ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 20.3€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 49,30 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21068
Γαλάνης Π., Σκαφτούρος Δ.
Κόμνιος Κ.
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
Γώγος Κ., Ηλιάδου Α., Φορτσάκης Θ.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 464
  • ISBN: 978-618-08-0458-4

Το βιβλίο αναλύει τη σχέση µεταξύ του περιβάλλοντος, της πολεοδοµίας και της ενέργειας, εντάσσοντάς τα στο ευρύτερο πλαίσιο του ∆ηµοσίου ∆ικαίου.

Μέσα από 10 µελέτες, εξετάζονται οι εξελίξεις στο διεθνές, ενωσιακό και εθνικό νοµικό πλαίσιο, οι προκλήσεις που αντιµετωπίζουν οι ρυθµιστικοί µηχανισµοί και οι προοπτικές ανάπτυξης πολιτικών και νοµοθεσιών σε σχέση µε την κλιµατική αλλαγή, τον χωρικόσχεδιασµό και τις ενεργειακές αδειοδοτήσεις.

Το έργο αναδεικνύει διεπιστηµονικά τις κρίσιµες προκλήσεις του ενεργειακού δικαίου στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής προστασίας και του χωρικού σχεδιασµού και διαρθρώνεται σε τρία µέρη:

  • Το περιβάλλον, η πολεοδοµία και η ενέργεια στην ενωσιακή και εθνική δικαιοταξία και στην πολιτική ενάντια στην κλιµατική αλλαγή
  • Το περιβάλλον και η ενέργεια στην περιβαλλοντική αδειοδότηση
  • Το περιβάλλον και η ενέργεια στον χωρικό σχεδιασµό και τη δόµηση (νόµιµη και αυθαίρετη)
 

Το βιβλίο αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για νοµικούς, ερευνητές και επαγγελµατίες που ασχολούνται µε τα ζητήµατα του περιβάλλοντος, της ενέργειας και της πολεοδοµίας.

Ειδικότερα απευθύνεται σε νοµικούς, δικηγόρους, δικαστές, νοµικούς συµβούλους, µηχανικούς, µηχανολόγους, περιβαλλοντολόγους, µελετητές και ερευνητές περιβαλλοντικών και πολεοδοµικών θεµάτων, στελέχη της ∆ιοίκησης, καθώς και σε φοιτητές και ερευνητές νοµικής και συναφών επιστηµών, ειδικά σε τοµείς του ∆ικαίου Περιβάλλοντος και της Ενέργειας

Πρόλογος 

Πρόλογος συγγραφέων 

Πίνακας κυριοτέρων συντομογραφιών

ΜΕΡΟΣ Α

Εισαγωγή: Το περιβάλλον, η πολεοδομία,
η ενέργεια στην ενωσιακή και εθνική δικαιοταξία
και στην πολιτική ενάντια στην κλιματική αλλαγή 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Δίκαιο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Πολεοδομίας
και Δίκαιο Ενέργειας
: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; 3

Α) Οριοθετώντας το Δίκαιο Περιβάλλοντος από
το Δίκαιο Ενέργειας: συγκλίσεις και αποκλίσεις 3

Β) Δικαίωμα στο περιβάλλον, δικαίωμα στην ενέργεια; 11

αα) Συνταγματική προσέγγιση 11

αβ) Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ)
και καθολική υπηρεσία στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας 20

αγ) Το πρόβλημα από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου:
Προς ένα δικαίωμα στην (αειφόρο) ενέργεια; 25

Κεφάλαιο 2ο

Διεθνής και ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον
και την ενέργεια
(άρθρα 191, 194 ΣΛΕΕ) 33

Α) Οι παράλληλες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο
επίπεδο για το περιβάλλον – Η σχέση ενωσιακού
και διεθνούς δικαίου περιβάλλοντος 33

αα) Η Συνδιάσκεψη της Στοκχόλμης (1972) ως προϊόν πολιτικών
και ιδεολογικών εξελίξεων 34

αβ) Εξελίξεις των ετών 1972-1992 35

αγ) Η Συνδιάσκεψη του Ρίο και η Σύμβαση—Πλαίσιο των Ηνωμένων
Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (1992) 36

αδ) Το Πρωτόκολλο του Κιότο 38

αε) Η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή (2015) 39

αστ) Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal) (2019) 41

i) Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα 44

ii) Κινητοποίηση της βιομηχανίας για μια καθαρή και κυκλική οικονομία 49

iii) Κυκλική οικονομία 50

iv) Δόμηση και ανακαίνιση με αποδοτικό τρόπο ενέργειας και πόρων 51

v) Επιτάχυνση της στροφής προς τη βιώσιμη και έξυπνη κινητικότητα 52

vi) Διατήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων
και της βιοποικιλότητας 53

vii) Επιδίωξη πράσινων επενδύσεων και διασφάλιση
μιας δίκαιης μετάβασης 56

viii) Πράσινοι εθνικοί προϋπολογισμοί 61

αζ) H δέσμη Fit for 55 62

αη) To Σχέδιο REPowerEU 65

i) Η εξοικονόμηση ενέργειας 66

ii) Διαφοροποίηση προμηθειών και υποστήριξη
των διεθνών εταίρων της ΕΕ 67

iii) Επιτάχυνση της επικράτησης των ΑΠΕ 68

αθ) Ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος 72

αι) Η αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και η χάραξη ενεργειακής
πολιτικής με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη και το περιβάλλον 75

αια) Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (Agenda 2030-SDGs) 84

Β) Η συνδυαστική ανάγνωση των άρθρων 191 και 194 ΣΛΕΕ 88

Γ) Οι νομικές βάσεις της ενωσιακής περιβαλλοντικής
και ενεργειακής νομοθέτησης 93

αα) Το άρθρο 192 ΣΛΕΕ 93

αβ) Το άρθρο 194 παρ. 2 ΣΛΕΕ 94

αγ) Το άρθρο 114 ΣΛΕΕ 95

Δ) Η ενεργειακή αλληλεγγύη στην ΕΕ σε σχέση
με την περιβαλλοντική προστασία 95

Κεφάλαιο 3ο

Η «συνάντηση» περιβάλλοντος και ενέργειας στο δίκαιο
για την κλιματική αλλαγή
- Το Σύστημα Εμπορεύσιμων
Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων (ΣΕΔΕ/ΕTS) 99

Α) Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ ως συνδετικός κρίκος
περιβαλλοντικής – ενεργειακής – κλιματικής πολιτικής
της ΕΕ και η προσπάθεια μιας «ενεργειακής δικαιοσύνης» 99

Β) Το Σύστημα Εμπορεύσιμων Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων
(ΣΕΔΕ/ΕTS) 102

αα) Η ωρίμαση του Συστήματος (4 εξελικτικές φάσεις) 104

i) 1η φάση (2005-2007) 105

ii) 2η φάση (2008-2012) 106

iii) 3η φάση (2013-2020) 106

αβ) Στόχευση της Οδηγίας στην παρούσα 4η φάση (2021—2030) 108

αγ) Επισκόπηση της τρέχουσας φάσης εξέλιξης του Συστήματος 113

i) Το σύστημα cap and trade 114

ii) Η απόφαση 2015/1814 σχετικά με τη θέσπιση και
τη λειτουργία αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς
όσον αφορά στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής
αερίων θερμοκηπίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ 115

iii) Προστασία από τη διαρροή άνθρακα (carbon leakage) 116

αδ) Η εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ για την Οδηγία 2003/87 117

i) Έννοιες και όροι της Οδηγίας 2003/87 117

ii) Επακριβής καταγραφή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου 117

iii) Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην Οδηγία 2003/87 119

iv) Δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων σε νεοεισερχόμενους 119

v) Δικαίωμα κράτους να απαιτήσει πληροφορίες από επιχειρήσεις που τυγχάνουν δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπών 119

vi) Αποφυγή διπλής κατανομής δικαιωμάτων εκπομπών 119

vii) Επιστροφή μη χρησιμοποιηθέντων δικαιωμάτων εκπομπών, λόγω παράβασης υποχρέωσης ενημέρωσης 120

viii) Ερμηνεία άρθρου 10 Οδηγίας 2003/87 120

ix) Παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας κατά την Οδηγία 2003/87 121

x) Δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου στις αερομεταφορές 122

xi) Περιπτώσεις επιτρεπτών εθνικών ρυθμίσεων 123

xii) Περιπτώσεις μη επιτρεπτών εθνικών ρυθμίσεων 123

Γ) Κρατικές ενισχύσεις και περιβαλλοντική προστασία 124

αα) Γενική κατόπτευση 130

αβ) Η συνεφαρμογή του Γενικού Κανονισμού Απαλλαγής
κατά Κατηγορίες (ΓΚΑΚ) 138

αγ) Σχέση των κατευθυντήριων γραμμών με την ευρωπαϊκή ταξινομία 140

αδ) Η συμβολή της CEEAG στην αντιμετώπιση των υψηλών τιμών
ενέργειας και στην προώθηση των ΑΠΕ 141

αε) Η μη κάλυψη της πυρηνικής ενέργειας 143

αστ) Η κάλυψη ή μη άλλων πηγών ενέργειας – ιδίως τα ορυκτά καύσιμα 144

αζ) Η διευκόλυνση της απαραίτητης ηλεκτροδότησης των βιομηχανιών 146

αη) Συγκεκριμένες ενότητες/τομείς των κατευθυντήριων οδηγιών 147

ΜΕΡΟΣ Β

Το περιβάλλον και η ενέργεια
στην περιβαλλοντική αδειοδότηση 153

Κεφάλαιο 4ο

Η διάσταση της ενέργειας στην Εκτίμηση και Στρατηγική
Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων 155

