ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ

Μετά την αποποινικοποίηση της βλασφημίας

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.8€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 23,80 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 21130
Παντρευτής Α.
Γιαννόπουλος Γ.
  • Έκδοση: 2025
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 160
  • ISBN: 978-618-08-0569-7
Η μονογραφία ασχολείται με την προστασία των συμβόλων θρησκευτικής σημασίας μετά την αποποινικοποίηση της βλασφημίας με το Ν 4619/2019, με έμφαση στην ποινική καταπολέμηση των προσβολών ιδίως όταν αυτές εκδηλώνονται μέσω του Διαδικτύου.
 
Μεταξύ άλλων, το έργο συστηματοποιεί τα διεθνή, ευρωπαϊκά και εθνικά νομικά κείμενα, στα οποία κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία και ιδίως η προστασία των θρησκευτικών συμβόλων, προσεγγίζει κριτικά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, παρουσιάζει το νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του μισαλλόδοξου λόγου θρησκευτικού περιεχομένου και εξετάζει παρεμβάσεις για τον περιορισμό των προσβολών στον κυβερνοχώρο.
 
Το έργο απευθύνεται κυρίως σε νομικούς, αλλά και σε κοινωνιολόγους και θεολόγους, που καταπιάνονται με ζητήματα προστασίας των θρησκευτικών συμβόλων.

Πρόλογος 

Προλογικό σημείωμα συγγραφέα 

Συντομογραφίες

1

Εισαγωγή: Ο ρόλος των θρησκευτικών αξιών
στην συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας

1.1. Τα θεμέλια νομιμοποίησης του εκκοσμικευμένου συνταγματικού κράτους δικαίου 1

1.2. Η μετα-κοσμική κοινωνία 3

1.2.1. Η «επιστροφή» της θρησκείας ως ενός εκ των βασικών λειτουργικών στοιχείων του κοινωνικού βίου 3

1.2.2. Η κοσμικότητα που επικεντρώνεται στις συνθήκες της πίστης 5

1.2.3. Η νομική θωράκιση της μετα-κοσμικής κοινωνίας 6

2

Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας:
Ειδικά η έννομη προστασία των συμβόλων θρησκευτικής σημασίας

2.1. Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας 7

2.1.1. Διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο 7

2.1.1.1. Το διεθνές θεσμικό πλαίσιο 8

2.1.1.2. Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο 9

2.1.2. Οι συνταγματικές προβλέψεις 13

2.1.2.1. Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας 13

2.1.2.2. Η κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης 16

2.1.2.3. Η κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας –
Η απαγόρευση του προσηλυτισμού 19

2.1.2.4. Η απαγόρευση διακρίσεων λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων 22

2.1.2.5. Το περιεχόμενο της θρησκευτικής εκπαίδευσης 22

2.2. Η έννομη προστασία των συμβόλων θρησκευτικής σημασίας 23

2.2.1. Η τυπολογία των θρησκευτικών αγαθών:
Ειδικά τα θρησκευτικά σύμβολα 23

2.2.2. Το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό θεσμικό πλαίσιο 25

2.2.2.1. Το διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο 25

2.2.2.2. Το εθνικό θεσμικό πλαίσιο 29

2.2.3. Η νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ 31

3

Η ποινικοποίηση της βλασφημίας και
της προσβολής της θρησκείας

3.1. Ο εντοπισμός του εννόμου αγαθού 39

3.1.1. Η επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης 40

3.1.2. Η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 44

3.1.3. Η διατάραξη της δημόσιας τάξης 46

3.2. Οι ποινικές υποστάσεις 47

3.2.1. Η κακόβουλη βλασφημία 47

3.2.2. Η καθύβριση θρησκευμάτων 50

3.2.3. Η διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων 51

3.2.4. Ο Ν. 4619/2019 52

3.3. Συγκριτική επισκόπηση της αλλοδαπής νομοθεσίας και
της νομολογίας 54

3.4. Η νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ 60

4

Η προσβολή των συμβόλων θρησκευτικής σημασίας ως
μορφή μισαλλόδοξου λόγου θρησκευτικού περιεχομένου

4.1. Οι δικαιολογητικοί λόγοι τιμώρησης του μισαλλόδοξου λόγου θρησκευτικού περιεχομένου 63

4.2. Το διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για
την αντιμετώπιση του μισαλλόδοξου λόγου 65

4.2.1. Το διεθνές νομικό πλαίσιο 65

4.2.2. Το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο 68

4.3. Το εθνικό νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης
του μισαλλόδοξου λόγου 73

4.3.1. Ο Ν. 927/1979 73

4.3.1.1. Η ποινική υπόσταση της δημόσιας υποκίνησης
σε διακρίσεις ή βία 74

4.3.1.2. Η ποινική υπόσταση της δημόσιας υποκίνησης
σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων 81

4.3.1.3. Η ποινική υπόσταση του ιστορικού αναθεωρητισμού 82

4.3.2. Το άρθρο 184 παρ. 2 του νέου ΠΚ 85

4.4. Η νομολογιακή αντιμετώπιση του μισαλλόδοξου λόγου θρησκευτικού περιεχομένου από το ΕΔΔΑ 86

4.5. Ο περιορισμός του δικαιώματος στην ελευθερία
της έκφρασης 91

4.5.1. Το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας 91

4.5.2. Η συνταγματική προστασία 94

4.5.3. Η περίπτωση των Η.Π.Α. 95

4.5.4. Κριτική προσέγγιση νομοθεσίας περί βλασφημίας και μισαλλόδοξου λόγου θρησκευτικού περιεχόμενου και νομολογίας του ΕΔΔΑ 97

