ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πολιτιστική κληρονομιά - Πολιτιστικό περιβάλλον - Τοπίο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 15.25€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 38,25 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18867
Γαλάνης Π.
Δακορώνια Ε.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνίου Θ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 368
  • ISBN: 978-618-08-0180-4

Το Δίκαιο ως κοινωνικό φαινόμενο χαρακτηρίζεται από μία αξιοσημείωτη ευαισθησία τόσο απέναντι στον άνθρωπο όσο και απέναντι στα δημιουργήματα του ανθρώπου, είτε στο παρόν είτε στο παρελθόν το πρόσφατο, αλλά και το απώτερο και απώτατο. Δεν μπορεί να παραμείνει παθητικός θεατής στη σταδιακά αυξανόμενη εξαφάνιση των μαρτυριών του ανθρώπινου βίου στο διάβα της ιστορίας του.

Ως εκ τούτου, η παρούσα μονογραφία, με γενικότερο τίτλο: «Πολιτιστικό Δίκαιο» θέτει πέντε τουλάχιστον στόχους:

Πρώτον, τη χαρτογράφηση της ελληνικής νομοθεσίας προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως ισχύει μετά από αλλεπάλληλες αλλαγές και όπως εκφράζεται μέσα από πληθώρα νομοθετημάτων, λ.χ. πολεοδομικού, χωροταξικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα και όπως απορρέει από το συνταγματικό πλαίσιο αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται στο ισχύον πλαίσιο του Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (Ν. 4858/2021).

Δεύτερον, τη μελέτη της διάδρασης της νομοθεσίας με τη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού και με την πολυσχιδή νομοθεσία και τη συμβολή της νομολογίας αυτής στην αποσαφήνιση, τη διάπλαση και την προαγωγή της διηνεκούς και αυξημένης προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Τρίτον, τη σύνδεση του εθνικού νομικού πλαισίου για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς με το διεθνές και ενωσιακό κεκτημένο και με την πολιτική προστασίας της.

Τέταρτον, την αρμονική σύζευξη θεωρίας και πρακτικής στον τομέα του δικαίου του πολιτιστικού περιβάλλοντος, προς ικανοποίηση του νομικού- αλλά και όχι μόνο- κοινού (π.χ. δικηγόρων, νομικών συμβούλων, δικαστικών λειτουργών, αλλά και αρχαιολόγων, πολεοδόμων, χωροτακτών, μηχανικών, περιβαλλοντολόγων, ιστορικών, διεθνολόγων, πολιτικών επιστημόνων κλπ.) για την έμπρακτη υλοποίηση της προσδοκίας να καταστεί το παρόν ένα εύχρηστο βιβλίο για τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους.

Πέμπτον, τη σύνδεση της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς με την προστασία του τοπίου, το οποίο οράται ως συνδετικός κρίκος της προστασίας της φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ Ε. ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ IX

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ XI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ XXV

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στο Πολιτιστικό Δίκαιο
Διεθνές και Ενωσιακό Δίκαιο, Συνταγματικό Πλαίσιο

I. Εισαγωγή: Δικαιοπολιτική θεώρηση της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς 1

Α. Από τον πολιτισμό, την πολιτιστική κληρονομιά και τα πολιτιστικά αγαθά στο πολιτιστικό περιβάλλον 1

1. Ορολογικές επισημάνσεις: πολιτισμός – πολιτιστικό αγαθό – πολιτιστική πολιτική – πολιτιστική κληρονομιά 1

2. Κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών 5

α. 1ο κριτήριο: υλικός ή άυλος χαρακτήρας 6

β. 2ο κριτήριο: δημόσιος ή μη χαρακτήρας 7

Β. Οι κυριότεροι κίνδυνοι των πολιτιστικών αγαθών 7

1. Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής/κρίσης 7

2. Η κλοπή πολιτιστικών αγαθών και ειδικότερα η αρχαιοκαπηλία 9

3. Η αλόγιστη δόμηση και η υλοποίηση έργων/δραστηριοτήτων που στερούνται περιβαλλοντικού σχεδιασμού 10

4. Οι ένοπλες συγκρούσεις, τα εγκλήματα πολέμου 13

5. Η διαχείριση των κινδύνων της πολιτιστικής κληρονομιάς 18

II. Διεθνές Δίκαιο 19

Α. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις διεθνείς συμβάσεις 19

1. Η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση του Παρισιού (1954) 20

2. Η Διεθνής Σύμβαση του Παρισιού (1970) 20

3. Η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης για την Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών
σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης (1954) 21

4. Η Σύμβαση για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής
Κληρονομιάς υιοθετήθηκε από την UNESCO (1972) 21

5. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (1969) 21

6. Η Σύμβαση UNIDROIT (1995) 22

7. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τις παραβάσεις που αφορούν πολιτιστικά αγαθά (1985)
και η Σύμβαση της Λευκωσίας (2017) 22

8. Η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας (1985) 27

9. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Βαλέτας (1992) 30

10. Η Σύμβαση για την προστασία της υποθαλάσσιας – υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς (2001) 33

11. Η Διεθνής Σύμβαση του Παρισιού (2003) 35

12. Μη νομικά δεσμευτικά κείμενα διεθνούς δικαίου 37

13. Προβλήματα εφαρμογής του διεθνούς πολιτιστικού δικαίου 38

Β. Συμβούλιο της Ευρώπης 43

Γ. Η επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα ως ειδικό ζήτημα διεθνούς
δικαίου 44

III. Ενωσιακό Δίκαιο 47

Α. Νομικά ερείσματα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την πολιτιστική κληρονομιά –
η υποστηρικτική αρμοδιότητα της ΕΕ 47

Β. Οι λοιπές βάσεις του ενωσιακού δικαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς 49

IV. Συνταγματικό πλαίσιο προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος 51

Α. Ιδιαιτερότητες της έννομης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος 51

Β. Το δικαίωμα στο περιβάλλον και στο πολιτιστικό περιβάλλον 56

Γ. Το δικαίωμα στο πολιτιστικό περιβάλλον σε σχέση με λοιπά συνταγματικά δικαιώματα: γενική επισκόπηση 57

1. Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας – οικονομική ελευθερία 58

2. Πληροφόρηση, δικαστική προστασία 60

3. Ελευθερία της τέχνης και της παιδείας 60

4. Προστασία της ιδιοκτησίας 60

5. Θρησκευτική ελευθερία – ελευθερία της λατρείας 68

6. Η συμβολή της νομολογίας του ΕΔΔΑ 68

V. Το Πολιτιστικό Δίκαιο ως κλάδος δικαίου 71

Α. Χαρακτηριστικά του Πολιτιστικού Δικαίου 71

Β. Κλάδοι του Πολιτιστικού Δικαίου 74

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Εθνικό δίκαιο προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος:
Ο διάλογος νομοθεσίας, θεωρίας και νομολογίας

I. Η νομοθεσία για το πολιτιστικό περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά:
η εξελικτική – ιστορική προοπτική 77

II. Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο: Ο Ν. 4858/2021 ως «διάδοχος»
του Ν. 3028/2002 και τα λοιπά νομοθετήματα 79

Α. Θεμελιώδεις αρχές του Ν. 4858/2021 80

Β. Εισαγωγικά – Βασικές διατάξεις, ορισμοί και προστασία (άρθρα 1-5) 81

1. Αντικείμενο της έννομης προστασίας (άρθρο 1) 81

2. Βασικές έννοιες (άρθρο 2) 82

3. Περιεχόμενο της προστασίας (άρθρο 3) 85

4. Εθνικό Αρχείο Μνημείων (άρθρο 4) 86

5. Προστασία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρο 5) 86

Γ. Η φύση των προθεσμιών στον Ν. 4858/2021 87

Δ. Ακίνητα μνημεία και χώροι, επεμβάσεις (άρθρα 6-19) 88

1. Διακρίσεις ακίνητων μνημείων – χαρακτηρισμός και δικαίωμα ανάκλησης
(άρθρο 6) 88

2. Κυριότητα σε ακίνητα μνημεία – Αστικού Δικαίου ρυθμίσεις (άρθρο 7) 96

3. Δήλωση, υπόδειξη ακίνητων αρχαίων και αμοιβή (άρθρο 8) 99

4. Διατήρηση αρχαίων μνημείων (άρθρο 9) 100

5. Εργασίες σε ακίνητο μνημείο (άρθρο 10) 102

6. Υποχρεώσεις κυρίων, νομέων ή κατόχων ακινήτων μνημείων (άρθρο 11) 105

Ε. Αρχαιολογικοί χώροι (άρθρα 12-15) 106

1. Οριοθέτηση αρχαιολογικών χώρων (άρθρο 12) 106

2. Αρχαιολογικοί χώροι εκτός οικισμών – Ζώνες προστασίας (άρθρο 13) 109

3. Αρχαιολογικοί χώροι σε οικισμούς – Οικισμοί που αποτελούν αρχαιολογικούς
χώρους (άρθρο 14) 112

4. Ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι (άρθρο 15 – 15Α-15Δ) 115

α. Επισκέψιμοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι 115

β. Μη επισκέψιμοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι (άρθρο 15Α) – Ναυάγια (άρθρο 15Β) –
Τέλη Φωτογράφισης (άρθρο 15Γ) – Κυρώσεις (άρθρο 15Δ) 115

ΣΤ. Ζώνες προστασίας γύρω από ναυάγια και άλλα ενάλια μνημεία – λιμενικά έργα (άρθρο 16) 116

Ζ. Ιστορικοί τόποι (άρθρο 17) 116

Η. Ζώνες προστασίας γύρω από μνημεία (άρθρο 17Α) 117

Θ. Απαλλοτρίωση (άρθρο 18) 117

Ι. Αποζημίωση για στέρηση χρήσης (άρθρο 19) 120

ΙΑ. Κινητά μνημεία (άρθρα 20-34) 124

1. Διακρίσεις κινητών μνημείων – χαρακτηρισμός (άρθρο 21) 124

2. Κυριότητα κινητών μνημείων (άρθρο 21) 125

3. Κατάσχεση κινητών μνημείων (άρθρο 22) 125

4. Κατοχή κινητών μνημείων (άρθρο 23) 126

5. Δήλωση, υπόδειξη κινητών μνημείων και αμοιβή (άρθρο 24) 126

6. Δανεισμός και ανταλλαγή κινητών μνημείων που ανήκουν στο Δημόσιο
(άρθρο 25) 127

7. Ενέργειες επί κινητών μνημείων (άρθρο 26) 128

8. Φύλαξη και συντήρηση κινητών μνημείων (άρθρο 27) 128

9. Μεταβίβαση της κατοχής ή της κυριότητας κινητών μνημείων (άρθρο 28) 129

10. Υποχρεώσεις κατόχων και κυρίων κινητών μνημείων για τη μελέτη
και έκθεσή τους (άρθρο 29) 129

