ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ερμηνευτικές προσεγγίσεις & ειδικότεροι δογματικοί προβληματισμοί

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 19.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 43,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17604
Μπουρμάς Γ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 456
  • ISBN: 978-960-654-034-9
  • ISBN: 978-960-654-034-9
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Η παρούσα έκδοση έχει ως αντικείμενο την ποινική προστασία του περιβάλλοντος. Χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη. Στο πρώτο μέρος (Περιβαλλοντικά εγκλήματα σύμφωνα με τον Ν 1650/1986) εξετάζονται οι αξιολογικοί συσχετισμοί και η δογματική συγκριτική ανάλυση των βασικών περιβαλλοντικών εγκλημάτων του άρθρου 28 Ν 1650/1986 και οι διακεκριμένες παραλλαγές αυτών, το αξιόποινο των δημοσίων υπαλλήλων στο ποινικό δίκαιο περιβάλλοντος και η εξάρτηση αυτού από τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, ειδικότερα δικονομικά ζητήματα καθώς και κριτική αξιολόγηση της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας. Στο δεύτερο μέρος (Περιβαλλοντικά εγκλήματα πέραν του Ν 1650/1986) αναλύονται η εθνική νομοθεσία για την ποινική προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα από την αλόγιστη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και λιπασμάτων και το ζήτημα της παραγωγής και γενικότερης διακίνησης των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και οργανισμών. Στο τρίτο μέρος (Ζητήματα Διεθνούς Ποινικού Δικαίου) εξετάζεται η προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της παγκόσμιας δικαιοσύνης, ζητήματα διεθνούς δικαστικής συνδρομής για την εξακρίβωση περιβαλλοντικών εγκλημάτων και θέματα διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου. Το έργο συμπληρώνεται με ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία (ελληνική και ξενόγλωσση) και αλφαβητικό ευρετήριο.
Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. XΙ
Εισαγωγή Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν 1650/1986
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Αξιολογικοί συσχετισμοί (ομοιότητες-διαφορές) ανάμεσα στα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα των παρ. 1 και 2α’ του άρθρου 28 Ν 1650/1986
Ι. Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 9
ΙΙ. Ο ειδικότερος χαρακτήρας των πράξεων της παρ. 1 και παρ. 2α’ του άρθρου 28 Ν 1650/1986 ως εγκλημάτων διακινδύνευσης Σελ. 12
Α. Οι ειδικότερες σχετικές απόψεις Σελ. 13
Β. Κριτική αξιολόγηση των πιο πάνω υποστηριχθεισών απόψεων Σελ. 16
Γ. Επιχειρήματα από τις ιδιομορφίες του νομοτυπικού αποτελέσματος Σελ. 17
Δ. Επιχειρήματα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσβληθέντος αγαθού Σελ. 25
Ε. Επιχειρήματα αντεγκληματικής πολιτικής Σελ. 29
ΣΤ. Δογματική σημασία του ορθού προσδιορισμού του νομοτυπικού αποτελέσματος για την έλλογη οριοθέτηση του αξιοποίνου των κρινόμενων συμπεριφορών Σελ. 29
1. Προσπάθειες ειδικότερης οριοθέτησης της αξιόποινης περιβαλλοντικής υποβάθμισης Σελ. 33
2. Ειδικότερα επιχειρήματα από την διατύπωση των εφαρμοστέων αντικειμενικών υποστάσεων Σελ. 35
ΙΙΙ. Στιγμιαίος ή διαρκής χαρακτήρας των εγκλημάτων του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 εδ. α’ Ν 1650/1986 Σελ. 39
IV. Ο χαρακτήρας της πράξης της παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 28 Ν 1650/1986 ως εγκλήματος παράλειψης και συναφείς αξιολογήσεις Σελ. 46
V. Ζητήματα απόπειρας Σελ. 56
VI. Ζητήματα συμμετοχικής ευθύνης Σελ. 60
VII. Σχετικά δικονομικά ζητήματα Σελ. 65
VIII. Ειδικότερα ζητήματα διαχρονικού δικαίου και υφ’ όρον παραγραφής Σελ. 65
A. Πρώτο ζήτημα διαχρονικού ουσιαστικού δικαίου Σελ. 70
Β. Δεύτερο ζήτημα διαχρονικού ουσιαστικού δικαίου Σελ. 71
Γ. Τρίτο ζήτημα διαχρονικού ουσιαστικού δικαίου Σελ. 71
Δ. Ζήτημα διαχρονικού δικονομικού δικαίου - Παράσταση αστικώς υπευθύνου κατά τις προβλέψεις της παρ. 4 Σελ. 71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δογματική συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα παρεμφερή εγκλήματα των παρ. 1 και παρ. 5.2-5.1
I. Η αντικειμενική υπόσταση της πρόκλησης υποβάθμισης του περιβάλλοντος χωρίς την έκδοση ή καθ’ υπέρβαση της σχετικής διοικητικής αδείας (αρ. 28 παρ. 1 Ν 1650/1986) Σελ. 76
Α. Υποκείμενο του εγκλήματος Σελ. 91
1. Θέση του προβλήματος Σελ. 91
2. Γενικότερες δογματικές επισημάνσεις για τον περιορισμό του κύκλου των υποψηφίων δραστών στα ερευνώμενα εγκλήματα Σελ. 91
3. Ειδικότερα συμπεράσματα για το υποκείμενο των ερευνώμενων εγκλημάτων Σελ. 95
Β. Ο χαρακτήρας του εγκλήματος ως πολυπράκτου ή μη Σελ. 100
Γ. Ζητήματα πλάνης Σελ. 102
Δ. Ζητήματα συμμετοχικής ευθύνης Σελ. 104
ΙΙ. Περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς στην παρ. 5.2 του άρθρου 28 Ν 1650/1986 Σελ. 105
Α. Τιθέμενα ερωτήματα προσδιορισμού αξιοποίνων συμπεριφορών υπό την μορφή παράλειψης Σελ. 107
1. Αν και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνεται λόγος για επιτακτική ανάγκη κατανομής προστατευτικών ρόλων σε επιμέρους κοινωνούς και ποια είναι τα εύλογα κριτήρια που νομιμοποιούν την επιλογή συγκεκριμένων προσώπων και, κατ’ επέκταση, την αναγωγή τους σε φορείς «ιδιαιτέρων» νομικών υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ Σελ. 108
2. Αν συνιστούν πάντα ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις οι διάφορες υποχρεώσεις προς ενέργεια που θεσπίζονται από την νομοθεσία για όσους μετέρχονται συγκεκριμένες επιχειρηματικές και επαγγελματικές δραστηριότητες ή εξουσιάζουν κινδυνογόνα αντικείμενα. Σελ. 109
3. Αν θεμελιώνουν οι θεσμικές σχέσεις εξουσίασης έναντι προσώπων (π.χ. εργαζομένων) ή πραγμάτων (π.χ. μηχανολογικού εξοπλισμού επιχείρησης) αυτοτελώς κάποια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση Σελ. 110
4. Σε τι συνίσταται το περιεχόμενο των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων και πότε θεμελιώνεται παράβασή τους Σελ. 110
5. Ποιος είναι ο τελικός αποδέκτης των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων που βαρύνουν πρωταρχικά μία συλλογική οντότητα και ποιες αλλαγές μπορεί να υφίστανται αυτές ως προς το περιεχόμενό τους κατά τη διαδικασία της μετακύλισής τους Σελ. 111
6. Ποια είναι η σχέση των ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων με το στοιχείο της αιτιώδους συνάφειας κατά τη θεμελίωση της ευθύνης για (μη) γνήσια εγκλήματα παράλειψης Σελ. 112
7. Αν υπάγονται οι εξωποινικές διατάξεις, που καθιδρύουν ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, στις αρχές του διαχρονικού ποινικού δικαίου (: απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής αυστηρότερων ποινικών νόμων, επιταγή αναδρομικής εφαρμογής επιεικέστερων ποινικών νόμων) Σελ. 114
8. Τελικά δογματικά συμπεράσματα Σελ. 142
8.1. Η «υπερκέραση» ως περίπτωση διακοπής της αιτιότητας Σελ. 143
8.2. Σωρευτική αιτιότητα Σελ. 144
8.3. Υπαλλακτική αιτιότητα Σελ. 144
8.4. Αποδεικτικά προβλήματα και λοιπά ζητήματα αιτιότητας Σελ. 145
8.4.1. H επίδραση των «αρνητικών αιτιωδών συνθηκών» στα περιβαλλοντικά εγκλήματα Σελ. 146
8.4.2. Η εφαρμογή της θεωρίας για την ανεπίτρεπτη επίταση του κινδύνου επέλευσης του αποτελέσματος στα περιβαλλοντικά εγκλήματα Σελ. 152
8.4.3. Η εφαρμογή της θεωρίας για την «απαγόρευση της αναδρομής» στα περιβαλλοντικά εγκλήματα Σελ. 155
8.4.4. Η εφαρμογή των περιπτώσεων διακοπής της σωστικής αιτιώδους διαδρομής στα περιβαλλοντικά εγκλήματα Σελ. 156
8.4.5. Ζητήματα καταλογισμού περιβαλλοντικών προσβολών όταν αυτές προέρχονται από τη χρήση ρομπότ Σελ. 158
Β. Εννοιολογικός προσδιορισμός των επιχειρησιακών εγγυητών για την προστασία περιβάλλοντος Σελ. 163
1. Ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου Σελ. 167
2. Ιδιαίτεροι επιχειρησιακοί φορείς Σελ. 170
3. Η ποινική αξιολόγηση περιβαλλοντικών προσβολών στα πλαίσια λειτουργίας κρατικά εποπτευόμενων συστημάτων επιχειρησιακού αυτοελέγχου (Öko-Audits) Σελ. 177
4. Οι δυνατότητες δικονομικής αξιοποίησης των πορισμάτων του ενδοεπιχειρησιακού περιβαλλοντικού ελέγχου Σελ. 179
Γ. Λοιπά δογματικά ζητήματα αξιοποίνου Σελ. 182
1. Οριοθέτηση απόπειρας Σελ. 182
2. Θέματα συμμετοχικής ευθύνης Σελ. 184
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Το αξιόποινο των δημοσίων υπαλλήλων στο Ποινικό Δίκαιο Περιβάλλοντος (ιδιαίτερα όσον αφορά την τέλεση, εκ μέρους των αυτουργών, των εγκλημάτων των παρ. 1 και 5.1-5.2) και η εξάρτηση αυτού από τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων
