ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 264
- ISBN: 978-960-654-620-4
- ISBN: 978-960-654-620-4
- Δείτε ένα απόσπασμα
Στο πόνημα «Ποινική Απόδειξη» παρουσιάζονται τα πιο καίρια ζητήματα που αναφύονται στο δίκαιο της ποινικής απόδειξης, όπως διαμορφώθηκαν μετά τον Ν 4855/2021. Ειδικότερα, αναλύονται:
• τα απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα με έμφαση στο δικηγορικό απόρρητο
• οι αλλαγές και η αποτίμησή τους ως προς την πραγματογνωμοσύνη στον νέο ΚΠΔ
• οι μάρτυρες στην ποινική δίκη
• η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου
• οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος
Μέσα από την πλήρη θεωρητική και νομολογιακή τεκμηρίωση των παρουσιαζόμενων θεμάτων παρέχεται στον εφαρμοστή του ποινικού δικαίου ένα πρακτικό και χρήσιμο εγχειρίδιο.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. VII |
Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δικηγορικό απόρρητο: αυξημένης τυπικής ισχύος και κοινό κανονιστικό πλαίσιο | Σελ. 1 |
I. Η έκταση της απαγόρευσης αξιοποίησης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων | Σελ. 1 |
Α. Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας κατά το εθνικό δίκαιο | Σελ. 1 |
Β. Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας από κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος (ΕΣΔΑ – ΔΣΑΠΔ - ΧΘΔΕΕ) | Σελ. 42 |
II. Το δικηγορικό απόρρητο | Σελ. 51 |
Α. Η έκταση του δικηγορικού απορρήτου | Σελ. 51 |
Β. Η αδυναμία αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού αποκτηθέντος κατά παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου | Σελ. 63 |
Πραγματογνωμοσύνη και νέος ΚΠΔ: μια πρώτη αποτίμηση των αλλαγών | Σελ. 65 |
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 65 |
II. Η πραγματογνωμοσύνη ειδικότερα | Σελ. 73 |
III. Κριτική προσέγγιση των αλλαγών που επήλθαν | Σελ. 82 |
IV. Οι περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεις και τα ερμηνευτικά τους προβλήματα | Σελ. 97 |
V. Καταληκτικές παρατηρήσεις | Σελ. 119 |
Μάρτυρες και ποινική δίκη: Από την Ποινική Δικονομία του 1834 μέχρι τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας | Σελ. 121 |
Ι. Ποινική Δικονομία του έτους 1834 | Σελ. 121 |
ΙΙ. Προπαρασκευαστικές εργασίες προϊσχύσαντα ΚΠΔ | Σελ. 130 |
ΙΙΙ. Ο προϊσχύσας Κώδικας Ποινικής Δικονομίας | Σελ. 151 |
IV. Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας | Σελ. 157 |
V. Μερικές συμπερασματικές επισημάνσεις | Σελ. 179 |
Η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου στο δίκαιο της ποινικής απόδειξης | Σελ. 181 |
I. Η διαχρονική έκφραση του προβλήματος | Σελ. 181 |
II. Η νομική φύση της ρυθμίσεως | Σελ. 184 |
III. Σύνταγμα - ΕΣΔΑ | Σελ. 187 |
IV. Όρια αποδεικτικού περιορισμού | Σελ. 195 |
V. Το μη λαμβανόμενο υπόψη υλικό | Σελ. 198 |
VI. Η διαδικαστική φάση ισχύος του περιορισμού | Σελ. 205 |
VII. Παραβίαση της διάταξης του άρθρου 211 ΚΠΔ – αναιρετικός έλεγχος | Σελ. 206 |
VIII. Επίμετρο | Σελ. 209 |
Οικονομικά εγκλήματα και εγκλήματα διαφθοράς: Τμήμα εισαγγελίας ή ένας εισαγγελέας για τη δίωξή τους; | Σελ. 211 |
