ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 10.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 25,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18761
Κουμουλέντζος Ν
Μαλλούχου Μ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Συμεωνίδου Καστανίδου Ε.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 248
  • ISBN: 978-960-654-995-3
Αποκτήστε τη συνδυαστική προσφορά
  • Αγοράζονται συχνά μαζί

    Συνδυαστική Προσφορά

    Βιβλίο (Έντυπο)
    Τιμή 30,00 €
    X1
    ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ - Βιβλίο (έντυπο)
    +
    Βιντεοσκοπημένα (Εκπαίδευση/Εκδηλώσεις)
    Τιμή 120,00 €
    X1
    ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ - (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ)
    =
    Σύνολο:

    από 150,00 €

    90,00 €

    έκπτωση 40%

Η πορνογραφία ανηλίκων είναι ένα έγκλημα με ιδιαίτερη «φυσιογνωμία», παρουσιάζει δε πλούσια εγκληματολογικά δεδομένα, αλλά κυρίως ένα ευρύ νομικό πλέγμα το οποίο απαιτεί διασάφηση, ερμηνεία και αξιολόγηση.

 

Η παρούσα μονογραφία «Παιδική πορνογραφία» εξετάζει το ερευνώμενο αδίκημα υπό το πρίσμα της νομολογίας και της επιστήμης. Στα επιμέρους κεφάλαια ιδιαίτερα αναλύονται:

 

  • Το έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων υπό το πρίσμα των εγκληματολογικών δεδομένων
  • Τα διεθνή και ευρωπαϊκά νομοθετικά κείμενα
  • Η «νομοτεχνική» φυσιογνωμία της εθνικής διάταξης, με παράλληλη ανάπτυξη ζητημάτων συγκριτικού και διαχρονικού δικαίου
  • Το ζήτημα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού
  • Η ερμηνεία της νομοτυπικής μορφής της διάταξης, των χαρακτηρολογικών δεδομένων και η διασαφήνιση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος
  • Ειδικά ζητήματα ποινολογίας και συρροών
  • Ειδικές μορφές εμφάνισης του εγκλήματος
  • Ζητήματα ποινικού δικονομικού δικαίου και διεθνούς δικαιοδοσίας

 

 

Με τη μονογραφία αυτή επιχειρείται να αναλυθεί και να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 348A ΠΚ για την ευχερέστερη κατανόησή της από τον εφαρμοστή του δικαίου, δικαστή, δικηγόρο ή απλώς μελετητή του φαινομένου, λ.χ. κοινωνιολόγο.

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ VII

ΚΥΡΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XV

ΣΥΝΟΨΗ XXIII

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

I. Η προσέγγιση του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας
υπό το πρίσμα της εγκληματολογίας. Οι μορφές εκδήλωσης
του φαινομένου 7

II. Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ηλεκτρονικής παιδικής
πορνογραφίας διά της χρήσεως ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η συνδρομή της επέκτασης του διαδικτύου στη γιγάντωση
της ηλεκτρονικής παιδικής πορνογραφίας 8

III. Το προφίλ του δράστη στην ηλεκτρονική πορνογραφία ανηλίκων 11

1. Η τυπολογία των δραστών με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία 11

2. Τα βασικά χαρακτηριστικά των δραστών στην ηλεκτρονική
πορνογραφία ανηλίκων 14

3. To προφίλ του Έλληνα δράστη στην ηλεκτρονική πορνογραφία
ανηλίκων με βάση τα στατιστικά δεδομένα 16

IV. Οι μέθοδοι δράσης (modus operandi) των παραβατών 17

V. Ο συσχετισμός της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων
με τα υπόλοιπα σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων 18

VI. Το προφίλ του θύματος στην (ηλεκτρονική) πορνογραφία ανηλίκων
με βάση τα ερευνητικά δεδομένα 21

1. Η θυματολογική προσέγγιση του φαινομένου 21

2. Παράγοντες κινδύνου 23

3. Το παιδί ως θύμα 25

4. Παράγοντες θυματοποίησης 26

4.1. Ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια ειδικότερα 26

4.2. Παράγοντες σεξουαλικής (κυβερνο)κακοποίησης ανηλίκων 28

5. Κατηγοριοποίηση των θυμάτων 31

VII. Μέτρα αντιμετώπισης και καταστολής της πορνογραφίας
ανηλίκων – Αντεγκληματική πολιτική 33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

I. Το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού 35

II. Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα
του Παιδιού, για την Εμπορία Παιδιών, την Παιδική Πορνεία
και την Πορνογραφία Ανηλίκων 36

III. Η Σύμβαση για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο – Σύμβαση
της Βουδαπέστης (23/11/2001) 37

IV. Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία
των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης (LANZAROTE 25/10/2007) 41

V. Η Απόφαση – Πλαίσιο του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000,
για την καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο (2000/375/ΔΕΥ) 42

VI. H Απόφαση – Πλαίσιο του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003,
για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών
και της παιδικής πορνογραφίας (2004/68/ΔΕΥ) 42

VII. Η Οδηγία 2011/93 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας 46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

I. Ιστορική επισκόπηση της διάταξης 53

II. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου της αξιόποινης συμπεριφοράς 66

III. Η ισχύουσα διάταξη ως έχει και η συγκριτική
της παρουσίαση 72

1. Η ισχύουσα διάταξη 72

2. Οι οικείες ρυθμίσεις στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο,
την Ιταλία, την Αυστρία, την Ολλανδία και τις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής 73

3. Συγκριτική παρουσίαση της εθνικής διάταξης σε σχέση
με το Διεθνές και Ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο 78

3.1. Ορισμός και περιορισμός της έννοιας της ανηλικότητας 78

3.2. Ορισμός και περιορισμός της έννοιας του υλικού πορνογραφίας
ανηλίκων. Η εικονική πορνογραφία ανηλίκων 79

3.3. Η σχέση και τα όρια μεταξύ της κατοχής και της εν γνώσει
απόκτησης πρόσβασης στο επίμαχο υλικό 81

3.4. Διακεκριμένες μορφές του αδικήματος 83

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ

I. Η σκοπιμότητα της διάκρισης του εννόμου αγαθού 85

ΙΙ. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 88

1. Οι επιμέρους θεωρίες 88

2. Η σκοπιμότητα ποινικοποίησης της εικονικής πορνογραφίας ανηλίκων 97

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 348Α ΠΚ

I. Η τυποποίηση στο άρθρο 348Α ΠΚ 101

II. Χαρακτηρολογικά στοιχεία των τυποποιημένων εγκλημάτων 104

ΙΙΙ. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 108

1. Η έννοια του «πορνογραφικού υλικού», ως κεντρική έννοια
στο πλαίσιο των εγκλημάτων που τυποποιούνται στο άρθρο 348Α ΠΚ 108

1.1. «Αναπαράσταση» των γεννητικών οργάνων ή του σώματος
εν γένει του ανηλίκου 108

1.2. «Αποτύπωση» (πραγματική και εικονική) των γεννητικών
οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου 109

1.3. «Κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση» 113

1.4. «Πραγματική ή εικονική γενετήσια πράξη που διενεργείται
από ή με ανήλικο» 115

1.5. «Σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα» 118

1.6. Η οριοθέτηση της ανηλικότητας 119

IV. Τα επιμέρους εγκλήματα 121

1. Το βασικό έγκλημα της παιδικής πορνογραφίας (άρθρο 348Α παρ. 1 ΠΚ) 121

1.1. Οι ειδικότερες πράξεις προσβολής: «παραγωγή», «διανομή»,
«δημοσίευση», «επίδειξη», «εισαγωγή στην Επικράτεια»,
«εξαγωγή από την Επικράτεια», «μεταφορά», «προσφορά»,
«πώληση», «διάθεση», «αγορά», «προμήθεια», κτήση», «κατοχή»,
«διάδοση πληροφοριών», «μετάδοση πληροφοριών» 121

1.2. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος 126

2. Η ηλεκτρονική παιδική πορνογραφία διά της χρήσεως ηλεκτρονικού
υπολογιστή (άρθρο 348Α παρ. 2 ΠΚ) 127

2.1. Οι λόγοι που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ξεχωριστή τυποποίηση
της ηλεκτρονικής - ψηφιακής παιδικής πορνογραφίας 127

2.2. «Μέσω πληροφοριακών συστημάτων» – Η αντικατάσταση
της παλαιότερης φράσης «μέσω της τεχνολογίας
των πληροφοριών και επικοινωνιών» 129

2.3. Οι αξιόποινες πράξεις παραγωγής και διαχείρισης του παράνομου
υλικού στην ηλεκτρονική παιδική πορνογραφία – Η ανταλλαγή
δεδομένων μέσω δικτύων peer to peer: κατοχή, προμήθεια
ή διακίνηση του υλικού; 130

