ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
- Έκδοση: 4η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 824
- ISBN: 978-960-654-454-5
Η 4η έκδοση του έργου «Ποινικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος» παρουσιάζει και αναλύει το νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με τα εγκλήματα:
- κατά της ιδιοκτησίας (άρθρ. 372-381 ΠΚ)
- κατά της περιουσίας (άρθρ. 385-405 ΠΚ)
- σχετικά με τα υπομνήματα (άρθρ. 216-222 ΠΚ)
μετά από τις εκτεταμένες και αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές που υπέστη νέος Ποινικός Κώδικας (Ν 4619/2019) με τελευταίο τον σημαντικό Ν 4855/2021.
Ειδικότερα, αναδεικνύονται και επιλύονται οι πολυάριθμοι νομικοί προβληματισμοί που ανακύπτουν γύρω από αυτά τα εγκλήματα και επιχειρείται διεξοδική ανάλυση των νεοπαγών διατάξεων.
Η βιβλιογραφική και νομολογιακή τεκμηρίωση καθώς και η ενημερότητα του έργου το καθιστούν πολύτιμο βοήθημα για κάθε εφαρμοστή του δικαίου.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII | |
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ 3ης ΕΚΔΟΣΗΣ IX | |
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XLIII | |
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ XLVII | |
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ | |
§ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
Ι. Η έννοια της ιδιοκτησίας στον Ποινικό Κώδικα 3 | |
ΙΙ. Ιδιοκτησία και περιουσία 4 | |
ΙΙΙ. Γενική επισκόπηση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας 5 | |
IV. Οι επεμβάσεις του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας 5 | |
§ 2. ΚΛΟΠΗ (άρθρ. 372, 374, 377 ΠΚ) | |
Ι. Αντικειμενική υπόσταση 8 | |
1. Πράγμα 8 | |
1.1. Ορισμός 8 | |
1.2. Πράγματα εκτός συναλλαγής 8 | |
1.3. Ο άνθρωπος 9 | |
1.3.1. Mέλη του ανθρώπινου σώματος 10 | |
1.3.2. Το ανθρώπινο πτώμα 12 | |
1.4. Τα ζώα 12 | |
1.5. Αξιώσεις και λοιπά άυλα αγαθά 12 | |
1.5.1. Λογισμικό 12 | |
1.5.2. Λογιστικό χρήμα 13 | |
1.5.3. Ψηφιακό χρήμα και κρυπτονομίσματα 13 | |
1.6. Μορφές ενέργειας 14 | |
1.7. Λοιπές περιπτώσεις. Ομάδα πραγμάτων, επιχείρηση κλπ. 15 | |
1.8. H κατάσταση της ύλης 16 | |
1.9. Η αξία του πράγματος 16 | |
2. Kινητό 17 | |
3. Ξένο 18 | |
3.1. Έννοια 18 | |
3.1.1. Ορισμός 18 | |
3.1.2. Πράγματα που ανήκουν αποκλειστικά στον πράττοντα 19 | |
3.2. Αδέσποτα 19 | |
3.3. Απολωλότα 21 | |
3.4. Ανήθικες δικαιοπραξίες 21 | |
3.5. Θησαυρός 21 | |
3.6. Αρχαιότητες 22 | |
4. Kατοχή 24 | |
4.1. Έννοια της κατοχής 24 | |
4.1.1. Ορισμός 24 | |
4.1.2. Κατοχή υπό ποινική και αστική έννοια 24 | |
4.1.3. Κατοχή, ιδιοποίηση, ιδιοκτησία 27 | |
4.1.4. Η παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στην κλοπή 27 | |
4.2. Φυσική εξουσία 28 | |
4.2.1. Έννοια 28 | |
4.2.2. Παροδική παρακώλυση φυσικής εξουσίασης 28 | |
4.2.3. Σφαίρες κυριαρχίας 29 | |
4.2.4. Κρυμμένα πράγματα 30 | |
4.2.5. Λησμονημένα πράγματα 31 | |
4.3. Φυσική βούληση 32 | |
4.4. Συγκατοχή 33 | |
4.5. Βοηθός κατοχής 35 | |
4.6. Αφαίρεση πράγματος μετά το θάνατο του κατόχου; 38 | |
4.7. Το νομικό πρόσωπο έχει κατοχή; 40 | |
4.8. Tραπεζική κατάθεση και κατοχή 41 | |
5. Αφαίρεση 41 | |
5.1. Έννοια 41 | |
5.2. Αφαίρεση κατά έμμεση αυτουργία 44 | |
5.3. Συγκατάθεση 44 | |
5.3.1. Έννοια 44 | |
5.3.2. Συγκατάθεση και συναίνεση 45 | |
5.3.3. Συγκατάθεση με παραπλάνηση 45 | |
5.3.4. Έλλειψη φυσικής βούλησης προς μεταβίβαση της κατοχής 46 | |
5.3.5. Συγκατάθεση υπό όρους 47 | |
5.4. Ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ με κλεμμένη μαγνητική κάρτα αυτόματης συναλλαγής (cashcard) 47 | |
5.5. Ανοιχτή κλοπή 49 | |
5.6. Αφαίρεση με παράλειψη 50 | |
II. Yποκειμενική υπόσταση 51 | |
1. Υπαιτιότητα 51 | |
2. Σκοπός παράνομης ιδιοποίησης 52 | |
2.1. Η κλοπή ως έγκλημα σκοπού 52 | |
2.2. Ορισμός 52 | |
2.3. Aντικείμενο της (σκοπούμενης) ιδιοποίησης 54 | |
2.4. Lucrum ex re 55 | |
2.5. Πρόσκτηση – αποστέρηση 55 | |
2.6. Τα έγγραφα ως αντικείμενα ιδιοποίησης 58 | |
2.6.1. Έγγραφα παραστατικά αξίας 58 | |
2.6.2. Έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος 59 | |
2.7. Το “παράνομο” της σκοπούμενης ιδιοποίησης 60 | |
2.8. Ιδιοποίηση υπέρ τρίτου. Η περίπτωση του “μη σκοπίμως δρώντος δολίου οργάνου” 63 | |
III. Απόπειρα 64 | |
1. Έννοια και οριοθέτηση 64 | |
1.1. Γενικά 64 | |
1.2. Απρόσφορη απόπειρα 65 | |
1.3. Απόπειρα και τελείωση 65 | |
1.4. Απόπειρα και προπαρασκευαστικές πράξεις 66 | |
1.5. Η απόπειρα της κλοπής υπό τον ισχύοντα ΠΚ 67 | |
2. Απόπειρα κατά συναυτουργία 71 | |
IV. Συμμετοχή 72 | |
1. Συναυτουργία 72 | |
1.1. Προϋποθέσεις 72 | |
1.2. Αναιρετικός έλεγχος 72 | |
2. Συνέργεια 73 | |
2.1. Βασική και διακεκριμένη συνέργεια 73 | |
2.2. Συνέργεια και ουσιαστική αποπεράτωση 74 | |
3. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις (άρθρ. 49 παρ. 2 ΠΚ) 75 | |
V. Συρροές 76 | |
1. Περιπτώσεις αληθινής συρροής 76 | |
2. Ζητήματα φαινομένης συρροής 76 | |
2.1.1. Φυσική ενότητα της πράξης 76 | |
2.1.2. Κλοπή κατά πλειόνων προσώπων 77 | |
2.2. Κλοπή και υπεξαίρεση 78 | |
2.3. Κλοπή και φθορά ξένης ιδιοκτησίας 79 | |
2.4. Κλοπή και ληστεία 79 | |
2.5. Κλοπή και απάτη 79 | |
2.6. Κλοπή και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος 80 | |
2.7. Κλοπή και παράβαση ν.δ. 3077/1954 περί Γενικών Αποθηκών 80 | |
VI. Ποινικές κυρώσεις 80 | |
VII. Ποινική δίωξη 81 | |
VIΙI. Η απλώς διακεκριμένη κλοπή: Η κλοπή πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας 82 | |
1. Έννοια και νομολογιακή αντιμετώπιση 82 | |
2. Ζητήματα πλάνης 83 | |
3. Διαχρονικό δίκαιο 84 | |
4. Aναιρετικός έλεγχος 84 | |
5. H “ιδιαίτερα μεγάλη αξία” ως διαβαθμίσιμη έννοια 85 | |
ΙΧ. Οι κακουργηματικές κλοπές 86 | |
1. Οι επί μέρους κακουργηματικές κλοπές 86 | |
2. Η κατάργηση των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της κλοπής 94 | |
3. Η κατ’ επάγγελμα τέλεση ως κριτήριο δικαστικής επιμέτρησης της ποινής 95 | |
4. Κλοπή κατά του Δημοσίου 98 | |
5. Κλοπή μνημείων (άρθρ. 53 ν. 3028/2002) 100 | |
6. Κλοπή σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρ. 26 παρ. 3 ν. 4689/2020) 100 | |
7. Κλοπή σχετιζόμενη με τρομοκρατική δραστηριότητα (άρθρ. 33 ν. 4689/2020) 101 | |
8. Συρροή επιβαρυντικών περιπτώσεων 101 | |
Χ. Προνομιούχες περιπτώσεις κλοπής 101 | |
1. Κλοπή πράγματος μικρής αξίας 101 | |
1.1. Έννοια και νομολογιακή αντιμετώπιση 101 | |
1.2. Ζητήματα πλάνης 104 | |
1.3. Ζητήματα συρροής 104 | |
1.4. Έγκληση 104 | |
1.5. Ποινική κύρωση 105 | |
1.6. Αναιρετικός έλεγχος 105 | |
2. Κλοπή από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση 106 | |
XI. H κατ’ εξακολούθηση κλοπή 108 | |
1. Το άρθρ. 98 παρ. 2 ΠΚ 108 | |
2. “Απέβλεπε” 109 | |
3. Πρακτική σημασία του ζητήματος 110 | |
4. Κλοπή τελούμενη κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα 110 | |
5. Κλοπή κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου 111 | |
XII. Ειδικές διατάξεις 111 | |
1. Κλοπή στρατιωτικών πραγμάτων (άρθρ. 147 ΣΠΚ) 111 | |
2. Ζωοκλοπή και Ιχθυοκλοπή 112 | |
3. Kλοπή φορτίου ή εξοπλισμού πλοίου (άρθρ. 217 KΔNΔ) 113 | |
XΙII. Καταργηθείσες διατάξεις 114 | |
ΧΙV. Μεταβολή κατηγορίας 114 | |
§ 3. ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΧΡΗΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ (άρθρ. 374A ΠΚ) | |
Ι. Δικαιολογητική βάση και σκοπός της διάταξης 116 | |
II. Αντικειμενική υπόσταση 117 | |
1. Μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο 117 | |
2. Ξένο 118 | |
3. Η εγκληματική συμπεριφορά 118 | |
4. Συγκατάθεση 120 | |
ΙΙΙ. Υποκειμενική υπόσταση 121 | |
IV. Διάκριση χρήσης από ιδιοποίηση 121 | |
V. Συμμετοχή 126 | |
VI. Ζητήματα συρροής 126 | |
VII. Ποινική κύρωση – Έγκληση 127 | |
VIII. Έμπρακτη μετάνοια-απαλλαγή από την ποινή (άρθρ. 381 ΠΚ) 127 | |
IX. Διαχρονικό δίκαιο 128 | |
§ 4. ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ (άρθρ. 375, 377 ΠΚ) | |
I. Αντικειμενική υπόσταση 130 | |
1. Πράγμα 130 | |
1.1. Τα μη ενσώματα αντικείμενα 130 | |
1.2. Αξία του πράγματος 131 | |
1.3. Ατομικά ορισμένο πράγμα 131 | |
1.4. Αναιρετικός έλεγχος 131 | |
2. Ξένο 132 | |
2.1. Γενικά 132 | |
2.2. Περιπτώσεις κτήσης κυριότητας 133 | |
2.2.1. Αφανής εταιρεία 133 | |
2.2.2. Δάνειο 133 | |
2.2.3. Ανώμαλη παρακαταθήκη 133 | |
2.2.4. Εισφορές – αναλογικά δικαιώματα συμβολαιογράφων 133 | |
2.2.5. Aλληλόχρεος λογαριασμός 134 | |
2.2.6. Kοινός λογαριασμός 134 | |
2.2.7. Συνάφεια 135 | |
2.2.8. Ακυρώσιμη δικαιοπραξία 135 | |
2.2.9. Κτήση πράγματος μέσω αντιπροσώπου 135 | |
2.2.10. Δικαίωμα εξωνήσεως 136 | |
2.2.11. Κέρδη Α.Ε. 136 | |
2.2.12. Σύμβαση έργου 136 | |
2.2.13. Άλλες περιπτώσεις 136 | |
2.3. Περιπτώσεις μη κτήσης κυριότητας 136 | |
2.3.1. Αίρεση 136 | |
2.3.2. Πώληση με παρακράτηση της κυριότητος 137 | |
2.3.3. Εντολή και παρακαταθήκη- ασφαλιστικός πράκτορας 138 | |
2.3.4. Μονοπρόσωπη εταιρεία 138 | |
2.3.5. Αρχαιότητες – Mνημεία 138 | |
3. Κατοχή 139 | |
3.1. H έννοια της κατοχής στην υπεξαίρεση 139 | |
3.2. Kτήση κατοχής 139 | |
3.3. Αναιρετικός έλεγχος 140 | |
3.4. Χρόνος κτήσης της κατοχής 141 | |
3.4.1. Η στενή ερμηνεία 141 | |
3.4.2. Η “μικρή” διορθωτική ερμηνεία 141 | |
3.4.3. Η “μεγάλη” διορθωτική ερμηνεία 142 | |
3.5. Κτήση της κατοχής με αξιόποινη πράξη 143 | |
3.6. Περιπτώσεις ύπαρξης κατοχής – Οριοθέτηση από την κλοπή 145 | |
3.7. Υπεξαίρεση λογιστικού χρήματος; 147 | |
3.7.1. Το πρόβλημα 147 | |
3.7.2. Η νομολογία 147 | |
3.7.3. Η θεωρία 148 | |
3.7.4. Η υπ’ αριθμ. 742/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου. Το λογιστικό χρήμα ως «πράγμα» 150 | |
3.7.5. Το λογιστικό χρήμα δεν είναι «πράγμα» 150 | |
3.7.5.1. Ειδικότερα: Γιατί το λογιστικό χρήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί «πράγμα» 151 | |
3.7.5.2. Ειδικότερα: Γιατί ο δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού δεν είναι κάτοχος 153 | |
4. Ιδιοποίηση 155 | |
4.1. Ορισμός 155 | |
4.2. Η ιδιοποίηση ως εκδήλωση πρόθεσης. Η θεωρία της εξωτερίκευσης 156 | |
4.3. Η ιδιοποίηση ως αντικειμενικό στοιχείο 157 | |
4.4. Περιπτωσιολογία 160 | |
4.4.1. Περιπτώσεις όπου η οριστική αποστέρηση είναι προφανής 160 | |
4.4.2. Περιπτώσεις όπου η οριστική αποστέρηση προϋποθέτει πρόσθετα στοιχεία 161 | |
4.4.3. Άλλες περιπτώσεις 161 | |
4.4.4. Περιπτώσεις μη ιδιοποίησης 163 | |
4.5. Ειδικές περιπτώσεις 165 | |
4.5.1. Πρόθεση έγκαιρης επιστροφής του πράγματος 165 | |
4.5.2. Ενέχυρο 165 | |
4.5.3. Καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας 166 | |
4.5.4. Ασφαλιστικές εισφορές 166 | |
4.6. Παραδείγματα από τη νομολογία 167 | |
4.7. Ιδιοποίηση με παράλειψη 168 | |
4.8. Το “παράνομο” της ιδιοποίησης 170 | |
4.8.1. Η έννοια του “παράνομου” 170 | |
4.8.2. Αποκλεισμός του “παράνομου” 171 | |
4.8.2.1. Συμψηφισμός 171 | |
4.8.2.2. Δικαίωμα επίσχεσης 172 | |
5. Πράγμα εξομοιούμενο προς “ξένο” 173 | |
6. Παθών 173 | |
II. Λόγοι άρσης του αδίκου 174 | |
ΙII. Υποκειμενική υπόσταση 174 | |
ΙV. Aπόπειρα 176 | |
V. Συμμετοχή 178 | |
1. Συναυτουργία 178 | |
2. Συνέργεια 178 | |
3. Συμμετοχή με παράλειψη 180 | |
4. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις (άρθρ. 49 παρ. 2 ΠΚ) 180 | |
VI. Συρροές 181 | |
1. Περιπτώσεις αληθινής συρροής 181 | |
2. Ζητήματα φαινομενικής συρροής 182 | |
VΙΙ. Έγκληση 184 | |
VIII. Ο τόπος τέλεσης της υπεξαίρεσης 185 | |
IX. Ο χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης 186 | |
X. Ποινικές κυρώσεις 187 | |
XI. Διακεκριμένες περιπτώσεις υπεξαίρεσης 187 | |
1. Οι απλώς διακεκριμένες μορφές 187 | |
1.1. Yπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρ. 375 παρ. 1 εδ. α΄ δεύτερη περίπτωση ΠΚ) 187 | |
1.1.1. ‘Έννοια και νομολογιακή αντιμετώπιση 187 | |
1.1.2. Αναιρετικός έλεγχος 188 | |
1.2. Yπεξαίρεση εμπιστευμένου πράγματος (άρθρ. 375 παρ. 1 εδ. α΄ δεύτερη περίπτωση ΠΚ) 189 | |
1.2.1. Η εμπίστευση του πράγματος 189 | |
1.2.1.1. Ορισμός – Στοιχεία της έννοιας 189 | |
1.2.1.2. Η νομολογία 191 | |
1.2.1.3. Προϋποθέσεις εφαρμογής 191 | |
1.2.1.4. Αναιρετικός έλεγχος 193 | |
1.2.2. Οι επί μέρους περιπτώσεις εμπίστευσης 194 | |
1.2.2.1. Εντολοδόχος 194 | |
1.2.2.2. Διαχειριστής 194 | |
1.2.2.3. Επίτροπος και δικαστικός συμπαραστάτης 197 | |
1.2.2.4. Μεσεγγυούχος 197 | |
1.2.2.5. Το πρόβλημα της αξιολογικής αντινομίας 198 | |
2. Οι κακουργηματικές περιπτώσεις υπεξαίρεσης (άρθρ. 375 παρ. 2 και 3 ΠΚ) 198 | |
2.1 Υπεξαίρεση με αξία αντικειμένου άνω των 120.000 ευρώ (άρθρ. 375 παρ. 2 ΠΚ) 198 | |
2.2. Υπεξαίρεση κατά του Δημοσίου κλπ. 199 | |
2.3. Υπεξαίρεση σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 199 | |
2.4. Υπεξαίρεση μνημείων (άρθρ. 54 ν. 3028/2002) 200 | |
ΧΙΙ. Υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση 200 | |