Ι. Προϊσχύσαν δίκαιο | Σελ. 211 |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 211 |
Β. Εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος | Σελ. 215 |
Γ. Εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς | Σελ. 225 |
ΙΙ. Ισχύον δίκαιο | Σελ. 240 |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 240 |
Β. Μια πρώτη θεώρηση του νέου κανονιστικού πλαισίου | Σελ. 242 |
ΙΙΙ. Τα δύο δίκαια σε αντιπαράθεση | Σελ. 247 |
Α. Οι παθογένειες του προηγούμενου καθεστώτος | Σελ. 247 |
Β. Το νομοθετικά πρόσφατο εγχείρημα | Σελ. 248 |
IV. Τελική θέση | Σελ. 249 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 251 |
Σελ. 1
Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δικηγορικό απόρρητο: αυξημένης τυπικής ισχύος και κοινό κανονιστικό πλαίσιο*
I. Η έκταση της απαγόρευσης αξιοποίησης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων
Α. Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας κατά το εθνικό δίκαιο
1. Η συνταγματική προστασία. Η προστασία της επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων συνιστά μια από τις πρωταρχικές και βασικές υποχρεώσεις της Πολιτείας, καθώς μέσω αυτής κατοχυρώνεται ουσιαστικά η ελευθερία εκδήλωσης της σκέψης. Το Γερμανικό Ακυρωτικό έχει τονίσει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο ότι: «Η ελευθερία στην ανθρώπινη επικοινωνία θα διαταρασσόταν, αν ο καθένας έπρεπε να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα, πως κάθε λέξη του, κάθε αστόχαστη ή χωρίς αυτοκυριαρχία έκφρασή του, κάθε συμπτωματική γνώμη του στα πλαίσια μιας συζητήσεως... θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επ’ ευκαιρία άλλης περιπτώσεως και κάτω από άλλες περιστάσεις για να στραφεί εναντίον του με περιεχόμενο τον τόνο ή την απόχρωσή της. Αυτό θα περιόριζε το άτομο στην ελεύθερη έκφραση των σκέψεών του και τελικώς θα δηλητηρίαζε τις ανθρώπινες σχέσεις».
Για το λόγο αυτό, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας με διατάξεις συνταγματικής περιωπής ήταν δικαιοπολιτικά επιβεβλημένη. Προς τούτο, ο εθνικός συντακτικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία του απορρήτου των επιστολών, της ανταπόκρισης και της επικοινωνίας στο
Σελ. 2
άρθρο 19 του Συντάγματος. Η συγκεκριμένη συνταγματική πρόβλεψη
Σελ. 3
έτυχε ευρείας αποδοχής από το σύνολο της θεωρίας και νομολογίας. Στο επίπεδο αυτό έχει παρατηρηθεί πως με τη συνταγματική διάταξη για το απόρρητο της επικοινωνίας [το τότε άρθρο 20 Συντάγματος] κατοχυρώνεται ένα «βασικόν ανθρώπινον αγαθό και δικαίωμα, η ελευθερία εκδηλώσεως της σκέψεως, εν τη ειδική αυτής εμφανίσει ως ελευθερίας γνωστοποιήσεως δι’ επιστολής ή δι’ άλλου μέσου ανταποκρίσεως της σκέψεως εις εκείνο μόνον το πρόσωπο, το οποίον επέλεξεν ο φορεύς αυτής, με την πρόσθετη επισήμανση ότι η παραβίαση αυτή της ελευθερίας «[...] αφενός μεν δύναται να συντελέση σοβαρώς εις την απομόνωσιν των πολιτών και να προσβάλη ούτω την δημοκρατικήν του πολιτεύματος φύσιν, της οποίας εν των χαρακτηριστικών είναι η ελευθέρα πνευματική επικοινωνία μεταξύ
Σελ. 4
των πολιτών, αφ’ ετέρου δε θα απετέλει αφόρητον, από ελευθέρας σκοπιάς, έλλειψιν σεβασμού προς τον ιδιωτικόν βίον αυτών».