Ι. Γενικότερη θέση του προβλήματος Σελ. 185
ΙΙ. Υποστηριχθείσες σχετικές απόψεις Σελ. 188
ΙΙΙ. Τελικά συμπεράσματα για την εξάρτηση του αξιοποίνου των περιβαλλοντικών προσβολών από την νομιμότητα ή μη της σχετικής διοικητικής αδείας και συναφής επιχειρηματολογία Σελ. 189
IV. Ειδικότερες επισημάνσεις για την ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων προσώπων Σελ. 198
V. Γενικότερες τελικές κατηγοριοποιήσεις της ποινικής ευθύνης υπαλλήλου για περιβαλλοντικά εγκλήματα Σελ. 203
A. Ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε ιδιαίτερα (delikta propria) περιβαλλοντικά εγκλήματα με δόλο του άμεσου αυτουργού Σελ. 203
B. Ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε ιδιαίτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα με αμέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα του δράστη Σελ. 204
Γ. Ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε κοινά περιβαλλοντικά εγκλήματα με δόλο του αυτουργού Σελ. 204
Δ. Ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε κοινά περιβαλλοντικά εγκλήματα με αμέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα του αυτουργού Σελ. 205
Ε. Μη ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε ιδιαίτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα με δόλο του αυτουργού Σελ. 205
ΣΤ. Μη ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε ιδιαίτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα με αμέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα του δράστη Σελ. 207
Ζ. Μη ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε κοινά περιβαλλοντικά εγκλήματα με δόλο του αυτουργού Σελ. 208
Η. Μη ισχύς του τεκμηρίου νομιμότητας σε κοινά περιβαλλοντικά εγκλήματα με αμέλεια ή χωρίς υπαιτιότητα του αυτουργού Σελ. 210
VΙ. Γενικότερες αξιολογήσεις της ποινικής ευθύνης του υπαλλήλου για περιβαλλοντικά εγκλήματα στην γερμανική ποινική θεωρία Σελ. 210
VII. Σχέση της πειθαρχικής με την ποινική ευθύνη του υπαλλήλου για παραβιάσεις της διοικητικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και συνακόλουθη προσβολή του περιβάλλοντος Σελ. 214
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Οι διακεκριμένες παραλλαγές των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος
I. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα διακεκριμένα εγκλήματα των παρ. 3 εδ. α’ και β’ Σελ. 218
ΙΙ. Το έγκλημα του άρθρου 28 παρ. 3 περ. γ’ Ν 1650/1986 Σελ. 229
Α. Ο νομοθετικός λόγος της βαρύτερης τιμώρησης των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων και η επίδρασή τους στον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου εγκλήματος ως τέτοιου υπό τον παλαιό ΠΚ Σελ. 237
Β. Ο ιστορικός λόγος θέσπισης των εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων και η επίδρασή τους στον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου εγκλήματος ως τέτοιου υπό τον παλαιό ΠΚ. Σελ. 238
ΙΙΙ. Τα διακεκριμένα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 3 περ. δ’ και ε’ Ν 1650/1986 Σελ. 244
Α. Ερμηνευτική ανάλυση των οικείων αντικειμενικών υποστάσεων Σελ. 244
Β. Ζητήματα απόπειρας Σελ. 246
Γ. Ζητήματα συμμετοχικής ευθύνης Σελ. 247
α. Η συνθέτουσα άποψη (synthetische Konzeption) Σελ. 248
β. Η αναλυτική άποψη Σελ. 248
γ. Ενδιάμεσες απόψεις Σελ. 249
IV. Οι διακεκριμένες παραλλαγές της εξ αμελείας τέλεσης (άρθρο 28 παρ. 3 εδ. τελευταίο) Σελ. 250
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Επίκαιρα ζητήματα ειδικότερης δικονομικής και δικαιοπολιτικής αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών εγκλημάτων του άρθρου 28 Ν 1650/1986
Ι. Θέματα δικαιοπολιτικής αντιμετώπισης Σελ. 253
A. Έμπρακτη μεταμέλεια (άρθρο 28 παρ. 6 Ν 1650/1986) Σελ. 253
Β. Σχετικά δικονομικά ζητήματα Σελ. 263
Γ. Οι κυρώσεις κατά νομικών προσώπων (άρθρο 28 παρ. 5.3 έως 5.6 του Ν 1650/1986 και άρθρα 4, 5 Ν 4042/2012) Σελ. 270
ΙΙ. Ειδικότερα ζητήματα δικονομικής αντιμετώπισης των εγκλημάτων του άρθρου 28 Ν 1650/1986 Σελ. 280
Α. Κατάσχεση, δήμευση, παρεπόμενες ποινές (άρθρο 28 παρ. 9 Ν 1650/1986) Σελ. 280
Β. Τα δικαιούμενα σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρόσωπα (άρθρο 28 παρ. 7 Ν 1650/1986) Σελ. 282
Γ. Ο τρόπος απόδειξης του κινδύνου των παρ. 2 και 4 του άρθρου 2 Ν 1650/1986 στην ποινική δίκη Σελ. 300
Δ. Εμπειρικά και δικαιϊκά προβλήματα στην ποινική δίωξη των περιβαλλοντικών εγκλημάτων Σελ. 304
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Κριτική αξιολόγηση της ενωσιακής νομοθεσίας για την καταπολέμηση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων και της αντίστοιχης εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης
Ι. Κριτική εκτίμηση των ποινικών προβλέψεων της Οδηγίας 2008/99/ΕΚ Σελ. 311
ΙΙ. Αξιολόγηση των διατάξεων του άρθρου 3 Ν 4042/2012 των σχετικών για την εναρμόνιση με τις ποινικές διατάξεις της Οδηγίας 2008/99 του ΕΚ και του Συμβουλίου της 19.11.2008 Σελ. 315
ΙΙΙ. Ειδικότερα η αξιόποινη πράξη του αρ. 3 στοιχ. δ’ Ν 4042/2012 Σελ. 323
IV. Οι υποστάσεις του άρθρου 3 Ν 4042/2012 και η συσχέτισή τους με τα εγκλήματα του άρθρου 28 Ν 1650/1986 Σελ. 325
V. Η προβληματική της ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege certa Σελ. 326
VI. Ζητήματα πλάνης του δράστη Σελ. 327
VII. Κριτήρια διάκρισης ανάμεσα στην αυτουργική και συμμετοχική δράση Σελ. 330
VIII. Χρόνος περάτωσης των εγκλημάτων των περ. β’ και γ’ Σελ. 332
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ Ν 1650/1986
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ερμηνευτικές δυσχέρειες από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας για την ποινική προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και η υπέρβασή τους
Ι. Ποιοτική αξιολόγηση των ποινικών διατάξεων του αρ. 6 Ν 4037/2012 για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 Σελ. 337
ΙΙ. Συμμετοχή στα εγκλήματα του άρθρου 6 Ν 4037/2012 Σελ. 339
ΙΙΙ. Το έγκλημα του άρθρου 6 παρ. 3 Ν 4037/2012 Σελ. 340
ΚΕΦΑΛAIΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ερμηνευτική ανάλυση και αξιολόγηση των ποινικών διατάξεων του Ν 4036/2012 επί περιβαλλοντικών εγκλημάτων από την αλόγιστη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων
Ι. Ιστορική αναδρομή Σελ. 342
ΙΙ. Οφέλη και επιβλαβείς συνέπειες από την αλόγιστη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων Σελ. 342
ΙΙΙ. H τυποποίηση των σχετικών βλαπτικών συμπεριφορών ως περιβαλλοντικών εγκλημάτων: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συναφείς δυσχέρειες Σελ. 345
IV. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις των οικείων αντικειμενικών υποστάσεων Σελ. 348
V. Ποιοτικός χαρακτηρισμός της εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με την αντίστοιχη ενωσιακή νομοθεσία Σελ. 350
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ποινική εκτίμηση των νομοτυπικών υποστάσεων του Ν 1565/1985 για την περιβαλλοντικά επιζήμια χρήση λιπασμάτων Σελ. 352
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ποινική αντιμετώπιση της παραγωγής και γενικότερης διακίνησης των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και οργανισμών
I. Γενικότερη έκθεση του προβλήματος Σελ. 354
ΙΙ. Το νεότερο ειδικό νομικό καθεστώς Σελ. 356
ΙΙΙ. Τελική ποινική αξιολόγηση των σχετικών ερευνώμενων συμπεριφορών Σελ. 361
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η προστασία του περιβάλλοντος στα πλαίσια της αρχής της παγκόσμιας δικαιοσύνης
Ι. Γενικότερη ανάπτυξη Σελ. 365
ΙΙ. Διαδικαστικές εγγυήσεις με βάση την γενική αρχή του κράτους δικαίου Σελ. 372
α. Με βάση την αρχή ne bis in idem Σελ. 373
β. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας Σελ. 375
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ζητήματα διεθνούς δικαστικής συνδρομής για την εξακρίβωση περιβαλλοντικών εγκλημάτων Σελ. 376
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ι. Λοιπά δικονομικά προβλήματα Σελ. 382
ΙΙ. Ζητήματα προσδιορισμού των ορθών τοπικών ορίων για την εφαρμογή του ελληνικού ποινικού δικαίου στα περιβαλλοντικά εγκλήματα με διασυνοριακή διάσταση Σελ. 388
ΙΙΙ. Προβλήματα διακρατικής εφαρμογής αλλοδαπού διοικητικού περιβαλλοντικού δικαίου Σελ. 390
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ζητήματα διεθνούς ποινικής δικαιοδοσίας στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου
Ι. Γενικότερες τοποθετήσεις και συμπεράσματα Σελ. 398
ΙΙ. Προσπάθειες ειδικότερης θεωρητικής τεκμηρίωσης Σελ. 401
Βιβλιογραφία Σελ. 415
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 427

