ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Επιλογές Ειδικού Μέρους
- Έκδοση: 5η 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 624
- ISBN: 978-618-08-0410-2
Το έργο «Ποινικό Δίκαιο - Επιλογές Ειδικού Μέρους» αποτελεί μια ερμηνεία επιλεγμένων άρθρων του Ειδικού Μέρους του ΠΚ, όπως διαμορφώθηκαν μετά κυρίως τους Ν 4855/2021 και Ν 5090/2024.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της δομής του είναι η απλότητα και μεθοδικότητα της ανάλυσης των κυρωτικών κανόνων, γεγονός που βοηθάει στην εποπτική συνοχή των στοιχείων κάθε εγκλήματος και στην επίλυση των προβλημάτων που θέτει η ερμηνεία του σχετικού κυρωτικού κανόνα. Έτσι, ο αναγνώστης έχει πλήρη εικόνα των υποστηριζόμενων απόψεων και μπορεί να δει όχι μόνο ποια είναι η κρατούσα γνώμη, αλλά και με ποια επιχειρήματα διατυπώνονται οι αποκλίνουσες απόψεις.
Αποτελεί ένα εύχρηστο θεωρητικό και πρακτικό βοήθημα για κάθε ενασχολούμενο με το ποινικό δίκαιο.
Πρόλογος VII
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1
ΙΙ. Η μέθοδος ερμηνείας των κυρωτικών κανόνων 2
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος
Άρθρο 134 – Εσχάτη προδοσία 11
Άρθρο 137Α – Βασανιστήρια 24
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας
Άρθρο 167 – Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων 42
Άρθρο 169 – Απείθεια 56
Άρθρο 170 – Στάση 62
Άρθρο 172 – Ελευθέρωση φυλακισμένου 67
Άρθρο 173 – Απόδραση κρατουμένου 74
Άρθρο 175 – Αντιποίηση 81
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της Δημόσιας Τάξης
Άρθρο 186 – Πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος 88
Άρθρο 187 – Εγκληματική οργάνωση 97
Άρθρο 187Α – Τρομοκρατικές πράξεις - Τρομοκρατική οργάνωση 105
Άρθρο 187Β – Αξιόποινη υποστήριξη 113
Άρθρο 187Γ – Ευνοϊκά μέτρα 118
Άρθρο 189 – Διατάραξη της κοινής ειρήνης 120
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα
Άρθρο 207 – Παραχάραξη νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής 129
Άρθρο 208 – Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής 139
Άρθρο 208Α – Καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος 146
Άρθρο 208Β 149
Άρθρο 208Γ – Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων 153
Άρθρο 209 – Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής 158
Άρθρο 210 – Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής 162
Άρθρο 210Α – Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθένων άυλων μέσων πληρωμής 165
Άρθρο 210Β – Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης 167
Άρθρο 211 – Προπαρασκευαστικές πράξεις 168
ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα
Άρθρο 216 – Πλαστογραφία 174
Άρθρο 217 – Πλαστογραφία πιστοποιητικών 189
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης
Άρθρο 224 – Ψευδής κατάθεση 200
Άρθρο 227 – Έμπρακτη μετάνοια 211
Άρθρο 229 – Ψευδής καταμήνυση 214
Άρθρο 230 – Ψευδής καταγγελία 224
Άρθρο 231 – Υπόθαλψη 228
Άρθρο 232 – Παρασιώπηση εγκλημάτων 235
ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία
Άρθρο 235 – Δωροληψία υπαλλήλου 242
Άρθρο 236 – Δωροδοκία υπαλλήλου 256
Άρθρο 239 – Κατάχρηση εξουσίας 263
Άρθρο 241 – Παραβίαση οικιακού ασύλου 271
Άρθρο 252 – Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου 275
Άρθρο 259 – Παράβαση καθήκοντος 280
ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα
Άρθρο 270 – Έκρηξη 288
Άρθρο 272 – Κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών 294
Άρθρο 288 – Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου
και παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας 299
ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών
και άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων
Άρθρο 292 – Παρακώλυση συγκοινωνιών 305
ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολές του εμβρύου
Άρθρο 299 – Ανθρωποκτονία με δόλο 310
Άρθρο 302 – Ανθρωποκτονία από αμέλεια 325
Άρθρο 306 – Έκθεση 333
Άρθρο 307 – Παράλειψη προσφοράς βοήθειας 344
ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας
Άρθρο 308 – Σωματική βλάβη 350
Άρθρο 309 – Επικίνδυνη σωματική βλάβη 362
Άρθρο 310 – Βαρειά σωματική βλάβη 367
Άρθρο 311 – Θανατηφόρα σωματική βλάβη 377
Άρθρο 312 – Σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων 384
Άρθρο 313 – Συμπλοκή 389
Άρθρο 314 – Σωματική βλάβη από αμέλεια 396
ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας
Άρθρο 325 – Παράνομη κατακράτηση 400
Άρθρο 330 – Παράνομη βία 407
Άρθρο 331 – Αυτοδικία 413
Άρθρο 333 – Απειλή 418
Άρθρο 334 – Διατάραξη οικιακής ειρήνης 422
ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας
και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής
Άρθρο 336 – Βιασμός 429
Άρθρο 337 – Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας 439
Άρθρο 339 – Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους 445
Άρθρο 348 – Διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας 451
Άρθρο 348A – Πορνογραφία ανηλίκων 455
Άρθρο 349 – Μαστροπεία 464
Άρθρο 351Α – Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής 473
Άρθρο 353 – Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας 477
ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά της τιμής
Άρθρο 361 – Εξύβριση 481
Άρθρο 362 – Δυσφήμηση 491
Άρθρο 363 – Συκοφαντική δυσφήμηση 491
Άρθρο 366 – Γενική διάταξη 499
Άρθρο 367 503
Άρθρο 368 – Έγκληση 503
ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών
Άρθρο 372 – Κλοπή 506
Άρθρο 374 – Διακεκριμένη κλοπή 521
Άρθρο 374A – Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου 530
Άρθρο 375 – Υπεξαίρεση 535
Άρθρο 377 – Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας 545
Άρθρο 378 – Φθορά ξένης ιδιοκτησίας 547
Άρθρο 380 – Ληστεία 553
Άρθρο 381 – Γενική διάταξη 564
Άρθρο 385 – Εκβίαση 569
Άρθρο – Απάτη 581
Άρθρο – Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος 595
Αλφαβητικό ευρετήριο 605
Σελ. 1
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Σε αντίθεση µε το Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, που περιέχει, όπως είναι γνωστό, τους ισχύοντες για όλα τα εγκλήµατα γενικούς ρυθµιστικούς κανόνες του Ποινικού Δικαίου, το Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα ασχολείται µε τους δευτερεύοντες ή κυρωτικούς ποινικούς κανόνες, τους κανόνες δηλ. εκείνους, µε τους οποίους ο ποινικός νοµοθέτης τυποποιεί (φτιάχνει, όπως θα λέγαµε αλλιώς) τα διάφορα εγκλήµατα.
Στους κανόνες αυτούς βλέπουµε κάθε φορά, τι πρέπει να κάνει ο δράστης για να τιµωρηθεί π.χ. για ανθρωποκτονία, τι στοιχεία πρέπει να έχει η συµπεριφορά του για να χαρακτηρισθεί ως κλοπή ή υπεξαίρεση, µε ποιό τρόπο µπορεί να διαπράξει κάποιος νοµικά µια απάτη, πότε είναι αξιόποινη η παρασιώπηση ορισµένου εγκλήµατος και ποιές θα είναι τέλος πάντων οι κυρώσεις, που θα υποστεί ο δράστης, εάν πράξει αυτό που αποδοκιµάζει ή αν παραλείψει εκείνο που επιτάσσει ο νοµοθέτης.
Βέβαια το Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα δεν καλύπτει ολόκληρο το υλικό της ποινικής µας νοµοθεσίας. Λογικά και πρακτικά δεν θα µπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο µέσα στα στενά πλαίσια κάποιου περιορισµένου νοµοθετήµατος, όπως είναι ο Ποινικός Κώδικας. Όλος αυτός ο «ωκεανός» της ποινικής µας νοµοθεσίας µόνο µέσα σε ένα πολύτοµο έργο θα µπορούσε να χωρέσει. Η δηµιουργία όµως ενός τέτοιου πολύτοµου έργου δεν ήταν στις προθέσεις του ποινικού νοµοθέτη. Ο νοµοθέτης του Ποινικού Κώδικα θέλησε απλά να φτιάξει ένα µικρό και ευσύνοπτο νοµοθέτηµα για να προστατεύσει µέσα σε αυτό τις, κατά την εκτίµησή του, βασικές αξίες της κοινωνικής συµβίωσης.
Στο Ειδικό εποµένως Μέρος του Ποινικού Κώδικα βρίσκουµε µόνο τα βασικά εγκλήµατα, που προστατεύουν τα στοιχειώδη έννοµα αγαθά του ατόµου και της ολότητας. Όλα τα άλλα εγκλήµατα, που µας µιλούν π.χ. για τα ναρκωτικά, για τα όπλα, για τη λαθρεµπορία, για την πνευµατική ιδιοκτησία, για τη βία στα γήπεδα κ.λπ., ρυθµίζονται σε ξεχωριστά νοµοθετήµατα, που αποτελούν τους λεγοµένους Ειδικούς Ποινικούς Νόµους, στους οποίους, σύµφωνα µε όσα µας λέει το άρθρο 12 του ΠΚ, εφαρµόζονται επίσης οι γενικοί ρυθµιστικοί κανόνες του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, εκτός εάν οι Ειδικοί αυτοί Ποινικοί Νόµοι έχουν δικές τους αντίθετες ρυθµίσεις.
Για την ορθή ερµηνεία και εφαρµογή των κάθε µορφής δευτερευόντων ή κυρωτικών ποινικών κανόνων, οπουδήποτε και εάν ευρίσκονται αυτοί, είτε δηλ. ανήκουν στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, είτε στους Ειδικούς Ποινικούς Νόµους, είναι απαραίτητη η καλή γνώση των γενικών ρυθµιστικών κανόνων του Ποινικού Κώδικα, τους οποίους πρέπει να διατηρεί κάποιος διαρκώς φρέσκους στο µυαλό του για να µπορέσει να τους χρησιµοποιήσει, όταν χρειασθεί στη συγκεκριµένη περίπτωση.
