ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΘΥΜΑ

Από τις παρυφές της προϊστορίας έως τον 21ο αιώνα

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18647
Βλάχου Β.
Φαρσεδάκης Ι.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 288
  • ISBN: 978-960-654-769-0
  • ISBN: 978-960-654-769-0

Το έργο «Ποινική Δικαιοσύνη και Θύμα - Από τις παρυφές της προϊστορίας έως τον 21ο αιώνα» έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ιστορικής πορείας του θύματος κατά τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από την εποχή της προϊστορίας έως τις σύγχρονες εξελίξεις του 21ου αιώνα, με παράλληλες αναφορές στις εγκληματολογικές θεωρίες και τις πρακτικές που προσδιόρισαν την ως άνω πορεία του. Παρουσιάζονται οι κυριότεροι σταθμοί της παντοδυναμίας του κατά την απονομή της δικαιοσύνης, όπου η οικογένεια και η ιδιωτική εκδίκηση διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, αναδεικνύεται η πορεία προς την αποδυνάμωση και την παρακμή του, αναλύεται η περίοδος της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για το ίδιο και το ρόλο του στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και απεικονίζονται οι σύγχρονες προσεγγίσεις και οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η επιρροή θεωριών και αρχών είναι εμφανής σε ποικίλα πεδία, όπως και η προβολή στο προσκήνιο μελετών και θεωριών, οι οποίες ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, το ρόλο του θύματος στην ενεργοποίηση του μηχανισμού ασκήσεως του επισήμου κοινωνικού ελέγχου, τη θυματολογική προσέγγιση του εγκλήματος και την αναγκαιότητα της ικανοποιητικής αποζημίωσης και της αποκατάστασης της βλάβης του. Αναλύονται τα ζητήματα των θυμάτων και της συμβολής τους στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, όπως αυτά τίθενται προς επεξεργασία κατά τον 21ο αιώνα και υπογραμμίζονται αξιόλογες μεταρρυθμίσεις διεθνώς με γνώμονα τη βελτίωση της θέσης τους, την επαύξηση της προστασίας τους και την ικανοποίηση των αναγκών τους, ενώ αναδεικνύεται η θέσπιση ελαχίστων προτύπων αναφορικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία τους. Το πόνημα αποτελεί χρήσιμο διδακτικό βοήθημα για κάθε φοιτητή και νομικό που θέλει να εμβαθύνει στα ζητήματα που αφορούν τα θύματα και την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και να κατανοήσει τη σύνδεσή τους με την εγκληματολογική προσέγγιση και θεωρία. Το έργο συνοδεύεται από αναλυτικό αλφαβητικό ευρετήριο.

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ IX

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Η κυριαρχία του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης

1. Ο ρόλος του θύματος έως και την Ομηρική Εποχή 9

1.1. Το θύμα, το έγκλημα και η απονομή της δικαιοσύνης στις πρώτες

κοινωνίες 9

1.2. Η αντιμετώπιση των διαφορών κατά την Ομηρική Εποχή 15

α. Ο ρόλος της οικογένειας και η ιδιωτική εκδίκηση 17

β. Οι συμφιλιωτικές διαδικασίες 22

γ. Η συμβολή της πόλεως και των φορέων της 24

i. H ορκωμοσία 28

ii. Η δικαστική μονομαχία 29

δ. Συμπέρασμα 30

2. Αποκρυστάλλωση αρχαϊκών τάσεων και δομών: δικαιοσύνη και θύμα 31

2.1. H νομοθεσία του Δράκοντα και το θύμα 32

2.2. Η μετάβαση από τη νομοθεσία του Δράκοντα στο δίκαιο των κλασικών χρόνων: η συμβολή της νομοθεσίας του Σόλωνα 35

2.3. Οι αρχές της νομοθεσίας του Λυκούργου: η περίπτωση της Σπάρτης 37

3. Το θύμα και η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης κατά την κλασική

αρχαιότητα στην Ελλάδα 41

3.1. Σύνθεση και απεικόνιση των κυριότερων τάσεων κατά την κλασική

περίοδο 41

α. Η περίπτωση της ανθρωποκτονίας, το θύμα και η οικογένειά του 45

β. Tο θύμα αδικημάτων ποινικού ενδιαφέροντος 47

γ. Η διαιτησία 51

δ. Το θύμα κατά την ανακριτική και την κύρια διαδικασία

στην αρχαία Αθήνα 53

3.2. Η εγκληματολογική θεώρηση στην κλασική αρχαιότητα 55

3.3. Συμπεράσματα 57

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Η πορεία προς την αποδυνάμωση και την παρακμή του θύματος

1. Η πορεία προς την αποδυνάμωση του θύματος: σύντομη ανασκόπηση 59

1.1. Η απονομή της δικαιοσύνης και το θύμα κατά το Μεσαίωνα 63

1.2. Η Αναγέννηση, το αποτύπωμά της και ο απόηχος των θεωριών

για το έγκλημα 68

1.3. Το θύμα στην κοινωνία της Αγγλίας έως τον 18ο αιώνα 70

2. Οι κυριότερες τάσεις κατά τον 18o αιώνα, η θεωρία και οι προεκτάσεις

στο θύμα 77

3. Θεμελιώδεις τάσεις τον 19ο αιώνα, οι εγκληματολογικές θεωρίες

και το θύμα κατά την απονομή της δικαιοσύνης 81

α. Οι διεθνείς πρωτοβουλίες 85

β. Η περίπτωση της Αγγλίας 86

γ. Η περίπτωση της ελληνικής νομοθεσίας 91

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για το θύμα

και η ποινική δικαιοσύνη

1. Η επανεμφάνιση του θύματος κατά τον 20ο αιώνα:

σύντομη ανασκόπηση σε θεωρία και πράξη 95

1.1. Ο ρόλος του θύματος στην κοινωνία και την απονομή της δικαιοσύνης

από τη γένεση της Εγκληματολογίας έως τις σύγχρονες κοινωνίες 103

1.2. Το θύμα του εγκλήματος υπό το πρίσμα της Εγκληματολογίας και

της Θυματολογίας: θεωρία και συλλογικές δράσεις 106

2. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα θύματα: θεωρία και πράξη 108

