ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ & ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Θέματα προετοιμασίας για διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 344
- ISBN: 978-618-08-0413-3
Για τις απαιτήσεις των εξετάσεων στο πλαίσιο της αξιολόγησης γνώσεων γενικού περιεχομένου για τον Δημόσιο Τομέα και προκειμένου οι υποψήφιοι να αποκτήσουν το γνωστικό υπόβαθρο, να κατανοήσουν το γνωστικό αντικείμενο και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις διαγωνισμών με αυτό το εύρος της ύλης και της τυπολογίας των θεμάτων., το έργο συγγράφηκε και οικοδομήθηκε στο πλαίσιο μιας «επιτομής», που συμπεριλαμβάνει τα βασικά στοιχεία οργάνωσης/λειτουργίας του κράτους και της διοίκησης, αλλά και στοιχεία συνταγματικού δικαίου, όπως και το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο ερείδονται η κρατική και δημόσια πολιτική.
Όλα τα κεφάλαια, με κατηγοριοποίηση αυτών σε θεματικές ενότητες- προσαρμοσμένες στην ύλη- παρέχουν πλούσιο υλικό που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεματικών πεδίων και παρίστανται ως αρωγός για μελέτη και επεξεργασία της ύλης, που απαιτείται για τους διαγωνισμούς στον Δημόσιο Τομέα. Παρέχει, πρωτίστως, ένα εύχρηστο και ευσύνοπτο θεωρητικό υλικό και στο δεύτερο μέρος, παρατίθενται θέματα προσομοίωσης διαγωνισμών του ΑΣΕΠ, προς διευκόλυνση των υποψηφίων, με κριτήρια αυτοαξιολόγησης, με ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών με απαντήσεις εφ΄ όλης της ύλης, με ερωτήματα μελέτης- θέματα ανάπτυξης- και κριτήρια με ερωτήσεις ανοικτού τύπου με απαντήσεις, για να είναι σε θέση οι υποψήφιοι να ελέγξουν το επίπεδο των γνώσεών τους και να εξετάσουν τον βαθμό κατανόησης της θεωρίας.
Η στοχευμένη παράθεση του υλικού, τόσο σε θεωρητικό πλαίσιο όσο και σε πρακτική εξέταση των θεμάτων, συντελεί σε μια ολοκληρωμένη προετοιμασία, προκειμένου οι υποψήφιοι να εξοπλιστούν επαρκώς με τα απαραίτητα εφόδια για κάθε γραπτό διαγωνισμό του Δημόσιου Τομέα και να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στη γραπτή δοκιμασία της ύλης που ζητείται. Το εν λόγω βιβλίο φιλοδοξεί να καταστεί μια χρήσιμη πηγή άντλησης του κατάλληλου υλικού και να παραστεί πολύτιμος οδηγός στους υποψηφίους.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΜΕΡΟΣ Α
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 3
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 3
A.1. Η έννοια του δικαίου 3
A.2. Πηγές του δικαίου 4
A.3. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου και η ερμηνεία του δικαίου 4
A.3.1. Ο δικανικός συλλογισμός 10
A.3.2. Η Δικαιοδοτική πράξη 11
B. Διακρίσεις Δικαίου 11
ΙΙ. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ 15
Α. ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ 15
Β. Το Δημοκρατικό πολίτευμα και ο Κοινοβουλευτισμός 15
Β.1. ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ: ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ 15
Β.2. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ 17
Β.3. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ 19
Β.3.1. Κατοχύρωση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και δικαιωμάτων
ομαδικής δράσης (αρ 4-25 Σ) 21
Β 3.2. Βασικές Αρχές 22
Γ. ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ 23
Δ. ΑΡΧΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ (άρθρο 26 Σ) 24
Ε. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 25
Ε.1. Οι Μορφές ελέγχου στη δημόσια διοίκηση 25
Ε.2. Ο Δικαστικός Έλεγχος Συνταγματικότητας των νόμων κατά το άρθρο 93 παρ. 4
και 100 του Συντάγματος 27
ΣΤ. ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ 28
Ζ. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 31
Η. ΣΧΕΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 32
ΙΙΙ. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 35
Α. ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ 37
Α.1. Έννοια και κατηγορίες δικαιωμάτων 43
Α.2. Φορείς, αποδέκτες, πεδίο προστασίας δικαιωμάτων 49
Α.3. Περιορισμοί των δικαιωμάτων 51
Α.4. Η αρχή της αναλογικότητας κατά τη σύγκρουση δικαιωμάτων 52
Α.5. Η αρχή της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης 53
Α.6. Η αξία του ανθρώπου 53
IV. ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 56
Α. Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 56
Α.1. Αρμοδιότητες Βουλής 56
Α.2. Η Λειτουργία της Βουλής: 57
Α.3. Οι Βουλευτές 59
Α.3.1. Προσόντα και κωλύματα βουλευτών 59
Α.3.2. Η Νομική θέση των Βουλευτών 60
Β. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 61
Β.1. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας 62
Β.2. Προσόντα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (Σ 31) 64
Β.3. Θητεία Προέδρου της Δημοκρατίας 64
Β.4. Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας 65
Γ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ 66
Γ.1. Πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα 66
Γ.2. Αρμοδιότητες Πρωθυπουργού 66
Γ.3. Αδυναμία άσκησης καθηκόντων Πρωθυπουργού 67
Δ. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 67
Δ.1. Ανάδειξη κυβέρνησης 68
Δ.2. Απαλλαγή της Κυβέρνησης 69
Δ.3. Τα μέλη της Κυβέρνησης και η ευθύνη τους 70
Δ.4. Οι Υπουργοί 70
Δ.5. Τα κυβερνητικά όργανα 71
Δ.5.1. Το Υπουργικό Συμβούλιο 72
Δ.5.2. Τα Κυβερνητικά Συμβούλια 73
Δ.5.3. Οι Κυβερνητικές Επιτροπές 74
Δ.5.4. Τα Υπουργεία 74
Δ.5.5. Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις 75
Δ.5.6. Τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου 76
Δ.5.7. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση α΄ και β΄ βαθμού 77
Δ.5.8. Οι Ανεξάρτητες Αρχές 79
V. ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 85
Α. ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ 85
Β. ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 85
Β.1. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 86
Β.2. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 88
Β.3. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 89
Β.4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή 91
Β.5. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 94
Β.6. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) 96
Β.7. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) 96
Γ. Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ (EPPO) 97
Γ.1. Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 98
Γ.1.1. Το Συλλογικό Όργανο (“College”) 98
Γ.1.2. Μόνιμα Τμήματα (“Permanent Chambers”) 99
Γ.1.3. Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας (“European Chief Prosecutor”) 99
