ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Μετά τους Ν 4842/2021 και 4855/2021
- Έκδοση: 3η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 248
- ISBN: 978-960-654-652-5
- ISBN: 978-960-654-652-5
- Δείτε ένα απόσπασμα
Η 3η έκδοση του έργου «Πρακτικά Θέματα Πολιτικής Δικονομίας», εμπλουτισμένη και επικαιροποιημένη μετά τους Ν 4842/2021 και 4855/2021, περιλαμβάνει 60 πρακτικά θέματα που καλύπτουν όλο το φάσμα της Πολιτικής Δικονομίας (Γενικό Μέρος, Απόδειξη, Αναγκαστική Εκτέλεση, Ασφαλιστικά Μέτρα, Ειδικές Διαδικασίες, Ηλεκτρονικοί Πλειστηριασμοί κ.λπ.) σε συνδυασμό με το ουσιαστικό δίκαιο (Αστικό, Εμπορικό κ.λπ.).
Σημαντικό είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα πρακτικά έχουν αποτελέσει θέματα εξετάσεων στις ελληνικές Νομικές Σχολές και για την εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών.
Πηγές για τη διαμόρφωση των εν λόγω πρακτικών αποτέλεσαν δικαστικές αποφάσεις και δικονομικά θέματα που είτε εμφανίζονται συχνότερα στην πράξη είτε στηρίζονται σε κρίσιμα δικονομικά θέματα.
Το έργο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για δικηγόρους, υποψήφιους δικαστές, φοιτητές αλλά και ενδιαφερόμενους για την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων στην πράξη.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος 3ης έκδοσης | Σελ. VII |
Πρόλογος 2ης έκδοσης | Σελ. IX |
Αντί Προλόγου | Σελ. XI |
Πρακτικά | |
[1] Δικαιοδοσία Μισθωτικές Διαφορές Αρμοδιότητα Απόφαση Ένδικα Μέσα | Σελ. 1 |
[2] Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Διαδικαστικές Προϋποθέσεις | Σελ. 4 |
[3] Αρμοδιότητα Ανακοίνωση Διαδικαστικές Προϋποθέσεις | Σελ. 5 |
[4] Αγωγή (αναγνωριστική) Αρμοδιότητα Διαδικαστικές προϋποθέσεις Παρέμβαση Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Δικαστικά Έξοδα | Σελ. 8 |
[5] Αγωγή (σώρευση) Αρμοδιότητα Απόφαση Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Απόδειξη (βάρος) Ένδικα Μέσα | Σελ. 11 |
[6] Αγωγή (καταψηφιστική) Προϋποθέσεις Παροχής Εννόμου Προστασίας Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Απόδειξη (βάρος) | Σελ. 14 |
[7] Δικαιοδοσία Αρμοδιότητα Παρέκταση Παραίτηση της αγωγής | Σελ. 16 |
[8] Απόφαση Αναγκαστική Εκτέλεση (εκτελεστοί τίτλοι) | Σελ. 19 |
[9] Αρμοδιότητα Δεδικασμένο | Σελ. 21 |
[10] Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Μέσα Επίθεσης και Άμυνας | Σελ. 23 |
[11] Απόδειξη (αποδεικτικά έγγραφα) | Σελ. 25 |
[12] Διαδικαστικές Προϋποθέσεις Ομοδικία Αγωγή (σώρευση) | Σελ. 26 |
[13] Δικαιοδοσία Απόφαση | Σελ. 29 |
[14] Δικαιοδοσία Δεδικασμένο Γαμικές Διαφορές | Σελ. 31 |
[15] Δικαιοδοσία Παρέκταση Διαδικαστικές Πράξεις | Σελ. 33 |
[16] Αρμοδιότητα Αγωγή (σώρευση) Δικόγραφα Μισθωτικές Διαφορές | Σελ. 36 |
[17] Αρμοδιότητα Παρέκταση Προσεπίκληση Ερημοδικία Ένδικα Μέσα | Σελ. 38 |
[18] Αρμοδιότητα Ομοδικία Επιδόσεις Προϋποθέσεις Παροχής Εννόμου Προστασίας Επαναφορά των Πραγμάτων Αγωγή Κακοδικίας Αντίκλητος Απόδειξη (αποδεικτικά μέσα) Ένδικα Μέσα | Σελ. 41 |
[19] Δικαιοδοσία Αγωγή (παρεμπίπτουσα) Προτάσεις Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές | Σελ. 47 |
[20] Αγωγή (σώρευση) Αρμοδιότητα Γαμικές Διαφορές Δεδικασμένο | Σελ. 49 |
[21] Δικαιοδοσία Μισθωτικές Διαφορές Αρμοδιότητα Απόφαση Ένδικα Μέσα | Σελ. 52 |
[22] Αρμοδιότητα Αυτοκίνητα Αγωγή (πλαγιαστική, σώρευση) Ομοδικία Δεδικασμένο Διαδικαστικές Προϋποθέσεις | Σελ. 55 |
[23] Εργατικές Διαφορές Αρμοδιότητα Διαδικαστικές Προϋποθέσεις Παρέμβαση Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Δικαστικά Έξοδα Παρεμπίπτοντα Ζητήματα Δεδικασμένο - Δίκη (αναστολή) Δικαιοδοσία- Δικαστήρια (ειδικά) Συμβιβασμός Απόδειξη (αποδεικτικά μέσα) Αναγκαστική Εκτέλεση (εκτελεστοί τίτλοι) Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές | Σελ. 60 |
[24] Αρμοδιότητα Παρέμβαση Δεδικασμένο Ένδικα βοηθήματα (τριτανακοπή) | Σελ. 66 |
[25] Δικαιοδοσία Αρμοδιότητα Διαδικαστικές Προϋποθέσεις Εργατικές Διαφορές Επιδόσεις Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Ένδικα Μέσα Αναγκαστική Εκτέλεση (εκτελεστοί τίτλοι, προδικασία, αναστολή εκτελεστότητας, κατάσχεση, αναγκαστική διαχείριση) Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Ερημοδικία | Σελ. 70 |
[26] Αρμοδιότητα Εκκρεμοδικία Αναγκαστική Εκτέλεση (ανακοπή, πρόσθετοι λόγοι) Δεδικασμένο Διαδικαστικές Προϋποθέσεις Ένδικα Μέσα | Σελ. 76 |
[27] Δικαιοδοσία Αρμοδιότητα Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Απόδειξη (βάρος, αποδεικτικά μέσα) Εκκρεμοδικία Δικαστικά Έξοδα Αγωγή (αναγνωριστική) Αναγκαστική Εκτέλεση (προδικασία, ανακοπή, πρόσθετοι λόγοι, εκτελεστοί τίτλοι, αναγγελία δανειστών) Παρέμβαση Απόφαση (αναστολή εκτελεστότητας) Δεδικασμένο Ερημοδικία | Σελ. 82 |
[28] Αγωγή (σώρευση, συνεκδίκαση) Ομοδικία Αρμοδιότητα Παρέκταση Ερημοδικία Απόδειξη (προαπόδειξη, πράξη, αποδεικτικά μέσα) Παραίτηση αγωγής Αναγκαστική Εκτέλεση (ανακοπή, αναστολή εκτελεστότητας αναστολή εκτέλεσης, κατάσχεση, πλειστηριασμός, χρηματικές απαιτήσεις, ειδικά περιουσιακά στοιχεία, αναγκαστική διαχείριση, προνομιούχοι δανειστές) Ένδικα Μέσα | Σελ. 93 |
[29] Αρμοδιότητα Προτάσεις Ερημοδικία Απόδειξη (προαπόδειξη) Ένδικα Μέσα Μέσα Επίθεσης και Αμυνας Παρεμπίπτοντα Ζητήματα Δεδικασμένο Αναγκαστική Εκτέλεση (ανακοπή τρίτου) Ομοδικία | Σελ. 102 |