5

Η εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς
μέσω του Διαδικτύου

5.1. Εννοιολογικός προσδιορισμός, μορφές και χαρακτηριστικά των εγκλημάτων που τελούνται μέσω συστημάτων υπολογιστών 99

5.2. Το νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης 102

5.3. Η οριοθέτηση του τόπου τέλεσης 107

5.4. Η ευθύνη των ενδιάμεσων για τις εγκληματικές
ενέργειες τρίτων 111

5.5. Διαδικτυακές παρεμβάσεις για τον περιορισμό
της διάπραξης και των συνεπειών της στον κυβερνοχώρο 113

Συμπεράσματα 117

Επίμετρο 121

Βιβλιογραφία/Αρθρογραφία 125

Αλφαβητικό ευρετήριο 135

Σελ. 1

1

Εισαγωγή: Ο ρόλος των θρησκευτικών αξιών στην συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας

1.1. Τα θεμέλια νομιμοποίησης του εκκοσμικευμένου συνταγματικού κράτους δικαίου

Μέχρι τον Διαφωτισμό, που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα μ.Χ., κυριαρχώντας ως πνευματικό-φιλοσοφικό κίνημα, με παγκόσμια επιρροή και επιδράσεις, τα θεμέλια της νομιμοποίησης της εξουσίας του κράτους ανάγονταν στις κοσμολογικές και θεολογικές παραδοχές των κλασικών και θρησκευτικών θεωριών του φυσικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτές, το κράτος θεμελιώνεται στη μεταφυσική, την θρησκεία και την ηθική («προ-πολιτικές πηγές»), δεδομένου ότι θεμελιώνεται μεν, στον άνθρωπο, αλλά ως δημιούργημα του Θεού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και οι κοινωνικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, ακόμη και το δίκαιο, αλλά και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων να καθορίζονται από αξίες, αρχές και κίνητρα θρησκευτικού χαρακτήρα. Επιπλέον, κατά την ίδια θεώρηση και σε επίπεδο δικαίου, μια, κατά το φυσικό δίκαιο και τους θείους νόμους, ουσιωδώς άδικη πράξη δεν μπορεί να καταστεί δίκαιη – ή το αντίστροφο – από οποιαδήποτε συνταγματική τάξη ή πλειοψηφία.

Η επίδραση του Διαφωτισμού έγκειται ακριβώς στην – μεταγενέστερη από την εποχή του – αναγωγή των θεμελίων της νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας στις κοσμικού χαρακτήρα πηγές της φιλοσοφίας των 17ου και 18ου αιώνα, αλλά και στην διαδικασία της εκκοσμίκευσης των κοινωνιών, ήτοι της οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και του καθορισμού του τρόπου ζωής των κοινωνών βάσει μη θρησκευτικών/εκκλησιαστικών αξιών, αρχών και κινήτρων. Ο Jürgen Habermas, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσό-

Σελ. 2

φους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς στοχαστές του προηγούμενου αιώνα, κάνει λόγο για «πολιτικό φιλελευθερισμό», ήτοι για ένα είδος μη θρησκευτικής/εκκλησιαστικής και μετα-φυσικής δικαιολόγησης των κανονιστικών θεμελίων του δημοκρατικού, συνταγματικού κράτους, στις πνευματικές προκλήσεις του οποίου η Εκκλησία κι εν γένει η θεολογία ανταποκρίθηκαν πολύ αργότερα.

Ειδικότερα, κατά τον Habermas, το Σύνταγμα που αποτελεί τον υπέρτατο Νόμο του δημοκρατικού κράτους δικαίου, το προσφέρουν στον εαυτό τους οι ίδιοι οι πολίτες, με αποτέλεσμα το Δίκαιο να είναι αυτό που διαποτίζει την πολιτική εξουσία στο σύνολό της – συμφωνία κρατικής εξουσίας με το Δίκαιο – και να μην υπάρχει ούτε εν τοις πράγμασι, ούτε και ως ανάγκη, κάποιος φορέας κυριαρχίας που να στηρίζεται σε μια προ-δικαιική υπόσταση, όπως ο Θεός. Τοιουτοτρόπως, και οι νομικές διατάξεις νομιμοποιούνται αυτοαναφορικά/αυτόνομα, δια της θέσπισής τους μέσω δημοκρατικών, κατοχυρωμένων στο Σύνταγμα, διαδικασιών, έτσι ώστε να μην καταλείπεται χώρος για «ηθικότητα» στο πεδίο αυτό.

Ωστόσο, κατά τον φιλόσοφο, η θρησκεία και η ηθική μπορούν να παίξουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της ενεργού πολιτότητας με έμφαση στην κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την αυτοεξισορρόπηση του συνταγματικού κράτους δικαίου, όπως ο εκτροχιασμένος εκσυγχρονισμός της κοινωνίας ή η πολιτικά ατιθάσευτη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας, με την μετατροπή ιδιωτικών σφαιρών σε κερδοσκοπικούς, εμπορικούς μηχανισμούς και αντίστοιχη συρρίκνωση του δημόσια ελεγχόμενου από τον καταναγκασμό του δικαίου τομέα. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της ιδιώτευσης των πολιτών, δηλ. της ατομικής και με αποκλειστικό γνώμονα την επίτευξη ατομικών συμφερόντων δράσης, έναντι της κοινωνικής δράσης, που στοχεύσει στην συλλογική ευημερία, με συνέπεια να καθίσταται αναγκαία η επέμβαση ηθικών μοντέλων, τα οποία δεν μπορούν να επιβληθούν με το νόμο, αλλά προέρχονται από

Σελ. 3

ένα πλέγμα αξιακών, πολιτισμικών προσανατολισμών, το οποίο διαμορφώνεται και από τη θρησκεία.

