ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- Εκδοση: 2η 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 488
- ISBN: 978-960-654-406-4
- ISBN: 978-960-654-406-4
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η «Πρακτική Εφαρμογή Ποινικής Δικονομίας» απαντά εύστοχα στα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά οι εφαρμοστές του δικαίου. Σημαντικό στοιχείο του έργου είναι ότι συγκεράζονται οι γνώσεις της εισαγγελικής πρακτικής και η έκφραση της προσωπικής άποψης των συγγραφέων με τις απόψεις της θεωρίας και της νομολογίας. Η έκδοση εμπλουτίζεται με σχέδια σύνταξης κειμένων και πρακτικά παραδείγματα και αποτελείται από 8 βασικά κεφάλαια, που κατά βάση ακολουθούν τη δομή του ΚΠΔ:
• Γενικοί ορισμοί (ποινική δίωξη, παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιώματα διαδίκων, αρμοδιότητα, ακυρότητες)
• Προδικασία (ανάκριση, προανάκριση, κύρια ανάκριση, ανακριτικές πράξεις, ποινική συνδιαλλαγή - ποινική διαπραγμάτευση, διαδικασία στα δικαστικά συμβούλια)
• Διαδικασία στο ακροατήριο (προπαρασκευαστική, κύρια, ειδικοί κανόνες)
• Ειδικές διαδικασίες (συνοπτική διαδικασία, διαδικασία κατά απόντων και φυγόδικων, δικαστική συνδρομή)
• Ένδικα μέσα (κατά βουλευμάτων και αποφάσεων)
• Έκτακτα ένδικα μέσα (επανάληψη διαδικασίας, αποζημίωση κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων)
• Εκτέλεση (βασικές αρχές, εκτελεστές αποφάσεις, σχηματισμός συνολικής ποινής επί συρροής, αναβολή - διακοπή εκτέλεσης ποινής, αμφιβολίες - αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση)
• Ποινικό μητρώο
Απευθύνεται σε δικαστές και δικηγόρους, αλλά και σε φοιτητές.
Πρόλογος | Σελ. VII |
Ι. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | |
Α. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ | Σελ. 3 |
I. Πρόσωπα που ασκούν την ποινική δίωξη | Σελ. 3 |
II. Εξαιρέσεις άσκησης ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών | Σελ. 4 |
ΙΙΙ. Εξαιρέσεις της αρχής της ανεξαρτησίας της ποινικής δίωξης | Σελ. 8 |
IV. Περιπτώσεις κωλυμάτων αυτεπάγγελτης άσκησης ποινικής δίωξης | Σελ. 16 |
V. Άλλες περιπτώσεις κωλυμάτων άσκησης ποινικής δίωξης | Σελ. 26 |
VI. Τι προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης | Σελ. 31 |
VII. Πρόσωπα που διενεργούν προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση | Σελ. 35 |
VIII. Τρόποι πληροφορίας του Εισαγγελέα | Σελ. 37 |
ΙΧ. Έναρξη ποινικής δίωξης – Αναβολή, αποχή | Σελ. 50 |
Χ. Διατάξεις συμβατές με την αρχή σκοπιμότητας | Σελ. 54 |
ΧΙ. Αναβολή επί προδικαστικών ζητημάτων | Σελ. 58 |
Β. ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ | Σελ. 64 |
Γ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΔΙΚΩΝ | Σελ. 71 |
Δ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ | |
Ι. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα | Σελ. 75 |
ΙΙ. Τοπική αρμοδιότητα | Σελ. 82 |
ΙΙΙ. Αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας | Σελ. 87 |
IV. Σύγκρουση της αρμοδιότητας και αρμοδιότητα κατά παραπομπή | Σελ. 89 |
Ε. ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ | Σελ. 92 |
ΙΙ. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ | |
Α. ΑΝΑΚΡΙΣΗ | Σελ. 99 |
Β. ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ | Σελ. 104 |
Γ. ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ | Σελ. 111 |
Δ. ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ | |
Ι. Γενικές διατάξεις | Σελ. 117 |
ΙΙ. Έρευνες | Σελ. 117 |
ΙΙΙ. Κατάσχεση | Σελ. 124 |
IV. Απολογία του κατηγορουμένου | Σελ. 130 |
V. Σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου | Σελ. 134 |
VI. Προσαγωγή του κατηγορουμένου | Σελ. 137 |
VII. Περιοριστικοί όροι | Σελ. 139 |
VIII. Προσωρινή κράτηση | Σελ. 142 |
IX. Προσφυγή και αντικατάσταση προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων | Σελ. 148 |
Ε. ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ | |
I. Ποινική συνδιαλλαγή | Σελ. 151 |
ΙΙ. Ποινική διαπραγμάτευση | Σελ. 154 |
ΣΤ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ | |
Ι. Συμβούλιο Πλημμελειοδικών | Σελ. 156 |
ΙΙ. Συμβούλιο Εφετών | Σελ. 164 |
ΙΙΙ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ | |
Α. ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | Σελ. 169 |
Β. ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | Σελ. 180 |
Ι. Έναρξη της διαδικασίας στο ακρατήριο | Σελ. 182 |
ΙΙ. Αποδεικτική διαδικασία | Σελ. 189 |
1. Μάρτυρες | Σελ. 189 |
2. Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία | Σελ. 191 |
3. Έγγραφα | Σελ. 191 |
ΙΙΙ. Τι ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία | Σελ. 195 |
Γ. ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | Σελ. 199 |
ΙV. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ | |
A. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | Σελ. 207 |
Ι. Ποινική διαταγή | Σελ. 207 |
II. Πλημμελήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω | Σελ. 211 |
Β. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ | Σελ. 222 |
Ι. Πλημμελήματα | Σελ. 222 |
ΙΙ. Κακουργήµατα | Σελ. 224 |
ΙΙΙ. Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης | Σελ. 228 |
Γ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ | |
Ι. Η έκδοση | Σελ. 233 |
ΙΙ. Άλλες περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής | Σελ. 266 |
V. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
Α. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ | Σελ. 273 |
B. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ | |
Ι. Έφεση | Σελ. 304 |
II. Αίτηση αναίρεσης βουλεύματος | Σελ. 309 |
Γ. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | |
Ι. Έφεση | Σελ. 322 |
II. Αναίρεση | Σελ. 356 |
VI. ΕΚΤΑΚΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ | |
Α. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ | Σελ. 401 |
Β. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ | Σελ. 421 |
Γ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ | Σελ. 422 |
VII. ΕΚΤΕΛΕΣΗ | |
Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ | Σελ. 429 |
Β. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ | Σελ. 429 |
Γ. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΕΠΙ ΣΥΡΡΟΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ | Σελ. 433 |
Δ. ΑΝΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ | Σελ. 437 |
Ε. ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ | Σελ. 440 |
VIII. ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ | |
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Σελ. 445 |
Β. ΤΙ ΕΓΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ | Σελ. 448 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 453 |
Σελ. 1
Ι. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Σελ. 3
Α. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
(άρθρα 27-56 ΚΠΔ)
- 1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Ποινική δίωξη καλείται η πράξη της Αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, η οποία στο όνομα της Πολιτείας απευθύνεται προς την Δικαστική αρχή προκειμένου να διελευκανθεί η ύπαρξη η μη ενός εγκλήματος. Σκοπός της ποινικής δίωξης η οποία ασκείται in rem και όχι in personam, δηλαδή αφορά πρωτίστως την αξιόποινη πράξη και όχι τον πράξαντα, δεν είναι μόνον η καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας η οποία ενδέχεται να οδηγήσει και σε απαλλαγή του κατηγορουμένου. Γενικότερα η έννοια της άσκησης της ποινικής δίωξης είναι ευρεία και περιλαμβάνει τόσο την κινητοποίηση του ποινικού – κρατικού μηχανισμού όσο και την εκπροσώπηση της Εισαγγελικής αρχής σε όλη την πορεία της ποινικής διαδικασίας, η οποία, κατά την αρχή του αδιαιρέτου (άρθρ. 24 παρ. 2 Ν 1756/1988), μπορεί να διενεργηθεί από διαφορετικούς Εισαγγελείς πλην της παραστάσεως ενώπιον του ακροατηρίου όπου απαιτείται η παράσταση του ίδιου Εισαγγελέα, ενώ η έννοια της κίνησης της ποινικής δίωξης (βλ. κατωτέρω άρθρ. 43 ΚΠΔ επ.) είναι στενή και περιλαμβάνει την έγερση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα.
