ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Εκδοση: 3η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 864
- ISBN: 978-960-654-604-4
- Δείτε ένα απόσπασμα
Η 3η έκδοση του έργου «Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος» είναι ενημερωμένη μέχρι και τον τροποποιητικό Ν 4855/2021 και την τροπολογία που ενσωματώθηκε στον Ν 4871/2021.
Το σύγγραμμα κινείται στην τροχιά της «νεοκλασικής» ποινικοδογματικής κατεύθυνσης που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην ελληνική ποινική επιστήμη με ευρεία απήχηση σε θεωρία και πράξη, αποτελεί δε ένα από τα σταθερά σημεία αναφοράς στη γερμανική ποινική δογματική. Η «κλασική» κατεύθυνση εμπλουτίσθηκε τις πρώτες δεκαετίες ισχύος του παλαιού ΠΚ και οδηγήθηκε τα νεότερα χρόνια στην ευρύτερα αποδεκτή «νεοκλασική» θέση, από την οποία κατά βάση εμφορείται ο ισχύων ΠΚ.
Στο βιβλίο αναλύονται οι βασικές έννοιες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όπως, μεταξύ άλλων, οι εξής:
• αξιόποινης πράξη
• ποινική (ειδική) υπόσταση
• νομοτυπική πράξη
• άδικο
• ενοχή (καταλογισμός)
• απόπειρα
• συμμετοχή
• συρροή
Στο έργο περιλαμβάνονται σχηματικές απεικονίσεις του δόλου, της αμέλειας και της απόπειρας, και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο, στα νομικά πρόσωπα (πράξη, ενοχή) και στον αντικειμενικό καταλογισμό, ενώ το αναλυτικό ευρετήριο που συμπληρώνει το έργο διευκολύνει σημαντικά την αναφορά σε επιμέρους θέματα και τη μελέτη ειδικών ζητημάτων.
Το βιβλίο αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για νομικούς της πράξης, ακαδημαϊκούς, αλλά και φοιτητές.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. IX |
Κυριότερες συντομογραφίες | Σελ. XIII |
Βασική βιβλιογραφία | Σελ. XVII |
1. ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ | |
1.1. Δομή και λειτουργία του Ποινικού Δικαίου | Σελ. 1 |
1.1.1. Ποινικοί κανόνες και ηθικοί κανόνες | Σελ. 1 |
1.1.2. Σκοπός του Ποινικού Δικαίου | Σελ. 6 |
1.1.3. Οι θεωρίες περί ποινής | Σελ. 11 |
1.2. Ουσία του Ποινικού Δικαίου και του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου | Σελ. 17 |
1.2.1. Το Ποινικό Δίκαιο ως κλάδος του Δημοσίου Δικαίου | Σελ. 17 |
1.2.2. Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ως κλάδος του Δημοσίου Δικαίου | Σελ. 18 |
1.3. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο | Σελ. 19 |
1.3.1. Γενικά | Σελ. 19 |
1.3.2. Επιπτώσεις στο Γενικό και το Ειδικό Μέρος του ΠΔ | Σελ. 19 |
1.3.3. Επιβολή κυρώσεων (= προστίμων) | Σελ. 21 |
1.3.4. Απολογισμός - Προοπτικές | Σελ. 21 |
1.3.4.1. Απολογισμός | Σελ. 21 |
1.3.4.2. Προοπτικές | Σελ. 23 |
2. Η ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ | |
2.1. Η αξιόποινη πράξη και ο δράστης | Σελ. 25 |
2.2. Τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης | Σελ. 26 |
2.3. Είδη αξιόποινων πράξεων (διχοτόμηση) | Σελ. 31 |
3. Η ΠΟΙΝΙΚΗ (ΕΙΔΙΚΗ) ΥΠΟΣΤΑΣΗ | |
3.1. Το Ποινικό Δίκαιο και ο Ποινικός Κώδικας | Σελ. 35 |
3.1.1. Η αρχή της συγκεκριμένης (ορισμένης) διατύπωσης | Σελ. 35 |
3.1.2. Η ερμηνεία και η αναλογία | Σελ. 44 |
3.2. Η απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος | Σελ. 54 |
3.2.1. Nullum crimen sine praevia lege | Σελ. 54 |
3.2.2. Nulla poena sine praevia lege | Σελ. 60 |
3.3. Η δόμηση της ποινικής (ειδικής) υπόστασης | Σελ. 65 |
3.3.1. Τα συστατικά στοιχεία της ποινικής (ειδικής) υπόστασης | Σελ. 65 |
3.3.2. Είδη ποινικών (ειδικών) υποστάσεων | Σελ. 80 |
4. Η ΝΟΜΟΤΥΠΙΚΗ ΠΡΑΞΗ | |
4.1. Η έννοια της πράξης | Σελ. 95 |
4.1.1. Η αποστολή και η φύση της έννοιας της πράξης | Σελ. 95 |
4.1.2. Τα στοιχεία της πράξης | Σελ. 104 |
4.1.3. Οι άλλες έννοιες περί πράξεως | Σελ. 116 |
4.1.4. Η ικανότητα για πράξη | Σελ. 130 |
4.1.5. Νομικά Πρόσωπα και ικανότητα για πράξη | Σελ. 132 |
4.2. Ο (αντικειμενικός) αιτιώδης σύνδεσμος (η αιτιώδης συνάφεια) | Σελ. 134 |
4.2.1. Η αποστολή και η φύση της έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου | Σελ. 135 |
4.2.2. Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (Äquivalenztheorie) | Σελ. 138 |
4.2.3. Οι άλλες θεωρίες για τον αιτιώδη σύνδεσμο | Σελ. 155 |
4.2.3.1. Η θεωρία της «πρόσφορης αιτίας» (Adäquanztheorie) | Σελ. 158 |
4.2.3.2. Η θεωρία της «νομικά σημαντικής αιτίας» (Relevanztheorie) | Σελ. 160 |
4.2.3.3. Οι εξατομικεύουσες θεωρίες (παλαιότερες και σύγχρονες). Αντικειμενικός καταλογισμός του αποτελέσματος | Σελ. 162 |
4.3. Η παράλειψη | Σελ. 171 |
4.3.1. Γνήσια και μη-γνήσια εγκλήματα παράλειψης | Σελ. 171 |
4.3.2. Η ιδιαίτερη προβληματική στα γνήσια και στα μη-γνήσια εγκλήματα παράλειψης (στα διά παραλείψεως τελούμενα) | Σελ. 179 |
4.3.3. Πράξη (ενέργεια) και παράλειψη (γνήσια, μη-γνήσια). Σύνθετη συμπεριφορά | Σελ. 197 |
5. ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΑΔΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟ) | |
5.1. Η αντικειμενική υπόσταση και το άδικο (ο άδικος χαρακτήρας) | Σελ. 201 |
5.1.1. Η ενδεικτική λειτουργία της αντικειμενικής υπόστασης | Σελ. 201 |
5.1.2. Η κρίση για το παράνομο (άδικο χαρακτήρα της πράξης) | Σελ. 222 |
5.2. Η δικαιολόγηση της νομότυπης συμπεριφοράς | Σελ. 234 |
5.2.1. Λόγοι που δικαιολογούν την (κατ’ αρχήν) άδικη πράξη. Επισκόπηση | Σελ. 234 |
5.2.2. Οι επιμέρους λόγοι άρσης του αδίκου | Σελ. 242 |
5.2.2.1. Άρθρο 20 ΠΚ (Ενότητα της εννόμου τάξεως) | Σελ. 244 |
5.2.2.2. Άμυνα (άρθρ. 22 ΠΚ) | Σελ. 247 |
5.2.2.3. Κατάσταση ανάγκης (άρθρ. 25 ΠΚ) | Σελ. 273 |