1.2. Η μετα-κοσμική κοινωνία

1.2.1. Η «επιστροφή» της θρησκείας ως ενός εκ των βασικών λειτουργικών στοιχείων του κοινωνικού βίου

Οι συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις από την ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση Al-Qaeda εναντίον των Η.Π.Α. την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα που ταλανίζει – και κλονίζει – την Ε.Ε. από την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα (μ.Χ.) κι εντεύθεν, συνέβαλαν καθοριστικά στην «επανεμφάνιση» της θρησκείας ως ενός εκ των βασικών λειτουργικών στοιχείων του κοινωνικού βίου. Στο πλαίσιο αυτό, και ο Habermas, ο οποίος ανέπτυξε την έννοια της «δημόσιας σφαίρας», καίτοι «θρησκευτικά άμουσος», άρχισε να ασχολείται ενεργά με τον ρόλο της θρησκείας και δη των θρησκευτικών αξιών στην συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας, ζητώντας από την εκκοσμικευμέ-

Σελ. 4

νη δυτική κοινωνία να επανεκτιμήσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες συνιστούν, κατά τον ίδιο, μια «γνωστική πρόκληση» για τη φιλοσοφία.

Ενόψει της παραπάνω αναγκαιότητας κινητοποίησης των πολιτών, ο Habermas υπεραμύνεται της θέσης ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι έτοιμη να «μάθει» από τις θρησκευτικές παραδόσεις και είναι υπέρμαχος της προστασίας των πολιτισμικών πηγών – μια εκ των οποίων είναι η θρησκεία – που τροφοδοτούν την κανονιστική συνείδηση και την αλληλεγγύη των πολιτών από το κράτος. Ο εκσυγχρονισμός, λοιπόν, της δημόσιας συνείδησης αφορά τόσο στους πιστούς, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, όσο και στους μη πιστούς, και έχει ως στόχο τη συμμετοχή και των δύο πλευρών σε επίμαχα δημόσια θέματα, αλλά και για γνωστικούς λόγους, ήτοι τη γνώση του υπερβατικού στοιχείου εκάστης θρησκείας.

Τα παραπάνω, όμως, προϋποθέτουν την ειρηνική συνύπαρξη πιστών και μη πιστών, η οποία προϋποθέτει με τη σειρά της, την ανεκτικότητα κατά την ανταλλαγή απόψεων στη συναναστροφή τόσο μεταξύ πιστών ορισμένου θρησκεύματος και αλλόθρησκων, όσο και μεταξύ πιστών και μη πιστών, δηλ. άθεων ή άθρησκων. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο Habermas προτείνει τη συμμετοχή των μη πιστών σε προσπάθειες «μετάφρασης» των σημαντικών συμβολών της θρησκείας από τη θρησκευτική σε μια δημόσια, κοινή γλώσσα, που θα είναι κατανοητή και προσβάσιμη σε όλους, ήτοι την κοινοκτημοσύνη των αξιών που πρεσβεύει μια θρησκεία, ανεξαρτήτως δόγματος, όπως η ανύψωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον Χριστιανισμό. Άλλωστε, τόσο η θρησκεία, όσο και ο ορθολογισμός, δηλ. η θεωρία κατά την οποία η βάση της γνώσης είναι η λογική (φιλοσοφία), μπορούν να παραγάγουν παθολογικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα να πρέπει να τεθούν υπό αμοιβαία επιτήρηση και αμοιβαίο περιορισμό και να λειτουργήσει μια διαδικασία «αμφίπλευρης μαθητείας» μεταξύ εκκοσμικευμένης και θρησκευτικής σκέψης, η οποία θα πρέπει, μάλιστα, να λαμβάνει

Σελ. 5

χώρα σε ένα διαπολιτισμικό πλαίσιο με διεύρυνση και προς άλλους, πέρα του δυτικού, πολιτισμούς.

1.2.2. Η κοσμικότητα που επικεντρώνεται στις συνθήκες της πίστης

Την στροφή των ανθρώπων προς την θρησκεία παρατηρεί και ο Καναδός φιλόσοφος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του McGill Charles Taylor, ακόμη και σε κράτη, τα οποία είναι κοσμικά, υπό την έννοια είτε ότι η πολιτική οργάνωση του κράτους είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από κάποια πίστη ή προσήλωση στον Θεό ή σε κάποια ιδέα έσχατης πραγματικότητας, όπως στις προνεωτερικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας ή την υπολειμματική δημόσια αναφορά στο Θεό στον δημόσιο χώρο, είτε ότι το ποσοστό των ανθρώπων που πιστεύουν σε ένα δόγμα ή συμμετέχουν σε εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας είναι μικρό σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Ενόψει της πραγματικότητας αυτής, λοιπόν, διαπλάθεται μια τρίτη έννοια κοσμικότητας της κοινωνίας, όπου η πίστη σε έναν Θεό συνιστά «προαίρεση», δηλ. μια απλή δυνατότητα, μεταξύ άλλων, όπως η απιστία/αθεΐα, και δη προαίρεση που δεν είναι ό,τι πιο εύκολο να την ασπασθεί κανείς. Στόχος δε, του πολίτη αυτής της κοινωνία είναι η έλευση της ανθρώπινης ευδοκίμησης και όχι η μετά θάνατον μετάβαση σε έναν τόπο ηθικής ολοκλήρωσης, όπως ο Παράδεισος στην περίπτωση της χριστιανικής πίστης.

