ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

Κράτος, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης & Μηχανές Αναζήτησης μεταξύ ιδιωτικοποίησης του ελέγχου & ελέγχου του ιδιώτη

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 12.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17980
Ασκητής Α.
Μαντζούφας Π.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 224
  • ISBN: 978-960-654-240-4
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ψηφιακή Ελεύθερη Έκφραση» προσεγγίζει την εξέλιξη του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου και του τύπου που διαμορφώνεται στο ψηφιακό και διαδικτυακό περιβάλλον, υπό την επίδραση της ευρωπαϊκής και αμερικανικής έννομης τάξης. Το έργο περιλαμβάνει τους μετασχηματισμούς των βασικών εννοιών της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο, τη λειτουργία και επίδραση των μηχανών αναζήτησης στην διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, την ανάπτυξη και επιρροή του φαινομένου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην εκφορά του λόγου, και τους νέους προβληματισμούς σχετικά με την ανάπτυξη της ψηφιακής αγοράς των ιδεών. Απευθύνεται τόσο στον νομικό της πράξης, δικηγόρο ή δικαστή, όσο και στον κλάδο της ενημέρωσης και της πληροφορικής.

Πρόλογος Σελ. IX
Προλογικό σημείωμα του Συγγραφέα Σελ. ΧV
Εισαγωγικά Σελ. 1
1. Βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις
1.1 Οι 3 θεωρητικές προσλήψεις της ελευθερίας του λόγου Σελ. 5
1.2 Το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και η πρόσβαση στην πληροφορία ως μορφή του δικαιώματος στην ελληνική έννομη τάξη υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ Σελ. 9
1.3 Η ελευθερία του τύπου μεταξύ επαγγέλματος, βιομηχανίας και τεχνολογίας Σελ. 14
1.4 Η επέκταση των αρχών της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο Σελ. 25
2. Οι νέες διαδικτυακές προκλήσεις της ελεύθερης έκφρασης
2.1 Τα δεδομένα στο στερέωμα του λόγου και της πληροφορίας μεταξύ ψηφιακού και αλγοριθμικού λόγου Σελ. 31
2.2 Το δικαίωμα λόγου των νομικών προσώπων Σελ. 36
2.3 Η απορρυθμιστική δυναμική της ελευθερίας του λόγου στην αλγοριθμική κοινωνία Σελ. 42
2.4 Μεταξύ δικαιωμάτων του ομιλητή και δικαιωμάτων του ακροατή Σελ. 49
2.5 Οι διαδικτυακές κοινότητες - παθολογία και ρύθμιση του λόγου στο διαδίκτυο Σελ. 56
3. Οι μηχανές αναζήτησης στο προσκήνιο της ελευθερίας της πληροφόρησης
3.1 Η λειτουργία και η στόχευση των μηχανών αναζήτησης Σελ. 63
3.2 Η φύση των αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης Σελ. 68
3.3 Μεταξύ εκδότη και αγωγού Σελ. 73
3.4 Το φαινόμενο της μεροληψίας των μηχανών αναζήτησης Σελ. 84
3.5 Η λειτουργία της αυτόματης συμπλήρωσης Σελ. 97
4. Η είσοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην μετάδοση της πληροφορίας
4.1 Η εμφάνιση των ΜΚΔ και η αμφίσημη θέση τους στο στερέωμα της πληροφορίας Σελ. 103
4.2 Η μετάβαση από το δυαδικό μοντέλο στο σύγχρονο τρίγωνο της πληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι επιπτώσεις της Σελ. 108
4.3 Η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην μεταλλαγή της δημοσιογραφίας Σελ. 114
4.4 Η επιρροή της 1ης Τροπολογίας στις πλατφόρμες Σελ. 117
4.5 Η ρυθμιστική επέκταση της ΕΕ και η επιρροή της ευρωπαϊκής νομικής σκέψης στις πλατφόρμες Σελ. 122
5. Η ρύθμιση του δημοσίου λόγου στις πλατφόρμες και η επέκταση των περιορισμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
5.1 Οι εκδοχές του δημοσίου forum και η ένταξη των ΜΚΔ στην προβληματική Σελ. 127
5.2 Κυβερνητικός λόγος και δημόσιος τομέας στα ΜΚΔ Σελ. 130
5.3 Knight Institute v Trump Σελ. 137
5.4 Κυβερνητική παρακολούθηση και αποκλεισμός της πρόσβασης - Από την εκδοχή των ανελεύθερων καθεστώτων έως την απόφαση Packingham v North Carolina Σελ. 143
5.5 Οι σύγχρονες εκδοχές της λογοκρισίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης - από τον πληροφοριακό βομβαρδισμό στα διαδικτυακά bots Σελ. 148
6. Οι νέες προκλήσεις της πρόσβασης στην πληροφορία - ιδιωτικότητα και έλεγχος του ψεύδους
6.1 Αυτοματοποιημένη επεξεργασία και ιδιωτικότητα του χρήστη στα ΜΚΔ Σελ. 153
6.2 Το φαινόμενο του filter bubble Σελ. 155
6.3 Παραπληροφόρηση και fake news στην εποχή της μετά-αλήθειας και των εναλλακτικών δεδομένων Σελ. 158
6.4 Ο εργολαβικός έλεγχος της αλήθειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης - από το fact checking στις Επιτροπές Ελέγχου Σελ. 168
7. Καταληκτικά - Ιδιωτικοποίηση του ελέγχου ή έλεγχος του ιδιώτη Σελ. 177
Βιβλιογραφία Σελ. 181
Αρθρογραφία Σελ. 185
Αλφαβητικό ευρετήριο Σελ. 201