Σελ. 1

Εισαγωγή

Η νομοθεσία για την ποινική προστασία περιβάλλοντος υλοποιείται καταρχήν σ’ ένα βασικό θεμελιώδη ειδικό νόμο, δηλ. τον Ν 1650/1986, ενώ άλλες ποινικές έννομες τάξεις (π.χ. η γερμανική κ.ά.) περιλαμβάνουν αντίστοιχες διατάξεις στον ίδιο τον ΠΚ[1]. Εφαρμόζεται συνεπώς, ως προς τις ερμηνευτικές σχέσεις του πιο πάνω νόμου με τον ΠΚ το άρθρο 12 ΠΚ[2].

Γενικότερα, τώρα, οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, όντας ένα απτό προϊόν της ταχύτητας εξελίξεως της νομοθεσίας, αλλά και της ανάγκης για ρύθμιση περιφερειακών ενίοτε ζητημάτων σε σχέση με αυτά που, έχοντας πιο ουσιώδη και διαρκή απαξία, θεσπίσθηκαν στον νομοθετικό κορμό του Ποινικού Κώδικα[3], αποτελούν σήμερα το πλέον εκτεταμένο και «δυναμικό» τμήμα της ποινικής-κυρωτικής νομοθεσίας[4], χωρίς να εμφανίζουν καμία ουσιαστική δογματική διαφορά από τον Ποινικό Κώδικα[5].

Εκτός όμως από προϊόντα της ταχύτατης εξελίξεως των προς ρύθμιση σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι συνθέτουν και ένα πεδίο της νομοθεσίας μας όπου οι ιστορικές αδράνειες και η νωθρότητα της νομοθετικής μηχανής αφήνουν ακόμη άθικτα ολόκληρα, ακόμη και παλαιότερα του ΠΚ, νομοθετήματα. Αποτελούν δηλαδή το πεδίο της νομοθεσίας όπου συναντώνται η ιστορική αδράνεια, που εκδηλώνεται με τη διατήρηση παλαιών και ενίοτε ξεπερασμένων τμημάτων της[6], με

Σελ. 2

την μοντέρνα ρύθμιση[7] δυναμικών πλευρών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής[8], όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του Ν 1650/1986.

Είναι όμως και το πεδίο όπου εκδηλώνεται με τον πλέον εμφανή τρόπο και η κατάχρηση της καταστολής[9], αφού τελικά Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, προστίθενται σχεδόν σε κάθε νέα νομοθετική ρύθμιση, ως απόρροια της αυτοματοποιημένης κρατικής λογικής, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική συναίνεση που εγγυάται την ουσιαστική εφαρμογή ενός νόμου, μπορεί να εκβιασθεί αποκλειστικά, ή έστω αποφασιστικά, μέσω της ποινικοποιήσεως[10].

Γι’ αυτό και οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι αποτελούν ένα εκτεταμένο νομοθετικό «δείγμα», όπου δοκιμάζονται, και σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίζονται, οι εγγυητικές δικλείδες της ποινικής καταστολής[11]: η τήρηση δηλ. των αρχών που απορρέουν από το θεμελιώδες αξίωμα n.c.n.p.s.l. και κυρίως η συνταγματική επιταγή για συγκεκριμένη διατύπωση των νομοτυπικών στοιχείων κάθε τυποποιημένης σε έγκλημα[12] συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει εντελώς ενδεικτικά, από τους υπό έρευνα νόμους στο έγκλημα της παρ. 8 του αρ. 28 Ν 1650/1986 και

Σελ. 3

σε αυτά του αρ. 3 Ν 4042/2012, σύμφωνα με τα παρακάτω αναφερόμενα: Αν μάλιστα κανείς αποβλέψει στο «έννομο αγαθό» ως δομικό στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος[13], συνταγματικής μάλιστα περιωπής[14], τότε θα διακρίνει ευκολότερα ότι αρκετοί από τους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους στερούνται αληθινού εννόμου αγαθού που να προστατεύουν ουσιαστικά. Αυτό όμως το δεδομένο φέρνει πολύ κοντά, και συγχρόνως συσκοτίζει, τα όρια μεταξύ ποινικού και διοικητικού αδίκου[15], αφού συγχρόνως, στον ίδιο νομοθετικό «χώρο», συνωστίζονται «αληθινά εγκλήματα»[16] και «παραβάσεις τάξεως».

Ενσωματώνοντας λοιπόν ένα μεγάλο τμήμα, και από τα πιο δραστικά άλλωστε, των κυρωτικών - κατασταλτικών ρυθμίσεων της νομοθεσίας μας, οι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι προαπαιτούν εισαγωγικά, ενόψει της απόπειρας ερμηνείας οιουδήποτε από αυτούς, μία εκ των προτέρων αποσαφήνιση των εξής ειδικότερων, ζητημάτων που για λόγους εποπτικούς θα εκθέσουμε εντελώς διαγραμματικά, κωδικοποιημένα σε δύο ενότητες:

α. της εκτάσεως εφαρμογής των διατάξεων του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώ­δικα.

β. της σχέσεως των διατάξεων του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, προς παρεκκλίνουσες ρυθμίσεις των Ειδικών Ποινικών Νόμων, πρόβλημα που εν μέρει τέμνεται και με το γενικότερο θέμα της διαχρονικής ερμηνείας και εφαρμογής ειδικών ποινικών νόμων προγενέστερων του ΠΚ.

Σελ. 4

Και τα δύο ζητήματα επιχειρήθηκε να λυθούν από τον ίδιο τον ιστορικό νομοθέτη του ΠΚ, αφού με το άρθρο 12 ΠΚ ορίζεται ότι «οι διατάξεις του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν αυτοί οι νόμοι δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους».

Συγχρόνως, όμως, υφίστανται και ακόμη ειδικότεροι περιβαλλοντικοί ποινικοί νόμοι, οι οποίοι εστιάζουν έτι περαιτέρω την ποινική προστασία περιβάλλοντος ανάλογα:

α. είτε με το μερικότερο θιγόμενο περιβαλλοντικό στοιχείο, όπως π.χ. ο N 743/1977 για το θαλάσσιο περιβάλλον, ο N 3199/2003 για τα ύδατα κ.ά. και

β. είτε με την κρίσιμη πηγή κινδύνου και κατ’ επέκταση τον διαφοροποιημένο τρόπο προσβολής για τα ποίκιλα οικολογικά αγαθά, όπως π.χ. ο N 4037/2012 για την ρύπανση από πλοία, ο Ν 4042/2012 για τις περιβαλλοντικές προσβολές από απόβλητα, ο N 4036/2012 για αντίστοιχες προσβολές από φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ο N 1565/1985 για παρεμφερείς προσβολές από την χρήση λιπασμάτων κ.ο.κ..

Με τη σειρά του, τώρα, αυτός ο σοβαρός κατακερματισμός της σχετικής ρυθμι­στέας ύλης προκαλεί εύλογα δογματικά και δικαιοπολιτικά ερωτήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι τα εξής:

α. αν είναι πράγματι απαραίτητη, από απόψεως αντεγκληματικής αποτελεσματικότητας, μια τέτοια νομοτεχνική, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα δεν εισφέρει ρυθμιστικά τίποτε περισσότερο αξιόλογο σε σχέση με τις προβλέψεις του N 1650/1986, ενώ συγχρόνως τα εν λόγω ειδικότερα νομοθετήματα στερούνται (κατά ένα μεγάλο μέρος) συστηματικής επεξεργασίας, σταθερού πλαισίου αρχών λειτουργίας και συγκροτημένης αντεγκληματικής πολιτικής[17]. Οι οποιεσδήποτε αποκλίσεις, οι οποίες δικαιολογούνται από τις φυσικές ιδιομορφίες του εκάστοτε θιγόμενου περιβαλλοντικού στοιχείου, θα μπορούσαν ευχερώς να ενσωματωθούν σε ένα και το αυτό νομοθετικό κείμενο, είτε ειδικό ποινικό νόμο είτε και τον ίδιο τον ΠΚ και

β. δεν είναι ούτε δογματικά αλλά ούτε και εννοιολογικά επιτρεπτό το να προσδιορίζεται σημασιολογικά κατά τρόπο διαφορετικό η προσβολή του όλου εννόμου αγαθού «περιβάλλον» στο αρ. 28 Ν 1650/1986 σε σχέση με την αντίστοιχη οριοθέτηση της σχετικής προσβολής στο εκάστοτε πληττόμενο ειδικότερο περιβαλλοντικό στοιχείο, όπως φαίνεται να συμβαίνει (περισσότερο ή λιγότερο) ενδεικτικά στην ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος κατ’ αρ. 13 παρ. 1α’ Ν 743/1977, και αλλού σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα. Ομοίως, δεν είναι δικαιοπολιτικά σκόπιμες, αλλά ούτε και ανεκτές οι μεγάλες ποσοτικές ή ποιοτικές αποκλίσεις στο πεδίο της απειλούμενης ποινικής κύρωσης για την ίδια (ή περίπου την ίδια) περιβαλλοντική προσβολή ανάλογα είτε με τον ειδικότερο τρόπο κάθε

Σελ. 5

προσβολής (: είναι ανύπαρκτες έως αστείες οι ποινικές κυρώσεις για την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, ΓΤΟ κ.ο.κ.) είτε με το επιμέρους περιβαλλοντικό στοιχείο, το οποίο πλήττεται κάθε φορά, όπως σαφώς θα καταδειχθεί τούτο από τις μεταγενέστερες τοποθετήσεις.

Τούτο ισχύει, διότι σε αντίθεση με άλλα έννομα αγαθά, τα επιμέρους περιβαλλοντικά στοιχεία (π.χ. ατμοσφαιρικός αέρας, τα ύδατα, το έδαφος κ.ά.) δεν αποτελούν (ούτε πρέπει να αποτελέσουν είτε δογματικά είτε εννοιολογικά) αυτοτελές έννομο αγαθό σε σχέση με το περιβάλλον νοούμενο ως ενιαίο οργανικό λειτουργικό σύνολο επιμέρους φυσικών στοιχείων. Το αντίθετο μπορεί ευχερώς να ισχύει με άλλα έννομα αγαθά, όπως π.χ. το ατομικό αγαθό της ιδιοκτησίας επί κινητών πραγμάτων, το οποίο προσβάλλεται με το έγκλημα της κλοπής (αρ. 372 ΠΚ). Εδώ, μπορεί όμως το υλικό αντικείμενο της πράξης να αναχθεί σε αυτοτελές έννομο αγαθό, οπότε με ειδικό ποινικό νόμο μπορεί θεωρητικά να προστατευθεί αυτό από την ίδια πιο πάνω πράξη κατά τρόπο (εν όλω ή εν μέρει) διαφορετικό σε σχέση με την αντίστοιχη προστασία του από την διά-ταξη του ΠΚ για την κλοπή. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ήδη από παλαιά με την ζωοκλοπή με το αρ. 1 N 1300/1982 (όπως ισχύει σήμερα με τελευταία νομοθετική μεταβολή αυτή του Ν 2408/1996), το οποίο επιχειρεί να προστατεύσει την αγροτική οικονομία γενικότερα (: κοινωνικό αγαθό) και όχι το ατομικό αγαθό της ιδιοκτησίας.

