ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
- Εκδοση: 2η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 272
- ISBN: 978-960-654-752-2
O νέος Ποινικός Κώδικας και οι τροποποιήσεις που άμεσα τον ακολούθησαν, κατέστησαν αναγκαία την παρούσα, 2η έκδ. του έργου «Πρακτικά Θέματα Ποινικού Δικαίου». Ειδικότερα, συμπεριλαμβάνονται 40 Πρακτικά Θέματα Ποινικού Δικαίου που επεξεργάζονται τα σημαντικότερα θέματα του Γενικού Μέρους του Ποινικού Δικαίου επί τη βάσει συγκεκριμένων πρακτικών προβλημάτων. Έτσι τίθενται ζητήματα που προκύπτουν από τα όρια εφαρμογής των ελληνικών νόμων, την πράξη και την παράλειψη ως προς τη στοιχειοθέτηση της ποινικής ευθύνης, τον δόλο και την αμέλεια, την άρση αδίκου και καταλογισμού ιδίως επί συνδρομής άμυνας και κατάστασης ανάγκης, την απόπειρα και τη συμμετοχή, την πλάνη, τη συρροή και την παραγραφή. Πέραν των απαντήσεων στα διάφορα ερωτήματα που τίθενται, κύριος στόχος του έργου παραμένει η θέση των σχετικών ποινικών προβληματισμών και η όξυνση της σκέψης όσων θέλουν να ασχοληθούν με αυτά. Σκοπός του έργου δεν είναι να επεκταθεί σε διεξοδικές θεωρητικές αναλύσεις ή σε παράθεση επιχειρημάτων υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, αλλά να δείξει την επιστημονική μέθοδο επίλυσης πρακτικών θεμάτων, τον δρόμο τον οποίο η ποινική σκέψη οφείλει να ακολουθεί προκειμένου να προσφέρει μια πειστική, ασφαλή και επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αν και γιατί υπάρχει ποινική ευθύνη σε ένα συγκεκριμένο βιοτικό περιστατικό. Το βιβλίο απευθύνεται στον φοιτητή, τον δικηγόρο και τον κάθε μελετητή του Ποινικού Δικαίου που αναζητεί κατευθύνσεις κατά την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το Γενικό Μέρος του Ποινικού Δικαίου.
Πρόλογος 1ης έκδοσης VΙΙ
1. Ο έμπορος ναρκωτικών 1
2. Η αποπλάνηση της ανήλικης Βάσως 7
3. Το ασφαλισμένο σκάφος 11
4. Ο επίμονος πλοίαρχος 20
5. Το κρίσιμο λάθος του Μήτσου 26
6. Τα αναστάσιμα βεγγαλικά 35
7. Μέσα στις φλόγες 41
8. Η επίμαχη βάρδια στο εργοστάσιο 46
9. Ο ηλεκτρολόγος και η απρόσεκτη σύζυγος 52
10. Το άδειο όπλο με τις δυο σφαίρες 58
11. Το κάψιμο των χόρτων 66
12. Αντί της Λήδας η Μαίρη 71
13. Οι συνέπειες μιας μερικής μέθης 79
14. Η Λέλα και ο Φοίβος 86
15. Το «λάθος» του γιατρού 94
16. Μια δημοσιογραφική επιτυχία 99
17. «Ο αφηρημένος ληστής» 106
18. Οι κρατούμενοι της Ηγουμενίτσας 112
19. Η συμφωνία 119
20. Εκβίαση 125
21. Η σπείρα των αρχαιοκαπήλων 130
22. Ο μεθυσμένος οδηγός 137
23. Το «μινόρε της αυγής» 142
24. Ασθενής με AIDS 149
25. Οι λίρες της Ασπασίας 154
26. Ο «ευαίσθητος» απαγωγέας 162
27. Τα δυο χρηματοκιβώτια 167
28. Ο «επαγγελματίας» δολοφόνος 172
29. Η ληστεία στο λεωφορείο των ΚΤΕΛ 179
30. Η παράλειψη της νοσοκόμας 186
31. Ο υπάλληλος που εμφανιζόταν ως επιχειρηματίας 191
32. Φίλαθλος v/s Μοτοσικλετιστής 197
33. Ένα «καλό μάθημα» 204
34. Μετά τη διασκέδαση… 211
35. Αυτοδικία 219
36. Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη 226
37. Κυνηγώντας την επιδότηση… 232
38. Η δωροδοκία του δικαστή 242
39. Η υδατογραφία και ο Kadir 247
40. “One night in Paris” 253
Σελ. 1
1
Ο έμπορος ναρκωτικών
■ Xρονικά και τοπικά όρια ισχύος ελληνικών ποινικών νόμων
■ Έμμεση αυτουργία ■ Συμμετοχή ■ Εκ του αποτελέσματος έγκλημα
■ Συρροή ■ Υπό όρους απόλυση
Ο Πολωνός Α, ο οποίος ζει μονίμως στις Η.Π.Α. και ασχολείται με την εμπορία ναρκωτικών ουσιών, αποφασίζει να σκοτώσει τους δύο συνεργάτες του στην Ελλάδα, τον Β, ο οποίος εκείνες τις μέρες βρίσκεται στις Η.Π.Α., και τον Γ, Έλληνες υπηκόους, μέλη ευρύτερης ομάδας που έχει συστήσει ο ίδιος και δρα σε πολλές χώρες. Την απόφαση αυτή λαμβάνει μετά την έναρξη προκαταρκτικής εξέτασης που αφορούσε στην εγκληματική δράση των Β και Γ, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα αποκαλύψουν ενοχοποιητικά στοιχεία σχετικά με τον ίδιο. Για τον λόγο αυτό, στις 20.12.2011, στέλνει δύο μικρά δέματα με αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, το ένα στο ξενοδοχείο όπου μένει ο Β και το άλλο στην κατοικία του Γ στην Αθήνα. Η έκρηξη που ακολουθεί το άνοιγμα των δεμάτων έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Γ και τον σοβαρό τραυματισμό του Β. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2012, ο Α συλλαμβάνεται και δικάζεται στις Η.Π.Α. για διακίνηση ναρκωτικών, απόπειρα ανθρωποκτονίας και βαριά σωματική βλάβη εναντίον του Β, πράξεις για τις οποίες του επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας έξι (6) ετών. Αφού μένει πέντε (5) έτη στη φυλακή, απολύεται υπό όρους και έρχεται στην Ελλάδα προκειμένου να οργανώσει εκ νέου το δίκτυο των συνεργατών του. Μόλις όμως αποβιβάζεται στο αεροδρόμιο συλλαμβάνεται από τις ελληνικές αρχές. Μπορεί να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης για ποια εγκλήματα και με ποιες απειλούμενες ποινές;
Απάντηση
1. Αρχικά πρέπει να ερευνηθεί αν ο Α έχει πραγματώσει το έγκλημα της συγκρότησης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, που περιγράφεται στο
Σελ. 2
άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ. Εγκληματική οργάνωση ασφαλώς υπάρχει, με δράση μάλιστα σε πολλές χώρες, μολονότι στην Ελλάδα δρουν μόνο δύο από τα μέλη της. Αυτό δεν είναι σημαντικό. Ο νόμος δεν απαιτεί για την ύπαρξη της εγκληματικής οργάνωσης να βρίσκονται τρία τουλάχιστον μέλη της στην Ελλάδα. Αρκεί η ομάδα να αποτελείται από τουλάχιστον τρία μέλη, ανεξαρτήτως της χώρας όπου βρίσκονται και να αποβλέπει στην τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και τα κακουργήματα του νόμου περί ναρκωτικών[1].
Βεβαίως, ο Α δεν τελεί το έγκλημα της διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης στην Ελλάδα, αλλά ευρισκόμενος στις Η.Π.Α και έχοντας την υπηκοότητα ξένης χώρας. Με βάση τις γενικές διατάξεις των άρθρων 5 – 8 ΠΚ οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 187 παρ. 5 ΠΚ, οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή και στρέφονται κατά του ελληνικού κράτους, κάτι που ισχύει εν προκειμένω, εφόσον η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση συνιστά έγκλημα κατά της ελληνικής δημόσιας τάξης, στο μέτρο που η εγκληματική δράση της οργάνωσης αναπτύσσεται και εντός της ελληνικής επικράτειας. Καθώς λοιπόν για την διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης δεν έχει τιμωρηθεί ο Α στις Η.Π.Α. μπορεί κατ’ αρχήν να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη στην Ελλάδα.