ΧΙΙI. Προνομιούχες περιπτώσεις υπεξαίρεσης (άρθρ. 377 ΠΚ) 201 | |
ΧΙV. Ειδικές περιπτώσεις υπεξαίρεσης 201 | |
1. Ιδιοποίηση πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρ. 24 παρ. 4 ν. 4689/2020) 201 | |
2. Υπεξαίρεση στρατιωτικών πραγμάτων (άρθρ. 147 ΣΠΚ) 202 | |
3. Υπεξαίρεση σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας (ν. 4738/2020) 203 | |
ΧV. Mεταβολή κατηγορίας 204 | |
§ 5. ΦΘΟΡΑ ΞΕΝΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (άρθρ. 378 ΠΚ) | |
Ι. Αντικειμενική υπόσταση 206 | |
1. Υλικό αντικείμενο 206 | |
2. Η εγκληματική συμπεριφορά 207 | |
2.1. Καταστροφή 207 | |
2.2. Βλάβη 208 | |
2.2.1. Έννοια 208 | |
2.2.2. “Κατά προορισμό χρησιμότητα” 208 | |
2.2.3. Ειδικές περιπτώσεις βλάβης 209 | |
2.3. “Καθιστά με άλλον τρόπο ανέφικτη τη χρήση” 210 | |
2.4. Διαγραφή ή μόλυνση ψηφιακών δεδομένων 211 | |
2.5. Η κατάργηση του εγκλήματος της φθοράς ηλεκτρονικών δεδομένων 212 | |
ΙΙ. Λόγοι άρσης του αδίκου 212 | |
ΙΙΙ. Υπαιτιότητα 213 | |
IV. Συμμετοχή 213 | |
V. Αυτεπάγγελτη δίωξη-Ζητήματα έγκλησης 214 | |
VI. Ποινικές κυρώσεις 215 | |
VII. Διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς 216 | |
1. Οι γενικές διατάξεις 216 | |
1.1. Οι απλώς διακεκριμένες περιπτώσεις: Πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο (άρθρ. 378 παρ. 1 ΠΚ) 216 | |
1.2. Οι ιδιαιτέρως διακεκριμένες περιπτώσεις (άρθρ. 378 παρ. 3 ΠΚ) 216 | |
1.2.1. Πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος (άρθρ. 378 παρ. 2 α΄ περίπτ. ΠΚ) 216 | |
1.2.2. Φθορά καλλιτεχνικού ή ιστορικού μνημείου 217 | |
1.2.3. Πρόκληση φθοράς με φωτιά ή με εκρηκτικές ύλες (άρθρ. 378 παρ. 2 περίπτ. γ΄ ΠΚ) 218 | |
1.3. Διακεκριμένη φθορά και αξία του πράγματος 219 | |
2. Οι ειδικές διατάξεις 219 | |
2.1. Φθορά μνημείου (άρθρ. 56 ν. 3028/2002 για την προστασία των Αρχαιοτήτων) 219 | |
2.2. Παρεμπόδιση κυκλοφορίας εντύπων (άρθρ. 334 παρ. 2 ΠΚ) 220 | |
2.3. Φθορά φορτίου ή εξοπλισμού πλοίου (άρθρ. 217 παρ. 2 ΚΔΝΔ) 220 | |
2.4. Ζωοκτονία και ιχθυοκτονία 220 | |
2.5. Κακοποίηση ζώου (ν. 4830/2021) 221 | |
VIII. Φθορά μικρής αξίας (άρθρ. 378 παρ. 1 εδάφ. β΄ ΠΚ) 221 | |
IX. Ζητήματα συρροής 222 | |
X. Εξάλειψη αξιοποίνου - απαλλαγή από την ποινή (άρθρ. 381 ΠΚ) 223 | |
XI. Μεταβολή κατηγορίας 224 | |
XII. Ειδικές περιπτώσεις: Φθορά αγροτικού κτήματος και φθορά με ζώα (ν. 3585/2007 και 4691/2020) 224 | |
1. Φθορά αγροτικού κτήματος 224 | |
2. Φθορά με ζώα 224 | |
§ 6. ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ (άρθρ. 381 παρ. 2-4 ΠΚ) | |
Ι. Γενική επισκόπηση 226 | |
1. Τα γενικά χαρακτηριστικά των διατάξεων 226 | |
2. Οι διατάξεις του άρθρ. 381 παρ. 2-4 ΠΚ 227 | |
3. Νομική φύση των διατάξεων 227 | |
3.1. Οι διατάξεις του άρθρ. 381 παρ. 2-4 ΠΚ 227 | |
3.2. Ειδικότερα: Η έμπρακτη μετάνοια (άρθρ. 381 παρ. 2 ΠΚ) 228 | |
3.3. Έκταση εφαρμογής της διάταξης. Δυνατότητα αναλογίας in bonam partem 228 | |
ΙΙ. Οι επί μέρους προϋποθέσεις της έμπρακτης μετάνοιας (άρθρ. 384 παρ. 1 ΠΚ) 230 | |
1. Απόδοση του πράγματος 230 | |
2. Πριν από την πρώτη εξέταση του υπαιτίου 231 | |
3. Με δική του θέληση 231 | |
4. Χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου 234 | |
5. Μερική απόδοση ή ικανοποίηση 234 | |
6. Εξάλειψη του αξιοποίνου κατ’ άρθρ. 381 παρ. 2 ΠΚ επί συμμετοχής 235 | |
7. Αναιρετικός έλεγχος 235 | |
8. Εντελής ικανοποίηση 236 | |
9. Αποκτήματα 237 | |
10. Αποζημίωση επί αυτούσιας απόδοσης 238 | |
ΙΙΙ. Ειδικά θέματα 238 | |
1. Μερική ικανοποίηση μετά την εξέταση του υπαιτίου 238 | |
2. Σχέση απόδοσης και ικανοποίησης σε περίπτωση αποχής από την ποινή 239 | |
3. Ικανοποίηση του ζημιωθέντος επί κλοπής και υπεξαίρεσης στρατιωτικών πραγμάτων 239 | |
ΙV. Η υποχρεωτική δικαστική άφεση του αξιοποίνου των άρθρ. 381 παρ. 3 και 4 ΠΚ 239 | |
1. Η ρύθμιση των παρ. 3 και 4 του άρθρ. 381 ΠΚ 239 | |
2. Το άστοχο της ρύθμισης από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής 240 | |
3. Αποδυνάμωση των διατάξεων για τη συνδιαλλαγή και την ποινική διαπραγμάτευση 241 | |
V. Υπαναχώρηση εξαλείφουσα το αξιόποινο επί αποπείρας εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας (άρθρ. 44 παρ. 3 εδάφ. δ΄ ΠΚ) 242 | |
VΙ. Οι δικονομικές διατάξεις περί αποχής από την ποινική δίωξη 243 | |
1. Προσωρινή αποχή από την ποινική δίωξη (άρθρ. 48, 49 ΚΠΔ) 243 | |
2. Οριστική αποχή από την ποινική δίωξη (άρθρ. 50 ΚΠΔ) 243 | |
3. Δικαστική άφεση της ποινής και αποκαταστατική δικαιοσύνη (άρθρ. 104Β ΠΚ) 244 | |
VΙI. Επίμετρο: Συνιστά ο συμβιβασμός «εντελή ικανοποίηση»; 244 | |
§ 7. ΛΗΣΤΕΙΑ (άρθρ. 380 ΠΚ) | |
Ι. Γενικά χαρακτηριστικά 247 | |
ΙΙ. Η αντικειμενική υπόσταση της ληστείας υπό στενή έννοια (άρθρ. 380 παρ. 1 πρώτη περίπτωση ΠΚ) 249 | |
1. Σωματική βία κατά προσώπου 249 | |
1.1. Έννοια 249 | |
1.2. Βία προς υπερνίκηση προσδοκώμενης αντίστασης 251 | |
1.3. Αιφνιδιαστική αφαίρεση πράγματος 251 | |
1.4. Βία κατά πραγμάτων 252 | |
1.5. Έμμεση σωματική βία 253 | |
1.6. Vis absoluta και vis compulsiva 253 | |
1.7. Αποδέκτης της βίας 253 | |
1.8. Αμφισβητούμενες περιπτώσεις 254 | |
2. Aπειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής 255 | |
2.1. Η έννοια της απειλής 255 | |
2.2. Το εξαγγελλόμενο “κακό” 255 | |
2.3. Αποδέκτης της απειλής 256 | |
2.4. Αποδέκτης του “κακού” 256 | |
2.5. Σοβαρότητα της απειλής 257 | |
2.6. Επικείμενος κίνδυνος 258 | |
2.7. Σχέση βίας-απειλής 259 | |
3. Σχέση μέσου και σκοπού 260 | |
3.1. Χρονική και τοπική συνάφεια 260 | |
3.2. Λειτουργική συνάφεια 260 | |
3.3. Όχι όμως και αιτιώδης συνάφεια 262 | |
3.4. Εκμετάλλευση διαρκούς βίας 262 | |
3.5. Τέλεση με παράλειψη 262 | |
III. Η ληστρική εκβίαση ειδικότερα 263 | |
1. Παράδοση = Αφαίρεση; 263 | |
2. Ληστρική εκβίαση και εκβίαση (άρθρ. 385 ΠΚ) 266 | |
2.1. Ο εκβιαστικός χαρακτήρας της ληστρικής εκβίασης 266 | |
2.2. Διάκριση ληστρικής εκβίασης από εκβίαση 266 | |
IV. Yποκειμενική υπόσταση της ληστείας υπό στενή έννοια – Kαταλογισμός 267 | |
V. Απόπειρα 268 | |
VΙ. Συμμετοχή σε ληστεία υπό στενή έννοια και σε ληστρική εκβίαση 269 | |
1. Συναυτουργία 269 | |
2. Συνέργεια 270 | |
VΙI. Ζητήματα συρροής 272 | |
1. Περιπτώσεις αληθινής συρροής 272 | |
2. Ληστεία κατά πλειόνων 273 | |
3. Ανθρωποκτονία προς το σκοπό αφαίρεσης 274 | |
4. Ληστεία κατά του Δημοσίου 275 | |
VΙII. Ληστρική κλοπή 278 | |
1. Γενικά 278 | |
2. Αντικειμενική υπόσταση 279 | |
2.1. Υποκείμενο 279 | |
2.2. Ληστεία (άρθρ. 380 παρ. 1 ΠΚ) ως στοιχείο της α.υ. 280 | |
2.3. Χρονικό πλαίσιο τέλεσης 281 | |
2.4. “Καταλήφθηκε” 282 | |
2.5. “Επ’ αυτοφώρω” 283 | |
2.6. Αποδέκτης της βίας 285 | |
3. Υποκειμενική υπόσταση 286 | |
4. Απόπειρα 287 | |
5. Συμμετοχή 287 | |
6. Συρροές 287 | |
ΙΧ. Ποινικές κυρώσεις-μεταβολή κατηγορίας 288 | |
Χ. Διακεκριμένες περιπτώσεις ληστείας 289 | |
1. Ληστεία διακρινόμενη από το αποτέλεσμα 289 | |
1.1. Πρόκληση του βαρύτερου αποτελέσματος από την αφαίρεση; 289 | |
1.2. Πλημμελής συμπεριφορά μετά την τελείωση; 290 | |
1.3. Η δυνατότητα δόλου ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα και η σημασία της 291 | |
1.4. Θάνατος ή βαριά βλάβη συμμετόχου 293 | |
1.5. Απόπειρα ληστείας διακρινομένης από το αποτέλεσμα 293 | |
1.6. Συμμετοχή σε ληστεία διακρινόμενη από το αποτέλεσμα 296 | |
2. Ληστεία που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα 298 | |
2.1. Έννοια 298 | |
2.2. Αναιρετικός έλεγχος 299 | |
2.3. Απόπειρα 300 | |
2.4. Ζητήματα συμμετοχής 300 | |
2.5. Ζητήματα συρροής 300 | |
ΧΙ. Διαχρονικό δίκαιο 301 | |
ΧΙΙ. Ειδικές διατάξεις (ν. ΤΟΔ΄/1871, ν. 1300/1982 ) 301 | |
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ | |
§ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
Ι. Η έννοια της περιουσίας στον Ποινικό Κώδικα 305 | |
1. Η νομική θεωρία περί περιουσίας 305 | |
2. Η οικονομική θεωρία 306 | |
3. Η νομική-οικονομική θεωρία 308 | |
4. Η νομολογία 310 | |
5. Η προσωπική έννοια της περιουσίας και η κανονιστική προσωπική θεωρία 310 | |
ΙΙ. Γενική επισκόπηση των εγκλημάτων κατά της περιουσίας 310 | |
ΙΙΙ. Οι καινοτομίες του ισχύοντος ΠΚ στις διατάξεις για τα εγκλήματα κατά της περιουσίας 311 | |
1. Τα γενικά χαρακτηριστικά 311 | |
2. Οι επί μέρους μεταβολές 312 | |
§ 2. ΕΚΒΙΑΣΗ (άρθρ. 385 ΠΚ) | |
Ι. Γενικά 314 | |
1. Οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για την εκβίαση-προστατευόμενο έννομο αγαθό 314 | |
2. Οι μεταβολές του ισχύοντος ΠΚ 315 | |
ΙI. Το βασικό έγκλημα της εκβίασης (άρθρ. 385 παρ. 1 ΠΚ) 316 | |
1. Bία 316 | |
1.1. Έννοια 316 | |
1.2. Vis absoluta 316 | |
1.3. Η “βία” στο βασικό έγκλημα της εκβίασης 317 | |
2. Aπειλή 318 | |
2.1. Έννοια 318 | |
2.2. Το απειλούμενο έννομο αγαθό 319 | |
2.3. Αποδέκτης της απειλής 320 | |
2.4. Αποδέκτης του “κακού” 321 | |
2.5. Σοβαρότητα της απειλής 322 | |
2.6. “Επικείμενος” κίνδυνος 324 | |
2.7. Απειλή νόμιμης πράξης 325 | |
2.8. Απειλή όταν υπάρχει διακριτική ευχέρεια; 327 | |
2.9. Απειλή με παράλειψη και απειλή παράλειψης 328 | |
2.10. Διάρκεια της απειλής 329 | |
3. Πράξη, παράλειψη ή ανοχή 329 | |
3.1. Η πράξη, παράλειψη ή ανοχή ως περιουσιακή διάθεση 329 | |
3.2. Όχι μόνον περιουσιακή διάθεση! 330 | |
3.2.1. Η “ανοχή αφαίρεσης πράγματος” ως στοιχείο της α.υ. της εκβίασης 331 | |
3.2.2. Αντίθετα επιχειρήματα και αντίκρουση αυτών 332 | |
3.2.3. Η νομολογία 333 | |
3.2.4. Συμπέρασμα 334 | |
4. Περιουσιακή ζημία 335 | |
4.1. Έννοια 335 | |
4.2. Το αντικείμενο της πράξης 336 | |
4.2.1. Πράγματα άνευ αξίας 336 | |
4.2.2. Αντικείμενα μη προστατευόμενα από το δίκαιο 336 | |
4.3. Αντάλλαγμα προς απόδοση του κλοπιμαίου 336 | |
4.4. Ζημία όταν αντισταθμίζεται η παροχή; 337 | |
5. Αιτιώδης σύνδεσμος 337 | |
6. Υλική αντιστοιχία 338 | |
ΙΙΙ. Η εκβίαση επιχειρήσεων (άρθρ. 385 παρ. 3 ΠΚ) 339 | |
IV. Η κατ’ επάγγελμα τελούμενη εκβίαση (άρθρ. 385 παρ. 3 εδάφιο β΄ ΠΚ) 341 | |
V. Εκβίαση τελούμενη με σωματική βία κατά προσώπου ή με απειλές σώματος ή ζωής (άρθρ. 385 παρ. 2 ΠΚ) 342 | |
VI. Υποκειμενική υπόσταση 344 | |
1. Υπαιτιότητα 344 | |
2. Σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους 344 | |
2.1. Ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου 344 | |
2.2. Η έννοια του περιουσιακού οφέλους 345 | |
2.3. Το “παράνομο” 345 | |
2.4. Υπαιτιότητα ως προς το “παράνομο” 347 | |
VII. Απόπειρα 348 | |
VIII. Συμμετοχή 349 | |
IX. Συρροές 350 | |
1. Περιπτώσεις αληθινής συρροής 350 | |
2. Περιπτώσεις φαινομένης συρροής 351 | |
3. Eιδικά ζητήματα συρροής 352 | |
3.1. Αρπαγή 352 | |
3.2. Ληστεία 352 | |
3.3. Σωματικές βλάβες 353 | |
3.4. Κλοπή 354 | |
3.5. Απάτη 354 | |
3.6. Αυτοδικία 357 | |
3.7. Eξασφαλιστική εκβίαση 357 | |
3.8. Εκβίαση κατ’ εξακολούθηση 358 | |
X. Ποινικές κυρώσεις 358 | |
XI. Η εκβίαση με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος (άρθρο 34 Ν. 4689/2020) 359 | |
XII. Αναιρετικός έλεγχος 361 | |
XIII. Διαχρονικό δίκαιο 362 | |
ΧIV. Δικονομικά 362 | |
1. Αποχή από την ποινική δίωξη 362 | |
2. Ποινική διαπραγμάτευση 363 | |
3. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 363 | |
4. Μεταβολή κατηγορίας 363 | |
§ 3. AΠATH (άρθρ. 386, 387 ΠΚ) | |
I. Εισαγωγή 367 | |
1. Γενικά χαρακτηριστικά 367 | |
1.1. Ορισμός - Στοιχεία του εγκλήματος 367 | |
1.2. Οι τροποποιήσεις της διάταξης με τον ισχύοντα ΠΚ 368 | |
1.3. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 369 | |
1.4. Παθών 370 | |
ΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 370 | |
1. Γεγονός 370 | |
1.1. Έννοια 370 | |
1.2. Μελλοντικά περιστατικά 372 | |
1.3. “Εσωτερικά γεγονότα” 374 | |
1.4. Αξιολογικές κρίσεις 377 | |
1.4.1. Έννοια 377 | |
1.4.2. Αξιολογήσεις με “γεγονοτικό πυρήνα” 378 | |
1.4.3. Διαφημιστικές υπερβολές 379 | |
1.4.4. H αξία του πράγματος ως γεγονός 380 | |
1.4.5. Αξιολογικές κρίσεις με αξίωση γενικής ισχύος 380 | |
1.5. Αρνητικά γεγονότα και υπερφυσικές ικανότητες 381 | |
2. Η πράξη εξαπάτησης 382 | |
2.1. Παράσταση ψευδών γεγονότων 383 | |
2.1.1. Παράσταση με ρητή δήλωση 383 | |
2.1.2. Παράσταση με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση 383 | |
2.2. Απόκρυψη 385 | |
2.3. Παρασιώπηση 386 | |
2.3.1. Έννοια 386 | |
2.3.2. Πηγές ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης 388 | |
2.3.2.1. O νόμος ως πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης 388 | |
2.3.2.2. Το καθήκον ανακοίνωσης μπορεί να πηγάζει από σύμβαση 389 | |
2.3.2.3. Το καθήκον ανακοίνωσης μπορεί να πηγάζει και από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του δράστη 390 | |
2.4. Το “αθέμιτο” της απόκρυψης και της παρασιώπησης. «Κερδοσκοπικά» και «ποιοτικά» στοιχεία της συναλλαγής 391 | |
2.5. Ειδικά ζητήματα 392 | |
2.5.1. Επέμβαση σε μετρητές 392 | |
2.5.2. Eίσπραξη αχρεωστήτων 393 | |
2.5.3. Η παράλειψη παρεμπόδισης άλλου να τελέσει απάτη 394 | |
