ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία και τη νομολογία

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 12.45€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 31,45 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18835
Γαλάνης Π.
Αντωνίου Θ.
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνίου Θ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 264
  • ISBN: 978-618-08-0128-6

Το βιβλίο εκπορεύεται από την ανάγκη συστηµατοποίησης των θεµάτων που απασχολούν τη θεωρία και κυρίως την εφαρµογή και τη διδασκαλία των δύο κλάδων δικαίου. Σαφώς το παρόν έρχεται σε γόνιµο διάλογο µε τον αναγνώστη του. Για τον λόγο αυτόν, καινοτόµες θεµατικές (όπως π.χ. το δίκαιο για την κλιµατική αλλαγή) έχουν ενταχθεί στην παρούσα έκδοση, χωρίς να απεµπολούνται και οι κλασικές (π.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως, πράξη εφαρµογής, ρυµοτοµική απαλλοτρίωση, αυθαίρετη δόµηση, ΝΟΚ κλπ.).

Τα είκοσι πρώτα πρακτικά θέµατα αποσκοπούν στην κατανόηση και τη δηµιουργική παράθεση των θεωρητικών και νοµολογιακών θεµάτων για το Δίκαιο του Περιβάλλοντος και της Πολεοδοµίας και προτείνονται κυρίως για όσους δεν είναι εξοικειωµένοι µε τον κλάδο, ενώ τα υπόλοιπα είναι σύνθετα, χρησιµοποιώντας υλικό από διάφορες θεµατικές ενότητες και προτείνονται για όσους έχουν έναν βαθµό εξοικείωσης.

Απευθύνεται στο κοινό της νοµικής κοινότητας, των Νοµικών Σχολών της χώρας, σε σπουδαστές σε πάσης φύσεως φορείς του Δηµοσίου ή Ιδιωτικού Τοµέα, µε έµφαση στην ΕΣΔΙ (στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών) και στην Εθνική Σχολή Δηµόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), σε επαγγελµατίες νοµικούς και µη της πράξεως (δικηγόρους και νοµικούς που ασχολούνται µε παρεµφερή θέµατα), αλλά και στον τεχνικό κόσµο (µηχανικούς, περιβαλλοντολόγους, δασολόγους, χωροτάκτες, πολεοδόµους, χηµικούς κλπ.), σε επιστήµονες άλλων κοινωνικών επιστηµών (πολιτικούς επιστήµονες, διεθνολόγους), αλλά και κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται θεωρητικά και πρακτικά για το Δίκαιο του Περιβάλλοντος και το Χωροταξικό-Πολεοδοµικό Δίκαιο.

Περιεχόμενα

Πρόλογος καθηγήτριας Θ. Αντωνίου IX

Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα XI

Πίνακας Κυριοτέρων Συντομογραφιών XIX

ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΑΝΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΘΕΜΑΤΑ 1-20

1° ΘΕΜΑ

Εισαγωγή στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, Περιβάλλον, Φύση,
Γενικές Αρχές Περιβαλλοντικής προστασίας 1

2° ΘΕΜΑ

Εισαγωγή στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, Γενικές Αρχές Περιβαλλοντικής προστασίας, Δικαίωμα στο Περιβάλλον 6

3° ΘΕΜΑ

Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος 12

4° ΘΕΜΑ

Προστασία των δασών – Δασικό Δίκαιο (χαρακτηρισμός,
επεμβάσεις, Δασικοί Χάρτες) 16

5° ΘΕΜΑ

Προστασία των δασών – Δασικό Δίκαιο (επεμβάσεις – Δασικοί Χάρτες) 26

6° ΘΕΜΑ

Προστασία των δασών – Δασικό Δίκαιο, Δίκτυο Natura 2000 29

7° ΘΕΜΑ

Προστασία των δασών – Δασικό Δίκαιο, Προστασία των υδάτων 33

8° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική αδειοδότηση, περιβαλλοντική δίκη, αιγιαλός,
παραλία, λίμνες 37

9° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική αδειοδότηση 45

10° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική αδειοδότηση 52

11° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική αδειοδότηση, Απόβλητα 56

12° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική αδειοδότηση, περιβάλλον και οικονομική ανάπτυξη 60

13° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντικά διαδικαστικά δικαιώματα, Περιβαλλοντική
πληροφόρηση 66

14° ΘΕΜΑ

Περιβαλλοντική ευθύνη 73

15° ΘΕΜΑ

Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος, περιβάλλον και ιδιοκτησία 77

16° ΘΕΜΑ

Ευρωπαϊκό Δίκαιο Περιβάλλοντος: Δικαστική προστασία,
εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου 83

17° ΘΕΜΑ

Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο – Χωροταξικός Σχεδιασμός 89

18° ΘΕΜΑ

Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο – Πολεοδομικός Σχεδιασμός 96

19° ΘΕΜΑ

Δίκαιο της Δόμησης – Οικοδομική άδεια, Αυθαίρετη Δόμηση:
γενικές και ειδικές περιπτώσεις, Χρήσεις γης 104

20° ΘΕΜΑ

Ιδιωτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος 115

ΣΥΝΘΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ 21-44

21° ΘΕΜΑ

Χαρακτηρισμός δάσους-δασικής έκτασης, δασικοί χάρτες,
κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, αναδάσωση 117

22° ΘΕΜΑ

Απόβλητα, αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ 123

23° ΘΕΜΑ

Περιεχόμενο της ΜΠΕ, Ύδατα-ακτές 125

24° ΘΕΜΑ

Προστασία του τοπίου, Δασικοί χάρτες-Κτηματολόγιο,
Προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος 132

25° ΘΕΜΑ

Δίκτυο Natura 2000, αναδάσωση, περιβαλλοντική δίκη 134

26° ΘΕΜΑ

Επιτρεπτές επεμβάσεις σε δάση-δασικές-αναδασωτέες εκτάσεις,
προσωρινή δικαστική προστασία 142

27° ΘΕΜΑ

Βιοποικιλότητα, έννομο συμφέρον, περιβάλλον και οικονομική
ανάπτυξη, προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος 146

28° ΘΕΜΑ

Ρυμοτομική απαλλοτρίωση: άρση, περιβάλλον και οικονομική
ανάπτυξη, έγκριση και τροποποίηση σχεδίου πόλεως, τακτοποίηση
και προσκύρωση οικοπέδων 150

29° ΘΕΜΑ

Αιγιαλός, Δημόσια κτήση, Προστασία της προσωπικότητας
κατ’ άρθρο 57 ΑΚ 157

30° ΘΕΜΑ

Χρήσεις γης, περιβάλλον και ιδιοκτησία, ευθύνη κατά τον Ν. 1650/86
και κατά τα άρθρα 105-6 ΕισΝΑΚ, προστασία της ατμόσφαιρας 163

31° ΘΕΜΑ

Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή Ι – Διεθνές και Ενωσιακό:
κρατικές υποχρεώσεις, Εθνικός Κλιματικός Νόμος, Σύστημα
Εμπορεύσιμων Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων 166

32° ΘΕΜΑ

Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή ΙΙ – πρόσβαση στη δικαιοσύνη,
climate change litigation 173