Ειδικότερα, η κοσμικότητα αυτή του Taylor αφορά τόσο σε ζητήματα που θα έχουν πιθανώς διατυπωθεί από όλους σχεδόν, όπως η πολλαπλότητα των προαιρέσεων, όσο και σε μερικά που συνιστούν το υπόρρητο, το αδιάγνωστο σε μεγάλο βαθμό υπόβαθρο της ηθικής, πνευματικής και θρησκευτικής εμπειρίας και αναζήτησης των ανθρώπων, όπως ποιος είναι ο Δημιουργός του κόσμου ή αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Στην μετα-κοσμική αυτή κοινωνία, πιστοί και μη πιστοί μετέχουν σ’ αυτήν, ανεξαρτήτως τρόπου βίωσης του ηθικού/πνευματικού βίου και ξεφεύγοντας από μορφές διαβίωσης που έχουν να κάνουν με την ανικανότητα να φτάσει κάποιος στον τόπο της πληρότητας («συμβιβασμός»), με αποκλειστικό γνώμονα την επίτευξη της ανθρώπινης ευημερίας, της «κοι-

Σελ. 6

νής ευτυχίας» στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, η θρησκεία φαίνεται, σύμφωνα με τον φιλοσόφο, να υστερεί σε ορθολογική αξιοπιστία έναντι της κοσμικής επιχειρηματολογίας και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου ως απειλή για τις δημοκρατικές συνθήκες της δημόσιας σφαίρας. Έτσι, κατά τον Taylor, «μια κοσμική εποχή είναι εκείνη στην οποία η έκλειψη όλων των σκοπών πέραν της ανθρώπινης ευδοκίμησης αποβαίνει διανοητή, ή καλύτερα εισέρχεται στην εμβέλεια ενός διανοητού βίου για μάζες ανθρώπων. Αυτός είναι ο κρίσιμος σύνδεσμος ανάμεσα στην κοσμικότητα και έναν αυτάρκη ανθρωπισμό».

1.2.3. Η νομική θωράκιση της μετα-κοσμικής κοινωνίας

Η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ πιστών και μη πιστών, η ανεκτικότητα κατά την ανταλλαγή – διαφορετικών – απόψεων και ο συμβιβασμός τους σε μια μέση κατάσταση, που έχει να κάνει με την επίτευξη της κοινής, ανθρώπινης ευημερίας σε πραγματικό χρόνο, μπορεί να διαταραχθεί από πρακτικές, όπως η προσβολή συμβόλων θρησκευτικής σημασίας ή ο δημόσια εκφερόμενος μισαλλόδοξος λόγος θρησκευτικού περιεχόμενου. Και οι δύο δε, αυτές πρακτικές έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις ενόψει της ραγδαίας ανάπτυξης του διαδικτύου και της επίδρασης των μέσων κοινωνικών δικτύωσης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Η νομική θωράκιση της μετα-κοσμικής κοινωνίας επιτυγχάνεται αφενός μεν, με την κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, καθώς και της ελευθερίας της λατρείας, με την απαγόρευση των διακρίσεων κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών εις βάρος ατόμων ή ομάδων ατόμων λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, αφετέρου δε, με την ποινική καταστολή της θρησκευτικής ρητορείας μίσους, που μπορεί να υποβόσκει, πολλές φορές, σε προσβολές συμβόλων θρησκευτικής σημασίας, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις για τα εγκλήματα που τελούνται μέσω συστημάτων υπολογιστών, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Προς την κατεύθυνση αυτή, πολύ σημαντική είναι η συμβολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και η διαμορφωθείσα νομολογία του.

Σελ. 7

2

Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας: Ειδικά η έννομη προστασία των συμβόλων θρησκευτικής σημασίας

2.1. Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας

2.1.1. Διεθνές και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο

Η θρησκευτική ελευθερία συνιστά ένα από τα πρώτα ατομικά δικαιώματα που διεκδικήθηκαν ήδη από τον 16ο αιώνα μ.Χ. στον ευρωπαϊκό χώρο ενάντια στην εξουσία των ηγεμόνων να ορίζουν την θρησκεία των υπηκόων τους, σε συνδυασμό με την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και τους Θρησκευτικούς Πολέμους. Οι βάσεις για τη νομική της κατοχύρωση τέθηκαν αρχικώς στις Η.Π.Α. με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Βιρτζίνια του 1776, στο άρθρο 16 της οποίας αναγνωρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν εξίσου δικαίωμα στην ελεύθερη άσκηση της θρησκείας, αργότερα στο άρθρο 10 της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, σύμφωνα με το οποίο «κανείς δεν πρέπει να διώκεται για τις πεποιθήσεις του, ακόμη και τις θρησκευτικές, εφ’ όσον η εκδήλωσή τους δεν διαταράσσει τη δημόσια τάξη που ο νόμος έχει επιβάλλει», καθώς και στην Πρώτη Τροποποίηση (ή Τροπολογία) του Συντάγματος των Η.Π.Α. περί ανεξιθρησκίας, ελευθερίας του τύπου και της έκφρασης, σύμφωνα με την οποία «το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει νόμο που θα υποστηρίζει την εγκαθίδρυση θρησκείας ή που θα απαγορεύει την ελεύθερη θρησκευτική λατρεία ή που θα περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του τύπου ή το δικαίωμα του λαού να

Σελ. 8

συνέρχεται ειρηνικά και να αιτείται στην Κυβέρνηση σχετικά με την ικανοποίηση παραπόνων του».

