ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Από τη θεωρία στην πράξη
Διατίθεται δωρεάν Συμπλήρωμα, με τις αλλαγές που επήλθαν με τον Ν 5090/2024
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 600
- ISBN: 978-618-08-0061-6
Το βιβλίο «Η Ποινική Προδικασία - Από τη Θεωρία στην Πράξη» επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά οι εφαρμοστές του δικαίου, από το στάδιο της έναρξης της ποινική δίωξης, την προκαταρκτική εξέταση, την προανάκριση, την κυρία ανάκριση μέχρι το στάδιο της εισαγωγής στην ακροαματική διαδικασία.
Ειδικότερα αναδεικνύονται τα εξής θέματα:
- Προδικασία (ποινική δίωξη, ανακριτικοί υπάλληλοι, προκαταρκτική εξέταση, κύρια ανάκριση)
- Αποδεικτικά μέσα (αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες, έγγραφα)
- Ανακριτικές πράξεις (έρευνες, κατάσχεση)
- Ειδικές ανακριτικές πράξεις (ανακριτική διείσδυση, άρση απορρήτου, δέσμευση περιουσίας)
- Ακυρότητες
- Δικαστική συνδρομή – Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας
- Ποινική διαταγή – Ποινική συνδιαλλαγή – Ποινική διαπραγμάτευση
- Έγκλημα στον κυβερνοχώρο – Εργατικό ατύχημα – Τροχαίο ατύχημα
Το έργο συνδυάζει τη γνώση και την εμπειρία των συγγραφέων, με την παράθεση πλούσιων νομολογιακών αναφορών αλλά και απόψεων της θεωρίας. Περιέχει υποδείγματα σε κάθε κεφάλαιο που πραγματεύεται, διευκολύνοντας σε πρακτικό επίπεδο τον αναγνώστη.
Αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον δικαστή, τον δικηγόρο, τον φοιτητή, τον υποψήφιο και σπουδαστή της ΕΣΔΙ και τους διενεργούντες την προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση (πταισματοδίκες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς, λιμενικούς).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η αναζήτηση της αλήθειας για τον δικαστή | Ι. Βαλμαντώνης 1
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
2. Ο αποκλεισμός της συνεκτικής και της συναινετικής προσέγγισης της αλήθειας 3
3. Περιττές διακρίσεις της αλήθειας 7
4. Η διαφορετική θέση των παραγόντων της δίκης στο χειρισμό
των πραγματικών ζητημάτων 9
5. Νομολογιακή προσέγγιση της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας 11
6. Η αλήθεια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης 14
II. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Α. Έναρξη ποινικής δίωξης
Αναβολή - Αποχή από την ποινική δίωξη | Ι. Σέβης 17
1. Έναρξη ποινικής δίωξης 17
2. Αρχή της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή της αυτοτελούς κατηγορίας 18
3. Αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων ή της δημόσιας κατηγορίας 19
4. Αρμόδιος για την κίνηση της ποινικής δίωξης 19
5. Χαρακτηριστικά της ποινικής δίωξης 24
i. Ο δημόσιος χαρακτήρας 24
ii. Η αυτεπάγγελτη κίνηση 24
iii. Το υποχρεωτικό 37
iv. Το αδιαίρετο 38
v. Το μη ανακλητό 38
6. Αρχή της νομιμότητας 38
7. Ενέργειες του εισαγγελέα μόλις λάβει την μήνυση ή την αναφορά ή την έγκληση 39
i. Νομικά αστήρικτη - Προφανώς αβάσιμη στην ουσία της - Ανεπίδεκτη
δικαστικής εκτίμησης 39
ii. Προκαταρκτική εξέταση 43
iii. Τέσσερις συν ένας τρόποι κίνησης της ποινικής δίωξης 45
8. Κάμψη της αρχής της νομιμότητας - Αρχή σκοπιμότητας 52
XII
9. Περιπτώσεις αναβολής της ποινικής δίωξης 53
10. Περιπτώσεις αποχής από την ποινική δίωξη 58
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ
1. Πράξη αρχειοθέτησης (κατ’ άρθρο 467 ΠΚ) 66
ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
1. Διάταξη οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 45 παρ. 2 ΚΠΔ) 68
2. Διάταξη προσωρινής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 48 παρ. 1 ΚΠΔ) 70
3. Διάταξη προσωρινής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 48 παρ. 2 ΚΠΔ) 72
4. Διάταξη οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 48 παρ. 5 ΚΠΔ) 74
5. Διάταξη προσωρινής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 49 παρ. 1 ΚΠΔ) 76
6. Διάταξη αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 49 παρ. 3 ΚΠΔ) 78
7. Διάταξη οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 50 παρ. 1 ΚΠΔ) 80
8. Διάταξη αποχής από ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 314 παρ. 2 εδ. γ’ ΠΚ) 82
9. Διάταξη αποχής από ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 381 παρ. 1 εδ. β’ ΝΠΚ) 83
10. Διάταξη οριστικής αποχής από ποινική δίωξη (κατ’ άρθρο 344 ΠΚ) 84
ΑΝΑΒΟΛΗ
1. Πράξη αναβολής (κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ) 86
2. Πράξη αναβολής (κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ) 87
3. Πράξη αναβολής (κατ’ άρθρο 59 παρ. 4 ΚΠΔ) 89
Β. Ανακριτικοί Υπάλληλοι | Ε. Μιχαλοπούλου 91
1. Εισαγωγή 91
2. Η νομική φύση των ανακριτικών υπαλλήλων 92
3. Διακρίσεις των ανακριτικών υπαλλήλων 94
4. Έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής (αρ. 231 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ) 98
5. Λόγοι αποκλεισμού, εξαίρεσης και αποχής των ανακριτικών υπαλλήλων 99
6. Πειθαρχική και ποινική ευθύνη 101
7. Ο ανακριτικός υπάλληλος ως μάρτυρας 101
8. Ανακριτική 102
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Ένταλμα βίαιης προσαγωγής στο όνομα του ελληνικού λαού 104
2. Ένταλμα βίαιης προσαγωγής στο όνομα του ελληνικού λαού 105
3. Δήλωση αποχής κατ΄ άρθρο 25 παρ. 1 ΚΠΔ 106
Γ. Αυτεπάγγελτη [«Αστυνομική»] Προανάκριση | Α. Παπαθανασίου 107
1. Προδικασία 107
XIII
2. Προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία (αυτεπάγγελτη ή «αστυνομική» προανάκριση) 107
i. Οι προϋποθέσεις της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανάκρισης 108
3. Βασικές ανακριτικές πράξεις στο πλαίσιο της «αστυνομικής»
ή αυτεπάγγελτης προανάκρισης 108
i. Έρευνα κατοικίας κατά τη διάρκεια της ημέρας 108
ii. Νυχτερινή έρευνα σε κατοικία 110
iii. Σωματικές και προληπτικές έρευνες 110
iv. Προληπτικές σωματικές έρευνες από την ΕΛ.ΑΣ. 111
v. Αυτοψία 111
vi. Κατάσχεση πειστηρίων 112
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Έκθεση αυτοψίας 113
2. Έκθεση κατάσχεσης 114
3. Έκθεση κατάσχεσης οχήματος 115
4. Έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης 117
5. Έκθεση παράδοσης κατασχεθέντων 118
6. Έκθεση κατάσχεσης και απόδοσης κατασχεθέντων 119
7. Έκθεση κατάσχεσης και μεσεγγύησης 120
8. Διάθεση δικαστικού εκπροσώπου για διενέργεια έρευνας σε κατοικία 121
9. Έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα με τη συναίνεση του ενοίκου 122
10. Έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύχτα με τη συναίνεση του ενοίκου 123
11. Έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα με την πρόσληψη
κλειδαρά και γείτονα 124
12. Έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύχτα με την πρόσληψη
κλειδαρά και γείτονα 125
Δ. Η προκαταρκτική εξέταση | Ε. Μιχαλοπούλου 127
1. Εισαγωγή 127
2. Η νομική φύση και ο σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης 127
3. Αποδεικτικά μέσα 129
4. Τα δικαιώματα των διαδίκων 130
i. Δικαιώματα υπόπτου 130
ii. Η εφαρμογή του άρθρου 102 ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση 133
iii. Δικαιώματα παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας 133
5. Χρονικά όρια της προκαταρκτικής εξέτασης 134
6. Η υποχρεωτικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης 134
i. Πότε επιβάλλεται 134
XIV
ii. Υποχρεωτική για την οικονομία της ποινικής δίκης 135
iii. Πότε δεν χρειάζεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης 136
7. Περάτωση προκαταρκτικής εξέτασης 137
i. Κλήση σε παροχή εξηγήσεων 137
ii. Μόνη η εμπρόθεσμη κλήση του υπόπτου 138
iii. Κατ’ εξαίρεση περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης,
χωρίς την κλήση του υπόπτου σε παροχή εξηγήσεων 138
8. Τι ακολουθεί μετά την προκαταρκτική εξέταση 138
i. Αρχειοθέτηση της υπόθεσης κατ’ άρθρο 43 παρ. 3 ΚΠΔ 138
ii. Κίνηση της ποινικής δίωξης 139
iii. Θέση της υπόθεσης στο Αρχείο Αγνώστων Δραστών 140
iv. Αποχή από την κίνηση της ποινικής δίωξης 140
9. Επίλυση ζητημάτων 140
i. Ποιος διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση 140
ii. Πώς διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση 141
α. Αυτοπρόσωπη προκαταρκτική εξέταση 141
β. Παραγγελία προς τους γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους 142
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Διάταξη απόρριψης αιτήματος κατ' άρθρο 102 ΚΠΔ 144
2. Πρόσκληση για προκαταρκτική εξέταση (σύμφωνα με τα άρθρα 30 παρ. 1, 31,
παρ. 1, 3 και 243, 244 παρ. 1 ΚΠΔ) 146