2.4. Η έννοια της «κατοχής» στον κυβερνοχώρο ειδικότερα 133

2.4.1. Η ετεροπροσωπία του κατόχου του υλικού και του κατόχου
του φορέα 135

2.4.2. Η προβληματική της αυτόματης προσωρινής αποθήκευσης
στη μνήμη cache, στα προσωρινά αρχεία (temporary files)
και στη μνήμη τυχαίας προσπέλασης (RAM) 137

2.4.3. Η αποθήκευση του υλικού σε απομακρυσμένους φορείς 142

2.4.4. Η έννοια της απλής θέασης ως κατοχής 143

2.4.5. Η προβληματική της κατοχής επί διαγεγραμμένων αρχείων 145

2.4.6. Η έννοια της κατοχής στην πρακτική των διωκτικών αρχών 148

2.5. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψηφιακής
(μη συμβατικής) πορνογραφίας ανηλίκων 149

3. Κριτική στην τυποποίηση των παρ. 1 και 2 152

4. Το έγκλημα της «εν γνώσει απόκτησης πρόσβασης σε υλικό παιδικής
πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας» (άρθρο 348Α παρ. 6 ΠΚ) 154

4.1. Οριοθέτηση της «πρόσβασης σε υλικό παιδικής πορνογραφίας
μέσω πληροφοριακών συστημάτων» ως αξιόποινης συμπεριφοράς 154

4.2. Η υποκειμενική υπόσταση 158

4.3. Κριτική στην ειδική υπόσταση του εγκλήματος της παρ. 6ης 158

V. Οι διακεκριμένες μορφές του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας
και της ηλεκτρονικής παιδικής πορνογραφίας διά της χρήσεως ηλεκτρονικού υπολογιστή (άρθρο 348Α παρ. 4 και 5 νΠΚ) 159

1. Γενικές παρατηρήσεις 159

2. Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος (άρ. 348Α παρ. 4 περ. α΄) 163

3. Ο εξαναγκασμός ή εκμετάλλευση της ασθένειας ή αδυναμίας
του θύματος (άρ. 348Α παρ. 4 περ. β΄) 164

4. Η κατάχρηση των σχέσεων εμπιστοσύνης με τον ανήλικο
(άρ. 348Α παρ. 4 περ. γ΄) 167

5. Οι ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 168

VI. Οι λόγοι που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης 172

1. Αίρει η συναίνεση του θύματος το άδικο της πράξης του δράστη; 172

2. Τέχνη και πορνογραφία ανηλίκων 174

VII. Ειδικές μορφές εμφάνισης του εγκλήματος 177

1. Η απόπειρα του εγκλήματος 177

2. Οι μορφές αξιόποινης συμμετοχής στο έγκλημα 182

VIII. Ζητήματα Ποινολογίας 184

1. Η ποινική κύρωση του εγκλήματος και των επιμέρους
διακεκριμένων μορφών 184

2. Παρεπόμενες ποινές – Μέτρα ασφαλείας 185

IΧ. Ειδικά ζητήματα συρροής 188

1. Περισσότεροι τρόποι τέλεσης: Ένα το τελούμενο έγκλημα 188

2. Η συρροή των βασικών μορφών του αδικήματος
με τις διακεκριμένες μορφές 189

3. Η συρροή με το έγκλημα του βιασμού και τα λοιπά εγκλήματα
προσβολής της ανηλικότητας 189

4. Η συρροή με το έγκλημα του άρθρου 29 Ν. 5060/1931 189

5. Η σχέση του άρθρου 348Α με το έγκλημα του άρθρου 187 ΠΚ –
Η παιδική πορνογραφία στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης 191

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΤΡΟ

I. Η άρση του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και της επικοινωνίας μέσω διαδικτύου κατ' άρθρο 254 ΚΠΔ – Προβληματισμός σχετικά
με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 254 ΚΠΔ επί κατοχής δεδομένων σε απομακρυσμένο φορέα 193

II. Ζητήματα υποστήριξης κατηγορίας από τον ανήλικο παθόντα –
Ειδικά ζητήματα εξέτασης ανήλικων θυμάτων ως μαρτύρων 196

III. Η προδικασία, ο τρόπος παραπομπής και το αρμόδιο
καθ’ ύλη δικαστήριο των επιμέρους αδικημάτων 200

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΛΟΙΠΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

I. Ζητήματα παραγραφής – Η αναστολή παραγραφής κατ’ άρθρο 113
παρ. 4 ΠΚ 203

II. Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας – Η ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας
των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων μετά τον Ν. 4267/2014 204

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 207

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 211

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 214

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 219

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πορνογραφία Ανηλίκων. Μία έννοια με ηθική και κοινωνική απαξία, ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια έχει γιγαντωθεί, απασχολώντας όλο και συχνότερα την ποινική δικαιοσύνη, τόσο εν Ελλάδι, όσο και έξω από τα όρια αυτής. Η έννοια της “πορνογραφίας”, γενικότερα, έχει απασχολήσει τον (ποινικό) νομοθέτη σε περιπτώσεις αποτύπωσης και διάδοσης του σχετικού υλικού με εμπλεκόμενα μέρη είτε ανηλίκους, είτε ενηλίκους.

Η έννοια της πορνογραφίας ενηλίκων ήταν ανέκαθεν και παραμένει ένα πεδίο εριζόμενο, γύρω από το οποίον αναπτύσσονται σε ομόκεντρους κύκλους θεωρίες και ιδεοληψίες σχετικά με το αν και υπό ποίες συνθήκες είναι επιτρεπτή. Στασιάζεται συχνά το αν προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, την αιδώ και σαφώς υπό ποίους όρους νομιμοποιείται.

Η βάσανος της ηθικής φαίνεται να έχει διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο σε τούτο το σημείο, καθότι –τουλάχιστον κατά το παρελθόν– αποτελούσε σταθερό κριτήριο με βάση το οποίο χρωματιζόταν ως άσεμνο εκείνο το υλικό το οποίον «παρουσιάζει γενετήσιες πράξεις με προκλητικό τρόπο και επιφέρει βαριά ενόχληση στους κοινωνούς ή δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για την ολότητα». Ήδη με το άρθρο 29 του Ν. 5060/1931, ετιμωρείτο η διακίνηση άσεμνων δημοσιευμάτων, στην οποία όμως διάταξη η έννοια του ασέμνου οριζόταν και περιοριζόταν, βάσει νομολογίας, στις παραστάσεις εκείνες που «προσβάλλουν το κοινό αίσθημα, την αιδώ και συνίσταται στην πρόκληση δυσάρεστου συναισθήματος και αποστροφής». Η έννοια της ηθικής, βέβαια, δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές κριτήριο ή σημείο αναφοράς στο ποινικό δίκαιο παρότι εξακολουθεί να εμφανίζεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και σε διεθνή νομοθετικά κείμενα. Με την πάροδο, πάντως, του χρόνου και καθώς οι εξελίξεις στο τεχνολογικό γίγνεσθαι κατέστησαν τον νομικό όρο «άσεμνα δημοσιεύματα» παρωχημένο και με περιορισμένη εμβέλεια, εμφανίστηκε και η έννοια της πορνογραφίας.

Η πορνογραφία λοιπόν, από γλωσσικής απόψεως είναι «η αναπαράσταση με λέξεις ή εικόνες της ερωτικής συμπεριφοράς που αποσκοπεί στην πρόκληση ερωτικής διέγερσης», και είναι όρος που στον νομικό κόσμο συνυπάρχει με τον όρο των ασέμνων δημοσιευμάτων σε διαφορετικές όμως ποινικές διατάξεις. Βέβαια,

Σελ. 2

ο ορισμός της δεν είναι ευχερές ζήτημα, γεγονός που αποδίδεται με ακρίβεια από τη φράση του Δικαστή P. Stewart, o οποίος είχε πει: «Δεν δύναμαι να προσδιορίσω την πορνογραφία, αλλά μπορώ να την αναγνωρίσω μόλις την δω».

Η παρούσα μονογραφία δεν καταπιάνεται βέβαια με την έννοια της πορνογραφίας ενηλίκων, αφού η τελευταία ενδεχομένως να αφορά άλλα πεδία κοινωνικών επιστημών και όχι την επιστήμη του ποινικού δικαίου, καθώς σε μεγάλο βαθμό ο παραγκωνισμός της λογικής του πουριτανισμού έχει πλέον αμβλύνει τις ακραίες απόψεις κατά της πορνογραφίας.

Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο τούτο δεν είναι δεδομένο, καθώς έχει εμφανιστεί πλήθος θεωριών που υποστηρίζουν την ποινικοποίησή της και έτερων που την επικρίνουν. Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται συντηρητικές, φεμινιστικές και θρησκευτικές οργανώσεις, οι οποίες εντάσσονται στην άποψη της «νομικής ηθικολογίας». Η συντηρητική σχολή εκτιμά ότι η πορνογραφία είναι μια κοινωνικά επιβλαβής δραστηριότητα που διαφθείρει τα άτομα που εκτίθενται σε αυτήν, έχει αρνητικές συνέπειες για την οικογένεια και την έκφραση της σεξουαλικότητας και μάλιστα σε αυτή τη λογική προεξάρχουσα θέση έχει το –κατά της πορνογραφίας– φεμινιστικό κίνημα, σύμφωνα με το οποίο η πορνογραφία έχει λειτουργία μειωτική και ατιμωτική για τις γυναίκες και προάγει σεξιστικά πρότυπα και βία κατά των γυναικών αποτελώντας εφαλτήριο για τις διακρίσεις κατά των τελευταίων. Οι υποστηρικτές της «νομικής ηθικολογίας» ζητούν την παρέμβαση του κράτους για την προάσπιση του κοινωνικού συνόλου από τα θεάματα αυτά.

Αντίθετα, στη δεύτερη κατηγορία, των «φιλελεύθερων», υπήρξαν υποστηρικτές σύμφωνα με τους οποίους, εφ’ όσον δεν προκαλείται βλάβη σε τρίτους, είναι λάθος να περιορίζεται η ελεύθερη έκφραση των πολιτών από μερίδα ηθικολογούντων. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα στην πορνογραφία απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη του ιδιωτικού βίου. Ξεκάθαρα με αυτό το ρεύμα τάχθηκε ο Αμερικανός φιλόσο

Σελ. 3

φος Donald Dworkin, σύμφωνα με τον οποίον «οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να μην υπόκεινται σε περιορισμούς κατά την διανομή των κοινωνικών αγαθών ακόμα και στις ελευθερίες του ποινικού δικαίου. Αυτό το δικαίωμα διασφαλίζει την κρατική ανοχή στην ιδιωτική κατανάλωση πορνογραφίας», αλλά και κινήματα φεμινιστικά υπέρ της πορνογραφίας, σύμφωνα με την αντίληψη των οποίων οι γυναίκες μπορούν να διαχειρίζονται το σώμα τους όπως επιθυμούν και ισότιμα να μετέχουν σε πορνογραφικές παραστάσεις εφ’ όσον τούτο είναι αποτέλεσμα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσής τους.

Βεβαίως, πλέον περιπεπλεγμένο εμφανίζεται το ζήτημα όταν η τέχνη συνδέεται με την πορνογραφία, οπόταν πρέπει κανείς είτε να προασπίσει την ελευθερία της τέχνης είτε να κολάσει την αξιόποινη πράξη που ενδεχομένως τελείται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, που αναπτύσσονται ακολούθως στο πέμπτο Κεφάλαιο (ενότητα VII), όταν η τέχνη συνδέεται με υλικό πορνογραφίας ανηλίκων, ανακύπτει προσφυώς το ερώτημα: Μπορεί η τέχνη να χαλιναγωγείται και να περιορίζεται, ώστε να μη διαταράσσει υπέρτερες κοινωνικές αξίες ή μήπως η φύση της επιτάσσει την απόλυτη ελευθερία της, ώστε να επιτελεί τον εκάστοτε σκοπό της;

Ήδη, ακόμα και σε τούτο το πρώιμο σημείο, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης έχει επιλέξει να τιμωρεί και τις πορνογραφικές αναπαραστάσεις που γίνονται στο πλαίσιο της λειτουργίας της τέχνης, διά του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων, με την αιτιολογία ότι υπάρχει ποινική απαξία καθώς η ακούσια επαφή του ενηλίκου με πορνογραφικό υλικό προσβάλει την αιδώ του, ενώ μάλιστα ο ποινικός νομοθέτης κολάζει και την πορνογραφία ενηλίκων όταν αυτή προβάλλεται σε ανηλίκους.

Μάλιστα, στις ΗΠΑ, ήδη από το 1868, προκειμένου τα δικαστήρια να αποφανθούν πότε ένα έργο τέχνης πρέπει να θεωρείται απαγορευμένο με βάση τις εκεί ισχύουσες διατάξεις για τα άσεμνα, εφήρμοζαν το κριτήριο Hicklin. To κριτήριο αυτό, που υιοθετήθηκε στην απόφαση Regina vs Hicklin για διάστημα περίπου ενός αι-

Σελ. 4

ώνα εφαρμοζόταν από τα αμερικανικά δικαστήρια απαρεγκλίτως και κατέτεινε στο ότι «αν το ελεγχόμενο υλικό τείνει να εξαχρειώνει εκείνους που είναι ευεπίφοροι σε τέτοιες επιρροές, τότε είναι άσεμνο». Με άλλα λόγια, με βάση το κριτήριο αυτό, άσεμνο ήταν κάθε λογοτέχνημα που θα μπορούσε να διαφθείρει τους πιο ευάλωτους ή τους έχοντες τάση προς την ηθική εξαχρείωση.

Τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά με την απόφαση A Book Named Cleland’s Memoirs of a Woman of Pleasure εις την οποίαν διατυπώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης τρία ασφαλέστερα κριτήρια προκειμένου ένα έργο να χαρακτηριστεί ως άσεμνο ή όχι, μεταξύ των οποίων βασικότερο ήταν το αν το «τολμηρό» έργο έχει κοινωνική αξία ως προϊόν τέχνης ή αν είναι απλώς υλικό που απευθύνεται στο σεξουαλικό ένστικτο αναπαριστώντας σεξουαλικές πράξεις ή διαδικασίες για την έγερση των γενετήσιων παθών και ενστίκτων.

Εντελώς διαφορετική είναι η προσέγγιση στο ειδικότερο ζήτημα της πορνογραφίας ανηλίκων, της πλέον επικίνδυνης μορφής πορνογραφίας για την κοινωνία. Τούτη δεν είναι ένα καινοφανές κοινωνικό ζήτημα, αλλά αντιθέτως μαστίζει τις κοινωνίες των ανθρώπων ανέκαθεν, εμφάνισε όμως ραγδαία και αλματώδη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες ένεκα της διάδοσης των τεχνολογικών επιτευγμάτων, η οποία έχει συμβάλει κατά κόρον στην επέκταση του νοσηρού αυτού φαινομένου. Πολύ περισσότερο, η πορνογραφία ανηλίκων στον κυβερνοχώρο, ως ειδικότερη έκφανση της παιδικής πορνογραφίας, αποτελεί πληγή για την ανθρωπότητα «καθώς την εποχή της αλματώδους ανάπτυξης του διαδικτύου, παγκόσμια, χιλιάδες χρήστες (και ανήλικοι), ανά πάσα στιγμή μπορούν, ακόμη και τυχαία, να «απολαύσουν» ένα καινούριο φάκελο πορνογραφικού υλικού και δύσκολα να γίνουν αντιληπτοί, είτε από τους οικείους τους είτε από τις αρχές, εκμεταλλευόμενοι τη δομή του κυβερνοχώρου».

Ο Έλληνας νομοθέτης προσπαθώντας να καταστείλει τούτο το φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας και να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις αυτού του είδους, θέσπισε κατ’ αρχάς τον Ν. 3064/2002. Μέχρι τη θέσπιση του εν λόγω νομοθετήματος τίποτα δεν διαφοροποιούσε την παιδική πορνογραφία από την ευρεία διάταξη «περί ασέμνων δημοσιευμάτων». Το σχετικό αδίκημα στο καθεστώς του Ν. 3064/2002 τιμωρούνταν υπό την προϋπόθεση ότι ετελείτο από κερδοσκοπία, ενώ δεν υπήρχε ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση χρησιμοποίησης ηλεκτρονικού πορνογραφικού υλικού. Χρειάσθηκε να περάσουν αρκετά χρόνια αναποτε

Σελ. 5

λεσματικής εφαρμογής αυτής της διάταξης, κυρίως λόγω των δυσχερειών στην απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου της κερδοσκοπίας, για να προβεί ο Έλληνας νομοθέτης στην αναδιατύπωση του άρθρου 348Α ΠΚ.

