ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Δογματική ανάλυση και δικαιοφιλοσοφική θεμελίωση της ποινικής αντιμετώπισης του αδικήματος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 36,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18572
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 328
  • ISBN: 978-960-654-667-9

Η μονογραφία «Οργανωμένο έγκλημα» επικεντρώνεται στη δογματική και δικαιοφιλοσοφική ανάλυση του αδικήματος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, καταλήγοντας ότι πρόκειται για μία αντι-δομή σε καταστατική, αποφατική και ανταγωνιστική σχέση με την κρατική εξουσία.
Το έργο περιλαμβάνει:
• Διεθνές και ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο και δικαιοσυγκριτική επισκόπηση
• Διαχρονική δογματική ανάλυση της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος στην ελληνική έννομη τάξη (ιδίως άρθρο 187 ΠΚ)
• Ανάλυση ειδικότερων ζητημάτων όπως το έννομο αγαθό και η ποινική ευθύνη για υποστηρικτικές πράξεις (187 παρ. 4, 187Β ΠΚ)
• Επισκόπηση της νομολογίας (2001-2021)
• Εγκληματολογικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις
• Δικαιοφιλοσοφική ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, με έμφαση στο μέγεθος της εγκληματικής οργάνωσης
Το έργο είναι χρήσιμο για τον δικηγόρο, τον δικαστή και κάθε νομικό που ενδιαφέρεται για τον τρόπο αντιμετώπισης της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση από τη διεθνή, ευρωπαϊκή και ημεδαπή έννομη τάξη.

Πρόλογος.......................................................................................VII

Προλογικό σημείωμα.........................................................................IX

Μέρος Α' Εισαγωγικά

1.    Εισαγωγή

1.1.    Οριοθέτηση του αντικειμένου.........................................................3

1.2.    Η ανάγκη για ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος.............................4

2.    Συνοπτική ιστορική αναδρομή

2.1.    Η ιστορική εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος................................8

2.2.    Οι πρώτες νομοθετικές απόπειρες ορισμού για ποινικοποίηση

σε διεθνές επίπεδο.....................................................................13

2.3.    Οι πρώτες νομοθετικές απόπειρες ορισμού για ποινικοποίηση

σε εθνικό επίπεδο......................................................................18

2.4.    Συμπεράσματα..........................................................................19

Μέρος B'

Η νομοθετική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος

3. Η ποινική αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος στη διεθνή και ενωσιακή έννομη τάξη

3.1. Το οργανωμένο έγκλημα ως διεθνές φαινόμενο και η ανάγκη

συντονισμού των κρατών για την καταπολέμησή του...........................23

3.2. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα ...24

3.2.1. Αναδρομή: η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος

σε διεθνές επίπεδο μέχρι τη Σύμβαση του Παλέρμο.........................24

XI I

Περιεχόμενα

3.2.2.    Η επεξεργασία της Συνθήκης του Παλέρμο και η έννοια

της εγκληματικής οργάνωσης..................................................27

3.2.3.    Οι τρεις πιθανές λύσεις για το ζήτημα της τυποποίησης

των εγκληματικών δραστηριοτήτων της εγκληματικής οργάνωσης......30

3.2.4.    Η σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με την κρατική εξουσία σε επιλεγμένα κείμενα πολιτικής και σχεδιασμού των Ηνωμένων

Εθνών..............................................................................34

3.3.    Το οργανωμένο έγκλημα μέσα από τα νομοθετικά εργαλεία

και τα κείμενα πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης..............................36

3.3.1.    Εισαγωγικά.......................................................................36

3.3.2.    Αναδρομή στην έννοια του οργανωμένου εγκλήματος μέσα

από επιλεγμένα νομοθετικά εργαλεία και κείμενα πολιτικής της ΕΕ.....38

3.3.2. Ι. Το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.................................38

3.3.2.2.    Το δευτερογενές δίκαιο της Ένωσης και τα κείμενα πολιτικής.. 39

3.3.3.    Η έννοια της «δομής» ως βασικός άξονας της έννοιας

της εγκληματικής οργάνωσης..................................................43

3.3.4.    Το ζήτημα της διττής αποτύπωσης του αδικήματος της συμμετοχής

σε εγκληματική οργάνωση.....................................................47

3.3.5.    Η σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με το ζήτημα των ανοιχτών

συνόρων και της ελεύθερης μετακίνησης εντός της ΕΕ.....................49

3.3.6.    Η θεμελιώδης σχέση ανάμεσα στην εγκληματική οργάνωση και την αγορά: η οικονομική και επιχειρηματική πρόσληψη

του οργανωμένου εγκλήματος ................................................51

3.4.    Συμπεράσματα..........................................................................52

4.    Συνοπτική δικαιοσυγκριτική επισκόπηση επιλεγμένων εθνικών εννόμων τάξεων

4.1.    Η γερμανική έννομη τάξη.............................................................55

4.2.    Η αγγλική έννομη τάξη................................................................59

4.3.    Οι έννομες τάξεις των σκανδιναβικών χωρών....................................62

4.4.    Η έννομη τάξη των ΗΠΑ................................................................66

4.5.    Συμπεράσματα..........................................................................71

5.    Η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος στην ελληνική έννομη τάξη

5.1. Συνοπτική ιστορική αναδρομή στην ειδική νομοθεσία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος μέχρι τον ν. 2928/2001 .......................................................................74

| XII

Περιεχόμενα

5.1.1.    Οι νόμοι 774/1978 και 1916/1990: η σύνδεση οργανωμένου

εγκλήματος και τρομοκρατίας.................................................74

5.1.2.    Η ψήφιση του νόμου 2928/2001 ...............................................82

5.1.3.    Συμπεράσματα....................................................................84

5.2.    Η ιστορική εξέλιξη της διάταξης του 187 ΠΚ από τον Ποινικό Νόμο

μέχρι τον ν. 2928/2001................................................................85

5.2.1.    Οι διατάξεις του Ποινικού Νόμου «περί αυτουργών και συναιτίων»: η πρόβλεψη μιας ιδιότυπης εγκληματικής «ένωσης» ως βάση για

την αναγνώριση αυτουργικής ευθύνης.......................................85

5.2.2.    Η πρώιμη μορφή του άρθρου 187 ΠΚ πριν τον ν. 2928/2001:

η σύσταση και η συμμορία στον Ποινικό Κώδικα............................86

5.2.3.    Η τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ με τον ν. 2928/2001:

η εξέλιξη της νέας προτεινόμενης διάταξης μέχρι και την ψήφιση

του νόμου.........................................................................89

