ΠΟΙΝΟΛΟΓΙΑ - ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ
- Εκδοση: 2η 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 320
- ISBN: 978-618-08-0087-6
Ειδικότερα, εξετάζονται ζητήματα όπως:
Η νέα έκδοση του βιβλίου έλαβε υπόψη τις σημαντικές αλλαγές στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα στο πεδίο του σωφρονισμού, τις οποίες επέφερε η ψήφιση των νέων Κωδίκων (Ποινικού και Ποινικής Δικονομίας το 2019 και Σωφρονιστικού το 2022). Πέραν της νομοθετικής ενημέρωσης, η παρούσα έκδοση είναι επικαιροποιημένη και επαυξημένη τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πραγματολογικό μέρος της.
Απευθύνεται στους ασχολούμενους με τις εγκληματολογικές και συναφείς επιστήμες καθώς και σε κάθε ενδιαφερόμενο για το σωφρονιστικό σύστημα.Πρόλογος V
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1
2. Ποινικές κυρώσεις 3
Α. «Εγκληματοποίηση» συμπεριφορών 3
Β. Ιστορική εξέλιξη των ποινικών κυρώσεων – Αντιμετώπιση
των δραστών 5
Ι. Αρχαίοι πολιτισμοί 7
ΙΙ. Το δίκαιο της Βίβλου 10
III. Αρχαίο ελληνικό δίκαιο 12
IV. Ρωμαϊκό δίκαιο 18
V. Βυζαντινό δίκαιο 20
VI. Δυτική Ευρώπη (6ος – 16ος αιώνας) 22
VII. Δυτική Ευρώπη – Σκοποί της ποινής (17ος - 18ος αιώνας) 25
VIII. Νεότερες αντιλήψεις για τους σκοπούς της ποινής 30
ΙΧ. Η περίοδος από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα 35
Γ. Η εξέλιξη στον ελληνικό χώρο 38
Ι. 1950-2019 41
ΙΙ. Ο Ποινικός Κώδικας του 2019 43
3. Κοινωνική αντίδραση κατά του εγκληματία
και αντεγκληματική πολιτική 51
4. Νεότερες τάσεις του σωφρονισμού 55
5. Ο εγκληματίας ως «αντικείμενο μεταχείρισης» 59
6. Ο θεσμός της φυλακής 63
7. Τα σωφρονιστικά συστήματα 69
Α. Το κοινοβιακό σύστημα 70
Β. Το απομονωτικό ή πενσυλβανικό σύστημα 71
Γ. Το μικτό ή ωβούρνειο σύστημα 74
Δ. Το προοδευτικό ή ιρλανδικό σύστημα 74
8. Εξέλιξη και συστήματα οργανώσης των Ελληνικών φυλακών 77
9. Σωφρονισμός των καταδίκων 87
Α. Κλειστό περιβάλλον – Συνέπειες του εγκλεισμού 87
Ι. Ένταξη στην υποπολιτισμική ομάδα της φυλακής - Ιδρυματισμός 87
ΙΙ. Διάκριση των κρατουμένων και επιπτώσεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο 89
α. Υγεία 92
β. Επικοινωνία 93
γ. Άδειες 95
δ. Εργασία: Οργάνωση και ευεργετικός υπολογισμός 101
III. Πειθαρχικό καθεστώς 107
IV. Δικαιώματα των κρατουμένων - Διεθνής προστασία 110
Β. Ελεύθερο περιβάλλον 121
Ι. Αναστολή εκτέλεσης της ποινής 122
ΙΙ. Ημιελευθερία 128
ΙΙΙ. Απόλυση υπό όρο 131
10. Η προσωρινή κράτηση 137
11. Έλεγχος του σωφρονιστικού συστήματος 143
12. Το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης 149
13. Εναλλακτικοί τρόποι έκτισης
των στερητικών της ελευθερίας ποινών 163
Α. Κοινωφελής εργασία 163
Β. Κατ’ οίκον περιορισμός – Ηλεκτρονική επιτήρηση 168
14. Η μετασωφρονιστική αρωγή 181
15. Συμπεράσματα 185
Βιβλιογραφία 189
Παράρτημα: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 201
ΣYNΤAΓMA ΤHΣ ΕΛΛAΔAΣ 201
ΝΟΜΟΣ 4985/2022
Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός Σωφρονιστικού Κώδικα
Τροποποιήσεις στον ν. 2776/1999 και άλλες διατάξεις 205
ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 206
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 259
ΝΟΜΟΣ 4623/2019
Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή
διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα 282
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 283
NOMOΣ 4662/2020
Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων,
αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αναβάθμιση
συστήματος εθελοντισμού πολιτικής προστασίας, αναδιοργάνωση
του Πυροσβεστικού και άλλες διατάξεις 292
ΝΟΜΟΣ 4139/2013
Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις 293
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 26/2012
Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων
της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών 296
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 6/2021
Οργανισμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης 297
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 76/2012
Μεταγλώττιση-απόδοση στη δημοτική γλώσσα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών και του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της 300
ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 56169/2022
[Παροχή Κοινωφελούς Εργασίας] 301
Σελ. 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Στην εγκληματολογία είναι θεωρητικά και εμπειρικά τεκμηριωμένη η θέση ότι η αντίδραση του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου μπορεί να προσδώσει σε οποιονδήποτε τον χαρακτηρισμό του παρεκκλίνοντα ή του εγκληματία, με άλλα λόγια να τον στιγματίσει και να του τοποθετήσει μια ετικέτα η οποία στη συνέχεια θα τον ακολουθεί, ανεξάρτητα από το αν αυτός παραβιάζει κάποιον κοινωνικό ή ποινικό κανόνα. Η εγκληματοποιητική αυτή διαδικασία περιγράφεται αναλυτικά από τους θεωρητικούς του στιγματισμού ή της αλληλεπίδρασης.
Από την πλευρά του επίσημου κοινωνικού ελέγχου ο στιγματισμός αυτός υλοποιείται μέσω των μηχανισμών φιλτραρίσματος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ο «φερόμενος ως δράστης» περνά μέσα από διαδικασίες επιλογής στο πλαίσιο της ποινικής καταστολής, κατά τις οποίες λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητά του, η ενδεχόμενη βίαιη συμπεριφορά του, η οποία διαταράσσει την κοινωνική ειρήνη, και κατ’ επέκταση η πιθανή επικινδυνότητά του, ως μελλοντική απειλή για το κοινωνικό σύνολο.
Παρά τις συνταγματικές επιταγές για την ίση μεταχείριση των πολιτών, τον σεβασμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς τους, την προάσπιση των δικαιωμάτων τους και τις λοιπές εξαγγελίες οι οποίες σχετίζονται με την απονομή της δικαιοσύνης χωρίς διακρίσεις και μεροληψία, ορισμένα άτομα, λόγω κάποιων «ιδιαιτεροτήτων» τους (όσον αφορά τη θέση, την προσωπικότητα ή τη συμπεριφορά τους) γίνονται είτε αντικείμενο κοινωνικού αποκλεισμού, μιας περιθωριοποίησης, δηλαδή, ως αποτέλεσμα στερεοτύπων και προκαταλήψεων, είτε αντικείμενο ιδιαίτερης προνομιούχου αντιμετώπισης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν άτομα μειονεκτικών ομάδων του πληθυσμού, ενώ στη δεύτερη «ευυπόληπτοι» ή άλλως «επώνυμοι» πολίτες. Στη λειτουργία της ποινικής καταστολής ασκεί επίδραση η ταξική διαστρωμάτωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση.
Σημαντική προϋπόθεση για την κατανόηση της μεταχείρισης του δράστη είναι η αναφορά στις προβλεπόμενες ποινές – κυρώσεις, στην εμφάνιση και εξέλιξή τους, στη σκοπιμότητα επιβολής τους και την αποτελεσματικότητά τους, μετά από μια ιστορική αναδρομή στις εξελικτικές φάσεις και την επιβολή των διάφορων κυρωτικών μέτρων και γενικότερα στην αντίδραση της κάθε κοινωνίας κατά των φερόμενων ως δραστών εγκληματικών πράξεων. Όσον αφορά την ποινολογία, εξετάζεται το πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου διαχρονικά και αναφέρεται στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των κυρώσεων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της εκάστοτε ακολουθούμενης αντεγκληματικής πολιτικής.
Από τα αλλεπάλληλα φιλτραρίσματα επιλογής του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης, στον εγκλεισμό καταλήγει ένα μικρό ποσοστό των φερόμενων ως δραστών, κυρίως οικονομικά και κοινωνικά αδύναμων, το οποίο αποτελεί το «τελικό προϊόν» των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία δραματική αύξηση του αριθμού των κρατουμένων διεθνώς. Σε συνδυασμό μάλιστα με την εγκατάλειψη ουσιαστικά του μοντέλου της επανακοινωνικοποίησης η φυλακή καθίσταται απλώς χώρος φυσικού αποκλεισμού («εξουδετέρωσης») όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού. Επειδή ο
Σελ. 2
σωφρονισμός όχι μόνο δεν παράγει αποτελέσματα, αλλά σχεδόν έχει εγκαταλείψει και τον θεωρητικό του στόχο, σκόπιμο είναι να αναλυθεί ποια είναι η λογική του σωφρονιστικού συστήματος και ποια ζητήματα αναφύονται από τη λειτουργία του.