5.2.2.4. Προσταγή (άρθρ. 21 ΠΚ) | Σελ. 290 |
5.2.2.5. Σύγκρουση καθηκόντων | Σελ. 301 |
5.2.2.6. Συναίνεση του παθόντος (Συγκατάθεση) | Σελ. 316 |
5.2.3. Η άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης (δικαιολόγηση), η γνώση και η πλάνη. Υποκειμενικά στοιχεία της δικαιολόγησης | Σελ. 323 |
5.3. Το άδικο και τα υποκειμενικά στοιχεία | Σελ. 330 |
5.3.1. Βασική προβληματική | Σελ. 330 |
5.3.2. Νομοθετικές δυνατότητες | Σελ. 331 |
5.3.3. Η νομοθετική επιλογή | Σελ. 333 |
6. Η ΕΝΟΧΗ (Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ) | |
6.1. Η έννοια, οι προϋποθέσεις και ο αποκλεισμός της ενοχής | Σελ. 337 |
6.1.1. Η ψυχολογική και η αξιολογική (δεοντολογική) έννοια της ενοχής | Σελ. 338 |
6.1.1.1. Η ψυχολογική έννοια της ενοχής | Σελ. 338 |
6.1.1.2. Η αξιολογική (δεοντολογική) έννοια της ενοχής | Σελ. 340 |
6.1.1.3. Η αμιγώς αξιολογική έννοια της ενοχής | Σελ. 342 |
6.1.1.4. Συμπεράσματα | Σελ. 345 |
6.1.2. Η ενοχή και η κρίση περί ενοχής | Σελ. 349 |
6.1.2.1. Η κρίση περί ενοχής | Σελ. 349 |
6.1.2.2. Η ενοχή (το αντικείμενο της κρίσης) | Σελ. 351 |
6.1.2.3. Σύγχρονες τάσεις: καταλογισμός σε ενοχή στα νομικά πρόσωπα; | Σελ. 354 |
6.1.3. Η ενοχή ως ενοχή για τη συγκεκριμένη πράξη | Σελ. 356 |
6.1.3.1. ΠΔ της πράξης και ενοχή για συγκεκριμένη πράξη | Σελ. 356 |
6.1.3.2. Επίμεμπτο και ενοχή για συγκεκριμένη πράξη | Σελ. 363 |
6.1.3.3. (Ορισμένος) άνθρωπος και ενοχή για συγκεκριμένη πράξη | Σελ. 369 |
6.1.4. Οι προϋποθέσεις της ενοχής και ο αποκλεισμός (άρση) αυτής | Σελ. 371 |
6.1.4.1. Ικανότητα για καταλογισμό (ενοχή) | Σελ. 371 |
6.1.4.2. Κατάσταση ανάγκης (άρθρ. 32 ΠΚ) | Σελ. 384 |
6.1.4.3. Πλάνη περί τον άδικο χαρακτήρα (άρθρ. 31 § 2 ΠΚ, νομική πλάνη) | Σελ. 396 |
6.1.5. Απολογισμός – Κριτική | Σελ. 416 |
6.2. Ο δόλος | Σελ. 418 |
6.2.1. Η ενοχή εκ δόλου και ο δόλος ως στοιχείο της ενοχής | Σελ. 418 |
6.2.2. Ειδικότερα: ο δόλος και η (πραγματική) πλάνη | Σελ. 445 |
6.2.3. Ειδικότερα: η πλάνη περί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (νομική πλάνη) | Σελ. 462 |
6.3. Η αμέλεια | Σελ. 467 |
6.3.1. Η ενοχή εξ αμελείας και η αμέλεια ως στοιχείο της ενοχής. (Διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής αμέλειας) | Σελ. 467 |
6.3.1.1. Η ενοχή εξ αμελείας. Διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής αμέλειας | Σελ. 468 |
6.3.1.2. Η αμέλεια ως στοιχείο της ενοχής | Σελ. 476 |
6.3.1.3. Διακρίσεις (είδη) αμέλειας: ενσυνείδητη αμέλεια και άνευ συνειδήσεως αμέλεια | Σελ. 479 |
6.3.2. Τα στοιχεία της (εσωτερικής) αμέλειας | Σελ. 483 |
6.3.2.1. Έλλειψη γνώσεως ή βούλησης | Σελ. 484 |
6.3.2.2. Δυνατότητα γνώσης και δυνατότητα αποφυγής | Σελ. 485 |
7. Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ | |
7.1. Ο δικαιολογητικός λόγος του αξιοποίνου της απόπειρας | Σελ. 493 |
7.1.1. Η μετάθεση της ποινικής προστασίας σε προγενέστερο στάδιο | Σελ. 493 |
7.1.2. Οι θεωρίες περί απόπειρας | Σελ. 497 |
7.1.2.1. Υποκειμενικές θεωρίες | Σελ. 497 |
7.1.2.2. Αντικειμενικές θεωρίες | Σελ. 499 |
7.1.2.3. Ενδιάμεσες θεωρίες | Σελ. 501 |
7.2. Η απόπειρα ως αξιόποινη πράξη | Σελ. 504 |
7.2.1. Τα στοιχεία της απόπειρας | Σελ. 505 |
7.2.2. Τα όρια του αξιοποίνου της απόπειρας | Σελ. 521 |
7.2.3. Ο ποινικός κολασμός της απόπειρας | Σελ. 533 |
7.3. Η απόπειρα και το κατά φαντασίαν (νομιζόμενο) έγκλημα | Σελ. 553 |
7.3.1. Η αντίστροφη όψη της πραγματικής πλάνης και της νομικής πλάνης (= πλάνης περί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης) | Σελ. 553 |
7.3.2. Οριοθέτηση | Σελ. 556 |
8. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ | |
8.1. Επισκόπηση της νομοθετικής ρύθμισης του ΠΚ | Σελ. 565 |
8.1.1. Γενικά | Σελ. 565 |
8.1.2. Νομοθετική τυποποίηση των μορφών συμμετοχής στο έγκλημα | Σελ. 570 |
8.2. Η διάκριση της αυτουργίας από τη συμμετοχή σε στενή έννοια | Σελ. 574 |
8.2.1. Τρόποι διακρίσεως | Σελ. 574 |
8.2.1.1. Αντικειμενική θεωρία (αμιγής) | Σελ. 575 |
8.2.1.2. Υποκειμενική θεωρία (αμιγής) | Σελ. 579 |
8.2.1.3. Μικτή θεωρία | Σελ. 580 |
8.2.2. Διάκριση αυτουργίας και συμμετοχής σε στενή έννοια κατά τον ΠΚ. Περιορισμένη εξάρτηση της συμμετοχής από την αυτουργία | Σελ. 585 |
8.3. Μορφές αυτουργίας | Σελ. 606 |
8.3.1. Η άμεση αυτουργία | Σελ. 606 |
8.3.2. Η έμμεση αυτουργία | Σελ. 608 |
8.3.2.1. Γενικά | Σελ. 608 |
8.3.2.2. Περιπτώσεις εμμέσου αυτουργίας | Σελ. 612 |
8.3.2.3. Συμπεράσματα | Σελ. 627 |
8.3.3. Η συναυτουργία | Σελ. 630 |
8.3.4. Η παραυτουργία | Σελ. 655 |
8.4. Μορφές συμμετοχής σε στενή έννοια | Σελ. 658 |
8.4.1. Η ηθική αυτουργία | Σελ. 658 |
8.4.1.1. Γενικά | Σελ. 658 |
8.4.1.2. Η αξιόποινη συμπεριφορά του ηθικού αυτουργού | Σελ. 662 |
8.4.1.3. Ποιοτική και ποσοτική απόκλιση | Σελ. 681 |
8.4.2. Η συνέργεια (άμεση - απλή) | Σελ. 689 |
8.4.2.1. Γενικά | Σελ. 689 |
8.4.2.2. Η άμεση συνέργεια | Σελ. 692 |
8.4.2.3. Η απλή συνέργεια | Σελ. 700 |
8.4.2.4. Η συνέργεια κατ’ άρθρ. 47 (νέου) ΠΚ | Σελ. 719 |
8.5. Ο agent provocateur (προβοκάτορας) | Σελ. 721 |
8.5.1. Γενικά | Σελ. 721 |
8.5.2. Δικαιολογητική βάση | Σελ. 723 |
8.5.3. Διαφορές μεταξύ agent provocateur (προβοκάτορα) και ηθικού αυτουργού | Σελ. 725 |
8.6. Αναγκαία συμμετοχή | Σελ. 734 |
8.6.1. Γενικά | Σελ. 734 |
8.6.2. Περιπτώσεις αναγκαίας συμμετοχής | Σελ. 737 |
8.6.3. Πρακτική σημασία | Σελ. 740 |
8.6.4. Ειδικές περιπτώσεις πολυπρόσωπης τέλεσης | Σελ. 744 |
9. ΣΥΡΡΟΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ | |
9.1. Έννοια και μορφές συρροής | Σελ. 747 |
9.1.1. Έννοια | Σελ. 747 |
9.1.2. Μορφές συρροής | Σελ. 750 |
9.1.2.1. Πραγματική και κατ’ ιδέαν συρροή | Σελ. 750 |
9.1.2.2. Αληθινή και φαινομένη συρροή | Σελ. 753 |
9.1.2.3. Πρακτική σημασία | Σελ. 758 |
9.2. Η αληθινή συρροή | Σελ. 764 |
9.2.1. Γενικά | Σελ. 764 |
9.2.2. Πότε υπάρχει μόνο ένα έγκλημα | Σελ. 766 |
9.2.3. Πότε τα περισσότερα εγκλήματα τελέσθηκαν με μία και πότε με περισσότερες πράξεις | Σελ. 772 |
9.2.4. Προσμέτρηση της ποινής | Σελ. 776 |
9.3. Η φαινομένη συρροή | Σελ. 784 |
9.3.1. Γενικά | Σελ. 784 |
9.3.2. Φαινομένη κατ’ ιδέαν συρροή | Σελ. 794 |
9.3.3. Φαινόμενη πραγματική συρροή | Σελ. 800 |
9.3.3.1. «Μη-τιμωρητή» προηγούμενη (προτέρα) πράξη | Σελ. 803 |
9.3.3.2. «Μη-τιμωρητή» επόμενη (υστέρα) πράξη | Σελ. 805 |
9.3.4. «Αναβίωση» και φαινομένη συρροή | Σελ. 807 |
9.4. Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα | Σελ. 810 |
9.4.1. Γενικά | Σελ. 810 |
9.4.2. Επιμέρους στοιχεία | Σελ. 812 |
9.4.3. Ουσιαστική και δικονομική σημασία | Σελ. 817 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 823 |
Σελ. 1
1 ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
1.1. Δομή και λειτουργία του Ποινικού Δικαίου
1.1.1. Ποινικοί κανόνες και ηθικοί κανόνες
1.1.1.1. Α. Οι ποινικοί κανόνες και οι κανόνες της ηθικής είναι στη ρίζα τους συγγενείς. Όπως δείχνει η ιστορία του αρχαϊκού ΠΔ αλλά και η σύγκριση με το ΠΔ πρωτόγονων φυλών, αρχικά δεν διέφεραν ο ποινικός και ο ηθικός-θρησκευτικός κανόνας. Ακόμη και η πραγματοποίηση θεϊκών, ηθικών και ποινικών προσταγών γινόταν από τα ίδια συμβούλια (ιερείς ή δικαστήρια φυλών). Έτσι η έννομη συνέπεια της παραβίασης της προσταγής ήταν ενιαία (αποβολή από τη φυλή, έλλειψη ειρήνευσης).
Β. Σήμερα διακρίνουμε καθαρά την ποινική προσταγή από τον ηθικό νόμο, πλην όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την προέλευση των κανόνων του ΠΔ. Η ανηθικότητα μιας συμπεριφοράς δεν αποτελεί επαρκή λόγο για την ποινικοποίησή της. Θεωρούμε όμως μη-αποδεκτό, να χρησιμοποιεί η Πολιτεία τελείως ρυθμιστικά κανόνες ΠΔ στην περιοχή του ηθικά αδιαφόρου, μόνο και μόνο επειδή τούτο απλώς την εξυπηρετεί.
1.1.1.2. Ακόμη και σήμερα οι κανόνες του ποινικού και του ηθικού νόμου βαίνουν εν μέρει παράλληλα.
Σελ.2
Α. Συγκεκριμένα τόσο οι κανόνες του ΠΔ όσο και οι κανόνες της ηθικής αναφέρονται εκτεταμένα στην ίδια ύλη και τις ρυθμίσεις με τον ίδιο τρόπο. Στις δέκα εντολές αντιστοιχεί κυρίως ο πυρήνας του γνήσιου ΠΔ. Είναι βέβαιο, ότι οι κανόνες του ΠΔ δεν επιτρέπεται να έρχονται σε αντίθεση με τις ηθικές προσταγές. Μια κοινότητα η οποία θα ρύθμιζε τη συμβίωση των μελών της με ποινικούς νόμους, αντίθετα προς τον ηθικό νόμο, δεν θα αποτελούσε κοινότητα Δικαίου, αλλά συμμορία ληστών. Όποιος διατάσσει τη θανάτωση ανθρώπων μιας ορισμένης ομάδας, δεν θέτει δίκαιο, αλλά διαπράττει άδικο, ακόμη και όταν έχει την υπέρτατη εξουσία και νομοθετική αρμοδιότητα. Η κοινότητα που ακολουθεί τέτοιες προσταγές, δεν πρέπει να εκπλήσσεται, όταν εκλαμβάνεται ως κοινότητα αδίκου.
Β. Δίκαιο είναι -σύμφωνα με τον ανεπανάληπτα σαφή ορισμό του Stammler- η απαραβίαστη, αυτοδύναμα συνδέουσα βούληση. Αλλά Δίκαιο δεν είναι μόνον αυτό. Η βούληση πρέπει να είναι προσανατολισμένη σε μια ιδέα Δικαίου (και αντίστοιχα να την εκφράζει), η οποία επιδιώκει την ανάπτυξη ηθικών και προσωπικών αξιών στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Ο άνθρωπος επιδιώκει τις πιο υψηλές
Σελ. 3
αξίες. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο καθίσταται υπέρτατη αξία της κάθε εννόμου τάξεως. Είναι δηλ. το γεννημένο και όχι το δημιουργημένο υποκείμενο Δικαίου. Η κοινωνική συμβίωση αποτελεί αναγκαιότητα που σε μερικές περιπτώσεις είναι δύσκολα υποφερτή, δεν είναι όμως αυτοσκοπός. Το να έχει το άτομο τη δυνατότητα να επιδιώκει μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο υπέρτατες αξίες και να εκπληρώνει την ηθική προσωπική του αποστολή, αυτό πρέπει να διευκολύνεται από κάθε κοινωνική ρύθμιση και ιδιαίτερα από την έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει μια τάξη που στις ηθικές επιταγές αντιπαραθέτει τους δικούς της κανόνες. Δεν μπορεί να υπάρξει μια τάξη (και αυτό σε αντίθεση προς την άποψη του Stammler) που είναι κοινωνικά ορθή, αλλά ηθικώς απορριπτέα.
1.1.1.3. Α. Για τη διάκριση του γνήσιου ΠΔ από το υπόλοιπο Δίκαιο των κυρώσεων χρησιμοποιήθηκε η παραλληλία αυτού προς την ηθική επιταγή. Γιατί βέβαια δεν επιβάλλουν μόνον οι κανόνες του γνήσιου ΠΔ μια κατασταλτική έννομη συνέπεια τιμωρώντας «τελεσθέν» άδικο. Στο Α.Δ. υπάρχει η «συμβατική ποινή», στους δικονομικούς νόμους υπάρχουν «μέσα τάξεως» και σε ένα πλήθος ειδικών ποινικών νόμων υπάρχουν «ποινές» και «πρόστιμα». Έτσι ακόμη και σήμερα υποστηρίζεται σποραδικά η άποψη εκείνη, η οποία κάνοντας ποιοτική διάκριση ομιλεί για γνήσιο ΠΔ, μόνον όταν ο κανόνας που επιβάλλει μια έννομη συνέπεια θα αντιστοιχούσε σε ηθικό κανόνα.
Σελ. 4
Β. Κατά κύριο λόγο στην περιοχή των παραβάσεων τάξεως αυτή η ποιοτική διάκριση δεν μπορεί πλέον, από το 1968 και μετά, ούτε στη Γερμανία να υποστηριχθεί. Και τούτο, γιατί με το γερμανικό νόμο για τις παραβάσεις τάξεως (OWiG) του 1968 εισάγονται όλο και περισσότερες ποινικές υποστάσεις που έχουν μεν μία τέτοια παραλληλία, αλλά εμφανίζουν ασήμαντο χαρακτήρα. Επομένως σήμερα θα πρέπει να υποστηριχθεί μια ποσοτική διάκριση.
