ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 24.5€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 59,50 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18779
Σωτηρόπουλος Γ.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
  • Σελίδες: 592
  • ISBN: 978-618-08-0020-3
Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται περίπου 740.000 προσωπικές εταιρίες με την Ομόρρυθμη Εταιρία να αποτελεί τον πιο δημοφιλή εταιρικό τύπο εξ αυτών.

Το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των προσωπικών εταιριών οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, σε συνάρτηση με όλα τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν τόσο στην πράξη όσο και τη θεωρία, αναλύονται στο έργο «Προσωπικές Εταιρίες» από τον έγκριτο Καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών και μαχόμενο Δικηγόρο, Γεώργιο Σωτηρόπουλο.

Το έργο «Προσωπικές Εταιρίες», πέραν του ότι αποτελεί ένα εκτενές και πλήρως επικαιροποιημένο εγχειρίδιο θεωρίας και πράξης του δικαίου των προσωπικών εταιριών, λαμβάνει υπόψη του με τρόπο εξαντλητικό όλες τις τελευταίες νομολογιακές εξελίξεις στην ελληνική έννομη τάξη.

Ειδικότερα, το έργο αποτυπώνει το σύνολο των τύπων των προσωπικών εταιριών και αναλύονται με τον πλέον εμπεριστατωμένο τρόπο:

  • Η Ομόρρυθμη εταιρία
  • Η Αστική εταιρία με & χωρίς νομική προσωπικότητα
  • Η Ετερόρρυθμη εταιρία
  • Η Κοινοπραξία
  • Η Αφανής εταιρία
  • Η Προσωπική εμπορική εταιρία με κεφαλαιουχικό χαρακτήρα
  • Η Συμπλοιοκτησία
  • Η Δικηγορική εταιρία
  • Ο Ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού
  • Η Ετερόρρυθμη εταιρία κατά μετοχές

Το έργο καλύπτει απόλυτα όλα τα νομικά ζητήματα που αφορούν στις προσωπικές εταιρίες και απευθύνεται σε νομικούς και επαγγελματίες της πράξης που επιθυμούν να επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους με όλα τα καταληκτικά θεωρητικά και νομολογιακά δεδομένα, σε φοιτητές νομικών και εμπορικών σχολών, την ακαδημαϊκή κοινότητα, συμβούλους επιχειρήσεων, οικονομικούς αναλυτές κ.ά.

XI

Πρόλογος IX

Συντομογραφίες (ενδεικτικός κατάλογος) XIII

Γενική βιβλιογραφία XVII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

§ 1: Εταιρία: νομικός θεσμός και οικονομική λειτουργία 3

Α. Προσπάθεια εννοιολογικού προσδιορισμού της εταιρίας 4

Β. Οικονομική σημασία των εταιριών και κριτήρια επιλογής της εταιρίας
ως μέσου άσκησης οικονομικής δραστηριότητας 5

Γ. Επιλογή του εταιρικού τύπου: περιορισμοί και κριτήρια 6

Δ. Θεμελιώδεις έννοιες

I. Εταιρικός σκοπός και αντικείμενο της εταιρίας 9

II. Εταιρικό συμφέρον 13

III. Εταιρική κοινωνική ευθύνη 16

IV. Συγκρούσεις συμφερόντων 19

V. Επιχείρηση και οντότητα 23

§ 2: Κατηγοριοποιήσεις των εταιριών 27

A. Εταιρίες με και χωρίς νομική προσωπικότητα

Ι. Εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα 27

ΙΙ. Εταιρίες με νομική προσωπικότητα 29

ΙΙΙ. Εταιρίες με ικανότητα δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα; 34

B. Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες 36

Ι. Προσωπικές εταιρίες 36

ΙΙ. Κεφαλαιουχικές εταιρίες 38

ΙΙΙ. Σχετικοποίηση της διάκρισης 40

Γ. Εμπορικές και μη εμπορικές εταιρίες 42

§ 3: Το εταιρικό δίκαιο στην έννομη τάξη 45

Α. Εταιρικό δίκαιο ως ειδικό ιδιωτικό και εμπορικό δίκαιο 47

Β. Εταιρικό δίκαιο και συνταγματικό δίκαιο 48

XII

Γ. Εταιρικό δίκαιο και δημόσιο δίκαιο – Γενικά περί της εποπτείας
επί των εταιριών 50

Δ. Εταιρικό δίκαιο και δίκαιο εμπορικής δημοσιότητας (Γ.Ε.ΜΗ.) 52

Ε. Εταιρικό δίκαιο και δίκαιο κεφαλαιαγοράς 57

ΣΤ. Εταιρικό δίκαιο και λογιστικό δίκαιο 58

Ζ. Εταιρικό δίκαιο και πτωχευτικό δίκαιο 60

Η. Εταιρικό δίκαιο και φορολογικό δίκαιο 62

Θ. Εταιρικό δίκαιο και εργατικό δίκαιο 63

Ι. Εταιρικό δίκαιο και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο 64

ΙΑ. Εταιρικό δίκαιο και ενωσιακό δίκαιο 68

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

§ 4: Έννοια & ίδρυση της ΟΕ 75

Α. Εισαγωγή 77

Ι. Το δίκαιο της ΟΕ 77

ΙΙ. Τα εννοιολογικά και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ΟΕ 78

ΙΙΙ. Οικονομική σημασία της ΟΕ 81

Β. Ίδρυση 83

Ι. Η εταιρική σύμβαση 84

i. Νομική φύση, ερμηνεία & τύπος 84

ii. Περιεχόμενο 86

iii. Ελαττωματικότητα 91

II. Η τήρηση των διατυπώσεων εμπορικής δημοσιότητας 95

i. Νομική σημασία & νομοθετικό πλαίσιο 95

ii. Διαδικασία 96

Γ. Η αδημοσίευτη ΟΕ 98

Δ. Η ΟΕ ως θεμελιακός εταιρικός τύπος 102

§ 5: Η εταιρική συμμετοχή 107

Α. Έννοια, κτήση και απώλεια της εταιρικής συμμετοχής 108

Β. Αρχές που διέπουν την εταιρική συμμετοχή 109

Γ. Συμβατική ελευθερία και εταιρική συμμετοχή 111

Δ. Τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα των εταίρων 112

I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 112

II. Περιουσιακά δικαιώματα 112

XIII

i. Δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη 112

1. Περιεχόμενο 112

2. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις ως βάση υπολογισμού του κέρδους 115

3. Χρόνος γέννησης της αξίωσης στα κέρδη – Προσωρινή διανομή κερδών 119

ii. Δικαίωμα στο προϊόν της εκκαθάρισης 121

III. Δικαιώματα διοίκησης 122

i. Δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και ψήφου 122

ii. Δικαίωμα πληροφόρησης και λογοδοσίας 122

1. Δικαίωμα άμεσης πληροφόρησης & ελέγχου 122

2. Δικαίωμα έμμεσης πληροφόρησης 125

3. Δικαίωμα λογοδοσίας 127

iii. Η actio pro socio 129

IV. Λοιπά δικαιώματα 129

Ε. Υποχρεώσεις των εταίρων 130

I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 130

II. Μέτρο ευθύνης 130

III. Υποχρέωση επιδίωξης του κοινού σκοπού 131

IV. Υποχρέωση εισφοράς 132

i. Έννοια, είδη και παθολογική εξέλιξη 132

ii. Υποχρέωση συμπληρωματικής εισφοράς 135

V. Υποχρέωση συμμετοχής στις ζημιές 137

VI. Υποχρέωση πίστης 138

§ 6: Διαχείριση και εκπροσώπηση 145

Α. Εννοιολογικές διακρίσεις 146

Β. Οργανική σχέση 147

Γ. Η διαχείριση ως δικαίωμα και υποχρέωση των εταίρων 149

Δ. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαχειριστών 155

Ι. Υποχρεώσεις 156

i. Υποχρέωση επιμελούς διαχείρισης 156

ii. Υποχρέωση πίστης 160

iii. Υποχρέωση ενημέρωσης και λογοδοσίας 161

ΙΙ. Δικαιώματα 161

Ε. Ευθύνη των διαχειριστών 162

Ι. Ευθύνη έναντι της εταιρίας 162

II. Ευθύνη έναντι τρίτων 165

ΣΤ. Ελαττωματικότητα των αποφάσεων των διαχειριστών 167

Ζ. Μορφές διαχείρισης 167

Ι. Νόμιμη διαχείριση 167

ΙΙ. Καταστατική διαχείριση 168

XIV

ΙΙΙ. Προσωρινή διοίκηση 172

Η. Λήξη της διαχειριστικής εξουσίας 175

Ι. Γενικά 175

ΙΙ. Ανάκληση διαχειριστή 177

ΙΙΙ. Παραίτηση διαχειριστή 183

Θ. Έκταση και περιορισμοί της διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής
εξουσίας 184

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 184

ΙΙ. Είδη περιορισμών 185

i. Περιορισμοί από το νόμο 185

ii. Περιορισμοί από τις αρμοδιότητες των εταίρων 185

iii. Πράξεις εκτός συνήθους διαχείρισης 186

iv. Εναντίωση διαχειριστή 189

v. Περιορισμοί από τον εταιρικό σκοπό 192

vi. Περιορισμοί από την εταιρική σύμβαση ή από αποφάσεις των εταίρων 195

vii. Κατάχρηση της εκπροσωπευτικής εξουσίας 196

viii. Απαγόρευση αυτοδικαιοπραξίας 196

I. Επείγοντα μέτρα διαχείρισης 197

§ 7: Συνέλευση των εταίρων 201

Α. Η συνέλευση των εταίρων ως εταιρικό όργανο και το (ελλείπον)
νομοθετικό πλαίσιο 201

Β. Αρμοδιότητες της συνέλευσης 203

Γ. Ειδικότερα η τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης 205

Δ. Σύγκληση, λειτουργία και λήψη αποφάσεων από τη συνέλευση 206

Ε. Δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη συνέλευση 210

ΣΤ. Η απόφαση της συνέλευσης ως εταιρική πράξη και η δημοσιότητα
στο Γ.Ε.ΜΗ. 213

Ζ. Ελαττωματικές αποφάσεις 215

Η. Έλεγχος πλειοψηφικών αποφάσεων και προστασία της μειοψηφίας 219

§ 8: Ευθύνη των εταίρων για τα εταιρικά χρέη 223

Α. Νομοθετικό πλαίσιο και σκοπός της ευθύνης των εταίρων 224

Β. Εταιρία και εταιρική ιδιότητα 226

Γ. Εταιρικό χρέος 228

Δ. Χαρακτηριστικά της ευθύνης των εταίρων 230

Ε. Περιεχόμενο της ευθύνης των εταίρων 234

ΣΤ. Ενστάσεις εταίρων 235

Ζ. Δικονομικά ζητήματα 238

XV

Η. Αναγωγικές αξιώσεις 242

Θ. Συμφωνία περί αποκλεισμού ή περιορισμού της ευθύνης των εταίρων 245

Ι. Ευθύνη εισερχομένου εταίρου 246

ΙΑ. Ευθύνη αποχωρήσαντος εταίρου 247

ΙΒ. Παραγραφή των αξιώσεων των εταιρικών δανειστών κατά των εταίρων
σε περίπτωση λύσης της εταιρίας και εξόδου εταίρου 250

