ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ενημέρωση έως τον Ν 5149/2024

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 28€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 68,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21075
Καρράς Α.
  • Έκδοση: 8η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 1024
  • ISBN: 978-618-08-0377-8
Η 8η έκδοση του έργου «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», ενημερωμένη μέχρι και τον Ν 5149/2024, παρουσιάζει και αναλύει όλα τα άρθρα του νέου ΚΠΔ, τα οποία σχολιάζονται και ερμηνεύονται εκτενώς, μέσα από πρόσφατη νομολογία και βιβλιογραφία, από όπου αναδεικνύονται και εξετάζονται κομβικής σημασίας δικονομικοί προβληματισμοί. Επιπλέον, δίνεται η ευκαιρία αναθεώρησης ορισμένων ζητημάτων, λαμβανόμενων υπόψη και των νεότερων σχετικών θεωρητικών και νομολογιακών προσεγγίσεων. 

Το έργο αποτελεί ένα ολοκληρωμένο εργαλείο, που διευκολύνει τον νομικό, δικαστή, ακαδημαϊκό, δικηγόρο, αλλά και φοιτητή, στην ενημέρωση για τις σύγχρονες κατευθύνσεις και την εφαρμογή του ποινικού δικονομικού δικαίου.

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 8ης ΕΚΔΟΣΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 6ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 5ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης ΕΚΔΟΣΗΣ 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

ΒΑΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου - Έννοια, νομική φύση
και σκοπός της Ποινικής Δίκης 2

Β. Η διπλή αποστολή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 5

Γ. Τα «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού» ή οι «ποινικές δικονομικές
προσβολές ατομικών δικαιωμάτων» 5

Δ. Ο προκαλούμενος «στιγματισμός» εξαιτίας της ποινικής δίκης 6

Ε. Το θεμελιώδες πρόβλημα - δίλημμα του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 6

ΣΤ. Η αξία των δικονομικών τύπων 8

Ζ. Σχέση με το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο και απορρέουσες συνέπειες 8

Η. Οι πηγές του Ελληνικού Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 10

Θ. Η δομή της Ελληνικής Ποινικής Δίκης 12

Ι. Η μορφή της Ελληνικής Ποινικής Δίκης ή το Ελληνικό Ποινικό
Δικονομικό Σύστημα 14

 

ΙΑ. Τα όργανα απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης 16

ΙΒ. Οι διάδικοι της Ελληνικής Ποινικής Δίκης 16

ΙΓ. Οι θεμελιώδεις ή γενικές αρχές της Ελληνικής Ποινικής Δίκης 17

1. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας 17

2. Η αρχή της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης 21

3. Η αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης 22

4. Η αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου 22

5. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης 23

6. Το τεκμήριο της αθωότητας 24

7. Η αρχή του «προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων» 26

8. Η αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης 27

9. Η αρχή της αιτιολόγησης 31

10. Η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης ή της επιτάχυνσης 32

11. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης 34

12. Η αρχή της ισότητας των όπλων 35

13. Η αρχή της δικαστικής βοήθειας 37

14. Η αρχή της αναλογικότητας 38

15. Η αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης 39

16. Η αρχή της οικονομίας της δίκης 40

ΙΔ. Η ερμηνεία των κανόνων του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 40

ΙΕ. Απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης και Μέσα Ενημέρωσης 47

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ:
ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ - ΟΡΓΑΝΩΣΗ - ΣΥΝΘΕΣΗ

Α. Η δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων 56

1. Η έννοια και οι διακρίσεις της ποινικής δικαιοδοσίας 56

2. Η τοπική και προσωπική έκταση της ποινικής δικαιοδοσίας 60

3. Η σχέση της ποινικής δικαιοδοσίας με τα άλλα είδη δικαιοδοσίας 69

Β. Η οργάνωση των ποινικών δικαστηρίων 73

Γ. Η σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων 75

1. Τα γενικά προβλήματα 75

 

2. Τα επί μέρους ποινικά δικαστήρια 83

Ι. Τα τακτικά ποινικά δικαστήρια 83

ΙΙ. Τα ειδικά ποινικά δικαστήρια 99

α. Δικαστήρια ανηλίκων 99

β. Στρατιωτικά δικαστήρια 100

γ. Το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ. 100

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Α. Η έννοια και οι διακρίσεις της αρμοδιότητας 102

Β. Οι ειδικότερες αρμοδιότητες 104

1. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα 104

Ι. Δικαστήρια ανηλίκων 111

ΙΙ. Στρατιωτικά δικαστήρια 111

ΙΙΙ. Το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ. 113

2. Η τοπική αρμοδιότητα 119

I. Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό 122

II. Εγκλήματα που τελέσθηκαν με έντυπο 123

III. Εγκλήματα που τελέσθηκαν σε ελληνικό πλοίο 123

IV. Εγκλήματα που τελέσθηκαν σε αεροσκάφος 124

3. Η αρμοδιότητα λόγω συνάφειας 126

4. Η αρμοδιότητα λόγω συμμετοχής ή συναιτιότητας 128

5. Αρμοδιότητα κατά παραπομπή 132

I. Αδυναμία συγκρότησης του αρμόδιου δικαστηρίου 132

II. Διακινδύνευση της ομαλής εκδίκασης της υπόθεσης 132

III. Αμφισβήτηση της αντικειμενικής δικαστικής κρίσης 133

6. Κανονισμός αρμοδιότητας 135

7. Η κατά λειτουργία ή λειτουργική αρμοδιότητα 137

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Α. Τα όργανα που ασκούν την ποινική δίωξη 140

1. Οι εισαγγελείς 140

I. Έννοια και αποστολή 140

II. Νομική Θέση 141

III. Οργάνωση 143

ΙV. Καθ’ ύλην, κατά τόπο και κατά λειτουργία αρμοδιότητα 147

 

2. Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος 148

I. Εισαγωγική επισκόπηση 148

II. Οργάνωση των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 33) 149

III. Η τοπική αρμοδιότητα των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 34) 151

IV. Καθήκοντα των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 35) 151

V. Εξουσίες Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 36) 155

3. Οι εισαγγελείς των στρατιωτικών δικαστηρίων 157

4. Η Βουλή 158

Β. Τα ανακριτικά όργανα 158

1. Οι ανακριτές 158

Ι. Διορισμός 158

ΙΙ. Κατά τόπο και κατά λειτουργία αρμοδιότητα 158

2. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι 162

Ι. Έννοια και αποστολή 162

II. Διακρίσεις των ανακριτικών υπαλλήλων 162

α. Δικαστικοί και αστυνομικοί - διοικητικοί 162

β. Γενικοί και ειδικοί 163

III. Η κατά τόπο και κατά λειτουργία αρμοδιότητα 164

3. Οι ανακριτές στρατιωτικών δικαστηρίων 165

4. Οι επιμελητές ανηλίκων 165

Γ. Οι δικαστικοί γραμματείς 165

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ
ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Α. Η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των οργάνων απονομής
της ποινικής δικαιοσύνης 167

Β. Η απαγόρευση της αφαίρεσης του νόμιμου δικαστή και της σύστασης δικαστικών επιτροπών και έκτακτων (ποινικών) δικαστηρίων 181

Γ. Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των οργάνων απονομής
της ποινικής δικαιοσύνης 185

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 208

1. Έννοια 208

2. Βασικές αρχές 208

I. Η αρχή της κρατικής δίωξης των εγκλημάτων ή δημόσιας κατηγορίας 208

ΙΙ. Η αρχή της αυτεπάγγελτης ή εξ επαγγέλματος δίωξης των εγκλημάτων 209

ΙΙΙ. Η αρχή της αυτοτελούς δίωξης των εγκλημάτων ή αυτοτελούς κατηγορίας 209

IV. Η αρχή της νομιμότητας ή υποχρεωτικής δίωξης των εγκλημάτων 210

V. Η αρχή της «in rem» δίωξης των εγκλημάτων 212

Β. Τρόποι γνώσης των τελούμενων εγκλημάτων 213

1. Η προσωπική γνώση 213

2. Η καταγγελία των εγκλημάτων (Έγκληση - Μήνυση - Αίτηση δίωξης) 213

3. Η ανακοίνωση των εγκλημάτων 214

4. Η αναγγελία των εγκλημάτων 215

5. Η «αυτεπάγγελτη» προανάκριση 215

I. Αυτόφωρο έγκλημα 216

II. Κίνδυνος από την καθυστέρηση 218

6. Οποιαδήποτε άλλη πληροφορία 218

Γ. Έναρξη της ποινικής δίωξης 219

1. Η θέση στο αρχείο της μήνυσης ή της αναφοράς και η απόρριψη της έγκλησης 219

2. Η προκαταρκτική εξέταση 223

Ι. Εισαγωγική επισκόπηση 223

ΙΙ. Σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης και διάρκεια αυτής (άρθρο 243) 227

ΙΙΙ. Δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 244) 228

3. Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης 233

4. Αποχή από την ποινική δίωξη 235

Ι. Εισαγωγική επισκόπηση 235

ΙΙ. Αποχή από την ποινική δίωξη ανηλίκου 236

III. Αποχή από ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 47) 237

IV. Αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους 239

V. Αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους 242

 

5. Οι μορφές έναρξης της ποινικής δίωξης 245

Δ. Συνέπειες της έναρξης της ποινικής δίωξης 248

1. Το μη ανακλητό της ποινικής δίωξης 248

2. Ο προσδιορισμός τον αντικειμένου της ποινικής δίκης 249

3. Η εκκρεμοδικία 249

4. Το αμετάβλητο της τοπικής αρμοδιότητας 250

Ε. Τελική ερμηνευτική παρατήρηση 250

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Α. Δικονομικές ή διαδικαστικές προϋποθέσεις 251

1. Έννοια, σημασία και διακρίσεις 251

2. Οι ειδικές προϋποθέσεις δίωξης ορισμένων εγκλημάτων ή κατηγορουμένων 253

Ι. Η έγκληση 253

ΙΙ. Η αίτηση δίωξης 262

ΙΙΙ. Η άδεια δίωξης 263

3. Το δεδικασμένο και η εκκρεμοδικία ως αρνητικές δικονομικές προϋποθέσεις
της ποινικής δίωξης 267

Β. Δικονομικές ή διαδικαστικές πράξεις 273

1. Έννοια, διακρίσεις και αξιολόγηση 273

2. Οι ειδικά ρυθμιζόμενες από τον Κ.Π.Δ. διαδικαστικές πράξεις, ιδίως
οι αποφάσεις, τα πρακτικά, οι εκθέσεις, οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις 277