5.2.4.    Ανάλυση επιμέρους διαστάσεων της νέας μορφής του άρθρου 187 ΠΚ

και η εξέλιξη της νέας διάταξης μετά την ψήφιση του ν. 2928/2001 .....93

5.2.4.Ι. Το αδίκημα της σύστασης και συμμορίας στο άρθρο 187 ΠΚ μετά την ψήφιση του ν. 2928/2001 ...........................................93

5.2.4.2.    Η «απλή συνέργεια» σε εγκληματικές οργανώσεις...............94

5.2.4.3.    Οι τροποποιήσεις του άρθρου 187 ΠΚ μετά την ψήφιση του ν. 2928/2001: τάσεις διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής

της διάταξης και αυστηροποίησης των ρυθμίσεων..........................95

5.2.4.4.    Το ειδικότερο ζήτημα της αυξημένης ποινικής ευθύνης

του διευθύνοντα την οργάνωση............................................. 103

5.2.4.5.    Τα τοπικά όρια ισχύος της διάταξης.............................. 105

5.2.4.6.    Οι αλλαγές που επέφερε ο ν. 2928/2001 σε δικονομικό

επίπεδο: ένα παρεπόμενο αλλά ουσιώδες ζήτημα........................ 107

5.2.5.    Συμπεράσματα.................................................................. 110

5.3.    Η σημερινή ρύθμιση μετά τον ν. 4619/2019..................................... 111

5.3.1.    Το σχέδιο της επιτροπής Μανωλεδάκη...................................... 112

5.3.2.    Ο νέος Ποινικός Κώδικας (ν. 4619/2019    και 4637/2019)................. 114

5.3.2.1.    Ειδικότερα ζητήματα του νέου 187 ΠΚ: η μη συμπερίληψη του σκοπού οικονομικού οφέλους και η επιβάρυνση της ευθύνης

του διευθύνοντα την οργάνωση............................................. 115

5.3.2.2.    Η πρωτοτυπία της «επιχειρησιακά» δομημένης οργάνωσης:

η διάκριση μεταξύ «πραγματοπαγών» και «προσωποπαγών» ενώσεων........................................................................ 119

5.3.2.3.    Η ποινική ευθύνη για υποστηρικτικές πράξεις.................. 125

α. Η διάταξη του άρθρου 187 παρ. 4 ΠΚ................................. 125

β. Η διάταξη του άρθρου 187Β ΠΚ........................................ 131

xiii |

Περιεχόμενα

5.3.3. Συμπεράσματα.................................................................. 132

5.4.    Η διάπραξη αδικήματος στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης

σε ειδικούς ποινικούς νόμους...................................................... 134

5.5.    Το έννομο αγαθό...................................................................... 137

5.6.    Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος μέσα από τη νομολογιακή

εφαρμογή του άρθρου 187 ΠΚ..................................................... 144

5.6.1.    Η έννοια της οργάνωσης και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα...... 145

α. Η συγκρότηση μιας δομημένης ομάδας............................... 146

β. Ελάχιστος αριθμός τριών ατόμων..................................... 148

γ. Διάρκεια δράσης......................................................... 149

δ. Σκοπός διάπραξης εγκλημάτων....................................... 150

ε. Ο σκοπός προσπορισμού οικονομικού οφέλους ως πιθανό στοιχείο της διάταξης...................................................... 152

5.6.2.    Έννοια συγκρότησης και συμμετοχής στην οργάνωση................... 153

5.6.3.    Η διάκριση της οργάνωσης από τη συμμορία.............................. 155

5.6.4.    Το προστατευόμενο έννομο αγαθό.......................................... 157

5.6.5.    Συμπεράσματα.................................................................. 158

5.7.    Οι πολλαπλές όψεις της «αποσύνδεσης» του οργανωμένου εγκλήματος

από εδραιωμένους κανόνες του ποινικού δόγματος........................... 162

5.7.1.    Γενικές παρατηρήσεις......................................................... 162

5.7.2.    Συμπερασματικά: οι πολλαπλές όψεις της αποσύνδεσης του οργανωμένου εγκλήματος από εδραιωμένους κανόνες

του ποινικού δόγματος........................................................ 164

α. Η αυτοτέλεια της ποινικής ευθύνης και η αποσύνδεση

από τα σκοπούμενα εγκλήματα........................................... 164

β. Η αυτουργοποίηση υποστηρικτικών πράξεων εξωτικών

προσώπων και η αποσύνδεση από τους κανόνες της συμμετοχής ... 165 γ. Η αποσύνδεση από τις γενικές κατευθύνσεις του ποινικού

δικονομικού δικαίου........................................................ 166

δ. Το κλείσιμο του κύκλου: η αποσύνδεση από την ίδια

την έννοια της οργάνωσης................................................ 166

6. Ενδιάμεσα συμπεράσματα............................................................ 168

| xiv

Περιεχόμενα

Μέρος Γ'

Παρέκβαση σε εγκληματολογικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις

7.    Εγκληματολογικές προσεγγίσεις του οργανωμένου εγκλήματος

7.1. Εισαγωγικά............................................................................ 175

7.2. Η θεωρία της «αλλοδαπής συνομωσίας»......................................... 178

7.3.    Το «εθνοτικό» ή «πολιτισμικό» μοντέλο ανάλυσης του οργανωμένου

εγκλήματος............................................................................ 179

7.4.    Η θεωρία των εγκληματικών δικτυώσεων και οι προσεγγίσεις

ενσωμάτωσης του οργανωμένου εγκλήματος στο κοινωνικό παλίμψηστο ........................................................................... 180

7.5.    Το ιεραρχικό/γραφειοκρατικό μοντέλο ανάλυσης............................. 182

7.6.    Η θεωρία της προστασίας........................................................... 183

7.7.    Η επιχειρηματική θεωρία ........................................................... 187

7.8.    Η διάκριση προσωποπαγούς και πραγματοπαγούς προσέγγισης

του οργανωμένου εγκλήματος..................................................... 189

7.9.    Συμπληρώνοντας τη διάκριση πραγματοπαγούς και προσωποπαγούς

ένωσης: η συνεκτική δομή της εγκληματικής οργάνωσης.................... 191

8.    Οι κύριες φιλοσοφικές προσεγγίσεις σχετικά με τη συλλογική δράση

8.1.    Οι απαρχές του σχετικού διαλόγου: οι προθέσεις ως προς το εμείς

(we-intentions)....................................................................... 198

8.2.    Η σημασία του γνωστικού στοιχείου και της αμοιβαίας πεποίθησης:

η προσέγγιση του Tuomela......................................................... 199

8.3.    Το θεμελιώδες ερώτημα περί αναγωγής: η    προσέγγιση του Searle........201