§ 9: Μεταβολές στα πρόσωπα των εταίρων 255

A. Η σημασία του προσώπου του εταίρου στις προσωπικές εταιρίες 257

B. Περιπτώσεις μεταβολής του προσώπου των εταίρων 258

I. Μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής 258

II. Είσοδος εταίρου 264

III. Έξοδος εταίρου 265

i. Έξοδος με συμφωνία όλων των εταίρων 266

ii. Αναγκαστική έξοδος λόγω γεγονότων στο πρόσωπο του εταίρου 266

1. Γενικό πλαίσιο 266

2. Συνέχιση της εταιρίας με τους κληρονόμους (α): προϋποθέσεις και διακρίσεις 268

3. Συνέχιση της εταιρίας με τους κληρονόμους (β): το δικαίωμα επιλογής
του είδους της συμμετοχής 273

4. Συνέχιση της εταιρίας με τους κληρονόμους (γ): η ευθύνη των κληρονόμων
έναντι των εταιρικών δανειστών 275

5. Η ευθύνη των κληρονόμων έναντι των εταιρικών δανειστών σε περίπτωση
λύσης της εταιρίας 277

iii. Εκούσια έξοδος 279

1. Περιεχόμενο και άσκηση του δικαιώματος εξόδου 279

2. Χρόνος καταβολής και αποκλεισμός της αξίωσης για λήψη της αξίας
της εταιρικής συμμετοχής 283

iv. Εκούσια έξοδος λόγω εταιρικού μετασχηματισμού 286

v. Έξοδος προκαλούμενη από ατομικό δανειστή 286

vi. Αποκλεισμός 289

vii. Εκκαθάριση της σχέσης αποχωρήσαντος εταίρου και εταιρίας 298

1. Γενικά 298

2. Τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα και υποχρεώσεις 299

viii. Μονοπρόσωπη εταιρία 305

§ 10: Λύση της εταιρίας 309

Α. Εισαγωγή 310

Ι. Εννοιολογικές διακρίσεις και νομοθετικό πλαίσιο 310

ΙΙ. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας των νομίμων λόγων λύσης 312

Β. Νόμιμοι λόγοι λύσης 314

Ι. Πάροδος της καταστατικής διάρκειας 314

ΙΙ. Απόφαση των εταίρων 316

XVI

ΙΙΙ. Πτώχευση της εταιρίας 319

IV. Δικαστική απόφαση 321

i. Ένταξη στο σύστημα λόγων λύσης 321

ii. Ο αναγκαστικός χαρακτήρας της διάταξης και τα όρια της καταστατικής
ελευθερίας 323

iii. Ο σπουδαίος λόγος 325

iv. Η διαδικασία λύσης 329

Γ. Καταστατικοί λόγοι λύσης 330

I. Καταγγελία 331

II. Λοιποί λόγοι 335

§ 11: Εκκαθάριση 339

A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 340

Β. Η υποχρεωτικότητα του εκκαθαριστικού σταδίου 341

Γ. Το νομικό status της εταιρίας και των εταίρων κατά την εκκαθάριση 345

Δ. Οι εργασίες της εκκαθάρισης 347

Ι. Νομοθετικό πλαίσιο και έναρξη των εργασιών 347

ΙΙ. Απόδοση αυτούσιων πραγμάτων 348

ΙΙΙ. Εξόφληση εταιρικών χρεών 348

IV. Επιστροφή εισφορών 350

V. Σχηματισμός και ρευστοποίηση ενεργητικού 350

VI. Διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης 352

Ε. Οι εκκαθαριστές 353

I. Διορισμός 353

II. Έννομη σχέση εκκαθαριστή και εταιρίας 358

III. Καθήκοντα εκκαθαριστών 360

ΣΤ. Αναβίωση της παραγωγικής λειτουργίας 364

Ζ. Περάτωση της εκκαθάρισης και διαγραφή της εταιρίας από το Γ.Ε.ΜΗ. 368

Η. Αναβίωση της εκκαθάρισης 368

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΙΔΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ

§ 12: Αστική εταιρία 373

Α. Αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα 373

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 373

ΙΙ. Οικονομικός σκοπός 375

ΙΙΙ. Ίδρυση 376

XVII

IV. Εφαρμοστέο δίκαιο 378

Β. Αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα 381

I. Έννοια και οικονομική σημασία 381

II. Νομικό πλαίσιο 382

i. Ίδρυση, σκοπός, δικονομικά ζητήματα 382

ii Νομική θέση των εταίρων 383

iii. Διαχείριση και εκπροσώπηση – αποφάσεις των εταίρων 384

iv. Περιουσιακές σχέσεις 387

v. Ευθύνη των εταίρων 388

vi. Μεταβολές στα πρόσωπα των εταίρων 390

vii. Λύση και εκκαθάριση της εταιρίας 392

§ 13: Ετερόρρυθμη εταιρία 395

Α. Έννοια, εφαρμοστέο δίκαιο και οικονομική σημασία 395

Β. Ίδρυση 399

Γ. Επωνυμία 402

Δ. Νομική θέση του ετερορρύθμου εταίρου 406

I. Διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων 406

II. Εξουσία εκπροσώπησης 409

III. Δικαίωμα ελέγχου 413

IV. Απαγόρευση ανταγωνισμού 416

V. Συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές 417

VI. Ευθύνη ετερορρύθμου εταίρου λόγω μη καταβολής της εισφοράς 419

i. Γενικό πλαίσιο 419

ii. Ποσό και περιεχόμενο ευθύνης 420

iii. Έναρξη και λήξη της ευθύνης 423

iv. Απελευθέρωση από την ευθύνη 425

v. Αναβίωση της ευθύνης 426

VII. Ευθύνη ετερορρύθμου εταίρου στην αδημοσίευτη ΕΕ 427

Ε. Λύση της εταιρίας 432

§ 14: Κοινοπραξία 435

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 436

Β. Η κοινοπραξία ως οικονομικό και νομικό φαινόμενο 436

Γ. Λόγοι σύστασης 438

Δ. Το νομικό καθεστώς της κοινοπραξίας 439

Ι. Η κοινοπραξία στο προϊσχύσαν δίκαιο 439

ΙΙ. Η κοινοπραξία στο ισχύον δίκαιο 442

i. Η κοινοπραξία ως διακριτός εταιρικός τύπος; 442

ii. Η «γνήσια» κοινοπραξία 445

XVIII

iii. Η «μη γνήσια» κοινοπραξία 446

iv. Ειδικού τύπου κοινοπραξίες 447

§ 15: Αφανής εταιρία 449

A. Εισαγωγή 450

I. Νομοθετικό καθεστώς και έννοια 450

II. Πλεονεκτήματα 451

III. Μορφές εμφάνισης και διάκριση από άλλες μορφές συνεργασίας 452

B. Εννοιολογικά στοιχεία 455

I. Η αφανής εταιρία ως γνήσια εταιρία 455

II. Η αφανής εταιρία ως εσωτερική εταιρία 458

III. Ο εμφανής εταίρος και η ασκούμενη από αυτόν δραστηριότητα 461

ΙV. Ο αφανής εταίρος 465

Γ. Ίδρυση 466

Δ. Εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΑΚ 471

E. Εισφορές των εταίρων 472

ΣΤ. Σχέσεις με τρίτους 475

Ζ. Διαχείριση 477

Η. Συμμετοχή του αφανούς εταίρου στα κέρδη και στις ζημιές –
Υποχρέωση λογοδοσίας του εμφανούς εταίρου 478

Θ. Δικαίωμα ελέγχου του αφανούς εταίρου 482

Ι. Λύση 484

ΙΑ. Εκκαθάριση 486

ΙΒ. Πτώχευση του εμφανούς εταίρου 491

§ 16: Προσωπικές εμπορικές εταιρίες με απεριόριστα ευθυνόμενους
εταίρους κεφαλαιουχικές εταιρίες 493