3. Ανωμοτί εξέταση υπόπτου (προφορικά) (άρθρο 244 παρ. 1 ΚΠΔ) 147
4. Ανωμοτί εξέταση υπόπτου (προφορικά) (άρθρο 244 παρ. 1 ΚΠΔ) 149
Ε. Η κύρια ανάκριση | Ε. Γάκη 151
1. Εισαγωγή 151
2. Προσωρινή κράτηση 152
3. Διαφωνία ανακριτή 153
4. Επέκταση ή συρρίκνωση δίωξης από τον ανακριτή 154
5. Απολογία κατηγορουμένου με κλήση 156
6. Απολογία κατηγορουμένου μετά από ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής 157
7. Απολογία κατηγορουμένου σε περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος 158
8. Απολογία του κατηγορουμένου επί κακουργημάτων και συναφών
πλημμελημάτων για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αρμοδιότητα
σύμφωνα με τον Ν 4689/2020 159
9. Γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται μετά την παρουσία ή προσαγωγή
του κατηγορουμένου για απολογία ενώπιον του ανακριτή 164
10. Περιοριστικοί όροι των «ευαίσθητων» εγκλημάτων 169
XV
11. Η ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης (άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α΄ και γ΄ ΚΠΔ) 170
12. H συμπληρωματική - περαιτέρω ανάκριση 172
13. Συνανάκριση ή χωρισμός δικογραφιών 174
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Αίτηση ακρόασης εισαγγελέα για έκδοση διάταξης 175
2. Περάτωση κύριας ανάκρισης αγνώστου δράστη 176
3. Διάταξη επιβολής περιοριστικών όρων 177
4. Ένταλμα προσωρινής κράτησης 178
5. Ένταλμα σύλληψης 179
6. Ένταλμα βίαιης προσαγωγής 180
ΣΤ. Δικαιώματα υπόπτου - κατηγορουμένου | Ε. Γάκη 181
1. Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση
(άρθρο 244 παρ. 1 ΚΠΔ) 181
i. Δικαίωμα διορισμού συνηγόρου (άρθρο 89 ΚΠΔ) 182
ii. Παραίτηση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου από το δικαίωμα
εκπροσώπησης διά συνηγόρου (άρθρο 90 ΚΠΔ) 182
iii. Δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικού συμβούλου στον ύποπτο
ή τον κατηγορούμενο (άρθρο 91 ΚΠΔ) 183
iv. Δικαίωμα συμπαράστασης με συνήγορο κατά τη διενέργεια ανακριτικών
πράξεων (άρθρα 92-93 ΚΠΔ) 183
v. Δικαίωμα σε ενημέρωση (άρθρο 95 ΚΠΔ) 183
vi. Δικαίωμα χορήγησης εγγράφου περί των δικαιωμάτων (άρθρο 96 ΚΠΔ) 184
vii. Δικαίωμα παράστασης του υπόπτου με συνήγορο (άρθρο 99 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠΔ) 184
viii. Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας (άρθρο 100 ΚΠΔ) 185
ix. Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης (άρθρο 101 ΚΠΔ) 185
x. Δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων (άρθρο 102 ΚΠΔ) 186
xi. Δικαίωμα χορήγησης προθεσμίας (τουλάχιστον) 48 ωρών για την απολογία
(άρθρο 103 ΚΠΔ) 187
xii. Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης (άρθρο 104 ΚΠΔ) 188
xiii. Δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης των διορισθέντων
πραγματογνωμόνων (άρθρο 192 ΚΠΔ) 189
xiv. Δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου (άρθρο 204 ΚΠΔ) 190
2. Δικαιώματα κατηγορουμένου κατα το στάδιο της προανάκρισης
και της κύριας ανάκρισης 191
i. Γνωστοποίηση πέρατος κυρίας ανάκρισης στον κατηγορούμενο και δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας (άρθρο 308 παρ. 4 ΚΠΔ) 192
ii. Απολογία κατηγορουμένου (άρθρα 270 παρ. 1 εδ. α΄, 273, 274 ΚΠΔ) 192
XVI
ΙΙΙ. ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Α. Εισαγωγή | Ε. Μιχαλοπούλου / Θ. Μιχαλόπουλος 195
Β. Ενδείξεις | Ε. Μιχαλοπούλου 197
Γ. Αυτοψία | Ε. Γάκη 199
Δ. Πραγματογνωμοσύνη | Ε. Γάκη 203
1. Εισαγωγή 203
2. Διαδικασία διενέργειας πραγματογνωμοσύνης 204
3. Ειδικές μορφές πραγματογνωμοσύνης 207
i. Διορισμός ειδικών επιστημών 207
ii. Η πραγματογνωμοσύνη των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ και η ψυχοδιαγνωστική
εξέταση της διάταξης του άρθρου 352Α ΠΚ 208
iii. Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη 220
iv. Πραγματογνωμοσύνη για διαπίστωση εξάρτησης από τα ναρκωτικά 222
v. Ανάλυση DNA 223
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Γνώμη Εισαγγελέα για έκδοση διάταξης διορισμού πραγματογνώμονα 225
2. Έκθεση ορκοδοσίας πραγματογνώμονα 226
3. Κλήση πραγματογνώμονα 227
4. Έκθεση δήλωσης πραγματογνώμονα 228
5. Αποδεικτικό επίδοσης (στην πραγματογνώμονα) 229
6. Έκθεση κοινοποιήσεως διατάξεως (στον κατηγορούμενο) 230
7. Διάταξη διορισμού πραγματογνώμονα 231
8. Διάταξη διενέργειας ηλεκτρονικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης 232
9. Διάταξη Ανακριτή περί απαγορεύσεως παρουσίας νομίμου εκπροσώπου ανηλίκου
θύματος των εγκλημάτων της παρ. 1 του άρθρου 227 ΚΠΔ, κατά τη διεξαγωγή
της ειδικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 227 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠΔ) 233
10. Διάταξη Ανακριτή περί διορισμού πραγματογνώμονα (άρθρο 227 ΚΠΔ) 235
11. Διάταξη διορισμού πραγματογνώμονα 237
12. Διερεύνηση για ψυχοδιαγνωστική διάγνωση του κατηγορούμενου (άρθρο 352Α παρ. 1 ΠΚ) 238
13. Έκθεση λήψης βιολογικού υλικού 239
Ε. Μάρτυρες | Θ. Μιχαλόπουλος 241
1. Εισαγωγή 241
2. Ορισμοί 241
3. Αυτόπτες, αυτήκοοι και εξ ακοής μάρτυρες 242
4. Καθήκον μαρτυρίας 242
5. Καθήκον όρκισης 243
6. Ανωμοτί εξέταση 244
XVII
7. Δυνατότητες του ανακριτικού οργάνου 244
8. Καθήκον αληθείας 245
9. Κάμψη του καθήκοντος μαρτυρίας 245
10. Διατυπώσεις της μαρτυρικής κατάθεσης 248
11. Η αξιοπιστία του μάρτυρα 249
12. Στάθμιση των μαρτυρικών καταθέσεων κατά την ανάκριση 250
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Ανωμοτί εξέταση μάρτυρα (προς υποστήριξη της κατηγορίας) 252
2. Ένορκη εξέταση μάρτυρα 253
3. Κλήση μάρτυρα (άρθρο 213 παρ. 1 του ΚΠΔ) 254
4. Ένταλμα βίαιης προσαγωγής (άρθρο 231 παρ. 1 του ΚΠΔ) 255
5. Ένορκη εξέταση μηνυτή 256
ΣΤ. Έγγραφα | Ε. Γάκη 257
IV. ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Α. Έρευνες σε κατοικία και αντικείμενα | Ε. Μιχαλοπούλου / Θ. Μιχαλόπουλος 261
1. Οι έρευνες και σχετικά ζητήματα από τη διενέργειά τους 261
2. Έρευνα σε κατοικία 268
i. Η νομική κατοχύρωση της κατοικίας ως ασύλου 268
ii. Η έννοια του ασύλου της κατοικίας 269
iii. Ο όρος «κατοικία» 270
iv. Το άρθρο 256 ΚΠΔ μετά την εισαγωγή του Ν 4620/2019 272
v. Διεξαγωγή της κατ’ οίκον έρευνας 273
vi. Έρευνα σε κατοικία κατά τη διάρκεια της νύχτας 275
vii. Η παρουσία του δικαστικού λειτουργού 278
viii. Η παραβίαση του άρθρου 256 ΚΠΔ 278
3. Έρευνα σε αντικείμενα και σε χώρους που δεν συνιστούν κατοικία 279
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Έκθεση κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης παρουσία δικαστικού λειτουργού
με την συνδρομή κλειθροποιού 280
2. Έκθεση κατ’ οίκον έρευνας και κατάσχεσης παρουσία δικαστικού λειτουργού 281
3. Έκθεση έρευνας σε όχημα και κατάσχεσης 282
4. Έκθεση έρευνας σε επιχείρηση, κατάσχεσης και μεσεγγύησης 283
Β. Σωματικές έρευνες | Α. Παπαθανασίου 285
XVIII
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Έκθεση σωματικής έρευνας (ΚΠΔ) 286
Γ. Κατασχέσεις 287
1. Εισαγωγή | Ε. Γάκη 287
2. Κατάσχεση εγγράφων | Ε. Γάκη 287
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Κατάσχεση στα χέρια δημοσίου υπαλλήλου 289
2. Έκθεση παράδοσης εγγράφων που βρίσκονται στα χέρια δημοσίου υπαλλήλου
(άρθρο 263 ΚΠΔ) 290
3. Έκθεση παραλαβής - κατάσχεσης - δέσμευσης εγγράφων 291
4. Έκθεση παράδοσης κατασχεθέντων & ορισμού φύλακα-μεσεγγυούχου 292
5. Έκθεση παράδοσης κατασχεμένων προς φύλαξη 293
3. Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων | Α. Παπαθανασίου 294
i. Η δικονομική διάταξη του άρθρου 265 του νέου ΚΠΔ για την κατάσχεση
ψηφιακών δεδομένων και ο σκοπός εισαγωγής της ρύθμισης 294
ii. Εννοιολογική προσέγγιση ψηφιακών δεδομένων 296
iii. Αναγκαιότητα/σκοπός θέσπισης κανονιστικού πλαισίου για την κατάσχεση
ψηφιακών δεδομένων 297
iv. Η διαδικασία της κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων 298
α. Χρήση κατάλληλου εξοπλισμού 298
β. Κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό 300
v. Ειδική ανακριτική ενέργεια κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων - Βεβαίωση
με ειδική έκθεση 301
vi. Αρμόδια υπηρεσία για την εξέταση και ανάλυση ψηφιακών δεδομένων
και πειστηρίων 302
vii. Βασικές αρχές κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων και πειστηρίων 305
α. Η αρχή της ακεραιότητας δεδομένων (Data Integrity) 305
β. Η αρχή της διαδρομής ελέγχου (Audit Trail) 305
γ. Η αρχή της εξειδικευμένης υποστήριξης (Specialist Support) 305
δ. Η αρχή της κατάλληλης εκπαίδευσης (Training) 306
ε. Η αρχή της νομιμότητας (Legality) 306