Α) Οδηγία 2011/92/ΕΚ και Οδηγία 2014/52/ΕΕ (Οδηγία ΕΠΕ) 156

Β) Οδηγία 2001/42/EK (Οδηγία ΣΠΕ) 158

αα) Πεδίο εφαρμογής (Screening) 159

αβ) Στάδιο εκτίμησης 160

Γ) Το εθνικό δίκαιο για την περιβαλλοντική
εκτίμηση και αδειοδότηση 162

αα) Καινοτομίες – νέα φιλοσοφία του Ν. 4014/2011 162

αβ) Ερμηνευτική προσέγγιση κανονιστικών διατάξεων
που εκδόθηκαν βάσει του Ν. 4014/2011 166

i) Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) με αρ.167563/13 (ΦΕΚ 964/Β/13)
με την οποία εξειδικεύονται οι διαδικασίες και τα ειδικότερα
κριτήρια περιβαλλοντικής αδειοδότησης 167

ii) Προδιαγραφές της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης
(ΦΕΚ 2436/Β/2013) για έργα και δραστηριότητες της κατηγορίας
Β του άρθρου 10 του Ν. 4014/2011 (ΦΕΚ Α΄ 209) 167

iii) Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) με αρ. 1958/12 (ΦΕΚ 21/Β/12)
κατάταξης των έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες/ υποκατηγορίες ανάλογα με τις δυνητικές περιβαλλοντικές
τους επιπτώσεις καθώς και σε ομάδες ομοειδών έργων-
δραστηριοτήτων 168

αγ) Χωροθέτηση και αδειοδότηση έργων ΑΠΕ 168

αδ) Τα αδειοδοτικά στάδια ενός έργου ΑΠΕ σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ 198

αε) Περιβαλλοντική αδειοδότηση ΑΠΕ
(ιδίως μετά τους Ν. 4951/2022 και 5037/2023) 199

αστ) Γενικές τάσεις της νομολογίας του ΣτΕ για την αδειοδότηση
ενεργειακών έργων 205

Κεφάλαιο 5ο

Δέουσα Εκτίμηση: Εγκατάσταση ΑΠΕ σε οικοσυστήματα
του Δικτύου Natura 2000 και σε δάση – δασικές και
αναδασωτέες εκτάσεις 209

Α) Επεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα και περιβαλλοντική αδειοδότηση – Ειδικά η περίπτωση των ΑΠΕ 209

αα) Γενική προβληματική 209

αβ) Η βιώσιμη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η νομολογία για
τις ΑΠΕ και η ακτινοβολία της 218

Β) Η Δέουσα Εκτίμηση κατά Οδηγία 92/43/ΕΟΚ Natura 2000
«για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας
πανίδας και χλωρίδας» 228

αα) Επιμέρους στάδια εφαρμογής της διαδικασίας του άρθρου 6 παρ. 3
της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ 232

i) Προκαταρκτική Εξέταση (Screening) 232

ii) Δέουσα Εκτίμηση (Appropriate Assessment) 233

αβ) Οι εξαιρέσεις του άρθρου 6 παρ. 4 Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ 239

Γ) Ο διάλογος νομοθεσίας και νομολογίας περί των επεμβάσεων
σε ευαίσθητα οικοσυστήματα για ενεργειακά έργα 242

αα) Αιολικά πάρκα εκτός ΖΕΠ 242

αβ) Υδρογονάνθρακες 246

αγ) Στρατηγικές Επενδύσεις του Ν. 4864/2021 250

αδ) Λιγνιτωρυχεία 254

αε) Βιομάζα – βιοαέριο 254

αστ) Φυσικό αέριο 255

αζ) Τα αδειοδοτικά στάδια ενός έργου ΑΠΕ σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ 260

Κεφάλαιο 6ο

Απόβλητα και ενέργεια 263

Α) Εισαγωγικά: Η έννοια της βιώσιμης «διαχείρισης» και
της «διάθεσης αποβλήτων» 264

Β) Η έννοια της «κυκλικής οικονομίας» και η οικονομική
ανάγνωση της διαχείρισης αποβλήτων 268

αα) Η συμβολή των Οικονομικών του Περιβάλλοντος στη χάραξη
πολιτικής για τα απόβλητα 268

Γ) Η διαχείριση αποβλήτων στις χώρες της ΕΕ: Νομικές διαστάσεις 270

Δ) Η παρούσα φάση εξέλιξης της πολιτικής και νομοθεσίας της ΕΕ
για τα απόβλητα και η σχέση με το δίκαιο της ενέργειας 271

αα) Η Οδηγία – πλαίσιο 2008/98 για τα απόβλητα 273

i) Αρχή της ιεράρχησης των αποβλήτων 273

ii) H νομολογία για την Οδηγία 2008/98 274

αβ) Οι ρυθμίσεις για τα απόβλητα στον Κανονισμό για «τη Διακυβέρνηση
της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα» (2018/1899) 278

αγ) Η Οδηγία 2023/1791 — Ενεργειακή απόδοση 279

Ε) Βασικές αρχές ερμηνείας του εθνικού δικαίου αποβλήτων 282

αα) Ο Ν. 4819/2021 282

αβ) Το ισχύον Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) 287

αγ) Ρυθμίσεις για τα απόβλητα στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και
το Κλίμα (ΕΣΕΚ 2024) 288

αδ) Η σύσταση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας
και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) σύμφωνα με τον Ν. 5037/2023 291

αε) Και μία πρόταση για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και
τη βελτίωση του ενεργειακού ισοζυγίου σε σχέση με τα απόβλητα 297

Κεφάλαιο 7ο

Διαχείριση υδατικών πόρων και ενέργεια 299

Α) Ανάκτηση κόστους ύδατος 304

Β) Μεταφορά ύδατος 307

Γ) Γεωθερμικό δυναμικό 308

Δ) Τα Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα (ΜΥΗΕ) 309

Ε) Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός (ΘΧΣ)
ως ενωσιακή πολιτική 309

ΣΤ) Το ειδικότερο πλαίσιο για τα πλωτά αιολικά πάρκα 313

Ζ) Ενεργειακές δραστηριότητες στη θάλασσα κατά
το διεθνές δίκαιο 317

ΜΕΡΟΣ Γ

Το περιβάλλον και η ενέργεια
στον χωρικό σχεδιασμό και τη δόμηση 321

Κεφάλαιο 8ο

Χωρικός σχεδιασμός και ενέργεια
(Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο, ΤΠΣ, ΕΠΣ, ανθεκτικότητα,
θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός) 323

Α) Εισαγωγή: Χωρικός και περιβαλλοντικός σχεδιασμός 323

Β) Χωροταξικό Δίκαιο, ενέργεια και κλιματική αλλαγή 325

αα) Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ 327

Γ) Πολεοδομικό Δίκαιο, ενέργεια και κλιματική αλλαγή 333

αα) Η συμπερίληψη της κλιματικής αλλαγής στην εκπόνηση
πολεοδομικών σχεδίων (ΤΠΣ/ΕΠΣ) 334

αβ) Χρήσεις γης, πολεοδομικό κεκτημένο και κλιματική αλλαγή 337

αγ) Η αστική ανθεκτικότητα κατά τον Ν. 5106/2024 344

Κεφάλαιο 9ο

Χωροταξία – Πολεοδομία και ενέργεια στην ΕΕ 347

Α) Η έλλειψη ρητής χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής
στην ΕΕ 347

Β) Σύνδεση στόχων πολεοδομικής πολιτικής με τον τομέα
της ενέργειας στην ΕΕ και η ενσωμάτωση
της περιβαλλοντικής συνιστώσας σε αμφότερες - Κατ’ ιδίαν περιπτώσεις ενωσιακής πολεοδομικής νομοθεσίας 353

αα) Πολεοδομικός σχεδιασμός και ενεργειακά έργα: Η περίπτωση
της Οδηγίας 2011/42/ΕΚ 353

αβ) Δομική νομοθεσία της ΕΕ: Η περίπτωση της ενεργειακής
αναβάθμισης κτηρίων 353

Κεφάλαιο 10ο

Δόμηση και ενέργεια: α) βιοκλιματικός σχεδιασμός κτηρίων –
βιώσιμη δόμηση, β) κλιματικά ουδέτερες πόλεις, γ) αυθαίρετη
δόμηση και σύνδεση στο δίκτυο κοινής ωφέλειας.
Η νομική έκφραση του προγράμματος «Εξοικονομώ»
και των προγραμμάτων του ΥΠΕΝ
357

Α) Βιοκλιματικός σχεδιασμός κτηρίων – Βιώσιμη δόμηση 358

B) Χαρακτηριστικά μιας κλιματικά ουδέτερης (και έξυπνης) πόλης: νομικές διαστάσεις 363

αα) Παραγωγή ενέργειας 363

αβ) Αποθήκευση ενέργειας: το παράδειγμα της φόρτισης οχημάτων 372

αγ) Σύστημα Βιώσιμης Ανάπτυξης και Διαχείρισης Ενέργειας
σε Έξυπνες Πόλεις 375

αδ) Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην κοινωνία (RESS) 378

αε) Το πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά στη στέγη» 380

αστ) Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ – Αυτονομώ» 381

αζ) Ενεργειακές κοινότητες πολιτών (ΕΚΠ) του Ν. 5037/2023 384

Γ) Οι κυρώσεις της αυθαίρετης δόμησης: Μεταξύ άλλων
η απαγόρευση σύνδεσης με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας 386