A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 493

B. Τυπολογικά χαρακτηριστικά και λόγοι εμφάνισης 494

Γ. Εφαρμοστέες διατάξεις 495

Ι. Ακυρότητα της εταιρίας 496

ΙΙ. Εταιρικά έντυπα 496

ΙΙΙ. Δημοσιότητα εταιρικών πράξεων 497

IV. Ζητήματα διαχείρισης 497

V. Εκκαθάριση 498

VI. Ποινικές διατάξεις 498

Δ. Λογιστικές υποχρεώσεις 499

XIX

§ 17: Συμπλοιοκτησία 501

A. Ρυθμιστικό πλαίσιο και οικονομική σημασία 501

B. Έννοια και νομική φύση 502

Γ. Ίδρυση και λειτουργία 506

Ι. Ίδρυση 506

ΙΙ. Εταιρική συμμετοχή και ευθύνη έναντι τρίτων 506

ΙΙΙ. Όργανα 509

i. Συμπλοιοκτήτες 509

ii. Διαχειριστές 510

Δ. Λύση και εκκαθάριση 511

§ 18: Δικηγορική εταιρία 513

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 513

Β. Το δίκαιο της δικηγορικής εταιρίας 515

Ι. Έννοια και σύσταση 515

ΙΙ. Οργάνωση και λειτουργία 516

ΙΙΙ. Λύση και εκκαθάριση, λοιπά ζητήματα 522

§ 19: Ευρωπαϊκός Όμιλος Οικονομικού Σκοπού 525

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 525

Β. Έννοια και νομική φύση 526

Γ. Νομικό πλαίσιο 528

I. Σύσταση 528

II. Μέλη 529

III. Δημοσιότητα και ευθύνη κατά το ιδρυτικό στάδιο 531

ΙV. Έδρα 532

V. Όργανα 532

VI. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών 534

VII. Μεταβολές στα πρόσωπα των μελών 535

VIII. Εκπροσώπηση 536

ΙΧ. Ευθύνη των μελών 536

Χ. Ακυρότητα του ΕΟΟΣ 538

ΧΙ. Λύση 538

ΧΙΙ. Εκκαθάριση 540

ΧΙΙΙ. Πτώχευση 541

ΧΙV. Φορολογικό καθεστώς 541

§ 20: Ετερόρρυθμη εταιρία κατά μετοχές 543

Αλφαβητικό Ευρετήριο 549

Σελ. 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σελ. 3

§ 1: Εταιρία: νομικός θεσμός και οικονομική λειτουργία

Βιβλιογραφία: Αθανασίου, Μέτοχοι και μετοχική εποπτεία, 2010, Βαρελά, Η διαμόρφωση της εσωτερικής ευθύνης στους ομίλους εταιριών – Η διαχείριση της ομιλοποιημένης εταιρίας, 2007, Βερβεσός, Ζητήματα εταιρικού δικαίου στους διεθνείς ομίλους επιχειρήσεων, ΧρηΔικ 2017, 204, Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, ΙΙ, 2007, Γκρίτζαλης, Συσχετισμοί συμφερόντων στο εσωτερικό της Α.Ε., ΧρΙΔ 2013, 656, Δούβλης, Εισαγωγή στην έννοια του δικαίου της επιχείρησης, ΠειρΝομ 1981, 3, Δούβλης, Η συμβολή του δικαίου της επιχείρησης στην επίλυση του προβλήματος της μονοπρόσωπης εταιρίας, εις αφιέρωμα Κ. Ρόκα, 1985, 125, Καραγκουνίδης, Οικονομικοπολιτικοί και κοινωνικοπολιτικοί στόχοι του δικαίου των εμπορικών εταιριών – Το πρόβλημα της εταιρικής «ιδιοκτησίας» και του ελέγχου στις «ανοικτές» κεφαλαιουχικές εταιρίες, Αρμ 2021, 219, Καραμανάκου, Η υποχρέωση πίστης των μετόχων, 2013, Κιάντου-Παμπούκη, Παράγοντες επηρεάζοντες την επιλογήν του εταιρικού τύπου, Αρμ 1974, 1, Κοκκίνης, «Εταιρικό συμφέρον» και διοικούντες μη «εισηγμένης» ανώνυμης εταιρίας, ΕΕμπΔ 2003, 558, Κοτσίρης, Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων εις τους εταιρικούς τύπους, ΕΕΝ 1961, 816, Κοτσίρης, Εταιρική κοινωνική ευθύνη, ΕΕμπΔ 2003, 14, Μαργαρίτης, Οιονεί εταιρικές συμβάσεις: ο «τρίτος» δρόμος» μεταξύ ανταλλακτικών και εταιρικών συμβάσεων, ΧρΙΔ 2018, 174, Μαρίνος, Απαγορεύσεις ανταγωνισμού. Συγκρούσεις συμφερόντων στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, 1997, Μικρουλέα, Όρια δράσης και ευθύνη των εταιρικών διοικητών, 2014, Παμπούκης Κ., Ένταξη ανώνυμης εταιρίας σε όμιλο πολυεθνικό, Εντυπωσιακές μεθοδεύσεις, 1989, Παμπούκης Κ., Το «γενικό εταιρικό συμφέρον» ως ιδέα κεντρική στο θεσμό της εταιρικής διακυβέρνησης, ΕπισκΕΔ 2003, 955, Πεϊτσίνης, Η οριοθέτηση του συμφέροντος της εταιρικής επιχείρησης στη σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση: Δογματικές προσεγγίσεις και νομοθετική αντιμετώπιση, ΕπισκΕΔ 2015, 396, Περάκης Ε., Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, β΄ έκδ., 2018, Περάκης/Σωτηρόπουλος/Λιβαδά/Δρίτσας, Το δίκαιο της λογιστικής, 2017, Ρόκας Αλ., Το «συμφέρον του ομίλου», ΕΕμπΔ 2016, 789, Ρόκας Αλ., Η διεύθυνση του ομίλου επιχειρήσεων ως δικαίωμα και υποχρέωση της μητρικής εταιρίας, 2022, Ρόκας Ν., Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας εις το δίκαιον των ανωνύμων εταιριών, 1971, Σιγανίδης, Οι υποχρεώσεις της διοίκησης της ανώνυμης εταιρίας πριν και μετά την εμφάνιση ενδείξεων επερχόμενης αφερεγγυότητας, ΔΕΕ 2015, 608, Σταθόπουλος, Διάκριση κοινωνίας και εταιρίας – Οριακές περιπτώσεις (γνωμ.), ΔΕΕ 1998, 1040, Σωτηρόπουλος, Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, Περιεχόμενο, Ισχύον δίκαιο και προοπτικές, ΕΕμπΔ 2019, 32, Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, ΕπισκΕΔ 1998, 323, Τέλλης, Υποχρέωση πίστης του μετόχου, και ιδιαίτερα του μετόχου μειοψηφίας, ΕπισκΕΔ 2002, 907, Τριανταφυλλάκης, Το συμφέρον της επιχείρησης ως κανόνας συμπεριφοράς των οργάνων της Α.Ε., 1998, Τριανταφυλλάκης, Η κρίση της επιχείρησης και η αντιμετώπισή της – Ο ρόλος της υποχρέωσης πίστης, ΔΕΕ 2014, 204, Τσαντίλας, Η νομική προσέγγιση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Προς αναζήτηση ενός ηθικού καπιταλισμού, ΔΕΕ 2005, 289, Φράστανλης, Αστική ευθύνη διοικητών έναντι των εταιρικών δανειστών (άρθρο 98 ΠτΚ), ΧρΙΔ 2019, 150.

Σελ. 4

Α. Προσπάθεια εννοιολογικού προσδιορισμού της εταιρίας

1 Ένα εγχειρίδιο αφιερωμένο στο εταιρικό δίκαιο θα αναμένει κανείς να εκκινεί από τον ορισμό του αντικειμένου του, το οποίο δεν είναι άλλο από εκείνο της εταιρίας. Η πρόκληση εντούτοις αυτή όχι μόνο δεν είναι απλή, αλλά είναι μάλλον ανυπέρβλητη. Εν προκειμένω με την εταιρία συμβαίνει αυτό, που συμβαίνει και με πολλές άλλες έννοιες: ο καθένας που ασχολείται με οποιαδήποτε ιδιότητα (νομικός, οικονομολόγος, εταίρος, μέλος εταιρικής διοίκησης κ.λπ.) με εταιρίες, παρότι γνωρίζει τι είναι η εταιρία, δύσκολα μπορεί να δώσει έναν πλήρη ορισμό της έννοιας.

2 Συχνά η εταιρία περιγράφεται ως ένωση προσώπων, που επιδιώκει κοινό σκοπό, ένας ορισμός, που βασίζεται στο άρθρ. 741 ΑΚ. Η ανεπάρκεια του ορισμού αυτού καταδεικνύεται εύκολα από το γεγονός της ύπαρξης μονοπρόσωπων εταιριών, δηλ. εταιριών που μπορούν να ιδρυθούν από ένα πρόσωπο (εταίρο) ή να μείνουν στη συνέχεια για διάφορους λόγους με έναν εταίρο χωρίς το γεγονός αυτό να επηρεάζει τη λειτουργία τους, όπως συμβαίνει με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες, στην δε περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος ούτε για «κοινό» σκοπό. Εάν εγκατέλειπε κανείς το στοιχείο της ένωσης προσώπων και παρέπεμπε στην ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, ούτως ώστε να καλύψει και τις μονοπρόσωπες εταιρίες, ορίζοντας την εταιρία ως το νομικό πρόσωπο, που επιδιώκει ορισμένο σκοπό, και πάλι ο ορισμός θα ήταν ελλιπής, καθώς θα έμεναν εκτός οι εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως είναι η αστική εταιρία (χωρίς νομική προσωπικότητα) και η αφανής εταιρία. Επιπλέον νομικά πρόσωπα, που επιδιώκουν σκοπό, είναι και το σωματείο και το ίδρυμα (βλ. άρθρ. 61, 78, 108 ΑΚ), που προφανώς δεν εμπίπτουν στην έννοια της εταιρίας.

3 Χωρίς δάφνες πληρότητας θα μπορούσε να προσεγγιστεί η έννοια της εταιρίας ως η διαρκής σχέση επιδίωξης ορισμένου σκοπού, η οποία ερείδεται επί δικαιοπραξίας και η οποία είτε συμμετέχει στις συναλλαγές (είναι δηλ. εξωτερική εταιρία), οπότε εμφανίζει εσωτερική οργάνωση, είτε δεν συμμετέχει στις συναλλαγές (είναι δηλ. εσωτερική εταιρία), οπότε περιορίζεται στη ρύθμιση των εσωτερικών σχέσεων μεταξύ των εταίρων. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι η οριοθέτηση σε δογματικό – συστηματικό επίπεδο της έννοιας της εταιρίας, καθώς άλλωστε το ποιες είναι οι εταιρίες το ορίζει ο νόμος, αλλά η νομική αξιολόγηση ατύπων μορφών συμβατικής συνεργασίας, όπου θα πρέπει να κριθεί, εάν η συνεργασία εμπίπτει στην έννοια της εταιρίας και επί καταφατικής απάντησης τι είδους εταιρία υπάρχει (αστική εταιρία ή αδημοσίευτη ΟΕ).

Σελ. 5

Β. Οικονομική σημασία των εταιριών και κριτήρια επιλογής της εταιρίας ως μέσου άσκησης οικονομικής δραστηριότητας

4 Η σύγχρονη οικονομική ζωή ασκείται κατ’ εξοχήν μέσω εταιριών. Αυτό δεν ισχύει μόνο ως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες συνήθως έχουν τη νομική μορφή της ΑΕ, αλλά και ως προς τις μικρομεσαίες, ακόμη και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Δεν θα ήταν δε υπερβολή να λεχθεί, ότι ο κόσμος (και όχι μόνο στην οικονομική του διάσταση) θα ήταν διαφορετικός, εάν δεν υπήρχαν εταιρίες.

5 Η εταιρία ως μέσο άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και μείωσης του κόστους συναλλαγών αποτελεί το αντικείμενο της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου: η τελευταία εφαρμόζει τις έννοιες και τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης (μικροοικονομίας) για να μελετήσει τους νομικούς κανόνες, που διέπουν την ίδρυση και τη λειτουργία των εταιριών κυρίως αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιρικών διοικητών, των εταίρων και των πιστωτών. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι «δημόσιες» κεφαλαιουχικές εταιρίες, δηλ. εκείνες με ευρεία μετοχική διασπορά, χωρίς ωστόσο οι «κλειστές» κεφαλαιουχικές εταιρίες και οι όμιλοι επιχειρήσεων να κείνται εκτός πεδίου έρευνας. Ειδικότερα η οικονομική ανάλυση εστιάζει κυρίως πρώτον στη μελέτη των πλεονεκτημάτων, που προσφέρει η εταιρική οργάνωση, δεύτερον στην εκτίμηση της σχέσης κόστους – οφέλους από την εφαρμογή των κανόνων του εταιρικού δικαίου τόσο σε επίπεδο de lege lata, όσο και σε επίπεδο de lege ferenda, και τρίτον στη διερεύνηση των οικονομικών δυνάμεων, που διαμορφώνουν την εξέλιξη του εταιρικού δικαίου.