Σε διεθνές επίπεδο, σήμερα, η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ). Σε ευρωπαϊκό δε, επίπεδο, η ελευθερία αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωριζόμενων δικαιωμάτων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ).

2.1.1.1. Το διεθνές θεσμικό πλαίσιο

Η ελευθερία της θρησκείας κατοχυρώνεται μαζί με την ελευθερία της σκέψης και την ελευθερία της συνείδησης ως ατομικό δικαίωμα για όλους τους ανθρώπους στο άρθρο 18 της ΟΔΔΑ, η οποία, καίτοι μη νομικά δεσμευτικό κείμενο, επηρέασε όλα τα διεθνή κείμενα που ακολούθησαν. Στο δικαίωμα δε, αυτό περιλαμβάνεται και η ελευθερία να αλλάξει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, καθώς και να τις εκδηλώνει, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, με διδασκαλία, άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, λατρεία και τέλεση θρησκευτικών τελετών.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΔΣΑΠΔ: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί κανείς τη θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. 2. Κανείς δεν υπόκειται σε καταναγκασμό, που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ελευθερία του να έχει ή να υιοθετήσει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις της επιλογής του. 3. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν μπορεί να υπόκειται παρά μόνο σε όσους περιορισμούς ορίζει ο νόμος και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή της ηθικής ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νόμιμων κηδεμόνων, να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή

Σελ. 9

των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους». Πρόκειται για μια ευρύτατη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, αφού πέραν της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης και εκδήλωσης/λατρείας, απαγορεύεται η παρεμπόδιση της ελευθερίας να έχει κάποιος ή να υιοθετεί τη θρησκεία της επιλογής του με αποδέκτη και τα κράτη, τα οποία υποχρεούνται να φροντίζουν και για την σχολική θρησκευτική αγωγή ανάλογα με τις πεποιθήσεις των παιδιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.

Την τελευταία ως άνω δε, υποχρέωση αναλαμβάνουν τα κράτη και με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του ΔΣΟΚΠΔ, κατά την οποία: «Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων και, ενδεχόμενα, των νομίμων κηδεμόνων, να εκλέγουν για τα παιδιά τους ιδρύματα που δεν ανήκουν ή δεν υπάγονται στο Δημόσιο, αλλά ανταποκρίνονται στα οριζόμενα από το κράτος ή εγκεκριμένα ελάχιστα όρια εκπαίδευσης και να εξασφαλίζουν τη θρησκευτική και ηθική μόρφωση των παιδιών τους σύμφωνα προς τις ίδιες τους πεποιθήσεις».

Επίσης, στην Πρώτη Ενότητα της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 29-7-1975 έως την 1-8-1975, ορίζεται ότι τα κράτη της Διάσκεψης αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ανθρωπίνων ελευθεριών, όπως ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης, ανεξιθρησκία και ελευθερία της γνώμης.

2.1.1.2. Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο

Κατ’ όμοιο τρόπο με το ΔΣΑΠΔ, στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, όπου αναγνωρίζεται στην πρώτη παράγραφο το δικαίωμα κάθε προσώπου, το οποίο ευρίσκεται εντός της επικράτειας των συμβαλλόμενων κρατών, στην ελευθερία θρησκείας, μεταβολής αυτής, εκδήλωσής της, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, συμπεριλαμβανομένων λατρείας, εκπαίδευσης, άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων και τέλεσης θρησκευτικών τελετών. Από την ίδια διάταξη πηγάζει δε, και η «αρνητική

Σελ. 10

θρησκευτική ελευθερία», που συνίσταται στο δικαίωμα του προσώπου να μην υφίσταται καταναγκασμό να διαμορφώνει, να μεταβάλει ή να αποβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να τις αποκαλύπτει ή να συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο με αυτές, ενώ η εκδήλωση της ελευθερίας αυτής περιλαμβάνει την λατρεία, τις τελετουργίες/ιεροτελεστίες, την παιδεία (διάδοση, διδασκαλία, θεμιτός προσηλυτισμός) και τα θρησκευτικά καθήκοντα ή πρακτικές. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη απαγορεύεται να ελέγχουν τη «νομιμότητα» των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή τον τρόπο με τον οποίο αυτές εκφράζονται, ούτε να εμπλέκονται σε ζητήματα ηγεσίας των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Σύμφωνα, ωστόσο, με την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμών, οι οποίοι προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας και της ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων προσώπων. Έτσι και το ΕΔΔΑ, σύμφωνα με το οποίο: «μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπου πολλές θρησκείες συνυπάρχουν στον ίδιο πληθυσμό, μπορεί να είναι απαραίτητο να επιβληθούν περιορισμοί σε αυτή την ελευθερία για να εναρμονιστούν τα συμφέροντα των διαφορετικών ομάδων και να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των πεποιθήσεων του καθενός».