Μελετάται επομένως ο θεσμός της φυλακής διαχρονικά καθώς και η αμφίδρομη σχέση του κρατούμενου με αυτή. Γίνεται αναφορά στη μεταχείριση των δραστών σε κλειστό περιβάλλον, στις συνέπειες του εγκλεισμού, στις οποίες συγκαταλέγεται η ένταξη στην υποπολιτισμική ομάδα της φυλακής, στις επιπτώσεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, στα δικαιώματα των κρατουμένων και το πλαίσιο προστασίας τους. Η μεταχείριση σε ελεύθερο περιβάλλον περιλαμβάνει τις περιπτώσεις της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, το καθεστώς ημιελευθερίας και τη δυνατότητα απόλυσης υπό όρο. Τα σύγχρονα προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος, ο έλεγχος και η αποτελεσματικότητά του, καθώς και οι εναλλακτικοί τρόποι έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών (κοινωφελής εργασία και ηλεκτρονική επιτήρηση), το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης συνθέτουν την αντίληψη για τη μελλοντική πορεία της ποινικής καταστολής και του τρόπου επιβολής της.
Παρότι παρουσιάζεται το ελληνικό σωφρονιστικό πλαίσιο και παρατίθεται στο παράρτημα ο ισχύων Σωφρονιστικός Κώδικας και οι σχετικές διατάξεις άλλων νομοθετημάτων, αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, εκτεταμένες αναφορές σε νομοθετικές ρυθμίσεις. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δεν επιτρέπει την κριτική αξιολόγηση της εφαρμογής των (πολυάριθμων) σωφρονιστικών νομοθετημάτων, δεδομένου ότι το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από δύο ιδιαιτερότητες: είτε η ισχύς των νομοθετικών διατάξεων εξαρτάται από την έκδοση πρόσθετων πράξεων (προεδρικών διαταγμάτων ή υπουργικών αποφάσεων) οι οποίες ουδέποτε εκδίδονται ή εφαρμόζονται, είτε πριν ισχύσει μία ρύθμιση για ικανό διάστημα, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχός της, αυτή καταργείται ή τροποποιείται.
Σελ. 3
2. Ποινικές κυρώσεις
Α. «Εγκληματοποίηση» συμπεριφορών
Μια από τις κύριες λειτουργίες του κράτους, ως εγγυητή της τάξης και της ενότητας, είναι η τιμωρητική εξουσία που υλοποιείται μέσα από την ποινή, ως μέσο δύναμης και κυριαρχίας. Η κυριαρχία αυτή του κράτους εκλαμβάνεται ως η δυνατότητα συμμόρφωσης και υπακοής των ατόμων σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη προσταγή. Αυτή η μορφή επιβολής εκδηλώνεται τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο, στο αφηρημένο δηλαδή επίπεδο των κανόνων δικαίου που οριοθετούν την ελεύθερη δραστηριότητα, όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, με την επαπειλούμενη εφαρμογή των νόμων, αλλά και σε υλικό επίπεδο, μέσω της εκτέλεσης των νόμων. Η πλέον επώδυνη μορφή καταπίεσης για το άτομο ασκείται μέσω της ποινικής καταστολής.
Κάθε συμπεριφορά, από ένα ή περισσότερα άτομα, η οποία εκλαμβάνεται από την κρατική εξουσία ως απειλητική για την ύπαρξη και την επικράτησή της, κάθε ενέργεια, με άλλα λόγια, η οποία μπορεί να αμφισβητήσει, να κλονίσει ή να απειλήσει γενικά την κρατική εξουσία, περιβάλλεται με τον μανδύα του εγκλήματος, με το επιχείρημα ότι προσβάλλονται έννομα αγαθά, τα οποία πολλές φορές είτε δεν υπάρχουν είτε είναι δυσδιάκριτα. Ανάλογα με το πόσο απειλητική θεωρείται η συμπεριφορά αυτή, αυξάνεται και το αξιόποινο. Η απαξία, δηλαδή, η οποία προσδίδεται στη συγκεκριμένη συμπεριφορά σε σχέση με την απειλή ή την προσβολή που υποτίθεται ότι εμπεριέχει, μεταφράζεται σε ποινικές κυρώσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας. Αυτή η εγκληματοποίηση συμπεριφορών οδηγεί σε ένα φαινόμενο το οποίο εντείνεται με την πάροδο των ετών. Ο πολίτης εμφανίζεται απροστάτευτος απέναντι σε μια σωρεία νομοθετημάτων τα οποία από άποψη περιεχομένου δεν εμπίπτουν αποκλειστικά στις κλασικές παραβιάσεις και προσβολές των εννόμων αγαθών, όπως αυτές περιγράφονται στον ποινικό κώδικα ή στους ειδικούς ποινικούς νόμους. Πρόκειται για όλους αυτούς τους νόμους που ψηφίζονται από τη Βουλή, με διαφορετικό περιεχόμενο, λ.χ. μπορεί να αφορούν την εργασία, την παιδεία, τη φορολογία κλπ., εμπεριέχουν όμως ασφαλιστικές δικλίδες, δηλαδή ποινικές κυρώσεις, οι οποίες επαπειλούνται σε περίπτωση
Σελ. 4
μη τήρησης των προβλεπόμενων διατάξεων. Δυστυχώς ο επιλεγμένος τρόπος συμμόρφωσης των πολιτών εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να χαρακτηρίζεται από ποινικές και όχι εξωποινικές κυρώσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σωρείας «οιονεί ειδικών ποινικών νόμων», τους οποίους ο πολίτης αδυνατεί να γνωρίζει. Αυτό συναρτάται τόσο με την ταχύτητα της εκπόνησής τους όσο και με τις συνεχείς μεταβολές οι οποίες επιτελούνται σε σχέση με το αξιόποινο. Ο πολίτης επομένως, με τη συνεχή «ποινικοποίηση» συμπεριφορών καταλήγει στο να εμπλέκεται όλο και συχνότερα στους μηχανισμούς απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι καλείται να συμμορφωθεί και να υπακούσει σε ένα νομικά θεσμοθετημένο πλαίσιο (nullum crimen nulla poena sine lege), στο οποίο αφενός η άγνοια της τιμωρίας σε περίπτωση παράβασης δεν δικαιολογείται, αφετέρου πείθεται, κυρίως μέσω των «ειδικών», ότι η επιβολή της κύρωσης είναι επιβεβλημένη για λόγους αποκατάστασης του δικαίου, οι οποίοι ποικίλλουν τόσο διαχρονικά, όσο και διαπολιτισμικά. Το ποινικό πλαίσιο παράλληλα υποτίθεται ότι αποτρέπει μέσα από τις επαπειλούμενες κυρώσεις οποιονδήποτε διανοηθεί να παραβεί τους νόμους.
Είναι πλέον γνωστό ότι η ποινή δεν αποτελεί προϊόν συναίνεσης των μελών της κοινωνίας αλλά είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης συμφερόντων. Κυριαρχεί το συγκρουσιακό, όπως είναι γνωστό, πρότυπο και όχι το συναινετικό. Ο ποινικός νόμος είναι το αποτέλεσμα σύγκρουσης των ισχυρών με τους αδύναμους. Τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα τα οποία στηρίζουν την εκάστοτε εξουσία, είναι εκείνα που ασκούν αποφασιστικό ρόλο για την ποινικοποίηση ή μη των διάφορων συμπεριφορών και καθορίζουν το μέγεθος της απόκλισης. Με τη βοήθεια του επιστημονικού δυναμικού που για ευνόητους λόγους είναι προσκολλημένο, όσον αφορά τον τρόπο προσέγγισης του εγκλήματος, σε ένα θετικιστικό μοντέλο αντιπαράθεσης, διευκολύνεται ο προσανατολισμός προς μια στενή ατομοκεντρική θεώρηση, απαλλάσσοντας τόσο την πολιτεία όσο και την ευρύτερη κοινωνία από τις ευθύνες της, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται η οποιαδήποτε εγκληματοποίηση, στην οποία έγινε ήδη αναφορά, ως αναγκαία και εύλογη και η κάθε κύρωση ως μέσο για την προστασία των πολιτών. Ο προσανατολισμός αυτός επισφραγίζεται με την αντίληψη ότι στόχος της ποινικής δικαιοσύνης είναι η εξασφάλιση της ενότητας στην κοινωνία με την εξάλειψη του κατακερματισμού και της αναρχίας.
Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης επιτελείται από ειδικά όργανα δημόσιου χαρακτήρα, ενταγμένα στο ευρύτερο πλαίσιο της κρατικής λειτουργίας, τα οποία εκλαμβάνονται αφενός ως διαμεσολαβητές για την αμερόληπτη αποκατάσταση της αδικίας που προκλήθηκε από το έγκλημα και αφετέρου ως εγγυητές για την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία
Σελ. 5
της προσωπικότητας του δράστη. Οι στόχοι αυτοί υλοποιούνται μέσα από τους σκοπούς της ποινής, οι οποίοι έχει επικρατήσει να αποδίδονται στη νομική επιστήμη με όρους ευρύτερου περιεχομένου, όπως εκφοβισμός και ανταπόδοση, ή περισσότερο συγκεκριμένου και επικρατέστερου, όπως γενική πρόληψη και ειδική πρόληψη.
