ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 312
- ISBN: 978-960-654-280-0
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Προσφυγικό Δίκαιο: ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση» αποτελεί ένα εργαλείο τεκμηρίωσης και εμβάθυνσης στο προσφυγικό δίκαιο από τη σκοπιά της νομικής πράξης, δικηγορικής και δικαιοδοτικής. Αποτελείται από τρεις θεωρητικές μελέτες, που αφορούν το κρίσιμο ζήτημα της απόδειξης ενός αιτήματος ασύλου, την αυξανόμενης σημασίας έννοια των ασφαλών χωρών και τα δικαιοπολιτικά θεμέλια της προσφυγικής νομοθεσίας, αναλυτικά-κριτικά υποδείγματα δικογράφων, με ανάπτυξη των κυριότερων νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στην πράξη, και αποδελτίωση της πρόσφατης νομολογίας των δικαστηρίων και των επιτροπών ασύλου. Η έκδοση απευθύνεται σε υπερασπιστές και χειριστές αιτημάτων διεθνούς προστασίας, καθώς και ακαδημαϊκά ενδιαφερόμενους για το προσφυγικό δίκαιο.
Πρόλογος | Σελ. V |
Eισαγωγή | Σελ. 1 |
Κεφάλαιο 1 | |
Προσφυγικό ζήτημα και προσφυγικό δίκαιο: Δικαιοπολιτική θεώρηση, προσδιορισμός του αντικειμένου και δικηγορική υπεράσπιση | |
Ι. Αναλυτικές διακρίσεις - γενετική διαδρομή | Σελ. 7 |
ΙΙ. Η σύγχρονη διάσταση του προσφυγικού ζητήματος και η εξέλιξη του προσφυγικού δικαίου | Σελ. 14 |
ΙΙΙ. Προσφυγικό δίκαιο και παραδοσιακοί κλάδοι του δικαίου | Σελ. 18 |
Kεφάλαιο 2 | |
Η απόδειξη στο προσφυγικό δίκαιο | |
Ι. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 25 |
ΙΙ. Η έννοια της αξιοπιστίας | Σελ. 27 |
ΙΙΙ. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας | Σελ. 29 |
ΙV. Η διαδικασία της απόδειξης – προφορική συνέντευξη | Σελ. 31 |
V. Κανόνες lege artis διεξαγωγής της προφορικής συνέντευξης | Σελ. 33 |
VI. Επώνυμα αποδεικτικά μέσα – περιστατικά στην χώρα υποδοχής | Σελ. 35 |
VII. Αποδεικτέα ζητήματα πέραν της πλήρωσης των ρητρών υπαγωγής στον ορισμό του πρόσφυγα | Σελ. 37 |
VIII. Συγκεφαλαίωση – συμπεράσματα | Σελ. 40 |
Kεφάλαιο 3 | |
Σχετικά με την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας | |
I. Το πρόβλημα της δίκαιης κατανομής προσφυγικών πληθυσμών και της «δευτερογενούς μετακίνησης» των προσφύγων | Σελ. 43 |
II. Το επίπεδο προστασίας που μια τρίτη χώρα οφείλει να παρέχει κατά την Σύμβαση της Γενεύης | Σελ. 44 |
III. Η προστασία από τρίτη χώρα κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο | Σελ. 47 |
IV. Το ζήτημα του συνδέσμου πρόσφυγα-ασφαλούς τρίτης χώρας | Σελ. 49 |
V. Το ζήτημα του τεκμηρίου ασφάλειας | Σελ. 51 |
VI. Αποδεικτικά μέσα θεμελίωσης του τεκμηρίου ασφάλειας | Σελ. 55 |
VII. Η γενική εικόνα εφαρμογής της ρήτρας ασφαλούς τρίτης χώρας στην ελληνική έννομη τάξη | Σελ. 57 |
Κεφάλαιο 4 | |
Aναλυτικά υποδείγματα δικογράφων | |
1. Υπόδειγμα Προσφυγής (κατά πρωτοβάθμιας απόφασης Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου ή Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου που απορρίπτει αίτημα ασύλου) | Σελ. 59 |
2. Υπόδειγμα αιτήματος παραμονής μέχρι την οριστική κρίση επί της προσφυγής κατ’ άρθρο 104 παρ. 2 Ν 4636/2019 | Σελ. 71 |
Παρατηρήσεις | Σελ. 75 |
3. Υπόδειγμα Αιτήσεως Ακυρώσεως | Σελ. 107 |
Αίτηση αναστολής | Σελ. 114 |
Παρατηρήσεις | Σελ. 116 |
Κεφάλαιο 5 | |
Επίκαιρη νομολογία σχετικά με την παροχή διεθνούς προστασίας | |
Ι. Αποφάσεις για την εφαρμογή της ρήτρας περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ερμηνεία της προϋπόθεσης του Συνδέσμου – Πότε μια χώρα είναι πράγματι Τρίτη – Ενσωμάτωση άρ. 38(2) 2013/32 ΕΕ | |
1. Απόφαση 12540/2020, 10η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (μη πλήρωση των προϋποθέσεων ε' και στ' του αρ. 86 περί ασφαλούς τρίτης χώρας/προστασία σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης-σύνδεσμος) | Σελ. 137 |
2. Απόφαση 4038/20/16.03.2020 της 4ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (σύνδεσμος) | Σελ. 139 |
3. Απόφαση 20802/25.9.2018 της 9ης Επιτροπής Προσφυγών (σύνδεσμος – πότε μια χώρα είναι πράγματι «τρίτη») | Σελ. 141 |
4. Απόφαση 15602/2017 της 9ης Επιτροπής Προσφυγών (σύνδεσμος) | Σελ. 144 |
5. Απόφαση ΔΕΕ C-404/2017 (ασφαλής χώρα καταγωγής) | Σελ. 146 |
6. Απόφαση ΔΕΕ, C‑924, 925/2019 (ενσωμάτωση του αρ. 38(2) της Οδηγίας 2013/32 ΕΕ για την νόμιμη εφαρμογή της ρήτρας ασφαλούς τρίτης χώρας) | Σελ. 149 |
7. Απόφαση ΣτΕ (Ολ) 2347/2017 | Σελ. 151 |
ΙΙ. Υποχρέωση εξέτασης αιτήματος παραπομπής της υπόθεσης για ανθρωπιστικούς λόγους – βλάβη συνιστάμενη σε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ | |
1. Απόφαση ΔΕφΑθ 2255/2019 | Σελ. 177 |
2. Απόφαση ΔΕφΑθ 918/2012 (αναστολή λόγω βιοτικών και εργασιακών δεσμών) | Σελ. 178 |
3. Απόφαση ΔΕφΑθ 308/2012 | Σελ. 179 |
4. Απόφαση 8673/2018, 8η Ανεξάρτητη Επιτροπή (καθεστώς παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους - Σοβαροί λόγοι υγείας) | Σελ. 180 |
5. Απόφαση 19657/2018, 2η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (ανθρωπιστικοί λόγοι αναγόμενοι στα δικαιώματα τέκνων της οικογένειας αιτούντων) | Σελ. 183 |
ΙΙΙ. Νομική συνδρομή | |
Απόφαση ΔΕφΑθ 401/2019 | Σελ. 185 |
IV. Ανήλικοι αιτούντες | |
1. Απόφαση ΔΕφΑθ 431/2020 | Σελ. 186 |
2. Απόφαση ΔΕφΑθ 166/2020 | Σελ. 190 |
3. Απόφαση ΔΕφΠειρ 237/2020 | Σελ. 191 |
4. Απόφαση ΔΕφΠειρ 97/2019 | Σελ. 192 |
5. Απόφαση ΔΕφΠειρ 559/2018 | Σελ. 193 |
6. Απόφαση ΔΕφΑθ 31/2019 (αναστολή – μετεφηβική ηλικία) | Σελ. 196 |
7. Απόφαση 17627/18/9.9.2019 της 11ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (λήψη προσωπικής συνέντευξης από ανήλικο) | Σελ. 197 |
8. Απόφαση ΔΕφΑθ 1140/2019 (έννομη συνέπεια επίδοσης σε ανήλικο) | Σελ. 198 |
9. Απόφαση ΔΕφΑθ 855/2019 | Σελ. 200 |
10. Απόφαση ΔΕΕ, C-550/2016 (χρόνος καθορισμού της ανηλικότητας, σε περίπτωση ενηλικίωσης διαρκούσης της διαδικασίας) | Σελ. 201 |
V. Ευαλωτότητα – βασανιστήρια | |
1. Απόφαση 24502/2018, 8η Ανεξάρτητη Επιτροπή (ιδιωτικό ιατρικό πιστοποιητικό περί βασανιστηρίων – υπό το κράτος του Ν 4375/2016 αλλά με αναφορά διάταξη ισχύοντος νόμου περί κύρους των ιατρικών πιστοποιητικών και στο τεκμήριο κατά την RC v. Sweden) | Σελ. 204 |
2. Απόφαση 17538/23.10.2019, 7η Ανεξάρτητη Επιτροπή (δικαιολόγηση μη προβολής ισχυρισμού βασανιστηρίων κατά το αρχικό αίτημα, παραδεκτό μεταγενέστερου λόγω προβολής του ισχυρισμού, χορήγηση επικουρικής προστασίας β') | Σελ. 205 |
3. Απόφαση 20199/19.06.2019, 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή (παρελθούσα δίωξη που καθιστά την αιτούσα πρόσφυγα άνευ ετέρου, αποτρόπαιη δίωξη) | Σελ. 206 |
4. Απόφαση ΔΕφΑθ 642/2018 (διαδικασία ακολουθούμενη για ευαλώτους βάσει του Ν 4375/2016) | Σελ. 206 |
5. Απόφαση ΔΕφΠειρ 563/2018 | Σελ. 208 |
6. Απόφαση ΔΕφΠειρ 558/2018 | Σελ. 209 |
7. Απόφαση ΔΕφΠειρ 271/2019 | Σελ. 211 |
8. Απόφαση ΔΕφΠειρ 206/2019 | Σελ. 211 |
9. Απόφαση ΔΕφΠειρ (συμ) 116/2018 | Σελ. 213 |
VI. Διαδικαστικές απορρίψεις αιτημάτων ασύλου | |
1. Απόφαση 4707/20/16.6.2020 της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (μον.συνθ.) | Σελ. 215 |
2. Απόφαση 7006/8.3.2019 της 17ης Επιτροπής Προσφυγών (ανάγκη αιτιολόγησης αίτησης συνέχισης μετά από διακοπή αιτήματος ασύλου λόγω τεκμηρίου σιωπηρής ανάκλησης) | Σελ. 219 |
3. Απόφαση ΔΕφΑθ 276/2020 | Σελ. 225 |
VII. Βλάβη που θεμελιώνει βάσιμο λόγο αναστολής εκτέλεσης απορριπτικής απόφασης ασύλου | |
1. Απόφαση ΔΕφΠειρ 105/2018 (αναστολή επί απόρριψης αιτήματος στο παραδεκτό λόγω ασφαλούς τρίτης χώρας, ύπαρξη οικογένειας στην Ελλάδα) | Σελ. 227 |
2. Απόφαση ΔΕφΠειρ 112/2019 (αναστολή λόγω ανήλικων τέκνων και κυήσεως) | Σελ. 227 |
3. Απόφαση ΔΕφΠειρ 69/2019 | Σελ. 228 |
4. Απόφαση ΔΕφΑθ 31/2019 (μονομελής σύνθεση αναστολών μετά τον Ν 4540/2018) | Σελ. 230 |
5. Απόφαση ΔΕφΠειρ 13/2019 (μον) | Σελ. 233 |