Θα πρέπει ασφαλώς προηγουμένως να βεβαιωθούμε ότι το αδίκημα αυτό δεν έχει παραγραφεί. Στα διαρκή εγκλήματα, όπως είναι και η συμμετοχή και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, η παραγραφή αρχίζει από την τελευταία στιγμή της τέλεσής τους. Αυτή, σε ό,τι αφορά την δράση της οργάνωσης στην Ελλάδα, αρχίζει από τις 20/12/2011 και είναι δεκαπενταετής, εφόσον το έγκλημα είναι κακούργημα. Επομένως, το καλοκαίρι του 2022 δεν έχει ακόμα παραγραφεί το αδίκημα και μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη.
Ένα ακόμα σημαντικό θέμα είναι ότι στο μεταξύ τροποποιήθηκε ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας και το άρθρο 187 ΠΚ έχει πλέον διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική ποινή. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, πρόβλημα δεν υπάρχει γιατί στον νέο Ποινικό Κώδικα έχουν τεθεί επιπλέον στοιχεία για τον προσδιορισμό της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία πια ρητά απαιτείται να είναι «επιχειρησιακά δομημένη» (να έχει δηλαδή πραγματοπαγή και όχι προσωποπαγή δομή) και να έχει διαρκή «εγκληματική» δράση (και όχι απλώς διαρκή δράση, όπως απαιτούσε ο παλιός Ποινικός Κώδικας). Η αλλαγή αυτή δεν επηρεάζει όμως την υπαγωγή της εγκληματικής οργάνωσης του Α στη συγκεκριμένη διάταξη, γιατί η εμπορία ναρκωτικών αποτελεί δραστηριότητα
Σελ. 3
του οργανωμένου εγκλήματος και διακρίνεται για την «αναλωσιμότητα» των κατώτερων στελεχών της, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Α να σκοτώσει τους συνεργάτες του.
Η αλλαγή που είναι ωστόσο σημαντική αφορά στο ύψος της ποινικής κύρωσης. Στον παλιό Ποινικό Κώδικα η ποινή για τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν πρόσκαιρη κάθειρξη από δέκα έως είκοσι έτη (άρθρο 187 παρ. 3 πΠΚ). Στον Ποινικό Κώδικα του 2019, η ποινή για την ίδια πράξη έγινε κάθειρξη από πέντε έως δεκαπέντε έτη (άρθρο 187 παρ. 2 νΠΚ). Με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, το δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει τον επιεικέστερο νόμο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο νεότερος.
2. Το επόμενο ερώτημα αφορά στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Η πράξη του Α υπάγεται στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του άρθρου 22 παρ. 2 (β) Ν 4139/2013 (διακίνηση ναρκωτικών στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης). Πιο συγκεκριμένα, τελεί τη διακίνηση ως φυσικός αυτουργός, στο μέτρο που οργανώνει και διευθύνει δραστηριότητες διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Με την πράξη του συμμετέχει επίσης στην πώληση των ναρκωτικών ουσιών που τελείται από τους συνεργάτες του στην Ελλάδα.
Τόπος τέλεσης του εγκλήματος διακίνησης που ο ίδιος τελεί ως φυσικός αυτουργός είναι ασφαλώς οι Η.Π.Α. και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι βάσει του άρθρου 5 ΠΚ. Ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 6 και 7 ΠΚ. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση έχει εφαρμογή το άρθρο 8 ΠΚ, αφού η πράξη της διακίνησης που τελεί ο Α υπάγεται στην έννοια της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών, στην οποία εντάσσονται από την νομολογία μας όλες οι πράξεις διακίνησης που περιγράφονται στον νόμο[2]. Για την δίωξη του εγκλήματος με βάση την διάταξη αυτή δεν ενδιαφέρει αν ο δράστης είναι ημεδαπός ή αλλοδαπός ούτε αν η πράξη είναι αξιόποινη κατά το δίκαιο της χώρας όπου τελέστηκε. Το γεγονός ότι ο Α είχε δικαστεί για την πράξη της εμπορίας ναρκωτικών δεν παίζει επίσης κανένα ρόλο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 ΠΚ. Ο Α θα δικασθεί επομένως στην Ελλάδα για την εμπορία ναρκωτικών ουσιών με βάση το ελληνικό ποινικό δίκαιο. Από την ποινή όμως που θα του επιβληθεί θα αφαιρεθούν τα πέντε (5) έτη που εξέτισε στην αμερικανική φυλακή.
Σε ό,τι αφορά την συμμετοχή του στις πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που τελούν οι συνεργάτες του Β και Γ στην Ελλάδα, τόπος τέλεσης θεωρείται τόσο ο τόπος όπου ο Α διευθύνει τη οργάνωση, δηλαδή οι Η.Π.Α., όσο και ο τόπος
Σελ. 4
όπου δρουν οι συνεργάτες του, δηλαδή η Ελλάδα. Λόγω, επομένως, του εξαρτημένου αδίκου της συμμετοχικής δράσης, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι ζητούν εφαρμογή βάσει της αρχής του τοπικού ενδιαφέροντος (άρθρο 5 ΠΚ). Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός ότι ο Α δικάστηκε και καταδικάστηκε στις Η.Π.Α. Στα εγκλήματα, τα οποία - έστω εν μέρει - έχουν τελεστεί στην Ελλάδα, έχουν πάντα εφαρμογή οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι. Έτσι, ο Α θα δικασθεί στην Ελλάδα τόσο ως φυσικός αυτουργός διακίνησης ναρκωτικών (άρθρα 8 ΠΚ + 22 παρ. 2 (β) Ν 4139/2013) όσο και ως ηθικός αυτουργός και απλός συνεργός στις πράξεις διακίνησης που εκτελούν οι Β και Γ (άρθρα 5, 46 παρ. 1, 47 + 22 παρ. 2 (β) Ν 4139/2013). Πρόκειται για πολλαπλή συμμετοχή στο ίδιο έγκλημα. Ο Α θα τιμωρηθεί τελικά μόνο για τη φυσική αυτουργία, στην οποία θα απορροφηθεί η ηθική αυτουργία και η απλή συνέργεια, που συναξιολογούνται μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ερώτημα ωστόσο παραμένει αν ο Α θα τιμωρηθεί με βάση τον νόμο που ίσχυε όταν τέλεσε την πράξη, και ειδικότερα με τον Κώδικα Νόμων περί Ναρκωτικών (ΚΝΝ) που ίσχυσε ως το 2013 ή αντίθετα με τον νεότερο νόμο 4139/2013, περί εξαρτησιογόνων ουσιών, ο οποίος γενικά είναι σημαντικά ευνοϊκότερος. Η κρίση εντούτοις για το ποιος νόμος είναι επιεικέστερος (άρθρο 2 ΠΚ) δεν γίνεται σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Αφορά σε κάθε συγκεκριμένο έγκλημα και συγκεκριμένο δράστη. Σε ό,τι λοιπόν αφορά τη διακίνηση των ναρκωτικών στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, αυτή προβλεπόταν ως διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της διακίνησης στο άρθρο 23Α ΚΝΝ και απειλούνταν με ποινή κάθειρξης από δέκα έως είκοσι έτη και χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες εννιακόσια ως διακόσιες ενενήντα χιλιάδες ευρώ. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 (β) Ν. 4139/2013, η πράξη τιμωρείται με την ίδια στερητική της ελευθερίας ποινή, αλλά με μεγαλύτερη χρηματική ποινή, αφού αυτή κυμαίνεται από πενήντα χιλιάδες ως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ. Επιπλέον σύμφωνα με το άρθρο 52 ΠΚ, η κάθειρξη κυμαίνεται από πέντε έως δεκαπέντε το πολύ έτη. Επομένως, βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, το δικαστήριο θα εφαρμόσει ως ηπιότερο τον νόμο που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης και όχι αυτόν που ισχύει κατά την εκδίκασή της, μειώνοντας όμως (βάσει του άρθρου 52 ΠΚ) το ανώτατο όριο της κάθειρξης στα δεκαπέντε έτη. Η ποινή που μπορεί να επιβληθεί θα είναι λοιπόν κάθειρξη από δέκα έως δεκαπέντε έτη και χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες εννιακόσια ως διακόσιες ενενήντα χιλιάδες ευρώ.
3. Τα επόμενα εγκλήματα που τέλεσε ο Α είναι αυτά της έκρηξης από την οποία μπορεί να προκληθεί κίνδυνος ανθρώπου (άρθρο 270 περ. β΄ ΠΚ), της ανθρωποκτονίας με δόλο σε βάρος του Γ (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) και της απόπειρας ανθρωποκτονίας (άρθρα 42 + 299 παρ. 1 ΠΚ) σε συρροή με βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη (άρθρο 310 παρ. 2(β) ΠΚ) σε βάρος του Β.