33° ΘΕΜΑ

Οικοδομική άδεια 178

34° ΘΕΜΑ

Οικοδομική άδεια, όργανα της δόμησης, προστασία πολιτιστικού περιβάλλοντος 183

35° ΘΕΜΑ

Νέος Οικοδομικός Κανονισμός – Κτηριοδομικός Κανονισμός 186

36° ΘΕΜΑ

Αυθαίρετη Δόμηση: έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου 189

37° ΘΕΜΑ

Αυθαίρετη Δόμηση: κυρώσεις αυθαιρέτων,
οριοθέτηση αιγιαλού 193

38° ΘΕΜΑ

Δόμηση εντός και εκτός σχεδίου πόλεως 196

39° ΘΕΜΑ

Πράξη Εφαρμογής – Ρυμοτομικό Σχέδιο Εφαρμογής 202

40° ΘΕΜΑ

Ρυμοτομική απαλλοτρίωση: άρση και επανεπιβολή 207

41° ΘΕΜΑ

Υπαγωγή – ανάκληση υπαγωγής αυθαιρέτου 213

42° ΘΕΜΑ

Επικίνδυνες οικοδομές 215

43° ΘΕΜΑ

Δόμηση σε ειδικές περιπτώσεις οικισμών 219

44° ΘΕΜΑ

Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός: ειδικά θέματα 225

Βιβλιογραφία 233

Σελ. 1

ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΑΝΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΘΕΜΑΤΑ 1-20

1° ΘΕΜΑ

Εισαγωγή στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, Περιβάλλον, Φύση, Γενικές Αρχές Περιβαλλοντικής προστασίας

Ο Α, δικηγόρος σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, έρχεται σε επαφή με μια εταιρεία διαχείρισης αποβλήτων, προκειμένου να συζητήσει πιθανή συνεργασία σε επίπεδο παροχής νομικών συμβουλών. Ο Β, υπεύθυνος της εταιρείας, ως μη γνώστης των ειδικότερων περιβαλλοντικών διατάξεων, στη συνάντηση με τον Α, τού εκφράζει τα ακόλουθα:

α) Αν η εταιρεία διοχετεύσει επικίνδυνες ουσίες στον παρακείμενο ποταμό όπου θα εγκατασταθούν οι βασικές της μονάδες, το κόστος αποκατάστασης θα αναλάβει ο Δήμος.

β) Το περιβάλλον που τυγχάνει προστασίας περιλαμβάνει μόνο τον χερσαίο χώρο και έτσι, ακόμα και αν αναλάβει αυτή τα έξοδα αποκατάστασης τυχόν βλάβης, το ανθρωπογενές περιβάλλον γύρω από το εργοστάσιο της εταιρείας δεν προστατεύεται από την περιβαλλοντική νομοθεσία.

γ) Το έργο εξυπηρετεί την αρχή της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής όπου πρόκειται να εγκατασταθεί και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί εν προκειμένω για την εγκατάστασή του η ανάγκη περιβαλλοντικής προστασίας.

Ερωτάται:

Ευσταθούν νομικά οι ως άνω ισχυρισμοί του Β;

Απάντηση:

α) Η σταδιακή ανάδειξη της προστασίας του περιβάλλοντος ως μοχλού κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης αφύπνισε συνειδήσεις και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε στην Κοινότητα (νυν ΕΕ) είχε ως αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί η ανάγκη της έγκαιρης λήψης μέτρων πρόληψης, ως βασική προϋπόθεση για τον περιορισμό των

Σελ. 2

περιβαλλοντικών επιπτώσεων, άρα και του οικονομικού κόστους. Ύστερα από διαβουλεύσεις αρκετών ετών, σε επίπεδο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πραγματοποιήθηκαν συγκεκριμένα βήματα προς την κατεύθυνση της εφαρμογής των βασικών πυλώνων που διέπουν την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική. Ειδικότερα, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στον τομέα του περιβάλλοντος στηρίζεται – μεταξύ άλλων – στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των προσβολών κατά προτεραιότητα στην πηγή και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος «ο ρυπαίνων πληρώνει», «ο ρυπαίνων βαρύνεται με τα έξοδα για την υλοποίηση των μέτρων που αποφασίζουν οι δημόσιες αρχές, για να διασφαλισθεί η διατήρηση του περιβάλλοντος σε αποδεκτή κατάσταση, καθώς και στην εφαρμογή των αρχών της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης και της αντιμετώπισης της ρύπανσης στην πηγή». Το κόστος δηλαδή των μέτρων αυτών μετακυλίεται στον φορέα της ρυπαίνουσας επιχείρησης και πρέπει να αντανακλά το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών που είναι ρυπογόνες κατά την παραγωγή και κατανάλωσή τους. Ο περιορισμός επικίνδυνων δραστηριοτήτων και η παροχή κινήτρων για αναζήτηση «καθαρών τεχνολογιών» συνιστούν τον δικαιοπολιτικό λόγο της εφαρμογής της.

Η αρχή συνδέεται με τις «εξωτερικότητες» των οικονομικών του περιβάλλοντος, την εσωτερίκευση του κόστους της ρύπανσης (αρχή του καταλογισμού του περιβαλλοντικού κόστους) κλπ.

Η ανίχνευση του «ρυπαίνοντος» (φορέα της δράσης, καταναλωτή, επιχείρησης, ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου) δεν αποτελεί πάντοτε ευχερή διαπίστωση. Από την αρχή αυτή απορρέουν επιμέρους άλλες περιβαλλοντικές αρχές, όπως η αρχή της οικονομικής ενσωμάτωσης (που σχετίζεται με την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις, εκτός ρητών εξαιρέσεων), η αρχή του μετριασμού της ρύπανσης και σαφώς η περιβαλλοντική ευθύνη.

Κατά συνέπεια, εφόσον η εταιρεία πρόκειται να ρυπάνει το περιβαλλοντικό αγαθό, αυτή θα επωμιστεί το κόστος αποκατάστασης του περιβάλλοντος στην πρότερη κατάσταση και όχι ο Δήμος.

β) Αντικείμενο του Δικαίου Περιβάλλοντος, αυτού του αυτόνομου κλάδου του Δημοσίου (και όχι μόνο) δικαίου είναι η περιβαλλοντική προστασία. Σε επίπεδο εθνικού δι-

Σελ. 3

καίου, η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώνεται συνταγματικώς στα άρθρα 24, 117 του Συντάγματος και στον εκτελεστικό Ν. 1650/1986 (πρόληψη, διατήρηση, αποκατάσταση περιβάλλοντος).

Σημειωτέον ότι νομικός ορισμός του προστατευόμενου έννομου αγαθού «περιβάλλον» είναι αρκετά δυσχερής, δεδομένης της αμφισβήτησης περί του προσανατολισμού αυτού του ορισμού. Πιο συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα αν το «περιβάλλον» θα οριοθετηθεί ως αυτοτελές αγαθό ή ανθρωποκεντρικά, σε συνάρτηση δηλαδή με τον άνθρωπο και την απόλαυση έτερων αγαθών (ζωή, υγεία, ιδιοκτησία, ποιότητα ζωής). Αναμφίβολα, το περιβάλλον ως ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου, σχετίζεται με τον άνθρωπο, τον αποδέκτη των κανόνων δικαίου. Ως προστατευόμενο αγαθό του ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, το περιβάλλον ταυτίζεται με «τον ζωτικό χώρο όπου ζει και αναπτύσσει τις δραστηριότητές του ο άνθρωπος, και ορίζεται ως το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες».

