληλα ουσιαστικά επανέφερε τις νομοθετικές προβλέψεις του αντίστοιχου νόμου του 1978, εξαιρώντας πάντως σε κάθε περίπτωση τη θανατική ποινή.
Με το συγκεκριμένο νόμο του 1990 ενισχύονταν ασφαλώς σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό οι δικαιοδοσίες και οι εξουσίες της Αστυνομίας αναφορικά με το εν λόγω εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικό ζήτημα, ενώ μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες κατά την άποψή μας νομοθετικές διατάξεις
Σελ. 14
του απαγόρευε τη δημοσιοποίηση των προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων.
Πάντως, μια πολύ πιο ενδελεχής και εκτενής ανάλυση του επίμαχου θεμελιώδους σημασίας εγκληματικού φαινομένου της τρομοκρατίας θα γίνει σε ένα επόμενο σημείο του ανά χειρός βιβλίου, στα πλαίσια της διάκρισής του από το παρεμφερές και «συγγενές» εγκληματικό φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος, για αυτό και στο συγκεκριμένο σημείο η περαιτέρω εξέταση του επίμαχου ελληνικού νομοθετικού πλαίσιου παρέλκει.
Επανερχόμενοι τώρα στο εξαιρετικά κρίσιμο νομικό ζήτημα του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι πολλές φορές οι εγκληματικές οργανώσεις στα πλαίσια της «λειτουργίας» και της εγκληματικής δράσης τους αναγκάζουν τους ανθρώπους να συνεργάζονται μαζί τους, όπως φαίνεται και από την πάρα πολύ γνωστή και παρατηρούμενη από όλους εγκληματικής φύσεως τακτική όπου για παράδειγμα μια εγκληματική οργάνωση εκβιάζει με σημαντικές απειλές βίας και καταστροφής της περιουσίας την καταβολή χρημάτων από καταστηματάρχες στα πλαίσια της επονομαζόμενης ως παρεχόμενης από τις πρώτες ως «προστασίας».
Οι εγκληματικές οργανώσεις μπορεί συχνά να θεωρηθούν από τους εκάστοτε ερμηνευτές, αλλά και τους εκάστοτε εφαρμοστές του δικαίου ως συγκεκριμένες ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος ή, σύμφωνα και με τους πλέον αυστηρότερους ορισμούς για τις εγκληματικές οργανώσεις, μπορεί να καταστούν εν τέλει ως καθόλα πειθαρχημένες σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό έτσι ώστε να θεωρηθούν ως οργανωμένες.
Μια εγκληματική οργάνωση ή μια εγκληματική συμμορία μπορεί επίσης να αναφέρεται πάρα πολύ συχνά στη σχετική με το συγκεκριμένο ζήτημα βιβλιογραφία και ως «Μαφία», ως «όχλος», ως «δακτύλιος» ή ως «συνδικάτο» ή και με άλλους αντίστοιχους παρεμφερείς και «συγγενείς» όρους που υποδηλώνουν εν τοις πράγμασι το μαζικό, συστηματικό, αλλά και οργανωμένο της εγκληματικής δράσης τους.
Το αντίστοιχο εγκληματικό δίκτυο, δηλαδή ουσιαστικά η υποκουλτούρα και η κοινότητα των οργανωμένων εγκληματιών που δρα εγκληματικά στους κόλπους μιας κοινωνίας και μιας Πολιτείας, φρονούμε ότι σε κάθε περίπτωση
Σελ. 15
μπορούν να αναφέρονται πάρα πολύ συχνά στην καθημερινή μας γλώσσα ως ο «υπόκοσμος».
Ορισμένοι Ευρωπαίοι κοινωνιολόγοι μάλιστα, όπως είναι μεταξύ άλλων έγκριτων θεωρητικών και ο διαπρεπής Diego Gambetta, ορίζουν μια «Μαφία» ως έναν τύπο εγκληματικής οργάνωσης που εξειδικεύεται ουσιαστικά στην παροχή μιας «εξωπραγματικής προστασίας» και μιας «οιονεί επιβολής του νόμου».
