Ψηφιακές Συμβάσεις
Οι Οδηγίες 2019/770 & 2019/771 και η επίδρασή τους στην εσωτερική έννομη τάξη
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 88
- ISBN: 978-960-654-403-3
- ISBN: 978-960-654-403-3
- Black friday εκδόσεις: 10%
Πρόλογος IX
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι 3
Δ/τριας ΕΜΔΔΟΕ, Καθηγήτριας Νομικής ΑΠΘ
Χρήστου Παπαστυλιανού 5
Προέδρου Τμήματος Νομικής UNIC, Αναπλ. Καθηγητή
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Το Ενωσιακό πλαίσιο για τις ψηφιακές συμβάσεις -
Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771 9
Ιωάννη Δ. Ιγγλεζάκη
Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρου
H Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 για τις καταναλωτικές
πωλήσεις και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο 19
Αναστάσιου Βαλτούδη
Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Σημεία τομής της νέας Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770
για τις συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου
και ψηφιακών υπηρεσιών με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας 35
Ρήγα Γιοβαννόπουλου
Επ. Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Η οριοθέτηση της έννοιας του καταναλωτή
στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 για τις ψηφιακές συμβάσεις
και στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 για τις πωλήσεις αγαθών 51
Ελευθερίας (Ρίας) Σπ. Παπαδημητρίου
ΔΝ, Δικηγόρου, Διαμεσολαβήτριας, Εκπαιδεύτριας
Η έννοια της ηλεκτρονικής συναλλαγής και
του ηλεκτρονικού εγγράφου κατά το δίκαιο των ΗΠΑ 61
Νικόλαου Α. Δαβράδου
Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Loyola New Orleans, ΗΠΑ
Επισκέπτη Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Σελ. 1
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Σελ. 3
Μαρίας Καϊάφα-Γκμπάντι
Δ/τριας ΕΜΔΔΟΕ, Καθηγήτριας Νομικής ΑΠΘ
Αξιότιμε κε Κοσμήτορα της Νομικής του Παν/μίου Λευκωσίας,
Αξιότιμε κε Πρόεδρε του Τμήματος Νομικής του Παν/μίου Λευκωσίας,
Αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητό διαδικτυακό μας κοινό,
η σημερινή εκδήλωση αποτελεί μια πρωτοβουλία στην οποία ένωσαν τις δυνάμεις τους το Εργαστήριο της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τη Μελέτη της Διαφάνειας, της Διαφθοράς και του Οικονομικού Εγκλήματος και το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Στην προσπάθεια αυτή συμπράττει επίσης και η νεοϊδρυθείσα ερευνητική ομάδα Δικαίου και Πληροφορικής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, την οποία συντονίζει ο κος Ιγγλεζάκης, μέλος του Εργαστηρίου μας. Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται μέσα σ’ ένα σύνολο δραστηριοτήτων που αναπτύσσει το Εργαστήριό μας από το 2016, οπότε και ιδρύθηκε, με την αμέριστη υποστήριξη -πρέπει να πω- του Προέδρου της σημερινής εκδήλωσης και τότε Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής, του κου Δέλλιου.
Μια και φιλοξενούμαστε ευγενικά σε κυπριακό κοινό, επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια για το Εργαστήριό μας. Το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθοράς και το Οικονομικό Έγκλημα αποτελεί συνέχιση μιας ερευνητικής προσπάθειας Αριστείας, η οποία υλοποιήθηκε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ κατά τα έτη 2012-2015 και, ενόψει του σημαντικού έργου που παρήχθη, η Σύγκλητος του ΑΠΘ αποφάσισε να δώσει συνέχεια σ’ αυτήν την προσπάθεια ιδρύοντας μια ερευνητική δομή που ενέταξε στους κόλπους της Νομικής με τη μορφή Εργαστηρίου, το οποίο έχω την τιμή και ιδίως την ευθύνη να διευθύνω. Το Εργαστήριό μας, πέρα από την υποστήριξη της έρευνας και της διδασκαλίας, φιλοδοξεί να στηρίξει επίσης τη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας με τη διεύρυνση και εμβάθυνση της διαφάνειας, να στηρίξει την αποτελεσματική αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς, αλλά και τη δικαιοκρατική ρύθμιση της οικονομίας προς όφελος όλων των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό με τη διαρκή αφοσίωση των μελών του, στα οποία ανήκουν σχεδόν όλοι οι σημερινοί εισηγητές, έχει υλοποιήσει μια σειρά σημαντικών δραστηριοτήτων, όπως επιμορφωτικά σεμινάρια για δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους, διεθνή θερινά σχολεία, ετήσια συνέδρια σε συνεργασία με τη Βουλή των Ελλήνων και άλλους κομβικούς φορείς της πολιτείας, αλλά και πολλές επιστημονικές εκδηλώσεις, όπως η σημερινή. Παράλληλα, έχει συνάψει συνεργασίες με φημισμένες Νομικές
Σελ. 4
Σχολές του εξωτερικού, στις οποίες περιλαμβάνονται το Duke Law School των ΗΠΑ, οι Νομικές Σχολές του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης, οι Νομικές Σχολές της Στοκχόλμης, της Κοπεγχάγης, του Στρασβούργου, κ.α.