3. Η θυματοποίηση και ο απόηχός της στο πεδίο της ποινικής

δικαιοσύνης 112

α. Οι μορφές της θυματοποίησης και οι ανάγκες των θυμάτων 112

β. O αντίκτυπος της θυματοποίησης 116

γ. Η λήψη της απόφασης για αναφορά του εγκλήματος 119

4. Το θυματολογικό κίνημα και η απονομή της δικαιοσύνης 122

4.1. Η εξέλιξη του κινήματος στις H.Π.Α. 124

4.2. Η πορεία του κινήματος στην Ευρώπη 126

5. Η συμμετοχή του θύματος στο σύστημα απονομής της ποινικής

δικαιοσύνης 133

5.1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες ενίσχυσης της συμμετοχής των θυμάτων

στις Η.Π.Α. 136

α. Η συμμετοχή στον ποινικό διακανονισμό 136

β. H συμμετοχή στη δικαστική απόφαση 137

γ. H παρακολούθηση της δίκης 138

δ. Συμπεράσματα 139

5.2. Η εμπειρία της Αγγλίας 140

6. Οι πρωτοβουλίες των διεθνών οργανώσεων και οργανισμών 143

7. Το θύμα στην ποινική διαδικασία κατά τον 20ο αιώνα: η περίπτωση

της Ελλάδας 146

7.1. Το θύμα στο ελληνικό ποινικό σύστημα 147

7.2. Η αποζημίωση των θυμάτων στην ελληνική έννομη τάξη 152

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

Το θύμα κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης

στον 21ο αιώνα

1. Σύγχρονες προσεγγίσεις για το θύμα και το ρόλο του

μετά τη θυματοποίηση 153

2. Το θύμα στο πεδίο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης: θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές εφαρμογές 155

2.1. Η έννοια της συμμετοχής του θύματος στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης 162

2.2. Η περίπτωση της Αγγλίας 164

α. H συμμετοχή των θυμάτων 164

β. H εφαρμογή ειδικότερων δικαιωμάτων 168

2.3. Οι κύριες κατευθύνσεις στις Η.Π.Α. 170

2.4. Η πρόταση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης 171

3. Σύγχρονες νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα θύματα 174

3.1. Η Πράσινη Βίβλος για την Αποζημίωση των Θυμάτων 174

3.2. Η Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ για την αποζημίωση

των θυμάτων εγκληματικών πράξεων 175

3.3. Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Συμβουλίου της ΕΕ για τη θέσπιση

δικαιωμάτων και προστασίας για τα θύματα 177

3.4. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης 179

4. Το θύμα υπό το πρίσμα του νέου θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα 181

4.1. Η παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 181

4.2. Τα δικαιώματα του θύματος στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 183

α. Ειδικές κατηγορίες θυμάτων 187

4.3. Άλλες διαδικασίες 190

α. H ποινική συνδιαλλαγή και ο αντίκτυπος στο θύμα 190

β. Η ποινική διαπραγμάτευση και οι προεκτάσεις στο θύμα 192

4.4. Συμπεράσματα 198

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 201

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 203

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι 203

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ 204

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ 206

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

ΝΟΜΟΣ 3811/2009 214

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

NOMOΣ 4478/2017 224

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 251

ΠΗΓΕΣ 265

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 267

1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ιστορική πορεία του θύματος κατά τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης διήλθε σημαντικών φάσεων και γεγονότων, τα οποία άφησαν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στις επιγενόμενες εξελίξεις ανά τους αιώνες. Η πορεία αυτή αναμφίβολα δεν ήταν ενιαία αλλά, αντίθετα, σηματοδοτήθηκε από επιμέρους διαφοροποιήσεις και θεωρητικές αγκυλώσεις ανά κοινωνία και εποχή, ενώ αδήριτη κατέστη η ανάγκη της αποσύνδεσης των εξελίξεων αναφορικά με το θύμα και το ρόλο του στην απονομή της δικαιοσύνης από κάθε μορφής ασύνετη υπεροψία του εκάστοτε «ισχυρού», είτε αυτός απεικονιζόταν στο πρόσωπο του θύματος είτε του δράστη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εποχή της παντοδυναμίας του θύματος και την επικράτηση της ιδιωτικής εκδίκησης.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της διαγραφόμενης πορείας του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης, λαμβανομένων υπόψη των επιμέρους διαφοροποιήσεων και ενίοτε των αψιμαχιών μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών αποκαλύπτουν αναντίρρητα, μεταξύ άλλων, τις ευαλωτότητες αλλά και τη δυναμική της κοινωνίας διαμέσου ασύμμετρα ηχηρών αντιδράσεων μερίδας (υπολογίσιμης ή μη) της κοινής γνώμης και δημιουργούν ανυπέρθετες προτεραιότητες σε επίπεδο αποκρυστάλλωσης των κυρίαρχων τάσεων στο πεδίο της δικαιοσύνης. Το ακραιφνές ενδιαφέρον των εμπλεκομένων κατά την απονομή του δικαίου, μολονότι ενίοτε γίνεται αντιληπτό ως ανάκουστος κελαηδισμός, είναι αδιαμφισβήτητο και αποτυπώνεται ανάγλυφα στις αγαστές προθέσεις και τις πρωτοβουλίες για την επίτευξη μιας κοινωνικής ισορροπίας, ιδιαίτερα εύθραυστης και επισφαλούς.

Η αποκαλούμενη «χρυσή εποχή» του θύματος στις πρώτες κοινωνίες εξακολουθεί να εγείρει το επιστημονικό και ερευνητικό ενδιαφέρον έως τις μέρες μας. Η αντιμετώπιση των ιδιωτικών διαφορών στην Ομηρική περίοδο και ο καθοριστικός ρόλος της οικογένειας, αλλά και των φορέων της πόλεως, με την μεν πρώτη να επικεντρώνεται στην εκπλήρωση του ύψιστου καθήκοντος της εκδίκησης, το οποίο συνιστούσε ταυτόχρονα και απαίτηση του θύματος και τους δε βασιλείς και γέροντες να πρωτοστατούν σε ειδικές διαδικασίες (π.χ. ανάκριση, ορκωμοσία), δίχως να εξοβελίζονται συμφιλιωτικές λύσεις, όπως η συζήτηση, οι προφορικές διαπραγματεύσεις και η αποζημίωση, αποτελούν στοιχεία που συναντώνται και στις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, ο ατέρμονος κύκλος του αίματος και των αντεκδικήσεων έφεραν στο προσκήνιο και άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως τη δικαστική μονομαχία, ως μία προσπάθεια περιορισμού της αιματοχυσίας, που σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρες γενιές κινδύνευαν ακόμη και με αφανισμό.