6 Ένα ερώτημα που τίθεται, όταν κάποιος επιθυμεί να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα, είναι το γιατί να επιλέξει να την ασκήσει μέσω εταιρίας. Η ίδρυση εταιρίας προσφέρει σημαντικά και ποικίλα πλεονεκτήματα, τα οποία βεβαίως εξαρτώνται και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επιλεγόμενου εταιρικού τύπου:

Διατήρηση της επιχείρησης ανεξάρτητα από γεγονότα (π.χ. θάνατος, πτώχευση) στα πρόσωπα των εταίρων.

Δυνατότητα μετάβασης από τον ένα εταιρικό τύπο στον άλλο ή / και συνένωσης με άλλες επιχειρήσεις (εταιρίες) μέσω εταιρικών μετασχηματισμών (μετατροπές, συγχωνεύσεις, διασπάσεις).

Δυνατότητα εισόδου/εξόδου συνεταίρων.

Διευκόλυνση της μεταβίβασης της επιχείρησης μέσω μεταβίβασης της εταιρικής συμμετοχής (share deal), πράγμα που παρακάμπτει τις δυσχέρειες, που θέτει η αρχή της ειδικότητας, εάν επρόκειτο να μεταβιβασθεί η επιχείρηση (asset

Σελ. 6

deal), η οποία μπορεί μεν να αποτελέσει αντικείμενο υποσχετικής δικαιοπραξίας (π.χ. πώλησης), όχι όμως ενιαίας εκποιητικής δικαιοπραξίας.

Διευκόλυνση της κληρονομικής διαδοχής, η οποία γίνεται επί της εταιρικής συμμετοχής και όχι επί της επιχείρησης, χωρίς να διαταράσσεται η επιχείρηση και χωρίς να απαιτείται η σύσταση το πρώτον εταιρίας, εάν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι.

Δυνατότητα συγκέντρωσης κεφαλαίων από το ευρύ κοινό (κυρίως μέσω ΑΕ).

Δυνατότητα ανάθεσης της διοίκησης της επιχείρησης (της εταιρίας) σε τρίτα πρόσωπα, που διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία.

Περιορισμός του κινδύνου στην εισφερθείσα στην εταιρία περιουσία χωρίς προσωπική ευθύνη του εταίρου για τα εταιρικά χρέη.

Φορολογικά πλεονεκτήματα (ανάλογα βεβαίως με το εκάστοτε ισχύον φορολόγικό καθεστώς).

Κύρος των εταιριών στις συναλλαγές.

7 Εκτός από τη χρήση της εταιρίας ως φορέα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, πράγμα που αφορά τις εξωτερικές εταιρίες, η εταιρία ως νομικό εργαλείο προσφέρει πολυποίκιλες δυνατότητες συνεργασίας. Για παράδειγμα η αφανής εταιρία επιτρέπει τη χρηματοδοτική συμμετοχή επενδυτή σε μία δραστηριότητα χωρίς σχετική δημοσιότητα, όπως επίσης η εσωτερική αστική εταιρία μπορεί π.χ. να λειτουργήσει ως νομικό εργαλείο συντονισμού της δράσης μετόχων μίας ΑΕ (εξωεταιρική συμφωνία) ή της επιχειρηματικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων (καρτέλ).

Γ. Επιλογή του εταιρικού τύπου: περιορισμοί και κριτήρια

8 Η επιλογή του κατάλληλου εταιρικού τύπου αποτελεί συχνά ένα σύνθετο ζήτημα, καθώς επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους και περιορισμούς.

9 Στο εταιρικό δίκαιο ισχύει, αν και δεν προβλέπεται ρητά, η αρχή του κλειστού αριθμού (numerus clausus) των εταιρικών τύπων. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον ότι οι συναλλασσόμενοι θα πρέπει να επιλέξουν έναν από τους νομοθετικά προσφερόμενους εταιρικούς τύπους χωρίς να μπορούν να δημιουργήσουν

Σελ. 7

εταιρικούς τύπους οι ίδιοι˙ και δεύτερον ότι οι συναλλασσόμενοι δεν επιτρέπεται να αλλοιώσουν συμβατικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εκάστοτε εταιρικού τύπου, πράγμα που κατ’ αποτέλεσμα θα οδηγούσε σε δημιουργία νέου. Η αρχή αυτή επιβάλλεται από την ανάγκη προστασίας των συναλλαγών: σε αντίθεση με τις κοινές συμβάσεις, οι οποίες δεσμεύουν μόνο τους συμβαλλομένους, οπότε οι τελευταίοι με βάση της αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων μπορούν να δημιουργούν συμβατικές μορφές, που δεν ρυθμίζονται στο νόμο, η – εξωτερική – εταιρία δεν αποτελεί απλά μία δικαιοπραξία, αλλά αποτελεί συγχρόνως ένα νομικό όχημα συναλλακτικής δράσης, μέσω του οποίου επηρεάζονται τα συμφέροντα τρίτων. Τρίτοι δε δεν είναι μόνο οι αντισυμβαλλόμενοι (π.χ. προμηθευτές, πελάτες, εργαζόμενοι), αλλά και οι υποψήφιοι εταίροι (επενδυτές). Μέσω της αρχής του κλειστού αριθμού των εταιρικών τύπων και της νομοθετικής τυποποίησης αυτών αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός των τρίτων, πράγμα που αυξάνει τη συναλλακτική κινητικότητα και μειώνει το κόστος συναλλαγών. Βέβαια η αρχή αυτή κάμπτεται στην περίπτωση της εσωτερικής εταιρίας: ναι μεν η εσωτερική εταιρία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από αστική εταιρία, όμως ο χαρακτηρισμός αυτός στερείται στην πραγματικότητα τυποποιημένου περιεχομένου: τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν ελεύθερα να διαμορφώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις διαπλάσσοντας κατ’ αποτέλεσμα τα πλέον ετερόκλητα εταιρικά μορφώματα, καθώς η εσωτερική εταιρία συνιστά συμβατικό δεσμό, που αφορά μόνο τους συμβαλλομένους. Γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται, ότι η αρχή του κλειστού αριθμού αφορά τις εταιρίες του εμπορικού δικαίου.

10 Περαιτέρω περιορισμούς θέτει ο νόμος ως προς την άσκηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων επιβάλλοντας συγκεκριμένο εταιρικό τύπο ή προβλέποντας ειδικό εταιρικό τύπο. Έτσι π.χ. οι τραπεζικές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να έχουν μόνο τη μορφή της ΑΕ, η οποία μάλιστα διέπεται μερικώς από ειδικό νομοθετικό καθεστώς, οι εταιρίες δικηγόρων επιτρέπεται να λειτουργούν μόνο με τη μορφής της δικηγορικής εταιρίας, που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων (η οποία αποτελεί ειδική μορφή αστικής εταιρίας) κ.λπ.

11 Προέκταση της αρχής του κλειστού αριθμού των εταιρικών τύπων αποτελεί ο «τύπος» της κάθε εταιρικής μορφής: η θεωρία περί «τύπου» δέχεται την ύπαρξη ορισμένων θεμελιωδών χαρακτηριστικών, τα οποία συνθέτουν τον «τύπο» της κάθε εταιρικής μορφής και επιτελούν «καθοδηγητική» λειτουργία και από τα οποία δεν επιτρέπεται απόκλιση, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα αλλοιωνόταν

Σελ. 8

ο «τύπος» και θα καταλυόταν η αρχή του κλειστού αριθμού των εταιριών. Συνήθως η αλλοίωση του «τύπου» θα είναι αποτέλεσμα όχι μίας μεμονωμένης ρήτρας, αλλά περισσότερων καταστατικών αποκλίσεων. Η θεωρία περί τύπου, η οποία περιορίζει τη συμβατική ελευθερία και θέτει φραγμούς στην επιλογή της εταιρικής μορφής, δεν θα πρέπει εντούτοις να υπερεκτιμάται. Κρίσιμη είναι τελικά η τήρηση των κανόνων αναγκαστικού δικαίου, των νομικών απαγορεύσεων (άρθρ. 174 ΑΚ – με παράλληλο έλεγχο τυχόν καταστρατήγησης) και των χρηστών ηθών (άρθρ. 178 ΑΚ): «Αυτό που τελικά έχει σημασία είναι η ατομική θεώρηση και ερμηνεία κάθε επιμέρους κανόνα, που διέπει την ΑΕ, έτσι ώστε με βάση το σκοπό του νόμου, να γίνεται η κατάλληλη εφαρμογή του». Επομένως κριτήριο επιλογής του εταιρικού τύπου (δηλ. της εταιρικής μορφής) αποτελούν και τα όρια αυτού, δηλ. η ελαστικότητα του δικαίου, που διέπει την κάθε εταιρική μορφή.

12 Λαμβάνοντας υπόψη τους ανωτέρω περιορισμούς, τα κριτήρια για την επιλογή του κατάλληλου εταιρικού τύπου ανάγονται κατά βάση στο εταιρικό δίκαιο και στα χαρακτηριστικά της κάθε εταιρικής μορφής σε συνδυασμό με τις ανάγκες των ενδιαφερομένων. Εάν π.χ. η ασκούμενη επιχείρηση έχει ανάγκη συγκέντρωσης κεφαλαίων, ενδείκνυται η επιλογή κάποιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, εάν έχει σημασία η προσωπική συνεργασία των εταίρων ενδείκνυται η επιλογή κάποιας προσωπικής εταιρίας, εάν ο σκοπός δεν είναι εμπορικός αποκλείονται οι προσωπικές εμπορικές εταιρίες κ.λπ. Πάντως η τάση ελαστικοποίησης του δικαίου των κεφαλαιουχικών εταιριών, ακόμη και εκείνου της ΑΕ, παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογών, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι στην Ελλάδα έχει παραδοσιακά μεγάλη απήχηση στις συναλλαγές ο εταιρικός τύπος της ΑΕ, ακόμη και για μικρές επιχειρήσεις με προσωποπαγή χαρακτηριστικά, στις οποίες ενδεχομένως να ταίριαζε η εταιρική μορφή κάποιας προσωπικής εταιρίας.

13 Εκτός από εταιρικοδικαιικά κριτήρια, καθοριστική σημασία παίζει το (δυστυχώς συχνά μεταβαλλόμενο) φορολογικό δίκαιο, το οποίο επηρεάζει τόσο τη φορολόγηση των κερδών της εταιρίας, όσο και τη φορολόγηση των μεταβιβάσεων των εταιρικών συμμετοχών. Επίσης και το λογιστικό δίκαιο (βλ. ν. 4308/2014) και οι απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις κατάρτισης χρηματοοικονομικών καταστάσεων επηρεάζουν την επιλογή του εταιρικού τύπου, καθώς το είδος της εταιρίας επηρεάζει σε κάποιο βαθμό τις εν λόγω υποχρεώσεις. Τέλος η επιλογή του εταιρικού τύπου ανάγεται συχνά ακόμη και σε λόγους γοήτρου, καθώς π.χ. αλλιώς ηχεί η ΑΕ στις συναλλαγές και αλλιώς η ΕΠΕ.