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Ειδική έκθεση κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων (265 ΚΠΔ) 307
4. Κατάσχεση σε τράπεζες και άλλα ιδρύματα | Ε. Γάκη 308
XIX
5. Άρση κατάσχεσης | Ε. Γάκη 310
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Διάταξη κατ’ άρθρο 269 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠΔ 313
2. Διάταξη κατ’ άρθρο 269 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠΔ 315
3. Διάταξη κατ’ άρθρο 269 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠΔ 319
Δ. Ειδικές ανακριτικές πράξεις | Ε. Μιχαλοπούλου 323
1. Αρχική προσέγγιση 323
2. Αφετηρίες 324
3. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις 325
i. Προϋποθέσεις 325
ii. Η περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων και τα όριά της 325
4. Εξαιρέσεις από το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ 328
i. Το νομικό πλαίσιο 328
ii. Οι προϋποθέσεις 329
5. Γενικές προϋποθέσεις 332
i. Διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων 332
ii. Σοβαρές ενδείξεις τέλεσης των περιοριστικά προβλεπόμενων αξιόποινων
πράξεων (αρ. 254 παρ. 2 α΄ ΚΠΔ) 333
iii. Αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος
(αρ. 254 παρ. 2 β΄ ΚΠΔ) 334
iv. Συγκεκριμένο πρόσωπο 334
v. Τρίτα πρόσωπα 335
vi. Εισαγγελική παραγγελία 335
vii. Χρονική διάρκεια της ανακριτικής πράξης 336
ix. Προηγούμενη έκδοση διάταξης ή βουλεύματος 337
x. Σύνταξη έκθεσης 339
6. Τα άρθρα 254 και 255 ΚΠΔ 340
7. Συγκαλυμμένη έρευνα 341
8. Ανακριτική διείσδυση 342
9. Ελεγχόμενες μεταφορές 345
10. Καταγραφή δραστηριότητας εκτός κατοικίας 346
i. Το επιτρεπτό της έρευνας 348
ii. Ιδίως η συνομιλία κατηγορουμένου και συνηγόρου του 349
11. Συσχέτιση ή συνδυασμός δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 350
12. Άρση απορρήτου των επικοινωνιών | Α. Παπαθανασίου 353
i. Ο συνταγματικός περιορισμός του δικαιώματος του απόρρητου των επικοινωνιών 353
XX
ii. Νομική φύση, χαρακτηριστικά και χρησιμότητα της άρσης του απόρρητου 354
α. Νομική φύση 354
β. Χαρακτηριστικά 355
γ. Χρησιμότητα 355
iii. Η άρση του απόρρητου για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 4 Ν 5002/2022) 356
α. Στάδια για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους
εθνικής ασφάλειας (αρ. 4 Ν 5002/2022) 356
β. Απορριπτική διάταξη 357
iv. Η άρση του απόρρητου των επικοινωνιών για διακρίβωση εγκλημάτων
(άρθρο 6 Ν 5002/2022) 358
α. Γενικά 358
β. Προϋποθέσεις – Περιοριστική απαρίθμηση εγκλημάτων για τα οποία
επιτρέπεται η άρση του απορρήτου 358
γ. Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για διακρίβωση εγκλημάτων
(αρ. 6 Ν 5002/2022) 360
δ. Τι περιλαμβάνει το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση
του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων 361
ε. Ειδικότερα στοιχεία επικοινωνίας, τα οποία μπορούν να αναζητηθούν
με την άρση απορρήτου 362
στ. Απορριπτική διάταξη ή βούλευμα 362
ζ. Χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου 363
v. Διαδικασία άρσης απόρρητου - κοινοποίηση στην Α.Δ.Α.Ε. βουλευμάτων
και διατάξεων για άρση του απόρρητου των επικοινωνιών 363
α. Αξιοποίηση σε άλλη δίκη του περιεχομένου της επικοινωνίας,
το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου 365
vi. Διαχείριση υλικού σε άρσεις για τη διακρίβωση εγκλημάτων 365
vii. Άρση του απορρήτου επί ψηφιακών πειστηρίων 366
α. Πότε δεν απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών 366
viii. Άρση του απορρήτου και νεφουπολογιστική (Cloud computing) 367
α. Ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία στο υπολογιστικό νέφος 367
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για την διακρίβωση εγκλημάτων
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν 5002/2022) 369
2. Διάταξη άρσης απορρήτου 370
13. Άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου από τον ανακριτή | Ε. Γάκη 372
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Διάταξη άρσης φορολογικού απορρήτου 374
XXI
14. Συρροή ειδικών ανακριτικών πράξεων με ειδικούς ποινικούς νόμους 375
15. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι των ειδικών ανακριτικών πράξεων 376
Ε. Δέσμευση περιουσίας | Ε. Μιχαλοπούλου 377
1. Εισαγωγικά 377
2. Δέσμευση στα πλαίσια του Ν 4557/2018 379
3. Δέσμευση από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος 384
4. Η δέσμευση περιουσίας στα πλαίσια του ΚΠΔ 387
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Διάταξη κατ’ άρθρο 269 παρ. 3 ΚΠΔ 391
2. Διάταξη κατ’ άρθρο 269 παρ. 3 ΚΠΔ 393
3. Διάταξη δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών 396
4. Διάταξη άρσης δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων 398
5. Aυτοδίκαιη άρση διάταξης δέσμευσης 402
V. ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ
A. Δικονομικές ακυρότητες | Ι. Σέβης 403
1. Απόλυτες και σχετικές ακυρότητες της προδικασίας 403
2. Χρόνος προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας 404
3. Τρόπος προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας 406
4. Αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο 406
5. Συνέπειες ακυρότητας μιας πράξης της ποινικής διαδικασίας 407
6. Επανάληψη άκυρων πράξεων 408
B. Επιμέρους περιπτώσεις | Ι. Σέβης 409
1. Αυτεπάγγελτη προανάκριση 409
2. Προανάκριση 418
3. Προκαταρκτική εξέταση 423
4. Κίνηση ποινικής δίωξης 430
5. Έκθεση 433
6. Εξέταση μάρτυρα 435
7. Διερμηνεία 439
8. Αυτοψία 441
9. Πραγματογνωμοσύνη 442
XXII
VI. ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΑΠΟ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΑΡΧΕΣ
Α. Δικαστική συνδρομή | Ε. Γάκη 449
1. Έκδοση 449
i. Εισαγωγή 449
ii. Νομοθετικό πλαίσιο 449
α. Διεθνείς Συμβάσεις 449
β. Εθνική νομοθεσία 450
γ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης (ΕΣΕ) του Συμβουλίου της Ευρώπης (1957) 450
iii. Προϋποθέσεις 450
iv. Διαδικασία 451
α. Η αρχή της αίτησης 451
β. Σύλληψη εκζητουμένου 452
γ. Απόφαση επί της έκδοσης 452
2. Λοιπές περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής 453
Β. Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) | Α. Παπαθανασίου 455
1. Έκδοση και διαβίβαση ΕΕΕ 455
2. Σε ποια στάδια εκδίδεται η ΕΕΕ 456
3. Δικαστική επικύρωση της ΕΕΕ 456
4. Έκδοση ΕΕΕ κατόπιν αίτησης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου 457
5. Προϋποθέσεις έκδοσης 457
6. Προθεσμίες 457
7. Ειδικά ερευνητικά μέτρα 458
8. Διαδικασία και βήματα έκδοσης της ΕΕΕ και διαβίβασης 458
9. Διαδικασία διαβίβασης 461
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Συμπληρωμένο υπόδειγμα Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (ΕΕΕ) 462
VII. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Α. Ποινική διαταγή (άρθρα 409 - 416 ΚΠΔ) | Ι. Σέβης 475
1. Προϋποθέσεις κίνησης ποινικής δίωξης με υποβολή αίτησης για έκδοση
ποινικής διαταγής 475
2. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα 476
3. Έκδοση ποινικής διαταγής 477
4. Διαδικασία 479
5. Περιεχόμενο ποινικής διαταγής 480
XXIII
6. Επίδοση ποινικής διαταγής 481
7. Διόρθωση ποινικής διαταγής 481
8. Αντιρρήσεις κατά της ποινικής διαταγής 481
9. Ένδικα Μέσα 484
10. Μη δέσμευση από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου 484
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Σχέδιο αίτησης έκδοσης ποινικής διαταγής 485
2. Σχέδιο ποινικής διαταγής 486
B. Η ποινική διαπραγμάτευση και η ποινική συνδιαλλαγή
(άρθρα 302-303 ΚΠΔ) | Λ. Τσόγκας 491
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 491
2. Ποινική συνδιαλλαγή (άρθρο 301 ΚΠΔ) 492
3. Ποινική συνδιαλλαγή (άρθρo 302 ΚΠΔ) 493
4. Ποινική διαπραγμάτευση (άρθρo 303 ΚΠΔ) 494
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Σχέδιο πρακτικού ποινικής διαπραγμάτευσης άρθρου 303 ΚΠΔ 504
2. Εισαγωγικό για επικύρωση από Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων 505
3. Παραγγελία προς Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για επιστροφή της δικογραφίας στον Ανακριτή 506
VIII. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
A. Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο | Α. Παπαθανασίου 507
1. Εισαγωγή - Γενικά 507
2. Εννοιολογική προσέγγιση του Κυβερνοεγκλήματος 507
3. Η τεχνική διερεύνηση Κυβερνοεγκλημάτων στην πράξη 509
i. Διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP Address) 509
ii. Διατήρηση δεδομένων επικοινωνίας μέσω διαδικτύου 512
Β. Εργατικό ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια | Π. Κατσακιώρη 513