11. Αρωγή για την ανεύρεση και διεκδίκηση κινητών μνημείων (άρθρο 30) 129

ΙΒ. Συλλέκτες και αρχαιοπώλες (άρθρα 31-32) 130

1. Συλλέκτες μνημείων (άρθρο 31) 130

2. Αρχαιοπώλες και έμποροι νεοτέρων μνημείων (άρθρο 32) 131

ΙΓ. Εισαγωγή, εξαγωγή, επιστροφή πολιτιστικών αγαθών
(άρθρα 33-34, 34Α-34Θ) 132

1. Εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών (άρθρο 33) 133

2. Εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών – Μεταφορά Οδηγίας 2014/60/ΕΕ
(άρθρο 34, 34Α-34Θ) 133

α. Γενικοί κανόνες για την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών 133

β. Μεταφορά Οδηγίας 2014/60/ΕΕ (άρθρο 34, 34Α-34Θ) 135

ΙΔ. Αρχαιολογική έρευνα και εργασίες προστασίας μνημείων (άρθρα 35-44) 136

1. Έννοια αρχαιολογικού έργου (άρθρο 35) 136

2. Έννοια αρχαιολογικής έρευνας πεδίου (άρθρο 35 Α) 137

3. Συστηματικές ανασκαφές (άρθρο 36) 137

4. Σωστικές ανασκαφές (άρθρο 37) 138

5. Άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες (άρθρο 38) – Δημοσιεύσεις αποτελεσμάτων ανασκαφών και άλλων αρχαιολογικών ερευνών (άρθρο 39) 139

6. Εργασίες σε ακίνητα μνημεία (άρθρο 40) 140

7. Προστασία ετοιμόρροπων μνημείων (άρθρο 41) 141

8. Μεταφορά ακινήτου μνημείου – Απόσπαση τμημάτων (άρθρο 42) 142

9. Εργασίες συντήρησης μνημείων (άρθρο 43) – Δημοσιεύσεις αποτελεσμάτων
εργασιών (άρθρο 44) 143

ΙΕ. Μουσεία (άρθρα 45, 45 Α) 144

ΙΣΤ. Ο Ν. 5021/2023 για τη μουσειακή πολιτική 148

ΙΖ. Ανάληψη εγγυητικής υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου
(άρθρο 45 Α – 45 Ι) 150

ΙΗ. Πρόσβαση και χρήση μνημείων και χώρων (άρθρο 46) 151

ΙΘ. Οικονομικά κίνητρα (άρθρα 47, 48) 154

1. Φορολογικές ρυθμίσεις (άρθρο 47) 154

2. Οικονομικά κίνητρα για ακίνητα (άρθρο 48) 156

Κ. Συλλογικά όργανα (άρθρα 49-52) 157

1. Τοπικά Συμβούλια Μνημείων (άρθρο 49) 157

2. Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) (άρθρο 50) 157

3. Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) (άρθρο 50) 160

4. Συμβούλιο Μουσείων (ΣΜ) (άρθρο 51) 163

5. Κοινοί κανόνες για τη συγκρότηση και λειτουργία των Συμβουλίων (άρθρο 52) 164

ΚΑ. Λοιπές διατάξεις (ποινικές, μεταβατικές κλπ., 53-74) 166

ΚΒ. Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο 166

ΚΓ. Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στην πολιτιστική
κληρονομιά - Ιδιωτική Διαχείριση πολιτιστικού περιβάλλοντος 167

ΚΔ. Βιομηχανική κληρονομιά 167

III. Προστασία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς: Παραδοσιακοί Οικισμοί 168

A. Ορολογικά ζητήματα – ζητήματα χαρακτηρισμού και οριοθέτησης 168

Β. Ειδική νομοθεσία για τους παραδοσιακούς οικισμούς 172

IV. Προστασία αρχιτεκτονικής κληρονομιάς: διατηρητέα 178

Α. Έννοια διατηρητέου – απόδοση ιδιότητας διατηρητέου 178

Β. Νομοθετική ρύθμιση διατηρητέων 179

Γ. Μίσθωση διατηρητέου 185

Δ. Συμβούλια Αρχιτεκτονικής (ΣΑ) – Περιφερειακά Συμβούλια Αρχιτεκτονικής
(ΠΕΣΑ) – Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (ΚΕΣΑ) 186

V. Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός – Υπεράκτιες ΑΠΕ – Πλωτά αιολικά πάρκα/φωτοβολταϊκά και πολιτιστικό περιβάλλον 188

VI. Ο ρόλος της νομολογίας στην προστασία του πολιτιστικού
περιβάλλοντος
189

A. Επεμβάσεις πλησίον μνημείου: γενικοί όροι επιτρεπτού 189

Β. Επιτρεπτό του μη χαρακτηρισμού πολιτιστικού αγαθού 191

Γ. Επιταγή διατήρησης εις το διηνεκές – ανάκληση πράξεων χαρακτηρισμού πολιτιστικών αγαθών 192

Δ. Επιβολή περιορισμών δόμησης με πράξη του ΥΠΠΟ – Γενικές απαιτήσεις πληρότητας της αιτιολογίας της απόφασης του ΥΠΠΟ για την έγκριση
εκτέλεσης έργου πλησίον μνημείου 193

Ε. Κατ’ ιδίαν περιπτώσεις 195

1. Έννοια ιστορικού τόπου ή κτίσματος με ιστορική σπουδαιότητα – θερινός κινηματογράφος 195

2. Παραχώρηση δημόσιου ακινήτου με σκοπό την ανέγερση μουσείου 196

3. Σπήλαια – παλαιοντολογικά κατάλοιπα, πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής 197

4. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης 197

5. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 198

6. Ο σταθμός του μετρό Βενιζέλου 199

7. Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας 200

ΣΤ. Παραδοσιακοί οικισμοί: η νομολογιακή επεξεργασία της συνταγματικής
επιταγής προστασίας στον άξονα των επεμβάσεων 200

1. Σπέτσες 205

2. Ναύπακτος 206

3. Ύδρα 206

4. Σύρος 208

5. Τήνος 209

6. Πάτμος 209

7. Κύθνος 212

8. Υποχρέωση ανακατασκευής σε ιδιοκτήτη διατηρητέου 212

9. Καθαίρεση πινακίδας σε παραδοσιακό οικισμό 213

10. Συνυπολογισμός πραγματικής κατάστασης του έτους 1923 για την οριοθέτηση
παραδοσιακού οικισμού 213

11. Αναγκαιότητα προεδρικού διατάγματος για την επιβολή όρων και περιορισμών
δόμησης που τείνουν στη μεγαλύτερη προστασία του παραδοσιακού
χαρακτήρα 213

Ζ. Αρχαιολογικοί χώροι: γενικοί όροι επιτρεπτού επεμβάσεων και κατ’ ιδίαν επεμβάσεις 214

1. Ακύρωση άδειας λειτουργίας ΧΑΔΑ εντός αρχαιολογικού χώρου 216

2. Ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι: επιτρεπόμενες δραστηριότητες 217

3. Λατομικές-μεταλλευτικές εργασίες εντός αρχαιολογικού χώρου 218

4. Εγκατάσταση δεξαμενών πετρελαίου εντός αρχαιολογικού χώρου 218

5. Ανέγερση κτίσματος σε αρχαιολογικό χώρο 219

6. Ζώνες εντός αρχαιολογικών χώρων 219

7. Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 224

8. Ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων επί αρχαιολογικού χώρου: όροι του επιτρεπτού 225

9. Προσβολή πράξης της ΔΕΑΑ για μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ αρχαιολογικού χώρου 225

10. Αποδέσμευση οικοπέδου και τροποποίηση σχεδίου πόλεως για να καταστεί
οικοδομήσιμο το ακίνητο 225

11. Κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων τους ενεργούς οικισμούς ή
σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους 226

12. Δικονομικά ζητήματα που αφορούν αρχαιολογικούς χώρους 226

13. Συνταγματικότητα άρθρων 10, 14 Ν. 3028/2002 – 4858/2021 226

14. Αρχαιολογική έρευνα πεδίου 227

15. Παραχώρηση ακινήτων του Δημοσίου και νομική αδυναμία υλοποίησης
σκοπού παραχώρησης λόγω κήρυξης αρχαιολογικού χώρου 227

16. Έλλειψη δυνατότητας ΥΠΠΟ να διεκδικήσει κυριότητα ακινήτου εντός
αρχαιολογικού χώρου μέσω αναγκαστικού πλειστηριασμού 228

17. Εξορύξεις – μεταλλεύματα και περιβαλλοντική αδειοδότηση 228

18. Ζητήματα αρμοδιότητας διοικητικών οργάνων αναφορικά με τη χορήγηση
άδειας οικοδομικών και λοιπών εργασιών σε αρχαιολογικούς χώρους
ή πλησίον αυτών 230

19. Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων
(ΤΔΠΕΑΕ) 231

Η. Ζητήματα ετοιμόρροπων οικοδομών και κατεδάφισης 231

1. Ετοιμόρροπες οικοδομές 231

2. Απόφαση μη χαρακτηρισμού και άδεια κατεδάφισης ακινήτου 234

Θ. Ζητήματα αποζημίωσης ιδιοκτήτη για περιορισμούς που αφορούν
το πολιτιστικό περιβάλλον 234

1. Σχέση υποχρέωσης αποζημίωσης ιδιοκτητών για περιορισμούς
της ιδιοκτησίας του και δυνατότητα του άρθρου 51 ΚΝ 5351/1932 235

2. Σύγκρουση του σκοπού της άρσης με την προστασία του πολιτιστικού
περιβάλλοντος 236

Ι. Λοιπά ειδικότερα ζητήματα 237

1. Μέλη συλλογικών διοικητικών οργάνων του Ν. 3028/2002 - 4858/2021 237

2. Ζητήματα εκτελεστότητας πράξεων των οργάνων του Ν. 3028/2002 –
4858/2021 238

3. Πρόστιμο του άρθρου 5 του ΠΔ της 15.4.1998 239

4. Επίκληση λόγων που αφορούν την προστασία της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου 239

5. Ανεπίτρεπτο ανάμειξης χρήσεων γης, κατά παράβαση του πολεοδομικού
κεκτημένου 239

6. Άδεια κατοχής αρχαίων από ιδιώτη 239

ΙΑ. Αγορά και διακίνηση πολιτιστικών αγαθών 240

ΙΒ. Νομολογία της οικονομικής κρίσης 240

ΙΓ. Ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ σε υποθέσεις που αφορούν στη νομοθεσία
του πολιτιστικού περιβάλλοντος 243

VII. Τα λοιπά περιβαλλοντικά αγαθά και το πολιτιστικό περιβάλλον 243

Α. Ο ρόλος της περιβαλλοντικής αδειοδότησης στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 243

1. Η σχέση των Ν. 4014/2011 και 3028/2002 – 4858/2021 243

2. Ελάχιστα περιεχόμενα φακέλου ΜΠΕ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ Ν. 4014/2011) 245

3. Απαίτηση συνυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού Πολιτισμού για έργα πλησίον προστατευόμενων μνημείων 246