8.4.    Τοποθετώντας το περιεχόμενο της πρόθεσης στο προσκήνιο: η «σχεδιαστική» προσέγγιση του Bratman ως σημείο καμπής

στον σύγχρονο διάλογο.............................................................203

8.5.    Η αμοιβαία δέσμευση ως θεμέλιο του πολλαπλού υποκειμένου:

η προσέγγιση της Gilbert...........................................................206

8.6.    Η συμμετοχική πρόθεση ως ικανή και αναγκαία συνθήκη:

η μινιμαλιστική προσέγγιση του Kutz.............................................207

8.7.    Συμπεράσματα........................................................................209

xv |

Περιεχόμενα

Μέρος Δ'

Δικαιοφιλοσοφική προσέγγιση του αξιοποίνου της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση

9. Δικαιοφιλοσοφική προσέγγιση της συμμετοχής σε εγκληματική

οργάνωση................................................................................215

9.1.    Τα σκοπούμενα εγκλήματα.........................................................215

9.2.    Ξεκαθαρίζοντας το τοπίο: οι κυρίαρχοι άξονες πρόσληψης των συστατικών στοιχείων του αξιοποίνου της συμμετοχής

σε εγκληματική οργάνωση..........................................................217

9.2.1.    Ο διασυνοριακός χαρακτήρας................................................218

9.2.2.    Ο σκοπός οικονομικού/υλικού οφέλους....................................220

9.3.    Ξετυλίγοντας τον γόρδιο δεσμό της «εγκληματικής οργάνωσης»:

το όλον ως πηγή δογματικών προβληματισμών και ως δικαιοφιλοσοφικό θεμέλιο της ειδικής ποινικής αντιμετώπισης....................................225

9.3.1.    Το πρωταρχικό ερώτημα περί αντικειμενικού μεγέθους.................225

9.3.2.    Η εξωτερικευμένη συλλογική δράση........................................228

9.3.3.    Το «όλον» ως υπέρβαση του αθροίσματος των μερών του...............230

9.3.4.    Τα κριτήρια διάκρισης από τη συναυτουργία και τη συμμετοχή

και το στοιχείο της «παραπληρωματικότητας»............................235

9.4.    Τα συστατικά στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης.........................240

9.4.1.    Δικαιοφιλοσοφική προσέγγιση των ειδικότερων θεμελιωδών

αντικειμενικών στοιχείων της εγκληματικής οργάνωσης................241

9.4.1.1.    Ο ελάχιστος αριθμός τριών ατόμων..............................241

9.4. Ι.2. Η δομή της οργάνωσης.............................................243

9.4. Ι.3. Η διάρκεια δράσης..................................................247

9.4.2.    Το κύριο υποκειμενικό μέγεθος: ο εγκληματικός σκοπός................250

9.4.3.    Η υποκειμενική υπόσταση και ορισμένοι σχετικοί προβληματισμοί

αναφορικά με το ζήτημα της απόπειρας ...................................252

9.4.4.    Σύντομη παρέκβαση για το προτεινόμενο στοιχείο

της «αποξένωσης».............................................................257

9.4.4.1.    Ο βαθμός ανάπτυξης διαπροσωπικών σχέσεων

ως (εσφαλμένο) κριτήριο διάκρισης μεταξύ συμμορίας και οργάνωσης ..................................................................... 257

9.4.4.2.    Το στοιχείο της αποξένωσης.......................................259

9.5.    Η βασική θέση της μελέτης: η εγκληματική οργάνωση ως αντι-δομή......265

9.5.1.    Η καταστατική αποφατική σχέση με την κρατική εξουσία...............265

9.5.2.    Η ανταγωνιστική σχέση με την κρατική εξουσία...........................272

| XVI

Περιεχόμενα

9.5.3. Το έννομο αγαθό, η έννοια της δημόσιας τάξης και ο ρόλος

του διευθύνοντα την εγκληματική οργάνωση..............................274

9.6. Η διάκριση της οργάνωσης από τη συμμορία (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) .....279

10. De lege lata παρατηρήσεις de lege ferenda προτάσεις

10.1.    Σκέψεις σχετικά με τη de lege lata αποτύπωση των ρυθμίσεων των άρθρων 187 παρ. 4 και 5, 187Β παρ. 3 και 187Γ ΠΚ με βάση

την προταθείσα σύλληψη της εγκληματικής οργάνωσης...................284

10.1.1.    Υποστηρικτικές πράξεις τρίτων (άρθρο 187 παρ. 4 και 187Β

παρ. 3 ΠΚ)....................................................................284

10.1.2.    Τοπικά όρια ισχύος της διάταξης (άρθρο 187 παρ. 5 ΠΚ) .............287

10.1.3.    Ευνοϊκές ρυθμίσεις (187Γ ΠΚ).............................................290

10.2.    De lege ferenda πρόταση για τη διατύπωση των ουσιωδών όρων

του αδικήματος (άρθρο 187 ΠΚ) ..................................................292

Βιβλιογραφία................................................................................295

1

 

 

Μέρος Α՛

Εισαγωγικά

 

3

 

1. Εισαγωγή

1.1. Οριοθέτηση του αντικειμένου

Το βασικό ερώτημα με το οποίο καταπιάνεται το παρόν έργο είναι να διερευνήσει ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της ποινικοποίησης στο αδίκημα συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, καθώς και να εντοπίσει τους δικαιοφιλοσοφικούς λόγους για τους οποίους ο ποινικός νομοθέτης νομιμοποιείται να τιμωρεί αυτές τις πράξεις και μέχρι ποιου σημείου. Για λόγους συντομίας έκφρασης, θα θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνονται στον όρο «συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση» και τα αδικήματα της συγκρότησης, ένταξης ή διεύθυνσης της οργάνωσης, ενώ θα γίνεται διάκριση μόνο όπου αυτό απαιτείται μεθοδολογικά, δηλαδή όταν η ανάλυση εστιάζει σε στοιχεία που διαφέρουν ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές μορφές που προβλέπονται στο άρθρο 187 παρ. 1 και 2 ΠΚ.