Ακολούθησαν αρκετές νομοθετικές μεταβολές, άλλοτε επιτυχείς, άλλοτε ανεπιτυχείς, κατεξοχήν λόγω ευρωπαϊκών Οδηγιών με άμεσα εφαρμοστέες διατάξεις που έπρεπε να κυρωθούν με τυπικό νόμο. Η σχετική διάταξη διευρύνθηκε σημαντικά κυρίως με τον Ν. 3625/2007 αλλά και με τον Ν. 3727/2008, ώστε να περιλαμβάνει πλέον από πλευράς αξιοποίνου κάθε πράξη παιδικής πορνογραφίας, αφαιρουμένου τελικώς του υποκειμενικού στοιχείου της κερδοσκοπίας, άρα ακόμη και με σκοπό αποκλειστικά ιδίας χρήσης, με αυξημένη, μάλιστα, ποινική απαξία εάν το πορνογραφικό υλικό είναι ηλεκτρονικό, ενώ τυποποιήθηκαν και κακουργηματικές ποινές για περιπτώσεις τέλεσης του εγκλήματος κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια.

Ωστόσο, σήμερα, μετά την εκ βάθρων ανανέωση του Ποινικού Κώδικα με τον Ν. 4619/2019, η διάταξη υπέστη εκ νέου ολίγες τροποποιήσεις –μάλλον προς τη σωστή κατεύθυνση– μεταξύ των οποίων κάποιες ορολογικής φύσεως διαφοροποιήσεις, τον εξορθολογισμό του κυρωτικού πλαισίου, την κατάργηση της διακεκριμένης παραλλαγής της κατά συνήθεια τέλεσης και την αναδιάταξη των διακεκριμένων παραλλαγών. Ομοίως, με τη θέσπιση του Ν. 4855/2021, η μόνη αλλαγή είναι η επίταση του κυρωτικού πλαισίου στην 4η παράγραφο και στο εδάφιο β΄ της 5ης παραγράφου.

Από τα παραπάνω, μπορεί εύκολα να συναχθεί η σοβαρότητα του εν λόγω εγκλήματος, το οποίο όμως στην περίπτωση της διά της χρήσεως ηλεκτρονικού υπολογιστή μορφής του εμφανίζει τη βασική δυσχέρεια εντοπισμού των δραστών. Και τούτο διότι το διαδίκτυο παρέχει στους δράστες τη δυνατότητα να διατηρούν την ανωνυμία τους και να εκδηλώνουν την εγκληματική τους δράση δίχως τον φόβο ότι θα εντοπιστούν από τις αρχές. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν γίνονται ευκολότερα ακόμη και στις περιπτώσεις που τελικώς εντοπίζεται το παράνομο υλικό. Τότε προκύπτουν και ζητήματα δικονομικής φύσεως που αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο αποδείξεως, τον τρόπο και την έκταση έρευνας ενός αρχείου και σαφώς το θέμα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων μεταξύ των περισσότερων χωρών στις οποίες ενδεχομένως έδρασε ο υπαίτιος.

 

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

I. Η προσέγγιση του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας υπό το πρίσμα της εγκληματολογίας. Οι μορφές εκδήλωσης του φαινομένου

Η παιδική πορνογραφία δεν είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη ποτέ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 άρχισε να εμφανίζει αλματώδη ανάπτυξη. Τότε ήταν που στις ΗΠΑ αναγνωρίσθηκαν για πρώτη φορά τουλάχιστον 300.000 ανήλικοι κάτω των 16 ετών σε φωτογραφίες με σεξουαλικό περιεχόμενο, ενώ μάλιστα το ίδιο συνέβαινε στην Ευρώπη, την ώρα που μία σειρά από ερασιτεχνικό αλλά και επαγγελματικό (σε έντυπα τεύχη περιοδικών) υλικό είχε αρχίσει να διασπείρεται στην αγορά.

Ήδη από τις αρχές της χιλιετίας, ο τζίρος της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο ανήρχετο περίπου στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, ενώ σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις φτάνει ίσως και τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, κατατάσσοντας το αδίκημα στην τρίτη θέση μετά τα εγκλήματα που σχετίζονται με όπλα και ναρκωτικά. Σημειωτέον ότι περίπου το 20% του πορνογραφικού υλικού που υπάρχει στο διαδίκτυο αφορά ανήλικα άτομα, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι σε ένα και μόνο ιστότοπο με υλικό παιδικής πορνογραφίας, γίνονται κατά μήνα τουλάχιστον ένα εκατομμύριο επισκέψεις. Είναι, μάλιστα, πραγματικά δύσκολο να προσεγγιστεί η πραγματική έκταση της παιδικής πορνογραφίας που διακινείται. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να παραθέσουμε την εκτίμηση των αρχών σύμφωνα με την οποία μια απλή δια-

Σελ. 8

δικτυακή ιστοσελίδα παιδικής πορνογραφίας δέχεται πάνω από 1.000.000 επισκέψεις το μήνα.

Σημαντικές δυσχέρειες στην προσέγγισή του παρουσιάζει και το προφίλ του δράστη –το οποίο θα αναλυθεί κατωτέρω ειδικότερα–, καθώς αναφερόμαστε σε μια ομάδα δραστών, η οποία δεν εμφανίζει ομοιογένεια, αλλά μεγάλη διαφοροποίηση και πολυσυλλεκτικότητα στα επιμέρους στοιχεία της. Σημειώνεται, δε, ότι στους συλλέκτες και διαχειριστές του παράνομου υλικού περιλαμβάνονται και άτομα με ψυχοσεξουαλικές διαταραχές, θαμώνες του διαδικτύου που αναζητούν νέες εμπειρίες αλλά και επαγγελματίες που κερδοσκοπούν διακινώντας το παράνομο υλικό. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι με βάση τα δεδομένα που προέκυψαν μετά από έρευνα του Πανεπιστημίου New Hampshire, και αφορούσε περιπτώσεις σεξουαλικών εγκλημάτων μέσω διαδικτύου στις Η.Π.Α, οι δράστες δεν ήταν παιδόφιλοι και ούτε παραπλάνησαν τα θύματά τους προσποιούμενοι τους συνομήλικους τους, έχοντας οι περισσότεροι γνωστοποιήσει ακόμα και την ηλικία τους σε αυτά.

II. Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ηλεκτρονικής παιδικής πορνογραφίας διά της χρήσεως ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η συνδρομή της επέκτασης του διαδικτύου στη γιγάντωση της ηλεκτρονικής παιδικής πορνογραφίας

Σήμερα, η διάδοση στη χρήση του διαδικτύου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο καταγράφει αλματώδη εξέλιξη. Σε αυτή την κατεύθυνση, καθοριστικής σημασίας ήταν η συμβολή της συνεχούς αναβάθμισης του παραγόμενου υλικού (hardware) και λογισμικού (software) καθώς και η επίτευξη συνεχώς υψηλότερων ταχυτήτων μεταφοράς δεδομένων. Η σύνδεση στο διαδίκτυο έχει αναδειχθεί σε απαραίτητο στοιχείο της καθημερινότητας των ανθρώπων και επιτυγχάνεται όχι μόνον με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή αλλά και με πλήθος άλλων έξυπνων συσκευών, όπως τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα τελευταίας γενιάς (smart phones) ή έξυπνες τηλεοράσεις (smart tv), οι ταμπλέτες (tablets).

Σελ. 9

Προς τεκμηρίωση του προρρηθέντος ισχυρισμού, παρατίθενται τα πορίσματα της έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), σύμφωνα με την οποία το 2020 περίπου 8 στους 10 Έλληνες είχαν πρόσβαση στο internet.

Πρόσβαση στο διαδίκτυο. Ποσοστιαία συμμετοχή πληθυσμού ηλικίας 16-74 ετών, Α΄τρίμηνο 2010-2020

Το διαδίκτυο εκ της φύσεώς του συνέδραμε καθοριστικά και στην εκθετική αύξηση της κυκλοφορίας εν γένει πορνογραφικού υλικού, αφού πρακτικά παρείχε τη δυνατότητα στους χρήστες να αποκτήσουν δωρεάν –κυρίως– πρόσβαση σε μια αστείρευτη πηγή εικόνων και ήχου. Τα κυριότερα στοιχεία που έχουν καταστήσει το διαδίκτυο βασικό πεδίο ανάπτυξης της πορνογραφίας, είναι η ανωνυμία, η έλλειψη φυσικής επαφής, η πλήρης διαχείριση και εναλλαγή της ταυτότητας του χρήστη, και βέβαια η άσκηση απόλυτου ελέγχου στον χρόνο και στον τρόπο που αυτός επιδρά στις αναπτυσσόμενες σχέσεις.