Σελ. 5
Ο Α είναι ο φυσικός αυτουργός των τεσσάρων αυτών εγκλημάτων, τα οποία έχει τελέσει με την αποστολή των δύο πακέτων. Μπορεί βέβαια να μην μετέφερε ο ίδιος τα πακέτα με τις βόμβες στους Β και Γ, ωστόσο τα έστειλε με το ταχυδρομείο, παγιδεύοντας ουσιαστικά τους ταχυδρόμους που τα παρέδωσαν και μετατρέποντάς τους σε όργανα εξυπηρέτησης του εγκληματικού του σχεδίου. Οι ταχυδρόμοι απλώς εκτέλεσαν το υπηρεσιακό τους καθήκον, διαπράττοντας μια αξιολογικά ουδέτερη πράξη, που δεν συγκεντρώνει κανένα ποινικό ενδιαφέρον. Έτσι ο Α εμφανίζεται ως έμμεσος αυτουργός των συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων.
Τόπος τέλεσης των πράξεων αυτών είναι οι Η.Π.Α., όπου ο Α ετοίμασε τους εκρηκτικούς μηχανισμούς και προκάλεσε την έκρηξη και τον σοβαρό τραυματισμό του Β. Ειδικά, ωστόσο, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας τόπος τέλεσης είναι, εκτός από τις Η.Π.Α., και η Ελλάδα, αφού εκεί επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα.
Για την έκρηξη λοιπόν που έλαβε χώρα στην Ελλάδα και για την ανθρωποκτονία κατά του Γ έχουν εφαρμογή οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι, βάσει του άρθρου 5 ΠΚ. Τα εγκλήματα άλλωστε αυτά δεν έχουν κριθεί από τα αμερικανικά δικαστήρια. Τα δύο εγκλήματα συρρέουν αληθινά και κατ’ ιδέα, γιατί τελέστηκαν με μία πράξη (αποστολή εκρηκτικού μηχανισμού) αλλά προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά (η έκρηξη είναι έγκλημα γενικής δυνητικής διακινδύνευσης που προσβάλλει αόριστο αριθμό έννομων αγαθών ζωής και σωματικής ακεραιότητας, ενώ η ανθρωποκτονία είναι έγκλημα βλάβης της ζωής ενός συγκεκριμένου ατόμου. Θα μπορούσε βέβαια να προβληθεί η αντίρρηση ότι πάντως η ζωή του Γ που προσβλήθηκε βρισκόταν ανάμεσα στις ζωές των περισσότερων προσώπων που μπορούσαν να κινδυνεύσουν από την έκρηξη. Ωστόσο είναι προφανές ότι η βλάβη της ζωής δεν μπορεί να απορροφηθεί στο έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της ζωής αόριστου αριθμού προσώπων (όπως άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι η προβλεπόμενη γι’ αυτήν ποινή είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την ποινή που απειλείται για την έκρηξη), ενώ ούτε και η ανθρωποκτονία μπορεί να απορροφήσει την έκρηξη, αφού έτσι δεν θα αξιολογούνταν καθόλου η δυνατότητα κινδύνου που προκλήθηκε για αόριστο αριθμό ατόμων.
Σε ό,τι αφορά την έκρηξη που προκλήθηκε στις Η.Π.Α., ως κοινώς επικίνδυνο έγκλημα, οι ελληνικοί νόμοι δεν έχουν εφαρμογή. Σε ό,τι, όμως αφορά την απόπειρα κατά της ζωής του Β και τη βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη σε βάρος του, οι ελληνικοί νόμοι ζητούν εφαρμογή βάσει της αρχής του αντικειμενικού ενδιαφέροντος (άρθρο 7 ΠΚ), εφόσον ο Β είναι Έλληνας πολίτης, το έγκλημα που τελείται σε βάρος του είναι κακούργημα και η πράξη είναι αξιόποινη και κατά το αμερικανικό δίκαιο. Βεβαίως για τις πράξεις αυτές δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Α στις Η.Π.Α. και επομένως για να ελεγχθεί αν μπορεί
Σελ. 6
πράγματι να ασκηθεί ποινική δίωξη στην Ελλάδα, θα πρέπει να ερευνηθεί αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 9 παρ. 1 ΠΚ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε όταν τελέστηκε η πράξη, η δίωξη αποκλειόταν αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε και εξέτισε ολόκληρη την ποινή του. Εν προκειμένω, ο Α βρίσκεται νομίμως εκτός φυλακής, αλλά δεν έχει εκτίσει πλήρως την ποινή του, καθώς η υπό όρους απόλυση θεωρείται τρόπος έκτισης της ποινής σε καθεστώς ελευθερίας[3]. Επομένως, σε βάρος του Α θα έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη τόσο για τα εγκλήματα της έκρηξης και της ανθρωποκτονίας με δόλο που τέλεσε στην Ελλάδα, όσο και για τα εγκλήματα της έκρηξης, απόπειρας ανθρωποκτονίας και βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης που τέλεσε στις Η.Π.Α.
Ωστόσο, στον νΠΚ, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 ΠΚ είναι πλέον επιεικέστερη, καθώς ορίζει ρητά ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείται όχι μόνο αν ο καταδικασθείς έχει εκτίσει όλη την ποινή του, αλλά και εάν εξακολουθεί να την εκτίει νομίμως. Η διάταξη αυτή, ως επιεικέστερη, εφαρμόζεται αναδρομικά, βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι ο Α βρίσκεται νομίμως εκτός φυλακής εκτίοντας το υπόλοιπο της ποινής του σε καθεστώς ελευθερίας, δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του στην Ελλάδα για τα εγκλήματα της έκρηξης, της απόπειρας ανθρωποκτονίας και της βαριάς σωματικής βλάβης για τα οποία καταδικάστηκε στις Η.Π.Α.
Συνοψίζοντας, ο Α θα δικασθεί στην Ελλάδα για τα εγκλήματα της έκρηξης και ανθρωποκτονίας σε βάρος του Γ, καθώς και για το έγκλημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και της εμπορίας ναρκωτικών. Τα δύο εγκλήματα κατά του Γ συρρέουν αληθινά, λόγω ετερότητας έννομων αγαθών και κατ’ ιδέα, γιατί τελέστηκαν με μία πράξη. Τα εγκλήματα αυτά συρρέουν αληθινά πραγματικά με τα εγκλήματα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης καθώς και της εμπορίας ναρκωτικών, λόγω της ετερότητας των έννομων αγαθών και της πολλαπλότητας των πράξεων μέσω των οποίων τελέστηκαν. Από την ποινή ωστόσο που θα επιβάλει το ελληνικό δικαστήριο για την εμπορία ναρκωτικών θα πρέπει να αφαιρεθεί η ποινή που του επέβαλε για την πράξη το αμερικανικό δικαστήριο (άρθρο 10 ΠΚ).
Σελ. 7
2
Η αποπλάνηση της ανήλικης Βάσως
■ Τοπικά και χρονικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων
■ Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα ■ Πλάνη για στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης
■ Πλάνη ως προς το περιεχόμενο του νόμου
Ο 21χρονος Α, φοιτητής της Νομικής, μεταβαίνει στη Γερμανία, στο πλαίσιο ενός προγράμματος Erasmus, κατά το εαρινό εξάμηνο του 2019. Εκεί γνωρίζεται με την 14χρονη Β, που είναι Ελληνίδα αλλά διαμένει μόνιμα στη Γερμανία, γιατί ο αρχιτέκτονας πατέρας της εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία κατασκευής έργων στο Μόναχο. Η φιλική σχέση μεταξύ των δύο νέων εξελίσσεται σε ερωτική και περνούν πολλές ώρες μαζί, συχνά στο δωμάτιο όπου μένει ο Α, ο οποίος όμως, μόλις τελειώνει ο Ιούνιος, φεύγει για την Ελλάδα και δεν απαντά καν στα μηνύματα που του στέλνει η Β, έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στα μαθήματά του και να πάρει γρήγορα το πτυχίο του.
Τότε η Β τα λέει όλα στον πατέρα της, ο οποίος και καταθέτει έγκληση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Θεσσαλονίκης, ζητώντας τη δίωξη του Α για αποπλάνηση ανηλίκου (άρθρο 339 παρ. 1 ΠΚ).