3. Οι προθεσμίες διεξαγωγής των διαδικαστικών πράξεων 306

4. Οι ακυρότητες των δικονομικών πράξεων 308

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ: ΑΡΧΕΣ - ΜΟΡΦΕΣ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α. Σκοπός, τόπος και χρόνος 317

Β. Βασικές αρχές 318

1. Η αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού
ή η αρχή της ανάκρισης 318

2. Η αρχή της έγγραφης διαδικασίας 319

3. Η αρχή της εξωτερικής ή λαϊκής μυστικότητας και η αρχή
της εσωτερικής δημοσιότητας ή δημοσιότητας των μερών 319

4. Οι ειδικότερες αρχές που απορρέουν από την αρχή του σεβασμού
της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.) 320

Ι. Η αρχή της αναγκαιότητας 320

 

ΙΙ. Η αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου 321

ΙΙΙ. Η αρχή της αναγκαίας αναλογίας ή αναλογικότητας με στενή έννοια 321

IV. Η αρχή της προσφορότητας ή καταλληλότητας 322

5. Οι ειδικότερες αρχές που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας 322

Ι. Η ανάλογη μεταχείριση του κατηγορουμένου 322

ΙΙ. Η απαγόρευση της προσβολής της προσωπικότητας από τα μέσα ενημέρωσης 322

ΙΙΙ. Η αρχή της απαγόρευσης της αυτοενοχοποίησης 323

6. Η αρχή της ελεύθερης χρησιμοποίησης οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου
και οι εξαιρέσεις της 323

Γ. Οι μορφές της ανάκρισης 330

1. Η προκαταρκτική εξέταση 330

2. Η προανάκριση 330

3. Η κύρια ανάκριση 332

Δ. Η ρυθμιστική λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων
κατά την προδικασία 336

Ε. Το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας και η επιτρεπόμενη
προσβολή της 337

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 342

1. Ο προσδιορισμός του υπόπτου και τα δικαιώματά του 342

2. Ο προσδιορισμός του κατηγορουμένου και τα δικαιώματά του 342

3. Η ιδιάζουσα θέση του συνηγόρου υπεράσπισης 367

Β. Ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας και τα δικαιώματά του 369

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 369

2. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση 372

3. Τα δικαιώματα του παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας 388

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Α. Εισαγωγική παρατήρηση 390

Β. Τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα 391

1. Οι ενδείξεις 391

2. Η αυτοψία 392

3. Η πραγματογνωμοσύνη 393

 

4. Η ομολογία -και ευρύτερα η απολογία- του κατηγορουμένου 395

5. Οι μάρτυρες 397

6. Τα έγγραφα 411

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Α. Η ενέργεια αυτοψίας 414

Β. Η ενέργεια πραγματογνωμοσύνης 417

Γ. Οι έρευνες 440

Δ. Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων
και εγκλημάτων διαφθοράς (άρθρα 254 και 255) 445

Ε. Η κατάσχεση 457

ΣΤ. Η εξέταση των μαρτύρων 470

Ζ. Η απολογία του κατηγορουμένου 484

Η. Ο διορισμός διερμηνέα 489

Θ. Η σύλληψη του κατηγορουμένου 496

Ι. Η επιβολή προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και περιοριστικών όρων του κατηγορουμένου 505

ΙΑ. Η απαγόρευση της εξόδου από τη χώρα 532

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ

Α. Περάτωση της προανάκρισης 534

Β. Περάτωση της κύριας ανάκρισης 535

1. Τυπική περάτωση 535

2. Ουσιαστική περάτωση 539

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Α. Ποινική συνδιαλλαγή 547

1. Ποινική συνδιαλλαγή έως την τυπική περάτωση της ανάκρισης (άρθρο 301) 547

2. Ποινική συνδιαλλαγή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης
και έως το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο (άρθρο 302) 549

 

Β. Ποινική διαπραγμάτευση (άρθρο 303) 552

Γ. Ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων 557

ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 558

Β. Η λειτουργική αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών
μετά το τέλος της ανάκρισης 560

Γ. Η λειτουργική αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών 567

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α. Σκοπός 570

Β. Οι αναγκαίες πράξεις 571

1. Σύνταξη και περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης προς εμφάνιση 572

2. Επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης προς εμφάνιση 574

3. Γνωστοποίηση των μαρτύρων 576

4. Κλήτευση μαρτύρων και πραγματογνωμόνων 577

Γ. Η προσφυγή εναντίον της απευθείας κλήσης 582

Δ. Συντηρητική μαρτυρική απόδειξη 588

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ

Α. Η αρχή της δημοσιότητας 591

Β. Η αρχή της προφορικότητας 596

Γ. Η αρχή της συγκεντρωτικής διαδικασίας 598

Δ. Η αρχή της συνεχούς παρουσίας ή της ενότητας της εκδίκασης 600

Ε. Η αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης 604

ΣΤ. Η αρχή της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης 605

Ζ. Η αρχή της ισότητας των όπλων 606

 

Η. Η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης 607

Θ. Η αρχή της ολόπλευρης διερεύνησης της υπόθεσης 607

Ι. Η επιμέλεια της διεξαγωγής της συζήτησης 609

ΙΑ. Η αμερόληπτη, ευπρεπής, απαθής και ψύχραιμη συμπεριφορά
των δικαστικών λειτουργών 612

ΙΒ. Η προηγούμενη γνώση της δικογραφίας από τον δικαστή 613

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΤΑ ΜΕΡΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΑΔΙΑ

Α. Η έναρξη της εκδίκασης 615

Β. Η αποδεικτική διαδικασία 637

1. Εισαγωγική επισκόπηση 637

2. Οι βασικές αρχές 640

Ι. Η υποχρέωση διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης 640

ΙΙ. Το δικαίωμα υποβολής αιτήσεων διεξαγωγής αποδείξεων 642

ΙΙΙ. Η αρχή της αμεσότητας 643

ΙV. Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων
και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις 646

α. Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων 646

β. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις 648

V. Η αρχή «in dubio pro reo» 662

3. Τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα και η εξέτασή τους 662

I. Μάρτυρες 663

II. Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι 676

III. Αυτοψία 677

IV. Ανάγνωση εγγράφων και ένορκων καταθέσεων 677

V. Η εξέταση του κατηγορουμένου (άρθρο 364) 685

VΙ. Η απολογία του κατηγορουμένου 685

VΙI. Συμπληρωματικές έρευνες και λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας 687

Γ. Οι αγορεύσεις 687

Δ. Η απόφαση 688

Ε. Προστασία του απόντος καταδικασθέντος κατηγορουμένου 705

1. Η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341) 705

2. Η αίτηση ακύρωσης της απόφασης (άρθρα 430-431) 709

ΣΤ. Η ανακοπή λιπομαρτυρίας (άρθρο 232) 715

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Α. Συνοπτική διαδικασία 718

1. Ποινική Διαταγή (άρθρα 409-416) 718

2. Διαδικασία στα πλημμελήματα που οι δράστες τους καταλαμβάνονται
επ’ αυτοφώρω 722

Β. Διαδικασία κατά απόντων και φυγόδικων 730

1. Εισαγωγική επισκόπηση 730

2. Πλημμελήματα (άρθρα 428-429) 730

3. Κακουργήματα (άρθρα 432-434) 732

4. Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί κακουργημάτων (άρθρο 435) 734

Γ. Δικαστική συνδρομή 735

1. Η έκδοση 735

2. Άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής 745

I. Εκτέλεση αιτήσεων για ανακριτικές πράξεις 745

II. Μεταγωγή κρατουμένου για εξέταση 746

IΙΙ. Διαβίβαση πειστηρίων 747

3. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης 747

Δ. Οι ειδικές ποινικές διαδικαστικές ρυθμίσεις του Ν. 4022/2011 748

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 753

1. Δικαιοπολιτική θεμελίωση και έννοια - Βασικές διακρίσεις 753

2. Τα προβλεπόμενα από το Ελληνικό Π.Δ.Δ. ένδικα μέσα 762

3. Βασικές αρχές 763

Β. Οι προϋποθέσεις για τo παραδεκτό των ένδικων μέσων
και η κήρυξη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου 766

1. Να παρέχεται από τον νόμο τo δικαίωμα σε άσκηση του ένδικου μέσου 766

2. Να πρόκειται για απόφαση ή βούλευμα, που υπόκειται
σε ορισμένο ένδικο μέσο 769

3. Το ένδικο μέσο να ασκείται εμπρόθεσμα 770

4. Το ένδικο μέσο να ασκείται σύμφωνα με τις οριζόμενες διατυπώσεις 773

 

5. Να μην έχει λάβει χώρα νόμιμα παραίτηση 780

6. Η κήρυξη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου 780

Γ. Τα αποτελέσματα της άσκησης των ένδικων μέσων 783

1. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα 783

2. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα 787

3. Η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου 788

4. Το επεκτατικό αποτέλεσμα 796

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΕΦΕΣΗ

Α. Η έφεση εναντίον βουλευμάτων 803

1. Δικαιούμενα πρόσωπα και προσβαλλόμενα βουλεύματα 803

2. Διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών 806

Β. Η έφεση εναντίον αποφάσεων 806

1. Δικαιούμενα πρόσωπα και προσβαλλόμενες αποφάσεις 806

2. Οι διατυπώσεις της έφεσης (άρθρο 498) 812

3. Η διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου 813

I. Η προπαρασκευαστική διαδικασία (άρθρο 500) 813

II. Η κύρια συζήτηση 815

α. Όταν απουσιάζει ο εκκαλών (άρθρο 501) 815

β. Όταν εμφανισθεί ο εκκαλών (άρθρο 502) 819

3. Η λειτουργική αρμοδιότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου 821

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Α. Η αίτηση αναίρεσης εναντίον βουλευμάτων 823

1. Προσβαλλόμενα βουλεύματα και δικαιούμενα πρόσωπα 823

2. Οι λόγοι αναίρεσης 826

3. Διαδικασία και λειτουργική αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου
(σε συμβούλιο) - Διαδικασία μετά την αναίρεση 859

Β. Η αίτηση αναίρεσης εναντίον αποφάσεων 860

1. Προσβαλλόμενες αποφάσεις και δικαιούμενα πρόσωπα 860

2. Ειδικές ρυθμίσεις για την προθεσμία και τις διατυπώσεις
της αίτησης αναίρεσης 863

3. Οι λόγοι αναίρεσης 868

4. Η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου 915

 