I. Πρόσωπα που ασκούν την ποινική δίωξη
(άρθρα 27–28 ΚΠΔ)
- 2
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών. Αναμφισβήτητα τόσο από το άρθρο 27 ΚΠΔ όσο και από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β΄ του Ν 1756/1988, προκύπτει η αποκλειστική
Σελ. 4
αρμοδιότητα, επί ποινή ακυρότητας (άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ) του Εισαγγελέα Πρωτοδικών από του να ασκεί την ποινική δίωξη επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων στο όνομα της Πολιτείας, ενώ εις ό,τι αφορά την ποινική δίωξη για τους ανήλικους δράστες και εις ό,τι αφορά τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών, αυτή (βλ. και άρθρο 4 Ν 3189/2013) πάλι την κινεί ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ο οποίος όμως ορίζεται ειδικά ως Εισαγγελέας Ανηλίκων (συνήθως επί χρονική θητεία) από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών.
II. Εξαιρέσεις άσκησης ποινικής δίωξης
από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών
- 3
A. Ο Εισαγγελέας Εφετών
1. Κατά παρέκκλιση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών από του να ασκεί ποινική δίωξη, το άρθρο 10 του Ν 3213/2003 περί δηλώσεων Πόθεν Έσχες ορίζει ρητά πως για τις αξιόποινες πράξεις του νόμου αυτού που αφορούν πολιτικά πρόσωπα και δη τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς των Πολιτικών κομμάτων, τους Υπουργούς και των Υφυπουργούς, τους Βουλευτές, τους διαχειριστές των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, τους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς λειτουργούς, τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων, της Βουλής του Υπουργικού Συμβουλίου, των Περιφερειών, των Συμβούλων ειδικών θέσεων και των μετακλητών υπαλλήλων, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών.
2. Επίσης ο Εισαγγελέας Εφετών ασκεί την ποινική δίωξη εφόσον διαταχθεί προς τούτο από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου των Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 ΚΠΔ.
- 4
Β. Η Βουλή των Ελλήνων
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 49, 86 του Συντάγματος, των άρθρ. 1, 2, 4 του Ν 3126/2003 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 3961/29.4.2011, και των άρθρων 83, 153 επ., 159 του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων όπως το άρθρο 83 του Κανονισμού τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 6573/4060/2003 απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, προκύπτει αποκλειστική
Σελ. 5
αρμοδιότητα της Βουλής ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης και την παραπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή των διατελούντων ή διατελεσάντων Υπουργών και Υφυπουργών της Κυβέρνησης. Μόλις ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής στο πλαίσιο άλλης δικογραφίας, λάβει σχετική μήνυση, καταγγελία ή εάν διαπιστώσει ότι αναδεικνύονται στοιχεία σχετικά με ποινική ευθύνη Υπουργού ή Υφυπουργού, οφείλει αμελλητί να διαβιβάσει την σχετική δικογραφία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο οποίος αφού ελέγξει εάν υφίστανται ζητήματα προφανώς αβάσιμων ή νομικά αστήρικτων καταγγελιών θέτοντας την αντίστοιχη αναφορά στο αρχείο, σε περίπτωση τυπικής νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας θα την διαβιβάσει στον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος εν συνεχεία θα την διαβιβάσει στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων προκειμένου να ακολουθηθούν τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 4 παρ. 3 του Ν 3126/2003 η διαδικασία για τους συμμετόχους ή για άλλα πρόσωπα ακολουθείται κανονικά, ο Εισαγγελέας δύναται να χωρίσει την δικογραφία ως προς αυτούς και να συνεχίσει την ποινική διαδικασία για τα άλλα αυτά πρόσωπα. Από την διαδικασία αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων, δεδομένου ότι εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, αυτή καταλαμβάνει υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και τους συμμετόχους οι οποίοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον Υπουργό. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει κατά την άποψη μου να προηγείται η Βουλή ως προς τον έλεγχο της κατηγορίας κατά του Υπουργού και εφόσον δεν προκύπτει άσκηση ποινικής δίωξης κατά Υπουργού, ή απαγγελία κατηγορίας και κατά των συμμετόχων, τότε να επιλαμβάνεται η τακτική δικαιοσύνη ως προς τους συμμετόχους.