Στο δικαστήριο, που αρχίζει τον Ιανουάριο του 2022, ο Α ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να τιμωρηθεί γιατί: (α) στην Γερμανία η αποπλάνηση τιμωρείται μόνο όταν κάποιος τελεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο κάτω των 14 ετών και επομένως η πράξη του δεν είναι αξιόποινη κατά το δίκαιο της χώρας όπου τελέστηκε, (β) ότι η ίδια η Β τον είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν 16 ετών και επομένως ο ίδιος αγνοούσε ότι τελεί ερωτικές πράξεις με παιδί 14 ετών και (γ) ότι δεν ήταν αυτός που «αποπλάνησε» την Β, αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο, αφού σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους η Β είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Ποια θα είναι η επίδραση των ισχυρισμών του Α στην εκδίκαση της υπόθεσης;
Σελ. 8
Απάντηση
Αξιολόγηση της σημασίας του πρώτου ισχυρισμού
1. Η τέλεση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο κάτω των 15 ετών συνιστούσε έγκλημα κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 339 ΠΚ) όταν τελέστηκε το 2019. Αποτελούσε κακούργημα όταν ο ανήλικος ήταν κάτω των δεκατεσσάρων ετών και πλημμέλημα όταν είχε συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του. Ο Α έχει πραγματώσει επομένως την αντικειμενική υπόσταση του πλημμελήματος της αποπλάνησης ανηλίκου, όπως αυτό περιγραφόταν στο πιο πάνω άρθρο του Ποινικού Κώδικα.
Ωστόσο, η πράξη του τελέστηκε στην αλλοδαπή και όχι στην Ελλάδα και για τον λόγο αυτό, ο Α, με τον πρώτο του ισχυρισμό επιχειρεί ουσιαστικά να αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων. Πράγματι, εφόσον ο ίδιος είναι Έλληνας και η πράξη της αποπλάνησης έχει τελεστεί στην αλλοδαπή, οι ελληνικοί νόμοι, βάσει της αρχής του υποκειμενικού ενδιαφέροντος (άρθρο 6 ΠΚ), μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όταν η πράξη είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε. Αν, λοιπόν, η τέλεση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο μεγαλύτερο των δεκατεσσάρων ετών δεν ήταν αξιόποινη στη Γερμανία όταν τελέστηκε, ο Α δεν μπορεί να τιμωρηθεί.
Εν προκειμένω, βέβαια, εφόσον και η Β είναι Ελληνίδα, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι ζητούν εφαρμογή και με βάση την αρχή του αντικειμενικού ενδιαφέροντος (άρθρο 7 ΠΚ). Ωστόσο και η διάταξη αυτή έχει την ίδια ακριβώς προϋπόθεση: δεν είναι αρκετό η πράξη να συνιστά κακούργημα ή πλημμέλημα κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, αλλά πρέπει να είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε.
Συνοψίζοντας, εάν πράγματι η νομική βάση για την εφαρμογή των ελληνικών νόμων ήταν τα άρθρα 6 και 7 ΠΚ, ο ισχυρισμός του Α θα ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός και η πράξη του δεν θα μπορούσε να διωχθεί στην Ελλάδα, όπως άλλωστε ούτε και στη Γερμανία, εφόσον εκεί δεν ήταν ούτως ή άλλως αξιόποινη.
2. Εντούτοις ο Α αγνοούσε ότι οι δύο αυτές διατάξεις (δηλαδή τα άρθρα 6 και 7 ΠΚ) δεν ήταν οι μόνες νομικές βάσεις για την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων. Και τούτο γιατί, με τον ν. 4267, που άρχισε να ισχύει από 12 Ιουνίου 2014, είχε τροποποιηθεί το άρθρο 8 ΠΚ, στο οποίο πλέον είχε ενταχθεί και το έγκλημα της «αποπλάνησης παιδιών». Με την επιλογή του αυτή, ο Έλληνας νομοθέτης, καθ’ υπερβολή, είχε δηλώσει ότι ενδιαφέρεται να εφαρμόζονται οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι σε όλες τις πράξεις αποπλάνησης ανηλίκων, οπουδήποτε και αν τελούνται, ανεξαρτήτως της υπηκοότητας του δράστη και του θύματος και χωρίς να ενδιαφέρει αν η πράξη ήταν αξιόποινη και κατά το δίκαιο της χώρας όπου τελέστηκε.
Σελ. 9
Μάλιστα, ενώ με βάση τα άρθρα 6 και 7 ΠΚ, όταν η πράξη κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους είναι πλημμέλημα, απαιτείται σε κάθε περίπτωση η υποβολή έγκλησης του παθόντος ή η κατάθεση αίτησης της ξένης κυβέρνησης προκειμένου να ασκηθεί η ποινική δίωξη στην Ελλάδα, το άρθρο 8 ΠΚ δεν έθετε καμία τέτοια προϋπόθεση για το έγκλημα της αποπλάνησης ανηλίκου και η δίωξη έπρεπε να κινηθεί αυτεπαγγέλτως, ακόμα κι αν η πράξη είχε τη μορφή πλημμελήματος.
Όταν ωστόσο η υπόθεση φθάνει στο ακροατήριο, τον Ιανουάριο του 2022, το νομοθετικό πλαίσιο έχει αλλάξει, καθώς έχει ψηφισθεί ο νέος Ποινικός Κώδικας, που άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019. Στο άρθρο 8 του νέου Ποινικού Κώδικα δεν περιλαμβάνεται πλέον το αδίκημα της αποπλάνησης ανηλίκου, και η νέα διάταξη, ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, θα πρέπει να εφαρμοστεί βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ. Κατόπιν τούτου, η πράξη του Α, εφόσον τελέστηκε στην αλλοδαπή, μόνο με τους όρους των άρθρων 6 και 7 ΠΚ θα μπορούσε να διωχθεί. Εφόσον λοιπόν οι γενετήσιες πράξεις με ανήλικο μεγαλύτερο των δεκατεσσάρων ετών δεν διώκονται στη Γερμανία, για την πράξη του Α δεν έχουν εφαρμογή οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι.
Αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού
Ο δεύτερος ισχυρισμός του Α δεν αφορά πια την αμφισβήτηση της δυνατότητας εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων και περιορίζεται στην αμφισβήτηση της πλήρωσης της νομοτυπικής μορφής της αποπλάνησης. Υποστηρίζει, δηλαδή, ο Α ότι δεν είχε δόλο να τελέσει γενετήσια πράξη με ανήλικο μικρότερο των δεκαπέντε ετών, αφού πίστευε ότι η Β ήταν ήδη δεκαέξι, όπως η ίδια τον είχε διαβεβαιώσει.
Το άρθρο 339 παρ. 1 ΠΚ δεν αναφέρεται βέβαια καθόλου στην αναγκαιότητα διαπίστωσης δόλου του υπαιτίου και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το στοιχείο αυτό δεν ενδιαφέρει τον νομοθέτη. Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 26 ΠΚ, δεν υπάρχουν εγκλήματα στα οποία η αντικειμενική υπόσταση να μην καλύπτεται από την υποκειμενική. Ειδικά μάλιστα όταν τα εγκλήματα έχουν τη μορφή κακουργήματος, αυτά τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο, ενώ και όταν έχουν τη μορφή πλημμελήματος και πάλι δόλος χρειάζεται, εκτός αν ρητά ο νομοθέτης τιμωρεί την πράξη και όταν τελείται από αμέλεια (άρθρα 18 και 26 ΠΚ).
Επομένως, το έγκλημα του άρθρου 339 ΠΚ είναι έγκλημα δόλου και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι ο δράστης γνώριζε, έστω ως πιθανό, ότι τελεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο νεότερο των δεκαπέντε ετών και αποδεχόταν να τις τελέσει, καθώς η ηλικία του θύματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος.
Σελ. 10
Ο ισχυρισμός, λοιπόν, του Α ότι αγνοούσε την πραγματική ηλικία της Β, πιστεύοντας ότι αυτή ήταν δεκαέξι ετών, όπως η ίδια τον είχε διαβεβαιώσει, είναι ισχυρισμός πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ), ο οποίος, αν γίνει αποδεκτός από το δικαστήριο, θα οδηγήσει λόγω έλλειψης δόλου στην αθώωση του Α (ακόμα κι αν υποτεθεί ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι). Βεβαίως αμέλεια του Α ως προς τη διαπίστωση της πραγματικής ηλικίας της Β ασφαλώς υπάρχει – αφού θα μπορούσε πολύ εύκολα να βεβαιωθεί για την ηλικία της ζητώντας την ταυτότητά της – ωστόσο το έγκλημα δεν τιμωρείται όταν τελείται από αμέλεια. Αν, λοιπόν, δεν βεβαιωθεί το δικαστήριο για τον δόλο του Α ως προς την ανηλικότητα της Β, το έγκλημα του άρθρου 339 ΠΚ δεν μπορεί να του καταλογιστεί και ο Α θα μείνει ατιμώρητος.
Αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού
Σε αντίθεση με τον δεύτερο, ο τρίτος ισχυρισμός του Α δεν μπορεί να του προσφέρει καμία βοήθεια. Ο ισχυρισμός αυτός αφορά την εσφαλμένη αντίληψη του Α ως προς το περιεχόμενο της απαγόρευσης του νόμου, μια πλάνη όμως που είναι ποινικά αδιάφορη.
Το περιεχόμενο άλλωστε του εγκλήματος προκύπτει από την περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς και όχι από τον τίτλο του άρθρου. Για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί είτε η τέλεση γενετήσιων πράξεων με ανήλικο νεότερο των δεκαπέντε ετών, χωρίς να ενδιαφέρει ποιος έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, είτε η παραπλάνηση του ανηλίκου σε τέλεση γενετήσιων πράξεων με τρίτο πρόσωπο[1]. Ο ισχυρισμός λοιπόν του Α δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον.
Σελ. 11
3
Το ασφαλισμένο σκάφος
■ Εμπρησμός (264 ΠΚ) ■ Έκρηξη (270 ΠΚ) ■ Φθορά ξένης ιδιοκτησίας (378 ΠΚ)
■ Απάτη απλή και κακουργηματική (386 ΠΚ)
■ Δωροληψία-δωροδοκία (235, 236, 237Β, 396 ΠΚ) ■ Παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ)
■ Υπόθαλψη (231 ΠΚ) ■ Ψευδής βεβαίωση (242 ΠΚ)
■ Απόπειρα (μη επανάληψη της αποτυχημένης πράξης)
■ Εκ του αποτελέσματος έγκλημα ■ Αυτοδιακινδύνευση ■ Συμμετοχή
■ Συρροή εγκλημάτων (ειρήνευση εννόμου αγαθού)
Ο Α έχει ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία ΑΕ το σκάφος αναψυχής του. Επειδή όμως ματαίως προσπαθεί να το πουλήσει για να καλύψει επείγουσες χρηματικές του ανάγκες, σκέφτεται να προκαλέσει τον ασφαλιστικό κίνδυνο προκειμένου έτσι να εισπράξει τη σοβαρή ασφαλιστική αποζημίωση των 170.000 ευρώ. Αφού γνωστοποιεί το σχέδιό του στον φίλο του Φ, τον πείθει να βάλει φωτιά στο ελλιμενισμένο στη μαρίνα σκάφος του. Πράγματι ο Φ μπαίνοντας στο σκάφος, με τα κλειδιά που του έδωσε ο Α, ρίχνει στον χώρο της μηχανής ένα μπουκάλι βενζίνη, και ανάβει στη συνέχεια ένα σπίρτο, το οποίο όμως έσβησε αμέσως. Το ίδιο επανελήφθη και με ένα δεύτερο και τρίτο σπίρτο. Ο Φ παραιτείται από την περαιτέρω προσπάθεια και αποχωρεί. Παρά την αποτυχία αυτή ο Α δεν πτοείται, οπότε μετά από καιρό κατάφερε να πείσει αυτή τη φορά τον Υ, υπάλληλο της ιδιωτικής μαρίνας, έναντι αμοιβής, να βάλει φωτιά στο ελλιμενισμένο στη μαρίνα σκάφος του. Ο Υ πιο έμπειρος προκάλεσε ένα βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό σύστημα του σκάφους με αποτέλεσμα να ξεσπάσει τελικώς φωτιά. Η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα, έφτασε στη δεξαμενή καυσίμων και προκάλεσε έκρηξη, με αποτέλεσμα να καεί γρήγορα το σκάφος, ενώ από την έκρηξη η φωτιά επεκτάθηκε στη συνέχεια και στη διπλανή ξένη ψαρόβαρκα, κάτι που ο Υ αποδέχθηκε ως πιθανό. Μετά από έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής έσβησε τελικώς η φωτιά, χωρίς ωστόσο να επεκταθεί περαιτέρω, αν και προκάλεσε σοβαρά εγκαύματα σε έναν πυροσβέστη μια δεύτερη έκρηξη από τη δεξαμενή καυσίμων της ψαρόβαρκας.
Σελ. 12
Τον υποπυραγό Π, ο οποίος ανέλαβε να συντάξει τη σχετική έκθεση αυτοψίας της πυροσβεστικής, πλησίασε ο Χ και εκ μέρους του Α υποσχέθηκε να του δώσει 15.000 ευρώ προκειμένου το πόρισμα της έκθεσης να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαίο βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό σύστημα του σκάφους. Ο Π πράγματι συμφωνεί και συντάσσει το σχετική έκθεση, την οποία ο Α στη συνέχεια υποβάλλει μαζί με τα λοιπά έγγραφα στην ασφαλιστική εταιρεία, δίνοντας τελικώς στον Π, παρά τις διαμαρτυρίες του, μόνο 5.000 ευρώ από τα συμφωνηθέντα. Ο αρμόδιος υπάλληλος όμως της ασφαλιστικής εταιρίας υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την υπόθεση και ειδοποίησε τον εισαγγελέα, οπότε μετά από έρευνα αποκαλύφθηκε η όλη πλεκτάνη.
Απάντηση
1. Σχετικά με την ευθύνη του Φ
Ξεκινώντας από τον Φ, παρατηρεί κανείς ότι αυτός επιχειρεί να βάλει φωτιά στο σκάφος του Α. Διαπράττει έτσι αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος του εμπρησμού, καθώς η προσπάθεια του να βάλει φωτιά στο σκάφος του Α ενέχει τη δυνατότητα να κινδυνεύσουν διάφορες ιδιοκτησίες και άλλων σκαφών, κάτι που Φ προφανώς αποδέχεται γνωρίζοντας τους όρους κινδύνου που έθετε μια τέτοια συμπεριφορά (άρ. 264 § 1 περ. α΄, β΄ και 42 ΠΚ). Οι επιμέρους πράξεις συνάπτουν μια ενότητα συμπεριφοράς και δεν έχουν αυτοτέλεια για να μιλήσει κανείς για συρροή περισσοτέρων πράξεων απόπειρας (φυσική ενότητα της πράξης). Ωστόσο ο Φ παραιτείται στη συνέχεια οικειοθελώς από το να επαναλάβει την πράξη του μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να ανάψει φωτιά με τα σπίρτα. Το ερώτημα είναι αν θα εφαρμοστεί εδώ η νέα διάταξη της § 2 άρθρου 44 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία «αν ο δράστης αποτυχημένου εγκλήματος δεν επαναλάβει άμεσα την πράξη του, με δική του θέληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια, τιμωρείται με την ποινή της απόπειρας μειωμένη στο μισό». Η εν λόγω νέα αυτή διάταξη είναι αμφίβολο αν προσφέρει κάτι[1]: Αν το κρίσιμο στοιχείο είναι η στόχευση του δράστη, το να κάψει δηλαδή το σκάφος, τότε η μη επανάληψη της πράξης, ύστερα από την πρώτη, δεύτερη και τρίτη προσπάθεια, σημαίνει παραίτηση από την επίτευξη του εγκληματικού στόχου (του ανάματος της φωτιάς) χωρίς να ενδιαφέρουν οι επιμέρους πράξεις που ο δράστης επιχειρεί (θεωρία της συνολικής συμπεριφοράς). Ως εκ τούτου η μετά τη δεύτερη ή τρίτη πράξη παραίτηση από περαιτέρω προσπάθεια να ανάψει η φωτιά σημαίνει υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα
Σελ. 13
και άρα εφαρμογή της § 1 άρθρου 44 ΠΚ, αν ο στόχος του πράττοντος ήταν το άναμμα της πυρκαγιάς με όσες προσπάθειες θα χρειαζόταν, εφόσον φυσικά αυτός είχε στη διάθεσή του τα αναγκαία μέσα για να συνεχίσει. Αν από την άλλη σημασία έχει η κάθε ξεχωριστή πράξη-προσπάθεια, τότε με το πρώτο πέταγμα του σπίρτου η απόπειρα θα πρέπει να θεωρηθεί αποτυχημένη και ως τέτοια ανεπίδεκτη υπαναχώρησης. Η οικειοθελής μη συνέχιση της προσπάθειας από κάποιον ο οποίος μετά το πρώτο ή το δεύτερο σπίρτο αποχωρεί, αντί να συνεχίσει με τον ίδιο ή με άλλο τρόπο, ανάβοντας λ.χ. με τον αναπτήρα ένα στουπί, δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως υπαναχώρηση, αν ο δράστης εξαρχής στόχευε να περιοριστεί μόνο στη χρήση σπίρτων για να ανάψει τη φωτιά. Από κάτι λοιπόν που βρίσκεται εκτός του εγκληματικού ορίζοντα δράσης εκείνου ο οποίος επιχειρεί το έγκλημα δεν νοείται υπαναχώρηση.