5. Η λειτουργική αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου 918

6. Η διαδικασία μετά την αναίρεση 919

7. Η αίτηση επανεξέτασης 921

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 923

Β. Οι λόγοι επανάληψης της διαδικασίας 925

1. Σε όφελος του καταδικασθέντος 925

2. Σε βάρος του αθωωθέντος (άρθρο 527) 930

Γ. Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας 930

1. Δικαιούμενα πρόσωπα και διατυπώσεις υποβολής της αίτησης (άρθρο 528) 930

2. Αρμόδιο δικαστήριο και διαδικασία (άρθρα 529-530) 931

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ
ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ

Α. Εισαγωγική επισκόπηση 934

Β. Η προβλεπόμενη ρύθμιση 936

1. Οι γενικές προϋποθέσεις 936

2. Η διαδικασία προσδιορισμού της αποζημίωσης (άρθρα 538-540) 938

3. Υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου
(άρθρο 541) 940

4. Συμπληρωματικές ρυθμίσεις (άρθρα 542-544) 940

ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Α. Οι εκτελεστές αποφάσεις (άρθρα 545-548) 941

Β. Τα όργανα εκτέλεσης 942

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 944

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥΣ

Α. Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα
ή για το ίδιο έγκλημα (άρθρα 550-551) 948

Β. Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασθέντος (άρθρο 561) 950

Γ. Αμφιβολίες ή αντιρρήσεις σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης
και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής (άρθρο 562) 951

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΝΑΒΟΛΗ, ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

Α. Υποχρεωτική αναβολή της εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 555) 953

Β. Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 556) 953

Γ. Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 557) 954

Δ. Ένδικα μέσα (άρθρο 558) 956

Ε. Εγγύηση για την αναβολή της ποινής (άρθρο 559) 956

ΣΤ. Εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί (άρθρο 560) 956

Ζ. Τέλος των ποινών (άρθρα 564-566) 957

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ 958

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Α. Η αίτηση ανάκλησης 965

Β. Η προσφυγή στο Ε.Δ.Δ.Α. 969

 

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 971

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ενδεικτική ειδική βιβλιογραφία: Ανδρουλάκη Ν., Η ζήτηση και η «εύρεση» της αλήθειας στην ποινική δίκη, 2017. Αλεξιάδη Σ., Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ΕΕΕυρΔ 1.1986,45 επ. και στον τόμο, Η δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, 1993, σ. 103-120. Του ιδίου. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στον διαδικαστικό χρόνο, σε: Ανθρώπινα δικαιώματα ποινική καταστολή, 1990, σελ. 49 επ. Αναγνωστόπουλου Η., Η ποινική προστασία της προσωπικότητας έναντι των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (Επίκαιρα ζητήματα), Τιμητικός Τόμος Αργυρίου Καρρά, 2010, σελ. 3-22. Απαλαγάκη Χ., Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 1989. Βεγλερή Φ., Η σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το Σύνταγμα, ΤοΣ.3 (1977), σελ. 199 επ., 250 επ. Βουγιούκα Κ., «Ισότης των όπλων» μεταξύ υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, πολιτικής αγωγής και κατηγορούσης αρχής στο περιοδικό Δίκαιο και Πολιτική, 7,1983. Γιαννίδη Ι., Η αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, Τα θεωρητικά θεμέλια, τ. Α΄, 1989, τ. Β, 2003, Δαλακούρα Θ., Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, 1993. Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες- Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, 1998. Ζησιάδου Β., Η διαπλοκή των εννοιών «ελευθερία - ασφάλεια» και οι συμβιβασμοί στην ελληνική και στη διεθνή ποινική νομοθεσία, Τιμητικός Τόμος Αργυρίου Καρρά, 2010, σελ. 1005-1016. Κάβουρα Γ., Το τεκμήριο της αθωότητας, 2003. Καλαβρού Κ., Η μαγνητοταινία στην ποινική δίκη, Β’ έκδοση 1991. Καργάδου Π., Σκέψεις επί της αρχής της συζητήσεως, Αφιέρωμα εις Αλ. Τσιριντάνη, σελ. 237 επ. Καρρά Α., Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην Ποινική Δίκη, σειρά Ποινικά, αρ. 29. Κρουσταλάκη Ε., Ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου στην ποινική δίκη, Υπεράσπιση 1991, σελ. 155 επ. Κωνσταντινίδη Α., Ποινική Δίκη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε: Μνήμη Νίκου Σ. Φωτάκη, 1997, σ. 97-107. Κωστάρα Α., Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη, τχ Α΄, 1989. Κωστάκου Π., Η επιρροή των Μ.Μ.Ε. στο δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, σε: Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, 1ο Νομικό Συνέδριο του Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών, 1994, σ. 61-65. Λαζαράτου Π., Το δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική διαδικασία, 1992. Μάνεση Α., Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων, Συνταγματική θεωρία και Πράξη, 1980, σελ. 316-349. Μανωλεδάκη Ι., Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, Αρμ. 1977, 710. Μητσοπούλου Γ., Το καθήκον του δικαστηρίου καθοδηγήσεως των διαδίκων προς συμπλήρωσιν ή διασάφησιν των ισχυρισμών των, ΝοΒ 34,753 επ. Μπάκα Χ., Το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, ΠΧρ ΛΖ’,353 επ., 481 επ. Μπακοπούλου Α., Το τεκμήριον της αθωότητας, σε: Η δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, 1993, σ. 90-102. Μυλωνά Ι., Πτυχές του τεκμηρίου της αθωότητας, σειρά Ποινικά, αρ. 43, 1994. Παπαδοπούλου Φ., Τα χρονικά όρια ισχύος των ποινικών δικονομικών νόμων. Υπερ. 1994/975 επ. Ρούκουνα Ε., Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 3η έκδοση. Σισιλιάνο Λ-Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση, 2017, Σατλάνη Χ., Αλήθεια και δικαιοσύνη ως πρωταρχικοί σκοποί της ποινικής διαδικασίας μέσα από παραδείγματα, 1996. Σταμάτη Κ., Η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, 1984. Ταγαρά Χ., Μηχανισμοί Διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, 1992. Τέντε Ι., Η αρχή της αναλογικότητας, Τιμητικός Τόμος Αργυρίου Καρρά, 2010,

Σελ. 2

σελ. 837-850. Φυτράκη Ε., Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην Ποινική Δικονομία, 1998. Amelung, Rechtsschutz gegen strafprozessuale Grundrechtseingriffe, 1976. Amelung, Zur dogmatischen Einordnung strafprozessualer Grundrechtseingriffe, JZ -1987, σελ. 737 επ. Amodio, Das Modell des Anklageprozesses im neuen italienischen Strafverfahrensgesetzbuch, ZStW 102 (1990), 171 επ. Beling, Die Beweisverbote als Grenzen der Wahrheitserforschung im Strafprozeß, 1903. Bischoperger, Die Verfahrensgarantien der Europäischen Konvention zum Schutze der Menschenrechte und Grundfreiheiten (Art. 5 und 6) in ihrer Einwirkung auf das schweizerische Strafprozeßrecht, 1972. Calavros, Urteilswirkungen zu Lasten Dritter. 1978. Dahs H., Das rechtliche Gehör im Strafprozeß, 1965. Digest of Strasbourg Case Law relating to the European Convention on Human Rights, Volume 2 (Article 6), 1984. Hermann, Die Reform der deutschen Hauptverhandlung nach dem Vorbild des angloamerikanischen Strafverfahrens, 1971. Heubel, Der «fair triai» -ein Grundsatz des Strafverfahrens? 1981. Kässer W., Wahrheitserforschung im Strafprozeß, 1974. Kielwein, Die prozessuale Fürsorgepflicht im Strafverfahren, 1985. Kohlmann, Aussetzung des Steuerstrafverfahrens gemäss §396 AO und prozessuale Fürsorgepflicht, Klug-FS, 1983. Kraus D., Das Prinzip der materiellen Wahrheit im Strafprozeß, Schaffstein-FS, 1975. Müller E., Der Grundsatz der Waffengleichkeit im Strafverfahren, NJW 1976. Niese, Doppelfunktionelle Prozeßhäjhdlungen, 1950. Plötz, Die gerichtliche Fürsorgepflicht im Strafverfahren, 1980. Rogall, SKStPO, vor §133, αρ. περ. 75. Rogall, Informationseingriff und Gesetzesvorbehalt im Strafprozeßrecht, 1992. Roxin, Ποινική Δίκη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε: Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, 1ο Νομικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολεγίου Αθηνών, 1994, σ. 43-59. Rüping, Der Grundsatz des rechtlichen Gehörs und seine Bedeutung im Strafverfahren, 1976. Rüping, Per Schutz der Menschenrechte im Strafverfahren - Wesentliche Erfordernisse èines gerechten Strafverfahrens, ZStW 91 (1979), 351 επ. Sandermann, Die «Waffengleichkeit» im Strafprozeß, Köln, 1975. Satlanis, Die Subjektstellung des Beschuldigten im griechischen Strafverfahren unter den strafprozesuallen Garantien des Art. 6 der Europäischen Menschesrechtskonvention, jur. Diss. Tübingen, 1988. Schmidhäuser, Zur Frage nach dem Ziel des Strafprozesses, Eb. Schmidt-FS 1961, σελ. 511 επ. Schreiber Η., Strafprozeß und Reform, 1979. Schubarth, Zur Tragweite des Grundsatzes der Unschuldsvermutung, 1978. Stock, Das Ziel des Strafverfahrens, Mezger-FS, 1954, σελ. 429 επ. Stürner R., Schutz des Gerichtsverfahrens vor öffentlicher Einflußnahme? JZ 1978, σ. 161 επ. Tettinger, Fairness und Waffengleichkeit, 1984. Volk Κ., Prozeßvoraussetzungen im Strafrecht, 1988. Wassermann, Zur Bedeutung, zum Inhalt und zum Umfang des Rechts auf Gehör (Art. 103 Abs. 1 GG), DRiZ, 1984. Wolter, Menschenwürde und Freiheit im Strafprozeß, Meyer-FS, 1990, σελ. 493 επ.

Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου - Έννοια, νομική φύση και σκοπός της Ποινικής Δίκης

Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο μπορεί να ορισθεί ως το σύνολο των κανόνων, που προσδιορίζουν τα όργανα και τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή ειδικότερα της δίωξης και ανάκρισης των τελούμενων εγκλημάτων, της διάγνωσης της ενοχής ή αθωότητας των φερόμενων ως δραστών και της επιβολής των προβλεπόμενων από το ποινικό ουσιαστικό δίκαιο ποινών ή (και) μέτρων ασφάλειας, καθώς και της εκτέλεσης των αποφάσεων που εκδίδονται.