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Γενικά συμπεράσματα μελέτης 393

Ειδικότερα συμπεράσματα μελέτης 395

Α) O σχεδιασμός του χώρου ως «αιχμή του δόρατος» για
τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή 395

αα) Απαλλαγή από τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσω
του σχεδιασμού 396

αβ) Μείωση ενεργειακής ζήτησης 397

αγ) Προσαρμογή 398

Β) Προκλήσεις για τον σχεδιασμό στον δρόμο
της κλιματικής ουδετερότητας 399

Γ) Η σύζευξη επιστήμης, πολιτικής και δικαίου του χωρικού
σχεδιασμού
στην αντιμετώπιση των έκτακτων περιστάσεων
και της κλιματικής κρίσης 401

Δ) Η αειφόρος πόλη του 21ου αι., η πολεοδομία και η ενέργεια 404

Ενδεικτική κυριότερη βιβλιογραφία 409

Ξενόγλωσσες Αναφορές 409

Ελληνικές αναφορές 432

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 437

Σελ. 1

ΜΕΡΟΣ Α

Εισαγωγή: Το περιβάλλον, η πολεοδομία, η ενέργεια στην ενωσιακή και εθνική δικαιοταξία και στην πολιτική ενάντια στην κλιματική αλλαγή

Σελ. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Δίκαιο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Πολεοδομίας και Δίκαιο Ενέργειας: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;

Α) Οριοθετώντας το Δίκαιο Περιβάλλοντος από το Δίκαιο Ενέργειας: συγκλίσεις και αποκλίσεις

Δίκαιο Περιβάλλοντος (ή κατ’ άλλους δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος ή περιβαλλοντικό δίκαιο) καλείται ο κλάδος εκείνος της νομικής επιστήμης που ασχολείται με την περιβαλλοντική προστασία στο δίκαιο, δηλ. τους τρόπους εκείνους με τους οποίου κινητοποιείται (προληπτικά ή κατασταλτικά) η προστασία που παρέχει η νομοθεσία για το περιβάλλον και τα στοιχεία του. Αλλιώς, αποτελεί ένα σύνολο κανόνων δικαίου οι οποίοι βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και προστατευτικών μηχανισμών οριοθετούν την ανθρώπινη δράση (ατομική και συλλογική) τίθενται για την ισορροπία της ανθρώπινης δράσης και του περιβάλλοντος. Ο εδώ τιθέμενος προσδιορισμός του είναι σαφώς τελεολογικός.

Το Δίκαιο Περιβάλλοντος συνιστά προεχόντως κλάδο του Δημοσίου Δικαίου, ενώ εντάσσεται στο Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο, όπως λ.χ. είναι το Αστυνομικό Δίκαιο, το Δίκαιο Κοινωνικής Προστασίας, το Φορολογικό Δίκαιο κλπ. Αφορά δηλ. εξειδικευμένους νομικούς κανόνες διοικητικού δικαίου, που άλλοτε προσεγγίζουν στους γενικούς κανόνες του, ενώ άλλοτε αποτελούν εντελώς ειδικές εκφάνσεις τέτοιων κανόνων, εισάγοντας ειδικές ρυθμίσεις περί της διοικητικής διαδικασίας, περί δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, αλλά και δικονομικές ρυθμίσεις.

Μέχρι εδώ, δεν γίνεται άμεση αναφορά στο Δίκαιο της Ενέργειας. Τούτο συνιστά έναν καινούριο κλάδο, που, όμως, βρίσκεται εξίσου στο Ιδιωτικό Δίκαιο και ασφαλώς φέρει ισχυρή ενωσιακή και διεθνή σφραγίδα.

Στο παρόν κεφάλαιο, στόχευσή μας αποτελεί:

1. Να αναζητήσουμε σημεία τομής, σύγκλισης και αντίθεσης (;) μεταξύ του Δικαίου του Περιβάλλοντος και του Δικαίου της Ενέργειας ως κλάδων του Δημοσίου Δικαίου

Σελ. 4

2. Να αναδείξουμε τον προβληματισμό του αν τίθεται ζήτημα ύπαρξης «δικαιώματος στην ενέργεια», όπως αντίστοιχα είναι αυτονόητη η ύπαρξη δικαιώματος στο περιβάλλον

3. Να προσεγγίσουμε τις κυρίαρχες ιδεολογικές διαστάσεις της σχέσης του Δικαίου του Περιβάλλοντος με το Δίκαιο της Ενέργειας.

Ιδιαίτερα γνωρίσματα Δικαίου Περιβάλλοντος και Δικαίου Ενέργειας ως κλάδων του Δημοσίου Δικαίου

Για πολλά χρόνια, ο νόμος αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό την προφανή σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας και φύσης. Οι νόμοι που διέπουν την ενέργεια έχουν πολύ μικρή σχέση με τους νόμους που καθορίζουν τι μπορεί να ρυθμιστεί με το φυσικό-περιβαλλοντικό δίκαιο. Ο πρωταρχικός στόχος του ενεργειακού νόμου είναι να διασφαλίσει ότι η ενέργεια παρέχεται χωρίς διακοπή σε προσιτή τιμή. Αντίθετα, πρωταρχικός στόχος των περιβαλλοντικών νόμων είναι να καταστήσουν βέβαιο ότι η διαδικασία δημιουργίας οποιουδήποτε προϊόντος και η πρόοδος οποιασδήποτε διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, δεν δημιουργεί «υπερβολική» ρύπανση. Αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα για το πώς δημιουργείται η ενέργεια και το κρίσιμο και πιεστικό ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, η νομοθεσία για την ενέργεια πρέπει να ενσωματωθεί περισσότερο στην περιβαλλοντική νομοθεσία. Μία τέτοια νομοθεσία θα εξορθολογίσει τις απαιτήσεις για παραγωγούς ενέργειας και θα καταστήσει σαφές στο κοινό ποιες είναι οι συλλογικές ενεργειακές επιλογές των κρατών, ώστε να μειωθεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Είναι γνωστό ότι οι κυρίαρχες πηγές ενέργειας είναι το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο. Το πετρέλαιο παραμένει η μεγαλύτερη πηγή ενέργειας γιατί συνεχίζει να είναι το κύριο καύσιμο για μηχανοκίνητα οχήματα. Ο άνθρακας, από την άλλη πλευρά, καίγεται κυρίως και παρέχει ηλεκτρική ενέργεια. Το φυσικό αέριο, το οποίο έχει αυξηθεί σε χρήση τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ποικιλία χρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της τροφοδοσίας διαφόρων οικιακών συσκευών, όπως φούρνοι και θερμοσίφωνες και σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής «αιχμής», που αποστέλλονται πιο εύκολα από τις εγκαταστάσεις «βασικού φορτίου» και λειτουργούν συνεχώς και επομένως χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας τις ώρες «αιχμής» ή υψηλής ζήτησης.

Σελ. 5

Το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο είναι αποτέλεσμα αλλαγών θερμότητας και πίεσης ζώων και φυτών πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Και οι τρεις πόροι βρίσκονται κάπου στη γη - μερικές φορές βαθιά στο έδαφος, άλλοτε κάτω από τον ωκεανό, και άλλοτε σε κορυφές βουνών - και πρέπει να εξάγονται από αυτά τα μέρη προκειμένου να είναι αξιοποιήσιμα. Επιπλέον, αυτοί οι πόροι είναι μη ανανεώσιμοι. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο άλλες πηγές ενέργειας που πρέπει να αναφερθούν: Η πρώτη είναι η πυρηνική ενέργεια, η οποία εξακολουθεί να έχει πολλούς επικριτές, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη κρίση στην Ιαπωνία. Υπάρχουν, επίσης, διάφορες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πηγές ενέργειας όπως η αιολική, η ηλιακή και η υδροηλεκτρική ενέργεια. Η πυρηνική ενέργεια αντιπροσωπεύει περίπου το 9 % του ενεργειακού εφοδιασμού και 20 % της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πυρηνική ενέργεια απαιτεί τη διάσπαση των ατόμων προκειμένου να παραχθεί ενέργεια. Τα περισσότερα πυρηνικά χρησιμοποιούν έναν τύπο ουρανίου, το U-235, ως την ουσία από την οποία διασπώνται τα άτομα όταν παράγει ενέργεια. Το U-235 πρέπει να εξορύσσεται όπως ο άνθρακας.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) όπως αιολική ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, βιομάζα από φυτά, και η γεωθερμική ενέργεια αποτελεί περίπου το 8 % της κατανάλωσης ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πλεονέκτημα αυτών των πηγών ενέργειας είναι ότι δεν εξαντλούν τους πόρους για την παραγωγή ενέργειας. Ο άνεμος, για παράδειγμα, δημιουργείται χρησιμοποιώντας ανεμογεννήτριες, τα πτερύγια των οποίων μετακινούνται όταν φυσάει ο άνεμος για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ομοίως, η γεωθερμική ενέργεια αντλεί θερμότητα από τον πυρήνα της Γης για να ζεστάνει νερό το οποίο στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θέρμανση κτιρίων ή για τη δημιουργία ηλεκτρικής ενέργειας.