Το ίδιο μπορεί να ισχύσει π.χ. και για την κλοπή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έστω και αν αυτό δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, αν γίνει θεωρητικά δεκτό ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αναχθούν σε αυτοτελές έννομο αγαθό.

Σελ. 7

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν 1650/1986

Σελ. 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ (ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ-ΔΙΑΦΟΡΕΣ)
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΠΑΡ. 1 ΚΑΙ 2α ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 28 Ν 1650/1986

Ι. Γενικές παρατηρήσεις

Μετά από τριάντα τρία έτη εφαρμογής του Ν 1650/1986, είναι πλέον εμπεδωμένη, τόσο στην σχετική ποινική θεωρία όσο και στην αντίστοιχη νομολογία, η αντίληψη ότι ο Ν 1650/1986 αποτελεί τον βασικό θεμελιώδους σημασίας νόμο για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος, οι ρυθμίσεις του οποίου καλύπτουν με κάποια ανεκτή πληρότητα και μάλιστα προς την σωστή κατεύθυνση τα περισσότερα ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα ποινικής ευθύνης από περιβαλλοντικά εγκλήματα. Οι περισσότερες από τις αναφυείσες ρυθμιστικές ατέλειες διορθώθηκαν με τον Ν 4042/2012, αν και όχι πάντοτε κατ’ ορθό τρόπο, όπως συμβαίνει ενδεικτικά με τα επιμέρους δικονομικά ζητήματα της πολιτικής αγωγής κ.ά. Συγχρόνως, όμως, εμφανίζεται στην ελληνική έννομη τάξη το φαινόμενο να υφίστανται, πέραν του προαναφερθέντος (γενικότερου) βασικού Ν 1650/1986, και έτεροι νόμοι, οι οποίοι είτε προστατεύουν, όχι το έννομο αγαθό «περιβάλλον» στο σύνολο του, αλλά επιμέρους περιβαλλοντικά στοιχεία, όπως π.χ. ο Ν 3199/2003 για την προστασία των υδάτων, ο Ν 743/1977 για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, είτε προστατεύουν το περιβάλλον από συγκεκριμένες εστίες ρύπανσης ή υποβάθμισης, όπως π.χ. ο Ν 4042/2012 για την προστασία του περιβάλλοντος από τα απόβλητα, ο Ν 4037/2012 για την προστασία των υδάτων από ρύπανση προερχόμενη από πλοία κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό της προχειρότητας, με την οποία θεσπίστηκαν οι εν λόγω (περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά) ειδικότεροι νόμοι, είναι γενικότερα:

α. Καταρχήν η αδιαφορία (ή άγνοια) για τα ζητήματα επικάλυψης του πεδίου εφαρμογής τους με αυτό των γενικότερων περιβαλλοντικών νόμων. Παράδειγμα: Με δεδομένο ότι το άρθρο 14 Ν 3199/2003 δεν ρυθμίζει καθόλου την ποινική αντιμετώπιση της τέλεσης της περιγραφόμενης σε αυτό πράξης εξ αμελείας, τις τυχόν διακεκριμένες περιπτώσεις επέλευσης κινδύνου ή βλάβης σε ατομικά έννομα αγαθά, την έμπρακτη μεταμέλεια, τα δικ

ονομικά ζητήματα της πολιτικής αγωγής, την ποινική ευθύνη των διευθυνόντων, την πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας κ.λπ.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση στον εκάστοτε εξειδικευμένο περιβαλλοντικό νόμο για την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος, πρέπει ορθότερα να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζονται οι αντίστοιχες συναφείς διατάξεις καταρχήν των τυχόν ειδικότερων περιβαλλοντικών νόμων (π.χ. για τον Ν 3199/2003

Σελ. 10

και τον Ν 4037/2012 ο περισσότερο συναφής ειδικός περιβαλλοντικός νόμος είναι ο Ν 743/1977). Αν δεν υφίστανται τέτοιες διατάξεις, τότε πρέπει ερμηνευτικά να ανατρέξουμε στις αντίστοιχες συναφείς διατάξεις του γενικότερου Ν 1650/1986 προς συμπλήρωση του σχετικού ρυθμιστικού κενού. Η εν λόγω αποδεκτή ερμηνευτική λύση στηρίζεται δογματικά σε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 12 ΠΚ, σύμφωνα με τον οποίο οι διατάξεις του Γενικού Μέρους του ΠΚ εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξη τους. Καταρχήν πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο το ότι αιτία της πιο πάνω ρύθμισης αποτελεί το γεγονός πως στον ποινικό κώδικα προστατεύονται τα θεμελιώδους σημασίας για το κοινωνικό σύνολο και τον άνθρωπο έννομα αγαθά, η απρόσκοπτη λειτουργία των οποίων είναι αυτονόητη για την εύρυθμη και αποδοτική οργάνωση και δραστηριοποίηση των ανθρώπων σε κοινωνίες και κατ’ επέκτασιν σε συντεταγμένες πολιτείες, ενώ συγχρόνως στο Γενικό Μέρος του ΠΚ βρίσκονται διατυπωμένες οι γενικές αρχές του ΠΚ, που αποτελούν τη βάση του ποινικού μας δόγματος[18].

Στα πλαίσια λοιπόν των ανωτέρω δεδομένων καθίσταται εμφανές ότι, όταν στον ρυθμιστικό ρόλο του ΠΚ υποκαθίσταται κάποιος ενδιάμεσος βασικός νόμος, ο οποίος είναι ειδικότερος σε σχέση με τον ΠΚ αλλά γενικότερος σε σύγκριση με ορισμένο άλλον ποινικό νόμο (όπως εν προκειμένω ο Ν 1650/1986 σε σχέση με τον ΠΚ αφενός και αφετέρου με τον Ν 3199/2003 ή τον Ν 743/1977 κ.ο.κ.), τότε πρέπει υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις να πραγματοποιείται ερμηνευτική παραπομπή στις ρυθμιστικές προβλέψεις του εν λόγω ενδιάμεσου βασικού νόμου. Το πιο πάνω συμπέρασμα ισχύει πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, αν ληφθεί σοβαρά υπόψιν ότι το περιβάλλον, έστω και αν προστατεύεται με τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων και όχι με σχετικές διατάξεις του ΠΚ, εντούτοις αποτελεί έννομο αγαθό αναμφισβήτητα θεμελιώδες για την εύρυθμη και αρμονική κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων αλλά και για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Γι’ αυτό θα έπρεπε κανονικά να προστατεύεται στον ίδιο τον ΠΚ, όπως άλλωστε κάτι τέτοιο συμβαίνει σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως π.χ. στην Γερμανία κ.ά. σύμφωνα με τα λεπτομερώς αναφερόμενα στα κατωτέρω κεφάλαια της παρούσας μελέτης. Συνεπώς, ο γενικότερης ισχύος βασικός περιβαλλοντικός Ν 1650/1986 καταλαμβάνει, κατά τούτο, την ιεραρχική θέση του ΠΚ σε περιπτώσεις κάλυψης ρυθμιστικών κενών στους εκάστοτε ειδικότερους περιβαλλοντικούς νόμους, είτε αυτοί ισχύουν σήμερα είτε θα ισχύσουν στο μέλλον, ελλείψει ειδικότερης σαφούς ρύθμισης επιμέρους ζητημάτων ποινικής προστασίας σε αυτούς και

β. Το δυσάρεστο γεγονός ότι, αρκετές φορές, επιμέρους ζητήματα ποινικής προστασίας του απειλούμενου κάθε φορά εννόμου αγαθού επιλύονται στους διάφορους (περισσότερο ή λιγότερο) ειδικούς σχετικούς ποινικούς νόμους κατά τρόπο εν μέρει ή εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τον αντίστοιχο τρόπο επίλυσης των ίδιων ακριβώς ζητημάτων

Σελ. 11

στον εκάστοτε γενικότερο βασικό νόμο ποινικής προστασίας του εν λόγω αγαθού. Παράδειγμα: Θεωρητικά και στην υποθετική περίπτωση που προσδιοριζόταν ρητώς η έννοια της υποβάθμισης της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος είτε στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. β’ Ν 4037/2012 είτε στο άρθρο 13 Ν 743/1977, δεν θα μπορούσε αυτή να νοείται διαφορετικά από την αντίστοιχη έννοια της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στο άρθρο 28 παρ. 1 και 2α σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 2 και 4 Ν 1650/1986. Ομοίως, κανονικά, δεν θα έπρεπε η ρύπανση της θάλασσας κατ’ άρθρο 13 Ν 743/1977 να νοείται διαφορετικά από ό,τι η αντίστοιχη έννοια της ρύπανσης στον Ν 1650/1986, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα, εφόσον για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 13 παρ. 1 α’ Ν 743/1977 δεν αρκεί απλά η πρόκληση οποιασδήποτε ρύπανσης με την έννοια του άρθρου 28 παρ. 1, 2α σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 2 Ν 1650/1986, αλλά η ρύπανση πρέπει να είναι «σοβαρή». Τέτοιες αντιφάσεις ή εν γένει διαφοροποιήσεις αφενός συμβάλλουν στην μειωμένη προστασία του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» καταλείποντας στην πράξη την άσκηση ποινικής δίωξης στην ευχέρεια της εκάστοτε αρμόδιας διωκτικής (π.χ. λιμενικής) αρχής, η οποία διαβιβάζει στην αρμόδια, εισαγγελία μόνο τις κατά την κρίση της περιπτώσεις σοβαρής ρύπανσης[19].

Συγχρόνως, παρά τις ενδεχόμενες καλές προθέσεις του ποινικού νομοθέτη, στους εν λόγω ειδικούς (περιβαλλοντικούς) ποινικούς νόμους, εισάγονται σοβαρές εξαιρέσεις από τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου προστασίας περιβάλλοντος και αποκλίσεις από την όλη λογική δομή και αξιολογική ενότητα του συστήματος ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος βάσει του Ν 1650/1986, οπότε καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η προαναφερόμενη επιδιωκόμενη δογματική πληρότητα και ενότητα του ποινικού δικαίου προστασίας περιβάλλοντος.