14 Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί, ότι η επιλογή της εταιρικής μορφής δεν είναι πλέον δεσμευτική με την έννοια, ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο των εταιρικών

Σελ. 9

μετασχηματισμών (ν. 4601/2019) επιτρέπει το μετασχηματισμό «από, προς και με κάθε εταιρία». Συνεπώς εάν οι ανάγκες των εταίρων μεταβληθούν, είναι ευχερής η μετάβαση σε οποιονδήποτε άλλο εταιρικό τύπο.

Δ. Θεμελιώδεις έννοιες

I. Εταιρικός σκοπός και αντικείμενο της εταιρίας

15 Μία από τις πλέον δυσπρόσιτες δογματικά έννοιες είναι εκείνη του «κοινού σκοπού» (affectio societatis). Ο κοινός σκοπός αναφέρεται ως θεμελιώδες εννοιολογικό και διακριτικό στοιχείο της εταιρίας από άλλες συμβατικές σχέσεις. Αυτό έχει τις ρίζες του στον ορισμό της εταιρίας στο άρθρ. 741 ΑΚ, όπου η εταιρία ορίζεται ως η σύμβαση μεταξύ δύο τουλάχιστον προσώπων, τα οποία αναλαμβάνουν αμοιβαίως την υποχρέωση «… να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό». Κατά τον Γεωργακόπουλο η σημασία του κοινού σκοπού αναδεικνύεται και σε ερμηνευτικό επίπεδο: αφενός κάθε υποχρέωση και δικαίωμα των εταίρων πρέπει να τείνει στην πραγμάτωση του κοινού σκοπού, οπότε κάθε αμφιβολία και αμφισβήτηση πρέπει να επιλύεται υπέρ της εκδοχής, που ευνοεί την ευχερέστερη και πλέον επιτυχή εκπλήρωση του κοινού σκοπού, και αφετέρου οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των εταίρων ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της εταιρικής σύμβασης θα πρέπει να επιλύεται βάσει όχι των ιδιοτελών συμφερόντων των εταίρων, αλλά υπέρ του κοινού συμφέροντος, πράγμα κατά το οποίο διαφέρει η εταιρία από άλλες συμβατικές σχέσεις.

16 Το γεγονός της συμπερίληψης του κοινού σκοπού στον ορισμό της εταιρίας, η οποία ρυθμίζεται στο ειδικό ενοχικό ως ειδικός συμβατικός τύπος, καταδεικνύει την αποστολή του εν λόγω εννοιολογικού χαρακτηριστικού, που δεν είναι άλλος από τη διάκριση της εταιρίας ως σύμβασης από άλλες μορφές συμβάσεων: η εταιρία των άρθρ. 741 επ. ΑΚ δεν είναι μία κοινή αμφοτεροβαρής σύμβαση, αλλά μία διαρκής σύμβαση συνεργασίας. Συνεπώς ο κοινός σκοπός ως εννοιολογικό και διακριτικό στοιχείο αφορά κατά κυριολεξία μόνο εκείνες τις εταιρίες, οι οποίες εμπίπτουν στην εταιρία του αστικού κώδικα, δηλ. μόνο τις εταιρίες αμιγούς ενοχικής βάσης, όπου πράγματι οι συμβαλλόμενοι εταίροι δεσμεύονται έναντι αλλήλων να επιδιώκουν τον κοινό σκοπό. Γι’ αυτό και στις εταιρίες αυτές η επίτευξη ή η ματαίωση του κοινού σκοπού επιφέρει αυτόματα τη λύση της εταιρίας (άρθρ. 772 ΑΚ). Τέτοιες είναι μόνο οι εσωτερικές εταιρίες, στις οποίες κατά κανόνα ο εταιρικός δεσμός δεν εκφεύγει των ορίων ενός κοινού συμβατικού δεσμού, χωρίς όμως να αποκλείεται ακόμη και εσωτερικές εταιρίες να εμφανίζουν κάποιας

Σελ. 10

μορφής εσωτερική οργάνωση, οπότε η έννοια της «κοινότητας» του σκοπού καθίσταται προβληματική, τουλάχιστον σε επίπεδο ορολογίας.

17 Συνήθως η διάγνωση της ύπαρξης κοινού σκοπού και η διάκριση των λοιπών συμβάσεων από την εταιρία αμιγούς ενοχικής βάσης είναι ευχερής χωρίς να λείπουν εντούτοις και οριακές περιπτώσεις. Έτσι π.χ. δεν συνιστούν εταιρία ελλείψει κοινού σκοπού η αμοιβή των εργαζομένων με ποσοστό από τα κέρδη της εταιρίας (άρθρ. 654 ΑΚ), η μίσθωση επιχείρησης, όταν ως μίσθωμα καταβάλλεται ποσοστό επί των εσόδων της επιχείρησης, και το λεγόμενο συμμετοχικό δάνειο, όπου ο δανειστής λαμβάνει ως αντάλλαγμα για το δάνειο ποσοστό επί των κερδών, που επιτυγχάνονται από τη χρήση του δανείου από το δανειολήπτη (συμμετοχικές ή μεριστικές συμβάσεις).

18 Η εταιρία θα πρέπει να διακρίνεται από την κοινωνία (άρθρ. 785 επ. ΑΚ). Η κοινωνία συνιστά κοινότητα συμφερόντων, η οποία περιλαμβάνει και τη διοίκηση του κοινού πράγματος από όλους τους κοινωνούς (άρθρ. 788 ΑΚ). Όμως στην κοινωνία λείπει στο το στοιχείο του κοινού σκοπού, που χαρακτηρίζει την εταιρία. Επίσης η κοινωνία ιδρύεται συχνά χωρίς τη βούληση των κοινωνών (π.χ. κοινωνία κληρονόμων). Υποστηρίζεται, ότι σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν συστάθηκε εταιρία ή κοινωνία πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η σχέση δεν είναι εταιρία δεδομένου, ότι αυτή παράγει βαρύτερες συμβατικές δεσμεύσεις από ό,τι η κοινωνία, καθώς σύμφωνα με σχετική ερμηνευτική αρχή η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της «εν αμφιβολία ήσσονος συμβατικής δέσμευσης κάθε οφειλέτη». Σημειώνεται, ότι στην αστική εταιρία περιουσιακής βάσης χωρίς νομική προσωπικότητα υπάρχει μεταξύ των εταίρων κοινωνία επί των περιουσιακών στοιχείων, όμως επιπρόσθετα υπάρχει και κοινός σκοπός, ο οποίος προσδίδει στη συμβατική σχέση το χαρακτήρα της εταιρίας.

19 Στις εταιρίες, που παρουσιάζουν οργανωτική δομή, όπως κατ’ εξοχήν συμβαίνει στις εταιρίες με νομική προσωπικότητα αλλά και γενικά στις εξωτερικές εταιρίες, η έννοια του «κοινού σκοπού» δεν είναι κατάλληλη να επιτελέσει την επιδιωκόμενη διακριτική λειτουργία. Αυτό καθίσταται πρόδηλο στο παράδειγμα της μονοπρόσωπης εταιρίας: οι κεφαλαιουχικές εταιρίες μπορούν να ιδρυθούν ως ή να καταστούν στη συνέχεια μονοπρόσωπες, οπότε και δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για «κοινό σκοπό». Ορθότερο συνεπώς στις εταιρίες με οργανωτική δομή είναι η έννοια του «κοινού σκοπού» να υποκατασταθεί από την έννοια του εταιρικού σκοπού, τον οποίο ως υπερατομικό σκοπό θα πρέπει να επιδιώκει η εταιρία

Σελ. 11

(και οι εταίροι, εάν πρόκειται για εξωτερική προσωπική εταιρία). Η «υπερατομικότητα» του σκοπού έγκειται στην αποσύνδεση αυτού από τους ατομιστικούς σκοπούς και επιδιώξεις των εταίρων χωρίς όμως αυτό να σημαίνει, ότι ο εταιρικός σκοπός δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση των εταίρων.

20 Ως προς τη νομική σημασία του εταιρικού σκοπού παρατηρητέα είναι τα ακόλουθα:

21 Ο εταιρικός σκοπός αφορά τη φύση της δραστηριότητας της εταιρίας: έτσι ο σκοπός μπορεί να είναι κερδοσκοπικός (όπως επί εμπορικών εταιριών), απλώς οικονομικός ή ιδεαλιστικός (όπως επί αστικών μη κερδοσκοπικών εταιριών). Επίσης ο σκοπός μπορεί να αφορά την επιχείρηση μεμονωμένης πράξης ή την για ορισμένο ή αόριστο χρόνο άσκηση ορισμένης δραστηριότητας. Το είδος του σκοπού μπορεί να περιορίσει την επιλογή του εταιρικού τύπου. Έτσι για να υπάρξει προσωπική εμπορική εταιρία ο εταιρικός σκοπός θα πρέπει να είναι κερδοσκοπικός (εμπορικός). Αντίθετα οι κεφαλαιουχικές εταιρίες μπορούν να έχουν οποιονδήποτε σκοπό.

22 Ο εταιρικός σκοπός ως συστατικό στοιχείο της εταιρίας είναι απαραίτητος για τη γέννηση της εταιρίας. Συνεπώς εάν δεν υπάρχει εταιρικός σκοπός δεν νοείται ύπαρξη εταιρίας. Ως προς δε τις εταιρίες, που εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ., η ύπαρξη εταιρικού σκοπού ελέγχεται στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας από την Υπηρεσία Μίας Στάσης.

23 Ο εταιρικός σκοπός είναι κρίσιμος για τη συνέχιση της εταιρίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι η επίτευξη του εταιρικού σκοπού ή η ματαίωσή ή εγκατάλειψή του συνεπάγονται αυτόματα το τέλος της εταιρίας. Άλλωστε ακόμη και στις εταιρίες αμιγώς ενοχικής βάσης η λύση της εταιρίας συνεπεία επίτευξης ή ματαίωσης του κοινού σκοπού (άρθρ. 772 ΑΚ) οδηγεί στη έναρξη της εκκαθάρισης. Έτσι η επίτευξη ή η ματαίωση ή η εγκατάλειψη του εταιρικού σκοπού μπορεί να θεμελιώσει σπουδαίο λόγο δικαστικής λύσης της εταιρίας (άρθρ. 259 παρ. 1 ν. 4072/2012 για τις προσωπικές εταιρίες με νομική προσωπικότητα, άρθρ. 166 ν. 4548/2018 για την ΑΕ, άρθρ. 44 παρ. 1 περιπτ. γ΄ ν. 3190/1955 για την ΕΠΕ), όπως επίσης η εταιρία μπορεί να λυθεί με απόφαση των εταίρων.