1. Εργατικό ατύχημα 513
i. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 513
ii. Υποχρεώσεις εργοδότη (άρθρα 42–43 ΚΝΥΑΕ) 514
iii. Διάκριση εργατικών ατυχημάτων 515
iv. Έρευνα των αιτίων και συνθηκών σοβαρού ή θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος 517
2. Επαγγελματική ασθένεια 521
i. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 521
XXIV
ii. Υποχρέωση αναγγελίας και διερεύνησης 521
iii. Έρευνα των αιτίων και συνθηκών επαγγελματικής ασθένειας 521
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Έκθεση στην περίπτωση σοβαρού και θανατηφόρου ατυχήματος 524
2. Ενημερωτικό σημείωμα περί μη σύνταξης έκθεσης έρευνας ατυχήματος 526
Γ. Τροχαίο Ατύχημα | Ε. Μιχαλοπούλου / Θ. Μιχαλόπουλος 527
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 527
2. Οδικό τροχαίο ατύχημα 527
3. Αυτεπάγγελτη δίωξη 528
4. Ορισμοί 530
5. Αστυνομική προανάκριση 531
6. Αυτόφωρη διαδικασία 533
7. Ανακριτικές ενέργειες 533
8. Αποχή από την ποινική δίωξη 537
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Διάταξη Εισαγγελέα αποχής από την ποινική δίωξη (άρθρο 314 παρ. 2 εδ. γ΄ ΠΚ) 539
2. Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος 540
3. Έκθεση σύλληψης και βεβαίωσης πλημμελήματος επ’ αυτοφώρω 546
4. Πρωτόκολλο περισυλλογής-παραλαβής και καταγραφής πραγμάτων από τροχαίο ατύχημα 548
5. Έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα 549
6. Έκθεση εξέτασης για τον καθορισμό της ποσότητας - αναλογίας οινοπνεύματος στο δείγμα εκπνεόμενου αέρα (Μέτρηση με αντίστοιχη ηλεκτρονική συσκευή Αλκοολομέτρου) 550
7. Έλεγχος Αλκοτέστ - Εκτυπώσεις (χαρτοταινίες) ηλεκτρονικής συσκευής Αλκοολομέτρου 551
8. Έκθεση κατάσχεσης δίσκου καταγραφής ταχύτητας από συσκευή ταχογράφου 553
9. Λήψη αίματος / ούρων για τον προσδιορισμό οινοπνεύματος 554
10. Αποστολή αίματος για προσδιορισμό οινοπνεύματος 556
11. Έγγραφο για την παραλαβή οχήματος από τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο 557
12. Έκθεση αστυνομικής κράτησης αυτοκινήτου 558
13. Έκθεση παράδοσης αυτοκινήτου που κρατήθηκε 559
14. Έκθεση κράτησης οχήματος 560
15. Έκθεση αφαίρεσης άδειας οδήγησης 561
16. Έκθεση απόδοσης άδειας ικανότητας οδήγησης 562
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ 563
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 567
Σελ. 1
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η αναζήτηση της αλήθειας για τον δικαστή
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Για την έκδοση μίας ορθοδίκαιης δικαστικής απόφασης προϋποτίθεται η πλήρωση τριών επιμέρους προϋποθέσεων: α) η ορθή τήρηση της διαδικασίας, που διεξάγεται σύμφωνα με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης (6§1 ΕΣΔΑ), β) η κατάλληλη επιλογή και ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης του νόμου και γ) η ακριβής ανασύσταση της εμπειρικής πραγματικότητας, που αποβλέπει το δίκαιο της απόδειξης. Συνεπώς καθοριστικό ρόλο έχει η ευχέρεια διαπίστωσης της αλήθειας του ιστορικού συμβάντος. Η ελληνική ποινική δίκη είναι δομημένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αναζητεί την αλήθεια σε σχέση με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. Ο προσανατολισμός στην εξεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας προκύπτει από τις ρυθμίσεις των άρθρων 239§2, 274 εδ. β΄, 327§1 εδ. α΄ και 491§1 ΚΠΔ. Η ανεύρεση της αλήθειας δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της δίκης, αλλά αποτελεί αυτονόητη και αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση αυτού.
Ο φόβος για την αλήθεια (veriphobia) χαρακτηρίζει αρκετούς δικονομολόγους, οι οποίοι αρνούνται ότι η δίκη προσανατολίζεται στην αναζήτηση της αλήθειας. Ιδιαίτερα διαδεδομένος είναι ο σκεπτικισμός των νομικών της πράξης αναφορικά με το αν έχει κάποιο νόημα η αναζήτηση και η εύρεση της αλήθειας των γεγονότων σε μια δίκη που υφίστανται φραγμοί και περιορισμοί, όπως οι συνταγματικές (9, 9Α, 19 Συντ.) και αποδεικτικές απαγορεύσεις (177§2, 211, 212, 222, 224§2, 244§3, 254§1 στ. β΄ εδ. τελ., 254§5 και 255§1 στ. α΄ εδ. τελ. ΚΠΔ).
Η αναζήτηση της αλήθειας δεν περιλαμβάνεται πάντοτε μεταξύ των σκοπών της δίκης. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα: Το πρώτο αποτελεί η δομή της κατ’ αντιδικία δίκης (adversarial) που είναι τυπική στα αγγλοσαξονικά συστήματα. Η δίκη εμφαίνεται ως ο ιδανικός τόπος για την ελεύθερη διαμάχη των μερών. Κυριαρχείται από το έντονο ατομοκεντρικό και ανταγωνιστικό πνεύμα, οι κανόνες του οποίου αποβλέπουν κυρίως στην προάσπιση των ατομικών συμφερόντων. Ο ανηλεής αγώνας μεταξύ των αντιπάλων είναι
Σελ. 2
πράγματι ο καθοριστικός παράγοντας για να προσδιορίσει το τελικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει σε μια αθλητική αναμέτρηση. H λειτουργία της δικαστικής απόφασης περιορίζεται στο να επιλύσει τη διαφορά και να ανακηρύξει τον νικητή (συνήθως τον πιο δυνατό, ικανό, πλούσιο) και τον ηττημένο. Ειδικότερα, αναφορικά με την ποινική δίκη, αυτή λειτουργεί ως μηχανισμός επίλυσης της σύγκρουσης μεταξύ των αντιδίκων, ήτοι της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου, οι οποίοι προσκομίζουν το αποδεικτικό υλικό ενώπιον του ουδέτερου ποινικού δικαστηρίου. Το τελευταίο περιορίζεται στην αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών και δεν δικαιούται να ερευνήσει την υπόθεση καθ’ υπέρβαση αυτών. Αποκλειστικό καθήκον του δικαστή είναι αυτή του παθητικού διαιτητή (passive umpire) που επιβάλλει κυρώσεις για παραβιάσεις των κανόνων του παιχνιδιού. Η ποιότητα και το περιεχόμενο της απόφασης δεν έχουν καμία σημασία. Η εύρεση της αλήθειας δεν αποτελεί σκοπό της δίκης και δεν πρέπει να αναζητείται. Μάλιστα μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ταχεία επίλυση της διαφοράς, με την απαίτηση επιπλέον χρόνου, κόστους και δικονομικών ενεργειών. Συνεπώς, η αλήθεια όχι μόνο δεν είναι σημαντική, αλλά αντίθετα αποτελεί αρνητική αξία.
Το δεύτερο παράδειγμα θεωρεί την (ποινική) δίκη ως ένα είδος τελετουργίας ή απλώς ως τήρηση με θρησκευτική ευλάβεια των δικονομικών τύπων. Στηρίζεται στην ιδέα ότι η δικαστική απόφαση είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας. Το στοιχείο εκείνο που νομιμοποιεί τις δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις είναι ο σεβασμός της διαδικασίας και όχι το δίκαιο και συνεπώς το ορθό περιεχόμενό τους. Η άψογη διεξαγωγή της δίκης δεν αποκλείει όμως το ενδεχόμενο της εσφαλμένης δικαστικής κρίσης, καθώς η τήρηση του τύπου δεν προδικάζει και την ουσιαστική ορθότητα της δικαστικής απόφασης. Και τούτο, διότι αυτή μπορεί να στηρίζεται σε μια ανακριβή από τον δικαστή ανασύσταση των πραγματικών γεγονότων ή σε εσφαλμένη νομική επεξεργασία του προκείμενου πραγματικού υλικού.
Η δίκη, εκτός από τη νομιμοποίηση της απόφασης, αποσκοπεί στην επίλυση της διαφοράς με μια δίκαιη απόφαση που βασίζεται στην ορθή εφαρμογή του κανόνα που ρυθμίζει την υπόθεση. Συνεπώς, η διαπίστωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία για την ορθή εφαρμογή του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ο
Σελ. 3
οποίος προβλέπει και τιμωρεί την αντίστοιχη αξιόποινη συμπεριφορά. Ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου εξαρτάται από τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του πραγματικού υλικού που είναι κρίσιμο για τον σχηματισμό της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού. Καμία ποινική διάταξη δεν βρίσκει ορθή εφαρμογή σε εσφαλμένα πραγματικά γεγονότα. Συνεπώς, ο δικαστικός αγώνας επικεντρώνεται στην απόδειξη της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών, που σχετίζονται με την τέλεση της αξιόποινης πράξης και που έχουν αποδεικτική αξία για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Μια δίκη χωρίς αλήθεια δεν αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά μόνο αδικία. Για τον λόγο αυτό, η αναζήτηση της αλήθειας δεν είναι μόνο προαιρετική, αλλά επιβεβλημένη.
2. Ο αποκλεισμός της συνεκτικής και της συναινετικής προσέγγισης της αλήθειας
Η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποινικής διαδικασίας και σημαντική αξία για την έννομη τάξη. Ως αλήθεια νοείται η αντιστοιχία των πραγματικών γεγονότων με την εμπειρική πραγματικότητα. Η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις συνεκτικές και συναινετικές αντιλήψεις για την αλήθεια.