6. Απόφαση ΔΕφΠειρ 19/2019 (μειοψηφία επί αναστολής στο ζήτημα της βλάβης) | Σελ. 235 |
7. Απόφαση ΔΕφΠειρ 190/2019 (αναστολή – αρχειοθέτηση μετά από πράξη διακοπής, έλλειψη έρευνας στην ουσία, μειοψηφία στην προσβαλλόμενη) | Σελ. 236 |
8. Απόφαση ΔΕφΑθ 431/2018 | Σελ. 236 |
VIII. Εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων περί υπαγωγής στα καθεστώτα διεθνούς προστασίας | |
1. Απόφαση 22622/2017, 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή (αποκλεισμός, πολιτικό αδίκημα, αοριστία ποινικής δίωξης, μη απόδοση συγκεκριμένων πράξεων κατά προσώπων) | Σελ. 238 |
2. Απόφαση 16025/03.12.2019, 18η Ανεξάρτητη Επιτροπή (επικουρική προστασία, αδιάκριτη βία που συνεπάγεται μαζικές παραβιάσεις δικαιωμάτων) | Σελ. 239 |
3. Απόφαση ΔΕφΑθ 2160/2018 (αιτιολόγηση εσωτερικής μετεγκατάστασης – προσωπικές περιστάσεις) | Σελ. 240 |
4. Απόφαση ΔΕφΑθ 215/2020 (μετεγκατάσταση Αφγανιστάν) | Σελ. 241 |
5. Απόφαση ΔΕφΑθ 414/2019 (κλειτοριδεκτομή-παρελθούσα δίωξη) | Σελ. 242 |
6. Απόφαση ΔΕφΠειρ 401/2019 (αποδιδόμενος σεξουαλικός προσανατολισμός) | Σελ. 243 |
7. Απόφαση 25747/2018, 15η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (αποδοχή μη επικυρωμένων ιδιωτικών εγγράφων, κίνδυνος δίωξης απορριφθέντος αιτούντος άσυλο, σύνδεση αιτούντος από τις αρχές του κράτους καταγωγής με πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος) | Σελ. 244 |
8. Απόφαση 26885/2020, 14η Ανεξάρτητη Επιτροπή (αναγκαστικός γάμος, φορέας δίωξης, κρατική προστασία) | Σελ. 248 |
9. Απόφαση 28644/19, 7η Ανεξάρτητη Επιτροπή (σωρευτικές παραβιάσεις που συνιστούν δίωξη, απορριφθέντες αιτούντες άσυλο, μεταχείριση επιστρεφόντων που παραβίασαν απαγόρευση εξόδου) | Σελ. 249 |
10. Απόφαση 166/2018 της 8ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (δίωξη λόγω αποδιδόμενων θρησκευτικών πεποιθήσεων – δίωξη από μη κρατικό φορέα – δυνατότητα κρατικής προστασίας) | Σελ. 250 |
11. Απόφαση ΔΕφΑθ 261/2019 (εμπορία ανθρώπων ως δίωξη) | Σελ. 252 |
12. Απόφαση ΔΕφΑθ 191/2019 (δυνατότητα προσφυγής στην κρατική προστασία από δίωξη εκ μη κρατικού φορέως) | Σελ. 255 |
13. Απόφαση 6782/2019, 13η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (επικουρική α' – βλάβη από μη κρατικό φορέα) | Σελ. 256 |
14. Απόφαση 4713/2020, 1η Ανεξάρτητη Επιτροπή (Κούρδοι, Τουρκία, επικουρική β’) | Σελ. 257 |
15. Απόφαση ΔΕφΑθ 2156/2018 (ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα) | Σελ. 260 |
16. Απόφαση 12980/2020, 2η Ανεξάρτητη Επιτροπή (δίωξη λόγω γένους, ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, γυναίκα που απέδρασε από αναγκαστικό γάμο και κακοποιητικό περιβάλλον) | Σελ. 262 |
17. Απόφαση 23340/2019, 8η Ανεξάρτητη Επιτροπή (Αφγανιστάν, επικουρική β’ σε γυναίκα λόγω γενικευμένου κινδύνου έμφυλης βίας κατ’ απόρριψη προσφυγικού καθεστώτος) | Σελ. 263 |
IX. Ουσιώδεις τύποι της διαδικασίας εξέτασης αιτήματος ασύλου | |
1. Απόφαση ΔΕφΑθ 667/2019 | Σελ. 266 |
2. Απόφαση ΔΕφΠειρ 20/2019 | Σελ. 267 |
3. Απόφαση ΔΕφΑθ 3043/2018 | Σελ. 267 |
4. Απόφαση ΔΕφΑθ 245/2020 | Σελ. 267 |
5. Απόφαση ΔΕφΠειρ 78/2019 (έλλειψη αιτιολογίας, στην πραγματικότητα πλάνη περί τα πράγματα) | Σελ. 268 |
X. Μεταγενέστερα αιτήματα | |
1. Απόφαση 25917/2018/29.5.2019 της 16ης Επιτροπής Προσφυγών (παραδεκτό αίτημα, κρίση επί της ουσίας, επικουρική προστασία) | Σελ. 270 |
2. Απόφαση ΔΕφΑθ 1152/2018 | Σελ. 275 |
XI. Κανονισμός Δουβλίνο – Απέλαση αναγνωρισμένου πρόσφυγα (αρ.33(2) 2013/32 ΕΕ) | |
1. Απόφαση ΔΕφΘεσ 513/2019 | Σελ. 281 |
2. Απόφαση ΔΕφΠειρ 363/2019 | Σελ. 282 |
3. Απόφαση 26510/26.11.2018, 3η Ανεξάρτητη Επιτροπή (μεταφορά στην Βουλγαρία – συστημικές ελλείψεις στην διαδικασία ασύλου) | Σελ. 283 |
4. Απόφαση ΔΕφΠειρ 69/2019 (αναστολή – κίνδυνος επαναπροώθησης από την μεταφορά στην Βουλγαρία) | Σελ. 283 |
5. Απόφαση ΔΕΕ C-540, 541/2017 (προκειμένου περί απομάκρυνσης αναγνωρισμένου πρόσφυγα από χώρα που υπέβαλε νέο αίτημα ασύλου) | Σελ. 284 |
ΧΙΙ. Απόδειξη - αξιοπιστία | |
1. Απόφαση 6861/2020, 14η Ανεξάρτητη Επιτροπή (ανατροπή α' βάθμιας απόφασης ως προς την κρίση περί αξιοπιστίας – αντιφάσεις που δεν αίρουν την αξιοπιστία) | Σελ. 286 |
2. Απόφαση 27795/2018, 19η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (αξιοπιστία – αντιφάσεις που θεραπεύονται με το υπόμνημα σε συνδυασμό με έγγραφα από την χώρα καταγωγής – ευεργέτημα της αμφιβολίας) | Σελ. 287 |
3. Απόφαση 14530/2019, 18η Επιτροπή Προσφυγών (αξιοπιστία πηγών για την χώρα καταγωγής) | Σελ. 288 |
Βιβλιογραφία | Σελ. 289 |
Ευρετήριο | Σελ. 293 |
Σελ. 1
Eισαγωγή
Το παρόν εγχειρίδιο αποτελεί έναν κριτικό και ταυτόχρονα πρακτικό οδηγό για το δίκαιο διεθνούς προστασίας. Κάθε κλάδος του δικαίου αναπτύσσεται ως διαλεκτική μεταξύ αφενός της εκάστοτε πραγματικής κατάστασης σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό πεδίο αφετέρου μιας παράδοσης θεσμών, νομικών εννοιών και της εφαρμογής τους, στο κέντρο της οποίας δομούνται αυθεντίες. Στους κλάδους του εθνικού δικαίου αυθεντίες είναι η νομολογία, η θεωρία αλλά και η δικηγορική πρακτική· αυτές είναι που καλούνται να συμβιβάσουν τις παραδεδομένες αρχές του δικαίου με τα νέα προβλήματα που το δίκαιο καλείται να επιλύσει, όσο μεταλλάσσεται η κοινωνική πραγματικότητα. Στον κλάδο του διεθνούς δικαίου, αυθεντία είναι η θεωρία και η διεθνής νομολογία, η δε δικηγορική πρακτική αντικαθίσταται από την πρακτική των κρατών.
Στο δίκαιο διεθνούς προστασίας stricto sensu, αλλά και στο δίκαιο διεθνούς προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ταυτοχρόνως παρούσες όλες οι αυθεντίες: διεθνή δικαστήρια, εθνική νομολογία, θεωρία άλλων κρατών, παράγοντες που διαμορφώνουν δικονομικές στρατηγικές σε πολλά διαφορετικά κράτη (ΜΚΟ), αλλά, συγκεκριμένα στο προσφυγικό, και μία ad hoc αυθεντία που δεν εντάσσεται ούτε στην θεσμική συγκρότηση της δικαιοδότησης, ούτε σ’ αυτήν της ακαδημίας, ούτε και στην δικονομική στρατηγική και πρακτική: η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Παρ’ ότι η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες δεν είναι εξοπλισμένη με διεθνές δικαστήριο και ενώ πρώτη εντολή της Ύπατης Αρμοστείας είναι η προστασία των προσφυγών, εντούτοις ο ρόλος του Οργανισμού στην παραγωγή δικαίου, κυρίαρχα δηλαδή στον προσδιορισμό των ατόμων που είναι πρόσφυγες, είναι κεφαλαιώδης, ακόμα και αν πρόκειται για soft law.
Σ’ αυτόν λοιπόν τον κλάδο δικαίου, η διεθνής νομοθεσία και νομολογία δεν θέτει ένα ευρύ πλαίσιο, εντός του οποίου οι εθνικοί θεσμοί έχουν απόλυτη κυριαρχία και δικαιοδοσία, αλλ’ αντιθέτως η διεθνής παράδοση παρίσταται ως ενεργός τεκμηρίωση σε κάθε ατομική εφαρμογή του προσφυγικού δικαίου και ταυτόχρονα ως δυνατότητα κριτικής. Είναι βέβαιο ότι αυτή η ιδιαίτερη και πολυπαραγοντική διαπλοκή αυθεντιών και πρακτικών παράγει ένα σταθερότερο υπόβαθρο ουσιαστικής δικαιοσύνης και εξοπλίζει τον δικηγόρο και τον κριτή με πολλαπλά εργαλεία αυξημένου κύρους για να αρθρώσει την υπεράσπιση (ο μεν) και να δομήσει την αντικειμενικοποιημένη πεποίθησή του (ο δε).
Σελ. 2
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως παραγνωρίζεται πολλές φορές το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η εφαρμογή του προσφυγικού δικαίου τελείται ως πρακτική από εθνικούς θεσμούς, την διοίκηση, την δικαστική λειτουργία και το δικηγορικό σώμα μιας συγκεκριμένης χώρας και έτσι αναγκαστικά διαπλέκεται με την νομική και δικηγορική παράδοση αυτής της χώρας, αυτό που θα λέγαμε την θέσμιο υπόστασή της. Αυτό είναι σημαντικό από μόνο του αλλά καθίσταται και επίκαιρο (καθ’ ότι στον σύγχρονο κόσμο η σημασία ανάγεται όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα) σε δύο πεδία.