Σελ. 1

Εισαγωγικά

Η φύση της επανάστασης που πραγματοποιείται στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων χαρακτηρίζεται, στα πρώιμα στάδια της, από την ενδεχόμενη αδυναμία των ίδιων των ατόμων να κατανοήσουν το αυτονόητο της συμμετοχής τους σε αυτήν. Και όταν η συνειδητοποίηση τελικά έρχεται, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα την δυνατότητα τους να κατανοήσουν ή να προβλέψουν την κατεύθυνση που η αλλαγή θα επιφέρει.

Η σύγχρονη εκδοχή της ελευθερίας του λόγου είναι αρκετά πιθανό ότι θα προξενούσε κύματα ικανοποίησης στους πρώιμους εμπνευστές της φιλελεύθερης θεώρησης του δικαιώματος. Αν και όλοι οι άνεμοι του δόγματος είναι ελεύθεροι να περιδιαβαίνουν την σκέψη, εφόσον η αλήθεια είναι ελεύθερη, σφάλλουμε αμφισβητώντας την δυνατότητα της να υπερισχύσει μέσω της λογοκρισίας και των απαγορεύσεων αμφισβήτησης της- υποστήριξε ο Μίλτον. Οι πιθανότητες όμως είναι ότι ούτε οι πρώιμοι ωφελιμιστές που υποστήριξαν με θέρμη την ελευθερία του λόγου σε μια εποχή αυστηρής λογοκρισίας, ούτε οι θεμελιωτές των ευρωπαϊκών συνταγμάτων ή τα συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ ή οι ιδρυτές πατέρες του Αμερικανικού Συντάγματος και της σύγχρονης ερμηνείας του θα αναγνώριζαν πλήρως το τοπίο μετάδοσης της πληροφορίας ή τις σύγχρονες λεωφόρους της έκφρασης που διαμορφώνονται στον 21 αιώνα.

Η είσοδος του διαδικτύου στην καθημερινότητα μας άλλαξε τα δεδομένα και στον τομέα της έκφρασης και της πρόσβασης στην πληροφορία. Μπορεί εν τέλει να επικράτησε, και ως ένα βαθμό δίκαια, η λογική των υπερμάχων της εφαρμογής των αρχών της νομικής ρύθμισης στο διαδίκτυο όπως και σε κάθε άλλο τομέα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, υλικής ή μη, όμως ένας απόηχος της ελευθεριακής θε-

Σελ. 2

ωρίας του John Perry Burlow παρέμεινε, αν όχι στην ρυθμιστική παρεμβολή της έννομης τάξης, τουλάχιστον στο υποσυνείδητο των πολιτών και στην κοινότητα της πληροφορικής. «Δημιουργούμε έναν κόσμο όπου οποιοσδήποτε, οπουδήποτε μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του/της, ανεξαρτήτως της μοναδικότητας τους, χωρίς τον φόβο του εξαναγκασμού σε σιωπή ή συμμόρφωση» έγραφε ο Burlow στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στον Κυβερνοχώρο, ένα καθαρά μη δεσμευτικό και πανηγυρικού χαρακτήρα κείμενο, που όμως αποτελεί ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς στην σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών και επικριτών της ελευθεριακής θεωρίας στο διαδίκτυο.