Γ.1.4. Ευρωπαίοι Εισαγγελείς (“European Prosecutors”) 99
Γ.1.5. Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς (“European Delegated Prosecutors”) 100
Γ.2. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 100
VI. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 102
Α. ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ- ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 102
Α.1. Ιστορικά στοιχεία πολιτικής επιστήμης 103
Α.2. Κεντρικές έννοιες πολιτικής επιστήμης 104
Α.2.1. Καινοτομίες του σύγχρονου συστήματος κρατών 105
Α.2.2. Η εξέλιξη του σύγχρονου κράτους 105
Α.2.3. Νομιμοποίηση και νομιμότητα 110
Α.2.4. Μορφές του σύγχρονου κράτους 111
Α.2.5. Μοντέλα Δημοκρατίας 113
Α.2.6. Κράτη και Στόχοι 114
Α.3. Οργάνωση πολιτικού συστήματος 114
Β. ΚΟΜΜΑΤΑ 117
Β.1. Λειτουργίες των πολιτικών κομμάτων 118
Β.2. Κριτήρια ταξινόμησης πολιτικών κομμάτων 119
Β.3. Ομάδες συμφερόντων σε αντιδιαστολή με τα κόμματα 119
Β.4. Μορφές Κομματικών Συστημάτων 121
Γ. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 122
Γ.1. Βασικές Αρχές Οικονομικής Θεωρίας 122
Γ.2. Κράτος και Οικονομία 131
Γ.3. Πολιτική οικονομία 132
Γ.4. Πολιτική Συμπεριφορά 136
VII. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ 142
Α. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 142
Α.1. Βασικές Αρχές της Διοικητικής Δράσης 142
Α.2. Υποχρεώσεις και Δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων 145
Α.3. Ηθική και δεοντολογία στον δημόσιο τομέα: Κώδικας Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημοσίου Τομέα 147
Β. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ & ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 149
Β.1. Έννοια Δημόσιας Διοίκησης; Οργάνωση της διοίκησης -
Οργάνωση του Δημοσίου Τομέα 149
Β.2. Διοίκηση και Διακυβέρνηση 151
Β.2.1. Το οργανωτικό σύστημα της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης 157
Γ. ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 157
Γ.1.Έννοια της δημόσιας πολιτικής 157
Γ.2. Τα βασικά στάδια διαμόρφωσης της δημόσιας πολιτικής 158
Γ.3. Αρχές καλής νομοθέτησης 161
Δ. ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
(Ν 2690/1999 όπως ισχύει, άρθρα 4-7, 13-21) 161
Ε. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 168
ΣΤ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ -
ΚΩΔΙΚΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ 170
ΣΤ.1. Εισαγωγικές έννοιες δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου 170
ΣΤ.2. Μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων 172
ΣΤ.3. Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ 174
VIII. ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 190
A. ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 190
Α.1. Ορισμοί ανοικτών δεδομένων 193
Α.2. Γενικές αρχές και στοιχεια ψηφιακής διακυβέρνησης 194
Α.3. Υποστηρικτικές και λειτουργικές Αρχές ψηφιακής διακυβέρνησης 202
Β. ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ 204
Γ. ΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ 209
Δ. ΠΑΡΟΧΗ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ -
ΕΝΙΑΙΑ ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΥΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 218
Δ.1. Όροι-Προϋποθέσεις 218
Δ.2. Χρήση- Διαδικασία- Ταυτοποίηση 219
Ε. ΕΝΙΑΙΑ ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΥΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 220
Ε.1. Έκδοση και Διακίνηση Εγγράφων 220
Ε.2. Παροχή υπηρεσιών και Υποχρεώσεις Δημοσίου τομέα 224
ΣΤ. ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΌΤΗΤΑ ΦΟΡΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ 225
ΜΕΡΟΣ Β
ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΞΑΣΚΗΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 235
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ 235
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 246
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 249
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 257
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 260
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ 271
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ
ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 287
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ 291
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ 293
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 321
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 325
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ Α
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Σελ. 3
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
A.1. Η έννοια του δικαίου
Τι είναι το δίκαιο: Σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν υποχρεωτικά και επιτακτικά την ανθρώπινη συμβίωση, των οποίων την τήρηση εξασφαλίζει με κυρώσεις η κρατική εξουσία.Πιο αναλυτικά και συνεκδοχικά, το δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων των τεθειμένων με προκαθορισμένες διαδικασίες και βασισμένων σε ηθικοπολιτικές αρχές δικαιοσύνης, οι οποίοι ρυθμίζουν με τρόπο εξαναγκαστό τις σχέσεις των ανθρώπων που συμβιούν σε μια οργανωμένη σε κράτος κοινωνία. Η Νομική Επιστήμη ή η Επιστήμη του Δικαίου είναι μία ανθρωπιστική επιστήμη. Είναι η επιστήμη που μελετά και αναλύει το φαινόμενο του δικαίου, το οποίο δημιουργείται από τους ανθρώπους, ενώ παράλληλα ερμηνεύει το δίκαιο, ώστε να προκύπτουν άριστες λύσεις.
Γενικά χαρακτηριστικά του δικαίου
Το δίκαιο αποτελούν οι κανόνες και οι αρχές που ρυθμίζουν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, με τρόπο υποχρεωτικό, εξαναγκαστικό και ετερόνομο τη συμπεριφορά των ανθρώπων που συναποτελούν τα μέλη μιας κοινωνίας.
Χαρακτηριστικά του με την έννοια αυτή είναι: α) κανονιστικότητα, β) ρύθμιση, γ) υποχρεωτικότητα, δ) ετερόνομος χαρακτήρας
Επιστήμη του δικαίου: Η επιστήμη του δικαίου συμβάλει στην ταξινόμηση και συστηματοποίηση των κανόνων και των αρχών του δικαίου, καθώς και στην θεωρητική προσέγγιση των μεθόδων ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου.
Σελ. 4
A.2. Πηγές του δικαίου
1. Ο Νόμος: α) τυπικός νόμος, β) ουσιαστικός νόμος και
2. Το έθιμο (μακρόχρονη άσκηση μιας συμπεριφοράς με την πεποίθηση ότι πρόκειται περί εφαρμογή κανόνων δικαίου)
Η ισχύς των κανόνων δικαίου: Αρχίζει από τη δημοσίευση την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή από τον ορισμό της έναρξης ισχύος του στον ίδιο τον κανόνα δικαίου.