2.6. Η απάτη ως έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας πλειόνων τρόπων τέλεσης 394 | |
3. Πλάνη 396 | |
3.1. Έννοια 396 | |
3.2. Ποιος πλανάται; 398 | |
3.3. Ignorantia facti 399 | |
3.4. Περιθωριακή γνώση 400 | |
3.5. Πρόκληση ή διατήρηση πλάνης 401 | |
3.6. Η διατήρηση της πλάνης στην απάτη με παράλειψη. Παράλειψη αποτροπής ή και παράλειψη άρσης υφιστάμενης πλάνης; 401 | |
3.7. Παράλειψη άρσης υφισταμένης πλάνης επί περιοδικών παροχών. Η «περίπτωση της καθαρίστριας» 404 | |
3.8. Αμφιβολίες και δυνατότητα αυτοπροστασίας 405 | |
3.8.1. Αμφιβολίες 405 | |
3.8.2. Δυνατότητα αυτοπροστασίας 406 | |
4. Περιουσιακή διάθεση 408 | |
4.1. Έννοια 408 | |
4.2. Η αμεσότητα ως ουσιώδες στοιχείο της περιουσιακής διάθεσης 408 | |
4.3. Η “πράξη, παράλειψη ή ανοχή” ειδικότερα 410 | |
4.4. Γνώση της περιουσιακής διάθεσης 411 | |
4.5. Γνώση της βλάβης 411 | |
4.6. Ταυτότητα πλανώμενου – διαθέτοντος 412 | |
4.7. Τριγωνική απάτη 413 | |
4.7.1. Διάσταση πλανώμενου – βλαπτόμενου 413 | |
4.7.2. Οι προϋποθέσεις της τριγωνικής απάτης 413 | |
4.7.3. Διάκριση της απάτης από την κλοπή κατά έμμεση αυτουργία 414 | |
4.8. Απάτη επί δικαστηρίου 416 | |
4.8.1. Προϋποθέσεις 416 | |
4.8.2. Ειδικές περιπτώσεις 418 | |
5. Περιουσιακή βλάβη 420 | |
5.1. Έννοια 420 | |
5.2. Περιουσιακή ζημία και «απάτη περί την πρόσληψη» 421 | |
5.3. Υπολογισμός της ζημίας 422 | |
5.3.1. Συμψηφισμός κάθε άμεσου οφέλους 422 | |
5.3.2. Αξίωση προς αποζημίωση 423 | |
5.3.3. Μεταγενέστερη μεταβολή της αξίας 423 | |
5.3.4. Αποφυγή ποινικών κυρώσεων κλπ. 424 | |
5.3.5. Ικανοποίηση νόμιμης αξίωσης 424 | |
5.4. Περιουσιακή βλάβη σε περίπτωση ισάξιας αντιπαροχής. H προσωπική πλευρά της ζημίας 424 | |
5.5. O κίνδυνος της περιουσίας ως περιουσιακή βλάβη 426 | |
5.6. Aπάτη περί την πρόσληψη 429 | |
5.7. H ματαίωση προσδοκίας ως περιουσιακή βλάβη 430 | |
5.8. Απάτη στο πλαίσιο παράνομων ή ανήθικων δικαιοπραξιών 431 | |
5.8.1. Απώλεια πράγματος που αποκτήθηκε με αξιόποινη πράξη 431 | |
5.8.2. Διάθεση προς συμμόρφωση σε παράνομη ή ανήθικη δικαιοπραξία 433 | |
5.8.3. Ματαίωση αξίωσης που πηγάζει από παράνομη ή ανήθικη αιτία 435 | |
6. Αιτιώδης σύνδεσμος 436 | |
7. Σχέση υλικής αντιστοιχίας 438 | |
8. Προσφορότητα της συμπεριφοράς; 440 | |
III. Λόγοι άρσης του αδίκου 441 | |
IV. Υποκειμενική υπόσταση 441 | |
1. Υπαιτιότητα 441 | |
2. Σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους 442 | |
2.1. Η απάτη ως έγκλημα σκοπού 442 | |
2.2. Περιουσιακό όφελος 442 | |
2.3. Επιδίωξη περιουσιακού οφέλους 443 | |
2.4. Το “παράνομο” του επιδιωκόμενου περιουσιακού οφέλους 443 | |
2.5. Ζητήματα πλάνης 445 | |
V. Απόπειρα 445 | |
1. H τετελεσμένη απάτη 445 | |
2. Οι προϋποθέσεις της απόπειρας 446 | |
3. Προπαρασκευαστικές πράξεις 447 | |
3.1. “Κλασικές” περιπτώσεις 447 | |
3.2. Ψευδείς ανακοινώσεις στο κοινό 447 | |
4. Ειδικά ζητήματα 449 | |
4.1. Απόπειρα με παράλειψη 449 | |
4.2. Απόπειρα διακεκριμένης απάτης 449 | |
4.3. Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου 449 | |
4.4. Απρόσφορη απόπειρα 450 | |
4.5. Υπαναχώρηση 450 | |
VI. Συμμετοχή 451 | |
1. Αυτουργός-συναυτουργός 451 | |
1.1. Αυτουργός 451 | |
1.2. Συναυτουργός 451 | |
1.3. Aπάτη κατά έμμεση αυτουργία 452 | |
2. Συνέργεια 452 | |
2.1. «Άμεση» και «απλή» συνέργεια στην απάτη 452 | |
2.2. Περιπτώσεις 453 | |
2.3. Χρόνος τέλεσης της συνέργειας. Συμμετοχή μέχρι την ουσιαστική αποπεράτωση; 454 | |
2.4. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις (άρθρ. 49 παρ. 2 ΠΚ) 455 | |
VII. Συρροές 455 | |
1. Αληθινή συρροή 455 | |
2. Φαινομενική συρροή 457 | |
2.1. Επικουρικές διατάξεις για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 457 | |
2.2. Φορολογική απάτη 457 | |
2.3. Λαθρεμπορία 458 | |
2.4. Καταπάτηση δασικής έκτασης 458 | |
2.5. Aπάτη περί τα παίγνια 458 | |
3. Ειδικά ζητήματα 459 | |
3.1. Υπεξαίρεση 459 | |
3.2. Πλαστογραφία και χρήση πλαστού 460 | |
3.2.1. Απόπειρα απάτης και χρήση πλαστού εγγράφου 460 | |
3.2.2. Τετελεσμένη απάτη και πλαστογραφία με χρήση από τον αυτουργό της πλαστογραφίας 460 | |
3.2.3. Τετελεσμένη απάτη και χρήση πλαστού 461 | |
3.3. Απιστία 462 | |
3.4. Εγκλήματα του Ν. 4548/2018 («Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιριών») 463 | |
VIII. Τόπος τέλεσης – Απάτη μέσω internet – Ποινική δικαιοδοσία 463 | |
1. Ο τόπος τέλεσης της απάτης κατά το άρθρ. 16 ΠΚ 463 | |
2. Ειδικά: Απάτη μέσω διαδικτύου 464 | |
3. Ποινική δικαιοδοσία επί απάτης σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξαίρεση από την αρχή του διπλού αξιοποίνου 464 | |
IX. Χρόνος τέλεσης – Παραγραφή 465 | |
Χ. Ποινικές κυρώσεις 466 | |
ΧΙ. Διακεκριμένες μορφές απάτης 466 | |
1. Απάτη άνω των 120.000 ευρώ και απάτη κατά του Δημοσίου 466 | |
2. Η «κατ’ επάγγελμα» τέλεση απατών ως επιβαρυντική περίσταση για την επιμέτρηση της ποινής (άρθρ. 79 παρ. 5 α΄ ΠΚ) 467 | |
2.1. Το ζήτημα του διαχρονικού δικαίου 467 | |
2.2. Ειδικότερα: η «κατ’ επάγγελμα τέλεση» κατά την επιμέτρηση της ποινής της απάτης 467 | |
2.3. Σκοπός πορισμού εισοδήματος υπέρ τρίτου; 469 | |
3. Απάτη κατά του Δημοσίου (άρθρ. 386 παρ. 2 ΠΚ). Διαχρονικό δίκαιο 470 | |
4. Απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επικουρικές διατάξεις 470 | |
ΧΙΙ. Προνομιούχες μορφές απάτης. Απάτη μικρής αξίας (άρθρ. 387, 377 ΠΚ) 474 | |
ΧΙΙΙ. Aπάτη κατ’ εξακολούθηση 474 | |
XIV. Έγκληση 475 | |
XV. Εξάλειψη του αξιοποίνου και εντελής ικανοποίηση του παθόντος (άρθρ. 405 ΠΚ) 475 | |
XVI. Αναιρετικός έλεγχος 477 | |
XVII. Δικονομικά 479 | |
1. Αποχή από την ποινική δίωξη 479 | |
2. Μεταβολή κατηγορίας 479 | |
3. Ποινική συνδιαλλαγή (άρθρ. 301-302 ΚΠΔ) 480 | |
4. Ποινική διαπραγμάτευση (άρθρ. 303 ΚΠΔ) 481 | |
5. Δήλωση συνέχισης κατ΄ άρθρ. 464 ΠΚ 481 | |
§ 4. ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ (άρθρ. 386Α ΠΚ) | |
I. Γενικά 482 | |
ΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 484 | |
1. Η εγκληματική συμπεριφορά 484 | |
1.1. Μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος 485 | |
1.2. Χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία του προγράμματος 486 | |
1.3. Χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών δεδομένων 486 | |
1.4. Χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή εξάλειψη δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας 487 | |
1.4.1. Έννοια 487 | |
1.4.2. Skimming και jackpotting 487 | |
1.4.3. Ειδικά ζητήματα 488 | |
1.5. Η χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων 489 | |
1.6. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση απάτης με η/υ: 490 | |
2. Περιουσιακή ζημία 491 | |
ΙΙΙ. Υποκειμενική υπόσταση 491 | |
IV. Απόπειρα 492 | |
V. Συμμετοχή 492 | |
VI. Συρροές 493 | |
VII. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις απάτης με υπολογιστή (άρθρ. 386 Α παρ. 2 ΠΚ) 493 | |
VIII. Ποινική δίωξη 494 | |
IX. Ποινικές κυρώσεις 494 | |
Χ. Προνομιούχες περιπτώσεις απάτης με υπολογιστή 494 | |
XI. Τέλεση κατ’ εξακολούθηση 495 | |
XIΙ. Εξάλειψη αξιοποίνου-απαλλαγή από την ποινή (άρθρ. 405 ΠΚ) 495 | |
ΧΙIΙ. Τόπος τέλεσης 495 | |
ΧIV. Ποινική δικαιοδοσία 496 | |
XV. Η Ευρωπαϊκή Εντολή Υποβολής Στοιχείων και η Ευρωπαϊκή Εντολή Διατήρησης Ηλεκτρονικών Αποδεικτικών Στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις 496 | |
§ 5. ΑΠΑΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ (άρθρ. 386Β ΠΚ) | |
Ι. Γενικά. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 497 | |
ΙΙ. Επιχορήγηση 497 | |
1. Η έννοια της «επιχορήγησης» 497 | |
2. Οι «ενισχύσεις» 499 | |
3. Ιδιωτικές επιχορηγήσεις 499 | |
ΙΙΙ. Το έγκλημα της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 386Β ΠΚ. Η υποβολή αναληθούς αιτήματος 499 | |
1. Η εγκληματική συμπεριφορά 499 | |
2. Η απάτη περί τις επιχορηγήσεις ως έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης 501 | |
3. Επί της ανάγκης αυτοτελούς διάταξης 502 | |
4. Αρμόδια αρχή 502 | |
5. Επιχορηγήσεις δοθείσες στην αλλοδαπή. Η δημόσια περιουσία ως ημεδαπό έννομο αγαθό 503 | |
6. Υποκειμενική υπόσταση 503 | |
IV. Το έγκλημα της δεύτερης παραγράφου του άρθρ. 386Β ΠΚ. Η χρησιμοποίηση της επιχορήγησης για αλλότριο σκοπό 504 | |
V. Ποινή 504 | |
VI. Συρροές 504 | |
VII. Ποινική δίωξη-εξάλειψη του αξιοποίνου και απαλλαγή από την ποινή 505 | |
VIII. Ποινική δικαιοδοσία 505 | |
§ 6. ΑΠΑΤΗΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΒΛΑΒΗΣ (άρθρ. 389 ΠΚ) | |
I. Αντικειμενική υπόσταση 506 | |
II. Υπαιτιότητα 507 | |
III. Συρροές 508 | |
IV. Έγκληση 508 | |
V. Ποινική κύρωση 508 | |
VI. Εξάλειψη του αξιοποίνου-ικανοποίηση του παθόντος (άρθρ. 405 ΠΚ) 508 | |
§ 7. ΑΠΙΣΤΙΑ (άρθρ. 390 ΠΚ) | |
Ι. Εισαγωγή 510 | |
1. Η διάταξη του άρθρ. 390 ΠΚ 510 | |
2. Οι καινοτομίες του ισχύοντος ΠΚ στις διατάξεις για την απιστία 510 | |
3. Τα γενικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος 511 | |
ΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 512 | |
1. Υποκείμενο 512 | |
1.1. Η έννοια του διαχειριστή 512 | |
1.2. Θεμελίωση της διαχειριστικής εξουσίας 512 | |
1.3. Περιπτώσεις 513 | |
1.4. Ποιος δεν είναι διαχειριστής 513 | |
1.5. Διαχείριση βάσει άκυρης ανάθεσης 514 | |
1.6. Υπάλληλοι ως υποκείμενα απιστίας. Η «απιστία περί την υπηρεσία» (άρθρ. 256 προϊσχΠΚ) και τα συναφή ζητήματα διαχρονικού δικαίου 515 | |
2. H εγκληματική συμπεριφορά 515 | |
2.1. Η εγκληματική συμπεριφορά ως εξωτερική και δικαιοπρακτική κατάχρηση εξουσίας 515 | |
2.1.1. Η έννοια της κατάχρησης 515 | |
2.1.2. Διαχειριστικές πράξεις 517 | |
2.1.3. Πράξεις του διαχειριστή που δεν στοιχειοθετούν απιστία 518 | |
2.1.3.1. Εσωτερικές και υλικές πράξεις 518 | |
2.1.3.2. Δικαιοπραξίες εκτός αντιπροσωπευτικής εξουσίας 518 | |
2.1.3.3. Πράξεις κυβερνήσεως 519 | |
2.1.4. Διαχειριστική εξουσία για μία μόνο πράξη 519 | |
2.2. Η παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης 519 | |
2.2.1. Η κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας ως παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης 519 | |
2.2.2. Οι κανόνες επιμελούς διαχείρισης ειδικότερα 520 | |
2.2.3. Συνέπειες συμμόρφωσης 520 | |
2.2.4. Απόφαση υπό συνθήκες αβεβαιότητας - Θεωρία των αποφάσεων και απιστία 521 | |
2.3. Διαχειριστικές πράξεις αυτοβλάβης 522 | |
2.4. Επικίνδυνες δικαιοπραξίες και συγκατάθεση 522 | |
2.5. Απιστία με παράλειψη 523 | |
3. Περιουσιακή βλάβη 524 | |
3.1. Η ανάγκη οριστικής και βέβαιης περιουσιακής βλάβης στην απιστία 524 | |
3.2. Ο κίνδυνος της περιουσίας ως ενεστώσα περιουσιακή βλάβη στην απιστία 525 | |
3.3. Περιουσιακή βλάβη σε περίπτωση ισάξιας αντιπαροχής. Η προσωπική πλευρά της ζημίας στην απιστία 526 | |
4. Αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος - Συνάφεια κινδύνου 527 | |
ΙΙΙ. Υπαιτιότητα 527 | |
IV. Απόπειρα 529 | |
V. Ζητήματα συμμετοχής 529 | |
1. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις 529 | |
2. Η ηθική αυτουργία ειδικότερα 530 | |
VI. Συρροές 531 | |
VII. Tόπος τέλεσης 532 | |
VIII. Χρόνος τέλεσης -Παραγραφή 532 | |
IX. Ποινική κύρωση – Εξάλειψη του αξιοποίνου και ικανοποίηση του παθόντος (άρθρ. 405 ΠΚ) 533 | |
Χ. Ποινική δίωξη. Το ζήτημα της έγκλησης κατ’ άρθρ. 405 παρ. 1 εδάφ. β΄ ΠΚ 534 | |
ΧΙ. Ποινική δικαιοδοσία 535 | |
XΙI. Αναιρετικός έλεγχος 535 | |
§ 8. AΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (άρθρ. 394 ΠΚ) | |
Ι. Γενικά 537 | |
1. Νομική φύση του εγκλήματος και προστατευόμενο έννομο αγαθό 537 | |
2. Οι τροποποιήσεις του ισχύοντος ΠΚ 538 | |
ΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 539 | |
1. Υποκείμενο 539 | |
2. Υλικό αντικείμενο 539 | |
2.1. Πράγμα 539 | |
2.2. Νομικές ιδιότητες του υλικού αντικειμένου 540 | |
2.3. Τα ακίνητα ως υλικά αντικείμενα αποδοχής 540 | |
2.4. Αξία του πράγματος 541 | |
3. H πρότερη “αξιόποινη πράξη” 541 | |
3.1. Η πρότερη πράξη ως έγκλημα κατά περιουσιακών δικαιωμάτων 541 | |
3.2. Εξαίρεση επί κτήσης κυριότητας 544 | |
3.3. Ο νομικός χαρακτήρας της πρότερης πράξης 544 | |
3.3.1. Η αυτοτελής απαξία της αποδοχής έναντι της πρότερης πράξης 544 | |
3.3.2. Η πρότερη πράξη ως τελειωτικά άδικη πράξη 544 | |
3.3.3. Η πρότερη πράξη ως μη δόλια πράξη 546 | |
3.4. Η πρότερη πράξη ως “χρονικά και νομικά ολοκληρωμένη κτήση του πράγματος” 546 | |
3.5. Αποδοχή του υποκατάστατου (άρθρ. 394 παρ. 3 ΠΚ) 547 | |
3.6. Τέλεση της πρότερης πράξης στην αλλοδαπή 547 | |
4. Η αξιόποινη συμπεριφορά 548 | |
4.1. Οι “πράξεις αποδοχής” 548 | |
4.1.1. Απόκρυψη 548 | |
4.1.2. Αγορά 550 | |
4.1.3. “Λαμβάνει ως ενέχυρο” 550 | |
4.1.4. “Με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του” 550 | |
4.2. Οι “πράξεις διάθεσης” 552 | |
4.2.1. Μεταβίβαση 552 | |
4.2.2. Συνέργεια στη μεταβίβαση 552 | |