Σελ. 3

Από τον ανωτέρω ορισμό συνάγεται περαιτέρω ότι για τη διαπίστωση της τέλεσης ή όχι ορισμένου εγκλήματος, την ανακάλυψη εκείνου που το διέπραξε, τη διάγνωση της ενοχής ή αθωότητας του φερόμενου ως ενόχου και την επιβολή των προβλεπόμενων νόμιμων ποινών ή (και) μέτρων ασφάλειας χρειάζεται να τεθεί σε λειτουργία ένας ολόκληρος μηχανισμός, μέσω του οποίου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση των ανωτέρω στόχων.

Αυτός ακριβώς ο μηχανισμός ονομάζεται Ποινική Δίκη και αποτελείται από μία σειρά πράξεων, οι οποίες θα πρέπει να τελούν σε τέτοια αλληλουχία μεταξύ τους, ώστε η προηγουμένη να διευκολύνει την αμέσως επόμενη.

Επειδή, όμως, όπως είναι φυσικό, οι πράξεις αυτές δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν χώρα αυθαιρέτως, είναι ανάγκη κατά τη διενέργειά τους να ακολουθούνται ορισμένοι τύποι, δηλαδή η ποινική δίκη εμφανίζει μια οργανωμένη και πειθαρχημένη μορφή.

Σχετικά με τη νομική φύση της ποινικής δίκης έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, από τις οποίες επικρατέστερη στην ελληνική επιστήμη είναι η θεωρία της «έννομης σχέσης», αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι η δίκη αποτελεί μια έννομη σχέση μεταξύ του δικαστηρίου και των μερών, από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των υποκειμένων της δίκης.

Αντιθέτως η θεωρία της «έννομης κατάστασης», που δέχεται πως η ποινική δίκη δεν αποτελεί έννομη σχέση, αλλά έννομη κατάσταση, από την οποία δεν παράγονται δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά μόνο «προσδοκίες» και «βάρη» αντιστοίχως, παρά την αναγνώριση αρκετών προτερημάτων έναντι της θεωρίας της έννομης σχέσης, δεν κατόρθωσε να επικρατήσει.

Τέλος υποστηρίζεται και η θεωρία της δίκης ως «κοινωνικού συστήματος», βάσει της οποίας η ποινική δίκη ορίζεται ειδικότερα ως «μηχανισμός επιβολής της απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο έγκλημα».

Από όσα ήδη εκτέθηκαν προκύπτει ακόμα ότι η Ποινική Δίκη επιδιώκει την εξασφάλιση της ειρηνικής κοινωνικής διαβίωσης, η οποία προφανώς διαταράσσεται, όταν τελείται ορισμένο έγκλημα.

Σελ. 4

Δηλαδή ο βασικός σκοπός της ποινικής δίκης είναι ακριβώς η εξασφάλιση της ειρηνικής κοινωνικής διαβίωσης, η κοινωνική ειρήνη, η εν δικαίω ειρήνη, χάριν της οποίας οι άνθρωποι συγκρότησαν πολιτειακώς οργανωμένες ομάδες.

Χωρίς την ποινική δίκη θα άνοιγε ο δρόμος προς την αυτοδικία και την αυθαιρεσία και έτσι θα ήταν αδύνατη ή τουλάχιστον δυσχερής η ύπαρξη ομαλού κοινωνικού βίου.

Αντιθέτως με την ποινική δίκη αποκαθίσταται η ομαλότητα με την ανακάλυψη και τιμωρία εκείνων, οι οποίοι διατάραξαν την ομαλή και ειρηνική κοινωνική διαβίωση.

Παράλληλα, επίσης, η ποινική δίκη αποβλέπει και στην πραγμάτωση της ποινικής δικαιοσύνης, που πρέπει να είναι ασφαλώς ο ιδεατός τελικός σκοπός της ποινικής δίκης.

Βέβαια, όπως γίνεται ευθύς αμέσως φανερό, η παράλληλη επίτευξη και των δύο ανωτέρω σκοπών δεν είναι πάντοτε ευχερής, επειδή η εξασφάλιση της ειρηνικής κοινωνικής διαβίωσης επιβάλλει τη θέσπιση ρυθμίσεων, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να λειτουργούν σε βάρος της πραγμάτωσης της ποινικής δικαιοσύνης, όπως π.χ. η επιδίωξη της ταχύτερης εκδίκασης της αντίστοιχης υπόθεσης.

Ωστόσο η σημασία της αναγνώρισης των αναφερθέντων σκοπών συνίσταται στο ότι σηματοδοτούν την πορεία της ποινικής δίκης καθορίζοντας αποφασιστικά τις ειδικότερες ρυθμίσεις που πρέπει να γίνονται δεκτές με τις μερικότερες συγκεκριμένες δικονομικές διατάξεις.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορεί να λεχθεί ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η εξασφάλιση της ειρηνικής κοινωνικής διαβίωσης, η οποία πρέπει παραλλήλως να πραγματώνει -όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά- την ποινική δικαιοσύνη.

Σελ. 5

Β. Η διπλή αποστολή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου

Η αναζήτηση των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων δεν είναι κατά κανόνα ευχερής, γιατί τα εγκλήματα τελούνται συνήθως με συνθήκες πλήρους μυστικότητας και οι δράστες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καλύψουν την ενοχή τους.

Εκτός από αυτό, μερικές κατηγορίες εγκλημάτων, που αποτελούν «προϊόντα» του σύγχρονου πολιτισμού (οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα μέσω τεχνολογικών επιτεύξεων κλπ) παρουσιάζουν τόσο πολύπλοκη δομή, ώστε η ανεύρεση του πραγματικού υπαιτίου να είναι δυνατή μόνο σε προχωρημένα στάδια της ανακριτικής διαδικασίας.

Έτσι είναι δυνατόν, σε αρκετές περιπτώσεις, να θεωρηθούν ύποπτοι τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και, ενδεχομένως, να κατηγορηθούν και αθώοι.

Όμως το ποινικό δικονομικό δίκαιο δεν ενδιαφέρεται μόνο για την ανακάλυψη και τη μη διαφυγή των ενόχων· εξίσου ενδιαφέρεται και για την προστασία των αθώων από τις άδικες υπόνοιες ή κατηγορίες.

Διπλή, επομένως, είναι η αποστολή τον ποινικού δικονομικού δικαίου: Αναζήτηση και ανακάλυψη των πραγματικών ενόχων των τελούμενων εγκλημάτων και επιβολή σε αυτούς των νόμιμων κυρώσεων -Προστασία όσων άδικα κατηγορούνται ως ένοχοι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και η διαμόρφωση των επί μέρους δικονομικών θεσμών πρέπει να υπηρετεί και τους δύο αυτούς σκοπούς.

Γ. Τα «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού» ή οι «ποινικές δικονομικές προσβολές ατομικών δικαιωμάτων»

Είναι ευνόητο πως τα όργανα, στα οποία ανατίθεται η διερεύνηση των τελούμενων εγκλημάτων, η ανακάλυψη των ενόχων και η επιβολή των προβλεπόμενων ποινών ή (και) μέτρων ασφάλειας, είναι υποχρεωμένα, προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους, να προσβάλλουν ένα ή και περισσότερα έννομα αγαθά των ατόμων, όπως π.χ. να θεωρήσουν κάποιον ως ύποπτο διάπραξης εγκλήματος ή και να του αποδώσουν την τέλεση εγκλήματος (προσβολή της υπόληψης) ή να τον συλλάβουν ή και να τον κρατήσουν προσωρινά (προσβολή της προσωπικής ελευθερίας).

Σελ. 6

Οι πράξεις αυτές ονομάζονται συνήθως «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού», ή σύμφωνα με άλλη νεότερη και ορθότερη άποψη «ποινικές δικονομικές προσβολές ατομικών δικαιωμάτων» και ανήκουν στην κατηγορία των «δικονομικών πράξεων διπλής λειτουργίας», δηλαδή επενεργούν αφενός στην ποινική δίκη και αφετέρου στον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και επομένως έχουν διπλό χαρακτήρα, δικονομικό και ουσιαστικό.

Η πρακτική σημασία της διπλής αυτής λειτουργίας έγκειται στο ότι οι πράξεις αυτές πληρώνουν την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου αντίστοιχου εγκλήματος (π.χ. παράνομη κατακράτηση), αλλά το δικονομικά νομότυπό τους συνεπάγεται την άρση του άδικου χαρακτήρα τους κατά το άρθρο 20 Π.Κ., επειδή αποτελούν ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από τον νόμο.

Ωστόσο, οι πράξεις αυτές πρέπει να έχουν πάντοτε προσωρινό χαρακτήρα.

Δ. Ο προκαλούμενος «στιγματισμός» εξαιτίας της ποινικής δίκης

Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η διαδικασία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε ένα –μεγαλύτερο ή μικρότερο– σιγματισμό εκείνου εναντίον του οποίου στρέφεται ενόψει κυρίως της δημοσιότητας που προκαλείται από τη σχετική δραστηριότητα των μέσων ενημέρωσης.

Ε. Το θεμελιώδες πρόβλημα - δίλημμα του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου

Η δυνατότητα αυτή προσβολής ακόμα και τόσο θεμελιωδών έννομων αγαθών των ατόμων δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου, εφόσον -όπως είναι φυσικό- τα τελούμενα εγκλήματα διαταράσσουν την ομαλή και ειρηνική κοινωνική διαβίωση.

Τα όργανα, όμως, που επιφορτίζονται με την πραγμάτωση αυτής της αποστολής είναι, στις σύγχρονες πολιτείες, κατά κανόνα, κρατικά και, επομένως, ανακύπτει αναπόφευκτη η σύγκρουση μεταξύ των κρατικών οργάνων και των μεμονωμένων ατόμων, που θίγονται από τη δράση τους.

Αληθινά το θεμελιώδες πρόβλημα - δίλημμα του ποινικού δικονομικού δικαίου συνίσταται στην αναφυόμενη σε κάθε περίπτωση σύγκρουση μεταξύ της δράσης των οργάνων του κράτους για την ανεύρεση και τιμωρία των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων -και μάλιστα στον συντομότερο δυνατό χρόνο, όπως ακριβώς απαιτεί η αναμφισβήτητη ανάγκη

Σελ. 7

αποκατάστασης της ειρηνικής κοινωνικής διαβίωσης- και της αξίωσης των ατόμων, όπως, κατά την άσκηση αυτής της δραστηριότητας, προστατεύεται η ανθρώπινη αξία τους (όπως πανηγυρικά διακηρύσσεται στο άρθρο 2, παρ. 1 Σ.).