4. Η προσωρινή δικαστική προστασία στο πεδίο της περιβαλλοντικής
αδειοδότησης 247

Β. Προστασία δασικών οικοσυστημάτων και πολιτιστικού περιβάλλοντος:
προς μία συνθετική προσέγγιση; 249

1. Επεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα και περιβαλλοντική αδειοδότηση –
Ειδικά η περίπτωση των έργων πολιτιστικού χαρακτήρα 249

Γ. Τοπίο 251

1. Η διεπιστημονική θεώρηση του τοπίου και οι λόγοι προστασίας του 251

2. Η οπτική ρύπανση και η προστασία του Τοπίου 252

3. Διεθνές δίκαιο για την προστασία του τοπίου 253

α. Νομικά κείμενα διεθνούς δικαίου 253

β. Ιδίως η Σύμβαση της Φλωρεντίας 254

βα. Ορισμός «τοπίου» 254

ββ. Πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης 255

βγ. Εθνικά μέτρα προστασίας: εξειδίκευση και διακρίσεις 255

βδ. Η προώθηση της Ευρωπαϊκής Συνεργασίας 256

4. Η προστασία του τοπίου στην ΕΣΔΑ 257

5. Το ενωσιακό πλαίσιο για προστασία του τοπίου 257

6. Εθνικό δίκαιο για την προστασία του τοπίου 258

α. Οι σχετικές διατάξεις του Ν. 1650/1986 258

β. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο και η και η μεταφορά της στην ελληνική
έννομη τάξη 259

γ. Η προστασία του τοπίου στα λοιπά νομοθετήματα και στους κλάδους του Δικαίου Περιβάλλοντος 260

δ. Η νομολογιακή προστασία του τοπίου 261

Δ. Ύδατα – ρέματα 262

1. Περιβαλλοντική αδειοδότηση υδραυλικών έργων – γνωμοδότηση αρχαιολογικής υπηρεσίας 262

Ε. Αιγιαλός – παραλία – ακτές 263

1. Αυθαίρετα διατηρητέα σε αιγιαλό 263

ΣΤ. Βιώσιμη διαχείριση αποβλήτων 264

1. Δεματοποίηση απορριμμάτων 264

2. ΧΑΔΑ, ΧΥΤΑ και αρχαιολογικοί χώροι 264

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Δόμηση και πολιτιστικό περιβάλλον

I. Εισαγωγή: γενικότερη προβληματική 265

II. Το άρθρο 6 ΝΟΚ (Ν. 4067/2012): Προστασία αρχιτεκτονικής και φυσικής κληρονομιάς 266

Α. Τι περιλαμβάνει η αρχιτεκτονική και ακίνητη φυσική κληρονομιά (παρ. 1) 267

Β. Εξουσιοδοτικές διατάξεις (παρ. 2) – χαρακτηρισμός οικισμών ή τμημάτων
πόλεων ή αυτοτελών οικιστικών συνόλων ως παραδοσιακών προστατευόμενων συνόλων, χώρων τόπων, τοπίων κ.λπ., διαδικασία 268

Γ. Χαρακτηρισμός κτηρίων ή τμημάτων κτηρίων ή συγκροτημάτων κτηρίων ή στοιχείων του περιβάλλοντος χώρου ως διατηρητέων (παρ. 3) 269

Δ. Εξουσιοδότηση για έκδοση ΥΑ κατηγοριών διατηρητέων (παρ. 4) 274

Ε. Καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης σε ακίνητα που είναι όμορα
με τα διατηρητέα κτήρια ή σε ζώνες που συνέχονται με αυτά, για την
προστασία και ανάδειξη των διατηρητέων κτηρίων – Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης (παρ. 5) 274

ΣΤ. Ανακατασκευή διατηρητέων κτηρίων (παρ. 6) 275

Ζ. Αίτηση για κατεδάφιση/επισκευή/προσθήκες σε κατασκευές (παρ. 8, 9) 278

Η. Παρέκκλιση στο ποσοστό κάλυψης για προσθήκη ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού (παρ. 10) 280

Θ. Μη εφαρμογή του ΚΕΝΑΚ (παρ. 11) 280

Ι. Δημιουργία μη προσβάσιμων επιφανειών που προκύπτουν από εσοχή
στις πίσω ή στις πλάγιες πλευρές διατηρητέου κτηρίου (παρ. 12) 280

III. Οικιστικά πολιτιστικά αγαθά - Δίκαιο του Χωρικού σχεδιασμού και προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος 281

Α. Χωρικός σχεδιασμός και πολιτιστικό περιβάλλον 281

Β. Η αρμοδιότητα για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του 282

Γ. Ο χωροταξικός σχεδιασμός 284

Δ. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός 286

1. ΝΔ 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» 288

2. Ν. 1337/1983 (νόμος Τρίτση) 291

α. Το ΓΠΣ 292

β. Η πολεοδομική μελέτη 294

3. Ν. 2508/1997 «Βιώσιμη Οικιστική ανάπτυξη των Πόλεων και οικισμών
της Χώρας και άλλες διατάξεις» 295

4. Ν. 4447/2016 296

Ε. Όροι και περιορισμοί στην εκτός σχεδίου δόμηση και πολιτιστικό περιβάλλον 298

IV. Η Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης με τον Ν. 4495/2017, όπως ισχύει
μετά τον Ν. 4759/2020 299

Α. Ακίνητα προσφοράς για τα οποία μπορεί να εκδοθεί Τίτλος ΜΣΔ 300

Β. Ακίνητα υποδοχής και ΖΥΣ 301

Γ. Διαδικασία ΜΣΔ 303

Δ. Συνέπειες ΜΣΔ 304

1. Καινοτομίες του Ν. 4495/2017 304

2. Ευκαιρίες, κίνδυνοι, ασάφειες του θεσμού με τον Ν. 4495/2017 και η σχέση του
με τον χωρικό σχεδιασμό (ιδίως βάσει του Ν. 4447/2016) 305

3. Ζητήματα συνταγματικότητας του Ν. 4495/2017 στην αρχική του μορφή 307

V. Αυθαίρετη δόμηση και προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος 307

Α. Άδεια νομιμοποίησης 308

Β. Μη δυνάμενα να υπαχθούν στον Ν. 4495/2017 πολιτιστικά αγαθά 308

Γ. Αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις σε παραδοσιακό οικισμό και
προστατευόμενες περιοχές (άρθρο 116 Ν. 4495/2017) 309

Δ. Αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις σε διατηρητέο κτήριο (άρθρο 117
Ν. 4495/2017) 310

VI. Η ανέγερση ψηλών κτηρίων και η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος 311

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Προς μία ολιστική προστασία του πολιτιστικού
περιβάλλοντος
– Συμπεράσματα μονογραφίας

I. H προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος ως αντικείμενο του σχεδιασμού 317

II. Δυσχέρειες της εφαρμογής της πολιτιστικής νομοθεσίας
και της πολιτιστικής μεταρρύθμισης 318

III. Η χρήση συνδυασμού προστατευτικών εργαλείων στο Πολιτιστικό
Δίκαιο 319

IV. Η δύσκολη εξίσωση της στάθμισης στο Πολιτιστικό Δίκαιο 322

ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 325

ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΕΙΔΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 333

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ EΥΡΕΤΗΡΙΟ 337

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στο Πολιτιστικό Δίκαιο. Διεθνές και Ενωσιακό Δίκαιο, Συνταγματικό Πλαίσιο

I. Εισαγωγή: Δικαιοπολιτική θεώρηση της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς

Α. Από τον πολιτισμό, την πολιτιστική κληρονομιά και τα πολιτιστικά αγαθά στο πολιτιστικό περιβάλλον

1. Ορολογικές επισημάνσεις: πολιτισμός – πολιτιστικό αγαθό – πολιτιστική πολιτική – πολιτιστική κληρονομιά

Ο «πολιτισμός» (civilization) συνιστά στοιχείο ιστορικής συνέχειας και έκφρασης της εθνικής συνείδησης, εμπεριέχων το σύνολο των ανθρώπινων υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων, δηλαδή συνδέεται με οτιδήποτε αναφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία και αντίληψη. Η υλική διάσταση κάθε κινητού και ακίνητου πολιτιστικού αντικειμένου ολοκληρώνεται και συνοδεύεται από μια άυλη ανθρώπινη διάσταση η οποία σχετίζεται με τις συμβολικές, πνευματικές ή ιστορικές αξίες που ενσωματώνονται σε τέτοια αντικείμενα. Τέτοιες αξίες οι οποίες είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε αισθητική ή χρηματική σημασία αποδίδονται στην πολιτιστική κληρονομιά από τους δημιουργούς της και από εκείνους που ταυτίζονται με αυτά τα αντικείμενα. Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός κατανοείται, προστατεύεται και προωθείται όχι μόνο για τις φυσικές του εκδηλώσεις, αλλά και για τη σχέση του πολιτισμού με τους ανθρώπους, ατομικά ή ομαδικά, και την ποικιλομορφία των σχέσεων που προστατεύονται και προωθούνται. Αυτή η εγγενής σύνδεση μεταξύ πολιτιστικών αντικειμένων και ανθρώπων εξηγεί γιατί τα εγκλήματα μαζικής θηριωδίας που διαπράττονται στο πλαίσιο της σύγχρονης ένοπλης σύγκρουσης συνοδεύονται συχνά από την καταστροφή και τη λεηλασία της υλικής κληρονομιάς του εχθρού – μνημείων, κτηρίων, τοποθεσιών, αρχαιολογικών υλικών και ιερών τεχνουργημάτων που συνδέονται με την ιστορία, τη λογοτεχνία, την τέχνη ή την επιστήμη των ανθρώπων που αποτελούν στόχους. Οι εμπόλεμοι στοχεύουν στην πολιτιστική κληρονομιά για άλλους λόγους εκτός από την καταστροφή του αντικειμένου: Για να κάμψουν το ηθικό του εχθρού, να εκμηδενίσουν την κοινοτική ταυτότητα εκείνων για τους οποίους έχει ιδιαίτερη σημασία και να υπονομεύσουν την (πολιτιστική) επιβίωσή τους. Τούτο συνεπάγεται ότι το ζήτημα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα από τα ανθρώπι-

Σελ. 2

να δικαιώματα. Η προστασία της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς συνδέεται με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην εθνική κυριαρχία.