A.3. Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου και η ερμηνεία του δικαίου
Η εφαρμογή του κανόνα δικαίου αποτελεί μια λογική διεργασία η οποία οδηγεί στην ακριβή κατανόηση του περιεχομένου, προκειμένου ο εφαρμοστής του δικαίου να προβεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό. Κατά την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, λαμβάνει χώρα και η ερμηνεία του από τα δικαστήρια, η οποία αποτυπώνεται στη νομολογία των δικαστηρίων ή από τη νομική θεωρία, μέσα από τη συγγραφή μελετών και συγγραμμάτων αλλά και από τους νομικούς, τους δικηγόρους κατά την εκπροσώπηση των διαδίκων.
Με βάση τα παραπάνω το δίκαιο αποτελεί ένα αντικείμενο που εγκλείει νόημα και για αυτό το λόγο επιδέχεται ερμηνεία.
•Ερμηνεία, είναι ο καθορισμός του νοήματος των κανόνων και των αρχών του δικαίου.
•Ο όρος «ερμηνεία» έχει διττή σημασία. Αφ’ ενός σημαίνει το ενέργημα της ανάπτυξης και συγκεκριμενοποίησης των κανόνων και των αρχών του δικαίου και αφ’ ετέρου το αποτέλεσμα του εν λόγω ενεργήματος.
Σελ. 5
•Ερμηνεία είναι δηλαδή τόσο η διαδικασία της διανοητικής πορείας του ερμηνευτή όσο και το αποτέλεσμά της.
•Σκοπός της ερμηνείας του δικαίου είναι, καταρχάς, η ανεύρεση του νοήµατος του ισχύοντος κανόνα δικαίου και, παραλλήλως, έργο της νοµικής επιστήµης είναι και η κριτική του ισχύοντος δικαίου, µε σκοπό τη βελτίωσή του.
•Η αναγκαιότητα της ερμηνείας των κανόνων δικαίου προκύπτει από αυτή την ίδια τη φύση τους. Ο κανόνας δικαίου αποτελεί ρύθμιση γενική και αφηρημένη. Αυτή η ίδια η υπαγωγή συγκεκριμένης περίπτωσης στο ρυθμιστικό περιεχόμενο δικαιικού κανόνα είναι αποτέλεσμα ερμηνευτικής λειτουργίας.
Κριτήρια ερμηνείας δικαίου
Σκοπός της ερμηνείας του δικαίου είναι καταρχήν η ανεύρεση του νοήματος του ισχύοντος κανόνα δικαίου. Με βάση λοιπόν το σκοπό, μπορούμε να διακρίνουμε αρχικά την ερμηνεία του δικαίου σε:
•de lege lata (de constitutione lata) ερμηνεία, με την οποία εξετάζεται το πώς είναι, τί ισχύει για τον κανόνα δικαίου.
•de lege ferenda (de constitutione ferenda) ερμηνεία, η οποία αποβλέπει στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κανόνας δικαίου.
Επιπλέον, με κριτήριο το υποκείμενο, η ερμηνεία του δικαίου διακρίνεται σε: α) αυθεντική, β) επίσημη και γ) επιστημονική
1ο Στάδιο ερμηνείας
Η γνώση του δικαίου για να είναι, λοιπόν, επιστημονική θα πρέπει να έχει βαθμό βεβαιότητας και να στηρίζεται στη συστηματικότητα και τη μεθοδικότητα του τρόπου απόκτησης της γνώσης.
Οι νομικές κρίσεις ενός δικαστή διαφέρουν από τις νομικές κρίσεις ενός δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, διότι οι κρίσεις του δικαστή είναι:
•επίσημες,
•ασκούν δικαιοδοτική λειτουργία,
•εκφέρονται με την αυθεντία του πολιτειακού οργάνου και
•δημιουργούν στα μέρη ένα καθήκον υπακοής και συμμόρφωσης με την ενεργοποίηση και του κρατικού εξαναγκασμού.
Καταρχάς, προβάδισμα έχει η γραμματική ερμηνεία, η οποία αποτελεί την ερμηνευτική προσπάθεια που αναζητεί το νόημα του νόμου μέσω των σημασιών των γλωσσικών εκ-
Σελ. 6
φράσεων, που απαρτίζουν το κείμενο (άλλως γράμμα του νόμου), δηλαδή, αναζητούνται οι σημασίες των λέξεων του κειμένου.
Τα επόμενα στάδια της ερμηνείας προσδιορίζονται από τα υπόλοιπα ερμηνευτικά κριτήρια, πέραν του «γράμματος» του νόμου.
2ο Στάδιο ερμηνείας
Τα επόμενα στάδια της ερμηνείας προσδιορίζονται από τα υπόλοιπα ερμηνευτικά κριτήρια, πέραν του «γράμματος» του νόμου, που αναπτύχθηκε παραπάνω.
Το πρώτο κριτήριο του δεύτερου σταδίου είναι η ανεύρεση της βούλησης του νομοθέτη και αυτό επιτυγχάνεται με την υποκειμενική ιστορική ερμηνεία. Με βάση το κριτήριο αυτό αναζητείται η ορθή ερμηνευτική εκδοχή, η οποία αντλείται από τις ιστορικές συνθήκες της θέσπισης του νόμου, δηλαδή, η βούληση του νομοθέτη, για να εξακριβώσει υπό ποιες περιστάσεις και με βάση ποιες σταθμίσεις και επιλογές ο νομοθέτης θέσπισε τον νόμο.
Το δεύτερο κριτήριο είναι η συστηματική ένταξη της ερμηνευόμενης διάταξης, η επιλογή της ορθότερης από τις εναλλακτικές ερμηνευτικές εκδοχές με βάση τη θέση που κατέχει η διάταξη στο σύστημα των κανόνων του δικαίου, η οποία αποτελεί και τη συστηματική ερμηνεία βάσει της λογικής ενότητας της έννομης τάξης.Το δεύτερο στάδιο δεν αντλεί τα κριτήρια επιλογής από το «γράμμα», αλλά από το «πνεύμα» τη ratio legis της διάταξης και αφορά στην εσωτερική ενότητα του νομοθετήματος, εντός του οποίου βρίσκεται η διάταξη, που πρέπει να ερμηνευτεί.
Το τρίτο κριτήριο διαμορφώνεται με την εξέταση του σκοπού του νόμου βάσει της αντικειμενικής-τελολογικής ερμηνείας. Βασικό στοιχείο της είναι ο σκοπός του νόμου τον οποίο αναζητά πέρα από το κείμενο του νόμου, δηλαδή, από το «πνεύμα» τη ratio legis της διάταξης, δηλαδή, τον λόγο ύπαρξης του νόμου, και με κριτήριο τη δικαιολόγηση της διάταξης βάσει ηθικοπολιτικών αρχών.