Η ανάγκη να εξεταστεί το συγκεκριμένο ζήτημα προκύπτει από την ουσιώδη προώθηση της ποινικής καταστολής που φαίνεται να χαρακτηρίζει εκ πρώτης όψης τη συγκεκριμένη ποινικοποίηση. Πράγματι, ένα ευρύ φάσμα έννομων τάξεων στον δυτικό κόσμο καθώς και σημαντικά διεθνή νομοθετικά κείμενα τυποποιούν ή ζητούν από τα κράτη-μέρη τους την τυποποίηση του αδικήματος της συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, όπως οι όροι αυτοί εξειδικεύονται κατά περίπτωση, ως αυτοτελώς αξιόποινες πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι ο δράστης του συγκεκριμένου αδικήματος μπορεί να τιμωρηθεί ακόμα κι αν δε συμμετείχε σε κάποιο από τα επιμέρους εγκλήματα που τέλεσε η οργάνωση ή ακόμα κι αν η οργάνωση δεν έχει (προλάβει ακόμα να) τελέσει κάποιο έγκλημα. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται σε αυτήν ακριβώς την όψη του αδικήματος, στη μορφή που ως ελάχιστο θεμελιώνει το σχετικό αξιόποινο.

Το συγκεκριμένο σημείο εστίασης θα μας επιτρέψει εξάλλου να εντοπίσουμε ευχερέστερα και τις δικαιοφιλοσοφικές διαστάσεις του ζητήματος.[1] Ενόψει της βασικής αρχής του σύγχρονου ποινικού δόγματος, όπως αυτό εκφράζεται στη δυτική νομική παράδοση,[2] ότι το ποινικό δίκαιο τιμωρεί πράξεις και όχι το φρόνημα, δηλαδή

4

ασυνόδευτους από μια δράση σκοπούς του προσώπου, όσο εγκληματικοί ή αποτρόπαιοι κι αν είναι οι τελευταίοι, αναγκαία προκύπτει το ερώτημα: γιατί τιμωρείται αυτοτελώς ως έγκλημα η συμμετοχή σε μια εγκληματική οργάνωση;

Πρόκειται για ένα «προστάδιο» στην ποινική δραστηριότητα που προετοιμάζεται ή ακολουθεί, όπου τιμωρείται η συμμετοχή σε μια οργάνωση η οποία συγκροτείται ακριβώς για να τελέσει εγκλήματα; Ή η ένωση δυνάμεων προς εγκληματικό σκοπό είναι ήδη μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο ικανή να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ποινικού δικαίου; Επιπλέον, αν η απάντηση βρίσκεται πιο κοντά στη δεύτερη εκδοχή, προκύπτει και ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό ερώτημα: ποια είναι τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει αυτή η ένωση προκειμένου να προαχθεί σε μια αυτοτελώς αξιόποινη κατάσταση;

Σε αυτό το πλαίσιο, ο σκοπός της μελέτης είναι να διαπιστώσει «τι» και «γιατί» τιμωρούμε όταν κάνουμε λόγο για το έγκλημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Το ερώτημα αυτό θα προσεγγισθεί μεν με αναφορά στην ελληνική διάταξη (187 ΠΚ) αλλά ένας από τους σημαντικούς άξονές του θα είναι και μια συγκριτική επισκόπηση διεθνών κειμένων και αντιπροσωπευτικών έννομων τάξεων στη δυτική νομική παράδοση, αφού η «γέννηση» της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης έχει διεθνή προέλευση.

Στη βάση αυτή θα επιχειρηθεί η δογματική ανάλυση του υπό κρίση εγκλήματος από δικαιοφιλοσοφική σκοπιά. Θα γίνει καταρχάς προσπάθεια να εντοπίσουμε πώς διαφορετικές εθνικές έννομες τάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα (όπως η Σύμβαση του Παλέρμο και νομοθετικά εργαλεία της ΕΕ), προσεγγίζουν την εν λόγω αξιόποινη συμπεριφορά, ώστε να επιχειρήσουμε στη συνέχεια να διαγράψουμε την έννοια και τα στοιχεία της εγκληματικής οργάνωσης ως έννοιας του ποινικού δικαίου.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής θα εξεταστούν επιπλέον εγκληματολογικές και δικαιοφιλοσοφικές θεωρήσεις που θα μπορούσαν να εισφέρουν χρήσιμες σκέψεις για την σκιαγράφηση της νομικής έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης. Αυτή η πορεία θα μας επιτρέψει, τέλος, να φτάσουμε σε μια ανασύνθεση της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης, του περιεχομένου και των συστατικών στοιχείων που την συναπαρτίζουν, καθώς και της συμμετοχής σε αυτήν, ώστε να επιστρέψουμε κριτικά στο αρχικό μας ερευνητικό ερώτημα σχετικά με το αντικείμενο και τους δικαιολογητικούς λόγους της ποινικοποίησης της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

1.2. Η ανάγκη για ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος

Στη θεωρία εκτυλίσσεται εδώ και χρόνια ένας ευρύτατος διάλογος σχετικά με το περιεχόμενο των όρων εγκληματική οργάνωση και οργανωμένο έγκλημα, καθώς

5

δε φαίνεται να υπάρχει σύμπνοια σχετικά με έναν ενιαίο ορισμό.[3] Αυτή η έλλειψη ενιαίας αντίληψης είναι φανερή και από την ασάφεια με την οποία διατυπώνονται οι σχετικοί όροι σε διεθνή νομοθετικά εργαλεία, όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (ευρέως γνωστή και ως Σύμβαση του Παλέρμο), που κατά τα φαινόμενα αποτυπώνει σε διεθνές επίπεδο τον συγκερασμό των διαφόρων προσεγγίσεων, αλλά και η Απόφαση - Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ της ΕΕ που εκφράζει την ελάχιστη κοινή συνισταμένη πολλών δυτικών εννόμων τάξεων, η οποία αποτυπώνει μία «χρυσή τομή» μεταξύ των εννόμων τάξεων των κρατών-μελών της Ένωσης. Εξάλλου, ανάλογα με την εποχή και την έννομη τάξη στην οποία στρέφουμε την προσοχή μας, ανακαλύπτουμε διαφορετικές εκδοχές του οργανωμένου εγκλήματος, τόσο στην εμπειρική τους καταγραφή όσο και στη διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων: αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε ότι στην ελληνική έννομη τάξη, η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος δεν απαιτεί την ύπαρξη του σκοπού οικονομικού οφέλους, ο οποίος είναι αναπόσπαστο στοιχείο διεθνών κειμένων, όπως η Σύμβαση του Παλέρμο και η Απόφαση-Πλαίσιο της ΕΕ.

Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, θα προσεγγίσουμε τον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος ξεκινώντας μεθοδολογικά από τα δύο άκρα του. Είναι μάλλον εύκολο να συμφωνήσουμε στο ένα άκρο, στην πιο «συμπαγή» έκφραση του οργανωμένου εγκλήματος: η αρχετυπική μορφή της σικελικής Μαφίας αποτυπώνει μια «εγκληματική οργάνωση» που απλώνει τις ρίζες της σε πολλές, διαφορετικές πτυχές του κοινωνικού και ιδιωτικού βίου των μελών της, που τα οργανώνει στη βάση της κοινωνικής τους προέλευσης, ενόψει της απουσίας μιας ισχυρής ρυθμιστικής αρχής και ενάντια στην εξουσία που αυτή αξιώνει να επιβάλλει, διαχέοντας έναν κώδικα ηθικής (την «ομερτά»), τον οποίο υπαγορεύει ένα σύστημα αξιακών αρχών για την οργάνωση της συλλογικής ζωής. Στρέφοντας την προσοχή μας σε άλλα σημεία του κόσμου, ανακαλύπτουμε εγκληματικές οργανώσεις όπως η Ιαπωνική Γιακούζα, οι Κινεζικές Τριάδες ή η ιταλοαμερικάνικη μαφία, οι οποίες έχουν βαθιές διασυνδέσεις με τη μεταναστευτική εμπειρία που συγκροτήθηκε γύρω από μια ισχυρή εθνική ταυτότητα και απέναντι σε μια συχνά εχθρική χώρα υποδοχής. Αλλού συναντούμε ένοπλες οργανώσεις με πολιτικό προσανατολισμό, όπως οι FARC στην Κολομβία, που ανέπτυξαν διαρκή εγκληματική δραστηριότητα (π.χ. εμπόριο ναρκωτικών) προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τη δράση τους.

Σε πολλές από αυτές τις κλασικές μορφές εμφάνισής του το οργανωμένο έγκλημα διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά που είναι χρήσιμα για τους περαιτέρω συλλογισμούς της μελέτης: οι ρίζες σε ένα συλλογικό βίωμα απόκληρου ή σε μια ευρύτερη κοινωνική και ταξική σύγκρουση, ο απόλυτος εναγκαλισμός της βίας, η ευθεία αντιπαράθεση με την κεντρική εξουσία που αξιώνει να γίνει σεβαστή (συχνά το

6

«συνδικάτο του οργανωμένου εγκλήματος», όπως ονομάζονται συνήθως αυτές οι όψεις του, παρομοιάζεται με κράτος εν κράτει), η συνολικότερη ρύθμιση της καθημερινής ζωής των μελών της, η αξιακή και ηθική ένδυση της συμμετοχής των μελών στην οργάνωση είναι μερικά από αυτά.[4] Αυτές οι εκφάνσεις είναι ίσως πολύτιμες για να προσεγγίσουμε συνήθη στοιχεία του οργανωμένου εγκλήματος, όπως η ιεραρχία και ο εσωτερικός μηχανισμός ελέγχου και τιμωρίας όσων παραβιάζουν τους κανόνες, αλλά και για να εντοπίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό.

Ωστόσο, καθώς το έγκλημα αλλά και οι μηχανισμοί ελέγχου και καταστολής του εξελίσσονται, αλλάζουν και οι μορφές εμφάνισης του οργανωμένου εγκλήματος.[5] Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη παίζουν η πρόοδος της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών, καθώς και η καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση που θολώνει, αν όχι σχεδόν καταργεί, τις γραμμές των συνόρων, επιτρέποντας αλλά και ωθώντας την εγκληματική δραστηριότητα να αναπτυχθεί πλέον διασυνοριακά. Γι’ αυτό και στη βιβλιογραφία συχνά το οργανωμένο έγκλημα απαντάται με τον επιπλέον χαρακτηρισμό «διασυνοριακό», δίχως να είναι ξεκάθαρο πάντα αν το χαρακτηριστικό που αποδίδει ο προσδιορισμός αυτός αντιμετωπίζεται ως παροδικό ή σταθερό. Έτσι, συναντούμε πλέον συχνά δίκτυα μικρότερων εγκληματικών πυρήνων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές χώρες συνδεόμενα χαλαρά μεταξύ τους, ανάλογα με τις γεωγραφικές ή τεχνικές απαιτήσεις του ανά περίπτωση εγκλήματος στο οποίο αποσκοπούν.[6] Τα δίκτυα αυτά συχνά ενώνονται κατά περίπτωση ή εναλλάσσουν τη σκυτάλη σε διαφορετικά στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας. Αυτή η «χαλαρή» όψη του οργανωμένου εγκλήματος διαφέρει πολύ από την πρώτη-αρχετυπική του μορφή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως συνιστά το άλλο άκρο του υπό κρίση φάσματος.

Οι τόσο διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου δυσχεραίνουν την εξέταση των ποιοτικών στοιχείων του, αλλά είναι αναμφίβολο ότι η μελέτη και του «χαλαρού», άλλου άκρου είναι πολύτιμη εδώ: είναι η γκρίζα περιοχή που θα μας επιτρέψει να ελέγξουμε και να επαληθεύσουμε τους θεωρητικούς συλλογισμούς που θα ακολουθήσουν, καθώς και να εντοπίσουμε το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε πλέον λόγο για εγκληματική οργάνωση ή, έστω, πέρα από το οποίο οφείλουμε να διαφοροποιήσουμε τον τρόπο που την προσεγγίζουμε.

Παρόλες τις διακυμάνσεις αναφορικά με το πώς ορίζουμε το οργανωμένο έγκλημα, υπάρχουν ωστόσο κοινά στοιχεία που εμφανίζονται κατ’ επανάληψη στα σχετικά

7

νομοθετικά κείμενα: κάποιου είδους αναφορά σε «δομή», ελάχιστο αριθμό προσώπων, απαίτηση να έχει η ένωση διάρκεια, εγκληματικό σκοπό κ.ο.κ. Στο δεύτερο μέρος του έργου θα γίνει μια απόπειρα να εντοπιστούν τα στοιχεία αυτά μέσα από μια συγκριτική επισκόπηση κρίσιμων διεθνών και εθνικών νομοθετικών κειμένων, ενώ στη συνέχεια στο τρίτο μέρος θα αναλυθούν διεξοδικά, ώστε να επιτρέψουν την προσέγγιση των δικαιοφιλοσοφικών τους θεμελίων και προεκτάσεων σε μια στέρεη βάση.

 

8

 

2. Συνοπτική ιστορική αναδρομή

Χρήσιμη σ’ αυτό το εισαγωγικό σημείο ήδη εμφανίζεται μια συνοπτική αναδρομή στο πώς το οργανωμένο έγκλημα εμφανίστηκε ιστορικά και νομοθετικά. Με βάση αυτή θα διευκολυνθούμε τόσο να εντοπίσουμε τη λογική που κρύβεται πίσω από τις σχετικές διατάξεις, όσο και να επιλέξουμε τι από τον σύγχρονο ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος είναι χρήσιμο να διατηρηθεί, τι πρέπει να αποσαφηνιστεί, καθώς και τι είναι άστοχο ή επικίνδυνο, και πρέπει ίσως να παραμεριστεί στο πλαίσιο της δογματικής θεμελίωσης του αξιοποίνου αυτού.