Μία κατηγορία έργων πολιτισμού είναι τα πολιτιστικά αγαθά (biens culturels). Τα πολιτιστικά αγαθά είναι αντικείμενα που θεωρούνται σημαντικά για την αρχαιολογία, την προϊστορία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την τέχνη ή την επιστήμη και τα οποία χαρακτηρίζονται και προστατεύονται ως τέτοια από μια χώρα ως μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η έννοια της κληρονομιάς, εξάλλου, κληροδοτήθηκε από το διεθνές δίκαιο, με αφορμή τους πολέμους του 20ου αι. Εκφράζει την έννοια της ταυτότητας, της επιλογής διατήρησης της κοινής μνήμης, τις κοινές αξίες, την κοινή ιστορία κλπ. Η πολιτιστική κληρονομιά εκφράζει την αξία της ευρωπαϊκής (και εν γένει παγκόσμιας) οικουμενικότητας, ενέχει δηλαδή και μία ευρωκεντρική αειφορική θέση. Αποτελεί, όμως, και παγκόσμιου βεληνεκούς έννοια και αφορά τόσο στην αρχική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), στη Διακήρυξη της αρχής της διεθνούς πολιτιστικής συνεργασίας όσο και στην Agenda 2030 του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη (ιδίως τους στόχους 11, 4, 8 και 12). Πάντως, εκφράζει τη σχέση με τα πράγματα, κινητά ή ακίνητα ανεξαρτήτως παλαιότητας, αλλά με βάση μία συγκεκριμένη αξία. Πάντως, ενίοτε χρησιμοποιείται η έννοια της «κληρονομιάς», για να αποδοθεί η έννοια του «περιβάλλοντος».

Η άρθρωση πολιτικών και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολιτιστικού – οικιστικού περιβάλλοντος εντάσσεται στην πολιτιστική πολιτική. Ο ρόλος των τεχνών και του πολιτισμού στη νέα οικονομία αλλάζει και επιβάλλει αντίστοιχη τροποποίηση στην κρατική δραστηριότητα, η οποία και θεωρείται προέχουσα. Αυτό έχει διευρύνει το πεδίο της μελέτης και πρακτικής πολιτιστικής πολιτικής και έχει τροποποιήσει την εστίασή της. Η εμφάνιση μιας ευρύτερης έννοιας του πολιτισμού, όπου η συνάφεια των δημιουργικών τεχνών επεκτάθηκε στο πλαίσιο των πολιτιστικών βιομηχανιών, αντανακλά τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού του πολιτισμού και τη συνάφειά του με την οικονομία και την κοινωνία. Το άτομο είναι φορέας πολιτιστικής ταυτότητας. Η ιδέα έλαβε ευρεία προσοχή σε ευρωπαϊκό

Σελ. 3

επίπεδο στο πλαίσιο της ατζέντας της Λισαβόνας, η οποία είχε ως στόχο να μετατρέψει την Ευρώπη στην «πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία βασισμένη στη γνώση στον κόσμο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή» (Council of Europe, 2000). Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι μελετητές έχουν επικεντρωθεί ολοένα και περισσότερο σε «νέους» τομείς, όπως οι πολιτιστικές βιομηχανίες, η δημιουργική τάξη και οι πολιτιστικές πόλεις, και στις δυνατότητές τους για εθνική και τοπική ανάπτυξη, υποστηρίζοντας ότι οι τέχνες και ο πολιτισμός προωθούν τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα προάγει την καινοτομία και η καινοτομία προωθεί οικονομικά οφέλη. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία σμίλευσης της πολιτιστικής πολιτικής, η πολιτιστική σημασία από μόνη της δεν αποτελεί επιχείρημα για κρατική παρέμβαση. Αντίστοιχα, η άσκηση πολιτιστικής πολιτικής σήμερα απαιτεί καλύτερη κατανόηση της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ οικονομίας και πολιτισμού, με σεβασμό τόσο στις πολιτιστικές όσο και στις οικονομικές αξίες των πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη των πολιτιστικών πολιτικών περιλαμβάνει αυτές τις αλλαγές. Για παράδειγμα, θέματα που σχετίζονται με την αστική και περιφερειακή ανάπτυξη, τον τουρισμό, το διεθνές εμπόριο, την πολιτιστική ποικιλομορφία, την οικονομική ανάπτυξη και την πνευματική ιδιοκτησία εντάσσονται στον πυρήνα της συζήτησης για την πολιτιστική πολιτική, ενώ συνδυάζονται στενά η πολιτιστική και η οικονομική λογική. Σε πολλές χώρες της Δυτικής (ιδιαίτερα της ηπειρωτικής) Ευρώπης η δημόσια παρέμβαση για τον πολιτισμό έχει κυρίαρχο ρόλο. Το επιχείρημα των αποτυχιών της αγοράς δικαιολογεί και εξηγεί τη δημόσια παρέμβαση υπέρ του πολιτισμού και, πιο συγκεκριμένα, της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο δημόσιος τομέας ορίζει το θεσμικό πλαίσιο που είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών για τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά. Η ανάλυση δείχνει μια ποικιλία οργανωτικών ρυθμίσεων στις χώρες που περιλαμβάνονται στην έρευνα, που απορρέουν από το διαφορετικό θεσμικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει καθεμία από αυτές. Μια ποικιλία που αναγνωρίζει το Συμβούλιο της Ευρώπης, όταν στην Επεξηγηματική Έκθεση για τη Σύμβαση του Faro αναφέρει ότι μια σύμβαση-πλαίσιο αντιπροσωπεύει το καλύτερο εργαλείο για την προσφορά εναλλακτικών λύσεων που αφήνουν τα κράτη ελεύθερα «να επιλέξουν τη διαδρομή που ταιριάζει περισσότερο στις δικές τους εθνικές παραδόσεις δικαίου, πολιτική και πρακτική» (Council of Europe, 2005b: 3). Το αποτέλεσμα των δημόσιων πολιτικών εξαρτάται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής: Πολιτικοί, νομοθέτες, γραφειοκράτες, εκλογικό σώμα και οργανωμένες ομάδες με κεκτημένα συμφέροντα, οι οποίες, με τη σειρά τους, επηρεάζονται από το ισχύον θεσμικό

Σελ. 4

πλαίσιο. Ο σχεδιασμός των οργανισμών που είναι υπεύθυνοι για την πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να επιχειρήσει να μειώσει κάθε έλεγχο στις πολιτικές της πολιτιστικής κληρονομιάς, για να επιτευχθεί ένα κοινωνικά προτιμότερο αποτέλεσμα. Από τη μία πλευρά, η οργανωτική δομή μπορεί να σχεδιαστεί, για να μειώσει την πιθανότητα οι γραφειοκράτες-ειδικοί να κυριαρχούν στις πολιτικές για την πολιτιστική κληρονομιά. Μια άλλη επιλογή, για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, είναι η εισαγωγή της αποκέντρωσης: Όταν υπάρχει αποκέντρωση, είναι πιο κοντά στους πολιτικούς και, επομένως, είναι σε θέση να τους ελέγξει, φαίνεται ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται περισσότερο τόσο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και στην πραγματική εφαρμογή των πολιτικών που αναλαμβάνουν άμεση ευθύνη για τη διατήρηση και την ανάδειξη της κληρονομιάς τους. Η Σύμβαση του Faro του 2005 καθιέρωσε επίσημα, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, «την αξία και το δυναμικό της πολιτιστικής κληρονομιάς που χρησιμοποιούνται σοφά ως πόρος για βιώσιμη ανάπτυξη και ποιότητα ζωής σε μια συνεχώς εξελισσόμενη κοινωνία». Το Συμβούλιο υπογράμμισε την ανάγκη για νέα μέσα που θα επιτρέψουν στην πολιτιστική κληρονομιά (και τον πολιτισμό) να εκφράσει το δυναμικό της ως πόρο για βιώσιμη ανάπτυξη, ενσωματώνοντας τις διαφορετικές διαστάσεις της: Πολιτιστική, οικολογική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η πολιτιστική κληρονομιά είναι πολύτιμη από μόνη της και για τη «συμβολή που μπορεί να έχει σε άλλες πολιτικές» (Council of Europe, 2005b: 2). Για παράδειγμα, η συζήτηση για τις δημιουργικές πόλεις και τον τουρισμό χρησιμοποιεί συχνά την πολιτιστική κληρονομιά ως αφετηρία, ως εργαλείο για την επίτευξη πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ο τουρισμός δεν είναι ο μόνος δυνατός στόχος. Στη Γερμανία «η σημασία της διατήρησης των ιστορικών μνημείων και τοποθεσιών έγκειται όχι μόνο στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και στην οικονομική σημασία της για τον κατασκευαστικό κλάδο, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Είδος τουρισμού που συνδέεται με το πολιτιστικό περιβάλλον είναι ο «πολιτιστικός τουρισμός» (βλ. και Ν. 3409/2005 – καταδυτικός τουρισμός), που συνιστά και μοχλό περιφερειακής ανάπτυξης, με την παράλληλη αναμόρφωση και ανάδειξη των αξιόλογων πολιτιστικά στοιχείων και τοπίων των αστικών περιοχών σε αρμονία με τις αντιλήψεις του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού. Αντίστοιχα, το γαλλικό υπουργείο του Πολιτισμού επένδυσε εκατό (100) εκατομμύρια ευρώ για την αποκατάσταση διαφόρων

Σελ. 5

ιστορικών τοποθεσιών με στόχο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στον κλάδο και τη χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως εργαλείου για την τόνωση της πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης. Η στροφή προς το οικονομικό δυναμικό του πολιτιστικού τομέα, και ειδικότερα της πολιτιστικής κληρονομιάς, επιταχύνθηκε κάπως από την οικονομική κρίση του 2008. Γενικά, οι δημόσιοι προϋπολογισμοί που προορίζονται για τον πολιτισμό έχουν συρρικνωθεί και οι ιδιωτικές δωρεές- τόσο από άτομα όσο και από εταιρείες- έχουν μειώσει την ανάγκη εξεύρεσης νέων τρόπων στήριξης του κλάδου είτε μέσω νέων πηγών κεφαλαίων είτε μέσω αναδιοργάνωσης δημόσιων πολιτιστικών ιδρυμάτων, προκειμένου να μειωθεί ή/και να εξορθολογιστεί το κόστος. Αυτό δεικνύει εάν και πώς αυτό το ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον έχει επηρεάσει τις πολιτιστικές πολιτικές. Ακολουθώντας την παράδοση που ορίζεται στις μελέτες πολιτιστικής πολιτικής, οι απαντήσεις σε τρία ερωτήματα επιτρέπουν την κατανόηση των πολιτιστικών πολιτικών: Ποιοι είναι οι στόχοι τους, ποιος τις σχεδιάζει και τις υλοποιεί και- το κυριότερο- πώς εφαρμόζονται;

Η πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει αντικείμενα, μνημεία, μια ομάδα κτηρίων και τοποθεσιών, μουσεία που έχουν ποικίλες αξίες, όπως συμβολική, ιστορική, καλλιτεχνική, αισθητική, εθνολογική ή ανθρωπολογική, επιστημονική και κοινωνική. Περιλαμβάνει την υλική κληρονομιά (κινητή, ακίνητη και υποβρύχια) και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, ενσωματωμένη σε αντικείμενα, τοποθεσίες ή μνημεία πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Ο ορισμός εξαιρεί την άυλη κληρονομιά που σχετίζεται με άλλους πολιτιστικούς τομείς, όπως φεστιβάλ, εορτασμούς κλπ. και καλύπτει τη βιομηχανική κληρονομιά και τις ζωγραφιές των σπηλαίων.