Σελ. 6
ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΒΜ:
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Αθήνα
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΘΕΜΑ: Υποβολή Μηνύσεως κατά Υπουργού της Ελληνικής Κυβερνήσεως
Έχω την τιμή να σας υποβάλλω την υπ’ αριθ. συνημμένη ποινική δικογραφία εκθέτοντάς σας τα ακόλουθα:
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρ. 86 του Συντάγματος, των άρθρ. 1, 2, 4 του Ν 3126/2003 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 3961/2011, της υπ’ αριθ. 6573/4060/2003 αποφάσεως της Βουλής των Ελλήνων η οποία αντικατέστησε το άρθρο 83 παρ. 1 του Κανονισμού αυτής και των υπ’ αριθ. 4/24.12.2003, 641/2001 εγκυκλίων του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σαφώς συνάγεται ότι επί εγκλήσεως ή μηνύσεως κατά Υπουργού ή Υφυπουργού άλλως πως εφόσον κατά την διεξαγωγή διοικητικής ή προκαταρκτικής εξετάσεως, προανακρίσεως ή κυρίας ανακρίσεως προκύψουν στοιχεία τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις οι οποίες φέρονται να έχουν τελεσθεί από Υπουργό ή Υφυπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του, (συμπεριλαμβανομένου κατ’ ανάλογη εφαρμογή και του Πρωθυπουργού, ως Προϊσταμένου των Υπουργών κατά το άρθρ. 83 Συντ.), ακόμη και εάν εκείνος έχει απωλέσει δια οιονδήποτε λόγο την ιδιότητα αυτή, το δικαστικό ή διοικητικό όργανο το οποίον διενεργεί την διοικητική ή προκαταρκτική εξέταση, την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση, διαβιβάζει τα στοιχεία αυτά αμελλητί εις την Βουλή των Ελλήνων, η οποία καθίσταται και η μόνη αρμοδία να ασκεί ή να μην ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργοί . Περαιτέρω από την υπ’ αριθ. 6573/4060/2003 απόφαση της Βουλής των Ελλήνων η οποία αντικατέστησε το άρθρο 83 παρ. 1 του Κανονισμού αυτής και αφορά τις αιτήσεις της Εισαγγελικής αρχής για την χορήγηση από την Βουλή των Ελλήνων σχετικής αδείας προς άσκηση ποινικής διώξεως κατά Βουλευτού, προκύπτει πως οι σχετικές δικογραφίες που αφορούν ζητήματα ποινικής ευθύνης Βουλευτών αλλά και Υπουργών [σχετ. η υπ’ αριθ. 4/2003 ΕγκΕισΑΠ] διαβιβάζονται στην Βουλή των Ελλήνων δια του Υπουργού Δικαιοσύνης, αφού το πρώτον ελεγχθούν [σχετ. η υπ’ αριθ. 7/2009 ΔιατΑντΑΠ ΠοινΔικ 2/2010, 187] από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον οποίον υποβάλλονται αρχικά από τον αρμόδιο Εισαγγελέα που έχει λάβει την σχετική μήνυση κατά του Υπουργού ή του Υφυπουργού.
Στην προκειμένη περίπτωση…………………………
Επειδή σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο εγκαλούμενος φέρει την ιδιότητα του Υπουργού/Υφυπουργού της Ελληνικής Κυβερνήσεως και επομένως συντρέχει η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος και των άρθρ. 1, 2, 4 του Ν 3126/2003, σας υποβάλλω την παρούσα μήνυση για τις δικές σας περαιτέρω ενέργειες.
Μετά τιμής
Ο/Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Σελ. 7
Σελ. 8
ΙΙΙ. Εξαιρέσεις της αρχής της ανεξαρτησίας της ποινικής δίωξης
(άρθρα 28–29 ΚΠΔ)
- 5
Όπως προαναφέρθηκε σε σύμπλευση με το άρθρο 28 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ως ανεξάρτητος εν γένει Δικαστικός Λειτουργός κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων εις τα οποία πρωταρχικό ρόλο συνιστά η άσκηση ποινικής δίωξης, δεν δεσμεύεται από παραγγελίες, οδηγίες ή υποδείξεις των προϊσταμένων του πλην των εξαιρέσεων που απαριθμούνται κατωτέρω:
- 6
Α. Ολομέλεια των Εφετών. Σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 ΚΠΔ, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου των Εφετών, όταν συγκληθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν 1756/1988 μετά από αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών, έχει το δικαίωμα, για εγκλήματα εξαιρετικής σημασίας, να παραγγείλει τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών αλλά και Εφετών κατά την παρ. 2 να ασκήσουν την ποινική δίωξη για ορισμένη αξιόποινη πράξη, άρνηση δε εκτελέσεως της παραγγελίας της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών συνιστά πειθαρχική ευθύνη του Εισαγγελικού οργάνου που αρνείται να την εκτελέσει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 4, 91 παρ. 2 Ν 1756/1988. Η Ολομέλεια ορίζει και τον Εφέτη ανακριτή που θα ασχοληθεί με την κυρία ανάκριση και στην συγκεκριμένη υπόθεση το Συμβούλιο Εφετών αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την κατηγορία.
- 7
Β. Υπουργός Δικαιοσύνης. Κατά το άρθρο 29 του νέου ΚΠΔ ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν έχει πλέον ούτε το δικαίωμα να παραγγέλλει τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για κάθε αξιόποινη πράξη ως είχε με το προγενέστερο άρθρο 29. Δύναται μόνο πολιτικών εγκλημάτων καθώς και επί εγκλημάτων που μπορούν να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, κρίση Κυβερνητική η οποία δεν ελέγχεται Δικαστικά και κατόπιν προηγούμενης σύμφωνης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, να αναβάλλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή να αναστείλει επ’ αόριστον την ήδη αρχομένη ποινική δίωξη, πλην των εγκλημάτων της δωροδοκίας και δωροληψίας.
Σελ. 9
Άρθρα 33-36 Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος
Βιβλιογραφία: Ε. Μιχαλοπούλου, Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 17Α Ν 2523/1997, ΠοινΔικ 2014, 610, Α. Ζαχαριάδη, Ζητήματα εφαρμογής Ν 4022/2011, ΠοινΔικ 2016, 359, Χ. Νάιντος, Ειδικές Ανακριτικές πράξεις, ΠοινΧρ 2017, 491, Ά. Κωνσταντινίδης, Προστατευόμενοι μάρτυρες και Μάρτυρες Δημοσίου Συμφέροντος, ΠοινΧρ 2019,241, Παππάς Σπ., Πρακτική Εφαρμογή Ποινικής Δικονομίας έκδ. ΝομΒιβλ 2018, Παπανδρέου Π., Ο Οικονομικός Εισαγγελέας με τον Ν 3943/2011 «Περί καταπολέμησης της φοροδιαφυγής», ΠοινΔικ 2012, 410, Η. Αναγνωστόπουλος, Ζητήματα Ποινικής Δίωξης Υπουργών και συμμετόχων, ΠοινΧρ ΞΑ΄, 572, Ελ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, ΠοινΔικ 2011, 497 επ. Γρ. Πεπόνης, Ποινική ευθύνη Υπουργών, ΠοινΧρ 2016, 314. Γ. Σανιδάς, Ζητήματα αρμοδιότητας της εισαγγελικής αρχής (Με αφορμή το άρθρο 86 Συντ. και το Ν 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών), ΠοινΧρ ΝΘ΄, 289.
- 8
Με το άρθρο 53 του Ν 4745/2020 και το άρθρο 29 του Ν 4800/2021 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 33-36 του ΚΠΔ, με συνέπεια να καταργηθεί η αυτοτέλεια του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς χωρίς όμως την κατάργηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του οι οποίες περιήλθαν στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Έτσι πλέον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος με τις νέες διατάξεις έχει και τις αρμοδιότητες του παλαιού Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος αλλά και αυτές του πρώην Εισαγγελέα Διαφθοράς.