Συνήθως προτάσσονται δύο αντιτιθέμενες (εν πολλοίς) οπτικές: Αφενός η ανθρωποκεντρική οπτική, που συντείνει στην προστασία του ζωτικού χώρου των ατόμων λόγω των οικονομικών τους συμφερόντων, αφετέρου η οικολογική, που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων και εν γένει προστασία του περιβάλλοντος ως αγαθού έχοντος αξία καθ’ εαυτό αλλά και ως αναγκαίου παράγοντα για την επιβίωση και των μελλουσών γενεών, εντάσσοντάς το στη διαγενεακή προοπτική. Επίσης, τονίζεται πως στο άρθρο 24 του Συντάγματος δεν αναφέρεται ως δικαίωμα για το ίδιο το περιβάλλον, αλλά για την προστασία του περιβάλλοντος, γεγονός που ενισχύει την ανθρωποκεντρική διάστασή του.

Νομολογιακά, το περιβάλλον ορίζεται ως «αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό για την εξασφάλιση της οικολογικής ισορροπίας και της διαφύλαξης των φυσικών πόρων για χάρη των επόμενων γενεών» (ΟλΣτΕ 613/2002). Δεν πρέπει εννοιολογικά να ταυτίζεται με τη «Φύση».

Το δικαίωμα στο περιβάλλον, ως δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος (συνταγματικό δικαίωμα δημοσίου δικαίου), είναι συγχρόνως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, είναι δηλ. μικτό και έχει παραπληρωματικό χαρακτήρα. Φέρει ως ατομικό δικαί-

Σελ. 4

ωμα αρνητικό χαρακτήρα (υποχρέωση κρατική μη προσβολής και θέσπισης μέτρων προστασίας), ως κοινωνικό θετικό χαρακτήρα (αξίωση υγιεινού και οικολογικά ισόρροπου περιβάλλοντος) και τέλος, ως πολιτικό δικαίωμα συνεπάγεται τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων (πληροφόρηση, λήψη αποφάσεων, άσκηση ενδίκων μέσων), ενώ έχει και διαδικαστικό χαρακτήρα.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Β δεν ευσταθεί, διότι είναι προφανές ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον εμπεριέχει και το ανθρωπογενές και το πολιτιστικό περιβάλλον.

γ) Η αρχή της βιώσιμης – αειφόρου ανάπτυξης ευρίσκει έρεισμα στο Διεθνές και το Ευρωπαϊκό δίκαιο καθώς και στους σχετικούς κανόνες δικαίου του Συντάγματος (άρθρο 24) και του εθνικού δικαίου. Ερείδεται στο ότι η σύγκρουση του περιβάλλοντος με άλλα αγαθά/δικαιώματα δεν πρέπει να επιλύεται in abstracto, αλλά πάντοτε σύμφωνα με την αρχή αυτή, όσον αφορά στη σύγκρουση του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη. Βιώσιμη είναι η ανάπτυξη η συμβατή, η φιλική προς το περιβάλλον, που δεν εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, αλλά τους διαφυλάσσει και για τις μέλλουσες γενιές. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (Στοκχόλμη, 1972) και επαναλήφθηκε πανηγυρικά στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Ρίο, 1992).

Στο πλαίσιο αυτό, προσδιορίζονται τρεις θεωρητικές τάσεις, οι οποίες εκφράζονται στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας για την ερμηνεία της «καλύτερης λύσης» από το κράτος:

1. Προτιμητέα είναι η ελάχιστη προσαρμογή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα, η πιο απλή, χωρίς άκαμπτες στάσεις (η τεχνολογία δεν πρέπει να οράται μονοσήμαντα).

2. Καλύτερη λύση είναι ο εξυπνότερος κανονισμός, η πιο «έξυπνη» καινοτομία, χωρίς όμως απεμπόληση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

3. Η οικονομική επιρροή ενίοτε οδηγεί σε απορρύθμιση. Οι ειδικές πιέσεις στον περιβαλλοντικό τομέα διαδραματίζουν καίριο μεν ρόλο, αλλά πιο σημαντική είναι η υιοθέτηση ενός ευρύτερου φάσματος μέτρων υπό κρατική εποπτεία. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην αρχή της πρόληψης και του στρατηγικού σχεδιασμού έναντι της καταστολής ή της τιμώρησης διά της επιβολής κυρώσεων (προστίμων κλπ.).

Σελ. 5

Η βιώσιμη ανάπτυξη ως ολιστική δομή εμπλέκει το σύνολο των ενωσιακών πολιτικών, λ.χ. την αδειοδότηση και την εκτίμηση ως τμήματα μίας διαδικασίας σταθμιστικής, όπου το οικονομικό σκέλος δεν απεμπολείται, αλλά διηθείται στις επιμέρους μελέτες που συντάσσονται στην αδειοδοτική διαδικασία.

Κατόπιν τούτων, οι ισχυρισμοί του Β δεν ευσταθούν.

Σελ. 6

2° ΘΕΜΑ

Εισαγωγή στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, Γενικές Αρχές Περιβαλλοντικής προστασίας, Δικαίωμα στο Περιβάλλον

Για την αδειοδότηση ενός έργου διαχείρισης απορριμμάτων εκδίδεται Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ), με την οποία επιτρέπεται η διάθεση αποβλήτων σε μία συγκεκριμένη υποπεριοχή Υ1 υπό αυστηρούς όρους.

Ο Α, κάτοικος της περιοχής ασκεί αίτηση ακύρωσης νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της ΑΕΠΟ, προβάλλοντας παράβαση νόμου, προβάλλοντας – μεταξύ άλλων – παράβαση νόμου λόγω ελλείψεων της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (εφεξής ΜΠΕ) που συνοδεύει το έργο.

Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) ασκεί νομότυπα και εμπρόθεσμα παρέμβαση, υποστηρίζοντας:

α) Πως μόνο η πιθανολόγηση βλάβης στο περιβάλλον δεν αρκεί για την επιβολή μέτρων προστατευτικού του χαρακτήρα,

β) πως η αρχή της πρόληψης της βλάβης, η οποία έχει εφαρμοστεί στη ΜΠΕ, επιβάλλει στην παρούσα περίπτωση την υλοποίηση του έργου.