Ειδικότερα, στο άρθρο 19 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά το Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ΦΕΚ Α΄ 84/17.4.2001, ορίζονται τα εξής:
«1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.
3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 του Συντάγματος: «1. Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη.
Σελ. 5
Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
2. Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει».
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 9Α του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».
Το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφ. α΄ Σ κατοχυρώνει την προστασία της επικοινωνίας σε οικειότητα και συνιστά την αντίστροφη όψη του άρθρου 14 Σ, που προστατεύει την επικοινωνία σε δημοσιότητα. Η οικειότητα αυτή
Σελ. 6
Σελ. 7
προσδίδει έναν «προσωπικό» χαρακτήρα στην επικοινωνία και κατά τούτο συνιστά στην πραγματικότητα δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία lato sensu. Το δικαίωμα προστασίας της επικοινωνίας του άρθρου 19 παρ. 1 εδάφ. α΄ Σ περιλαμβάνει δύο επιμέρους εκφάνσεις: α) την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, β) το απόρρητο όλων των μορφών επικοινωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα που επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη μυστικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα.
Η συνταγματική προστασία της απόρρητης επικοινωνίας συνεπάγεται ότι είναι απολύτως απαγορευμένη: α) κάθε μορφή παρακολούθησης, ελέγχου, και, κατά μείζονα λόγο, αποτύπωσης της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, β) κάθε μορφή λογοκρισίας ή άλλης παρεμπόδισης της επικοινωνίας, και γ) κάθε μορφή χρησιμοποίησης αποδεικτικών μέσων, τα οποία αποκτήθηκαν κατά παράβαση της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου από δημόσιες γενικά αρχές ή ενώπιόν τους.
Εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν γνωρίζει από το Σύνταγμα περιορισμούς, τέτοιοι περιορισμοί δεν επιτρέπεται να τεθούν ερμηνευτικώς. Το πεδίο
Σελ. 8
εφαρμογής του πρέπει να συμπίπτει με την έκταση ισχύος του ατομικού δικαιώματος που κατοχυρώνει.
Αποδέκτες του δικαιώματος του άρθρου 19 παρ. 1 εδαφ. α΄ Σ πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι όχι μόνο η κρατική εξουσία αλλά -κατά την ορθότερη άποψη- και οι ιδιώτες. Τούτο διότι στη σημερινή πραγματικότητα αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο κίνδυνος καταστρατήγησης του δικαιώματος της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας από τους ιδιώτες είναι εξίσου υπαρκτός, ίσως και μεγαλύτερος. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, «θα ήταν αδιανόητο να παραμείνουν συνταγματικά απροστάτευτες οι, ως επί το πλείστον νέες και δυναμικά εξελισσόμενες, μορφές αυτές επικοινωνίας, τη στιγμή που ο συντακτικός νομοθέτης καθιέρωσε το απόλυτα απαραβίαστο του απορρήτου κάθε είδους επικοινωνίας. Εξάλλου, για όλες λίγο-πολύ τις μορφές επικοινωνίας και ιδίως για τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις η τεχνολογική εξέλιξη παρέχει δυνατότητες υποκλοπής από ιδιώτες, με τα πιο διαφορετικά ο καθένας κίνητρα. Συνεπώς, είναι απαράδεκτη η προσκομιδή και επίκληση σε δικαστήριο ή άλλη δημόσια αρχή αποδεικτικού μέσου αποκτημένου με παραβίαση του απορρήτου από ιδιώτες, ενόψει μάλιστα και της νέας παρ. 3 του άρθρου 19 Συντ. Το απαράδεκτο αυτό υφίστατο πάντως ακόμη και πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αφού απέρρεε ευθέως από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας».