4.2.3. Ασφάλιση της κατοχής 553 | |
5. Το κράτος ως “παθών” 553 | |
ΙΙΙ. Υπαιτιότητα 553 | |
1. Η πρόθεση αποδοχής και η διάγνωσή της 553 | |
2. Ο αναιρετικός έλεγχος του δόλου 555 | |
IV. Απόπειρα 557 | |
V. Συμμετοχή 557 | |
VI. Ζητήματα συρροής 557 | |
1. Εντός της αυτής ειδικής υπόστασης 557 | |
1.1. Τέλεση με πλείονες τρόπους 557 | |
1.2. Αποδοχή κατά πλειόνων 557 | |
1.3. Αποδοχή από τον αυτουργό της πρότερης πράξης; 558 | |
1.4. Αποδοχή από τον συμμέτοχο υπό στενή έννοια 558 | |
2. Σε σχέση με άλλα εγκλήματα 559 | |
2.1. Αποδοχή και χρήση πλαστού εγγράφου 559 | |
2.2. Αποδοχή και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 4557/2018) 559 | |
2.3. Άλλες περιπτώσεις 560 | |
VII. Ποινική κύρωση. Διακεκριμένη αποδοχή 560 | |
VIII. Ποινική δίωξη 561 | |
IX. Αποδοχή σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου 561 | |
Χ. Αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος (άρθρ. 55 ν. 3028/2002) 561 | |
XΙ. Προνομιούχα αποδοχή (άρθρ. 394 παρ. 2 ΠΚ) 562 | |
XΙΙ. Εξάλειψη του αξιοποίνου και ικανοποίηση του παθόντος (άρθρ. 405 ΠΚ) 562 | |
XIΙΙ. Χρόνος τέλεσης - παραγραφή 562 | |
XIV. Αναιρετικός έλεγχος 563 | |
XV. Μεταβολή κατηγορίας 563 | |
XVI. Ειδικές διατάξεις 563 | |
1. Ζωοκλοπή και ζωοκτονία 563 | |
2. Παράνομη θήρα 564 | |
3. Παραβάσεις της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά 564 | |
§ 9. ΠΑΡΑΚΩΛΥΣΗ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (άρθρ. 395 ΠΚ) | |
I. Η διάταξη της πρώτης παραγράφου. Η παρεμπόδιση του ελεύθερου ανταγωνισμού στις προκηρύξεις δημοσίων έργων 565 | |
1. Έννομο αγαθό. Πρώτη επαφή με τη διάταξη 565 | |
2. Οι συμφωνίες 566 | |
3. Οι εναρμονισμένες πρακτικές 566 | |
4. Βία ή απειλές, δώρα ή υποσχέσεις 567 | |
5. Λοιπές προϋποθέσεις 567 | |
6. Άρση του αδίκου 568 | |
ΙΙ. Η διάταξη της δεύτερης παραγράφου. Η παρεμπόδιση σε πλειστηριασμούς 568 | |
ΙΙΙ. Απόπειρα, συμμετοχή, συρροή 570 | |
IV. Ποινή 570 | |
V. Δικονομικά 570 | |
§ 10. ΔΩΡΟΛΗΨΙΑ ΚΑΙ ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ (άρθρ. 396 ΠΚ) | |
I. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 571 | |
II. Η δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα 572 | |
1. Έννοια 572 | |
2. Ειδική υπόσταση 572 | |
3. Συμμετοχή και συρροή 574 | |
III. Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα 574 | |
IV. Ποινική δίωξη-Ποινή 575 | |
§ 11. ΚΑΤΑΔOΛΙΕΥΣΗ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ (άρθρ. 397 ΠΚ) | |
Ι. Αντικειμενική υπόσταση. Τα κοινά στοιχεία των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 397 ΠΚ 578 | |
1. Oφειλέτης - δανειστής - αξίωση 578 | |
2. Το εγκληματικό αποτέλεσμα: H ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή 580 | |
3. Η εγκληματική συμπεριφορά 581 | |
3.1. Η εγκληματική συμπεριφορά του εγκλήματος της πρώτης παραγράφου: η εκποίηση και η απόκρυψη 581 | |
3.1.1. Η εκποίηση 582 | |
3.1.2. Η απόκρυψη 582 | |
3.2. Η εγκληματική συμπεριφορά του εγκλήματος της δεύτερης παραγράφου 583 | |
3.2.1. “Βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία” 583 | |
3.2.2. Απαλλοτρίωση 584 | |
3.2.3. “Κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες” 586 | |
ΙΙ. Υπαιτιότητα 586 | |
ΙΙΙ. Απόπειρα 587 | |
IV. Συμμετοχή 587 | |
V. Συρροές 589 | |
VI. Έγκληση 589 | |
VII. Ποινική κύρωση - εξάλειψη του αξιόποινου - απαλλαγή από την ποινή 590 | |
VIII. Αναιρετικός έλεγχος 590 | |
IX. Μεταβολή κατηγορίας 591 | |
§ 11α. ΑΛΙΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑ ΖΩΝΗ | Σελ. ΚΑΙ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΔΑΤΑ (άρθρ. 398 ΠΚ) 592 |
§ 12. XΡΕΟΚOΠΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ (άρθρ. 197- 202 ν. 4738/2020) | |
Ι. Βασικά χαρακτηριστικά των πτωχευτικών εγκλημάτων. Τα άρθρ. 197 επ. ν. 4738/2020 593 | |
ΙΙ. Τα εγκλήματα του οφειλέτη εμπόρου 595 | |
1. Πράξεις χρεοκοπίας του οφειλέτη (άρθρ. 197 ν. 4738/2020) 595 | |
1.1. Γενική επισκόπηση 595 | |
1.2. Η κήρυξη της πτώχευσης ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου 596 | |
1.3. Χρόνος τέλεσης της χρεοκοπίας-Παραγραφή 596 | |
1.4. Ερμηνεία βασικών όρων 597 | |
1.5. Ερμηνευτικά προβλήματα 600 | |
2. Ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή (άρθρο 198 Ν. 4738/2020) 601 | |
ΙΙΙ. Τα πτωχευτικά εγκλήματα συγγενών και τρίτων 601 | |
IV. Αδικήματα συνδίκων (άρθρο 201 Ν. 4738/2020) 602 | |
V. Ποινική ευθύνη των διαχειριστών κ.λπ. των νομικών προσώπων: άρθρο 202 Ν. 4738/2020 602 | |
VI. Άρση του αδίκου; 603 | |
VII. Απόπειρα 603 | |
VIIΙ. Συμμετοχή 603 | |
ΙΧ. Συρροές 604 | |
1. Συρροή πλειόνων πτωχευτικών αδικημάτων 604 | |
2. Συρροή με άλλα εγκλήματα 605 | |
Χ. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας (άρθρο 203 Ν. 4738/2020) 606 | |
§ 13. ΤOΚOΓΛΥΦΙΑ (άρθρ. 404 ΠΚ) | |
Ι. Γενικά 607 | |
1. Η διάταξη του άρθρ. 404 παρ. 1 ΠΚ 607 | |
2. Η ατομική τοκογλυφία 607 | |
3. Προστατευόμενο έννομο αγαθό 608 | |
4. Νομική φύση του εγκλήματος 608 | |
5. Οι τροποποιήσεις του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα 609 | |
ΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 610 | |
1. Yποκείμενο 610 | |
2. Τα επί μέρους εγκλήματα τοκογλυφίας 611 | |
2.1. Η τοκογλυφία υπό ευρεία έννοια (“αισχροκέρδεια υπό στενή έννοια” ή “καταπλεονέκτηση”) 611 | |
2.1.1. Έννοια 611 | |
2.1.2. Η τοκογλυφική σύμβαση (πιστωτική δικαιοπραξία) 611 | |
2.1.3. Η εγκληματική συμπεριφορά 612 | |
2.1.3.1. Η “εκμετάλλευση” 612 | |
2.1.3.2. Oι καταστάσεις μειονεξίας του παθόντος 612 | |
2.1.3.2.1. Η “ανάγκη” 612 | |
2.1.3.2.2. Oι λοιπές καταστάσεις μειονεξίας 613 | |
2.1.4. Τα τοκογλυφικά περιουσιακά ωφελήματα 613 | |
2.1.4.1. Έννοια 613 | |
2.1.4.2. Η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής 613 | |
2.1.5. Αιτιώδης σύνδεσμος 614 | |
2.2. Η τοκογλυφία υπό στενή έννοια (κυρίως τοκογλυφία) 614 | |
ΙΙΙ. Άρση του αδίκου; 615 | |
ΙV. Υπαιτιότητα 615 | |
V. Απόπειρα 616 | |
VI. Συμμετοχή 616 | |
VII. Ζητήματα συρροής 616 | |
VIII. Ποινική κύρωση - Διακεκριμένη τοκογλυφία 617 | |
IX. Έγκληση 618 | |
Χ. Χρόνος τέλεσης - Παραγραφή 618 | |
ΧΙ. Ικανοποίηση του παθόντος (άρθρ. 405 ΠΚ) 618 | |
ΧΙΙ. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 619 | |
ΧΙΙΙ. Αναιρετικός έλεγχος 619 | |
§ 14. ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ | Σελ. ΕΝΤΕΛΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρ. 405 παρ. 2 ΠΚ) 621 |
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ | |
§ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
Ι. Γενική επισκόπηση 625 | |
ΙΙ. Οι μεταβολές του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα στα εγκλήματα περί τα υπομνήματα 627 | |
§ 2. TΟ ΕΓΓΡΑΦΟ | |
Ι. Ο νομοθετικός ορισμός της έννοιας του εγγράφου 629 | |
ΙΙ. Οι λειτουργίες του εγγράφου 631 | |
1. Η διαιωνιστική λειτουργία 631 | |
2. Η εγγυητική λειτουργία 632 | |
2.1. Έννοια και δικαιολογική βάση 632 | |
2.2. Προσδιορισμός του εκδότη 633 | |
2.3. Περιπτώσεις αδυναμίας προσδιορισμού του εκδότη 633 | |
2.3.1. Το σχέδιο 634 | |
2.3.2. Η ανωνυμία του εκδότη 635 | |
3. Η αποδεικτική λειτουργία 636 | |
3.1. Αποδεικτικός προορισμός και αποδεικτική προσφορότητα 636 | |
3.2. Έγγραφα προθέσεως και έγγραφα τυχαία 638 | |
3.3. Γεγονός που έχει έννομη σημασία 638 | |
3.4. Ενδείξεις και “επιβοηθητικά” γεγονότα 639 | |
ΙΙΙ. Τα είδη των εγγράφων 639 | |
1. Το γραπτό 639 | |
2. Το σημείο 640 | |
3. Οι ηλεκτρομαγνητικές και λοιπές εγγραφές 642 | |
IV. Ειδικές περιπτώσεις εγγράφων 645 | |
1. Αντίγραφα απλά, αντίγραφα με μελανοφόρο χάρτη (καρμπόν) και αντίγραφα ψηφιακής σάρωσης (scanning) 645 | |
2. H φωτοτυπία 646 | |
3. Το τηλεομοιότυπο (telefax) 647 | |
4. Το τηλετύπημα (telex) 648 | |
5. Η ηλεκτρονική επιστολή (e-mail) 648 | |
6. Η ψηφιακή υπογραφή («εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή) 648 | |
V. Ειδικές μορφές εμφάνισης εγγράφων 651 | |
1. Το συνολικό έγγραφο 651 | |
2. Το σύνθετο έγγραφο 651 | |
§ 3. ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ (άρθρ. 216 ΠΚ) | |
Ι. Γενικά 654 | |
1. Οι διατάξεις του ΠΚ για το έγκλημα της πλαστογραφίας 654 | |
2. Η πλαστογραφία ως έγκλημα σωρευτικά μικτό 654 | |
3. Το έννομο αγαθό 654 | |
4. Παθών 656 | |
ΙΙ. Οι μεταβολές του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα στο έγκλημα της πλαστογραφίας - Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 657 | |
ΙΙΙ. Αντικειμενική υπόσταση 659 | |
1. Η κατάρτιση πλαστού εγγράφου 659 | |
1.1. Η έννοια του εκδότη 659 | |
1.1.1. Η “σωματική θεωρία” 659 | |
1.1.2. Η “πνευματική θεωρία” 660 | |
1.1.3. Η κανονιστική - πνευματική θεωρία 660 | |
1.1.4. Η πλαστότητα ως υλική ιδιότητα 662 | |
1.2. Ειδικές περιπτώσεις κατάρτισης πλαστού 663 | |
1.2.1. Υπογραφή με όνομα αγνώστου ή ανύπαρκτου προσώπου 663 | |
1.2.2. Υπογραφή με προσθήκη αναληθών στοιχείων 663 | |
1.2.3. Το νομικό πρόσωπο ως εκδότης 664 | |
1.2.4. Πλαστό υπό τεχνική και υπό νομική έννοια. Το αδόκιμο της διάταξης του άρθρ. 208Α ΠΚ (καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος) 665 | |
1.2.5. Aπόσπαση της υπογραφής με εξαπάτηση 668 | |
1.2.6. Κατάρτιση πλαστού με “φωτομοντάζ” 668 | |
1.2.7. Κατάρτιση με χρήση scanner 669 | |
1.2.8. Ψηφιακή ανασύνθεση φωνής 669 | |
1.2.9. Κατάρτιση με παράλειψη; 669 | |
1.3. Ειδικά ζητήματα 670 | |
1.3.1. Παραπλάνηση ως προς το όνομα 670 | |
1.3.2. Υπογραφή μετά από εξάλειψη της υπογραφής του εκδότη 671 | |
1.3.3. Κατάρτιση πλαστού με χρήση πλατφόρμας διαδικτυακών συναλλαγών (e commerce) 672 | |
2. Η νόθευση 672 | |
2.1. Έννοια και προϋποθέσεις 672 | |
2.2. Νόθευση από τον εκδότη γνησίου εγγράφου 674 | |
2.3. Κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής 676 | |
3. Η εντολή 677 | |
3.1. H εντολή ως λόγος αποκλεισμού της αντικειμενικής υπόστασης 677 | |
3.2. Ιδιόχειρα έγγραφα 678 | |
4. Η χρήση του πλαστού 679 | |
4.1. Η έννοια της χρήσης 679 | |
4.2. Ειδικές περιπτώσεις χρήσης 681 | |
4.3. O χρόνος της χρήσης 682 | |
4.4. Χρήση πλαστού όταν ο αυτουργός είναι άγνωστος 682 | |
5. Η χρήση του πλαστού από τον πλαστογράφο 682 | |
IV. Λόγοι άρσης του αδίκου 684 | |
V. Υποκειμενική υπόσταση 685 | |
1. Δόλος – πραγματική πλάνη 685 | |
2. Ο σκοπός παραπλάνησης 686 | |
2.1. Έννοια και λειτουργία του σκοπού παραπλάνησης 686 | |
2.2. Η προσφορότητα της παραπλάνησης 689 | |
VI. Τετελεσμένο - Απόπειρα 691 | |
1. Η τελείωση της πλαστογραφίας 691 | |
2. Απόπειρα 691 | |
VII. Συμμετοχή 692 | |
1. Συναυτουργία 692 | |
2. Έμμεση αυτουργία 693 | |
3. Ηθική αυτουργία 695 | |
4. Συνέργεια 696 | |
5. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις (άρθρ. 49 παρ. 2 ΠΚ) 697 | |
VIII. O τόπος τέλεσης της πλαστογραφίας 698 | |
1. Γενικά 698 | |
IX. Ποινική κύρωση 699 | |
Χ. Η κακουργηματική πλαστογραφία 699 | |
1. Γενικά. Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ 699 | |
2. Η επιβαρυντική περίσταση της παρ. 3 περ. β΄ του άρθρ. 216 ΠΚ 699 | |
2.1. Περιουσιακός χαρακτήρας του οφέλους 700 | |
2.2. Έννοια περιουσιακού οφέλους 701 | |
2.3. Υπολογισμός του οφέλους ή της ζημίας 701 | |
2.4. “Βλάπτοντας τρίτον” 702 | |
3. Ειδικά επί της κατ’ εξακολούθηση τελούμενης πλαστογραφίας 703 | |
4. Πλαστογραφία σε βάρος του Δημοσίου 704 | |
5. Πλαστογραφία που σχετίζεται με τρομοκρατική δραστηριότητα 705 | |
XI. Συρροές 705 | |
1. Αληθινή συρροή 705 | |
2. Φαινομένη συρροή 708 | |
3. Ειδικά ζητήματα 709 | |
3.1. Περιπτώσεις ενότητας πράξεων 709 | |
3.2. Σχέση ηθικής αυτουργίας/ συνέργειας και χρήσης 709 | |
3.3. Σχέση “κατάρτισης” και “νόθευσης” 709 | |
3.4. Πλαστογραφία και απάτη 710 | |
3.5. Χρήση πλαστού και λαθρεμπορία (ν. 2960/2001 για τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα) 711 | |
3.6. Πλαστογραφία και φοροδιαφυγή 712 | |
3.7. Πλαστογραφία σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαχρονικό δίκαιο 713 | |
3.8. Πλαστογραφία και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση 714 | |
XIΙ. Ειδικές διατάξεις περί πλαστογραφίας 714 | |
1. Πλαστογραφία στρατιωτικού υπολόγου (άρθρ. 148 ΣΠΚ) 714 | |
2. Πλαστογραφία κινητών αξιών 715 | |
3. Έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και νόθευση αυτών 716 | |
4. Ειδικά εκλογικά αδικήματα 716 | |
5. Πλαστογραφία ηλεκτρονικής κάρτας υγείας 717 | |
ΧΙIΙ. Αναιρετικός έλεγχος 717 | |
ΧΙV. Μεταβολή κατηγορίας 720 | |
XV. Εξάλειψη του αξιοποίνου(;), συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση 721 | |
§ 4. ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ (άρθρ. 217 ΠΚ) | |
I. Η πλαστογραφία πιστοποιητικών κατ’ άρθρ. 217 παρ. 1 ΠΚ 722 | |
1. Εισαγωγή 722 | |
2. Η έννοια του πιστοποιητικού 723 | |
3. Το δελτίο ταυτότητας 724 | |
4. Υποκειμενική υπόσταση 724 | |