Το διαδίκτυο όμως μας επιφύλαξε μια μάλλον αναμενόμενη έκπληξη. Η ταχύτητα της τεχνολογικής εξέλιξης, η αύξηση των συνδεδεμένων χρηστών και η ανάπτυξη νέων διαύλων επικοινωνίας οδήγησε στην εμφάνιση νέων μέσων, πέρα από τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας, προκαλώντας μια επανάσταση εντός της πληροφοριακής επανάστασης. Αν οι ιστοσελίδες θεωρήθηκαν καινοτόμες, τα blogs αποτέλεσαν ένα πεδίο έντονου προβληματισμού στον νομικό κόσμο λόγω της πρωτοτυπίας τους στο πεδίο της διάδοσης της πληροφορίας. Αφενός υπαρκτές είναι οι μομφές για την αδυναμία ρύθμισης του φαινομένου από τον νομοθέτη, σε βαθμό απονομιμοποίησης της εξουσίας του, όπως και η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη περί της υπεράσπισης της ελευθεροτυπίας εντός των ιστολογίων μέσω της παροχής ασυλίας από την ευθύνη του παρόχου.

Στο πλαίσιο αυτό η εμφάνιση πλατφορμών όπως το Facebook, η Google, το Twitter το Linkedin ή το Youtube αποτέλεσε μια εξέλιξη που αρχικά πέρασε ως ένα βαθμό απαρατήρητη από πλευράς της ελευθερίας του λόγου. Η επικοινωνιακή δυνατότητα που οι πλατφόρμες προσφέρουν απορρόφησαν τον θαυμασμό περισσότερο για την διασυνδεσιμότητα που προσέφεραν σε έναν διαρκώς πιο συνδεδεμένο κόσμο, χωρίς η θεωρία της ελευθερίας του λόγου, ανεξαρτήτως της εδαφικότητας της, να αποτελέσει το σημείο ενδιαφέροντος του νομικού κόσμου. Άλλωστε οι δυνάμεις

Σελ. 3

και οι κατευθύνσεις που το Διαδίκτυο λαμβάνει είναι- κατά την διατύπωση του Supreme Court των ΗΠΑ- τόσο καινοτόμες, με τόσες μακροπρόθεσμες προεκτάσεις, που τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστικός σχηματισμός οφείλουν να είναι μνήμονες του γεγονότος ότι η νομική λύση του σήμερα ενδέχεται να έχει ήδη καταστεί παρωχημένη αύριο.

Πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ίσως τις κυριότερες λεωφόρους της επικοινωνίας, ενώ οι μηχανές αναζήτησης το σύγχρονο κέντρο λήψης πληροφοριών, ξεπερνώντας σε προσβασιμότητα οποιαδήποτε κλασική μορφή ενημέρωσης, είτε δια του τύπου είτε της ραδιοτηλεόρασης. Η εξέλιξη αυτή όμως μας φέρνει πλέον αντιμέτωπους με νέα ερωτήματα που θέτουν την κλασική μας θεώρηση περί της ελευθεροτυπίας και ελευθερίας της έκφρασης εν αμφιβόλω. Πρώτο και κυριότερο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο διαφέρει από την κλασική θεώρηση του δικαιώματος. Εάν η αρχική υπόθεση ότι δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ των ορίων και περιορισμών της ελευθερίας του λόγου στην κλασική της μορφή και στην ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο είναι ορθή, γεννάται πλέον η απορία του πεδίου στο οποίο εντάσσονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι μηχανές αναζήτησης στον αστερισμό των κατηγοριοποιήσεων που μπορούν να εφαρμοστούν επ’ αυτών. Και το κυριότερο, οποιαδήποτε θεωρία ελέγχου και αν δεχτούμε ως ορθή, ποιος και εάν έχει την αρμοδιότητα του καθορισμού των ορίων της επιτρεπτής ρύθμισης- ή άλλως λογοκρισίας προληπτικής ή παρεπόμενης-, το εκάστοτε ρυθμιστικό εθνικό κράτος ή η αυτορρύθμιση από τις ίδιες τις πλατφόρμες, σε μια περίοδο αυξημένων παραβάσεων της ιδιωτικότητας των χρηστών τους.