Η ρύθμιση των νομικών ζητημάτων που αναφύονται γύρω από τα πολιτιστικά αγαθά ανήκει στον κλάδο του «Πολιτιστικού Δικαίου» (αλλιώς δίκαιο των πολιτιστικών αγαθών, δίκαιο του πολιτισμού κλπ.), που ανήκει συστηματικά στο δημόσιο και δη στο διοικητικό δίκαιο. Ρυθμίσεις του αστικού ή του ποινικού δικαίου αποδεικνύονται, βεβαίως, εξίσου χρήσιμες για τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων, π.χ. την κυριότητα μνημείων ή τον ποινικό κολασμό κλοπής τους κλπ.

2. Κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών

Κατόπιν των ως άνω, προβάλλει επιτακτικό το ερώτημα πώς τυποποιούνται τα πολιτιστικά αγαθά, για να τύχουν της αντίστοιχης προστασίας από το δίκαιο.

Σελ. 6

α. 1ο κριτήριο: υλικός ή άυλος χαρακτήρας

Με βάση το κριτήριο του άυλου ή υλικού τους χαρακτήρα θα μπορούσαν να τυποποιηθούν ως εξής:

Ι. Υλικά πολιτιστικά αγαθά: Φέρουν υλική υπόσταση και διακρίνονται περαιτέρω σε:

Α) Χωρικά: Συνδέονται με τον φυσικό χώρο και συνθέτουν την έννοια του «πολιτιστικού περιβάλλοντος». Στο σημείο τούτο επισημαίνεται εύστοχα ότι ο πολιτισμός δεν αναφέρεται πια αμιγώς στο έθνος, αλλά αποκτά σημαίνουσα χωρική διάσταση και αναφορά. Στα χωρικά πολιτιστικά αγαθά μπορούμε να εντάξουμε δύο κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών:

αα) Τα πολιτιστικά αγαθά της πολιτιστικής κληρονομιάς: Αυτά λόγω και της συνταγματικής τους κατοχύρωσης απολαύουν αυξημένης προστασίας, αφού προστατεύεται όχι μόνο ο χώρος που σχετίζεται με ιστορικές χρήσεις ή μνήμες, αλλά και ο περιβάλλων χώρος (χώρος μνημείου), όπως και ο εσωτερικός χώρος, αλλά και η χρήση του χώρου (π.χ. θερινός κινηματογράφος) και αυτά τελούν σε αδιάσπαστη μεταξύ τους ενότητα.

Πρέπει να τονιστεί ότι εδώ εντάσσεται και η αρχιτεκτονική κληρονομιά, που περιλαμβάνει κυρίως παραδοσιακούς οικισμούς ή τμήματά τους και συνθέτουν το πολιτιστικό περιβάλλον εν στενή εννοία (άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος: παραδοσιακές περιοχές, παραδοσιακά στοιχεία). Η αρχιτεκτονική κληρονομιά σχετίζεται με την παράδοση και προστατεύεται συνταγματικά και υπερνομοθετικά. Σηματοδοτεί δε την πρόοδο από το μοντέρνο στο μεταμοντέρνο.

ββ) Τα πολιτιστικά αγαθά του οικιστικού τομέα: Εδώ εμπίπτουν τα αγαθά που αποτελούν μεν μαρτυρίες της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας, αλλά δεν παρουσιάζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ώστε να τύχουν αυξημένης προστασίας. Πρόκειται για το οικιστικό περιβάλλον όπου ανήκουν οι πόλεις, οι οικισμοί, οι συνοικισμοί, αλλά και τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιστό τους (δομημένοι, κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι) και δημιουργήθηκαν για την ικανοποίηση βιοτικών ή συναφών αναγκών. Η ρύθμιση αυτών επαφίεται στη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία.

Β) Μη Χωρικά: Δεν συνδέονται με τον χώρο (έδαφος). Πρόκειται για τα κινητά πολιτιστικά αγαθά τα οποία δεν είναι ακίνητα ή δεν συνδέονται με ακίνητα πολιτιστικά αγαθά ως ενιαίο σύνολο. Μπορεί να βρίσκονται σε μουσεία, σε ιδιωτικές συλλογές κλπ.

ΙΙ. Άυλα πολιτιστικά αγαθά: Δεν φέρουν υλική υπόσταση. Ανήκουν στην πνευματική ιδιοκτησία (π.χ. έργα λόγου, τέχνης, επιστήμης κλπ.), ενώ ως άυλα πολιτιστικά αγαθά θεωρούνται κατ’ άρθρο 2 περ. ε’ του Ν. 4858/2021 εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, π.χ. μύθοι, έθιμα, χοροί κλπ. που συνιστούν μαρτυρίες του παραδοσιακού λαϊκού και λόγιου πολιτισμού.

Σελ. 7

β. 2ο κριτήριο: δημόσιος ή μη χαρακτήρας

Με βάση το κριτήριο του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του φορέα εξουσίασης και διαχείρισής τους θα μπορούσαν να τυποποιηθούν ως εξής: Ι. Δημόσια πολιτιστικά αγαθά – κοινόχρηστα – κοινόκτητα: Τα δημόσια πολιτιστικά αγαθά εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον, αποτελώντας «κοινό κτήμα», ενώ επίσης είναι ελεύθερα προσβάσιμα

ΙΙ. Ιδιωτικής εξουσίασης πολιτιστικά αγαθά: Τα ιδιωτικής εξουσίασης πολιτιστικά αγαθά είναι κυρίως μη χωρικά πολιτιστικά αγαθά, π.χ. οι ζωγραφικοί πίνακες. Εξυπηρετούν το ιδιωτικό συμφέρον.

Συνεπώς, τα εδώ κρίσιμα πολιτιστικά αγαθά διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

1. Μνημειακά πολιτιστικά αγαθά που συνιστούν την πολιτιστική κληρονομιά που προστατεύεται από τον Ν. 4858/2021

2. Παραδοσιακά πολιτιστικά αγαθά που συνιστούν την αρχιτεκτονική κληρονομιά. Όπως ειπώθηκε ήδη, τα μνημειακά και παραδοσιακά πολιτιστικά αγαθά συνιστούν το πολιτιστικό περιβάλλον με στενή έννοια. Εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, η Σύμβαση της Γρανάδας

3. Οικιστικά πολιτιστικά αγαθά που συνιστούν το οικιστικό περιβάλλον, που περιλαμβάνει πόλεις και οικισμούς

4. Πνευματικά πολιτιστικά αγαθά που προστατεύονται από την πνευματική ιδιοκτησία.

Β. Οι κυριότεροι κίνδυνοι των πολιτιστικών αγαθών

1. Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής/κρίσης

Οι κλιματικές αλλαγές σήμερα διέπονται από ένταση, συχνότητα και επισυμβαίνουν μέσω ακραίων φαινομένων. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να πλήττονται καίρια, εκτός από τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, και στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως αρχαιολογικές μαρτυρίες, ιστορικά μνημεία, αλλά και στοιχεία συμπεριφοράς που συνιστούν την πολιτισμική ταυτότητα των λαών (π.χ. γιορτές του παρελθόντος δεν δύνανται σήμερα να τελεστούν σε ορισμένους λαούς).

Η κλιματική αλλαγή απειλεί την αποτελεσματική άσκηση και απόλαυση μιας σειράς θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων στα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και τα εθνικά Συντάγματα και τα εθνικά νομοθετικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της ανθρώπινης αξίας, ζωής, του νερού και της αποχέτευσης, της τροφής, της υγείας, της στέγασης, της αυτοδιάθεσης, του πολιτισμού και της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οι τομεακές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απειλούν,

Σελ. 8

λοιπόν, άμεσα και έμμεσα την πλήρη και αποτελεσματική απόλαυση μιας σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώθηκε από το ψήφισμα 41/21 της IPCC και του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα κράτη έχουν νομική υποχρέωση (απορρέουσα πανταχόθεν) να αποτρέπουν τις προβλέψιμες δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίζουν ότι όσοι πλήττονται από αυτήν, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονται σε ευάλωτες καταστάσεις, θα έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα και μέσα προσαρμογής, για να απολαμβάνουν ένα minimum ανθρώπινης αξιοπρέπειας, γνωστό στη γερμανική θεωρία ως Existenzminimum. Η αξιοπρεπής διαβίωση των φυσικών προσώπων που διαμένουν εντός της ελληνικής επικράτειας, συνιστά συνταγματικό σκοπό, ερειδόμενο τόσο στην αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος) όσο και στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος). Βάσει αυτής, κάθε άνθρωπος δικαιούται να λαμβάνει αποδοχές οι οποίες θα του εξασφαλίζουν όχι μόνο τους όρους της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ.) αλλά και τη συμμετοχή του στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας.

Για τα πολιτιστικά αγαθά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή παραμένει η μοναδική οδός προστασίας τους, μέσω της εκπόνησης σχεδίων διαχείρισής τους και μέσω εξακρίβωσης (assessment) των τοποθεσιών που πλήττονται περισσότερο. Παράλληλα, όργανα όπως το Επικουρικό Σώμα για Επιστημονική και Τεχνολογική Συμβουλή αποσκοπούν στη διαχείριση των επιπτώσεων, αδυναμιών και προσαρμογών στην κλιματική αλλαγή. Σε επίπεδο ΕΕ, το EU Solidarity Fund στηρίζει την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, όπως και το Cohesion Fund.

Σελ. 9

2. Η κλοπή πολιτιστικών αγαθών και ειδικότερα η αρχαιοκαπηλία

Η λεηλασία των αρχαιολογικών τοποθεσιών και ο τεμαχισμός αρχαίων μνημείων είναι προβλήματα που ταλαιπωρούν χώρες τόσο πλούσιες όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο και τόσο φτωχές όσο το Μάλι και η Βολιβία. Πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς τέχνης και την απόκτηση αρχαιοτήτων άγνωστης προέλευσης καταδεικνύουν πλέον ότι η λεηλασία αρχαιολογικών χώρων είναι μια καλά οργανωμένη μεγάλη επιχείρηση με κίνητρο πρωτίστως το κέρδος. Η λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων δημιουργεί αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις που βλάπτουν την κοινωνία. Επειδή το νομικό καθεστώς στοχεύει στην εξάλειψη των κοινωνικών βλαβών, ο νόμος θα πρέπει να αναγκάσει τον φορέα να εσωτερικεύσει το κόστος.

Η λεηλασία του Μουσείου του Ιράκ στη Βαγδάτη τον Απρίλιο του 2003 και η ακόμη πιο καταστροφική, μεγάλης κλίμακας λεηλασία αρχαιολογικών χώρων στο νότιο Ιράκ από την αρχή του τρέχοντος Πολέμου του Κόλπου, έχουν φέρει τις καταστροφικές συνέπειες της διεθνούς αγοράς λεηλατημένων αρχαιοτήτων σε ακόμη πιο έντονη συζήτηση.