Σε σχέση με την πορνογραφία ανηλίκων, ειδικότερα, το διαδίκτυο έχει διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, ένα κλειστό κύκλω-

Σελ. 10

μα το οποίο συνεχώς επεκτείνεται. Όπως έχει υποστηριχθεί, το διαδίκτυο, προσφέρει κοινωνικές, ατομικές και τεχνολογικές συνθήκες για να αναπτυχθεί και να διαδοθεί η πορνογραφία ανηλίκων διεθνώς και μάλιστα επιτείνει το πρόβλημα μέσω της αύξησης της ποσότητας του διαθέσιμου υλικού, της αποτελεσματικότητας στη διάθεσή του και της ευκολίας στην προσβασιμότητα του, με τους εξής τρόπους: Πρώτον, το διαδίκτυο αποτελεί μια αστείρευτη πηγή (πορνογραφικού) υλικού από όλο τον κόσμο, διαθέσιμη ανά πάσα ώρα και στιγμή σε κάθε ηλεκτρονικό μέσο που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, συνήθως δωρεάν. Μάλιστα η ανάπτυξη των τεχνολογιών δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες να παρακολουθήσουν ακόμα και σε αληθινό χρόνο την παραγωγή σεξουαλικού υλικού με πρωταγωνιστές ανηλίκους, ενώ διευκολύνει και τον διαμοιρασμό του υλικού μεταξύ των παιδόφιλων χρηστών. Δεύτερον, στον χώρο του διαδικτύου καλλιεργείται η δυνατότητα δημιουργίας ομάδων μεταξύ των παιδόφιλων, οι οποίοι συχνά μέσω εφαρμογών όπως το ΚΙΚ, ανταλλάσσουν αρχεία εικόνων και ήχου με πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων. Παράλληλα, έχουν αναπτύξει νέες μεθόδους ανταλλαγής του υλικού τους, μέσω της χρήσης “peer to peer δικτύων” όπως τα γνωστά “Gnutella”, “eDonkey”, “eMule” κ.ά. Τρίτον, σημειώνεται ότι το διαδίκτυο παρέχει τη δυνατότητα στον επίδοξο παιδόφιλο να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ανωνυμίας, στο οποίο μπορεί ελεύθερα να εκφράζει το σύνολο των ερωτικών του φαντασιώσεων, μέσω των πράξεων διαμοιρασμού με άλλους μιας ανυπολόγιστου μεγέθους συλλογής πορνογραφικού υλικού, δραστηριότητα η οποία μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε έξη. Σε ένα τέτοιο ιδιωτικό διαδικτυακό περιβάλλον η σεξουαλική «απόκλιση» παύει να φαντάζει ως τέτοια. Μία συμπεριφορά, δηλαδή, η οποία στην κοινωνική πραγματικότητα είναι καταδικαστέα ηθικά και νομικά, χάνει την αποκλίνουσα φύση της. Ας μην παραγνωρίσουμε όμως και αυτή καθεαυτή τη δυνατότητα που παρέχει το διαδίκτυο στους παιδόφιλους να διατηρούν την πλήρη ανωνυμία τους, η οποία αφενός υποδαυλίζει το πάθος τους καταργώντας κάθε έννοια ηθικής αναστολής, ενώ παράλληλα τους εξαχρει-

Σελ. 11

ώνει έτι περισσότερο στη βάση της λογικής ότι καθίσταται δυσχερής ο εντοπισμός και συνακόλουθα η τιμωρία τους.

Σύμφωνα με τον Durkin, οι παιδόφιλοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο με τέσσερις τρόπους: α) για να διακινήσουν παιδική πορνογραφία, β) για να εντοπίσουν τα παιδιά που πρόκειται να κακοποιήσουν, γ) για να συμμετέχουν σε ακατάλληλη σεξουαλική επικοινωνία με παιδιά και δ) για να επικοινωνήσουν με άλλους παιδόφιλους. Επιπλέον σύμφωνα με τον Jenkins η προώθηση της παιδικής πορνογραφίας λειτουργεί ως δόλωμα για να προσελκύσουν οι παιδόφιλοι τα παιδιά για την ικανοποίησή τους.

III. Το προφίλ του δράστη στην ηλεκτρονική πορνογραφία ανηλίκων

1. Η τυπολογία των δραστών με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία

Το Ινστιτούτο Εγκληματολογίας της Αυστραλίας, δημοσίευσε μια μελέτη το 2004, εις την οποίαν κατέγραψε τύπους δραστών πορνογραφίας ανηλίκων κατατάσσοντας τους δράστες ανάλογα με τα κίνητρά τους, τα χαρακτηριστικά της πράξης τους, τις τακτικές που ακολουθούσαν και το βαθμό εμπλοκής τους στο υλικό της παιδικής πορνογραφίας. Στην εν λόγω μελέτη, περιγράφονται εννέα τύποι δραστών, ξεκινώντας από αυτούς που δεν έχουν άμεση εμπλοκή με τον ανήλικο και καταλήγοντας σε αυτούς που επιδιώκουν τη σεξουαλική συναναστροφή με αυτόν. Σημειώνεται επίσης ότι η κατηγοριοποίηση δεν είναι περιοριστική και ότι ο δράστης μπορεί να υπαχθεί σε περισσότερες κατηγορίες από μια.

Μολονότι, δεν υφίσταται ένας κοινός και ενιαίος τύπος που να σκιαγραφεί τα χαρακτηριστικά του δράστη του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο, υπάρχουν ορισμένα κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως ότι πρόκειται στη συντριπτική πλειοψηφία για άνδρες ηλικίας 25 έως 50 ετών, εργαζόμενους, με επαρκές επίπεδο γνώσεων πληροφορικής, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκο­λίες στην ενσυναίσθηση και μάλιστα πολλοί εξ αυτών υπήρξαν οι ίδιοι κάποια στιγμή στο παρελθόν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.

Σελ. 12

Έτσι, σύμφωνα με τη μελέτη:

Πρώτος τύπος δράστη, επονομαζόμενος ως «τυχαίος» ή «βοσκός» ή «browser» είναι εκείνος ο οποίος σερφάροντας στο διαδίκτυο συναντά τυχαία υλικό παιδικής πορνογραφίας, χωρίς τέτοιο σκοπό, και αποφασίζει να το αποθηκεύσει δημιουργώντας εν γνώσει του αρχείο. Ο τύπος αυτού του χρήστη δεν δικτυώνεται με άλλους χρήστες και δεν ασχολείται με στρατηγικές κάλυψης προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του. Σαφέστατα, εφ’ όσον προκύψει η πρόθεση δημιουργίας σφαίρας κατοχής επί του υλικού, τότε τουλάχιστον σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη υπάρχει ποινικό αδίκημα.

Δεύτερος τύπος δράστη, χαρακτηριζόμενος ως «private fantasy user-έχων φαντασιώσεις με ανήλικους» είναι εκείνος ο δράστης που έχοντας σεξουαλικές φαντασιώσεις με ανηλίκους συλλέγει ανάλογο υλικό για προσωπική του χρήση και μόνο, χωρίς να έχει καμία πρόθεση να το μοιραστεί με άλλους. Ειδικότερα, ο εν λόγω δράστης δεν δικτυώνεται με άλλους, δεν επινοεί στρατηγικές για την προσωπική του κάλυψη και οι φαντασιώσεις του αποτελούν μία έμμεση κακοποίηση των θυμάτων. Έτσι, αν το συγκεκριμένο άτομο διατηρεί την επιθυμία σεξουαλικής δραστηριότητας με παιδιά απλά και μόνο ως φαντασίωση, στο μυαλό του ή αποτυπωμένη γραπτά σε δικό του κείμενο χωρίς πρόθεση διακίνησής του, δε στοιχειοθετείται κανένα αδίκημα, αφού απλά και μόνο η σκέψη δεν ποινικοποιείται. Αν όμως η φαντασίωση αυτή διατηρείται με τη μορφή απεικονίσεων παιδικής πορνογραφίας σε κάποια βάση δεδομένων, στοιχειοθετείται το αδίκημα της κατοχής παιδικής πορνογραφίας, ανεξάρτητα από την πρόθεση του δράστη να διανείμει το υλικό.

Τρίτος τύπος δράστη, «ο ψαράς ή trawler», πρόκειται για δράστη που αναζητεί υλικό μεγάλης ποσότητας και διαφορετικών ειδών στο διαδίκτυο. Είναι δράστης που επικοινωνεί με έτερα άτομα με συναφείς αναζητήσεις και ανταλλάσσει με αυτούς υλικό προκειμένου να εμπλουτίσει τη συλλογή του. Πρόκειται για άτομο που διασφαλίζει και καλύπτει τα ίχνη του και η όλη ενασχόλησή του με το υλικό είναι ενσυνείδητη. Ο βαθμός της εγκληματικής βούλησης και δικτύωσής του είναι εκείνος που διαφοροποιεί τον εν λόγω χρήστη από εκείνον της πρώτης κατηγορίας. Κατέχει το σχετικό υλικό είτε γιατί έδειξε αρχικά ενδιαφέρον για τις εικόνες αυτές, πειραματίστηκε με αυτή τη διαστροφή αλλά αργότερα έπαυσε να τον ενδια-

Σελ. 13

φέρει, είτε γιατί αξιώνει την ελεύθερη πρόσβαση και κατοχή οποιοσδήποτε μορφής υλικού υπάρχει στο διαδίκτυο.