2.1. Η ιστορική εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος

«Οργανωμένες» εγκληματικές ομάδες απαντώνται ήδη από πολύ νωρίς στην ιστορία της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ληστρικές συμμορίες που λυμαίνονταν τους δρόμους και πειρατικά πλοία που λεηλατούσαν τις ακτές δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Ωστόσο, η εμφάνιση της εγκληματικής οργάνωσης, με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αποτελεί σημείο καμπής που μάλλον λαμβάνει χώρα γύρω στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, [7] με την εμφάνιση της ιταλικής (και ειδικότερα, σικελικής) Μαφίας – η οποία για ορισμένους θεωρητικούς αποτελεί την αρχετυπική εγκληματική οργάνωση και έχει μελετηθεί εκτενώς, ιδίως λόγω των διασυνδέσεών της με την ιταλοαμερικάνικη μαφία.[8]

Κατά ορισμένους ιστορικούς, οι απαρχές της σικελικής Μαφίας εντοπίζονται ήδη στην εξέγερση του Σικελικού Εσπερινού το 1282 ενάντια στους Γάλλους φεουδάρχες. [9] Σε κάθε περίπτωση, με την μετάβαση, κάποιους αιώνες αργότερα, από το φεουδαρχικό σύστημα στον καπιταλισμό, τίθενται οι βάσεις της σύγχρονης Μαφίας. Ειδικότερα, φαίνεται πως για τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς της Σικελίας[10] υπήρχε πάντα ένα διττό σύστημα παράλληλων εξουσιών: η τοπική, οικεία και πρακτική μορφή εξουσίας που γνώριζαν στην καθημερινότητά τους από τους ντόπιους

9

γαιοκτήμονες, και η κεντρική, απομακρυσμένη, «ξένη» κρατική εξουσία, που εμφανιζόταν ανά περιόδους μέσα από τους φοροεισπράκτορες, τους στρατιώτες της ή τα δικαστήριά της. [11]

Μέσα σε αυτό το σύστημα αναπτύχθηκε ένα πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, τους χωρικούς που δούλευαν στα κτήματά τους και στους «gabelloti», οι οποίοι ήταν σχετικά εύπορα μέλη της μεσαίας τάξης, υπεύθυνοι για τη διαχείριση των κτημάτων των γαιοκτημόνων αποτελώντας την εν τοις πράγμασι άρχουσα τάξη.[12] Έτσι, οι gabelloti ή Mafiosi φαίνεται πως μετεξελίχθηκαν σταδιακά σε ένα σύνδεσμο μεταξύ των γαιοκτημόνων και των χωρικών, προστατεύοντας τόσο την περιουσία των πρώτων όσο και την πρόσβαση των δεύτερων στην εργασία και άρα στην επιβίωση, υποκαθιστώντας στην πραγματικότητα την κεντρική κρατική εξουσία με ένα εξω-κρατικό σύστημα οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας με ισχυρότατο κοινωνικό έρεισμα. [13] Με αυτόν τον τρόπο η άνοδος της Μαφίας σηματοδοτεί μια μεταφορά εξουσίας με την κατάργηση της φεουδαρχίας, από τους παλιούς γαιοκτήμονες στην ανερχόμενη μεσαία τάξη. [14] Μέσω του μαφιόζικου συστήματος πελατειακών σχέσεων ο gabelloto ασκούσε επιρροή τόσο στους αγροτικούς πληθυσμούς υπό την εξουσία του, όσο και στους γαιοκτήμονες που σταδιακά αντικατέστησε.

Με την πτώση του φεουδαρχικού συστήματος και τη συνακόλουθη μετατροπή της γης σε εμπόρευμα που υπόκειται στους όρους της αγοράς,[15] αναδείχθηκε η ανάγκη για αυθεντική ρύθμιση των διαφορών και πάταξη του εγκλήματος που άνθισε απέναντι στους νέους φορείς περιουσίας. Με λίγα λόγια, αναδείχθηκε ένα κενό διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, διαφάνηκε η αδυναμία της κρατικής εξουσίας να ανταπεξέλθει σε αυτές τις απαιτήσεις, είτε λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας (αφού μέχρι πρότινος τις σχετικές ανάγκες κάλυπταν ιδιωτικοί μισθοφόροι), είτε λόγω έλλειψης πόρων.[16]

10

Οι τοπικοί πληθυσμοί στράφηκαν, λοιπόν, στους ίδιους ιδιώτες που ως τότε παρείχαν αυτές τις υπηρεσίες, οι οποίοι έτσι μετεξελίχθηκαν σε μια «βιομηχανία παροχής ιδιωτικής προστασίας»,[17] η οποία συνέχισε να τροφοδοτεί το ίδιο διευρυμένο σύστημα πελατειακών σχέσεων που επεκτάθηκε αργότερα και στη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία με την ευρύτερη καθιέρωση του δικαιώματος ψήφου. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι για πολλά χρόνια, με εξαίρεση τη φασιστική περίοδο και τη νεότερη περίοδο, το κεντρικό κράτος και η Μαφία συμβίωναν σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης, καθώς το κράτος σιωπηρά αποδεχόταν την εξουσία της τελευταίας στις ζώνες επιρροής της.[18]

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Μαφίας είναι ότι φαίνεται να αποτυπώνει μια σχεδόν συνολική αντιπρόταση οργάνωσης του κοινωνικού βίου – και, κατ’ αναγκαία προέκταση, και του ιδιωτικού.[19] Η παρατήρηση του στοιχείου αυτού είναι χρήσιμη, καθώς, παρ’ ότι εντοπίστηκε στο πλαίσιο της αρχετυπικής σικελικής Μαφίας ως παραδείγματος του ενός άκρου οργάνωσης του φαινομένου που εξετάζουμε, φαίνεται να ισχύει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό για τις εγκληματικές οργανώσεις που εμφανίζουν σχετικά υψηλό βαθμό συγκέντρωσης,[20] όπως η ιταλοαμερικάνικη μαφία,[21] η ιαπωνική Γιακούζα,[22] η ρωσική Μαφία,[23] το κινεζικό οργανωμένο έγκλημα στις διάφορες μορφές εμφάνισής του,[24] κ.ο.κ.