- 9
Αρμοδιότητα. Από την διάταξη του άρθρου 33 συνάγεται πως προβλέπεται Εισαγγελέας ή Αντεισαγγελέας Εφετών με προνόμιο καθ’ ύλην αρμοδιότητας. Τούτο σημαίνει ότι η αρμοδιότητα αυτή απαιτεί την διερεύνηση του Οικονομικού και φορολογικού εγκλήματος σε όλη την Επικράτεια, γεγονός που υποδηλώνει ότι δικαιούται ο ίδιος και οι συνεπικουρούμενοι αυτόν Εισαγγελείς να ζητήσουν από οιαδήποτε Εισαγγελική αρχή ανά την επικράτεια την περιέλευση σε αυτόν ποινικής δικογραφίας με οικονομικό ή φορολογικό περιεχόμενο σύμφωνα με την παρ. 3. Στην έννοια του οικονομικού εγκλήματος υπάγονται εκείνα τα εγκλήματα τα οποία επιφέρουν περιουσιακή ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, στους ΟΤΑ, στα ΝΠΔΔ. ή στα όργανα της ΕΕ καθώς και σε ΝΠΙΔ που εποπτεύονται από το Δημόσιο, ή βλάπτουν σοβαρά την Εθνική Οικονομία (λ.χ. εγκλήματα Τραπεζικού και Χρηματιστηριακού κλάδου, οικονομικά εγκλήματα οργανισμών και επιχειρήσεων που οι μετοχές τους ελέγχονται από το Δημόσιο ή και του ιδιωτικού τομέα που βλάπτουν την Εθνική Οικονομία και γενικά α) η αξιόποινη πράξη που τελείται με εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του
Σελ. 10
οικονομικού συστήματος, αποσκοπεί στην επαύξηση της περιουσίας του δράστη ή και άλλου, και κατά κανόνα βλάπτει την περιουσία του Δημοσίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων ή πιστωτών τους ή του καταναλωτικού κοινού ή β) το σύνολο εκείνης της αθέμιτης δραστηριότητας, που τελείται μέσω των επιχειρήσεων και έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της καλής λειτουργίας της οικονομίας ή σημαντικών κλάδων και θεσμών της). Περαιτέρω στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ανήκουν όλα τα φορολογικής φύσεως εγκλήματα του άρθρου 66 του Ν 4174/2013 (αδικήματα φοροδιαφυγής), τα αδικήματα του άρθρου 25 του Ν 1882/1990 περί μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τα αδικήματα λαθρεμπορίας των άρθρων 155 επ. του Ν 2960/2001. Ωστόσο η αρμοδιότητα αυτή του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος δεν είναι αποκλειστική, με συνέπεια να μην γεννάται ακυρότητα (άρθρ. 171 εδ. β΄ ΚΠΔ) αν ασκηθεί ποινική δίωξη από άλλο τακτικό Εισαγγελέα για κάποιο εκ των ανωτέρω εγκλημάτων, υπό την αίρεση ότι δεν διενεργείται για την ίδια υπόθεση προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, διότι σε αυτή την περίπτωση μόνος αρμόδιος για παραγγελία άσκησης ποινικής δίωξης καθίσταται ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.
- 10
Περαιτέρω ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος με βαθμό Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να παραγγέλλει την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης από την Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού εγκλήματος, αλλά και από τις λοιπές φορολογικές αρχές (ΣΔΟΕ, ΥΕΔΔΕ, ΔΙΠΑΕ, ΚΕΦΟΜΕΠ) των οποίων οι υπάλληλοι έχουν την ιδιότητα του προανακριτικού υπαλλήλου (περ. 1 της υποπαρ. Δ7 της παρ. δ΄ του άρθρου 2 Ν 4336/2015 σε συνδ. με την υπ’ αριθ. Δ.ΟΡΓ. Α./1139240ΕΞ/29.10.2015 ως προς τους υπαλλήλους ΥΕΔΔΕ). Αντίθετα οι λοιποί Εισαγγελείς, παράλληλα με αυτόν, έχουν την δυνατότητα παραγγελίας μόνο για τις δικογραφίες που χειρίζεται το ΣΔΟΕ (άρθρο 30 Ν 3296/2004 ως αντικ. με άρθρο 88 Ν 3842/2010) και για τα αδικήματα απάτης – διαφθοράς κατά Ελληνικού Δημοσίου και Λαθρεμπορίας καθώς και αυτές που χειρίζεται η Οικονομική Αστυνομία για φορολογικής φύσεως αδικήματα (άρθρο 68 παρ. 1 Ν 4174/2013 ως αντικ. δια άρθρου 8 Ν 4337/2015) ή η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρ. 5 Ν 3943/2011) για υπηρεσιακά εγκλήματα που διαπράττουν οι Υπάλληλοι του Υπουργείου και των εποπτευομένων προσώπων.
Σελ. 11
- 11
Ακολούθως στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος υπάγονται τα εγκλήματα που ανήκαν στον Εισαγγελέα Διαφθοράς και δη:
1) Κακουργήματα που τελούν Υπουργοί και Υφυπουργοί μη υπαγόμενα στο άρθρο 86 παρ. 1 του Συντάγματος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 49, 86 του Συντάγματος, των άρθρ. 1, 2, 4 του Ν 3126/2003 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 3961/29.4.2011, και των άρθρων 83, 153 επ., 159 του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων όπως το άρθρο 83 του Κανονισμού τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 6573/4060/2003 απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, προκύπτει αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης και την παραπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Πρωθυπουργού ή των διατελούντων ή διατελεσάντων Υπουργών και Υφυπουργών της Κυβέρνησης για αξιόποινες πράξεις που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μόλις ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής στο πλαίσιο αυτοτελούς ή άλλης δικογραφίας, λάβει σχετική μήνυση, καταγγελία ή εάν διαπιστώσει ότι αναδεικνύονται στοιχεία σχετικά με ποινική ευθύνη Υπουργού ή Υφυπουργού, οφείλει αμελλητί να διαβιβάσει την σχετική δικογραφία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο οποίος αφού ελέγξει εάν υφίστανται ζητήματα προφανώς αβάσιμων ή νομικά αστήρικτων καταγγελιών θέτοντας την αντίστοιχη αναφορά στο αρχείο, σε περίπτωση όμως τυπικής νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας θα την διαβιβάσει στον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος εν συνεχεία θα την διαβιβάσει στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων προκειμένου να ακολουθηθούν τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 4 παρ. 3 του Ν 3126/2003 η διαδικασία για τους συμμετόχους ή για άλλα πρόσωπα ακολουθείται κανονικά, ο Εισαγγελέας δύναται να χωρίσει την δικογραφία ως προς αυτούς και να συνεχίσει την ποινική διαδικασία για τα άλλα αυτά πρόσωπα.