24 Ο εταιρικός σκοπός δεν περιορίζει την ικανότητα δικαίου της εταιρίας: το γεγονός, ότι η ύπαρξη εταιρικού σκοπού αποτελεί προϋπόθεση ίδρυσης της εταιρίας, δεν σημαίνει, ότι η ικανότητα δικαίου της συσταθείσας εταιρίας περιορίζεται σε εκείνες τις έννομες σχέσεις, που καλύπτονται από τον εταιρικό σκοπό. Τυχόν

Σελ. 12

σχετικοποίηση της ικανότητας δικαίου με βάση τον εταιρικό σκοπό θα προκαλούσε αφόρητη ανασφάλεια στις συναλλαγές.

25 Ο εταιρικός σκοπός καθορίζει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο στην εσωτερική σχέση μεταξύ των εταίρων, πράγμα που λειτουργεί περιοριστικά ως προς τη λήψη πλειοψηφικών αποφάσεων: για τη μεταβολή του εταιρικού σκοπού δεν αρκεί η λήψη πλειοψηφικής απόφασης από τους εταίρους, αλλά απαιτείται ομοφωνία. Βέβαια μεταβολές του εταιρικού σκοπού είναι σπάνιες. Τέτοια μεταβολή συνιστά π.χ. η εγκατάλειψη του κερδοσκοπικού σκοπού και η ανάληψη φιλανθρωπικής δράσης.

26 Από τον εταιρικό σκοπό θα πρέπει να διακρίνεται το αντικείμενο της εταιρικής δράσης. Η διάκριση δεν είναι εύκολη, πράγμα στο οποίο συμβάλλει και ο ίδιος ο νομοθέτης κάνοντας συχνά κακή χρήση του όρου εταιρικός σκοπός. Το αντικείμενο (ή αντικείμενα) της εταιρίας είναι έννοια στενότερη του εταιρικού σκοπού και αφορά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ. εμπορία ανταλλακτικών αυτοκινήτων, παραγωγή τροφίμων κ.λπ.), στην οποία με βάση την εταιρική σύμβαση δραστηριοποιείται η εταιρία. Βέβαια οι έννοιες δεν είναι άσχετες μεταξύ τους: έτσι π.χ. η διενέργεια εμπορικών πράξεων ή η άσκηση οργανωμένης επιχείρησης ως εταιρικά αντικείμενα συνδέονται με κερδοσκοπία και συνεπώς θεμελιώνουν κερδοσκοπικό σκοπό. Συχνά, όπως αναφέρθηκε, η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών δεν είναι σαφής στο νόμο: έτσι π.χ. στο άρθρ. 5 παρ. 1 στοιχ. α΄ ν. 4548/2018 προβλέπεται ως υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού της ΑΕ ο «σκοπός» της εταιρίας, όπου ως σκοπός νοείται (κυρίως) το αντικείμενο της εταιρίας, το οποίο καθορίζει και τον εταιρικό σκοπό. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον «εταιρικό σκοπό» στα άρθρ. 86 παρ. 2 ν. 4548/2018, 257 παρ. 3 ν. 4072/2012, 18 παρ. 1 εδ. β΄ ν. 3190/1955 και 64 παρ. 2 ν. 4072/2012: εν προκειμένω ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των διοικητικών οργάνων νοείται το αντικείμενο της εταιρικής επιχείρησης.

27 Το αντικείμενο της εταιρίας, όπως και ο εταιρικός σκοπός, δεν περιορίζει την ικανότητα δικαίου αυτής, αλλά θέτει το πλαίσιο, εντός του οποίου καλούνται να δρουν τα όργανα της εταιρίας κατά την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Η υπέρβαση του πλαισίου αυτού δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη μη δέσμευση της εταιρίας, πράγμα που εξαρτάται από τη ρύθμιση του κάθε εταιρικού τύπου, όμως

Σελ. 13

θέτει ζήτημα εσωτερικής ευθύνης των διοικητικών οργάνων. Η μεταβολή (διεύρυνση, συμπλήρωση, περιορισμός) του εταιρικού αντικειμένου ως περιεχόμενο της εταιρικής σύμβασης υπάγεται στους γενικούς κανόνες περί τροποποίησης της εταιρικής σύμβασης, που διέπουν τον κάθε εταιρικό τύπο.

II. Εταιρικό συμφέρον

28 Θεμελιώδες είναι το ερώτημα υπέρ ποιου λειτουργεί η εταιρία, δηλ. τα συμφέροντα ποιου εξυπηρετεί. Το ερώτημα δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση, αλλά εξόχως νομική, καθώς το εταιρικό συμφέρον αποτελεί στοιχείο του πραγματικού διαφόρων ρυθμίσεων του εταιρικού δικαίου. Κατά βάση η συζήτηση περί εταιρικού συμφέροντος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του δικαίου της ΑΕ, όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ζήτημα μόνο του εν λόγω εταιρικού τύπου.

29 Η έννοια του εταιρικού συμφέροντος είναι κρίσιμη για πλειάδα ζητημάτων, όπως την αποστολή της εταιρίας, την ενδοεταιρική αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων, τη συγκεκριμενοποίηση της υποχρέωσης επιμελούς διαχείρισης και πίστης, που υπέχουν οι εταιρικοί διοικητές (βλ. άρθρ. 96 παρ. 1 εδ. β΄, 103, 168 παρ. 3 ν. 4548/2018, άρθρ. 65 παρ. 1 ν. 4072/2012), την ευθύνη των εταιρικών διοικητών (βλ. άρθρ. 102 παρ. 4 ν. 4548/2018, άρθρ. 67 παρ. 1 εδ. β΄ ν. 4072/2012), τη λειτουργία των εταιρικών οργάνων (βλ. άρθρ. 127 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 4548/2018), τη συγκεκριμενοποίηση της υποχρέωσης πίστης των εταίρων (ανάλογα βεβαίως και με τον εταιρικό τύπο), τη σύναψη συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη (βλ. άρθρ. 99 παρ. 3 περίπτ. δ΄, στ΄, παρ. 4 ν. 4548/2018), τις αμοιβές των εταιρικών διοικητών (βλ. άρθρ. 110 παρ. 6 ν. 4548/2018) κ.λπ..

30 Ως προς το περιεχόμενο του εταιρικού συμφέροντος έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι ακόλουθες:

31 Σύμφωνα με την παλαιότερα υποστηριζόμενη στη Γερμανία θεωρία της «επιχείρησης καθ’ εαυτήν», η εταιρία είναι φορέας αυτόνομου εταιρικού συμφέροντος, διακριτού από εκείνου των εταίρων. Εν προκειμένω το βάρος πέφτει στην ασκούμενη από την εταιρία επιχείρηση: παρότι βεβαίως η πρωτοβουλία για τη σύσταση της εταιρίας ανήκει στους εταίρους, εντούτοις η επιχείρηση καλείται να υπηρετήσει ευρύτερα συμφέροντα, ιδιαίτερα εκείνα της εθνικής οικονομίας. Η θεωρία αυτή έχει δικαιολογημένα εγκαταλειφθεί ως ασυμβίβαστη με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας.

Σελ. 14

32 Σύμφωνα με την κρατούσα κυρίως στη Γερμανία πλουραλιστική προσέγγιση του εταιρικού συμφέροντος, το τελευταίο περιλαμβάνει τα συμφέροντα όχι μόνο των εταίρων, αλλά και τρίτων, οι οποίοι επηρεάζονται από τη λειτουργία της εταιρίας, όπως των δανειστών, των εργαζομένων, των συναλλασσομένων, των καταναλωτών, καθώς και της κοινωνίας, της εθνικής οικονομίας, του περιβάλλοντος κ.λπ.. Η άποψη αυτή προσκρούει σε ανυπέρβλητα πρακτικά προβλήματα κατά την εξειδίκευση του εταιρικού συμφέροντος (π.χ. κατά τη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων από το όργανο διοίκησης της εταιρίας), καθώς θα πρέπει κάθε φορά να σταθμίζονται ποικίλα, ακόμη και αντικρουόμενα συμφέροντα, και να δίδεται το προβάδισμα σε κάποιο ή κάποια εξ αυτών εις βάρος άλλων. Επιπλέον για την προστασία των συμφερόντων τρίτων προνοεί το δίκαιο, στο βαθμό, που κρίνεται απαραίτητο, όπως π.χ. μέσω του εργατικού δικαίου προστατεύονται οι εργαζόμενοι, μέσω του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος προστατεύεται το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο, μέσω του εταιρικού και του πτωχευτικού δικαίου προστατεύονται οι εταιρικοί δανειστές, μέσω του δικαίου προστασίας του καταναλωτή προστατεύονται οι καταναλωτές κ.λπ.

33 Κρατούσα είναι στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες η λεγόμενη μονιστική προσέγγιση του εταιρικού συμφέροντος (shareholder primacy model): σύμφωνα με αυτή το εταιρικό συμφέρον νοείται ως το υπερατομικευμένο συμφέρον των εταίρων για ενίσχυση της μακροχρόνιας κερδοφορίας της επιχείρησης και μέσω αυτής της αξίας της εταιρικής συμμετοχής. Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζει μία γενικότερη αντίληψη για την υπόσταση και λειτουργία της εταιρίας στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα: η εταιρία διαθέτει μεν νομική αυτοτέλεια, όμως δεν παύει να είναι δημιούργημα των εταίρων και να εξαρτάται από αυτούς. Οι εταίροι είναι εκείνοι, που ιδρύουν την εταιρία, τη διοικούν (είτε άμεσα ως εταιρικοί διοικητές, είτε έμμεσα ασκώντας επιρροή στους εταιρικούς διοικητές), λαμβάνουν ως όργανο τις σημαντικότερες εταιρικές αποφάσεις και λύουν την εταιρία, όποτε επιθυμούν. Οι εταίροι είναι δε εκείνοι, που επενδύουν στην εταιρία τα κεφάλαιά τους προσδοκώντας απόδοση και αναλαμβάνοντας το σχετικό επενδυτικό κίνδυνο, ο οποίος δεν συνίσταται μόνο στη μη επίτευξη κερδών, αλλά και στην απώλεια της επένδυσης. Ως εκ τούτου η λειτουργία της εταιρίας θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στη μεγιστοποίηση του οφέλους των εταίρων ως οικονομικών ιδιοκτητών της. Η νομική αυτοτέλεια δεν αποτελεί παρά εργαλείο