Η σημερινή εκδήλωση, που θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει δείγμα μιας έμπρακτης ποιοτικής παραπέρα ένωσης ακαδημαϊκών δυνάμεων των συνεργαζόμενων ήδη μεταξύ τους Νομικών Σχολών της Ελλάδας και της Κύπρου με αντικείμενο την στήριξη κοινών σκοπών, στοχεύει να παντρέψει δυο τομείς: αφενός αυτόν της τεχνολογικής εξέλιξης, που, όπως όλοι γνωρίζετε, διαπερνά πλέον με καθοριστικό τρόπο την καθημερινή μας ζωή γενικότερα και φυσικά την οικονομία, αφετέρου αυτόν της ρυθμιστικής προσέγγισης της ενιαίας αγοράς της Ευρώπης στην ψηφιακή της διάσταση, την οποία γνωρίζουμε σχεδόν όλοι μας από την αγορά αγαθών ψηφιακού περιεχομένου αλλά και ψηφιακών υπηρεσιών από άλλα κράτη. Βέβαια, όταν οι υπηρεσίες και τα προϊόντα που μπορούν να προσφέρονται τόσο εύκολα σε μια ενιαία αγορά είναι προβληματικές, συχνά οι καταναλωτές είναι ανασφαλείς ως προς τα δικαιώματά τους. Πολλές επιχειρήσεις εξάλλου μπορεί να είναι επιφυλακτικές να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε καταναλωτές του εξωτερικού εξαιτίας των διαφορετικών δικαιικών ρυθμίσεων που ισχύουν σε διάφορες χώρες. Στην αντιμετώπιση και εναρμονισμένη ρύθμιση αυτών των σύγχρονων και σημαντικών θεμάτων αποβλέπουν οι οδηγίες που είναι αντικείμενο της σημερινής μας εκδήλωσης, στην οποία μετέχουν εξαίρετοι συνάδελφοι. Με τη βοήθειά τους όχι μόνο θα κατανοήσουμε τις ενωσιακές ρυθμίσεις, αλλά και θα αντιληφθούμε το στοίχημα που αντιμετωπίζουν στους τομείς αυτούς εθνικές έννομες τάξεις, ακόμη και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η εκδήλωση σχεδιάστηκε με διακλαδική προσέγγιση, με την πεποίθηση ότι αυτή είναι η πλέον πρόσφορη μέθοδος για την παροχή μιας σφαιρικής και, συνακόλουθα, λειτουργικής γνώσης, η οποία μπορεί να υπηρετήσει με επιστημονικό και αποτελεσματικό τρόπο τις ανάγκες της σύγχρονης πράξης, απ’ όποια θέση και αν ασχολείσθε με αυτήν.
Εύχομαι, και ελπίζω, η προσπάθεια που κατέβαλαν όλοι όσοι δουλέψαν για την εκδήλωση αυτή να αποδώσει ένα αποτέλεσμα το οποίο θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας και θα αποδειχθεί χρήσιμο στο έργο σας.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω ήδη πριν την έναρξη της εκδήλωσης το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, όλους τους εισηγητές που με τόση προθυμία αγκάλιασαν την προσπάθεια αυτή, και ιδίως όλους εσάς που μας τιμάτε σήμερα με την συμμετοχή σας.
Σελ. 5
Χρήστου Παπαστυλιανού
Προέδρου Τμήματος Νομικής UNIC, Αναπλ. Καθηγητή
Στις 03/12/2020 η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας συνδιοργάνωσε με το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα και την Ερευνητική Ομάδα Δικαίου και Πληροφορικής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ, διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα: «Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770, (ΕΕ) 2019/771 για τις ψηφιακές συμβάσεις και την επίδρασή τους στην εσωτερική έννομη τάξη».
Οι εμπεριστατωμένες εισηγήσεις των ομιλητών επικεντρώθηκαν σε ζητήματα τα οποία εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων, όπως είναι το δίκαιο της Ε.Ε, το αστικό δίκαιο, το δίκαιο του καταναλωτή, το συγκριτικό δίκαιο, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η διακλαδική προσέγγιση των νομικών ζητημάτων είναι πλέον μια αδήριτη αναγκαιότητα, καθώς η ρύθμιση μέσω του νόμου ολοένα και περισσότερο προϋποθέτει συνέργειες μεταξύ των διαφορετικών κλάδων του δικαίου. Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύεται αφενός από την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που πρέπει να ρυθμιστούν, αλλά και από τις αλλαγές «παραδείγματος» που συνοδεύουν την εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία αλλάζει ραγδαία τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης και η ολοένα και μεγαλύτερη διασύνδεση των αγορών μεταξύ τους, η οποία υποβοηθείται από τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθιστώντας απολύτως αναγκαία την εξεύρεση κοινών κανόνων για τη ρύθμιση των νομικών ζητημάτων, τα οποία αφορούν την υπερεθνική και διακρατική διάσταση των αγορών. Σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της ανάδυσης «γκρίζων» ζωνών και κενών δικαίου τα οποία καθιστούν σχεδόν αδύνατη την προστασία του πιο αδύναμου. Η Ε.Ε, παρά τις όποιες αδυναμίες της, εξακολουθεί να προσφέρει ένα μοντέλο υπερεθνικής και διακρατικής συνεργασίας που αντιμετωπίζει, έστω και με καθυστερήσεις ή ατέλειες, παρόμοια ζητήματα μέσω κοινών κανόνων, όπως φαίνεται και από τη θέσπιση των οδηγιών, οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο των εισηγήσεων.