- 12
Μόνη όμως διάπραξη του αδικήματος κατά την διάρκεια της υπουργικής θητείας δεν αρκεί, για την υπαγωγή του υπαιτίου στην εξαιρετική αυτή διαδικασία αφού στο άρθρο 3 Ν 3126/2003 ορίζεται ότι οι «άσχετες με τα καθήκοντα των υπουργών» πράξεις εκδικάζονται από τα κοινά δικαστήρια. Ο νόμος εισάγει, δηλαδή (πέραν του χρονικού) και ουσιαστικό κριτήριο για την υπαγωγή στην ειδική διαδικασία του άρθρου 86 Σ, την «σχετικότητα» της επίμαχης πράξης με τα υπουργικά καθήκοντα. Μεταξύ του σκληρού πυρήνα των σχετικών με τα υπουργικά καθήκοντα πράξεων, ήτοι αυτών που τελούνται δι’ αυτής
Σελ. 12
ταύτης της ενασκήσεως των αρμοδιοτήτων του υπουργού (π.χ. απιστία υπουργού διά της υπογραφής εκ μέρους του καταφανώς επιζήμιας για το Δημόσιο συμβάσεως με ιδιώτη), και εκείνων που είναι αναμφισβήτητα άσχετες προς αυτά (π.χ. βαριά σωματική βλάβη από Υπουργό σε τρίτο) ή τελέσθηκαν προ της κτήσεως της υπουργικής ιδιότητας (άρθρο 1 παρ. 3 Ν 3126/2003) υπάρχει ενδιάμεση κατηγορία ενεργειών, των οποίων η σχετικότητα ή μη προς τα υπουργικά καθήκοντα δεν είναι αμέσως προφανής. Η θεωρία και νομολογία μας προσδιορίζουν κατά παράδοση με ευρύτητα τις υπαγόμενες πράξεις στην ειδική διαδικασία του άρθρου 86 Σ και εξαιρούν –ορθώς– μόνον όσες είναι εμφανώς και αναμφισβητήτως άσχετες προς τα υπουργικά καθήκοντα. Σύμφωνα με μία αντίθετη άποψη, όλες οι πράξεις της προαναφερόμενης ενδιάμεσης κατηγορίας πρέπει να εξαιρεθούν από την ειδική διαδικασία του άρθρου 86 Σ.
- 13
Τέλος αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ιδρύεται και στις περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 2, 3 του Ν 3126/2003, όταν δηλαδή το γνωμοδοτικό συμβούλιο της Βουλής που αποτελείται από έναν Αντεισαγγελέα ΑΠ και δύο Εισαγγελείς Εφετών, διαπιστώνει μετά από έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας ότι δεν πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία του Ν 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών και επιστρέφει την δικογραφία στην τακτική δικαιοσύνη.
- 14
Επομένως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος επί κακουργημάτων που τελούν ή έχουν τελέσει Υπουργοί και Υφυπουργοί ανακύπτει, α) όταν τα διαπραχθέντα κακουργήματα τελέσθηκαν προ της κτήσεως της Υπουργικής ιδιότητας αλλά αναδείχθηκαν κατά την διάρκεια αυτής, β) όταν τα διαπραχθέντα κακουργήματα τυγχάνουν προδήλως άσχετα με την Υπουργική ιδιότητα ή η Βουλή δεν επελήφθη παντάπασιν
Σελ. 13
της υποθέσεως εντός της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας τόσο για τον Υπουργό όσο και για τους συμμετόχους γ) όταν η υπόθεση που έχει διαβιβασθεί στην Βουλή επιστρέψει στην τακτική δικαιοσύνη από τον Πρόεδρο της Βουλής μετά την απόφαση του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Βουλής κατά το άρθρο 5 παρ. 2, 3 Ν 3126/2003.
- 15
2) Κακουργήματα Βουλευτών, Ευρωβουλευτών, Γενικών και Ειδικών γραμματέων Υπουργείων, Διοικητών, Υποδιοικητών ή Προέδρων Δ.Σ. ή Διευθυνόντων ή Εντεταλμένων Συμβούλων ΝΠΔΔ, ή αιρετών οργάνων των ΟΤΑ, των υπαλλήλων του εδαφίου α΄ του άρθρου 13 του ΠΚ, και όσων υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα δηλαδή επί συμβάσει ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή δια οιασδήποτε σχέσεως εργασίας, σε ΝΠΙΔ ιδρυθέντα από το Δημόσιο ή από ΝΠΔΔ και εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στην διοίκηση τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, σε ΝΠΙΔ στα οποία μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από ΝΠΔΔ επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, εφόσον τα εγκλήματα αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο στα ΝΠΔΔ ή στους ΟΤΑ ή στα ίδια τα ΝΠΙΔ.
- 16
Βουλευτές – Ευρωβουλευτές. Το προνόμιο της παροχής αδείας της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά το άρθρο 62 του Συντάγματος, αφορά ιδίως τα πλημμελήματα είτε αυτά καταλαμβάνονται να διαπράττονται επ’ αυτοφώρω είτε όχι καθώς και τα μη αυτόφωρα κακουργήματα, ενώ για τα αυτόφωρα (στιγμιαία ή διαρκή) κακουργήματα δεν απαιτείται άδεια της Βουλής για την σύλληψη και ποινική δίωξη του Βουλευτή. Σε περίπτωση επομένως μη αυτοφώρου κακουργήματος καθώς και παντός είδους πλημμελήματος, τόσο ο τακτικός Εισαγγελέας όσο και ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος κατά την επεξεργασία της ποινικής δικογραφίας κατά Βουλευτού εφόσον δεν απορρίψει την έγκληση ή δεν αρχειοθετήσει την μήνυση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ, οφείλει επί επαρκών ενδείξεων για κίνηση της ποινικής δίωξης να υποβάλλει σχετικό αίτημα προς την Βουλή των Ελλήνων δια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προκειμένου να λάβει την άδεια της
Σελ. 14
Βουλής. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή, σε αντίθεση με τους Υπουργούς όπου οφείλει αμελλητί να διαβιβάσει την δικογραφία στην Βουλή, ο Εισαγγελέας Οικ. Εγκλήματος προ του αιτήματος για παροχή αδείας από την Βουλή για άσκηση ποινικής δίωξης, μπορεί κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης να προχωρήσει ανεμπόδιστα σε όλες τις ανακριτικές ενέργειες που δεν απαιτούν άδεια της Βουλής όπως λήψη καταθέσεων, κατασχέσεις, αυτοψίες άρση απορρήτου, έρευνα στοιχείων του εγκλήματος πλην ενεργειών που θίγουν το πρόσωπο του Βουλευτού όπως σύλληψη, σωματική έρευνα, ή κλήση ως υπόπτου κατά την προδικασία. Η ίδια διαδικασία τηρείται και για τους Ευρωβουλευτές για τους οποίους ο Εισαγγελέας Οικ. Εγκλήματος υποβάλλει, δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σχετικό αίτημα προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για παροχή αδείας άσκησης ποινικής δίωξης, δοθέντος ότι και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 8 του υπ’ αριθ. 7/9.5.2008 Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών της ΕΕ που ενσωματώθηκε στην ΣυνθΕΕ και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κατά το άρθρο 51 της Ενοποιημένης Απόδοσης της ΣυνθΕΕ (βλ. σχετ. επίσημη εφημερίδα της ΕΕ C326/26.10.2012) απολαμβάνουν των ασυλιών που αναγνωρίζονται στους Έλληνες Βουλευτές (άρθρ. 61 και 62 Συντ.). Επομένως ό,τι ισχύει για τους Βουλευτές ισχύει και για τους Ευρωβουλευτές για τις εναντίον τους ανακριτικές πράξεις στις οποίες μπορεί να προβεί ο Εισαγγελέας Διαφθοράς κατά το στάδιο της προδικασίας.