Κράτος - Άτομο. Η διαπάλη ανάμεσα στις δύο αυτές θεμελιώδεις αξίες δεσπόζει στο ποινικό δικονομικό δίκαιο και η επιτυχής σύνθεσή τους αποτελεί τη «λυδία λίθο» ενός άξιου και ικανού να βαστάξει το βάρος αυτής της αποστολής ποινικού δικονομικού δικαίου.

Ορθώς, επομένως, η Έκθεση Γενικής Εισηγήσεως θεωρεί ως προέχον κριτήριο του «Κώδικος Ποινικής Δικονομίας» του 1950, το «κατά πόσον συνθέτει τας δύο μεγάλας ηθικάς και κοινωνικάς ανάγκας της πλήρους κατοχυρώσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου αφ’ ενός και της αποτελεσματικής προστασίας της Πολιτείας και της εννόμου τάξεως από των εγκληματικών προσβολών αφ’ ετέρου». Την προσπάθεια αυτής της σύνθεσης τη συναντά κανείς σε κάθε σχεδόν διάταξη του «Κώδικος Ποινικής Δικονομίας» και πρέπει να αποτελεί βασική κατευθυντήρια γραμμή για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού δικονομικού δικαίου.

Το ανωτέρω δίλημμα αποτελεί ειδικότερη έκφανση ενός ευρύτερου και γενικότερου υπαρξιακού διλήμματος, που αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στις δυο από τις πιο θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες, δηλαδή την ελευθερία αφενός και την ασφάλεια αφετέρου. Πραγματικά από τότε που ο άνθρωπος δημιούργησε κοινωνίες και οργανωμένες πολιτείες πάντοτε αναζητούσε την ασφάλεια και την ελευθερία του. Όμως η ιστορική πορεία μέχρι τώρα καταδεικνύει ότι -δυστυχώς- πρόκειται για αντιφατικές στην πραγμάτωσή τους αξίες, αφού η μία αντιπαρατίθεται στην άλλη.

Έτσι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο η περισσότερη ελευθερία να οδηγεί σε μικρότερη ασφάλεια και αντιστρόφως η μεγαλύτερη ασφάλεια να μειώνει την ελευθερία.

Ασφαλώς, βέβαια, ο ισορροπημένος συνδυασμός των δύο αυτών αξιών αποτελεί την ιδανική προσδοκία και προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι.

Με αυτή τη σκέψη εξηγούνται οι επί μέρους διατάξεις, με τις οποίες καταβάλλεται προσπάθεια να προστατεύεται τόσο η ασφάλειά μας έναντι των εγκληματικών προσβολών όσο και η ελευθερία μας έναντι των οργάνων που επιδιώκουν την ανακάλυψη και τιμωρία των δραστών των προσβολών αυτών. Όμως, όπου δεν μπορούμε να επιτύχουμε τον ιδανικό συνδυασμό, πρέπει να αποδεχόμαστε ως προτιμότερη την εξασφάλιση της ελευθερίας, αν και γνωρίζουμε (και οφείλουμε να το έχουμε συνειδητοποιήσει) ότι με την αντίστοιχη ρύθμιση μειώνουμε την ασφάλειά μας. Δυστυχώς και εδώ ισχύει η πρακτική αρχή ότι όσο περισσότερη ελευθερία κερδίζουμε τόσο μικρότερη ασφάλεια έχουμε και αντιστρόφως όσο περισσότερη ασφάλεια επιτυγχάνουμε τόσο μικρότερη ελευθερία διατηρούμε.

Σελ. 8

ΣΤ. Η αξία των δικονομικών τύπων

Για τον σκοπό ακριβώς αυτόν το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο δεν αφήνει εντελώς ελεύθερη τη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά την περιορίζει αισθητά με μια σειρά διατυπώσεων, τις οποίες υποχρεούνται να τηρούν κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Οι δικονομικοί αυτοί τύποι επιτελούν κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιώδη προστατευτική -κατά βάση- λειτουργία για τα άτομα και, επομένως, ευστόχως αποκαλούνται «προστατευτικοί τύποι». Επειδή, εφόσον τα κρατικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν τους καθοριζόμενους για κάθε ενέργειά τους τύπους, δεν μπορούν να δρουν αυθαιρέτως ή επιπολαίως. Είναι, ασφαλώς, δυνατόν σε αρκετές περιπτώσεις η ευλαβής τήρηση των δικονομικών τύπων να επιφέρει δυσχέρεια ή, ακόμα, και ματαίωση της δράσης των κρατικών οργάνων με ενδεχόμενη συνέπεια την παρακώλυση ή και την αδυναμία πραγματοποίησης της αποστολής του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου. Ωστόσο όμως η τήρηση των τύπων παρίσταται αναγκαία, όχι μόνο γιατί παρεμποδίζουν την αυθαιρεσία ή την επιπολαιότητα των κρατικών οργάνων, θύμα της οποίας μπορεί να είναι καθένας από εμάς ανεξαρτήτως ενοχής ή αθωότητας, αλλά και επειδή -όπως γίνεται γενικά δεκτό- είναι προτιμότερη η μη τιμωρία ενός ενόχου από την καταδίκη ενός αθώου.

Εξάλλου, είναι ανάγκη να τονισθεί παράλληλα πως όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν δεν ισχύουν στην ίδια έκταση και αναφορικά με τους τύπους που καθορίζουν την άσκηση των ένδικων μέσων και εν γένει ένδικων βοηθημάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, επειδή εδώ αντιθέτως αποκτά μεγαλύτερη σημασία η εξασφάλιση των δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας και ακρόασης (άρθρο 20, παρ. 1Σ) και πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6, παρ. 1 ΕΣΔΑ)

Δηλαδή, οι δικονομικοί τύποι που επιδιώκουν απλώς την οργανωμένη πορεία της δίκης δεν επιτρέπεται να οδηγούν σε φαλκίδευση της άσκησης των ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά θα πρέπει να ερμηνεύονται προς την κατεύθυνση παροχής της δυνατότητας εξέτασης στην ουσία τους των σχετικών ισχυρισμών των διαδίκων και κυρίως του κατηγορουμένου.

Ζ. Σχέση με το Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο και απορρέουσες συνέπειες

Ποιες πράξεις ή παραλείψεις των ανθρώπων αποτελούν εγκλήματα και ποια η αντίστοιχη μεταχείριση των δραστών τους, προβλέπονται και καθορίζονται από το Ποινικό Ουσιαστικό Δίκαιο- είναι λοιπόν πρόδηλη η στενή σχέση και αλληλεξάρτηση των δύο αυτών κλάδων. Και γίνεται πιο στενή, αν σκεφθεί κανείς ότι η πραγμάτωση του Ποινικού Ουσιαστικού Δικαίου μόνο με το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο μπορεί να λάβει χώρα.

Και αυτό επειδή η διάγνωση για το αν ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί ή όχι έγκλημα και για το αν ο φερόμενος ως δράστης είναι ο πραγματικός ή όχι ένοχος, καθώς και ο καθορισμός της αρμόζουσας μεταχείρισης του κρινόμενου ως ενόχου του εγκλή-

Σελ. 9

ματος, μόνο μέσω των ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό καθιδρυμένων κρατικών οργάνων και βάσει της προβλεπόμενης διαδικασίας είναι νοητή στα σύγχρονα κράτη δικαίου («ουδεμία ποινή άνευ δίκης»).

Η τόσο στενή αυτή σχέση και αλληλεξάρτηση μεταξύ Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα πως και στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο επιβάλλεται να ισχύουν οι συνέπειες που απορρέουν από το θεμελιώδες αξίωμα του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», που κατοχυρώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 7, παρ. 1, εδ. α΄ Σ., καθόσον αφορά τουλάχιστον στη μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου ως δράστη ορισμένου εγκλήματος.

Έτσι, αντιθέτως με τη σχεδόν παγίως κρατούσα άποψη, που αποδέχεται αδιακρίτως την αναδρομική εφαρμογή των ποινικών δικονομικών διατάξεων, θα πρέπει - κατά την άποψή μου - να γίνεται δεκτό ότι:

α) Απαγορεύεται η αναλογία εις βάρος του κατηγορουμένου, ενώ επιτρέπεται προς το συμφέρον ή όφελος αυτού.

β) Απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς νεότερου ποινικού δικονομικού νόμου εις βάρος του κατηγορουμένου, ενώ επιτρέπεται υπέρ αυτού.

γ) Εφόσον ως προς την ερμηνεία μιας διάταξης μπορούν να υποστηριχθούν βάσιμα δύο ή περισσότερες απόψεις, ακολουθείται εκείνη που έχει ως αποτέλεσμα την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.

Δηλαδή, με την ορθότερη αυτή άποψη, αντιμετωπίζονται με επιτυχία και τα προβλήματα της μεταγενέστερης μεταβολής των διατάξεων, που ρυθμίζουν τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων, τα ένδικα μέσα και τις προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού, για τα οποία υπάρχει ζωηρή αμφισβήτηση μεταξύ των οπαδών της κρατούσας άποψης.

Σε όλες, δηλαδή, αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι δεν εφαρμόζεται η νέα ρύθμιση, εφόσον χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου, ενώ αντίθετα ότι εφαρμόζεται, αν δεν χειροτερεύει η θέση του.

Ειδικότερα όσον αφορά στην αναδρομική εφαρμογή των ποινικών δικονομικών νόμων η κρατούσα άποψη δέχεται κατά κανόνα τη δυνατότητα αυτή με τη σκέψη κυρίως ότι ο νεότερος δικονομικός νόμος κατά τεκμήριο εξασφαλίζει καλύτερα τους σκοπούς της ποινι-

Σελ. 10

κής διαδικασίας, όπως γίνεται δεκτό και από τη διάταξη του άρθρου 596 παρ. 1 του ΚΠΔ 1950, που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 590 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ.

Ωστόσο, η ανωτέρω επιχειρηματολογία βαρύνεται με το στοιχείο της αυθαιρεσίας, αφού βασίζεται στην αποδοχή ότι δήθεν ο νεότερος δικονομικός νόμος είναι πάντοτε καλύτερος, ενώ αντίθετα η συχνή εναλλαγή αρκετών δικονομικών ρυθμίσεων καθιστά προβληματική τουλάχιστον την κατηγορηματικότητα της κρατούσας άποψης, χωρίς η επίκληση της παρ. 1 του άρθρου 596 του ΚΠΔ 1950 ή της παρ. 1 του άρθρου 590 του νέου ΚΠΔ να έχει έννομη επιρροή, αφού αποτελούν απλές μεταβατικές διατάξεις από τη φύση τους περιορισμένης χρονικής ισχύος, με αποτέλεσμα η εξακολούθηση της επίκλησής τους να προκαλεί απορία.