 

Σελ. 4

 

Σελ. 5

1. Βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις

1.1 Οι 3 θεωρητικές προσλήψεις της ελευθερίας του λόγου

Η σύγχρονη εκδοχή της ελευθερίας του λόγου έχει ένα θεωρητικό υπόβαθρο, το οποίο και καθορίζει τα όρια της νομικής ρύθμισης ή της δικαστικής σκέψης, με την κλίση της κάθε θεωρίας να επηρεάζει το αποτέλεσμα του επιτρεπτού των περιορισμών. Συστηματοποιώντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα κύρια ρεύματα της νομικής σκέψης για την ελευθερία του λόγου, με τις μεταξύ τους διαφορές να καθίστανται σε οριακές περιπτώσεις δυσδιάκριτες, είναι τρία χωρίς κανένα να κυριαρχεί απόλυτα στο πεδίο της ρύθμισης της ελευθερίας του λόγου, αλλά μάλλον με την επιρροή της κάθε θεωρίας να είναι ορατή στις επιμέρους εκφάνσεις του δικαιώματος. Κατά πρώτον η θεωρία της αυτοκυβέρνησης με βασικό επιχείρημα την ανάγκη ύπαρξης του δικαιώματος ως προαπαιτούμενο της δημοκρατίας. Κατά δεύτερον η θεωρία της αγοράς των ιδεών ή της υπερίσχυσης της αλήθειας με αιχμή του δόρατος τον συλλογισμό ότι η ελεύθερη αναμέτρηση των απόψεων αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο για την κοινωνία ώστε να διαχωρίσει την αλήθεια από το ψεύδος. Τρίτη προσέγγιση αποτελεί η προσέγγιση της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του ατόμου, με την ακώλυτη ελευθερία της έκφρασης να αποτελεί αναγκαιότητα για το κάθε άτομο ώστε να πραγματοποιήσει στο μέγιστο τις δυνατότητες ή επιδιώξεις του.

Η θεωρία της αυτοκυβέρνησης εκκινεί από το αξίωμα ότι το κλειδί της επίτευξης μιας ελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατίας βρίσκεται όχι απλά στην εξειδίκευση του γενικού συμφέροντος, το οποίο είναι μια έννοια αόριστη και μεταβαλλόμενη, αλλά στην διαδικασία διαμόρφωσης των σκοπών που συγκροτούν το γενικό αυτό συμφέρον μέσα από την ελεύθερη έκφραση του κάθε πολίτη για τις προτιμήσεις του στην δημοκρατική αρένα. Κατά συνέπεια καμία δέσμη αξιών ή συμφερόντων δεν είναι εγγενώς υπέρτερη της άλλης, αλλά μάλλον η ίδια η διαδικασία της έκφρασης των διαφορετικών συμφερόντων και η θεσμοθέτηση της διαδικασίας

Σελ. 6

έκφρασης των αντιτιθέμενων απόψεων αποτελεί την λυδία λίθο της πλουραλιστικής δημοκρατίας. Η ελεύθερη έκφραση και η ελεύθερη πρόσβαση στις πληροφορίες που διαμορφώνουν την άποψη του πολίτη αποτελούν το εφαλτήριο της δικής του έκφρασης και άποψης κατά την συμμετοχή του στον καθορισμό του γενικού συμφέροντος. Ως εκ τούτου η ελεύθερη έκφραση του πολίτη, απαλλαγμένη από την κρατική παρέμβαση, δημιουργεί εκ του αποτελέσματος της απουσίας της, την ανάγκη προστασίας της ως αναγκαιότητα του προγράμματος της αυτοκυβέρνησης. Στο πλαίσιο όμως αυτό τα ατομικά δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγου και της πληροφόρησης προστατεύονται από την υπέρμετρη κυβερνητική ανάμειξη, χωρίς αυτό όμως να αναιρεί την δυνατότητα της κυβέρνησης να δρα προς την κατεύθυνση του γενικού συμφέροντος. Το ουσιώδες δεν είναι η ομιλία από όλους, αλλά η δυνατότητα οτιδήποτε άξιο λόγου να ειπωθεί. Το μοντέλο της αυτοκυβέρνησης δεν θεωρεί τον λόγο ως αυτόφωτα άξιο προστασίας. Στο επίκεντρο του βρίσκεται η προστασία του πολιτικού λόγου, και οι κατηγορίες λόγου όπως ο εμπορικός λόγος ή η καλλιτεχνική έκφραση εκλαμβάνονται ως υποδεέστερης στάθμης προστασίας και περίπου ως περισπασμοί από την δημιουργία ενός καλά πληροφορημένου πολιτικού σώματος.