[30] Αρμοδιότητα Ομοδικία Δίκη (διακοπή) Διαδικαστικές Προϋποθέσεις Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Αυτοκίνητα Απόδειξη (αποδεικτικά μέσα, βάρος) Ερημοδικία Ένδικα Μέσα | Σελ. 109 |
[31] Αρμοδιότητα Αγωγή Απόφαση Ένδικα Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Απόδειξη | Σελ. 116 |
[32] Αρμοδιότητα Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές Απόδειξη | Σελ. 120 |
[33] Αρμοδιότητα Αγωγή Μισθωτικές Διαφορές Εκκρεμοδικία Αναγκαστική Εκτέλεση | Σελ. 122 |
[34] Αρμοδιότητα Αναγκαστική Εκτέλεση Μέσα Επίθεσης και Άμυνας Απόδειξη Ένδικα Μέσα Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές | Σελ. 126 |
[35] Αρμοδιότητα Αγωγή Δικαστικά Έξοδα Ομοδικία Ερημοδικία | Σελ. 131 |
[36] Ομοδικία Αρμοδιότητα Άσκηση αγωγής Αποδοχή αγωγής Αναγκαστική εκτέλεση Προσωρινή εκτελεστότητα Ένδικα μέσα Αναγκαστική κατάσχεση | Σελ. 135 |
[37] Δικαιοδοσία Ομοδικία Παρέμβαση Ένδικα μέσα Δεδικασμένο Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή Πλειστηριασμός Πίνακας κατάταξης Υποκατάσταση επισπεύδοντος δανειστή | Σελ. 140 |
[38] Νομιμοποίηση Προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας Δεδικασμένο | Σελ. 147 |
[39] Αρμοδιότητα Αγωγή Αίτημα αγωγής Αναγκαστική εκτέλεση Κατάσχεση | Σελ. 150 |
[40] Αρμοδιότητα Διαδικασία Απόδειξη Βάρος απόδειξης Ασφαλιστικά μέτρα Μεσεγγύηση Δεδικασμένο Εκτελεστότητα | Σελ. 153 |
[41] Μισθωτικές διαφορές Εκχώρηση απαίτησης Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή Προθεσμία και λόγοι ανακοπής Έφεση Αναίρεση | Σελ. 158 |
[42] Γαμικές διαφορές Εκουσία δικαιοδοσία Αρμοδιότητα | Σελ. 162 |
[43] Μισθωτικές διαφορές Αρμοδιότητα Δεδικασμένο Ένσταση συμψηφισμού Έφεση | Σελ. 165 |
[44] Αρμοδιότητα Ειδικές διαδικασίες Αυτοκινητικές διαφορές Απόδειξη Μάρτυρες Αγωγή Αοριστία Αναίρεση | Σελ. 172 |
[45] Αρμοδιότητα Ειδικές Διαδικασίες Προσβολές από δημοσιεύματα Αναγκαστική εκτέλεση | Σελ. 178 |
[46] Αρμοδιότητα Απόδειξη Μάρτυρες Αναγκαστική εκτέλεση Προσωρινή εκτελεστότητα Προσωπική κράτηση Έφεση Αναστολή εκτελεστότητας Διαταγή πληρωμής Πλαστότητα εγγράφου | Σελ. 182 |
[47] Αρμοδιότητα Αγωγή Συνέπειες άσκησης Δικαστικά έξοδα Κλήτευση διαδίκων Ένσταση και άρνηση Απόδειξη Βάρος απόδειξης Μάρτυρες Έφεση Διαδικασία κατ’ έφεση δίκης | Σελ. 192 |
[48] Αρμοδιότητα Αγωγή Αοριστία Ένσταση και άρνηση Νομιμοποίηση Απόδειξη Βάρος απόδειξης Ανακοπή ερημοδικίας Λόγοι ανακοπής | Σελ. 197 |
[49] Μισθωτικές διαφορές Αγωγή Αντικειμενική σώρευση αγωγών Αρμοδιότητα Δικαίωμα επίσχεσης Ενστάσεις Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή Προθεσμία ανακοπής Νομιμοποίηση Ομοδικία Αναγγελία δανειστών Πίνακας κατάταξης Ανακοπή κατά πίνακα Προνόμια Έξοδα εκτέλεσης Εκτελεστικές δίκες Πρόσθετη παρέμβαση | Σελ. 201 |
[50] Αναγκαστική εκτέλεση Τίτλοι εκτελεστοί Συμβολαιογραφικά έγγραφα Υποχρέωση για ενέργεια πράξης Επιταγή για εκτέλεση Αγωγή αποζημίωσης | Σελ. 209 |
[51] Μισθωτικές διαφορές Δυστροπία Υπομίσθωση Αγωγή Αοριστία αγωγής Ομοδικία Αναίρεση Ενστάσεις Απόδειξη Βάρος απόδειξης Δεδικασμένο Εκτελεστότητα | Σελ. 211 |
[52] Αγωγή Σώρευση αγωγών Ομοδικία Προσεπίκληση Αρμοδιότητα Νομιμοποίηση Δεδικασμένο Κύρια παρέμβαση | Σελ. 216 |
[53] Προτάσεις Ερημοδικία Ανακοπή ερημοδικίας Έφεση Δεδικασμένο Παρεμπίπτοντα ζητήματα Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή τρίτου Εκτελεστικές δίκες Ομοδικία Πρόσθετη παρέμβαση Κατάσχεση επικαρπίας | Σελ. 222 |
[54] Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή Λόγοι ανακοπής Προθεσμία Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής Ερημοδικία | Σελ. 229 |
[55] Καταδίκη σε δήλωση βούλησης Σώρεση αγωγών Προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας Αρμοδιότητα Αναγκαστική εκτέλεση Δεδικασμένο Εκτελεστότητα Αγωγή Συνέπειες άσκησης Εκκρεμοδικία Διάθεση επιδίκου αντικειμένου | Σελ. 234 |
[56] Αναγκαστική εκτέλεση Ανακοπή τρίτου Μεσεγγύηση Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις Εκτελεστικές δίκες Ένδικα μέσα | Σελ. 239 |
[57] Οροφοκτησία Αρμοδιότητα Συμβιβαστική επέμβαση Διαταγή πληρωμής Απάντηση και ένσταση Απόδειξη Βάρος απόδειξης Ερημοδικία | Σελ. 243 |
[58] Αρμοδιότητα Αποφάσεις Διακρίσεις αποφάσεων Έφεση Αγωγή Συνέπειες άσκησης Μεταβολή αιτήματος αγωγής Διαδικασία κατ’ έφεση δίκης | Σελ. 246 |
[59] Αρμοδιότητα Παρέκταση Αγωγή Αντικειμενική σώρευση αγωγών Συνέπειες άσκησης αγωγής Τόκοι υπερημερίας Σιωπηρή ομολογία Έφεση Αναίρεση Αναγκαστική εκτέλεση Προσωρινή εκτελεστότητα Ανακοπή Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος | Σελ. 249 |
[60] Προσεπίκληση Δικονομικός εγγυητής Ιδιωτικά έγγραφα Αμφισβήτηση γνωσιότητας Πλαστότητα Διαδικασία στα ειρηνοδικεία Παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου Προτάσεις | Σελ. 254 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 257 |
Αλφαβητικό Ευρετήριο | Σελ. 259 |
Σελ. 1
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1
Δικαιοδοσία ■ Μισθωτικές Διαφορές ■ Αρμοδιότητα ■ Απόφαση ■ Ένδικα Μέσα
O A, Έλληνας, κάτοικος Αθήνας, εκμίσθωσε ένα διαμέρισμα που είχε στον Πειραιά, στον Β, Γερμανό υπήκοο, μέλος της διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.000 €.
Ο Β εγκαταστάθηκε, μαζί με την οικογένειά του, στο παραπάνω διαμέρισμα, αλλά, μετά την παρέλευση των έξι (6) πρώτων μηνών, αρνείται να καταβάλλει στον Α τα μισθώματα.