2. Σχετικά με την ευθύνη του Υ
i. Ο Υ είναι εκείνος ο οποίος τελικώς προκάλεσε το βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό σύστημα του σκάφους, με αποτέλεσμα αυτό να πιάσει φωτιά. Προκάλεσε έτσι πυρκαγιά σε έναν χώρο όπου βρίσκονταν διάφορες ξένες ιδιοκτησίες (σκάφη ελλιμενισμένα στη μαρίνα), με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν να καταστραφούν πολλές από αυτές. Τελείται επομένως το αδίκημα του εμπρησμού (264 § 1 περ. α΄, β΄).
ii. Επειδή η φωτιά επεκτάθηκε στη δεξαμενή καυσίμων, προκάλεσε και έκρηξη, οπότε εκτός από τον εμπρησμό συντρέχει και το αδίκημα της έκρηξης (270 § 1 περ. α΄, β΄ ΠΚ), η οποία εδώ προκαλεί περαιτέρω κοινό κίνδυνο όχι μόνο σε ξένα πράγματα αλλά και σε ανθρώπους, ενώ τελικώς από αυτή την έκρηξη υπέστη βαριά εγκαύματα ο πυροσβέστης, ο οποίος κλήθηκε να σβήσει τη φωτιά και να περιορίσει την επέκτασή της. Υπάρχει επίσης τουλάχιστον και ένας ενδεχόμενος δόλος του Υ για αυτή την έκρηξη, αφού βάζοντας φωτιά σε μια βενζινοκίνητη μηχανή επόμενο είναι να υπολογίζει και με ενδεχόμενη έκρηξη, δηλαδή με περαιτέρω διεύρυνση της έκτασης του κινδύνου, τον οποίο αρχικώς έθεσε η φωτιά.
Το σημαντικό πρόβλημα στη συνέχεια είναι αν τα σοβαρά εγκαύματα που προκλήθηκαν στον πυροσβέστη ως μορφή βαριάς σωματικής βλάβης (310 § 3 ΠΚ) θα καταλογιστούν αντικειμενικά στην πράξη του εμπρησμού ως πρόκληση βαριάς βλάβης από αμέλεια (314 ΠΚ). Εκ πρώτης όψεως θα έδινε κανείς αρνητική απάντηση με το σκεπτικό ότι σύμφωνα με τη θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού η παρέμβαση του πυροσβέστη συνιστά μια πράξη αυτοδιακινδύνευσής του, δηλαδή μια συνειδητή και οικειοθελή ανάληψη του κινδύνου της συγκεκριμένης πυρόσβεσης[2]. Ωστόσο προσεκτικότερη εκτίμηση οδηγεί
Σελ. 14
στο συμπέρασμα ότι η σωστική επέμβαση του πυροσβέστη δεν είναι μια απολύτως οικειοθελής ανάληψη του κινδύνου, όπως θα ήταν αυτή του οποιουδήποτε περαστικού ή γείτονα που θα προσέτρεχε σε βοήθεια, αλλά μια επέμβαση για την οποία υφίσταται νομική υποχρέωση και την οποία ο πυροσβέστης δεν δικαιούται να αρνηθεί. Με τη φωτιά δηλαδή ενεργοποιείται ο προβλεπόμενος τεχνικός και ανθρώπινος (θεσμικός) μηχανισμός πυρόσβεσης της πολιτείας, οπότε τα όποια αποτελέσματα επέρχονται στο πλαίσιο της κανονικής λειτουργίας αυτού του μηχανισμού χρεώνονται σε εκείνον ο οποίος προκάλεσε τη φωτιά. Μόνο αν η δράση του πυροσβέστη ξεφύγει από το υπηρεσιακό πεδίο λειτουργίας της, τότε τα όποια αποτελέσματα θα χρεωθούν στον κίνδυνο που αυτός προκάλεσε (πρόκειται για περιπτώσεις σοβαρής πλημμελούς ενέργειας ή παράλειψης του πυροσβέστη, εξαιτίας της οποίας είτε τραυματίζεται ο ίδιος είτε τραυματίζει τρίτα πρόσωπα είτε δεν κατορθώνει να σώσει τυχόν πρόσωπα που κινδυνεύουν). Συνεπώς, ο Υ θα ευθύνεται για τη σωματική βλάβη του πυροσβέστη από αμέλεια με βάση το 314 ΠΚ, εφόσον από μια πυρκαγιά και από τον κίνδυνο που αυτή δημιουργεί τέτοια αποτελέσματα είναι αντικειμενικά προβλέψιμα και αναμενόμενα.
Επειδή όμως η πιο πάνω βαριά σωματική βλάβη είναι το άμεσο αποτέλεσμα της έκρηξης, οδηγείται κανείς και στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα του άρθρου 270 § 1 περ. γ΄ ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 29 ΠΚ, εφόσον συντρέχει τουλάχιστον αμέλεια ως προς τη βαριά αυτή βλάβη. Πάντως, το εκ του αποτελέσματος έγκλημα θα υπερισχύσει ως ειδικό των δύο συστατικών του στοιχείων (της έκρηξης αφενός και της βαριάς σωματικής βλάβης αφετέρου)[3] ή κατ’ άλλη άποψη θα απορροφήσει τα συστατικά του.
Μεταξύ πάντως του εγκλήματος του εμπρησμού και εκείνου της έκρηξης η συρροή είναι φαινομενική κατ’ ιδέα, έστω και αν με το δεύτερο από τα κοινώς αυτά επικίνδυνα αδικήματα ο κύκλος των απειλούμενων θυμάτων διευρύνεται (λ.χ. από x γίνεται 2x ή 3x), καθώς στην ουσία η απαξία των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων συνίσταται στην αοριστία του αριθμού των απειλούμενων θυμάτων και όχι σε εξατομικευμένα θύματα. Συνεπώς η έκρηξη ως βαρύτερο αδίκημα απορροφά τον εμπρησμό[4].
iii. Η έκρηξη είχε επίσης ως αποτέλεσμα την καταστροφή του σκάφους του Α αλλά και μιας ξένης ψαρόβαρκας. Ως προς την πρώτη καταστροφή δεν πραγματώνεται το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (378 ΠΚ), διότι η καταστροφή έγινε με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του ξένου πράγματος και άρα δεν προσβάλλεται καμιά ιδιοκτησία (πρόκειται, κατά την ορθότερη άποψη, για
Σελ. 15
συγκατάθεση που αποκλείει την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεδομένου ότι η ιδιοκτησία είναι σχέση κυρίου προς πράγμα, οπότε παραιτούμενος ο κύριος από αυτή παύει και να υπάρχει αντικείμενο ποινικής προστασίας)[6] η συρροή θα είναι μεν αληθινή αλλά με το βασικό αδίκημα της φθοράς του άρθρου 378 ΠΚ, με το επιχείρημα ότι έτσι αποφεύγεται η διπλή αξιολόγηση του στοιχείου της έκρηξης ως «αιφνίδιας αποκεντρούμενης ρήξης της ύλης»). Παρόλο λοιπόν ότι η έκρηξη είναι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης και η φθορά έγκλημα βλάβης, υφίσταται ετερότητα εννόμων αγαθών στον βαθμό που η πρώτη απειλεί ιδιοκτησίες αορίστου αριθμού προσώπων και όχι μόνο την ιδιοκτησία εκείνη στην οποία τελικώς επήλθε η βλάβη. Προϋπόθεση βεβαίως είναι να υπάρχει στον δράστη έστω και ενδεχόμενος δόλος καταστροφής και κάποιου (οποιουδήποτε) ξένου πράγματος από τα παρακείμενα σκάφη, άρα και της ψαρόβαρκας που τελικώς καταστράφηκε.
iv. Εάν ο Υ γνώριζε και αποδεχόταν να βάλει φωτιά στο σκάφος προκειμένου ο Α να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση, τελεί και απλή συνέργεια σε απόπειρα απάτης, και μάλιστα κακουργηματικής μορφής (47 και 42, 386 § 1 γ΄ ΠΚ), εφόσον στη συνέχεια ο Α ως φυσικός αυτουργός απάτης προσπάθησε να παραπλανήσει τον αρμόδιο υπάλληλο της ασφαλιστικής εταιρίας σχετικά με τον επελθόντα ασφαλιστικό κίνδυνο για να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση, ζημιώνοντας αντιστοίχως την περιουσία της ασφαλιστικής εταιρίας για ποσό άνω των 120.000 ευρώ.