Εντοπίζονται πολλές επιζήμιες συνέπειες της λεηλασίας. Πρώτον, η λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων επιβάλλει αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις στην κοινωνία, καταστρέφοντας την ικανότητά της να κατανοεί πλήρως και να ανασυνθέτει το παρελθόν. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται εδώ και πολύ καιρό για τα υλικά υπολείμματα των προηγούμενων πολιτισμών και συχνά έχουν συλλέξει αντικείμενα ως πολιτικά σύμβολα κυριαρχίας ή ως μέσο απόλαυσης καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του παρελθόντος. Ο τρόπος με τον οποίο τα τεχνουργήματα ανακτώνται από το έδαφος έγινε σημαντικός μόνο μετά την ανάπτυξη της αρχαιολογίας ως επιστήμης, με παραδείγματα στρωματογραφικής ανασκαφής και καταγραφής, γνωστά ως πρώιμα, όπως τον δέκατο έβδομο αιώνα. Η αρχαιολογία κατέστη ένα πραγματικά διεπιστημονικό πεδίο στα μέσα και στα τέλη του εικοστού αιώνα με την υιοθέτηση επιστημονικών τεχνικών, όπως η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και θερμοφωταύγεια και πιο περίπλοκες μεθόδους, σε συνδυασμό με τη χρήση λίγων, φιλολογικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών αναλύσεων για την κατανόηση του παρελθόντος. Καλλιτεχνικά και χρηστικά αντικείμενα, υπολείμματα πανίδας και λουλουδιών, αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, ανθρώπινα λείψανα και η αρχική σχέση μεταξύ τους είναι εξίσου απαραίτητα για την επίτευξη μιας βέλτιστης κατανόησης του παρελθόντος. Αυτό το πλήρες σώμα πληροφοριών με βάση τα συμφραζόμενα είναι ένας καταστρεπτός, μη ανανεώσιμος πολιτιστικός πόρος. Μόλις καταστραφεί, δεν μπορεί να ανακτηθεί.

Σελ. 10

Μια δεύτερη επιζήμια συνέπεια της λεηλασίας είναι η αλλοίωση της ιστορικής καταγραφής μέσω της εισαγωγής αντικειμένων που μπορεί να είναι πλαστά. Η προθυμία των αγοραστών να αποδεχθούν αρχαιότητες μη συνοδευόμενες από τα νόμιμα έγγραφα επιτρέπει τον πολλαπλασιασμό των πλαστών αντικειμένων στην αγορά. Τα λεηλατημένα τεχνουργήματα δεν παρέχουν καμία πληροφορία, πέρα από αυτό που είναι εγγενές στο σχήμα και τη διακόσμησή τους. Λίγα είναι γνωστά για το σημείο εύρεσής τους, την ηλικία τους, το αρχικό τους πλαίσιο, ακόμη και την αυθεντικότητά τους. Ολόκληρες κατηγορίες αρχαίων αντικειμένων, όπως τα κυκλαδικά ειδώλια, αντιπροσωπεύονται σχεδόν πλήρως από λεηλατημένα παραδείγματα. Εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας λεηλασίας κυκλαδίτικων ειδωλίων, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί σε τι χρησίμευαν, αν ήταν κυρίως ταφικά αντικείμενα, ποιας χρονολογίας είναι και από ποιο από μέρος του κόσμου κατάγονται.

Επειδή η λεηλασία έχει κίνητρο το κέρδος, το ποσοστό της λεηλασίας θα πρέπει να ανταποκρίνεται στον βασικό οικονομικό νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Εάν οι συλλέκτες στα έθνη της αγοράς αρνηθούν να αγοράσουν τεχνουργήματα χωρίς έγγραφα, τότε τα κίνητρα για τη λεηλασία των αντικειμένων θα μειωθούν. Ως εκ τούτου, ο νόμος θα πρέπει να επιβάλλει ένα κόστος σε όσους συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στη λεηλασία των τοποθεσιών, τιμωρώντας τον χειρισμό, την πώληση και την αγορά αρχαιοτήτων που έχουν λεηλατηθεί. Ο νόμος στις ΗΠΑ, που γενικά θεωρείται ως η μεγαλύτερη αγορά αρχαιοτήτων στον κόσμο, μπορεί να εξεταστεί ως παράδειγμα προσπάθειας ενός κράτους της αγοράς να ελέγξει την αγορά αρχαιοτήτων. Κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, πολλά έθνη με πλούσια αρχαιολογική κληρονομιά θεσπίζουν νόμους που αναθέτουν την κυριότητα των μη ανακαλυφθέντων αντικειμένων. Ενώ ένας υποστηρικτής της ελεύθερης αγοράς θα θεωρούσε αυτούς τους νόμους μόνο ως «αναστολές» στην αγορά, άλλοι εκλαμβάνουν αυτούς τους νόμους ως μέσο αποθάρρυνσης της λεηλασίας, αρνούμενοι τον τίτλο του ευρήματος και των επόμενων αγοραστών στα αντικείμενα.

3. Η αλόγιστη δόμηση και η υλοποίηση έργων/δραστηριοτήτων που στερούνται περιβαλλοντικού σχεδιασμού

Η Ελλάδα διαθέτει σαφή κτηριακό πλούτο, πλην όμως αντιμετωπίζει την απαξίωση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντός της. Σε σχέση με την προστασία του ελληνικού πολιτιστικού περιβάλλοντος έχουν διεξαχθεί πλείστες έρευνες που αποδεικνύουν τις

Σελ. 11

στάσεις και τη δραστηριοποίηση των εμπλεκομένων φορέων. Επίσης, ενώ παρατηρείται πλούσια νομοθεσία, η εφαρμογή της ωχριά.

Η εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων είναι ταυτόχρονα και ο πιο αδύναμος κρίκος του σχεδιασμού. Και τούτο διότι:

- Είναι ανεπαρκώς θεωρητικά διερευνημένη, μεθοδολογικά δυσχερής και στη διοικητική και νομική πράξη υλοποιείται μόνο εν μέρει,

- είναι σύνθετη «τεχνικοδιοικητική διαδικασία», με περισσότερα εμπλεκόμενα μέρη (π.χ. νομικούς, μηχανικούς, δασολόγους, δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικές αρχές κλπ.),

- δεν αποτελεί στρατηγική οικονομική προτεραιότητα για χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου πρυτανεύουν λογικές «νομιμοποίησης» της αυθαίρετης δόμησης,

- δεν έχει λάβει χώρα σύννομα σε έννομες τάξεις, όπου η κακονομία και η στρεψονομία ενδημούν. Η κύρια κατεύθυνση αναφορικά με την εξέταση βελτιώσεων στην υλοποίηση των σχεδίων είναι ότι πρέπει να εστιαστεί η υλοποίηση των έργων/δραστηριοτήτων, σχεδίων/προγραμμάτων μέσω εκπόνησης χωροταξικών σχεδίων, προκειμένου να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο αντίκτυπος όλων αυτών των παραγόντων.

Παράγοντες σχετιζόμενοι με την έλλειψη της ορθής εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδιασμού και την άνθηση στρεβλώσεων, όπως η αυθαίρετη δόμηση, θεωρούνται:

1. Η αδυναμία δημιουργίας αντικινήτρων προς τους οικοδομούντες αυθαίρετα (όπως ιδίως με τη μεταφορά συντελεστή δόμησης).

2. Η ανοχή της Διοίκησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.

3. Η διοικητική παθογένεια, αρρυθμία, γραφειοκρατία και καθυστέρηση, ιδίως στο τμήμα της έκδοσης αδειών.

4. Η νομοθετική ολιγωρία και σύγχυση στο πεδίο των εργαλείων εφαρμογής του σχεδιασμού.

5. Η αδυναμία ελέγχου των κατασκευών, που συνιστά και το μεγαλύτερο πρόβλημα.

6. Η έλλειψη ολοκληρωμένου Δασολογίου και Κτηματολογίου (ιδίως σχετιζόμενες με την πράξη εφαρμογής, την εισφορά σε γη και χρήμα κλπ.).

7. Η αδιαφορία που η Ελλάδα τίθεται εκτός κτηματαγοράς για ζητήματα που αναφύονται από το περί αυθαιρέτων καθεστώς και το συνονθύλευμα ρυθμίσεων που εμπεριέχει αυτό.

8. H έλλειψη περιβαλλοντικής συνήθειας.

Σελ. 12

Ο νομοθέτης, λοιπόν, πολλάκις αποπειράθηκε να εισαγάγει λύσεις στο πρόβλημα της αυθαίρετης δόμησης, είτε με την επιβολή κυρώσεων είτε με την παροχή «ευκαιριών» για τη νομιμοποίησή της. Προ της εμφάνισης της οικονομικής κρίσης (που περιόρισε κατά πολύ την οικοδομική δραστηριότητα), το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης ανθούσε και η Διοίκηση παρέμενε σταθερά αδρανής. Η κατεδάφιση εξάλλου θα προκαλούσε μεγάλη βλάβη στους φέροντες οργανισμούς των κτηρίων και γι’ αυτό δεν προκρίνεται.

Γενικά ερωτήματα που αφορούν στην εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι μεταξύ άλλων τα εξής:

1. Πώς διαχειριζόμαστε νομοθετικά το πραγματικό γεγονός ότι η δόμηση, αντί να έπεται της εφαρμογής του σχεδιασμού, συχνά προηγείται;

2. Είναι αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός της εννοίας του «αυθαιρέτου» και με ποιες προϋποθέσεις θα γίνει αυτό;

3. Ποιες κατηγορίες δεν ανέχονται εξαίρεση από την κατεδάφιση;

4. Πώς θα μετριαστεί η γραφειοκρατία στον τομέα των πράξεων εφαρμογής πολεοδομικών μελετών;

5. Γιατί είναι ελκυστική η αυθαίρετη δόμηση για τον ιδιοκτήτη και πώς μπορεί η Πολιτεία να δώσει έμφαση στον ορθολογικό και συνολικό χωρικό σχεδιασμό, ώστε να προτιμάται η οδός της νομιμότητας;

6. Πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ταμιευτικός σκοπός της Πολιτείας και ποιος ο ρόλος της οικονομικής κρίσης; Συμφέρει τελικά την Πολιτεία η τακτοποίηση αυθαιρέτων (έσοδα, φορολόγηση, έσοδα αξιοποίησης, δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή στέρηση αυτών) ή η περιφρούρηση της νομιμότητας;

7. Ποια η σχέση αυθαιρέτων και αντισταθμιστικών μέτρων;

8. Πού εκκινεί και πού τελειώνει η παρέμβαση του Κράτους στη δόμηση;

Η πραγματοποίηση ενός έργου/δραστηριότητας σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χώρου αποτελεί ερώτημα που αφορά στο Συνταγματικό Δίκαιο: Το κράτος δικαίου πρέπει ταυτόχρονα να προασπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρεί την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.