Όλες αυτές οι πτυχές αναλύθηκαν εκτενώς στις εισηγήσεις της εκδήλωσης, οι οποίες παρουσιάζονται πλέον με τη μορφή ενός βιβλίου, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα συμβάλει στον επιστημονικό διάλογο και θα αποτελέσει σίγουρα αφορμή για γόνιμο προβληματισμό.
Τέλος, και επ’ ευκαιρία της εκδήλωσης, θα ήθελα ως εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας να χαιρετίσω τόσο αυτή όσο και κάθε μελλοντική σύμπραξη του Πανεπιστημίου μας με το Εργαστήριο (Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα). Η χαρά μας είναι μεγάλη, καθώς το Εργαστήριο αποδεικνύει
Σελ. 6
διαρκώς έμπρακτα (μέσω εκδηλώσεων, σεμιναρίων, καλοκαιρινών σχολείων, διαρκών επιμορφώσεων και πρωτοβουλιών παντός τύπου) ότι δεν είναι απλώς μοναδικό στην ειδίκευσή του αλλά και ένα από τα πιο ενεργά, σύγχρονα, διαδραστικά και τελικά απαραίτητα νομικά εργαστήρια του ευρωπαϊκού χώρου –πράγμα που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τις συνεργασίες που ήδη έχει αλλά και από τους επιστήμονες που έχουν ενταχθεί όλα αυτά τα χρόνια στις δράσεις του. Από την άλλη, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας αποτελεί σήμερα πια σημείο αναφοράς για την ακαδημαϊκή εκπαίδευση της ανατολικής Μεσογείου με παγκόσμιες διακρίσεις και ανοδική πορεία στις διεθνείς κατατάξεις. Όσον αφορά ιδίως τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου μας θα έλεγε κανείς πως η συμβολή της στο νομικό χώρο Κύπρου, Ελλάδος αλλά και ευρύτερης περιοχής είναι ήδη περισσότερο από εμφανής (μέσω ακαδημαϊκού προσωπικού αλλά και αποφοίτων της). Σ’ αυτήν την εικόνα, έρχεται πια να συμβάλλει καθοριστικά η ευρύτερη συνεργασία με το Εργαστήριο, στη βάση της οποίας θα πραγματοποιηθούν υπέροχα πράγματα -είμαι βέβαιος!
Σελ. 7
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Προεδρία: Γεώργιος Δέλλιος
Ομ. Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, τ. Αντιπρύτανης ΑΠΘ
Σελ. 9
Το Ενωσιακό πλαίσιο για τις ψηφιακές συμβάσεις -
Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771
Ιωάννη Δ. Ιγγλεζάκη
Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Ι. Εισαγωγή
Την 20η Μαΐου 2019 υιοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση δύο οδηγίες σχετικά με τις ψηφιακές συμβάσεις, η οδηγία (ΕΕ) 2019/770 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών και η οδηγία (ΕΕ) 2019/771 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ, . Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρωτοβουλία για την έκδοση των εν λόγω οδηγιών ακολούθησε την απόρριψη της πρότασης Κανονισμού για ένα Ενιαίο Ενωσιακό Δίκαιο της Πώλησης. Οι οδηγίες παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με την Πρόταση Κανονισμού, αλλά και διαφορές, ιδίως ως προς το πεδίο εφαρμογής τους, το οποίο είναι πιο περιορισμένο απ’ ό,τι η πρόταση.
Οι οδηγίες για τις ψηφιακές συμβάσεις στοχεύουν στη στήριξη και ενδυνάμωση του διασυνοριακού επιγραμμικού εμπορίου μέσω της κατάργησης των ρυθμιστικών εμποδίων για τις επιχειρήσεις και την
Σελ. 10
ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης με την εναρμόνιση των ρυθμιστικών κανόνων που βρίσκουν εφαρμογή στις διασυνοριακές αγορές.
Οι εν λόγω οδηγίες συνιστούν μια πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ενός νέου Ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων που απαντά στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής. Η νέα πραγματικότητα, ειδικότερα, στην οποία καλείται να ανταποκριθεί η ΕΕ αφορά την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας σε ψηφιακή. Στο πλαίσιο αυτό, η τεχνολογία της πληροφορικής και των επικοινωνιών δεν αποτελεί απλώς έναν ξεχωριστό τομέα της οικονομίας, αλλά αποτελεί τη βάση για τα σύγχρονα καινοτόμα οικονομικά συστήματα. Για να εξασφαλίσει η ΕΕ έναν ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια ψηφιακή οικονομία, έχει θέσει ως στόχο την ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, μιας αγοράς στην οποία θα διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων και στην οποία τα άτομα και οι επιχειρήσεις μπορούν, ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους ή του τόπου κατοικίας τους, να έχουν αδιάλειπτη πρόσβαση και να ασκούν διαδικτυακές δραστηριότητες σε συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού και με υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να προχωρήσει η απλούστευση και ο εκσυγχρονισμός των κανόνων για τις διαδικτυακές και ψηφιακές διασυνοριακές αγορές. Κεντρικό ρόλο, εν προκειμένω, διαδραματίζει το δίκαιο των συμβάσεων, καθώς παρέχει το γενικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή συναλλαγών στη σύγχρονη ψηφιακή οικονομία.
Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771, μαζί με τον Κανονισμό 2017/1128 για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά, αποτελούν ένα ενιαίο πακέτο προτάσεων για την ανάπτυξη της ενιαίας ψηφιακής αγοράς στην ΕΕ και έχουν ως στόχο να διευρύνουν τις ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και να καθιερώσουν την ηγετική θέση της ΕΕ στην παγκόσμια ψηφιακή αγορά. Σε αυτές προστίθενται και ο Κανονισμός 2017/1128 για τη φορητότητα επιγραμμικού περιεχομένου, o Κανονισμός 2018/302 για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού, αλλά και ο Κανονισμός 2019/1150 για τη δίκαιη μεταχείριση και διαφάνεια για επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ο οποίος αποσκοπεί να συμβάλλει στην
Σελ. 11
εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας ψηφιακής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών πλατφορμών.
II. Στοχοθεσία
Οι σχετικές προτάσεις οδηγιών ανατρέχουν στο έτος 2015, καθώς οι εξελίξεις στην τεχνολογία και στο εμπόριο με την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στα κράτη μέλη της ΕΕ επιταχύνθηκαν με την ψηφιοποίηση και για τον λόγο αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τέθηκε ως προτεραιότητα η θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου για τις επιγραμμικές αγορές ψηφιακού περιεχομένου, καθώς και για την αγορά και πώληση προϊόντων μέσω διαδικτύου.
Με την ψήφιση των οδηγιών για τις ψηφιακές συμβάσεις η ΕΕ θέσπισε απλούς και αποτελεσματικούς κανόνες, προς όφελος των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, και τούτο, προκειμένου να εναρμονιστούν οι κανόνες για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και τις διαδικτυακές πωλήσεις αγαθών, στα κράτη μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, με τη θέσπιση εναρμονισμένων δικαιωμάτων για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, με την οδηγία (ΕΕ) 2019/770, επωφελούνται οι καταναλωτές, καθώς διαθέτουν πλέον σαφή δικαιώματα· οι επιχειρήσεις επίσης επωφελούνται, διότι αυξάνεται η ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διασυνοριακές ψηφιακές υπηρεσίες, ενώ δε θα επιβαρύνονται με πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από τις διαφορές στο δίκαιο των κρατών μελών. Με τη θέσπιση, δε, κανόνων για τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, επιδιώκεται η εναρμόνιση των κανόνων για τις πωλήσεις αγαθών, σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου και να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
III. Το αντικείμενο της οδηγίας 2019/770
Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών έχει ως στόχο να διευκολύνει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ταυτόχρονα να παρέχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, βρίσκει δε εφαρμογή στις συμβάσεις μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών, δηλ. στις συμβάσεις B2C και, καταρχήν, μόνο εφόσον ο καταναλωτής καταβάλει ένα τίμημα (άρθρα 1 και 3).
Η οδηγία θεσπίζει κανόνες που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, και πιο συγκεκριμένα: α) κανόνες
Σελ. 12
σχετικά με τη συμμόρφωση με τη σύμβαση· και β) τρόπους επανόρθωσης σε περίπτωση που το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία δε συμμορφώνεται ή σε περιπτώσεις που συντρέχει αδυναμία προμήθειας. Σημειώνεται ότι η οδηγία είναι μέτρο μέγιστης εναρμόνισης (maximum harmonisation), όπως προβλέπεται στο άρθρο 4.
Στο ψηφιακό περιεχόμενο περιλαμβάνονται προγράμματα υπολογιστών και κινητές εφαρμογές, καθώς και αρχεία βίντεο και ήχου σε ψηφιακή μορφή. Αντίστοιχα, στις ψηφιακές υπηρεσίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 οδηγία, «ψηφιακό περιεχόμενο» είναι τα δεδομένα τα οποία παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή, ενώ «ψηφιακή υπηρεσία» είναι: α) υπηρεσία που επιτρέπει στον καταναλωτή να δημιουργεί, να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει δεδομένα σε ψηφιακή μορφή ή να έχει πρόσβαση σε αυτά· ή β) υπηρεσία που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σε ψηφιακή μορφή ή κάθε άλλη αλληλεπίδραση με τα δεδομένα αυτά τα οποία αναφορτώνονται ή δημιουργούνται από τον καταναλωτή ή άλλους χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας.
Δεν εμπίπτουν στους παραπάνω ορισμούς τα «αγαθά με ψηφιακά στοιχεία» που αποτελούν ενσώματα κινητά αντικείμενα, τα οποία εντάσσουν ή διασυνδέονται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απουσία του εν λόγω ψηφιακού περιεχομένου ή της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας να παρεμποδίζει τα αγαθά από το να εκτελούν τις λειτουργίες τους. Στις πωλήσεις αγαθών με ψηφιακά στοιχεία εφαρμόζεται η «συγγενής» με αυτήν οδηγία (ΕΕ) 2019/771 και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός αν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία έχει προεγκατασταθεί στο ίδιο το αγαθό ή αν πρέπει να καταφορτωθεί στη συνέχεια σε άλλη συσκευή και διασυνδέεται απλώς με το αγαθό.
Αντιθέτως, αν η σύμβαση πώλησης αγαθών είναι ανεξάρτητη από τα ψηφιακά στοιχεία, τα οποία καταφορτώνεται κατ’ επιλογή του χρήστη, μετά την αγορά, π.χ., σε μια συσκευή που λειτουργεί και χωρίς τα εν λόγω στοιχεία, τότε ως προς την πρώτη σύμβαση εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, ενώ ως προς τη σύμβαση παροχής του ψηφιακού περιεχομένου εφαρμόζεται η οδηγία (ΕΕ) 2019/770.