Σελ. 4
H δίκη, σύμφωνα με την αγγλοσαξονική οπτική, αποτελεί ένα σύνολο ιστορημάτων (story), όπου η απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε αυτό που έχει την καλύτερη συνεκτικότητα (coherence), με συνέπεια να μην υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ορθή αποτύπωση της πραγματικότητας. Το καθήκον του δικαστή περιορίζεται στο να επιλύσει τη διαφορά, επιλέγοντας την πιο συνεκτική και πειστική από τις αληθοφανείς εναλλακτικές ιστορίες που προτείνουν οι αντίδικοι, χωρίς να μπορεί να προβεί σε μια αυτόνομη ανασύσταση των πραγματικών γεγονότων με βάση το αποδεικτικό υλικό, όταν δεν πείσθηκε από καμία από τις αφηγήσεις των μερών. Μια δικανική αφήγηση όμως είναι αληθής, εφόσον υφίσταται αντιστοιχία προς τα γεγονότα του εμπειρικού κόσμου. Σημασία δεν έχει η συνεκτικότητα της αφήγησης, αλλά η ανταπόκρισή της με την εμπειρική πραγματικότητα. Ακόμη και ένα παραμύθι ή ρομάντζο μπορεί να έχει συνοχή, χωρίς καμία σχέση με την πραγματικότητα. Και τούτο, διότι η συνεκτικότητα μιας αφηγήσεως δεν λαμβάνει υπόψη την ποσότητα και ποιότητα των δεδομένων στα οποία βασίζεται. Μια μαρτυρική κατάθεση μπορεί να έχει συνοχή, αλλά να μην ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ομοίως η συνεκτική αιτιολογία της δικαστικής ποινικής απόφασης ενδέχεται να μη βασίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν και συνεπώς να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν η απόφαση επί του γεγονότος λαμβάνεται κυρίως με βάση την αληθοφάνεια και τη συνοχή της επιλεγμένης διαδικαστικής αφήγησης, δεν μπορεί ασφαλώς να ειπωθεί ότι αυτή η απόφαση βασίζεται στη διαπίστωση της αλήθειας.
Οι ένορκοι καταλήγουν συχνά να διαπιστώνουν την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων συγκρίνοντας αφηγήσεις με βάση την αληθοφάνειά τους (plausibility), αντί να αξιολογούν τις πληροφορίες που προσφέρουν οι αποδείξεις. Επιπλέον, επειδή είναι λαϊκοί και όχι επαγγελματίες δικαστές τείνουν να εφαρμόζουν τους κανόνες της κοινής λογικής (common sense) και τα διδάγματα της κοινής πείρας, μόνο ορισμένοι εκ των οποίων πληρούν ορθολογικά κριτήρια, ενώ άλλοι είναι απόρροια ψευδών πεποιθήσεων, μύθων και προκατα-
Σελ. 5
λήψεων. Για το λόγο αυτό, η χρησιμοποίησή τους στη δικαστηριακή πρακτική εμφανίζεται επισφαλής παρά χρήσιμη, καθόσον ό,τι κατά κανόνα συμβαίνει δεν είναι αναγκαίο ότι πραγματοποιείται πάντοτε. Έτσι λοιπόν, μερικοί κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας έχουν οικουμενικό και καθολικό χαρακτήρα και δεν επιδέχονται προσβολή. Άλλοι όμως δεν βασίζονται σε μια τόσο υψηλή πιθανότητα, ούτε παρουσιάζουν τόσο μεγάλη επιβεβαίωση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που πρόκειται για γενικεύσεις πίστεως χωρίς συγκεκριμένο εμπειρικό αποτέλεσμα. Εκφράζουν στερεότυπα και προκαταλήψεις διαφορετικής φύσης, όπως φυλετικές, θρησκευτικές, ηθικές και κοινωνικές που επικρατούν σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πρόκειται δηλαδή για αντιλήψεις κατασκευασμένες και όχι για καθολικές αλήθειες που δεν μπορούν να στηρίξουν καμία εξαγωγή συμπεράσματος που να καταλήγει σε αξιόπιστες διαπιστώσεις. Αρκετές μάλιστα είναι οι διαδεδομένες προκαταλήψεις, που ανεξάρτητα από τον αριθμό και τη μόρφωση των ατόμων που τις πιστεύουν, έχουν ως συνέπεια να αποκρύβουν την αλήθεια παρά να ευνοούν τη γνώση.
Μια άλλη αντίληψη της αλήθειας που έχει δεχθεί αρκετές επικρίσεις, είναι αυτή σύμφωνα με την οποία η αλήθεια ενός ισχυρισμού προέρχεται από τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων μερών. Η συμπεριφορά των διαδίκων (αμφισβήτηση ή ομολογία) δεν έχει απολύτως καμία σημασία αναφορικά με την προσέγγιση της αλήθειας του ιστορικού συμβάντος. Αντίθετα, το δικαστήριο μπορεί να αντικαταστήσει τα ομολογημένα ή μη αμφισβητούμενα από τους διαδίκους περιστατικά με αυτά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία. Για το λόγο αυτό, η «βασίλισσα των αποδείξεων», ήτοι η ομολογία κατ’ άρθρο 178 ΚΠΔ δε δεσμεύει ούτε απαλλάσσει το ποινικό δικαστήριο από την υποχρέωση να εξετάσει το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων και να αθωώσει ακόμη τον κατηγορούμενο, αν αμφιβάλλει ως προς την αξιοπιστία της ομολογίας. Έτσι σε περίπτωση ομολογίας ενοχής θα πρέπει να ερευνώνται και τα λοιπά διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα και πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, ο δικαστής μπορεί να διατάξει την αυτεπάγγελτη διεξαγωγή των αποδείξεων, στην περίπτωση που η έλλειψη της αντιδικίας δεν τον πείθει και θεωρεί
Σελ. 6
απαραίτητη την αποδεικτική διαπίστωση της αλήθειας ή της αναλήθειας του πραγματικού γεγονότος. Επιπλέον έχει τη δυνατότητα να θεωρήσει ως ψευδές το μη αμφισβητούμενο γεγονός, όταν αυτό προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Υιοθέτηση αντίθετης λύσης έχει αντιεπιστημονική φύση, αφού επιβάλλει στο δικαστήριο να δεχτεί ως αποδειγμένα μη αληθή πραγματικά περιστατικά. Καμία πλειοψηφία, ούτε καν η ομοφωνία των συναινέσεων ή διαφωνιών, μπορεί να καταστήσει αληθινό αυτό που είναι ψευδές ή αντίστροφα, ψευδές εκείνο που είναι αληθινό.
Η διαπραγμάτευση (plea bargaining) του κατηγορουμένου με τις δικαστικές αρχές (εισαγγελέα ή ποινικό δικαστή), με την οποία επιδιώκεται να προσυμφωνηθεί η τελική έκβαση της ποινικής δίκης, αποτελεί πλέον κοινό γνώρισμα των ευρωπαϊκών ποινικών συστημάτων. Εντάσσεται στην αποκαταστατική δικαιοσύνη που προκρίνει τη συναινετική διεκπεραίωση των ποινικών υποθέσεων από την ατέρμονη αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, καθόσον η εξαντλητική εξέταση και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων θεωρείται ότι είναι δυσκίνητες και χρονοβόρες. Η συναινετική αλήθεια υποστηρίζεται ότι προσφέρει όφελος τόσο στον κατηγορούμενο με την επιεικέστερη ποινική μεταχείριση όσο και στο δικαστήριο με την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων και την ανακούφιση του φόρτου εργασίας των ποινικών δικαστών. Με την εισαγωγή των θεσμών της ποινικής συνδιαλλαγής (301-302 ΚΠΔ), της ποινικής διαπραγμάτευσης (303 ΚΠΔ) καθώς και της ποινικής διαταγής (409-416 ΚΠΔ) υλοποιήθηκε και στη χώρα μας η δυνατότητα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με γνώμονα τη βούληση των διαδίκων. Σε όλες αυτές τις παραλλαγές ο αγώνας για την αλήθεια αντικαθίσταται από ένα παζάρεμα της ενοχής. Τα δικαστικά όργανα επικεντρώνονται στην ευδοκίμηση της συμφωνίας και στο κλείσιμο της υπόθεσης. Η εύρεση της αλήθειας αντικαθίσταται από μηχανισμούς που πιέζουν τον κατηγορούμενο να συναινέσει στην προταθείσα συμφωνία. Έτσι εισάγεται σιωπηρά ένα νέο παράδειγμα: ότι υφίσταται ορισμένος τύπος υποθέσεων, στις οποίες οι κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας που προβλέπονται από τον ΚΠΔ, είναι περιττοί, αν όχι επιβλαβείς, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εφαρμόζονται. Συνεπώς, οι δικονομικές συμφωνίες μεταξύ κατηγορουμένου και δικαστικής αρχής αντιστρατεύονται την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, διότι οι αποδεικτικοί κανόνες απενεργοποιούνται εν
Σελ. 7
όλω ή εν μέρει. Η ως άνω θεμελιώδη αρχή της ποινικής διαδικασίας εξυπηρετεί όχι μόνο τα συμφέροντα του κατηγορουμένου αλλά και το συμφέρον της ολότητας για την έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, όταν η ποινική διαπραγμάτευση δεν αντανακλά με ακρίβεια τα κρίσιμα για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά.
3. Περιττές διακρίσεις της αλήθειας
Ο αποκλεισμός της συνεκτικής και συναινετικής προσέγγισης της αλήθειας οδηγεί στην υιοθέτηση της ουσιαστικής αλήθειας ως ανταπόκριση της δικαστικής απόφασης με την πραγματικότητα (θεωρία της αντιστοιχίας), όσο της επιτρέπουν οι φραγμοί που θέτουν οι κανόνες του συνταγματικού δικαίου και του ΚΠΔ. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεται αναφορά σε δικονομική ή τυπική αλήθεια, ως ένα είδος «αδύνατης» αλήθειας. Όταν το δικαστήριο καταδικάζει, η αλήθεια που οδηγεί τον κατηγορούμενο στη φυλακή δεν είναι κατώτερη από εκείνη ενός ιστορικού, δημοσιογράφου και επιστήμονα.