Β. Ιστορική εξέλιξη των ποινικών κυρώσεων – Αντιμετώπιση των δραστών
Το θεσμικό πλαίσιο μέτρων, κυρώσεων, ποινών διαμορφώθηκε διαχρονικά ως απάντηση σε συμπεριφορές ατόμων που πλήττουν, διαταράσσουν, προσβάλλουν - στο πλαίσιο μιας ομάδας, μιας κοινωνίας, ενός κράτους - την κοινωνική ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τα βασικά έννομα αγαθά, την τάξη ή την ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής εξέλιξης διαφοροποιήθηκαν τόσο η πηγή προέλευσης της αντίδρασης στην οποιαδήποτε «έκνομη» συμπεριφορά και τα υποκείμενα άσκησής της, όσο και οι στόχοι, σκοποί της αντίδρασης αυτής, οι οποίοι αποδόθηκαν από τους «ειδικούς» με διάφορους χαρακτηρισμούς, όπως εκδίκηση ή αντεκδίκηση, ανταπόδοση, εκφοβισμός, πρόληψη (γενική και ειδική), βελτίωση, εξουδετέρωση, επανακοινωνικοποίηση.
Η ιστορική αυτή εξέλιξη αντιπροσώπευε και αντιπροσωπεύει απόλυτα τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα της συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας, γι’ αυτό και οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις άλλων εποχών, οι οποίες σήμερα θεωρούνται απάνθρωπες, εξευτελιστικές και βασανιστικές θα πρέπει να κρίνονται με βάση τα ισχύοντα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυρώσεις διαχρονικά κυμαίνονται σε ένα φάσμα το οποίο εκτείνεται από την επιβολή της θανατικής ποινής μέχρι την κοινωνική επανένταξη του δράστη.
Ειδικότερα, στις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες, πριν την εμφάνιση της γραφής, διακρίνονται τρεις κατηγορίες πράξεων που επισύρουν κυρώσεις κατά του δράστη τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πράξεις εκείνες που αποτελούσαν προσβολή κατά του θείου και προκαλούσαν την οργή του. Για να εξευμενιστεί ο οργισμένος θεός, έπρεπε η ομάδα να απομακρύνει τον παραβάτη, να αποκαθάρει τα μέλη της από το μίασμά του, είτε με τον φυσικό αφανισμό του (θάνατο), είτε με τον εξοστρακισμό του από την ομάδα. Η ρήξη του δεσμού αλληλεγγύης του δράστη με την ομάδα σήμαινε και τον διαχωρισμό των ευθυνών της τελευταίας. Η αντίδραση κατά του εγκληματία εκδηλώνεται εδώ ως μια μορφή κοινωνικής κάθαρσης.
Στη δεύτερη κατηγορία πράξεων περιλαμβάνονται εκείνες που στρέφονται κατά των μελών της οικογένειας στην οποία ανήκει ο δράστης. Οι πράξεις αυτές, ακόμα και αν είναι πολύ σοβαρές (λ.χ. πατροκτονία), δεν αντιμετωπίζονται ποτέ με θάνατο, γιατί η οικογένεια δεν είναι διατεθειμένη να χάσει ένα ακόμη μέλος της. Η μόνη κοινωνική αντίδραση είναι η περιφρόνηση του δράστη από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι πράξεις που επιφέρουν βλάβη σε μέλη άλλης οικογένειας από εκείνη του δράστη (π.χ. φόνος, κλοπή κλπ.). Το θύμα ή η οικογένειά του επιζητούν την εκδίκηση και έτσι προκύπτει μια ιδιωτική διαφορά μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων οικογενειών.
Σελ. 6
Με την εμφάνιση της κεντρικής εξουσίας και την αύξηση της συνοχής των κοινωνικών δομών της ομάδας, επιβάλλεται η αρχή της αναλογίας μεταξύ προσβολής και αντεκδίκησης και στη συνέχεια εμφανίζεται η τακτική του συμβιβασμού με την καταβολή ενός χρηματικού ποσού από τον δράστη ή την οικογένεια του θύματος, θεσμός ο οποίος αίρει το δικαίωμα για αντεκδίκηση.
Στις πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες ή πολιτική εξουσία αφαιρεί το δικαίωμα της αντεκδίκησης από τους ιδιώτες και αναλαμβάνει να το ασκεί αυτή για λογαριασμό τους. Έτσι εμφανίζεται η έννοια του εγκλήματος ως πράξη που στρέφεται κατά της ολότητας και αντιμετωπίζεται με κυρώσεις δημόσιου χαρακτήρα. Το έγκλημα θεωρείται ως προσβολή της βούλησης του κυρίαρχου οργάνου της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας και τιμωρείται από αρμόδια κρατικά όργανα.
Και σήμερα παρατηρείται σε διεθνή κλίμακα η επιβολή ποινών οι οποίες πλήττουν τη σωματική ακεραιότητα ή ακόμη και τη ζωή του δράστη (π.χ. ακρωτηριασμός, λιθοβολισμός), κυρίως σε χώρες στις οποίες ισχύει και για ποινικά ζητήματα σε αυστηρή μορφή ο ισλαμικός νόμος (σαρία), όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η δε θανατική ποινή εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες. Το ότι στη σημερινή εποχή εξακολουθούν να υφίστανται αυτές οι ακραίες κυρώσεις οφείλεται σε ιστορικές, πολιτισμικές αλλά και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες και αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο χρήζει ιδιαίτερης μελέτης.
Σημαντική παράμετρο της μορφής αντίδρασης κατά του δράστη αποτελεί και η συγκεκριμένη δομή της πολιτικής εξουσίας. Όσο πιο απολυταρχική είναι η εξουσία, τόσο σκληρότερη είναι η αντίδραση κατά του εγκληματία. Έτσι, στις απολυταρχικές μοναρχίες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, ή και σε σημερινά ολοκληρωτικά ή διεπόμενα από φανατισμό και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες καθεστώτα, ο εγκληματίας αποτελεί το αντικείμενο μιας αποτροπιαστικής μεταχείρισης. Αντίθετα, στις δημοκρατικές πολιτείες, σε εκείνες δηλαδή που ουσιαστικά διακρίνονται για τις δημοκρατικές τους αρχές και τις εφαρμόζουν στην πράξη, και δεν περιορίζονται τυπικά σε μια συνταγματική διατύπωση, η αντίδραση κατά του εγκλήματος και των δραστών είναι δικαιότερη και ηπιότερη.
Επί του παρόντος ενδιαφέρει να παρακολουθήσει κανείς τη διαχρονική εξέλιξη στον τρόπο αντίδρασης απέναντι στο έγκλημα στις διάφορες κοινωνίες, όπως και τις θεωρητικές διαστάσεις που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτήν. Η δημιουργία του ποινικού δικαίου και ιδιαίτερα η θεσμοθέτηση των στόχων της ποινής συμβαδίζουν με τον πρώτο σχηματισμό του οργανωμένου κράτους. Είναι χαρακτηριστικό επίσης το ότι οι θεωρίες των εποχών αυτών που σχετίζονται με την ποινή προέρχονται από πηγές οι οποίες δεν περιλάμβαναν ρητά το ποινικό δίκαιο ως κεντρικό σημείο αναφοράς τους.
Σελ. 7
Γενικά πάντως παρατηρείται σε όλους τους πολιτισμούς ότι η ποινική καταστολή συναρτάται πάντα άμεσα με τις δεδομένες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν μία δεδομένη κοινωνία ή ιστορική περίοδο και μάλιστα με τρόπο διττό: αφενός είναι αποτέλεσμα των συνθηκών αυτών, αφετέρου αναδιαμορφώνονται προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές αυτών που έχουν στα χέρια τους τη δικαιοδοτική εξουσία.
Ι. Αρχαίοι πολιτισμοί
Οι θεωρίες σχετικά με τις ποινές και ιδιαίτερα οι στόχοι της ανταπόδοσης και της γενικής πρόληψης απαντώνται ήδη σε αρχαίους πολιτισμούς μέσα από διαφορετικές πηγές, είτε αυτές αναφέρονται άμεσα είτε έμμεσα στο ποινικό δίκαιο.
O Κώδικας του Χαμουραμπί, αν και πρόκειται για την πιο ενδιαφέρουσα, πολυπλοκότερη και γνωστότερη, δεν είναι η αρχαιότερη γνωστή νομοθεσία. Προηγήθηκαν άλλες Μεσοποτάμιες, στις οποίες προφανώς στηρίχτηκε.
Συγκεκριμένα ο Ουρουκαγκίνα (Urukagina), φερόμενος ως βασιλιάς της Μεσοποτάμιας πόλης Λαγκάς, γύρω στο 2350 π.Χ., είναι γνωστός για τις μεταρρυθμίσεις σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς, οι οποίες έχουν καταγραφεί στην ιστορία ως το πρώτο παράδειγμα νομικού κώδικα. Παρότι το ίδιο το κείμενο δεν έχει ανακαλυφθεί, έχουν βρεθεί αναφορές που παραπέμπουν σε αυτό.
Μεταξύ άλλων ρυθμίσεων, η πόλη υποχρεούτο σε έξοδα κηδείας και σπονδών για τη μετάβαση του νεκρού στον κάτω κόσμο, ο πλούσιος έπρεπε να χρησιμοποιεί ασήμι όταν αγόραζε από φτωχό, και εάν ο τελευταίος αρνείτο να πουλήσει, ο ισχυρός άνδρας (πλούσιος ή ιερέας) δεν μπορούσε να τον εξαναγκάσει να το κάνει. Ο ίδιος ο Urukagina, ως κοινωνικός μεταρρυθμιστής εναντίον των ισχυρών και προστάτης των φτωχών, παίρνοντας εντολή πάντα από τον Θεό του, αναφέρει ότι η χήρα και το ορφανό δεν υπόκεινται πλέον στο έλεος του ισχυρού άνδρα.