Η βασική παρατήρηση σε αυτή τη συγκυρία είναι ότι κάθε πηγή ενέργειας βασίζεται σε φυσικούς πόρους. Οι μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας — άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο — δημιουργούν έναν διευρυμένο κατάλογο περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτές είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα της εκπομπής των επιβλαβών ρύπων στον αέρα από την καύση αυτών των καυσίμων,

Σελ. 6

αλλά υπάρχουν και επιδράσεις του νερού επίσης. Η μεγαλύτερη ανησυχία αυτή τη στιγμή είναι η καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου παράγει σημαντικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Ο άνθρακας και το πετρέλαιο παράγουν τεράστια ποσά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Εκτός από τον αντίκτυπό τους στην κλιματική αλλαγή, η καύση αυτών των καυσίμων παράγει οξείδια του αζώτου, διοξείδιο του θείου και σωματίδια που βλάπτουν τις ακτές και παράλληλα την αλιεία. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει καταστροφή, η εξόρυξη και φυσικού αερίου και πετρελαίου παράγει πολλά επιβλαβή υποπροϊόντα.

Όσον αφορά τα αιολικά πάρκα, το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ζήτημα για τις ανεμογεννήτριες είναι ο αντίκτυπός τους στα πτηνά, ιδιαίτερα υπό εξαφάνιση. Αντίστοιχοι είναι οι προβληματισμοί για τα ηλιακά πάνελ (panels).

Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα πώς δύναται να δομηθεί μια ενεργειακή στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη τόσο τις ενεργειακές μας ανάγκες όσο και τις περιβαλλοντικές συνέπειες κάθε πηγής ενέργειας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νομοθεσία για την ενέργεια και η περιβαλλοντική νομοθεσία έχουν σήμερα de facto ελάχιστη πραγματική σχέση μεταξύ τους. Ο νόμος για την ενέργεια ήταν, και είναι, κατά κύριο λόγο οικονομικής φύσης. Ο ενεργειακός νόμος που αναπτύχθηκε από τις ρίζες του στο δίκαιο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και στο δίκαιο κοινής ωφέλειας. Αυτοί οι νόμοι επικεντρώθηκαν σε δύο βασικούς στόχους: (1) τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους ενός πόρου και (2) τον περιορισμό της μονοπωλιακής ισχύος για τη διασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών. Επιπλέον, ο ενεργειακός νόμος επικεντρώνεται όλο και περισσότερο σε συγκεκριμένες πηγές παρά υιοθετεί μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση.

Βεβαίως, το περιβαλλοντικό δίκαιο, όπως και το ενεργειακό δίκαιο, είναι επίσης κατακερματισμένο. Αντί για ένα ολοκληρωμένο νόμο που ρυθμίζει συνολικά τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, διαφορετικά νομοθετήματα διέπουν διαφορετικά μέσα, όπως η νομοθεσία για τα απόβλητα ή τα ύδατα. Εν ολίγοις, ο περιβαλλοντικός νόμος και ο ενεργειακός νόμος λειτουργούν πολύ διαφορετικά. Διέπονται από διαφορετική στόχευση: Για το ενεργειακό δίκαιο, σκοπείται η οικονομική ανάπτυξη· για το περιβαλλοντικό δίκαιο, σκοπείται η διατήρηση

Σελ. 7

των πόρων και προστασία της δημόσιας υγείας. Η νομοθεσία για την ενέργεια διασφαλίζει ότι υπάρχουν άφθονες προμήθειες σε λογική τιμή, η οποία σημαίνει ανταγωνιστική τιμή αγοράς. Το περιβαλλοντικό δίκαιο επιχειρεί την προστασία των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων από τις πιο άμεσες και σοβαρές βλάβες, απομειώνει τον κίνδυνο άλλων βλαβών και απειλών για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, συχνά ενώ εξισορροπεί το κόστος αυτής της μείωσης με τα οφέλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο περιβαλλοντικός νόμος και ο ενεργειακός νόμος βρίσκονται πάντα σε αντίθεση. Αντίθετα, η περιβαλλοντική νομοθεσία απλώς ρυθμίζει τα διάφορα στάδια της διαδικασίας παραγωγής της ενέργειας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει εκπομπή, απόρριψη των απορριμμάτων στο τέλος της διαδικασίας. Ένα εργοστάσιο με καύση άνθρακα πρέπει να λάβει άδεια για τον καθαρό αέρα. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί κεντρικό σχέδιο για την ενεργειακή ανάπτυξη, παραγωγή, κατανάλωση και ρύθμιση. Είναι όμως αυτό πρόβλημα; Πρώτον, απάντηση στο μάλλον ρητορικό τούτο ερώτημα επιχειρεί να παράσχει το δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, ως συνδετικός κρίκος περιβάλλοντος και ενέργειας. Δεύτερον, για τους ως άνω λόγους, εξάλλου δεν είναι εφικτή, αλλά ούτε και απαιτείται και μάλλον είναι απευκταία η ενοποίηση Δικαίου Ενέργειας και Δικαίου Περιβάλλοντος.

Ως χαρακτηριστικά του δύο κλάδων, τα οποία άλλοτε συμπίπτουν και άλλοτε διαφοροποιούνται, θεωρούνται:

1. Ο αυτόνομος χαρακτήρας τους ως κλάδων Δικαίου: η ανάδειξη του Δικαίου Περιβάλλοντος ως αυτόνομου κλάδου δικαίου συντελέστηκε προσφάτως (πριν περίπου 50 έτη). Σαφώς εκκίνησε από το διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό οπλοστάσιο και επεκτάθηκε με τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα (από το 1975 εισήχθη στο ελληνικό Σύνταγμα σχετική διάταξη). Επίσης, ο αυτόνομος χαρακτήρας του δεν αποκλείει – εννοείται – τις σχέσεις του με άλλους κλάδους του Δημοσίου Δικαίου, π.χ. το Δίκαιο της Ενέργειας, των Δημοσίων Συμβάσεων, το Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο κλπ.

Παρομοίως, το Δίκαιο της Ενέργειας ωρίμασε πρώτα σε επίπεδο ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Το πρωτογενές και παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο της

Σελ. 8

ενέργειας είναι πρωτεύον. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη εμπεριέχει νέο τίτλο (Τίτλος ΧΧΙ) για την ενέργεια και ταξινομεί την αρμοδιότητα της ΕΕ στον τομέα της ενέργειας ως συντρέχουσα με αυτή των κρατών μελών (4 ΣΛΕΕ). Μέχρι πρότινος, οι Συνθήκες δεν μεταβίβαζαν συγκεκριμένη νομοθετική αρμοδιότητα, με εξαίρεση τη Συνθήκη ΕΚΑΧ και τη Συνθήκη για την Πυρηνική Ενέργεια (Euratom). Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΣυνθΕΚ) επηρέασε μέσω μέτρων αρνητικής ολοκλήρωσης. Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ θεσπίζει τη νομική βάση ενεργειακής πολιτικής συμβατής με την εσωτερική αγορά, προωθώντας τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, την προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος και τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.

2. Η σύνδεσή τους με την οικονομία και την υγεία: Η αναγκαιότητα για τη νομική προστασία του περιβάλλοντος κατέστη εμφανής, όταν εμφανίστηκε η αντίληψη και η πραγματικότητα της βλάβης στην οικονομία λόγω βλάβης στο περιβάλλον. Το ίδιο κατέστη σαφές και με την προστασία της ανθρώπινης υγείας.

Ειδικά σε σχέση με την οικονομία, γίνεται σαφής η αλληλεπικάλυψή τους, ενώ είναι χαρακτηριστική αφενός η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και αφετέρου η οικονομική ανάλυσή του. Τα αυτά ισχύουν και στο πεδίο του Δικαίου της Ενέργειας.

3. Το πολυσχιδές των ρυθμίσεών τους, σε νομοθετικό και υπερνομοθετικό επίπεδο, αλλά και ο πραγματολογικός τους χαρακτήρας: Ο κλάδος του Δικαίου Περιβάλλοντος και του Δικαίου Ενέργειας ίσως δεν αποτελεί τον (κλασικό) νομικό κλάδο εκείνο που καλείται να επιλύσει μεγάλα δογματικά προβλήματα, ούτε νομικές αμφισημίες, λόγω ασαφούς γράμματος ή κενών δικαίου. Αντίθετα, λόγω της εξαιρετικής πολυνομίας που υφίσταται και η οποία συναρτάται με την τεχνολογική πρόοδο και συναφώς την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης πολυπλοκότητας των πραγματικών καταστάσεων που απασχολούν το δικαστήριο (ούσα και αδύνατη η πάντοτε ορθή υπαγωγή των περιστατικών στους κανόνες δικαίου), η νομολογία αναδεικνύεται σε ρυθμιστή της κατάστασης. Σαφώς, εδώ παρεισφρύει και η αποσπασματικότητα και ο εμπειρισμός στον χειρισμό των περιβαλλοντικών και ενεργειακών υποθέσεων, αλλά αναδεικνύεται και η ανάγκη ενίοτε να υπερβαθεί το θετικό δίκαιο, όταν το κοινό αίσθημα δικαίου παραγκωνίζεται επι-

Σελ. 9

κίνδυνα ή τα νομικά αντανακλαστικά ενεργοποιούνται (φυσικό δίκαιο). Επίσης, το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων εξειδικεύεται με διοικητικές πράξεις και μη εκτελεστές πράξεις. Για τους λόγους αυτούς, προτάθηκε η ανάγκη ενός Κώδικα Περιβάλλοντος συνεκτικού και εύχρηστου, προκειμένου να απαλειφθεί η «κανονιστική ρύπανση» όπως λέγεται χαρακτηριστικώς.