Η αναφορά σε τυποποιημένη αλήθεια γίνεται, επειδή στην (ποινική) δίκη υπάρχουν διάφοροι κανόνες που ρυθμίζουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, την απόκτησή τους και μερικές φορές ακόμη και την αποδεικτική τους βαρύτητα, ενώ υπάρχουν επίσης θεσμοί όπως το δεδικασμένο που αποτρέπει μια συνεχή και αέναη αναζήτηση της αλήθειας
Σελ. 8
των γεγονότων. Η έκδοση όμως ορθών αποφάσεων, όπως προαναφέρθηκε, εξαρτάται από την ευχέρεια διαπίστωσης της αλήθειας του ιστορικού συμβάντος. Σε μια έννομη τάξη, που υφίστανται αρκετοί κανόνες νομικών αποδείξεων ή αποκλεισμού κρίσιμων αποδείξεων, καθίσταται δυσχερής η εύρεση της αλήθειας. Αντίθετα, σ’ ένα δικονομικό σύστημα, στο οποίο επιτρέπονται όλα τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα και δεν υφίστανται περιορισμοί στην ορθολογική εκτίμηση των αποδείξεων ευνοείται η διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης. Δεν είναι επομένως ορθό, ότι οι κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας εμποδίζουν την ανακάλυψη της αλήθειας των γεγονότων. Οι τιθέμενοι αποδεικτικοί περιορισμοί δεν αναιρούν την υποχρέωση του δικαστή να διαπιστώσει την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που είναι κρίσιμα για τη θεμελίωση της κρίσης του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Όσο για το δεδικασμένο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι δεν εμποδίζει καθόλου την αναζήτηση της αλήθειας. Εφόσον η δικαστική απόφαση έχει βασιστεί στην αλήθεια των γεγονότων, το δεδικασμένο δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να καθιστά αμετάβλητο αυτό το αποτέλεσμα.
Επίσης, στην ποινική δίκη δεν αποτελεί πεδίο αναζήτησης η απόλυτη αλήθεια. Στο σημερινό πολιτισμό η ιδέα της απόλυτης αλήθειας επιβιώνει στο θρησκευτικό ή σε κάποιο άλλο μεταφυσικό χώρο, αλλά δεν έχει κανένα νόημα σε άλλα πεδία γνώσης, όπως στον επιστημονικό τομέα ή στην καθημερινή εμπειρία. Η αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που διαπιστώνεται στη δίκη δεν διαφέρει από αυτή που διαπιστώνεται σε οποιοδήποτε άλλο εμπειρικό πεδίο, λαμβάνοντας υπόψη ότι και στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με σχετική γνώση της αλήθειας. Η προσέγγιση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων στην ποινική δίκη είναι σχετική και προδιαγράφεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Για το λόγο αυτό, θεωρείται ως αληθές το πραγματικό γεγονός που επιβεβαιώνεται από κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, τα πραγματικά γεγονότα που αποτελούν τη θεμελίωση της δικαστικής απόφασης χαρακτηρίζονται ως αληθή με βάση την ποσότητα και ποιότητα (επάρκεια) των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν και στη συνέχεια αξιολογήθηκαν από τον δικαστή. Παράλληλα η αλήθεια αυτή είναι αντικειμενική, καθόσον δεν αποτελεί τον καρπό των υποκειμενικών προτιμήσεων του δικαστή, αλλά βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που θεμελιώνουν τη δικανική πεποίθηση και απορρέουν από τα αποδεικτικά στοιχεία.
Σελ. 9
Η ιδανική κατάσταση είναι αυτή κατά την οποία όλες οι ενδιαφέρουσες (relevant) αποδείξεις είναι παραδεκτές και συλλέγονται από το δικαστήριο. Όλα τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη και να συνεκτιμηθούν, προκειμένου να προκύψει ένα όσο γίνεται τεκμηριωμένο τελικό αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό, μεγιστοποιείται η προσέγγιση σε μια ανακατασκευή των γεγονότων που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε έναν ιδανικό κώδικα με ελάχιστους κανόνες, που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στο δικαστή, θα αρκούσε αναφορικά με την αποδεικτική διαδικασία μια μόνο διάταξη: «όλες οι ενδιαφέρουσες αποδείξεις πρέπει να θεωρούνται παραδεκτές». Οι διατάξεις που αποκλείουν τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία προς προστασία του απόρρητου ή υπέρτερων συνταγματικών δικαιωμάτων (απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων), πρέπει να θεωρούνται εξαιρέσεις στον κανόνα. Συνεπώς στην ποινική δίκη, με την εξαίρεση των συμφώνων με το Σύνταγμα αποδεικτικών απαγορεύσεων, κανένα ενδεχόμενο αποδεικτικό στοιχείο δεν επιτρέπεται να παραμερισθεί».
4. Η διαφορετική θέση των παραγόντων της δίκης στο χειρισμό των πραγματικών ζητημάτων
Η ουσιαστική αλήθεια επικεντρώνεται στην αναπαράσταση της προϋφιστάμενης και ανεξάρτητης από την ποινική δίκη πραγματικότητας. Το πραγματικό γεγονός, με εξαίρεση ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, δεν εισέρχεται άμεσα στη δίκη ως εμπειρικό συμβάν ή ως υλικό αντικείμενο. Τα γεγονότα της υπόθεσης κατά κανόνα έχουν ήδη συμβεί στο παρελθόν και εκτός δίκης και κατά μια έννοια αποτελούν ιστορικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα το πραγμα-
Σελ. 10
τικό γεγονός εισάγεται στη δίκη ως αντικείμενο αφηγήσεων που εισφέρονται από διάφορα πρόσωπα, όπως την εισαγγελική αρχή, την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, τον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας, τους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες και στο τέλος από τον δικαστή στο κείμενο της τελικής του απόφασης.
Κάθε διάδικος έχει τη δική του αλήθεια, εκείνη που ανταποκρίνεται στα συμφέροντά του. Οι δικηγόροι, οι οποίοι αφοσιώνονται στις επιδιώξεις των πελατών τους, συνήθως συναγωνίζονται για να νικήσουν και όχι για την ορθή αποτύπωση της πραγματικότητας. Αναδεικνύουν τη σημασία των πραγματικών δεδομένων για τα δίκαια αποκλειστικώς των εντολέων τους, χωρίς να προβαίνουν στην αποκάλυψη δυσμενών για τον πελάτη τους στοιχείων. Ενδιαφέρονται να πείσουν τον δικαστή με νόμιμα μέσα ως προς το βάσιμο των ισχυρισμών τους. Κατά συνέπεια, σε κάθε δίκη, υπάρχει μια πλευρά που δεν ενδιαφέρεται για την ανακάλυψη της αλήθειας, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ήττα της. Οι ποινικές υποθέσεις δικάζονται και με βάση τη δεξιοτεχνία του συνηγόρου στην αφήγηση, οι οποίοι ασκούν μια ψυχολογική λειτουργία, με τους όρους της (ρητορικής) πειθούς. Αντίθετα, ο δικαστής έχει ένα έργο διαφορετικό και συγκεκριμένα την αληθή διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων. Πρέπει να προβεί σε μια γνωσιολογική κατάκτηση, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες της ποινικής δικονομίας και με τη βοήθεια της λογικής. Η ανακατασκευή της πραγματικότητας προσομοιάζει με τη συμπλήρωση των ψηφίδων ενός puzzle ή ενός μωσαϊκού, όπου ο δικαστής συλλέγει και συναρμολογεί τα σκόρπια κομμάτια της πραγματικότητας. Επομένως, η εργασία του δικαστή είναι διερευνητική και διαγνωστική και συνδέεται με την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Καθήκον του δικαστή και πριν από αυτόν του εισαγγελέα είναι να συλλέξουν κάθε σχετικό αποδεικτικό μέσο και να το αξιολογήσουν καθεαυτό και σε συνάρτηση με όλα τα άλλα, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους, προκειμένου να κατακτήσουν την αλήθεια.
Σελ. 11
Καθοριστική λοιπόν αποτελεί η ευσυνείδητη προσπάθεια του δικαστή να διαλευκάνει τα κρίσιμα για την απόφαση πραγματικά περιστατικά, καθοδηγούμενος από τις αξίες της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Όταν μια διαδικασία αποβλέπει στην ουσιαστική αλήθεια, τότε η διερεύνηση της υπόθεσης και η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού ανατίθενται αποκλειστικά στους δημόσιους φορείς της ποινικής λειτουργίας, χωρίς να επαφίεται στην πρωτοβουλία και επιδεξιότητα των διαδίκων. Ακρογωνιαίος λοιπόν λίθος της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας καθίστανται η αρχή της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης, της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης και της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού. Επιπλέον είναι αβάσιμος ο φόβος ότι ο δικαστής ασκώντας ένα ενεργητικό ρόλο, γίνεται μεροληπτικός και ανίκανος να εκτιμήσει σωστά το αποδεικτικό υλικό που έχει αποκτηθεί αυτεπαγγέλτως στη δίκη. Η αμεροληψία του δικαστή δεν πλήττεται από την ανακάλυψη της αλήθειας. Απέναντι στον κίνδυνο επιβεβαίωσης μιας προσχηματισμένης πεποίθησης (confirmation bias), αποτελεί λύση η εγγύηση του δικαιώματος υπερασπίσεως στους διαδίκους, με τη γνώση και σχολιασμό όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων και των υποβαλλόμενων παρατηρήσεων και όχι η εκμηδένιση ή ο περιορισμός των αποδεικτικών πρωτοβουλιών του δικαστή.
5. Νομολογιακή προσέγγιση της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας
Πλούσια είναι η αναφορά της νομολογίας αναφορικά με τη θεμελιώδη αρχή της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας. Η ποινική δίκη κυριαρχείται από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, ήτοι της αλήθειας εκείνης η οποία ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και επομένως υφίσταται όχι μόνο δικαίωμα, αλλά ταυτόχρονα υποχρέωση αναζητήσεως όλων εκείνων των στοιχείων που σχετίζονται με την επίδικη πράξη. Συνεπώς είναι δεκτό, κατ’ αρχήν, κάθε αποδεικτικό μέσο, ήτοι κάθε πηγή από την οποία μπορεί να αντληθεί χρήσιμο στοιχείο για τη διαλεύκανση ενός «πραγματικού» που συνιστά έγκλημα και ποια η σχέση αυτού προς ορισμένο άτομο που κατηγορείται για αυτό, έτσι ώστε να σχηματισθεί πεποίθηση περί τούτου. Έτσι το ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφό-
Σελ. 12
σον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα.