Η δεύτερη θεωρία εδράζεται στην ανάγκη του διαλόγου ως συστατικού στοιχείου για την αναζήτηση της αλήθειας. Το κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για την αναζήτηση της αλήθειας συνδέεται άρρηκτα με την δυνατότητα του κάθε ατόμου να εκφράζει ακώλυτα τις απόψεις του. Ως εκ τούτου ο διαχωρισμός της αλήθειας από το ψέμα στον πολιτικό ή κοινωνικό στίβο διέρχεται από την ανεμπόδιστη διάδοση της άποψης και της πληροφορίας μέσω της συνεισφοράς του κάθε ατόμου στον ανοιχτό διάλογο. Το κέντρο βάρους δεν βρίσκεται στην εύρεση της αλήθειας αλλά στην ίδια την διαδικασία της αναζήτησης της. Κορυφαία εκδήλωση της εν λόγω θεωρίας αποτελεί η έννοια της αγοράς των ιδεών όπως αποτυπώθηκε στην γνώμη του δικαστή W.O Holmes στην απόφαση Abrams v USA, χωρίς η ίδια η

Σελ. 7

φράση να έχει ειπωθεί από τον ίδιο τον Holmes. Με βάση την εν λόγω θεώρηση η συντεταγμένη πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την ροή του λόγου και της πληροφορίας στην αγορά των ιδεών, από την αναμέτρηση των οποίων στην ελεύθερη αγορά η αλήθεια θα υπερισχύσει. Οι επιβλαβείς ιδέες αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο αυτό μόνο από επωφελείς ιδέες -μέσω της αντιπαραβολής των απόψεων- και όχι μέσω της καταστολής του ανοιχτού διαλόγου. Το αντίδοτο στις ακραίες απόψεις είναι οι περισσότερες και διαφοροποιημένες απόψεις και όχι η επιβαλλόμενη σιωπή. Οι μόνες ιδέες που πρέπει να περιορίζονται είναι αυτές οι οποίες περιστέλλουν την λειτουργία της ελεύθερης αγοράς των ιδεών και κατατείνουν σε άμεσο και καθαρό κίνδυνο για την κοινωνία, και επικείμενη δράση. Η αναζήτηση όμως μίας και αντικειμενικής αλήθειας είναι μια αναζήτηση υποκειμενική και αμφισβητήσιμη, ιδιαίτερα όταν αφορά το ευαίσθητο πεδίο του πολιτικού λόγου. Αν η αλήθεια μιας άποψης γύρω από οποιοδήποτε θέμα ήταν εκ των προτέρων δεδομένη τότε θα απουσίαζε ο ίδιος ο σκοπός της διερεύνησης και του προβληματισμού γύρω από τον σαφή ορισμό της, o οποίος θα ήταν ήδη δεδομένος και αυταπόδεικτος. Αντίθετα η απουσία μιας αντικειμενικότητας στην έννοια της αλήθειας συνεπάγεται ότι όλες οι ιδέες έχουν prima facie την ίδια ακριβώς αξιακή αποτίμηση μεταξύ τους, και κανένα τεστ δεν μπορεί να καθορίσει την υπεροχή της μίας ή την υποχώρηση της άλλης. Το μοναδικό αξιόπιστο τεστ της οποιασδήποτε άποψης είναι η ικανότητα της να γίνει αποδεκτή μέσω της αποδοχής του μηνύματος της στον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς των ιδεών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κάθε άτομο δεν οφείλει τίποτα παραπάνω στην κοινωνία παρά την συνεισφορά των ιδεών του/της στην ελεύθερη αυτή αγορά. Το αόρατο χέρι της αγοράς θα κατευθύνει με φυσικό τρόπο την κοινωνία στην αλήθεια, με την συνταγματική προστασία της ατομικής ελευθερίας του λόγου να ευεργετεί εν τέλει υπό μορφή θεσμικής εγγύησης το κοινωνικό σύνολο. Εφόσον ο ανταγωνισμός της αγοράς εξουδετερώνει τις ακατάλληλες απόψεις η κρατική ρύθμιση είναι αχρείαστη και ενδεχομένως και ανεπιθύμητη.