Ερωτάται:

Α) Ευσταθούν οι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος;

Β) Αν ο Α ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα πρόσθετους λόγους, επικαλούμενος ότι η «αρχή της επανόρθωσης των προσβολών κατά προτεραιότητα στην πηγή» δεν ελήφθη υπόψη από τη ΜΠΕ, ποια η τύχη του ισχυρισμού αυτού;

Απάντηση:

Α) Η αποτελεσματική περιβαλλοντική προστασία απαιτεί ασφαλώς την εξάλειψη των όποιων βλαβών υπέστησαν τα επιμέρους στοιχεία του, αλλά και αυτό το ίδιο ως ολότητα. Θα ήταν, ωστόσο, καίρια παράλειψη με απροσδιόριστα και ολέθρια εν τοις πράγμασι αποτελέσματα, αν η προστασία εξικνούνταν μόνο μέχρι την αποκατάσταση των ζημιών και δεν περιελάμβανε και την πρότερη προάσπιση του αγαθού. Η παρατήρηση αυτή αποτέλεσε εφαλτήριο του νομοθέτη σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπε-

Σελ. 7

δο, όπως άλλωστε είναι ευρέως γνωστό. Αρχικά, στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι βασικός στόχος της περιβαλλοντικής ενωσιακής πολιτικής είναι η διαφύλαξη της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς και της ανθρώπινης υγείας. Επίσης, προβλέπονται και στη Διακήρυξη του Ρίο του 1992, ενώ βάσει και του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ (2000) «…η επιστημονική αβεβαιότητα για τα δυνητικά αρνητικά αποτελέσματα ενός ΓΤΟ δεν εμποδίζει τη λήψη απόφασης που κρίνεται κατάλληλη…». Η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης εξαρτάται και από το κράτος και την προσχώρησή του στις Διεθνείς Συμβάσεις.

Δυνάμει δε και του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, το Κράτος υποχρεούται όπως λάβει προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για την περιβαλλοντική προστασία, παρεμβαίνοντας μάλιστα και στην οικονομική ή συλλογική δραστηριότητα, όταν και όπου κρίνεται αναγκαίο. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στο ελληνικό δίκαιο του περιβάλλοντος δεν συναντάται ρητή αναφορά στην αρχή της προφύλαξης. Μολαταύτα, γίνεται δεκτό με μια τρόπον τινά διασταλτική ερμηνεία ότι αυτή περιλαμβάνεται στα «προληπτικά μέτρα» του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Ειδικότερα:

1. Ο όρος «πρόληψη» αναφέρεται στην καταπολέμηση ενός κινδύνου. Κατά συνέπεια, η Κοινότητα (ΕΕ) μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα, μόνον όταν ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, όταν δηλαδή υπάρχει επιστημονικό τεκμήριο για τη βλαβερή επίδραση μιας δραστηριότητας και η πρόκληση συγκεκριμένης ζημιάς για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία ή και την ανθρώπινη ζωή είναι αναμενόμενη κατά την κοινή πείρα.

2. Ο μεταγενέστερος όρος «προφύλαξη» αφορά στην αποτροπή της διακινδύνευσης. Η έννοια της προφύλαξης δεν απαιτεί αυστηρή επιστημονική βεβαιότητα, αλλά αρκείται στην ανησυχία για την επέλαση πιθανών περιβαλλοντικών προσβολών. Για τον λόγο αυτό, η διακριτική ευχέρεια των οργάνων για τη λήψη μέτρων προφύλαξης παρουσιάζεται διευρυμένη.

Σελ. 8

Τελικά, βέβαια, η παραπάνω εννοιολογική διαφοροποίηση δεν είναι σωστό να ερμηνευτεί ως διαχωρισμός των δύο όρων, ενόψει μάλιστα του ότι, λόγω της έντονης κινητικότητας στον χώρο των περιβαλλοντικών επιστημών, τα όρια μεταξύ κινδύνου και διακινδύνευσης μεταβάλλονται διαρκώς, ανάλογα με τα πορίσματα των σχετικών επιστημονικών ερευνών. Είναι, λοιπόν, μάλλον απίθανο κάποιο μέτρο προφύλαξης να μην αποσκοπεί ταυτόχρονα και στην πρόληψη ή το αντίστροφο.

Επί του πρώτου ισχυρισμού

Η καινοτομία που εισάγει η αρχή της προφύλαξης εστιάζεται στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης του περιβαλλοντικού κινδύνου, αφού ο φορέας της επικείμενης δραστηριότητας ή του έργου πρέπει εκ των προτέρων να αποδείξει επιστημονικώς ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα ή το έργο δεν θα προκαλέσει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία. Συνεπώς, προεχόντως αναφύεται ένα ζήτημα στάθμισης και αξιολόγησης, με την επιστράτευση της επιστήμης και τον καθορισμό του επιθυμητού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας. Πάντως, το κράτος μπορεί να δικαιολογήσει τη διατήρηση αποκλινουσών δικών του ρυθμίσεων για τη δημόσια υγεία, αν αιτιολογήσει τη διαφορετική του εκτίμηση αυτή.

Η επίκληση της αρχής της προφύλαξης συνδέεται με την ανάλυση του «κινδύνου», ο οποίος αξιολογείται συνολικά και ολιστικά, σε σχέση και με τις καθ’ έκαστες συνθήκες. Ανακύπτει, λοιπόν, ως καθίσταται φανερό, η ανάγκη ορισμού του κινδύνου: Πρόκειται για μια αντικειμενικά διαγνώσιμη πιθανότητα επέλευσης βλάβης σε έννομο αγαθό και ιδίως πρόκειται για κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να προκαλέσει επιδράσεις δυσμενείς στην ανθρώπινη υγεία. Ο κίνδυνος δεν είναι επακριβώς υπολογίσιμος. Επίσης, δυνάμει και της ανακοίνωσης της Επιτροπής, δύο βασικές αρχές πρέπει να διέπουν την προσφυγή στην αρχή αυτή: Η επιστημονική αξιολόγηση και ο καθορισμός του επιθυμητού επιπέδου προστασίας. Όταν η πλήρης επιστημονική αναζήτηση αυτή αποβαίνει δυσχερής ή αλυσιτελής, τότε και πάλι η δημόσια αρχή πρέπει να λάβει προληπτικά μέτρα. Η έννοια γενικώς της επιστημονικής αβεβαιότητος συνδέεται αρρήκτως και με τη σύγχυση στην οικολογική επιστήμη, ενώ με την ορθολογι-

Σελ. 9

κή ένταξή της στο πεδίο που συντελείται μέσω της αρχής της προφύλαξης, αναδεικνύει ένα πλαίσιο πλουραλισμού αληθειών.

H αρχή της προφύλαξης απαιτεί εντοπισμό αρνητικών αποτελεσμάτων, αξιολόγηση των επιστημονικών δεδομένων και επιστημονική αβεβαιότητα, για να υιοθετηθεί ένα μέτρο, το οποίο δέον να αιτιολογείται λυσιτελώς, με βάση υποθετική προσέγγιση του κινδύνου (όχι όμως μηδενικού κινδύνου), κατ’ εφαρμογή των αρχών της εμπειρογνωμοσύνης, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας, αλλά και της αναλογικότητας.

Συνεπώς, κατόπιν της ως άνω ανάλυσης, δεν ευσταθεί ο πρώτος ισχυρισμός, διότι κατ’ επίκληση της αρχής της προφύλαξης, πρέπει να ληφθούν αρνητικά μέτρα προς ανάσχεση της περιβαλλοντικής προσβολής.