Εάν λ.χ. δεν γνωρίζει ή δεν θυµάται κάποιος, ποιά είναι η έννοια και ποιές αντίστοιχα οι µορφές του δόλου, δεν θα µπορέσει ασφαλώς να ερµηνεύσει και να εφαρµόσει ορθά τη διάταξη του άρθρου 224 ΠΚ για την ψευδή κατάθεση ή τη διάταξη του άρθρο 386 ΠΚ για την απάτη, που θέλουν συγκεκριµένες µορφές δόλου (άρ. 27 ΠΚ). Και το ίδιο βέβαια θα συµβεί, εάν αγνοεί κάποιος την έννοια και τα στοιχεία της αµέλειας (άρ. 28 ΠΚ) ενόψει εφαρµογής του άρθρου 302 ΠΚ για την ανθρωποκτονία από αµέλεια ή του άρθρου 264 παρ. 2 ΠΚ για τον εµπρησµό από
Σελ. 2
αµέλεια. Οµοίως εάν δεν γνωρίζει κάποιος, τι είναι και µε ποιές προϋποθέσεις λειτουργούν οι θεσµοί της ανατολής (άρ. 99 επ. ΠΚ) ή της µετατροπής (άρ. 104Α ΠΚ), δεν θα µπορέσει να πει, αν αναστέλλεται ή µετατρέπεται η επιβληθείσα στη συγκεκριµένη περίπτωση ποινή. Και πέραν αυτών όµως σε πολλά άλλα θέµατα, που θέτει η ίδια η πράξη µε την πολύπλοκη πολλές φορές διαµόρφωσή της, θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος όλους τους σχετικούς θεσµούς του Γενικού Μέρους, για να µπορέσει να χαρακτηρίσει ορθά τον ισχυρισµό της πλάνης (άρ. 30, 31 ΠΚ) ή της άµυνας (άρ. 22 ΠΚ), που προβάλλει ο κατηγορούµενος, ή τη µορφή της συµµετοχής (άρ. 45 επ. ΠΚ), που υπάρχει στη συγκεκριµένη περίπτωση. Και δεν είναι ασφαλώς χωρίς σηµασία για την ορθή αξιολόγηση ορισµένης συµπεριφοράς η γνώση των στοιχείων του καταλογισµού (άρ. 34, 26 επ. ΠΚ) ή του αξιοποίνου, των διακρίσεων της απόπειρας (άρ. 42 ΠΚ), της λειτουργίας του θεσµού της παραγραφής (άρ. 111 επ. ΠΚ) ή του κατ’ εξακολούθηση εγκλήµατος (άρ. 98 ΠΚ), καθώς επίσης και όλων των περαιτέρω ποινικών προβληµάτων, που πλαισιώνουν ένα βιοτικό συµβάν.
Συνεπώς είναι αναγκαία η ζωντανή ανά πάσα στιγµή επαφή µε όλο το υλικό του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και θα αποτελούσε ασυγχώρητο σφάλµα η πεποίθηση ότι αυτό το υλικό είναι άχρηστο.
ΙΙ. Η µέθοδος ερµηνείας των κυρωτικών κανόνων
Κατά την ερµηνεία όλων των δευτερευόντων ή κυρωτικών ποινικών κανόνων, που τυποποιούν, όπως είπαµε, τα διάφορα εγκλήµατα, πρέπει να αναζητούµε πρωτίστως το έννοµο αγαθό, την κοινωνικοηθική δηλ. αξία, που προστατεύει ο ποινικός νοµοθέτης µε τη σχετική ρύθµιση, πράγµα το οποίο έχει ασφαλώς σηµασία όχι µόνο για την ορθή σύλληψη της προστατευόµενης αξίας, αλλά -σύµφωνα µε την κρατούσα γνώµη- και για την επίλυση των προβληµάτων συρροής.
Η αναζήτηση του προστατευοµένου εννόµου αγαθού δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση. Συνήθως το έννοµο αγαθό µας το αποκαλύπτει ο τίτλος του σχετικού κεφαλαίου. Στα εγκλήµατα λ.χ. περί τα υποµνήµατα (άρθρα 216 επ. ΠΚ) προστατεύεται η γνησιότητα των κάθε λογής εγγράφων, στα εγκλήµατα περί την υπηρεσία (άρθρα 235 επ. ΠΚ) η υπηρεσιακή καθαρότητα, στα εγκλήµατα κατά της τιµής (άρθρα 361 επ. ΠΚ) η τιµή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου κ.ο.κ. Ο τίτλος όµως του κεφαλαίου δεν είναι πάντοτε ασφαλές και αδιαµφισβήτητο κριτήριο, διότι υπάρχουν κεφάλαια στον Ποινικό Κώδικα, στα οποία άλλο αγαθό προστατεύει ο τίτλος τους και άλλο αγαθό προστατεύει το συγκεκριµένο άρθρο, το οποίο εντάσσεται στο σχετικό κεφάλαιο.
Έτσι, το άρθρο 137Α ΠΚ, ενώ είναι ενταγµένο στο πρώτο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύει το πολίτευµα της χώρας, δεν προστατεύει τελικά αυτό το έννοµο αγαθό, αλλά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το ίδιο συµβαίνει µε το άρθρο 304 ΠΚ, το οποίο παρά την ένταξή του στα εγκλήµατα κατά της ζωής, δεν προστατεύει τη ζωή, όπως αυτή ορίζεται στο Ποινικό Δίκαιο, αλλά µόνο την εν γενέσει ανθρώπινη ζωή, τη ζωή δηλ. του κυοφορουµένου.
Για τον ασφαλή εντοπισµό του εννόµου αγαθού πρέπει να συµπορεύεται ο τίτλος του κεφαλαίου µε τον τίτλο του άρθρου. Σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ αυτών το έννοµο αγαθό προκύπτει από τον τίτλο ή το κείµενο του ερµηνευοµένου άρθρου.
Στη συνέχεια πρέπει να επισηµαίνουµε τα χαρακτηρολογικά γνωρίσµατα του σχετικού εγκλήµατος, τα οποία επηρεάζουν την ερµηνεία του νόµου. Πρέπει δηλ. να διευκρινίζουµε, εάν το συζητούµενο έγκληµα είναι κακούργηµα, πληµµέληµα, εάν είναι κοινό ή ιδιαίτερο, απλότροπο
Σελ. 3
ή πολύτροπο, στιγµιαίο ή διαρκές, έγκληµα βλάβης ή διακινδύνευσης, ενέργειας ή παράλειψης κ.λπ. Ο προσδιορισµός των χαρακτηρολογικών γνωρισµάτων του εγκλήµατος διευκολύνει σε µεγάλο βαθµό την ερµηνεία του κυρωτικού κανόνα.
Μετά τον εντοπισµό των χαρακτηρολογικών γνωρισµάτων του εγκλήµατος το κύριο βάρος της ερµηνευτικής προσπάθειας πέφτει στην ανάλυση των στοιχείων του δευτερεύοντος ή κυρωτικού ποινικού κανόνα. Όπως είναι γνωστό, κάθε δευτερεύων ή κυρωτικός ποινικός κανόνας αποτελείται από δύο τµήµατα : ένα περιγραφικό τµήµα και ένα κυρωτικό τµήµα. Στο περιγραφικό τµήµα περιγράφει ο νοµοθέτης την αποδοκιµαζοµένη συµπεριφορά, ενώ στο κυρωτικό τµήµα του ποινικού κανόνα µας προσδιορίζει τις κυρώσεις, που θα υποστεί εκείνος, ο οποίος θα συµπεριφερθεί κατά τρόπο αντίθετο προς αυτόν, που αξιώνει ο νόµος.
Το περιγραφικό τµήµα, που λέγεται αλλιώς και νοµοτυπική µορφή του εγκλήµατος, περιλαµβάνει, κατά κανόνα, από τη µια µεριά την αντικειµενική υπόσταση και από την άλλη µεριά την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, εκτός εάν κατ’ εξαίρεση ο νόµος τυποποιεί σε ορισµένα άρθρα (βλ. π.χ. άρ. 301 ΠΚ) και κάποιο εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, που ανήκει οµοίως και αυτός στη νοµοτυπική µορφή του εγκλήµατος.
Κατά την ερµηνεία των στοιχείων της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος πρέπει να αναζητούµε και να επιβεβαιώνουµε τη συνδροµή όλων ανεξαιρέτως των στοιχείων αυτής, τα οποία µάλιστα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, διότι σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλ. λείπει κάποιο από τα τυποποιηµένα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης, δεν µπορούµε να µιλούµε για το συγκεκριµένο έγκληµα, ως τετελεσµένη τουλάχιστον πράξη.
Στο πλαίσιο της ανάλυσης της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος πρέπει κατ’ αρχάς να αναζητούµε το ενεργητικό υποκείµενο ή, όπως αλλιώς λέγεται, τον δράστη του εγκλήµατος. Στα κοινά εγκλήµατα δράστης µπορεί να είναι, ως γνωστόν, οποιοσδήποτε, ενώ στα ιδιαίτερα, τόσο τα γνήσια όσο και τα µη γνήσια µόνο το πρόσωπο, που έχει τις ιδιότητες, τις οποίες απαιτεί ο νόµος.
Αξίζει να υπενθυµίσουµε στο σηµείο αυτό ότι τα κοινά εγκλήµατα τα αναγνωρίζουµε από τη λέξη «όποιος», που χρησιµοποιεί ο νοµοθέτης στο κείµενο του νόµου. Βέβαια η λέξη αυτή δεν είναι απολύτως ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισµό ενός εγκλήµατος ως κοινού, διότι µερικές φορές ο νόµος πίσω από τη λέξη «όποιος» προσθέτει ορισµένες ιδιότητες, που πρέπει να έχει ο δράστης για να τιµωρηθεί, οπότε το έγκληµα δεν είναι βέβαια κοινό.
Στο άρ. 172 προϊσχΠΚ π.χ. ο νόµος µας έλεγε ότι τιµωρείται «όποιος γίνεται από αµέλεια υπαίτιος (απελευθέρωσης φυλακισµένου)..., αν ήταν για οποιοδήποτε λόγο υπόχρεος να φυλάξει εκείνον που απέδρασε». Εποµένως το έγκληµα αυτό δεν είναι κοινό, αλλά ιδιαίτερο.
Αντίστοιχα η διάκριση των εγκληµάτων σε γνήσια και µη γνήσια ιδιαίτερα γίνεται, ως γνωστόν, µε αποκλειστικό κριτήριο τη λειτουργία, που επιτελεί η απαιτουµένη στο νόµο ιδιότητα.
Γνήσια ιδιαίτερα λέµε τα εγκλήµατα εκείνα, στα οποία η ιδιότητα, που απαιτεί ο νόµος, θεµελιώνει ταυτόχρονα και τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης, έτσι ώστε χωρίς την ιδιότητα αυτή να µη υπάρχει το συγκεκριµένο έγκληµα. Ιδιότητα δηλ. και αξιόποινος χαρακτήρας της πράξεως αποτελούν «σιαµαία» δίδυµα, ούτως ώστε αφαιρώντας το ένα να µη υπάρχει και το άλλο.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα γνησίου ιδιαιτέρου εγκλήµατος αποτελεί η παράβαση καθήκοντος (άρ. 259 ΠΚ), αφού για να τιµωρηθεί κάποιος για το έγκληµα αυτό πρέπει απαραιτήτως να έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου µε την έννοια του άρ. 13 στοιχ. α) ΠΚ. Ένας ιδιώτης λ.χ. εργολάβος
Σελ. 4
οικοδοµών, που χτίζει ψεύτικα σπίτια και εποµένως παραβαίνει και αυτός τα καθήκοντά του, µπορεί να διαπράττει χίλια δυο άλλα ποινικά αδικήµατα, παράβαση όµως καθήκοντος δεν διαπράττει, αφού του λείπει η βασική ιδιότητα, που ζητεί ο νόµος.
Αντίθετα τα µη γνήσια ιδιαίτερα εγκλήµατα έχουν ως χαρακτηριστικό γνώρισµα ότι η ιδιότητα, που ζητεί ο νόµος, δεν θεµελιώνει ταυτόχρονα και τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως. Το έγκληµα υπάρχει και χωρίς τη συγκεκριµένη ιδιότητα. Απλά, εάν τύχει και το διαπράξει κάποιος µε την ιδιότητα, που προσδιορίζει ο νόµος, αυτό έχει ως συνέπεια τη διαφοροποίηση της ποινικής του µεταχείρισης έναντι των άλλων, που δεν έχουν την ιδιότητα αυτή. Η διαφοροποίηση αυτή εκδηλώνεται σε τρεις κατευθύνσεις: είτε επιτείνει, δηλ. αυξάνει την ποινή του δράστη (βλ. π.χ. άρ. 385 παρ. 3 εδ. β΄ ΠΚ) είτε αντίθετα µειώνει την ποινή του (βλ. π.χ. άρ. 303 ΠΚ) είτε τέλος αποκλείει εντελώς την ποινή (βλ. π.χ. άρ. 231 παρ. 2 ΠΚ). Με άλλα λόγια τα µη γνήσια ιδιαίτερα εγκλήµατα είναι συνήθως κοινά εγκλήµατα, τα οποία, όταν τα διαπράττει ο δράστης µε την ιδιότητα που προσδιορίζει ο νόµος, απολαµβάνει της ξεχωριστής, επιεικέστερης ή αυστηρότερης ποινικής µεταχείρισης, που του επιφυλάσσει η σχετική διάταξη.