Στη νομολογία πρέπει να επισημανθεί πως έχει επικρατήσει η «αντικειμενική μέθοδος», που σύμφωνα με αυτή, η βούληση του ιστορικού νομοθέτη είναι πράγματι μια ουσιαστική άποψη στην ερμηνεία, που πρέπει να ληφθεί υπόψη, αλλά θα πρέπει σε περίπτωση σύγκρουσης να υποχωρήσει δίνοντας το προβάδισμα σε αντικειμενικά-τελολογικά κριτήρια.
Κρίνεται σημαντική η αναφορά και στον ρόλο της διασταλτικής ερµηνείας, µε τη χρήση της οποίας επιχειρείται η αποκατάσταση του νοήµατος του κανόνα δικαίου µε διαστολή, δηλαδή, µε διεύρυνση του γράµµατος του κανόνα. Η ερµηνεία αυτή εφαρµόζεται στις περιπτώσεις που ο νοµοθέτης εκφράστηκε στενότερα του δέοντος καθώς και στην περίπτωση της ενδεικτικής απαρίθµησης επιταγών, ευχερειών ή απαγορεύσεων.
Σελ. 7
Τέλος, για τη διαστολή του γράµµατος του κανόνα δικαίου µπορεί να επιστρατευτεί το επιχείρηµα της «αναλογίας» ή το επιχείρηµα «από του ελάσσονος περί του µείζονος» και άλλοτε «από του µείζονος περί του ελάσσονος».
Αρωγός στην ερμηνεία του νόμου παρίσταται και η συσταλτική ερµηνεία, µε την οποία επιχειρείται αποκατάσταση του νοήµατος του κανόνα δικαίου σε περίπτωση που ο νοµοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα του δέοντος και διενεργείται συσταλτική ερµηνεία, καθώς προστίθεται µια νέα προϋπόθεση στη συνταγµατική διάταξη, η οποία στενεύει το εύρος της εφαρµογής της.
Σε αυτό το σηµείο πρέπει να τονιστεί ότι από τη συσταλτική και διασταλτική ερµηνεία διαφέρει η στενή και ευρεία ερµηνεία, καθώς στις τελευταίες ο ερµηνευτής κινείται εντός του γράµµατος του νόµου, που περιλαµβάνει έναν πολυσήµαντο όρο, τον οποίο κατανο-
Σελ. 8
εί στενότερα ή ευρύτερα. Αντίθετα, η συσταλτική και διασταλτική ερµηνεία ξεπερνούν το γράµµα του νόµου, συστέλλοντάς το η διαστέλλοντάς το αντίστοιχα.
Πλήρωση των κενών του δικαίου
Κενό υπάρχει στο δίκαιο, όταν μια περίπτωση δεν ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου, ενώ η έννομη τάξη αξιώνει τη ρύθμισή της, διότι η περίπτωση αυτή παρουσιάζει αποχρώσα ομοιότητα προς άλλες περιπτώσεις ρυθμισμένες από κανόνες δικαίου.
Ερμηνευτικά Επιχειρήματα: Κατά την ερμηνεία του δικαίου γίνεται επίκληση και μιας σειράς ερμηνευτικών επιχειρημάτων.
α) Επιχείρημα της εις άτοπον απαγωγής.
β) Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής.
γ) Επιχείρημα εκ της σιωπής του νόμου.
δ) Επιχείρημα κατά μείζονα ή κατά ελάσσονα λόγο.
Ενότητα ερμηνείας
Η ερμηνεία και οι μέθοδοι που ακολουθούνται ενέχουν δυσκολίες, για αυτό τον λόγο ο ερμηνευτής, αν δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τον νόμο βάσει της πρώτης -παραδοσιακής ερμηνείας-, γιατί ο νόμος είναι ασαφής, τότε προσφεύγει στο δεύτερο στάδιο κατά το οποίο αρχικά θα ανατρέξει στην υποκειμενική ιστορική ερμηνεία, μετά στη συστηματική και, τέλος, στην αντικειμενική-τελολογική. Αν και υπάρχει προτίμηση και πρόταξη της γραμματικής ερμηνείας, η οποία παρέχει βεβαιότητα δικαίου, αποτροπή δικαστικής αυθαιρεσίας και σεβασμό των αποφάσεων του δημοκρατικού νομοθέτη, είναι θεμιτό, εν συνεχεία, να «διαβαστεί» η βούληση του νομοθέτη ως δεύτερη εγγύηση της αντικειμενικής εφαρμογής του νόμου, καθώς αποκλείει τις υποκειμενικές εκτιμήσεις του ερμηνευτή. Τέλος, η συστηματική ερμηνεία και ο σκοπός του νόμου (τελολογική ερμηνεία) ελλοχεύουν κινδύνους, γιατί ίσως ενέχουν μη νομιμοποιημένη επέμβαση του ερμηνευτή και παρεμβολή προσωπικών προτιμήσεών του. Για αυτό είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρχει ενότητα
Σελ. 9
ερμηνείας του νόμου, καθώς χαρακτηριστικό της νομικής ερμηνείας είναι η διερεύνηση της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων, η συνεκτίμηση και οι σταθμίσεις, που αφορούν στο σύνολο των πολιτών και τα δικαιώματά τους, και η προστασία των αγαθών από το δίκαιο. Έκδηλα, λοιπόν, ο νομικός έχει μπροστά του προβλήματα στα οποία υπάρχει αντιπαράθεση, που απαιτούν εξαιρετικό και λεπτό χειρισμό, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες και διχογνωμίες. Είναι πασιφανές ότι ο ερμηνευτής του νόμου οφείλει να προβεί σε εξέταση όλων των εκδοχών και να εξαντλήσει όλα τα ενδεχόμενα επιχειρήματα και για έναν ακόμη λόγο που ενυπάρχει στη φύση του δικαίου και δεν εξαντλείται σε αυτό που ισχυρίζονται οι οπαδοί του νομικού θετικισμού, δηλαδή, δεν είναι ένα σύνολο κανόνων που θεσπίζονται εξαιτίας των προσταγών, αλλά έχουν άμεση σχέση με το ηθικό περιεχόμενο των ρυθμίσεών του.
Η Ερμηνεία του Συντάγματος
•Η ερμηνεία είναι αναγκαίο παρακολούθημα του Συντάγματος.Το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά στις άπειρες δυνατότητες εκδήλωσης της με κανόνες γενικούς και αφηρημένους, συγχρόνως όμως πεπερασμένους σε αριθμό, είναι ως ανθρώπινο δημιούργημα ατελές. Εμφανίζει ελαττώματα, ασάφειες, κενά και αντινομίες.
Σελ. 10
•Έργο της ερμηνείας είναι να θεραπεύει τα αναγκαίως συνεχόμενα με το δίκαιο ελαττώματα του. Γι’ αυτό ακριβώς είναι και αναπόδραστο παρακολούθημα του.