Αναφορικά με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως κάποιου αποδεικτικού μέσου πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, διότι στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 210 περ. α΄ ΚΠΔ, που ορίζεται ότι «με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση», πρέπει να ερμηνευθεί στενώς, διότι εισάγει εξαίρεση στη χρήση αποδεικτικού μέσου, κατά συγκερασμό αφ' ενός του συμφέροντος του κατηγορουμένου να μην έχει αντιμέτωπο του ως μάρτυρα κατηγορίας κάποιο πρόσωπο που ενδέχεται να έχει αποκτήσει προκατάληψη εναντίον του, λόγω της ασκήσεως των ως άνω καθηκόντων και αφ’ ετέρου του σκοπού της ποινικής δίκης, που είναι η ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας (177§1 και 178 εδ. α΄ ΚΠΔ). Ως άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η διενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή από γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια κύριας ανακρίσεως ή προανακρίσεως, που είναι τυπικές διαδικασίες και όχι οποιαδήποτε άλλη πράξη ή υλική ενέργεια υπαλλήλου, η οποία γίνεται στο πλαίσιο της άσκησης των γενικών υπηρεσιακών καθηκόντων αυτού και συνδέεται με τη διαπίστωση κάποιας αξιόποινης συμπεριφοράς, χωρίς, όμως, να αποτελεί τυπική ανακριτική πράξη και χωρίς να έχει επισυμβεί κατά την άσκηση τυπικών ανακριτικών ή προανακριτικών καθηκόντων. Η αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα να θεωρούνται ως ανεπιτήδειοι μάρτυρες όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι (αστυνομικοί και άλλοι, οι οποίοι, λόγω βαθμού ή θέσεως, είτε έχουν την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου είτε όχι), οι οποίοι κατά την άσκηση των εν γένει καθηκόντων τους συνέβαλαν στην αποκάλυψη κάποιας εγκληματικής πράξεως. Κάτι τέτοιο, όμως, ουδόλως θα βοηθούσε στην πραγματική ανακάλυψη της αλήθειας και για το λόγο αυτό δεν μπορεί ούτε στη θέληση του ιστορικού νομοθέτη να βρισκόταν ούτε σε μια αντικειμενικά δίκαιη δίκη να οδηγήσει.
Επίσης, σκοπός της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που αποκτήθηκε παρανόμως είναι η προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγνωρίσει ως υπέρτερα της βασικής αρχής του ποινικού δι-
Σελ. 13
καίου για διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας. Υπό αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και συνεπώς δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων (μεταξύ των οποίων και οι αποφάσεις που αφορούν ποινικές καταδίκες ή τα δελτία ποινικού μητρώου του καταδικασθέντος), προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης.
Επιπλέον, δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο προβεί αυτεπάγγελτα στην ανάγνωση της ένορκης καταθέσεως μάρτυρα που λήφθηκε κατά την προδικασία, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση της καταθέσεώς του ο κατηγορούμενος, αφού όμως προηγουμένως κρίνει το δικαστήριο αιτιολογημένα ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 363 ΚΠΔ λόγους, όπως εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς ασθένειάς του, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος και κρίνει την ανάγνωσή της ως εντελώς αναγκαία για την ανεύρεση της αλήθειας. Στην περίπτωση αυτή, η εναντίωση του κατηγορούμενου στο να αναγνωσθεί τέτοια κατάθεση απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής της δίκαιης δίκης αφού δυσχεραίνει την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και μπορεί να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος για την υπεράσπιση του. Δεν δικαιούται, όμως, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του να ασκεί καταχρηστικά τα δικαιώματα αυτά, επειδή τότε παραβιάζονται οι αρχές του κράτους δικαίου και της ταχείας διεξαγωγής της ποινικής δίκης, ενώ δυσχεραίνεται η αναζήτηση και η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.
Σελ. 14
Αποτελεσματική είναι η εξέταση που κατατείνει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και όχι μόνον στην παραδοχή των ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, δηλαδή, εκείνοι με τους οποίους αρνείται (γενικά ή ειδικά) ή αποκρούει στοιχεία της κατηγορίας, εξακολουθούν μεν λόγω της φύσης τους ως συνδεόμενοι με στοιχεία τόσο της αντικειμενικής, όσο και της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης που εκδικάζεται, να αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, αλλά απαιτούν ευρύτερη και αυτεπάγγελτη έρευνα στα πλαίσια της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και τη θεμελίωση σ’ αυτή της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου. Μάλιστα υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του νέου ΚΠΔ, που με την πρόβλεψη, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα στις περιπτώσεις παραβίασης υπερασπιστικών εκφάνσεων του δικαιώματος ακρόασης του κατηγορούμενου) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 177 ΚΠΔ, που τυποποιείται ιστορικά η αρχή της ηθικής απόδειξης και 178 ΚΠΔ το οποίο αφορά στο απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων και στην υποχρέωση των δικαστικών προσώπων να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια, αλλά και να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, διαμορφώνεται μια ορθότερη από συστηματική άποψη κεντρική αρχή για τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού, κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, η οποία αποδίδει την πραγματική νομική διάσταση του δικαιώματος υπεράσπισης και αντανακλά πληρέστερα την άρρηκτη σχέση του δικαιώματος αυτού με το δικαίωμα ακρόασης.
6. Η αλήθεια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
Στη δική μας, όπως και σε άλλες διεθνείς έννομες τάξεις, παρατηρείται η αυξανόμενη προσοχή που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (στο εξής ΜΜΕ) επιδεικνύουν για τις δικαστικές εξελίξεις. Οι συνταρακτικές ποινικές υποθέσεις αποτελούν συχνά αντικείμενο πρωτοσέλιδων και τηλεοπτικών συζητήσεων (παραθύρων). Τα ενδιάμεσα στάδια της ποινικής δίκης ενδιαφέρουν περισσότερο από την τελική κρίση του δικαστηρίου. Οι επιμέρους αποδεικτικές φάσεις δεν αποσκοπούν στην αναζήτηση της αλήθειας αλλά στην εύρεση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, που αποκτάται μέσω μίας αλήθειας των ΜΜΕ, που καθίσταται εναλλακτική της ουσιαστικής αλήθειας. Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον των ΜΜΕ παρακολουθεί κατά πόδας όλη τη διαδικασία της προανάκρισης και ανάκρισης, χωρίς να περιο-
Σελ. 15
ρίζεται μόνο στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία. Αρκετές φορές οι επιμέρους ανακριτικές πράξεις (συλλήψεις, έρευνες, εξετάσεις), χωρίς κανέναν ενδοιασμό, προαναγγέλλονται από τα ΜΜΕ. Η δίκη διαιρείται σε μικρά επεισόδια, όπως εκείνο των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, της πραγματογνωμοσύνης, των καταθέσεων των μαρτύρων, της απολογίας του κατηγορουμένου, στα οποία στρέφεται η προσοχή, μειώνοντας το ενδιαφέρον για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Αυτό που έχει σημασία είναι η μερική αλήθεια της κάθε ξεχωριστής ανακριτικής πράξης, με συνέπεια οι τελευταίες να επιβαρύνονται με μια παράλογη οριστικότητα που δεν δύνανται να έχουν. Εμφανίζεται το παράδοξο φαινόμενο σε ένα σύστημα που στηρίζεται στο τεκμήριο αθωότητας, η αλήθεια μιας προσωρινής κράτησης να έχει περισσότερη αξία από την αλήθεια μιας αθώωσης. Έτσι, ο δράστης έχει κριθεί και καταδικαστεί πριν από την εισαγωγή του σε δίκη, γεγονός που αποτελεί βαριά προσβολή της αξίας του ως ανθρώπου.
Η ποινική υπόθεση, λόγω της αχαλίνωτης ροπής των ΜΜΕ προς την εμπορικότητα και τον εντυπωσιασμό, συχνά δραματοποιείται, παρουσιάζεται στο κοινό ως μια τραγωδία, ως ένα θέμα που προκαλεί μια κάθαρση. Όλο και πιο συχνά συμβαίνει να αποκαλύπτονται εμπιστευτικές πληροφορίες φτάνοντας στο αδιανόητο να έχουν τεθεί σε αχρησία οι κανόνες της ποινικής δικονομίας που αφορούν την αναγκαία για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων μυστικότητα της προδικασίας. Συχνά μάλιστα οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι (δικαστικοί ρεπόρτερ) διεξάγουν τη δική τους ιδιωτική ανάκριση σε βάρος της μυστικότητας της δημόσιας. Η δραστηριότητα των ανακριτικών οργάνων συνοδεύεται από φωτογραφίες, συνεντεύξεις, reportages, που μπορεί να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη υψηλές προσδοκίες καταδίκης του κατηγορουμένου. Οι συνθήκες με τις οποίες προσέρχεται κατά την προδικασία, ο ύποπτος να εξετασθεί ή ο κατηγορούμενος να απολογηθεί, κάτω από φώτα των τηλεοπτικών καμερών και τα φλας των φωτογραφικών μηχανών είναι εξουθενωτικές για την προσωπικότητά του.
Οι δυσμενείς κρίσεις που διατυπώνονται στα ΜΜΕ θέτουν σε κίνδυνο δυο από τα δικαιώματα που το άρθρο 6 ΕΣΔΑ αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο: Την έκδοση απόφασης από ένα ανεξάρτητο δικαστήριο και το τεκμήριο αθωότητας. Πράγματι οι πληροφορίες που με-
Σελ. 16
ταδίδονται από τα ΜΜΕ, συχνά προεξοφλούν την ενοχή του κατηγορουμένου. Μια παρόμοια πίεση μπορεί να ασκηθεί στους δικαστές, τακτικούς και ενόρκους, μειώνοντας την απαιτούμενη νηφαλιότητα και την αμεροληψία τους. Ο ανεξάρτητος και αμερόληπτος δικαστικός λειτουργός δεσμεύεται από τον νόμο και όχι από την κοινή γνώμη. Το γεγονός ότι η ελευθερία έκφρασης αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατικής κοινωνίας, δεν αφαιρεί από τους κατηγορουμένους το δικαίωμα να δικάζονται με βάση μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και της διαδικασίας.