Είναι ανάγκη να διευκρινισθεί εδώ ότι δεν πρέπει να συγχέει κάποιος τα ιδιαίτερα µε τα ιδιώνυµα εγκλήµατα. Τα τελευταία είναι συνήθως κοινά εγκλήµατα και τα αποκαλούµε ιδιώνυµα για να υπογραµµίσουµε την αυτονοµία τους απέναντι στα βασικά εγκλήµατα, από τα οποία έχουν αποσχισθεί. Ένα τέτοιο ιδιώνυµο έγκληµα είναι π.χ. η σωµατική βλάβη αδύναµων ατόµων κατ’ άρθρο 312 ΠΚ. Η ιδιάζουσα κατάσταση, στην οποία βρίσκονται τα αδύναµα άτοµα (π.χ. ανήλικοι, υπέργηροι, ΑΜΕΑ κ.λπ.) από τη µια µεριά και η ανάγκη της αυστηρότερης τιµωρίας του δράστη που διαπράττει µια σωµατική βλάβη εναντίον τους από την άλλη ωδήγησαν το νοµοθέτη στην ξεχωριστή ποινική πρόβλεψη της σωµατικής βλάβης κατά αδύναµων ατόµων.
Περαιτέρω πρέπει να αναζητούµε το αντικείµενο της προσβολής ή άλλως το αντικείµενο του εγκλήµατος, το πρόσωπο δηλ. ή το πράγµα ή το ιδεατό αγαθό, που δέχεται την εγκληµατική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη.
Στον βιασµό π.χ. (άρθρο 336 ΠΚ) αντικείµενο του εγκλήµατος είναι ο άλλος (γυναίκα ή άνδρας), που εξαναγκάζεται να ανεχθεί ή να επιχειρήσει γενετήσια πράξη. Στην ανθρωποκτονία (άρθρο 299 ΠΚ) επίσης ο άλλος άνθρωπος, που τον σκοτώνουµε, ενώ στην κλοπή (άρθρο 372 ΠΚ) αντικείµενο του εγκλήµατος είναι το ξένο κινητό πράγµα, που το αφαιρούµε από την κατοχή του άλλου. Στην ψευδή κατάθεση όµως κατ’ άρ. 224 ΠΚ αντικείµενο του εγκλήµατος είναι η συγκεκριµένη διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας δίνεται η ψευδής κατάθεση.
Με άλλα λόγια το αντικείµενο του εγκλήµατος έχει συνήθως υλική υπόσταση, µπορούµε δηλ. να το πιάσουµε, να το ψηλαφίσουµε. Μερικές φορές όµως το αντικείµενο αυτό δεν έχει υλικότητα, αλλά είναι καθαρά ιδεατό, όπως συµβαίνει π.χ. στην προαναφερθείσα περίπτωση της ψευδούς κατάθεσης. Με τα ψέµατα, που λέει ο µάρτυρας «πυροβολεί» τη συγκεκριµένη διαδικασία, όπως συµβαίνει αντίστοιχα µε εκείνον, ο οποίος σε µια ανθρωποκτονία πυροβολεί κάποιον άνθρωπο. Στην ανθρωποκτονία αντικείµενο του εγκλήµατος είναι ο συγκεκριµένος άνθρωπος, τον οποίο βέβαια µπορούµε να τον ψηλαφήσουµε, διότι έχει υλική υπόσταση. Στην ψευδή κατάθεση όµως αντικείµενο του εγκλήµατος είναι η συγκεκριµένη διαδικασία, την οποία ωστόσο δεν µπορούµε να ψηλαφήσουµε, διότι δεν έχει υλική, αλλά νοητή, ιδεατή υπόσταση.
Πρέπει πάντως να πούµε ακόµη εδώ ότι το κατά τα ανωτέρω υλικό ή ιδεατό αντικείµενο του εγκλήµατος δεν πρέπει να το συγχέει κάποιος µε το νοµικό αντικείµενο του εγκλήµατος. Αντικείµενο του εγκλήµατος είναι, όπως είπαµε, το πρόσωπο ή το πράγµα ή το ιδεατό αντικείµενο, εναντίον του οποίου στρέφει ο δράστης την εγκληµατική του συµπεριφορά, ενώ νοµικό αντικείµενο είναι το έννοµο αγαθό, δηλ. η κοινωνικό-ηθική αξία, που προστατεύει ο νόµος και
Σελ. 5
η οποία προσβάλλεται στη γενικότητα της κάθε φορά, που ο δράστης «πυροβολεί» εναντίον του προσώπου, του πράγµατος ή του ιδεατού αντικειµένου, το οποίο έχει επιλέξει ο νοµοθέτης για να εξατοµικεύει το προστατευόµενο έννοµο αγαθό. Με άλλα λόγια το νοµικό αντικείµενο του εγκλήµατος ή όπως αλλιώς θα λέγαµε το έννοµο αγαθό προσδιορίζεται πάντοτε γενικά και αφηρηµένα (π.χ. η ζωή, η υγεία, η ιδιοκτησία στη γενική τους σύλληψη), ενώ το υλικό, αλλά και το ιδεατό αντικείµενο του εγκλήµατος προσδιορίζεται πάντοτε ειδικά και συγκεκριµένα (π.χ. η ζωή του Α, η υγεία του Β, η ιδιοκτησία του Γ κ.λπ.).
Ακολουθεί στη συνέχεια η ενασχόληση µε την πράξη της προσβολής του εννόµου αγαθού. Στα εγκλήµατα ενέργειας η πράξη της προσβολής συνίσταται σε µια ενεργητική συµπεριφορά, που την προβλέπει ρητά και την αποδοκιµάζει ο νόµος, π.χ. στην ανθρωποκτονία είναι η θανάτωση του άλλου, στην κλοπή η αφαίρεση του ξένου κινητού πράγµατος κ.λπ. Αντίστοιχα στα εγκλήµατα παράλειψης η πράξη της προσβολής συνίσταται σε µια παθητική συµπεριφορά, σε µια δηλ. µυϊκή αδράνεια του δράστη.
Στην παράλειψη λύτρωσης π.χ. από κινδύνου ζωής (άρ. 307 ΠΚ) η πράξη της προσβολής εξειδικεύεται στη µη σωτηρία του κινδυνεύοντος συνανθρώπου, στην παρασιώπηση εγκλήµατος (άρ. 232 ΠΚ) η πράξη της προσβολής εκδηλώνεται µε τη µη αναγγελία στην αρχή ενός µελετωµένου ή ήδη τελουµένου κακουργήµατος κ.λπ.
Αντικείµενο έρευνας πρέπει επίσης να αποτελούν οι ενδεχοµένως τυποποιηµένες, δηλ. ρητώς προσδιορισµένες στο νόµο συνθήκες τέλεσης του εγκλήµατος, όπως είναι ο τρόπος, ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης αυτού.
Πολύ συχνά ο νοµοθέτης καταφεύγει στην κατασκευή ενός πολυτρόπου εγκλήµατος, ενός εγκλήµατος δηλ. στο οποίο ο νόµος αποδίδει ιδιαίτερη απαξιολογική σηµασία στους τρόπους της προσβολής του εννόµου αγαθού, γι’ αυτό και τυποποιεί τους τρόπους αυτούς, έτσι ώστε ο αξιόποινος χαρακτήρας της συµπεριφοράς του δράστη να εξαρτάται από την χρησιµοποίηση κάποιου εκ των περιοριστικώς αναγραφοµένων στο νόµο τρόπων τελέσεως του εγκλήµατος.
Στον βιασµό π.χ. του άρ. 336 παρ. 1 ΠΚ η γενετήσια πράξη (συνουσία και τα ισοδύναµα αυτής), για να είναι αξιόποινη, πρέπει να τελεσθεί είτε µε τη χρήση σωµατικής βίας είτε µε την απειλή σοβαρού και αµέσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας. Εάν δεν χρησιµοποιηθεί ένα από τα δύο αυτά τυποποιηµένα µέσα τελέσεως, τότε η πράξη δεν είναι αξιόποινη µε την παρ. 1 του άρ. 336 ΠΚ. Μπορεί ίσως να είναι αξιόποινη µε άλλη διάταξη, όπως π.χ. είναι η διάταξη της παρ. 4 του άρ. 336 ΠΚ, αλλά βιασµό µε την παραδοσιακή του µορφή δεν αποτελεί.
Μερικές φορές τυποποιείται στο νόµο ο τόπος τελέσεως του εγκλήµατος, έτσι ώστε η πράξη να είναι αξιόποινη, µόνον όταν διαπράττεται στον τόπο αυτό.
Στο άρθρο 200 παρ. 2 ΠΚ τιµωρείται λ.χ. όποιος µέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισµένο για θρησκευτική συνάθροιση ενεργεί πράξεις υβριστικά ανάρµοστες. Εάν οι σχετικές πράξεις λάβουν χώρα έξω από τον συγκεκριµένο τόπο, δεν εµπίπτουν ασφαλώς στο εν λόγω άρθρο 200 παρ. 2 ΠΚ. Εξ άλλου το άρθρο 374 στοιχ. α) ΠΚ τιµωρεί ως κακουργηµατική κλοπή µ. ά. και την αφαίρεση ορισµένου πράγµατος καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σηµασίας, που είναι αφιερωµένο στη θρησκευτική λατρεία, από τόπο όµως που προορίζεται για τέτοια λατρεία. Έτσι, εάν π.χ. αφαιρέσει κάποιος µια σπάνια παλιά εικόνα από την εκκλησία, διαπράττει την ανωτέρω κακουργηµατική κλοπή, πράγµα που δεν ισχύει ασφαλώς, εάν την εικόνα αυτή την κλέψει από το σπίτι του ιερέως, αφού το σπίτι του ιερέως δεν είναι τόπος θρησκευτικής λατρείας.
Άλλες φορές πάλι είναι τυποποιηµένος ο χρόνος τελέσεως του εγκλήµατος µε συνέπεια να τιµωρείται ο δράστης για το συγκεκριµένο έγκληµα, µόνον όταν το διαπράττει κατά τον
Σελ. 6
καθορισµένο χρόνο, ενώ µένει ατιµώρητος, εάν ενεργήσει την πράξη του πριν ή µετά τον τυποποιηµένο στο νόµο χρόνο.
Στην βία κατά υπαλλήλων κ.λπ. (αντίσταση κατά της αρχής )(άρθρο 167 ΠΚ) τιµωρείται αυτός, που βιαιοπραγεί εναντίον κάποιας αρχής ή υπαλλήλου ή προσληφθέντος προσώπου το χρονικό διάστηµα, κατά το οποίο διαρκεί η νόµιµη υπηρεσιακή ενέργεια. Εάν ο δράστης βιαιοπραγήσει εναντίον του υπαλλήλου κ.λπ. πριν αυτός επιχειρήσει την υπηρεσιακή του ενέργεια ή αφού έχει ήδη ολοκληρωθεί η σχετική πράξη της υπηρεσίας, δεν υπάρχει αντίσταση κατά της αρχής. Μπορεί βέβαια να διαπράττει ο δράστης σωρεία άλλων εγκληµάτων, για το έγκληµα όµως του άρθρου 167 ΠΚ είναι αδύνατο να τιµωρηθεί.