Ειδικότερα, κάθε περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας θα πρέπει να βασίζεται στην εθνική νομοθεσία, η οποία θα πρέπει να είναι προσβάσιμη στον ενδιαφερόμενο και να προβλέπει τις συνέπειες. Ο δε, σκοπός πρέπει να είναι θεμιτός (π.χ. επικίνδυνα θρησκευτικά κινήματα, προληπτικά μέτρα ενόψει επιδημιών ή πανδημιών) και το περιοριστικό μέτρο αναγκαίο, συμβατό με μια δη-

Σελ. 11

μοκρατική κοινωνία και ανάλογο ως μέσο για την επιδίωξη του σκοπού. Η χρήση δε, θρησκευτικής ενδυμασίας και θρησκευτικών συμβόλων σε δημοσίους χώρους και καταστήματα, όπως και η αποσιώπηση δυνατών θρησκευτικών μηνυμάτων (π.χ. αναγραφή θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα) περιορίζονται ενόψει της άσκησης δικαιωμάτων των υπόλοιπων μελών της ίδιας κοινωνίας. Άλλωστε, η εξωτερίκευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων εντάσσεται και στο πεδίο προστασίας του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, που αφορά στην ελευθερία της έκφρασης, στην δεύτερη παράγραφο του οποίου προβλέπονται, επίσης, περιορισμοί. Με άλλα λόγια, η παρεχόμενη από την ΕΣΔΑ προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι απόλυτη και σίγουρα είναι στενότερη από την αντίστοιχη προστασία που παρέχει το ΔΣΑΠΔ.

Όσον αφορά στην θρησκευτική εκπαίδευση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ, κάθε κράτος, κατά την άσκηση των αναλαμβανόμενων απ’ αυτό καθηκόντων στο πεδίο της μόρφωσης και της εκπαίδευσης υποχρεούται να σέβεται το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν για τα τέκνα τους την μόρφωση και εκπαίδευση που είναι σύμφωνη με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.

Περαιτέρω, η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας προστατεύεται και από το άρθρο 10 του ΧΘΔΕΕ, το οποίο έχει ως εξής: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία μεταβολής θρησκεύματος ή πεποιθήσεων καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεών του, ατομικά ή συλλογικά, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές. 2. Το δικαίωμα αντίρρησης συνειδήσεως αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή του». Το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην πρώτη παράγραφο αντιστοιχεί στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, και σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ, έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με αυτό, ενώ το δικαίωμα που διασφαλίζεται στην δεύτερη παράγραφο και αφορά στους αρνητές να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε στρατιωτική υπηρε-

Σελ. 12

σία, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι αρνούνται να φέρουν όπλο, αντιστοιχεί στις εθνικές συνταγματικές παραδόσεις και στην εξέλιξη των νομοθεσιών των κρατών-μελών της Ε.Ε. ως προς το σημείο αυτό. Στις «Επεξηγήσεις» δε, σχετικά με το άρθρο 10 του ΧΘΔΕΕ προβλέπεται ότι οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα εντός των προδιαγεγραμμένων από το άρθρο 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ πλαισίων. Όσον αφορά στη νομολογία του ΔΕΕ, η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται μόνον έμμεσα και χωρίς να γίνεται ειδική μνεία σ’ αυτήν, ενώ το Δικαστήριο, αν και παραπέμπει στο άρθρο 10, κατά την ερμηνεία σχετικών διατάξεων, αρνείται να προσδώσει σ’ αυτό αυτόνομο περιεχόμενο.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΛΕΕ: «1. Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις. 3. Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους». Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αυστηρή ουδετερότητα της Ε.Ε. έναντι εκκλησιών και θρησκευτικών ενώσεων και κοινοτήτων, ζητήματα που σε θεσμικό επίπεδο ρυθμίζονται από τα κράτη-μέλη, αποκλειόμενης οποιασδήποτε αρμοδιότητας της Ε.Ε. αναφορικά με το καθεστώς αυτών των οργανισμών. Επιπλέον, η Ε.Ε. δεν τάσσεται υπέρ ή κατά κάποιου εκ των συστημάτων των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας και γι’ αυτό ο ενωσιακός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει ή να επιτρέπει παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από γενικές διατάξεις για την προώθηση του σεβασμού της πολυμορφίας των εθνικών καθεστώτων.

Σε επίπεδο παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, η ανάγκη προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας βρίσκει ισχυρά θεμέλια στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για την διασφάλιση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους.

Σελ. 13

2.1.2. Οι συνταγματικές προβλέψεις

Η θρησκευτική ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ελευθερία της λατρείας, κατοχυρώθηκε ρητώς από τα πρώτα κιόλας Συντάγματα που ίσχυσαν στην ελληνική επικράτεια, τα οποία, όμως, αναγνώριζαν ως «επικρατούσα θρησκεία», με την έννοια της «επίσημης θρησκείας», αυτήν της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Στο άρθρο 3, λοιπόν, του Συντάγματος ρυθμίζονται οι Σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, στο άρθρο 13 αναγνωρίζεται η θρησκευτική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα και παράλληλα απαγορεύεται ο προσηλυτισμός γενικά, ενώ άρθρο 16 παρ. 2 ορίζεται ότι η παιδεία έχει ως σκοπό την ανάπτυξη και της θρησκευτικής συνείδησης γενικά.

Άλλες συνταγματικές διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα θρησκευτικού περιεχομένου είναι το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο τα νομοσχέδια που αφορούν σε ζητήματα σχετικά με τα θρησκεύματα ψηφίζονται υποχρεωτικά από την Ολομέλεια (και όχι από κάποιο Τμήμα) της Βουλής – σήμερα ισχύει ο Ν. 590/1977 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» και ο Ν. 4301/2014 «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις» – και το άρθρο 105 του Συντάγματος, που αφορά στο καθεστώς του Αγίου Όρους.

2.1.2.1. Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Συντάγματος, υπό τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας»: «1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. H Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Ιησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Xριστού  τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Xάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του

Σελ. 14

Kράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.

3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. H επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη».