4. Ο νομολογιακός τους χαρακτήρας: Πράγματι, η νομολογία ερμηνεύει, εφαρμόζει και προσαρμόζει εντέλει τους κανόνες περιβαλλοντικού δικαίου στην πολυσχιδή πραγματικότητα. Ο δικαστής αποτελεί «εγγυητή» της νομιμότητας, αλλά και ενίοτε διαπλάθει και επεκτείνει το δίκαιο. To Δίκαιο Ενέργειας, ιδίως σε ό, τι αφορά τις περιβαλλοντικές του διαστάσεις περιστρέφεται κυρίως γύρω από το θέμα των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων ενεργειακών εγκαταστάσεων/έργων.

5. Ο κυρίαρχος ρόλος του Δημοσίου Δικαίου: Το Δημόσιο Δίκαιο που αφορά την οργάνωση και τη δομή του κράτους και τη νομική σχέση κράτους—πολίτη δεν μπορεί παρά να συνιστά το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εξουσία που απονέμεται στη Δημόσια Διοίκηση (μετατρεπόμενη σε αρμοδιότητα) εγγυάται την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης για την αντιμετώπιση των αναφυόμενων προβλημάτων του περιβάλλοντος, αλλά και την πρόληψη αυτών. Ακριβώς λόγω της σύνδεσής τους με το Δημόσιο Δίκαιο, εξαίρεται και ο διαδικαστικός τους χαρακτήρας, αφού συνδέεται με πολλαπλές διοικητικές διαδικασίες και αναπόφευκτα με γραφειοκρατία, η οποία μετριάζεται συν τω χρόνω, με την πρόοδο της Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Η ύπαρξη διοικητικού καθορισμού των επιμέρους θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον οδηγεί και στον πρωτεύοντα ρόλο της Διοίκησης, ενώ η πολυνομία, όπως αναφέρθηκε, εξαίρει και τον ταυτόχρονο σημαντικό ρόλο του νομοθέτη.

Από την άλλη, ως ενεργειακές δραστηριότητες θεωρούνται καταρχήν η παραγωγή, προμήθεια, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και η χρήση εγκατάστασης υγροποιημένου αερίου και αποθήκευσης φυσικού αερίου εντός της Επικράτειας. Σε αυτές περιέχονται και η αγορά και η υγροποίηση. Ο χαρακτηρισμός ενεργειακών δραστηριοτήτων ως κοινής ωφέλειας και η θέση τους υπό την κρατική εποπτεία τις εντάσσει στο διοικητικό δίκαιο καταρχήν. Εφαρμόζονται όλες οι ρυθμίσεις του κατά την

Σελ. 10

έναρξη και τον έλεγχο στη φάση άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Και σε αυτές τις δραστηριότητες το Δημόσιο Δίκαιο κατέχει ρόλο ρυθμιστή.

6. Ο διακλαδικός και διεπιστημονικός τους χαρακτήρας: Εκτός από το Δημόσιο Δίκαιο, τόσο το Αστικό όσο και το Ποινικό Δίκαιο προασπίζουν το περιβάλλον, το καθένα με τα δικά του μέσα, όπως επίσης το ίδιο πράττουν και το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο που συνιστούν τη «μήτρα» και του εθνικού δικαίου περιβάλλοντος. Επίσης, ο σύνθετος χαρακτήρας του κλάδου και η ειδικότητα των ρυθμίσεών του απαιτεί τη σύμπραξη επιστημόνων διαφόρων κλάδων (π.χ. μηχανικού – δικηγόρου κλπ.) για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών του. Αλλά και σε ένα θεωρητικότερο επίπεδο, η έρευνα και η εξαγωγή της γνώσης πρέπει να εντάσσεται σε ένα συνολικότερο επιστημονικό πλαίσιο, φωτιζόμενη από τα διδάγματα πλειόνων επιστημών, κυρίως των βιολογικών/θετικών επιστημών, αλλά και της μηχανικής. Κλάδοι που ασχολούνται με το Δίκαιο Περιβάλλοντος ιδίως στη χώρα μας είναι ενδεικτικώς: οι δασολόγοι, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι μηχανικοί περιβάλλοντος, οι περιβαλλοντολόγοι, οι βιολόγοι, οι χημικοί, οι χημικοί περιβάλλοντος, οι τοπογράφοι μηχανικοί, οι πολεοδόμοι, οι γεωγράφοι, οι χωροτάκτες, οι ζωολόγοι κλπ. Το Δίκαιο περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι κλάδοι δυναμικοί, προσαρμοζόμενοι σε μία πλειάδα καταστάσεων και συνθηκών, αλλά και μεταβάλλονται με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας και της κοινωνίας. Η πολυπλοκότητα που τους διέπει καθιστά επιβεβλημένη την πολυεπιστημονική και διεπιστημονική τους πραγμάτευση.

7. Ο προγραμματικός τους χαρακτήρας: το Δίκαιο Περιβάλλοντος «θέτει επί τάπητος» και «σχεδιάζει, προγραμματίζει» την πορεία των υποθέσεων που το αφορούν, βλ. και κάτωθι. Αντίστοιχα, το Δίκαιο της Ενέργειας, σε ό, τι αφορά τις περιβαλλοντικές του διαστάσεις προγραμματίζει την υλοποίηση των ενεργειακών έργων/δραστηριοτήτων.

Συνεπώς, το δίκαιο του περιβάλλοντος και το δίκαιο της ενέργειας αρχικά αναπτύχθηκαν ως δύο διακριτά πεδία δικαίου, με το καθένα να υπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς. Το δίκαιο περιβάλλοντος εστιάζει στην προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, θέτοντας κανόνες για την αποφυγή και μείωση της ρύπανσης, την προστασία της βιοποικιλότητας και την εξασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, το δίκαιο της ενέργειας έχει ως κύριο στόχο την ρύθμιση της παραγωγής, μεταφοράς, και κατανάλωσης ενέργειας, εστιάζοντας κυρίως στην ασφάλεια του εφοδιασμού, την ενεργειακή αποδοτικότητα, και την οικονομική βιωσιμότητα των ενεργειακών αγορών.

Σελ. 11

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, τα δύο αυτά πεδία άρχισαν να συγκλίνουν, κυρίως λόγω της αυξανόμενης αναγνώρισης ότι οι ενεργειακές δραστηριότητες έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έφεραν το δίκαιο της ενέργειας και το δίκαιο του περιβάλλοντος πιο κοντά, με τις πολιτικές για την ενέργεια να ενσωματώνουν όλο και περισσότερο περιβαλλοντικές προτεραιότητες. Στην ΕΕ, αυτή η σύγκλιση αποτυπώνεται σε κανονισμούς που ενσωματώνουν περιβαλλοντικά κριτήρια στον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενεργειακών πολιτικών, όπως η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης.

Σήμερα, το δίκαιο περιβάλλοντος και το δίκαιο της ενέργειας θεωρούνται αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί διαμορφώνουν την ανάπτυξη των ενεργειακών πολιτικών, ενώ οι ενεργειακές πολιτικές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της περιβαλλοντικής προστασίας. Αυτή η αλληλεξάρτηση αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη κατανόηση της βιώσιμης ανάπτυξης, όπου η ενεργειακή ασφάλεια και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα θεωρούνται αναπόσπαστα συνδεδεμένες και ουσιαστικά αλληλοϋποστηριζόμενες.

Β) Δικαίωμα στο περιβάλλον, δικαίωμα στην ενέργεια;

αα) Συνταγματική προσέγγιση

Αντικείμενο του Δικαίου Περιβάλλοντος, αυτού του αυτόνομου κλάδου του Δημοσίου (και όχι μόνο) δικαίου, είναι η περιβαλλοντική προστασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι νομικός ορισμός του προστατευόμενου έννομου αγαθού «περιβάλλον» είναι αρκετά δυσχερής, δεδομένης της αμφισβήτησης περί του προσανατολισμού αυτού του ορισμού.