5. Ο “σκοπός διευκόλυνσης” 724 | |
6. Απόπειρα - Συμμετοχή 726 | |
II. Η χρήση γνήσιου πιστοποιητικού από μη δικαιούμενο (άρθρ. 217 παρ. 2 ΠΚ) 726 | |
III. Συρροές 727 | |
ΙV. Αναιρετικός έλεγχος 727 | |
V. Η πλαστογραφία πτυχίων και λοιπών πιστοποιητικών γνώσεων (άρθρ. 217 παρ. 3 ΠΚ) 728 | |
VI. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου 729 | |
§ 5. ΥΦΑΡΠΑΓΗ ΨΕΥΔΟΥΣ ΒΕΒΑΙΩΣHΣ (άρθρ. 220 ΠΚ) | |
Ι. Αντικειμενική υπόσταση 731 | |
1. Το δημόσιο έγγραφο 731 | |
1.1. Ορισμός 731 | |
1.2. Ο “δημόσιος υπάλληλος” ως εκδότης 731 | |
1.3. Εσωτερικά έγγραφα 732 | |
1.4. Έγκυρο δημόσιο έγγραφο; 734 | |
1.5. Αλλοδαπά δημόσια έγγραφα 735 | |
2. Το βεβαιούμενο περιστατικό 736 | |
2.1. Η έννοια του περιστατικού και των συνεπειών του 736 | |
2.2. “Αναληθώς” 736 | |
3. Η εγκληματική συμπεριφορά 737 | |
4. Απάτη στις εξετάσεις 738 | |
ΙΙ. Υποκειμενική υπόσταση 739 | |
ΙΙΙ. Απόπειρα 739 | |
IV. Συμμετοχή 740 | |
V. Συρροή 741 | |
1. Αληθινή συρροή 741 | |
2. Φαινομενική συρροή 741 | |
VI. Ποινική κύρωση 742 | |
§ 6. ΨΕΥΔΕΙΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ (άρθρ. 221 ΠΚ) | |
I. Eισαγωγή 743 | |
ΙΙ. Η έκδοση ψευδών πιστοποιήσεων (άρθρ. 221 παρ. 1 ΠΚ) 743 | |
1. Αντικειμενική υπόσταση 743 | |
1.1. Υποκείμενο 743 | |
1.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά 744 | |
1.2.1. Γενικά 744 | |
1.2.2. Ο αποδέκτης της πιστοποίησης 744 | |
1.3. Η έννοια της πιστοποίησης 745 | |
1.4. Η ψευδής πιστοποίηση ειδικότερα 745 | |
1.5. Γεγονός ή αξιολογική κρίση; 746 | |
1.6. Αποδεικτικός προορισμός και δυνατότητα βλάβης 747 | |
2. Υποκειμενική υπόσταση 747 | |
3. Απόπειρα 749 | |
4. Συμμετοχή 749 | |
III. Η χρησιμοποίηση της ψευδούς πιστοποίησης (άρθρ. 221 παρ. 2 ΠΚ) 749 | |
1. Αντικειμενική υπόσταση 749 | |
2. Υποκειμενική υπόσταση 750 | |
IV. Συρροές 750 | |
V. Ποινική κύρωση 750 | |
VI. Μεταβολή κατηγορίας 751 | |
§ 7. ΥΠΕΞΑΓΩΓΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ (άρθρ. 222 ΠΚ) | |
I. Γενικά 752 | |
II. Αντικειμενική υπόσταση 752 | |
1. Υλικό αντικείμενο 752 | |
2. Υποκείμενο 753 | |
3. Η εγκληματική συμπεριφορά 754 | |
4. Περιπτωσιολογία 756 | |
III. Λόγοι άρσης του αδίκου 757 | |
IV. Yποκειμενική υπόσταση 758 | |
1. Υπαιτιότητα 758 | |
2. Σκοπός βλάβης τρίτου 758 | |
V. Ποινική κύρωση 759 | |
VΙ. Χρόνος τέλεσης-παραγραφή 759 | |
VIΙ. Συρροές 759 | |
VΙΙI. Αναιρετικός έλεγχος 761 | |
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 763 | |
Σελ. 1
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Σελ. 3
§ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Η έννοια της ιδιοκτησίας στον Ποινικό Κώδικα
Το εικοστό τρίτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα (άρθρ. 372-405 ΠΚ) συνένωσε, υπό τον γενικό τίτλο: «εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών» δύο ενότητες: Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (άρθρ. 372-381 ΠΚ) και τα εγκλήματα κατά της περιουσίας (άρθρ. 385-405 ΠΚ). Αναφορικά με την πρώτη ενότητα, επομένως, κεντρική έννοια είναι εκείνη της ιδιοκτησίας, η οποία, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος “τελεί υπό την προστασία του κράτους”. Η εν λόγω έννοια είναι, κατά την ορθότερη και διεθνώς υπερισχύουσα άποψη, ευρεία και περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά δικαιώματα, εμπράγματα και ενοχικά, καθώς και τα δικαιώματα της πνευματικής, βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι συντάκτες του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα, όπως άλλωστε και τα παλαιότερα νομοθετήματα που τους ενέπνευσαν, είχαν υπ’ όψη μια αγροτική, προβιομηχανική κοινωνία, όπου κυρίαρχο οικονομικό στοιχείο ήταν τα εμπράγματα δικαιώματα και όπου η έννοια της ιδιοκτησίας ταυτιζόταν με την κυριότητα. Από τη θεώρηση αυτή δεν ξέφυγαν οι συντάκτες του ισχύοντος, εσπευσμένα ψηφισθέντος ΠΚ, χάνοντας έτσι μια ευκαιρία να εκσυγχρονίσουν τις σχετικές διατάξεις με βάση τις εξελίξεις της τεχνολογίας και τον σύνθετο, εν πολλοίς άυλο χαρακτήρα των περιουσιακών εννόμων αγαθών. Έτσι, κατά την ερμηνεία του όρου “ιδιοκτησία” στις διατάξεις των άρθρ. 372 επ. ΠΚ επιβάλλεται τελεολογική συστολή και ο όρος αυτός πρέπει να εκληφθεί στενότερα, δηλ. μόνον ως κυριότητα επί πραγμάτων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από το αστικό δίκαιο.
Σύμφωνα με το άρθρ. 1000 ΑΚ κυριότητα είναι η δυνατότητα του κυρίου να διαθέτει το πράγμα κατ’ αρέσκεια και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ’ αυτό, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή στα δικαιώματα άλλων. Από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι η κυριότητα έχει δύο πλευρές: μία θετική, δηλ. την εξουσία διάθεσης του πράγματος αλλά και του δικαιώματος, και μία αρνητική, δηλ. την εξουσία του κυρίου ν’ αποκρούσει κάθε τρίτον που επεμβαίνει στο πράγμα.
Όπως, όμως, θα δούμε στη συνέχεια, με τις διατάξεις που προβλέπουν εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά κανόνα μία μόνο πλευρά της κυριότητας, η εξουσία διάθεσης του πράγματος. Γι’ αυτό και συχνά τονίζεται, ότι η ιδιοκτησία κατά τον ΠΚ περιλαμβάνει πρωτίστως το πραγματικό-υλικό περιεχόμενο του δικαιώματος της κυριότητας,
Σελ. 4
δηλ. την εξουσία του κυρίου να επιχειρεί οποιαδήποτε υλική ενέργεια πάνω στο πράγμα. Πράγματι, τούτο συμβαίνει με τα περισσότερα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, που πλήττουν μεν τη δυνατότητα του κυρίου να ασκεί τις εκ της κυριότητας εξουσίες του, χωρίς όμως ο ιδιοκτήτης να χάνει και την κυριότητα. Η κλοπή ή η ληστεία, π.χ., δεν επιφέρουν απώλεια της κυριότητας. Ο κύριος του κλεμμένου πράγματος, όμως, δεν μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες που απορρέουν από αυτήν, έτσι ώστε η νομική αναγνώριση του δικαιώματός του να στερείται ουσιαστικού αντικρίσματος. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, τούτο δεν είναι απόλυτο. Η υπεξαίρεση, π.χ., μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της κυριότητας με ειδοποιΐα ή αν το πράγμα πωληθεί από το δράστη σε καλόπιστο τρίτο (άρθρ. 1036 ΑΚ) κλπ. Ομοίως απώλεια της κυριότητας μπορεί να προκαλέσει η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, αν ο δράστης καταστρέψει το ξένο πράγμα ολοκληρωτικά, π.χ. χύνει ξένη βενζίνη σε υπόνομο, καίει το ξένο πράγμα κλπ. Γι’ αυτό και ορθό είναι ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων που προβλέπουν εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας είναι η κυριότητα εν γένει και όχι μία πλευρά αυτής.
Από τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, ωστόσο, μόνον δύο στρέφονται αποκλειστικά κατά της κυριότητας: η υπεξαίρεση και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Τα λοιπά πλήττουν συγχρόνως και άλλα έννομα αγαθά. Η κλοπή, π.χ., προσβάλλει επί πλέον και την κατοχή, η κλοπή αρχαίων την πολιτιστική κληρονομιά, ενώ η ληστεία πλήττει και την προσωπική ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, που πλήττουν ευθέως την κυριότητα προβλέπονται και εκτός του εικοστού τρίτου κεφαλαίου του ΠΚ, όπως π.χ. η έκθεση πλοίου σε κίνδυνο κατάσχεσης ή δήμευσης με διενέργεια λαθρεμπορίου (άρθρ. 297 ΠΚ), όπου η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση κινδύνου απώλειας της κυριότητας.
ΙΙ. Ιδιοκτησία και περιουσία
Από την ιδιοκτησία ο ποινικός μας κώδικας διακρίνει το έννομο αγαθό της περιουσίας, την οποία προστατεύει αυτοτελώς με τις διατάξεις της δεύτερης ενότητας του εικοστού τρίτου κεφαλαίου (άρθρ. 385-405 ΠΚ, “εγκλήματα κατά της περιουσίας”). Όπως θα δούμε διεξοδικότερα στον οικείο τόπο (Μέρος Δεύτερο § 1), ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αξιών ενός προσώπου, που δεν αποδοκιμάζονται από το δίκαιο. Περιουσία και ιδιοκτησία δεν ταυτίζονται εννοιολογικά, αφού προσβολή της ιδιοκτησίας μπορεί να στοιχειοθετηθεί και χωρίς βλάβη της περιουσίας π.χ. κλοπή πράγματος στερούμενου οικονομικής αξίας. Γι’ αυτό και η περιουσιακή ζημία δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Στην πράξη όμως κατά κανόνα συμπίπτουν,
Σελ. 5
υπό την έννοια ότι η προσβολή της ιδιοκτησίας επιφέρει συνήθως και μείωση της περιουσίας. Γι’ αυτό και αμφότερες οι κατηγορίες των εγκλημάτων αυτών ορθώς συνενώθηκαν από το νομοθέτη υπό τον κοινό ως άνω χαρακτηρισμό “εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών”.
ΙΙΙ. Γενική επισκόπηση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας
Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Τα εγκλήματα ιδιοποίησης, όπου η ιδιοκτησία προσβάλλεται χωρίς βλάβη της φυσικής υπόστασης ή της χρησιμότητας του πράγματος, και τα εγκλήματα φθοράς. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται η κλοπή (άρθρ. 372, 374, 377 ΠΚ), η ληστεία (άρθρ. 380 ΠΚ), η υπεξαίρεση (άρθρ. 375, 377 ΠΚ), ενώ στη δεύτερη η φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρ. 378 ΠΚ). Εντός της πρώτης κατηγορίας βαρύτερη απαξία έχουν εκείνα τα εγκλήματα όπου η ιδιοποίηση επιδιώκεται με αφαίρεση (κλοπή, ληστεία) ενώ ηπιότερη ποινική μεταχείριση επιφυλάσσεται ως προς εκείνα, όπου η ιδιοποίηση πραγματώνεται ή υπάρχει κίνδυνος να πραγματωθεί χωρίς αφαίρεση. Η αυθαίρετη χρήση μηχανοκίνητου μεταφορικού μέσου (παλαιά «κλοπή χρήσης», άρθρ. 374Α ΠΚ), τέλος, δεν υπάγεται σε κάποια από τις ανωτέρω κατηγορίες, διότι προσβάλλει μόνον μία έκφανση της κυριότητας, την εξουσία χρήσης του.
IV. Οι επεμβάσεις του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας
Με τον ισχύοντα Ποινικό Kώδικα επήλθαν εκτεταμένες μεταβολές στις διατάξεις για τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαίων. Καθ‘ όσον αφορά, τώρα, ειδικώς στα εγκλήματα κατά τις ιδιοκτησίας, μερικές εξ αυτών ήταν ορθές και αναγκαίες, άλλες όμως ατυχείς και χρήζουσες αναθεωρήσεως.
Στις θετικές περιλαμβάνονται: α) Ο εξορθολογισμός των ποινών των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας, ιδίως των στρεφομένων κατά του Δημοσίου. Έτσι καταργήθηκε ο ν. 1608/1950 ο οποίος, πέραν των δυσαναλόγως σκληρών ποινών, καθιέρωνε και εκτεταμένη μέχρις αοριστίας ποινική ευθύνη, αφού προέβλεπε π.χ. ποινή απλώς και μόνον για απειληθείσα ζημία του Δημοσίου, παρέχοντας έτσι περιθώριο για ανορθολογικές διώξεις. Επίσης καταργήθηκε η υπεξαίρεση στην υπηρεσία που είχε δημιουργήσει σημαντικές αμφιγνωμίες αλλά και ανασφάλεια δικαίου, οριοθετήθηκε με σαφήνεια ό δημόσιος τομέας και περιεστάλη η διευρυνθείσα έννοια του υπαλλήλου ως υποκειμένου των σχετικών εγκλημάτων. β) Βελτιώθηκαν νομοτεχνικά ορισμένα εγκλήματα, π.χ. καταργήθηκε η πολύπλοκη περιγραφή επιβαρυντικών περιπτώσεων στη ληστεία, όπως η αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη και η χρήση όπλου άνω των 40 χιλ. γ) Καταργήθηκαν απηρχαιωμένες διατάξεις, όπως η τυμβωρυχία (άρθρ. 373 ΠΚ 1950) και η παρασιώπηση ανεύρεσης απωλεσθέντος πράγματος (άρθρ. 376 ΠΚ 1950). Επίσης καταργήθηκαν,
Σελ. 6
ως αυτοτελή εγκλήματα οι υφαιρέσεις (κλοπή ή υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών) εν όψει του ότι η μεν υπεξαίρεση διώκεται κατ’ έγκληση, η δε κλοπή αυτεπαγγέλτως μεν, πλην όμως ο παθών μπορεί να ζητήσει την παύση της δίωξης.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, προβληματισμό προκαλούν ορισμένες επιλογές που θα πρέπει να επισύρουν την προσοχή του νομοθέτη, όπως:
α) η αθρόα εισαγωγή κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων ακόμη και των κακουργημάτων (βλ. παρακάτω § 4. VII.),
β) ο εκτεταμένος συγχωρητισμός που εκδηλώνεται με εκτενείς δυνατότητες απαλλαγής από την ποινή, με αποτέλεσμα να χωλαίνει δραστικά η προστασία των εννόμων αγαθών και να αδρανοποιείται ο ρόλος του ποινικού δικαίου (βλ. παρακάτω § 6.I.1.),
γ) η εκ των ανωτέρω (υπό α και β) λόγων προϊούσα ιδιωτικοποίηση του περιουσιακού ποινικού δικαίου,
δ) η ένεκα των ανωτέρω απαλλαγών από την ποινή αποδυνάμωση των θεσμών της συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης (άρθρ. 301-303 ΚΠΔ) και η εκτενής αδρανοποίηση των σχετικών διατάξεων (βλ. παρακάτω § 6. IV. 1.-3.),
ε) η κατάργηση της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης, καίτοι η μεν πρώτη αναγνωρίζεται σε άλλες διατάξεις του ίδιου κώδικα η δε δεύτερη σε πλειάδα διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, ακόμη και μεταγενεστέρων του ΠΚ, με αποτέλεσμα να ανακύπτουν αντιφάσεις και η κατάργηση να φωράται μη πειστική (βλ. παρακάτω § 2.IX.2.),
στ) η κατάργηση της χρήσιμης και αναγκαίας διάταξης για τη φθορά ηλεκτρονικών δεδομένων (άρθρ. 381Α του προϊσχύσαντος ΠΚ) που δεν καλύπτεται, όπως υποστηρίχθηκε, από εκείνη του άρθρ. 292Β ΠΚ που αναφέρεται στην παρακώλυση πληροφοριακών συστημάτων (βλ. παρακάτω § 5. Ι.2.5.).
Για όλα τα ανωτέρω θα μιλήσουμε στον οικείο τόπο.