Τέταρτος τύπος δράστη είναι ο καλούμενος «επισφαλής συλλέκτης», ο οποίος διακινεί υλικό παιδικής πορνογραφίας το οποίο μπορεί να βρεθεί σχετικά εύκολα στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνει αυξημένα προσωπικά μέτρα ασφαλείας και να εντοπίζεται εύκολα.

Αντίθετα, ο πέμπτος τύπος δράστη, ο «ασφαλής χρήστης», λαμβάνει όλες τις δυνατές προφυλάξεις, όπως κρυπτογράφηση, για να μην εντοπιστεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε τέτοιες ομάδες χρηστών παρατηρείται διακίνηση πολύ μεγάλου αριθμού φωτογραφιών και υλικού πορνογραφίας ανηλίκων. Αυτού του είδους οι χρήστες δικτυώνονται με άλλους σε πολύ υψηλό επίπεδο και αποκτούν πρόσβαση σε νέο, σπάνιο, υψηλής ποιότητας και ανάλυσης πορνογραφικό υλικό, πλην όμως για να εισέλθουν σε μια ομάδα ομοίων τους, απαιτείται να ανεβάσουν το υλικό τους ή μέρος αυτού ώστε να είναι εξίσου υπόλογοι με τους λοιπούς. Σε αυτή την κατηγορία χρηστών, παρατηρείται ψυχαναγκαστικού είδους συλλογή και ταξινόμηση του υλικού σα να πρόκειται για κάποιον «ανεκτίμητο θησαυρό» που κατέχουν, ενώ η ίδια η συλλογή του υλικού μπορεί τελικά να εξελιχθεί σε αυτοσκοπό του δράστη.

Έκτος τύπος δράστη, ο λεγόμενος «groomer», είναι εκείνος ο δράστης που προσελκύει μέσω του διαδικτύου ανηλίκους ξεκινώντας μία διαδικτυακή επικοινωνία και ηλεκτρονική επαφή μαζί τους και αναπτύσσοντας διαδικτυακές σχέσεις με αυτούς. Ο στόχος της επαφής που αναπτύσσει είναι η κάμψη των αναστολών τους, προκειμένου να αναπτύξει σεξουαλική σχέση μαζί τους είτε διαδικτυακά, είτε με φυσική επαφή. Πριν την οποιαδήποτε επαφή, πραγματική ή εικονική, ο συγκεκριμένος τύπος δράστη προετοιμάζει το παιδί για την επερχόμενη επαφή, αποστέλλοντάς του εικόνες παιδικής πορνογραφίας, με στόχο την κάμψη της αντίστασης και των αναστολών του ανηλίκου, ώστε να του καλλιεργήσει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια κανονική και φυσιολογική κατάσταση.

Έβδομος τύπος δράστη, επονομαζόμενος ως «physical abuser ή ο άμεσος αυτουργός κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια», είναι ο χρήστης που εξ αρχής αποσκοπεί στη δημιουργία και ανάπτυξη πραγματικών ή διαδικτυακών σεξουαλικών σχέσεων με τον ανήλικο, που γνώρισε στο διαδίκτυο και επικοινωνεί μαζί του διαδικτυακά στην αρχή. Το modus operandi των συγκεκριμένων δραστών είναι συνήθως τα ίδιο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι δράστες παρουσιάζονται ως συνομήλικοι σε ανήλικους, δημιουργώντας ψεύτικα προφίλ και αφού έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, προβαίνουν σε συζητήσεις σεξουαλικής φύσεως μαζί τους ή στέλνουν σχετικό υλικό, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να τους αποδεσμεύ-

Σελ. 14

σουν από τις αναστολές τους και να τους πείσουν να προχωρήσουν σε μία διαδικτυακή ή πραγματική σεξουαλική συνεύρεση μαζί τους.

Όγδοος τύπος δράστη είναι «ο παραγωγός», ο οποίος συμμετέχει ο ίδιος ως φυσικός αυτουργός στη σεξουαλική κακοποίηση του ανηλίκου, την οποίαν καταγράφει σε υλικό φορέα και ακολούθως την προωθεί σε έτερους συλλέκτες τέτοιου υλικού.

Το υλικό αυτό, ωστόσο, προωθείται και διανέμεται από τον ένατο τύπο δράστη, τον «διανομέα-distributor», ο οποίος επιδιώκει μέσω αυτής της πράξης του, ήτοι της διανομής πορνογραφικού υλικού μέσω του διαδικτύου, να αποκομίσει οικονομικό όφελος.

Με την κατηγοριοποίηση και την τυπολογία των δραστών που εμπλέκονται στο έγκλημα της παιδικής πορνογραφίας, ασχολήθηκε και ο Taylor, σύμφωνα με τον οποίο οι εμπλεκόμενοι με πορνογραφικό υλικό, ταξινομούνται σε έξι κατηγορίες: στον δημιουργό του υλικού, τον επιχειρηματία, τον συλλέκτη, τον σεξουαλικά διεγειρόμενο και από αυτό το είδος πορνογραφίας, τον σεξουαλικά απελευθερωμένο και εκείνον που πειραματίζεται.

2. Τα βασικά χαρακτηριστικά των δραστών στην ηλεκτρονική πορνογραφία ανηλίκων

Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ασφαλώς το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία όλων όσοι σχετίζονται με υλικό παιδικής πορνογραφίας δεν είναι κοινά ούτε ομοιογενή. Από το ένα είδος στο άλλο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά διαφοροποιούνται σημαντικά. Η διευρυμένη τυπολογία καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σκιαγράφηση ενός ενιαίου προφίλ. Παρότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι άνδρες που γνωρίζουν τη χρήση μέσων τεχνολογίας και επικοινωνίας, προέρχονται από άπασες τις κοινωνικές τάξεις, τα οικονομικά στρώματα και τις ηλικίες. Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους και ως προς το επίπεδο των μέτρων ασφαλείας που χρησιμοποιούν για την αποφυγή της ανίχνευσής τους, του βαθμού δικτύωσής τους με άλλους χρήστες και των κινήτρων τους. Τα χαρακτηριστικά εναλλάσσονται μεταξύ των δραστών που πλησιάζουν τα θύματά τους επιδιώκοντας φυσική ή διαδικτυακή επαφή μαζί τους και όσων δεν έρχονται ποτέ σε άμεση επαφή μαζί τους, καθώς και μεταξύ των δραστών που ανταλλάσσουν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και δραστών που αναζητούν και παρακολουθούν το αντίστοιχο υλικό, χωρίς να το διαδίδουν.

Η ηλικία των ατόμων που εμπλέκονται στο αδίκημα της πορνογραφίας ανηλίκων ποικίλει. Για παράδειγμα, σε έρευνα στη Νέα Ζηλανδία από τα 185 άτομα που συ-

Σελ. 15

νελήφθησαν να κατέχουν πορνογραφικές φωτογραφίες ανηλίκων, ποσοστό περίπου 25% αφορούσε ηλικίες 15 έως 19 ετών και πάντως το 50% ήταν άτομα ηλικίας κάτω των 30 ετών. Ομοίως, έρευνες δείχνουν ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο ποσοστό 4 στους 10 αφορά ανήλικους δράστες.

Οι εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις πορνογραφίας ανηλίκων είναι συνήθως άτομα με λευκό ποινικό μητρώο. Σπανίως είναι προσημασμένοι για άλλα ποινικά αδικήματα. Η επαγγελματική και κοινωνική κατάστασή τους διαφέρει, όμως έχουν παρατηρηθεί πολυάριθμες περιπτώσεις δραστών που επιδιώκουν να βρίσκονται σε χώρους με ανηλίκους ή εκμεταλλεύονται τη συναναστροφή μαζί τους μέσω των επαγγελμάτων που ασκούν (π.χ. δάσκαλοι). Σε αρκετές περιπτώσεις οι δράστες εργάζονται σε περιβάλλοντα αυξημένου κοινωνικού status, έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση και ενίοτε είναι οικογενειακά αποκατεστημένοι.

Σε άλλη έρευνα με κύριο αντικείμενο τις συνέπειες της θυματοποίησης στο ανήλικο θύμα πορνογραφίας, παρατηρήθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (52%) των δραστών προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος, το 41% εντάσσεται στον ευρύτερο περίγυρό του και τα μικρότερα ποσοστά κατανέμονταν μεταξύ γνωριμιών στο διαδίκτυο (1%) ή άλλων (7%). Πρόσφατα δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του υλικού προέρχεται από άτομα του κύκλου εμπιστοσύνης του θύματος.