1.1.1.4. Η διάκριση του γνήσιου ΠΔ από τους άλλους νομικούς κλάδους παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερη δυσχέρεια λόγω της αυξανόμενης χρησιμοποίησης από το νομοθέτη του μέσου της ποινής για εξαναγκασμό σε συμμόρφωση σε όλες σχεδόν τις προσταγές. Υπάρχουν ειδικοί ποινικοί νόμοι, παράλληλα με τον ΠΚ του 1950, οι οποίοι αφορούν γνήσια εγκληματικό άδικο. Εντούτοις οι περισσότεροι ειδικοί ποινικοί νόμοι αφορούν υλικό, το οποίο χαρακτηριζόταν παλαιότερα -πολύ στενά- ως «διοικητικό ΠΔ» ή «οικονομικό ΠΔ». Έτσι υπήρχε παράλληλα με το αστυνομικό ΠΔ, διασκορπισμένο σε άπειρες αστυνομικές διατάξεις, το φορολογικό ΠΔ, το συναλλαγματικό ΠΔ (στους εκάστοτε νόμους για το συνάλλαγμα), το δασικό ΠΔ (στους νόμους της δασικής υπηρεσίας), το οικονομικό ΠΔ (εν μέρει στον οικονομικό ΠΝ του 1954), το βιοτεχνικό και επαγγελματικό ΠΔ (στις διατάξεις για τις βιοτεχνίες και τα επαγγέλματα καθώς και σε πολυάριθμες αστυνομικές διατάξεις) κ.λπ..
Σελ. 5
Α. Η διάκριση ανάμεσα στο γνήσιο ΠΔ και στους ειδικούς ποινικούς νόμους παραβιάζεται από παλαιά. Με τη βοήθεια κυρίως των εργασιών των Goldschmidt, Frank και Erik Wolf επικράτησε η άποψη ότι το εγκληματικό άδικο και η απλή παράβαση τάξεως διαφέρουν όχι μόνον ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Πίστευαν δηλ. οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ότι μπορούσαν να εντοπίσουν το κριτήριο διάκρισης στο ότι μόνον σε περίπτωση εγκληματικού αδίκου παραβιάζεται ένα ουσιαστικό έννομο αγαθό. Αντίθετα, η παράβαση τάξεως συνιστά απλώς ανυπακοή απέναντι στην έννομη τάξη, δηλ. με αυτή παραβιάζονται μόνο διοικητικά αγαθά.
Β. Αργότερα κυριάρχησε η αντίληψη ότι θα πρέπει να γίνει διάκριση όχι με βάση το είδος της παραβίασης του εννόμου αγαθού αλλά σύμφωνα με την ηθική σημαντικότητα.
Γ. Σήμερα πρέπει να διαφοροποιήσουμε -κατά την επικρατούσα άποψη- ποσοτικά και μάλιστα να αναλογισθούμε δικαιοπολιτικά περαιτέρω, μήπως πρέπει να μεταταγούν οι ασήμαντες περιπτώσεις από την ομάδα των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας στις παραβάσεις τάξεως. Γιατί άραγε θα πρέπει λ.χ. η κλοπή των 100 € να αποτελεί πλημμέλημα; Σε άλλα εγκλήματα δεν πληρούται -σύμφωνα με υποστηριζόμενη στο πλαίσιο του γερμανικού ΠΔ γνώμη- ούτε καν η αντικειμενική υπόσταση (λ.χ. στις §§ 185, 223 του γερμανικού ΠΚ) σε περίπτωση που η επίθεση κατά του εννόμου αγαθού είναι επουσιώδης. Έτσι θα δημιουργείτο στον ΠΚ πεδίο για ποινικές διατάξεις σχετικά με την καταπολέμηση της εγκληματικότητας του «λευκού περιλαιμίου» ή κατά του περιβάλλοντος.
Σελ. 6
Δ. Ο νομοθέτης τα τελευταία χρόνια αρχίζει να λαμβάνει υπόψη τη διάκριση ανάμεσα σε εγκληματικό άδικο και σε παραβάσεις τάξεως εμφανέστερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Τούτο αποτυπώνεται σε μια σειρά από νομοθετήματα. Έτσι ισχυροποιείται η θέση ότι γνήσιο ΠΔ δεν μπορεί να δημιουργηθεί κατά βούληση. Αντίθετα η θέσπιση παραβάσεων τάξεως υπαγορεύεται -κατά κύριο λόγο- από σκέψεις σκοπιμότητας.
1.1.2. Σκοπός του Ποινικού Δικαίου
1.1.2.1. Η ίδια προέλευση και η εκτεταμένη παραλληλία ανάμεσα στον ποινικό και τον ηθικό κανόνα δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στην παρανόηση ότι δεν πρόκειται για διαφορετικούς χώρους. Δεν πρέπει ή δεν μπορεί ο κάθε ηθικός κανόνας να αντιστοιχεί οπωσδήποτε σε έναν ποινικό κανόνα. Η πρώτη από τις δέκα εντολές δεν μπορεί άλλωστε να ποινικοποιηθεί. Αλλά και εκεί που υπάρχουν αντιστοιχίες η λειτουργία του ΠΔ είναι βέβαια διαφορετική. Συγκεκριμένα η αποστολή του ΠΔ είναι η αποστολή ολόκληρου του Δικαίου, αφού το ΠΔ είναι μόνο ένα τμήμα του συνολικού Δικαίου, δηλ. η ρύθμιση της ανθρώπινης συμβίωσης. Με την κοινωνική συμβίωση δημιουργείται η ανάγκη για νομικές προσταγές, η ανάγκη για τάξη, μέσα στην οποία ο καθένας μπορεί να ζήσει ανενόχλητα από τον άλλον. Δεν αποτελεί αποστολή του Δικαίου ο εξαναγκασμός σε ηθική συμπεριφορά ή σε έναν βασικό πυρήνα ηθικής
Σελ. 7
συμπεριφοράς. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό ούτε μέσω νομικών προσταγών (και με την εξωτερική τους πραγματοποίηση).
1.1.2.2. Στο πλαίσιο του συνολικού Δικαίου προσδίδεται στο ΠΔ η ιδιαίτερη αποστολή να εξοπλίζει ξεχωριστά σημαντικές περιοχές της κοινωνικής συμβίωσης και αντίστοιχα τα από κοινωνική άποψη πιο σημαντικά συμφέροντα (όχι απαραίτητα τις υπέρτατες κοινωνικές αξίες) με μία ιδιαίτερα δραστική προστασία. Η παρεχόμενη από άλλους νομικούς κλάδους προστασία δεν επαρκεί πάντοτε. Το Α.Δ. αντιδρά συνήθως σε νομικές παραβάσεις απλώς με την υποχρέωση για αποκατάσταση της ζημίας.
Το ΠΔ αποτελεί, διευκρινίζει ο Rengier (έ.ά., σελ. 9), το πιο δραστικό μέσο εξουσίας, το οποίο διαθέτει η πολιτεία. Έτσι επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της ποινικής εξουσίας της πολιτείας μόνο ως «ultima ratio». Η προτεραιότητα άλλων ηπιοτέρων μέσων προκύπτει ήδη, επισημαίνει ορθώς ο Rengier (έ.α.), από την αρχή της αναλογικότητας η οποία με τη σειρά της βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου (Art. 20 III GG, σχετικά βλ. άρθρ. 25 § 1 του Σ.).
Εξάλλου, φαίνεται ότι ανάμεσα στο Α.Δ. και στο ΠΔ δεν υπάρχει μόνο ποσοτική διαφορά. Συγκεκριμένα δεν μπορεί να παραβλεφθεί η αφόρητη ηθικοκοινωνική απαξία των παραβάσεων του ποινικού νόμου. Εξάλλου το Α.Δ. αποτελεί καθολικό και πλήρες σύστημα προστασίας των εννόμων αγαθών, ενώ το ΠΔ ασκεί προστασία με αποσπασματικό και επιλεκτικό μόνο χαρακτήρα.
Α. Πολλές νομικές παραβάσεις δεν μπορούν -ως γνωστόν- να αποκατασταθούν (προσβολή της ζωής, της υγείας, παραβίαση της ελευθερίας κ.λπ.). Αυτά τα αυστηρώς προσωποπαγή έννομα αγαθά χρειάζονται ποινική προστασία και μάλιστα με ιδιαίτερο τρόπο. Ωστόσο, και αγαθά τα οποία δεν ανήκουν σε συγκεκριμένα άτομα, αλλά στο σύνολο, έχουν ανάγκη από ποινική προστασία. Ποια άλλη δυνατότητα θα υπήρχε δηλ. για να αποτραπούν λ.χ. τα ποινικά αδικήματα της ψευδορκίας (άρθρ. 224 παλαιού ΠΚ) ή της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρ. παλαιού 225 ΠΚ); Με μια εξισορρόπηση απλώς της ζημίας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν τέτοιες περιπτώσεις. Αυτή η αντίληψη είναι τόσο κοινή, ώστε κανείς -παρ’ όλες τις διχοστασίες για την αποστολή του ΠΔ και της ποινής- δεν έθεσε ποτέ σε αμφισβήτηση την αναγκαιότητα τους. Βεβαίως πάντοτε θα μπορεί να λεχθεί κάτι για τις διάφορες θεωρίες περί ποινής.