- 17
Λοιπά όργανα Δημοσίου. Στην διάταξη αυτή έχουμε κατ’ ουσία επανάληψη των αναφερομένων προσώπων που λογίζονταν ως υπάλληλοι και περιλαμβάνονταν στο καταργηθέν άρθρο 263Α ΠΚ, για τα οποία έχει αρμοδιότητα ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.
Εξουσίες Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος
- 18
Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος έχει τις ακόλουθες εξουσίες: α) Δύναται μετά την περάτωση της από εκείνον διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης, να παραγγείλει τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκήσει την δέουσα ποινική δίωξη, β) έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο μη υποκείμενος στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού (άρθρ. 17 Ν 4174/2013), τραπεζικού (άρθρ. 1 ΝΔ 1059/1971), χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου συμπεριλαμβανομένων και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Ν 4624/2019), πλην του δικηγορικού (άρθρ. 39 παρ. 1 Ν
Σελ. 15
4194/2013) και τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (Ν 2225/1994) για το οποίο μπορεί να ζητήσει την άρση του από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, γ) Δύναται να προβαίνει με αιτιολογημένη διάταξή του και για χρονικό διάστημα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται από το αρμόδιο Συμβούλιο (Εφετών ή Πλημ/κων αντίστοιχα) για άλλους (9) μήνες, στην δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων και περιουσιακών κινητών και ακινήτων στοιχείων, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, δ) Επιλύει την σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ των επίκουρων εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος και των τακτικών Εισαγγελέων, όπερ σημαίνει ότι ελέγχει ο ίδιος τις υποθέσεις που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος και είτε τις κατακρατεί είτε τις διαβιβάζει στον τακτικό Εισαγγελέα.
Μπορεί, α) με πράξη του και για υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ, να χαρακτηρίζει κάποιον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (για το νομικό καθεστώς της εξέτασης των μαρτύρων αυτών και της προστασίας τους βλ. άρθρ. 213 παρ. 6, 218 ΚΠΔ, την υπ’ αριθ. 42926οικ./2018 Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β΄ 2194/2018) και το υπ’ αριθ. 1812/21.2.2020 έγγραφο του εποπτεύοντος την Εισαγγελία Διαφθοράς ΑντΑΠ Π. Μπρακουμάτσου προς τον Πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής), β) να απόσχει από την ποινική του δίωξη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 47 του ΚΠΔ και γ) να διατάσσει τις ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 255 ΚΠΔ.
- 19
Προσφυγή κατά διάταξης δέσμευσης ΕισΟικΕγκλ. Η διάταξη δέσμευσης του Εισ ΟικΕγκλ. επιδίδεται εντός (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι εντός αποκλειστικής προθεσμίας (30) ημερών έχουν δικαίωμα να προσφύγουν στο Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών εφόσον η διάταξη έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ζητώντας την άρση της διάταξης αυτής. Η προσφυγή αυτή, ως ειδικό ένδικο μέσο, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και τυγχάνει κατά την άποψη μας ανάλογη, της ρυθμίσεως του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν 4557/2018, και δη της προσφυγής κατά της διάταξης δέσμευσης επί του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με συνέπεια εφόσον δεν
Σελ. 16
κατατεθεί εντός της προθεσμίας των (30) ημερών κατά το άρθρο 168 ΚΠΔ να απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 476 ΚΠΔ.
- 20
Ανάκληση διάταξης δέσμευσης. Πέραν της εν λόγω προσφυγής η διάταξη δέσμευσης δύναται να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ανάκληση αυτή μπορεί να λάβει χώρα οποτεδήποτε χωρίς να εμποδίζεται από τα χρονικά πλαίσια των 30 ημερών της αρχικής προσφυγής, είτε αυτεπαγγέλτως από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, είτε κατόπιν αιτήσεως του καθ’ ου η δέσμευση ή του τρίτου, μόνον όμως εφόσον κατά την ουσιαστική κρίση, υφίστανται νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση ή τροποποίηση της.
- 21
Ισχύς διάταξης δέσμευσης. Η διάταξη δέσμευσης κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ισχύει για χρονικό διάστημα 18 μηνών, με συνέπεια να απόλλυται η ισχύς της μετά την παρέλευση του 18 μήνου και εφόσον δεν έχει περατωθεί η προκαταρκτική εξέταση. Μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον η υπόθεση δεν έχει αρχειοθετηθεί (καθόσον τότε αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς της κατ’ άρθρ. 34 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠΔ), αλλά αντίθετα παραγγέλλεται η άσκηση ποινικής δίωξης, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρ. 34 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠΔ), όπερ σημαίνει ότι εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που δικαιολογεί την διενέργεια κυρίας ανάκρισης (άρθρ. 246 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ), περαιτέρω δέσμευση περιουσιακών στοιχείων δύναται να διατάξει πλέον ο Ανακριτής με τις προϋποθέσεις των άρθρων 248 παρ. 6, 261 και 262 του ΚΠΔ.
- 22
Εποπτεία Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος. Σε αντίθεση με την προηγούμενη διάταξη όπου την εποπτεία των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς είχε Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η νέα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 33 ορίζει πως το έργο των Επίκουρων Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας Εφετών.
IV. Περιπτώσεις κωλυμάτων αυτεπάγγελτης άσκησης
ποινικής δίωξης (άρθρα 41, 56 ΚΠΔ)
- 23
Α. Κατά το άρθρο 41 του ΚΠΔ ορίζεται πως, στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της Εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά και συντάσσεται έκθεση. Ο προσδιορισμός της αίτησης, ως προαπαιτούμενου
Σελ. 17
στοιχείου για την άσκηση ποινικής δίωξης, αφενός μεν εκφεύγει από την αρχή της νομιμότητας της ποινικής δίωξης αφετέρου δε αυτή η σκοπιμότητα του ελέγχου της κίνησής της οφείλεται σε λόγους γενικότερης κρατικής ή διπλωματικής πολιτικής, γι’ αυτό και τα εγκλήματα αυτά που απαιτούν αίτηση της αρχής ένεκα της κάμψης της αρχής της νομιμότητας, πρέπει να ορίζονται ρητά στον νόμο. Εγκλήματα που απαιτούν ως προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης αίτηση της αρχής είναι:
- 24
Α1) Κατά τις διατάξεις του Ν 1882/1990 περί μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, ΦΠΑ και των εικονικών τιμολογίων (άρθρα 66 και 68 Ν 4174/2013), απαιτείται για την άσκηση ποινικής δίωξης η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ και δη από όργανα της φορολογικής διοίκησης (αρμόδιες ΔΟΥ) ή από την διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛΑΣ. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης δεν πρέπει να συγχέεται με τα ζητήματα οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής ή της προσφυγής ενώπιων των Διοικητικών Δικαστηρίων (πέραν των ζητημάτων αναστολής παραγραφής της παρ. 3 όπως προστέθηκαν με τον Ν 4745/2020) και τούτο διότι όπως ορίζεται πλέον στο άρθρο 68 του Ν 4174/2013, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς των αρμοδίων ως άνω οργάνων χωρίς επηρεασμό της από τυχόν ασκηθείσες διοικητικές ή δικαστικές προσφυγές, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απουσία και μόνον μηνυτήριας αναφοράς συνιστά διακωλυτικό λόγο άσκησης ποινικής δίωξης. Πρόσθετα αίτηση ποινικής δίωξης, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις συνιστούν και οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εικονικών τιμολογίων (άρθρ. 66, 68 Ν 4174/2013).