Σελ. 16

Παρατηρείται, ακόμη, ότι ένα ποσοστό των δραστών που σχετίζονται με υλικό πορνογραφίας ανηλίκων, είχαν υποστεί κάποιου είδους σεξουαλική κακοποίηση σε παιδική ηλικία. Τα κίνητρα και οι λόγοι που ωθούν στην τέλεση της πράξης είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιορισθούν με ακρίβεια. Οι άντρες-δράστες δρουν με συνηθέστερα κίνητρα την πρόκληση σεξουαλικής διέγερσης, τη διευκόλυνση σύναψης κοινωνικών σχέσεων με άλλους δράστες, την ενίσχυση της αυτοπεποίθησής τους και την επιβολή κυριαρχίας στο θύμα. Η επιθυμία του δράστη για άσκηση ελέγχου πάνω στο απροστάτευτο ανήλικο θύμα αναδεικνύεται κυρίως ως κίνητρο των χρηστών του dark web, η δράση των οποίων (σε αντιπαραβολή προς τους χρήστες του surface web) χαρακτηρίζεται από αδιαφορία για το θύμα και τις επιπτώσεις που έχει η πράξη σε αυτό καθώς και από απουσία τύψεων και αναστολών. Τέλος έχει παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες που σχετίζονται με το υλικό παιδικής πορνογραφίας συνήθως δρουν από κοινού με το σύντροφό τους ή πάντως με άλλον δράστη.

3. To προφίλ του Έλληνα δράστη στην ηλεκτρονική πορνογραφία ανηλίκων με βάση τα στατιστικά δεδομένα

Σε έρευνα που διενεργήθηκε στη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, προέκυψε ότι κατά τα έτη 2004 έως 2015 έχουν εμπλακεί 978 χρήστες του διαδικτύου σε υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων και πορνογραφίας ανηλίκων. Μόνο το έτος 2014, συνελήφθησαν 36 άτομα για αδικήματα σχετικά με την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, εκ των οποίων στα 17 αποδόθηκαν κατηγορίες για παράβαση του άρ. 348A ΠΚ περί πορνογραφίας ανηλίκων. Από την επισκόπηση των στατιστικών στοιχείων, διαπιστώνουμε ότι:

− O μέσος όρος ηλικίας των δραστών είναι τα 38,9 έτη με μέγιστη τιμή τα 52 και ελάχιστη τα 23 έτη.

Σελ. 17

− Επιπλέον, όσον αφορά τον τόπο κατοικίας τους, 5 από τους 17 δράστες ήταν κάτοικοι Αθηνών, 2 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από το Αγρίνιο, 1 από τη Βέροια, 1 από την Κρήτη, 1 από τα Ιωάννινα, 1 από Αλεξανδρούπολη, 1 από Καλαμάτα, 1 από Καστοριά, 1 από Βόλο, 1 από Χαλκίδα και 1 από Κατερίνη.

− Σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα, παρατηρείται ότι 3 από τους 17 ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι, 3 εκπαιδευτικοί, 1 ιατρός, 1 φοιτητής, 1 ασκούμενος δικηγόρος, 1 ηλεκτρολόγος, 1 πολιτικός μηχανικός, 1 ξυλουργός, 1 οικονομολόγος, 1 εισοδηματίας, 1 μουσικός, 1 στρατιωτικός και 1 εργαζόμενος ως μάνατζερ σε τηλεοπτικό σταθμό.

Σε άλλη έρευνα που είχε διενεργηθεί στο ίδιο ως άνω τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος κατά την περίοδο του Ιουλίου του 2004 έως τον Ιούνιο του 2006, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι συμπεράσματα επί συνόλου 37 ατόμων που συνελήφθησαν από τους 77 που εμπλέκονταν με το αδίκημα:

− Όσον αφορά την ηλικία των δραστών, αυτή κυμαινόταν από 27 έως 74 ετών και ειδικότερα, 23 συλληφθέντες είχαν ηλικία από 30 έως 45 ετών.

− Όσον αφορά το φύλο των δραστών, από τους 37 συλληφθέντες, οι 36 ήταν άνδρες και 1 γυναίκα.

− Όσον αφορά την επαγγελματική δραστηριότητα 10 ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι, 9 επιχειρηματίες, 3 συνταξιούχοι, 2 δημόσιοι υπάλληλοι, 2 στρατιωτικοί, 2 δικηγόροι, 2 φοιτητές, 2 εκπαιδευτικοί και 5 άνεργοι.

− Όσον αφορά τον τόπο κατοικίας τους, 3 ήταν από Νησιωτική χώρα, 4 από τη Θεσσαλία, 4 από τη Κεντρική Μακεδονία, 3 από τη Δυτική Μακεδονία και 23 από την Αττική.

IV. Οι μέθοδοι δράσης (modus operandi) των παραβατών

Μεγάλη μερίδα διακινητών υλικού παιδικής πορνογραφίας χρησιμοποιούν λογισμικές εφαρμογές για να διανείμουν το παράνομο υλικό. Μία από αυτές τις εφαρμογές είναι τα “peer to peer δίκτυα” τα οποία χρησιμοποιούνται και για τον διαμοιρασμό μουσικής, ταινιών ή διαφόρων ειδών αρχείων. Πρόκειται για δίκτυα αμοιβαίας ανταλλαγής αρχείων. Ωστόσο, αυτές οι λογισμικές εφαρμογές χρησιμοποιούνται κατά κόρον και στη διακίνηση παιδικού πορνογραφικού υλικού, αφού η παιδική πορνογραφία βρίσκεται εύκολα και μεταφορτώνεται από τέτοιες peer to peer εφαρμογές. Κάποιες από τις πλέον γνωστές εφαρμογές τέ-

Σελ. 18

τοιων peer to peer δικτύων είναι το «KaZaA», το «Morpheus», το «Gnutella», το «FreeNet», το «WinMX», το «Νapster», το «Emule».

Συνήθης τρόπος διακίνησης υλικού πορνογραφίας ανηλίκων είναι μέσω των ιστοτόπων είτε αμιγώς πορνογραφίας ανηλίκων είτε πορνογραφίας ενηλίκων, στις οποίες μεταφορτώνεται παράνομο υλικό. Οι ιστότοποι αυτοί καθίστανται γνωστοί στους παιδόφιλους μέσω των γνωστών μηχανών αναζήτησης, με την πληκτρολόγηση λέξης ή φράσης-κλειδί, που θα τους οδηγήσει στην ιστοσελίδα με παράνομο πορνογραφικό υλικό. Μάλιστα, μια γνωστή στρατηγική κάλυψης των διανομέων σχετικού υλικού είναι η δημιουργία τέτοιων προσωρινής διάρκειας ιστοσελίδων, με παρελκυστικές και άσχετες ονομασίες, που στη συνέχεια διαφημίζονται σε ομάδες συζήτησης παιδόφιλων. Συνήθως οι ιστοσελίδες αυτές περιέχουν κλειδωμένα αρχεία, των οποίων ο κωδικός πρόσβασης αναρτάται ιδιωτικά σε κρυφές ομάδες παιδόφιλων.

Τα Chat rooms, ή αλλιώς δωμάτια επικοινωνίας, αξιοποιούνται για την ανταλλαγή υλικού παιδικής πορνογραφίας αποτελώντας και διαδικτυακούς τόπους γνωριμιών παιδόφιλων με τα ανήλικα θύματά τους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, μεγάλη άνθηση γνώρισε η πορνογραφία ανηλίκων και σε εφαρμογές γνωριμιών και συζήτησης με απευθείας μηνύματα. Με το απευθείας μήνυμα η επικοινωνία γίνεται σε πραγματικό χρόνο ανάμεσα σε άτομα που γράφουν μηνύματα μεταξύ τους, ανταλλάσοντας μάλιστα αρχεία εικόνων ή βίντεο. Τέτοιου είδους λογισμική εφαρμογή είναι το “KIK”, στο οποίο συχνά μεταφορτώνονται σε συζητήσεις μεταξύ των χρηστών δεκάδες φωτογραφίες και βίντεο με παράνομο υλικό. Σημειωτέον ότι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, 1100 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που απασχόλησαν τη Δικαιοσύνη τα τελευταία πέντε έτη, προήρχοντο από δραστηριότητα παιδόφιλων στην εφαρμογή αυτή. Στο εν λόγω λογισμικό, το οποίο δημιουργήθηκε το 2009, συμμετέχουν τουλάχιστον 300 εκατομμύρια χρηστών παγκοσμίως και μάλιστα το 40% των ανηλίκων στις ΗΠΑ διατηρεί προφίλ στο εν λόγω site.