2. Σχετικά με την ευθύνη του Α
i. Ο Α προκαλώντας την απόφαση του εμπρησμού στον Φ είναι ηθικός αυτουργός αλλά και απλός συνεργός, διότι εκτός από την πρόκληση της απόφασης στον Φ να βάλει τη φωτιά, τον διευκόλυνε επιπλέον και με το να του δώσει και τα κλειδιά της πόρτας. Υπερισχύει βεβαίως η βαρύτερη μορφή συμμετοχής, αυτή της ηθικής αυτουργίας. Επειδή ωστόσο το αδίκημα του εμπρησμού έμεινε στο στάδιο της απόπειρας, και η συμμετοχή του Α θα περιοριστεί στην απόπειρα με βάση το σύστημα της περιορισμένης εξάρτησης (εξάρτηση από
Σελ. 16
την άδικη κύρια πράξη και από το μέγεθος του αδίκου της), το οποίο ισχύει αναφορικά με την ευθύνη του συμμετόχου (46 και 42, 264 § 1 περ. α΄, β΄ ΠΚ). Ενόψει αυτού του συστήματος και η τυχόν εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 44 ΠΚ για τον Φ, αφήνει ανεπηρέαστη την ευθύνη του συμμετόχου.
ii. Ο Α επανέρχεται με νέα πρόκληση απόφασης για εμπρησμό αλλά αυτή τη φορά σε άλλο πρόσωπο, τον υπάλληλο της μαρίνας. Εφόσον τώρα ο Υ ολοκλήρωσε τον εμπρησμό, ο Α που του προκάλεσε μια τέτοια απόφαση θα ευθύνεται ως ηθικός αυτουργός ολοκληρωμένου εμπρησμού (46 § 1 και 264 § 1 περ. α΄, β΄ ΠΚ). Η ηθική μάλιστα αυτουργία στον ολοκληρωμένο εμπρησμό, τον οποίο διέπραξε ο Υ, με την ηθική αυτουργία στην απόπειρα εμπρησμού, που επιχείρησε ο Φ, βρίσκονται σε αληθινή πραγματική συρροή, καθώς μεταξύ των δυο αυτών προσβολών μεσολάβησε ειρήνευση του εννόμου αγαθού βάσει της οποίας θεμελιώνεται νέα πράξη προσβολής. Πέραν τούτου, όσον αφορά τη φθορά της ξένης ψαρόβαρκας προϋπόθεση πάντως είναι να καλύπτει και ο Α με τον δόλο του, έστω και ενδεχόμενο, τη φθορά της προκειμένου να ευθύνεται και γι’ αυτή. Επιπλέον ο Α θα ευθύνεται ως ηθικός αυτουργός στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα της έκρηξης (46 § 1 και 270 § 1 περ. γ΄ ΠΚ), καθώς βάσει του άρθρου 29 ΠΚ η ποινή του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος επιβαρύνει εκτός από τον φυσικό αυτουργό και τον συμμέτοχο υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει και στο πρόσωπό του τουλάχιστον αμέλεια ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης. Τέτοια αμέλεια υπάρχει και στον Α στον βαθμό που και αυτός γνώριζε όλα τα στοιχεία της επικινδυνότητας της κύριας πράξης την οποία προκάλεσε, από την οποία επικινδυνότητα προέκυψε το επιπλέον αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης.
iii. Ζήτημα τίθεται εάν οι Α και Υ θα επιβαρυνθούν και με το αδίκημα της δωροδοκίας-δωροληψίας αντιστοίχως στον ιδιωτικό τομέα (396 ΠΚ), διότι ο Υ ως υπάλληλος της ιδιωτικής μαρίνας λαμβάνει αθέμιτο ωφέλιμα από τον Α (αμοιβή) προκειμένου να βάλει φωτιά στο ελλιμενισμένο σκάφος. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική, διότι η ενέργεια αυτή του Β, για την οποία χρηματίζεται, δεν αποτελεί άσκηση καθηκόντων στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή δεν πρόκειται για παράβαση καθηκόντων, αλλά για μια καθαρά εγκληματική ενέργεια, η οποία δεν σχετίζεται με τα υπαλληλικά του καθήκοντα.
3. Σχετικά με την ευθύνη του Π
i. Ο υποπυραγός Π ως δημόσιος υπάλληλος, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. α΄ ΠΚ (οργανική έννοια του υπαλλήλου), λαμβάνοντας την υπόσχεση παροχής δώρου (15.000 ευρώ) για να τελέσει πράξη, η οποία αντίκειται στα καθήκοντά του (τη ψευδή έκθεση αυτοψίας), διαπράττει δωροληψία. Τελεί έτσι τη
Σελ. 17
διακεκριμένη μορφή του αδικήματος της § 2 άρθρου 235 ΠΚ. Εφόσον το αδίκημα της δωροληψίας τελείται και ολοκληρώνεται με την αποδοχή και μόνο της υπόσχεσης του δώρου, καμία σημασία δεν έχει αν ο υπάλληλος έλαβε ή όχι το υπεσχημένο ωφέλημα (εκτός της επιμέτρησης της ποινής ή της επιβολής της παρεπόμενης ποινής της δήμευσης κατ’ άρθρο 238 ΠΚ).
ii. Πέρα όμως από τη δωροληψία ο Π διαπράττει και το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, καθώς πιστοποιεί ψευδώς ως δημόσιος υπάλληλος σε δημόσιο έγγραφο (την έκθεση αυτοψίας) περιστατικό με έννομες συνέπειες, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι αιτία της προκληθείσας πυρκαγιάς υπήρξε το βραχυκύκλωμα από το ηλεκτρικό σύστημα του σκάφους. Μάλιστα η ψευδής αυτή βεβαίωση είναι κακουργηματικής μορφής σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 242 ΠΚ, στον βαθμό που ο δράστης-υπάλληλος σκόπευε με τη βεβαίωση να προσπορίσει σε τρίτον (στον Α) περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 ευρώ (δηλαδή να εισπράξει ο Α το ποσό του ασφαλίσματος, το οποίο ανερχόταν σε 170.000 ευρώ). Προϋπόθεση βεβαίως του αξιοποίνου είναι να υπάρχει εκ μέρους του υπαλλήλου και η σχετική γνώση του ύψους της αξίας του αντικειμένου (όχι απαραιτήτως το ακριβές ύψος της αξίας αλλά της υπέρβασης του ποσού των 120.000 ευρώ). Η συνέργειά του στην απόπειρα της κακουργηματικής απάτης [47 και 42, 386 § 1 γ΄ ΠΚ)], συνιστάμενη στη δημιουργία και παράδοση του ψευδούς εγγράφου, με το οποίο ο Α επιχειρεί να παραπλανήσει την ασφαλιστική εταιρία ως προς την αιτία επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, θα απορροφηθεί από την κακουργηματική ψευδή βεβαίωση (242 § 3 ΠΚ), καθώς στη διακεκριμένη αυτή μορφή ψευδούς βεβαίωσης έχει συναξιολογηθεί και ο κίνδυνος επέλευσης της περιουσιακής ζημιάς, τον οποίο ενέχει η δημιουργία του ψευδούς πιστοποιητικού.
iii. Επιπλέον όμως ο Π λειτουργεί και ως ειδικός ανακριτικός υπάλληλος (31 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με άρθρο 166 ν. 4662/2020), οπότε τίθεται θέμα αν με τη ψευδή του βεβαίωση διαπράττει και το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας (239 ΠΚ), αφού αποκρύπτοντας την αιτία της φωτιάς προκαλεί την απαλλαγή από την τιμωρία των υπαιτίων Α και Β. Επειδή όμως η § 2 άρθρου 239 ΠΚ περιγράφει ως μορφή κατάχρησης εξουσίας, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, μόνο την έκθεση ή τιμωρία κάποιου αθώου και όχι και την απαλλαγή ενός υπαιτίου από την τιμωρία, όπως συμβαίνει με τη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πραγματώνεται το εν λόγω αδίκημα. Εφαρμογή έτσι έχει εδώ το γενικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος του άρθρου 259 ΠΚ (παράβαση του καθήκοντός του υπαλλήλου να προβεί σε ορθή εκτίμηση της αιτίας της πυρκαγιάς, η οποία παράβαση έγινε για να προσποριστεί παράνομο όφελος τρίτος, να αποφύγει δηλαδή τις συνέπειες της πράξης του εμπρησμού). Επειδή όμως η παράβαση αυτή συνίσταται σε μια μορφή υπηρεσιακής υπόθαλψης ή απόπειράς της κατ’ άρθρο 231 ΠΚ (ματαίωσης ή απόπειρα ματαίωσης
Σελ. 18
της δίωξης άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα), η παράβαση καθήκοντος θα εκτοπιστεί ως επικουρική διάταξη δυνάμει της ρήτρας απόλυτης επικουρικότητας που έχει. Θα υπερισχύσει έτσι τελικώς το αδίκημα της υπόθαλψης. Σημειωτέο ότι και τα τρία αδικήματα (235, 242, 231 ΠΚ) θα συρρέουν αληθινά (με δυο διαφορετικές πράξεις τα δύο πρώτα και με μία το δεύτερο με το τρίτο) λόγω ετερότητας των εννόμων αγαθών, μολονότι ανήκουν στην ίδια κατηγορία των υπηρεσιακών αδικημάτων (συγκεκριμένα θίγονται με αυτά: το αχρημάτιστο των δημόσιων υπηρεσιών, η αλήθεια και αξιοπιστία των δημόσιων εγγράφων, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης).