Σύμφωνα με το εδάφ. β΄ του άρθρου 19 Σ, το απόρρητο της επικοινωνίας μπορεί να καμφθεί υπό τη ρητή επιφύλαξη νόμου [βλ. σχετικά Ν 2225/1994] αποκλειστικά από τη δικαστική αρχή και μόνο σε εξαιρετικές
Σελ. 9
περιπτώσεις, ήτοι για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Με άλλα λόγια, η παραβίαση του απορρήτου συνοδεύεται από αυξημένες εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται: αφενός πρέπει πάντοτε να υπάρχει προηγούμενη εντολή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού, αφετέρου θα πρέπει να προσδιορίζονται στον σχετικό νόμο (τυπικό ή κανονιστική πράξη ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση) σαφή και συγκεκριμένα κριτήρια που οφείλει να λάβει υπόψη της η δικαστική αρχή κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προβλέπεται η σχετική διαδικασία και η διάρκεια της άρσης. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα πρόκειται για δικαιοδοτική κρίση αλλά για «θεσμοποιημένη αυθαιρεσία». Φυσικά, περιορισμό στην παραβίαση του συγκεκριμένου δικαιώματος – και εν γένει των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων - θέτει η αρχή της αναλογικότητας και
Σελ. 10
της μη προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος.
Παρά τη συνταγματική κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας, ο συντακτικός νομοθέτης, για μια πληρέστερη διασφάλιση του σχετικού δικαιώματος, προέβλεψε στην παρ. 2 του άρθρου 19 Σ τη συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής[13]-.
Σελ. 11
Σελ. 12
Συγχρόνως, το άρθρο 9 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα στο άσυλο της κατοικίας και ιδρύει την αξίωση του ατόμου, τόσο έναντι της κρατικής εξουσίας όσο και των ιδιωτών, να μην παρεμβαίνουν στον ιδιωτικό του χώρο χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του και χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων που θέτει περιοριστικά ο νόμος. Το εν λόγω δικαίωμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και την ελευθερία επικοινωνίας. Ο όρος κατοικία χρησιμοποιείται εδώ με την ευρεία έννοια και νοείται «ο πραγματικός (στη φυσική του διάσταση) ιδιωτικός μη προσιτός σε τρίτους χώρος, τον οποίο το άτομο έχει επιλέξει για τη διαβίωση, διαμονή ή εργασία του και στον οποίο η είσοδος είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον παρέχεται η συναίνεσή του». Παρά την ευρεία, απόλυτη απαγόρευση διεξαγωγής ερευνών εντός της οικίας χωρίς την παρουσία εκπροσώπου δικαστικής αρχής, στην πράξη γίνεται μια συσταλτική ερμηνεία της διάταξης και εφαρμόζεται μόνο στις ανακριτικές έρευνες, αυτές δηλαδή που αποβλέπουν στη συλλογή αποδείξεων για κάποιο έγκλημα.
Σελ. 13
Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο άρθρο 19 Σ η παρ. 3, σύμφωνα με την οποία τίθεται κατά τρόπο ανεπιφύλακτο και απόλυτο η απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων προστασίας του ασύλου της κατοικίας, των προσωπικών δεδομένων και του απορρήτου των επιστολών. Με βάση τη συνταγματική διατύπωση συνάγεται ότι δεν υφίσταται έδαφος για σταθμίσεις σε περίπτωση σύγκρουσης προς άλλα συνταγματικά δικαιώματα, ενώ η απαγόρευση είναι άμεσα εφαρμόσιμη και παραμερίζει κάθε αντίθετη διάταξη νόμου.
Έχει υποστηριχθεί μάλιστα ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται εν γένει όταν η απόκτηση του αποδεικτικού μέσου γίνεται κατά παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής διάταξης που κατοχυρώνει ατομικά δικαιώματα.