•Η τυπική υπεροχή του Συντάγματος έναντι των άλλων, κοινών νόμων, οδηγεί στην ανάγκη ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.Η συνταγματική ερμηνεία έχει τρεις βασικές μορφές: την καθοριστική, την προσδιοριστική και τη συμπληρωματική.
•Είδη ερμηνείας του Συντάγματος: Η λεγόμενη «ευρεία ερμηνεία» περιλαμβάνει και τα τρία είδη ερμηνείας: ερμηνεία εντός του κανόνα, εκτός του κανόνα αλλά εντός του δικαίου και πέραν από τον κανόνα. Αντίθετα η «στενή ερμηνεία» περιλαμβάνει μόνο τα δύο πρώτα (ερμηνεία εντός του κανόνα, εκτός του κανόνα, αλλά εντός του δικαίου). Η ερμηνεία πέρα από τον κανόνα δικαίου, με την οποία διενεργείται η πλήρωση κενών, χωρεί πέρα από το γλωσσικό-λεκτικό νόημα του κανόνα και γι’ αυτό δε συνιστά ερμηνεία υπό στενή αλλά υπό ευρεία έννοια.
A.3.1. Ο δικανικός συλλογισμός
Αποτελεί τον κορμό κάθε δικαστικής απόφασης, καθώς είναι η κορυφαία έκφραση ενός πνευματικού κόσμου, γνωστός ως «Δικανική», ενώ από την άλλη πλευρά «στέκονται» οι κανόνες του δικαίου που ορίζονται ως «Δίκαιο».
Στον χώρο της «Δικανικής» ένας κύκλος προσώπων -οι διάδικοι- δεσμεύονται απο το διατακτικό της δικαστικής απόφασης με βάση το δικαίωμα τους που απορρέει από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Για να μπορέσει το δικαστήριο να δώσει αυθεντική απάντηση στον νομικό ισχυρισμό θα πρέπει να συγκεντρώσει το υλικό, με το οποίο θα καταστρώσει τον δικανικό συλλογισμό του.
Στη συγκέντρωση ακριβώς αυτού αποβλέπει η διαδικασία, που συγκροτεί τη δίκη, και ο δικαστής, βάσει των πραγματικών περιστατικών, που υπηρετούνται από τα αποδεικτικά μέσα προχωρεί στην αξιολόγηση των στοιχείων με έλεγχο αξιοπιστίας τους.
Ο δικανικός συλλογισμός περιέχει την πρώτη προκείμενη-μείζονα πρόταση, που αποτελεί τον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου, τη δεύτερη προκείμενη-ελάσσονα πρόταση, που αφορά στα πραγματικά περιστατικά της επίδικης σχέσης, και την τρίτη πρόταση, το συμπέρασμα, η διάγνωση της επέλευσης της έννομης συνέπειας του κανόνα δικαίου στην
Σελ. 11
επίδικη σχέση. Συνεπώς, η τέλεση του δικανικού συλλογισμού συνδέεται με τη θεμελίωση της δικαστικής κρίσεως
A.3.2. Η Δικαιοδοτική πράξη
Το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, η διάγνωση του τρόπου ρύθμισης της σχέσης και η απόφαση για τις ενέργειες προς συμμόρφωση σε αυτή, ονομάζεται διατακτικό.
Οι δικαστικές κρίσεις, όμως, πρέπει να είναι αιτιολογημένες, για αυτόν τον λόγο εκτίθενται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η δικαστική κρίση και αυτό αποκαλείται σκεπτικό.
Κατ’ ουσίαν, όμως, η δικαιοδοτική πράξη είναι ευρύτερη από τη δικαστική απόφαση, διότι εμπεριέχει την απόφαση με το σκεπτικό και το διατακτικό και περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ο δικαστής οδηγείται στην κρίση του και καταλήγει στη διατύπωση του σκεπτικού και του διατακτικού.
Η προσέγγιση, άλλως πορεία, του δικαστή επονομαζόμενο στάδιο ως εφαρμογή των κανόνων του ισχύοντος δικαίου.
•Αναζήτηση του κανόνα δικαίου, του οποίου το πραγματικό καλύπτει το ιστορικό της συγκεκριμένης περίπτωσης.
•Υπαγωγή του ιστορικού στον κανόνα δικαίου.
•Συναγωγή της έννομης συνέπειας, που ορίζει ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. Αν η υπαγωγή είναι καταφατική τότε επέρχεται η προβλεπόμενη από τον κανόνα έννομη συνέπεια ενώ αν η υπαγωγή είναι αποφατική δεν επέρχεται η προβλεπόμενη έννομη συνέπεια.
B. Διακρίσεις Δικαίου
I. Το θετικό δίκαιο ⇒ Το σύνολο των κανόνων που ισχύουν σε μια χρονικά ορισμένη κοινωνία διάκριση από το θετέο δίκαιο [το δίκαιο που πρέπει να ισχύει] και το φυσικό δίκαιο (οι κανόνες που πηγάζουν από βαθύτερες αξίες, οι οποίες συναρτώνται με τη φύση του ανθρώπου.
II. Εθνική, ενωσιακή και διεθνής έννομη τάξη ⇒ Εθνικό, ενωσιακό, διεθνές δίκαιο
Σελ. 12
III. Δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο
A. Δημόσιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την οργάνωση του κράτους και τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες.
B. Ιδιωτικό: το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.
IV. Ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο
A. Ουσιαστικό: Το σύνολο των κανόνων που διέπουν τις έννομες σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις που ενδιαφέρουν το δίκαιο και ρυθμίζονται από αυτό
B. Δικονομικό: Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο απονομής της δικαστικής προστασίας (ανήκει στο δημόσιο δίκαιο).
V. Νομολογία ⇒ Το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων.
Κατηγορίες δικαστηρίων:
•Διοικητικά δικαστήρια
•Αστικά/πολιτικά δικαστήρια
•Ποινικά δικαστήρια
Δημόσιο Δίκαιο
•Συνταγματικό Δίκαιο⇒ Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας και τα όρια της απέναντι στο άτομο (π.χ. πολίτευμα, εκλογικό σύστημα, δικαιώματα κ.λπ). Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους, υπερισχύει του κοινού νόμου και τροποποιείται δυσκολότερα.
•Διοικητικό Δίκαιο⇒ Σύστημα κανόνων δικαίου που ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία Δημόσιας Διοίκησης και τις σχέσεις της με διοικούμενους.
•Εκκλησιαστικό Δίκαιο⇒ Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία της εκκλησίας και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.