Το κλασικό έργο του Gambetta για την αρχική «Μαφία» ή τη Σικελική μαφία δημιουργεί ουσιαστικά μια αντίστοιχη οικονομική μελέτη της μαφίας, η οποία ασκεί μια εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στις μελέτες της αντίστοιχης Ρωσικής Μαφίας, των Κινεζικών Τριάδων , της Μαφίας του Χονγκ
Σελ. 16
Κονγκ και της ιαπωνικής «Γιακούζα». Ανεπηρέαστη από όλη αυτή την ανάλυση δε φαίνεται πάντως σε καμία απολύτως περίπτωση να μένει ούτε και η ευρέως γνωστή Αμερικανική Μαφία, γεγονός που σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί. Θεμιτό και εύλογο λοιπόν θα ήταν κατά την άποψή μας στο σημείο αυτό να γίνει πρώτα μια αρκετά σύντομη, αλλά και περιεκτική ιστορική αναδρομή στη Σικελική Μαφία.
Α. Ιστορική αναδρομή στη Σικελική Μαφία
Καταρχάς, αναφερόμενοι σε ένα πρώτο επίπεδο στο τεράστιας σημασίας εγκληματικό φαινόμενο της Σικελικής Μαφίας που διατηρεί ίσως και τα «πρωτεία» στο χώρο του εγκληματικού φαινομένου του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση γνωστή και με την ονομασία «Κόζα Νόστρα» , και στα ιταλικά με τον όρο «cosa nostra», θα επισημαίναμε σε κάθε περίπτωση ότι είναι σαφέστατα μια εξαιρετικά επικίνδυνη εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών η οποία δημιουργήθηκε κάπου στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα στην πόλη της Σικελίας της Ιταλίας.
Ένα παρακλάδι της «Κόζα Νόστρα» έκανε πάντως πάρα πολύ «αισθητή» την παρουσία και την εγκληματική δράση του στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής γύρω στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, μετά και από την εμφάνιση διαφόρων κυμάτων οικονομικών μεταναστών από τη Σικελία.
Ένα λεξικό της ιταλικής γλώσσας μάλιστα, δηλαδή το «Devoto-Oli», περιγράφει τη Μαφία επακριβώς ως: «Ένα σύμπλεγμα μικρών, υπόγειων οργανώσεων (οι συμμορίες) οι οποίες χαρακτηρίζονται από κώδικα σιωπής (η ομερτά) και ασκούν κάποιον έλεγχο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και στη διοίκηση της Σικελίας».
Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό Πάολο Πετσίνο: «Η μαφία είναι ένα είδος οργανωμένου εγκλήματος το οποίο όχι μόνο δραστηριοποιείται σε διάφορα παράνομα πεδία, αλλά έχει επίσης την τάση να ασκεί κυριαρχία, η οποία κανονικά
Σελ. 17
ανήκει στις δημόσιες αρχές - σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Είναι συνεπώς ένα είδος εγκληματικότητας από το οποίο εξυπακούονται κάποιες προϋποθέσεις: η ύπαρξη ενός σύγχρονου κράτους που διεκδικεί το αποκλειστικό δικαίωμα για νόμιμο μονοπώλιο στη βία - μια οικονομία χωρίς φεουδαρχικά στοιχεία - την ύπαρξη βίαιων ανθρώπων με δυνατότητα να διοικούνται από μόνοι τους και να επιβάλλονται ακόμη και στις άρχουσες τάξεις».
Η ευρύτερα γνωστή σε όλους μας λέξη «Mafia» προέρχεται από το παλιό σικελικό επίθετο «mafiusu», το οποίο διατηρεί τις ρίζες του στο αραβικό «mahjas» , που σημαίνει αυτόν που κομπάζει με επιθετικό τρόπο. Μια κυριολεκτική μετάφραση της συγκεκριμένης κρίσιμης σημασίας έννοιας είναι το «κόρδωμα», η «πόζα», αλλά μπορεί επίσης να μεταφραστεί και ως η «τόλμη» και το «νταηλίκι».
Αναφερόμενο σε κάποιον, το «mafiusu» στην πόλη της Σικελίας του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν ασαφές και σήμαινε εκείνο το πρόσωπο που σε κάθε περίπτωση εκφοβίζει, τον τραμπούκο, τον υπερόπτη, τον τολμηρό, το δραστήριο και τον περήφανο, σύμφωνα πάντοτε και με την επιστημονική θέση και άποψη του διαπρεπούς ακαδημαϊκού Diego Gambetta.