Το ένα αφορά στα μέρη του δικαίου που δεν ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο, δηλαδή το δικονομικό/διαδικαστικό δίκαιο αφενός και το δίκαιο της απόδειξης αφετέρου. Το δεύτερο αφορά στον άνισο τρόπο ανάπτυξης του προσφυγικού δικαίου ανά χώρες. Η Ελλάδα για παράδειγμα ως χώρα transit για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρώπη, αναμετρήθηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με τα νομικά ζητήματα που θέτει η λεγόμενη δευτερογενής μετακίνηση των προσφύγων. Η κανονικοποίηση των νομικών εργαλείων μεταχείρισης αυτού του φαινομένου (Δουβλίνο, ασφαλής τρίτη χώρα) συνήθως αναμένεται από τα διεθνή δικαστήρια, ενώ βέβαια δεν υπάρχει διεθνές δικαστήριο για το άσυλο, αλλά από την άποψη της ενεργού διαμόρφωσης, το εθνικό ελληνικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη αξία ως αφετηρία, είτε τελικώς επικυρωθεί είτε υπερβαθεί από κρίσεις διεθνείς ή άλλων κρατών.
Υπάρχουν λοιπόν θετικοί και αρνητικοί λόγοι που μας καλούν να εξετάσουμε το προσφυγικό δίκαιο εστιάζοντας στην εθνική παράδοση και να μετακινηθούμε από την κλασική αφετηρία κριτικής του εθνικού δικαίου και της εφαρμογής του από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου ή άλλων, πιο ανεπτυγμένων, εθνικών παραδόσεων, όπως είναι κατ’ εξοχήν η αγγλοσαξωνική. Ο πρώτος είναι πραγματικός ή πραγματιστικός: ούτως ή άλλως αυτός που πρέπει να πεισθεί για τα προσόντα παροχής προστασίας ενός εισερχόμενου είναι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος διαμόρφωσε την συνείδησή του δικάζοντας υποθέσεις άλλων κλάδων του δικαίου, εφαρμόζοντας μια συγκεκριμένη δικονομία και υπηρετώντας εν τέλει μια εθνική έννομη τάξη. Ο δεύτερος είναι θετικά αξιολογικός: η εθνική έννομη τάξη μπορεί να έχει να προσφέρει στην επεξεργασία και εξέλιξη των εννοιών και των θεσμών, είτε επειδή έχει επεξεργαστεί έννοιες με μαζικό και ποιοτικό τρόπο, είτε επειδή για τον λειτουργό της εθνικής έννομης τάξης αυτή είναι πιο εύληπτη και εντάξιμη στην γενική πρακτική του, ως αφετηρία προσέγγισης. Ο τρίτος λόγος είναι αντικειμενικά αρνητικός: η διεθνής παράδοση, παρ’ ότι εκτεταμένη, οφείλει να είναι εκ φύσεως συνεσταλμένη και αναστοχαστική: δεν εκφράζεται πάντοτε επίκαιρα ούτε ad hoc, ώστε να αφήνει περιθώριο στην κρατική κυριαρχία να λειτουργήσει
Σελ. 3
και να διαμορφώσει ένα πλαίσιο, προτού αυτό κριθεί ως σύνολο από διεθνή δικαστήρια και άλλους διεθνείς θεσμούς.
Στην Ελλάδα το άσυλο ξεκίνησε ως παράπλευρη αρμοδιότητα της ελληνικής αστυνομίας, με συμμετοχή σε δεύτερο βαθμό, είτε γνωμοδοτικά είτε αργότερα αποφασιστικά, και παραγόντων που καλούνταν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία της διαδικασίας από την αποκλειστική υπηρέτηση των στόχων δημοσίας τάξεως. Οι αποφάσεις ήταν συχνά τηλεγραφικές, χωρίς έμφαση στην επιχειρηματολογική δόμηση του συλλογισμού και την εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών. Η κατάσταση μεταβλήθηκε με το ΠΔ 114/2010, οπότε και δημιουργήθηκαν δευτεροβάθμια όργανα χωρίς την συμμετοχή αστυνομικών υπαλλήλων και με περισσότερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας και ειδίκευσης στο αντικείμενο. Η πρόοδος αυτή όμως συνδυάστηκε με την ψήφιση του Ν 3900/2010, με τον οποίο μεταφέρθηκε η δικαστική αρμοδιότητα για το άσυλο από το Συμβούλιο Επικρατείας, στα Διοικητικά Εφετεία, σε καιρό που η διοικητική δικαιοσύνη εμφάνιζε πολύ μεγάλη εκκρεμότητα. Μέχρι το 2016 και το τότε προσφυγικό κύμα, εμφανίζεται πολύ μεγάλο κενό νομολογίας, ενώ μέχρι σήμερα σε αναιρετικό επίπεδο (έφεσης) δεν υπάρχει καμία απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Κατ’ αποτέλεσμα, η πλούσια παραγωγή δεκάδων χιλιάδων αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών των ΠΔ 114/2010 και 113/2013 ουδέποτε συστηματοποιήθηκε παράγοντας δικαστικές καθοδηγητικές αποφάσεις. Η έμφαση δόθηκε στην αντιμετώπιση εκκρεμοτήτων και όχι στην συστηματοποίηση του δικαίου.
Με τον νόμο 3907/2011 και το ΠΔ 113/2013 ιδρύθηκε και απέκτησε διαδικασία η Υπηρεσία Ασύλου, οπότε και το δίκαιο του ασύλου απέκτησε σε ριζικό επίπεδο θέσμιο υπόσταση. Η σημασία της Υπηρεσίας είναι κεφαλαιώδης και το έργο της τιτάνιο, ακριβώς διότι έδωσε μια θεσμική βάση στο άσυλο, τηρώντας συστηματικά πλέον βασικές εγγυήσεις για την διαδικασία (ενοποίηση διαδικασιών, πληρότητα, ιεραρχική εποπτεία αρμοδιοτήτων, ποιοτικός έλεγχος αποφάσεων και πολλά άλλα). Αργότερα και υπό την πίεση μιας δύσκολης πραγματικότητας, αυτής του 2016 με το ρεύμα προσφύγων και την Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, ξεκίνησε η συγκρότηση των αναγκαίων συμπληρωματικών θεσμών, της νομικής συνδρομής και του δευτεροβάθμιου οργάνου προσφυγών, αλλά και της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής.
Είναι αναμφίβολα ορθό, το ότι αυτά τα λίγα σχετικά χρόνια δόθηκε έμφαση στην συγκρότηση, ενδυνάμωση και κεντρικοποίηση της Υπηρεσίας Ασύλου. Το δίκαιο αποδίδεται στον κατώτερο βαθμό και οι υψηλές κρίσεις ακολουθούν αναγκαστικά –αν θέλουν πράγματι να είναι υψηλές– μια κουραστική, μαζική και συστηματική απονομή δικαίου σ’ αυτόν τον κατώτερο βαθμό. Ωστόσο είναι αναγκαίο πλέον οι έτεροι θεσμοί να σταματήσουν να ατροφούν και να δημιουργηθεί με θεσμικές τομές ένα ενιαίο όλο θέσμιας υπόστασης του προσφυγικού δικαίου, όπου οργανικά θα εντάσσονται, αυτοπεριοριζόμενοι, αλλά εμβαθύνοντας στο πεδίο αρμοδιότητάς
Σελ. 4
τους, όλοι οι επιμέρους θεσμοί αρμονικά, από την δικηγορική υπεράσπιση μέχρι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Οι θεσμοί αυτοί περιλαμβάνουν, στην ιδιαίτερη βέβαια ένταξή τους, τους βοηθητικούς θεσμούς της ΕΕ και της Ύπατης Αρμοστείας (εμπειρογνώμονες της Υπηρεσίας Ασύλου και ειδικούς χειριστές του EASO).
Πιεστικά ερωτήματα για παράδειγμα είναι το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου στις αποφάσεις της συμμορφώνεται στα νομολογιακά προηγούμενα των Ανεξαρτήτων Επιτροπών Προσφυγών ως οφείλει, κατά πόσον οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών στερούμενες ένταξης σε μια δικαστική ιεραρχία ενοποιούν την πρακτική και την θέση τους τόσο στα δικονομικά όσο και στα ουσιαστικά ζητήματα, αλλά και αν είναι αποτελεσματική η σύμφυρση δύο βαθμών κρίσεως (προσφυγής και αιτήσεως ακυρώσεως) σε δικαστές ομοιόβαθμους ή και αντιστρόφως ιεραρχημένους (ιδ. την πρόσφατη ανάθεση των αιτήσεων ακυρώσεως κατ’ αποφάσεων των Επιτροπών, όπου συμμετέχει ικανός αριθμός διοικητικών εφετών στα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια). Εν τέλει τίθεται το ερώτημα, αν ο δεύτερο βαθμός θα έπρεπε να έχει δυνατότητα κρίσης επί της ουσίας και οργανώνεται σε τμήματα δικαστηρίων, αντί του περίπλοκου σχήματος του «οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου ενταγμένου στην διοίκηση».
Ο θεσμός της νομικής συνδρομής, στερούμενος άλλωστε παράδοσης, αφού η νομική συνδρομή των δικαστηρίων στην Ελλάδα είναι ένας θεσμός με πρωτόλεια οργάνωση, έχει επίσης να διαβεί πολύ δρόμο ώστε να επιτελεί αποτελεσματικά τον ρόλο της αποτελεσματικής υπεράσπισης. Πρωτίστως ο δικηγόρος της νομικής συνδρομής δεν μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά στο στάδιο της απόδειξης (προσωπική συνέντευξη), αναλαμβάνοντας το πρώτον στο στάδιο της προσφυγής. Έτσι ενισχύεται ο ακυρωτικός χαρακτήρας της προσφυγής, ενώ ο νόμος την προβλέπει ως προσφυγή ουσίας. Η έλλειψη αυτή συνυπάρχει με μια υπερβολή, αυτήν της δυνατότητας κάθε αιτούντος να απολαύει νομικής συνδρομής, ελλείψει ενός ανεξάρτητου οργάνου που θα μπορούσε αιτιολογημένα και πειστικά να περιορίσει τον αριθμό των επωφελούμενων, προς εξοικονόμηση πόρων και ποιοτική αναβάθμιση της νομικής συνδρομής.
Η σύνδεση επίσης του δικηγόρου της νομικής συνδρομής με την Υπηρεσία Ασύλου είναι προβληματική στον βαθμό που η Υπηρεσία είναι αντίδικος στον δεύτερο βαθμό, δυνάμενη να παραστεί κατά της προσφυγής. Μείζον δε πρόβλημα αποτελεί και η συνύπαρξη της νομικής συνδρομής στον β’ βαθμό με την νομική συνδρομή του Ν 3226/2004 ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Μια ενιαία οργάνωση των δύο εντός ενός δομημένου σχήματος, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στην δημιουργία νομικής παράδοσης που θα αύξανε και την εμπιστοσύνη στο σύστημα ασύλου και την αποτελεσματικότητά του.