Επίσης, η ύπαρξη πολλών (περισσότερο ή λιγότερο ειδικότερων μεταξύ τους) ποινικών νόμων για την προστασία περιβάλλοντος, που ισχύουν ταυτόχρονα και παράλληλα και με τον ΠΚ, διαταράσσουν τη δογματική και συστηματική συνοχή της όλης ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος, όπως και την λογική και αξιολογική ενότητα του όλου συστήματος του ποινικού μας δικαίου[20].

Η πιο πάνω επιθυμητή δογματική και συστηματική συνοχή ποινικής προστασίας επιτυγχάνεται νομοτεχνικά καλύτερα (de lege ferenda) είτε με την προσθήκη διατάξεων για την προστασία περιβάλλοντος στον ΠΚ είτε με την θέσπιση αντίστοιχων ρυθμίσεων σε έναν και μόνον ειδικό ποινικό νόμο και όχι, όπως σήμερα, με την, εισαγωγή σχετικών προβλέψεων σε πλείονες ποινικούς νόμους, από τους οποίους ο ένας είναι ειδικότερος του άλλου και ένας από αυτούς (εν προκειμένω ο Ν 1650/1986) αποτελεί τον βασικό-θεμελιώδη νόμο για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο

Σελ. 12

ο εκάστοτε ειδικός ποινικός νόμος (εν προκειμένω για την προστασία του περιβάλλοντος) αποκτά δογματική πληρότητα και ενσωματώνεται στο ισχύον συνολικό ποινικό ουσιαστικό σύστημα.

Αντιθέτως, η προαναφερθείσα πολυνομία αφενός δημιουργεί πλείστα όσα ζητήματα συρροής διατάξεων, αλλά και συγχρόνως (το κυριότερο) παραβιάζει ουσιαστικά την θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας στην ορισμένη και σαφή περιγραφή της όλης αξιόποινης συμπεριφοράς (n.c.n.p.s.l.).

Μια τέτοια περιγραφή οποιασδήποτε αξιόποινης συμπεριφοράς, ακόμη και αν θεωρηθεί ως δογματικά σαφής και πλήρης, παύει εκ των πραγμάτων να είναι προσιτή και ευχερώς αντιληπτή στον μέσο συνετό κοινωνικό άνθρωπο, εφόσον αυτή απαιτεί συνδυαστική εφαρμογή πλειόνων ποινικών διατάξεων και μάλιστα κατά τρόπο, ο οποίος δεν είναι εκ των προτέρων διαγνώσιμος (δηλ. προβλέψιμος) για τους κοινωνούς του δικαίου.

Με δεδομένα, λοιπόν, όλα τα παραπάνω συμπεράσματα για την γενικότερη δογματική σημασία του άρθρου 28 Ν 1650/1986 θα επιχειρηθεί η όσο το δυνατόν ενδελεχής ανάλυση των παρακάτω κρίσιμων ερμηνευτικών ζητημάτων για τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, τα οποία (ζητήματα) δεν έχουν μέχρι σήμερα –κατά την άποψη πάντοτε του συγγραφέως– απαντηθεί επαρκώς από την θεωρία και την νομολογία και ως εκ τούτου υφίσταται δυνατότητα αξιόλογης συνεισφοράς στην ικανοποιητική επίλυσή τους τόσο από δογματικής όσο και από εγκληματοπολιτικής απόψεως. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης προσπάθειας λαμβάνεται ως γνωστή και (περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά) αδιαμφισβήτητη η σημασιολογική επεξεργασία όλων των λοιπών νομοτυπικών στοιχείων των ερευνώμενων στην παρούσα μελέτη περιβαλλοντικών εγκλημάτων, στα πορίσματα της οποίας εδράζονται τα κάθε φορά συναγόμενα δογματικά συμπεράσματα της παρούσας μελέτης για την επίλυση των παρακάτω κρίσιμων προβλημάτων ερμηνευτικού προσδιορισμού τους.

Επίσης, ήδη από την αρχή της ερμηνευτικής ανάλυσης των κρίσιμων διατάξεων για την προστασία του περιβάλλοντος στο άρθρο 28 Ν 1650/1986 θα καταβληθεί προστπάθεια να καταδειχθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στις παρεμφερείς ρυθμίσεις του συγκεκριμένου άρθρου, όπως π.χ. στα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα των παρ. 1 και παρ. 2α’ ή ανάμεσα σε αυτά των παρ. 1 και παρ. 5.2, ώστε να επιβεβαιωθεί η συστηματική συνοχή των επιμέρους ερευνώμενων προβλέψεων και η λειτουργική σημασία τους προς την κατεύθυνση της πληρέστερης κατά το δυνατόν προστασίας του περιβάλλοντος.

ΙΙ. Ο ειδικότερος χαρακτήρας των πράξεων της παρ. 1 και παρ. 2α’ του άρθρου 28 Ν 1650/1986 ως εγκλημάτων διακινδύνευσης

Αναφορικά τώρα με τον χαρακτήρα του εγκλήματος τόσο της παρ. 1 όσο και της παρ. 2α’ του αρ. 28 Ν 1650/1986 ως εγκλήματος αποτελέσματος ή τυπικού υφίσταται διχογνωμία στη θεωρία, η οποία σχετίζεται με την δογματική έριδα για τον προσδιορισμό του προστατευόμενου με αυτά τα εγκλήματα εννόμου αγαθού. Συνακόλουθα, ο χαρακτηρισμός

Σελ. 13

των εν λόγω αδικημάτων ως εγκλημάτων αποτελέσματος ή τυπικών (συμπεριφοράς) επηρεάζει την απάντηση στο ειδικότερο ερώτημα για την κατάταξη τους στα εγκλήματα βλάβης ή στα εγκλήματα διακινδύνευσης. Αυτό συμβαίνει, διότι σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, από τα εγκλήματα διακινδύνευσης τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης είναι υποκατηγορία των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, τα οποία είναι πάντοτε εγκλήματα απλής συμπεριφοράς (τυπικά)[21].

Συνεπώς και τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης είναι πάντοτε εγκλήματα απλής συμπεριφοράς-τυπικά, με μόνη διαφορά τους από τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης το ότι περιγράφουν στην υπόστασή τους και μια ιδιότητα της συμπεριφοράς, η οποία συνίσταται στη γενική ικανότητα-προσφορότητα της να προκαλέσει κίνδυνο για το εκάστοτε προστατευόμενο έννομο αγαθό και πρέπει να διαπιστώνεται in concreto[22].

Αντιθέτως, συγκαταλέγονται –σύμφωνα πάντοτε με την ίδια πιο πάνω άποψη– στα εγκλήματα αποτελέσματος τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, όπου η επικινδυνότητα δεν αναφέρεται πλέον στην εγκληματική συμπεριφορά, αλλά αποτελεί μια επιμέρους μορφή του αξιοποίνου αποτελέσματος. Εδώ, λοιπόν, δεν είναι επικίνδυνη απλά και μόνον η συμπεριφορά, αλλά το αποτέλεσμα είναι ένας κίνδυνος[23].

Α. Οι ειδικότερες σχετικές απόψεις

Σχετικά, τώρα, με την συγκεκριμένη θεωρητική διαμάχη πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι, σε γενικότερο πλαίσιο, οι οπαδοί της οικολογικής αντίληψης υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έγκλημα βλάβης του υπερατομικού εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος, οι δε οπαδοί της ανθρωποκεντρικής αντίληψης ομιλούν για έγκλημα διακινδύνευσης ατομικών εννόμων αγαθών (ιδίως ζωής, υγείας)[24]. Πάντως και μέσα στο στρατόπεδο των οπαδών της οικολογικής θεωρίας περί του εννόμου αγαθού υποστηρίζεται ήδη ισχυρά η άποψη περί εγκλήματος δυνητικής διακινδύνευσης του περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα:

Η ανθρωποκεντρική αντίληψη θεωρεί τα ερμηνευόμενα αδικήματα ως εγκλήματα διακινδύνευσης ατομικών εννόμων αγαθών (ζωής, υγείας κ.λπ.), με τα οποία ο νομοθέτης προσπαθεί να προλάβει τη δημιουργία όρων κινδύνου για τα αγαθά αυτά[25]. Πρόκειται συγκεκριμένα κατά την άποψη αυτή για εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, αφού οι οικείες υποστάσεις δεν προβλέπουν συγκεκριμένη διακινδύνευση, δηλ. κίνδυνο για τα

Σελ. 14

ατομικά έννομα αυτά αγαθά, ως στοιχείο της αντικειμενικής τους υπόστασης[26]. Η άποψη αυτή προφανώς δεν συμβιβάζεται με όσα γίνονται δεκτά περί του προστατευόμενου εννόμου αγαθού από την οικολογική αντίληψη, ούτε με την διατύπωση των νομοθετικών εννοιολογικών προσδιορισμών της ρύπανσης και της υποβάθμισης, από τις οποίες προκύπτει ότι το περιβάλλον προστατεύεται «χωρίς να απαιτείται η συνδρομή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου»[27].

Η άποψη που κυριαρχεί στο στρατόπεδο των οπαδών της οικολογικής αντίληψης υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που προβλέπει το άρθρο 28 παρ. 1, 2 εδ. α’ (πρώην 28 παρ. 1) είναι εγκλήματα βλάβης του ίδιου του περιβάλλοντος[28]. Ιδίως η ρύπανση, σύμφωνα με τον ανωτέρω ορισμό της, συνιστά κατά την άποψη αυτή βλάβη του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» (και όχι διακινδύνευση του), διότι επιφέρει «αλλοίωση της φυσικής σύστασης των συστατικών στοιχείων του περιβάλλοντος»[29].

Ως επιχείρημα υπέρ του χαρακτηρισμού των υπό κρίση αδικημάτων ως εγκλημάτων βλάβης αναφέρεται ότι, αν γίνει αποδεκτή η θέση περί εγκλημάτων διακινδύνευσης, «τότε αυτή καθεαυτή η βλάβη του περιβάλλοντος εμφανίζεται ως ποινικά αδιάφορη», αφού στο κεντρικό νομοθέτημα για την προστασία του περιβάλλοντος θα «παραλείπεται η ποινική καταστολή των βλαπτικών για το προστατευόμενο έννομο αγαθό δραστηριοτήτων»[30].