Αξίζει στο συγκεκριμένο σημείο πάντως να τονιστεί ότι η σύνδεση της επίμαχης θεμελιώδους σημασίας λέξης με την αντίστοιχη εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών έγινε για πρώτη φορά στο πασίγνωστο θεατρικό έργο «I mafiusi di la Vicaria», των Τζουζέπε Ριτσότο και Γκαετάνο Μόσκα, του οποίου κεντρική υπόθεση είναι οι εγκληματικές συμμορίες στη φυλακή του Παλέρμο.
Οι λέξεις «Mafia» ή «mafiusi», που είναι προφανώς ο πληθυντικός της λέξης «mafiusu», δεν αναφέρονται ασφαλώς καμία απολύτως στιγμή στο συγκεκριμένο έργο, και κατά πάσα πιθανότητα εντάχθηκαν στον τίτλο του συγκεκριμένου έργου αποκλειστικά και μόνο για να δώσουν εν τέλει ένα τοπικό χρώμα σε αυτό.
Έτσι, η άμεση και «άρρηκτη» σύνδεση της λέξης «mafiusi» με τις εγκληματικές συμμορίες και τις εγκληματικές οργανώσεις έγινε εν τέλει ιστορικά από το συγκεκριμένο τίτλο του επίμαχου θεατρικού έργου, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα όπου οι τέτοιου τύπου εγκληματικές «συσσωματώσεις» ήταν κάτι καινούργιο στη σικελική, αλλά και στην ιταλική κοινωνία εν γένει, γεγονός που σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Συνεπώς, η λέξη «Μαφία» δημιουργήθηκε από ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο πάντως πάρα πολύ λίγη και μικρή σχέση είχε και έχει με την πραγματικότητα και που χρησιμοποιήθηκε μάλιστα από τρίτα πρόσωπα έτσι ώστε να καταστεί εφικτό τελικά να την περιγράψει.
Σελ. 18
Ο επίμαχος κρίσιμης σημασίας όρος «Μαφία» χρησιμοποιήθηκε τελικά στη συνέχεια στις πρώτες εκθέσεις και στις αντίστοιχες αναφορές του Ιταλικού Κράτους στο εγκληματικό φαινόμενο αυτό. Η συγκεκριμένη λέξη «Μαφία» έκανε λοιπόν την πρώτη της επίσημη εμφάνιση το πολύ μακρινό έτος 1865 σε μια έκθεση του νομάρχη του Παλέρμο, του μαρκήσιου Φιλίπο Αντόνιο Γκουαλτέριο.
Ο Λεοπόλντο Φρανκέτι, που ήταν Ιταλός βουλευτής ο οποίος ταξίδεψε στη Σικελία και έγραψε μια από τις πιο έγκυρες εκθέσεις για τη Μαφία το 1876, περιέγραψε επακριβώς τον όρο «Μαφία»: «ο όρος μαφία βρήκε μια τάξη βίαιων εγκληματιών που ήταν έτοιμοι και περίμεναν ένα όνομα για να τους ορίσει και δεδομένου του ειδικού τους χαρακτήρα και σημασίας στη σικελική κοινωνία, είχαν το δικαίωμα να έχουν διαφορετικό όνομα από τους κοινούς εγκληματίες σε άλλες χώρες».
Κάποιοι παρατηρητές είδαν τη «Μαφία» ως ένα σύνολο θετικών χαρακτηριστικών που ήταν πολύ βαθιά ριζωμένα στη λαϊκή κουλτούρα, ως έναν «τρόπο ζωής», όπως φαίνεται και με σαφήνεια στον ορισμό που δίνει στην κρίσιμης σημασίας έννοια αυτή ο Σικελός εθνογράφος Τζουζέπε Πιτρέ στα τέλη του 19ου αιώνα: «Η μαφία είναι η συνείδηση της αξίας του ατόμου, η βεβιασμένη ιδέα της ατομικής δύναμης ως ο μόνος κριτής σε κάθε διαμάχη, σε κάθε σύγκρουση συμφερόντων ή ιδεών».