Σελ. 8
Β.1. Σύμφωνα με ευρέως υποστηριζόμενη άποψη η λειτουργία του ΠΔ έγκειται στην προστασία ιδιαίτερα σημαντικών εννόμων αγαθών (εννόμων αξιών, συμφερόντων). Η έννοια του εννόμου αγαθού δεν μπορεί να ορισθεί μόνον τυπικά (τυπική θεωρία περί εννόμου αγαθού), αλλά φυσικά μπορεί να ορισθεί και ουσιαστικά (όχι όμως με την έννοια του ενσώματου αντικειμένου).
2. Συνέπεια αυτής της αντίληψης περί της λειτουργίας του ΠΔ, δηλ. της προστασίας των εννόμων αγαθών, είναι η κατανόηση του ποινικού αδίκου ως προσβολής εννόμου αγαθού. Το έγκλημα είναι πρωτίστως προσβολή κάποιου εννόμου αγαθού (φυσικά παράπλευρα είναι και προσβολή καθήκοντος) και όχι το αντίστροφο. Περαιτέρω συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι ο εντοπισμός της απαξίας της συμπεριφοράς του δράστη στο ειδικό της αποτέλεσμα, δηλ. στην προσβολή του εννόμου αγαθού. Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη έχει απαξία και γι’ αυτό έχει απαξία και η πράξη, δηλ. η επέμβαση στο ξένο πράγμα, δεν ισχύει όμως το αντίστροφο.
3. Αντίθετα, υποστηρίζεται εν μέρει ότι το ΠΔ έχει μια κοινωνικοηθική λειτουργία, δηλ. ότι προστατεύει κατά κύριο λόγο κοινωνικοηθικές φρονηματικές αξίες (και μόλις έμμεσα με αυτό τον τρόπο έννομα αγαθά), ότι το έγκλημα αποτελεί κατά κύριο λόγο προσβολή καθήκοντος και ότι πρέπει το κέντρο βάρους να βρίσκεται στην απαξία της πράξεως (και όχι στην απαξία του αποτελέσματος).
Σελ. 9
Γ. Αυτές οι απόψεις που έχουν προεχόντως αναπτυχθεί από τον Hans Welzel, θα πρέπει να εξετασθούν με ιδιαίτερη προσοχή. Και τούτο γιατί, όπως υποστηρίζεται, απομονώνουν το ΠΔ στη λειτουργία του από το συνολικό Δίκαιο, αναμειγνύουν ηθικό και νομικό κανόνα, περιπίπτουν σε κίνδυνο να ανακαλύψουν τα συστατικά του αδίκου προεχόντως στο πρόσωπο του δράστη αντί στη συμπεριφορά του (= έννοια του προσωπικού αδίκου) και βρίσκονται πάντοτε κοντά στο ΠΔ του φρονήματος.
1. Δεν τιμωρείται «η παρέκκλιση από το νομικό φρόνημα», αλλά η προσβολή σημαντικών εννόμων αγαθών. Και φυσικά ας μη λησμονείται ότι χωρίς την έννοια του εννόμου αγαθού δεν μπορεί να προσδιορισθεί το τι μπορεί να είναι παρέκκλιση από το νομικό φρόνημα. Έτσι σε περίπτωση π.χ. που ο Α σκοτώσει ένα έντομο ή ένα πουλί, που ανήκει όμως στον Β, τότε αδυνατούμε χωρίς την εξέταση του εννόμου αγαθού να πούμε πότε ο Α παρεκκλίνει από το νομικό φρόνημα και πότε όχι. Μόνον όταν η κοινότητα του Δικαίου αναγνωρίζει ένα ορισμένο έννομο αγαθό ως άξιο προστασίας (εδώ νοείται η ιδιοκτησία πάνω στο πουλί), μόνον τότε μεταβάλλεται η πράξη θανάτωσης σε παρέκκλιση από το φρόνημα. Και βέβαια μεταβάλλεται όχι μόνον σε παρέκκλιση από το φρόνημα αλλά και σε προσβολή του εννόμου αγαθού.
2. Η θέση του Η. Welzel για προστασία κοινωνικοηθικών φρονηματικών αξιών γίνεται ακόμη πιο δυσχερής, όταν αναλογισθούμε ότι και ο γερμανός ποινικολόγος στηρίζεται στην προστασία εννόμων αγαθών. Αλλά στη συνέχεια από την εν λόγω προστασία έχουμε «την προστασία των θεμελιωδών κοινωνικοηθικών φρονηματικών αξιών» και μόλις μέσα σε αυτή περικλείεται «η προστασία των συγκεκριμένων εννόμων αγαθών». Το νοηματικό άλμα εξηγείται από την προσπάθεια να επιτευχθεί κατά το δυνατόν μια περιεκτική και διαρκής προστασία εννόμων αγαθών. Αυτή η διαρκής προστασία επιτυγχάνεται «μόνον με την προστασία των θεμελιωδών κοινωνικοηθικών αξιών», δηλ. με τον εξαναγκασμό σε σύννομο φρόνημα και όχι απλώς σε σύννομη συμπεριφορά. Κατά τη διαδρομή αυτής της αφαίρεσης παραβλέπεται όμως ότι σύννομο φρόνημα έχει και εκείνος ο οποίος -καίτοι διακατέχεται από ιδιαίτερη δυσαρέσκεια- μολαταύτα δεν επεμβαίνει σε ξένους νομικούς χώρους. Εάν παρ’ όλα
Σελ. 10
αυτά απαιτήσει κανείς περισσότερα, τότε θα πρέπει να ζητήσει όχι μόνο πίστη προς το Δίκαιο, αλλά και ηθικό φρόνημα. Και φυσικά τότε θα είχαμε μια υποδειγματική κοινότητα. Η δημιουργία όμως ενός τέτοιου «ηθικού» (και όχι απλώς συννόμου) φρονήματος δεν είναι, σύμφωνα με τον Welzel, αποστολή του ΠΔ.
3.α. Το αξιόποινο της απρόσφορης απόπειρας που χρησιμοποιείται συχνά για στήριξη της διδασκαλίας του προσωπικού αδίκου αποτελεί μια οριακή περίπτωση και δεν είναι κατάλληλη να σχηματίσει τη βάση ενός συστήματος. Η απόπειρα (ακόμη και η απρόσφορη) αντλεί την απαξία της από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και εδώ το αποδοκιμαζόμενο από το νόμο αποτέλεσμα προσδιορίζει τον νομικό χαρακτήρα της πράξης.
β. Η άποψη της προσωπικής απαξίας οδηγεί σε προβληματικά αποτελέσματα, όπως υποστηρίζεται, στις περιπτώσεις των παραλείψεων και εξ αμελείας πράξεων:
αα. Συγκεκριμένα στο πλαίσιο της παράλειψης η ύπαρξη του νομικού καθήκοντος για ενέργεια εξαρτάται από το εάν ο δράστης γνωρίζει ή όχι τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του. Η μεταφορά αυτής της άποψης, διευκρινίζεται, στο Α.Δ. ή σε άλλους νομικούς κλάδους θα σήμαινε: Ο κάθε πολίτης θα μπορούσε λόγω άγνοιας των εννόμων προϋποθέσεων μιας έννομης συνέπειας (με άλλα λόγια αφού δεν θα δεσμευόταν από το Δίκαιο) όχι μόνο να αποφεύγει αυτή την έννομη συνέπεια, αλλά (θα μπορούσε) και να ενεργεί σύννομα.
ββ. Στο πλαίσιο της εξ αμελείας πράξεως η διδασκαλία του προσωπικού αδίκου θα οδηγούσε στην άποψη ότι η απαξία της πράξης καθεαυτή δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί με την επέλευση του αποτελέσματος ούτε να μειωθεί με την μη-επέλευσή του. Άδικο συνιστά ήδη η μη-επιμελής συμπεριφορά. Ακριβώς αυτή η θέση όμως δείχνει σαφέστατα τη διαφορά προς την άποψη που υποστηρίζεται εδώ. Εμείς δηλ. απαιτούμε
Σελ. 11
μόνον να μην προσβάλλονται (και να μη γίνονται αντικείμενο διακινδύνευσης) νομικοί χώροι που ανήκουν σε άλλους.