2

Η διερεύνηση της θέσης του θύματος σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης κατά την κλασική αρχαιότητα στην Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικό εγκληματολογικό ενδιαφέρον, καθόσον πρόκειται για μία ιστορική περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες έφτασαν στο απόγειό τους, εκτυλίχθηκαν σημαντικά γεγονότα και διαδραματίσθηκαν καταστάσεις, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Ιδέες και θεωρίες που αναπτύχθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο στην Αττική ουσιαστικά παραπέμπουν σε όλες σχεδόν τις όψεις του εγκληματικού φαινομένου,[1] με ενδεικτικά παραδείγματα την έννοια του δικαίου, τα δικαιώματα των πολιτών, σε αντιδιαστολή με τα αντίστοιχα της πολιτείας, την προσέγγιση του εγκλήματος από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.α.), τις θέσεις περί της ποινής και των σκοπών της, οι οποίες βρίσκονται στην επικαιρότητα έως σήμερα, αλλά και ουσιώδη ζητήματα αντεγκληματικής πολιτικής (π.χ. επανακοινωνικοποίηση του εγκληματία, εξατομικευμένη μεταχείριση κ.α.), ερμηνείας του εγκλήματος, ανάλυσης της προσωπικότητας του εγκληματία και προσέγγισης του καταλογισμού, της ποινικής ευθύνης και της υπαιτιότητας.

Στο ανωτέρω πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η μελέτη του τρόπου αντιμετώπισης ειδικότερων κατηγοριών εγκλημάτων όπως της ανθρωποκτονίας, των σεξουαλικών εγκλημάτων και των σωματικών επιθέσεων, αλλά και του ρόλου που διαδραματίζουν οι διάδικοι και οι οικείοι τους (οικογένεια, συγγενείς) κατά τη διαδικασία τιμώρησης του εγκλήματος, με μνεία στο θεσμό της διαιτησίας και τον αντίκτυπό της στην προστασία και την ικανοποίηση του θύματος. Το τελευταίο μάλιστα, δύναται να κάνει χρήση ορισμένων δικαιωμάτων και κατέχει συγκεκριμένη θέση κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει, εάν για παράδειγμα πρόκειται για ενήλικο Αθηναίο πολίτη με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, γυναίκα, ανήλικο, δούλο ή μέτοικο, με διαφορετικές προεκτάσεις για κάθε περίπτωση.

Η επονομαζόμενη «χρυσή εποχή του θύματος» άρχισε να οδεύει προς το τέλος της με την ισχυροποίηση της κεντρικής κρατικής εξουσίας και την επιρροή της στην άσκηση του δικαιοδοτικού ελέγχου. Η αυξανόμενη ισχύς του κράτους, η παρέμβασή του στην αποζημίωση του θύματος και η μονοπώληση του ζητήματος της τιμωρίας είχαν σταδιακά ως αποτέλεσμα την αποσύνδεση της αποζημίωσης από το χώρο του ποινικού δικαίου[2] και την ενσωμάτωσή της στο αστικό δίκαιο, εξέλιξη που ουσιαστικά σήμανε το τέλος της ανωτέρω μακραίωνης «χρυσής εποχής» για το θύμα. Ο κυρίαρχος ρόλος του κατά την απονομή της δικαιοσύνης τίθεται στο περιθώριο, ενώ το ενδιαφέρον της Πολιτείας μονοπωλεί η ευθύνη του εγκληματία.

3

Η βαθμιαία μεταβολή των κοινωνικών δομών και η εμφάνιση του ατομικιστικού τρόπου προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου κατά τον 18ο αιώνα, είναι ορισμένα από τα στοιχεία στην πορεία αποδυνάμωσης του ρόλου του θύματος κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Κατά τον ίδιο αιώνα, η επιρροή του κλασικισμού ήταν εμφανής όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και την επιστήμη με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση μιας νέας προοπτικής στο πεδίο της αποκατάστασης του θύματος υπό το πρίσμα των θέσεων των εκπροσώπων της Κλασσικής Σχολής του Ποινικού Δικαίου, Cesare Beccaria και Jeremy Bentham. Στο επίκεντρο του επιστημονικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος τοποθετείται το ζήτημα της ποινικής ευθύνης, της μεταχείρισης και της προστασίας των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εγκληματιών.

Η μεταγενέστερη χρονική περίοδος του 19ου αιώνα είναι άμεσα συνυφασμένη με ένα σύνολο καθοριστικών εξελίξεων για τη μετέπειτα πορεία των κοινωνιών, οι οποίες σηματοδότησαν τον τρόπο της σκέψης αλλά και της δράσης σε επιστημονικό επίπεδο. Η θετική μέθοδος κυριαρχεί στη μελέτη του ανθρώπου και των κοινωνιών και η νεοϊδρυθείσα επιστήμη της Εγκληματολογίας επιχειρεί την επιστημονική μελέτη του εγκλήματος, με τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την πράξη στο δράστη να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που εισήγαγε η Ιταλική Θετική Σχολή. Οι μελέτες και οι θεωρίες που ήρθαν στο προσκήνιο αναντίρρητα αναφέρονταν στο ρόλο του θύματος, με ενδεικτικές αναφορές στην ψυχιατρική προσέγγιση του εγκλήματος από τον Maudsley, σύμφωνα με την οποία επισημαίνεται ο ρόλος του στην ενεργοποίηση του μηχανισμού ασκήσεως του επισήμου κοινωνικού ελέγχου, στην ανάδειξη της θυματολογικής προσέγγισης του εγκλήματος από τον Lombroso και την αναγκαιότητα της ικανοποιητικής αποζημίωσης του θύματος, ως απάντησης στη βλάβη που έχει υποστεί από το έγκλημα, έως τις θέσεις του Garofalo περί της αποκατάστασης της βλάβης από το έγκλημα.

O 19oς αιώνας υπήρξε μία περίοδος έντονης δραστηριοποίησης αναφορικά με το ρόλο του θύματος στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, θέση η οποία επιβεβαιώνεται και από ένα σύνολο διεθνών πρωτοβουλιών, όπως η ένταξη ζητημάτων που αφορούσαν τα θύματα στην ατζέντα διεθνών συνεδρίων.