Σελ. 15

διευκόλυνσης της διαχείρισης των επενδεδυμένων από τους εταίρους (μετόχους) κεφαλαίων και δεν δημιουργεί ένα υποκείμενο με διακριτό οικονομικό συμφέρον από εκείνο των μελών του. Είναι βέβαια γεγονός, ότι η αποτυχία μίας εταιρίας δεν πλήττει μόνο τα συμφέροντα των εταίρων, αλλά και εκείνα των λοιπών χρηματοδοτών, για την προστασία των οποίων όμως φροντίζει τόσο το εταιρικό δίκαιο (π.χ. μέσω του θεσμού της προσωπικής ευθύνης των εταίρων στις προσωπικές εταιρίες, μέσω του μετοχικού κεφαλαίου στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, μέσω άλλων μηχανισμών ευθύνης, όπως επί ονομαστικής ή πραγματικής υποκεφαλαιοδότησης κ.λπ.), όσο και άλλοι κλάδοι δικαίου (π.χ. πτωχευτικό, εργατικό δίκαιο κ.λπ.). Τυχόν «εμπλουτισμός» του εταιρικού συμφέροντος με συμφέροντα τρίτων θα αλλοίωνε την οικονομική αποστολή των εταιριών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ως συμφέρον των εταίρων δεν νοείται το συμφέρον κάποιου συγκεκριμένου εταίρου ή ομάδας ή κατηγορίας εταίρων (π.χ. μεγαλομετόχου, μικρομετόχων, θεσμικών επενδυτών, μετόχου-επιχειρηματία κ.λπ.), αλλά το αντικειμενικοποιημένο συμφέρον των εταίρων ως προϊόν σύνθεσης, το οποίο καλείται να υπηρετήσει τον εταιρικό σκοπό.

34 Η επικράτηση της μονιστικής θεώρησης μπορεί να απλοποιεί κάπως τα πράγματα συγκρινόμενη με την πλουραλιστική, εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν αίρει πλήρως τις δυσχέρειες κατά την εξειδίκευση της έννοιας του εταιρικού συμφέροντος. Κάθε φορά, που οι εταιρικοί διοικητές ή οι εταίροι καλούνται να λάβουν επιχειρηματικές αποφάσεις, βρίσκονται ενώπιον περισσοτέρων επιλογών, η έκβαση των οποίων στο μέλλον είναι συχνά δύσκολα προβλέψιμη, οπότε αντίστοιχα δυσχερής είναι η εκτίμηση της συμβατότητάς τους με το εταιρικό συμφέρον. Επιπλέον συχνά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, που επιβάλλουν απόκλιση από το εταιρικό συμφέρον ως κανόνα συμπεριφοράς: έτσι όταν η εταιρία εισέρχεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την τείνουσα να κρατήσει άποψη η εταιρική διοίκηση θα πρέπει να προσανατολιστεί προς το συμφέρον των εταιρικών πιστωτών βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το συμφέρον των εταίρων.

35 Τέλος η προβληματική του εταιρικού συμφέροντος περιπλέκεται έτι περαιτέρω, όταν μία εταιρία είναι ενταγμένη σε όμιλο εταιριών: εν προκειμένω ερωτάται εάν μπορεί να αναγνωρισθεί ένα ευρύτερο ομιλικό συμφέρον, το οποίο θα επιτρέπεται να ακολουθούν τα όργανα διοίκησης των επιμέρους εταιριών ακόμη κι αν αυτό δεν συμβαδίζει με το εταιρικό συμφέρον της εκάστοτε εταιρίας. Είναι γε-

Σελ. 16

γονός, ότι η ένταξη μίας εταιρίας σε όμιλο μπορεί να της αποφέρει ποικίλα οφέλη, άμεσα και έμμεσα, τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υποχώρηση του εταιρικού συμφέροντος έναντι του ομιλικού, όπως γίνεται δεκτό σε άλλες έννομες τάξεις. Το θέμα παραμένει πάντως εξαιρετικά αμφισβητούμενο λόγω των κινδύνων, που δημιουργεί η συμμόρφωση προς το ομιλικό συμφέρον για τους εταιρικούς δανειστές και τους εταίρους μειοψηφίας των επιμέρους εταιριών, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι μηχανισμοί αντιστάθμισης τέτοιων κινδύνων τόσο σε προληπτικό επίπεδο (π.χ. ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις άσκησης ελέγχου επί συνδεδεμένων επιχειρήσεων), όσο και σε κατασταλτικό (π.χ. ρυθμίσεις για την εξισορρόπηση των ζημιογόνων παρεμβάσεων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις), όπως σε ορισμένες έννομες τάξεις (π.χ. στο γερμανικό δίκαιο, όπου υπάρχει πλέγμα διατάξεων για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις).

III. Εταιρική κοινωνική ευθύνη

36 Με τον όρο εταιρική κοινωνική ευθύνη περιγράφεται η υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών από εταιρίες – κυρίως μεγάλες πολυεθνικές – σε οικειοθελή βάση, με στόχο είτε τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών από τη δράση τους, είτε την προαγωγή σκοπών και αξιών, που τυγχάνουν γενικής αποδοχής, στους τομείς του περιβάλλοντος, των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνίας, της καταπολέμησης της διαφθοράς, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των καταναλωτών . Αφετηρία της προβληματικής, η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται έντονα στο προσκήνιο της επιστημονικής συζήτησης και διεθνών πρωτοβουλιών, είναι η θέση, ότι μία εταιρία δεν θα πρέπει να αποσκοπεί μόνο στη μεγιστοποίηση του κέρδους των εταίρων της, αλλά, λόγω των επιπτώσεων που έχει η δράση της σε ένα πλήθος τρίτων προσώπων, ως «καλή εταιρική πολίτης» (“good corporate citizen”) θα πρέπει να υιοθετεί και να εφαρμόζει συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές, που προστατεύουν και προάγουν τα επηρεαζόμενα συμφέροντα των εν λόγω τρίτων. Η διεύρυνση του σκοπού λειτουργίας των επιχειρήσεων δεν σημαίνει, βεβαίως, εγκατάλειψη της βασικής αποστολής τους, που είναι η επίτευξη κέρδους υπέρ των εταίρων τους, αλλά ότι, πέραν του παραπάνω πρωταρχικού εταιρικού στόχου, λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα τρίτων, εκτός του εταιρικού οργανισμού. Η επίδειξη εταιρικής υπευθυνότητας δεν συμβάλλει μόνο στην προστασία και προαγωγή των συμφερόντων τρίτων, αλλά προάγει και τα συμφέροντα της ίδιας της εταιρίας, καθώς η κοινωνικά

Σελ. 17

ανεύθυνη ή αδιάφορη συμπεριφορά εκτιμάται αρνητικά από τους συναλλασσόμενους και ιδίως από τους καταναλωτές. Η εταιρική κοινωνική ευθύνη στηρίζεται στην αρχή της αυτοδέσμευσης: δεν επιβάλλεται, ούτε σε επίπεδο αρχής, ούτε σε επίπεδο επιμέρους πρακτικών με κανόνες δικαίου, αλλά εναπόκειται στις ίδιες τις επιχειρήσεις τόσο το αν θα υιοθετήσουν μέτρα κοινωνικής υπευθυνότητας, όσο και το είδος αυτών (πρόκειται για “soft law”).

37 Ο τρόπος υλοποίησης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης διαφοροποιείται ανάλογα με τη στάση κάθε επιχείρησης: κάποιες επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ως εταιρική κοινωνική ευθύνη την απλή συμμόρφωση με το γράμμα ή έστω με το πνεύμα του νόμου. Άλλες ως συμπεριφορά πέραν της τήρησης νόμου, εξαντλούμενη όμως σε μια «παθητική» στάση (“doing no harm”) με την έννοια της αποχής από πράξεις, που ενδέχεται να θίγουν τα άξια προστασίας συμφέροντα τρίτων. Στο παθητικό αυτό επίπεδο εντάσσονται και τα προγράμματα φιλανθρωπιών και χορηγιών, τα οποία συνήθως υπαγορεύονται από τους κανόνες του marketing. Οι πλέον ευαισθητοποιημένες κοινωνικά επιχειρήσεις επιδεικνύουν μια πιο «ενεργητική» στάση (“doing good”), η οποία εκδηλώνεται με τη λήψη μέτρων και την υιοθέτηση αποτελεσματικών πολιτικών, που στοχεύουν στη βελτίωση των συνθηκών στους προαναφερθέντες κρίσιμους τομείς.

38 Η εταιρική κοινωνική ευθύνη έχει διεισδύσει και στο ισχύον εταιρικό δίκαιο: με την Οδηγία 2014/95/ΕΕ, η οποία τροποποίησε την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, επιβλήθηκε στις μεγάλες επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος, με μέσο αριθμό εργαζομένων άνω των 500, η δημοσιοποίηση μιας μη χρηματοοικονομικής κατάστασης (και στις μητρικές εταιρίες η δημοσιοποίηση μιας ενοποιημένης μη χρηματοοικονομικής κατάστασης), που θα περιέχει τουλάχιστον πληροφορίες για περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέματα σχετικά με τους εργαζομένους, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και θέματα σχετικά με τη δωροδοκία. Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των πολιτικών, των αποτελεσμάτων και των κινδύνων που συνδέονται με τα εν λόγω θέματα, ενώ θα πρέπει, επίσης, να προσαρτάται στην έκθεση διαχείρισης της επιχείρησης. Το ελληνικό δίκαιο προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2014/95/ΕΕ με τα άρθρ. 151, 154 ν. 4548/2018. Η υποχρέωση παροχής πληροφόρησης για τις πολιτικές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης προϋποθέτει την υποχρέωση υιοθέτησης τέτοιων πολιτικών. Στο στοιχ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρ. 151 ν. 4548/2018 (έτσι και το άρθρ. 154 παρ. 1 στοιχ. β΄ ν. 4548/2018 για την ενοποιημένη μη χρηματοοικονομική κατάσταση) προβλέπεται, βεβαίως, ότι, εάν η εταιρία δεν ασκεί πολιτικές σε σχέση με ένα ή περισσότερα από τα θέματα που πρέπει να περιλαμβάνονται στη μη χρηματοοικονομική κατάσταση, η τελευταία θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή και αιτιολογημένη εξήγηση για την απουσία τέτοιων πολιτικών. Η διάταξη ακολουθεί την αρχή «συμμόρφωση ή αιτιολόγηση»

Σελ. 18

(“comply or explain”). Όταν, όμως, μία επιχείρηση υποχρεούται να δημοσιοποιήσει τις υιοθετηθείσες πολιτικές ή να εξηγήσει σαφώς και αιτιολογημένως την απουσία τους, στην ουσία δεν έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά εξαναγκάζεται να υιοθετήσει τέτοιες πολιτικές, καθώς η όποια προσπάθεια αιτιολόγησης της απουσίας τέτοιων πολιτικών μπορεί να εκληφθεί από την αγορά ως μη χρηστή εταιρική συμπεριφορά. Με την Οδηγία 2022/2464/ΕΕ αντικαταστάθηκαν τα άρθρ. 19α και 29α της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, όπως αυτά είχαν αρχικά εισαχθεί με την Οδηγία 2014/95/ΕΕ, και πλέον οι ως άνω μη χρηματοοικονομικές καταστάσεις αντικαταστάθηκαν από τις εκθέσεις βιωσιμότητας, μέσω των οποίων αφενός διευρύνθηκε η παρεχόμενη πληροφόρηση σε θέματα βιωσιμότητας (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και παράγοντες διακυβέρνησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παράγοντες αειφορίας) και αφετέρου διευρύνθηκε ο κύκλος των υπόχρεων επιχειρήσεων.