Ερωτάται:
1) Μπορεί ο Α να εναγάγει τον Β στα ελληνικά δικαστήρια και να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, λόγω της καθυστέρησης καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων, που οφείλεται στην δυστροπία του Β;
2) Εάν ο Α ασκήσει, τελικά, την πιο πάνω, αγωγή για απόδοση του μισθίου: σε ποιο δικαστήριο, αρμόδιο, θα απευθύνει το δικόγραφο της αγωγής του; Και τι απόφαση θα εκδώσει το δικαστήριο;
Απάντηση
1. Τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, εφόσον υφίσταται τοπική αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου (άρθρ. 3 § 1 ΚΠολΔ). Εξαιρετικά, όμως, στις γαμικές διαφορές και στις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρ. 592, 601 ΚΠολΔ) δεν λαμβάνεται υπόψη η τοπική αρμοδιότητα (για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας) αλλά η ιθαγένεια ενός των συζύγων. Στην δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων δεν υπάγονται οι αλλοδαποί εκείνοι, οι οποίοι απολαμβάνουν του προνομίου της ετεροδικίας (άρθρ. 3 § 2 ΚΠολΔ).
Ετεροδικία είναι η μη υπαγωγή κάποιου προσώπου στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, στην οποία έπρεπε κανονικά να υπαχθεί. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, του προνομίου αυτού απολαμβάνουν:
α) τα ξένα κράτη, για πράξεις που ανάγονται στην άσκηση της εξουσίας τους και οι αρχηγοί τους,
β) οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των ξένων κρατών, η οικογένεια και το υπηρετικό τους προσωπικό, εφόσον οι τελευταίοι είναι αλλοδαποί,
γ) οι πρέσβεις που ασκούν διπλωματικά καθήκοντα και,
Σελ. 2
δ) τα ξένα στρατεύματα, με την προϋπόθεση ότι η διέλευση ή παραμονή τους στην Ελλάδα επιτράπηκε με τυπικό νόμο (άρθρ. 27 § 2 Σ.).
Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις το προνόμιο αυτό δεν ισχύει και ο αλλοδαπός που το απολαμβάνει, θα υπαχθεί στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, εάν:
– η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στην Ελλάδα (άρθρ. 3 § 2, 29 ΚΠολΔ),
– πρόκειται για πράξεις αντίθετες με το λειτούργημά του,
– υπέβαλε τον εαυτό του στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, είτε γιατί άσκησε αγωγή κατά ημεδαπού, είτε γιατί σαν εναγόμενος μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν υπέβαλε την ένσταση της έλλειψης δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων, είτε, τέλος, γιατί του ασκήθηκε ανταγωγή συναφής με την αγωγή που έχει ασκήσει κατά ημεδαπού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Β, ως διπλωμάτης, απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, αλλά στην συγκεκριμένη δίκη δεν ετεροδικεί, για τον λόγο ότι, η διαφορά που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των Α και Β εμπίπτει στην πρώτη, κατά τα παραπάνω, κατηγορία των εξαιρέσεων του προνομίου.
Με την διεθνή συνθήκη, όμως, της Βιέννης «Περί διπλωματικών σχέσεων» που υπογράφηκε την 18.4.1961 και επικυρώθηκε στην Ελλάδα με το ΝΔ 530/70, αναγνωρίζεται ετεροδικία και για τις διαφορές εκείνες των διπλωματικών υπαλλήλων, που αφορούν ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα, επεκτεινόμενη και στις ενοχικές επ’ αυτών διαφορές, όπως π.χ. για την απόδοση μισθίου ή την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων κ.λπ.
Ο Α λοιπόν δεν μπορεί να εναγάγει τον Β στα ελληνικά δικαστήρια για την απόδοση του μισθίου, επειδή δεν υφίσταται δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων.
2. Όσον αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας:
α) Για την υλική αρμοδιότητα:
Στη συνήθη υλική αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται και οι μισθωτικές διαφορές, εφόσον το μίσθωμα που συμφωνήθηκε δεν υπερβαίνει τα € 600 (άρθρ. 14 § 1 β΄ ΚΠολΔ)· εάν υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό, οι παραπάνω αγωγές υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων (άρθρ. 16 περ. 1 ΚΠολΔ).
β) Για την τοπική αρμοδιότητα:
Στην ειδική και αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου υπάγονται οι ακόλουθες αγωγές (άρθρ. 29 ΚΠολΔ):
– εκείνες που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, όπως π.χ. διεκδικητικές (άρθρ. 1094, ΑΚ), αρνητικές (άρθρ. 1108, ΑΚ) καθώς και εκείνες που αφορούν την νομή ή κατοχή, όπως π.χ. αγωγές περί αποβολής (άρθρ. 987 ΑΚ), περί διατάραξης (άρθρ. 989, ΑΚ).
– οι μικτές, δηλαδή εκείνες οι οποίες, αν και έχουν αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα, στρέφονται κατά ορισμένου προσώπου, όπως π.χ. η αγωγή περί διανομής
Σελ. 3
κοινού πράγματος (άρθρ. 799, ΑΚ και 478 επ. ΚΠολΔ), η περί κανονισμού ορίων (άρθρ. 1020 ΑΚ) κ.λπ.,
– οι «in rem scriptae», δηλαδή εκείνες που αφορούν απαιτήσεις κατά παντός διακατόχου, όπως π.χ. η αξίωση του εκμισθωτή κατά του υπομισθωτή για την απόδοση του μισθίου (άρθρ. 599 ΚΠολΔ) ή η αξίωση του χρήστη κατά τρίτου, προς τον οποίο ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα προς απόδοση (άρθρ. 819 ΑΚ),
– εκείνες που αφορούν τον προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ακίνητο, και,
– εκείνες που πηγάζουν από μίσθωση ακινήτου ή από επίμορτη αγροληψία ή δικαιώματος που συνδέεται με την εκμετάλλευσή του.
Αρμόδιο, λοιπόν, δικαστήριο, για την εκδίκαση της επίδικης αυτής υπόθεσης, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, δηλαδή του Πειραιά.
Όσον αφορά την δικαστική απόφαση:
Η έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρ. 4 ΚΠολΔ), εκτός, εάν:
– απουσιάσει ο εναγόμενος κατά τη συζήτηση της αγωγής, ή
– πρόκειται για διαφορά που αφορά ακίνητο που βρίσκεται στην αλλοδαπή.
Συνεπώς, εάν ο Β προτείνει την έλλειψη της δικαιοδοσίας του ελληνικού δικαστηρίου είναι υποχρεωμένο το τελευταίο, εξετάζοντάς την, να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη (άρθρ. 4 β΄ ΚΠολΔ)· εάν δεν την απορρίψει και δικάσει, η απόφαση που θα εκδοθεί υπόκειται στην άσκηση αναίρεσης (άρθρ. 159 περ. 2 και 559 4ος ΚΠολΔ). Εάν ο Β δεν προτείνει την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας, αν και είναι παρών, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, το δικαστήριο θα δικάσει κανονικά, δηλαδή, σαν να είχε δικαιοδοσία, επειδή, μ’ αυτόν τον τρόπο, ο εναγόμενος που απολαμβάνει το προνόμιο της ετεροδικίας, υπέβαλε τον εαυτό του στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων.
Σελ. 4
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2
Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές ■ Διαδικαστικές Προϋποθέσεις
Ο Α έχει ασκήσει κατά του Β αγωγή απόδοσης δανείου € 300.000 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας. Με τις προτάσεις που κατέθεσε ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε μεταξύ άλλων ότι άλλος δικηγόρος του αντιδίκου του παραστάθηκε στην συζήτηση στο ακροατήριο και άλλος υπέγραψε τις προτάσεις.
Ερωτάται:
Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου;
Απάντηση
α) Για το παραδεκτό του ισχυρισμού:
Όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας των διαδίκων πρέπει να υποβάλλονται με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 237 ΚΠολΔ (ή το άρθρο 591 παρ. 1γ΄ ΚΠολΔ στις ειδικές διαδικασίες), διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτα (άρθρ. 527 ΚΠολΔ)· εξαιρετικά, επιτρέπεται η υποβολή μέσων επίθεσης και άμυνας και μετά τη συζήτηση, εάν:
– πρόκειται για ισχυρισμούς που εξετάζονται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή για ισχυρισμούς που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί ισχυρισμοί),
– πρόκειται για ισχυρισμούς που δημιουργήθηκαν, για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση ή που δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και στην ένσταση κατάχρησης δικαιώματος (οψιγενείς ισχυρισμοί), και,
– πρόκειται για ισχυρισμούς που αποδεικνύονται από δημόσιο έγγραφο ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.