Στο παράδειγμά που εξετάζουμε εδώ, παρατηρούμε ότι η σικελική Μαφία υποκαθιστά με τρόπο ανταγωνιστικό το κεντρικό κράτος και θρέφεται από την αδυναμία και την ανεπάρκειά του, υπεισερχόμενη σε αμιγώς κρατικές λειτουργίες: την αυθεντική επίλυση των διαφορών, τον σφετερισμό του μονοπωλίου της βίας, τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, ακόμα και την παροχή προστασίας, ενώ επιζητεί από τους «διοικούμενούς» της τόσο την πίστη τους σε αυτή (ομερτά) όσο και οικονομικά ανταλλάγματα (σε μια παρωδία, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, της φορολογικής αρμοδιότητας του κράτους). Αποτελώντας, λοιπόν, κάτι περισσότερο από μια απλή εγκληματική δραστηριότητα, η Μαφία φαίνεται να έχει διαβρώσει τον κοινωνικό ιστό και να έχει και αξιακές προεκτάσεις,[25] δρώντας κατά τρόπο ανταγωνιστικό

11

προς το οργανωμένο κράτος.[26] Η διάσταση αυτή της Μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος γενικότερα θα μας απασχολήσει πιο εκτεταμένα παρακάτω.

Αλλά και στις ΗΠΑ αναδύονται εγκληματικές οργανώσεις μέσα από τη δραστηριότητα των οργανωμένων πειρατικών ομάδων που καταγράφονται μετά την ανακάλυψη της ηπείρου από τους Ευρωπαίους κατακτητές, ενώ και αργότερα είναι γνωστή η δράση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων παρανόμων (outlaws) στην Άγρια Δύση, κυρίως κατά τα έτη 1850 με 1890.[27] Από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, μετά το κύμα μετανάστευσης ιταλικών πληθυσμών στις ΗΠΑ, που αναμφίβολα συμπεριλάμβανε και μέλη της Μαφίας, Ιταλοί μετανάστες συγκροτούν ή διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στο οργανωμένο έγκλημα. Το ενδιαφέρον των αμερικάνικων αρχών σε ό,τι αφορά στην καταστολή των εγκληματικών οργανώσεων επικεντρώνεται στην Κόζα Νόστρα και η εικόνα της ιταλοαμερικάνικης μαφίας μονοπωλεί το συλλογικό φαντασιακό του αμερικάνικου πληθυσμού σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα.[28]

Η ιταλοαμερικάνικη μαφία είχε διασυνδέσεις και επαφές με την ιταλική μαφία, αλλά αναπτύχθηκε αυτόνομα, ανθίζοντας ειδικά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης.[29] Δεν ήταν ωστόσο η μόνη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος που συγκροτούνταν γύρω από μια εθνική μεταναστευτική ταυτότητα: ήδη από τον 19ο αιώνα εμφανίζονται κινεζικές, εβραϊκές και ιρλανδικές εγκληματικές οργανώσεις, ενώ κατά τον 20ο αιώνα παρατηρείται και συνεργασία ανάμεσα στις διάφορες εθνικότητες ή η εμφάνιση ανάμικτων εθνικά ομάδων, καθώς και επέκταση σε άλλες εθνικότητες.[30]

Επιπλέον, στον ευρωπαϊκό χώρο εντοπίζεται ήδη από τον Μεσαίωνα η δράση οργανωμένων ληστρικών συμμοριών, που γνωρίζει μεγάλη άνθηση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 18ου αιώνα, ενώ και στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα καταγράφεται η δραστηριοποίηση παρόμοιων ομάδων.[31] Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα εγκληματικές ομάδες δρουν σε όλο το εύρος της ευρωπαϊκής ηπείρου, από τη βαλκανική χερσόνησο και τη Νότια Ιταλία μέχρι την κεντρική Ευρώπη και τη Βρετανία.[32] Πολλές από τις ομάδες αυτές δεν εμφανίζουν χαρακτηριστικά αυστηρής ιεραρχίας, αλλά αντίθετα προσομοιάζουν περισσότερο

12

σε χαλαρά δίκτυα που βασίζονται σε έναν κεντρικό πυρήνα από έμπειρους εγκληματίες που έχουν αναπτύξει διασυνδέσεις με μια πλειάδα περιφερειακών συνεργατών, όπως πληροφοριοδότες και κλεπταποδόχους, όπου συχνά δεν υπήρχε καν αρχηγός αλλά οι ομάδες συγκροτούνταν στη βάση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος που σχεδίαζαν να διαπράξουν.

Αρκετές από τις οργανώσεις αυτές δραστηριοποιούνταν κυρίως σε τοπικό επίπεδο, έχοντας αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τις κοινότητες από τις οποίες προέρχονταν, ενώ άλλες έπαιρναν πιο νομαδική μορφή και δραστηριοποιούνταν σε ευρύτερο επίπεδο εντός μιας μεγαλύτερης περιφέρειας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ήδη από τότε υπήρχαν εγκληματικές οργανώσεις με διασυνοριακή δράση.[33] Στη σύγχρονη μορφή του, το οργανωμένο έγκλημα συχνά επανέρχεται σε αυτή τη μορφή χαλαρών εγκληματικών δικτυώσεων, που όπως αναφέρθηκε ήδη αποτελεί τον έτερο πόλο της εμφάνισης του φαινομένου στην ανάλυσή μας. Από την άλλη πλευρά, η μορφή οργανώσεως ομάδων προαγωγών και σωματεμπόρων στις γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις κατά τις αρχές του 20ου αιώνα και κατά τον μεσοπόλεμο προσομοιάζει κατά κάποιους θεωρητικούς περισσότερο στο οργανωμένο έγκλημα όπως εμφανίζεται σήμερα σε πιο έντονα ιεραρχικές μορφές.[34]

Και κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα εμφανίζονταν ορισμένες φορές και εγκληματικές οργανώσεις με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και ιεραρχίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Grote Nederlands Bande που αναφέρει ο Fijnaut,[35] η οποία δρούσε στις Κάτω Χώρες την περίοδο 1790-1799. Δεν επρόκειτο για μια στενή ομάδα, αλλά για ένα δίκτυο τοπικών και περιφερειακών ληστρικών συμμοριών που λυμαίνονταν τη βορειοδυτική Ευρώπη, κυρίως περιοχές που σήμερα ανήκουν στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Παρά το γεγονός πως επρόκειτο για δίκτυο οργανώσεων, εμφάνιζε ιδιαίτερα έντονη ιεραρχία, με αρχηγούς οι οποίοι έφεραν σχετικά σύμβολα και διαχωρισμό των μελών σε έμπειρους και νεότερα μέλη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης πως συχνά οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται κατά την περίοδο αυτή εμφανίζουν χαρακτηριστικά που παρατηρούμε σε εγκληματικές οργανώσεις και σήμερα. Οι ομάδες είχαν τη δική τους υποκουλτούρα, με ειδικές τελετές μύησης για τα νέα μέλη, σύμβολα, εσωτερικές κυρώσεις για παραβίαση των κανόνων της ομάδας -ειδικά για συνεργασία με τις αρχές επιβολής του νόμου- ακόμα και ειδικό λεξιλόγιο.[36] Όλα αυτά ενίσχυαν τους δεσμούς της ομάδας και της επέτρεπαν να ξεφεύγει από τις δυνάμεις καταστολής. Συχνά επίσης οι εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες εμπλέκονταν σε ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων, εξασφάλιζαν την εύνοια και την υποστήριξη των τοπικών