Σελ. 7
§ 2. ΚΛΟΠΗ (άρθρ. 372, 374, 377 ΠΚ)
Βιβλιογραφία: Αλέκου, Γ., Παρατηρήσεις επί της ΑΠ 1332/2018, ΠΧ ΟΑ΄ (2021), 191 • Ανδρουλάκη, Ν., Το “παράνομον” της ιδιοποιήσεως κατά τα άρθρα 372, 375, 380 και του περιουσιακού οφέλους κατά τα άρθρ. 385, 386 ΠΚ, ΠΧ ΙΗ/513 • Γιαννίδη, Ι., Κλοπή αυτοκινήτου με ενσωματωμένο ραδιοκασετόφωνο: Μία ή δύο αξιόποινες πράξεις; ΠΧ ΛΕ/283 • Ζαχαριάδη, Α., Ο νόμος 1608/1950, Αθήνα-Κομοτηνή 1995 • Καϊάφα, Μ., Η αρχή εκτελέσεως στο έγκλημα της κλοπής και η οριοθέτησή της από τη νομολογία, Αρμ 84, 241 επ. • Μπιτζιλέκη, Ν., Η έννοια της κατοχής στο Ποινικό Δίκαιο και οι προσπάθειες «αστικοποιήσεως» του Ποινικού Δικαίου ΠΧ ΜΕ/257 • Μπουρμά, Γ., Η κατοχή πράγματος ως αξιόποινη πράξη, Αθήνα 2015 • Μυλωνόπουλου, Χ., Κλοπή και απάτη διωκόμενες κατ’ έγκληση κατά τα άρθρα 378 εδ. γ’ περ. β’ και 393 ΠΚ, ΠΧ ΜΑ’/1311 • του ίδιου, Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου “Τροποποίηση διατάξεων του ποινικού κώδικα, του κώδικα ποινικής δικονομίας, του κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων και άλλες διατάξεις”, ΠΧ ΜΣΤ/754 επ. • Σάμιου Θ., Αποτελεί η κάρτα αυτόματης συναλλαγής “πράγμα ευτελούς αξίας”, ΠΧ Ν/667 επ. • του ίδιου, Η χρησιμοποίηση «μη ορθών» ή «ελλιπών» στοιχείων ως τρόπος τελέσως της απάτης με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ), σε: Τιμητικό Τόμο Άννας Ψαρούδα Μπενάκη 2008, 517 επ. • του ίδιου, Κάρτες αυτόματης συναλλαγής και ποινικό δίκαιο. Η de lege lata αξιολόγηση της αθέμιτης κτήσης και χρήσης καρτών αυτόματης συναλλαγής από ΑΤΜ, Αθήνα 2010 • του ίδιου, Η κλοπή με διάρρηξη υπό τον νέο ποινικό κώδικα, σελ. 297 επ., 309, 336, σε: Liber discipulorum, Το ποινικό δίκαιο σε κρίση και υπό κρίση, Αθήνα 2020 • Σέργη, Κλοπή και υπεξαίρεση φορτίου, ΕΝαυτιλΔ 1984, 145 επ. • Σταμάτη, Κ., Η έννοια της “δημόσιας περιουσίας” στο άρθρο 256 ΠΚ και η επέκταση των υπηρεσιακών εγκλημάτων με το άρθρο 263A ΠΚ, ΠΧ ΜΑ/1233 • Τζαννετή Α., Η ιδιοποίηση υπέρ τρίτου στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, ΠΧ ΝΓ/877 επ.
Androulakis, N., Objekt und Grenzen der Zueignung im Strafrecht, JuS 68, 409 • Charalambakis, A., Die Nichtbezahlung beim Selbstbedienungstanken, ΜDR 1985, 975 • Friedrich, W., “Giralgeld” - wirklich kein “Gut”?, ÖJZ 85, 713 επ. • Gehrmann, D., Systematik und Grenzen der Zueignungsdelikte, Frankfurt a. M. 2002 • Giehrig, K., Der Absichtsbegriff in den Straftatbeständen des besonderen Teils des StGB, Berlin 1986 • Ηörnle, T., Die wichtigsten Änderungen des Besonderen Teils des StGB durch das 6. Gesetz zur Reform des Strafrechts, Jura 98, 169 • Kargl, W., Gewahrsamsbegriff und elektronische Warensicherung – BayObLG NJW 1995, 3000, JuS 96, 971 • Kienapfel, D., Zur strafrechtlichen Problematik des Giralgeldes, ÖJZ 86/338 • Kösch, A., Der Status des Merkmals “rechtswidrig” in Zueignungsabsicht und Bereicherungsabsicht, Münster, 1999 • Lampe, Objektiver und subjektiver Tatbestand beim Diebstahl, GA 66 • Lenckner-Winkelbauer, Strafrechtliche Probleme im modernen Zahlungsverkehr, wistra 84, σ. 84 επ. • Maiwald, M., Der Zueignungsbegriff im System der Eigentumsdelikte, 1970 • Noak, T., Drittzueignung und 6. Strafrechtsreformgesetz: zur Neuregelung der §§ 242, 246 und 249 StGB, Baden-Baden 1999 • Otto, Η., Die neue Rechtsprechung zu den Vermögensdelikten, JZ 1985, 21, 69 επ. • Rönnau, Th., Die Dritt-Zueignung als Merkmal der Zueignungsdelikte, GA. 2000, 410 επ. • Roxin, C., Geld als Objekt von Eigentums- und Vermögensdelikten, H., Mayer-Festschr. 467 • Rudolphi, H.-J., Der Begriff der Zueignung, GA 65, 41, 51 • Schaffstein, F., Der Begriff der Zueignung bei Diebstahl und Unterschlagung, GS 103, 292, 310 • Schmid-Hopmeier, S., Das Problem der Drittzueignung bei Diebstahl und Unterschlagung: eine Untersuchung der Notwendigkeit und Geeignetheit der diesbezüglichen Neuregelung durch das 6.
Σελ. 8
Strafrechtsreformgesetz, Frankfurt a.M., 2000 • Tenckhoff, J., Der Zueignungsbegriff bei Diebstahl und Unterschlagung, JuS 80, 723 • Walter, F., Probleme der Tatbeteiligung am räuberischen Diebstahl (§ 252 StGB), Tübingen, 2001 • Wessels, J., Zueignung, Gebrauchsanmaßung und Sachentziehung, NJW 65, 1155.
Κλοπή είναι η αφαίρεση, από την κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης (βασικό έγκλημα: άρθρ. 372 παρ. 1 πρώτη περίπτ. ΠK). Προκειμένου, επομένως, να διαπιστώσουμε αν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της κλοπής, εξετάζουμε κατά λογική σειρά τα αντικειμενικά στοιχεία: “πράγμα”, “κινητό”, “ξένο” και “αφαίρεση”. Aν κάποιο από αυτά ελλείπει, περιττεύει η διερεύνηση των υπολοίπων. Στη συνέχεια εξετάζουμε αν πληρούται και ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης, που είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση του πλήρους αδίκου της κλοπής. Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, τέλος, απαιτείται αλλά και αρκεί να επικαλύπτονται από δόλο (πρόθεση) οποιουδήποτε βαθμού, δηλ. ως προς αυτά αρκεί ενδεχόμενος δόλος.
Ι. Αντικειμενική υπόσταση
1. Πράγμα
1.1. Ορισμός
Tην έννοια του πράγματος στο ποινικό δίκαιο συνάγουμε κατά βάση από το αστικό, σύμφωνα με την αρχή της ενότητας της έννομης τάξης. Έτσι, πράγμα κατά την έννοια του άρθρ. 372 ΠK είναι ενσώματο αντικείμενο, αυθύπαρκτο και απρόσωπο, δεκτικό εξουσιάσεως από τον άνθρωπο. H έννοια, ωστόσο, του πράγματος στο ποινικό δίκαιο, καίτοι έχει πολλά κοινά στοιχεία μ’ εκείνη του αστικού, δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτήν.
1.2. Πράγματα εκτός συναλλαγής
Από τα εκτός συναλλαγής πράγματα (άρθρ. 966 AK), τα κοινά σε όλους, δηλ. ο ατμοσφαιρικός αέρας και η θάλασσα, έτσι κι αλλιώς δεν είναι πράγματα, διότι δεν είναι δεκτικά εξουσιάσεως. Επ’ αυτών το κράτος ασκεί κυριαρχία αλλά δεν έχει ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, δεν μπορούν να είναι υλικά αντικείμενα κλοπής. Αντιθέτως τα λοιπά εκτός συναλλαγής πράγματα, δηλ. τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, όχι μόνον είναι πράγματα αλλά είναι και δεκτικά εμπραγμάτων δικαιωμάτων.
Αυτό άλλωστε προβλέπεται και στο άρθρ. 968 ΑΚ (“τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει άλλως, ανήκουν στο δημόσιο”). Η διαφορά είναι ότι ως προς αυτά υπάρχει απλώς “νομική ανικανότητα συμμετοχής στην ιδιωτική συναλλαγή και η κυριότητα στα κοινόχρηστα είναι περισσότερο χαλαρή απ’ ό,τι στη
Σελ. 9
συνήθη κυριότητα του αστικού δικαίου (υπό την έννοια ότι υπάρχει δυνατότητα π.χ. κτήσης καρπών ή συστατικών με αποχωρισμό, ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκταση της κοινής χρήσης). Η κοινότητα, π.χ., μπορεί να παίρνει τα ξύλα και τους καρπούς των δένδρων που βρίσκονται στον κοινοτικό δρόμο και να αποκτά κυριότητα στο θησαυρό που θα βρεθεί κάτω από το δρόμο. Γι’ αυτό μάλιστα πολλοί μιλούν για “διοικητική” ή “δημόσια” κυριότητα.
Κατά συνέπεια τα κοινόχρηστα κινητά είναι πράγματα για το ποινικό δίκαιο και μπορούν να είναι υλικά αντικείμενα κλοπής. Έτσι, η αφαίρεση π.χ. του λιθόστρωτου από καλντερίμι, αγάλματος από πλατεία, δένδρου από πάρκο, συνιστά κλοπή και προσβολή της κυριότητας του εκάστοτε κυρίου, που είναι κατά σειρά, σύμφωνα με το άρθρ. 968 AK, ο δήμος, η κοινότητα, το Δημόσιο, δημόσιος οργανισμός ή και ιδιώτης.
Ειδικά η αμμοληψία και κάθε παρεμφερής συμπεριφορά (εξόρυξη λίθων, χαλίκων αμμοκροκάλης ή αμμοχώματος από αρχαιολογικούς χώρους, από τα πρανή των σιδηροδρομικών γραμμών, από την κοίτη και τις όχθες ποταμών, χειμάρρων και το βυθό της θάλασσας, από περιοχές όπου εκτελούνται τεχνικά έργα ή είναι τουριστικής σημασίας κλπ.) επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους του νόμου και μετά από κοινή απόφαση των αρμοδίων υπουργών (άρθρ. 1, 2 και 4 α.ν. 1219/1938 “Περί καταργήσεως του δικαιώματος αμμοληψίας”), η δε παράνομη αμμοληψία τιμωρείται ποινικά σύμφωνα με το άρθρ. 3 α.ν. 1219/1938. Ομοίως ειδικές ποινικές διατάξεις ισχύουν για την παράνομη εξόρυξη μεταλλευτικών (όχι λατομικών) ορυκτών. Τέλος το Κράτος έχει χωριστή κυριότητα και επί ορισμένων ιαματικών πηγών ανεξάρτητα από την κυριότητα του εδάφους όπου βρίσκεται η πηγή.
Το ίδιο ισχύει και για όσα εκτός συναλλαγής πράγματα εξυπηρετούν δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό. Η αφαίρεση τοιχογραφίας από ναό, βιβλίου από την Εθνική Βιβλιοθήκη, ενός όπλου από στρατόπεδο, του κινητήρα ενός πολεμικού αεροσκάφους κλπ. είναι κλοπές.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι και η διάκριση της κρατικής περιουσίας σε δημόσια και ιδιωτική δεν επηρεάζει την έννοια του πράγματος από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου, αφού δεκτικά κλοπής μπορούν να είναι πράγματα που ανήκουν είτε στη μία είτε στην άλλη.
1.3. Ο άνθρωπος
Eφόσον το πράγμα είναι αντικείμενο, δεν είναι πράγμα ο άνθρωπος, διότι δεν είναι αντικείμενο, αλλά υποκείμενο και ύπατος σκοπός του δικαίου.
Κατά συνέπεια ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν είναι πράγμα δεν έγκειται στο ότι αυτός δεν είναι δεκτικός εξουσίασης (όπως είχε υποστηριχτεί στο παρελθόν), διότι τούτο προϋποθέτει σιωπηρά τη θεώρησή του ως αντικειμένου.
Σελ. 10
1.3.1. Mέλη του ανθρώπινου σώματος
Eρωτάται, αν είναι πράγματα δηλ. αντικείμενα δεκτικά κλοπής, τα μέλη, ο ιστός ή τα όργανα του ζωντανού ανθρώπου, είτε φυσικά (μαλλιά, δέρμα, αίμα, σπέρμα, αλλά και νεφρά ή άλλα όργανα που αφαιρέθηκαν προς το σκοπό μεταμόσχευσης) είτε τεχνητά (οδοντοστοιχία, βηματοδότης, ξύλινο πόδι, περούκα κλπ.). Π.χ.: O Α υποβάλλει σε εγχείρηση το βρέφος Β για να του αφαιρέσει τον ένα νεφρό και να τον πωλήσει. Ο Γ, επίσης με εγχείρηση, αφαιρεί τον βηματοδότη του Δ. Ο Ε κόβει την μακρά κόμη της Ζ την ώρα που αυτή κοιμάται, για να την πωλήσει. O Η αφαιρεί χρυσό δόντι τού Θ. Ο Ι αφαιρεί την τεχνητή οδοντοστοιχία της Κ. Ο Λ αφαιρεί τον ουροσυλλέκτη με ούρα του Μ από το εργαστήριο του μικροβιολόγου Ν.
Σχετικά θα πρέπει να διακρίνουμε:
Τα τεχνητά μέλη του ανθρώπινου σώματος που δεν είναι οργανικά συνδεδεμένα με αυτό (τεχνητά άκρα, περούκες, τεχνητές οδοντοστοιχίες, φακοί επαφής) θεωρούνται πράγματα. Αντιθέτως δεν είναι πράγματα τα τεχνητά μέλη που βρίσκονται σε διαρκή οργανικό σύνδεσμο με το ανθρώπινο σώμα, π.χ. ο βηματοδότης, το χρυσό δόντι, η μεταλλική λάμα που εμφυτεύθηκε στο οστό. Kαθίστανται όμως πράγματα με τον αποχωρισμό τους. Στην περίπτωση αυτή κυριότητα έχει επ’ αυτών το φυσικό πρόσωπο από το οποίο αποχωρίστηκαν. Έτσι π.χ. δεν τελεί ληστεία εκείνος που αποχωρίζει τον βηματοδότη από ασθενή, τελεί όμως κλοπή όποιος τον αφαιρεί από την αποθήκη του νοσοκομείου.
Τα όργανα ή ιστοί του ανθρώπινου σώματος, όπως το αίμα, το σπέρμα κλπ. δεν είναι πράγματα εφόσον είναι οργανικά συνδεδεμένα με το σώμα διότι αποτελούν στοιχείο του υποκειμένου του δικαίου. Επομένως η βίαιη μετάγγιση αίματος δεν συνιστά επενέργεια επί πράγματος. Ομοίως εκείνος που κόβει τα μακριά μαλλιά μιας νέας για να τα πωλήσει δεν τελεί κλοπή αλλά σωματική βλάβη, ενδεχομένως δε έργω εξύβριση. Τα αποσπασμένα από το σώμα όργανα και ιστοί (π.χ. μαλλιά, δόντια, ούρα κλπ.) κατ’ αρχήν είναι πράγματα και την επ’ αυτών κυριότητα έχει το φυσικό πρόσωπο από το οποίο αποχωρίστηκαν. Εφόσον, όμως, προορίζονται για τη διατήρηση των σωματικών λειτουργιών ή την μεταγενέστερη ενσωμάτωσή τους στο σώμα (μεταμόσχευση), ορθό είναι να θεωρηθεί ότι ανήκουν στο σώμα. Η άποψη, ότι αυτά είναι πράγματα και ότι η αφαίρεσή τους συνιστά κλοπή μέχρι την εκ νέου ενσωμάτωσή τους στον ανθρώπινο οργανισμό –οπότε χάνουν την ιδιότητα του πράγματος– δεν είναι πειστική. Διότι στην περίπτωση αυτή δεν καταλύεται ο οργανικός δεσμός με το υποκείμενο του δικαίου, που είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Διαφορετικά θα έπρεπε να θεωρούμε ως πράγμα και την καρδιά του υποβαλλόμενου σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς ασθενούς, για όσο χρόνο αυτή βρίσκεται έξω από το σώμα του κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Πράγματα καθίστανται όμως οι ανθρώπινοι ιστοί όταν καταλύεται κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις ο οργανικός δεσμός τους με το σώμα. Έτσι η αφαίρεση
Σελ. 11
φιάλης αίματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης συνιστά κλοπή, όπως άλλωστε και η αφαίρεση των κομμένων μαλλιών μετά τον αποχωρισμό τους από το σώμα.
Στη χώρα μας το ζήτημα έχει επιλυθεί εν μέρει από το ν. 3984/2011 (“μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων και άλλες διατάξεις”), που ορίζει ότι η αφαίρεση οργάνων από ζώντα ή νεκρό δότη με σκοπό τη μεταμόσχευση επιτρέπεται μόνο για θεραπευτικούς σκοπούς (άρθρ. 4 παρ. 1). Ειδικότερα, η αφαίρεση οργάνων από ζώντα δότη επιτρέπεται μόνον όταν πρόκειται να γίνει μεταμόσχευση σε ορισμένα στενώς συνδεδεμένα με τον δότη πρόσωπα και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρ. 8 παρ. 1), ενώ η αφαίρεση οργάνων από θανόντα δότη επιτρέπεται κατ’ αρχήν μόνον όταν αυτός είναι ενήλικος (άρθρ. 9). Η αφαίρεση οργάνων κατά παράβαση των ανωτέρω αρθρων 4, 8 και 9 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη (άρθρ. 35 παρ. 1 και 11). Αν όμως η πράξη τελείται με συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων (π.χ. κατ’ επάγγελμα), επιβάλλεται κάθειρξη, ενώ αν τελέστηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (άρθρ. 36).