Επί του δεύτερου ισχυρισμού

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό που αφορά στην αρχή της πρόληψης, η αρχή αυτή ερείδεται στην ιδέα της αλληλεγγύης σε περιβαλλοντικά ζητήματα και έχει ως αποτέλεσμα το ότι η πρόληψη ως σύλληψη κανονιστική είναι αντικειμενοποιημένη και συνδέεται στενά με την επιστήμη και την τεχνική. Μειώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πιθανότητες επέλευσης της βλάβης, εφόσον όμως είναι γνωστοί οι τεχνολογικοί κίνδυνοι και εν πολλοίς μετρήσιμοι. Βασίζεται δηλ. – κατά μία γνώμη – στη σκέψη της λεγομένης «φέρουσας ικανότητας του οικοσυστήματος», ήτοι της ικανότητάς του να απορροφά ως έναν βαθμό τους ρυπαντές, δίχως να υφίσταται κάποια βλάβη.

Ουσιαστικό περιεχόμενο της αρχής της πρόληψης είναι ότι επιβάλλεται τοιουτοτρόπως στο Κράτος η υποχρέωση να προβεί σε θετικές ενέργειες κάθε είδους (νομοθετικές/διοικητικές) για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος από έναν υπολογίσιμο κίνδυνο και ζημία, η οποία κατά αιτιώδη συνάφεια θα επέλθει, αν δεν υπάρξει προληπτική έγκαιρη λήψη μέτρων. Ποια είναι όμως αυτά τα μέτρα; Γίνεται δεκτό ότι είναι ο καθορισμός των ορίων όχλησης, οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η προσφυγή στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές κλπ. Ζήτημα γεννάται εδώ με τη δικαστική προ-

Σελ. 10

στασία που επιβάλλει η αρχή της πρόληψης. Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά, πρέπει να αρκείται αυτή στην πιθανολόγηση της βλάβης.

Εν προκειμένω, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην εφαρμογή της αρχής της πρόληψης για την υλοποίηση ενός έργου, διά της αδειοδότησής του, προς την επίτευξη αποτελεσματικής περιβαλλοντικής προστασίας.

Στη νομολογία έχουν υπάρξει διάφορες περιπτώσεις, ιδίως σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας, όπου λ.χ. δεν χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση ΧΥΤΑ, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Επίσης, έγινε δεκτό ότι η πρότερη εκτίμηση από τη ΜΠΕ των επιπτώσεων στον οικότοπο συντελέσθηκε και εφόσον δεν αναμένονται σημαντικές επιπτώσεις που ενδέχεται να παραβλάψουν την ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων, δεν έγινε δεκτή η αναστολή εκτέλεσης του έργου. Να σημειωθεί πως – ενόψει και των ως άνω σκέψεων – η αρχή της πρόληψης (αλλά και της προφύλαξης) επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτέλεσης των σχετικών διοικητικών πράξεων, αν ιδίως συντρέχει σοβαρός κίνδυνος υποβάθμισης ή καταστροφής περιβαλλοντικών αγαθών από την εκτέλεσή τους και αν συγχρόνως η σχετική αίτηση ακύρωσης δεν είναι απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Αλλά και υπό την αντίστροφη εκδοχή, οι ανωτέρω αρχές θεμελιώνουν την απόρριψη της αίτησης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, αν αυτό επιβάλλεται για την προστασία του περιβάλλοντος.

Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα του τόπου, αλλά και προασπίζεται αντίθετα επαρκώς το περιβάλλον, σύμφωνα με τα όσα θα διαλαμβάνονται ειδικώς στην οικεία ΜΠΕ, είναι επιτρεπτή η υλοποίησή του κατά την αρχή της πρόληψης.

Β) Η αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή συναντάται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ και αναλύεται στις εξής παραμέτρους:

− Η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής προσβολής πρέπει να καταπολεμάται στην πηγή ή όσο το δυνατό εγγύτερα στην πηγή της προσβολής, προκειμένου να μη διαχέεται η περιβαλλοντική βλάβη (χωρική διάσταση).

− Η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής προσβολής πρέπει να είναι έγκαιρη και άμεση, μετά την εκδήλωσή της (χρονική διάσταση).

Σελ. 11

− Επιτάσσεται η δημιουργία και εξάπλωση φιλοπεριβαλλοντικών τεχνολογιών, πρακτικών και διαδικασιών συλλήβδην, η θέση ορίων ρύπανσης, ο καθορισμός τόπων διάθεσης των παραγόμενων αποβλήτων (αρχή της εγγύτητας και της αυτάρκειας στο δίκαιο των αποβλήτων, όπως απεφάνθη το Δικαστήριο της ΕΕ στην Υπόθεση «Απόβλητα της Βαλονίας»).

Σύμφωνα με τον συλλογισμό αυτό, εφόσον όντως δεν ελήφθη η αρχή αυτή υπόψη από τη ΜΠΕ, ως υπερνομοθετική αρχή, εκπορευόμενη από το ενωσιακό δίκαιο, ο ισχυρισμός θα ευδοκιμήσει.

Σελ. 12

3° ΘΕΜΑ

Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος

Ο Δ κατοικεί σε μια παράκτια περιοχή, η οποία τριγύρω έχει πολλά μικρά νησιά και πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Σε αυτή την περιοχή, η οποία αποτελεί και πόλο έλξης τουριστών, λαμβάνουν χώρα τα ακόλουθα, όπως περιγράφονται στα ερωτήματα παρακάτω.

Ερωτάται:

α) Αν, σύμφωνα με τον μηχανικό περιβάλλοντος Μ, η τουριστική εγκατάσταση της οποίας επίκειται η αδειοδότηση ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην πανίδα της περιοχής, αφού είδη πουλιών που ζουν εκεί βλάπτονται από τα πιθανολογουμένως επικίνδυνα εκπεμπόμενα αέρια, έχει τούτο νομική σημασία;

β) Αν η αρμόδια αρχή παραλείψει επί ένα εξάμηνο να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της ρύπανσης των υδάτων στην ευρύτερη περιοχή, πώς μπορεί ο Δ να προστατευτεί;

γ) Αν στην περιοχή αυτή εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος θελήσει να επεκτείνει την ηλεκτροδότηση, δύναται ένας άλλος κάτοικός της, ο Κ, να προστατευτεί και πώς;

δ) Έστω ότι στη νομοθεσία υφίσταται παλαιότερη του Συντάγματος του 1975 διάταξη που επιτρέπει άνευ όρων την επέκταση μονάδας αφαλάτωσης και στις ακτές της περιοχής. Ο Δ επικαλείται το ανενεργό της διάταξης αυτής στο δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης που καταθέτει. Βασίμως;

Απάντηση:

α) Σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη, ο συντακτικός νομοθέτης επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα την υποχρέωση να προβαίνουν σε θετικές διαφυλακτικές πράξεις για το περιβάλλον κάθε είδους (νομοθετικές, διοικητικές, δικαστικές αποφάσεις). Γίνεται δεκτό πως, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να αρκείται στην πιθανολόγηση επέλευσης της βλάβης για τη θεμελίωση κιόλας του ενεστώτος εννόμου συμφέροντος

Σελ. 13

προς άσκηση αίτησης ακύρωσης. Επίσης, παραπέμπεται ο αναγνώστης σε όσα ως άνω αναλύθηκαν σε σχέση με την αρχή της προφύλαξης.

β) Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, θεσπίζεται υποχρέωση του κράτους (η αρνητική όψη του δικαιώματος στο περιβάλλον) που χαρακτηρίζεται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας και διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου). Αφ’ ής στιγμής το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα στο περιβάλλον, που ταυτόχρονα αποτελεί και κανόνα άμεσης και επιτακτικής ισχύος έναντι παντός, απευθύνει – μεταξύ άλλων – και στη Διοίκηση υποχρέωση λήψης θετικών προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων όσο και αποχής από την έκδοση δυσμενών πράξεων για το περιβάλλον. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τη νομολογία, στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, υποκείμενη σε αίτηση ακύρωσης κατά επιβεβλημένη διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 45 παρ. 4 ΠΔ 18/1989 (με ή χωρίς αίτηση, κατ’ άλλη γνώμη, βλ. ΠΕ 185/97 κλπ.). Η άποψη, ωστόσο, αυτή δέχθηκε κριτική.

Σημειώνεται πως η συνταγματική διάταξη έχει άμεση και επιτακτική ισχύ, αφού προστατεύεται το περιβάλλον εν συνόλω και διατυπώνονται επιταγές με αυτοτέλεια και άμεση εφαρμογή.

γ) Όπως ήδη προειπώθηκε, το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι συγχρόνως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, φέρει δηλ. προεχόντως μικτό χαρακτήρα. Αποτελεί δικαίωμα δημοσίου δικαίου του οποίου η άσκηση προκαλεί έννομη σχέση στον χώρο της κρατικής δράσης που διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου και ασκείται ασφαλώς δημόσια εξουσία. Απονέμεται στους ιδιώτες μία δυνατότητα/ικανότητα για την ικανοποίηση συμφερόντων τους που έχουν σχέση με την άσκηση κρατικής εξουσίας στα θέματα περιβάλλοντος. Παρέχει δε διπλή προστασία: Αφενός της υγείας του ανθρώπου και αφετέρου των ίδιων των στοιχείων του περιβάλλοντος. Ωστόσο, από το Σύνταγμα κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός στην προστασία του περιβάλλοντος (και δη στην ποιότητα ζωής) και όχι στο ίδιο το περιβάλλον, κάτι που καλείται διαδικαστικό χαρακτήρας του δικαιώματος.Το δικαίωμα είναι συγχρόνως ατομικό – κοινωνικό – πολιτικό: Ως ατομικό, θέτει όρια στην κρατική δράση, αξιώνει τη μη επέμβαση στην ελευθερία. Το Κράτος υποχρεούται να μην προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο το περιβάλλον και ιδίως ο νομοθέτης υποχρεούται να μη θεσπίζει ρυθμίσεις ενάντιες στο Σύνταγμα. Επίσης, το Κράτος οφείλει να θεσπίζει νομοθετικές και διοικητικές ρυθμί-

Σελ. 14

σεις για την περιβαλλοντική προστασία. Ελλείψει αυτών, πρέπει να εφαρμόζεται ευθέως η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνιστά μία διάταξη με άμεση, αλλά και επιτακτική ισχύ. Έτσι, ο πολίτης μπορεί να την επικαλεστεί ως βάση, για να ζητήσει δικαστική προστασία. Ως κοινωνικό έχει θετικό περιεχόμενο, απαιτεί παροχές από το Κράτος, προϋποθέτει δηλ. την ενεργό κρατική παρέμβαση. Ο νομοθέτης ασφαλώς αποφασίζει το είδος και την έκταση της προστασίας, αλλά ως όριο ευρίσκει το Σύνταγμα, το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο. Η διάκριση είναι σχετική και το δικαίωμα στο περιβάλλον φέρει μικτό και παραπληρωματικό χαρακτήρα. Επίσης, δέον όπως ειπωθεί πως πριν το 2001 είχε αναγνωριστεί από τη νομολογία το δικαίωμα στο περιβάλλον κυρίως ως κοινωνικό δικαίωμα (λόγω της κρατικής υποχρέωσης προστασίας), ενώ ύστερα από το 2001 φανερώθηκε σταδιακά το ατομικό δικαίωμα πλάι στο κοινωνικό.

Φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι το φυσικό/νομικό πρόσωπο χωρίς κανέναν διαχωρισμό, π.χ. φύλου, φυλής, εθνικότητας, αφού όλοι αξιούν να διαβιούν σε περιβάλλον οικολογικά ισόρροπο. Φορείς είναι και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα ΝΠΙΔ, αλλά και ΝΠΔΔ (π.χ. ΟΤΑ) κλπ.

Αποδέκτης του δικαιώματος στο περιβάλλον, όπως προκύπτει πάλι από το ίδιο εδάφιο του Συντάγματος, είναι σαφώς το Κράτος («…αποτελεί υποχρέωση του Κράτους…») ή το Δημόσιο εν ευρεία εννοία και τα ΝΠΔΔ.

Ο αιτών που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, ενασκώντας ως φορέας το συνταγματικό δικαίωμά του στο περιβάλλον με τις ως άνω διαστάσεις σε συνδυασμό με το δικαίωμά του στη δικαστική προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) μπορεί να προσβάλει την πράξη έγκρισης του έργου, προστατευόμενος από την προσβλητική ενέργεια αυτή. Για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος απαιτείται άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, όπως θα δούμε παρακάτω, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος της «λαϊκής αγωγής» (actio popularis).

Καταρχήν, φαίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο συμφέρον καταφάσκεται ως απορρέον εκ της ιδιότητας του κατοίκου.

δ) Με τη συνταγματική διάταξη απευθύνονται επιταγές προς τον νομοθέτη και συνιστά επιτακτική του υποχρέωση να προστατεύει το περιβάλλον. Μπορεί να προβεί δε ο τελευταίος μόνο σε περιορισμό γενικό και αντικειμενικό, που εξυπηρετεί λόγους γενικότερου συμφέροντος, όχι όμως να καταργήσει ή να περιορίσει αυτό ουσιωδώς.

Σελ. 15

Επίσης, κατά συνέπεια του ως άνω κανόνα, υφίσταται νομοθετική αδυναμία κατάργησης πράξεων σύμφωνων με το άρθρο 24, όπως και κάθε προγενέστερη διάταξη αντιβαίνουσα στο ίδιο άρθρο είναι ανίσχυρη και δεν εφαρμόζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τα άρθρα 112 παρ. 1 και 111 παρ. 1 του Συντάγματος.

Τέλος, ας αναφερθεί ο «υπερθετικός» χαρακτήρας του δικαιώματος στο περιβάλλον, που του επιτρέπει στο πλαίσιο συγκεκριμένης στάθμισης κάθε φορά να κατισχύσει και «άλλων συνταγματικών διατάξεων με τη δημιουργία παράλληλης ακυρότητας αναδρομικά για όλες τις διατάξεις που αντιβαίνουν σε αυτό».