Στο προοίμιο της οδηγίας αναφέρονται τα εξής όσον αφορά το ρυθμιστικό της αντικείμενο:
Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αντιμετωπίζει προβλήματα που αφορούν διάφορες κατηγορίες ψηφιακού περιεχομένου, ψηφιακών υπηρεσιών, και την προμήθειά
Σελ. 13
τους. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και να διαφυλαχθεί ο διαχρονικός χαρακτήρας της έννοιας του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει, μεταξύ άλλων, προγράμματα υπολογιστών, εφαρμογές, αρχεία βίντεο, αρχεία ήχου, μουσικά αρχεία, ψηφιακά παιχνίδια, ηλεκτρονικά βιβλία ή άλλες ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις, και επίσης ψηφιακές υπηρεσίες που επιτρέπουν τη δημιουργία, την επεξεργασία, την προσπέλαση ή την αποθήκευση δεδομένων σε ψηφιακή μορφή συμπεριλαμβανομένου λογισμικού ως υπηρεσίας, όπως ανταλλαγή αρχείων βίντεο και ήχου και άλλες υπηρεσίες φιλοξενίας αρχείων, επεξεργασία κειμένου ή παιχνίδια που παρέχονται σε περιβάλλον υπολογιστικού νέφους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Καθώς υπάρχουν πολυάριθμοι τρόποι για την προμήθεια του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, όπως η μετάδοση σε ενσώματο μέσο, η καταφόρτωση από τους καταναλωτές στις συσκευές τους, η μετάδοση σε συνεχή ροή στο διαδίκτυο, η παροχή πρόσβασης σε ικανότητες αποθήκευσης ψηφιακού περιεχομένου ή η πρόσβαση στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του μέσου που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση ή την παροχή πρόσβασης στο ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο.
Η οδηγία εφαρμόζεται επίσης όταν ο έμπορος προμηθεύει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να προμηθεύσει ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία στον καταναλωτή και ο καταναλωτής παρέχει ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον έμπορο, εκτός από την περίπτωση όπου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχει ο καταναλωτής υποβάλλονται σε επεξεργασία από τον έμπορο αποκλειστικά για την προμήθεια του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας ή προκειμένου ο έμπορος να συμμορφωθεί προς τις νομικές απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται, και ο έμπορος δεν επεξεργάζεται τα δεδομένα αυτά για οποιονδήποτε άλλον σκοπό (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄). Δηλαδή, η δωρεάν παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή υπηρεσίες εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν γίνεται με αντάλλαγμα την παροχή προσωπικών δεδομένων του καταναλωτή.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις που αφορούν: α) την παροχή υπηρεσιών άλλων από τις ψηφιακές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν ο έμπορος χρησιμοποιεί ψηφιακά μέσα για την παροχή της υπηρεσίας ή την παράδοση ή διαβίβαση στον καταναλωτή, β) τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, γ) την υγειονομική περίθαλψη, δ) τις υπηρεσίες τζόγου, ε) τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, στ) το λογισμικό που προσφέρει ο έμπορος με άδεια ελεύθερο και ανοικτό λογισμικό, όταν ο καταναλωτής δεν καταβάλλει τίμημα και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχει ο καταναλωτής υποβάλλονται σε επεξεργασία από τον έμπορο αποκλειστικά για τη βελτίωση της ασφάλειας, της συμβατότητας ή της διαλειτουργικότητας
Σελ. 14
του συγκεκριμένου λογισμικού, ζ) την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου που διατίθεται στο ευρύ κοινό με άλλον τρόπο εκτός από τη μετάδοση σήματος, ως μέρος παράστασης ή εκδήλωσης, όπως οι ψηφιακές κινηματογραφικές προβολές και η) το ψηφιακό περιεχόμενο που παρέχεται σύμφωνα με την οδηγία 2003/98 για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα.
IV. Το αντικείμενο της οδηγίας (ΕΕ) 2019/771
Με την οδηγία (ΕΕ) 2019/771 θεσπίζονται κοινοί κανόνες για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις πώλησης που συνάπτονται μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή, και ειδικότερα κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση των αγαθών με τη σύμβαση, την επανόρθωση σε περίπτωση έλλειψης της εν λόγω συμμόρφωσης, τους τρόπους άσκησης της εν λόγω επανόρθωσης και τις εμπορικές εγγυήσεις. Ο στόχος που επιδιώκεται με τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων είναι να εναρμονισθούν τα σχετικά θέματα συμβάσεων, με στόχο την επίτευξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς στην ΕΕ, την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και τη μείωση των συναλλαγών, ιδίως για τις μικρομεσαίες εμπορίες και τούτο, διότι οι Κανόνες της Ένωσης στο σχετικό τομέα εξακολουθούν να είναι κατακερματισμένοι, παρά το γεγονός ότι πολλές πτυχές των σχετικών ζητημάτων έχουν ήδη ρυθμιστεί με την οδηγία (ΕΕ) 2011/83.
Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, βεβαίως, περιορίζεται στις συμβάσεις πώλησης μεταξύ καταναλωτή και πωλητή, ενώ δεν ισχύει για τις συμβάσεις παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών, παρά μόνο για το ψηφιακό περιεχόμενο ή τις ψηφιακές υπηρεσίες που ενσωματώνονται σε αγαθά ή διασυνδέονται με αυτά (άρθρο 3), στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία (ΕΕ) 2019/770.