Περιλαμβάνει πλείστα προστατευόμενα αγαθά, π.χ. έδαφος, ύδατα, ατμόσφαιρα, φύση, τοπίο, ακτές κλπ. Κάθε διοικητική και τεχνική παρέμβαση του κράτους στο ανθρωπογενές και στο φυσικό περιβάλλον πρέπει να ενσωματώνει τα κατάλληλα κριτήρια προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της προλήψεως της βλάβης του περιβάλλοντος και η πληρότητα και αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης προστασίας. Η εκτίμηση της βιωσιμότητας τεχνικών έργων και παρεμβάσεων του κράτους και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως είναι ιδίως τα ενεργειακά, πρέπει να γίνεται με μακροπρόθεσμη προοπτική και συνολική πρόγνωση και αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον και όχι με στενά οικονομικά ή τεχνικά κριτήρια. Προ-

Σελ. 12

έχουσα δε σημασία για την εκτίμηση αυτή έχει η φύση του οικοσυστήματος εις το οποίο σχεδιάζεται η εκτέλεση του έργου και ιδίως η ιδιότητά του ως ευπαθούς ή μη. Για παράδειγμα, κρίθηκε ότι μεταξύ των ευπαθών οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ανέχονται μόνον ήπιο ενεργειακό σύστημα που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους. Το ήπιο και βιώσιμο ενεργειακό σύστημα των μικρών νησιών δεν προσδιορίζεται απλά και μόνον επί τη βάσει της προβλεπομένης ζητήσεως ενεργείας και των τεχνικών δυνατοτήτων αλλ’ αντιστρόφως πρέπει να συνιστά το απαραίτητο όριο της ζητήσεως, η οποία πρέπει να προσαρμόζεται προς τις δυνατότητες του τοπικού δικτύου. Ηλεκτρικό δίκτυο υψηλής τάσεως αποτελεί υποδομή αγρίας αναπτύξεως και μη περιβαλλοντικώς υγιή τεχνολογία, η οποία αντιστρατεύεται και βλάπτει τη βιωσιμότητα των μικρών νησιών, ως ιδιαίτερων και αυτοτελών οικοσυστημάτων. Κρίθηκε ως μη νόμιμη, ως αντικειμένη ευθέως εις την υπό του Συντάγματος (άρθρο 24) προστατευόμενη βιωσιμότητα των μικρών νησιών, η απόφαση προέγκρισης χωροθέτησης εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικών ενέργειας υψηλής τάσεως για τη σύνδεση των νησιών Άνδρου, Τήνου, Μυκόνου και Σύρου του νομού Κυκλάδων με το εθνικό διασυνδεδεμένο σύστημα μέσω Ευβοίας.

Πιο συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα αν το «περιβάλλον» θα οριοθετηθεί ως αυτοτελές αγαθό ή ανθρωποκεντρικά, σε συνάρτηση δηλαδή με τον άνθρωπο και την απόλαυση έτερων αγαθών (ζωή, υγεία, ιδιοκτησία, ποιότητα ζωής). Αναμφίβολα, το περιβάλλον ως ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου, σχετίζεται με τον άνθρωπο, τον αποδέκτη των κανόνων δικαίου.

Ως προστατευόμενο αγαθό δημοσίου (πρωτευόντως) δικαίου, το περιβάλλον ταυτίζεται με «τον ζωτικό χώρο όπου ζει και αναπτύσσει τις δραστηριότητές του ο άνθρωπος, και ορίζεται ως το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες». Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 9 Ν. 1650/1986, οικολογική ισορροπία είναι η σχετικά σταθερή σχέση που διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου ανάμεσα στους παράγοντες και τα στοιχεία του περιβάλλοντος ενός οικοσυστήματος.

Σελ. 13

Σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώνεται συνταγματικώς στα άρθρα 24, 117 του Συντάγματος και στον εκτελεστικό Ν. 1650/1986 (πρόληψη, διατήρηση, αποκατάσταση περιβάλλοντος, βλ. άρθρο 2 παρ. 5).

Στο Σύνταγμα, δεν ορίζεται το περιβάλλον. Το Σύνταγμα ορίζει στην παρ. 1 πως «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας…».

Η ερμηνεία του περιβάλλοντος έχει αλλάξει και διακρίνεται σε δύο επιμέρους έννοιες: α) Σε περιβάλλον εν στενή έννοια – stricto sensu, στην οποία ανήκει μόνο το φυσικό περιβάλλον, ό,τι δηλαδή υπάρχει από τη φύση και δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα και β) σε περιβάλλον εν ευρεία έννοια – lato sensu, που περιλαμβάνει επιπλέον και το περιβάλλον που είναι δημιούργημα του ανθρώπου μέσα από τη σχέση του με με το φυσικό περιβάλλον, δηλαδή το οικιστικό – πολιτιστικό περιβάλλον. Στο πεδίο προστασίας του άρθρου 24 ανήκει το περιβάλλον με τη lato sensu ερμηνεία, το οποίο θα πρέπει να προστατεύεται με βάση την αρχή της αειφορίας.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 1650/1986 (Για την προστασία του περιβάλλοντος), «Περιβάλλον» είναι το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Από τον ορισμό αυτό καταδεικνύεται η αλληλεπίδραση των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και άρα η σύνθεση των οπτικών που κατεδείχθησαν παραπάνω.

Το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυ-

Σελ. 14

σικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών. Εισάγεται έτσι σαφώς η διαγενεακή προοπτική στην περιβαλλοντική προστασία. Αυτή η διατύπωση επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε απόφαση που αφορά σε περιβαλλοντική διαφορά.

Η διάκριση του περιβάλλοντος σε «φυσικό» και «ανθρωπογενές» αναλύεται ως εξής: Το πολιτιστικό ή ανθρωπογενές (προϋποθέτει παρέμβαση του ανθρώπου στον φυσικό χώρο) περιβάλλον περιλαμβάνει όλα τα πολιτιστικά αγαθά και στοιχεία που αποτελούν μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, της παρέμβασης και της σχέσης του με το περιβάλλον και διακρίνεται στην πολιτιστική κληρονομιά (μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι, παραδοσιακές περιοχές, παραδοσιακά στοιχεία) και τα λοιπά πολιτιστικά αγαθά που συνθέτουν το οικιστικό περιβάλλον (οικισμοί, πόλεις, έργα υποδομής κ.λπ.).

Το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι συγχρόνως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, φέρει δηλ. προεχόντως μικτό χαρακτήρα. Ως χαρακτηριστικά του συνταγματικού δικαιώματος στο περιβάλλον καταγράφονται τα κάτωθι:

— Δικαίωμα δημοσίου δικαίου: Πρόκειται για δικαίωμα του οποίου η άσκηση προκαλεί έννομη σχέση στον χώρο της κρατικής δράσης, που διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου και ασκείται ασφαλώς δημόσια εξουσία. Απονέμεται στους ιδιώτες μία δυνατότητα/ικανότητα για την ικανοποίηση συμφερόντων τους που έχουν σχέση με την άσκηση κρατικής εξουσίας στα θέματα περιβάλλοντος.

— Δικαίωμα με αυτοτελή αξία.

— Διαδικαστικός χαρακτήρας του δικαιώματος: Κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός στην προστασία του περιβάλλοντος (και δη στην ποιότητα ζωής) και όχι στο ίδιο το περιβάλλον. Πρόκειται δηλ. για δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων αλλά και στη δικαστική προστασία. Σημειώνεται, βεβαίως, ότι στο δικαίωμα στην περιβαλλοντική προστασία περιλαμβάνεται το δικαίωμα στο περιβάλλον, αλλά όχι και το αντίστροφο.

— Δικαίωμα με υπερθετικό χαρακτήρα: Όντας αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση (εν γένει την αξία του ανθρώπου), αποτελεί τρόπον

Σελ. 15

τινά προϋπόθεση άσκησης των λοιπών δικαιωμάτων. Βεβαίως, δεν κείται εκτός θετικού δικαίου, αλλά συνιστά αναντίλεκτα τμήμα του.

— Δικαίωμα ατομικό – κοινωνικό – πολιτικό συγχρόνως, δικαίωμα σύνθετο: Είναι δικαίωμα σύνθετο, διότι είναι καταρχήν προσωπικό, γιατί προστατεύει αγαθά κατεξοχήν προσωπικά, αλλά και συλλογικό, ανήκει σε όλους και αποτελεί κοινό αγαθό.

Ειδικότερα πρόκειται για:

Α) Ατομικό δικαίωμα: Θέτει όρια στην κρατική δράση, αξιώνει τη μη επέμβαση στην ελευθερία. Το Κράτος υποχρεούται να μην προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο το περιβάλλον και ιδίως ο νομοθέτης υποχρεούται να μη θεσπίζει ρυθμίσεις ενάντιες στο Σύνταγμα. Επίσης, το Κράτος οφείλει να θεσπίζει νομοθετικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την περιβαλλοντική προστασία. Ελλείψει αυτών, πρέπει να εφαρμόζεται ευθέως η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνιστά μία διάταξη με άμεση, αλλά και επιτακτική ισχύ. Έτσι, ο πολίτης μπορεί να την επικαλεστεί ως βάση, για να ζητήσει δικαστική προστασία.

Β) Κοινωνικό δικαίωμα: Ως τέτοιο έχει θετικό περιεχόμενο, απαιτεί παροχές από το Κράτος, προϋποθέτει δηλ. την ενεργό κρατική παρέμβαση. Ο νομοθέτης ασφαλώς αποφασίζει το είδος και την έκταση της προστασίας, αλλά ως όριο ευρίσκει το Σύνταγμα, το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο.

Γ) Πολιτικό—ενεργητικό δικαίωμα: Ως τέτοιο, είναι δικαίωμα συμμετοχής (ατόμου/ομάδων), κατ’ απόρροια των άρθρων 25 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνίσταται στη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, στην πληροφόρηση, αλλά και στην άσκηση μετέπειτα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων.

Η διάκριση είναι σχετική και το δικαίωμα στο περιβάλλον φέρει μικτό και παραπληρωματικό χαρακτήρα. Επίσης, δέον όπως ειπωθεί πως πριν το 2001 είχε αναγνωριστεί από τη νομολογία το δικαίωμα στο περιβάλλον κυρίως ως κοινωνικό δικαίωμα (λόγω της κρατικής υποχρέωσης προστασίας), ενώ ύστερα από το 2001 φανερώθηκε σταδιακά το ατομικό δικαίωμα πλάι στο κοινωνικό.