Συνεπώς, η διάταξη αυτή θα ήταν ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (βλ. και άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων) και άρα ανεφάρμοστη.

Σελ. 16

4° ΘΕΜΑ

Προστασία των δασών – Δασικό Δίκαιο (χαρακτηρισμός, επεμβάσεις, Δασικοί Χάρτες)

Το γνωστό καζίνο Κ, που λειτουργεί με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας (ΑΕ) διά των αρμοδίων οργάνων του επιδιώκει να επεκταθεί στην όμορη έκταση, η οποία ωστόσο κατά μεγάλο της μέρος καλύπτεται από εκτάσεις που φαίνεται πως αποτελούν δάση. Η επιχείρηση ισχυρίζεται ότι η έκταση αυτή, αφού δεν μπορεί να αποδώσει δασοκομικά προϊόντα στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται και από τρεις (3) εκθέσεις δασολόγων, δεν μπορεί και να χαρακτηρίζεται «δάσος» κατά νόμο.

Ερωτάται:

α) Ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός; Αν μάλιστα είχε εκκινήσει διαδικασία προσωρινού χαρακτηρισμού της έκτασης ως δάσους (πριν την ανάρτηση του Δασικού Χάρτη), πώς δύναται να αμυνθεί το Κ;

Ενώ ερωτάται επιπροσθέτως:

β) Αν μέρος της συνολικής έκτασης ανήκει σε ΝΠΔΔ, τότε διαφέρει σε κάτι η νομική μεταχείρισή της;

γ) Είναι επιτρεπτή η επέμβαση;

δ) Αν δεν επρόκειτο για καζίνο, αλλά 1) για τη διάνοιξη δημόσιου δρόμου, 2) για στρατιωτική εγκατάσταση, 3) για έργο εκμετάλλευσης λατομείου και μεταλλείου, τότε θα μεταβαλλόταν η απάντησή σας στο γ) ερώτημα;

ε) Ανεξαρτήτως της απάντησής σας στα προηγούμενα ερωτήματα, αν η επιχείρηση ισχυριστεί ότι η εν λόγω έκταση είχε εκχερσωθεί προ του 1975, έχει αυτό το γεγονός έννομες συνέπειες;

Ερωτάται

Αξιολογήστε τους ισχυρισμούς της επιχείρησης και τα περαιτέρω ερωτήματα.

Σελ. 17

Απάντηση:

α) Η σημερινή ελληνική έννομη τάξη χαρακτηρίζεται από μία αξιοσημείωτη πολυνομία και πολυπλοκότητα των σχετικών με τα δάση διατάξεων που προκαλούν ενίοτε σύγχυση στον νομικό της θεωρίας και τον εφαρμοστή του δικαίου, αλλά το σύνολο αυτών των νόμων μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό, παρά τις δυσκολίες ερμηνείας και εφαρμογής που ενίοτε παρατηρούνται. Στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας εντοπίζονται διατάξεις που αναφέρονται στη δασική προστασία. Ήδη από το 1975, οπότε και ετέθη σε ισχύ, οι ρυθμίσεις για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ήτοι το άρθρο 24 και το άρθρο 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος (για τις αναδασωτέες εκτάσεις) αποτέλεσαν αρκετά προοδευτική γραμμή για την εποχή τους, εν συγκρίσει και με άλλα ευρωπαϊκά συντάγματα.

Η ιστορική εξέλιξη της δασικής νομοθεσίας κατέδειξε την ευρύτερη σύγχυση γύρω από τις λειτουργίες που επιτελεί το δάσος, οι οποίες είναι αναπόσπαστα (εννοιολογικά) συνδεδεμένες με την έννοια του ίδιου του δάσους και της δασικής έκτασης. Προέχει, λοιπόν, η εξέταση του ορισμού του δάσους, ώστε να καταστούν εμφανείς και οι εννοιολογικές του ομοιότητες και διαφορές προς την έννοια της αναδασωτέας έκτασης.

Ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης περιεχόταν αρχικά στον νόμο (άρθρο 3 Ν. 998/1979) και ήταν τεχνικός. Στον νόμο που εκδόθηκε κατά τη συνταγματική επιταγή, όπως πρωτοδιατυπώθηκε, ως δάσος θεωρούνταν η «έκταση αναγκαίας εδαφικής επιφάνειας που καλύπτεται από ξυλώδη φυτά που τελούν λόγω απόστασης και αλληλεπίδρασης σε οργανική ενότητα και που μπορεί να προσφέρει δασοπονικά προϊόντα ή να συμβάλει στη διατήρηση της ισορροπίας», ενώ η δασική έκταση απλώς διαφέρει ως προς το ποσοστό της κάλυψης, αφού απαιτείται «αραιή ή πενιχρή βλάστηση». Η νομολογία, ωστόσο, του ΣτΕ έχει ερμηνεύσει παλαιόθεν το άρθρο αυτό και έχει απομακρυνθεί σε κάποιο βαθμό από τα στοιχεία του ορισμού αυτού, δίνοντας έτσι έμφαση στη μοναδική αναγκαία προϋπόθεση, αυτή της οργανικής ενότητας της δασικής βλάστησης (δενδρώδους ή θαμνώδους που, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, προσδίδει στην έκταση την «ιδιαίτερη ταυτότητά της ως δασικού οικοσυστήματος», ενιαίου), ενώ τίθεται τέρμα στις νομολογιακές παλινωδίες του Αρείου Πάγου που έθεταν ως αναγκαία τα στοιχεία της παραγωγής δασικών προϊόντων ή της υποβοήθησης

Σελ. 18

της οικολογικής ισορροπίας ή της υγείας του ανθρώπου. Την ίδια στάση με το ΣτΕ υιοθέτησε προ πολλού και το ΑΕΔ.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 που θέτει την αναγκαία έκταση ως απαραίτητη προϋπόθεση της κατάφασης της ύπαρξης δάσους/δασικής έκτασης, θέτοντας κατ’ ουσίαν έναν εννοιολογικό, ποιοτικό και επιστημονικό προσδιορισμό (και συνακόλουθα περιορισμό) στον ορισμό, αφιστάμενο έτσι σε ένα βαθμό από τον ορισμό του ΑΕΔ και του νόμου που απαιτούν «οργανική ενότητα», αλλά σε πλήρη συμβατότητα και με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η αναθεώρηση άφησε αμετάβλητο το άρθρο 117 του Συντάγματος.

Με τον Ν. 3208/2003 ο κοινός νομοθέτης επεχείρησε να επιλύσει πάγια δασικά προβλήματα και υιοθετεί αυτολεξεί τον συνταγματικό ορισμό, τροποποιώντας το άρθρο 3 Ν. 998/1979 αλλά (μη ορθώς) απαιτώντας ξανά την ύπαρξη δυνατότητας παραγωγής δασοπονικών προϊόντων (άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 3208/2003), ωστόσο κάτι τέτοιο έρχεται σε ρήξη με όσα ειπώθηκαν προηγουμένως για την αμιγώς οικολογική αντίληψη του δάσους.