•Ποινικό Δίκαιο⇒ Σύνολο κανόνων που ορίζουν πράξεις ως εγκλήματα και καθορίζουν ποινές.
•Δικονομικό δίκαιο⇒Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων (π. χ. ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει, ποια η σύνθεση του, τι επιτρέπεται ως απόδειξη, προθεσμίες άσκησης κ.λπ). Περιλαμβάνει την πολιτική, ποινική, και διοικητική δικονομία.
Ιδιωτικό Δίκαιο
•Αστικό δίκαιο⇒ Το σύνολο των κανόνων που αφορούν τις έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.
Σελ. 13
•Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου⇒ Ορίζει γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται σε όλες τις έννομες σχέσεις.
•Οικογενειακό Δίκαιο⇒ Ρυθμίζει τις οικογενειακές-συγγενικές σχέσεις (π.χ. διατροφή συζύγου).
•Εμπράγματο (Ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των ατόμων με τα πράγματα π.χ. κυριότητα σε ακίνητο).
•Κληρονομικό Δίκαιο⇒ Ρυθμίζει την τύχη της περιουσίας του ατόμου (π.χ. θέματα κληρονομίας, θανάτου) κ.α.
•Εμπορικό Δίκαιο⇒ Ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις και πράξεις (περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το δίκαιο εταιριών, αξιόγραφων, πτωχευτικό. π.χ. σύσταση εταιρίας, επιταγές κ.λπ.)
•Εργατικό Δίκαιο⇒ Ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου (π.χ. συμβάσεις εργασίας, δικαιώματα εργαζομένου, συνθήκες εργασίας κ.λπ.)
•Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας⇒ Ρυθμίζει δικαιώματα πάνω σε έργα και δημιουργήματα.
Ευρωπαϊκό και Ενωσιακό δίκαιο
Το Ευρωπαϊκό δίκαιο δεν ταυτίζεται με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το πρώτο συνιστά ένα ευρύ πλαίσιο που περιλαμβάνει ένα σύνολο θεσμών και εννόμων τάξεων, ενώ το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο συχνά αναφέρεται ως “Ενωσιακό Δίκαιο” συνιστά μια έννοια στενότερη, καθώς αναφέρεται αποκλειστικά στο σύστημα κανόνων δικαίου που έχει διαμορφωθεί και διέπει την οργάνωση και λειτουργία των παραγόντων που δρουν στα πλαίσια της Ένωσης.
Το Διεθνές Δίκαιο
- Ορισμός: Το διεθνές δίκαιο ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ των κρατών αλλά και των διεθνών οργανισμών (π.χ. διεθνές δίκαιο θάλασσας, πολέμου, εμπορικό, περιβάλλοντος κ.α.)
- Κύριες Πηγές:
1) Διεθνείς Συμβάσεις: Γραπτές/ρητές δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ δύο (διμερείς) ή περισσότερων (πολυμερείς) κρατών ή/και διεθνών οργανισμών (π.χ. συνθηκολόγησης και καθορισμού συνόρων, στρατιωτικές συμμαχίες, εμπορικές συμφωνίες, ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.α.)
2) Γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες: έθιμα και γενικές αρχές, άγραφοι κανόνες που προήλθαν από την πρακτική π.χ. κανόνες διέλευσης πλοίων στην θάλασσα, διπλωματικοί κανόνες, αρχή της καλής πίστης και συνεργασίας
- Το διεθνές δίκαιο και η ελληνική έννομη τάξη:
Άρθρο 28, Σύνταγμα: (Κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμοί)
Σελ. 14
Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Σελ. 15
ΙΙ. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ
Α. ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Το κράτος αποτελεί ένα Νομικό Πρόσωπο με αυτοδύναμη εξουσία, στο οποίο έχει οργανωθεί λαός, μόνιμα εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα. Στα πλαίσια της επικράτειάς του, το κράτος διαθέτει την ικανότητα να υποτάσσει και να εξαναγκάζει ελεύθερους ανθρώπους - αλλοδαπούς και ημεδαπούς - να τηρούν τις επιταγές του, μέσω των κανόνων δικαίου, διαθέτει, δηλαδή, την ικανότητα να ασκεί κρατική εξουσία. Το κράτος οργανώνεται ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, διατηρώντας τη συνέχειά του παρά την εναλλαγή διαφορετικών φυσικών προσώπων στην εξουσία, η οποία προκύπτει μέσα από την εκλογική διαδικασία.
Η πλήρης και τέλεια κρατική εξουσία, εκφράζεται μέσω της κυριαρχίας, η οποία διαθέτει: α) μια εξωτερική πτυχή, που ταυτίζεται με την έννοια της ανεξαρτησίας, κατά την οποία τα κυρίαρχα κράτη δεν περιορίζονται από τη βούληση άλλων κρατών, αλλά μόνο από το Διεθνές Δίκαιο, και β) μια εσωτερική πτυχή, κατά την οποία οι κανόνες δικαίου παράγονται μόνο από το κράτος.
Με τον όρο “Μορφή του Πολιτεύματος”, περιγράφεται το σύστημα σχηματισμού της κρατικής εξουσίας. Το άρθρο 1 του Συντάγματός μας, ορίζει ως Πολίτευμα της Ελλάδας την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η οποία αποτελεί τύπο Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Β. Το Δημοκρατικό πολίτευμα και ο Κοινοβουλευτισμός
Β.1. ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ: ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο σχηματίζεται, οργανώνεται και ασκείται η κρατική εξουσία αποτελεί το πολίτευμα. Κατά την κλασική διάκριση, οι μορφές του πολιτεύματος είναι η μοναρχία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία. Τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα έχουν ως πηγή, φορέα και αποδέκτη της κρατικής εξουσίας τον λαό. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αρχή της πλειοψηφίας και η ελευθερία.
Ανάλογα με το ποιός ασκεί την εξουσία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, διακρίνουμε τους εξής τύπους πολιτευμάτων:
I. Άμεση Δημοκρατία ⇒ ο λαός ασκεί την εξουσία χωρίς αντιπροσώπους
II. Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ⇒ η εξουσία ασκείται από σώμα αντιπροσώπων εκλεγμένων από τον λαό
Σελ. 16
III. Ημιαντιπροσωπευτικό σύστημα ⇒ την εξουσία ασκεί άλλοτε ο λαός και άλλοτε το εκλεγμένο σώμα.
Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι έμμεσες και αντιπροσωπευτικές. Θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι: Το αντιπροσωπευτικό σύστημα, η αρχή του πολυκομματισμού, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η αρχή του κοινοβουλευτισμού, η αρχή του κράτους δικαίου και η αρχή του κοινωνικού κράτους.