Οι προβολείς των ΜΜΕ θέτουν σε κρίση την ποινική διαδικασία, έχοντας αποκτήσει τον χαρακτήρα μιας παράλληλης δικαιοσύνης μέσω «τηλεδικών» και δημοσιευμάτων στον τύπο. Τα ΜΜΕ και κυρίως η τηλεόραση προσφέρουν φαινομενικά μια πιο πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας από ό,τι οι διαδικαστικές πράξεις. Ξυπνούν το όνειρο της άμεσης δημοκρατίας, το όνειρο της πρόσβασης σε μια αλήθεια που είναι ελεύθερη από κάθε δικονομικό περιορισμό. Η αλήθεια των ΜΜΕ είναι σίγουρα πιο γρήγορη και εκ πρώτης όψεως πιο ειλικρινής. Αυτό έχει ως συνέπεια η δικαστική διαμάχη να μεταφέρεται στα ΜΜΕ. Η κατ’ αντιδικία εξέταση δεν αποσκοπεί στον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστή, αλλά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και για τον λόγο αυτό γίνεται ολοένα πιο επιθετική και αδίστακτη, πλαισιωμένη από εκφράσεις και κινήσεις εντυπωσιασμού. Το προφίλ ενός πετυχημένου δικηγόρου δεν το συνθέτουν οι γνώσεις και η επαγγελματική του επάρκεια, αλλά η επικοινωνιακή ικανότητά του να διαχειριστεί με τον πιο κατάλληλο τρόπο τη δίκη στα ΜΜΕ. Αυτή η ιδέα της μεγαλύτερης δημοκρατίας και δικαιοσύνης που προβάλλουν τα ΜΜΕ, σε μια ποινική δίκη όπου ο καλύτερος κριτής θεωρείται η κοινή γνώμη οδηγεί σε μια τραγική ερώτηση. Ο εμπλεκόμενος κατηγορούμενος, μετά από τη δημοσίευση στα ΜΜΕ καταδικαστικών στοιχείων σε βάρος του, που έχει στιγματισθεί από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών ως ένοχος και στη συνέχεια αθωωθεί με απόφαση του δικαστηρίου, θα μπορεί να αισθάνεται πραγματικά αθώος μετά από τόσο μεγάλη δημοσιοποίηση; Η απάντηση είναι αβέβαιη, γεγονός που κρύβει το δράμα της σύγχρονης ποινικής δίκης.
Σελ. 17
II. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Α. Έναρξη ποινικής δίωξης Αναβολή - Αποχή από την ποινική δίωξη
1. Έναρξη ποινικής δίωξης
Η θεμελιώδης ενέργεια με την οποία τίθεται σε κίνηση η ποινική διαδικασία είναι η έναρξη της ποινικής δίωξης, δηλαδή η πράξη με την οποία η εισαγγελική απευθύνεται προς την δικαστική αρχή, στην οποία έκτοτε ανήκει η ευθύνη της διαλεύκανσης του ποινικώς αξιόλογου ή μη χαρακτήρα ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, που αποδίδεται σε συγκεκριμένο γνωστό ή και άγνωστο δράστη ή με άλλα λόγια η ευθύνη της διακρίβωσης του αν πραγματικά τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη και αν ο κατηγορούμενος για την τέλεσή της είναι ο πραγματικά ένοχος.
Από τον ΚΠΔ χρησιμοποιείται αδιάκριτα και ισοδύναμα τόσο ο ταυτόσημος όρος ‘‘κίνηση της ποινικής δίωξης’’, όσο και ο όρος ‘‘άσκηση της ποινικής δίωξης’’, ο οποίος έχει διπλή σημασία και συγκεκριμένα με τη στενή του έννοια ταυτίζεται και αυτός με τον όρο ‘‘έναρξη ή κίνηση της ποινικής δίωξης’’, ενώ με την ευρεία έννοια του σημαίνει την εκπροσώπηση της κατηγορίας και συνολική παρουσία της εισαγγελικής αρχής σε ολόκληρη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας μετά την έναρξη της ποινική δίωξης και έως την αμετάκλητη περάτωση της, η οποία εκδηλώνεται με την - μετά την πρώτη πράξη με την οποία κινείται η ποινική δίωξη - ενέργεια από τον εισαγγελέα των διαδικαστικών εκείνων πράξεων, που τυγχάνουν αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της ποινικής δίκης. Τέτοιες ενέργειες είναι ενδεικτικά η αίτηση προς τον ανακριτή για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης,
Σελ. 18
αυτοψίας, κατάσχεσης ή για την εξέταση μαρτύρων, η παράσταση του κατά την διενέργεια ανακριτικών πράξεων, η πρόταση του ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, η εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο, η παράσταση του στο ακροατήριο, η απαγγελία της κατηγορίας, η πρόταση του επί της ενοχής και της επιβλητέας ποινής, η άσκηση ενδίκων μέσων και η εκτέλεση της απόφασης, η οποία είναι και η τελευταία πράξη άσκησης της ποινικής δίωξης.
2. Αρχή της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή της αυτοτελούς κατηγορίας
Η κίνηση της ποινικής δίωξης ενεργείται από ιδιαίτερο κρατικό όργανο, τον εισαγγελέα, που είναι διαφορετικό από τον δικαστή (αρχή της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή της αυτοτελούς κατηγορίας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η επιβάρυνση του τελευταίου με την ποινική δίωξη και διαμόρφωση της κατηγορίας, που θα αλλοίωνε την αμερόληπτη αποστολή του, στο βαθμό που η κρίση του θα επηρεαζόταν αναπόφευκτα από την προηγούμενη διωκτική δραστηριότητα του, αφού αυτός που μόχθησε να συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου δεν μπορεί στη συνέχεια να μετατραπεί ως δια μαγείας σε έναν αμερόληπτο κριτή της υπόθεσης, δηλαδή σε έναν αμερόληπτο κριτή και των δικών του έργων και να ακυρώσει ή αμφισβητήσει τόσο την δίωξη που άσκησε ο ίδιος, όσο και το αποδεικτικό υλικό που συνέλεξε αυτός. Έτσι, το δικαστικό συμβούλιο και το δικαστήριο, επιλαμβανόμενα της ουσίας της υπόθεσης, δεν έχουν την εξουσία να ασκήσουν ποινική δίωξη, υποκαθιστώντας τον εισαγγελέα, αλλ’ ούτε και να παραγγείλουν στον εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη, ενώ δεν μπορούν ούτε να επιληφθούν πράξεων για τις οποίες δεν κινήθηκε ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, έστω κι αν οι πράξεις αυτές είναι συναφείς προς άλλες για τις οποίες έχει νομίμως ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή αν οι πράξεις αυτές περιλήφθηκαν στη μήνυση. Μπορούν μόνο να ανακοινώσουν τις αξιόποινες αυτές πράξεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 ΚΠΔ.
Συνέπειες της αρχής της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή της αυτοτελούς κατηγορίας είναι οι εξής: α) Με την κίνηση της ποινικής δίωξης αρχίζει το πρώτον η επίσημη ποινι-
Σελ. 19
κή διαδικασία. Ο δε δικαστής οφείλει να αναμείνει την κίνηση της ποινικής δίωξης και την ανάθεση της υπόθεσης σε αυτόν. β) Με την κίνηση της ποινικής δίωξης δημιουργείται η έννομη σχέση της ποινικής δίκης. γ) Με την κίνηση της ποινικής δίωξης επέρχεται ο θεματικός καθορισμός του αντικειμένου της δίκης, καθορίζονται δηλαδή τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί και πρέπει να εκταθεί η περαιτέρω άσκηση της ποινικής δίωξης και η διερευνητική δραστηριότητα των φορέων της ανάκρισης, των δικαστικών συμβουλίων και τέλος του δικαστηρίου. δ) Με την κίνηση της ποινικής δίωξης, η υπόθεση μπορεί πλέον να περατωθεί μόνο με απόφαση της δικαστικής αρχής (κατ’ άρθρα 245, 308 επ. και 368 ΚΠΔ).
3. Αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων ή της δημόσιας κατηγορίας
Ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη στο όνομα της Πολιτείας. Δηλαδή, μοναδικός και αποκλειστικός φορέας της δίωξης των εγκλημάτων είναι η Πολιτεία (αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων ή της δημόσιας κατηγορίας).
4. Αρμόδιος για την κίνηση της ποινικής δίωξης
Αρμόδιος για την κίνηση της ποινικής δίωξης είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών (άρθρο 27 παρ. 1 ΚΠΔ).
Στα δε Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών ο Εισαγγελέας Εφετών ορίζει, ειδικά για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων, έναν Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον αναπληρωτή του.
Επίσης, στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ορίζεται από τον προϊστάμενο αυτών, αρμόδιος για τον αθλητισμό Εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί την ποινική δίωξη για ποινικά αδικήματα που τελούνται εξ αφορμής αθλητικών εκδηλώσεων και κατά τη διάρκεια αυτών καθώς και για αδικήματα που τελούνται από πρόσωπα που συμμετέχουν στη διοίκηση των αθλητικών φορέων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων τους και εποπτεύει στην εκτέλεση των κύριων και παρεπόμενων ποινών που επιβάλλονται κατά τον Ν 2725/1999. Ο αρμόδιος για τον αθλητισμό Εισαγγελέας διευθύνει
Σελ. 20
το έργο των αστυνομικών αρχών για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω νόμου.
Κατ’ εξαίρεση, η Ολομέλεια του Εφετείου σε συμβούλιο, συγκαλούμενη ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα εφετών ή κατά το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. α’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 ΚΠΔ, να παραγγέλλει στον Εισαγγελέα Εφετών να κινήσει την ποινική δίωξη για εγκλήματα εξαιρετικής σημασίας. Αν δε η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, η ολομέλεια έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών.
Εξάλλου, ο κανόνας της κίνησης της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κάμπτεται και στις εξής περιπτώσεις:
i. Όταν ανακύπτει ποινική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, οπότε για την άσκηση ή μη ποινική δίωξης αποφασίζει η Ολομέλεια της Βουλής, με απόφαση της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών της, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 49 και 86 Σ. και των άρθρων 153 έως 158 και 159 Κανονισμού Εργασιών Βουλής [που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2682/1987 Απόφαση Προέδρου της Βουλής]. Προς τούτο, ο εισαγγελέας υποβάλλει τη σχετική πρωτότυπη δικογραφία, όσο και κεκυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που την αποτελούν, αριθμημένων κατ’ αύξοντα αριθμό και καταγεγραμμένων σε κατάσταση, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος την υποβάλλει στη Βουλή δια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Το πρωτότυπο των εγγράφων που τις συνοδεύουν παραμένει προς φύλαξη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στη δε Βουλή κατατίθενται, σε σφραγισμένο φάκελο, τα κεκυρωμένα αντίγραφα.