Περαιτέρω επιχείρημα κατά της ανθρωποκεντρικής αντίληψης αντλείται από την διατύπωση του ορισμού της υποβάθμισης λόγω της αναφοράς σε έννοιες, όπως η ποιότητα ζωής, η πολιτιστική κληρονομιά και οι αισθητικές αξίες, που δεν συνδέονται με διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής ή υγείας[31]. Το περιβάλλον, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου, συμπεριλαμβάνει και το πολιτιστικό περιβάλλον, του οποίου η προσβολή, λ.χ. δια

Σελ. 15

της καταστροφής ή αλλοίωσης ενός μνημείου ιστορικής και πολιτιστικής αξίας, δεν συνιστά εν ταυτώ και διακινδύνευση ή βλάβη της ζωής ή υγείας του ανθρώπου[32]. Επομένως, η καταστροφή στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ενώ πληροί σαφώς τις υποστάσεις του άρθρου 28 παρ. 1 και 2 εδ. α’ (εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις τους), δεν συνδέεται ουδόλως με έστω αφηρημένη διακινδύνευση ατομικών εννόμων αγαθών, όπως η ζωή ή η υγεία, ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι η διάταξη προστατεύει εντέλει τα ανωτέρω έννομα αγαθά[33]. Επιπλέον, ο νομοθέτης έχει τυποποιήσει τόσο στο Ν 1650/1986 (28 παρ. 3), όσο και στο Ν 743/1977 (άρθρο 13 παρ. 1α’ (ι) εδ. β’), ως διακεκριμένη παραλλαγή, την επέλευση συγκεκριμένης διακινδύνευσης ατομικών εννόμων αγαθών πέραν της βλάβης του περιβάλλοντος. Η επαύξηση του πλαισίου ποινής δικαιολογείται ως εκ τούτου, μόνο αν γίνει δεκτό ένα plus αδίκου, που προκύπτει λόγω της προσβολής παράλληλα με το περιβάλλον και ενός περαιτέρω ατομικού εννόμου αγαθού.[34]

Σημαντική μερίδα της θεωρίας[35] υποστηρίζει ότι, μολονότι εκ πρώτης όψεως αμφότερες οι υποστάσεις του βασικού εγκλήματος του άρθρου 28 παρ. 1, 2 εδ. α’ (πρώην 28 παρ. 1) του Ν 1650/1986 φαίνονται εγκλήματα βλάβης, μια προσεκτικότερη ματιά στους ανωτέρω αυθεντικούς ορισμούς της ρύπανσης και της υποβάθμισης («μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις» και «είναι πιθανό να έχει αρνητικές συνέπειες» αντίστοιχα) επιτρέπει το συμπέρασμα ότι «οι αξιόποινες πράξεις που προβλέπει το άρθρο 28 παρ. 1 –καίτοι κατ’ αρχήν διατυπωμένες ως εγκλήματα βλάβης– φέρουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, αφού ο κίνδυνος υπεισέρχεται στην αντικειμενική τους υπόσταση μέσω των δύο βασικών εννοιών που περιγράφουν την προσβολή του εννόμου αγαθού».

Πρόκειται κατά την άποψη αυτή για εγκλήματα αφηρημένης-συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης, επειδή ο κίνδυνος προβλέπεται εμμέσως, δηλ. μέσω της περιγραφής των πράξεων προσβολής του περιβάλλοντος, «ως δυνάμενος να προκύψει». Συνεπώς, πρέπει να διαπιστώνεται η συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου βλάβης των εννόμων αγαθών που αναφέρονται στα άρθρα 2 παρ. 2 και 4, πράγμα που σημαίνει πρακτικά «ότι εκπίπτουν από την ρύθμιση του άρθρου 28 και δεν αποτελούν αξιόποινες πράξεις εκείνες οι ενέργειες, που έχουν ελαφρά μόνο αρνητικές επιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω».

Επίσης, ομοίως στα πλαίσια της οικολογικής αντίληψης υποστηρίζεται προσφάτως και η άποψη ότι τα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1, 2 εδ. α’ Ν 1650/1986 είναι εγκλήματα αποτελέσματος, αλλά το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν συνίσταται πλέον στην αλλοίωση της φυσικής σύστασης των συνθετικών στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως υποστηρίζει η προαναφερθείσα κρατούσα θεωρία στα πλαίσια της οικολογικής αντίληψης, αλλά –με βάση τον

Σελ. 16

ίδιο τον νομοθετικό ορισμό της έννοιας γένους «υποβάθμιση περιβάλλοντος» στο αρ. 2 παρ. 4 του πιο πάνω νόμου ως πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες οποιασδήποτε μεταβολής στο περιβάλλον– έγκειται το κρίσιμο αποτέλεσμα σε καθεαυτή την αιτιώδη πρόκληση οποιασδήποτε μεταβολής στο περιβάλλον.

Αυτή ακριβώς η συνέπεια αποτελεί μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο χρονικά και χωρικά διακεκριμένη της συμπεριφοράς, οπότε τόσο η ρύπανση όσο και η υποβάθμιση είναι, σύμφωνα με τις παραδοχές της θεωρίας της υπόστασης, ένα εγκληματικό αποτέλεσμα[36].

Επιπλέον, η ίδια πιο πάνω άποψη δέχεται ότι η γενική έννοια της βλάβης του περιβάλλοντος συνίσταται στο ότι αυτό έχει καταστεί ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις και λειτουργίες του, εφόσον αυτή η συνέπεια αποτελεί την κοινή συνισταμένη όλων των αναφερομένων στις παρ. 2 και 4 του αρ. 2 Ν 1650/1986 αρνητικών επιπτώσεων είτε σε καθεαυτό το περιβάλλον είτε σε ατομικά έννομα αγαθά. Η ανωτέρω γενική έννοια βλάβης ουσιαστικά επιβεβαιώνεται αλλά και εξειδικεύεται περαιτέρω από τις διατάξεις του αρ. 7 παρ. 3 Ν 4042/2012, με το οποίο αντικαταστάθηκε το παλαιό αρ. 28 παρ. 3 Ν 1650/1986 και, εισήχθησαν οι έννοιες της «περιβαλλοντικής καταστροφής» και της «περιβαλλοντικής διατάραξης» ως προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται η κατάφαση των εκεί προβλεπόμενων διακεκριμένων παραλλαγών.

Με τις έννοιες περιβαλλοντική καταστροφή και περιβαλλοντική διατάραξη αποδίδονται οι δύο μορφές που μπορεί να προσλάβει η βλάβη του περιβάλλοντος, δηλ. η προσωρινή ή μερική ανακοπή των λειτουργιών, που επιτελεί το εκάστοτε προσβαλλόμενο περιβαλλοντικό στοιχείο (μείωση της λειτουργικής χρησιμότητας) αφενός και η πλήρης διακοπή τους (άρση της λειτουργικής χρησιμότητας) εξαιτίας της πλήρους καταστροφής του πληγέντος κάθε φορά περιβαλλοντικού στοιχείου αφετέρου[37].

Με την επέλευση τόσο της πιο πάνω γενικότερης όσο και εκάστης προαναφερθείσης ειδικότερης βλάβης του περιβάλλοντος απλώς αποπερατούται ουσιαστικώς το βασικό έγκλημα του αρ. 28 παρ. 1 και 2 εδ. α’, εφόσον οι εν λόγω βλάβες του περιβάλλοντος δεν απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση αυτών των δύο βασικών εγκλημάτων[38].

Β. Κριτική αξιολόγηση των πιο πάνω υποστηριχθεισών απόψεων

Όμως, η πιο πάνω άποψη δεν πρέπει να θεωρηθεί ως πλήρως ορθή για δύο λόγους:

α. Αφενός δεν προσδιορίζει επαρκώς τον ακριβή χαρακτήρα και την ορθή ποιοτική συσχέτιση του εννοιολογικά ευρύτατου αποτελέσματος «οποιαδήποτε μεταβολή στο περιβάλλον» σε σύγκριση με τα ειδικότερα αποτελέσματα «καταλληλότητα/απροσφορότητα

Σελ. 17

του περιβάλλοντος να επιτελέσει τις επιθυμητές λειτουργίες του», «περιβαλλοντική καταστροφή» και «περιβαλλοντική διατάραξη». Ειδικότερα: άραγε, το πρώτο πιο πάνω αποτέλεσμα συνιστά σε σχέση με τις ανωτέρω δεύτερες ζημιογόνες συνέπειες, βλάβη ή διακινδύνευση του περιβάλλοντος; και

β. το κυριότερο, δεν αποδίδει την προσήκουσα δογματική σημασία στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι με βάση την σαφέστατη ρύθμιση του αρ. 2 παρ. 4 Ν 1650/1986, που οριοθετεί ουσιαστικά την πλέον «αναιμική» μορφή προσβολής του περιβάλλοντος, δηλ. την υποβάθμισή του, δεν νοείται (νομικός ορισμός και όχι απαραίτητα και επιστημονικός με βάση τις παραδοχές της περιβαντολλογίας/φυσικής περιβάλλοντος) ως υποβάθμιση περιβάλλοντος κάθε ανεξαιρέτως μεταβολή στο περιβάλλον, αλλά αποκλειστικά και μόνον εκείνη, που είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στα υπερατομικά/κοινωνικά έννομα αγαθά της οικολογικής ισορροπίας, της ιστορικής/πολιτιστικής κληρονομίας και των αισθητικών αξιών όσο και στα ατομικά αγαθά της ποιότητας ζωής και της υγείας των κατοίκων. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο παραβλέπει η εν λόγω άποψη το ότι ο ίδιος ο νομοθέτης στο αρ. 2 παρ. 2 Ν 1650/1986 δεν αντιλαμβάνεται ως ρύπανση κάθε ανεξαιρέτως παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, αλλά μόνον εκείνη, που –εξαιτίας της ποσότητας, συγκέντρωσης ή διάρκειας στην εκπομπή των ρύπων– μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στα σ’ αυτήν αναφερόμενα (ομοίως κοινωνικά και ατομικά έννομα) αγαθά και γενικά να καταστήσει το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του.

Αντιθέτως, εκείνη η άποψη, η οποία λαμβάνει υπόψιν και τοποθετείται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο απέναντι στα ανωτέρω αποφασιστικής σημασίας δεδομένα είναι ακριβώς αυτή που υποστηρίζει το ότι τα δύο νυν ερευνώμενα βασικά εγκλήματα των παρ. 1 και 2 εδ. α’ του αρ. 28 Ν 1650/1986 αποτελούν εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης κατά τα προαναφερόμενα, γι’ αυτό πρέπει μεν να θεωρηθεί ως ορθή, αλλά συγχρόνως και ως χρήσουζα περαιτέρω διευκρινίσεων, προκειμένου να καταστεί αυτή πλήρως πειστική.