Η εμφάνισης της Θυματολογίας περί τα μέσα του 20ου αιώνα ανέδειξε ένα σύνολο ζητημάτων που αφορούσαν τα θύματα και το ρόλο τους στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, τα οποία έβαιναν παράλληλα με ζητήματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, όπως οι προσπάθειες κατάργησης της θανατικής ποινής και των αόριστων ποινών - τα οποία συνδέθηκαν με αιτήματα απεγκληματοποίησης συγκεκριμένων συμπεριφορών και τη δράση κοινωνικών κινημάτων – οι προτάσεις μεταχείρισης και κοινωνικής επανένταξης των εγκληματιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση σύγχρονων τάσεων στην αντεγκληματική πολιτική.

Μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα από τη δεκαετία 1960-70 έλαβαν χώρα σημαντικές μεταρρυθμίσεις τόσο σε επίπεδο παροχών προς τα θύματα όσο και στο πεδίο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η δράση των κοινωνικών κινημάτων και ειδικότερα

4

του θυματολογικού επηρέασαν τις συλλογικές πρωτοβουλίες αλλά και τις αντιλήψεις αναφορικά με το θύμα και το ενδεχόμενο της συμμετοχής του στη θυματοποίηση, με σαφείς προεκτάσεις σε επίπεδο νομοθεσίας και πολιτικών πρωτοβουλιών - ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. – με συνέπεια την ένταξη του θύματος στην κεντρική πολιτική σκηνή και την επιρροή του εθελοντισμού και του καταναλωτισμού στα κοινωνικά δρώμενα κατά τη δεκαετία του ’80. Οι γενικότερες εξελίξεις πυροδότησαν ένα σύνολο πρωτοβουλιών σε νομοθετικό επίπεδο που, μεταξύ άλλων, επηρέασαν τη λειτουργία του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και αποτέλεσαν πηγή γενικότερου προβληματισμού σε σχέση με μείζονα θέματα, όπως η κοινωνική και η εισοδηματική ανισότητα. Περί τα τέλη του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα κατά τη δεκαετία του ’90, με την εμφάνιση της κριτικής θυματολογίας έρχονται στο προσκήνιο ειδικότερα ζητήματα, άμεσα συνδεόμενα με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, όπως η ετικέτα του «θύματος» και οι συνέπειές της, ενώ αναδεικνύονται επιμέρους πτυχές της θυματοποίησης, που έχουν αντίκτυπο και στον τρόπο αντιμετώπισης των υποθέσεων από το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Καταλυτικό ρόλο στα ανωτέρω διαδραματίζουν οι διεθνείς οργανισμοί, το έργο των οποίων συνέβαλε τα μέγιστα στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα θύματα. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στη Διεθνή Εταιρεία Θυματολογίας, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον Ο.Η.Ε., οι πρωτοβουλίες των οποίων ανέδειξαν μια νέα διάσταση του ενδιαφέροντος για τα θύματα και αναγνωρίσθηκε ο ρόλος τους τόσο κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης όσο και κατά την ευρύτερη προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου.

Στο πνεύμα αυτό, η μελέτη του αντίκτυπου της θυματοποίησης αναγορεύεται σε ζήτημα υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι συνδέεται άμεσα με την είσοδο μιας υπόθεσης στο ποινικό σύστημα. Υπογραμμίζεται δε, ότι η πλέον διαφωτιστική πηγή πληροφοριών αναφορικά με την επίδραση της θυματοποίησης δεν είναι οι έρευνες σε θύματα γενικά, αλλά οι στοχευμένες ποιοτικές έρευνες σε ειδικότερες κατηγορίες θυμάτων όπως, για παράδειγμα, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σεξουαλικών εγκλημάτων και διαρρήξεων (με κριτήριο το είδος του εγκλήματος) και σε ανηλίκους, ηλικιωμένους και μειονότητες (με κριτήριο τα χαρακτηριστικά ευάλωτων θυμάτων). Παράλληλα, οι συνέπειες της θυματοποίησης συνδέονται με ειδικότερες αποφάσεις των θυμάτων, όπως την προσφυγή τους στην ποινική δικαιοσύνη. Ωστόσο, η συχνά παρατηρούμενη ανεπάρκεια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανάγκες τους υποστηρίζεται ότι συνέτεινε στην εμφάνιση εναλλακτικών λύσεων, όπως τη δημιουργία ειδικών δικαστηρίων ενδοοικογενειακής βίας, τη λύση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης κ.α.

Ένα από τα κορυφαία ζητήματα που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν τα θύματα του εγκλήματος είναι η αποζημίωση και ειδικότερα η δυνατότητα κρατικής αποζημίωσης, δεδομένων των δυσχερειών που συνοδεύουν την αποζημίωση από τον εγκληματία, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τελευταίος παραμένει άγνωστος ή στερείται οικονομικών πόρων. Η Ευρώπη υπήρξε πρωτοπόρα στο θέμα αυτό, καθόσον στην επικράτειά της δημιουργήθηκε, ήδη από το 1964, το πρώτο σχέδιο κρατικής αποζημίωσης.

5

Το μοντέλο της κρατικής αποζημίωσης λειτούργησε κατά τον 20ο αιώνα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και ενισχύθηκε κατά τον επόμενο αιώνα βάσει των σχετικών διεθνών κειμένων.

Υπό το φως καινοτόμων διεθνών πρωτοβουλιών, τα ζητήματα των θυμάτων και της συμβολής τους κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αναλύονται και τίθενται προς επεξεργασία σε ένα διαφορετικό πλαίσιο κατά τον 21ο αιώνα. Αρκετές από τις προγενέστερες θεωρήσεις για το περιεχόμενο της έννοιας του «θύματος» και οι συναρτώμενες προς αυτή κοινωνικές αναπαραστάσεις, αποτελούν αντικείμενο κριτικής, όπως άλλωστε και η ίδια η έννοια «θύμα», η οποία τίθεται σε αμφισβήτηση και επισημαίνονται οι δυσχέρειες απόδοσης της ανωτέρω ετικέτας («θύμα») στο άτομο που έχει υποστεί το έγκλημα, σε αντιδιαστολή με την επιλογή ενός περισσότερο ουδέτερου όρου (π.χ. ζημιωθείς).