Σελ. 13

Οι κατευθύνσεις της εφαρμογής του σχεδιασμού καταγράφονται στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Η παρ. 2 του άρθρου 24 καταλείπει τις τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις στην επιστήμη, προκειμένου αυτή να έχει τον τελικό λόγο, ρύθμιση η οποία δεσμεύει όλους τους αποδέκτες. Συνεπώς, σχετική νομοθετική ρύθμιση οφείλει να ψηφισθεί μόνο μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης. Η αρμοδιότητα δίνεται λοιπόν μόνο για αυτούς τους δύο σκοπούς. Αυτό μπορεί να ελεγχθεί από το δικαστήριο, όχι γιατί το τελευταίο έχει ειδικές πολεοδομικές γνώσεις, αλλά με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να τροποποιεί επί τα χείρω τους όρους διαβίωσης των κατοίκων και προστατεύεται το εκάστοτε ισχύον πολεοδομικό κεκτημένο (status quo). Επομένως, αν ο δικαστής κρίνει με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι η νέα χωροταξική/πολεοδομική ρύθμιση είναι χειρότερη για τους κατοίκους από την ισχύουσα, την ακυρώνει ως παράνομη. Με το σκεπτικό αυτό κρίθηκε λ.χ. ότι δεν βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων με τον τότε ισχύοντα ΓΟΚ του 1985. Και οι ακάλυπτοι χώροι των ιδιωτικών οικοπέδων διαδραματίζουν καίριο ρόλο για το φυσικό περιβάλλον.

Επιβάλλεται, λοιπόν, ο περιορισμός της άναρχης δόμησης για την προώθηση της «συμπαγούς πόλης» στον χωρικό σχεδιασμό, τη λήψη μέτρων για τις προστατευόμενες περιοχές και τον μετριασμό της εκτός σχεδίου δόμησης.

4. Οι ένοπλες συγκρούσεις, τα εγκλήματα πολέμου

Η UNESCO, τα κράτη μέλη του ΟΗΕ και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα διερευνούν τρόπους, για να αποτρέψουν την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς σε ένοπλες συγκρούσεις. Το Παγκόσμιο Κέντρο για την Ευθύνη Προστασίας έχει συνεργαστεί με τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και άλλες οντότητες, για να φιλοξενήσει εκδηλώσεις και να υποστηρίξει εκστρατείες με στόχο την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς και των πράξεων γενοκτονίας, εθνοτικών εκκαθαρίσεων, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Ο Raphael Lemkin δημιούργησε τον όρο «γενοκτονία» και διασφάλισε ότι θα τεθεί εκτός νόμου, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948 για την πρόληψη και την τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας. Ως Εβραίος πρόσφυγας από την Πολωνία, ο Lemkin είχε επίσης άμεση εμπειρία από το Ολοκαύτωμα στην Ανατολική Ευρώπη. Για τον Lemkin η δολοφονία ενός λαού «με πνευματική και πολιτιστική έννοια» συνδέθηκε με την καταστροφή του από φυσική άποψη. Η αρχική αντίληψη του Lemkin για

Σελ. 14

τη γενοκτονία περιελάμβανε τη «βεβήλωση και καταστροφή πολιτιστικών συμβόλων, καταστροφή πολιτιστικής ηγεσίας, καταστροφή πολιτιστικών κέντρων, απαγόρευση πολιτιστικών δραστηριοτήτων».

Στον 20ο και 21ο αι., η σκόπιμη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ήταν μέρος συστηματικών εκστρατειών ορισμένων κρατικών και μη φορέων για την καταστροφή μιας ομάδας και της ιστορίας της. Ο πολιτισμός είναι ένα εγγενές μέρος αυτού που συνιστά την ομαδική ταυτότητα και η επίθεση στην πολιτιστική κληρονομιά μπορεί κατά συνέπεια να είναι επίθεση στο δικαίωμα ύπαρξης μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Η Σύμβαση του 1954 για την προστασία της πολιτιστικής περιουσίας σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης εγκρίθηκε επίσης στον απόηχο της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που όχι μόνο οδήγησε σε καταστροφικές ανθρώπινες απώλειες, αλλά και σε εκτεταμένη πολιτιστική καταστροφή. Επί του παρόντος, 133 κράτη από τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του 1954. Όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ θα πρέπει να επικυρώσουν τη Σύμβαση του 1954 και τα δύο Πρωτόκολλά της.

Η εσκεμμένη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ορίζεται επίσης στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) ως έγκλημα πολέμου. Κατά τη διάρκεια του 2016 το ΔΠΔ καταδίκασε τον Ahmad al-Faqi al-Mahdi για εγκλήματα πολέμου, για σκόπιμη καταστροφή πολιτιστικών χώρων στο Τιμπουκτού του Μάλι το 2012. Στην πρώτη υπόθεση αυτού του είδους που κρατήθηκε στο ΔΠΔ, ο al-Mahdi καταδικάστηκε για τη μερική καταστροφή των ιερών των Σούφι στο Τιμπουκτού, που είχαν προηγουμένως χαρακτηριστεί ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Ο προεδρεύων δικαστής, Raul Cano Pangalangan, υποστήριξε στην απόφασή του ότι τα κατεστραμμένα μέρη της τοποθεσίας ήταν «η καρδιά της πολιτιστικής κληρονομιάς του Μάλι [και] είχαν μεγάλη σημασία για τους κατοίκους του Τιμπουκτού». Σημειώνοντας αυτή την υπόθεση ορόσημο του ΔΠΔ, στις 24 Μαρτίου 2017 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το ψήφισμα 2347, καταδικάζοντας τη συστηματική καταστροφή χώρων πολιτιστικής κληρονομιάς, το λαθρεμπόριο πολιτιστικών αγαθών και τα συναφή αδικήματα. Αυτό ήταν το πρώτο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που αντιμετώπιζε άμεσα το ζήτημα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς σε ένοπλες συγκρούσεις.

Σελ. 15

Η σχέση μεταξύ της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς και της διάπραξης εγκλημάτων μαζικής θηριωδίας πρέπει να αναγνωριστεί ευρύτερα και θα πρέπει να συμπεριληφθεί σε σκέψεις σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της γενοκτονίας, της εθνοκάθαρσης, των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Για τον σκοπό αυτό, το Παγκόσμιο Κέντρο για την Ευθύνη Προστασίας ενθαρρύνει όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ και άλλους σχετικούς παράγοντες να εξετάσουν τα ακόλουθα σημεία: Η σκόπιμη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς συχνά συνδέεται στενά με μια σκόπιμη στρατηγική για τη διάπραξη εγκλημάτων μαζικής θηριωδίας. Μαζικά εγκλήματα θηριωδίας διαπράττονται συνήθως εναντίον ενός αναγνωρισμένου πληθυσμού, ο οποίος μπορεί να ξεχωρίσει από συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η εθνικότητα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ή η γλωσσική κοινότητα. Καθώς ο πολιτισμός συνδέεται με την αυτοδιάθεση του λαού, η μνήμη του θα μπορούσε να διακυβευθεί, εφόσον τα πολιτιστικά αγαθά υφίσταντο βλάβη. Η συστηματική καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στοχεύει συχνά στην κατεδάφιση της ιστορίας και των συμβόλων μιας στοχευόμενης ομάδας, υπονομεύοντας την πολιτιστική της συνέχεια και μπορεί να έχει την πρόθεση να διαγράψει οποιοδήποτε ιστορικό ίχνος ότι αυτή η κοινότητα υπήρχε. Εκτός από τη συμβολή στη διατήρηση της ευθύνης για την προστασία των πληθυσμών από μαζικές φρικαλεότητες, μια συνολική προσέγγιση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην οικοδόμηση της ειρήνης και τη συμφιλίωση μετά τη σύγκρουση. Η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας μετά τις συγκρούσεις και -σε ορισμένες περιπτώσεις- μπορεί να είναι απαραίτητη για την οικονομική αναζωογόνηση, την ασφάλεια και τη σταθερότητα. Όπως υποστήριξε η πρώην επικεφαλής της UNESCO, Ι. Μπόκοβα, «δεν υπάρχει ανάγκη να διαλέξουμε ανάμεσα στη διάσωση ζωών και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς: και τα δύο είναι αχώριστα».

Η πολιτιστική κληρονομιά προστατεύεται σε περιόδους σύγκρουσης από μια σειρά από διεθνείς συμβάσεις και νόμους. Πρόκειται ουσιαστικά για νομικά μέσα που έχουν εκπονηθεί και υιοθετηθεί από τα κράτη. Αν και εγκρίνονται από μεγάλο αριθμό κρατών, καθίστανται δεσμευτικές μόνο για εκείνα τα κράτη που αποφασίζουν να προσχωρήσουν, κάτι που συνήθως γίνεται μέσω της επικύρωσης, της προσχώρησης, της αποδοχής ή της έγκρισης της σύμβασης από το κράτος. Κάθε διεθνής σύμβαση είναι νομικά δεσμευτική μόνο εντός του ειδικού πεδίου εφαρμογής της, το οποίο γενικά κα-

Σελ. 16

θορίζεται από τα συμβαλλόμενα κράτη του (δηλαδή τα κράτη που το έχουν υπογράψει/κυρώσει) με το χρονοδιάγραμμα που καλύπτει, (δεδομένου ότι οι συμβάσεις συνήθως δεν εφαρμόζονται αναδρομικά) αλλά και το αντικείμενό τους (για παράδειγμα, πολιτιστικά αγαθά, όπως ορίζονται στη σύμβαση). Παρά τις περιφερειακές και τοπικές διαφορές στη νομοθεσία και παρά το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι νόμοι και οι συμβάσεις νομικά δεσμευτικές, έχει επιτευχθεί κάποια συναίνεση. Γενικά, σύμφωνα με το δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων, η πολιτιστική κληρονομιά προστατεύεται από κάθε εχθρική ενέργεια, υπό τον όρο ότι δεν χρησιμοποιείται ταυτόχρονα για στρατιωτικούς σκοπούς. Υπάρχουν τέσσερα βασικά στοιχεία, δεσμευτικά για όλα τα κράτη κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων, είτε προσχώρησαν είτε αναγνώρισαν το νομικό πλαίσιο είτε όχι. Τα τρία πρώτα στοιχεία ισχύουν τόσο σε διεθνείς όσο και σε μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, ενώ το τέταρτο μόνο σε διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις:

1. Η υποχρέωση κάθε μέρους στη σύγκρουση να σέβεται την πολιτιστική κληρονομιά. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την αποφυγή ζημιών σε κτήρια αφιερωμένα στη θρησκεία, την τέχνη, την επιστήμη, την εκπαίδευση ή φιλανθρωπικούς σκοπούς και στα ιστορικά μνημεία, εκτός εάν αποτελούν βασικούς στρατιωτικούς στόχους.

2. Η περιουσία μεγάλης σημασίας για την πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο επίθεσης, εκτός εάν απαιτείται επιτακτικά από στρατιωτική ανάγκη.