- 25
Α2) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του ΠΚ, για εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή και εφόσον πρόκειται για πλημμελήματα για την άσκηση ποινικής δίωξης απαιτείται είτε αίτηση της Κυβέρνησης όπου τελέσθηκε το έγκλημα είτε έγκληση του παθόντος. Η αίτηση αυτή, για να τυγχάνει νομότυπη, πρέπει να λαμβάνει χώρα είτε δι’ εκθέσεως ενώπιον εκπροσώπου της Εισαγγελικής αρχής (όχι κατ’ ανάγκη Εισαγγελέα Πρωτοδικών αλλά και Αρείου Πάγου ή Εφετών), είτε μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών απευθυνόμενη προς τον Εισαγγελέα.
- 26
Α3) Επί των εγκλημάτων των άρθρων 153, 154, 155 του ΠΚ, απαιτείται ειδικά για την παράβαση του άρθρου 155 αίτηση της αλλοδαπής Κυβέρνησης, ενώ
Σελ. 18
για τις λοιπές πράξεις η δίωξη μπορεί να ασκηθεί υπό την αρχή της αμοιβαιότητας και εφόσον η Ελλάδα διατηρεί διπλωματικές σχέσεις.
- 27
Α4) Επί των αδικημάτων των άρθρων 145 και 146 του ΒΔ 31.12.1957/1958 απαιτείται (άρθρ. 149 αυτού) αίτηση του Αρχηγού της Αστυνομίας ή του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή.
- 28
Β) Σύμφωνα με το άρθρο 56 του ΚΠΔ, σε ορισμένες περιπτώσεις ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δεν μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη σε ορισμένα πρόσωπα, χωρίς να του έχει δοθεί η σχετική άδεια.
- 29
Β1) Άρθρο 10 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του Συντάγματος όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα της αναφοράς, η δίωξη εκείνου που υπέβαλλε αναφορά σε οποιαδήποτε αρχή επιτρέπεται για τυχόν υπάρχουσες ποινικές παραβάσεις σε αυτήν, μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής όπου απευθύνεται η αναφορά και με την άδειά της. Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του ΝΔ 796/1971, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 7 του από 18.1.1975 Δ΄ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και στη συνέχεια με το άρθρο 112 παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορά κατά την έννοια του άρθρου 20 του κειμένου Συντάγματος του 1968, που είχε διατύπωση όμοια με αυτή του πιο πάνω άρθρου 10 του ισχύοντος Συντάγματος, θεωρείται το έγγραφο που διαλαμβάνει αιτιάσεις κατά ενεργειών ή παραλείψεων κάποιας αρχής ή οργάνου της, εκτός από εκείνες που αφορούν Κυβερνητικές πράξεις και το οποίο περιέχει αμέσως ή εμμέσως αίτηση για επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, δεν θεωρείται οπωσδήποτε αναφορά: α) αίτηση για παροχή απλών πληροφοριών, β) ένδικο μέσο ή δικαστική πράξη ενώπιον κάθε δικαστηρίου και γ) η ενδικοφανής προσφυγή προβλεπομένη από το νόμο. Και τέλος κατά την παρ. 1 του άρθρου 3 του αυτού ΝΔ 796/1971, η αναφορά πρέπει να απευθύνεται στην αρμόδια αρχή ή στην προϊσταμένη της αρχή ή σ’ αυτήν που την εποπτεύει. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι, τότε μόνο ορισμένο έγγραφο έχει κατά την έννοια αυτών, τον χαρακτήρα αναφοράς, ώστε η ποινική δίωξη εκείνου που την υποβάλλει να υπόκειται στις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Συντάγματος, όταν: α) περιλαμβάνει αιτιάσεις για ενέργειες ή παραλείψεις κάποιας αρχής ή οργάνου της, β) περιέχει συγχρόνως, αμέσως ή εμμέσως αίτημα για επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης και γ) απευθύνεται σε αρχή η οποία ασκεί διοικητική εξουσία και είναι από το νόμο αρμόδια και υπόχρεη να επανορθώσει ή να αποτρέψει τις επιζήμιες συνέπειες που επήλθαν από την ενέργεια ή
Σελ. 19
την παράλειψη. Αν λείπει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν έχουν εφαρμογή οι περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης διατάξεις. Πρακτικά σύμφωνα με τα παραπάνω εάν ένας πολίτης υποβάλλει σε μια δημόσια υπηρεσία (λ.χ. στην αρμόδια Πολεοδομική υπηρεσία) αναφορά η οποία περιλαμβάνει παράπονα κατά πράξεων ή παραλείψεων δημοσίου οργάνου που τον αφορούν και δια των οποίων υφίσταται ηθική ή υλική βλάβη, η ποινική του δίωξη μόνο κατόπιν αδείας της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την έκδοση της τελικής απόφασης επί της αναφοράς. Επειδή σύνηθες τυγχάνει το γεγονός σε τέτοιου είδους αναφορές να περιλαμβάνονται εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις κατά ορισμένου υπαλλήλου, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά την νομολογία εφόσον οι εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις δεν σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου κατά του αναφέροντος δεν απαιτείται άδεια για την ποινική δίωξη του υποβάλλοντος την αναφορά, ενώ σε αντίθετη περίπτωση απαιτείται.
- 30
Β2) Άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την βουλευτική ασυλία, οι Βουλευτές κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου δεν διώκονται, ούτε συλλαμβάνονται, φυλακίζονται ή περιορίζονται με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς άδεια του σώματος, εκτός αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του Εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάσθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής, ενώ η πιο πάνω προθεσμία αναστέλλεται κατά την διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Περαιτέρω κατά το άρθρο 61 παρ. 2 του Συντάγματος ο Βουλευτής δεν διώκεται για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των Βουλευτικών του καθηκόντων, ει μη μόνον για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και πάλι κατόπιν σχετικής αδείας της Βουλής. Με τις προστατευτικές αυτές διατάξεις επιδιώκεται η εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της Βουλής με την παρουσία των μελών της, χωρίς το προνόμιο αυτό να αποτελεί προσωπικό προνόμιο το βουλευτή αλλά προνόμιο της Βουλής ως σώματος. Εντεύθεν προκύπτει ότι η ειδική αυτή προστασία ισχύει εφόσον ο Βουλευτής διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, ενώ μετά την απώλεια της Βουλευτικής ιδιότητας απαγορεύεται η δίωξη του Βουλευτή μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα και όχι για τα κοινά.