4. …συνέχεια ως προς την ευθύνη του Α
i. Ο Α στα ανωτέρω εγκλήματα είναι για μεν τη δωροδοκία αυτουργός της (236 § 2 ΠΚ), αφού αυτός υπόσχεται στον Π, μέσω βεβαίως του Χ που λειτουργεί ως εντολοδόχος του, την παροχή αθέμιτου ωφελήματος προκειμένου ο Π να προβεί σε μια υπηρεσιακή ενέργεια κατά παράβαση των καθηκόντων του (να προβεί δηλαδή ως αρμόδιος υπάλληλος σε ψευδή πιστοποίηση). Όσον αφορά τα λοιπά αδικήματα, ο Α είναι ηθικός αυτουργός της διακεκριμένης ψευδούς βεβαίωσης και της παράβασης καθήκοντος, η συμμετοχική του όμως ευθύνη ως προς αυτά θα διαμορφωθεί με βάση τον κανόνα του άρθρου 49 § 1 ΠΚ (δυνατότητα μείωσης ποινής), καθώς πρόκειται για γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα και ο ηθικός αυτουργός σε αυτά στερείται της υπαλληλικής ιδιότητας (extraneus), η οποία αποτελεί ιδιαίτερη προσωπική ιδιότητα που θεμελιώνει το αξιόποινο. Αντιθέτως ο Α δεν θα ευθύνεται για το αδίκημα της υπόθαλψης (231 ΠΚ), αφού η πρόκληση της απόφασης στον Π είναι μια μορφή αυτοϋπόθαλψης για τον Α, και ως τέτοια δεν μπορεί για αυτόν να έχει αξιόποινο χαρακτήρα.
ii. Επιπλέον ο Α είναι και αυτουργός του εγκλήματος της χρήσης του ψευδούς εγγράφου (242 § 4 ΠΚ), αφού το προσκόμισε στην ασφαλιστική εταιρία, χρήση, η οποία αποτελεί πράξη αξιοποίησης του ψευδούς πιστοποιητικού που παρήχθη από την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης. Η χρήση θα απορροφήσει την ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση ως συντιμωρητή προτέρα πράξη. Βεβαίως ο Α με τη χρήση του ψευδούς εγγράφου διαπράττει και απόπειρα διακεκριμένης κακουργηματικής απάτης, αφού προσκομίζει το εν λόγω έγγραφο στην εταιρία για να εισπράξει το ποσό των 170.000 ευρώ, επιχειρώντας να την πείσει σχετικά με την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου (386 § 1 γ΄ ΠΚ). Η απόπειρα αυτή της απάτης θα συρρέει φαινομενικά κατ’ ιδέα με το αδίκημα της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης κατ’ άρθρο 242 § 4 ΠΚ. Ο λόγος είναι ότι η κατ’ άρθρο 242 § 4 ΠΚ διακεκριμένη μορφή της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης είναι από τη φύση της συνυφασμένη και με απειλή της περιουσίας. Οπότε κάθε σκέψη για αληθινή συρροή μεταξύ αυτής της μορφής ψευδούς βεβαίωσης και
Σελ. 19
της απόπειρας απάτης θα οδηγούσε σε διπλή αξιολόγηση της ίδιας πρόσθετης απαξίας (της περιουσιακής απειλής).
5. Σχετικά με την ευθύνη του Χ
Ο Χ, τέλος, θα κριθεί ως (άμεσος) συνεργός τόσο στο αδίκημα της δωροληψίας του Π όσο και σε εκείνο της δωροδοκίας του Α (ταυτόχρονη συμμετοχή σε δωροληψία και δωροδοκία), αφού λειτουργεί στην ουσία ως μεσίτης, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην επίτευξη της αξιόμεμπτης συναλλαγής, του χρηματισμού. Οι δυο αυτές όμως μορφές συμμετοχής βρίσκονται σε φαινομενική κατ’ ιδέα συρροή καθώς η συμβολή αφορά την ίδια αθέμιτη συναλλαγή, εκφραζόμενη στις επί μέρους πράξεις των συμβαλλόμενων μερών. Θα υπερισχύσει μάλιστα η συνέργεια στη δωροδοκία, επειδή έχει μεγαλύτερη ποινή, καθώς για τη συνέργεια στη δωροληψία προβλέπεται η δυνατότητα μειωμένης ποινής εξαιτίας του ότι πρόκειται για συμμετοχή ενός προσώπου, μη έχοντος την υπαλληλική ιδιότητα (extraneus), σε γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα το οποίο προϋποθέτει αυτή την ιδιότητα (49 § 1 ΠΚ)[7]. Εάν φυσικά ο Χ γνωρίζει και το τι ακριβώς αφορά η εξαγοραζόμενη με τη δωροδοκία υπηρεσιακή ενέργεια, δηλαδή τη ψευδή πιστοποίηση και την δια αυτής προκαλούμενη απαλλαγή από την ποινή του υπευθύνου του εμπρησμού, θα ευθύνεται επιπλέον και για συμμετοχή στα αδικήματα της ψευδούς βεβαίωσης, της παράβασης καθήκοντος και της υπόθαλψης αντιστοίχως, με τη μορφή της απλής συνέργειας κατ’ άρθρο 47 ΠΚ (παροχή υλικής συνδρομής πριν την τέλεση της κύριας πράξης).
Σελ. 20
4
Ο επίμονος πλοίαρχος
■ Έννοια πράξης ■ Παράλειψη ■ Έμμεση αυτουργία
Ο πλοίαρχος Α επιχειρεί να προσορμίσει το πλοίο του στο λιμάνι της Μυτιλήνης, ενώ στην περιοχή φυσούν ισχυροί άνεμοι και επικρατεί θαλασσοταραχή. Δεν τα καταφέρνει, οπότε και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια ανδρών του λιμενικού σώματος, οι οποίοι όμως, μετά από κάποιες προσπάθειες, εγκαταλείπουν το εγχείρημα. Τότε ο Α καλεί τηλεφωνικά τον Β, μηχανοδηγό του πλοίου, ο οποίος βρίσκεται με άδεια στη Μυτιλήνη, και του ζητεί να βοηθήσει ώστε να δεθούν οι κάβοι. Ο Β αρνείται να το κάνει, επικαλούμενος τη θαλασσοταραχή. Ο Α του τηλεφωνεί τέσσερις συνολικά φορές και με φωνές και απειλές ότι θα τον απολύσει αν δεν πάει αμέσως να βοηθήσει, καταφέρνει τελικά να πείσει τον Β να μεταβεί στο λιμάνι για να δέσει τους κάβους. Πράγματι ο Β, αφού δένεται με ένα λεπτό σκοινί που βρίσκει μπροστά του, το οποίο κρατούν από τις δύο άκρες δύο φίλοι του, καταφέρνει και δένει τον ένα κάβο. Καθώς όμως επιχειρεί να δέσει και τον δεύτερο, το σκοινί κόβεται από τη δύναμη του νερού. Ο Β παρασέρνεται από τα κύματα και χτυπά το κεφάλι του στο κράσπεδο, με αποτέλεσμα να πεθάνει ακαριαία. Ασκείται ποινική δίωξη κατά του πλοιάρχου Α για θανατηφόρα έκθεση (306 παρ. 1(α) + 306 παρ. 2 ΠΚ). Είναι ορθή η ποινική δίωξη;
Απάντηση
1. Το βασικό πρόβλημα στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι αν η συμπεριφορά του πλοιάρχου συγκροτεί πράγματι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 306 παρ. 1 ΠΚ. Δύο είναι οι μορφές του συγκεκριμένου εγκλήματος. Η έκθεση με τη στενή έννοια, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, η οποία συνιστά έγκλημα ενέργειας. Προϋποθέτει δηλαδή μια μυϊκή ενέργεια με την οποία ένα πρόσωπο μετακινείται από τον δράστη από μια θέση σχετικά ασφαλή σε άλλη σχετικά ανασφαλή, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε κίνδυνο ζωής και να μην μπορεί το ίδιο να βοηθήσει τον εαυτό του.