Έτσι κατ’ αρχήν η αφαίρεση ιστών και οργάνων από ζώντα ή από νεκρό δότη δεν αντιμετωπίζεται ως κλοπή, αλλά αποτελεί ιδιώνυμο έγκλημα. Οι παραπάνω διατάξεις και περιορισμοί, ωστόσο, δεν εφαρμόζονται όταν πρόκειται για αφαίρεση όρχεων και ωοθηκών, λήψη και μετάγγιση αίματος, λήψη και χρησιμοποίηση ωαρίων και σπέρματος και στην ενδομήτρια εμφύτευση εμβρύων. Για τους εν λόγω ιστούς και όργανα, επομένως, ισχύουν όσα λέχθηκαν παραπάνω. Η ανωτέρω νομοθεσία, όπως άλλωστε και η προϊσχύσασα, θεσπίστηκε κατά συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (σύμβαση του Οβιέδο της 4.4.1997) που κυρώθηκε με το ν. 2619/1998 και κατά την οποία “το ανθρώπινο σώμα και τα τμήματά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονομικού οφέλους” (άρθρ. 21).
Την εν λόγω προστασία συμπληρώνει δραστικότερα το άρθρ. 323Α ΠΚ (παρ. 1 και 5 στοιχ. ε΄) σύμφωνα με το οποίο τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή όποιος, χρησιμοποιώντας εξαναγκαστικά μέσα, όπως βία, απειλή, επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας κλπ., στρατολογεί, απάγει, προωθεί, μεταφέρει, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει σε άλλον ή παραλαμβάνει άλλον με σκοπό «την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του» καθώς και όποιος αποσπά τη συναίνεση του θύματος προς τον αυτό σκοπό, με τη χρήση απατηλών μέσων, ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του.
Εννοείται ότι είναι πράγματα τα ενσώματα αντικείμενα που τελούν σε άλλης μορφής σύνδεσμο με το σώμα, π.χ. το μαργαριτάρι που κατάπιε ο Α για να μην του το πάρουν, το σακουλάκι ηρωίνης που εισήγαγε η Β στον κόλπο της για να το εισαγάγει λαθραία στη χώρα. Έτσι, η διά της βίας αφαίρεση του μαργαριταριού από τον Α, π.χ. με χορήγηση φαρμάκου, συνιστά ληστεία.
Σελ. 12
1.3.2. Το ανθρώπινο πτώμα
Το ζήτημα, αν ο νεκρός είναι πράγμα απαγορευμένης συναλλαγής (κρατούσα γνώμη) ή υπόλειμμα της προσωπικότητας στερείται πρακτικής σημασίας, αφού το πτώμα από το νόμο είναι προορισμένο για ταφή. Έτσι, η αφαίρεση του πτώματος δεν συνιστά κλοπή αλλά ενδεχομένως προσβολή μνήμης νεκρού (άρθρ. 365 ΠΚ), η δε παράνομη αφαίρεση βιολογικού υλικού από αυτό (π.χ. καρδιάς, νεφρού, κερατοειδούς) στοιχειοθετεί το έγκλημα του άρθρ. 35 ν. 3984/2011.
Σκελετοί και ταριχευμένα αρχαία πτώματα (μούμιες) που δεν συνδέονται με ορισμένη προσωπικότητα ως υπόλειμμα αυτής με αποτέλεσμα να έχει εκλείψει το συναίσθημα ευλάβειας προς αυτά, μπορούν πάντως ν’ αποτελέσουν αντικείμενο κλοπής, π.χ. πτώμα ή τμήμα αυτού που για νόμιμο λόγο δεν υποβλήθηκε σε ταφή αλλά παραχωρήθηκε σε επιστημονικό ίδρυμα.
1.4. Τα ζώα
Πράγματα είναι κατά το δίκαιό μας και τα ζώα. Η αφαίρεση, επομένως, ενός ξένου ζώου από την κατοχή άλλου με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης συνιστά κλοπή και η βλάβη του φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρ. 378 ΠΚ). Ο νομοθέτης όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελούν ζωντανά πλάσματα, τα προστατεύει ως προς ορισμένες αναφορές, με ειδικούς νόμους (βλ. παρακάτω § 5. VII. 2.3. και 2.4.).
1.5. Αξιώσεις και λοιπά άυλα αγαθά
Δεν είναι πράγματα, διότι δεν είναι ενσώματα αντικείμενα, τα άυλα αγαθά όπως οι αξιώσεις και τα δικαιώματα, τα προϊόντα της διανοίας (η πνευματική ιδιοκτησία), οι ιδέες, ειδήσεις και προθέσεις, έστω κι αν έχουν οικονομική αξία (π.χ. “σίγουρη” πληροφορία για το χρηματιστήριο), το λογισμικό (software), το λογιστικό χρήμα, η πελατεία. Bεβαίως είναι πράγματα οι υλικοί φορείς των ανωτέρω, π.χ. το έγγραφο της συναλλαγματικής, το βιβλιάριο της Tράπεζας, ο δίσκος CD rom, το USB κλπ. Ειδικότερα:
1.5.1. Λογισμικό
H πληροφορία δεν είναι ενσώματο αντικείμενο και επομένως τα κάθε λογής δεδομένα των ηλεκτρονικών υπολογιστών (προγράμματα και λοιπά στοιχεία) δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενα κλοπής. Tα τελευταία δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως μορφή ενέργειας, διότι δεν συνίστανται απλώς στην μαγνητική εγγραφή προσανατολισμένων διπολικών στοιχείων σε κάποιον υλικό φορέα (δισκέτα, σκληρό δίσκο) αλλά στην έλλογη διάταξή τους, δηλ. στην σκόπιμη αλληλουχία ύπαρξης και ανυπαρξίας ηλεκτρικών φορτίων που συντελείται με λογικό
Σελ. 13
ειρμό. H θεώρηση των προγραμμάτων ως πραγμάτων συνιστά απαγορευμένη αναλογία και η αντιγραφή τους δεν συνιστά κλοπή. Aλλά ούτε και η αξία των πληροφοριών που είναι ενσωματωμένες στον υλικό φορέα μπορεί να είναι αντικείμενο κλοπής, διότι και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν καταλύεται η ταυτότητα του πράγματος αφού η χρησιμότητα του υλικού φορέα παραμένει αλώβητη. H αντιγραφή προγραμμάτων και γενικά πληροφοριών που είναι ενσωματωμένες σε φορείς λογισμικού προβλέπεται και τιμωρείται με τις ειδικές διατάξεις των άρθρ. 370Γ και 370 του ΠK, η θέσπιση των οποίων επιβεβαιώνει αυθεντικά την εδώ υποστηριζόμενη θέση. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κλοπή η χωρίς δικαίωμα πραγματοποίηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από το κινητό τηλέφωνο άλλου.
1.5.2. Λογιστικό χρήμα
Ομοίως δεν είναι πράγμα το λογιστικό χρήμα, αφού δεν είναι ενσώματο αντικείμενο. Η αντίθετη άποψη που υποστηρίχτηκε μεμονωμένα στο πλαίσιο του αυστριακού δικαίου στηρίζεται σε διαφορετική διατύπωση του νόμου. Το χρήμα, το λογιστικό χρήμα και το ηλεκτρονικό χρήμα διακρίνονται σαφώς από τον υλικό φορέα τους. Βεβαίως τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα, ως ενσώματα αντικείμενα, είναι πράγματα. Το σύνολο, όμως, των νομισματικών μονάδων που αποτελούν ορισμένο χρηματικό ποσό δεν έχει υλική υπόσταση. Είναι “φορέας μιας συγκεκριμένης αξίας”, “μέτρο αξιών”. Το χρήμα δεν είναι εξ ορισμού πράγμα. Συνεπώς εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα, ενέχυρο), μπορεί να υπάρξει μόνο πάνω σε ατομικά ορισμένα νομίσματα, π.χ. “στη συγκεκριμένη ποσότητα χαρτονομισμάτων που έχω στο συρτάρι του γραφείου μου”.
Στη χώρα μας, ωστόσο, και στο πλαίσιο της συζήτησης για το αν το λογιστικό χρήμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υπεξαίρεσης, διατυπώθηκε η (λαθεμένη) άποψη, ότι αυτό είναι “πράγμα”. Tο ζήτημα απαιτεί εκτεταμένη ανάπτυξη που επιχειρείται στον οικείο τόπο (παρακάτω § 4.I.3.7.5. επ.).
1.5.3. Ψηφιακό χρήμα και κρυπτονομίσματα
Δεν είναι πράγμα αλλά, κατά την ορθότερη άποψη, πληροφορία, το ψηφιακό χρήμα, δηλ. τα κρυπτονομίσματα, που ενσωματώνονται στην ιδιωτική κλείδα με την οποία ο δικαιούχος αυτών έχει πρόσβαση στο blockchain. Αντιθέτως πράγματα είναι οι υλικοί φορείς της ιδιωτικής κλείδας, όπως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ένα USB ή το κινητό τηλέφωνο στη μνήμη του οποίου έχει καταχωρηθεί ο σχετικός κωδικός.
Σελ. 14
1.6. Μορφές ενέργειας
Καίτοι οι διάφορες μορφές ενέργειας (ηλεκτρική, θερμική, πυρηνική, αιολική κλπ.) δεν είναι πράγματα, διότι δεν είναι ενσώματα αντικείμενα, η παρ. 2 του άρθρ. 372 ΠK ορίζει ότι κινητό πράγμα θεωρείται «κατά τον Kώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια», όπως π.χ. η θερμική ενέργεια ή του ατμού. Εξομοιώνει δηλ. κατά νομικό πλάσμα την ενέργεια προς το πράγμα, υπό την λογικά συναγόμενη προϋπόθεση, ότι αυτή περιορίζεται σε ορισμένο χώρο και υπόκειται σε εξουσίαση. Τούτο μάλιστα ισχύει όχι μόνον ως προς τις διατάξεις για την κλοπή αλλά και ως προς κάθε άλλη περίπτωση ρυθμιζόμενη από τον ΠK.
Παράδειγμα: Ο δράστης, διαχειριστής πολυκατοικίας, αφαίρεσε ενέργεια, ήτοι ποσότητα θερμότητας 10.383 θερμίδων που ανήκε κατά ιδανικά μέρη στους κυρίους των οριζοντίων ιδιοκτησιών, συνδέοντας με τους κεντρικούς σωλήνες θέρμανσης τρία θερμαντικά σώματα ευρισκόμενα στη δική του ιδιοκτησία, επιτυγχάνοντας την ανωτέρω επιπλέον κατανάλωση σε βάρος των λοιπών ενοίκων που αγνοούσαν το γεγονός.
Έτσι ο Άρειος Πάγος έχει δεχτεί ότι αποτελεί κλοπή η αφαίρεση με οποιονδήποτε τρόπο ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή της, π.χ. όταν αυτή συντελείται με τη σύνδεση κεντρικού καλωδίου της ΔEH με εγκατάσταση του δράστη, χωρίς να διέλθει το ηλεκτρικό ρεύμα από μετρητή αλλά και με τοποθέτηση βραχυκυκλωμάτων στο ηλεκτρικό κιβώτιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, έτσι ώστε ο μετρητής να καταγράφει μέρος μόνο της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει ο δράστης.
Πλην όμως πολλές από τις περιπτώσεις που η νομολογία του Ακυρωτικού έχει θεωρήσει ως κλοπές ενέργειας είναι καθαρές περιπτώσεις απάτης. Πράγματι, όταν ο δράστης ιδιοποιείται ξένο ηλεκτρικό ρεύμα με χρήση μέσων στρεφομένων κατά της κανονικής λειτουργίας του μετρητή, όπως όταν διακόπτει από καιρού εις καιρόν την κανονική λειτουργία του γνώμονα ή προβαίνει σε άλλη επέμβαση στο μετρητή με θετική ενέργεια (π.χ. με την εισαγωγή σ’ αυτόν λεπτού αντικειμένου) έτσι ώστε αυτός να δείχνει μικρότερη ενέργεια από
Σελ. 15
εκείνη που πράγματι καταναλώθηκε, η κτήση της κατοχής της ηλεκτρικής ενέργειας δεν γίνεται αυτογνωμόνως αλλά με τη συγκατάθεση του δικαιούχου και γι’ αυτό η μη αναγραφή του αναλισκομένου ρεύματος στο μετρητή της ΔEH δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αφαίρεση. Δεν πληρούται επομένως η αντικειμενική υπόσταση της κλοπής, αλλά μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνο απάτη. Kλοπή ηλεκτρικής ενέργειας, αντίθετα, στοιχειοθετείται μόνον όταν η ιδιοποίηση γίνεται πριν το ρεύμα διέλθει από τον μετρητή του καταναλωτή.
Η νομοθετική επέμβαση ήταν αναγκαία διότι διαφορετικά η τιμώρηση της πράξης ως κλοπής θα συνιστούσε απαγορευμένη αναλογία. Πράγματι, από πολλών ετών ο Άρειος Πάγος και το γερμανικό Aκυρωτικό ορθά είχαν κρίνει ότι η ηλεκτρική ενέργεια δεν είναι πράγμα κατά την έννοια του νόμου και ότι επομένως δεν είναι δεκτική κλοπής. Το γαλλικό Aκυρωτικό, αντίθετα, όπως άλλωστε και το ολλανδικό σε απόφαση του 1921, δέχτηκαν ότι μπορεί να είναι αντικείμενο κλοπής. Σήμερα πάντως και στο γαλλικό δίκαιο η αφαίρεση ενέργειας εξομοιώνεται προς κλοπή (άρθρ. 311-2 γαλλΠΚ), ενώ τα άϋλα αγαθά θεωρούνται δεκτικά κλοπής μόνον εφόσον ενσωματώνονται σε υλικούς φορείς.
1.7. Λοιπές περιπτώσεις. Ομάδα πραγμάτων, επιχείρηση κλπ.
Δεν είναι πράγμα η ομάδα πραγμάτων, δηλ. σύνολο πραγμάτων που εκλαμβάνονται κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών ως οικονομική ενότητα, π.χ. βιβλιοθήκη, αγέλη, συλλογή πινάκων κλπ., η ομάδα δικαίου, π.χ. η πτωχευτική περιουσία και η επιχείρηση, που είναι σύνθετο σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων. Στις ανωτέρω περιπτώσεις αντικείμενο κλοπής μπορεί να είναι μόνο το επιμέρους πράγμα που ανήκει στην ομάδα πραγμάτων, ή την ομάδα δικαίου ή την επιχείρηση. Oμοίως δεν είναι πράγματα (διότι δεν είναι αυθύπαρκτα) τα μέρη που απαρτίζουν σωρούς πραγμάτων, π.χ. σωρός σίτου, σμήνος μελισσών κλπ., διότι στερούνται ατομικότητας κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών καίτοι υπό φυσική έποψη έχουν αυτοτέλεια, π.χ. κόκκος σίτου ή αλεύρου, μία μέλισσα κλπ.
Aντιθέτως το σύνθετο πράγμα, π.χ. ένα αυτοκίνητο, είναι πράγμα. Oμοίως πράγμα είναι το παράρτημα σε σχέση με το κύριο πράγμα, π.χ. το ραδιοκασετόφωνο σε σχέση με το αυτοκίνητο. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτός που κλέβει το κύριο πράγμα με το παράρτημά του διαπράττει δύο κλοπές, διότι εδώ υπάρχει φυσική ενότητα των πράξεων και επομένως πρόκειται για μία πράξη, ακόμη και όταν το ραδιοκασετόφωνο δεν είναι μονίμως συνδεδεμένο με το αυτοκίνητο ώστε να θεωρείται συστατικό αυτού.
Σελ. 16
1.8. H κατάσταση της ύλης
H κατάσταση της ύλης στην οποία βρίσκεται το πράγμα είναι αδιάφορη. Πράγματα είναι όχι μόνο τα στερεά, αλλά και τα υγρά (νερό, βενζίνη, γάλα) και τα αέρια, π.χ. ατμός, φωταέριο, κλπ. εφόσον βεβαίως περιορίζονται σε ορισμένο χώρο ώστε να υπόκεινται σε εξουσίαση, π.χ. νερό κολυμβητηρίου, οξυγόνο σε φιάλες.
1.9. Η αξία του πράγματος
H οικονομική αξία του πράγματος είναι αδιάφορη. Πράγμα και επομένως δεκτικό κλοπής είναι κάθε ενσώματο αντικείμενο ακόμη και αν στερείται παντελώς οικονομικής αξίας ή έχει απλώς συναισθηματική, αποδεικτική, επιστημονική αξία κλπ., π.χ. μία οικογενειακή φωτογραφία, παιδικές ζωγραφιές, επιστολή, μία τρίχα για εξέταση DNA, κλπ.
Tούτο είναι εύλογο, διότι η κλοπή δεν είναι έγκλημα πλουτισμού αλλά πλήττει καταρχήν την υλική δυνατότητα του κυρίου να ασκεί κάθε δυνατή νόμιμη εξουσία πάνω στο πράγμα. H δυνατότητα αυτή μπορεί να παρακωλυθεί με την αφαίρεση ακόμη και χωρίς μείωση της περιουσίας (καίτοι κατά κανόνα συνοδεύεται από μείωση της περιουσίας). Π.χ. ο A αφαιρεί από την κατοχή του B κέρματα του ενός ευρώ αφήνοντας ίσης αξίας χαρτονομίσματα, ο Γ αφαιρεί από την κατοχή του Δ πίνακα αγοραίας αξίας 5.000 ευρώ αφήνοντας 10.000 ευρώ, ο E αφαιρεί από την κατοχή του Z 1.000 πακέτα ζάχαρης του ενός κιλού και τα αντικαθιστά με 2.000 πακέτα των 500 γρ., ο H, που έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση έναντι του Θ από πώληση 100 προβάτων, επιλέγει τα 100 καλύτερα τα οποία και αφαιρεί. Στις ανωτέρω περιπτώσεις πλήττεται η εξουσία του κυρίου να διαθέτει το πράγμα κατ’ αρέσκεια, και συγκεκριμένα κατά σειρά η δυνατότητα του B να δίνει ρέστα, η ευχέρεια του Δ ν’ απολαμβάνει τον πίνακα, η δυνατότητα του Z να διαθέτει στην αγορά συσκευασία για την οποία υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση, το δικαίωμα επιλογής του Θ. Aν αυτές οι δυνατότητες δεν προσβάλλονται, π.χ. επειδή είναι αδιάφορο για τον B αν έχει στο ταμείο του κέρματα ή χαρτονομίσματα ή για τον Z αν προσφέρει το προϊόν σε συσκευασία τού ενός ή του μισού κιλού, η στοιχειοθέτηση κλοπής παρεμποδίζεται όχι από το γεγονός, ότι η πράξη δεν συνοδεύεται από περιουσιακή ζημία αλλά από το ότι η σκοπηθείσα ιδιοποίηση δεν είναι παράνομη.