Με αυτήν την αφετηρία, το έργο εκκινεί από την ελληνική πρακτική του προσφυγικού δικαίου, όχι με σκοπό να υποβιβάσει την διεθνή διάσταση του κλάδου, η
Σελ. 5
οποία συνιστά εγγύηση ουσιαστικής δικαιοσύνης, αλλά να αποτελέσει ένα πρώτο σκαλοπάτι για την δημιουργική επιστροφή σ’ αυτήν την βάση και την κριτική της επανεξέταση. Η διάρθρωση της υπεράσπισης και της κρίσης οφείλει στο, αρκετά πλούσιο πλέον, εθνικό πλαίσιο να διέλθει μέσα απ’ αυτό και όχι μόνον να στέκεται εξωτερικά ως προς αυτό, ώστε και να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη στις κατακτήσεις του αλλά και να το επαναδιαμορφώσει κριτικά προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής δικαιοσύνης για τον πρόσφυγα. Πρόκειται για μια κίνηση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ώστε από το ειδικό και μερικό να περάσουμε και πάλι σ’ ένα νέο γενικό που θα μας φέρει σε μια καλύτερη κατάσταση από όλες τις απόψεις.
Ο γράφων έχει υπηρετήσει από το 2013 ως το 2017 στις Επιτροπές Προσφυγών του ΠΔ 114/2010 και εν συνεχεία από το 2018 ως σήμερα στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής της Υπηρεσίας Ασύλου. Ταυτόχρονα είναι ενεργός δικηγόρος στους κλάδους του αστικού και διοικητικού δικαίου, ενώ ασχολείται και με την θεωρία του προσφυγικού δικαίου και του προσφυγικού ως δικαιοπολιτικού ζητήματος. Με αφετηρία και πρωτογενές υλικό αυτήν την εμπειρία, το έργο επιχειρεί να αποτελέσει μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης του προσφυγικού δικαίου από την σκοπιά της πρακτικής της εσωτερικής έννομης τάξης, όχι ως πεδίου που αποκλείει την διεθνή εμπειρία, αλλ’ ως πεδίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται και ανανοηματοδοτείται ή επιβεβαιώνεται με τρόπο συγκεκριμένο. Περιλαμβάνει μια σύντομη θεωρητική ανάπτυξη για την σχέση προσφυγικού δικαίου και προσφυγικού ζητήματος, μια πραγμάτευση του ζητήματος της απόδειξης στο προσφυγικό δίκαιο, μια ανανεωμένη ανάλυση του επίκαιρου ζητήματος της ασφαλούς τρίτης χώρας, κριτικά αναλυτικά υποδείγματα των δικογράφων που εμφανίζονται στο προσφυγικό δίκαιο, όπου αναπτύσσονται τα περισσότερα από τα θεωρητικά ζητήματα που προκύπτουν, καθώς και μια παράθεση επίκαιρης νομολογίας.
Το έργο προσφέρεται όχι ως προϊόν ακαδημαϊκής ή θεσμικής αυθεντίας αλλά ως κριτικό εργαλείο για ανθρώπους της πράξης ή ανθρώπους που επιθυμούν να δουν την θεωρία μέσα στην πράξη. Γι’ αυτό, η τεκμηρίωση των γραφομένων βασίζεται στα ερωτήματα που αναδεικνύει η πράξη, με παράθεση των υπαρχουσών ή προσδοκώμενων θέσεων της νομολογίας, η οποία διευρύνεται ταχύτατα αλλά δεν καλύπτει ακόμα σειρά ζητημάτων. Στα θεωρητικά ζητήματα, η τεκμηρίωση βασίζεται στην από κοινού πραγμάτευση περισσοτέρων διαστάσεων του αντικειμένου και την απόπειρα συναρμογής τους σ’ ένα σύστημα με ενιαία λογική, αλλά και στην αξιοποίηση της παράδοσης άλλων κλάδων του δικαίου, ως έμφαση στις απορίες που καταλείπει η μέχρι τώρα παραδοσιακή διδασκαλία και εκπαιδευτική πρακτική του προσφυγικού δικαίου και του δικαίου διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, οι κατ’ ιδίαν απόψεις για κάθε ζήτημα δεν διεκδικούν πρωτοτυπία. Η πρωτοτυπία, ως στόχος κάθε έργου, έγκειται εδώ στην απόπειρα συνάρθρωσης διαφορετικών επιπέδων προσέγγισης του αντικειμένου και στην διαρκή αντιπαραβολή της θεωρίας με πράξη.
Σελ. 6
Τα υποδείγματα στην αρχική τους μορφή είχαν συγγραφεί και δημοσιευθεί σε συνεργασία με την συνάδελφο Ερατώ Ρεσσοπούλου, με την άδεια της οποίας επικαιροποιήθηκαν και επανεκδίδονται. Τα κεφάλαια για την σχέση του προσφυγικού δικαίου με το προσφυγικό ζήτημα και την απόδειξη έλαβαν την τελική τους μορφή μετά τις παρατηρήσεις του συναδέλφου Χρήστου Τσεβά. Σημαντικό έλλειμμα κατά την εκπόνηση του ενός τέτοιου έργου, αλλά και κάθε έργου για το προσφυγικό, είναι η έλλειψη δημόσιας πρόσβασης στις αποφάσεις επί αιτημάτων ασύλου. Για την επιστημονική έρευνα, η Υπηρεσία Ασύλου και η Αρχή Προσφυγών δεν παρέχουν πρόσβαση στην νομολογία. Το κενό καλύφθηκε αποσπασματικά με την αναζήτηση αποφάσεων από συναδέλφους και δικαστές, τους οποίους οφείλω να ευχαριστήσω. Μακάρι στο μέλλον ο στόχος της επιστημονικής βεβαιότητας και προόδου να ξεπεράσει τον φόβο αντιγραφής ιστορικών από πρόσφυγες και δικηγόρους, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέα αιτία εσφαλμένων αποφάσεων, όταν ο κριτής είναι στοιχειωδώς έμπειρος, όπως είναι πλέον οι Έλληνες κριτές.
Σελ. 7
Κεφάλαιο 1
Προσφυγικό ζήτημα και προσφυγικό δίκαιο:
Δικαιοπολιτική θεώρηση, προσδιορισμός
του αντικειμένου και δικηγορική υπεράσπιση
Ι. Αναλυτικές διακρίσεις - γενετική διαδρομή
Ο κλάδος του προσφυγικού δικαίου αντιστέκεται στην ένταξή του σ’ έναν από τους γνωστούς ευρύτερους κλάδους του δικαίου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ανήκει στον κάδο του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου. Είναι όμως εθνικό ή διεθνές δίκαιο; Και επίσης είναι δίκαιο προστασίας δικαιωμάτων ή διαχείρισης πληθυσμών;
Η βασική σχέση Κράτους Υποδοχής-Πρόσφυγα. Το κύριο βοήθημα στο προσφυγικό δίκαιο είναι η αίτηση αναγνώρισης ως πρόσφυγα ή διαφορετικά αίτηση διεθνούς προστασίας. Η διεθνής προστασία αντιδιαστέλλεται με την εθνική προστασία, την προστασία που συστάθηκαν για να παρέχουν τα κράτη της οικουμένης. Αυτή που χάνει την προστασία των δικαιωμάτων της από το κράτος του οποίου είναι πολίτης, προβάλλει ένα αίτημα που υπερβαίνει τα εθνικά πλαίσια. Τα υπερβαίνει όμως αρχικά για να καταλήξει τελικά και πάλι σ’ αυτά. Διότι την διεθνή προστασία την παρέχει τελικώς ένα κράτος και όχι η διεθνής κοινότητα συνεργαζόμενη ή μέσω ειδικών θεσμών. Υπ’ αυτήν την άποψη, το προσφυγικό δίκαιο δεν είναι εθνικό, αφού ελλείπει η κοινή ποιότητα των μερών (το κοινό εθνικό πλαίσιο κράτους υποδοχής και πρόσφυγα), ούτε όμως και διεθνές, αφού ελλείπει η συμμετρία στα μέρη (στο διεθνές δίκαιο τα κράτη είναι ισότιμα υποκείμενα δικαίου και συμβάλλονται, δεν δικαιοδοτεί κατά κανόνα το ένα για το άλλο).
Σελ. 8
Στην νομική δογματική δεν έχει ενταχθεί ακόμα η φιλοσοφική έννοια του κοσμοπολιτικού ή υπερεθνικού δικαίου (cosmopolitan ή transnational law). M’ αυτόν τον όρο, διαφωτιστές και σύγχρονοι φιλόσοφοι περιέγραψαν ακριβώς την διεθνή διάσταση των εθνικών θεσμών και νόμων και ταυτόχρονα τις συνέπειες σε επίπεδο εθνικών κρατών που έχουν οι αρχές δόμησης της διεθνούς έννομης τάξης. Οι θεωρίες του Θεϊκού και του Φυσικού Δικαίου, πρώτες συνέλαβαν κατά την Αναγέννηση, την ιδέα του οικουμενικού χαρακτήρα του δικαίου, ότι δηλαδή το δίκαιο δεν ισχύει μόνον εντός μιας πολιτικής κοινότητας (εν πολλοίς η σύλληψη του δικαίου στην κλασική αρχαιότητα), αλλά παγκοσμίως. Η πρώτη αυτή εισαγωγή του οικουμενισμού στο δίκαιο δεν ήταν άσχετη με την αποικιοκρατία και την ανάγκη δικαιολόγησης αλλά και ρύθμισής της. Έτσι η οικουμενικότητα έρχεται να καλύψει ένα παγκόσμιο κενό στην κρατική συγκρότηση στις Νέες Χώρες.
Στον Kant, το ρεπουμπλικανικό πολίτευμα και οι διεθνείς συμφωνίες για την Αιώνια Ειρήνη που συνάπτει η Ομοσπονδία των ρεπουμπλικανικών κρατών, αφήνουν ένα κενό. Τα αγαθά όμως και το πνεύμα είχαν αρχίσει να μην αναγνωρίζουν σύνορα. Υπό το πρίσμα των εθνικών κρατών, που αναδύονται και σταθεροποιούνται, δεν υπάρχει κενό κρατικής συγκρότησης, αλλά η κρατική συγκρότηση είναι δυνητικά εμπόδιο στην ελεύθερη κίνηση του νέου υποκειμένου. Πέρα λοιπόν από ένα δευτεροβάθμιο δίκαιο, που είναι το διεθνές, συγκροτείται και ένας πυρήνας δικαΐκού corpus που διαπερνά τα έθνη ήδη στο πρώτο επίπεδο, αυτό της εθνικής έννομης τάξης. Το νέο υποκείμενο έχει κάποια δικαιώματα έναντι οποιουδήποτε κράτους, ενώ κάθε κράτος έχει κάποιες υποχρεώσεις έναντι κάθε ανθρώπου. Στον Kant το δικαίωμα αυτό είναι η φιλοξενία, με την έννοια της αβλαβούς διέλευσης από ξένο κράτος.
Ιστορικές διακυμάνσεις της σχέσης Κράτους-πολιτών άλλου κράτους. Με την αντιπαράθεση παλαιού καθεστώτος και αστικών δυνάμεων το ερώτημα των ευθυνών ενός κράτους για τον πολίτη άλλου κράτους που βρίσκεται στα χέρια του γίνεται δραματικά πρακτικό. Ένα κεφάλαιο των διεθνών σχέσεων μεταβιβάζεται από την εξωτερική πολιτική στην εσωτερική: η εκζήτηση και έκδοση διωκόμενων υπηκόων ενός κράτους που έχουν καταφύγει σε άλλο. Η ανάλυση των λόγων για τους οποίους αυτό συνέβη εκφεύγει του παρόντος, αλλά η σημασία της αλλαγής είναι τεράστια, διότι συνοδεύεται από την εξαγγελία της εξαίρεσης των υποθέσεων έκδοσης από τις πράξεις που θεωρούνται εχθροπραξία. Η έκδοση είναι ζήτημα
Σελ. 9
κυριαρχίας πια και η μη ανταπόκριση σε αίτημα έκδοσης δεν αποτελεί πράξη που δικαιολογεί αντίποινα.