Φυσικά, πλέον της ρητής συνταγματικής απαγόρευσης του άρθρου 19 παρ. 3 Σ, είναι αναντίρρητο ότι δεν μπορεί ποτέ να αποσπασθεί, ούτε να αξιοποιηθεί, αποδεικτικό μέσο που αποκτήθηκε κατόπιν προσβολής της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ.), ή κατόπιν παραβίασης του πυ
Σελ. 14
Σελ. 15
Σελ. 16
ρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι, απαγορεύεται κατ’ απόλυτο τρόπο, για παράδειγμα, η αξιοποίηση της ομολογίας του κατηγορουμένου που αποσπάστηκε κατόπιν βασανιστηρίων. Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποφασίζει ελεύθερα και με δική του βούληση, εάν θα συνεισφέρει ενεργητικά στην απόδειξη της ενοχής του (παθητικά συμμετέχει στην απόδειξη αυτή, όταν π.χ. υποχρεούται να δώσει αίμα ή άλλο γενετικό υλικό για ανάλυση DNA: άρθρο 201 ΚΠΔ), αλλιώς μεταβάλλεται σε αντικείμενο,
Σελ. 17
μέσο και εργαλείο για την εξυπηρέτηση των διαθέσεων και σκοπιμοτήτων του διωκτικού μηχανισμού. Αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε καμιά περίπτωση, έστω και αν πρόκειται να εξιχνιασθεί το ειδεχθέστερο έγκλημα, επειδή η αξιοποίηση αυτή θα συνιστά εκ νέου προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. «Τον ίδιο απόλυτο χαρακτήρα φέρει η απαγόρευση
Σελ. 18
αξιοποίησης για παράδειγμα και στην περίπτωση παρακολούθησης με μικρόφωνα, video ή άλλα ειδικά τεχνικά μέσα των διαδραματιζόμενων στην κατοικία του κατηγορουμένου ή τρίτου προσώπου, αφού εν προκειμένω προσβάλλεται ο ουσιαστικός πυρήνας του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας».
2. Η προστασία σε επίπεδο τυπικού νόμου - Η ποινική προστασία. Σε επίπεδο τυπικού νόμου, η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας κατοχυρώνεται μέσω της τυποποίησης του οικείου ποινικού αδικήματος του άρθρου 370Α ΠΚ.
Σελ. 19
Σελ. 20
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 370Α [: παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας] στο πλαίσιο του Νέου ΠΚ, ορίζει τα εξής:
«1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο
Σελ. 21
της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
3. Όποιος αθέμιτα κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
4. Αν ο δράστης των πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 είναι πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή μέλος της διοίκησης ή υπεύθυνος διασφάλισης του απορρήτου ή εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου ή ενεργεί ιδιωτικές έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ’ επάγγελμα ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή».
Στην Αιτιολογική Έκθεση του Νέου ΠΚ επισημαίνονται τα ακόλουθα: «Με βάση την παραδοχή ότι «απόλυτη προστασία της ιδιωτικότητας στις μεταξύ ισότιµων πολιτών σχέσεις θα σήμαινε ενδεχομένως να τεθεί σε κίνδυνο η προσωπική ελευθερία και η τιμή (και όχι µόνο αυτά τα αγαθά) ενός άδικα κατηγορουμένου, για να προστατευθεί η ιδιωτικότητα ενός συκοφάντη ψευδομηνυτή», ορίζεται ότι η χρήση πληροφορίας ή υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί µε τρόπο που συνιστά παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας ή προφορικής συνομιλίας πρέπει να γίνει αθέμιτα. Απόκειται στο δικαστήριο ή την ανακριτική αρχήν να κρίνει αν συντρέχει λόγος που αίρει το άδικο, ιδίως αν πρόκειται για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου. Το στοιχείο αυτό απαιτείται και για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 (ΣυµβΑΠ 1622/2005, ΑΠ 42/2004)».
Σελ. 22
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι στο άρθρο 370Α ΠΚ, μέχρι το 2008, προβλεπόταν στην τότε παρ. 4 ειδικός λόγος άρσης του αδίκου και συγκεκριμένα ότι «Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά».