Τέλος, όπου ο νόµος τυποποιεί το αποτέλεσµα της πράξεως και αυτό συµβαίνει βέβαια στα λεγόµενα εγκλήµατα αποτελέσµατος (ουσιαστικά), η αναζήτηση της επέλευσης αυτού είναι απαραίτητη για την πλήρωση της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος. Το ίδιο ισχύει και για την αιτιώδη συνάφεια ανάµεσα στην πράξη της προσβολής και το αποτέλεσµα, που πρέπει επίσης να ερευνάται. Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και για την αντικειµενική προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να οδηγήσει στην πραγµάτωση του σκοπού του δράστη (στα εγκλήµατα σκοπού).
Η ανάλυση της νοµοτυπικής µορφής του εγκλήµατος ολοκληρώνεται, κατά κανόνα, µε την αναζήτηση της προβλεπόµενης στη συγκεκριµένη διάταξη υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος, δηλ. κατά βάση µε την αναζήτηση της µορφής υπαιτιότητας, που πρέπει να έχει ο δράστης για να υποβληθεί στην ποινική τιµωρία. Ο νόµος µας λέει συνήθως, αν πρέπει να έχει δόλο και ποίου βαθµού ο δράστης ή αν είναι αξιόποινη και η αµελής ακόµη συµπεριφορά του.
Ορισµένες ωστόσο φορές απουσιάζει εντελώς από το κείµενο της ερµηνευόµενης διάταξης το στοιχείο της υπαιτιότητας, όπως συµβαίνει π.χ. µε τα άρθρα 167, 235, 331, 339, 361 ΠΚ, αλλά και µε πολλά άλλα άρθρα του Ποινικού Κώδικα ή Ειδικών Ποινικών Νόµων. Από αυτό βέβαια δεν πρέπει να συναχθεί το εσφαλµένο συµπέρασµα ότι ο νοµοθέτης καθιερώνει στη συγκεκριµένη περίπτωση αντικειµενική ευθύνη του δράστη. Η αρχή της υπαιτιότητας είναι θεµελιώδης σήµερα για ένα δικαιοκρατούµενο ποινικό σύστηµα και συνεπώς δεν µπορεί να γίνει λόγος για αντικειµενική ευθύνη στο Ποινικό Δίκαιο, έτσι ώστε να τιµωρείται κάποιος µόνο και µόνο επειδή υπήρξε απλά ο αιτιακός παράγοντας στην επέλευση του συγκεκριµένου αποτελέσµατος.
Και στις περιπτώσεις εποµένως, στις οποίες σιωπά ο νοµοθέτης, υπάρχει υπαιτιότητα της εγκληµατικής συµπεριφοράς. Αυτή όµως πρέπει να αναζητείται µε τη βοήθεια του άρθρου 26 σε συνδυασµό µε το άρθρο 18 του ΠΚ, στο οποίο η υπαιτιότητα προσδιορίζεται µε βάση τον χαρακτήρα του εγκλήµατος ως κακουργήµατος ή πληµµελήµατος.
Έτσι, σύµφωνα µε όσα µας λέει το άρθρο 26 του ΠΚ, τα κακουργήµατα και τα πληµµελήµατα τιµωρούνται µόνον όταν τελούνται µε δόλο. Εποµένως κάθε φορά, που αντιµετωπίζουµε πρόβληµα σιωπής του νόµου ως προς το στοιχείο της υπαιτιότητας, πρέπει να ξεκινούµε από την απειλούµενη ποινή και µέσω αυτής να οδηγούµαστε στον χαρακτήρα του εγκλήµατος, εφ’ όσον δε διαπιστώσουµε ότι έχουµε να κάνουµε µε κακούργηµα ή πληµµέληµα, τότε πρέπει απαραιτήτως να αξιώνουµε δόλο (οποιασδήποτε µορφής), για να τιµωρήσουµε τον δράστη του συγκεκριµένου εγκλήµατος.
Βέβαια ειδικά για τα πληµµελήµατα το άρθρο 26 ΠΚ προβλέπει τη δυνατότητα της τιµωρίας τους και όταν ακόµη αυτά διαπράττονται από αµέλεια. Για να συµβεί όµως κάτι τέτοιο, πρέπει να το λέει ρητά ο νόµος ότι το συγκεκριµένο έγκληµα τιµωρείται και από αµέλεια, διαφορετικά η αµελής προσβολή του εννόµου αγαθού µένει ατιµώρητη.
Ρητή πρόβλεψη της αµέλειας στο νόµο υπάρχει π.χ. στα περισσότερα κοινώς επικίνδυνα εγκλήµατα (άρθρα 264 παρ. 2, 268 παρ. 2, 270 παρ. 2 κ.λπ. ΠΚ), αλλά και στα άρθρα 302, 314 κ.λπ. ΠΚ, έτσι
Σελ. 7
ώστε όποιος προκαλεί από αµέλειά του εµπρησµό, πληµµύρα, έκρηξη, τον θάνατο ή τη σωµατική βλάβη του άλλου να τιµωρείται ποινικά, διότι αυτή είναι η ρητή βούληση του νοµοθέτη.
Αντίθετα η κλοπή λ.χ. (άρθρο 372 ΠΚ) και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 378 ΠΚ), αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των πληµµεληµάτων του ΠΚ δεν τιµωρούνται, όταν γίνονται από αµέλεια, διότι δεν υπάρχει ρητή ποινική πρόβλεψη της αµέλειας στα εγκλήµατα αυτά.
Η υπαιτιότητα, που θέλει ο νόµος στο συγκεκριµένο έγκληµα πρέπει να καλύπτει τα αντίστοιχα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης.
Στα εγκλήµατα δόλου, όταν ο νόµος αρκείται στον ενδεχόµενο δόλο (βλ. π.χ. ανθρωποκτονία, άρ. 299 ΠΚ), επειδή ο δόλος αυτός είναι ο κατώτερος βαθµός δόλου, λέµε ότι όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος πρέπει να καλύπτονται από δόλο οποιουδήποτε βαθµού. Εάν όµως ο νόµος χρησιµοποιεί στην υποκειµενική υπόσταση διαφορετικούς βαθµούς δόλου [βλ. π.χ. παράβαση καθήκοντος (άρ. 259 ΠΚ), ψευδής κατάθεση (άρ. 224 ΠΚ), απάτη (άρ. 386 ΠΚ) κ.λπ.], τότε οι βαθµοί αυτοί δόλου πρέπει να καλύπτουν τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης µε την αντιστοιχία, που ορίζει ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση.
Στην απάτη λ.χ. (άρ. 386 ΠΚ) λέµε ότι χρειάζεται δόλος οποιουδήποτε βαθµού για όλα τα άλλα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης (σιωπηρή συναγωγή από τα άρ. 26 και 18 ΠΚ), εκτός από την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (στον τρόπο εξαπάτησης), για την οποία ο νόµος ζητεί τουλάχιστον αναγκαίο δόλο («εν γνώσει»), και επίσης εκτός από την αντικειµενική προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να προσπορίσει περιουσιακό όφελος στον δράστη, για την οποία απαιτείται δόλος σκοπού.
Για να µπορέσουµε λοιπόν να εφαρµόσουµε σωστά την υπαιτιότητα σε αυτές τις περιπτώσεις και σε τελευταία ανάλυση για να µπορέσουµε να ερµηνεύσουµε σωστά το νόµο, πρέπει να γνωρίζουµε, ποια στοιχεία περιλαµβάνει η αντικειµενική υπόσταση του συγκεκριµένου εγκλήµατος που ερµηνεύουµε (σε αυτό βοηθάει η συστηµατική αναλυτική ερµηνεία, που ακολουθείται στο βιβλίο), ώστε να αντιστοιχίσουµε το καθένα από αυτά µε τον σχετικό βαθµό δόλου, που πρέπει να τα καλύπτει, σύµφωνα µε τη διατύπωση του νόµου.
Στην υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ανήκουν επίσης τα λεγόµενα «φρονηµατικά ή αξιολογικά στοιχεία της υποκειµενικής υπόστασης», όπως είναι π.χ. η κακοβουλία στο άρ. 358 ΠΚ, η πλεονεξία στο άρ. 406 του προϊσχΠΚ κ.λπ. Η προσθήκη αυτών των στοιχείων στην υποκειµενική υπόσταση δυσκολεύει την τιµωρία του δράστη, αφού δεν αρκεί γι’ αυτήν η συνδροµή στο πρόσωπό του της προβλεπόµενης στο νόµο υπαιτιότητας, αλλά χρειάζεται επί πλέον και η συνδροµή του σχετικά τυποποιηµένου φρονηµατικού στοιχείου.
Έτσι, λ.χ. στην παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή (άρ. 358 ΠΚ), για να τιµωρηθεί ο δράστης, δεν αρκεί να έχει δόλο να µη πληρώσει τη διατροφή, που του επιδίκασε ο Δικαστής, αλλά πρέπει η σχετική άρνησή του να οφείλεται σε κακοβουλία του (εκδικητικότητα, εµπάθεια κλπ). Εάν η παραβίαση της σχετικής υποχρέωσης δεν οφείλεται σε κακοβουλία του δράστη, αλλά σε άλλους λόγους, η παράλειψη του δράστη µένει ατιµώρητη µολονότι γίνεται µε πρόθεση.
Είναι τέλος αυτονόητο ότι σε όσα εγκλήµατα υπάρχουν οι λεγόµενοι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, όπως είναι π.χ. η τέλεση ή απόπειρα της αυτοκτονίας στο άρθρο 301 ΠΚ ή η τέλεση ή απόπειρα του παρασιωπηθέντος κακουργήµατος στο άρθρο 232 παρ. 1 ΠΚ, πρέπει να συντρέχουν και οι όροι αυτοί στη συγκεκριµένη περίπτωση, διότι διαφορετικά δεν µπορεί να τιµωρηθεί ο δράστης του σχετικού εγκλήµατος. Τους όρους αυτούς τους λέµε εξωτερικούς, διότι
Σελ. 8
ευρίσκονται έξω από την αντικειµενική υπόσταση και συνεπώς δεν χρειάζεται να καλύπτονται από την υπαιτιότητα, τον δόλο δηλ. ή την αµέλεια, που απαιτεί ο νόµος στην συγκεκριµένη περίπτωση. Οι όροι δηλ. αυτοί χρεώνονται αντικειµενικά στον δράστη, άσχετα αν γνώριζε κι αν ήθελε τη συνδροµή τους.