1.1.3. Οι θεωρίες περί ποινής
1.1.3.1. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης ΠΔ και ποινής δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο αμφισβήτησης. Από παλαιά στασιάζεται όμως το νόημα αυτού του κλάδου του Δικαίου και ιδιαίτερα της βασικής εννόμου συνέπειας του, δηλ. της ποινής. Από τη μια πλευρά υπάρχουν οι απόλυτες θεωρίες ή θεωρίες της δικαιοσύνης, που απορρίπτουν γενικά το ερώτημα για το σκοπό της ποινής και από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι σχετικές θεωρίες ή θεωρίες του σκοπού, που εντοπίζουν το σκοπό της ποινής είτε στη γενική πρόληψη, είτε στην ειδική πρόληψη.
Α. Σύμφωνα με τις απόλυτες θεωρίες επιβάλλεται ποινή, επειδή υπήρξε σφάλμα, «punitur, quia peccatum est». Ακόμη και σε περίπτωση που θα διαλυόταν τελείως η αστική κοινωνία, θα έπρεπε προηγουμένως και ο τελευταίος εγκληματίας που βρίσκεται στη φυλακή, να εκτελεσθεί, γιατί έτσι θα μπορούσε να πληροφορηθεί ο καθένας την αξία των πράξεών του και η ενοχή αίματος δεν θα βάρυνε το λαό, ο οποίος δεν άσκησε πίεση γι’ αυτή την τιμωρία, καθόσον μπορεί να θεωρηθεί ως συμμέτοχος σε αυτή τη δημόσια προσβολή της δικαιοσύνης. Ο Hegel στράφηκε εναντίον του Feuerbach και της θεωρίας του για την (αρνητική) εκφοβιστική γενική πρόληψη (έρεισμα: η θέση του Feuerbach για τον «ψυχολογικό καταναγκασμό») προβάλλοντας την αντίρρηση, ότι μεταχειρίζεται τον άνθρωπο όπως μεταχειρίζεται κανείς έναν σκύλο, δηλ. απειλώντας τον με μια ράβδο.
Σελ. 12
Β. Οι σχετικές θεωρίες αντίθετα θέτουν το ερώτημα για το σκοπό της ποινής, θέλουν με αυτή την έννομη συνέπεια να επιτύχουν κάτι, δηλ. να μη λάβουν χώρα αξιόποινες πράξεις, «punitur, non quia peccatum est, sed ne peccetur». Βλέπουν τον σκοπό της ποινής είτε στον εκφοβισμό πιθανών δραστών, δηλ. στη γενική συγκράτηση, γενική πρόληψη, είτε στη βελτίωση, διαπαιδαγώγηση, εν ανάγκη στον εκφοβισμό του συγκεκριμένου δράστη που πρόκειται να τιμωρηθεί, ειδική πρόληψη.
Γ. Η σκέψη της σκόπιμης ποινής δεν είναι βέβαια καινούργια. Την κλασική διατύπωσή της την συναντούμε στον Seneca, ο οποίος διετύπωσε την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα ως εξής: «Nam, ut Pluto ait, nemo prudens punit, quia peccatum est, sed ne peccetur».
Δ. Πέρα από αυτές τις απόλυτες και σχετικές θεωρίες υπάρχουν και κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια οι ενωτικές θεωρίες, οι οποίες θέλοντας να γεφυρώσουν την αντινομία ανάμεσα στην ποινή που δεν έχει σχέση με κάποιο σκοπό και σε εκείνη που εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, απαιτούν μεν ποινή στο πλαίσιο της ενοχής για τη συγκεκριμένη πράξη, λαμβάνουν όμως υπόψη τους σκοπούς της ποινής, «punitur, quia peccatum est, ne peccetur». Αυτές οι διδασκαλίες σε διάφορες εκφάνσεις υποστηρίζονται σήμερα
Σελ. 13
εκτεταμένα στη βιβλιογραφία. Ενόψει της επιμέτρησης της ποινής οι εν λόγω θεωρίες χαρακτηρίζονται ως θεωρίες του πλαισίου (Spielraumtheorie). Και τούτο γιατί στηρίζονται στην αντίληψη, ότι η ποινή η προσήκουσα στην ενοχή αφήνει ένα ορισμένο πλαίσιο, όπου θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι σκοποί της ποινής.
Ε. Ο λόγος για την επιβολή της ποινής θεωρείται ότι είναι η αναγκαιότητα του εξιλασμού (εξιλέωση) για προσωπική ενοχή (Schuld-Sühne-Gedanke). Παράπλευρα όμως θα πρέπει με την ποινή να επιδιωχθούν παιδαγωγικοί και επίσης (σε ορισμένη έκταση) εκφοβιστικοί στόχοι. Και η επιμετρική διάταξη της § 46 Abs. 1 του γερμ. ΠΚ βρίσκεται πάνω σε αυτή τη γραμμή. Μια υπέρβαση του άνω ορίου της ενοχής για εξυπηρέτηση ειδικοπροληπτικών στόχων, την οποία ήθελε να επιβάλει η επίσημη Αιτιολογία του γερμανικού Σχεδίου ΠΚ του 1962, αποκρούεται δικαίως από την άρχουσα γνώμη.
1.1.3.2. Εάν η ιδιαίτερη αποστολή του ΠΔ εντοπίζεται στην προστασία ιδιαίτερα σημαντικών εννόμων αγαθών-συμφερόντων, θέση με την οποία πιο πάνω στο 1.1.2. συμφωνήσαμε, τότε είναι συνεπές να τονίσουμε περισσότερο τη γενική πρόληψη. Και τούτο όχι με τη μορφή του εκφοβισμού που πηγάζει από την επιβαλλόμενη στο συγκεκριμένο άτομο ποινή, αλλά με τη μορφή της απειλής που πηγάζει από την ύπαρξη και έτσι της διαπαιδαγώγησης -και μάλιστα σε βάθος χρόνου- των πολιτών, της «αποστροφής» που δημιουργείται σχετικά με το έγκλημα, πράγμα που ενισχύεται από την αποτελεσματικότητα των ποινικών κανόνων.
Σελ. 14
Α. Η λήψη υπόψη γενικοπροληπτικών αναγκών με σκοπό την επίταση της ποινής στο πλαίσιο της βαρύτητας της συγκεκριμένης τιμώρησης ή καθ’ υπέρβαση αυτού του πλαισίου θεωρείται ως απαράδεκτη. Γιατί έτσι θα καθίστατο ο άνθρωπος μέσο για διατήρηση της κοινωνικής τάξης, συγχεόμενος -κατά τη ρήση του Kant- με τα αντικείμενα του εμπραγμάτου δικαίου. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μέσο, αλλά σκοπός της εν λόγω τάξης. Ο καθένας θα έπρεπε δηλ. στο πλαίσιο αυτής της εσφαλμένης αντίληψης της γενικής πρόληψης να αναλάβει μεγαλύτερα βάρη ακριβώς για να απαλλάξει άλλους από αυτά. Η εντολή της ανάληψης δι’ αντιπροσώπου της εν λόγω θυσίας δεν μπορεί εντούτοις να αποτελεί θέμα της εννόμου τάξεως. Μια αποτελεσματική (και θετική και αρνητική) γενικοπροληπτική επίδραση (δηλ. γενική πρόληψη επιδιωκόμενη μέσω της υπάρξεως της απειλής) έχουν οι ποινικοί κανόνες μόνον τότε, όταν εφαρμόζονται με συνέπεια κατά το δυνατόν σε κάθε περίπτωση.