V. Ο συσχετισμός της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων με τα υπόλοιπα σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων

H θέαση υλικού πορνογραφίας ανηλίκων, είναι σχεδόν αναμφίβολο ότι προκαλεί γενετήσια διέγερση στους παιδόφιλους, ωστόσο ο τρόπος που θα μπορούσε να συνδεθεί με τυχόν εξωτερίκευση παιδοφιλικών και κακοποιητικών πράξεων στον πραγματικό κόσμο, τυγχάνει ερευνητέα. Δεν είναι δηλαδή, αυτονόητη μια

Σελ. 19

τέτοια σύνδεση και πρέπει να εξεταστεί αν και κατά πόσο τελούν σε σχέση αιτίου – αιτιατού.

Υποστηρίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία ότι η χρήση παιδικής πορνογραφίας είναι προπομπός άλλων σεξουαλικών εγκλημάτων και ότι η παιδική πορνογραφία αποτελεί εφαλτήριο εξωτερίκευσης των παιδοφιλικών τάσεων των δραστών σε ανηλίκους στον αληθινό κόσμο. Τούτο διότι το μεγαλύτερο μέρος των κατόχων τέτοιου υλικού έχουν επιθυμίες για πραγματοποίηση των φαντασιώσεών τους. Σε αυτό συνέτειναν και έρευνες κλινικής παρακολούθησης κατόχων πορνογραφικού υλικού ανηλίκων, σύμφωνα με τις οποίες άνω του 30% του δείγματος παιδόφιλων, δήλωσαν ότι το υλικό πορνογραφίας ανηλίκων που κατείχαν, το αξιοποιούσαν ως ερέθισμα στις πράξεις κακοποίησης ανηλίκων που προέβαιναν. Άλλοι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι 40% των συλληφθέντων για κατοχή πορνογραφίας ανηλίκων, κακοποιούσαν παράλληλα και ανηλίκους. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι το πορνογραφικό υλικό ανηλίκων, αξιοποιείται από τους παιδόφιλους για να καμφθεί η βούληση του ανηλίκου διά της προβολής σε εκείνον τέτοιου υλικού ώστε να του δοθεί η εντύπωση πως είναι κάτι φυσιολογικό, αφού υπήρξαν και άλλοι συνομήλικοί του που το έχουν κάνει. Εξάλλου, αυτή καθ’ εαυτή η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, ναι μεν δεν βλάπτει ευθέως τους ανηλίκους, πλην όμως τους βλάπτει εμμέσως και σημαντικά, αφού αποτελεί το καύσιμο για την ενεργοποίηση του μηχανισμού παραγωγής τέτοιου υλικού. Αυτή η θέση πάντως, έχει υποστηριχθεί από τον Marshall σε έρευνα του οποίου προέκυψε ότι πάνω από το 1/3 των δραστών αποπλάνησης ανηλίκων χρησιμοποιούσε ως ερέθισμα υλικό σκληρής πορνογραφίας προκειμένου να υποκινηθούν σε τέλεση του αδικήματος κατά υπαρκτού προσώπου ανηλίκου, ενώ μάλιστα υιοθετήθηκε και σε μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου του Καναδά, σύμφωνα με την οποία «η παιδική πορνογραφία μπορεί να αλλά-

Σελ. 20

ξει τη συμπεριφορά των κατόχων της ώστε πιθανόν να τους οδηγήσει στην τέλεση αδικήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκου, διότι οι άνθρωποι μπορεί να βλέπουν έτσι τις σεξουαλικές σχέσεις με ανηλίκους σαν κάτι το φυσιολογικό και ωφέλιμο».

Αντίθετα, μερίδα από επιστήμονες υποστηρίζει ότι η παιδική πορνογραφία είναι μια έξοδος διαφυγής, μια βαλβίδα εκτόνωσης που προλαμβάνει τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει υγιής επιστημονική βάση στην τοποθέτηση ότι η έκθεση ενός ατόμου σε παιδική πορνογραφία ενισχύει την πιθανότητα να προβεί αυτό το άτομο σε σεξουαλική κακομεταχείριση παιδιών. Με άλλα λόγια δηλαδή, υποστηρίζεται ότι όταν ο υποψήφιος δράστης διεγείρεται σεξουαλικά παρακολουθώντας το ανωτέρω παράνομο υλικό, εκτονώνει απλώς τις σεξουαλικές του διαθέσεις με αυτοϊκανοποιητικό τρόπο και χωρίς την ανάγκη να προσφεύγει σε γενετήσια επαφή με ανηλίκους, άρα καθίσταται λιγότερο επιθετικός και λιγότερο επικίνδυνος για την γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων. Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο Κιούπης, από τις σχετικές έρευνες δεν υπάρχει σαφής και άμεση σύνδεση πορνογραφίας ανηλίκων και τέλεσης άλλων εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας που απαιτούν σεξουαλική επαφή με αυτούς. Σε αυτή τη κατεύθυνση βρίσκεται και έρευνα που έγινε στον Καναδά, σύμφωνα με την οποία ένα πολύ χαμηλό ποσοστό δραστών παιδικής πορνογραφίας τέλεσαν έγκλημα σχετιζόμενο με ανηλίκους, μετά την καταδίκη τους για παιδική πορνογραφία. Ειδικότερα, σε δείγμα 201 καταδικασθέντων, μόνο το 17% υποτροπίασαν σε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα μετά την καταδίκη τους για το αδίκημα της πορνογραφίας ανηλίκων και μάλιστα μόνο το 4% από το 17% των υπότροπων τέλεσε αδίκημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων, πρακτικά δηλαδή κανένας. Στα ίδια, περίπου, αποτελέσματα καταλήγει και άλλη μελέτη σύμφωνα με την οποία μόνο το 10% από 169 καταδικασθέντες για αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων, έχουν χρησιμοποιήσει πορνογραφία ανηλίκων. Πάντως από όλους όσοι σχετίζονται με υλικό πορνογραφίας ανηλίκων (παραγωγή, κατοχή, διακίνηση κ.λπ.) εκτιμάται ότι οι δράστες παραγωγής του εν λόγω υλικού παρουσιάζουν 7 φορές περισσότερες πιθανότητες να κακοποιήσουν σεξουαλικά ανήλικο θύμα.

Σελ. 21

Η σχετική μελέτη του εξειδικευμένου διεθνούς συντονιστικού οργανισμού ECPAT International που πραγματοποιήθηκε από τη Margaret Healy, στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκόσμιου Συνεδρίου για την Εμπορική Σεξουαλική Εκμετάλλευση των Παιδιών (1996) είναι διαφωτιστική: «Στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφωνίες γύρω από τις αρνητικές συνέπειες (εφόσον υπάρχουν) της παιδικής πορνογραφίας πάνω στη συμπεριφορά των υποψήφιων ή πραγματικών δραστών. Η κύρια αιτία που προκαλεί αυτές τις συζητήσεις είναι ότι βρισκόμαστε σε αδυναμία να διεξάγουμε εργαστηριακές έρευνες κάνοντας χρήση των καθορισμένων επιστημονικών μεθόδων, οι οποίες θα κατέληγαν σε στατιστικά αξιόπιστα συμπεράσματα».

VI. Το προφίλ του θύματος στην (ηλεκτρονική) πορνογραφία ανηλίκων με βάση τα ερευνητικά δεδομένα

1. Η θυματολογική προσέγγιση του φαινομένου

Στην πλειοψηφία των εγκληματολογικών ερευνών πορνογραφίας ανηλίκων το βάρος πέφτει στη μελέτη του προφίλ του δράστη παρά σε αυτό του θύματος. Οι σύγχρονες, πάντως, εγκληματολογικές προσεγγίσεις δίνουν αξιόλογο βάρος και στο θύμα ως βασικό στοιχείο-πυλώνα του εγκλήματος. Η θυματολογική προσέγγιση κάθε εγκλήματος επιχειρεί μέσα από ερευνητικά πορίσματα να συγκροτήσει έναν σημαντικό όγκο δεδομένων που συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση της θυματοποίησης και του τρόπου αντιμετώπισης του θύματος από τους φορείς κοινωνικού ελέγχου. Μέσω της προσέγγισης αυτής του εγκληματολογικού φαινομένου επιχειρείται η πρόληψη του εγκλήματος και η μείωση της θυματοποίησης. Μολονότι η εγκυρότητα των πορισμάτων της έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, η προσφορά της θυματολογικής προσέγγισης στην ανάπτυξη της τυπολογίας των θυμάτων και στη διερεύνηση της «σκοτεινής εγκληματικότητας» είναι αδιαμφισβήτητη.

Back to Top