Όπως ορίζει η παρ. 1 του ως άνω άρθρου, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι αυτή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την απολύτως κρατούσα – και ορθή – άποψη στην θεωρία του συνταγματικού δικαίου, ωστόσο, πρόκειται για διάταξη διαπιστωτικού (ή περιγραφικού) και όχι κανονιστικού χαρακτήρα, με την οποία δηλώνεται ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Η μόνη έννοια, λοιπόν, που απομένει στη διάταξη αυτή είναι ότι επιτρέπεται στο ελληνικό κράτος, στο μέτρο που αυτό κρίνει, να χρησιμοποιεί σύμβολα και ιερουργίες της θρησκείας αυτής εντός του κρατικού πεδίου δράσης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η θρησκευτική ελευθερία και οι υποχρεώσεις του για ίση μεταχείριση των υποκειμένων στη δικαιοδοσία του ατόμων, χωρίς, από την άλλη πλευρά, η Εκκλη-

Σελ. 15

σία της Ελλάδας να απώλεσε και κανένα από τα προνόμια που απολάμβανε ως «επίσημη» θρησκεία του κράτους.

Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι ο Αρχηγός του Κράτους, ήτοι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν απαιτείται να είναι πλέον Χριστιανός Ορθόδοξος, ούτε υπόσχεται, κατά την ορκωμοσία του, να προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία, ενώ αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι με το Σύνταγμα του 1844 έπαυσε να είναι Αρχηγός της Εκκλησίας ο Αρχηγός του Κράτους (τότε ο Βασιλεύς) και πλέον Αρχηγός της Εκκλησίας θεωρείται ο Ιησούς Χριστός.

Από συγκριτική έποψη, στην συντριπτική πλειοψηφία των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης επικρατεί το σύστημα του χωρισμού Πολιτείας-Εκκλησίας, α) είτε απολύτως, δηλ. το κράτος τηρεί τελείως ουδέτερη στάση έναντι όλων των θρησκειών, οι θρησκευτικές κοινότητες αυτοδιοικούνται και αυτοχρηματοδοτούνται και κατοχυρώνεται απόλυτα το δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία και με τις δύο όψεις του, ήτοι ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερία της λατρείας, όπως σε Γαλλία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, β) είτε σχετικώς, δηλ. κατοχυρώνεται απόλυτα το δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία, ωστόσο, η θρησκευτική κοινότητα που συγκεντρώνει την πλειοψηφία των πολιτών, έχει τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους, το οποίο την επιχορηγεί και μεριμνά για την

Σελ. 16

θρησκευτική διδασκαλία, όπως σε Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Πολωνία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο. Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία αναγνωρίζεται κρατική, επίσημη θρησκεία. Στις Η.Π.Α., από την άλλη πλευρά, επικρατεί το σύστημα του πλήρους χωρισμού, με παράλληλη, βέβαια, κατοχύρωση της ελευθερίας της άσκησης της θρησκευτικής λατρείας, ενώ το ίδιο σύστημα ισχύει και στην Τουρκία.

2.1.2.2. Η κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Συντάγματος, υπό τον τίτλο «Θρησκευτική ελευθερία»: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. 4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του».

Πριν την ανάλυση των επιμέρους διατάξεων του άρθρου αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι η θρησκευτική ελευθερία, εννοιολογικά, διακρίνεται από την «ανεξιθρησκία», που σημαίνει ανοχή ή αδιαφορία του κράτους για τις θρησκείες που ασπάζονται οι πολίτες, και άρα η θρησκευτική ελευθερία είναι πολύ ευρύτερη έννοια, καθώς σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και η εγγύηση του κράτους στους πολίτες ότι είναι ελεύθεροι να διαμορφώνουν, αλλά και να εκδηλώνουν τη θρησκευτική τους συνείδηση.

Σελ. 17

Στο άρθρο 13 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το ατομικό δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία, το οποίο έχει δύο όψεις: α) την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και β) την ελευθερία της λατρείας, ενώ περιέχει διπλή αξίωση έναντι του κράτους αφενός μεν, να απέχει από κάθε ενέργεια που θα παρεμποδίζει την απόλαυσή του, και αφετέρου να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο που θα εξασφαλίζει την άσκησή του. Ενόψει δε, του άρθρου αυτού, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με σειρά αποφάσεών του μείζονος σημασίας, έκρινε ως αντισυνταγματική την απαγόρευση σε μη ορθόδοξο χριστιανό να σπουδάσει θεολογία, την απαγόρευση σε αλλόθρησκο (Μάρτυρα του Ιεχωβά) να διοριστεί ως εκπαιδευτικός μέσης εκπαίδευσης και την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ενώ, αντίθετα, έκρινε συνταγματικό το δικαίωμα απόσυρσης των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, τον εκκλησιασμό και την προσευχή, επιπλέον δε, αντισυνταγματική θεωρείτο και η ανεξαίρετη επιβολή του θρησκευτικού όρκου, μέχρι την τροποποίηση των Κωδίκων Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, αντίστοιχα.

Ειδικότερα, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κατοχυρώνεται στη διάταξη του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 13 του Συντάγματος. Ως θρησκευτική συνείδηση ορίζεται η αντίληψη κάθε ανθρώπου που αφορά την σχέση του με τον Θεό, με μια υπεράνθρωπη δύναμη, με ένα μετα-φυσικό παντοδύναμο ον, που δημιούργησε τον κόσμο και τον κυβερνά, ή με μια θρησκεία, ήτοι με ένα παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν γενικά στη σχέση ανθρώπου με τον Θεό. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν στο εσωτερικό δίκαιο νομικές διατάξεις ως προς το τι πρέπει και δεν πρέπει να πιστεύει το άτομο, το οποίο μπορεί να ασπάζεται και να ακολουθεί και μη «γνωστές» θρησκείες.