Γ. Επιχειρήματα από τις ιδιομορφίες του νομοτυπικού αποτελέσματος

Συγκεκριμένα, πρέπει καταρχήν να τονισθεί ότι με βάση το αποτέλεσμα με τη στενή, τεχνική έννοια του όρου, τα εγκλήματα διακρίνονται σε εγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά και σε εγκλήματα χωρίς αποτέλεσμα, δηλ. εγκλήματα συμπεριφοράς ή τυπικά. Η διάκριση αυτή είναι παράλληλη προς εκείνη με βάση το υλικό αντικείμενο της πράξης. Ειδικότερα, τα εγκλήματα που δεν έχουν υλικό αντικείμενο πράξης, είναι πάντα τυπικά ή απλής συμπεριφοράς, όπως επίσης λέγονται. Από τα εγκλήματα που έχουν υλικό αντικείμενο πράξης, άλλα παρουσιάζουν τη μυϊκή ενέργεια του δράστη άρρηκτα δεμένη με τη μεταβολή στο υλικό αντικείμενο (όπως λ.χ. η πλαστογραφία) και σε άλλα μπορεί η μυϊκή ενέργεια να ξεχωρίσει από τη μεταβολή, που σ’ αυτή την περίπτωση ονομάζεται αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό εμφανίζεται λογικά τόσο ξέχωρο (έχει τέτοια αυτοτέλεια) σε σχέση με τη μυϊκή ενέργεια, ώστε θα μπορούσε να προέλθει και από μια μη ανθρώπινη επενέργεια, από μια επενέργεια στοιχείων της φύσης (λ.χ. θάνατος από κεραυνό,

Σελ. 18

καταστροφή πράγματος από σεισμό, σωματική βλάβη από πτώση δέντρου κ.λπ.). Τα εγκλήματα αυτής της τελευταίας κατηγορίας είναι τα λεγόμενα ουσιαστικά.

Η διάκριση αυτή θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί και τα ουσιαστικά εγκλήματα δεν εμφανίζονται πάντοτε με ξέχωρη τη μυϊκή ενέργεια του δράστη από το αποτέλεσμα. Ονομάζονται ουσιαστικά, γιατί μπορεί να ξεχωρίσει σ’ αυτά η μυϊκή ενέργεια του δράστη από το αποτέλεσμα –ενώ στα τυπικά δεν μπορεί– χωρίς όμως αυτό και να συμβαίνει πάντοτε. Έτσι λ.χ. η σωματική βλάβη μπορεί να εμφανιστεί άλλοτε σαν έγκλημα με άρρηκτα δεμένη τη μυϊκή ενέργεια στο αποτέλεσμα (όπως στην περίπτωση ενός γρατσουνίσματος) και άλλοτε με ξέχωρα τα δύο τούτα στοιχεία (όπως στην περίπτωση του τραυματισμού με πυροβολισμό που μπορούσε και να είχε αστοχήσει). Πάντα όμως η σωματική βλάβη αποτελεί ουσιαστικό έγκλημα.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όλα τα γνήσια εγκλήματα συνεπάγονται μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που έγκειται στην προσβολή ή στη διακινδύνευση κάποιου εννόμου αγαθού. Και από την άποψη αυτή όλα τα γνήσια εγκλήματα είναι εγκλήματα αποτελέσματος με την πλατιά έννοια του όρου. Το αποτέλεσμα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη μυϊκή ενέργεια του δράστη. Σε άλλα εγκλήματα το αποτέλεσμα αυτό είναι η βλάβη του εννόμου αγαθού και σε άλλα η απλή διακινδύνευση του[39].

Στην προκειμένη περίπτωση ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα υποβάθμισης του υλικού αντικειμένου «περιβάλλον» (όπως αυτό κάθε φορά ειδικότερα εκφράζεται με το εκάστοτε προσβαλλόμενο περιβαλλοντικό στοιχείο) η μυϊκή ενέργεια του δράστη είναι άρρηκτα δεμένη με τη μεταβολή στο υλικό αντικείμενο. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ιδίως στις περιπτώσεις ρύπανσης-υποβάθμισης με εκπομπές θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων άυλων μορφών ενέργειας μόλυνσης υπό την μορφή (κυρίως) της εμφάνισης δεικτών που υποδηλώνουν την πιθανότητα παρουσίας παθογόνων μικροοργανισμών στο περιβάλλον, καθώς και σχεδόν σε όλες τις μορφές «οπτικής ρύπανσης» ή «οπτικής υποβάθμισης» του φυσικού ή (και) του πολιτιστικού περιβάλλοντος[40] ή στις περιπτώσεις ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα.

Άλλες φορές, όμως στα περιβαλλοντικά εγκλήματα η μυϊκή ενέργεια διακρίνεται σαφώς από τη μεταβολή στο υλικό αντικείμενο, όπως συμβαίνει π.χ. σε πολλές περιπτώσεις ρύπανσης με στερεά ή υγρά απόβλητα κ.ο.κ.[41]

Σελ. 19

Συνεπώς, όσον αφορά την κατηγοριοποίηση των νυν ερευνώμενων περιβαλλοντικών εγκλημάτων με βάση το νομοτυπικό αποτέλεσμα τους, καθίσταται εμφανές ότι αυτά εμφανίζουν τα ίδια ακριβώς δογματικά χαρακτηριστικά με το έγκλημα της σωματικής βλάβης (αρ. 308 παρ. 1 ΠΚ) κατά τα προαναφερόμενα, οπότε πρέπει να χαρακτηρισθούν ως ουσιαστικά εγκλήματα[42].

Όμως, με δεδομένο τον πιο πάνω χαρακτηρισμό γεννάται πλέον το εύλογο ερώτημα, αν μπορούν τα εν λόγω περιβαλλοντικά αδικήματα να θεωρηθούν ως εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης, δεδομένου ότι πράγματι τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης είναι πάντοτε εγκλήματα απλής συμπεριφοράς. Κατά την άποψή μου πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, εφόσον σ’ αυτά συντρέχει η εξαιρετική περίσταση να είναι άρρηκτα δεμένη –σε πολλές περιπτώσεις– η μεταβολή στο υλικό αντικείμενο με την μυϊκή ενέργεια, οπότε αυτή η τελευταία έχει μια σαφώς πιο δεσπόζουσα θέση στην αντικειμενική υπόσταση των οικείων εγκλημάτων σε σχέση με την αντίστοιχη θέση της μυϊκής ενέργειας του δράστη στα (αμιγώς) τυπικά εγκλήματα.

Επομένως, αυτή η γενικότερη υποκατηγορία αληθώς ουσιαστικών εγκλημάτων θα μπορούσε κατά τούτο να χαρακτηρισθεί-ονομασθεί ως «ως μη γνήσια» τυπικά εγκλήματα, τα οποία κατ’ επέκταση μπορούν να θεωρηθούν ως εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιποί δογματικοί όροι των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης.

Κάτι τέτοιο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ίδια ακριβώς η γραμματική διατύπωση στους ανωτέρω αυθεντικούς ορισμούς της ρύπανσης και της υποβάθμισης («μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις» και «είναι πιθανό να έχει αρνητικές συνέπειες» αντιστοίχως) καθιστά αναμφίβολο το συμπέρασμα ότι η α.υ. των νυν ερευνώμενων περιβαλλοντικών εγκλημάτων απαιτεί απλώς και μόνο μια δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου και όχι το να κινδύνευσε πράγματι το εδώ προστατευόμενο έννομο αγαθό[43].

Με άλλα λόγια, «αρνητικές επιπτώσεις» για το περιβάλλον επέρχονται, όχι μόνον όταν αυτό βλάπτεται, αλλά και όταν αυτό διατρέχει συγκεκριμένο κίνδυνο προσβολής. Όπως είναι γενικότερα γνωστό, η δυνατότητα βλάβης συνιστά συγκεκριμένη διακινδύνευση του αγαθού, ενώ η δυνατότητα συγκεκριμένου κινδύνου βλάβης στοιχειοθετεί δυνητική δια-κινδύνευση αυτού, όπως ακριβώς συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και σε κάθε περίπτωση που ο ποινικός νομοθέτης θέλει να προάγει πληρέστερα και

Σελ. 20

αποτελεσματικότερα την ποινική προστασία θεμελιώδους σημασίας εννόμων αγαθών, οπότε προσωθεί χρονικά την έναρξη της προστασίας τους ακόμη και όταν υφίσταται απλή απειλή κινδύνου (δηλ. δυνητική διακινδύνευση), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή απειλής βλάβης (δηλ. συγκεκριμένη διακινδύνευση). Τέτοιο αγαθό, το οποίο χρήζει αυξημένης προστασίας, είναι αναμφίβολα και το περιβάλλον.

Σαφές επιχείρημα υπέρ της εδώ υποστηριχθείσας άποψης μπορεί να αντληθεί ευθέως από την διατύπωση της διακεκριμένης παραλλαγής λόγω της έκτασης της προσβολής του περιβάλλοντος του αρ. 28 παρ. 3 περ.γ’ εδώ, ακόμη και από τους υποστηρικτές της άποψης ότι οι ερευνώμενες πράξεις-βασικά εγκλήματα των παρ. 1 και 2α’ αποτελούν εγκλήματα συγκεκριμένου κινδύνου, γίνεται δεκτό ότι με την διάταξη της παρ. 3 περ. γ’ τιμωρείται η απειλή συγκεκριμένης διακινδύνευσης βλάβης στο περιβάλλον (δηλ. η δυνητική διακινδύνευση αυτής) και ως τέτοια βλάβη προσδιορίζεται επακριβώς η περιβαλλοντική διατάραξη αφενός (μείωση της λειτουργικής χρησιμότητας του περιβάλλοντος μέσω της διατάραξης των λειτουργιών, που επιτελεί) και η περιβαλλοντική καταστροφή αφετέρου (ολική άρσης της λειτουργικής χρησιμότητας λόγω καταστροφής των περιβαλλοντικών στοιχείων)[44].