Αξιοσημείωτο γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Σικελοί πολίτες δε θεωρούσαν ασφαλώς όλους αυτούς τους ανθρώπους ως εγκληματίες, αλλά τους θεωρούσαν ως πρότυπα και «προστάτες» της κοινωνίας, δεδομένου μάλιστα του ότι σε κάθε περίπτωση το κράτος και η Πολιτεία δεν προσέφεραν καμία απολύτως προστασία στους φτωχούς και στους αδύναμους πολίτες τους, κάτι που σαφέστατα αποτελούσε ένα υψίστης σημασίας ζήτημα το οποίο οπωσδήποτε θα έπρεπε να επισημανθεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στην επιτύμβια επιγραφή του θρυλικού «αφεντικού» της Βιλάλμπα, Καλότζερο Βιτσίνι αναγραφόταν ότι «η ‘Μαφία’ του δεν ήταν εγκληματική, ήταν ο σεβασμός του νόμου, η υπεράσπιση όλων των δικαιωμάτων, η μεγαλοσύνη. Ήταν αγάπη».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η «Μαφία» ουσιαστικά και εν τέλει σημαίνει κάτι σαν «περηφάνια», σαν «τιμή» ή ακόμη και σαν μια «κοινωνική ευθύνη», ήτοι σαν μια «στάση», όχι δηλαδή σαν μια εγκληματική οργάνωση που λειτουργεί σαν ένα παράνομο «μόρφωμα» στους κόλπους της κοινωνίας και της Πολιτείας.
Ομοίως, το έτος 1925 ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Βιτόριο Εμμανουέλε Ορλάντο δήλωσε επί της ουσίας στην Ιταλική Γερουσία ότι ήταν σε κάθε
Σελ. 19
περίπτωση περήφανος που ήταν «μαφιόζος», διότι η συγκεκριμένη λέξη σήμαινε στην ουσία για εκείνον «τιμή», «ευγένεια» και «γενναιοδωρία».
Σύμφωνα μάλιστα με αρκετούς και πάρα πολύ γνωστούς «μαφιόζους» , το πραγματικό όνομα της Μαφίας είναι ουσιαστικά η «Cosa Nostra», ήτοι η «Κόζα Νόστρα», κυριολεκτικά δηλαδή το «δικό μας πράγμα», που σημαίνει «ο κόσμος μας, η παράδοσή μας, οι αξίες μας», γεγονός που σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε οπωσδήποτε να σημειωθεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της ανά χειρός μελέτης.
Πολλοί άνθρωποι υποστήριξαν μάλιστα, συμπεριλαμβανομένου και του επονομαζόμενου ως «λιποτάκτη της μαφίας» Τομάζο Μπουσκέτα, ότι η λέξη «Μαφία» ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα λογοτεχνικό δημιούργημα.
Άλλοι «λιποτάκτες της Μαφίας», όπως ήταν Αντόνιο Καλντερόνε και ο Σαλβαντόρε Κοντόρνο ανέφεραν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς, το πραγματικό όνομα της Μαφίας ήταν «κόζα νόστρα».
Για τους ανθρώπους λοιπόν που ανήκουν στην εκάστοτε τέτοιας φύσεως εγκληματική οργάνωση αποτελώντας ουσιαστικά μέλη της και σε μια εντελώς αδιάσπαστη σχέση με αυτήν, δεν υπάρχει εν τέλει και ουσιαστικά απολύτως καμία ανάγκη να την ονομάσουν.
Οι Μαφιόζοι συστήνουν γνωστά μέλη σε άλλα γνωστά μέλη ως ανήκοντες στην «cosa nostra», ήτοι «το πράγμα μας» ή «la stessa cosa», ήτοι το «ίδιο πράγμα». Μόνο ο έξω κόσμος χρειάζεται κάποιο όνομα για να την περιγράψει, εξ ου μάλιστα και τα κεφαλαία των λέξεων: «Cosa Nostra».
Υφίσταται όμως εδώ και πάρα πολλά χρόνια μια εξαιρετικά έντονη διαφωνία κατά πόσο εν τέλει η Μαφία πηγαίνει πίσω χρονικά μέχρι και το μεσαίωνα. Αυτό πίστευε πάντως ο αποβιώσας «λιποτάκτης» της Μαφίας Τομάζο Μπουσκέτα, ενώ μάλιστα αρκετοί ακαδημαϊκοί σήμερα πιστεύουν το αντίθετο.