Σελ. 8

Η μεταφορική χρήση της έννοιας της αγοράς των ιδεών κατά συνέπεια γίνεται περισσότερο αντιληπτή ως εμπειρική μέθοδος για την αύξηση της γνώσης παρά ως ένα δομικό εργαλείο για την ανακάλυψη της αλήθειας. Ακόμα και στις περιπτώσεις που βλέπουμε την θεωρία της αγοράς των ιδεών να συγκρούεται με τις σύγχρονες επιστημονικές αποδεικτικές μεθόδους, η θεωρία διατηρεί μια αξιοσημείωτη επιρροή στην διαμόρφωση του δημοσίου διαλόγου. Η αντοχή στην δοκιμασία του χρόνου της πεποίθησης ότι το αντίδοτο στον ψευδή λόγο είναι περισσότερος λόγος, παρά τα πολλαπλά παραδείγματα που ο αντίλογος με επιστημονικά δεδομένα αντιμέτωπος με καθαρά ψευδείς ισχυρισμούς συνεισφέρει ελάχιστα στον διαφωτισμό του ατόμου που πείστηκε από ψευδείς ισχυρισμούς, ενδεχομένως είναι από μόνο του ένα παράδειγμα της αντίστασης του ψεύδους στην υπερίσχυση της αλήθειας.

Η θεωρία της προσωπικής αυτονομίας πηγάζει από την ανάδυση ενός ατομικιστικού ήθους που διαπερνά την σύγχρονη κοινωνία. Παρόλο που την πρώτη αναφορά του ατομικισμού στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο την συναντάμε για πρώτη φορά στον Tocqueville, οι πολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις του 20 και 21 αιώνα οδήγησαν στην διαμόρφωση συνθηκών που ανταποκρίνονται καλύτερα στην έννοια την οποία ο Γάλλος στοχαστής επιδίωκε να αποδώσει με σημείο αναφοράς την πρώιμη αμερικανική δημοκρατία. Η έμφαση εν προκειμένω τοποθετείται στην ατομική ανεξαρτησία του ατόμου μέσα στην κοινωνία, στην αυτοβελτίωση του με δική του μέριμνα, συνοδευόμενη από μια σχεδόν εικονοκλαστική δυσπιστία απέναντι στην κεντρική εξουσία. Ο σκοπός εν προκειμένω του ατόμου είναι η ολοκλήρωση της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του και η εκπλήρωση των δυνατοτήτων του, στην διαμόρφωση του οποίου έχει το απόλυτο δικαίωμα του σχηματισμού και έκφρασης των πεποιθήσεων που διαμορφώνει. Η ελεύθερη έκφραση είναι ως εκ τούτου απαραίτητη για την αποφυγή της παρεμπόδισης της ανάπτυξης της προσωπικότητας του και λαμβάνει θεμελιώδη χαρακτήρα στην ανάπτυξη των ιδεών, στην πνευματική αναζήτηση και ολοκλήρωση της προσωπικότητας του. Ως

Σελ. 9

εκ τούτου το θεμελιακό στοιχείο της εν λόγω θεωρίας είναι η προσωπική αυτονομία και η -καντιανής έμπνευσης- προσέγγιση ότι η ελευθερία του πολίτη ως στοιχείου του ανθρώπινου πνεύματος είναι κυρίαρχο δικαίωμα του, με σεβασμό των ελευθεριών των υπολοίπων πολιτών.

1.2 Το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και η πρόσβαση στην πληροφορία ως μορφή του δικαιώματος στην ελληνική έννομη τάξη υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ

Οι παραπάνω προσεγγίσεις αποτελούν την γενική θεωρητική μήτρα του δικαιώματος, την οποία εξειδικεύει ο νομοθέτης και εκλεπτύνει η δικαστική σκέψη, ακόμα και στην ελληνική έννομη τάξη υπό την ενοποιητική επιρροή του ΕΔΔΑ. Δυνάμει του αρ. 14 Συντ. ο καθένας μπορεί να διαδίδει την γνώμη, τους ισχυρισμούς ή τις πεποιθήσεις του είτε γραπτά είτε προφορικά είτε μέσω του τύπου, με την διεθνή κατοχύρωση της αρχής να προβλέπεται στο αρ. 19 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ με ανάλογη διατύπωση και στο αρ. 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η γενική διάταξη όμως της ελευθερίας της έκφρασης δεν βρίσκει έρεισμα αποκλειστικά στην γενικότητα που χαρακτηρίζει τις εν λόγω διατάξεις. Η προστασία της εξειδικεύεται σε προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της θρησκευτικής ελευθερίας ή της ελευθερίας του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού. Θέτει τους γενικούς όρους άσκησης του δικαιώματος και αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της πραγμάτωσης των υπόλοιπων συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η προστασία μάλιστα αυτή εκτείνεται σε κάθε μέσο με το οποίο μπορεί να προκύψει η μεταφορά της έκφρασης και δυνατότητα επηρεασμού της κοινής γνώμης, ακόμα και αν αυτή δεν έχει προβλεφθεί στην ίδια την συνταγματική διάταξη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την απαρίθμηση των τρόπων πραγμάτωσης να επέχει ενδεικτικό και όχι περιοριστικό χαρακτήρα. Η γλωσσική επικοινωνία, είτε είναι γραπτή είτε προφορική είτε δια του τύπου, δεν αποτελεί το σύνορο της προστασίας του δικαιώματος, το οποίο εν τέλει εκτείνεται σε οποιοδήποτε

Σελ. 10

μέσο ή ενέργεια είναι ικανή να μεταδώσει ένα οποιοδήποτε μήνυμα το οποίο μπορεί να γίνει ευλόγως αντιληπτό από το περιβάλλον στο οποίο εκτίθεται.

Η διάταξη προϋποθέτει και θεωρεί ως αυτονόητη την αυτοδύναμη ανάπτυξη των απόψεων, ισχυρισμών και πεποιθήσεων, ως εντασσσόμενο στην σφαίρα αυτόκαθορισμού του ατόμου και μέρος της προστασίας της προσωπικότητάς του. Το δικαίωμα στην ενεργητική του διάσταση δεν είναι αποκλειστικά ατομικό αλλά καθιερώνεται και ως πολιτικό δικαίωμα που αποσκοπεί στην πλουραλιστική διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω του σεβασμού της διαφορετικής από την κρατούσα άποψης και την δυνατότητα ανεμπόδιστης έκφρασης του ατόμου για οποιοδήποτε θέμα αφορά στον ιδιωτικό, κοινωνικό και πολιτικό στίβο. Η ίδια όμως η διαμόρφωση της γνώμης και η συνακόλουθη έκφραση της συμπλέκεται με την ελευθερία όχι μόνο της έκφρασης αλλά και της δυνατότητας στην πληροφόρηση και στην ανεμπόδιστη αναζήτηση πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους που κατοχυρώνεται στο αρ. 5Α παρ.1 Συντ., αποτελώντας ο συνδυασμός των δύο άρθρων την θεσμική εγγύηση της πλουραλιστικής έκφρασης της κοινωνίας, ως θεμελιώδους γνωρίσματος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην έννοια συμπεριλαμβάνεται και η παθητική πληροφόρηση, δηλαδή η διάνοιξη μιας πηγής πληροφοριών και η γνώση του περιεχομένου τους, τόσο με την μορφή της μαζικής πληροφόρησης με πολιτικό υπόβαθρο όσο και στην ατομική πληροφόρηση του κάθε πολίτη. Η προστασία δεν αφορά αποκλειστικά την στενή έννοια του λόγου αλλά περιλαμβάνει και την συμβολική εκφορά της έκφρασης του ατόμου, οποιαδήποτε μορφή μπορεί να λάβει είτε αυτή είναι μέσω συμβόλων, νοημάτων ή και της ενδυμασίας. Η επέκταση όμως της προστασίας στην περίπτωση του συμβολικού λόγου συναντά τον προβληματισμό πότε η πράξη η οποία πραγματώνει την μεταφορά του μηνύματος αποκτά περισσότερο τα χαρακτηριστικά της ενέργειας και η προστασία της έκφρασης μέσω του συμβολισμού υποχωρεί έναντι του ενεργητικού στοιχείου

Σελ. 11

που αποτελεί το μέσο πραγμάτωσης της, και κατά συνέπεια απομειώνει το πεδίο της προστασίας του δικαιώματος, σε περιπτώσεις όπου η ίδια η πράξη υπερισχύει της μεταφοράς του μηνύματος που η πράξη αυτή εκφράζει.