Ο ισχυρισμός που προτείνεται από τον Β είναι παραδεκτός, γιατί η έλλειψη πληρεξουσιότητας (καθώς και η υπέρβασή της) εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και σε κάθε στάδιο της δίκης (άρθρ. 104 ΚΠολΔ).
β) Για το βάσιμο του ισχυρισμού:
Στην πολιτική δίκη, πολλοί πληρεξούσιοι δικηγόροι δικαιούνται να εκπροσωπούν τον ίδιο διάδικο στην ίδια δίκη, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά (άρθρ. 95 ΚΠολΔ). Συνεπώς, μπορεί άλλος δικηγόρος να παρίσταται στο δικαστήριο και άλλος να υπογράφει τις προτάσεις.
Ο ισχυρισμός λοιπόν του εναγομένου υποβάλλεται παραδεκτά, αλλά είναι νομικά αβάσιμος.
Σελ. 5
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3
Αρμοδιότητα ■ Ανακοίνωση ■ Διαδικαστικές Προϋποθέσεις
Ο Β, κατά την ανέγερση οικοδομής στο ακίνητο του, προκάλεσε ζημιές στα δένδρα και στους καρπούς των δένδρων του γειτονικού ακινήτου που ανήκει στον Α, λόγω της αναγκαστικής, σ’ αυτό, κυκλοφορίας του εργαζόμενου προσωπικού, αλλά και της τοποθέτησης, σ’ αυτό, οικοδομικού υλικού.
Ο Α άσκησε αγωγή εναντίον του Β, με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλλει € 1.200 αποζημίωση για την από αμέλεια καταστροφή των δένδρων και καρπών του ακινήτου του. Μετά τη συζήτηση της αγωγής ο Β ανακοίνωσε την δίκη στον Γ, ο οποίος δεν παρουσιάσθηκε καθόλου μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης, η οποία, μάλιστα, δεν αναφέρθηκε σ’ αυτήν.
Ερωτάται:
1) Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς αυτής;
2) Είχε έννομο συμφέρον ο Β να ανακοινώσει τη δίκη αυτή στον Γ;
3) Ασκήθηκε εμπρόθεσμα η ανακοίνωση αυτή;
4) Πώς κρίνετε τον ισχυρισμό του Β για το ότι το δικαστήριο είχε υποχρέωση, με την απόφαση που εξέδωσε, να αναφερθεί σχετικά με την ανακοίνωση που άσκησε;
Απάντηση
1. Για την υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου:
Στην εξαιρετική αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, και οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις του γειτονικού δικαίου και συγκεκριμένα από αυτές των άρθρων: 1003-1009, 1018-1020 και 1023-1031 ΑΚ, καθώς και αυτές που αναφέρονται στις ζημιές από τις παραβάσεις των διατάξεων αυτών (άρθρ. 15 περ. 3 ΚΠολΔ). Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με το άρθρο 1018 ΑΚ ο κύριος γειτονικού ακινήτου υποχρεούται να ανέχεται, με καταβολή αποζημίωσης ή παροχή ασφάλειας για τις τυχόν ζημιές, όταν απαιτείται, την είσοδο και κυκλοφορία του εργαζόμενου προσωπικού ή την παροδική τοποθέτηση εγκαταστάσεων ή οικοδομικού υλικού, προκειμένου να γίνει επισκευή ή ανακαίνιση κτιρίου.
Για την τοπική αρμοδιότητα:
Σελ. 6
Στην ειδική και αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου υπάγονται οι ακόλουθες αγωγές (άρθρ. 29 ΚΠολΔ):
– εκείνες που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, όπως π.χ. διεκδικητικές (άρθρ. 1094 ΑΚ), αρνητικές (άρθρ. 1108 ΑΚ) καθώς και εκείνες που αφορούν την νομή ή κατοχή, όπως π.χ. αγωγές περί αποβολής (άρθρ. 987 ΑΚ), περί διατάραξης (άρθρ. 989 ΑΚ),
– οι μικτές, δηλαδή εκείνες οι οποίες αν και έχουν αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα, στρέφονται κατά ορισμένου προσώπου, όπως π.χ. η αγωγή περί διανομής κοινού πράγματος (άρθρ. 799 ΑΚ και 478 επ. ΚΠολΔ), η περί κανονισμού ορίων (άρθρ. 1020 ΑΚ) κ.λπ.,
– οι «in rem scriptae», δηλαδή εκείνες που αφορούν απαιτήσεις κατά παντός διακατόχου, όπως π.χ. η αξίωση του εκμισθωτή κατά του υπομισθωτή για την απόδοση του μισθίου (άρθρ. 599 ΚΠολΔ) ή η αξίωση του χρήστη κατά τρίτου προς τον οποίο ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα προς απόδοση (άρθρ. 819 ΑΚ),
– εκείνες που αφορούν τον προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ακίνητο και,
– εκείνες που πηγάζουν από μίσθωση ακινήτου ή από επίμορτη αγροληψία ή δικαιώματος που συνδέεται με την εκμετάλλευση του.
Αρμόδιο, λοιπόν, δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου κείται το ακίνητο.
2. Ανακοίνωση είναι η γνωστοποίηση μιας εκκρεμούς δίκης σε τρίτο πρόσωπο. Παραδεκτά, ασκείται η ανακοίνωση, συντρεχόντων και των λοιπών γενικών προϋποθέσεων του παραδεκτού των διαδικαστικών πράξεων, εφόσον (άρθρ. 91 ΚΠολΔ):
– υπάρχει εκκρεμής δίκη,
– γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, δηλαδή σε πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με τα πρόσωπα των αρχικών διαδίκων,
– υπάρχει έννομο συμφέρον, το οποίο δεν ορίζεται, από τον νόμο περιοριστικά (όπως συμβαίνει στην προσεπίκληση), αλλά ενδεικτικά, δηλαδή, θα πρέπει να δικαιολογείται η ύπαρξή του από την συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου.
3. Η ανακοίνωση μπορεί να ασκηθεί μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής ή μέσα σε ενενήντα (90) αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του είναι κάτοικος αλλοδαπής ή αγνώστου διαμονής (άρθρ. 238 ΚΠολΔ). Επομένως απαράδεκτα η ανακοίνωση, στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής.
4. Η ανακοίνωση δεν αποτελεί μορφή παροχής έννομης προστασίας, επειδή δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας, αλλά ούτε την έννομη σχέση που συνδέει τον διάδικο που ανακοίνωσε την δίκη με τον τρίτο προς τον οποίο έγινε. Ακόμα και
Σελ. 7
όταν ο τρίτος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση απουσιάσει, η διαδικασία προβαίνει κανονικά σαν να μην είχε γίνει ανακοίνωση.
Εξαιρετικά, η ανακοίνωση παράγει αποτελέσματα:
– εάν προσέλθει ο τρίτος, προς τον οποίο έγινε ανακοίνωση, μπορεί να ασκήσει παρέμβαση, οπότε θα επέλθουν οι συνέπειες της (άρθρ. 79 επ. ΚΠολΔ),
– εάν η ανακοίνωση ασκηθεί εμπρόθεσμα κατά το άρθρο 238 ΚΠολΔ (και σε περίπτωση που η υπόθεση συζητείται με ειδική διαδικασία δέκα (10) ημέρες πριν τη συζήτηση κατά το άρθρο 591 παρ. 1β΄ ΚΠολΔ) και ο τρίτος προς τον οποίο έγινε δεν συμμετάσχει της διαδικασίας (δεν ασκήσει δηλαδή παρέμβαση), δεν μπορεί να στραφεί κατά της απόφασης που θα εκδοθεί με τριτανακοπή (άρθρ. 92, 586 ΚΠολΔ).