Η οδηγία ρυθμίζει τους κανόνες που ισχύουν για τις πωλήσεις αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, μόνο σε σχέση με τα βασικά στοιχεία των συμβάσεων που απαιτούνται για να ξεπεραστούν οι σχετιζόμενοι με το δίκαιο των συμβάσεων φραγμοί στην εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, η εναρμόνιση αφορά τις απαιτήσεις συμμόρφωσης, τους τρόπους επανόρθωσης που διατίθενται στους καταναλωτές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αγαθών με τη σύμβαση και τις βασικές διαδικασίες άσκησής τους.
Η οδηγία έχει ως σημείο αναφοράς επίσης τις συμβάσεις με αντικείμενο αγαθά που ενσωματώνουν ή διασυνδέονται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακές υπηρεσίες, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, όπως και η υιοθέτησή τους από τους καταναλωτές.
Σελ. 15
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία (ΕΕ) 2019/771 συμπληρώνει την οδηγία (ΕΕ) 2011/83/ΕΕ και ενώ η τελευταία θεσπίζει διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις προσυμβατικής ενημέρωσης και το δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ αποστάσεως συμβάσεις και συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, καθώς και κανόνες σχετικά με την παράδοση των αγαθών και τη μετάθεση του κινδύνου, η πρώτη οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση των αγαθών, τους τρόπους επανόρθωσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και τις διαδικασίες άσκησης αυτών.
Επιπλέον, σε αντίθεση με την οδηγία (ΕΕ) 2019/770 που εφαρμόζεται στο ψηφιακό περιεχόμενο και τις ψηφιακές υπηρεσίες, η οδηγία (ΕΕ) 2019/771 εφαρμόζεται μόνο σε ενσώματα κινητά αγαθά. Ωστόσο, ρυθμίζει τις αγορές αγαθών που μπορεί να περιέχουν ψηφιακά στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι αναφέρεται επίσης σε ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απουσία του εν λόγω ψηφιακού περιεχομένου ή της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας να εμποδίζει τα αγαθά να εκτελούν τις λειτουργίες τους, όπως είναι, π.χ., τα λειτουργικά συστήματα, οι εφαρμογές και οποιοδήποτε άλλο λογισμικό κινητών τηλεφώνων ή άλλων συσκευών. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία έχει προεγκατασταθεί στο ίδιο το αγαθό ή αν πρέπει να καταφορτωθεί στη συνέχεια σε άλλη συσκευή και διασυνδέεται απλώς με το αγαθό. Έτσι, λ.χ., ένα έξυπνο τηλέφωνο μπορεί να διαθέτει μια προεγκατεστημένη εφαρμογή που παρέχεται μαζί με τη σύμβαση πώλησης, όπως ξυπνητήρι ή ένα έξυπνο ρολόι, το οποίο είναι ένα αγαθό με ψηφιακά στοιχεία. Ένα τέτοιο ρολόι μπορεί να εκτελέσει τις λειτουργίες του μόνο με μια εφαρμογή που παρέχεται στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης, αλλά πρέπει να καταφορτωθεί από τον καταναλωτή· στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή συνιστά το διασυνδεδεμένο ψηφιακό στοιχείο.
Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε: α) οποιοδήποτε υλικό μέσο που χρησιμεύει αποκλειστικά ως φορέας για τη μεταφορά ψηφιακού περιεχομένου (π.χ., σε USB sticks)· ή β) οποιαδήποτε αγαθά που πωλούνται στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή (άρθρο 3 παρ. 4), ενώ προαιρετικά μπορεί να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής οι συμβάσεις πώλησης για μεταχειρισμένα ζώα που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς και ζώντα ζώα (άρθρο 3 παρ. 4). Όσα θέματα, δε, δεν ρυθμίζονται από την οδηγία ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και εδώ περιλαμβάνονται πτυχές του γενικού δικαίου περί συμβάσεων, όπως οι κανόνες σχετικά με την κατάρτιση, το κύρος, την ακυρότητα ή τα αποτελέσματα μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών του τερματισμού μιας σύμβασης (άρθρο 3 παρ. 6).
Σελ. 16
V. Σχέση των δύο οδηγιών μεταξύ τους
Οι κανόνες της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αλληλοσυμπληρώνονται. Ενώ η πρώτη οδηγία θεσπίζει κανόνες για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών, η οδηγία (ΕΕ) 2019/771 θεσπίζει κανόνες για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις για την πώληση αγαθών. Προκειμένου να παρέχεται αποτελεσματική προστασία στους καταναλωτές, αφενός και να διασφαλίζει σαφές και απλό νομικό πλαίσιο για τους εμπόρους ψηφιακού περιεχομένου, αφετέρου, η πρώτη οδηγία εφαρμόζεται σε ψηφιακό περιεχόμενο που παρέχεται σε ενσώματο μέσο, όπως DVD, CD, κλειδιά USB και κάρτες μνήμης, καθώς και στο ίδιο το ενσώματο μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι το ενσώματο μέσο λειτουργεί μόνο ως φορέας για τη μεταφορά του ψηφιακού περιεχομένου. Ωστόσο, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την παράδοση των αγαθών και τους τρόπους επανόρθωσης σε περίπτωση μη παράδοσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με την υποχρέωση προμήθειας που αναλαμβάνει ο έμπορος καθώς και σχετικά με τους τρόπους επανόρθωσης που διαθέτει ο καταναλωτής σε περίπτωση αδυναμίας προμήθειας, αλλά οι διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2011/83, οι οποίες ενσωματώνονται στις διατάξεις του Ν. 2251/1994.
Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771 αποσκοπούν στην πλήρη εναρμόνιση των βασικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγκαστικού δικαίου των μερών σε μία σύμβαση προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου ή διαδικτυακών πωλήσεων αγαθών. Οι οδηγίες συμβάλουν, έτσι, στην ταχύτερη ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, δεδομένου ότι μειώνουν το κόστος που προκύπτει από τις διαφορές του δικαίου των κρατών μελών της ΕΕ, οι οποίες δημιουργούν εμπόδια στο εμπόριο ψηφιακού περιεχομένου και αγαθών. Επιπλέον, θα συμβάλλουν στην επίτευξη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούν να διαθέτουν ψηφιακό περιεχόμενο ή αγαθά μέσω του διαδικτύου στους καταναλωτές σε ολόκληρη την ΕΕ και στην προστασία των καταναλωτών, καθώς κατοχυρώνουν ένα εναρμονισμένο σύνολο δικαιωμάτων αναφορικά με το ψηφιακό περιεχόμενο και τα αγαθά.
VI. Επίμετρο
Οι οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και 2019/771 πρέπει να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο έως την 01.07.2021. Οι συνέπειες από τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο θα είναι σημαντικές, καθώς με την κατάργηση της οδηγίας 1999/44 για τις πωλήσεις και την αντικατάστασή της από την οδηγία (ΕΕ) 2019/771, θα πρέπει αναγκαίως να τροποποιηθούν οι διατάξεις του ΑΚ για την πώληση (ιδίως άρθρ. 535 επ.), όπως και οι
Σελ. 17
σχετικές διατάξεις του Ν. 2251/1994 (άρθρ. 5 – 5Β). Επιπλέον, η μεταφορά της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 στο εθνικό δίκαιο θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Κατά βάση, απαιτείται η ενσωμάτωση των διατάξεων της οδηγίας στο Ν. 2251/1994, ωστόσο, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να επιλέξει την ενσωμάτωσή της στον ΑΚ, όπως έγινε κατά τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 1999/44, κάτι που θα ενισχύσει τα δικαιώματα του αγοραστή, εν γένει, στην προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας.
Σελ. 19
H Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 για τις καταναλωτικέςπωλήσεις και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο
Αναστάσιου Βαλτούδη
Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρου
Α. Ρυθμιστικό αντικείμενο
1. Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 ρυθμίζει τις πωλήσεις -ή συμφωνίες πώλησης -κατά τη διάκριση του κυπριακού δικαίου- οι οποίες: α) έχουν ως αντικείμενο πώλησης κινητό πράγμα, ακόμη δε και κινητό πράγμα με ψηφιακά στοιχεία (smart watch, smart phone κ.ο.κ.) και β) είναι καταναλωτικές, δηλαδή ο πωλητής πουλά για να εξυπηρετήσει σκοπό, που αφορά την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα, δική του ή τρίτου, σε αγοραστή, ο οποίος αγοράζει για να εξυπηρετήσει σκοπούς που δεν συνέχονται με την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα (άρθρ. 2 περίπ. 2 Οδηγίας).
2. Η Οδηγία δεν ρυθμίζει το σύνολο των νομικών ζητημάτων που συνέχονται με την καταναλωτική πώληση αλλά μόνο ειδικές μορφές ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης και συγκεκριμένα, το πραγματικό
Σελ. 20
και νομικό ελάττωμα του πράγματος, τη μη παροχή οδηγιών χρήσης και την παραβίαση συγκεκριμένων μετασυμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή.
3. Ο κοινοτικός νομοθέτης οριοθετεί τις ανωτέρω έννοιες (άρθρ. 2-3 Οδηγίας), καθορίζει τις προϋποθέσεις γέννησης της συμβατικής ευθύνης του πωλητή-εμπόρου (άρθρ. 5-9 Οδηγίας) και προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα υπέρ του αγοραστή, που παραγράφονται σε συγκεκριμένη προθεσμία (άρθρ. 10-18 Οδηγίας).
4. Θυμίζει έτσι την Οδηγία 1999/44 για τις καταναλωτικές πωλήσεις, η οποία ενσωματώθηκε στο μεν ελληνικό δίκαιο με τροποποίηση του ιδίου του δικαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, έτσι ώστε οι κοινοτικής προέλευσης διατάξεις να αφορούν κάθε είδος πώλησης (βλ. Ν. 3043/2002), στο δε κυπριακό δίκαιο με τη θέση σε ισχύ ειδικού νόμου για τις καταναλωτικές πωλήσεις, του Περί Πτυχών της Πώλησης Καταναλωτικών Αγαθών Νόμου του έτους 2000.
5. Ωστόσο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 αφενός αποκλίνει εν μέρει από τις ρυθμίσεις της παλαιότερης Οδηγίας 1999/44, αφετέρου ρυθμίζει περισσότερες μορφές παράβασης της σύμβασης από τον πωλητή, ενώ, συγχρόνως, εμπεριέχει ειδικές ρυθμίσεις αποκλειστικά για τα αγαθά με ψηφιακά στοιχεία.