Έτσι, για να τιµωρηθεί κάποιος για συµµετοχή σε αυτοκτονία κατ’ άρ. 301 ΠΚ δεν αρκεί να έχει καταπείσει έναν άλλον να αυτοκτονήσει. Πρέπει επί πλέον ο καταπεισθείς να προέβη στην αυτοκτονία ή τουλάχιστον να αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ουδεµία δε σηµασία έχει, αν ο δράστης γνώριζε κι αν ήθελε την αυτοκτονία ή την απόπειρα αυτοκτονίας του άλλου. Αρκεί ότι γνώριζε και ήθελε να καταπείσει τον άλλον. Εάν τώρα ο άλλος δεν αυτοκτόνησε ή δεν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, η πράξη του δράστη παρά την συντελεσθείσα κατάπειση δεν είναι αξιόποινη. Ανάλογα ισχύουν και για την παρασιώπηση κακουργήµατος κατ’ άρθρο 232 παρ. 1 ΠΚ. Δεν αρκεί δηλ. κι εδώ να παρέλειψε ο δράστης να αναγγείλει έγκαιρα στην Αρχή το µελετώµενο ή τελούµενο κακούργηµα, που αντελήφθη. Πρέπει για να τιµωρηθεί να τελέσθηκε πράγµατι το σχετικό κακούργηµα ή να έγινε απόπειρα αυτού (άσχετα αν υπήρχε ή δεν υπήρχε δόλος του παρασιωπήσαντος ως προς την τέλεσή του), διαφορετικά η παράλειψή του δεν είναι αξιόποινη.
Η ανάλυση του δευτερεύοντος ή κυρωτικού ποινικού κανόνα πρέπει να τελειώνει µε την διευκρίνιση του κυρωτικού τµήµατος αυτού, στο οποίο ο νοµοθέτης µας προσδιορίζει τις κυρώσεις, που πρέπει να επιβληθούν σε εκείνον, ο οποίος συγκεντρώνει στο πρόσωπό όλα τα στοιχεία της προσδιοριζόµενης νοµοτυπικής µορφής του εγκλήµατος.
Συνήθως ο νόµος δεν µας προσδιορίζει ακριβώς το πλαίσιο της απειλουµένης ποινής, δεν µας λέει δηλ. φυλάκιση από τόσο µέχρι τόσο, αλλά µας δίνει το ένα όριο της απειλουµένης ποινής και µας αφήνει να βρούµε εµείς το άλλο όριο ανατρέχοντες στα άρ. 51 επ. ΠΚ, στα οποία ο νοµοθέτης έχει προδιαγράψει δεσµευτικά το ελάχιστο και το µέγιστο όριο, που µπορεί να έχει κάθε είδος στερητικής της ελευθερίας ποινής. Έτσι εµείς βλέποντας στο συγκεκριµένο έγκληµα το ένα από τα δύο όρια της ποινής µπορούµε εύκολα να βρούµε το άλλο απολειπόµενο όριο. Στην διακεκριµένη µορφή της βίας κατά υπαλλήλων κ.λπ. (αντίστασης κατά της αρχής) (άρ. 167 παρ. 2 ΠΚ) απειλεί π.χ. ο νόµος φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηµατική ποινή, οπότε γνωρίζοντας από το άρ. 53 ΠΚ ότι η ποινή της φυλάκισης δεν µπορεί να υπερβεί τα πέντε χρόνια συµπληρώνουµε το πλαίσιο της απειλούµενης ποινής στο άρ. 167 ΠΚ λέγοντας ότι η ποινή αυτή ξεκινάει από τα δύο χρόνια και φτάνει µέχρι τα πέντε χρόνια. Οµοίως στην παιδοκτονία κατ’ άρ. 303 ΠΚ ο νόµος απειλεί κάθειρξη µέχρι δέκα χρόνια, οπότε γνωρίζοντας από το άρ. 52 ΠΚ ότι η (πρόσκαιρη) κάθειρξη δεν µπορεί να είναι µικρότερη από τα πέντε χρόνια συµπληρώνουµε το άλλο όριο της ποινής της παιδοκτονίας λέγοντας ότι αυτή θα πρέπει να κυµανθεί από πέντε µέχρι δέκα χρόνια.
Στο κυρωτικό µέρος του ποινικού κανόνα ανήκουν επίσης και όλα τα στοιχεία, που αναφέρει ο νόµος σε σχέση µε την αναστολή ή την µετατροπή της ποινής, την υποχρεωτική ή δυνητική απαλλαγή του δράστη από την ποινή ή την επιβολή µειωµένης ποινής, την επιβολή παρεποµένης ποινής ή µέτρου ασφαλείας και γενικότερα όλα τα στοιχεία, που έχουν να κάνουν µε τα όρια και τις προϋποθέσεις επιβολής της προβλεπόµενης για το συγκεκριµένο έγκληµα κύρωσης.
Μετά την ανάλυση του ποινικού κυρωτικού κανόνα για την πληρότητα της ερµηνείας πρέπει τέλος να ερευνώνται τα διάφορα προβλήµατα απόπειρας, συµµετοχής ή συρροής, καθώς επίσης και ορισµένα βασικά δικονοµικά ζητήµατα, όπως είναι π.χ. ο τρόπος δίωξης του εγκλήµατος, η σύλληψη του κατηγορουµένου, η παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κ.λπ.
Διαγραµµατικά η µέθοδος ερµηνείας έχει την ακόλουθη µορφή:
Σελ. 9
Ι. Προστατευόµενο έννοµο αγαθό
ΙΙ. Χαρακτηρολογικά γνωρίσµατα του εγκλήµατος
ΙΙΙ. Δοµή και στοιχεία του εγκλήµατος
1. Περιγραφικό τµήµα ή νοµοτυπική µορφή του εγκλήµατος
Α. Τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης
α) Δράστης του εγκλήµατος
β) Αντικείµενο του εγκλήµατος
γ) Πράξη της προσβολής του εννόµου αγαθού
δ) Τρόπος ή µέσα τέλεσης (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
ε) Τόπος τέλεσης (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
στ) Χρόνος τέλεσης (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
ζ) Αποτέλεσµα της πράξεως (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης - υπάρχει µόνο στα εγκλήµατα αποτελέσµατος ή ουσιαστικά εγκλήµατα)
η) Η αιτιώδης συνάφεια ανάµεσα στην πράξη της προσβολής και στο αποτέλεσµα [οµοίως στα εγκλήµατα αποτελέσµατος (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)]
θ) Η αντικειµενική προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να επιφέρει τον επιδιωκόµενο σε ορισµένα εγκλήµατα σκοπό του δράστη (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
ι) Η υλική αντιστοιχία ζηµίας και οφέλους στα σχετικά εγκλήµατα (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
Β. Τα στοιχεία της υποκειµενικής υπόστασης
Γ. Εξωτερικός όρος του αξιοποίνου (ενδεχόµενο στοιχείο τυποποίησης)
2. Κυρωτικό τµήµα
IV. Απόπειρα
V. Συµµετοχή
VI. Συρροή
VII. Δικονοµικά ζητήµατα
1. Δίωξη του εγκλήµατος
2. Σύλληψη του δράστη
3. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας
Σελ. 11
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος
Άρθρο 134*
Εσχάτη προδοσία
1. Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού ή να αποστερήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία, τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση ή τη Βουλή από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και: α) όποιος επιχειρεί να τελέσει την πράξη της προηγούμενης παραγράφου με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους ή με σφετερισμό της ιδιότητας αυτής, καθώς και β) όποιος ασκεί την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό. 3. Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο κεφάλαιο αυτό: α) η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή, β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά πλαίσια, γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, δ) η αρχή του πολυκομματισμού, ε) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα, στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους, ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα. |
* Το άρ. 134 τίθεται, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 30 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α΄ 215/12.11.2021)
Βιβλιογραφία: Ν. Ανδρουλάκη, Χαρακτήρας της εσχάτης προδοσίας ως στιγμιαίου ή διαρκούς εγκλήματος, ΝοΒ 1975, σ. 799. Του ιδίου, Η διάρκεια της εσχάτης προδοσίας, ΠΧρ 1975, σ. 513. Του ιδίου, Επανάστασις, Πραξικόπημα και Ποινικόν Δίκαιον, ΝοΒ 1975, σ. 833. Ε. Αποστολόπουλου/Α. Καμινάρη/Π. Κομματά/Α. Κότσιφα, Το πολιτικό έγκλημα, 1975. Δ. Βαλληνδρά, Το πολιτικόν έγκλημα εις την σύγχρονον γερμανικήν ποινικήν θεωρίαν, ΠΧρ 1972, σ. 337. Η. Γάφου, Η εσχάτη προδοσία εις τον νέον κώδικα, ΠΧρ 1954, σ. 113. Α. Ευθυμίου, Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, ΕλΔ 1982, σ. 578. Θ. Θεοδώρου, Τα δικαιώματα του ανθρώπου και το πολιτικό έγκλημα, ΕΕΝ 1973, σ. 337. Δ. Καρανίκα, Ο χαρακτηρισμός των κατά της εσωτερικής και εξωτερικής υποστάσεως του κράτους εγκληματικών
Σελ. 12
ενεργειών ως πολιτικών εγκλημάτων, Αρμ 1954, σ. 345. Γ. Κασιμάτη, Παρατηρήσεις επί του ΣυμβλΕφΑθ 118/1975, ΤοΣ 1975, σ. 346. Του ιδίου, Επί του 684/1975 Βουλεύματος του Αρείου Πάγου, ΤοΣ 1975. Χ. Κωνσταντάρα, Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ΠΧρ 1963, σ. 650. Ν. Λίβου, Η ποινική προστασία του πολιτεύματος. Συμβολή στην ερμηνεία των άρ. 134 έως 137 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκαν από τον Ν 1366/1983, ΠΧρ 1984, σ. 1. Του ιδίου, Εγκλήματα επιχειρήσεως στο ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, Μνήμη Χωραφά-Γάφου-Γαρδίκα, τ. Ι, 1986, σ. 281. Γ. Παγορόπουλου, Δημόσιος υπάλληλος και εσχάτη προδοσία, 1990. Σ. Παπαγεωργίου-Γονατά, Όταν η κοινή λογική εξοστρακίζεται, ΠοινΔ 2010, σ. 203. Π. Παπαδάτου, Το πολιτικό έγκλημα σήμερα, ΝοΒ 1977, σ. 324. Β. Παπαναστασίου, Πολιτικά εγκλήματα, ΠΧρ 1981, σ. 1. Χ. Παπαχαραλάμπους, Η δομή των πολιτικών ποινικών θεσμών υπό τον ΠΝ και τον ΠΚ. Ενδεικτική ιστορική αναδρομή και κανονιστική αποτίμηση, ΠΧρ 1998, σ. 436. Σακελλαρόπουλου, Προλεγόμενα στην Απόφαση ΑΠ 684/1975, ΝοΒ 1975, σ. 799. Δ. Σπινέλλη, Η εσχάτη προδοσία ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, 1980. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές του πολιτεύματος, άρ. 134-137 ΠΚ, 1988. Της ιδίας, Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, Αρμ 1983, σ. 198. Της ιδίας, -Η απόπειρα στον νέο Ποινικό Κώδικα (Η τροποποίηση του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ και η ενσωμάτωσή της στην νομολογία του Αρείου Πάγου), ΠοινΔικ 2023, σ. 355. Χ. Σατλάνη, Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 3η έκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2022. Γ. Σωτηρέλη, Τρομοκρατία, πολιτικό έγκλημα και δημοσιότητα της δίκης, ΝοΒ 2005, σ. 183. Μ. Τσιτσικλή, Η υφή της εσχάτης προδοσίας, ΕΑρμ 1983, σ. 17. Α. Χαραλαμπάκη, Οι αλλαγές του νέου Ποινικού Κώδικα (Μετά τους Ν 4855/2021, 4871/2021, 4908/2022 και 4947/2022), Νομική Βιβλιοθήκη, 2022. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η εσχάτη προδοσία και το Δ΄ Ψήφισμα 15.1.1975, ΠΧρ 1975, σ. 522. Της ιδίας, Η έννοια των πρωταιτίων της εσχάτης προδοσίας, ΠΧρ 1975, σ. 700. H.-H. Jescheck, Η εσχάτη προδοσία ως έγκλημα στιγμιαίον, ΠΧρ 1975, σ. 602.