Το άρθρο 370Α ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 Ν 3674/2008, ΦΕΚ Α΄ 136/10.7.2008 (έναρξη ισχύος από 1-9-2008), όπου απαλείφθηκε ο λόγος άρσης του αδίκου και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ανωτέρω νόμου (Ν 3674/2008): «Προς εναρμόνιση δε της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία απαγορεύεται, απολύτως και χωρίς διάκριση, η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί
Σελ. 23
παράνομα, κρίθηκε επιβεβλημένη η απάλειψη της παρ. 4 του άρθρου αυτού του ΠΚ».
Ήδη όμως και κατά τη διάρκεια ισχύος της τότε παρ. 4 του άρθρου 370Α ΠΚ, σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας αυτής, και μάλιστα πριν καν προβλεφθεί η απόλυτη συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 19 παρ. 3 Σ., ανέδειξε η ΟλΑΠ 1/2001, η οποία, κρίνοντας επί ιδιωτικής διαφοράς, κατέληξε ότι «η απονομή της δικαιοσύνης δεν θα πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει –υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα– στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνου από συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεσή τους. […] Εξαίρεση από τον συνταγματικής ισχύος κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνον χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων εννόμων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου εννόμου αγαθού». Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, η Ολομέλεια του Ακυρωτικού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προστασία του ιδιωτικού βίου υπερέχει έναντι της προστασίας του «δημοσίου συμφέροντος».
Τις παραδοχές της Ολομέλειας φαίνεται να αφουγκράστηκε ο νομοθέτης, αφενός προβλέποντας ρητά στο άρθρο 19 παρ. 3 Σ την απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αφετέρου καταργώντας, με τον Ν 3674/2008, τον προβλεπόμενο στο άρθρο 370Α ΠΚ ειδικό λόγο άρσης του αδίκου.
3. Η αδυναμία αξιοποίησης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σύμφωνα με τον ΚΠΔ. Ο ανωτέρω Ν 3674/2008, προς εναρμόνιση με την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που έχει συλλεγεί κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων, τροποποίησε και το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ. Πιο συγκεκριμένα:
Σελ. 24
Το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως η σχετική παράγραφος προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 2 Ν 2408/1996, είχε ως εξής:
«Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολής ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη η ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης».
Μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 2 Ν 3674/2008, ΦΕΚ Α΄ 136/10.7.2008, το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ ισχύει μέχρι σήμερα (και με τον Νέο ΚΠΔ) με το εξής περιεχόμενο:
«Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία».
Στην Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω νόμου, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, τροποποιήθηκε παράλληλα και το άρθρο 370Α ΠΚ αφενός μεν επί το αυστηρότερο, αφετέρου δε προς εναρμόνιση με την απόλυτη απαγόρευση χρήσης οποιουδήποτε παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, διαλαμβάνονται τα εξής: «Ακόμη, ενόψει της γενικευμένης, διαρκώς εξαπλούμενης και, χωρίς όρια, απόκτησης και χρήσης των αθέμιτων μαγνητοφωνήσεων ή μαγνητοσκοπήσεων, μέσω της δημοσιοποίησής τους από τα ΜΜΜ, που έχει οδηγήσει πλέον, κατ’ ουσία, στην κατάργηση της ιδιωτικότητας και στην ανεμπόδιστη εισβολή στην ιδιωτική ζωή των ατόμων ποικιλώνυμων συμφερόντων, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση, επί το αυστηρότερο, της διατάξεως του άρθρου 370Α του ΠΚ και η αναβάθμισή της σε κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ώστε να περιφρουρηθούν και θωρακιστούν τα ιδιωτικά δικαιώματα, η ιδιωτική ζωή και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου, που αποτελούν εκδήλωση της προσωπικότητας του, την οποία πρωταρχικά προστατεύει το Σύνταγμα. Προς εναρμόνιση δε της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία απαγορεύεται, απολύτως και χωρίς διάκριση, η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί παράνομα, κρίθηκε επιβεβλημένη η απάλειψη της παρ. 4 του άρθρου αυτού του ΠΚ … Τέλος, για να εναρμονιστεί με τις παραπάνω ρυθμίσεις η διάταξη του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 αυτού».