Β. Υποχρέωση ενσωμάτωσης
6. Την 1η Ιανουαρίου 2022 η νέα Οδηγία θα καταργήσει την παλαιότερη Οδηγία 1999/44 (βλ. άρθρ. 23, 24 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771). Ενόψει δε της υποχρέωσης των κρατών-μελών να προσαρμόζουν τα εθνικά τους δίκαια στις κοινοτικές Οδηγίες,
Σελ. 21
και πιο συγκεκριμένα ενόψει της -εν προκειμένω ιδιάζουσας- υποχρέωσης των κρατών-μελών: α) να θεσπίσουν κανόνες για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 στα εθνικά τους δίκαια έως την 1η Ιουλίου 2021, χωρίς αναγκαία να θέσουν τους συγκεκριμένους κανόνες σε ισχύ (άρθρ. 24 § 1 υποπαρ. 1 συνδ. § 2 Οδηγίας), β) να ενημερώσουν την Επιτροπή της ΕΕ για τους κανόνες που έχουν θεσπίσει συναφώς (άρθρ. 24 § 1 υποπαρ. 4 Οδηγίας) αλλά και, τέλος, γ) να θέσουν σε ισχύ τους ανωτέρω κανόνες από την 1η Ιανουαρίου 2022 (άρθρ. 24 § 1 υποπαρ. 2 Οδηγίας), είναι αναγκαίο να αναδειχθεί το τι καινούργιο εισφέρει η νέα Οδηγία και πώς μπορεί να ενσωματωθεί στο ισχύον ελληνικό (ή και κυπριακό) δίκαιο.
7. Και μπορεί μεν η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 να έχει στενό πεδίο εφαρμογής (τις καταναλωτικές πωλήσεις), όμως ο αντίκτυπός της μπορεί, και ίσως πρέπει, να αποδειχθεί κομβικός για το εν γένει ελληνικό ενοχικό δίκαιο, παραδοχή η ορθότητα της οποίας θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί στη συνέχεια του κειμένου (βλ. παρακ. υπό Ε).
Γ. Γενικά γνωρίσματα
8. Η νέα Οδηγία δεν είναι στο σύνολό της Οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης αλλά, αντιθέτως, απόλυτης εναρμόνισης (άρθρ. 4 Οδηγίας), δηλαδή απολύτως δεσμευτική για τους εθνικούς νομοθέτες (σε αντίθεση με την Οδηγία 1999/44 που είναι εν πολλοίς ελάχιστης εναρμόνισης), με εξαίρεση πάντως ορισμένα ζητήματα, ελάχιστης ή ελεύθερης εναρμόνισης, όπου η τελική ρύθμιση εναπόκειται στην κρίση του εθνικού νομοθέτη.
9. Οι δε νέες διατάξεις, που θα ενσωματώσουν την Οδηγία στα εθνικά δίκαια, εφόσον αφορούν καταναλωτικές πωλήσεις, θα είναι δεσμευτικές για τον προμηθευτή, με άλλα λόγια μονομερώς αναγκαστικού δικαίου υπέρ του καταναλωτή. Δηλαδή τα μέρη θα δικαιούνται να αποκλίνουν από τις συναφείς ρυθμίσεις, όμως μόνο αν αυτό ευνοεί τον καταναλωτή (άρθρ. 21 της Οδηγίας), γνώρισμα που ισχύει ήδη
Σελ. 22
για τις διατάξεις που έχουν ενσωματώσει την παλαιότερη Οδηγία 1999/44 (άρθρ. 7 § 1 Οδηγίας 1999/44).
Δ. Οι επιμέρους ρυθμίσεις
10. Όσον αφορά τις επιμέρους ρυθμίσεις της Οδηγίας, αν: α) επί πώλησης -ή συμφωνίας πώλησης κατά το κυπριακό δίκαιο- κινητού πράγματος (άρθρ. 2 περίπτ. 1 Οδηγίας)-, β) το πράγμα έχει πραγματικό ή νομικό ελάττωμα, τη χρονική στιγμή που παραδίδεται στον αγοραστή (άρθρ. 5-9 Οδηγίας), τότε γ) ο πωλητής υπέχει έναντι του αγοραστή ειδική συμβατική ευθύνη (άρθρ. 10-18 Οδηγίας). Επί των βασικών αυτών παραδοχών χρειάζεται να εξαρθεί ιδίως ότι:
Ι. Έννοια πώλησης
11. Κατά την Οδηγία, πώληση δεν είναι απλώς η υπόσχεση, έναντι χρηματικής αντιπαροχής, της μεταβίβασης της κυριότητας ενός πράγματος (άρθρ. 2 περίπτ. 1 Οδηγίας). Πώληση είναι και η υπόσχεση, έναντι χρηματικής αντιπαροχής, της μεταβίβασης της κυριότητας ενός μελλοντικού να κατασκευαστεί πράγματος, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του αγοραστή (άρθρ. 3 § 2 Οδηγίας). Ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός ισχύει στη Σύμβαση της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών. Όμως αποκλίνει από τα ισχύοντα στο ελληνικό αστικό δίκαιο, όπου οι αντίστοιχες συμβάσεις, κατά την πάγια νομολογία μας, θεωρούνται συμβάσεις έργου.
12. Και όταν ο πωλητής αναλάβει την υποχρέωση όχι μόνο να μεταβιβάσει την κυριότητα του πωληθέντος (παροχή χαρακτηριστική της σύμβασης πώλησης) αλλά, επιπλέον, και να παράσχει υπηρεσία στον αγοραστή, τότε η όλη ενιαία σύμβαση θα υπαχθεί στο δίκαιο της πώλησης ή/και της παροχής υπηρεσιών με βάση τη θεωρία περί μικτών συμβάσεων, που ισχύει στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο για τη συγκεκριμένη σύμβαση (βλ. Σκ. 17η Προοιμίου Οδηγίας).