3. Η απαγόρευση χρήσης πολιτιστικών αγαθών μεγάλης σημασίας για σκοπούς που είναι πιθανό να τα εκθέσουν σε καταστροφή ή ζημιά, εκτός εάν απαιτείται επιτακτικά από στρατιωτική ανάγκη. Θεσπίζεται η υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου μέρους να προστατεύει την πολιτιστική περιουσία. Απαγορεύεται κάθε κατάσχεση ή καταστροφή ή εκούσια ζημιά σε ιδρύματα αφιερωμένα στη θρησκεία, τη φιλανθρωπία, την εκπαίδευση, τις τέχνες και τις επιστήμες, ιστορικά μνημεία και έργα τέχνης και επιστήμης. Οποιαδήποτε μορφή κλοπής, λεηλασίας ή υπεξαίρεσης και οποιασδήποτε πράξη βανδαλισμού που στρέφεται εναντίον περιουσίας μεγάλης σημασίας για την πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού απαγορεύεται.

4. Υποχρέωση της κατοχικής δύναμης να εμποδίσει την παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών από τα κατεχόμενα και να επιστρέψει τα παράνομα εξαγόμενα περιουσιακά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές του κατεχόμενου εδάφους.

Σελ. 17

Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, αναφέρεται στο παρόν σημείο για λόγους συστηματικότητας πως έχουν συναφθεί συμβάσεις σχετικά με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από πολεμικούς κινδύνους:

1. H Σύμβαση της Γενεύης (1949) και Πρόσθετα Πρωτόκολλα I και II (1977), τα οποία απαγορεύουν τη λεηλασία και την καταστροφή πολιτιστικών αγαθών από δυνάμεις εισβολής ή κατοχής.

2. Η Σύμβαση της Χάγης «Περί προστασίας των πολιτιστικών αγαθών εν περιπτώσει ενόπλου συρράξεως» (1954) και το Πρώτο και το Δεύτερο Πρωτόκολλό της (1954/1999), που είναι το μόνο διεθνές μέσο που στοχεύει ειδικά στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσης και κατοχής και καθορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να γίνει επίθεση σε πολιτιστικά αγαθά, καθώς και μεθόδους προστασίας του. Αποτελεί μέρος του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ), ενώ είναι προφανής η σύνδεσή της με τις ολέθριες επιπτώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα πολιτιστικά αγαθά (cultural property) μπορεί να αποτελέσουν στόχο επίθεσης μόνο σε περίπτωση επιτακτικής στρατιωτικής ανάγκης (imperative military necessity). Η διεθνής σύμβαση βελτιώθηκε με την υιοθέτηση Δεύτερου Πρωτοκόλλου το 1999. Αφορά στα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί ήδη σε καιρό ειρήνης για τη διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών .

3. Το Δίκαιο της Χάγης 1899/1907 και συγκεκριμένα, με το άρθρο 27 της Σύμβασης περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηράν πολέμου και του προσαρτημένου Κανονισμού. Σύμφωνα με αυτό, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και των βομβαρδισμών πρέπει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε -όσο είναι δυνατόν- να παραμένουν άθικτα τα οικοδομήματα που είναι αφιερωμένα στη θεία λατρεία, στις τέχνες, στις επιστήμες και στην αγαθοεργία, τα ιστορικά μνημεία, τα νοσοκομεία και τα μέρη όπου είναι συγκεντρωμένοι ασθενείς και τραυματίες, με τον όρο να μην χρησιμοποιούνται σε στρατιωτική επιχείρηση.

4. H Σύμβαση της UNESCO (1970), η οποία είναι η ευρύτερα επικυρωμένη διεθνής σύμβαση που υπάρχει για το θέμα της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών.

5. H Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς (1972), η οποία καθορίζει τα καθήκοντα των Κρατών Μερών για τον εντοπισμό πιθανών τοποθεσιών εξαιρετικής σημασίας για την

Σελ. 18

ανθρωπότητα και τον ρόλο τους στην προστασία και τη διατήρησή τους, καθώς και την προστασία της εθνικής τους κληρονομιάς.

6. H Σύμβαση για τα κλεμμένα ή παράνομα εξαγόμενα πολιτιστικά αντικείμενα (1995).

7. Το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο επιτρέπει τη δίωξη μεμονωμένων εγκληματιών πολέμου για καταστροφικές πράξεις ή επιχειρήσεις κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς.

8. Το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εγγυάται το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή και διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

5. Η διαχείριση των κινδύνων της πολιτιστικής κληρονομιάς

Η πολυπλοκότητα των κινδύνων της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτάσσει τη χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισής τους, όποια και αν είναι η πηγή τους. Στη διεθνή βιβλιογραφία, συναντάται ένα σύστημα απαρτιζόμενο από δέκα βασικές αρχές διαχείρισης, ως εξής:

1. Το κλειδί για την αποτελεσματική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε κίνδυνο είναι ο εκ των προτέρων σχεδιασμός και η προετοιμασία (προγραμματική διάσταση προστασίας).

2. Ο εκ των προτέρων σχεδιασμός για τα ακίνητα πολιτιστικής κληρονομιάς θα πρέπει να καταλαμβάνει το σύνολο του ακινήτου και να παρέχει ολοκληρωμένη μέριμνα για τα κτήρια, τις κατασκευές και τα σχετικά περιεχόμενα και τοπία του (συνολική – ενιαία αντιμετώπιση μνημείου και περιβάλλοντος).

3. Ο εκ των προτέρων σχεδιασμός για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από καταστροφές θα πρέπει να ενσωματώνει τις σχετικές εκτιμήσεις στη συνολική στρατηγική πρόληψης καταστροφών (συμπεριληπτική διάσταση προστασίας).

4. Οι απαιτήσεις ετοιμότητας θα πρέπει να πληρούνται στα κτήρια πολιτιστικής κληρονομιάς με μέσα που θα έχουν τον μικρότερο αντίκτυπο στις αξίες της πολιτιστικής κληρονομιάς (ειδική έκφανση της αρχής της αναλογικότητας).

Σελ. 19

5. Τα ακίνητα πολιτιστικής κληρονομιάς, τα σημαντικά χαρακτηριστικά της και το ιστορικό αντιμετώπισης καταστροφών του ακινήτου θα πρέπει να τεκμηριώνονται με σαφήνεια ως βάση για τον κατάλληλο σχεδιασμό, αντιμετώπιση και ανάκτηση καταστροφών.

6. Τα προγράμματα συντήρησης ιστορικών περιουσιών θα πρέπει να ενσωματώνουν μια προοπτική της πολιτιστικής κληρονομιάς σε κίνδυνο.

7. Οι κάτοικοι και οι χρήστες του ακινήτου θα πρέπει να συμμετέχουν άμεσα στην ανάπτυξη σχεδίων αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης.

8. Η διασφάλιση των χαρακτηριστικών της πολιτιστικής κληρονομιάς θα πρέπει να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

9. Μετά από μια καταστροφή, θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, για να διασφαλιστεί η διατήρηση και επισκευή κατασκευών ή στοιχείων που έχουν υποστεί ζημιά ή απώλεια.

10. Οι αρχές διατήρησης θα πρέπει να ενσωματώνονται όπου χρειάζεται σε όλες τις φάσεις του σχεδιασμού καταστροφών, της αντιμετώπισης και της αποκατάστασης.

II. Διεθνές Δίκαιο

Α. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις διεθνείς συμβάσεις

Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, τα πολιτιστικά αγαθά θεωρούνται οικουμενικά αγαθά. Σημαντικότερη πηγή του διεθνούς δικαίου συνιστούν οι Διεθνείς Συμβάσεις για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Πρόκειται για τις εξής:

Σελ. 20

1. Η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση του Παρισιού (1954)

Η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση του Παρισιού το 1954 κυρώθηκε με το ΝΔ 4194/1961 αναφέρεται και στην πνευματική κληρονομιά. Σκοπός αυτής της Σύμβασης είναι να αναπτύξει την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των λαών της Ευρώπης και την αμοιβαία εκτίμηση της πολιτιστικής τους πολυμορφίας, να διαφυλάξει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, να προωθήσει την εθνική συνεισφορά στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης με σεβασμό στις ίδιες θεμελιώδεις αξίες και να ενθαρρύνει ιδίως τη μελέτη των γλωσσών, την ιστορία και τον πολιτισμό των Μερών της Σύμβασης. Η Σύμβαση συμβάλλει στη συντονισμένη δράση, ενθαρρύνοντας πολιτιστικές δραστηριότητες ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

2. Η Διεθνής Σύμβαση του Παρισιού (1970)

Η Διεθνής Σύμβαση του Παρισιού το 1970 κυρώθηκε με τον Ν. 1103/1980 και αναφέρεται στα πολιτιστικά αγαθά και στα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής. Το κράτος ορίζει τα πολιτιστικά αγαθά σύμφωνα με τη σπουδαιότητα για την αρχαιολογία, την ιστορία του κλπ. Αναλαμβάνεται η υποχρέωση (άρθρο 13 παρ. δ) από τα κράτη να αναγνωρίζουν το απαράγραπτο δικαίωμα κάθε κράτους μέλους να κατατάσσει και να κηρύσσει αναπαλλοτρίωτα ορισμένα πολιτιστικά αγαθά.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1970, τα πολιτιστικά αγαθά τελούν υπό προστασία. Η πολιτιστική ιδιοκτησία περιλαμβάνει οτιδήποτε έχει επιστημονική, ιστορική, καλλιτεχνική ή θρησκευτική σημασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της σύμβασης. Ωστόσο, κάθε κράτος μπορεί να ορίσει τη δική του πολιτιστική περιουσία, αρκεί να αποτελεί αντικείμενο σπουδαιότητας και εντός των κατηγοριών που ορίζονται στο άρθρο 1. Η σύμβαση συνιστά την επιβολή της προστασίας της πολιτιστικής περιουσίας σε «τρεις βασικούς πυλώνες», καθένας από τους οποίους είναι προληπτικά μέτρα, διατάξεις αποκατάστασης και διεθνής συνεργασία. Ο πρώτος πυλώνας, τα προληπτικά μέτρα, δηλώνει ότι αυτά που έχουν υπογραφεί στη συνθήκη επιβάλλουν την ασφάλεια των πολιτιστικών αγαθών, όπως η απογραφή, οι πιστοποιήσεις εξαγωγής, η παρακολούθηση του εμπορίου και η επιβολή ποινικών κυρώσεων. Ο δεύτερος πυλώνας, οι διατάξεις περί αποκατάστασης, ορίζει ότι κάθε κυρίαρχο κράτος πρέπει να βοηθά το άλλο στην ανάκτηση κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών. Ο τρίτος πυλώνας, η διεθνής συνεργασία, είναι μια προσπάθεια της σύμβασης να ενισχύσει τους διεθνείς δεσμούς μεταξύ των υπογραφόντων και να παράσχει βοήθεια και συνεργασία μεταξύ τους. 

Back to Top