Η. Οι πηγές του Ελληνικού Ποινικού Δικονομικού Δικαίου

Η κύρια πηγή του Ελληνικού Ποινικού Δικονομικού Δικαίου είναι ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν 4620/2019), που ισχύει στη Χώρα μας από την 1η Ιουλίου 2019, όπως μέχρι σήμερα έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, σε αντικατάσταση του ΚΠΔ του έτους 1950, στοχεύοντας, όπως εκτίθεται στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση, στην επεξεργασία ενός «πλήρως ανανεωμένου και εναρμονισμένου με τις σύγχρονες δικαιοκρατκές αντιλήψεις» Σχεδίου ΚΠΔ, με παράλληλη όμως αποδοχή πως, όσα αναφέρονταν στην έκθεση γενικής εισηγήσεως του ΚΠΔ του 1950, «σχετικά με τις στοχεύσεις κα τις προτεραιότητες του τότε Σχεδίου μπορεί να λεχθεί ότι ισχύουν διαχρονικά κα για το παρόν Σχέδιο του νέου ΚΠΔ».

Συμπληρωματικές πηγές επίσης είναι:

Το Σύνταγμα που ισχύει στη χώρα μας από 11 Ιουνίου 1975, όπως αναθεωρήθηκε μεταγενέστερα (1986, 2001, 2008 και 2019), του οποίου βασικές διατάξεις έχουν ποινικό δικονομικό χαρακτήρα, όπως π.χ. των άρθρων 5 παρ. 2-4 (προστασία της προσωπικότητας και της προσωπικής ελευθερίας), 5Α (δικαίωμα στην πληροφόρηση) 6 (προστασία της προσωπικής ασφάλειας), 7 παρ. 2 και 4 (απαγόρευση των βασανιστηρίων, οποιασδήποτε σωματικής κάκωσης, βλάβης υγείας ή άσκησης ψυχολογικής βίας και κάθε άλλης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και πρόβλεψη παροχής αποζημίωσης σε όσους καταδικάσθηκαν, προφυλακίσθηκαν ή στερήθηκαν την προσωπική ελευθερία τους άδικα ή παράνομα), 8 (αρχή του νόμιμου δικαστή), 9 (προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και ειδικότερα της κατοικίας), 9Α (προστασία από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων), 10 παρ. 2 (δίωξη όσων υποβάλλουν αναφορές στις αρχές με αξιόποινο περιεχόμενο), 14 παρ. 3 - 4 και 7 (κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων), 19 (προστασία του απορρήτου των επιστολών και της με οποιονδήποτε τρόπο ανταπόκρισης και επικοινωνίας και ρητή απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α), (δικαιώματα δικαστικής προστασίας και ακρόασης), 48 παρ. 1 (δυνατότητα αναστολής από τη Βουλή ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης των άρθρων 5 παρ. 4, 6, 8, 9, 14, 19, 96 παρ. 4 και 97 Σ. και σύστασης εξαιρετικών δικαστηρίων), 49 (ποινική ευθύνη και δίωξη του Προέδρου της Δημοκρατίας), 61 - 62 (ποινική ευθύνη και δίωξη των βουλευτών), 86 (ποινική δίωξη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών) και 96 - 97 (δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων), ενώ άλλες ενδιαφέ-

Σελ. 11

ρουν άμεσα ή έμμεσα και το ποινικό δικονομικό δίκαιο, όπως π.χ. των άρθρων 2 παρ. 1 (σεβασμός και προστασία της αξίας του ανθρώπου), 4 παρ. 1 και 2 (αρχή της ισότητας), 25 παρ. 1 (υποχρέωση όλων των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας), 87 - 92 (κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων) και 93 (δημοσιότητα των συνεδριάσεων και της απαγγελίας των αποφάσεων, υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας καθώς και έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων).

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών -εφεξής ΕΣΔΑ- που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/74, καθώς και τα πρόσθετα πρωτόκολλα τα οποία υπογράφηκαν και κυρώθηκαν μεταγενέστερα από τη Χώρα μας (βλ. ν.δ. 215/1974, ν. 1705/1987, ν. 1841/1989, ν. 2400/1996 και ν. 2610/1998). Ιδιαιτέρως πρέπει να επισημανθούν εδώ τα άρθρα 3, 5, 6 και 8, που κατοχυρώνουν την απαγόρευση των βασανιστηρίων και γενικά της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως, την προστασία της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας, την εκδίκαση κάθε κατηγορίας ποινικής φύσης δικαίως, δημοσίως και εντός λογικής προθεσμίας από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα, το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, την εγγύηση της αποτελεσματικής υπεράσπισης του και τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας κάθε προσώπου· η πρακτική σημασία της Σύμβασης έγκειται στο ότι οι διατάξεις της, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Σ., υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου.

Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα -εφεξής ΔΣΑΠΔ- που κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν. 2462/1997, ιδίως τα άρθρα 7, 9, 14 και 17, τα οποία κατοχυρώνουν την απαγόρευση των βασανιστηρίων και κάθε σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, το δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια, την ισότητα ενώπιον των δικαστηρίων και το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, την αποτελεσματική υπεράσπισή του και την απαγόρευση της «αυτοενοχοποίησής» του καθώς και αυθαίρετων ή παράνομων παρενοχλήσεων της ιδιωτικής του ζωής, της οικογένειας, ης κατοικίας ή της αλληλογραφίας του ή παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψης του· η πρακτική σημασία του Συμφώνου συνίσταται και εδώ στο ότι οι διατάξεις του υπερισχύουν -κατά το άρθρο 28, παρ. 1 Σ.- κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου.

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ και ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας (01.12.2009), ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 47-50, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το τεκμήριο αθωότητας και τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο, τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών, καθώς και το δικαίωμα του προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη.

Σελ. 12

Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει), δεδομένου ότι περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι υπηρετούν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Ο Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), επειδή περιλαμβάνει και διατάξεις που αναφέρονται στο (ή και στο) ποινικό δικονομικό δίκαιο, όπως π.χ. των άρθρων 5-11 (τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων), 111-113 (παραγραφή εγκλημάτων), 114-117 (έγκληση), 121-133 (ειδικές διατάξεις για ανηλίκους).

Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (Ν. 2287/1995, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) δεδομένου ότι περιλαμβάνει λεπτομερή ανάπτυξη των οργάνων και της διαδικασίας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ειδικά για τους στρατιωτικούς (άρθρα 167 επ.).

Θ. Η δομή της Ελληνικής Ποινικής Δίκης

Η Ελληνική Ποινική Δίκη διέρχεται -κατά κανόνα- τα ακόλουθα τέσσερα στάδια: Προδικασία -Διαδικασία στο ακροατήριο- Διαδικασία ένδικων μέσων -Εκτέλεση. Ειδικότερα:

Α. Η Προδικασία αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης- μπορεί όμως να υπάρχει και στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης ή ένορκης διοικητικής εξέτασης ή πόρισμα ή έκθεση ελέγχου των οργάνων ελέγχου της εθνικής Αρχής Διαφάνειας ή άλλων ελεγκτικών αρχών- και τελειώνει είτε με την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είτε με απόφαση (βούλευμα) ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή ότι παύει (οριστικά ή προσωρινά) η ποινική δίωξη ή ότι κηρύσσεται απαράδεκτη.

Τα ειδικότερα τμήματα της προδικασίας - σε ευρεία έννοια - είναι τα εξής:

Ι. Ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης

ΙΙ Έναρξη της ποινικής δίωξης

ΙΙΙ. Ανάκριση, δηλαδή συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, που διακρίνεται σε:

α. Προανάκριση

β. Κύρια (ή τακτική) ανάκριση

ΙV. Διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, που έχει ως αντικείμενο είτε την επίλυση διάφορων ζητημάτων κατά την προδικασία είτε την εκτίμηση των πορισμάτων της ανάκρισης μετά το τέλος της.

Η δεύτερη αυτή αρμοδιότητα (που αποδίδεται με τον εσφαλμένο όρο «δικαιοδοσία» στα άρθρα 310 και 318) αποτελεί και την κύρια αποστολή τους, δεδομένου ότι το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να μην επιτρέψει να προχωρήσει η διαδικασία στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στη διαδικασία στο ακροατήριο, απαλλάσσοντας έτσι τον κατηγορούμενο από την ταλαιπωρία και κατ’ εξοχήν από την ηθική μείωση της παραπομπής του στο ακροατήριο του δικαστηρίου, καθώς και την ποινική δικαιοσύνη από την επιβάρυνση της ενασχόλησης με αβάσιμες κατηγορίες.

Σελ. 13

Β. Η διαδικασία στο ακροατήριο αποτελεί τον βασικό κορμό της ποινικής διαδικασίας και διακρίνεται σε δύο τμήματα, δηλαδή:

Ι. Προπαρασκευαστική διαδικασία που περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να καταστεί δυνατή η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου.

ΙΙ. Κύρια διαδικασία, κατά την οποία διαπιστώνεται η ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και, φυσικά, επιβάλλονται οι ποινές ή (και) τα μέτρα ασφάλειας, που προβλέπονται από το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο· εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες φάσεις:

α. Έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, οποία περιλαμβάνει αα) την έναρξη της εκδίκασης και ββ) την έναρξη της συζήτησης.

β. Αποδεικτική διαδικασία, δηλαδή εξέταση μαρτύρων, ανάγνωση εκθέσεων πραγματογνωμόνων και τεχνικών συμβούλων και, ενδεχομένως, εξέτασή τους ή διάταξη διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, ενέργεια αυτοψίας, ανάγνωση εγγράφων ή, ενδεχομένως, και ένορκων καταθέσεων μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου και, ενδεχομένως, διενέργεια συμπληρωματικών ερευνών.

γ. Αγορεύσεις εισαγγελέα, παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας και κατηγορουμένου.

δ. Κατάρτιση και δημοσίευση της απόφασης.

Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις δεν ακολουθείται ακριβώς (σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση) η ανωτέρω τακτική διαδικασία, αλλά προβλέπονται ειδικές διαδικασίες, όπως είναι:

Ι. Η συνοπτική διαδικασία, που αφορά είτε α) σε πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, για τα οποία μπορεί να εκδίδεται ποινική διαταγή, είτε β) σε πλημμελήματα εν γένει που καταλαμβάνονται «επ’ αυτοφώρω».