Συνεπώς, κατά σωστή, σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ο Ν. 998/1979 ανάγει ως κρίσιμη για την έννοια του δάσους την οργανική ενότητα της δασικής βλάστησης που αποτελεί τεκμήριο για τη συμβολή του δάσους στη διατήρηση της ισορροπίας και την εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου (κατά τη νομολογία ΣτΕ και ΑΕΔ).

Αναφορικά με το ζήτημα του χαρακτηρισμού της έκτασης, στοιχειοθετείται υποχρέωση της Διοίκησης για την κατάρτιση δασολογίου, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος και τα ειδικότερα άρθρα 11-13 Ν. 998/79 (που προβλέπουν διαδικασία φωτογράφησης και χαρτογράφησης των δασών και σύνταξη του δασικού χάρτη που

Σελ. 19

κυρώνεται από τον Υπουργό Γεωργίας και κατάρτιση και τήρηση δασολογίου στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία).

Στο άρθρο 14 Ν. 998/1979 προβλέπεται για μεταβατικό χρονικό διάστημα (μέχρι δηλ. την κατάρτιση δασολογίου) η κίνηση ενδικοφανούς διαδικασίας με αίτηση των εχόντων έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως από τον Δασάρχη για χαρακτηρισμό της περιοχής ως δάσους ή δασικής έκτασης, για τον καθορισμό ορίων και προσδιορισμό της κατηγορίας. Έχει κριθεί ότι η παράλειψη (αδράνεια) της Διοίκησης να προβεί στην κατάρτιση δασολογίου και η εμμονή της να επιμένει στη διαδικασία αυτή του άρθρου 14 αντιβαίνει στο Σύνταγμα, το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο και στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, που είναι ακυρωτέα.

Γιατί, όμως, είναι σημαντικός ο καθορισμός του δάσους ή της δασικής έκτασης; Διότι ακριβώς θέτει έναν περιορισμό στην ιδιοκτησία και δη στην ελεύθερη χρησιμοποίησή της κατά τη βούληση του ατόμου. Πρώτον, θεμελιώνεται το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί αυτής της έκτασης και δεν αναγνωρίζονται τυχόν υφιστάμενοι τίτλοι κυριότητας επί αυτών των ακινήτων. Αν π.χ. μία έκταση δασώθηκε, ενώ ήταν αγρός, χάνεται πλέον οριστικά (αρχή «άπαξ δάσος, πάντα δάσος»), με τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικότερες εξαιρέσεις που το Δασικό Κτηματολογικό Δίκαιο, βεβαίως, εισάγει. Δεύτερον, η συνταγματική δασική προστασία συνεπάγεται την απαγόρευση μεταβολής του προορισμού των δασών – δημοσίων αλλά και ιδιωτικών – παρά μόνο για λόγους που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (π.χ. εθνική οικονομία, γεωργία) και πάλι για εξαιρετικό λόγο, με τη μικρότερη δυνατή απώλεια του δασικού πλούτου.

Μετά την κύρωση του δασικού χάρτη, για τις εκτάσεις που σύμφωνα με αυτόν δεν διέπονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, δεν προβάλλονται δικαιώματα από το Ελληνικό Δημόσιο και η οικεία Διεύθυνση Δασών προβαίνει σε κατάρτιση και τήρηση δασολογίου για τις δασικές εν γένει εκτάσεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 998/1979 που αποτυπώνονται σε αυτόν, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρ. 3 του Ν. 3208/2003, όπως ισχύει. Σε περίπτωση αναμόρφωσης του δασικού χάρτη, το δασολόγιο ενημερώνεται ανάλογα.

β) Ιδιωτικά θεωρούνται όσα δάση/δασικές εκτάσεις δεν ανήκουν στο Δημόσιο, δηλ. όσα ανήκουν σε ιδιώτες, ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ. Το ιδιωτικό δάσος επίσης προστατεύεται από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η προστασία του είναι απόλυτη πλέον, μετά το έτος 2001, αφού απαγορεύεται κάθε επέμβαση και οι ιδιο

Σελ. 20

κτήτες μπορούν να προβούν μόνο σε όσες επεμβάσεις θεωρούνται αναγκαίες για την προστασία και εκμετάλλευση των ιδιωτικών δασών.

Συνεπώς, δεν αλλάζει κάτι ως προς την απάντηση που δόθηκε. Για την πληρότητα της απάντησης, παρακαλείται ο αναγνώστης να ανατρέξει και στο ερώτημα γ).

γ) Πριν το Σύνταγμα του 2001, δηλαδή με το προγενέστερο καθεστώς γινόταν δεκτό νομολογιακά πως καμία ευχέρεια δεν διέθετε ο νομοθέτης να μεταβάλει τον προορισμό των ιδιωτικών και δημόσιων δασών, ενώ και η εξαίρεση του άρθρου 24 παρ. 1 εδ δ αφορούσε μόνο στα δημόσια δάση. Κατ’ εξαίρεση, νόμιμοι περιορισμοί της κυριότητας του ιδιωτικού δάσους θεωρούνταν η προστασία, συντήρηση και ανάπτυξή του, αλλά και η απαγόρευση περίφραξής του. Απαγορεύονται, εξάλλου, κάθε είδους επεμβάσεις που συνεπάγονται κατάτμηση ή οικοπεδοποίηση και χρησιμοποίηση για οικιστικούς σκοπούς, όπως και η εκχέρσωση. Ωστόσο, ενώ μέχρι το έτος 1999 και μέχρι την έκδοση της ΟλΣτΕ 1675/1999 (Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού, με αντίθετη μειοψηφία) γινόταν παγίως δεκτή η απόλυτη και χωρίς καμία εξαίρεση προστασία των ιδιωτικών δασών, κρίθηκε εν προκειμένω ως επιτρεπτή η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων για την εκτέλεση έργου κοινής ωφέλειας, αποδεχόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ακυρωτικός δικαστής τη δυνατότητα της μεταβολής του προορισμού τους και της κάμψης του απόλυτου απαγορευτικού κανόνα. Το δικαστήριο στάθμισε τα συμφέροντα, εκτίμησε την ανάγκη διαφύλαξης του δάσους, αλλά και τον σκοπό της απαλλοτρίωσης.

Επίσης, επεμβάσεις στα ιδιωτικά δάση δεν είναι δυνατό να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων, διότι έγιναν κατά παράβαση του συνταγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης των αντίστοιχων αποφάσεων.

Σε κάθε περίπτωση, δεν ασκεί επιρροή ο χαρακτήρας της ως δημόσιας ή ιδιωτικής. Εξάλλου, ιδιωτικά θεωρούνται όσα δάση/δασικές εκτάσεις δεν ανήκουν στο Δημόσιο, δηλ. όσα ανήκουν σε ιδιώτες, ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ. Το ιδιωτικό δάσος επίσης προστατεύεται από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Ο κανόνας που θέτει το Σύνταγμα (από το 2001) είναι πως απαγορεύεται πλέον γενικώς η μεταβολή του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων δημόσιων και ιδιωτικών (απόλυτη προστασία), με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση όπου η μεταβολή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, με την έννοια ότι η εκμετάλλευσή τους είναι ουσιώδης για την εθνική οικονομία.

Back to Top