Οι επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις, διεθνώς, περιστρέφονται γύρω από την έννοια της ισορροπίας μεταξύ κατηγορουμένου και θύματος σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στο ποινικό σύστημα. Η έννοια της ισορροπίας αποτελεί τη βάση των θυματοκεντρικών πολιτικών αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου, ενώ εκφράζονται επιφυλάξεις και ενστάσεις αναφορικά με τη χρησιμότητά της στην προσέγγιση του ως άνω φαινομένου. Διατυπώνεται ποικιλία απόψεων αναφορικά με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων για τα θύματα, σε συνάρτηση της βελτίωσης της θέσης των τελευταίων, της επαύξησης της προστασίας τους και της ικανοποίησης των αναγκών τους.

Η θέσπιση ελαχίστων προτύπων αναφορικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων του εγκλήματος αποτελεί τον κύριο άξονα ενεργοποίησης διαφόρων φορέων, όπως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδηγεί στην ψήφιση σχετικών Οδηγιών (π.χ. η Οδηγία 2012/29/EΕ), βασικός σκοπός των οποίων είναι, μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προς τα θύματα και η ενίσχυση της συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία. Η αντιμετώπισή τους με σεβασμό, ευαισθησία και χωρίς διακρίσεις κατά την επαφή τους με τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες αποτελεί πλέον πρώτιστο μέλημα των κρατών-μελών και για το λόγο αυτό θεσπίζονται δικαιώματα, τα οποία ισχύουν και αφορούν όλα τα θύματα, ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής τους.

Αρωγοί σε κάθε επιχειρούμενη προσπάθεια με γνώμονα τα θύματα είναι αναντίρρητα η αποτελεσματική συνεργασία και ο συντονισμός των αρμόδιων υπηρεσιών, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη διαβούλευση, η ανταλλαγή απόψεων σε επίπεδο επιτυχημένων πρακτικών και να περιορισθεί το ενδεχόμενο μιας αδόκητης ήττας με πολλαπλές συνέπειες. Η συμβολή των εξελιγμένων τεχνολογικών μέσων συνιστά έναν επιβοηθητικό παράγοντα προς την επιτυχία του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως άλλωστε και η ευαισθητοποίηση και η δραστηριοποίηση σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών. Το στοιχείο που επαφίεται, ίσως, στη διακριτική ευχέρεια τόσο των πολιτών όσο και των επιμέρους ομάδων είναι η μετατροπή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των προσκομμάτων που αντιμετωπίζουν τα κράτη σε μελλοντικές προκλήσεις, που εν τέλει θα συμβάλλουν στην καθιέρωση μίας ικανοποιητικής

6

αντιμετώπισης των θυμάτων από την Ποινική Δικαιοσύνη και μιας εξίσου σημαντικής συμβολής των τελευταίων στην απονομή της, δίχως να ελλοχεύει ο κίνδυνος καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Υπό το πρίσμα αυτό, στα κεφάλαια που ακολουθούν επιχειρείται η ανάδειξη των κυριότερων φάσεων στην πορεία του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης από την προϊστορική περίοδο, όπου η κυριαρχία του ήταν αδιαμφησβήτητη, έως τις σύγχρονες κοινωνίες του 21ου αιώνα, όπου η πολυσημία κάνει αισθητή την παρουσία της τόσο σε επίπεδο κοινωνίας και συλλογικών αναπαραστάσεων όσο και σε επίπεδο επιστημονικής προσέγγισης (ιδιαίτερα στο χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών) με πολλαπλές ποιοτικές και αξιακές προεκτάσεις στο πεδίο του δικαίου.

Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα κύρια σημεία της παντοδυναμίας του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης από την προϊστορία έως τους ιστορικούς χρόνους, με έμφαση στον ρόλο του κατά την Ομηρική Εποχή και ιδιαίτερες αναφορές στην ιδιωτική εκδίκηση, τις συμφιλιωτικές διαδικασίες, το ρόλο της οικογένειας και της πόλεως στην αντιμετώπιση των ιδιωτικών διαφορών. Η νομοθεσία του Δράκοντα και η μετάβαση στη μεταγενέστερη του Σόλωνα συνιστούν πηγή έντονου προβληματισμού και διατύπωσης καίριων ερωτημάτων αναφορικά με τις εξελίξεις της εποχής, καθόσον στο περιεχόμενό τους αποκρυσταλλώνονται οι κυριότερες αρχαϊκές τάσεις στο πεδίο της δικαιοσύνης και του θύματος. Περιγράφονται επίσης τα κυριότερα σημεία της συμμετοχής του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης στην κλασική περίοδο, με έμφαση στην ανακριτική και την κύρια διαδικασία στην αρχαία Αθήνα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο απεικονίζονται συνοπτικά τα κυριότερα σημεία της πορείας αποδυνάμωσης και της παρακμής του θύματος, με ενδεικτικές αναφορές στη θέση του τελευταίου κατά την απονομή της δικαιοσύνης στο Μεσαίωνα, ενώ υπογραμμίζεται ο απόηχος των θεωριών για το έγκλημα κατά την Αναγέννηση. Συμπληρωματικά περιγράφονται οι θεμελιώδεις τάσεις κατά τον 18ο αιώνα σε διάφορα πεδία (π.χ. ιδεολογία, επιστήμη, κοινωνικό έλεγχο) και υπογραμμίζονται οι επιρροές τους στο θύμα. Αντίστοιχα, γίνεται αναφορά στις τάσεις του 19ου αιώνα, στις σχετικές με το θύμα εγκληματολογικές θεωρίες και τη σύνδεση των επιμέρους πρωτοβουλιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο με το ρόλο που διαδραματίζει κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής.

Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα θύματα, με σαφείς αναφορές στη θεωρία και την πράξη. Αναλύεται η έννοια της θυματοποίησης και ο απόηχός της στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης, παρουσιάζονται οι σχετικές προεκτάσεις της συμβολής του θυματολογικού κινήματος στις H.Π.Α. και την Ευρώπη, ενώ επιχειρείται και η ανάδειξη ενός συνόλου πρωτοβουλιών (νομοθετικών και άλλων), οι οποίες ενισχύουν τη συμμετοχή του θύματος στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η επιτυχία των ειδικότερων εγχειρημάτων ενισχύεται από τις πρωτοβουλίες των διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, οι οποίες δεν άφησαν ανεπηρέαστο το ελληνικό ποινικό σύστημα, με

7

τις έννοιες του «θύματος», του «παθόντος», αλλά και του «ζημιωθέντος» και «αδικηθέντος» να εισάγονται στην ημεδαπή έννομη τάξη και να θεσμοθετούνται δικονομικά δικαιώματα που τους αφορούν, παράλληλα με ζητήματα αποζημίωσης.

Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται οι σύγχρονες προσεγγίσεις για το θύμα και το ρόλο του στο πεδίο του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τόσο σε επίπεδο συμμετοχής όσο και σε επίπεδο δικαιωμάτων. Αναδεικνύονται καλές πρακτικές σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και ιδιαίτερα καινοτόμες νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα θύματα, τις οποίες καλούνται να ενσωματώσουν στην έννομη τάξη τους διάφορες χώρες, ανταποκρινόμενες όχι μόνο στις θεσμικές τους υποχρεώσεις, αλλά πρωτίστως στις κοινωνικές επιταγές και εξελίξεις του 21ου αιώνα. Επίσης, περιγράφονται τα δικονομικά δικαιώματα του θύματος ως παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συνοψίζονται οι δυσχέρειες και οι προκλήσεις του αρτιγενούς θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα.

 

9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Η κυριαρχία του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης

1. Ο ρόλος του θύματος έως και την Ομηρική Εποχή

Ο προσδιορισμός και η κατανόηση του ρόλου που κατείχε το θύμα κατά τη διάρκεια διαφόρων ιστορικών περιόδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα τόσο με τις διαδικασίες γενέσεως και εξελίξεως του εγκλήματος και της τιμώρησής του, όσο και με τις ειδικότερες ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της υπό διερεύνηση περιοχής. Οι πολυσύνθετες και δυναμικές διαδικασίες που κατά περίπτωση λαμβάνουν χώρα, προκειμένου να σκιαγραφηθεί ο ρόλος και η θέση του θύματος κατά την απονομή της δικαιοσύνης, καθίσταται δυσχερές να αναλυθούν στα περιορισμένα όρια μιας συνοπτικής ιστορικής αναδρομής. Για το λόγο αυτό στον παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μία ανασκόπηση των κυριοτέρων σταθμών του θύματος στην ιστορία, με βασικούς άξονες το ρόλο που διαδραματίζει κατά τη διευθέτηση των ιδιωτικών διαφορών, τις σχέσεις του με τον εγκληματία, τα είδη των εγκλημάτων που απασχολούν τις εν λόγω κοινωνίες, τους κανόνες που τα ρυθμίζουν και την κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη και η διερεύνηση των ανωτέρω ζητημάτων και ειδικότερα οι σχέσεις μεταξύ εγκληματία και θύματος περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη βλάβη ή το κακό που προκλήθηκε από το έγκλημα και τη συνακόλουθη απαίτηση του τελευταίου για αποζημίωση ή αποκατάσταση.[3]

1.1. Το θύμα, το έγκλημα και η απονομή της δικαιοσύνης στις πρώτες κοινωνίες

Κατά την προϊστορική περίοδο, η οποία χαρακτηριζόταν από έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης του ατόμου έναντι των επιθέσεων και των απειλών που δεχόταν, η συγκέντρωση των ρόλων αναφορικά με την απονομή της δικαιοσύνης είχε ως αφετηρία της το ίδιο το άτομο. Στην περίπτωση που ο αγώνας του στεφόταν με επιτυχία, η δημιουργία δικαίου από το ίδιο το άτομο ακολουθούσε ως φυσική συνέπεια. Επρόκειτο για τη χαρακτηριζόμενη ως «χρυσή εποχή» του θύματος, καθόσον το ίδιο, εκτός από την εν λόγω ιδιότητα - του θύματος - κατείχε επιπλέον την ιδιότητα του κατηγόρου αλλά και του δικαστή.[4] Η επιβαλλόμενη ποινή προς το δράστη εμπεριείχε στοιχεία εκδίκησης και ανταπόδοσης, με γνώμονα

10

την αποκατάσταση της βλάβης και την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων. Η εξασφάλιση της ισχύος του ατόμου και η μελλοντική προστασία του από ενδεχόμενες επιθέσεις ήταν ο κύριος άξονας της ποινής, δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο η επίθεση θεωρούνταν ως η καλύτερη μορφή άμυνας έναντι των επαπειλούμενων κινδύνων και προσβολών. Κατά συνέπεια, το ίδιο το άτομο μπορούσε να λάβει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και το ρόλο του εγκληματία και του θύματος και να χρησιμοποιήσει το καταλληλότερο, κατά την άποψή του, μέσο, προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του και να εξασφαλίσει τα κεκτημένα και τη δύναμή του. Τη δεδομένη χρονική περίοδο δεν είχε διαμορφωθεί ή έννοια της ευθύνης αναφορικά με τη διάπραξη του εγκλήματος, αλλά η απάντηση στο έγκλημα από το θύμα υπαγορευόταν από την ανάγκη της διατήρησης της κοινωνικής του δύναμης και της πρόληψης μελλοντικών εγκλημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η απάντηση του θύματος ήταν αντιληπτή ως μία μορφή άμυνας και μετουσιωνόταν αφενός σε πράξεις ανταπόδοσης και αφετέρου σε επιδιώξεις για αποζημίωση.[5]