39 Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο ουσιαστικός εξαναγκασμός υιοθέτησης πολιτικών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης επηρεάζει τον προσανατολισμό της εταιρικής διοίκησης, μεταβάλλοντας την έννοια του εταιρικού συμφέροντος προς την κατεύθυνση της πλουραλιστικής προσέγγισης. Στο βαθμό που οι πολιτικές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης υπηρετούν την ενίσχυση της κερδοφορίας της εταιρίας, δεν δημιουργείται βεβαίως ζήτημα από τη σκοπιά του εταιρικού συμφέροντος: οι εταιρικοί διοικητές όχι απλά έχουν τη δυνατότητα, αλλά υποχρεούνται να τις υιοθετούν. Όμως, η θεσμοθέτηση των μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων (πλέον των εκθέσεων βιωσιμότητας) με τα άρθρ. 19α και 29α της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ και ο – μέσω αυτών – έμμεσος εξαναγκασμός των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν πολιτικές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης δεν φαίνεται να περιορίζεται στις πολιτικές αυτές, που υπηρετούν το εταιρικό συμφέρον ως συμφέρον των μετόχων.

IV. Συγκρούσεις συμφερόντων

40 Η εταιρία αποτελεί τόπο συνάντησης και διαγκωνισμού ποικίλων συμφερόντων, τα οποία κείνται τόσο εντός, όσο και εκτός αυτής. Συνεπώς το εταιρικό δίκαιο καλείται να λειτουργήσει ως «τροχονόμος» αυτών στο πλαίσιο διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της εταιρίας ως κοινωνικοοικονομικού θεσμού. Οι συγκρούσεις αυτές παρουσιάζονται κυρίως στο πλαίσιο της ΑΕ – χωρίς να λείπουν στους άλλους εταιρικούς τύπους – και κατ’ εξοχήν στις δημόσιες ΑΕ, δηλ. σε εκείνες με μεγάλο αριθμό μετόχων (κυρίως στις εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά ΑΕ). Η ένταση των συγκρούσεων εξαρτάται όχι μόνο από τον εταιρικό τύπο και τη νομική ρύθμιση αυτού, αλλά και από την πραγματική δομή κάθε εταιρίας και το συ-

Σελ. 19

σχετισμό δυνάμεων εντός αυτής [π.χ. από το πόσο ισχυρή και σταθερή είναι η πλειοψηφία, από το αν πρόκειται για «ανοικτή» ή «κλειστή» εταιρία, από το είδος των εταίρων (εταίροι επιχειρηματίες, θεσμικοί επενδυτές κ.λπ.), από τη διαπραγματευτική θέση των εταιρικών δανειστών, από το αν η εταιρία είναι ενταγμένη σε όμιλο κ.λπ.].

41 Οι συγκρούσεις συμφερόντων κατατάσσονται συστηματικά σε τρεις κατηγορίες: (α) συγκρούσεις μεταξύ πλειοψηφίας μειοψηφίας, (β) συγκρούσεις μεταξύ εταίρων και εταιρικών διοικητών και (γ) συγκρούσεις μεταξύ εταιρίας (εταίρων) και τρίτων.

42 Οι συγκρούσεις μεταξύ πλειοψηφίας – μειοψηφίας εμφανίζονται στις εταιρίες, όπου ισχύει – και στο βαθμό που ισχύει – νομοθετικά ή καταστατικά ο κανόνας της πλειοψηφικής λήψης αποφάσεων από τους εταίρους. Αυτό συμβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρίες και κυρίως στην ΑΕ, όπου η φύση της προϋποθέτει τον κανόνα της πλειοψηφίας, άλλως θα καθίστατο πρακτικά αδύνατη η λειτουργία της (τουλάχιστον των ΑΕ ευρείας μετοχικής βάσης). Αντίθετα στις προσωπικές εταιρίες ισχύει ο κανόνας της ομοφωνίας, όμως μπορεί να προβλεφθεί καταστατικά η λήψη αποφάσεων κατά πλειοψηφία προσώπων ή ποσοστών (βλ. άρθρ. 253 παρ. 2 ν. 4072/2012). Η προστασία της μειοψηφίας επιδιώκεται με διάφορους τρόπους, πάντοτε όμως λαμβανομένων υπόψη δύο παραμέτρων: πρώτον ότι η πλειοψηφία θα πρέπει να «κυβερνά», καθώς η ισχύς συμβαδίζει με την επένδυση και τον αντίστοιχα αναλαμβανόμενο επενδυτικό κίνδυνο, και δεύτερον ότι δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο η εταιρική ομαλότητα, καθώς η υπερβολική ενίσχυση της μειοψηφίας μπορεί να παραλύσει τη λειτουργία της εταιρίας και να δώσει χώρο ακόμη και σε καταχρηστικές πρακτικές. Η άσκηση αυτή δεν είναι απλή, γι’ αυτό και η σχετική συζήτηση βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη:

43 Κατ’ αρχήν προβλέπονται νομοθετικά σε κάθε εταιρικό τύπο δικαιώματα μειοψηφίας ή και ατομικά δικαιώματα των εταίρων, μέσω των οποίων οι μειοψηφούντες εταίροι μπορούν να έχουν (απροϋπόθετα ή υπό προϋποθέσεις, μεγαλύτερη ή μικρότερη κατά περίπτωση) πρόσβαση σε εταιρική πληροφόρηση και να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο στην εταιρική διοίκηση, πράγμα που έχει σημασία ιδιαίτερα, εάν οι εταίροι δεν συμμετέχουν οι ίδιοι στη διοίκηση της εταιρίας. Τα δικαιώματα μειοψηφίας ενίοτε έχουν μορφή δικαιώματος αρνησικυρίας σε συγκεκριμένες αποφάσεις.

44 Περαιτέρω προστατευτικός μηχανισμός είναι η υποχρέωση πίστης των εταίρων έναντι κυρίως της εταιρίας, αλλά και των συνεταίρων τους, η οποία υποχρέωση πίστης στις μεν προσωπικές εταιρίες προβλέπεται νομοθετικά (βλ. άρθρ. 747 ΑΚ), στις δε κεφαλαιουχικές εταιρίες, όπου δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αναγνωρίζεται πλέον υπό προϋποθέσεις ως προς τον εταίρο πλειοψηφί-

Σελ. 20

ας (αλλά και ως προς τον εταίρο μειοψηφίας). Στο πλαίσιο αυτό ελέγχεται η διαδικασία λήψης και το περιεχόμενο των αποφάσεων των εταίρων, όπου ιδιαίτερη σημασία έχει ο έλεγχος τυχόν καταχρηστικής άσκησης της εξουσίας της πλειοψηφίας και αντίθεσης της απόφασης στα χρηστά ήθη. Η παράβαση της υποχρέωσης πίστης μπορεί να θεμελιώσει ακόμη και αξιώσεις αποζημίωσης της εταιρίας ή των θιγομένων συνεταίρων.

45 Η θέση των εταίρων μειοψηφίας μπορεί να ενισχυθεί μέσω σχετικών ρητρών στην εταιρική σύμβαση, με τις οποίες χορηγούνται δικαιώματα συμμετοχής στην εταιρική διοίκηση και ελέγχου αυτής, αυξάνονται τα ποσοστά απαρτίας ή / και πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων από τους εταίρους κ.λπ., όπως και μέσω εξωεταιρικών συμφωνιών για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου, τον τρόπο άσκησης της εταιρικής διοίκησης κ.λπ.

46 Οι συγκρούσεις μεταξύ εταίρων-εταιρικής διοίκησης εμφανίζονται κυρίως στις ΑΕ με ευρεία μετοχική βάση (κυρίως εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά) ως απόρροια της διάστασης μεταξύ μετοχικής ιδιοκτησίας και εταιρικής διοίκησης (πρόκειται για το γνωστό “agency problem”): στις εν λόγω ΑΕ οι εταιρικοί διοικητές είναι συνήθως τρίτοι (επαγγελματίες managers με αυξημένα προσόντα, όπως κατά κανόνα απαιτείται), πράγμα που σε συνδυασμό με την ευρεία διασπορά των μετοχών και την συνεπεία αυτού έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας από τους μετόχους επί της εταιρικής διοίκησης μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα κακοδιαχείρισης ή και εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων των εταιρικών διοικητών εις βάρος των συμφερόντων της εταιρίας και κατ’ επέκταση των μετόχων. Φαινόμενα κακοδιαχείρισης δεν λείπουν βεβαίως και στις μη εισηγμένες ΑΕ και στους λοιπούς εταιρικούς τύπους, όμως στις περιπτώσεις αυτές το πρόβλημα αποτελεί κατά κανόνα εκδήλωση της σύγκρουσης μεταξύ εταίρων πλειοψηφίας-μειοψηφίας, καθώς η εταιρική διοίκηση συνήθως απαρτίζεται από εταίρους πλειοψηφίας ή πρόσωπα ελεγχόμενα από αυτούς, οπότε η τυχόν κακοδιαχείριση και εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων θα αφορά τις επιλογές του εταίρου πλειοψηφίας, τις οποίες αυτός υλοποιεί μέσω της ελεγχόμενης από αυτόν εταιρικής διοίκησης. Για την προστασία των εταίρων ως οικονομικών ιδιοκτητών της εταιρίας έναντι της εταιρικής διοίκησης έχει υιοθετηθεί πλειάδα μέτρων χωρίς η συζήτηση να έχει εξαντληθεί (ενδεικτικά):

Ελεύθερα ανακλητό των μελών του ΔΣ στις ΑΕ (άρθρ. 77 παρ. 2 ν. 4548/2018), των διαχειριστών ΕΠΕ, που έχουν ορισθεί με το καταστατικό ή με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων (άρθρ. 19 παρ. 1 ν. 3190/1955) και των καταστατικών διαχειριστών ΙΚΕ (άρθρ. 59 ν. 4072/2012).

 
Back to Top