- Το αντιπροσωπευτικό σύστημα προϋποθέτει την ύπαρξη συλλογικού νομοθετικού οργάνου του κράτους το οποίο εκλέγεται από τον Λαό, ήτοι τη Βουλή.
- Η αρχή του πολυκομματισμού αποτυπώνει την σπουδαιότητα της ύπαρξης των πολιτικών κομμάτων στη δημοκρατία, και, άλλωστε, όσο περισσότερα είναι τα πολιτικά κόμματα, τόσο ενισχύεται ο πλουραλισμός και το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα.
- Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αναφέρεται στις τρεις κρατικές λειτουργίες: τη νομοθετική, την εκτελεστική (διοικητική) και τη δικαστική λειτουργία.
- Η αρχή του κοινοβουλευτισμού: Η σχέση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας διαμορφώνει το σύστημα διακυβέρνησης στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, έτσι ανάλογα με το βαθμό διάκρισης των λειτουργιών διακρίνονται τα εξής συστήματα διακυβέρνησης:
1. Κοινοβουλευτικό σύστημα ⇒ Εξάρτηση της Κυβέρνησης-εκτελεστικής εξουσίας από την εμπιστοσύνη της Βουλής-νομοθετικής εξουσίας. Ισχύει η σχετική διάκριση των λειτουργιών.
2. Προεδρικό Σύστημα (παραλλαγή του οποίου είναι το Ημιπροεδρικό σύστημα, το οποίο εφαρμόζεται στην Γαλλία ) ⇒ Η εκτελεστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από την νομοθετική. Ισχύει η αυστηρή διάκριση των λειτουργιών. Προεδρικό είναι το σύστημα των ΗΠΑ.
3. Σύστημα Κυβερνώσης Βουλής ⇒ Υπάρχει χαλαρή διάκριση των λειτουργιών, δηλαδή η Βουλή ασκεί και την νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία. Το σύστημα κυβερνώσης βουλής εφαρμόζεται στην Ελβετία.
Το πολίτευμα της Ελλάδας
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ελληνικού Συντάγματος.
Τα χαρακτηριστικά της Κοινοβουλευτικής αρχής στο ελληνικό πολίτευμα:
•Διορίζεται κυβέρνηση μόνο από κόμμα - ή συνασπισμό κομμάτων- που έχουν την απόλυτη εμπιστοσύνη της Βουλής
•Η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή δεκαπέντε ημέρες μετά την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού (84 Σ).
Σελ. 17
•Η Βουλή έχει δικαίωμα να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο στο Β (68 επ, 84). Ο Έλεγχος της μπορεί να φτάσει μέχρι υποβολής πρότασης δυσπιστίας και άρα σε πτώση της κυβέρνησης
•Η εφαρμογή του Κοινοβουλευτικού συστήματος ανατίθεται από το Σύνταγμα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ), ο οποίος καθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Τα χαρακτηριστικά της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας στο ελληνικό πολίτευμα:
1) Σ 49: Καθιέρωση ανεύθυνου του ΠτΔ ⇒ ο οποίος διατηρεί μόνο ποινική ευθύνη για εσχάτη προδοσία και εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος.
2) Σ 50: Αρνητικό τεκμήριο αρμοδιότητας ΠτΔ ⇒ οι αρμοδιότητες του είναι αποκλειστικά και μόνο αυτές που του αναθέτει το Σύνταγμα και σύμφωνοι με αυτό νόμοι.
3) Σ 35: Κανόνας της Προσυπογραφής ⇒ καμία πράξη του ΠτΔ δεν είναι ισχυρή αν δεν υπογραφεί από τον αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος αυτομάτως λαμβάνει και την ευθύνη της.
4) Ασφυκτική τυποποίηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ αναφορικά με την ανάδειξη της Κυβέρνησης και τη διάλυση της Βουλής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι:
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διατηρεί τον ρόλο του τυπικού Αρχηγού του κράτους και είναι όργανο της εκτελεστικής εξουσίας. Εκλέγεται από τη Βουλή (δηλαδή όχι άμεσα, από τον λαό) και είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος.
- Οι δικαιοδοσίες του ΠτΔ δεν πρέπει να αναιρούν την αμοιβαία και απόλυτη εξάρτηση Κυβέρνησης-Βουλής, ούτε να αφαιρούν από την Κυβέρνηση τον κυριαρχικό ρόλο χάραξης της πολιτικής.
- Η αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί την αρχή της τήρησης του νόμου και εγγυάται την ελευθερία.
- Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου συνιστά τον περιορισμό της αρχής του κράτους δικαίου, καθώς καθιερώνει την υποχρέωση κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παρακάτω, αναλύονται περαιτέρω κάποιες επιμέρους αρχές, που παρουσιάζουν μεγάλη σπουδαιότητα.
Β.2. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Τα ανώτερα όργανα του κράτους: 1. Εκλογικό σώμα 2. Βουλή 3. Κυβέρνηση 4. Πρόεδρος της Δημοκρατίας 5. Τα Δικαστήρια |
Σελ. 18
Στα κοινοβουλευτικά συστήματα υπάρχει τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση ανάμεσα σε τρία από τα ανώτερα όργανα του κράτους, ήτοι μεταξύ:
1. Του αρχηγού του κράτους ⇒ Στην Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
2. Της Βουλής ⇒ Η οποία εκλέγεται άμεσα από το εκλογικό σώμα.
3. Της Κυβέρνησης ⇒ Η οποία εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση διαμορφώνεται ως εξής:
I. Ο Αρχηγός του κράτους (ΠτΔ) διορίζει και παύει την Κυβέρνηση και τους Υπουργούς ≠ όμως οι πράξεις του χρειάζονται υπουργική προσυπογραφή (άρ. 35 Σ)
II. Η Κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής ≠ ο ΠτΔ διαλύει την Βουλή μετά από πρόταση της Κυβέρνησης για κρίσιμο εθνικό θέμα που καθιστά αναγκαία την επικαιροποίηση της λαϊκής εντολής.
III. Κανόνας Υπουργικής ευθύνης = αλληλέγγυα ευθύνη ενώπιον της Βουλής
Παρατηρήσεις:
- Η δικαστική λειτουργία δεν εμπλέκεται σε κανένα επίπεδο στη σχέση της εκτελεστικής με την νομοθετική εξουσία, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Τα δικαστήρια, ως όργανα της δικαστικής λειτουργίας παραμένουν ανεξάρτητα. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί ο διορισμός των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ο οποίος πραγματοποιείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, αντίστροφη εξαίρεση αποτελεί και ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί το ΣτΕ πριν την έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων.