Σελ. 20
- 31
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το άρθρο 61 του Συντάγματος, το άρθρο τούτο επαναλαμβάνοντας ταυτόσημα τις διατάξεις όλων των Ελληνικών Συνταγμάτων από το 1864 έως σήμερα και ειδικότερα την ανωτέρω διάταξη η οποία κατάγεται από το Αγγλικό Πολίτευμα, ρυθμίζει την αρχή του ανεύθυνου των Βουλευτών για γνώμες ή ψήφους που δίδουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με συνέπεια οι Έλληνες Βουλευτές να μην υπέχουν ποινική ή αστική ευθύνη για γνώμες ή ψήφους που παρείχαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός των εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται κατά την άσκηση των Βουλευτικών καθηκόντων και δεν σχετίζονται με την έκφραση γνώμης ή την παροχή ψήφου των Βουλευτών, καθόσον για εκείνα δεν ισχύει η προστασία του ανευθύνου του άρθρου 61 του Συντάγματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάγεται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ. 363-362 ΠΚ) όπου όμως για την άσκηση ποινικής δίωξης απαιτείται η άδεια της Βουλής των Ελλήνων εντός 45 ημερών από τότε που η έγκληση θα περιληφθεί στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων καθώς και το νεοπαγές, δια του άρθρ. 32 του Ν 4258/2014, αδίκημα του άρθρου 159 ΠΚ ήτοι της δωροληψίας βουλευτού προκειμένου να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο ή να απόσχει επί συγκεκριμένης ψηφοφορίας της Βουλής.
- 32
Ακολούθως επί του άρθρου 62 του Συντάγματος πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Το προνόμιο της παροχής αδείας της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης αφορά ιδίως τα πλημμελήματα είτε αυτά καταλαμβάνονται να διαπράττονται επ’ αυτοφώρω είτε όχι καθώς και τα μη αυτόφωρα κακουργήματα, ενώ για τα αυτόφωρα (στιγμιαία ή διαρκή) κακουργήματα δεν απαιτείται άδεια της Βουλής για την σύλληψη και ποινική δίωξη του Βουλευτή. Σε περίπτωση επομένως μη αυτοφώρου κακουργήματος καθώς και παντός είδους πλημμελήματος, ο Εισαγγελέας κατά την επεξεργασία της ποινικής δικογραφίας κατά Βουλευτού εφόσον δεν απορρίψει την έγκληση ή δεν αρχειοθετήσει την μήνυση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 51 ΚΠΔ, οφείλει επί επαρκών ενδείξεων για κίνηση της ποινικής δίωξης να υποβάλλει
Σελ. 21
σχετικό αίτημα προς την Βουλή των Ελλήνων δια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προκειμένου να λάβει την άδεια της Βουλής.
- 33
Β3) Ασυλία Ευρωβουλευτών. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του υπ’ αριθ. 7/9.5.2008 Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών της ΕΕ το οποίο ενσωματώθηκε στην Συνθήκη της ΕΕ και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κατά το άρθρο 51 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης ΕΕ, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ κατά το άρθρο 9 ορίζεται πως «Κατά την διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:
α) εντός της επικράτειας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους και
β) εντός της επικράτειας άλλων κρατών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.
Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ε.Κ. να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του».
Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές πως όπως οι Έλληνες Βουλευτές έτσι και οι Ευρωβουλευτές απολαύουν των ασυλιών που ορίζονται στην Ελληνική έννομη τάξη και απαντώνται στα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, υπό την διαφοροποίηση ότι σε αντίθεση με τους Έλληνες Βουλευτές όπου μπορούν να συλληφθούν μόνο για αυτόφωρο κακούργημα και όχι πλημμέλημα, οι Ευρωβουλευτές μπορούν να συλληφθούν και για αυτόφωρο πλημμέλημα αφού το ως άνω πρωτόκολλο ομιλεί για μη επίκληση της ασυλίας επί αυτοφώρου εγκλήματος στην έννοια του οποίου κατά τα άρθρα 14 και 18 ου Ελληνικού Ποινικού Κώδικα συμπεριλαμβάνονται και τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα.
Επίσης από την ρήση της ακροτελεύτιας διάταξης του άρθρου 9, ότι το Ε.Κ. έχει δικαίωμα να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του, κρίνεται ανενδοίαστα ότι για την άρση της ασυλίας Έλληνα Ευρωβουλευτή αρμοδιότητα δεν έχει η Βουλή των Ελλήνων αλλά το Ευρωκοινοβούλιο. Έτσι ενδεχόμενη αίτηση της Εισαγγελικής αρχής για άρση ασυλίας Έλληνα Ευρωβουλευτή δεν θα ακολουθήσει την προαναφερόμενη διαδικασία με αίτημα προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων , αλλά το σχετικό αίτημα άρσης ασυλίας θα πρέπει να
Σελ. 22
υποβληθεί προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφασίσει σε σχετική του συνεδρίαση. Τούτο στην πράξη γίνεται αναλογικά με την διαδικασία που ακολουθείται για τους Έλληνες Βουλευτές (βλ. παραπάνω τις σχετικές εγκυκλίους ΕισΑΠ) με την διαφοροποίηση ότι εδώ παρακάμπτεται ο Υπουργός Δικαιοσύνης λόγω έλλειψης αρμοδιότητας, ήτοι ο αρμόδιος Εισαγγελέας υποβάλλει προς τον Πρόεδρο του Ε.Κ. το σχετικό αίτημα άρσης ασυλίας του Ευρωβουλευτού, δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκειμένου εκείνος να το διαβιβάσει απευθείας στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το έγγραφο αίτημα πρέπει να αναφέρει τις διατάξεις του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα που φέρεται να παραβιάσθηκαν, τα άρθρα 8 και 9 του ως άνω Πρωτοκόλλου, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και να επισυνάπτονται αντίγραφα της δικογραφίας.
Ως προς τις άλλες διαδικασίες έρευνας, μαρτυρίας ή αναστολής της ήδη ασκημένης ποινικής δίωξης κατά Ευρωβουλευτού, ισχύουν αναλογικά τα νομολογιακά δεδομένα που αναφέρθηκαν για τους Έλληνες Βουλευτές, αφού το πρωτόκολλο της ΕΕ ορίζει πως οι ασυλίες που ρυθμίζονται στο κράτος τους ισχύουν και για εκείνους και επομένως, ότι ερμηνευτικά ισχύει για τους Έλληνες Βουλευτές.
- 34
B.4. Ασυλία Διοικητού Τραπέζης της Ελλάδος. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Πρωτοκόλλου για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που προσαρτήθηκε στην Συνθήκη Ιδρύσεως της ΕΕ (EE C 191/29.7.1992 όπως τροποποιήθηκε με Συνθ Άμστερνταμ ΕΕ C 340/1997) τα μέλη του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και οι Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών, απολαύουν στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο ασυλιών των ΕΚ (βλ. ανωτέρω περ. Β3).