Σε άλλες έννομες τάξεις (π.χ. κατά το αυστριακό δίκαιο) το ενσώματο αντικείμενο πρέπει να έχει τουλάχιστον κάποια όχι μηδαμινή ανταλλακτική αξία για να είναι πράγμα, έτσι ώστε δεν θεωρούνται πράγματα αντικείμενα με απλώς συναισθηματική αξία. Τούτο υποστηρίχτηκε και στη χώρα μας με το επιχείρημα, ότι η κλοπή πράγματος ευτελούς αξίας είναι η κατώτατη διαβάθμιση όπου επιτρέπεται η τιμώρησή της, και ότι επομένως τα στερούμενα υλικής αξίας έγγραφα δεν μπορούν να είναι αντικείμενο εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας αλλά μόνον υπεξαγωγής. Η άποψη αυτή οφείλεται στην επιρροή του προϊσχύσαντος
Σελ. 17
ποινικού νόμου, που διαβάθμιζε την κλοπή και την υπεξαίρεση με βάση την αγοραία αξία του πράγματος, και υπό το κράτος του οποίου εμμέσως γινόταν δεκτό ότι αντικείμενο της κλοπής και της υπεξαίρεσης μπορούσε να είναι μόνον πράγμα με αγοραία αξία. Δεν εισακούσθηκε όμως (και ορθά) από το Ακυρωτικό μας, που δέχτηκε ότι τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας τιμωρούνται αδιαφόρως της χρηματικής αξίας του υλικού αντικειμένου, αφού η έλλειψη αξίας ενός πράγματος δεν παρέχει στον τρίτο δικαίωμα να το ιδιοποιείται.
Aντιθέτως είναι πράγμα και επομένως δεκτικό κλοπής το γάλα της ξένης αγελάδας, η γενετήσια ενέργεια του ξένου ταύρου που χρησιμοποιεί ο δράστης για να γονιμοποιήσει τις δικές του αγελάδες κλπ.
2. Kινητό
Kινητό κατά την έννοια του άρθρ. 372 ΠΚ είναι κάθε πράγμα που μπορεί πράγματι να μετακινηθεί, έστω και με απόσπασή του από ένα ακίνητο, δηλ. αδιαφόρως του αν κατά το αστικό δίκαιο είναι συστατικό ακινήτου. Κατά ταύτα η έννοια του κινητού πράγματος είναι αυστηρά ποινική και δεν εξαρτάται από την αντίστοιχη του αστικού δικαίου. Aποφασιστικό κριτήριο είναι εν προκειμένω η πραγματιστική θεώρηση.
Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι κινητό είναι αυτό που κατέστη κινητό το πρώτον «με την απόσπασή του» από ένα ακίνητο, όπως ενίοτε υποστηρίζεται, ούτε ότι η έννοια του κινητού στο ποινικό δίκαιο δήθεν ταυτίζεται μ’ εκείνη του αστικού, αφού και κατά το αστικό δίκαιο το αποσπασθέν συστατικό ακινήτου καθίσταται κινητό. Kαι να γιατί: Υπό τις εκδοχές αυτές ο πράττων κατά το χρόνο της αφαίρεσης επενεργεί σε ακίνητο, όπερ άτοπο, αφού έτσι θα έπρεπε πρώτα ν’ αναμείνουμε την απόσπαση του πράγματος από το ακίνητο, ώστε αυτό να καταστεί κινητό και ύστερα να ερευνήσουμε αν η περαιτέρω επενέργεια επί του πράγματος συνιστά κλοπή. Aυτή όμως η θεώρηση αντιβαίνει όχι μόνο προς το γράμμα του νόμου αλλά και προς όλη τη λογική και συστηματική της κλοπής, αφού δεν είναι νοητό το υλικό της αντικείμενο καθ’ όλη μεν τη διάρκεια της αφαίρεσης να είναι ακίνητο, με την τελείωσή της δε να καθίσταται κινητό και να προσδίδει αναδρομικά χαρακτήρα κλοπής στην πράξη. Επίσης, υπό τις εκδοχές αυτές η απόσπαση, που συνιστά φθορά ξένης ιδιοκτησίας, θα συνέρρεε πραγματικά με την επακολουθούσα κλοπή. Συνέπεια τούτου είναι ότι ο αποπειρώμενος π.χ. ν’ αποσπάσει τοιχογραφία από ναό δεν θα επενεργούσε επί κινητού,
Σελ. 18
και επομένως η πράξη του δεν θα συνιστούσε, υπ’ αυτή την εκδοχή, απόπειρα κλοπής, αλλά μόνον απόπειρα φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό και είναι πρόσφορο αντικείμενο κλοπής το συστατικό ακινήτου ενόσω αυτό είναι ακόμη σταθερά ενωμένο με το κύριο πράγμα, αρκεί να μπορεί πράγματι να μετακινηθεί. Η ουσία της έννοιας έγκειται στη δυνατότητα του πράγματος να μετακινηθεί και όχι στο αν η δυνατότητα αυτή πραγματώθηκε ή αποδείχθηκε.
Έτσι είναι κινητά πράγματα κατά το ποινικό δίκαιο (καίτοι συστατικά ακινήτου) οι καρποί, η μεταλλική πύλη ενός κτηρίου, βράχοι που κάποιος αφαιρεί από το ακίνητο άλλου, τα μηχανήματα εργοστασίου που είναι πακτωμένα στο έδαφος, ο εκ του εδάφους αφαιρούμενος άνθρακας, μετάλλευμα ορυχείου ή μεταλλείου, άμμος, παράθυρα και στέγη οικίας, τα σώματα κεντρικής θέρμανσης, οι τοιχογραφίες ενός ναού, τα δέντρα που κάποιος έκοψε από ξένο κήπο κλπ.
3. Ξένο
3.1. Έννοια
3.1.1. Ορισμός
Ξένο είναι το πράγμα που ανήκει (εν όλω ή εν μέρει) κατά κυριότητα σε άλλον, σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου.
Η έννοια του “ξένου”, λοιπόν, σε αντίθεση μ’ εκείνη του “κινητού”, έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα και εξαρτάται από τις σχετικές ρυθμίσεις του αστικού δικαίου. Πρόκειται για σιωπηρή εξάρτηση η οποία υπάρχει όταν η αντικειμενική υπόσταση περιέχει νομικές αξιολογήσεις, το περιεχόμενο των οποίων εξειδικεύεται βάσει διατάξεων που περιέχονται σε άλλους κλάδους του δικαίου.
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία και από πλευράς διεθνούς ποινικού δικαίου. Έτσι, αν ένας ημεδαπός κατηγορηθεί στην ημεδαπή για κλοπή που τέλεσε στην αλλοδαπή (άρθρ. 6 ΠΚ), η ιδιότητα του “ξένου” (όπως άλλωστε και το “παράνομο” της σκοπούμενης ιδιοποίησης) θα κριθεί βάσει του δικαίου στο οποίο παραπέμπουν ως εφαρμοστέο οι κανόνες του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που είναι το δίκαιο του τόπου όπου βρίσκεται το πράγμα.
Σελ. 19
Δεν είναι επομένως ορθό το αναφερόμενο συχνά στη νομολογία, ότι “ξένο” είναι το πράγμα που “δεν ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή του αφαιρέσαντος”. Διότι τούτο θα εσήμαινε, ότι και τα αδέσποτα, π.χ. το ψάρι που κολυμπά στη θάλασσα ή το ορτύκι που πετά ελεύθερο, είναι ξένα, εφόσον μέχρι την κατάληψή τους δεν τελούσαν υπό την κυριότητα του αλιέως ή του κυνηγού αντίστοιχα.
3.1.2. Πράγματα που ανήκουν αποκλειστικά στον πράττοντα
Δεν είναι ξένα τα πράγματα που ανήκουν αποκλειστικώς στον πράττοντα. Aντιθέτως σε “εν μέρει ξένο” πράγμα μπορεί να τελεστεί κλοπή.
Έτσι, αν ο πωλητής που παρέδωσε το πράγμα στον αγοραστή υπό τον όρο ότι διατηρεί την κυριότητα μέχρι αποπληρωμής του τιμήματος, το αφαιρέσει από την κατοχή του αγοραστή μετά την υπερημερία του τελευταίου, δεν διαπράττει κλοπή αφού δεν πληρώθηκε η αίρεση εξόφλησης, αλλά αυτοδικία (άρθρ. 331 ΠK), διότι εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτού και επομένως δεν επενεργεί επί ξένου πράγματος. Ομοίως, αν ο οφειλέτης αφαιρέσει αυτογνωμόνως από τον ενεχυρούχο δανειστή του το κινητό που του είχε παραδώσει λόγω ενεχύρου, δεν διαπράττει κλοπή, διότι το κινητό πράγμα που αφαιρεί δεν είναι ξένο. Αντιθέτως, ο οδηγός που εφοδιάζει ο ίδιος το αυτοκίνητό του με καύσιμα σε πρατήριο αυτοεξυπηρέτησης και φεύγει χωρίς να πληρώσει, δεν αποκτά κυριότητα στο καύσιμο, αλλά επενεργεί σε ξένο κινητό πράγμα, αφού ο πωλητής, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, παρακρατεί σιωπηρά την κυριότητα μέχρι την πληρωμή του τιμήματος. Tο αν, ωστόσο, τελεί κλοπή ή υπεξαίρεση, θα καταστεί σαφές στη συνέχεια (βλ. παρακάτω υπό 5.3.5).
Αναιρετικός έλεγχος. Η ιδιότητα του “ξένου” πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς, διαφορετικά υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Ιδιαιτέρως πρέπει να διευκρινίζεται αν το πράγμα είναι ξένο εν όλω ή εν μέρει και κατά ποίο ποσοστό, όταν υπάρχει ζήτημα συγκυριότητας.
3.2. Αδέσποτα
Δεν είναι ξένα τα αδέσποτα πράγματα, στα οποία ουδείς έχει κυριότητα είτε εξαρχής (π.χ. τα ελεύθερα άγρια ζώα και τα προϊόντα της θάλασσας) είτε επειδή είναι εγκαταλελειμμένα. Σ’ αυτά αποκτά κυριότητα όποιος τα πάρει πρώτος στη νομή του (άρθρ. 1075 ΑΚ). Αν λοιπόν δεν αποκτηθεί η νομή, δεν υπάρχει και πράγμα δεκτικό κλοπής.
Στην περίπτωση, π.χ., που κάποιος συλλαμβάνει το πληγωμένο από κυνηγό θήραμα ή το άγριο ζώο που έπεσε σε παγίδα άλλου, δεν στοιχειοθετείται κλοπή, αν δεν δημιουργηθούν συνθήκες εξουσίασης τέτοιες, ώστε η διαφυγή του ζώου να μην είναι δυνατή κατά την κοινή
Σελ. 20
αντίληψη. Αμφισβητείται, ωστόσο, αν το ζώο που φόνευσε ο κυνηγός χωρίς ακόμη ν’ αποκτήσει την κατοχή του είναι δεκτικό κλοπής ή υπεξαίρεσης ή όχι. Αν, πάντως, η κατάληψη απαγορεύεται από το νόμο, δεν θεμελιώνεται κυριότητα και το ζώο παραμένει αδέσποτο. Έτσι π.χ. ο λαθροθήρας αποκτά μεν νομή, όχι όμως και κυριότητα στο θήραμα που παράνομα συνέλαβε, με αποτέλεσμα τούτο να μην μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις για την παράνομη θήρα και την παράνομη αλιεία. Στην περίπτωση αυτή, αν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση, στοιχειοθετείται απρόσφορη λόγω αντικειμένου απόπειρα κλοπής.
Άγρια ζώα σε περίκλειστο χώρο, ιχθύες σε ιχθυοτροφείο ή άλλα περίκλειστα ιδιωτικά ύδατα, άγρια ζώα που ανέκτησαν μεν την ελευθερία τους, πλην όμως καταδιώκονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τον κύριό τους (άρθρ. 1077 εδ. 3 ΑΚ) είναι ξένα και επομένως δεκτικά κλοπής (ενδεχομένως ιχθυοκλοπής, βλ. παρακάτω υπό XΙΙ.2). Όχι όμως και τα άγρια ζώα που εκτρέφονται ελεύθερα σε ιδιωτική έκταση, ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν θέλησε να τα συλλάβει και ν’ αποκτήσει έτσι κυριότητα επ’ αυτών. Αυτά παραμένουν αδέσποτα, όπως άλλωστε και τα τιθασευμένα ζώα που απώλεσαν την “έξη της υποστροφής” (άρθρ. 1077 ΑΚ).
Αδέσποτα είναι και τα κοράλλια. Η συλλογή τους όμως χωρίς άδεια από θαλάσσιες ζώνες όπου εκτείνεται η κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα ή η δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή 500.000 μέχρι 15 εκατομμ. δρχ. (άρθρ. 2 παρ. 1 ν. 1740/1987) ήτοι από 1.500 έως 44.000 ευρώ, κατ’ άρθρ. 5 παρ. 5 εδ. α’ και 7 εδ. α’ ν. 2943/2001.
Εγκαταλελειμμένα (και επομένως αδέσποτα) είναι τα κινητά των οποίων ο κύριος εγκατέλειψε τη νομή τους με πρόθεση να παραιτηθεί από την κυριότητα επ’ αυτών (άρθρ. 1076 ΑΚ). Τέτοια έχουν θεωρηθεί π.χ. τα πλαστά χαρτονομίσματα που πέταξε ο ιδιοκτήτης τους για να τα ξεφορτωθεί, η βόμβα που έπεσε από αεροσκάφος κατά τον πόλεμο, πυρομαχικά τα οποία ρίφθηκαν σε πεδίο ασκήσεων που εν συνεχεία εγκαταλείφθηκε και επί χρόνια δεν αναζητήθηκαν από το κράτος. Δεν είναι όμως αδέσποτα (διότι δεν υπάρχει πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα) τα πράγματα που άφησαν πίσω τους πρόσφυγες, τα πυρομαχικά που ρίφθηκαν σε ακόμη χρησιμοποιούμενο πεδίο ασκήσεων, τα κλεμμένα χρήματα που ο καταδιωκόμενος κλέφτης πετά στους διώκτες του για να τους καθυστερήσει, αφού δεν έχει επ’ αυτών κυριότητα.
Σελ. 21
3.3. Απολωλότα
Τα απολωλότα είναι ξένα. Τέτοια είναι π.χ. το κλοπιμαίο που ο κλέφτης πέταξε στο δρόμο, το παιχνίδι που το νήπιο πέταξε με πρόθεση εγκατάλειψης, το βιολί που ο χρησάμενος πέταξε χωρίς τη συναίνεση του κυρίου. Εκείνος, επομένως, που τα βρίσκει και τα ιδιοποιείται διαπράττει υπεξαίρεση, ενώ εκείνος που τα αφαιρεί π.χ. από την κατοχή του ευρέτη ή εκείνου που τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, διαπράττει κλοπή. Για τις περιπτώσεις όπου το πράγμα “παρέπεσε” (π.χ. ο κύριος κρύβει μερικά χαρτονομίσματα σ’ ένα από τα αναρίθμητα βιβλία της βιβλιοθήκης του και ξεχνά σε ποιο, η ιδιοκτήτρια κρύβει ένα κόσμημα σε μια γωνιά του σπιτιού της και δεν μπορεί να το βρει) θα πρέπει να διακρίνουμε: Αν το πράγμα παραμένει στην ευρύτερη σφαίρα εξουσίας του κυρίου, αυτός δεν χάνει την κατοχή και άρα η αφαίρεσή του συνιστά κλοπή από την κατοχή του κυρίου. Αν όμως τούτο δεν συμβαίνει (π.χ. κρύβω νομίσματα σε δάσος και ξεχνώ το ακριβές σημείο) το πράγμα καθίσταται απολωλός αφού φυσική εξουσία επ’ αυτού δεν είναι δυνατή. Επομένως όποιος το ιδιοποιηθεί διαπράττει υπεξαίρεση. Στην περίπτωση αυτή κλοπή δεν μπορεί να τελεστεί παρά μόνον αφού κάποιος άλλος αποκτήσει προηγουμένως επί του πράγματος κατοχή. Πάντως και στις δύο αυτές περιπτώσεις το πράγμα παραμένει ξένο.
3.4. Ανήθικες δικαιοπραξίες
Κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη ξένο είναι και το πράγμα που μεταβιβάζεται σε εκτέλεση ανήθικης ενοχικής δικαιοπραξίας. Ορθά γίνεται, λοιπόν, δεκτό, ότι τα χρήματα που προκαταβάλλονται σε εταιριζόμενη για πραγματοποίηση σαρκικής επαφής μεταβιβάζονται σ’ αυτήν κατά κυριότητα με την παράδοσή τους. Εκείνος, επομένως, που αφαιρεί από την κατοχή της το χαρτονόμισμα που της είχε δώσει, αφού κάνει χρήση των “υπηρεσιών” της, τελεί κλοπή διότι το χαρτονόμισμα γι’ αυτόν έχει καταστεί ξένο (BGHSt 6, 377 – “περίπτωση της αμοιβής της πόρνης”). Η ακυρότητα της υποσχετικής δικαιοπραξίας (άρθρ. 178 ΑΚ: “δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”) δεν συμπαρασύρει την εμπράγματη, αφού η μεταβίβαση των χρημάτων είναι πράξη ηθικά ουδέτερη.
3.5. Θησαυρός
Θησαυρός είναι κινητό πράγμα αξίας κρυμμένο σε άλλο πράγμα κινητό ή ακίνητο για τόσο χρόνο, ώστε η εξακρίβωση του κυρίου να μην είναι πια δυνατή. Θησαυρό αποτελεί και το πράγμα αξίας που ουδέποτε ανήκε σε κάποιον (π.χ. απολίθωμα) όχι όμως και το συστατικό του εδάφους, π.χ. το πολύτιμο ορυκτό. Σύμφωνα με το άρθρ. 1093 ΑΚ ο θησαυρός ανήκει κατά το ήμισυ στον ευρέτη και κατά το άλλο ήμισυ στον κύριο του πράγματος, όπου ο θησαυρός ήταν κρυμμένος, εκτός αν πρόκειται για αρχαιότητες, διότι αυτές ανήκουν στο κράτος.