Κατά τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του ατόμου στην ανθρωπότητα εμφανίσθηκαν οι περιφερόμενες οικογένειες, οι οποίες αναζητούσαν τα αναγκαία για την επιβίωση τους, αγαθά (τροφή, νερό κ.α.).[6] Στη συνέχεια, οι οικογένειες διευρύνθηκαν σχηματίζοντας τις Φυλές, η ένωση των οποίων οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων κρατών-κοινοτήτων.[7] Ο τρόπος ζωής του ατόμου, η άσκηση του κοινωνικού ελέγχου και οι σχέσεις μεταξύ θύματος και εγκληματία, διήλθαν ουσιαστικών αλλαγών, καθόσον η δημιουργία των πρώτων κοινωνιών χαρακτηριζόταν από το δεσμό αίματος των μελών τους.[8] Το άτομο, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση του, αναγκάσθηκε να ταυτισθεί με τους στόχους της ομάδας στην οποία ανήκε, τα αγαθά της Φυλής έγιναν και δικά του και το προγενέστερο ατομικό συμφέρον αντικαταστάθηκε από το αντίστοιχο συμφέρον της κοινωνίας. Ο αρχικός στόχος της ατομικής επιβίωσης έρχεται πλέον σε δεύτερη μοίρα έναντι της επιβίωσης της ομάδας.[9] Η άσκηση του κοινωνικού ελέγχου περιέρχεται στις αρμοδιότητες της Φυλής,[10] χωρίς ωστόσο το θύμα να χάνει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο κατά τη διευθέτηση των διαφορών του με τον εγκληματία. Η Φυλή αντιλαμβανόταν τη διάπραξη ενός εγκλήματος κατά συγκεκριμένου ατόμου ως έγκλημα κατά της ίδιας της κοινωνίας, δεδομένου ότι με

11

αυτόν τον τρόπο απειλείτο η ύπαρξή της.[11] Υπό αυτή την έννοια, στην προσπάθειά της να επιβάλλει την καταλληλότερη – κατά τα δεδομένα της – ποινή στον εγκληματία, αφενός επέκτεινε τα όρια της ευθύνης και στην ομάδα που ανήκε ο τελευταίος και αφετέρου το είδος και η βαρύτητα του διαπραχθέντος εγκλήματος προσδιοριζόταν στη βάση των υποκειμενικών κριτηρίων της προσβεβλημένης ομάδας και η ποινή κατά συνέπεια καθοριζόταν σε συνάρτηση του είδους της ζημίας που είχε προκληθεί από το έγκλημα.[12] Η ποινή, που έφερε τον όρο «ποινή αίματος» λόγω του προαναφερόμενου δεσμού αίματος των μελών της ομάδας που την επέβαλε, είχε ως σκοπό να προστατεύσει τα μέλη της, υπό την έννοια της εξασφάλισης των κατάλληλων συνθηκών για την επιβίωσή τους. Το αποτέλεσμα αυτό θα μπορούσε να επέλθει εάν η ομάδα κατάφερνε να διατηρήσει ή και να ενισχύσει τη δύναμή της και παράλληλα να αποκρούσει τις εξωτερικές προσβολές. Με βάση τα ανωτέρω, η «ποινή αίματος» συνιστούσε μία μορφή κοινωνικής άμυνας[13] και ο εγκληματίας με την οικογένειά του είχαν την ευθύνη της διακινδύνευσης της ύπαρξης της ομάδας διαμέσου της διάπραξης του εγκλήματος.[14] Υποστηρίζεται ότι η ανωτέρω κατάσταση σηματοδοτούσε ουσιαστικά τις απαρχές της έννοιας της συλλογικής ευθύνης, η οποία επανήλθε στο προσκήνιο τον 20ο αιώνα.[15]

Αρχικά οι πρώτες οικογένειες και μετέπειτα οι Φυλές είχαν ορίσει τον αρχηγό τους ως υπεύθυνο για την τήρηση των εσωτερικών θεμάτων, αλλά και για την προστασία της οικογένειας ή της Φυλής από εξωτερικούς εχθρούς. Ως εγκλήματα θεωρούνταν πράξεις που προσέβαλαν τις θεότητες ή τις υπερφυσικές δυνάμεις και για το λόγο αυτό απαγορεύονταν. Οι πράξεις αυτές, ουσιαστικά προσέβαλαν τους στοιχειώδεις κανόνες συμπεριφοράς που η κοινωνία είχε θεσπίσει, προκειμένου να διατηρήσει τη συνοχή και την ομαλή συμβίωση στο εσωτερικό της. Η αναγκαιότητα της τιμωρίας έγκειτο αφενός στον εξευμενισμό της θεότητας και αφετέρου στην αποκατάσταση της ισορροπίας με την επιβολή των κανόνων συμπεριφοράς.[16] Όταν η παράβαση του κανόνα γινόταν αντιληπτή, η κοινωνία αναλάμβανε

12

την κάθαρσή της και κατ’ αυτόν τον τρόπο το έγκλημα και η τιμωρία του έκαναν ουσιαστικά την (πρώτη) εμφάνισή τους. Μεταξύ των συνηθέστερων εγκλημάτων στις πρωτόγονες κοινωνίες περιλαμβάνονταν η προδοσία, η αιμομιξία, η ιεροσυλία, η ανθρωποκτονία και οι παραβάσεις των εθιμικών κανόνων, ενώ για τους εγκληματίες προβλεπόταν σε κάποιες περιπτώσεις είτε η ποινή του θανάτου είτε η εκδίωξη από την κοινωνία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο τρόπος διευθέτησης των ιδιωτικών διαφορών, η αντιμετώπιση των εγκλημάτων και η απονομή της δικαιοσύνης από τους αρχαίους Έλληνες. Οι πλέον αντιπροσωπευτικές πηγές που διαθέτουμε για τη διερεύνηση των ανωτέρω είναι τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου[17]. Οι κοινωνίες, όπως προαναφέρθηκε, είχαν τη μορφή της Φυλής και του Γένους.[18] Με αφετηρία εθιμικούς κανόνες προσδιορίζονταν τα εγκλήματα ή οι πράξεις που απαγορεύονταν καθώς και οι συνέπειές τους. Σύμφωνα με τον Glotz[19], οι ανωτέρω παράνομες πράξεις διακρίνονταν σε εσωτερικές του γένους, οι οποίες ρυθμίζονταν από κανόνες με το όνομα «θέμις» και σε εξωτερικές που ρυθμίζονταν από κανόνες με το όνομα «δίκη». Ο αρχηγός του γένους, μολονότι κατείχε το δικαίωμα επιβολής και της πλέον αυστηρής τιμωρίας – της θανατικής – ωστόσο σπάνια την επέβαλε[20], διότι ο εγκληματίας ήταν μιαρός μεν, αλλά και ιερός δε ως συγγενής.