Στο δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνονται τα εξής μερικότερα δικαιώματα: α) το δικαίωμα να πρεσβεύει κανείς οποιαδήποτε

Σελ. 18

θρησκεία, ακόμη και αιρέσεις ή σχίσματα, ή να είναι άθρησκος ή άθεος, β) το δικαίωμα να εκδηλώνει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή να τις αποσιωπά, γ) το δικαίωμα να μεταβάλει ή ακόμη και να αποβάλει τελείως τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, οποτεδήποτε, δ) το δικαίωμα να διακηρύσσει και να διαδίδει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, με οποιοδήποτε τρόπο/μέσο, μόνος του ή μαζί με άλλους, αρκεί να μην διαπράττει το αδίκημα του προσηλυτισμού, ε) το δικαίωμα να συνεταιρίζεται κανείς με άλλων που ασπάζονται τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις, για θρησκευτικούς σκοπούς, και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του Ν. 4301/2014, στ) το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, ζ) το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, το οποίο συνίσταται αφενός μεν, στο δικαίωμα των ασκούντων τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια του προσώπων ανηλίκου στην επιλογή θρησκεύματος και θρησκευτικής εκπαίδευσης ή μη γι’ αυτό, αφετέρου δε, στο δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων από αλλόθρησκους ή αλλόδοξους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και η)

Σελ. 19

το δικαίωμα να μην εξαναγκάζεται κανείς σε πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1, δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.

2.1.2.3. Η κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας – Η απαγόρευση του προσηλυτισμού

Στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην ελευθερία της λατρείας, το οποίο λειτουργεί ως αναγκαίο συμπλήρωμα στο δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει τα μερικότερα δικαιώματα: α) να εκδηλώνει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και β) να ασκεί όλα τα καθήκοντά του που απορρέουν από την ένταξή του σε μια θρησκευτική ομάδα, ιδία των λατρευτικών. Η τέλεση πράξεων λατρείας μπορεί να λαμβάνει χώρα είτε ατομικά, είτε συλλογικά, ιδιωτικά ή δημόσια, σε ειδικούς χώρους αφιερωμένους στη λατρεία, όπως ναοί, τεμένη κ.λπ., ή ακόμη και στο ύπαιθρο. Συνδεδεμένο δε, με το εν λόγω δικαίωμα είναι και το δικαίωμα κάθε θρησκευτικής κοινότητας να ιδρύει τόπους που προορίζονται για την δημόσια τέλεση πράξεων λατρείας.

Ωστόσο, σε αντίθεση με το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, το δικαίωμα στην ελευθερία της λατρείας υπόκειται στον περιορισμό η θρησκεία να είναι «γνωστή». «Γνωστή» δε, είναι κάθε θρησκεία που έχει φανερά δόγματα και διδασκαλία και φανερή λατρεία, χωρίς να προϋποθέτει μύηση. Και το άρθρο 17 του Ν. 4301/2014 καθιερώνει ως «τεκμήριο γνωστής

Σελ. 20

θρησκείας» την ύπαρξη ισχύουσας άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, ενώ δεν παίζει κανένα ρόλο αν πρόκειται για αίρεση σε σχέση με άλλη γνωστή ή την επικρατούσα θρησκεία, ή αν οι λειτουργοί της στερούνται ιεροσύνης. Ως τέτοιες θρησκείες στην Ελλάδα αναγνωρίζονται ο Αλεβισμός, ο Βουδισμός, τα διάφορα χριστιανικά δόγματα (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Αγγλικανισμός, Προτεσταντισμός, Αναβαπτισμός, Κίνημα Αποκατάστασης, Ευαγγελικός Χριστιανισμός, Ασσυριακή Εκκλησία, Κοπτορθόδοξη Εκκλησία, Βαπτιστική Εκκλησία, Πεντηκοστιανή Εκκλησία, Μεθοδιστική Εκκλησία, οι Έλληνες Ορθόδοξοι Παλαιοημερολογίτες, οι Κουάκεροι ή Εκκλησία των Φίλων), οι διάφορες μορφές Ινδουισμού (Μονιστικός, Πανθεϊστικός, Πανενθεϊστικός, Θεϊστικός), ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, ο Σιχισμός, ο Σιντοϊσμός, ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκιανισμός, η Παραδοσιακή κινεζική θρησκεία (Shenism), ο Μορμονισμός ή Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το ΕΔΔΑ συγκαταλέγει στις προστατευόμενες από το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ θρησκείες και την Σαηεντολογία, καθώς και τον Στρατό της Σωτηρίας, την Εκκλησία του Sun Myung Moon’s Unification, τους Νεοπαγανιστές, τους Δρυίδες, την Santo Daime, τον Aumism of Mandarom, το Osho και την Raëlian Movement.

Εκτός από τον περιορισμό αυτό, η άσκηση της λατρείας δεν θα πρέπει να προσβάλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ήτοι το σύνολο των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και ηθικών αρχών και αντιλήψεων που επικρατούν στην χώρα σε συγκεκριμένο χρόνο. Το αν είναι η άσκηση της λατρείας μιας θρησκείας έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη/τα χρηστά ήθη κρίνεται in concreto από τον εφαρμοστή του νόμου, αντικειμενικά με βάση τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας των μελών της ελληνικής κοινωνίας (π.χ. η τέλεση ανθρωποθυσίας ή θυσίας ζώων).

Back to Top