Γενικά ο κώδικας του Urukagina επιδοκιμάστηκε ευρέως ως το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα κυβερνητικής μεταρρύθμισης, το οποίο επιδίωκε να επιτύχει ένα υψηλότερο επίπεδο ελευθερίας και ισότητας. Περιόρισε τη δύναμη του ιερατείου και των ιδιοκτητών μεγάλων εκτάσεων και πήρε μέτρα κατά της τοκογλυφίας, της πείνας, της κλοπής, του φόνου και της δήμευσης (τόσο της περιουσίας όσο και των ίδιων των προσώπων). Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι, ελλείψει άλλων στοιχείων, δεν είναι απολύτως σαφές εάν ο Urukagina υπήρξε πραγματικός μεταρρυθμιστής ή προσπάθησε να δημιουργήσει ένα συγκεντρωτικό, ελεγχόμενο από τον ίδιο, καθεστώς.
Στη συνέχεια έχουμε σε Σουμεριακή γλώσσα τον Κώδικα του Ur-Nammu (Ουρ-Ναμμού), ηγεμόνα της Μεσοποταμίας, ο οποίος θεωρείται ότι βασίλεψε από το 2113-2095 π.Χ. Ο κώδικας
Σελ. 8
αυτός, ο οποίος επίσης δεν αποτελεί κώδικα με τη σύγχρονη σημασία της λέξης, βρέθηκε αποσπασματικός, με πολλά ελλιπή και μισοκατεστραμμένα άρθρα. Το πρώτο αντίγραφο του κώδικα σε δύο αποσπάσματα βρίσκεται στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Υπάρχει επίσης πρόλογος και επίλογος και, ανάμεσα σε διάφορες διατάξεις για τους σκλάβους, τον γάμο, τις σωματικές βλάβες κλπ., υπάρχουν ορισμένες με θρησκευτικό-μαγικό χαρακτήρα.
Και αυτός, όπως ο Χαμουραμπί, «θέλει να θεμελιώσει δικαιοσύνη στη χώρα» κατά δικαιοδοσία του θεού Νάννα. Σε αυτήν την πρωτόγονη νομοθεσία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη για δοκιμασία του μάρτυρα με τη «βάσανο του ποταμού» που ήταν ο θεός-κριτής. Αν ο ποταμός δεν τον έπνιγε, ήταν αθώος ο μάρτυρας ή ο διάδικος.
Μεταξύ άλλων διασωθέντων νόμων, περιλαμβάνονται και προβλέψεις όπως ότι αν ένας άνδρας διαπράξει φόνο ή δρα παράνομα, θα πρέπει να σκοτωθεί ή αν κρατάει παράνομα κάποιον, θα πρέπει να φυλακιστεί καθώς να ζυγίσει και να καταβάλει 15 σέκελ ασήμι. Και εδώ κυριαρχούν νόμοι με ανταποδοτικό περιεχόμενο, οι οποίοι πάντως είναι επιεικέστεροι από αυτούς του Χαμουραμπί.
Ο Κώδικας του Lipit-Ištar (Λιπίτ-Ιστάρ), πέμπτου βασιλιά της Σημιτικής δυναστείας της Ισίν (1870-1860 π.Χ.) είναι γραμμένος στη σουμεριακή γραφή. Μερικά αποσπάσματά του έχουν διατηρηθεί σε επτά πινακίδες από την αρχαία πόλη Νιππούρ, τα οποία φυλάσσονται στο πανεπιστημιακό μουσείο της Φιλαδέλφειας. Σύμφωνα με τον πρόλογο, ο νομοθέτης παίρνει εντολή από τον θεό Ενλίλ να νομοθετήσει. Ανάμεσα σε πρόλογο και επίλογο υπάρχουν 38 διατάξεις που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε θέματα ακίνητης περιουσίας, σκλάβων, κληρονομιάς και γάμου. Για τις περισσότερες προσβολές προβλέπονται αποζημιώσεις. Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού παρουσιάζουν αρκετή ομοιότητα με ορισμένες διατάξεις του κώδικα του Χαμουραμπί. Φαίνεται ότι ο κώδικας του Χαμουραμπί στηρίχτηκε εν μέρει σε αυτόν, ή ότι και οι δύο ανάγονται σε κοινή πηγή.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτές όμως παρουσιάζει ο Κώδικας της Ešnunna (Εσνούννα), πόλης-κράτους κοντά στη σημερινή Βαγδάτη. Ο κώδικας αποδίδεται στον βασιλιά Bilalama (Μπιλαλάμα), που και αυτός ισχυρίζεται ότι είναι «σοφός ποιμένας» του λαού του. Ο κώδικας βρέθηκε γραμμένος σε δύο σπασμένες πινακίδες οι οποίες είναι αντίγραφα μιας αρχικής πηγής (περίπου 1930 π.Χ.). Φυλάσσεται στο μουσείο της Αρχαίας Ανατολής της Κωνσταντινούπολης.
Οι 59 διατάξεις του κώδικα αυτού φανερώνουν πολλές ομοιότητες με τον κώδικα του Χαμουραμπί ακόμα και σε μικρολεπτομέρειες. Μάλιστα σύμφωνα με τους ασσυριολόγους και τους ιστορικούς του δικαίου, φαίνεται ότι τα τρία τέταρτα των διατάξεων του κώδικα αυτού έχουν ενσωματωθεί στον κώδικα του Χαμουραμπί. Υπάρχουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις για μίσθωση αμαξιών και πλοίων, για γάμους, για ανατροφή παιδιών από παραμάνες, διατάξεις αγοραπωλησίας, για σωματικές βλάβες και για διαζύγιο. Οι ποινές πάντως είναι εδώ πολύ επιεικείς, σε αντίθεση με τις αυστηρές ποινές και τους ακρωτηριασμούς του κώδικα του Χαμουραμπί.
Σελ. 9
Ο Βαβυλωνιακός Κώδικας του Χαμουραμπί, δημιούργημα της αρχαίας Μεσοποταμίας, αποτελείται από 282 διατάξεις γενικού κύρους και ποικίλου περιεχομένου, οι οποίες ξεκινούν με το υποθετικό «εάν». Αποτελούν στο σύνολό τους σχεδόν «υποθετικούς» κανόνες που απευθύνονται σε όλους τους κατοίκους των πόλεων της Βαβυλωνίας, οι οποίοι έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί για την ακρίβεια, αλλά και τη σκληρότητά τους. Κυριαρχεί ο ανταποδοτικός χαρακτήρας, το δίκαιο αντεκδίκησης (jus talionis), με ποινές οι οποίες είναι ατιμωτικές, αφαιρετικές της ζωής και κυρίως σωματικές που οδηγούν στον θάνατο. Η ανταπόδοση αυτή λειτουργεί και αντιπροσωπευτικά, δηλαδή όχι με την τιμωρία του υπαιτίου αλλά άλλου μέλους της οικογένειάς του. Αν, για παράδειγμα, ένας οικοδόμος χτίσει για κάποιον ένα σπίτι και λόγω πλημμελούς κατασκευής καταρρεύσει και πεθάνει ο κύριος του σπιτιού, τότε ο οικοδόμος τιμωρείται με θάνατο. Αν όμως το θύμα είναι ο γιος του ιδιοκτήτη, τότε καταδικάζεται σε θάνατο ο γιος του οικοδόμου.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι η ποινή για το ίδιο αδίκημα είναι διαφορετική ανάλογα με το ποιος είναι το θύμα. Υπάρχει αυστηρή αντιμετώπιση όταν το θύμα είναι αριστοκράτης και λιγότερο αυστηρή, αν είναι πολίτης, και ακόμα επιεικέστερη όταν πρόκειται για δούλο. Το ίδιο συμβαίνει και ανάλογα με το ποιος είναι ο δράστης. Όσο για τις χρηματικές αποζημιώσεις, δεν αποτελούσαν αντίποινα, αλλά ήταν επανορθωτικές της ζημίας και επιβάλλονταν στα μέλη της αριστοκρατίας.
Δεν πρέπει επίσης να παραβλεφθεί και η αρωγή εκ μέρους της πολιτείας. Σε περίπτωση, λόγου χάρη, κλοπής, το κράτος αποζημιώνει το θύμα στην περίπτωση που δεν συλληφθεί ο κλέφτης. Στην περίπτωση δολοφονίας, αντίστοιχα, πληρώνει αποζημίωση στους κληρονόμους του νεκρού.
Σελ. 10
Στον Κώδικα του Χαμουραμπί βασίστηκε επί δύο χιλιάδες χρόνια η νομοθεσία των λαών της Μέσης Ανατολής, από αυτόν δε επηρεάστηκε εν μέρει και το δίκαιο της αρχαίας Κρήτης.
ΙΙ. Το δίκαιο της Βίβλου
Η εβραϊκή νομοθεσία έχει επίσης ομοιότητες, αλλά και διαφορές με τον Κώδικα του Χαμουραμπί. Είναι διατυπωμένη κυρίως με κατηγορικούς κανόνες δικαίου σε χρόνο που αφορά το μέλλον, σε αντίθεση με τους υποθετικούς του προαναφερθέντος Κώδικα, οι οποίοι αφορούν πράξεις του παρελθόντος και σπάνια του παρόντος. Η μωσαϊκή νομοθεσία υπερέχει σε θέματα ηθικής και ανθρωπισμού σε σύγκριση με τον Κώδικα του Χαμουραμπί. Ενώ ο τελευταίος αποτελεί μια νομοθεσία που απέβλεπε στη ρύθμιση προβλημάτων στην πολύπλοκη δομή της μεσοποταμιακής αστικής κοινωνίας, η μωσαϊκή είναι κυρίως θρησκευτική, ηθική, θεοκεντρική και θεοκρατική νομοθεσία, απευθυνόμενη σε μια αγροτική ποιμενική κοινωνία.