Ερμηνεία του άρ. 134 ΠΚ
Ι. Προστατευόμενο έννομο αγαθό
1Στο άρθρο 134 ΠΚ προστατεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, το πολίτευμα δηλ. εκείνο το οποίο στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (όμοια Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π. σ. 25). Κατ’ άλλη άποψη προστατεύεται η συνταγματική τάξη της χώρας, δηλ. η υπόσταση του Κράτους (βλ. ΟλΑΠ 518/1975, ΠΧρ 1975, σ. 845).
ΙΙ. Χαρακτηρολογικά γνωρίσματα του εγκλήματος
2Το αναδιατυπωμένο στον νέο ΠΚ άρ. 134 ΠΚ χαρακτηρίζεται από την νομοτεχνικά καλύτερη και δογματικά απλούστερη κατάταξη της ύλης του αντίστοιχου άρθρου του προϊσχΠΚ. Κατ’ αρχάς το έγκλημα του άρ. 134 ΠΚ σε όλες τις εγκληματικές του μορφές, που παραθέτουμε πιο κάτω (α.π. 9), είναι κοινό έγκλημα. Εξαίρεση αποτελεί η γ΄ μορφή τέλεσης της εγκληματικής συμπεριφοράς (α.π. 31), η οποία, όταν τελείται με κατάχρηση της ιδιότητας κάποιου ως οργάνου του Κράτους, συνιστά γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, αφού δεν μπορεί να υπάρξει κατάχρηση, εάν δεν έχει ο δράστης την ιδιότητα του οργάνου του Κράτους (όμοια Μ. Γεωργιάδου, σε: Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ, τόμ. Ι, 2011, σ. 1289, α.π. 2).
3Το έγκλημα αυτό είναι επίσης έγκλημα ενέργειας, αλλά και έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αφού τιμωρείται αυτοτελώς η απόπειρα ως ολοκληρωμένο έγκλημα. Η απόπειρα ακόμη, και όταν εκδηλώνεται σε ένα έγκλημα βλάβης, συνιστά πάντοτε διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Εξ άλλου το έγκλημα του άρ. 134 ΠΚ είναι απλό, απλής συμπεριφοράς (τυπικό) και μη ιδιόχειρο.
Σελ. 13
4Περαιτέρω το έγκλημα του άρ. 134 ΠΚ στη συνολική του εμφάνιση είναι πολύτροπο ή μικτό έγκλημα και μάλιστα, κατά την ορθότερη άποψη, γνήσιο πολύτροπο ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Βέβαια οι περισσότερες από τις μορφές αυτές συνιστούν και από μόνες τους πολύτροπα εγκλήματα.
5Εξ άλλου το έγκλημα του άρ. 134 ΠΚ σε όλες τις μορφές τέλεσής του είναι διαρκές έγκλημα [βλ. όμως ΟλΑΠ 684/1975, ΠΧρ 1975, σ. 423, που χαρακτηρίζει το έγκλημα στιγμιαίο (με αντίθετη εισαγγελική πρόταση)]. Η άποψη αυτή της Ολομέλειας του ΑΠ στηριζόταν στην τότε ισχύουσα διάταξη του άρ. 134 ΠΚ. Δεν μπορεί όμως να βρει κανένα απολύτως έρεισμα στην ισχύουσα σήμερα διατύπωση του άρ. 134 ΠΚ.
6Το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας είναι ακόμη αμιγές πολιτικό έγκλημα (όμοια Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε: Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή, Ζ΄ έκδ. 2005, σ. 313, α.π. 534. Α. Κονταξής, ΠΚ, Γ΄ έκδ. 2000, τόμ. Α΄, σ. 1415. Μ. Μαργαρίτης, ΠΚ, 2η έκδ. 2009, σ. 134, αριθμ. 2. Α. Μπουρόπουλος, ΕρμΠΚ, τόμ. Β΄ 1960, σ. 5. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές, ό.π. σ. 343. Μ. Γεωργιάδου, σε: Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ, τόμ. Ι, 2011, σ. 1288, α.π. 2).
7Τέλος το εν λόγω έγκλημα είναι κακούργημα σε όλες τις μορφές του, επομένως, σύμφωνα με όσα μας λέει το άρ. 111 παρ. 2 στοιχ. β) ΠΚ, παραγράφεται σε 20 χρόνια.
ΙΙΙ. Δομή και στοιχεία του εγκλήματος
8Tο άρ. 134 ΠΚ δεν περιέχει ένα, αλλά τρεις κυρωτικούς ποινικούς κανόνες. Ένα στην παρ. 1 και δυο στην παρ. 2. Τους κανόνες αυτούς, λόγω της ταυτότητας πολλών στοιχείων τους, τούς αναλύουμε εδώ από κοινού και στα δύο συστατικά τους τμήματα, ήτοι Α. Το περιγραφικό και 2. Το κυρωτικό τμήμα.
1. Περιγραφικό τμήμα ή νομοτυπική μορφή του εγκλήματος
9Το περιγραφικό τμήμα των κυρωτικών ποινικών κανόνων του άρ. 134 ΠΚ περιέχει: Α. Την αντικειμενική υπόσταση και Β. Την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Α. Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος
10Στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού ανήκουν: α) Ο δράστης του εγκλήματος, β) Το αντικείμενο του εγκλήματος, γ) Η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού και δ) Ο τρόπος ή τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος.
11α) Ο δράστης του εγκλήματος. Δράστης του εγκλήματος αυτού μπορεί να είναι οποιοσδήποτε σε όλες τις εγκληματικές μορφές, με εξαίρεση την περίπτωση της παρ. 2 α), όταν ο δράστης κάνει κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους, οπότε πρέπει να έχει την ιδιότητα αυτή για να την καταχρασθεί.
12β) Το αντικείμενο του εγκλήματος. Το αντικείμενο του εγκλήματος αυτού άλλοτε είναι υλικό (ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο ασκών την προεδρική εξουσία, ο Πρωθυπουργός) και άλλοτε ιδεατό (το πολίτευμα ή η θεμελιώδης αρχή, η Βουλή ή η Κυβέρνηση ως θεσμοί).
Σελ. 14
13Ως ασκών την προεδρική εξουσία νοείται το πρόσωπο, που αναπληρώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν ο τελευταίος κωλύεται. Τέτοιο πρόσωπο είναι, σύμφωνα με το άρ. 34 Συν, ο Πρόεδρος της Βουλής.
14γ) Η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού. Αυτή εμφανίζεται με τέσσερις μορφές, ήτοι:
αα) με τη μορφή της απόπειρας κατάλυσης, μεταβολής, αλλοίωσης ή καταστήσεως ανενεργού, διαρκώς ή προσκαίρως, του δημοκρατικού πολιτεύματος, πού στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, ή θεμελιωδών αρχών ή θεσμών του πολιτεύματος αυτού (α΄ μορφή τέλεσης, παρ. 1, εδ. α΄),
ββ) με τη μορφή της απόπειρας αποστέρησης του Προέδρου της Δημοκρατίας ή αυτού που ασκεί την προεδρική εξουσία, του Πρωθυπουργού, της Κυβέρνησης ή της Βουλής από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα (β΄ μορφή τέλεσης, παρ. 1, εδ. β΄),
γγ) με τη μορφή της απόπειρας κατάχρησης από τον δράστη της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους ή σφετερισμού της ιδιότητας αυτής (γ΄ μορφή τέλεσης, παρ. 2, στοιχ. α) και
δδ) με τη μορφή της άσκησης της εξουσίας που ο ίδιος ο δράστης ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό (δ΄ μορφή τέλεσης, παρ. 2, στοιχ. β).
αα) Απόπειρα κατάλυσης, μεταβολής, αλλοίωσης ή καταστήσεως ανενεργού, διαρκώς ή προσκαίρως, του δημοκρατικού πολιτεύματος, πού στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, ή θεμελιωδών αρχών ή θεσμών του πολιτεύματος αυτού (α΄ μορφή τέλεσης, παρ. 1, εδ. α΄)
15Κατ’ αρχάς είναι ανάγκη να διευκρινισθεί εδώ αυτό, που ισχύει άλλωστε σε όλες τις μορφές τέλεσης του εγκλήματος (εκτός από την τέταρτη) ότι ο νόμος στο άρ. 134 ΠΚ τυποποιεί εγκλήματα επιχειρήσεως, εξομοιώνει δηλ. ποινικά την απόπειρα με το ολοκληρωμένο έγκλημα (όμοια Α. Κονταξής, ΠΚ, τόμ. Α΄, σ. 1419. Μ. Μαργαρίτης, ΠΚ, σ. 353, αριθμός 6. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές, ό.π., σ. 129). Αυτό συνιστά βέβαια εξαίρεση του κανόνα, που θέτει το άρ. 42 ΠΚ, το οποίο προβλέπει μειωμένη ποινή για την απόπειρα κατά το μέτρο του άρ. 83 ΠΚ. Η πρακτική σημασία της διαπίστωσης αυτής εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να έχουμε απόπειρα τελέσεως του εγκλήματος του άρ. 134 ΠΚ, δεν νοείται δηλ. απόπειρα της απόπειρας. Τις προπαρασκευαστικές πράξεις του εν λόγω εγκλήματος τις τιμωρεί ο νόμος αυτοτελώς στο άρ. 135 ΠΚ.
16Καταλύω σημαίνει καταργώ τελείως. Επομένως απόπειρα κατάλυσης υπάρχει, όταν ο δράστης προσπαθεί να καταργήσει τελείως το δημοκρατικό πολίτευμα ή κάποια θεμελιώδη αρχή ή ορισμένο θεμελιώδη θεσμό του.
17Παραδείγματα: Ο δράστης προσπαθεί να αντικαταστήσει το δημοκρατικό πολίτευμα με δικτατορία ή προσπαθεί να απαγορεύσει την ύπαρξη περισσοτέρων των δύο κομμάτων ή προσπαθεί να καταργήσει τη Βουλή κ.λπ.
Σελ. 15
18Μεταβάλλω το πολίτευμα σημαίνει αλλάζω τη μορφή του πολιτεύματος στα βασικά του γνωρίσματα. Συνεπώς απόπειρα μεταβολής του πολιτεύματος υπάρχει, όταν ο δράστης προσπαθεί να του αλλάξει τη μορφή, λ.χ. από Προεδρευομένη Δημοκρατία να το μετατρέψει σε Προεδρική Δημοκρατία ή Συνταγματική Μοναρχία κ.λπ. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι δεν έχει σημασία, αν η μεταβολή του πολιτεύματος επιχειρείται «εκ των κάτω» (λ.χ. με στρατιωτικό ή άλλο πραξικόπημα) ή «εκ των άνω» (λ.χ. με κίνημα εκ μέρους του Ανωτάτου Άρχοντος) (όμοια Α. Κονταξής, ΠΚ, τόμ. Α΄, σ. 1426).
19Παράδειγμα: Ο δράστης θεωρώντας ότι παράνομα αποκόπηκε από την εξουσία του ο έκπτωτος Μονάρχης ξεκινάει με μια μονάδα τεθωρακισμένων, που ελέγχει, και κατευθύνεται προς το Προεδρικό Μέγαρο, έτσι ώστε κατά την ορισθείσα ως ημέρα ορκωμοσίας του νέου εκλεγέντος Προέδρου, να εγκαταστήσει στο θρόνο του τον έκπτωτο Μονάρχη.