Ο αποχωρισμός της έννομης σχέσης μεταξύ κράτους και υπηκόου ξένου κράτους από τις παραδοσιακές έννομες σχέσεις (εντός εθνικού κράτους και μεταξύ κρατών) δεν έχει όμως καταστεί ακόμα ζήτημα απονομής δικαιοσύνης σε εθνικό επίπεδο, αλλά παραμένει ζήτημα πολιτικό. Η συγκρότηση του κοσμοπολιτικού δικαίου σε υπερεθνικό, και κυρίως η συγκρότησή του σε κλάδο της έννομης τάξης με αρχές, διατάξεις και δικαστική εφαρμογή, θα έρθει με τους παγκοσμίους πολέμους και τον ψυχρό πόλεμο. Εδώ βρίσκεται και η ποιοτική διαφορά με όποιο προηγούμενο φαινόμενο χαρακτηρίζεται σήμερα επίσης ως «προσφυγικό», ακόμα και αν όντως ονομάστηκε έτσι: στην απόφαση της αναδυόμενης διεθνούς κοινότητας να ρυθμίσει νομικά και να μην αφήσει στην πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία, την τύχη σ’ ένα κράτος εισερχομένων υπηκόων άλλου κράτους. Η νομική ρύθμιση του μέλλοντος παράγει εξ ορισμού και αναπόφευκτα βεβαιότητα αλλά και περιορισμούς.
Τα δύο αυτά αιτήματα, βεβαιότητας και περιορισμού, παράγουν συγκρούσεις αλλά και συνυπάρχουν αναγκαστικά. Συνεπώς το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι μεν ακριβώς πρόβλημα (άρα πράγματι δεν έχει νόημα να ευχόμαστε ή να προσπαθούμε να απαλειφθεί ως τέτοιο, ει μη μόνον να περιοριστούν οι αιτίες του), ενέχει όμως μια σύγκρουση συμφερόντων. Σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε. Ας κρατήσουμε όμως εκ προοιμίου ότι ο Νόμος για τον πρόσφυγα όχι μόνο έχει περιορισμούς, που ενδεικνύουν τα αντίστοιχα έννομα συμφέροντα, αλλά καταλείπει και την εξειδίκευσή τους στην εθνική έννομη τάξη· αποδίδει δηλαδή στο ένα μέρος της σχέσης, το κράτος υποδοχής, ένα άνισο όπλο διεκδίκησης των συμφερόντων του.
Μετά την εμπειρία και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στις διασκέψεις της Γενεύης, όπου κατά ενδιαφέροντα ιστορικό κύκλο συνέπραξαν καθολικοί χριστιανοί φιλόσοφοι, φορείς της παράδοσης του φυσικού δικαίου, από τον Αυγουστίνο και τον Ακινάτη μέχρι τους Ισπανούς ύστερους σχολαστικούς, υπογράφεται η Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Συμπίπτει επίσης χρονικά με την εξαγγελία από την Hannah Arendt του δικαιώματος «να έχει κανείς δικαιώματα», ως έκκληση εκ μέρους των ανθρώπων που είχαν μείνει χωρίς ιθαγένεια μετά τον πόλεμο. Ακολουθεί τις άλλες Συμβάσεις της Γενεύης, που ρυθμίζουν ζητήματα αρχαιότερα στην εννοιολογική τους σύλληψη, αυτό του ius ad bellum και του ius in bello,
Σελ. 10
δηλαδή του δικαίου πολέμου. Η Σύμβαση, όπως συνελήφθη και εφαρμόστηκε αρχικά, ήταν μια σύμβαση διαχειριστική:
Α) αφορούσε πληθυσμούς που είχαν ήδη μετακινηθεί (χρονικός περιορισμός μέχρι το 1951).
Β) δεν αναφερόταν σε σαφή κατάλογο δικαιωμάτων, η παραβίαση των οποίων καθιστά κάποιων πρόσφυγα
Γ) η έννοια της δίωξης και των λόγων δίωξης, επέχει θέση πεδίου εφαρμογής και όχι κύριας διάταξης, σε συνδυασμό λοιπόν με τα παραπάνω έχει στενή σχέση με την ιστορική συγκυρία και δεν σκοπεί ευθέως στην παροχή ενός ορισμού για κάθε περίπτωση που ανακύπτει στο μέλλον.
Δ) Το κύριο μέρος της (αρ.2 ως 34) αφορά στα δικαιώματα του πρόσφυγα στο κράτος υποδοχής, με δεδομένο ότι αυτός είναι πρόσφυγας.
Ε) όπως αναφέρθηκε, δεν ιδρύει δικαστήριο και εν γένει το άρθρο του ορισμού του πρόσφυγα φαίνεται να έχει εξαιρετική ευρύτητα, που παραπέμπει σε μια ιστορική (και κατ’ αυτό συγκυριακή) διυποκειμενική βεβαιότητα για το ποιος είναι πρόσφυγας και ποιος δεν είναι, αν λάβουμε υπόψη και τον χρονικό περιορισμό.
Στ) περιέχει την αρκετά συγκεκριμένη αναφορά στην έννοια της κοινωνικής τάξης, η οποία μεθερμηνεύτηκε αργότερα ως κοινωνική ομάδα, καταλαμβάνοντας όχι μόνο οικονομικές και κοινωνικές τάξεις αλλά και εντάξεις βάσει ταυτοτήτων. Η ιστορική συγκυρία της αντιπαράθεσης δυτικού και ανατολικού μπλοκ είναι εδώ εμφανής.
Ζ) δεν υπογράφηκε από τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας, προοιωνίζοντας την μετονομασία της προαναφερθείσας αντιπαράθεσης σε αντιπαράθεση «ελεύθερου» (δυτικού) και «ανελεύθερου» (κομμουνιστικού) κόσμου.
Επιπλέον, οι αξίες που προστατεύονταν στο πρόσωπο του πρόσφυγα ήταν οι βασικές κοινωνικοπολιτικές εντάξεις του ατόμου, οι οποίες ακριβώς, με τα μέτρα της προηγούμενης ιστορικής περιόδου, το καθιστούσαν πρόσωπο. Η προστασία του ανθρώπου ασχέτως εντάξεων, βάσει μόνης της ανθρώπινης ιδιότητας απαιτεί ως θεμέλιο τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η δυναμική της ένταξης σε κοινότητες ως αξία, κατά την εποχή της σύναψης της Σύμβασης, εξηγεί ως ένα βαθμό και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αρχικά ιδιαίτερες διαφωνίες για το ποιος είναι πρόσφυγας. Μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και κατά τον ψυχρό πόλεμο, η ένταξη σε μια θρησκεία, έθνος, κοινωνική τάξη, ήταν προφανές χαρακτηριστικό του ατόμου και συνεπώς αυταπόδεικτο. Στον μεταπολεμικό κόσμο όμως η
Σελ. 11
αξία των κοινωνικοπολιτικών εντάξεων σχετικοποιείται με την άνοδο του ατόμου. Οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις μπορεί να αποδίδονται σ’ ένα αδιάφορο ή ουδέτερο ως προς αυτά τα ζητήματα άτομο. Η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ως μεθερμηνεία της κοινωνικής τάξης, εισάγει πλήθος εντάξεων σε ομάδες μικρότερες και με χαλαρότερους δεσμούς έναντι της θρησκείας, του έθνους κ.τ.τ. Ως αξία σταδιακά αναδύεται η μη βλάβη του ατόμου, ασχέτως εντάξεων. Με την υποχώρηση όμως της αξίας των εντάξεων ως προς την προστασία, εξαφανίζεται και η προφάνειά τους: το άτομο πλέον πρέπει να αποδείξει μια ένταξη ή την απόδοση αυτής από τον διώκτη, ενώ η διωκτική συμπεριφορά πρέπει να λάβει και σαφές, μετρήσιμο, περιεχόμενο νοούμενη ως βλάβη δικαιωμάτων.
Το Σύνταγμα λοιπόν του προσφυγικού δικαίου δεν είχε αρχικά χαρακτηριστικά οικουμενισμού, δεν ίσχυε δηλαδή για κάθε άνθρωπο, οποτεδήποτε κι αν ήθελε να καταφύγει στην προστασία της. Ήταν μια απάντηση στην αγωνία των λαών, να μην επενεργήσουν στην ιστορία αίτια που λίγο πριν είχαν συνδράμει στον μεγαλύτερο πόλεμο της ιστορίας. Ήταν επίσης μια δήλωση παγκοσμιότητας των αξιών του δυτικού και μεταπολεμικού κόσμου. Ήταν όμως και μια Σύμβαση κατανομής πληθυσμών, υπό την έννοια της κατοχύρωσης ενός κοινού minimum προστασίας, ώστε να μην είναι μια χώρα υποδοχής θελκτικότερη από την άλλη και επωμιστεί το διαχειριστικό βάρος των νέων προσφυγικών πληθυσμών.
Το σύγχρονο προσφυγικό δίκαιο, ως νόμος με ισχύ διηνεκή και ίση προς κάθε άνθρωπο, προκύπτει με την άρση του χρονικού περιορισμού το 1967. Στο απώγειο του ψυχρού πολέμου και δεδομένου του διακυβεύματος της σκληρής απαγόρευσης εξόδου που επέβαλαν στους πολίτες τους τα κομμουνιστικά καθεστώτα, τα Μέρη της Σύμβασης αποφασίζουν να παράσχουν ενεργητικό κίνητρο φυγής στους ανθρώπους, για τους οποίους η φυγή σημαίνει αποφυγή του Schießbefehl, της περιβόητης εντολής να πυροβολούνται οι φυγάδες στα σύνορα της Ανατολικής με την Δυτική Γερμανία.
Έτσι, από τον νόμο με περιεχόμενο, «όσοι εκδωχθήκατε δεν θα επιστραφείτε, πλην αν υπάρξει ασφάλεια και αν δεν υπάρξει έχετε εν τω μεταξύ θεμελιώσει προσδοκία πολιτογράφησης», περνάμε σ’ έναν κατά περιεχόμενο διαφοροποιημένο νόμο με το νόημα, «όσοι αποφασίσετε να φύγετε λόγω δίωξης και τα καταφέρετε είστε ευπρόσδεκτοι». Η παροχή κινήτρου ως δημόσια εξαγγελία ήταν σημαντική γι’ αυτήν που κινδύνευε όχι μόνο από δίωξη αλλά και από βίαιη παρεμπόδιση εξόδου, ενώ είχε και χαρακτήρα επικύρωσης της αξιακής ανωτερότητας της Δύσης, στο βαθμό που αυτή ενδεικνυόταν από τους αυτομολούντες του ανατολικού μπλοκ.
Σελ. 12
Οι ιστορικές διαστάσεις όμως, παρ’ ότι βοηθούν την ανάγνωση των νομικών κειμένων και την εύρεση του ακριβούς περιεχόμενου τους, δεν πρέπει να υπερτονίζονται σε σχέση με τις εξελίξεις των θεσμών και των ιδεών, ιδωμένων αυτοτελώς. Στον μεταπολεμικό κόσμο, η αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως απολύτων ορίων της κρατικής εξουσίας αλλά και ως αποστολής ενός κράτους που θεμελιώνεται στο δίκαιο και στον σεβασμό κάθε ατόμου, παράγουν νέο νομικό πολιτισμό. Η Σύμβαση της Γενεύης διασυνδέεται, όπως σοφά προβλέπει και το ίδιο της το κείμενο, με τα διεθνή νομικά κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η έννοια της δίωξης νοείται πλέον όχι βάσει μιας συμφωνίας των Μερών πάνω σε μια αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα, αλλά ως ζήτημα υπαγωγής ενός πραγματικού στους ορισμούς των κειμένων για ανθρώπινα δικαιώματα. Ο ορισμός του πρόσφυγα γίνεται πλέον ανοιχτός, δυναμικός, άνισος – αναλόγως της ερμηνείας που δίνουν διαφορετικά δικαστήρια (εθνικά, περιφερειακά και διεθνή) – και διευρυνόμενος.
Τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα έχουν κατακτήσει την επαύριο της πτώσης του ανατολικού μπλοκ την αναμφισβήτητη θέση τους στην πολιτική θεωρία και πράξη της εποχής μας. Από την Αιώνια Ειρήνη του Καντ, όπου το πολίτευμα των κρατών εγγυάται την παγκόσμια ειρήνη, μεταβαίνουμε στο Δίκαιο των Λαών του Ρωλς, όπου ο σεβασμός ενός βασικού καταλόγου δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση της νόμιμης υπόστασης ενός κράτους. Ο Allen Buchanan, προβαίνει σε μια νέα τυποποίηση για το δίκαιο: πλάι στο διεθνές δίκαιο (με υποκείμενα συλλογικές οντότητες) αναδύεται πλέον το υπερεθνικό ή παγκόσμιο δίκαιο (transnational justice). Η κορυφαία αυτή εξέλιξη του πολιτισμού, συνδέεται και με την χρήση των δικαιωμάτων ως αξιακού θεμελίου για την δόμηση υπερεθνικών οργανισμών, που περιορίζουν την κυριαρχία των εθνών-κρατών (κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αλλά και την χρήση – και κατάχρηση – αυτών ως νομιμοποιητικού θεμελίου για τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και την μη ανοχή πλέον έναντι βίαιων διαδικασιών που παλαιότερα θεωρούνταν απαραίτητες ωδίνες της εθνογένεσης και του εκδημοκρατισμού.
Η διεύρυνση του περιεχομένου της έννοιας πρόσφυγας αποτελεί παράγωγο πολλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η σύναψη περιφερειακών συμβάσεων για τους πρόσφυγες που ισχύουν σε μέρη της οικουμένης, όπου η εθνογένεση δεν έχει συντελεστεί με καταληκτικό τρόπο, υπό το άχθος της μόλις τυπικά λήξασας αποικιοκρατίας. Ο πόλεμος, ως έννοια και ως κατάσταση που παράγει δίωξη, αποδεικνύεται περιεκτικότερος από την έμφαση της Σύμβασης της Γενεύης στην εξατομίκευση της δίωξης και την κεντρικότητα του ατόμου ως φορέα των προσφυγικών δικαιωμάτων. Η διεθνής προστασία απαιτεί πλέον επικουρικές (συμπληρωματικές)
Σελ. 13
μορφές με βάση το ανθρωπιστικό δίκαιο, το οποίο είναι κι αυτό εγγύτερα στα ανθρώπινα δικαιώματα από το Σύνταγμα των Προσφύγων. Η διασύνδεση με το ζήτημα των Παλαιστινίων (εξ ορισμού) προσφύγων συμβάλλει επίσης στην αναδιάταξη των εννοιών.
To αρχέτυπο του πρόσφυγα στο οποίο καλείται να ανταποκριθεί ο Νόμος διαβαίνει συνεπώς διάφορες φάσεις, διαδοχικά ή και παράλληλα:
Α) εκκινεί από τον Ευρωπαίο που υπέστη τις δραματικές αναταράξεις των καταλοίπων της διαδικασίας εθνογένεσης και διώχθηκε κατά κυριολεξία (εξοστρακίστηκε) ή αναγκάστηκε να φύγει, ευρισκόμενος εκτός της πατρίδας του την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου.
Β) διαπερνά τον «εμιγκρέ» ή αυτομολήσαντα του ανατολικού μπλοκ, ο οποίος έχει ανάγκη ταυτιζόμενη με το συμφέρον της Δύσης να βοηθηθεί στην φυγή του από ένα κλειστό και καταπιεστικό καθεστώς.
Γ) περιλαμβάνει τον πολιτικά εμπλεκόμενο σε εθνικοαπελευθερωτικές ή και παλινορθωτικές κινήσεις της αποαποκιοποίησης.
Δ) απολήγει στο άτομο που για περίπλοκους λόγους διαχωρίστηκε από έναν διωκόμενο ή απειλούμενο από πόλεμο πληθυσμό και αναζητά στις ανεπτυγμένες χώρες το minimum, που παρά τις υποσχέσεις της παγκοσμιοποίησης δεν έχει υλοποιηθεί στις περιφέρειες της οικουμένης.
Ε) διευρύνεται διαρκώς στο μέτρο που η τυπική ισότητα νοείται όλο και περισσότερο ως υλική, αλλά και στον βαθμό που οι περιβαλλοντικές καταστροφές απειλούν τον άνθρωπο το ίδιο ή και περισσότερο από τους «φορείς δίωξης».
Στ) ενδεχομένως διευρύνεται, και στο βαθμό που η υποδοχή προσφύγων υποκαθιστά το καθήκον πολιτικής και υλικής αρωγής στους διωκόμενους (ή τις κοινωνίες τους) πριν αυτοί καταστούν πρόσφυγες. Ο φυγάς και ο μη φυγάς διωκόμενος παρουσιάζουν κατ’ αρχήν αξιολογική ισοδυναμία. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο όμως η προστασία του μη εισέτι πρόσφυγα είναι σημαντικότερη: είναι δύσκολο να αποδειχθεί μακροπρόθεσμο όφελος για τις χώρες καταγωγής από την υποδοχή προσφύγων, οι οποίοι διαχωριζόμενοι από τον λαό τους απορροφώνται από την προσδοκία ένταξης σ’ έναν άλλον λαό, αυτόν του κράτους υποδοχής. Η χώρα τους, νοούμενη και ως προς τους ίδιους τους πρόσφυγες ως κατ’ αρχήν κατάλληλη
Σελ. 14
κοινότητα, τελικώς τους στερείται. Προς μια τέτοια υποκατάσταση του καθήκοντος αρωγής τείνει, από άλλη οδό, και το εξαιρετικά αμφίβολης ηθικής αξίας επιχείρημα περί ανάγκης υποδοχής προσφύγων, ώστε να εργαστούν στην χώρα υποδοχής, να βελτιώσουν τους δείκτες υπογεννητικότητας κλπ.
ΙΙ. Η σύγχρονη διάσταση του προσφυγικού ζητήματος και η εξέλιξη του προσφυγικού δικαίου
Η παραπάνω ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη έχει οδηγήσει πλέον σε μια αντίστροφη ανάγνωση της Σύμβασης της Γενεύης. Σημαντικότερο έχει καταστεί πλέον το ποιος είναι πρόσφυγας και όχι τι δικαιώματα έχει, διότι τα κράτη, για τους λόγους που ακολουθούν, επιθυμούν να περιορίσουν την μεγάλη αφαίρεση που ενέχει ο ορισμός. Έτσι ο ορισμός του άρθρου 1Α2 της Σύμβασης δεν είναι πλέον ένα λίγο πολύ δεδομένο πεδίο εφαρμογής, αλλά το βασικό πεδίο της έντασης μεταξύ των συμφερόντων και τάσεων διεύρυνσης και περιορισμού.
Ο περιορισμός της υποδοχής προσφύγων αποτελεί συμφέρον των Μερών της Σύμβασης, το οποίο δεν είναι μη δικαιολογημένο. Ανακύπτει δε για όλα τα Μέρη αλλά και για μη Μέρη, στο βαθμό βέβαια που τα τελευταία μπορούν να ελεγχθούν από κάποιον θεσμό ως προς την προστασία που παρέχουν, λόγω του χαρακτήρα της αρχής της μη επαναπροώθησης ως διεθνούς εθιμικού δικαίου. Κατ’ αρχήν λοιπόν ένα κράτος δεν μπορεί να εκθέσει κανέναν πρόσφυγα σε κίνδυνο δι’ επαναπροωθήσεως, όποιος κι αν είναι ο αριθμός των προσφύγων που υποδέχεται.
Η θεωρητική αυτή υπόθεση, να απαιτήσουν όλοι οι πρόσφυγες προστασία από ένα κράτος, δεν απαντάται εύκολα με προσφυγή στο επιχείρημα της εγγενούς ορθολογικότητας των προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων. Η βούληση του κράτους να περιορίσει την υποδοχή προσφύγων έχει δύο αξιολογικά σημαντικές διαστάσεις. Η πρώτη αφορά στο συμφέρον εκάστου των υποκειμένων μιας υποχρέωσης, όταν αυτά είναι περισσότερα. Κάθε Μέρος της Σύμβασης (ή της ΕΕ αντίστοιχα, που έχει δική της περιεκτική νομοθεσία για την προστασία των προσφύγων) έχει συμφέρον να εκπληρώσει όσο το δυνατόν λιγότερο από την υποχρέωσή του στην υποδοχή ενός προσφυγικού πληθυσμού κάνοντας τα άλλα κράτη να εκπληρώσουν περισσότερο. Έτσι προκύπτει η ένταση μεταξύ της αρχής της μη επαναπροώθησης και αρχών διανεμητικής δικαιοσύνης.
Το δεύτερο αφορά στο συμφέρον κάθε μετακινούμενου να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας, στο πλαίσιο ενός ανοιχτού πλέον και διευρυνόμενου ορισμού του πρόσφυγα, δεδομένων όχι αυστηρά των αναγκών του αλλά των ευλόγων προσδοκιών του. Αυτό οδηγεί στην διόγκωση των πληθυσμών των αιτούντων άσυλο και το μεγάλο κόστος σε πόρους που έχει μια μαζική αλλά οργανωμένη και ορθολογική
Σελ. 15
διαδικασία εξέτασης αιτημάτων ασύλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έννοια του αιτούντος άσυλο δεν υπάρχει πουθενά στην Σύμβαση, από την οποία μπορεί να συναχθεί μόνο η έννοια του «πρόσφυγα υπό αναγνώριση». Λεκτικά η διαφορά είναι μεγάλη, αφού ο υπό αναγνώριση πρόσφυγας έχει τα δικαιώματα του πρόσφυγα υπό διαλυτική, θα λέγαμε, αίρεση. Αντίθετα ο αιτών άσυλο είναι μια προσωρινή ιδιότητα, που όμως έχει μια καθόλου προσωρινή διάρκεια, όταν πρέπει να κριθούν αιτήματα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων με ατομικές αποφάσεις.