Η αρχαία εβραϊκή νομοθεσία είναι διάσπαρτη στη Βίβλο και στα βιβλία της Πεντατεύχου. Κύριο χαρακτηριστικό της εβραϊκής νομοθεσίας είναι ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, ταύτιση του εγκλήματος με το αμάρτημα. Η λατρεία ξένων θεών, η βλασφημία του ενός και μοναδικού θεού, η άσκηση μαγείας ή νεκρομαντείας, η παραβίαση της αργίας του Σαββάτου, η χειροδικία κατά των γονέων, η μοιχεία, η αιμομιξία, η κτηνοβασία και ο βιασμός μνηστευμένης κόρης τιμωρούνται με θάνατο. Αντίθετα, ο φόνος, η κλοπή και η ψευδομαρτυρία, παρότι θεωρούνται αμαρτήματα, δεν συνεπάγονται απαραίτητα τη θανάτωση του ενόχου.
Και εδώ διακρίνεται η αντίληψη της εκδίκησης και της ανταπόδοσης με το αξίωμα «ψυχήν αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, κατάκαυμα αντί κατακαύματος, τραύμα αντί τραύματος, μώλωπα αντί μώλωπος», το οποίο τονίζεται συχνά, αλλά με διαφορετική φιλοσοφία και αντιμετώπιση των περιπτώσεων. Ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις τραυματισμού κατά ελεύθερων ανθρώπων (όχι σκλάβων).
Δεν γίνονται διακρίσεις στις ποινές ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις, η δε ευθύνη είναι προσωποπαγής. Ενώ σύμφωνα με τον Κώδικα του Χαμουραμπί εκείνος που υποθάλπει τον φυγάδα δούλο ή βοηθάει έναν δούλο να δραπετεύσει από τον κύριό του τιμωρείται με θάνατο, εδώ προβλέπεται άσυλο για τον δούλο που κατέφυγε από τον κύριό του σε τρίτο. Στον μω
Σελ. 11
σαϊκό νόμο ο κύριος δούλου που επιφέρει στον δούλο του θανατηφόρο χτύπημα, τιμωρείται. Αν του επιφέρει βαριά σωματική βλάβη (π.χ. απώλεια οφθαλμού), είναι υποχρεωμένος να τον απελευθερώσει. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί στις ίδιες περιπτώσεις ο κύριος καταβάλλει απλή αποζημίωση, «τον πληρώνει στο μισό της αξίας». Στον κλέφτη ή κλεπταποδόχο αντικειμένων ή πραγμάτων κρατικής ιδιοκτησίας επιβάλλεται θάνατος σύμφωνα με τον κώδικα του Χαμουραμπί. Η μωσαϊκή νομοθεσία όμως απαιτεί την αποζημίωση του θύματος από τον κλέφτη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τα οποία καταδεικνύουν ότι, ακόμα και στις περιπτώσεις που δύο διατάξεις διαφέρουν λίγο στο γράμμα ή στη διατύπωση, διαφέρουν πολύ κατά το πνεύμα, τη φιλοσοφία, τη ratio legis.
Η βιβλική νομοθεσία, αν και αφήνει στον μελετητή μία γενικότερη αίσθηση ότι τείνει να υποστηρίξει τους φτωχούς και τους ανήμπορους, ταυτόχρονα διαπνέεται από το δόγμα της συλλογικής ευθύνης (ενδεχόμενη τιμωρία της οικογένειας ή φυλής του δράστη). Επίσης υπάρχει συλλογικότητα και στην αντιμετώπιση προσβολών κατά της ομάδας (η θανατική ποινή, συνήθως εκτελείται από ολόκληρη την κοινότητα δια λιθοβολισμού).
Η Καινή Διαθήκη αργότερα, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, δεν αναφέρεται άμεσα σε ζητήματα ποινών και των σκοπών τους. Ως προς τη θανατική ποινή μόνο, αναφέρεται στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου ότι ο άρχοντας και τα όργανα τα οποία για λογαριασμό του αποδίδουν δικαιοσύνη και συγκεκριμένα η δικαστική εξουσία έχει από τον Θεό το δικαίωμα, να τιμωρεί, και δια θανάτου ακόμα, εκείνους που πράττουν το κακό. Σύμφωνα με την ερμηνευτική απόδοση του συγκεκριμένου εδαφίου: «Θα έχεις δε έπαινον από τον άρχοντα (όταν πράττεις το καλό), διότι αυτός είναι υπηρέτης του Θεού προς προστασίαν δικήν σου και για το καλό των πολιτών. Εάν όμως πράττεις το κακό, τότε να φοβάσαι. Διότι δεν φορεί ματαίως την μάχαιραν, το σύμβολον αυτό της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας. Την φορεί για να τιμωρεί και δια θανάτου ακόμη κάθε άτακτο στοιχείο. Διότι είναι υπηρέτης του Θεού, εκδικητής που έχει εντολή και δικαίωμα να επιβάλλει τιμωρίες σε κάθε κακοποιό».
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως, όταν πρόκειται για ύψιστη εγκληματική ενέργεια, όταν για παράδειγμα πρόκειται για πράξεις που αφορούν την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής (για πράξεις που οι εγκληματίες δεν έχουν κανένα ελαφρυντικό), η ποινή για τους συγκεκριμένους εγκληματίες με βάση το θέλημα του Θεού (από τη στιγμή φυσικά που θα κρι-
Σελ. 12
θούν ένοχοι από τους δικαστές), θα έπρεπε να είναι η θανατική, όχι στα λόγια, αλλά έμπρακτα. Θεωρείται ότι ο Κύριος γνωρίζει καλύτερα από όλους μας, πως από την εφαρμογή της θανατικής ποινής μόνο οφέλη θα προκύψουν για την κοινωνία, αφού από τη μία θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους σκοπεύουν να προβούν σε εγκληματικές ενέργειες (εδώ παραπέμπει στη γενική πρόληψη), ενώ από την άλλη, εκείνοι που είναι εθισμένοι στη βαριά εγκληματικότητα θα υποχρεωθούν να αναθεωρήσουν τη στάση τους, εφόσον θα κινδυνεύει πλέον δια νόμου η ίδια τους η ζωή (εδώ παραπέμπει στην ειδική πρόληψη). Υπό το πρίσμα μιας θρησκευτικής διάστασης θεωρείται ότι ουσιαστικά δεν είναι το κράτος που θα καταδικάσει και θα σκοτώσει τον εγκληματία, αλλά ο εγκληματίας είναι εκείνος που με τις πράξεις του θα υπογράψει τη θανατική του καταδίκη, καταδικάζοντας από μόνος του τον εαυτό του.
III. Αρχαίο ελληνικό δίκαιο
Η κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, όπως αυτή απεικονίζεται από τον Όμηρο, είχε τους νόμους της και τον δικό της τρόπο απονομής δικαιοσύνης και ρύθμισης των διαφορών των μελών της. Οι σχέσεις των ανθρώπων και γενικά η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζονται από τους άγραφους νόμους, τις «θέμιστες», τους οποίους είχε καθιερώσει η μακροχρόνια συνήθεια και παράδοση. Αυτοί καθορίζουν το τι είναι δίκαιο και επιτρέπεται (ή τι πρέπει να γίνεται) και τι είναι άδικο, ποια συμπεριφορά απαγορεύεται ή και τιμωρείται. Μόνο αυτό που έχουν καθιερώσει τα έθιμα και οι παραδόσεις είναι σωστό, δίκαιο και επιτρεπτό («θέμις ἐστίν»). Ό,τι όμως είναι αντίθετο προς τις «θέμιστες» ούτε σωστό είναι ούτε δίκαιο και επομένως δεν πρέπει να γίνεται, είναι απαράδεκτο και άδικο («οὐ θέμις ἐστίν»).
Η απονομή δικαιοσύνης στις ιδιωτικές διαφορές είναι υπόθεση των αντιμαχόμενων πλευρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιόδους ομαλότητας, σχεδόν τα πάντα θεωρούντο ιδιωτικές διαφορές, ακόμη και ο φόνος. Έτσι, οι συγγενείς ή οι φίλοι του θύματος, αλλά και το ίδιο το θύμα, δικαιούντο είτε να ανταποδώσουν τη βλάβη που ήταν το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξης, είτε να εξωθήσουν τον ένοχο σε αυτοεξορία, είτε να συνδιαλλαγούν μαζί του, οπότε, ανάλογα με το χρηματικό αντάλλαγμα («ποινή») που θα έδινε ο ένοχος, επερχόταν η συγχώρηση («αἴδεσις»). Οι άρχοντες («γέροντες») είχαν διαιτητικό ρόλο ακριβώς όταν υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το αν πράγματι, στην περίπτωση της συνδιαλλαγής, είχε καταβληθεί το χρηματικό αντάλλαγμα. Μετά την εμφάνιση της πόλης – κράτους, με την ένωση των συνοικισμών, οι άρχοντες ισχυροποιούνται και η αρμοδιότητά τους, από διαιτητική, μετατρέπεται σε νομοθετική (θέσπιση των κανόνων, των νόμων), δικαστική (κρίση
Σελ. 13
της νομιμότητας ή μη των πράξεων) και εκτελεστική (τήρηση των νόμων, μέριμνα για την εκτέλεση των ποινών).