Β. Από την άλλη μεριά η ανάπτυξη πάρα πολλών ειδικοπροληπτικών στοιχείων μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της έννομης συνέπειάς της δημιουργεί τον κίνδυνο να θεωρηθεί η έννομη συνέπεια περισσότερο ως αποτέλεσμα μιας ορισμένης κατηγορίας δραστών παρά ως έννομη συνέπεια μιας αξιόποινης πράξεως. Μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να έχει επιτευχθεί κάποιο κέρδος εξ επόψεως ειδικής πρόληψης, πλην όμως η απώλεια σχετικά με τη γενική πρόληψη που επιδιώκεται μέσω της απειλής, είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη και βαρύτερη. Η ακραία εφαρμογή αυτής της θέσης θα σήμαινε ότι πρόσθετη έννομη προϋπόθεση της έννομης συνέπειας «ποινή» θα ήταν η αναγκαιότητα για διαπαιδαγώγηση του δράστη. Ποιος όμως από τους πολίτες θεωρεί ότι ο εαυτός του έχει ανάγκη διαπαιδαγώγησης και συνεπώς δέχεται αυτή την προϋπόθεση ως δεδομένη ειδικά σε σχέση με την πράξη του;
Γ. Συνεπώς ειδική πρόληψη και γενική πρόληψη θα πρέπει να λειτουργήσουν σε μια κατά το δυνατόν ιδανική αναλογία, να τελούν σε ισορροπία. Η καλύτερη ειδική
Σελ. 15
πρόληψη θα απέδιδε τη χειρότερη γενική πρόληψη και αντιστρόφως. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένα πρόβλημα ισορροπίας και μεγιστοποίησης που κρίνεται με βάση το εκάστοτε στάδιο: Ο σκοπός του ΠΔ «ελέγχεται» από τη γενική πρόληψη, η επιβολή της ποινής για τη συγκεκριμένη πράξη χαρακτηρίζεται από την ισορροπία ανάμεσα στη γενική και την ειδική πρόληψη, ενώ η έκτιση της ποινής υπόκειται κατά κύριο λόγο στην ειδική πρόληψη.
1.1.3.3. Έτσι το ΠΔ μπορεί να αναπτύξει πραγματικά μόνο τότε τη γενική πρόληψη που επιδιώκεται μέσω της ποινής, όταν το νομικό λόγο και επίσης τη βάση για τον καθορισμό της κάθε ποινής που πρέπει να επιβληθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί η ενοχή για τη συγκεκριμένη πράξη.
Α. Αυτή η ενοχή για τη συγκεκριμένη πράξη δεν μπορεί να συνιστά αντικείμενο ανταπόδοσης (ανταποδοτικό ΠΔ), αλλά θα πρέπει να αποτελέσει το μέτρο του εξιλασμού του δράστη. Η διαφορά προς την ανταπόδοση έγκειται στο ότι ο εξιλασμός απαιτεί και καθιστά δυνατή την προσωπική σύμπραξη του δράστη σε κάθε περίπτωση. Εντούτοις αποτελεί θέμα του σωφρονισμού η διασφάλιση αυτής της προσωπικής σύμπραξης. Πρέπει δηλ. να είναι έτσι διαμορφωμένος, ώστε να παρακινηθεί ο δράστης σε εσωτερική μεταστροφή, ή -τουλάχιστον- να έχει τη δυνατότητα γι’ αυτό.
Β. Η ενοχή για τη συγκεκριμένη πράξη δεν επιτρέπεται εξάλλου να μετατραπεί σχηματικά σε ποινή και κατά μείζονα λόγο δεν επιτρέπεται η ειδική πρόληψη να θυσιασθεί τυφλά στο βωμό του εξιλασμού της ενοχής για τη συγκεκριμένη πράξη (και ακόμη περισσότερο της ανταπόδοσης). Όταν αυτό το απαιτεί ο στόχος της βελτίωσης
Σελ. 16
και της επανένταξης του δράστη, εκεί μπορούν να λάβουν χώρα περιορισμοί της ποινής που αναλογεί προς την ενοχή της συγκεκριμένης πράξης, έτσι ώστε να αποτραπεί η αποκοινωνικοποίησή του.
Γ. Σχετικά με αυτό το ζήτημα θα πρέπει να προσεχθεί «η θεωρία των σταδίων», που τυγχάνει ευρείας αναγνωρίσεως στους κόλπους της επιστήμης. Θα πρέπει κανείς να διακρίνει ανάμεσα στο σκοπό του ΠΔ (δηλ. στο σκοπό των κανόνων), στο σκοπό της συγκεκριμένης τιμώρησης του δράστη και στο σκοπό της εκτέλεσης της ποινής: Στο επίπεδο των κανόνων υπερισχύει ο γενικοπροληπτικός σκοπός, στο επίπεδο της συγκεκριμένης τιμώρησης ενισχύεται ο ειδικοπροληπτικός σκοπός και στο επίπεδο της διαμόρφωσης του σωφρονισμού κυριαρχεί η ειδική πρόληψη. Γενικοπροληπτικοί σκοποί δεν επιτρέπεται να επιδιωχθούν στο επίπεδο του σωφρονισμού. Όπου υπάρχουν περιορισμοί των δικαιωμάτων του κρατουμένου, εκεί δεν πρόκειται για περιορισμούς δικαιωμάτων που επιδιώκονται στο επίπεδο του σωφρονισμού, αλλά απλώς για συνέπειες από το προηγούμενο επίπεδο (ο σκοπός των κανόνων), οι οποίες διεισδύουν και στο επίπεδο της διαμόρφωσης του σωφρονισμού.
Σελ. 17
1.2. Ουσία του Ποινικού Δικαίου και του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου
1.2.1. Το Ποινικό Δίκαιο ως κλάδος του Δημοσίου Δικαίου
Για να γίνει δεκτή η πλήρωση των προαναφερθεισών λειτουργιών, πρέπει ο κλάδος του Δικαίου που μας ενδιαφέρει εδώ, να έχει βέβαια μια ιδιαίτερη μορφή. Το Ποινικό Δίκαιο αποτελεί κλάδο του Δημοσίου Δικαίου.
Ανεξάρτητα από το πού θα δει κανείς το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Δημοσίου Δικαίου, δηλ. στην ανομοιότητα των υποκειμένων του Δικαίου (κράτους-πολίτη) ή στο ad utilitatum rei publicae spectat, το Ποινικό Δίκαιο πληροί και τις δύο προϋποθέσεις με χαρακτηριστικό τρόπο. Στο Ποινικό Δίκαιο δεν αντιμετωπίζουμε, όπως στο πεδίο του Ιδιωτικού Δικαίου, μια εξισορρόπηση συμφερόντων ανάμεσα σε δύο ισότιμα μέρη (ας πούμε ανάμεσα στο δράστη και το θύμα), αλλά αντιμετωπίζουμε μια ποινική αξίωση με χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, που αναφύεται στη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη και η οποία κατά κανόνα μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με ποινή. Μια συναλλαγή ανάμεσα στον δράστη και το θύμα για την έκταση και το περιεχόμενο της αξίωσης ή και μια παραίτηση του θύματος από την αξίωση (η οποία δεν του ανήκει βέβαια) αποκλείεται. Από εδώ προκύπτουν σημαντικές αρχές τόσο για το ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο όσο και για το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (λ.χ. η μη-αναγνώριση της αρχής της διαθέσεως της δίκης που ισχύει στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο). Ποινικό Δίκαιο του Κράτους σημαίνει επίσης καθήκον ποινής. Αυτό το καθήκον δικονομικά επιβάλλεται μέσω της αρχής της νομιμότητας ή της υποχρεωτικής διώξεως των εγκλημάτων, που ισχύει -κατά κανόνα- στο ελληνικό Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο.
Η ποινική δίωξη κινείται υποχρεωτικώς, δηλ. ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να προβαίνει στην ποινική δίωξη, μόλις λαμβάνει γνώση -με οποιονδήποτε τρόπο- ότι τελέσθηκε κάποιο έγκλημα, εκτός αν η σχετική καταγγελία ή πληροφορία δεν «στηρίζεται στο νόμο ή είναι στην ουσία της» προφανώς αβάσιμη ή προφανώς ψευδής ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως (άρθρ. 43 § 1, 47 §§ 1, 2 ΚΠΔ).