ΙΙ. Η διαδικασία εναντίον απόντων και φυγόδικων για πλημμελήματα και κακουργήματα.

ΙΙΙ. Η δικαστική συνδρομή, που αφορά, είτε α) στην έκδοση αλλοδαπών εγκληματιών είτε β) σε άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής (π.χ. εξέταση μαρτύρων ή κατηγορουμένων κατόπιν αίτησης αλλοδαπών δικαστικών αρχών).

Γ. Διαδικασία ένδικων μέσων, που είναι κυρίως η έφεση και η αίτηση αναίρεσης· σε καθένα από τα ανωτέρω ένδικα μέσα, η οποία αρχίζει με την άσκηση του αντίστοιχου ένδικου μέσου και τελειώνει με την απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου.

Δ. Οι Έκτακτες Διαδικασίες, οι οποίες περιλαμβάνουν ειδικότερα την επανάληψη της διαδικασίας και την αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν.

Ε. Η διαδικασία της εκτέλεσης ορίζει τις εκτελεστές αποφάσεις και το αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση τους, τις περιπτώσεις αναβολής και διακοπής της εκτέλεσης της ποινής, τον τρόπο επίλυσης των αναφυόμενων αμφιβολιών και αντιρρήσεων, το τέλος των ποινών, τον τρόπο εκτέλεσης των πολιτικών απαιτήσεων και την εποπτεία της έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής.

Σελ. 14

Ι. Η μορφή της Ελληνικής Ποινικής Δίκης ή το Ελληνικό Ποινικό Δικονομικό Σύστημα

Στην ιστορική διαδρομή δυο βασικά δικονομικά συστήματα αναπτύχθηκαν και συγκεκριμένα το εξεταστικό ή σύστημα της εξεταστικής δίκης και το κατηγορητικό ή σύστημα της κατηγορητικής δίκης.

Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα για τη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων συνίστανται στο αν οι τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες της ποινικής δίκης, δηλαδή η κατηγορία, η υπεράσπιση και η απόφαση συγκεντρώνονται στα χέρια ενός προσώπου ή αν αντίθετα οι λειτουργίες αυτές ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα.

Παράλληλα, όμως, με τα δικονομικά αυτά συστήματα συνδέθηκαν και ορισμένες αρχές, οι οποίες συνοδεύουν κατά κανόνα τα ανωτέρω συστήματα και αποτελούν μία ενότητα.

Έτσι, με την εξεταστική δίκη συνδέονται π.χ. οι αρχές της αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης των εγκλημάτων, της μυστικότητας της διαδικασίας, της έγγραφης διαδικασίας και της έλλειψης αντιδικίας. Αντιθέτως, με την κατηγορητική δίκη συνδέονται π.χ. οι αρχές της δημοσιότητας, της προφορικότητας, της αντιδικίας, της αμεσότητας και της συνεχούς διαδικασίας.

Με βάση όσα ανωτέρω πολύ συνοπτικά αναφέρθηκαν, γίνονται αμέσως φανερά τα σημαντικά μειονεκτήματα του εξεταστικού συστήματος.

Έτσι -κυρίως- η ανάθεση στο ίδιο πρόσωπο -τον δικαστή- της αποστολής τόσο της δίωξης του κατηγορουμένου ως ενόχου ορισμένου εγκλήματος και της αντίστοιχης ανάκρισης, όσο και μετέπειτα της απόφασης για την ενοχή ή αθωότητά του δεν παρέχει εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, επειδή, όπως είναι φυσικό, ο αρχικός κατήγορος και μετέπειτα κριτής θα επηρεάζεται στην κρίση του από την προηγούμενη διωκτική του δραστηριότητα σε βάρος του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η έλλειψη ξεχωριστής υπεράσπισης του κατηγορουμένου τον στερεί από τη δυνατότητα επαρκούς αντίκρουσης της κατηγορίας. Τέλος, η μυστικότητα της διαδικασίας θάλπει την αυθαιρεσία του δικαστού, ο οποίος κάτω από το πέπλο της μυστικότητας μπορεί να προβαίνει σε οποιαδήποτε καταστρατήγηση σε βάρος του κατηγορουμένου, ενώ η έγγραφη διαδικασία δεν επιτρέπει -σε όσους επιθυμούν- να παρακολουθήσουν ουσιαστικά τη δίκη, αλλά και στον δικαστή να αποκτήσει ζωντανή επικοινωνία με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι συνδεόμενες με το εξεταστικό σύστημα αρχές της αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης των εγκλημάτων είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για την αποτελεσματική καταπολέμηση της εγκληματικότητας, ενώ η πρόωρη δημοσιότητα, που συνδέεται, όπως αναφέρθηκε, με το κατηγορητικό σύστημα, δυσχεραίνει τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού.

Λαμβανόμενων, λοιπόν, υπόψη όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, επικράτησε τελικά -τουλάχιστον στις περισσότερες νομοθεσίες των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης- ένα μικτό σύστη-

Σελ. 15

μα, το οποίο στηρίζεται στο κατηγορητικό σύστημα, εφόσον γίνεται δεκτή η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ κατηγόρου - υπερασπιστή και δικαστή, αλλά με παράλληλη θεσμοθέτηση βασικών στοιχείων του εξεταστικού συστήματος κυρίως στο στάδιο της προδικασίας.

Το μικτό αυτό δικονομικό σύστημα καθιερώνεται και στο Ελληνικό Π.Δ.Δ., έτσι ώστε η Ελληνική Ποινική Δίκη διαμορφώνεται -σε πολύ γενικές γραμμές- ως ακολούθως:

Η δίωξη των εγκλημάτων, λαμβάνει χώρα -κατά κανόνα- από ξεχωριστό κρατικό όργανο -τον εισαγγελέα- που έχει ιδρυθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό δηλαδή όταν φέρεται ότι τελέσθηκε ένα έγκλημα δεν επιλαμβάνεται αυτομάτως το ποινικό δικαστήριο για να διαπιστώσει την τέλεσή του και να αποκαλύψει τον δράστη του, ώστε να του επιβάλλει τις προβλεπόμενες ποινές ή (και) μέτρα ασφάλειας, αλλά πρέπει προηγουμένως να ασκήσει την ποινική δίωξη ο αρμόδιος εισαγγελέας.

Κατά συνέπεια καθιερώνεται η διάκριση μεταξύ κατηγόρου και δικαστή, ενώ παράλληλα κατοχυρώνεται και η δυνατότητα του κατηγορουμένου να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο υπεράσπισης, δηλαδή η κατηγορία, η υπεράσπιση και η απόφαση ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα, διάκριση η οποία -όπως αναφέρθηκε- αποτελεί το θεμελιώδες γνώρισμα της κατηγορητικής δίκης.

Περαιτέρω, με βάση τον ουσιώδη διαχωρισμό μεταξύ προδικασίας και κύριας διαδικασίας καθιερώνονται και διαφορετικές -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- αρχές.

Έτσι, στην προδικασία ισχύουν -κατά κανόνα- οι αρχές της αυτεπάγγελτης δίωξης και ανάκρισης των εγκλημάτων, της έγγραφης διαδικασίας, της μυστικότητας και της περιορισμένης αντιδικίας, δηλαδή στο στάδιο αυτό της ποινικής δίκης επικρατούν βασικά οι αρχές της εξεταστικής δίκης.

Αντιθέτως, στην κύρια διαδικασία ισχύουν οι αρχές της δημοσιότητας, της προφορικότητας, της αντιδικίας, της αμεσότητας και της συνεχούς διαδικασίας· όμως, ενώ στο στάδιο αυτό της ποινικής δίκης επικρατούν κατά βάση οι αρχές της κατηγορητικής δίκης, ωστόσο η κατηγορητική μορφή της κύριας διαδικασίας νοθεύεται κυρίως με το παρεχόμενο στον διευθύνοντα τη συζήτηση στο ακροατήριο και στους συνέδρους δικαίωμα να υπο-

Σελ. 16

βάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες και στον ή στους κατηγορουμένους, παρά την ορθή- έστω και περιορισμένης σημασίας- διευκρίνιση ότι ο διευθύνων τη συζήτηση διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει «πρόσθετες» ερωτήσεις, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή από τη δικαστική πρακτική.

Πάντως, λαμβανόμενης υπόψη της εκτεθείσας πρόδηλης υπεροχής του κατηγορητικού συστήματος, θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί το ποινικό δικονομικό μας σύστημα με στόχο τη διαμόρφωση της Ελληνικής Ποινικής Δίκης ως κατηγορητικής δίκης με ελάχιστα απολύτως αναγκαία στοιχεία – κυρίως στο στάδιο της προδικασίας- από την εξεταστική μορφή.

ΙΑ. Τα όργανα απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης

Τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τα οποία προβλέπονται στο Ελληνικό Π.Δ.Δ. διακρίνονται σε κύρια και σε βοηθητικά. Κύρια όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι -βασικά- τα ποινικά δικαστήρια. Τα βοηθητικά όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης διακρίνονται σε εκείνα, τα οποία ασκούν την ποινική δίωξη, σε εκείνα που ενεργούν την ανάκριση και τους δικαστικούς γραμματείς.

Ειδικότερα τα όργανα, τα οποία ασκούν την ποινική δίωξη, είναι οι εισαγγελείς για τα κακουργήματα και πλημμελήματα, οι εισαγγελείς των στρατιωτικών δικαστηρίων για τα εγκλήματα των στρατιωτικών και, τέλος, η Βουλή για ορισμένα εγκλήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας ή των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών.

Περαιτέρω τα όργανα, τα οποία ενεργούν την ανάκριση, είναι οι ανακριτές και οι ανακριτικοί υπάλληλοι για τα εγκλήματα των προσώπων που υπάγονται στα κοινά ή τακτικά ποινικά δικαστήρια και οι ανακριτές των στρατιωτικών δικαστηρίων για τα εγκλήματα των στρατιωτικών.

ΙΒ. Οι διάδικοι της Ελληνικής Ποινικής Δίκης

Στον χώρο του Π.Δ.Δ. ως «διάδικοι» μπορούν να χαρακτηρίζονται εκείνα τα διαδικαστικά πρόσωπα, τα οποία ενεργούν για την υποστήριξη συμφερόντων που βρίσκονται σε αντίθεση και διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Στην Ελληνική Ποινική Δίκη διάδικοι είναι ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας. Ειδικότερα:

Σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 1 εδ. β΄ την ιδιότητα του υπόπτου φέρουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 244.