Ο ισχυρισμός, λοιπόν, του Β είναι αβάσιμος, γιατί, εφόσον η ανακοίνωση δεν αποτελεί μορφή παροχή έννομης προστασίας, δεν υποχρεώνει αντίστοιχα το δικαστήριο να αποφανθεί γι’ αυτήν.
Σελ. 8
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4
Αγωγή (αναγνωριστική) ■ Αρμοδιότητα ■ Διαδικαστικές προϋποθέσεις ■ Παρέμβαση ■ Θεμελιώδεις Δικονομικές Αρχές ■ Δικαστικά Έξοδα
Ο Α, κάτοικος Χανίων Κρήτης, άσκησε, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας, αγωγή κατά του Β, κατοίκου Αθήνας, με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητάς του σε ακίνητο που βρίσκεται στην Κρήτη, αξίας € 400.000.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Γ παρεμβαίνει με αυτοτελές δικόγραφο, που καταθέτει και επιδίδει, νόμιμα και εμπρόθεσμα, ισχυριζόμενος ότι ο Α είναι κύριος του περιγραφόμενου λεπτομερώς στην αγωγή του αυτή, ενώ, μετά τη συζήτηση της αγωγής παρεμβαίνει προφορικά ο Δ, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος είναι ο κύριος του ακινήτου.
Ερωτάται:
1) Είναι παραδεκτή η άσκηση της αγωγής αυτής;
2) Είναι αρμόδιο το δικαστήριο που πρόκειται να δικάσει;
3) Πώς χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις των Γ και Δ; Ασκήθηκαν παραδεκτά;
4) Πώς θα κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή;
Απάντηση
1. Σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον για δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει, γι’ αυτό, αγωγή.
Αναγνωριστική αγωγή (άρθρ. 70 ΚΠολΔ) είναι εκείνη με την οποία ο ενάγων ζητά την αναγνώριση της ύπαρξης (θετική) ή ανυπαρξίας (αρνητική) μιας έννομης σχέσης. Έννομο συμφέρον για την άσκησή της έχει εκείνος ο διάδικος, ο οποίος, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της έννομης σχέσης υφίσταται βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατόν ν’ αποτραπεί παρά μόνον με την αναγνωριστική απόφαση.
Σχετικά με την αυτοτελή ή μη αυτοτελή άσκησή της, έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις:
– της επικουρικότητας της αναγνωριστικής αγωγής, σε σχέση με την καταψηφισπκή,
– της πλήρους αυτοτέλειάς της, κατά την οποία (είναι η επικρατούσα) μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς η αναγνωριστική αγωγή, ανεξάρτητα από την καταψηφιστική, εφόσον υπάρχει έννομο συμφέρον.
Σελ. 9
Εάν, λοιπόν, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού, είναι παραδεκτή η άσκηση της αναγνωριστικής αυτής αγωγής, καθόσον αμφισβητείται το δικαίωμα της κυριότητας του Α.
2. Για την υλική αρμοδιότητα:
Επειδή επί νομής και κυριότητας η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται από την αξία του πράγματος, δηλαδή από το ποσόν των € 400.000, το οποίο αντιστοιχεί με την αξία του επίδικου ακινήτου, γι’ αυτό, υλικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρ. 11 περ. α΄, 14 § 2, 18 §1 ΚΠολΔ).
Για την τοπική αρμοδιότητα:
Στην ειδική και αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου υπάγονται οι ακόλουθες αγωγές (άρθρ. 29 ΚΠολΔ):
– εκείνες που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, όπως π.χ. διεκδικητικές (άρθρ. 1094 ΑΚ), αρνητικές (άρθρ. 1108 ΑΚ) καθώς και εκείνες που αφορούν την νομή ή κατοχή, όπως π.χ. αγωγές περί αποβολής (άρθρ. 987 ΑΚ), περί διατάραξης (άρθρ. 989 ΑΚ).
– οι μικτές, δηλαδή, εκείνες οι οποίες αν και έχουν αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα, στρέφονται κατά ορισμένου προσώπου, όπως π.χ. η αγωγή περί διανομής κοινού πράγματος (άρθρ. 799 ΑΚ και 478 επ. ΚΠολΔ), η περί κανονισμού ορίων (άρθρ. 1020 ΑΚ) κ.λπ.,
– οι «in rem scriptae», δηλαδή εκείνες που αφορούν απαιτήσεις κατά παντός διακατόχου, όπως π.χ. η αξίωση του εκμισθωτή κατά του υπομισθωτή για την απόδοση του μισθίου (άρθρ. 599 ΚΠολΔ) ή η αξίωση του χρήστη κατά τρίτου προς τον οποίο ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα προς απόδοση (άρθρ. 819 ΑΚ),
– εκείνες που αφορούν τον προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε ακίνητο και
– εκείνες που πηγάζουν από μίσθωση ακινήτου ή από επίμορτη αγροληψία ή δικαιώματος που συνδέεται με την εκμετάλλευση του.
Το δικαστήριο, στο οποίο η αγωγή του Α ασκήθηκε, είναι υλικά μεν αρμόδιο, τοπικά όμως αναρμόδιο, επειδή το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην Κρήτη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, λοιπόν, εξετάζοντας και αυτεπάγγελτα την αναρμοδιότητα του θα παραπέμψει την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κρήτης (άρθρ. 46 ΚΠολΔ).
3. Παρέμβαση είναι η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη. Η παρέμβαση μπορεί να είναι κύρια, όταν ο τρίτος αντιποιείται, ολικά ή μερικά, το επίδικο αντικείμενο ή πρόσθετη, όταν ο τρίτος υποστηρίζει τον διάδικο εκείνο από την νίκη του οποίου έχει έννομο συμφέρον (άρθρ. 79, 90 ΚΠολΔ).
Σελ. 10
Σύμφωνα μ’ αυτά, ο Γ άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Α, ενώ, ο Δ άσκησε κύρια παρέμβαση, γιατί διεκδίκησε από τους αρχικούς διαδίκους την κυριότητα του επίδικου ακινήτου.
Τόσο η κύρια, όσο και η πρόσθετη παρέμβαση ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της αγωγής και το δικόγραφο κοινοποιείται σ’ όλους τους διαδίκους (άρθρ. 215 § 1, 81 ΚΠολΔ). Η κύρια παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί μόνον στον πρώτο βαθμό (άρθρ. 79 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής (άρθρ. 238 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν είχε προηγηθεί προσεπίκληση εντός ενηνήντα (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί σε κάθε στάδιο της δίκης έως ότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρ. 80 ΚΠολΔ), αν όμως ασκηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρέπει να τηρηθεί η ανωτέρω προσθεσμία για την κύρια παρέμβαση (άρθρ. 238 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι στις ειδικές διαδικασίες εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1β΄ ΚΠολΔ (πριν από δέκα ημέρες από τη συζήτηση της αγωγής).
Ενόψει του ότι η αγωγή στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται με την τακτική διαδικασία (δεν υπάγεται σε καμία από τις ειδικές κατ’ άρθρ. 592 επ. ΚΠολΔ) αμφότερες οι παρεμβάσεις ασκήθηκαν χωρίς την τήρηση των προαναφερομένων διατυπώσεων και θα απορριφθούν ως απαράδεκτες.
4. Για την κατανομή των δικαστικών εξόδων (άρθρ. 181, 182, 176 ΚΠολΔ):
– επειδή η κύρια παρέμβαση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, ο Δ θα καταδικασθεί να καταβάλλει τα έξοδα που προκάλεσε στους αρχικούς διαδίκους με την παρέμβαση του,
– επειδή η κατανομή των δικαστικών εξόδων στην πρόσθετη παρέμβαση εξαρτάται από το αν νίκησε ή ηττήθηκε ο διάδικος εκείνος υπέρ του οποίου είχε γίνει παρέμβαση, γι’ αυτό: εάν νικήσει ο Α, τα έξοδα που προκλήθηκαν από την πρόσθετη παρέμβαση του Γ θα τα καταβάλει ο αντίδικος του ενάγοντος Β, εάν ηττηθεί, τα έξοδα θα τα καταβάλει ο ίδιος.