Από την ένταση αυτή απορρέουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν το προσφυγικό δίκαιο σήμερα διευρυνόμενα τυπικό και όμοιο με το διοικητικό δίκαιο και όλο και λιγότερο περιεκτικό και όμοιο με το διεθνές και ειδικά την διεθνή προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πρώτη διάστασή της έντασης μεταξύ κατανομής και προστασίας δημιουργεί έναν διευρυνόμενο χώρο ρυθμίσεων που έχει χαλαρή ως μηδενική βάση στην Σύμβαση της Γενεύης, η οποία, ως προς το ζήτημα της κατανομής, περιλαμβάνει την κανονιστική δύναμη της φύσης της ως Σύμβασης (κατοχύρωση minimum επιπέδου προστασίας, ώστε να μην είναι μια χώρα θελκτικότερη από τις άλλες) και διάφορες μη δεσμευτικές συστάσεις. Ο χώρος αυτός περιλαμβάνει τους μηχανισμούς κατανομής προσφύγων (Κανονισμός Δουβλίνο, ασφαλής τρίτη χώρα αλλά και ρήτρες απαραδέκτου στο αμερικανικό δίκαιο και αλλού). Σε αντίστιξη διαμορφώνεται ο χώρος των εξαιρέσεων από τις υποχρεωτικές αυτές διατάξεις περί κατανομής, συνοπτικά ο χώρος της ευαλωτότητας του αιτούντος άσυλο, οριζόμενης βάσει ποικίλων αιτιών (κατάσταση υγείας, ένταση δίωξης, μετακίνηση στο πλαίσιο εμπορίας ανθρώπων).
Η δεύτερη διάστασή της (σε συνδυασμό με το ότι στο προσφυγικό κρατεί η μη τυπική απόδειξη, εξ ανάγκης λόγω συνθηκών φυγής του πρόσφυγα και πολιτιστικών διαφορών που καθιστούν αφενός δυσχερές να κτηθούν και να διατηρηθούν αποδεικτικά έγγραφα, αλλ’ αφετέρου και τα ίδια επισφαλή ως προς την διαπίστωση γνησιότητας, τους δε μάρτυρες μη διαθέσιμους) οδηγεί στην αυξανόμενη πρόβλεψη τυπικών υποχρεώσεων για τους πρόσφυγες, που πρέπει να εκπληρώσουν επιπρόσθετα προς την απόδειξη των ισχυρισμών τους. Πρόκειται για την υποχρέωση συμμόρφωσης με πλήθος, πολλές φορές τυπολατρικών, υποχρεώσεων εμφάνισης, διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο, ασφυκτικές προθεσμίες άσκησης βασικών δικαιωμάτων και την συνεπαγόμενη διεύρυνση της άρνησης παροχής προστασίας για λόγους που δεν συνδέονται με την ανάγκη προστασίας καθ’ αυτήν. Ο χώρος της ευαλωτότητας αναπτύσσεται σε αντίστιξη και με τον επωμισμό αυτών των διαδικαστικών βαρών. Με τα δύο αυτά φαινόμενα (μηχανισμοί κατανομής και διαδικαστικές υποχρεώσεις) διογκώνεται η σημασία και η συχνότητα της κρίσης περί του παραδεκτού του αιτήματος ασύλου (admissibility) έναντι της ουσιαστικής κρίσης (on the merits).
Σ’ αυτά τα σύγχρονα πλαίσια αναπτύσσεται υποχρεωτικά και το εγχείρημα της θεσμικά συγκροτημένης υπεράσπισης των προσφύγων. Στην επονομαζόμενη κοινωνία
Σελ. 16
των πολιτών και στο πλέγμα δικαιοκρατικών αρχών η υπεράσπιση παίρνει δύο μορφές: την δημόσια συνηγορία υπέρ των προσφύγων (advocacy) ως πληθυσμιακού συνόλου και την δικηγορική υπεράσπιση. Η δημόσια συνηγορία παράγεται από το έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης των προσφύγων και αιτούντων άσυλο αλλά και την διεξαγωγή του διαλόγου για το ζήτημα σ’ ένα αντιφατικό πλαίσιο: ποικίλοι υπερεθνικοί θεσμοί εξειδικεύονται στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των προσφύγων χωρίς όμως όργανα δημοκρατικής απόφασης, ενώ σε επίπεδο διεθνούς συνεννόησης κρατών η πολιτική συνεργασία υποχωρεί έναντι μιας έντονης νομικοποίησης του ζητήματος. Το πλαίσιο αυτό της νομικοποίησης και αποπολιτικοποίησης ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την διαρκή δυσανεξία των κοινωνιών προς την υποδοχή προσφύγων, αφού η υποδοχή καθίσταται μια υποχρέωση αμιγώς νομική, ενίοτε και αντιληπτή ως «έξωθεν» επιβαλλόμενη.
Ο ρόλος του advocacy, διεξαγόμενου από διεθνείς οργανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, αποτελεί πραγματικότητα και αναγκαιότητα. Είναι επίσης βασικός μηχανισμός μετάδοσης εμπειρίας στην διαχείριση του προσφυγικού πληθυσμού από χώρες και άτομα με τέτοια εμπειρία σε χώρες με μικρότερη. Τα όρια του εγχειρήματος απορρέουν από την ίδια την φύση του, ανεξαρτήτως πολιτικής στάσης προς τα οχήματα που το υλοποιούν. Το εγχείρημα κατατείνει συχνά στην αυτονόμηση του ζητήματος και της διαχείρισής του από την θεσμική, κοινωνική και πολιτική ζωή του πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να βρεθούν οι λύσεις, δηλαδή του πλαισίου του εθνικού κράτους. Η επιδοματική πολιτική, παρ’ ότι κι αυτή αναγκαία, επιτείνει το πρόβλημα, αφού διαιωνίζει την παραμονή και επιβίωση των προσφύγων εκτός αγοράς εργασίας, μετατρέποντας την ένταξη σε θεσμικό αντί κοινωνικό ζητούμενο.
Το προσφυγικό ζήτημα συνεπώς, εδώ σε σαφή αντιδιαστολή με το μεταναστευτικό, τείνει να αποτελεί ένα θέμα μη εφαπτόμενο με τα υπόλοιπα πολιτικά ζητήματα της κοινωνίας υποδοχής. Η οικονομική του διάσταση αφορά κυρίως τον κρατικό προϋπολογισμό και εξωτερικές χρηματοδοτήσεις, ενώ πέραν του σεβασμού των δικαιωμάτων, ως μέρους του συμφέροντος ενός κράτους να είναι κράτος δικαίου, δεν συνάπτεται εύκολα με κοινωνικά συμφέροντα. Αντιθέτως το μεταναστευτικό παρουσιάζει εκ φύσεως μια διαπλοκή στο βασικό κοινωνικό επίπεδο με τα συμφέροντα γηγενών: στην οικονομία όπου σχετικά άμεσα εντάσσεται ακόμα και ο ακόμα παράτυπος μετανάστης, στην δεύτερη γενιά και τις επόμενες που αποκτούν κατά κανόνα, χωρίς να υποτιμώνται οι δυσκολίες, θεσμικά, μορφωτικά και πολιτιστικά εφόδια για πολύ βαθύτερη ένταξη, στην σταδιακή τομή που δημιουργούν οι αρχικά διακριτοί πληθυσμοί μέσω προσωπικών σχέσεων.
Το πρόβλημα της έλλειψης επαφής, μεταξύ του προσφυγικού ζητήματος και των άλλων κοινωνικοπολιτικών διακυβευμάτων, σχετίζεται με τους μαζικούς αριθμούς προσφύγων αλλά είναι και εγγενής στην φυσιογνωμία του σύγχρονου πρόσφυγα,
Σελ. 17
ενώ έχει ρίζες και στην σύλληψη του πρόσφυγα γενικώς ως νομικής αφαίρεσης. Η ίδια η Σύμβαση της Γενεύης προβλέπει για τον πρόσφυγα ένα μέλλον ενδεχομενικό: η προστασία μπορεί να παύσει, αν σταματήσει να τον απειλεί δίωξη (ορθότερα αν κριθεί ότι σταμάτησε από τα εθνικά όργανα) ή μπορεί να οδηγηθεί στην πολιτογράφηση στην χώρα υποδοχής. Όμως, οι νομικά θεμιτές και ισόκυρες αυτές δυνατότητες στερούνται επαφής με την εξής πολιτικά σημαντική παράμετρο: την προσδοκία του ίδιου του πρόσφυγα και την ζωή που διανύει στο κράτος υποδοχής. Η νομικοποίηση του ζητήματος επιμελώς αναβάλλει την αποτύπωση σαφών πολιτικών κατευθύνσεων προτίμησης και εξαγγελίας του ενός ή του άλλου ενδεχομένου. Σε θεωρητικό επίπεδο παραμένει νεφελώδες το ίδιο το περιεχόμενο του ασύλου και της προστασίας. Η προστασία σημαίνει διάσωση από την δίωξη και προσωρινή φιλοξενία ή έμπρακτη δυνατότητα επανένταξης του απόλιδος σε μια πολιτική κοινότητα; Και αν είναι το δεύτερο σε ποια; Προεχόντως στο κράτος καταγωγής, πράγμα που απαιτεί συντονισμένες διεθνείς πιέσεις ίσως και επεμβάσεις για να επιτευχθεί; Ή στο κράτος υποδοχής που σημαίνει απάντηση του ερωτήματος της αντοχής των θεσμών, των κοινωνιών και των πόρων, η οποία συνεπάγεται ενδεχομένως αριθμητικούς περιορισμούς στην υποδοχή προσφύγων και ένταση με την αρχή της μη επαναπροώθησης;
Στις προθέσεις της παρούσας ανάπτυξης δεν ανήκει η επίλυση αυτών των κεφαλαιωδών και καθαρά πολιτικών προβλημάτων. Ανήκει όμως η επισήμανση της σημαντικής και αναντικατάστατης συμβολής της δικηγορικής υπεράσπισης του πρόσφυγα και του αιτούντος άσυλο στην εξομάλυνση της διαχείρισης αυτού του ζητήματος. Η υπεράσπιση της ατομικής υπόθεσης, η σχέση εμπιστοσύνης συνηγόρου-εντολέα, η έμφαση στην επίλυση των αμφισβητήσεων μέσα από αναστοχαστικές διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως επίτευξης νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων υπέρ των προσφύγων, η αποδοχή ακόμα και του αρνητικού τελικού αποτελέσματος ως έκβασης μιας προσπάθειας με επίγνωση δυσχερειών και κινδύνων, η προσφυγή στο στοιχειωδέστερο δικαίωμα που από κοινού απολαμβάνουν γηγενείς και αλλοδαποί, την υπεράσπιση της υπόθεσής τους έναντι της κρατικής επιταγής, όχι μόνο διασφαλίζουν το δίκαιο και τον σεβασμό των στοιχειωδών, αλλά ενδυναμώνουν, προάγουν την αυτονομία και εξοικειώνουν τον πρόσφυγα και τον αιτούντα άσυλο με την θεσμική πραγματικότητα της χώρας υποδοχής.
Ανεξαρτήτως αν η δικηγορική υπεράσπιση παρέχεται από ιδιώτη ή από δικηγόρο προγράμματος υποστήριξης προσφύγων, η δικηγορική εντολή σημαίνει, έστω
Σελ. 18
και συμβολικά, τον διαχωρισμό του ως ατόμου και προσώπου από το σύνολο του «πληθυσμού» ή των «επωφελούμενων» μιας δράσης και την αναγνώρισή του όχι απλώς ως φορέα δικαιωμάτων αλλά και ως θεμιτό φορέα συμφερόντων, προσδοκιών ζωής, όχι όμως λιγότερο και ευθυνών. Το ότι αυτά εξαρτώνται από την τήρηση μιας δεοντολογίας δεν παραλλάσσει το γεγονός ότι έχουν βαθιές ρίζες στην ίδια την κοινωνική, πολιτική και θεσμική μορφή του νομικού παραστάτη. Στόχος βέβαια είναι η δυνατότητα συλλογικής συγκρότησης, και δι’ αυτής συμμετοχής, των προσφύγων αυτοτελώς. Στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει ακόμα παρά ελάχιστες διαδικασίες μεσολάβησης/συμβιβασμού παρά τα διαρκή διαχειριστικά θέματα που αναδύονται κατά την υποδοχή και φιλοξενία.