— Δικαίωμα τρίτης γενιάς: Είθισται η διάκριση των δικαιωμάτων σε τρεις γενιές: α) Δικαιώματα πρώτης γενιάς, στην οποία ανήκουν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, διότι αυτά τα δύο ήταν τα πρώτα δικαιώματα και τίθε-

Σελ. 16

νται φραγμοί στην κρατική παρέμβαση, β) δικαιώματα δεύτερης γενιάς, στην οποία ανήκουν τα κοινωνικά δικαιώματα που απαιτούν παροχές από το κράτος και γ) τα δικαιώματα τρίτης γενιάς που τυπικά άρχισαν να αναγνωρίζονται από το 1980 και έπειτα και ερείδονται στην αλληλεγγύη, γι’ αυτό και ονομάζονται δικαιώματα αλληλεγγύης, για όλες τις γενεές.

Φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι το φυσικό/νομικό πρόσωπο χωρίς κανέναν διαχωρισμό, π.χ. φύλου, φυλής, εθνικότητας, αφού όλοι αξιούν να διαβιούν σε περιβάλλον οικολογικά ισόρροπο. Φορείς είναι και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα ΝΠΙΔ, αλλά και ΝΠΔΔ (π.χ. ΟΤΑ) κλπ.

Αποδέκτης του δικαιώματος στο περιβάλλον, όπως προκύπτει πάλι από το ίδιο εδάφιο του Συντάγματος, είναι σαφώς το Κράτος («…αποτελεί υποχρέωση του Κράτους…») ή το Δημόσιο εν ευρεία εννοία και τα ΝΠΔΔ.

Ωστόσο, το άρθρο 24 παρ. 1 Συντάγματος δεν αναφέρει δικαίωμα στην ενέργεια, παρά μόνο δικαίωμα στο φυσικό/πολιτιστικό/ανθρωπογενές περιβάλλον. Θα μπορούσε έτσι κατά πρώτον να υποστηριχθεί πως δεν υφίσταται στην ενέργεια, εν τη απουσία ρητής διατάξεως του Συντάγματος. Κατά δεύτερη, όμως ερμηνεία, το δικαίωμα στο βιώσιμο κατανάγκην περιβάλλον περιλαμβάνει και την ακώλυτη και περιβαλλοντικά φιλική απόλαυση του αγαθού της ενέργειας. Η ιδιαίτερη, ωστόσο, σημασία της κοινής ωφέλειας του τομέα ενέργειας φαίνεται και στους τρεις ανέκαθεν τεθέντες στόχους:

1. Ασφάλεια εφοδιασμού: διασφάλιση αδιάλειπτης τροφοδοσίας (βραχυχρόνια και μακροχρόνια), πραγματοποίηση επενδύσεων, φροντίδα δικτύων.

2. Ελαχιστοποίηση κόστους και μεγιστοποίηση ανταγωνιστικότητας οικονομίας.

3. Αποτελεσματική περιβαλλοντική προστασία, που μας αφορά εδώ.

Η δημόσια παρέμβαση καθίσταται αναγκαία και τούτο φαίνεται και στο οικονομικό Σύνταγμα (άρθρο 23 παρ. 2, 106 παρ. 3). Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Kράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Xώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών. Σημαντικό είναι ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν αναφέρει ρητώς την ενέργεια. Αυτή η επιλογή του εξηγείται εν μέρει ιστορικά, διότι η διάταξη αυτή εισήχθη το 1975 και ήταν αρκετά πρόωρη η εισαγωγή του τουρισμού. Η διάταξη πάντως εισάγει το πλαί-

Σελ. 17

σιο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του «οικονομικού Συντάγματος», αποσκοπεί να αντιμετωπίσει τις εξωτερικότητες (externalities) στην οικονομία, καλύπτοντας τις ατέλειες των ιδιωτικών συναλλαγών.

Η ενέργεια αποτελεί, όπως έχει λεχθεί, την ίδια στιγμή βιομηχανία υψηλής έντασης κεφαλαίου και το κόστος είναι ιδιαίτερα σημαντικό, το δε ρίσκο είναι αυξημένο. Κρίνεται σκόπιμη να εξεταστεί η δημόσια ρύθμιση υπό το πρίσμα της αρχής της επικουρικότητας. Ειδικότερα, στο ελληνικό δίκαιο, η αρχή της επικουρικότητας εμφανίζεται ιδίως στις περιπτώσεις που το κράτος υποχρεούται να παράσχει τη συνδρομή του είτε με τη μορφή της προστασίας μεμονωμένων ατόμων είτε επικουρίας σε νομικά πρόσωπα (πχ. βλ. τα εξής άρθρα του Συντάγματος: 16 παρ. 4, 21, 22, 24, 25 παρ. 4 κλπ.). Δεδομένης της διασυνοριακής διάστασης της ενέργειας, όπου η παραγωγή, διανομή και κατανάλωση επηρεάζει πολλαπλές χώρες, είναι απαραίτητη η παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να διασφαλιστεί ο συντονισμός και η ασφάλεια του εφοδιασμού, η προστασία του περιβάλλοντος, και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Ωστόσο, όπου οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, η ρύθμιση πρέπει να παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα. Στο δε ευρωπαϊκό δίκαιο, η αρχή προσέλαβε νέο περιεχόμενο, τονίζοντας ότι οι αποφάσεις της ΕΕ δεν λαμβάνονται ερήμην των πολιτών. Η ΕΕ ασκεί τις δραστηριότητές της, μόνο αν οι στόχοι για την προβλεπόμενη δράση δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη. Ο κανόνας αυτός προϋποθέτει ότι η δράση της ΕΕ ασκείται εντός των ορίων της αρμοδιότητάς της. Εμφανίζεται υπό εγγυητική λειτουργία (προς όφελος της αποκέντρωσης και των εθνικών οργάνων), αλλά και παραλλήλως προς την αρχή της αποτελεσματικότητας (διευκολύνοντας τη διεξαγωγή διαδικασιών συγκεντρωτικού χαρακτήρα). Η τάση μετάβασης των δημόσιων υπηρεσιών σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς είναι δεδομένη και επιβαλλόμενη από πραγματικές και οικονομικές ανάγκες. Η αρχή της επικουρικότητας επανανοηματοδείται, έστω και αν το εσωτερικό δίκαιο βρίσκεται στη φάση ωρίμασης που απαιτείται πάντοτε. Συγκεκριμένα, η αρχή της επικουρικότητας προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες και προκλήσεις, όπως η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ΕΕ, η αντιμετώπιση διασυνοριακών ζητημάτων (π.χ. κλιματική αλλαγή, ενεργειακή ασφάλεια), και η ενίσχυση

Σελ. 18

του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων στον έλεγχο της συμμόρφωσης των προτάσεων της ΕΕ με την αρχή αυτή. Επιπλέον, η Συνθήκη της Λισαβόνας ενίσχυσε τη σημασία της αρχής της επικουρικότητας, εισάγοντας μηχανισμούς όπως η “κίτρινη” και “πορτοκαλί” κάρτα, που επιτρέπουν στα εθνικά κοινοβούλια να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους εάν θεωρούν ότι μια πρόταση της ΕΕ δεν συμμορφώνεται με την αρχή της επικουρικότητας. Αυτή η εξέλιξη δείχνει μια διαρκή προσαρμογή και διεύρυνση του περιεχομένου της αρχής στο πλαίσιο της συνεχούς εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η μετάβαση των δημοσίων υπηρεσιών σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, γνωστή και ως ιδιωτικοποίηση ή απελευθέρωση της αγοράς, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην προστασία του περιβάλλοντος και στο δίκαιο της ενέργειας. Αυτή η μετάβαση συνεπάγεται τη μεταφορά δημόσιων υπηρεσιών, όπως η παραγωγή και διανομή ενέργειας, από τον κρατικό έλεγχο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο κύριος στόχος της απελευθέρωσης είναι η αύξηση της αποδοτικότητας και η προώθηση του ανταγωνισμού, που θεωρείται ότι μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές και καλύτερη εξυπηρέτηση για τους καταναλωτές. Ωστόσο, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας μπορεί να επηρεάσει την προστασία του περιβάλλοντος με διάφορους τρόπους. Η λειτουργία σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς μπορεί να οδηγήσει σε μια αυξημένη έμφαση στην κερδοφορία, η οποία ενδέχεται να έρθει σε σύγκρουση με τις περιβαλλοντικές προτεραιότητες. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορεί να μην έχουν τα ίδια κίνητρα με τις δημόσιες υπηρεσίες για να επενδύσουν σε περιβαλλοντικά βιώσιμες τεχνολογίες, εάν αυτές οι τεχνολογίες δεν είναι άμεσα κερδοφόρες. Ως αποτέλεσμα, η κρατική ρύθμιση και οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί γίνονται κρίσιμοι για να εξασφαλιστεί ότι οι στόχοι προστασίας του περιβάλλοντος συνεχίζουν να τηρούνται σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Παράλληλα, η απελευθέρωση της αγοράς μπορεί να προσφέρει και ευκαιρίες για την προώθηση της πράσινης ενέργειας. Ο ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει σε καινοτομία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών καθαρής ενέργειας και την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επιπλέον, η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση σε μια χαμηλών εκπομπών οικονομία, εάν συνοδευτεί από κατάλληλες ρυθμίσεις και κίνητρα. Έτσι, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας μπορεί να ευνοήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη, εφόσον πλαισιώνεται από ένα ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο που διασφαλίζει την περιβαλλοντική συμμόρφωση και προωθεί την πράσινη ανάπτυξη. Η χορήγηση αρμοδιοτήτων σε άλλα όργανα (εκτός από τα stricto sensu διοικητικά), δεν σημαίνει αναίρεση του δημόσιου χαρακτήρα των ειδικών κανόνων που διέπουν τη ρύθμιση.