20Αλλοιώνω σημαίνει νοθεύω, αλλάζω κάτι ως προς το περιεχόμενό του. Συνεπώς απόπειρα αλλοίωσης συντρέχει, όταν ο δράστης προσπαθεί να νοθεύσει, να αλλάξει δηλ. το περιεχόμενο κάποιας θεμελιώδους αρχής ή κάποιου θεμελιώδους θεσμού του δημοκρατικού πολιτεύματος.
21Παραδείγματα: Ο δράστης διατηρεί μεν τον θεσμό του Προέδρου, προσπαθεί όμως να επιβάλει την κληρονομική διαδοχή κατά την ανάδειξή του ή διατηρεί μεν την Βουλή, αλλά προσπαθεί να επιτρέψει τη λειτουργία της σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας.
22Καθιστώ ανενεργό σημαίνει αδρανοποιώ κάτι ως προς τη λειτουργία του. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση απόπειρα καταστήσεως ανενεργού, διαρκώς ή προσκαίρως του δημοκρατικού πολιτεύματος ή κάποιας θεμελιώδους αρχής ή θεσμού αυτού υπάρχει, όταν ο δράστης προσπαθεί να αδρανοποιήσει για πάντα ή για ορισμένο χρονικό διάστημα το πολίτευμα ή κάποια θεμελιώδη αρχή ή θεσμό αυτού. Τυπικά δηλ. το πολίτευμα με τους σχετικούς θεσμούς και τις αρχές του διατηρεί τη δημοκρατική του μορφή, μόνο που στην πράξη δεν λειτουργεί.
23Παραδείγματα: Ο δράστης διατηρεί μεν τυπικά τον τίτλο του πολιτεύματος ως Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, επειδή όμως δεν έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες των πολιτικών, προσπαθεί να αναλάβει ο ίδιος την διακυβέρνηση της χώρας για πάντα ή μέχρι να «ωριμάσουν» οι συνθήκες ή διατηρεί μεν τυπικά τον θεσμό του Κοινοβουλίου, προσπαθεί όμως να αδρανοποιήσει τη σχετική διάταξη του Συντάγματος, που υποχρεώνει τον εκάστοτε Πρωθυπουργό να ζητεί την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής κ.λπ.
24Το ζήτημα, ποιές από τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και ποιοί από τους θεσμούς αυτού είναι θεμελιώδεις, ώστε να τιμωρείται εκείνος, ο οποίος θα επιχειρήσει να καταργήσει ή να αλλοιώσει αυτές τις αρχές και αυτούς τους θεσμούς, το επιλύει ο ίδιος ο νομοθέτης με αυθεντική ερμηνεία. Ο νομοθέτης δηλ. για να άρει την ασάφεια, με την οποία είναι συνυφασμένη η εν λόγω ρύθμιση, και να θέσει έτσι φραγμό στις υποκειμενικές εκτιμήσεις του καθενός προσδιορίζει ο ίδιος στην παρ. 3 του άρ. 134 ΠΚ τις κατ’ αυτόν θεωρούμενες ως θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, πράγμα, που έχει βέβαια δεσμευτική σημασία για τον εφαρμοστή του δικαίου.
Σελ. 16
25Έτσι, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 3 του άρ, 134 ΠΚ, θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος, σε όλες τις περιπτώσεις των εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού, κατά την ρητή διατύπωση της εν λόγω διάταξης, θεωρούνται:
26α) η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή·
β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια·
γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης·
δ) η αρχή του πολυκομματισμού·
ε) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως προβλέπει το Σύνταγμα·
στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους·
ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και
η) η γενική αρχή και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.
27Πρέπει ακόμη σε σχέση με την διάταξη της παρ. 3 του άρ. 134 ΠΚ να σημειωθεί ότι ότι η ερμηνεία του νόμου ως προς αυτήν δεν είναι μόνον αυθεντική, δηλ. δεσμευτική, αλλά και περιοριστική για τον Δικαστή. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο Δικαστής να χαρακτηρίσει ως θεμελιώδεις αρχές και άλλες αρχές του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, που δεν εμπεριέχονται στην προαναφερθείσα διάταξη. Το ζήτημα αυτό αποσιωπάται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ, προφανώς, επειδή κρίθηκε ότι η κατηγορηματική και όχι ενδεικτική διατύπωση του νόμου δεν αφήνει περιθώρια άλλης ερμηνείας. Υπογραμμίζω το στοιχείο αυτό, διότι υπό την ομοία διατύπωση της καταργηθείσης διάταξης του άρ. 134α προϊσχΠΚ η Εισηγητική Έκθεση του Ν 1366/1983, με τον οποίο προστέθηκε στον προϊσχύσαντα ΠΚ η εν λόγω διάταξη, έλεγε ότι η απαρίθμηση των θεμελιωδών αρχών και θεσμών του πολιτεύματος είναι ενδεικτική, έγινε δηλ. για να αποφευχθεί η προσφυγή στις διατάξεις του Συντάγματος και στην θεωρία του Δημοσίου Δικαίου.
ββ) Απόπειρα αποστέρησης του Προέδρου της Δημοκρατίας ή αυτού που ασκεί την προεδρική εξουσία, του Πρωθυπουργού, της Κυβέρνησης ή της Βουλής από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα (β΄ μορφή τέλεσης, παρ. 1, εδ. β΄)
28Αποστερώ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αναπληρωτή του από την συνταγματική του εξουσία σημαίνει αφαιρώ την σχετική εξουσία από αυτόν, τον παραμερίζω, τον αποκόπτω, τον αποξενώνω τελείως από το λειτούργημά του. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση ή την Βουλή. Επομένως η απόπειρα αποστέρησης μεταφράζεται σε απόπειρα αφαίρεσης, απόπειρα παραμερισμού ή αποκοπής ή αποξένωσης των ανωτέρω προσώπων από την εξουσία, που τους παρέχει το Σύνταγμα. Η αποστέρηση μπορεί να καλύπτει όλες ή και ορισμένες μόνο από τις συνταγματικές εξουσίες του Προέδρου
Σελ. 17
29Παράδειγμα: Διαπράττει απόπειρα αποστέρησης ο δράστης, όταν προσπαθεί να εξαναγκάσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση ή την Βουλή να παραιτηθούν από το αξίωμά τους ή όταν προσπαθεί να φυλακίσει ή να θέσει υπό άλλης μορφής περιορισμό τα αρμόδια θεσμικά όργανα, που συνθέτουν το σχετικό αξίωμα.
γγ) Απόπειρα κατάχρησης από τον δράστη της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους ή σφετερισμού της ιδιότητας αυτής (γ΄ μορφή τέλεσης, παρ. 2, στοιχ. α)
30Κατάχρηση της ιδιότητας του οργάνου του κράτους συνιστά η περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης έχει μεν την ιδιότητα ενός οργάνου του Κράτους, είναι π.χ. Πρόεδρος της Βουλής ή Βουλευτής ή Στρατιωτικός, αλλά εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του αυτή, που του αναθέτει άλλα καθήκοντα, υπερβαίνει τα όρια των θεσμικών του καθηκόντων και επιχειρεί να προβεί σε μια από τις προαναφερθείσες μορφές της εσχάτης προδοσίας. Ανάλογα ισχύουν και για τον σφετερισμό της ιδιότητας ενός οργάνου του κράτους. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης δεν έχει την ιδιότητα του οργάνου του κράτους, την σφετερίζεται όμως, την οικειοποιείται δηλ. και με τον τρόπο αυτό διαπράττει κάτι από αυτά που αποδοκιμάζει ο νόμος στο άρ. 134 ΠΚ.
δδ) Άσκηση της εξουσίας που ο ίδιος ο δράστης ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό (δ΄ μορφή τέλεσης, παρ. 2, στοιχ. β)
31Αυτή η μορφή τέλεσης υπαγορεύθηκε από την στάση της νομολογίας στον χαρακτηρισμό της εσχάτης προδοσίας ως στιγμιαίου εγκλήματος με προφανή σκοπό να μη τιμωρηθούν όσοι άσκησαν την παράνομη εξουσία μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας στις 21.4.1967 (βλ. σχετ. και Μ. Μαργαρίτη, ΠΚ, σ. 355, αριθμ. 16. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές, ό.π., σ. 151). Βέβαια στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα, αν η άσκηση από τον δράστη της παρανόμως καταληφθείσης εξουσίας είναι αξιόποινη μόνον όταν το δημοκρατικό πολίτευμα το κατέλυσε κάποιος άλλος, που παρέδωσε στη συνέχεια την εξουσία στον δράστη ή και όταν το πολίτευμα το κατέλυσε ο ίδιος ο δράστης. Κατά την ορθότερη άποψη, εάν ο δράστης ασκεί την εξουσία, που ο ίδιος κατέλαβε παράνομα, π.χ. με πραξικόπημα ή με άλλο τρόπο, λόγω της φαινομένης συρροής, που υπάρχει θα τιμωρηθεί μόνο μια φορά με ισόβια κάθειρξη είτε για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος είτε για την άσκηση της παρανόμως καταληφθείσης εξουσίας (σύμφωνος με την άποψη αυτή και ο Μ. Μαργαρίτης, ΠΚ, σ. 355, που δέχεται επικουρικότητα της διάταξης αυτής έναντι των περιπτώσεων της παρ. 1).
32Παραδείγματα: Ο στρατηγός Α κατέβασε τα τανκς στην Αθήνα και κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα ασκώντας ο ίδιος παράνομα την εξουσία, που κατέλαβε. Στην περίπτωση αυτή ο στρατηγός, λόγω της υπάρχουσας στην προκειμένη περίπτωση φαινομένης συρροής θα τιμωρηθεί: είτε για την κατάλυση της δημοκρατίας απορροφωμένης της μεταγενέστερης άσκησης της παρανόμως καταληφθείσης εξουσίας από την προηγηθεία κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος (ύστερη συντιμωρητή πράξη άσκησης της παράνομης εξουσίας) είτε για την άσκηση της παρανόμως καταληφθείσης εξουσίας απορροφωμένης της προηγηθείσης κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος από την μεταγενέστερη άσκηση της εξουσίας (πρότερη συντιμωρητή πράξη κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος).
Σελ. 18
33Εάν όμως ο στρατηγός Α κατέλυσε με τα τανκς το δημοκρατικό πολίτευμα και στη συνέχεια εγκατέστησε στην εξουσία τον ανεψιό του Β, τότε, εφ’ όσον ο Β δεχθεί την παράνομη εξουσία και την ασκήσει, αυτός μεν θα τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρ. 134 παρ. 2 στοιχ. β), ενώ ο Α σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 1, που τιμωρεί, κατά τα ανωτέρω, την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
34δ) Ο τρόπος ή τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος. Ως τρόποι ή μέσα τέλεσης του εγκλήματος στις δυο περιπτώσεις της παρ. 1 και στην περίπτωση β) της παρ. 2 του άρ. 134 ΠΚ τυποποιούνται δύο μέσα εξαναγκασμού που είναι αφ’ ενός μεν η βία και αφ’ ετέρου ή απειλή βίας. Αντιθέτως στην περίπτωση α) της παρ. 2 ο δράστης δεν ασκεί εξαναγκασμό σε κανένα. Διαπράττει όμως και αυτός εσχάτη προδοσία, όταν τελεί το έγκλημα του άρ. 134 ΠΚ είτε με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους είτε με σφετερισμό της ιδιότητάς του αυτής. Καθίσταται λοιπόν έτσι σαφές ότι σε όλες τις προαναφερθείσες μορφές της εσχάτης προδοσίας, άσχετα αν αυτές τελούνται με εξαναγκασμό ή με κατάχρηση ή σφετερισμό, τα αντίστοιχα εγκλήματα τυποποιούνται στο νόμο, όπως ελέχθη και πιο πάνω στα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα, ως γνήσια πολύτροπα ή διαζευκτικώς ή υπαλλaκτικώς μικτά εγκλήματα.