Σελ. 11
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5
Αγωγή (σώρευση) ■ Αρμοδιότητα ■ Απόφαση ■ Μέσα Επίθεσης και Άμυνας ■ Απόδειξη (βάρος) ■ Ένδικα Μέσα
Ο Α άσκησε εναντίον του Β, κατοίκου Αθήνας, αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αίτημα να καταδικασθεί ο τελευταίος να του καταβάλει € 140.000 από δάνειο που είχαν συνάψει στον Βόλο και € 250.000 από υπόλοιπο τιμήματος αγοραπωλησίας διαμερίσματος που βρίσκεται στην Αθήνα.
Με τις προτάσεις που νόμιμα και εμπρόθεσμα κατέθεσε ο Β παραδέχθηκε την κατάρτιση της αγοραπωλησίας του ακινήτου και την υποχρέωσή του για την καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος των €250.000 από την αγορά του διαμερίσματος, αρνήθηκε, όμως, την υποχρέωση του για την καταβολή του ποσού των € 140.000, ισχυριζόμενος ότι δεν συνήφθη κανένα δάνειο.
Το δικαστήριο καταδίκασε τον Β στην πληρωμή του ποσού των € 250.000, αλλά, ταυτόχρονα, επειδή είχε αμφιβολίες ως προς τον ισχυρισμό του που αφορά το δάνειο ζήτησε την εξέταση μαρτύρων από την πλευρά του εναγόμενου Β.
Ερωτάται:
1) Παραδεκτά ο ενάγων προέβαλε, με το ίδιο δικόγραφο και τα δύο αιτήματα του;
2) Πώς χαρακτηρίζετε την απόφαση του δικαστηρίου;
3) Είναι ορθή η απόφαση αυτή;
4) Συγχωρείται κατ’ αυτής η άσκηση ενδίκων μέσων;
Απάντηση
1. Σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ, επιτρέπεται η αντικειμενική σώρευση αγωγών, δηλαδή, η σώρευση πολλών απαιτήσεων του ίδιου ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής, αδιάφορα από το εάν πηγάζουν από την ίδια ή άλλη αιτία ή αφορούν το ίδιο ή άλλο αντικείμενο ή στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, με την προϋπόθεση, όμως, ότι συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους.
β) Στο σύνολο τους να υπάγονται, λόγω ποσού, στο δικαστήριο στο οποίο εισάγονται. Παραδεκτά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αγωγή ασκήθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, επειδή λήφθηκε υπόψη το σύνολο της αξίας των απαιτήσεων
Σελ. 12
(€ 140.000 + €250.000 = €390.000), γιατί, συνυπολογίζονται οι πολλές απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (άρθρ. 9 γ΄, 18 § 1 ΚΠολΔ).
γ) Να υπάγονται στο ίδιο δικαστήριο κατά τόπο και συνεπώς παραδεκτά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αγωγή ασκήθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας· επειδή:
– για την αξίωση των €140.000 από το δάνειο τοπικά αρμόδιο είναι το δικαστήριο (άρθρ. 33 ΚΠολΔ) στην περιφέρεια του οποίου καταρτίσθηκε η σύμβαση ή αυτό της εκπλήρωσης της παροχής ή αυτό της κατοικίας ή διαμονής του εναγομένου, δηλαδή, της Αθήνας (ειδική συντρέχουσα δωσιδικία), κατ’ εκλογή του ενάγοντος (άρθρ. 41 ΚΠολΔ),
– για την αξίωση των €250.000 από την πώληση ακινήτου προσδιορίζεται από την ίδια διάταξη (άρθρ 33 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι πρόκειται για ενοχική και όχι για εμπράγματη αγωγή.
δ) Να υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας. Πράγματι και οι δύο απαιτήσεις του ενάγοντος υπάγονται στην τακτική διαδικασία, αφού καμμία απ’ αυτές δεν υπάγεται σε ειδική (άρθρ. 591-681 ΚΠολΔ).
ε) Η σύγχρονη εκδίκασή τους να μην επιφέρει σύγχυση στον δικαστή, προϋπόθεση για την οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, παραδεκτά ο Α σώρευσε στο ίδιο δικόγραφο στις δύο απαιτήσεις του.
2. Ολικά οριστικές αποφάσεις (τελειωτικές) είναι εκείνες οι οποίες κρίνουν οριστικά επί όλων των ζητημάτων που απασχόλησαν το δικαστήριο, υφίστανται δε μόνον εάν η δίκη είχε περισσότερα από ένα κύρια αντικείμενα, όπως στην περίπτωση αυτή (αντικειμενική σώρευση αγωγών). Εάν με την απόφαση κρίθηκαν ορισμένα απ’ αυτά οριστικά και ορισμένα όχι, η απόφαση αυτή είναι μερικά οριστική.
Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, που εκδόθηκε στην δίκη μεταξύ των Α και Β είναι μερικά οριστική, γιατί έκρινε οριστικά μόνον για το ένα αντικείμενο της δίκης(€ 250.000 υπόλοιπο τιμήματος της πώλησης ακινήτου), ενώ για το άλλο (€ 140.000 από το δάνειο) διέταξε αποδείξεις, δηλαδή έκρινε μη οριστικά.
3. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προέβη παραδεκτά (άρθρ. 237 ΚΠολΔ) σε δύο ενέργειες:
α) Παραδέχθηκε την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και το χρέος του που αφορά υπόλοιπο τιμήματος, δέχθηκε, δηλαδή, ως βάσιμη την απαίτηση των € 250.000, αναγνωρίζοντας την αγωγή και συνεπώς, το δικαστήριο, δεσμεύεται απ’ αυτήν και η απόφασή του πρέπει να είναι σύμφωνη με την αποδοχή που έγινε (άρθρ. 298 ΚΠολΔ).
Ως προς αυτό το σημείο αυτό η δικαστική απόφαση είναι ορθή.
Σελ. 13
β) Αρνήθηκε την κατάρτιση της σύμβασης δανείου και το χρέος που αφορά την απαίτηση αυτή. Η άρνηση της αγωγής (άρθρ. 261 ΚΠολΔ) αποτελεί μέσο επίθεσης και άμυνας του εναγομένου κατά της ιστορικής βάσης της αγωγής του ενάγοντα, χωρίς, όμως, να δημιουργείται κατ’ αυτού κανένα βάρος απόδειξης. Αντίθετα το βάρος της απόδειξης συνεχίζει να το φέρει εκείνος που αρχικά το έφερε, δηλαδή ο ενάγων, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι καταρτίστηκε η σύμβαση του δανείου.
Ως προς το σημείο αυτό η δικαστική απόφαση δεν είναι ορθή (άρθρ. 338 §1 ΚΠολΔ).
4. Τα ένδικα μέσα στρέφονται μόνον κατά των ολικά οριστικών αποφάσεων (άρθρ. 513 § 1, 539 § 1, 553 § 1 ΚΠολΔ).
Η απόφαση, λοιπόν, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας δεν υπόκειται στην άσκηση ενδίκου μέσου, μέχρι να καταστεί ολικά οριστική, μέχρι, δηλαδή να καταστεί οριστική και η διάταξη εκείνη που αφορά την απαίτηση του δανείου.
Σελ. 14
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 6
Αγωγή (καταψηφιστική) ■ Προϋποθέσεις Παροχής Εννόμου Προστασίας ■ Μέσα Επίθεσης και Άμυνας ■ Απόδειξη (βάρος)
Ο Α άσκησε εναντίον του Β αγωγή με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει € 1.000, ως πιστωθέν υπόλοιπο τιμήματος αγοραπωλησίας που είχε μεταξύ τους καταρτισθεί.
Ο Β, κατά τη συζήτηση της αγωγής ισχυρίσθηκε ότι η επίδικη δικαιοπραξία καταρτίστηκε με την αίρεση του δανείου που θα λάμβανε από Τράπεζα, στην οποία είχε υποβάλει τα σχετικά δικαιολογητικά, το οποίο, όμως, δεν είχε ακόμα εγκριθεί, ενώ αντίθετα ο Α ισχυρίσθηκε ότι η αίρεση αυτή πληρώθηκε.