Σελ. 17

Σύμφωνα με το άρθρο 72 την ιδιότητα του κατηγορουμένου προσλαμβάνει εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητώς την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη σε οποιαδήποτε στάση της ανάκρισης.

Σύμφωνα με το άρθρο 82, παρ. 1 αυτός που έχει το δικαίωμα να υποστηρίξει την κατηγορία στο ποινικό δικαστήριο κατά το άρθρο 63, μπορεί να παρίσταται για την υποστήριξή της στην ποινική διαδικασία, ενώ ειδικότερα κατά το άρθρο 63 οι δικαιούμενοι κατά τον αστικό κώδικα σε αποζημίωση ή αποκατάσταση από το έγκλημα ή σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ακόμη και όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο πρόσωπο μπορούν να παραστούν στο ποινικό δικαστήριο για την υποστήριξη της κατηγορίας.

ΙΓ. Οι θεμελιώδεις ή γενικές αρχές της Ελληνικής Ποινικής Δίκης

Η σωστή κατανόηση του Π.Δ.Δ. διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό από τη γνώση των θεμελιωδών ή γενικών αρχών, οι οποίες ρυθμίζουν βασικά και καίρια προβλήματα, που ανακύπτουν κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Δηλαδή οι θεμελιώδεις ή γενικές δικονομικές αρχές δίνουν τις αντίστοιχες απαντήσεις στα προβλήματα αυτά, με βάση τις επιλογές στις οποίες προβαίνει ο συγκεκριμένος νομοθέτης κάθε φορά.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως η αξία των αρχών αυτών δεν μειώνεται από την ενδεχόμενη καθιέρωση και κάποιων εξαιρέσεων σε ορισμένες αρχές.

Περαιτέρω όμως χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές είναι κατ’ εξοχήν χρήσιμες σε όσες περιπτώσεις δεν προβλέπεται συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση ή αυτή που υπάρχει δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα. Σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για την πλήρωση του κενού είτε για την ορθότερη ερμηνευτική αντιμετώπιση.

Στη συνέχεια θα αναπτυχθούν εκείνες οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, οι οποίες εκτείνονται σε ολόκληρη την ποινική δίκη, ενώ εκείνες που αναφέρονται μόνο στα μερικότερα στάδια της ποινικής δίκης θα εξετασθούν στα αντίστοιχα μέρη.

1. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας

Από την έννοια και την αποστολή του Π.Δ.Δ. συνάγεται η θεμελιώδης υποχρέωση του ποινικού δικαστή να επιδιώκει την ανακάλυψη των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων.

Σελ. 18

Μόνο, όμως, εκείνοι που είναι αληθινά ένοχοι, πρέπει να υφίστανται τις συνέπειες, που προβλέπει αντιστοίχως για το τελεσθέν έγκλημα το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι η συναφής δικαστική δραστηριότητα οφείλει να κατατείνει στην ανεύρεση της αλήθειας και μάλιστα της «ουσιαστικής» αλήθειας.

Η κατανόηση της αρχής της «ουσιαστικής αλήθειας» είναι δυνατή μόνο, αν την αντιπαραβάλλουμε με την εντελώς αντίθετη αρχή, που είναι δυνατόν να καθορίζει τη δικαστική δραστηριότητα, δηλαδή την «τυπική» αλήθεια.

Εφόσον μια διαδικασία διέπεται από την τυπική αλήθεια, όπως π.χ. συμβαίνει -σε ικανό βαθμό- στην πολιτική δίκη, η έναρξη και η κατάργηση της δίκης, η συλλογή του αποδεικτικού υλικού και η προώθηση της δίκης από το ένα στάδιο στο επόμενο ανήκουν στους διαδίκους (αρχές της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, της συζήτησης και της διαδικαστικής πρωτοβουλίας των διαδίκων).

Δηλαδή η όλη διαδικασία κινείται και εξακολουθεί να υπάρχει, εφόσον οι διάδικοι επιδεικνύουν αντίστοιχη διάθεση και πρωτοβουλία, η συλλογή του αποδεικτικού υλικού που είναι αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης αποτελεί ευθύνη των διαδίκων και ο δικαστής δεσμεύεται από τις αντίστοιχες αιτήσεις και προτάσεις τους. Αυτό έχει ως συνέπεια, η τελική κρίση του δικαστού στη συγκεκριμένη υπόθεση να μην ανταποκρίνεται πάντοτε στην πραγματική εικόνα των πραγμάτων, αλλά να αποτυπώνει εκείνα τα οποία ήθελαν ή μπόρεσαν να προσκομίσουν στον δικαστή οι διάδικοι.

Σελ. 19

Αντιθέτως, όταν μία διαδικασία επιδιώκει την «ουσιαστική» αλήθεια, η εξουσία της έναρξης και της κατάργησης της δίκης, η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και η προώθηση της δίκης από το ένα στάδιο στο επόμενο πρέπει να γίνεται -κατά κανόνα- υποχρεωτικώς από τους δημόσιους φορείς της ποινικής λειτουργίας, δηλαδή τον εισαγγελέα, τον ανακριτή, τα δικαστικά συμβούλια, τον διευθύνοντα τη συζήτηση και το δικαστήριο (αρχές της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης, της ανάκρισης και της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης ή της δημόσιας επιμέλειας). Δηλαδή η όλη διαδικασία διεξάγεται από τα ανωτέρω όργανα, ανεξάρτητα από τις αιτήσεις, προτάσεις και αντίστοιχες διαθέσεις των διαδίκων.

Είναι αυτονόητο, λοιπόν, γιατί η ποινική διαδικασία «κυριαρχείται από την θεμελιώδη αρχήν της ζητήσεως της ουσιαστικής αληθείας».

Ακριβώς η σοβαρότητα των ποινικών υποθέσεων και η βαρύνουσα σημασία των συμφερόντων, τα οποία τίθενται εδώ σε κίνδυνο, απαγορεύουν την εξάρτηση της δικαστικής κρίσης από την ποσότητα και την ποιότητα των στοιχείων που προσάγονται από τον εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και εν γένει τους διαδίκους. Ενώ, αντιθέτως, η πολιτική διαδικασία, επειδή στρέφεται γύρω από ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία είναι απαλλοτριωτά, δηλαδή ασκούνται και διατίθενται κατά την αρέσκεια του δικαιούχου, αποδέχεται -κατά βάση- την αλήθεια, που οι διάδικοι επιθυμούν ή επιτυγχάνουν να αποδείξουν.

Είναι ασφαλώς σχεδόν αυτονόητη η παρατήρηση ότι η διάκριση μεταξύ ουσιαστικής και τυπικής αλήθειας δεν είναι γνωσιολογικά ορθή.

Ωστόσο, όμως, η διάκριση αυτή ανταποκρίνεται σε αντίστοιχες ρυθμίσεις των δικονομικών δικαίων και, επομένως, βασίζεται στην υπάρχουσα νομική πραγματικότητα. Πάντως, δεν είναι γενικά σωστό να ταυτίζεται η ουσιαστική αλήθεια με την ποινική δίκη και η τυπική αλήθεια με την πολιτική δίκη, επειδή σε ορισμένα ποινικά δικονομικά δίκαια, όπως π.χ. στα αγγλοαμερικανικά, ισχύει και στην ποινική δίκη σε μεγάλο βαθμό η αρχή της τυπικής αλήθειας.

Εξάλλου υποστηρίζεται -και ορθώς- ότι η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας ανάγεται και σε σκοπό της πολιτικής δίκης, ενώ ευστόχως επισημαίνεται πως η μοναδική αλήθεια που θα πρέπει να επικρατεί και στην πολιτική δίκη είναι η ουσιαστική αλήθεια, η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται μέσω του καθήκοντος αλήθειας και των κυρώσεων της παράβασής του.

Σελ. 20

Και η ελληνική ποινική διαδικασία τείνει στην εξεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Με σειρά διατάξεων καθιερώνεται η υποχρέωση αναζήτησης όχι μόνο της ενοχής, αλλά και της αθωότητας των κατηγορουμένων, ώστε να επιτυγχάνεται η ανακάλυψη των πραγματικών ενόχων των τελούμενων εγκλημάτων.

Έτσι, π.χ. σύμφωνα με το άρθρ. 239, παρ. 2, κατά την ανάκριση ενεργείται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την ανακάλυψη της αλήθειας και εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου· επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 274, εδ. β’, ο εξετάζων οφείλει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό, το οποίο επικαλέσθηκε υπέρ του ο κατηγορούμενος, εφόσον αυτό είναι χρήσιμο για την ανακάλυψη της αλήθειας· ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 327 παρ. 1 εδ. α, ο εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος οφείλουν να κλητεύουν στο ακροατήριο όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης· περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 491 παρ. 1 ο εισαγγελέας μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση «είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που καταδικάσθηκε».

Από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας απορρέουν και οι αρχές της αυτεπάγγελτης εκδίκασης της υπόθεσης, της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης, της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού, της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων, της μυστικότητας, της ελεύθερης χρησιμοποίησης και εκτίμησης οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, της υποχρεωτικής (όταν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια) εμφάνισης του κατηγορουμένου, της ολόπλευρης διερεύνησης της υπόθεσης και της υποχρέωσης διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης από το δικαστήριο και της διεξαγωγής της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.

Όμως, από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και γενικότερα η απονομή τα δικαιοσύνης δεν επιτρέπεται να επιτυγχάνεται -όπως εύστοχα έχει διατυπώσει το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ο.Δ.Γ. και η Ολομέλεια του Α.Π. έναντι οποιουδήποτε τιμήματος.

Αντιθέτως -όπως κυρίως συνάγεται από τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 2, παρ. 1 Σ. -η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας θα πρέπει να υποχωρεί ή να περιορίζεται, όταν αυτό επιβάλλει η αρχή του σεβασμού και της προστασίας του ανθρώπου και οι γενικότερες αρχές, οι οποίες απορρέουν από αυτήν, όπως η αρχή της δικαστικής ακρόασης, του τεκμηρίου της αθωότητας, της αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου, της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης, της ισότητας των όπλων, της δικαστικής βοήθειας, της απαγόρευσης χρησιμοποίησης και εκτίμησης αποδεικτικών μέσων που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή θεμελιώνονται σε ειδικότερες συνταγματικές διατάξεις ή γενικότερα είναι αντίθετα σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού δικαίου.

Back to Top