Σελ. 18
1.2.2. Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ως κλάδος του Δημοσίου Δικαίου
Και το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ανήκει (όπως άλλωστε ολόκληρο το Δικονομικό Δίκαιο) στο Δημόσιο Δίκαιο. Το Δικονομικό Δίκαιο αποσκοπεί γενικά στην πραγματοποίηση του Δικαίου. Γιατί βέβαια με την απλή ύπαρξη του ουσιαστικού Αστικού Δικαίου ή του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου δεν έχει επιτευχθεί το παραμικρό, τουλάχιστον στην περίπτωση που η Πολιτεία έχει απαγορεύσει την αυτοδικία (άρθρ. 331 ΠΚ) και την έχει αντικαταστήσει με την πραγματοποίηση του Δικαίου μέσω της Πολιτείας. Η αυτοδικία και η εφαρμογή του Δικαίου με τις προσωπικές δυνάμεις του καθενός γίνονται αποδεκτές στο πλαίσιο μιας σύγχρονης, δικαιοκρατικής Πολιτείας μόνο σε λίγες, εξαιρετικές περιπτώσεις. Όταν ο οφειλέτης δεν πληρώνει, τότε δεν είναι δυνατόν ο πιστωτής να πάει σε αυτόν και να επιχειρήσει να εισπράξει την απαίτηση. Αντιθέτως πρέπει να επιτύχει στο πλαίσιο μιας πολιτικής δίκης την αναγνώριση του συννόμου της απαίτησής του και ακολούθως (σε περίπτωση που είναι θετική η απόφαση του δικαστηρίου) να επιχειρήσει την εκτέλεσή της. Και η ποινική δίκη έχει αυτούς τους στόχους, δηλ. την αναγνώριση της πολιτειακής ποινικής αξίωσης και σε περίπτωση ύπαρξης της αξίωσης την ικανοποίησή της. Από το χαρακτήρα δημοσίου δικαίου όμως που έχει η ποινική αξίωση της Πολιτείας προκύπτουν σημαντικές συνέπειες σχετικά με τη διαμόρφωση του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου. Και αυτές είναι: η αρχή της ουσιαστικής αλήθειας και η αρχή της νομιμότητας.
Σελ. 19
1.3. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο
1.3.1. Γενικά
Η τάση, η ευρισκόμενη φυσικά σε εξέλιξη ακόμη, για «εξευρωπαϊσμό» της οικονομικής ζωής επεξετάθη και σε άλλους τομείς της καθημερινής ζωής, έτσι ώστε άρχισε να καταλαμβάνει και το Ποινικό Δίκαιο, ένα κατεξοχήν «εθνικό» Δίκαιο.Ένα
Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο με τη στενή έννοια του όρου, δηλ. με την έννοια ευρωπαϊκών ποινικών διατάξεων με άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, δεν υπάρχει ακόμη.Εντούτοις, το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο (εν ευρεία έννοια) έχει εξελιχθεί σε αυτοτελή επιστημονικό κλάδο της ποινικής επιστήμης134. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο κλάδο που περιλαμβάνει τη σχετική ευρωπαϊκή ποινική νομοθεσία, το «περιφερειακό» διεθνές δίκαιο και το άμεσα επηρεασμένο από αυτά εθνικό δίκαιο. Έτσι από τη μία πλευρά βρίσκονται όλες οι ποινικά σχετιζόμενες διατάξεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου (Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση - εφεξής ΣΕΕ -, Συνθήκη για τη λει-
τουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΣΛΕΕ - και ο Χάρτης θεμελιώδης Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η ΕΣΔΑ και οι με ποινικό περιεχόμενο διεθνείς συνθήκες καθώς και το δευτερογενές δίκαιο της Ένωσης (Κανονισμοί, Οδηγίες, Αποφάσεις)· από την άλλη πλευρά περιλαμβάνονται οι μέσω του πρωτογενούς και δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης επηρεαζόμενες εθνικά διατάξεις των κρατών μελών. Επιπλέον, ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει και στην ανάπτυξη και ρύθμιση της ποινικής δίωξης που υπερβαίνει τα εθνικά όρια, δηλ. στο Ευρωπαϊκό Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο.
1.3.2. Επιπτώσεις στο Γενικό και το Ειδικό Μέρος του ΠΔ
Το Ευρωπαϊκό ΠΔ με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή ποινικές διατάξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση με άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη αυτής, δεν υπάρχει, όπως προηγουμένως ελέχθη, μέχρι σήμερα. Από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και μετά εντούτοις αναγνωρίζεται σε μεγάλη έκταση η δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδίδει δικές της ποινικές διατάξεις[136].
Σελ. 20
Α.1. Έτσι ο «εξευρωπαϊσμός» των εθνικών Δικαίων προχωρεί πλέον και αυτό σημαίνει ότι το Ενωσιακό Δίκαιο με ποικίλους τρόπους επηρεάζει τη δημιουργία, το περιεχόμενο, την ερμηνεία και την εφαρμογή του εθνικού Δικαίου, δηλαδή το ευρωπαϊκό κεκτημένο μεταλλάσσεται σε εσωτερικό Δίκαιο. Ωστόσο, τα θεμέλια, οι βασικές αρχές της ποινικής δογματικής δεν έχουν θιγεί μέχρι σήμερα από την εν λόγω τάση. Τα ποινικοδογματικά, ιδιαιτέρως σημαντικά ζητήματα όπως δόλος και πλάνη, λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, απόπειρα και συμμετοχή δεν έχουν επηρεασθεί κατά βάση από αυτές τις προσπάθειες εναρμόνισης των ευρωπαϊκών θεσμών. Γι’ αυτό ακριβώς ο «εξευρωπαϊσμός» του εθνικού ΠΔ μπορεί ακόμα να εξετασθεί στο πλαίσιο ενός διδακτικού εγχειριδίου με συνοπτικότητα. (Ειδικά σχετικά με τα εγκλήματα αμελείας βλ. Roxin/Greco, έ.α., σελ. 197).
2. Βεβαίως θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Γενικό Μέρος του ΠΔ είναι κατά κάποιο τρόπο το διεθνές τμήμα του ΠΔ. Και τούτο γιατί η επίδραση σε νομοθεσία και νομολογία έχει οδηγήσει όχι σε μία ενοποίηση αλλά σε μια εκτεταμένη ομογενοποίηση των γενικών αρχών του αξιοποίνου σε πολλές χώρες. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι τα διδακτικά εγχειρίδια (ελληνικά και ξένα, ιδίως γερμανικά) παραπέμπουν πλέον αρκετά συχνά σε διεθνή βιβλιογραφία (σε αυτή τη γραμμή εκινείτο ο Ν. Χωραφάς και μάλιστα από τις πρώτες εκδόσεις του συγγράματός του), έτσι ώστε η προκαλούμενη σύγκριση να συνιστά (όχι μόνο εμπλουτισμό του δικαιικού μας πολιτισμού αλλά να προαναγγέλει, ίσως να αποτελεί τον προπομπό του μελλοντικού «Γενικού Μέρους» του Ευρωπαϊκού ΠΔ.
Β.1. Στο Ειδικό Μέρος εμφανίζονται οι ευρωπαϊκές επιδράσεις ιδιαίτερα μέσω οδηγιών και αποφάσεων πλαισίων, σχετικά βλ. Eisele, JA 2000, σελ. 993 επ., Vogel, GA 2003, σελ. 322 επ. και συνολικά σχετικά με αυτή την προβληματική βλ. Delmas-Marty/Pieth/Sieber, 2009. Έτσι π.χ. κατ’ εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής οδηγίας προστατεύονται σε μεγάλη έκταση επιδοτήσεις με βάση το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο § 267 VII 1 Nr. 2 του γερμανικού ΠΚ. Οι οδηγίες και οι αποφάσεις πλαίσια δίνουν στα κράτη μέλη δηλαδή μόνο το στόχο, ενώ την επιλογή των μέσων για την πραγματοποίησή τους την εναποθέτουν στα ίδια τα μέλη. Αυτό σημαίνει ότι μια εθνική ποινική διάταξη, h θέσπισή της, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί. Γιατί αλλιώς θα διολίσθηνε η ελλείπουσα ποινική νομοθετική δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έμμεσους δρόμους. Και τούτο σημαίνει περαιτέρω ότι οι δικαιικές πράξεις για εξομοίωση του εθνικού ΠΔ δεν θα έδιναν στα κράτη μέλη απλώς και μόνο ένα πλαίσιο αλλά θα πλησίαζαν πολύ περισσότερο το στόχο, όχι όμως με τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. Schünemann, Krit V 2008, σελ. 7, 9 επ.).
2. Εξάλλου, συμφωνίες Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου σχετικά με την ποινική εναρμόνιση στην Ευρώπη εξυπηρετούν αυτό το στόχο, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ότι δημιουργούνται σημαντικές καθυστερήσεις λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών επικύρωσης.