Ερωτάται:
1) Είναι βάσιμη η αγωγή του Α;
2) Ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης;
Απάντηση
1. Μόνον μία προϋπόθεση πρέπει να υφίσταται για την παροχή έννομης προστασίας (άλλη άποψη - Γ. Ράμμος, §119, σελ. 263 - δέχεται ότι οι προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας είναι τρεις: α) να υπάρχει δικαίωμα, β) να νομιμοποιούνται οι διάδικοι και γ) να υφίσταται έννομο συμφέρον): η ύπαρξη δικαιώματος.
Για να ζητηθεί, όμως, έννομη προστασία, το δικαίωμα πρέπει να είναι:
Κεκτημένο: να έχουν συντρέξει, δηλαδή, όλες οι απαραίτητες, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προϋποθέσεις για την γέννηση του.
Προσβεβλημένο: να υπάρχει, δηλαδή, πράξη αντίθετη με το περιεχόμενο του δικαιώματος.
Απαιτητό: να μην εξαρτάται, δηλαδή, το δικαίωμα από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, γιατί, διαφορετικά, δεν είναι δικαστικά επιδιώξιμο (αγώγιμο) και δεν μπορεί να ζητηθεί έννομη προστασία πριν από την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας. Εξαιρετικά, όμως, ο νόμος (άρθρ. 69 ΚΠολΔ) επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις την άσκηση της αγωγής αν και το περιεχόμενο σ’ αυτή δικαίωμα δεν είναι απαιτητό (προκαθεστηκυία ένδικη προστασία) :
– εάν η παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού γεγονότος, πριν από την επέλευσή του,
Σελ. 15
– στην περίπτωση της ένστασης του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρ. 378 ΑΚ),
– εάν ο ενάγων ζητά την παράδοση πράγματος και αντ’ αυτού το διαφέρον,
– εάν η γέννηση ή η άσκηση δικαιώματος εξαρτάται από την έκδοση δικαστικής απόφασης,
– εάν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος
– και σε κάθε άλλη περίπτωση εάν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θέλει ν’ αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Α μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Β, ακόμα και αν είχαν συμφωνήσει ότι η καταβολή του δανείου θα συνδέονταν με την αίρεση της καταβολής δανείου. Άλλο, βέβαια το ζήτημα, ότι και εάν επιδικασθεί η απαίτηση του Α, δεν θα μπορεί να εκτελεστεί (άρθρ. 915 ΚΠολΔ).
2. Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για την υποστήριξη μιας αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησής του (άρθρ. 338 §1 ΚΠολΔ).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η κατανομή του βάρους της απόδειξης θα εξαρτηθεί από το πως θα χαρακτηρισθεί η επίκληση του ισχυρισμού του εναγομένου, ότι δηλαδή η σύμβαση δανείου εξαρτάται από αίρεση: εάν χαρακτηρισθεί ένσταση, το φέρει ο εναγόμενος. Στο θέμα αυτό δεν επικρατεί ομοφωνία, αλλά ορθότερο είναι να δεχθούμε ότι αποτελεί ένσταση (Κ. Μπέης, άρθρ. 338, σελ. 1521, Γ. Ράμμος, § 265, σελ. 768, ΕφΑθ 7887/74, ΝοΒ 23. 193 και Χ. Φραγκίστα, «Δίκαιον Αποδείξεως 1975», σελ. 81-82 Φραγκίστα, δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί την κατάρτιση της σύμβασης).
Σελ. 16
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 7
Δικαιοδοσία ■ Αρμοδιότητα ■ Παρέκταση ■ Παραίτηση της αγωγής
Ο Α, κάτοικος Αθήνας, άσκησε κατά του Β, Έλληνα, μόνιμου κατοίκου Λονδίνου, αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας με αίτημα: να του καταβάλλει € 300.000 από δάνειο που είχαν καταρτίσει εγγράφως στο Λονδίνο και που έπρεπε να καταβληθεί στην κατοικία του Α, επειδή είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο.
Οι αντίδικοι παραστάθηκαν κανονικά, αλλά ο Β με τις προτάσεις του προέβαλε την έλλειψη της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επειδή, στο πιο πάνω συμφωνητικό, είχαν συμφωνήσει ότι οι σχετικές (με το δάνειο) διαφορές θα υπάγονταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Λονδίνου, κατ’ αποκλεισμό των ελληνικών δικαστηρίων. Ο Α προαισθανόμενος τον κίνδυνο να χάσει τη δίκη, σκέπτεται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της πιο πάνω αγωγής του.
Ερωτάται:
1) Έχουν δικαιοδοσία τα ελληνικά δικαστήρια;
2) Ανεξάρτητα με την απάντηση που θα δοθεί στην παραπάνω ερώτηση, ασκήθηκε η αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο;
3) Μπορεί ο Α να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής;
Απάντηση
1. Τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, εφόσον υφίσταται τοπική αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου (άρθρ. 3 § 1 ΚΠολΔ), εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ετεροδικίας (άρθρ. 3 § 2 ΚΠολΔ). Εξαιρετικά, στις γαμικές διαφορές και στις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρ. 591 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν λαμβάνεται υπόψη η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, αλλά η ιθαγένεια ενός των συζύγων (άρθρ. 601 ΚΠολΔ). Εάν, λοιπόν, από την συγκεκριμένη έννομη σχέση προκύπτει τοπικά αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο, όταν, δηλαδή, μπορεί να εφαρμοσθεί μια δωσιδικία από τις οριζόμενες στα άρθρα 22-41 ΚΠολΔ, τότε τα ελληνικά δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν διεθνείς διαφορές.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση και επειδή η επίδικη έννομη σχέση πηγάζει από την σύμβαση του δανείου των € 300.000, εφαρμοστέα η δωσιδικία της δικαιοπραξίας (ειδική συντρέχουσα), κατά την οποία (άρθρ. 33 ΚΠολΔ), όλες οι διαφορές που αφορούν την ύπαρξη, το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτήν, μπορούν να εισαχθούν είτε στο δικαστήριο στη περιφέρεια του
Σελ. 17
οποίου καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία (δηλαδή, Λονδίνο), είτε της εκπλήρωσης της παροχής (δηλαδή, Αθήνα), είτε της κατοικίας ή διαμονής του εναγομένου (δηλαδή, Λονδίνο). Με τα δεδομένα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει τοπική αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου (τόπος εκπλήρωσης της παροχής) και συνεπώς τα ελληνικά δικαστήρια του τόπου αυτού έχουν δικαιοδοσία.
Κατά τα πραγματικά περιστατικά, όμως, του πιο πάνω πρακτικού αυτού, οι συμβαλλόμενοι (και τώρα αντίδικοι) με την κατάρτιση της σύμβασης δανείου είχαν συμφωνήσει παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, οπότε τίθεται αμέσως το ερώτημα, εάν μια τέτοια συμφωνία είναι επιτρεπτή, κατά το ελληνικό δίκαιο:
Παρέκταση (άρθρ. 42 επ. ΚΠολΔ) είναι η αλλαγή της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου με συμπεριφορά των διαδίκων. Οι διατάξεις της παρέκτασης δεν αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο (jus cogens), όπως το σύνολο σχεδόν των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας, αλλά ενδοτικό δίκαιο (jus despositivum), επειδή είτε σιωπηρά (αν και παρίσταται ο εναγόμενος σε τοπικά αναρμόδιο δικαστήριο δεν προβάλλει την ένσταση της [τοπικής] αναρμοδιότητάς του), είτε ρητά (προφορική ή γραπτή συμφωνία των διαδίκων), τοπικά αναρμόδιο δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η παρέκταση δημιουργεί αποκλειστική δωσιδικία, εκτός εάν από την συμφωνία προκύπτει το αντίθετο (άρθρ. 44 ΚΠολΔ).