Σελ. 19

Επειδή η ενέργεια αποτελεί συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΕ, είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας. Η ΕΕ μπορεί να δρα, εφόσον οι στόχοι είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη. Η εφαρμογή των αρχών αυτών επιδιώκει την επαρκή και βέλτιστη επίτευξη των τεθέντων στόχων, ενώ για λόγους «νομοθετικής αβρότητας», όπως χαρακτηριστικώς λέγεται, η ΕΕ κατέλιπε στα κράτη την αρμοδιότητα καθορισμού των επιμέρους λεπτομερειών οργάνωσης. Το Κράτος παραμένει αρμόδιο για αποφάσεις πολιτικής μακροσκοπικής σημασίας (σταθερότητα και ασφάλεια):

— Θέτει τους στόχους της ενεργειακής πολιτικής,

— Εξειδικεύει τη σημασία των τριών πυλώνων διαμόρφωσης της ενεργειακής πολιτικής,

— Αποφασίζει για την παροχή Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και την επιβολή σχετικών υποχρεώσεων,

— Αναπτύσσει δραστηριότητα και συνεργασίες σε διεθνές επίπεδο.

Ο ρυθμιστής είναι αρμόδιος για θέματα εφαρμογής της πολιτικής (προσαρμοστικότητα, εξειδίκευση), ήτοι την εφαρμογή, διευκρίνιση, ερμηνεία, συμπλήρωση κενών των αποφάσεων που λαμβάνονται κεντρικά και για τη θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας. Μεταξύ των δύο τομέων αρμοδιότητας υφίσταται μία γκρίζα περιοχή συνεργασίας, που αντιστοιχεί σε τυποποιημένες διοικητικές διαδικασίες (γνώμη, σύμφωνη γνώμη). Η ρυθμιστική παρέμβαση είναι επίσης αναγκαία για την ενσωμάτωση των «εξωτερικοτήτων», μέσω σταθμίσεων συγκρουόμενων στόχων που δεν ενσωματώνονται στην ίδια την αγορά (ασφάλεια εφοδιασμού, προστασία περιβάλλοντος και καταναλωτών). Η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (εφεξής: ΡΑΑΕΥ) αποφασίζει για τη χορήγηση, την τροποποίηση και την ανάκληση των αδειών για την άσκηση ενεργειακών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του Ν. 4001/2011, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης και λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αιτούντων, την προστασία των Καταναλωτών, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.

Σελ. 20

αβ) Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και καθολική υπηρεσία στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας

Ο όρος ΥΓΟΣ (Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος) είναι όρος του ενωσιακού δικαίου και μόνο σε αυτό συναντάται (14 ΣΛΕΕ, 106 παρ. 2 ΣΛΕΕ), συνεπώς φέρει μία αυτόνομη ενωσιακή ερμηνεία. Άπτονται οι ΥΓΟΣ των λεγόμενων «κοινωφελών υπηρεσιών» (“public services”). Με την προοδευτική απελευθέρωση των επιμέρους κλάδων της οικονομίας ήρθαν στο φως οι τελευταίες. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά στον εννοιολογικό προσδιορισμό μεταξύ των κρατών μελών.

Τα Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) στον τομέα της ενέργειας αποτελούν δύο βασικές κατηγορίες υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί στις ενεργειακές εταιρείες για την παροχή σημαντικών υπηρεσιών στους καταναλωτές. Οι ΥΓΟΣ είναι υπηρεσίες που παρέχονται με ειδικά ρυθμιζόμενους όρους, ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση όλων των πολιτών σε βασικές υπηρεσίες, ανεξαρτήτως της εμπορικής τους αξίας. Στον τομέα της ενέργειας, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή ενέργειας σε απομακρυσμένες περιοχές ή σε καταναλωτές με χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Οι ΥΚΩ, από την άλλη πλευρά, είναι υπηρεσίες που θεωρούνται απαραίτητες για το κοινωνικό σύνολο και παρέχονται με κρατική ρύθμιση, περιλαμβάνοντας π.χ. τη διασφάλιση προσιτών τιμολογίων ενέργειας για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.

Οι ΥΚΩ στην Ελλάδα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση χαμηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, καθώς και την παροχή ρεύματος σε απομονωμένα νησιά μέσω υποδομών που επιδοτούνται από το κράτος. Το κόστος αυτών των υπηρεσιών καλύπτεται από ειδικές χρεώσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι γνωστές ως χρεώσεις ΥΚΩ. Αυτές οι χρεώσεις συλλέγονται από τους παρόχους ενέργειας και μεταφέρονται στον διαχειριστή του συστήματος για να χρηματοδοτήσουν τις ΥΚΩ. Ένα κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει είναι η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα στον καθορισμό αυτών των χρεώσεων, καθώς και η εξασφάλιση ότι τα κονδύλια χρησιμοποιούνται πραγματικά για την υποστήριξη των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.

Τέλος, υπάρχει διαρκής συζήτηση σχετικά με την ισορροπία ανάμεσα στην αναγκαιότητα των ΥΓΟΣ και ΥΚΩ και την ελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς. Ενώ οι ΥΚΩ και οι ΥΓΟΣ είναι κρίσιμες για τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ενεργειακής ασφάλειας, η επιβολή τους δημιουργεί πρόσθετα κόστη

Σελ. 21

που μπορούν να επιβαρύνουν τους καταναλωτές και να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα της αγοράς ενέργειας. Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξισορροπήσουν τις ανάγκες για την παροχή αυτών των υπηρεσιών με την ανάγκη για μια λειτουργική και ανταγωνιστική ενεργειακή αγορά.

Είναι γεγονός πως το άρθρο 14 της ΣΛΕΕ εμπλουτίζει το γενικό άρθρο 3 ΣΕΕ (αφού στοχεύει στην κατοχύρωση μιας οικονομίας αγοράς με στοιχεία αλληλεγγύης). Το δε πρωτόκολλο αριθμ. 26 δεν προσδιορίζει, αλλά περιγράφει το περιεχόμενο των ΥΓΟΣ. Τα κράτη διαθέτουν σαφή διακριτική ευχέρεια στο να προσδιορίζουν τις ΥΓΟΣ, ανάλογα με την εγχώρια νομοθεσία τους, τηρώντας τις δεσμεύσεις του ενωσιακού δικαίου. Επίσης, υπάρχει ο έλεγχος του προδήλου σφάλματος που διενεργείται για να διαπιστωθεί αν παρέχει ήδη η αγορά την υπηρεσία με τον συγκεκριμένο τρόπο ικανοποιητικά και επί ίσοις όροις. Αυτά ισχύουν ακέραια και στην ενέργεια.

Ο τομέας της ενέργειας, όμως, χαρακτηρίζεται από την εγγενή ύπαρξη φυσικών μονοπωλιών στις εργασίες μεταφοράς και διανομής, αλλά και στην ιδιαιτερότητα της κάθε εγχώριας αγοράς ενέργειας. Στον ανταγωνισμό υπόκεινται συνεπώς οι τομείς παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Από το 1 ενεργειακό πακέτο επήλθε ο διαχωρισμός, ενώ συνεχίστηκε στο 2 και το 3 πακέτο (Clean Energy Package for All Europeans – Winter Package). Το Clean Energy Package (Πακέτο Καθαρής Ενέργειας) αποτελεί μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρουσιάστηκε το 2016 και υιοθετήθηκε σταδιακά μέχρι το 2019. Το πακέτο αυτό αποτελείται από οκτώ κανονισμούς και οδηγίες, οι οποίες στοχεύουν στην προώθηση της ενεργειακής μετάβασης προς καθαρές πηγές ενέργειας και στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης, ανταγωνιστικής και ασφαλούς ενεργειακής αγοράς στην Ευρώπη. Ένα από τα κύρια σημεία του Clean Energy Package είναι η επίτευξη του στόχου του 32% για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) έως το 2030, καθώς και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 32,5%, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το Clean Energy Package εισάγει επίσης σημαντικές ρυθμίσεις για την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στην ενεργειακή αγορά μέσω της δημιουργίας νέων εργαλείων, όπως οι ενεργειακές κοινότητες και οι αυτοκαταναλωτές ενέργειας. Οι ενεργειακές κοινότητες επιτρέπουν στους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις τοπικές αρχές να συνεργάζονται για την παραγωγή, αποθήκευση, και κατανάλωση ενέργειας από ΑΠΕ, προωθώντας έτσι τη βιωσιμότητα και την κοινωνική συμμετοχή. Παράλληλα, οι αυτοκαταναλωτές ενέργειας αποκτούν το δικαίωμα να παράγουν, να καταναλώνουν και να πωλούν την περίσσεια ενέργεια που παράγουν, ενθαρρύνοντας την αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας και τη μείωση της εξάρτησης από τα κεντρικά δίκτυα ενέργειας Τέλος, το πακέτο περιλαμβάνει μέτρα για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ.

Back to Top