Με δεδομένα, λοιπόν, όλα τα παραπάνω αναμφισβήτητα στοιχεία καθίσταται εμφανές ότι, αν ο ποινικός νομοθέτης ήθελε τις πράξεις των παρ. 1 και 2α’ του αρ. 28 Ν 1650/1986 ως εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, τότε θα είχε διατυπώσει διαφορετικά τις έννοιες της περιβαλλοντικής ρύπανσης και υποβάθμισης στις παρ. 2 και 4 του αρ. 2 Ν 1650/1986. Ειδικότερα, θα έπρεπε για την περιγραφή της απειλούμενης βλάβης να θέσει, αντί για τον όρο «αρνητικές επιπτώσεις», τον όρο «περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή», κάτι όμως το οποίο ουδόλως έπραξε και μάλιστα συνειδητά για τους προαναφερθέντες λόγους. Το πιο πάνω συμπέρασμα πρέπει να γίνει ιδιαίτερα δεκτό για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της υποβάθμισης στο αρ. 2 παρ. 4 Ν 1650/1986, ενώ αντιθέτως για την ρύπανση περιβάλλοντος (παρ. 2 του άρθρου 2), θα μπορούσε θεωρητικά να υποστηριχθεί ότι αποτελεί έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, εφόσον για τη στοιχειοθέτηση αυτής περιγράφεται επακριβώς ως γενικότερο κρίσιμο τελικά απειλούμενο βλαπτικό αποτέλεσμα το να καταστεί το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του, προφανώς μέσω σχετικής αλλοίωσης/φθοράς (περιβαλλοντική διατάραξη) ή καταστροφής (περιβαλλοντική καταστροφή) των εκάστοτε επιμέρους πληγέντων στοιχείων του.

Επειδή, όμως, για την τέλεση των βασικών εγκλημάτων των παρ. 1 και 2α του αρ. 28 Ν 1650/1986 αρκεί η απλή συνδρομή περιβαλλοντικής υποβάθμισης, στην οποία (ως γενικότερη έννοια) εντάσσεται σημασιολογικά η (απαξιολογικά βαρύτερη) ρύπανση περιβάλλοντος, έπεται κατά ποινική αναγκαιότητα ότι τα ερευνώμενα πιο πάνω δύο αδικήματα λαμβάνουν τον γενικότερο δογματικό τους χαρακτήρα ως εγκλήματα βλάβης ή

Σελ. 21

διακινδύνευσης (και μάλιστα και ως προς το είδος της διακινδύνευσης) από την έννοια της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και όχι από αυτήν της ρύπανσης.

Η ίδια απάντηση πρέπει βέβαια να δοθεί για όλα ανεξαιρέτως τα «μη γνήσια» τυπικά εγκλήματα, η διατύπωση της α.υ. των οποίων απαιτεί απλώς την δυνατότητα επέλευσης ορισμένου κινδύνου, εφόσον εδώ υφίσταται ταυτότητα νομικού λόγου. Κατ’ επέκταση, με την επέλευση της άρσης ή της μείωσης της λειτουργικής χρησιμότητας του περιβάλλοντος αποπερατούται ουσιαστικά το αδίκημα του αρ. 28 παρ. 1 και 2 εδ. α’ Ν 1650/1986.

Συνακόλουθα, είναι εσφαλμένη, ως μη ευρίσκουσα κανένα απολύτως έρεισμα στις πιο πάνω εφαρμοστέες διατάξεις, η άποψη ότι τα ίδια πιο πάνω εγκλήματα αποτελούν εγκλήματα βλάβης. Αυτή η αποκρουστέα άποψη καταρχήν παραβλέπει ουσιαστικά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το αν ένα έγκλημα αποτελεί έγκλημα αποτελέσματος ή όχι, καθώς και το ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτό, εξαρτάται αφενός από την διατύπωση της α.υ. του αδικήματος και αφετέρου από τις φυσικές ιδιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εννόμου αγαθού, όπως όμως αυτό προσδιορίζεται ρητώς ή τουλάχιστον κατ’ ερμηνευτική συναγωγή από την α.υ. του εγκλήματος[45].

Με βάση αυτά ακριβώς τα δογματικά κριτήρια σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται στην α.υ. ορισμένων εγκλημάτων (όπως π.χ. της απάτης κ.ά.) να περιγράφονται πλείονα του ενός ζημιογόνα αποτελέσματα, το βαρύτερο από τα οποία αποτελεί την τελική και κύρια βλαπτική συνέπεια, ενώ τα προγενέστερα αποτελούν τις ενδιάμεσες ζημιογόνες συνέπειες, από τις οποίες πρέπει να διέλθει η όλη αιτιώδης εξέλιξη μέχρι το τελικό αποτέλεσμα, διότι τούτο επιτάσσει είτε η α.υ. του εγκλήματος είτε η φυσική/κανονιστική ιδιομορφία του εννόμου αγαθού. Το πιο πάνω συμπέρασμα ισχύει ιδιαίτερα, όταν το έννομο αγαθό είναι «ελαστικό», όπως ακριβώς τούτο συμβαίνει με το όλο περιβάλλον, εφόσον τούτο δεν αφανίζεται, αλλά μπορεί να αποκαθίσταται αυτοδύναμα, μόλις αρθεί η ζημιογόνος συμπεριφορά[46].

Ακόμη και αν κάποιες προσβολές δεν είναι αναστρέψιμες αυτές καθεαυτές, αφορούν αποκλειστικά τα επιμέρους περιβαλλοντικά στοιχεία, που πράγματι μπορεί να καταστραφούν εν όλω ή εν μέρει από ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Αντιθέτως, το περιβάλλον ως όλον, το οποίο αποτελεί το έννομο αγαθό των εδώ κρινομένων εγκλημάτων, ενεργοποιεί κατά των οποιωνδήποτε προσβολών του αμυντικούς μηχανισμούς και, εν τέλει, δημιουργεί μια νέα ισορροπία.

Είναι μάλιστα αυτονόητο ότι το περιβάλλον, ως ενιαίο οργανικό σύνολο φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων (κατά την προσβολή τους τα μερικότερα υλικά περιβαλλοντικά στοιχεία δεν μπορούν να εκληφθούν ως αυτοτελείς μονάδες-υλικό αντικείμενο του εγκλήματος) δεν αφανίζεται από την προσβολή, εφόσον τούτο θα σήμαινε το τέλος της ζωής. Μπορεί μεν –όπως προειπώθηκε– τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά να υποβαθμίζονται

Σελ. 22

από την προσβολή, πλην όμως το όλο περιβάλλον δεν παύει να υποστηρίζει τη ζωή γενικά αλλά και την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής[47].

Ο ανωτέρω χαρακτήρας του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» ως ελαστικού διαθέτει δογματική σημασία και αναφορικά με την κατηγοριοποίηση των διαφόρων εγκλημάτων του άρθρου 28 Ν 1650/1986 ως διαρκών ή μη σύμφωνα με τα λεπτομερώς εκτεθέντα στον οικείο τόπο της συγκεκριμένης μελέτης.

Με βάση, λοιπόν, τη νομοτεχνική διατύπωση των εδώ εξεταζομένων εγκλημάτων των αρ. 28 παρ. 1 και 2α’ Ν 1650/1986 σε συνδυασμό με τον νομοθετικό ορισμό της ρύπανσης και υποβάθμισης περιβάλλοντος στο άρθρο 2 του ίδιου πιο πάνω νόμου καθίσταται εμφανές ότι το τελικό-κύριο ζημιογόνο νομοτυπικό αποτέλεσμα από την συμπεριφορά του δράστη, το οποίο πρέπει να ελέγχεται, προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή ή όχι των εν λόγω εγκλημάτων, συνίσταται στο ότι το περιβάλλον καθίσταται ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις και λειτουργίες του, οι οποίες αφορούν ακριβώς αφενός την ίδια την διατήρηση σε λειτουργική ενότητα όλων των πέντε επιμέρους συστατικών του στοιχείων (π.χ. χλωρίδας, πανίδας κ.ά.) ως οικοσυστήματος (οικολογική ισορροπία)[48], καθώς και την υγεία των ανθρώπινων οργανισμών, την ποιότητα ζωής, την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και τις αισθητικές αξίες, όπως όλα τα πιο πάνω μεγέθη αναφέρονται ρητά στο άρθρο 2 Ν 1650/1986.

Το πιο πάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται αναμφίβολα από την σαφή διατύπωση του άρθρου 2 Ν 1650/1986, εφόσον σ’ αυτό οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, την οικολογική ισορροπία κ.ο.κ. εμφανίζονται ως επιμέρους εκφάνσεις της γενικότερης ακαταλληλότητας/απροσφορότητας του περιβάλλοντος να εκπληρώσει όλες τις επιθυμητές χρήσεις του («…να μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία…και γενικά να καταστήσει το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του…»).

Επίσης, πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί, αναφορικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό της «υποβάθμισης» περιβάλλοντος στο αρ. 2 παρ. 4 Ν 1650/1986, ότι επαναλαμβάνεται και εδώ ο όρος των «αρνητικών επιπτώσεων» στα ίδια ακριβώς υλικά αντικείμενα της παρ. 2 (υγεία, ζωντανούς οργανισμούς/ποιότητα ζωής, οικοσυστήματα/οικολογική ισορροπία κ.ά.), τα οποία όμως διατυπώνονται με άλλες λέξεις. Ειδικότερα, για να στοιχειοθετείται περιβαλλοντική «υποβάθμιση», πρέπει η προκληθείσα από τον άνθρωπο ρύπανση ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στο περιβάλλον να πιθανολογείται (διαπίστωση δυνατότητας επέλευσης ορισμένου αποτελέσματος μέσω της λογικής διαδικασίας της πιθανολόγησης) ότι θα επιφέρει «αρνητικές επιπτώσεις» στην οικολογική ισορροπία κ.λπ.

Κατ’ επέκταση αρκεί εδώ η δυνατότητα επέλευσης (όχι μόνο βλάβης αλλά και) συγκεκριμένης διακινδύνευσης των προστατευόμενων εννόμων αγαθών, δηλ. η δυνητική διακινδύνευση τους. Επομένως, για να υφίσταται η αξιόποινη συμπεριφορά των εγκλημάτων του άρθρου 28 παρ. 1 και 2α’, πρέπει να έχουν επέλθει δύο νομοτυπικά αποτελέσματα: α. η πρόκληση οποιασδήποτε μεταβολής στο περιβάλλον (χρονικά πρότερο αποτέλεσμα), από την οποία πρέπει να προέλθει αιτιωδώς το δεύτερο γενικότερο περαιτέρω αποτέλεσμα και συγκεκριμένα, β. η πιθανότητα πρόκλησης αρνητικών επιπτώσεων, δηλ. βλάβης (: συγκεκριμένη διακινδύνευση) είτε ακόμη και συγκεκριμένου κινδύνου (: δυνητική διακινδύνευση) αναφορικά με την λειτουργική ικανότητα του περιβάλλοντος να είναι κατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του.

Back to Top