Η ρητή παρέκταση είναι δικονομική σύμβαση και αποτελεί διαδικαστική πράξη με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, με την οποία επιτυγχάνεται ο αποκλεισμός τοπικά πρωτοβαθμίου αρμοδίου δικαστηρίου υπέρ κάποιου άλλου που οι διάδικοι, με την συμφωνία αυτή, προσδιορίζουν, αρκεί το αντικείμενο της διαφοράς να είναι περιουσιακό.
Στις μέλλουσες διαφορές επιτρέπεται (άρθρ. 43 ΚΠολΔ) ρητή παρέκταση, εφόσον:
– η συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως,
– προσδιορίζεται η συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψει η μέλλουσα διαφορά.
Μπορεί, όμως, να συμβεί το ίδιο και στη δικαιοδοσία, μπορούν, δηλαδή, με συμφωνία τους οι διάδικοι να αποκλείσουν την δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπέρ κάποιου άλλου αλλοδαπού δικαστηρίου;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική για δύο λόγους: α) δεν υπάρχει διάταξη νόμου που το απαγορεύει, και β) εφόσον η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται από την τοπική αρμοδιότητα (κατά κανόνα) ελληνικού δικαστηρίου, κατά τα πιο πάνω εκτεθειμένα και εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 επ. ΚΠολΔ, μπορεί, με παρέκταση, να μεταβληθεί, μπορεί να μεταβληθεί και η δικαιοδοσία.
Για να θεωρηθεί έγκυρη μια τέτοια συμφωνία θα πρέπει:
– η διαφορά να έχει περιουσιακό χαρακτήρα,
– να ορίζεται συγκεκριμένα το αλλοδαπό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου θα εκδικασθεί η διαφορά (ΑΠ 196/1974 ΝοΒ 22,1063). Σύμφωνα με όλα αυτά, έγκυρη πρέπει να κριθεί η συμφωνία των Α και Β, για τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας
Σελ. 18
των ελληνικών δικαστηρίων υπέρ των δικαστηρίων του Λονδίνου, επειδή συντρέχουν όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
2. Για την υλική αρμοδιότητα:
Επειδή για την εκτίμηση του αντικειμένου της αγωγής λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (άρθρ. 9 α΄ ΚΠολΔ) και επειδή το αίτημα της αγωγής του Α υπερβαίνει την αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων (άρθρ. 14 παρ. 2 ΚΠολΔ), γι’ αυτό αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρ. 18 § 1 ΚΠολΔ).
Για την τοπική αρμοδιότητα:
Όπως προαναφέρθηκε (βλ. προηγούμενη απάντηση) τοπικά αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο (Πολυμελές Πρωτοδικείο) στην περιφέρεια του οποίου έπρεπε να εκπληρωθεί η παροχή (άρθρ. 33 ΚΠολΔ), δηλαδή της Αθήνας, όπου βρίσκεται η κατοικία του δανειστή.
Εάν, λοιπόν, τα ελληνικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία, η αγωγή ασκήθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο.
3. Παραίτηση από την αγωγή είναι η διαδικαστική πράξη εκείνη με την οποία ο ενάγων απέχει από την αγωγή που έχει ήδη ασκήσει. Η παραίτηση ρυθμίζεται με δύο τρόπους:
α) παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρ. 294 ΚΠολΔ).
β) παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής (άρθρ. 296 ΚΠολΔ).
Και στις δύο περιπτώσεις, η παραίτηση καταργεί τη δίκη, χωρίς να εκδίδεται δικαστική απόφαση και διενεργείται: ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου (άρθρ. 297 ΚΠολΔ).
Ειδικότερα, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής δηλώνει τη θέληση του ενάγοντα να παραιτηθεί από το συγκεκριμένο αίτημα παροχής έννομης προστασίας, ώστε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ποτέ (άρθρ. 295 § ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, αυτό να του αποστερεί το δικαίωμα να επανέλθει με νέα αγωγή, κατά του ίδιου εναγομένου για το ίδιο δικαίωμα.
Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής μπορεί να γίνει σε κάθε στάδιο της δίκης και χωρίς την συναίνεση του εναγομένου, αρκεί το δικαστήριο να μην εισήλθε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και σε κάθε περίπτωση πριν την κατάθεση των προτάσεων (άρθρ. 237 ΚΠολΔ) επί τακτικής διαδικασίας- διαφορετικά και εφόσον αντιλέγει ο εναγόμενος και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον για την περάτωση της δίκης με την έκδοση οριστικής απόφασης, ή τυχόν γενομένη παραίτηση είναι απαράδεκτη (άρθρ. 294 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί ο ενάγων να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και χωρίς την συναίνεση του εναγόμενου Β.
Σελ. 19
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 8
Απόφαση ■ Αναγκαστική Εκτέλεση (εκτελεστοί τίτλοι)
Ο Α άσκησε, εναντίον του Β διεκδικητική αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, το οποίο εξέδωσε οριστική απόφαση υπέρ του Α.
Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Α κατέθεσε, στο ίδιο δικαστήριο, αίτηση για τη διόρθωσή της, επειδή από παραδρομή αναγράφηκε λάθος, 32,50 μέτρα, σαν πλευρική διάσταση του επίδικου ακινήτου, ενώ στην πραγματικότητα είναι 132,50 μέτρα.
Ερωτάται:
1) Επιτρέπεται η διόρθωση αυτής της απόφασης;
2) Ποια απόφαση θα εκτελέσει ο Α, εάν επιτραπεί η διόρθωσή της, την διορθωμένη ή την διορθούσα;
Απάντηση
1. Επιτρέπεται η διόρθωση οριστικής απόφασης (άρθρ. 315 ΚΠολΔ), όταν, από παραδρομή, κατά την σύνταξη της, παρεισέφρησαν λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε με ελλείψεις ή έχει ανακρίβειες» η διόρθωση επιτυγχάνεται ή με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
Στην διαδικασία, όμως, για την διόρθωση απόφασης, το δικαστήριο δεν μπορεί να επανεξετάσει το αποδεικτικό υλικό ή νέα αιτήματα, αλλά ούτε επιτρέπεται να γίνει νέα εκτίμηση των πραγματικών εκείνων γεγονότων τα οποία αποτέλεσαν την βάση της δικαστικής απόφασης (ΕφΑθ 6975/1981 ΝοΒ 29,1569 και ΕιρΑθ 3051/1982 ΑρχΝ 33,135). Για να διορθωθεί, αντίθετα, μια δικαστική απόφαση, πρέπει τα λάθη της να είναι φανερά, να προκύπτουν απ’ ευθείας απ’ αυτήν και από τα λοιπά στοιχεία της δίκης, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (ΕφΑθ 6304/1982 ΕλλΔνη 24,57).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, δεν θα επιτραπεί η διόρθωση της οριστικής απόφασης που εκδόθηκε στην δίκη μεταξύ των Α και Β, γιατί το δικαστήριο θα αναγκασθεί να επανεξετάσει το αποδεικτικό υλικό προκειμένου να διαπιστώσει το λάθος. Επιτρέπεται, όμως, η άσκηση των ενδίκων μέσων, δηλαδή της έφεσης (άρθρ. 511 επ. ΚΠολΔ) και της αναίρεσης (άρθρ. 559 περ. 9 ΚΠολΔ).
2. Η διορθούσα απόφαση σημειώνεται στο πρωτότυπο της διορθωμένης, στα δε αντίγραφα, απόγραφα ή αποσπάσματά της, πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία της διορθούσης (άρθρ. 320 ΚΠολΔ). Για τον λόγο αυτό η διορθούσα
Σελ. 20
απόφαση δεν αντικαθιστά την διορθουμένη, ούτε αποτελεί τίτλο εκτελεστό και γενικότερα δεν έχει αυτοτέλεια, αν και προσβάλλεται με όλα τα ένδικα μέσα, εκτός από την ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 319 ΚΠολΔ). Η διόρθωση ανατρέχει στον χρόνο δημοσίευσης της διορθουμένης απόφασης, ώστε να μην απομένει περιθώριο για κτήση δικαιωμάτων μεταξύ του χρόνου δημοσίευσης της διορθουμένης και εκείνου της διορθούσας (Κ. Μπέης, άρθρ. 320, σελ. 1294).