Στην πόλη-κράτος, για πρώτη φορά αναπτύσσεται σταδιακά στους πολίτες, μία κοινή συνείδηση για την πολιτική τους οντότητα – γεγονός που αφενός διευκόλυνε την εδραίωση του νέου ρόλου των αρχόντων και αφετέρου άνοιξε τον δρόμο για το ξεπέρασμα της αντεκδίκησης. Η μετάβαση αυτή, από την αντεκδίκηση στην τριπλή διάκριση της αρμοδιότητας των αρχόντων, ήταν μια διαδικασία που κράτησε αρκετούς αιώνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πρώτες κωδικοποιήσεις νόμων έγιναν στην Ελλάδα τον 7ο αιώνα π.Χ. Προκειμένου λοιπόν οι κωδικοποιημένοι νόμοι να επιβληθούν ή, έστω, να γίνουν αποδεκτοί από τους πολίτες, οι νομοθέτες–άρχοντες χρειάστηκε είτε τους περιβάλουν με μία θεϊκή αίγλη (π.χ. ο Δίας έδωσε στο Μίνωα τους νόμους), είτε να τους προστατεύσουν με κάθε τρόπο (π.χ. όποιος πρότεινε την τροποποίηση νόμου χωρίς επιτυχία καταδικαζόταν σε θάνατο), είτε να είναι εξαιρετικά αυστηροί, ώστε να εξαλειφθεί η αντεκδίκηση και να περάσει η δικαιοδοτική λειτουργία (δηλαδή η δικαστική και εκτελεστική εξουσία) στους άρχοντες (νομοθεσία του Αθηναίου Δράκοντος το 621 π.Χ.).
Ο Δράκων έγραψε του νόμους σε μαρμάρινες πλάκες («κύρβεις») τις οποίες τοποθέτησε στην Αγορά. Οι νόμοι αυτοί ήταν πολύ αυστηροί και από τότε ο όρος «δρακόντειοι νόμοι» είναι συνώνυμος με τους ιδιαίτερα αυστηρούς νόμους. Αντίστοιχα «δρακόντεια μέτρα» ονομάζονται τα αυστηρά μέτρα.
Το ποινικό δίκαιο αποτελεί βασικά ένα δίκαιο εκδίκησης. Για την εγγύηση της γενικής ασφάλειας του δικαίου το (ασθενώς ακόμη ανεπτυγμένο) κράτος νομιμοποιεί τη θεσμοθέτηση ιδιωτικών σκοπών στο πλαίσιο των ποινών. Στα εγκλήματα κατά της ζωής αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ίσης ανταπόδοσης, ως άμεση εκδίκηση, καθώς και η προαιρετική άρση της διαμάχης με την καταβολή ενός ανάλογου τιμήματος. Οι τιμωρίες είναι ιδιαίτερα σκληρές, με ασήμαντα αδικήματα, όπως η κλοπή ενός μήλου ή ακόμη και η τεμπελιά, να τιμωρούνται με θάνατο. Έχει υποστηριχθεί ότι οι νόμοι του Δράκοντoς προέβλεπαν τη θανατική ποινή
Σελ. 14
για όλα τα εγκλήματα, αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται μάλλον υπερβολικό. Το πιθανότερο είναι πως η συχνότερη ποινή για τα εγκλήματα ήταν η ατιμία ή η εξορία, και μόνο στην περίπτωση της μη συμμόρφωσής του ο ένοχος διακινδύνευε τη ζωή του.
Μέχρι την αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π.Χ. αιώνα, η δικαστική εξουσία ήταν αρμοδιότητα των Εννέα Αρχόντων και, από τον Δράκοντα και μετά, των Εφετών, ενώ η επίβλεψη για την τήρηση των νόμων και του ήθους των πολιτών ήταν αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου, ενός αριστοκρατικού οργάνου που αποτελείτο από πρώην άρχοντες.
Οι νόμοι του Δράκοντος αντικαταστάθηκαν από τη νομοθεσία του Σόλωνος μετά το 594 π.Χ. Ο Σόλων, αν και δεν περιόρισε ευθέως τις πολιτικές και δικαστικές εξουσίες του Αρείου Πάγου, συγκρότησε το λαϊκό Δικαστήριο της Ηλιαίας, από το οποίο εκδικάζονταν τελεσίδικα οι εφέσεις κατά αποφάσεων των αρχόντων και των δημοσίων οργάνων. Οι νόμοι του δημοσιεύτηκαν καταγραμμένοι σε ξύλινες στήλες οι οποίες ονομάζονταν «άξονες» ή «κύρβεις». Τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνος ήταν πολύ τολμηρά, αλλά και δραστικά και αντικατοπτρίζουν το μέγεθος της κρίσης που κλήθηκαν να θεραπεύσουν. Βασίζονταν στην αρχή της ανισότητας και όχι της ισότητας, ενώ επιδίωκαν να αποτρέψουν την εμφύλια διαμάχη και τη διάλυση της πολιτικής κοινότητας της Αθήνας διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική διαστρωμάτωση και την προβολή αυτής της διαστρωμάτωσης στη νομή της εξουσίας. Συνολικά ο Σόλων ρύθμισε πάνω σε νέες βάσεις το δημόσιο, το ιδιωτικό και το ποινικό δίκαιο. Το δίκαιο του Σόλωνος εμπεριέχει διάφορα μέσα τιμωρίας, καμία όμως ποινή που να εκτελείται από κρατικά όργανα. Αν κριθεί ότι ο ένοχος έχει διαταράξει την ειρήνη, η εκτέλεση της ποινής εναπόκειται σε κάθε πολίτη στον οποίο εκδηλώνεται το συναίσθημα της εκδίκησης, λόγω της συγκεκριμένης παραβίασης.
Στην εποχή του παρατηρείται μια αύξηση των δημόσιων αδικημάτων. Οι ιδιωτικές διαφορές ονομάζονται «δίκες» και η έγερση κατηγορίας για την εκδίκαση δημόσιων αδικημάτων «γραφή». Δημόσια αδικήματα θεωρούνται κυρίως εκείνα που θίγουν την κοινότητα ως σύνολο (όπως η προδοσία, η λιποταξία, η κατάχρηση δημόσιου χρήματος, αλλά επίσης και η αποπλάνηση ελεύθερης γυναίκας, η κακοποίηση ορφανών, κάποιες μόνο μορφές κλοπής και η «ύβρις», δηλαδή η αδιαφορία για τα δικαιώματα ή τις επιθυμίες των άλλων). Η νίκη του κατηγόρου σε δίκη («γραφή») για δημόσιο αδίκημα, συνεπαγόταν σημαντικές κυρώσεις κατά του αντιδίκου, που είτε προσδιορίζονταν από νόμους και ψηφίσματα είτε αφήνονταν στην κρίση του δικαστηρίου. Κύριες ποινές για τα αδικήματα αυτά ήταν: θάνατος, εξορία, ατιμία (ποινές
Σελ. 15
κατά του προσώπου) και πρόστιμο (ποινές κατά της περιουσίας). Η θανατική ποινή εκτελείτο με πρόσδεση ή κάρφωμα σε αναρτημένη σανίδα («αποτυμπανισμός») για τους «κακούργους», με κατακρήμνιση σε βάραθρο, ή με δηλητηρίαση από κώνειο. Η εξορία αντικαθιστούσε συχνά τη θανατική ποινή (π.χ. επιτρεπόταν σε περίπτωση εκούσιου φόνου, πλην της πατροκτονίας) και είχε ως επακόλουθο την ολοκληρωτική στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, τη στέρηση της περιουσίας και την απομάκρυνση από οικογένεια, φίλους και ιερούς χώρους. Η ατιμία ήταν ηπιότερη ποινή και σήμαινε τον αποκλεισμό από τα προνόμια της δημόσιας ζωής, όχι όμως και στέρηση περιουσίας ή δυνατότητας συμμετοχής στις ένοπλες δυνάμεις. Πάντως, οι χρηματικές ποινές ήταν η συνηθέστερη κύρωση στην αθηναϊκή πρακτική.
Στη συνέχεια, ο Κλεισθένης το 507 π.Χ. και ο Εφιάλτης το 462 π.Χ., μείωσαν δραστικά τις εξουσίες του Αρείου Πάγου και των Εφετών και ο κύριος όγκος των υποθέσεων μεταβιβάστηκε στην αρμοδιότητα της Ηλιαίας, που δίκαζε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό με βάση μία τυπικά ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων (των αποδεικτικών μέσων δηλαδή που οδηγούν το δικαστήριο στην κρίση του), ενώ οι άρχοντες περιορίζονται πλέον στην «ηγεμονία» του δικαστηρίου, δηλαδή στην προετοιμασία της δίκης, στην προεδρία της συνεδρίασης και στην εκτέλεση των αποφάσεων της Ηλιαίας.
Σχετικά με τους σκοπούς της ποινής, αναφορές υπάρχουν στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ο Πλάτων αναφέρει τον 5ο αιώνα π.Χ. ότι ο δράστης διαταράσσει με την πράξη του την ισορροπία ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα. Η τιμωρία σκοπό έχει να εξισορροπήσει τη δυσαναλογία αυτή. Στην Πολιτεία παρουσιάζει το έγκλημα σαν μία ψυχική ασθένεια η οποία εκλείπει στο πλαίσιο της θεωρίας του για το ιδανικό κράτος. Στόχος της ποινής πρέπει να είναι η βελτίωση του δράστη και στις περιπτώσεις της ποινής του θανάτου ο εκφοβισμός.