Δεν αποκλείεται πάντως η «αρχική» Μαφία να σχηματίστηκε ως μια μυστική εγκληματική οργάνωση ανδρών το δέκατο πέμπτο αιώνα προκειμένου να προστατέψει τους Σικελούς πολίτες από τις ισπανικές λεηλασίες, ωστόσο οι ενδείξεις μας για κάτι τέτοιο είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά ελάχιστες.
Δεν αποκλείεται επίσης ο μύθος του «Ρομπέν των Δασών» να καλλιεργήθηκε εξαρχής με απώτερο στόχο και σκοπό να κερδίσουν οι «Μαφιόζοι» την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη, αλλά και την εκτίμηση του σικελικού λαού, κάτι που σε κάθε περίπτωση ασφαλώς εν τοις πράγμασι το κατάφεραν.
Σελ. 20
Μετά τις Επαναστάσεις του 1848 και την Επανάσταση του 1860, αξίζει σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι στην πόλη της Σικελίας δημιουργήθηκε ένα εξαιρετικά μεγάλο χάος και αναταραχή. Οι πρώτοι «Μαφιόζοι», που τότε ήταν μικρές χωριστές ομάδες ατόμων εκτός νόμου, εξεγέρθηκαν.
Ο συγγραφέας Τζον Ντίκι θεωρεί ότι οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν τη συγκεκριμένη εξέγερση ήταν η ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε μέσα στο χάος αυτό να κάψουν αστυνομικά έγγραφα και στοιχεία, αλλά και να διαπράξουν ανθρωποκτονίες αρκετών αστυνομικών και πληροφοριοδοτών της Αστυνομίας.
Όμως, όταν με την εγκαθίδρυση της νέας κυβέρνησης στη Ρώμη κατέστη εμφανές ότι το συγκεκριμένο έργο θα ήταν εν τέλει εξαιρετικά δύσκολο, οι «Μαφιόζοι» άρχισαν στο δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα να αλλάζουν δραματικά τις εγκληματικές μεθόδους και τις τεχνικές τους, γεγονός που σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Η «προστασία» των «λεμονοδασών» και των κτημάτων της ντόπιας αριστοκρατίας ήταν προσοδοφόρα, αν και ήταν πάντοτε μια εξαιρετικά επικίνδυνη επιχείρηση. Η πόλη του Παλέρμο ήταν αρχικά ο κύριος χώρος αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά η κυριαρχία της Σικελικής Μαφίας σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Σικελία.
Για να δυναμώσει εν τέλει και ουσιαστικά τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων εγκληματικών συμμοριών και των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά και να διασφαλίσει ακόμα μεγαλύτερα κέρδη και ένα ασφαλέστερο περιβάλλον εργασίας, είναι πιθανόν η Μαφία ως εγκληματική οργάνωση να σχηματίστηκε αυτήν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δηλαδή γύρω στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Από το έτος 1860, δηλαδή τη χρονιά που η Σικελία και τα Παπικά κράτη ενσωματώθηκαν στο νέο ενοποιημένο ιταλικό κράτος, οι Πάπες πρόσκεινταν εχθρικά στο νέο αυτό κράτος. Από το έτος 1870 ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν πολιορκημένος από το Ιταλικό Κράτος και ενεθάρρυνε τους καθολικούς να αρνηθούν κάθε συνεργασία με το κράτος αυτό. Στην ηπειρωτική Ιταλία αυτό είχε ασφαλώς έναν ειρηνικό χαρακτήρα.
Η Σικελία ήταν πολύ καθολική, αν και με πολύ τοπικό τρόπο, και έβλεπε με καχυποψία τους ξένους ανθρώπους, επιδεικνύοντας ξεκάθαρα ακραίες ξενοφοβικές τάσεις. Η τριβή μεταξύ της Εκκλησίας και του Ιταλικού Κράτους έδωσε έτσι ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα σε βίαιες εγκληματικές συμμορίες και εγκληματικές οργανώσεις στην πόλη της Σικελίας, οι οποίες περνούσαν στους κατοίκους των αγροτικών και των αστικών περιοχών τον ισχυρισμό ότι η συνεργασία με την Αστυνομία, η οποία εκπροσωπούσε το νέο ιταλικό κράτος, ήταν εν τέλει μια αντικαθολική πράξη.