35Ας δούμε όμως πρώτα, τί γίνεται με τα μέσα του εξαναγκασμού στο άρ. 134 ΠΚ. Επειδή ωστόσο τα μέσα του εξαναγκασμού τα χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο νόμος στην τυποποίηση πολλών εγκλημάτων (ως εκ τούτου έχουν μια ξεχωριστή σπουδαιότητα στην ερμηνεία του νόμου), κρίνεται σκόπιμο να ασχοληθούμε εδώ αναλυτικότερα με αυτά, ώστε μέσα από την σχετική ανάλυση των εννοιών της βίας και της απειλής να φανεί καθαρά, τί ακριβώς εννοεί ο νόμος, όταν ζητεί για την τιμωρία του δράστη στο άρ. 134 ΠΚ τέλεση της πράξης του βία ή απειλή βίας.
36αα) Η βία. Βία αποτελεί κάθε πράξη, με την οποία επενεργούμε στο σώμα, στα πρόσωπα, στα αντικείμενα ή στις συνθήκες του περιβάλλοντος κάποιου άλλου επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να κάμψουμε την αντίστασή του και να τον εξαναγκάσουμε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις μας.
37Με βάση τον ορισμό αυτό, που έχει, όπως γίνεται φανερό, ευρύτατο περιεχόμενο, διακρίνουμε την βία σε δύο μεγάλες κατηγορίες: a. σε σωματική βία και b. σε ψυχολογική βία.
38a. Σωματική βία. Ως σωματική βία νοείται κάθε μυϊκή, φυσική, χημική, ηλεκτρονική ή άλλη συναφής επενέργεια επάνω στο κορμί κάποιου ανθρώπου, με την οποία επιδιώκουμε να εξουδετερώσουμε την αντίστασή του και να τον εξαναγκάσουμε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις μας.
39Η επενέργεια στο κορμί άλλου με την ανάπτυξη επάνω σε αυτό υλικής-μυϊκής δύναμης μας δίνει τη σωματική βία με την στενή της έννοια. Την ανικανότητα όμως για αντίσταση ορισμένου ανθρώπου δεν την προκαλούμε μόνο με την φυσική-μυϊκή επενέργεια στο κορμί του, αλλά και με την επενέργεια επάνω σε αυτό με χημικά μέσα. Γι’ αυτό και ο νόμος διευρύνει την έννοια της σωματικής βίας στο άρ. 13 στοιχ. δ) ΠΚ λέγοντας ότι σωματική βία αποτελεί επίσης και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση ανικανότητας για
Σελ. 19
αντίσταση με την χορήγηση σε αυτόν αναισθητικών, υπνωτικών, αλκοολικών, ναρκωτικών ή άλλων αναλόγων ουσιών (σωματική βία με την πλατιά έννοια).
40Παραδείγματα: Δένει κάποιος τα χέρια του Προέδρου της Δημοκρατίας ή αυτού που ασκεί την προεδρική εξουσία (σωματική βία με τη στενή έννοια) ή ρίχνει αναισθητικό σπρέι στο πρόσωπο ή υπνωτικό φάρμακο στο ποτό τους για να τους παρεμποδίσει να υπογράψουν κάποιο νόμο ή κάποιο διάταγμα (σωματική βία με την πλατιά έννοια).
41Συνήθως η σωματική βία εμφανίζεται με τη μορφή της λεγόμενης απόλυτης ή ακαταμάχητης βίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η πλήρης απουσία του βουλητικού στοιχείου από την συμπεριφορά του εξαναγκαζομένου, έτσι ώστε η μυϊκή ενέργεια ή αδράνεια αυτού να μην αποτελεί πράξη δική του.
42Παραδείγματα: Απόλυτη βία συνιστούν τα προαναφερθέντα (α.π. 40) παραδείγματα και άλλα συναφή, όπως λ.χ. το χτύπημα με κάποιο αντικείμενο στο κεφάλι του θύματος, συνεπεία του οποίου επέρχεται η αναισθητοποίηση αυτού, το σπρώξιμο κάποιου, εξ αιτίας του οποίου αυτός πέφτει επάνω σε κάποιον άλλον και τον τραυματίζει κ.λπ.
43Πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι η έννοια της σωματικής βίας δεν ταυτίζεται με την έννοια της απόλυτης ή ακαταμάχητης βίας. Και τούτο διότι ο αποκλεισμός της ελευθερίας του θύματος να κινηθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τη βούλησή του, που αποτελεί, όπως είδαμε, χαρακτηριστικό γνώρισμα της απόλυτης βίας, δεν προκαλείται μόνο με την επενέργεια στο κορμί του θύματος, οπότε έχουμε ασφαλώς σωματική βία, αλλά και με την επενέργεια σε ορισμένα πρόσωπα ή πράγματα, που είναι λειτουργικά δεμένα με το θύμα, έτσι ώστε η ανεμπόδιστη χρησιμοποίηση των προσώπων ή των πραγμάτων αυτών να αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ελευθερίας δράσης του θύματος.
44Παραδείγματα: Κρατάει κάποιος το πρόσωπο-οδηγό ενός τυφλού ή τα κλειδιά του αυτοκινήτου ενός οδηγού για να μη μετακινηθούν τα θύματά του κ.λπ.
45b. Ψυχολογική βία. Ως ψυχολογική βία χαρακτηρίζεται η πράξη εκείνη, με την οποία επιδιώκουμε να επηρεάσουμε τη βούληση κάποιου άλλου και να τον εξαναγκάσουμε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις μας επενεργώντας άμεσα επάνω στα πρόσωπα, στα αντικείμενα ή στις συνθήκες του περιβάλλοντος αυτού.
46Παράδειγμα: Ο δράστης αφαιρεί τον χειμώνα τα καλοριφέρ ή τα παράθυρα από το σπίτι του θύματος ή χτυπάει την κόρη ή τη γυναίκα του ή ξύνει με πρόκα το αυτοκίνητό του για να το εξαναγκάσει να δεχθεί τις απαιτήσεις του.
47Η ψυχολογική βία μοιάζει με την απειλή, η οποία ομοίως οδηγεί στην επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος μέσω της βουλήσεως του απειλούμενου προσώπου. Διαφέρει όμως από εκείνη, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, διότι στην ψυχολογική βία έχει ήδη αρχίσει η πραγματοποίηση του κακού με την επενέργεια στα πρόσωπα, στα πράγματα ή στις συνθήκες του περιβάλλοντος του θύματος, ενώ στην απειλή μετατίθεται η πραγματοποίηση του εξαγγελλομένου κακού για το κοντινό ή μακρινό μέλλον, εάν το θύμα δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του δράστη.
48Παραδείγματα: Εάν ο δράστης χτυπάει το παιδί κάποιου για να εξαναγκάσει τον πατέρα του να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, ο ξυλοδαρμός του παιδιού συνιστά ψυχολο-
Σελ. 20
γική βία για τον πατέρα του παιδιού. Εάν όμως ο δράστης προειδοποιεί τον πατέρα του παιδιού ότι θα χειροδικήσει στον ίδιο ή στο παιδί του, εφ’ όσον δεν γίνουν όσα απαιτεί, τότε αυτό συνιστά απειλή για τον πατέρα.
49Ανάλογα με το αντικείμενο, επάνω στο οποίο ασκείται ο εξαναγκασμός, η βία διακρίνεται περαιτέρω σε βία κατά προσώπων και βία κατά πραγμάτων. Βία κατά προσώπων υπάρχει, όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται επάνω σε πρόσωπα, ενώ βία κατά πραγμάτων υπάρχει, όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται επάνω σε πράγματα. Η βία κατά προσώπου μπορεί να είναι είτε σωματική (όταν ασκείται επάνω στο θύμα) είτε ψυχολογική (όταν ασκείται επάνω σε τρίτα πρόσωπα). Αντίθετα η βία κατά πραγμάτων, που δεν αποτελούν λειτουργικά εξαρτήματα του σώματος του θύματος, είναι πάντα ψυχολογική βία.
50Παραδείγματα: Ο δράστης χτυπάει το θύμα, το παιδί ή την σύζυγο αυτού κ.λπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε βία κατά προσώπων. Αντίθετα, όταν ο δράστης τρυπάει τα λάστιχα του αυτοκινήτου ή σπάζει τα παράθυρα του σπιτιού του θύματος κ.λπ., έχουμε βία κατά πραγμάτων.
51Εξ άλλου ανάλογα με τον τρόπο που ασκείται ο εξαναγκασμός η βία διακρίνεται σε άμεση και έμμεση βία. Άμεση βία έχουμε, όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται απ’ ευθείας επάνω στο θύμα, ενώ έμμεση βία έχουμε, όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται επάνω στο θύμα πλαγίως, με την επενέργεια δηλ. σε πρόσωπα ή πράγματα, που συνδέονται στενά με αυτό. Η άμεση βία είναι πάντοτε σωματική βία, ενώ η έμμεση βία είναι πάντοτε ψυχολογική βία.
52Παραδείγματα: Ο δράστης πιέζει το θύμα στο λαιμό για να εξουδετερώσει την αντίστασή του (άμεση βία κατά προσώπου). Ο δράστης χτυπάει την κόρη του Πρωθυπουργού για να τον πιέσει να υπογράψει ένα διάταγμα (έμμεση βία - βία κατά τρίτου προσώπου) ή αρχίζει να καταστρέφει ορισμένα πράγματα αυτού για να τον υποχρεώσει να παραλείψει την υπογραφή του διατάγματος (έμμεση βία - βία κατά πραγμάτων).
53Επομένως, όπου ο νόμος τυποποιεί ως μέσο τέλεσης του εγκλήματος τη βία γενικά, όπως συμβαίνει με τις προαναφερθείσες μορφές τέλεσης της εσχάτης προδοσίας, αλλά και στις περιπτώσεις άλλων εγκλημάτων, τότε νοούνται όλα τα είδη της βίας, που αναπτύξαμε πιο πάνω (α.π. 37-54). Αντίθετα, όπου ο νόμος τυποποιεί ως μέσο τέλεσης την σωματική βία, δεν αρκεί καμιά άλλη μορφή βίας, παρά μόνον εκείνη, που χαρακτηρίσαμε πιο πάνω (α.π. 38-45) ως σωματική.
54ββ) Η απειλή. Απειλή είναι η εξαγγελία για το μέλλον ενός κακού, το οποίο πρόκειται να υποστεί το θύμα, εάν δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του δράστη.
55Από τον ορισμό αυτό γίνεται φανερό ότι με την απειλή ο δράστης εξαναγκάζει το θύμα να ενδώσει επηρεάζοντας τη βούλησή του: εάν δεν κάνει αυτό που του ζητεί ο δράστης, θα υποστεί τις συνέπειες του εξαγγελλομένου κακού.
56Ανάλογα με το περιεχόμενο του εξαγγελλομένου κακού η απειλή διακρίνεται σε απλή απειλή και σε απειλή βίας.
57a. Απλή απειλή. Απλή απειλή υπάρχει, όταν το κακό, που εξαγγέλλει ο δράστης, θα το υποστεί το θύμα χωρίς να ασκηθεί επάνω του καμιάς μορφής βία.