Συγκεκριμένα, επικροτεί το ότι σκοπός της τιμωρίας είναι να λάβει ηθική και υλική ικανοποίηση αυτός που έπεσε θύμα αδικίας και βλάφτηκε ή ζημιώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας ότι εκείνος που κολάζει ορθά, και κατά συνέπεια δίκαια, είναι αυτός που ενεργεί δίκαια (o «δίκαια ποιῶν»). Αντίστοιχα, εκείνος που τιμωρείται ορθά είναι αυτός που πάσχει δίκαια (ο «δίκαια πάσχων»), αφού υφίσταται το είδος αυτό της τιμωρίας, λόγω της αδικίας που προξένησε σε κάποιον άλλο. Τονίζει επίσης ότι κάθε άνθρωπος πρέπει κατά την απονομή του δικαίου να δίνει τη δέουσα προσοχή, να μην αστοχεί και να φοβάται μήπως επιβάλει, εκούσια ή ακούσια, λανθασμένη τιμωρία. Και αυτό διότι η μεν αδικία προξενεί μίση, μάχες και αθλιότητα, η δε δικαιοσύνη ομόνοια, φιλία και ευδαιμονία. Η κόλαση όμως και η τιμωρία πρέπει να επιβάλλονται στον κακό και όχι στον δυστυχή, διότι ο δεύτερος δεν έχει να ωφεληθεί σε τίποτε, έστω και αν η επιβαλλόμενη τιμωρία είναι δίκαιη. Αυτό φαίνεται να προκύπτει από την παραδοχή ότι η δυστυχία είναι η έσχατη αθλιότητα, στην οποία μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος. Έτσι για τον δυστυχισμένο δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμωρία από την κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκεται. Ούτε ο θάνατος μπορεί να θεωρηθεί
Σελ. 16
μεγαλύτερο κακό από τη δυστυχία, επειδή αυτός, όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι το ελάχιστο κακό.
Όταν κάποιος αδικήσει, πολύ ή λίγο αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, τότε έργο των καλλίστων νόμων είναι να διδάξουν και να εξαναγκάσουν τον αδικήσαντα να μην αδικήσει εκ νέου στο μέλλον εκούσια, ή, αν αυτό αποδειχθεί ακατόρθωτο, να ελαττώσουν δραστικά το μέγεθος της αδικίας, αφού αποκατασταθεί η βλάβη που προξένησε, στον βαθμό βέβαια που αυτό είναι δυνατόν. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με έργα ή λόγια, με χαρές ή λύπες, με παροχή τιμών ή επιβολή επιπλήξεων, με χρηματικά πρόστιμα ή δώρα και γενικά με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί κάποιος να μισήσει την αδικία και να αγαπήσει - ή τουλάχιστον να μη μισήσει - τη φύση του δικαίου. Εδώ παρατηρείται η αναφορά στην ειδική πρόληψη για την αποφυγή της υποτροπής και σε περίπτωση μη επίτευξής της η άρση ή περιορισμός της αδικίας και η αποκατάσταση του θύματος.
Ο κανόνας αυτός αφορά τα ιάσιμα αδικήματα, αυτά δηλαδή που μπορούν να γιατρευτούν, ώστε ο αδικήσας να εξιλεωθεί και να γίνει καλύτερος. Υπάρχουν όμως και ανίατα αδικήματα, αυτά δηλαδή που δεν γιατρεύονται, επειδή ο δράστης είναι για τα σοβαρά αδικήματα αμετανόητος. Στην περίπτωση αυτήν, που ο κακούργος δεν μπορεί να γίνει καλύτερος, ο νομοθέτης οφείλει να θεσπίσει την ποινή του θανάτου, αφού με τον τρόπο αυτόν οι άλλοι πολίτες θα έχουν διπλή ωφέλεια: αφενός οι τιμωρούμενοι με την ποινή του θανάτου θα αποτελέσουν παράδειγμα προς τους άλλους πολίτες, ώστε να μην υποπέσουν και αυτοί στο ίδιο ή σε παρόμοιο παράπτωμα, και αφετέρου οι θανατούμενοι θα αφήσουν την πατρίδα έρημη από κακούς ανθρώπους.
Για τον Πλάτωνα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αν τα διαπραχθέντα αδικήματα, εγκλήματα ή κακουργήματα είναι μικρά ή μεγάλα, αφού ο νόμος πρέπει να είναι ενιαίος και όχι διαφορετικός. Η υλική ζημιά πρέπει να αποκαθίσταται πλήρως, ενώ στην περίπτωση που το κλαπέν αφορά το δημόσιο, αυτό θα αποδίδεται στο διπλάσιο, αν βέβαια ο καταδικασθείς διαθέτει περιουσία πέρα από τη χορηγηθείσα σε αυτόν από το κράτος, δηλαδή τον «κλήρο». Μπορεί ωστόσο να μην εκτίσει την ποινή του, σε περίπτωση που του τη χαρίσει αυτός που τον καταδίκασε.
Το ότι οι νόμοι είναι ενιαίοι για μικρά και μεγάλα αδικήματα δεν σημαίνει ότι οι επιβαλλόμενες ποινές θα είναι ακριβώς οι ίδιες. Ο νομοθέτης οφείλει να στοχάζεται την παντελή αποκατάσταση της αξίας της προξενηθείσας βλάβης, καθώς και το μέγεθος της επίπληξης (της «κολάσεως»). Αν το άτομο διέπραξε κακούργημα, επειδή παρασύρθηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας από τη βλακεία («άνοια») κάποιου άλλου, τότε η ποινή θα είναι ελαφρότερη. Αν όμως τέλεσε αδίκημα από δική του ανοησία ή από ακράτεια ηδονής ή λύπης, επιθυμίας ή φθόνου ή από αγιάτρευτο θυμό, τότε η ποινή θα είναι βαρύτερη.
Οι τιμωρίες πρέπει να είναι ανάλογες προς το μέγεθος της ζημίας, μέχρις ότου αυτή αποκατασταθεί πλήρως. Εδώ δηλαδή τίθενται όρια αναφορικά με το μέγεθος των ποινών οι οποίες
Σελ. 17
πρέπει να επιβληθούν και πρέπει επίσης να είναι αντίστοιχες προς την εκάστοτε προξενούμενη βλάβη.
Αυτός δε που αδίκησε να «ιαθεί», δηλαδή να απαλλαγεί από το βάρος της αδικίας και της πονηρίας, με το να τιμωρηθεί. Το να αδικεί κάποιος θεωρείται πολύ μεγάλο κακό. Ακόμη όμως μεγαλύτερο είναι, όταν αδικεί χωρίς να τιμωρείται.
Η τιμωρία πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ορθό ώστε να οδηγεί στον σωφρονισμό του δράστη και να γίνεται παράδειγμα για τους άλλους. Είδη της τιμωρίας είναι, μεταξύ άλλων, ο θάνατος, οι πληγές, η φυλακή, οι απειλές, τα μαστιγώματα, οι ονειδισμοί, η ορθοστασία, η εξορία, οι δημεύσεις περιουσίας, οι νουθετήσεις. Με την τιμωρία, εκείνος που αδίκησε απαλλάσσεται από την κακία και πρέπει να μάθει να φιλοσοφεί, αφού εκπαιδευτεί, ώστε να γίνει καλύτερος και επομένως δικαιότερος ή λιγότερο μοχθηρός μέσω του σωφρονισμού. Ο σωφρονισμός δηλαδή επιτυγχάνεται με την εγκράτεια και τη γνώση, δεδομένου ότι δύο πράγματα είναι κατά τον Πλάτωνα εκείνα, τα οποία διαταράσσουν τη σωφροσύνη: η ακράτεια και η αμάθεια ή και τα δύο μαζί. Μέγιστο κακούργημα κατά τον Πλάτωνα είναι να γίνεται κανείς όμοιος με κακούς ανθρώπους, διότι όταν συναναστρέφεται τέτοια πρόσωπα, τότε κατ’ ανάγκη θα λέγει και θα πράττει όμοια με εκείνους. Αυτό όμως θεωρείται άδικη τιμωρία και δεν είναι αποτέλεσμα δίκαιης δίκης, η οποία θεωρείται ωραίο («καλόν») πράγμα.
Από φιλοσοφική άποψη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη σκοπός της ποινής είναι η αποκατάσταση της ισότητας και της ισορροπίας που διαταράχθηκαν από την αδικία, ενώ σύμφωνα με τον Πλάτωνα «η ποινή δεν αποκαθιστά μόνο τη φυσική τάξη και τον νόμο, αλλά επιδιώκει επίσης να γίνει ευεργετική για τον ίδιο τον αδικούντα και την κοινωνία μέσα στην οποία αυτός ζει, να γίνει δηλαδή το μέσο για την εκρίζωση και θεραπεία της ψυχικής νόσου που λέγεται αδικία».
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική επιχειρεί μία διαβάθμιση των αδικημάτων. Κατ’ αυτόν το μέγεθος του αδικήματος συναρτάται βασικά με τη βαρύτητα είτε της αδικίας είτε της βλάβης.
Ο Αριστοτέλης κάνει σαφή διάκριση του σκοπού και της λειτουργίας της «τιμωρίας» (εκδίκησης) και της «κολάσεως» (τιμωρίας): «ἡ μὲν γὰρ κόλασις τοῦ πάσχοντος ἕνεκα ἐστιν, ἡ δὲ τιμωρία τοῦ ποιοῦντος, ἵνα ἀποπληρωθῇ». Το νόημα των λόγων του φιλοσόφου είναι, ότι η τιμωρία («κόλασις») γίνεται για χάρη του πάσχοντος, αποβλέπει δηλαδή στον κολαζόμενο,
Σελ. 18
ο οποίος υφίσταται την ποινή λόγω της αδικίας την οποία διέπραξε. Αντίθετα, η εκδίκηση («τιμωρία») γίνεται για χάρη εκείνου που την ασκεί, δηλαδή αυτού ο οποίος εκδικείται εκείνον από τον οποίο αδικήθηκε.