Στο πεδίο της εναρμόνισης των θεσμών που διαχειρίζονται το προσφυγικό με τις ευρύτερες θεσμικές κατοχυρώσεις του κράτους υποδοχής ως ενιαίου όλου, η δικηγορική υπεράσπιση αποτελεί τον κατ’ εξοχήν εγγυητή αυτής της εναρμόνισης. Οι μαζικές ανά κατηγορίες λύσεις (για όποιον φορέα συμφερόντων κι αν αποτελούν λύση) μόνον μέσω της υπεράσπισης μπορούν να απολήξουν σε όφελος του ατόμου, να αποκτήσουν αυτό που θα ονόμαζε ο Hegel την ενεργό πραγματικότητά τους, και να μην είναι απλή αφαίρεση προς επίκληση στο δημόσιο λόγο. Η πολυδαίδαλη νομοθεσία και μεσολάβηση διαδικαστικών υποχρεώσεων για την ικανοποίηση ουσιαστικών δικαιωμάτων απαιτούν επίσης τον αγώνα του νομικού παραστάτη. Ο νόμος ως μορφή είναι νεκρός χωρίς την ερμηνεία και εφαρμογή του από τον δικαστή, ο δε δικαστής μετατρέπεται σε απλό εκτελεστή χωρίς τα επιχειρήματα και την δικονομική στρατηγική του δικηγόρου. Τέλος, η μετουσίωση των διεθνών κανόνων και πρακτικών στις εθνικές πραγματικότητες των κρατών υποδοχής εντείνουν την σημασία της οργανωμένης διοικητικής και δικαιοδοτικής διαδικασίας, της παραγωγής νομικών προηγουμένων, της εξάντλησης των ενδίκων μέσων, της ολιστικής αντιμετώπισης των υποθέσεων, που τελικώς δύνανται να αντιστρέψουν την φορά των αλλαγών (από την νομολογία στην νομοθεσία και όχι μόνον από την νομοθεσία στην εφαρμογή).
ΙΙΙ. Προσφυγικό δίκαιο και παραδοσιακοί κλάδοι του δικαίου
Με βάση λοιπόν α) την εκ παραδόσεως ιδιαιτερότητα του προσφυγικού δικαίου, ότι δηλαδή η διεθνής προστασία παρέχεται τελικώς σε εθνικό επίπεδο και β) την σύγχρονη τάση διογκώσεως της διαδικαστικής διάστασης του προσφυγικού δικαίου έναντι της ουσίας των αιτημάτων, το προσφυγικό δίκαιο εντάσσεται όλο και πιο οργανικά στον κλάδο του διοικητικού δικαίου. Από πλευράς ουσίας ενός αιτήματος παραμένει κλάδος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού η έννοια της διώξης, αρχικά όπως είπαμε αντικείμενο εμπειρικής διυποκειμενικής συμφωνίας των Μερών της Σύμβασης, δεν έχει κατορθωθεί να προσεγγιστεί με άλλο τρόπο πέραν της βλάβης στα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμα και αν πράγματι ως έννοια δεν εξαντλείται σ’ αυτήν την βλάβη.
Σελ. 19
Στο σημείο αυτό όμως υπάρχει η εξής ένταση. Η δίωξη που επικαλείται ο αιτών άσυλο κρίνεται με μέτρο τους διεθνείς ή τους εθνικούς ορισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα; Η άμεση απάντηση παραπέμπει στην διεθνή προστασία, υπό την ακόλουθη έννοια: Κάθε κράτος προστατεύει σε εθνικό επίπεδο τα ανθρώπινα δικαιώματα με συγκεκριμένο ανά ιστορική περίοδο τρόπο, ταυτόχρονα όμως δεσμεύεται από τις διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει να τηρεί στην πράξη και στο διηνεκές κάποια ελάχιστα προστασίας, τα οποία καθίστανται έτσι γενικότερα παραδεδεγμένα· εν συνεχεία αυτό το διεθνώς ή περιφερειακά παραδεδεγμένο minimum καθίσταται εργαλείο καθορισμού του ορίου ανοχής στις παρεμβάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα που διαπράττουν τα κράτη καταγωγής, τα οποία συνήθως βέβαια δεν δεσμεύονται από τις συμβάσεις που έχουν υπογράψει τα κράτη υποδοχής.
Εδώ εμφιλοχωρεί το σχήμα της ανάληψης ευθύνης και της οικουμενικότητας των εθνικών θεσμών. Σύμφωνα μ’ αυτό η μη παροχή προστασίας έναντι μιας παραβίασης δικαιωμάτων που δεν θα γινόταν ανεκτή υπό το κράτος π.χ. της ΕΣΔΑ, ισοδυναμεί με μια μορφή τέλεσης του εγκλήματος της έκθεσης σε κίνδυνο ζωής: το κράτος υποδοχής, αν δεν παράσχει προστασία, εκθέτει τον πρόσφυγα υπαιτίως σε βλάβη που θα του προκαλέσει το κράτος καταγωγής. Το σχήμα αυτό εφάπτεται αλλά δεν ταυτίζεται με την νομική υποχρέωση της μη επαναπροώθησης, προεχόντως διότι η τελευταία δεν απαντά στο ερώτημα για το περιεχόμενο της δίωξης, ενώ το σχήμα «ίδιο μέτρο ευθύνης κράτους καταγωγής και υποδοχής – άμεση/έμμεση (λόγω εκθέσεως) αυτουργία σε παραβίαση δικαιώματος» δίνει ταυτόχρονα περιεχόμενο και στην δίωξη και στην υποχρέωση προστασίας, ανάγοντας αμφότερες στην ίδια αξιολογική ρίζα. Έτσι αποκλείεται ο κίνδυνος ενός σχετικισμού: να ληφθεί δηλαδή υπ’ όψη το μέτρο προστασίας των δικαιωμάτων στην χώρα καταγωγής, έστω με περιορισμούς ως προς το αν αυτή είναι στοιχειωδώς δημοκρατική.
Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε την απόρριψη του σχετικισμού αυτονόητη. Διότι στην περίπτωση της ασφαλούς τρίτης χώρας, δηλαδή μιας χώρας που θεωρείται ότι μπορεί να προστατεύσει τον πρόσφυγα, αλλά παραδόξως αρνείται να το εξαγγείλει υπογράφοντας ή κυρώνοντας χωρίς περιορισμούς την Σύμβαση της Γενεύης, η έρευνα για το επίπεδο προστασίας σχετικοποιεί την έννοια της προστασίας, αφού εισάγει ως μέτρο τα νομικά ειωθότα της τρίτης χώρας: η χώρα εντός κάποιων ορίων μπορεί να χορηγεί οποιοδήποτε καθεστώς προστασίας, το αποδεικτέο ζήτημα είναι κατ’ αρχήν αν υπάρχει νόμος περί προστασίας και δευτερευόντως αν αυτός εφαρμόζεται στην πράξη, ενώ διαβεβαιώσεις της τρίτης χώρας περί της επιφυλασσόμενης μεταχείρισης στον πρόσφυγα γίνονται συχνά δεκτές,
Σελ. 20
κάτι αδιανόητο για το κράτος καταγωγής, το οποίο θα κριθεί με βάση το δίκαιο του κράτους υποδοχής απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Ωστόσο, και η ένταση μεταξύ του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από άποψη διεθνή και από την άποψη της έννομης τάξης του κράτους υποδοχής δεν είναι άνευ σημασίας. Κατ’ αρχάς μπορεί να αξιοποιηθεί για την διεύρυνση της προστασίας στο βαθμό που η εθνική προστασία είναι περιεκτικότερη και πληρέστερη της διεθνούς. Στην Ελλάδα υπάρχει σοβαρό κενό σ’ αυτό, αφού σπανίως στα δικόγραφα και τις αποφάσεις για το προσφυγικό γίνεται έστω μνεία διατάξεων του Ελληνικού Συντάγματος, πράγμα που άλλες χώρες δεν διστάζουν να πράξουν. Αυτό έχει ιδιαίτερη επιρροή στην φύση της νομικής παράδοσης που δημιουργείται, που καθίσταται έτσι εξαρτώμενη από άλλες παραδόσεις (διεθνείς και τις έτερες εθνικές που την διαμόρφωσαν, π.χ. την αγγλοσαξωνική), οι οποίες επικρατούν δια της διαμόρφωσης της έννοιας της δίωξης και των δικαιωμάτων και στα άλλα κεφάλαια του προσφυγικού, όπως είναι το δίκαιο της απόδειξης ενός αιτήματος ασύλου.
Επιπλέον, η υπαρκτή και άφευκτη αυτή διάσταση μεταξύ διεθνούς και εθνικού περιεχομένου επιβιώνει και στην διαμόρφωση του μέτρου ανοχής στην εθνική προστασία των δικαιωμάτων από το κράτος που κρίνεται για την (εθνική ή διεθνή) προστασία που παρέχει. Μήπως και γι’ αυτό το κράτος πρέπει το μέτρο να είναι ελαστικότερο ή να συμβαδίζει με την επίσημη αντιμετώπιση αυτού του κράτους στην εξωτερική πολιτική; Το παράδειγμα της ασφαλούς τρίτης χώρας είναι και πάλι καίριο. Δεκάδες αποφάσεις για την ασφάλεια της Τουρκίας ως προς τους Σύρους είναι κάθετες ως προς το ότι αυτή είναι πράγματι ασφαλής για τους συγκεκριμένους πρόσφυγες. Σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο όμως, ο επίσημος χαρακτηρισμός, ο οποίος αναπόφευκτα θα έχει συνέπειες στο forum της εξωτερικής πολιτικής, έχει αποδειχθεί σχεδόν αδύνατος εδώ και πολλά χρόνια. Τέτοιες αντιφάσεις αποτελούν πρόκληση για την δικηγορική και δικαστική πρακτική, συνεπώς η προσκόλληση στο περιεχόμενο που δίνουν τα διεθνή δικαστήρια στα ανθρώπινα δικαιώματα (η οποία δεν στερείται αστάθειας) και η πλήρης παραγνώριση του περιεχομένου τους στο εθνικό δίκαιο, τόσο του κράτους υποδοχής, όσο και του κράτους καταγωγής, αποτελεί μόνο φαινομενικά ασφαλή και σίγουρα φτωχότερη υπερασπιστική και δικονομική στρατηγική.
Από την άποψη της δικονομίας το προσφυγικό εντάσσεται στο διοικητικό δίκαιο και πρέπει να εναρμονίζεται με τις κατακτήσεις αυτού του κλάδου, όπως π.χ. η διεύρυνση των αρχετυπικών ακυρωτικών λόγων με λόγους εγγίζοντες την ουσία (πλάνη περί τα πράγματα, υπέρβαση ορίων ευχέρειας) ζητήματα για τα οποία στερούμαστε ακόμα νομολογίας. Για την ουσιαστική υπαγωγή του αιτήματος στους ορισμούς των νόμων, προεξέχουσα θέση έχει το δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και το συνταγματικό δίκαιο και το δίκαιο της έκδοσης, δηλαδή το υπόλοιπο πλέγμα των δικαιοκρατικών εγγυήσεων (θεσμικές εγγυήσεις για την επέμβαση σε δικαιώματα) πέραν του καθ’ αυτό κλάδου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.