Σελ. 19
- Το εκλογικό σώμα εκλέγει τη Βουλή με άμεση, μυστική ψηφοφορία. Μέσω των εκλογών, ο Λαός κρίνει το έργο της κυβέρνησης κάθε τέσσερα έτη (εκτός αν διαλυθεί η Βουλή πριν την ολοκλήρωση του διαστήματος αυτού, οπότε διενεργούνται πρόωρες εκλογές).
- Κομματική διακυβέρνηση: προκειμένου να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη υπέρ της Κυβέρνησης, εκ των πραγμάτων επικρατεί ένα κόμμα (ή ένας συνασπισμός κομμάτων) στη Βουλή. Το κόμμα αυτό επί της ουσίας “κυριαρχεί” σε δύο από τις τρεις λειτουργίες, τη Νομοθετική - έχοντας την πλειοψηφία της Βουλής- και την Εκτελεστική, αφού το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές σχηματίζει Κυβέρνηση. Ο ΠτΔ διατηρεί καθαρά ρυθμιστικό ρόλο, συνεπώς ο Πρωθυπουργός, αποκτά μεγάλη δύναμη.
- Η κοινοβουλευτική σχέση έχει ως αντικείμενο την αμοιβαία εξάρτηση Βουλής και Κυβέρνησης:
α) Εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής:
- Η Κυβέρνηση διορίζεται από το κόμμα που έχει λάβει την πλειοψηφία των εδρών της Βουλής (αρχή της δεδηλωμένης) και Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος.
- Η εμπιστοσύνη της Βουλής πρέπει να διατηρείται υπέρ της Κυβερνήσεως σε όλη τη διάρκεια της θητείας της. Αν αυτή χαθεί (π.χ. μετά από πρόταση δυσπιστίας, άρ. 84 Σ), η Κυβέρνηση διαλύεται και οδηγούμαστε σε πρόωρες εκλογές.
- Η Βουλής ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο στην Κυβέρνηση (άρ. 70 Σ). Τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι: οι ερωτήσεις, οι επίκαιρες ερωτήσεις, οι επερωτήσεις, οι αναφορές, οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, οι εξεταστικές επιτροπές και η πρόταση δυσπιστίας.
β) Εξάρτηση της Βουλής από την Κυβέρνηση, καθώς ο Πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει την διάλυσή της για κρίσιμο εθνικό θέμα και να στραφεί εκ νέου στη λαϊκή ετυμηγορία.
Β.3. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ
Η αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί θεμελιώδη και βασική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Συναγόμενες και παρεπόμενες αυτής της συνταγματικής αρχής, εμφανίζονται οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της διάκρισης των εξουσιών –και ως προϋπόθεση του κράτους δικαίου-, της νομιμότητας, της μη αναδρομικής ισχύος των κανόνων δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου.
Το Κράτος Δικαίου οικοδομείται στη λογική της άσκησης των κρατικών εξουσιών σύμφωνα με τους νόμους, οι οποίοι θα σέβονται τις ατομικές ελευθερίες και των οποίων η εφαρμογή υπόκειται στον έλεγχο των ανεξάρτητων δικαστηρίων. Η αρχή αυτή, δηλαδή, συνδέεται με τη λειτουργία ενός κράτους, επί τη βάσει των προβλεπόμενων από τον νόμο διαδικασιών, μέσω των οποίων ρυθμίζονται οι αρμοδιότητες και η λειτουργία των οργάνων του. Στο παρελθόν, όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες για τη λειτουργία ενός κρά-
Σελ. 20
τους τις διένειμε ο μονάρχης, ενώ σήμερα στον αντίποδα του κράτους δικαίου βρίσκεται το αστυνομικό κράτος.
Στα κράτη δικαίου κυρίαρχος είναι ο νόμος, άλλως οι νομικοί κανόνες και όχι τα πρόσωπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η ερμηνεία των νόμων δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών και η εφαρμογή των νόμων δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (εκτελεστικής εξουσίας), αλλά βασίζεται σε σαφείς και καθορισμένους από πριν νομικούς κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών λύσεων σε ένα νομικό πρόβλημα δεν αποτελεί προσωπική επιλογή προτίμησης του δικαστή, αλλά καθορίζεται από αυστηρή λογική αιτιολόγηση με βάση καθορισμένα κριτήρια του τι ισχύει ως νόμος. Αναφέρεται κύρια στην επιρροή και την εξουσία του νόμου σε κάθε κοινωνία, ιδιαίτερα ως περιορισμός στη συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης της συμπεριφοράς των αξιωματούχων ενός κράτους. Από την άλλη στα δημοκρατικά πολιτεύματα και πάλι ο νόμος θέτει κάποιους περιορισμούς στη βούληση του λαού.
Στην πράξη, η αρχή του κράτους δικαίου σχετίζεται με τη διάκριση των εξουσιών και με την ύπαρξη Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, και προστατεύει το άτομο περιορίζοντας την ισχύ, για παράδειγμα, της εκτελεστικής εξουσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις της κρατικής διοίκησης ή οποιουδήποτε διαθέτει πολιτική εξουσία ή άλλης μορφής πολιτική ή οικονομική ισχύ, ελέγχονται από ανεξάρτητες δικαστικές αρχές. Η έννοια του κράτους δικαίου συνδέεται άμεσα με την αρχή της νομιμότητας (principle of legality) σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις αυτών που έχουν κρατική εξουσία πρέπει να βασίζονται σε σαφείς νομικούς κανόνες που έχουν καθοριστεί από πριν, και δεν μεταβάλλονται εκ των υστέρων.
Με βάση τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επισημαίνονται τα χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου, που εδράζονται σε μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή, μια εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη, που ακολουθεί οικουμενικές αρχές και δικαιοδοτικά θεμέλια που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία, η οποία διέπει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων, που τους απονέμει το Σύνταγμα.
Καταληκτικά, το κράτος δικαίου είναι ένα σύστημα που ακολουθεί τέσσερεις οικουμενικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες «αρχικά η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί παράγοντες είναι υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο. Κατόπιν οι νόμοι είναι σαφείς, δημοσιοποιούνται και εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να γίνει πράξη η ασφάλεια των ατόμων και των αγαθών. Η διαδικασία με την οποία θεσπίζονται και επιβάλλονται οι νόμοι είναι προσβάσιμη, δίκαιη και αποτελεσματική. Τέλος, η δικαιοσύνη αποδίδεται έγκαιρα από ικανούς, ηθικούς, και ανεξάρτητους εκπροσώπους σε ικανό αριθμό, οι οποίοι διαθέτουν επαρκείς πόρους και αντικατοπτρίζουν την κοινότητα που υπηρετούν».