Ο Αριστοτέλης αναλύοντας την έννοια της δικαιοσύνης αναφέρεται διεξοδικά και στην αρχή της ανταπόδοσης. Προσπαθεί μέσα από παραδείγματα να επισημάνει ότι η ανταπόδοση ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες ομάδες δεν είναι η ορθή λύση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Δεν μπορούν να αναλυθούν διεξοδικά και να διαφοροποιηθούν οι διαστάσεις της ανταπόδοσης, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η δικαίωση που να ανταποκρίνεται στις πολύπλευρες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Συνέπεια αυτού είναι ότι απομένει κυρίως η πρόληψη ως σκοπός της ποινής. Στο πλαίσιο αυτής επιλέγει την επανόρθωση για την αποκατάσταση της αδικίας. Χωρίς να το αναφέρει ρητά, ο Αριστοτέλης δέχεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και συνοχής του κράτους την ανταπόδοση κατ’ αναλογία, παράλληλα με την επανόρθωση και τον εκφοβισμό.
Ως γενικό συμπέρασμα συνάγεται ότι ήδη κατά την αρχαιότητα η αρχή της ανταπόδοσης διανθίζεται από στοιχεία της πρόληψης.
IV. Ρωμαϊκό δίκαιο
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το ποινικό δίκαιο, όπως και το δημόσιο δίκαιο γενικότερα, δέχθηκε ισχυρές και πολλές φορές αντικρουόμενες πολιτικές επιδράσεις.
Αρχικά το ρωμαϊκό δίκαιο διακρίνεται για τη θρησκευτικότητά του, οι δε ποινές είναι είτε ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες διέπονται από την αυτοδικία και την αντεκδίκηση, όταν πρόκειται για ιδιωτικές διαφορές, είτε δημόσιες, οι οποίες επιβάλλονται από τους άρχοντες ή τους αρχηγούς της κοινότητας, όταν πρόκειται για ανυπακοή του ατόμου απέναντι στην κοινότητα ή την οικογένεια και όταν παραβιάζει τα ήθη (mores) ή τους ιερούς νόμους (leges sacratae). Στις τελευταίες περιπτώσεις έχει δικαίωμα και υποχρέωση ο κάθε πολίτης να σκοτώσει τον παραβάτη ατιμωρητί, η δε πολιτεία να επιβάλει θανατική ποινή.
Η πρώτη κωδικοποίηση κατά τη δημοκρατική περίοδο της ρωμαϊκής δημοκρατίας ήταν η Δωδεκάδελτος (Lex duodecim tabularum), η οποία δημοσιεύτηκε το 449/8 π.Χ. στην τελική της μορφή και ίσχυσε μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Αποτελεί αρχαιότατη νομοθεσία της Ρώμης, χαραγμένη σε 12 δέλτους (χάλκινες πλάκες), οι οποίες στήθηκαν σε δημόσιο χώρο, στη ρωμαϊκή αγορά (forum romanum), για να μπορούν να διαβάζονται από όλους.
Προβλέπει την απαγόρευση εκτελέσεων, εάν δεν έχει προηγηθεί δίκη, και το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση του λαού προσώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σε βαριές σωματικές ποινές. Συγκεκριμένα, εγκλήματα ή δημόσια αδικήματα ονομάζονται οι πράξεις που τιμωρούνται με δημόσια ποινή σε αντίθεση με τα ιδιωτικά αδικήματα. Θεωρείται ότι τα δημόσια αδικήματα πλήττουν άμεσα την πολιτεία, η οποία ασκεί τη δίωξη και επιβάλλει την
Σελ. 19
τιμωρία, χωρίς παρέμβαση του αδικηθέντος. Σε αυτά ανήκουν, μεταξύ άλλων, η προδοσία, ο φόνος του αρχηγού της οικογένειας ή ενός Ρωμαίου πολίτη, ο εμπρησμός, η ψευδομαρτυρία, η μαγεία, η απαγόρευση ταφής νεκρού μέσα στην πόλη και η απαγόρευση νυκτερινών συναθροίσεων.
Αρχικά, σύμφωνα με το δίκαιο της Δωδεκαδέλτου, αναγνωρίστηκε στο ποινικό δίκαιο το δικαίωμα της τιμωρίας του δράστη από τον παθόντα ή τους συγγενείς του. Για τα επιμέρους αδικήματα τονίζεται πρωταρχικά ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της πράξης. Ο εμπρησμός, για παράδειγμα, τιμωρείται με θάνατο στην πυρά. Στις περιπτώσεις διάπραξης ελαφριάς σωματικής βλάβης και κλοπής κατά την οποία δεν συλλαμβάνεται ο δράστης επ’ αυτοφώρω, επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα. Μόνο για ορισμένα δημόσια αδικήματα κυριαρχεί το εγκληματοπροληπτικό και όχι το ανταποδοτικό στοιχείο για την προστασία της κοινότητας.
Κατά την πολιτική περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας από τον 2ο π.Χ. αιώνα οι ποινές γίνονται ηπιότερες. Σπάνια εφαρμόζεται η θανατική ποινή ενώ κυριαρχούν τα υψηλά πρόστιμα και η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Αυστηρή εξακολουθεί να είναι η μεταχείριση απέναντι στους δούλους και μη Ρωμαίους πολίτες καθώς και σε Ρωμαίους που βρίσκονται σε στρατιωτικές εκστρατείες.
Ήδη τον δεύτερο προχριστιανικό αιώνα παρατηρείται, παράλληλα με την ανάπτυξη της επικράτειας, μια προσπάθεια από την πλευρά της δικαιοσύνης για την καταπολέμηση της ανερχόμενης βίαιης εγκληματικότητας. Οι μεγάλες ποινές εγγυώνται τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας, η οποία τίθεται συχνά σε κίνδυνο, και της κρατικής εξουσίας, που αρχίζει να κλονίζεται. Από την εποχή του Καίσαρα διαμορφώνεται η τακτική ποινική δικαιοσύνη. Μέχρι τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα η απαγγελία των ποινών διαπνέεται κυρίως από τις αρχές της γενικής πρόληψης και της βελτίωσης του ενόχου.
Από το 31 π.Χ. και μετά, κατά την περίοδο δηλαδή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρατηρείται μια αυστηροποίηση των ποινών. Οι ποινές διακρίνονται σε κεφαλικές και μη κεφαλικές. Στις πρώτες ανήκει η θανατική ποινή, η οποία κάνει την επανεμφάνισή της. Στις κεφαλικές ποινές ανήκει και η στέρηση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη σε συνδυασμό με ισόβια εκτόπιση καθώς και η αφαίρεση της ελευθερίας σε συνδυασμό με την επιβολή ισόβιων καταναγκαστικών έργων. Σε όλες αυτές επιβάλλεται παράλληλα και η δήμευση της περιουσίας.
Σελ. 20
Στις μη κεφαλικές ποινές ανήκουν οι χρηματικές και άλλες ποινές, όπως, μεταξύ άλλων, η ατιμία, η καταδίκη της μνήμης και οι σωματικές ποινές.
Ενώ παλαιότερα οι ποινές ήταν αυστηρότερες για τους δούλους και ηπιότερες για τους ελεύθερους Ρωμαίους πολίτες, κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας είναι ηπιότερες μόνο για ορισμένη κατηγορία ελεύθερων πολιτών, τους «έντιμους». Οι υπόλοιποι ελεύθεροι πολίτες εξομοιώνονται ως προς την ποινική μεταχείριση με τους δούλους και τους πρώην δούλους που απελευθερώθηκαν από τον κύριό τους. Στους σκοπούς της ποινής κυριαρχεί πλέον η ανταπόδοση.
Υπάρχει μεγάλη αυστηρότητα όσον αφορά την ποινική μεταχείριση από τους πρώτους χριστιανούς αυτοκράτορες. Αυτό οφείλεται ενδεχομένως στο ότι επηρεάστηκαν από χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων που θεωρούσαν τους νόμους των ανθρώπων περιττούς. Επομένως ορισμένες σοβαρές εγκληματικές πράξεις, όπως οι στρεφόμενες κατά της ζωής, η οποία θεωρείται θείο δώρο, αξιολογήθηκαν ως προσβολή του «θείου νόμου» και η ποινή δηλώνει την ιδιαίτερη ηθική απαξία της πράξης. Η ποινή διατηρεί τον ανταποδοτικό της χαρακτήρα.
V. Βυζαντινό δίκαιο
Από τον 4ο αιώνα ο επίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος αποκρούει την αντίληψη του ανταποδοτικού χαρακτήρα της ποινής και τονίζει την αξία της ως μέσο για τη βελτίωση των παραβατών του νόμου.
Γενικά, υπό την επίδραση του χριστιανισμού μεταβάλλονται οι φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές περί δικαίου αντιλήψεις. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη εξισώνεται με τη θεϊκή και η ποινή αποβλέπει στην αποκατάσταση της ταραγμένης παγκόσμιας δικαιοσύνης. Επίσης υπάρχει μια ενεργότερη ανάμειξη της εκκλησίας στην απονομή της δικαιοσύνης και παράλληλα μία ευρύτερη σύγχυση του δικαίου με την ηθική.