13

πληθυσμών με το να επιλέγουν ως στόχους ευγενείς, μέλη του κλήρου, και άλλους εκπροσώπους της εξουσίας, αντί για χωρικούς και μέλη των κατώτερων τάξεων.[37] Σταδιακά, λόγω της έντονης καταστολής, η δράση ληστρικών συμμοριών υποχωρεί στην βορειοδυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα, ενώ την ίδια περίοδο, για τους λόγους που περιγράψαμε πιο πάνω, γνωρίζει νέα άνθηση στη Νότια Ιταλία και ιδιαίτερα στη Σικελία.[38]

Τέλος, στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ασίας[39] κάνουν ήδη από τον 17ο αιώνα την εμφάνισή τους οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Στην Ιαπωνία, εγκληματικά δίκτυα που ασχολούνται με τον τζόγο αναφέρονται κατά τον 17ο αιώνα και σταδιακά, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αναμειγνύονται όλο και περισσότερο στην εσωτερική διαμάχη για πολιτική εξουσία, ενώ επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην οικονομία, οργανώνοντας παράνομα εργάτες όπως οικοδόμους και λιμενεργάτες. Έτσι, μετεξελίσσονται στις σύγχρονες εγκληματικές οργανώσεις που είναι γνωστές ως Γιακούζα. Παράλληλα, στην Κίνα του 18ου αιώνα φιλόδοξα μέλη των κατώτερων τάξεων αρχίζουν και οργανώνονται σε μυστικές ενώσεις, ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Οι ενώσεις αυτές βασίζονταν στην εσωτερική αλληλεγγύη και την από κοινού αντιμετώπιση διάφορων κινδύνων ενόψει της αναποτελεσματικότητας της κεντρικής διοίκησης. Με το πέρασμα του χρόνου αρχίζουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας ενώ συχνά εμπλέκονται σε ληστείες και εκβιασμούς. Στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα πολλές από αυτές τις ενώσεις έχουν δώσει τη θέση τους στις λεγόμενες Κινεζικές Τριάδες, την κύρια μορφή του κινεζικού οργανωμένου εγκλήματος που επιβιώνει μέχρι σήμερα, και η οποία μεταφέρεται και σε άλλα μέρη της Ασίας και του υπόλοιπου κόσμου μέσω της μαζικής κινεζικής μετανάστευσης που λαμβάνει χώρα από τον 19ο ήδη αιώνα.

2.2. Οι πρώτες νομοθετικές απόπειρες ορισμού για ποινικοποίηση
σε διεθνές επίπεδο

Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος όπως το εννοούμε σήμερα φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται σταδιακά για πρώτη φορά στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930.[40] Εξάλλου, η θεωρητική συζήτηση σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στις ΗΠΑ, από όπου πολλές τάσεις και λύσεις μεταλαμπαδεύτηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» αναφέρεται για πρώτη φορά το 1896 στην Ετήσια Έκθεση της Ένωσης της Νέας Υόρκης για την Πρόληψη του Εγκλήματος (New York Society for the Prevention of Crime), σε συνάρτηση με δραστηριότητες

14

παράνομης πορνείας και τζόγου που λάμβαναν χώρα με την κάλυψη των αρχών επιβολής του νόμου, αλλά χρειάστηκε να φτάσουμε στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης (1920-1933) και της συνακόλουθης γιγάντωσης της μαφίας, για να απασχολήσει στα σοβαρά το ζήτημα τόσο τις κρατικές αρχές όσο και τους θεωρητικούς.[41]

Η πρώτη επίσημη απόπειρα ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος από τον κρατικό μηχανισμό έγινε από την Επιτροπή Wickersham,[42] που λειτούργησε μεταξύ των ετών 1929 και 1931 και χρησιμοποίησε τον όρο κυρίως ως συνώνυμο εγκληματικών δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με το έγκλημα της απάτης, καθώς και συναφή εγκλήματα όπως η πλαστογραφία, η παραχάραξη νομίσματος και η εκβίαση. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι εν λόγω δραστηριότητες είναι οργανωμένες όπως οποιαδήποτε επιχείρηση, συχνά μάλιστα υλοποιούνται από νόμιμες επιχειρήσεις.[43] Επίσης επικέντρωσε την προσοχή της στις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος και όχι στους συμμετέχοντες σε αυτό – το τι ήταν πιο σημαντικό από το ποιος.[44] Στον αντίποδα, η τάση που κυριάρχησε στη θεωρία τα επόμενα χρόνια επικεντρώθηκε στον τύπο του εγκληματία, ο οποίος προσδιορίστηκε ως ξένης καταγωγής επαγγελματίας κακοποιός που απειλούσε την αμερικάνικη κοινωνική και πολιτική ζωή με την ίδρυση καλά οργανωμένων και δυνατών εγκληματικών οργανώσεων (προσέγγιση γνωστή με το όνομα «alien conspiracy», δηλ. «αλλοδαπή συνομωσία»).[45] Αντίθετα, ο ρόλος των εγχώριων πολιτικών, κυβερνητικών αξιωματούχων, επαγγελματιών και άλλων παραγόντων αντιπροσωπευτικών των «ευυπόληπτων τάξεων» υποτιμήθηκε ή αγνοήθηκε.[46]

Στη συνέχεια, κατά τη δεκαετία του 1950 και μέσα από το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής της Συγκλήτου υπό την προεδρία του Συγκλητικού Kefauver,[47] ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα επικεντρώθηκε στη Μαφία. Ειδικότερα, ήδη το έτος 1965 ο Αμερικανός γερουσιαστής McClellan προώθησε την ψήφιση νόμου που θα καθιστούσε αξιόποινη την αποδεδειγμένη συμμετοχή σε οργάνωση της αμερικανικής μαφίας ή οργάνωσης άλλης μορφής του λεγόμενου «συνδικάτου

15

Back to Top