Αξίζει να υπογραμμισθεί[21] η υπερβολική αυστηρότητα της τιμωρίας του ατόμου, το οποίο εντοπιζόταν να διαπράττει έγκλημα επ’ αυτοφώρω ή ομολογούσε τη διάπραξή του, καθόσον ήταν δυνατόν να του αφαιρεθούν τα περιουσιακά του στοιχεία, να κατεδαφιστεί το σπίτι του, να κακοποιηθεί από τρίτους, να εξορισθεί και να απαγορευθεί η ταφή στη γενέτειρά

13

του. Για άλλα αδικήματα, όπως η μοιχεία, προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, η δημόσια διαπόμπευση, ο πολιτικός θάνατος, ο θρησκευτικός αφορισμός και η δυνατότητα πώλησης της μοιχαλίδας ως δούλης. Αναφορικά με το τελευταίο, αναδεικνύονται σημαντικά ζητήματα για τη θέση της γυναίκας, η οποία θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα. Τα συνηθέστερα εγκλήματα μεταξύ των γενών ήταν η ανθρωποκτονία και η κλοπή. Σε σχέση με την ανθρωποκτονία, η απάντηση συνίστατο στην εκδίκηση της οικογένειας του θύματος, η οποία ήταν και το πρώτιστο καθήκον της.[22] Ακολουθούσε η αντεκδίκηση και ο κύκλος της βίας συνεχιζόταν, όπως και η βεντέτα μεταξύ των δύο οικογενειών, με μόνη λύση για τον τερματισμό της την αυτοεξορία του εγκληματία.

Συμπερασματικά, η πιο πρωτόγονη μέθοδος επίλυσης της διαφοράς μεταξύ δύο ατόμων ήταν η εξουδετέρωση του αντιπάλου είτε διαμέσου της χρήσης βίας είτε διαμέσου του εκφοβισμού.[23] Αντίθετα, η πλέον πολιτισμένη μέθοδος, όπως θα αναλυθεί διεξοδικότερα παρακάτω, ήταν η παραπομπή της διαφοράς σε τρίτο πρόσωπο (συνήθως δικαστή), την απόφαση του οποίου ήταν υποχρεωμένα να σεβαστούν και τα δύο μέρη. Η εξέλιξη αυτή μπορούσε να επέλθει είτε με συναινετικό τρόπο – εάν τα εμπλεκόμενα μέρη συμφωνούσαν αναφορικά με την υποβολή της διαφοράς στην κρίση δικαστή και δεσμεύονταν ως προς την αποδοχή της απόφασής του – είτε κατόπιν εξαναγκασμού. Ωστόσο, έπρεπε οι δικαστικές αποφάσεις να είναι αποτελεσματικές σε όλες τις περιπτώσεις, οπότε για να καταστεί εφικτό αυτό έπρεπε να υποστηρίζονται και από την Πολιτεία, η οποία κατέχει τη δύναμη να επιβάλλεται σε όλους τους πολίτες. Ο τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν - όπου αυτό ήταν δυνατό - ο δικαστής και ο αρχηγός της κοινωνίας ή ο κυβερνήτης να είναι το ίδιο πρόσωπο.[24] Η λύση αυτή μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή και να είναι αποτελεσματική στις πρωτόγονες κοινωνίες.[25]

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προαναφερόμενες απαιτήσεις του θύματος για αποζημίωση δεν έκαναν την εμφάνισή τους μόνο στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες, αλλά και σε άλλες και νωρίτερα χρονικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίοδο του Μωσαϊκού Νόμου, κατά την οποία η αποκατάσταση ή η επανόρθωση της βλάβης συνιστούσε την κύρια και τη συνηθέστερη απόκριση στο έγκλημα.[26] Συμπληρωματικά, στην κοινωνία της Ινδίας ο Ινδουισμός απαιτούσε την αποκατάσταση της ζημίας και την επανόρθωση.[27] Ωστόσο, η

14

αποκατάσταση δεν ήταν πάντα αντίστοιχη της βλάβης ή της ζημίας που είχε υποστεί το θύμα,[28] με συνέπεια να υποστηρίζεται ότι η υποχρέωση του εγκληματία για καταβολή αποζημίωσης δεν υπαγορευόταν από το ενδιαφέρον για το θύμα, αλλά από την επιθυμία επαύξησης της αυστηρότητας της ποινής.

Αντίστοιχα βέβαια, και στις νεότερες κοινωνίες η αποζημίωση που καλείτο να καταβάλει ο δράστης συγκεκριμένων εγκλημάτων (όπως π.χ. της κλοπής) ήταν σημαντική[29], όπως και ο ρόλος της οικογενείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά ο Νόμος των Δώδεκα Πινάκων, που αποτέλεσε τη βάση του ρωμαϊκού δικαίου για μεγάλο χρονικό διάστημα και η οικογένεια σε ορισμένες περιπτώσεις ωθούνταν σε τακτικές εκδίκησης ως απόρροια της ευθύνης της. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί η δυσχέρεια εύρεσης αξιόπιστων πηγών αναφορικά με τη θέση του θύματος και την αποκατάστασή του ακόμα και σε περιπτώσεις όπως το αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο.

Μολονότι το έγκλημα και η τιμωρία του απασχόλησαν το σύνολο των ανθρωπίνων κοινωνιών διαχρονικά, ωστόσο η πορεία τους, οι μορφές τους και ο τρόπος αντιμετώπισής τους διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Κατά την εξέλιξή τους όμως, παρατηρήθηκαν ορισμένα κοινά σημεία διαχρονικά, τα οποία αφορούσαν το σύνολο της ανθρωπότητας και σε αντιστοιχία διαμορφωνόταν ο ρόλος του θύματος την εκάστοτε χρονική περίοδο και στη συγκεκριμένη κοινωνία. Ειδικότερα τα κυριότερα κοινά σημεία συνοψίζονται στα κάτωθι:[30]

i) Οι πράξεις που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα σε κάθε κοινωνία, θεωρείται ότι συντείνουν στον κλονισμό της ύπαρξής της. Για το λόγο αυτό και η «ποινή αίματος» συνιστούσε, όπως προαναφέρθηκε, στις πρώτες κοινωνίες μία μορφή κοινωνικής άμυνας.

ii) Στις πρωτόγονες κοινωνίες τα εγκλήματα ήταν αρχικά πράξεις που προσέβαλαν υπερφυσικές δυνάμεις ή θεότητες και πράξεις προδοσίας, στη συνέχεια όμως, με τη διεύρυνση

15

Back to Top