Η συνταγματική διάταξη δεν έχει μια αποκλειστικά ενεργητική διάσταση. Η παθητική διάσταση περιλαμβάνει καταρχήν την υποχρέωση αποχής της κρατικής εξουσίας από την επέμβαση στην δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος. Ο σεβασμός της διαφορετικότητας και η ουδετερότητα του κράτους έναντι των αντίθετων απόψεων αποτελούν την εγγύηση της αποτελεσματικής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αποτροπή της δημιουργίας μιας δημοκρατίας των συμφωνούντων αποτελεί ακριβώς την ουσία ύπαρξης του δικαιώματος. Άρα η προστασία των απόψεων, ακόμα και των ακραίων, διχαστικών, ή σοκαριστικών περιλαμβάνεται καταρχήν στην προστατευτική εμβέλεια του δικαιώματος υπό την αρνητική εκδοχή του. Κυριότερη όμως μορφή της αρνητικής έκφανσης του δικαιώματος αποτελεί η δυνατότητα του ατόμου να μην προβαίνει σε έκφραση των απόψεων, ιδεολογικών κατευθύνσεων ή πεποιθήσεων του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπερισχύει ex ante έναντι όλων των υποχρεώσεων του πολίτη, όπως λ.χ. η παροχή μαρτυρίας ενώπιον των δικαστικών αρχών, αλλά αποσκοπεί στην προστασία του αυτοκαθορισμού του πολίτη για θέματα που αφορούν τον πυρήνα της διαμόρφωσης του ως προσωπικότητα.

Φορέας του δικαιώματος είναι κάθε φυσικό πρόσωπο και κάθε νομικό πρόσωπο ιδρυματικού ή σωματειακού χαρακτήρα ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα και πολιτικά κόμματα. Πέρα από την αναγνώριση του δικαιώματος σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, το δικαίωμα δεν είναι απίθανο να ασκηθεί και από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εφόσον η άσκηση του δικαιώματος προσιδιάζει στη φύση και τον προορισμό του. Η άρνηση της αναγνώρισης του δικαιώματος σε ΝΠΔΔ θα μας έφερνε στο άτοπο της αδυναμίας έκφρασης ενός νομικού προσώπου για οποιοδήποτε ζήτημα το αφορά, όπως για παράδειγμα των πανεπιστημιακών ή των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Το κράτος εν στενή εννοία αντίθετα δεν είναι αρχικά κατά κυριολεξία -τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση- φορέας του δικαιώματος, πλην της θεσμικής δυνατότητας έκφρασης της κρατικής βούλησης μέσω της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Βέβαια η κάθε ενέργεια

Σελ. 12

της εκτελεστικής εξουσίας είτε αυτή αφορά την πρόταση νόμων, ή την εξαγγελία οποιουδήποτε πολιτικού προγράμματος ή πολιτικής εντάσσεται στη σφαίρα της έκφρασης της πολιτικής της κατεύθυνσης και συνιστά έκφραση.

Αποδέκτης του δικαιώματος είναι καταρχήν η κρατική εξουσία η οποία και παραδοσιακά αποτελούσε την κύρια πηγή διακινδύνευσης του δικαιώματος. Η κυριαρχία όμως της ιδιωτικής οικονομίας στα μέσα μετάδοσης και διάχυσης της πληροφορίας και της έκφρασης μεταβάλλει τους ιδιώτες σε εν δυνάμει αυτοτελή κέντρα εξουσίας, όπερ και σημαίνει ότι με βάση την θεωρία της τριτενέργειας των δικαιωμάτων η δυνατότητα της αυτοφυούς επιβολής στην πραγμάτωση του δικαιώματος πέρα από την βούληση του κράτους μεταβάλλει και τους ιδιώτες σε εν δυνάμει αποδέκτες του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Η επέλαση μάλιστα της τεχνολογίας καθιστά πλέον το ερώτημα της ενδεχόμενης τριτενέργειας του δικαιώματος στους εκδότες ή στα ΜΜΕ παρωχημένο. Και οι πιθανές διακινδυνεύσεις του δικαιώματος δεν αφορούν απλώς την δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο αλλά την ίδια την διαδικασία ελέγχου και τα κριτήρια αποκλεισμού και διαγραφής του περιεχομένου της επικοινωνίας και της διάδοσης των απόψεων.

Η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι απεριόριστη. Η διάταξη του αρ. 14 παρ. 1 στοιχ. β’ σημαίνει ότι το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία αλλά όχι την ελευθεριότητα, υπό την έννοια της δυνατότητας θέσπισης κανόνων δικαίου με ουδέτερο για την ελευθερία της έκφρασης περιεχόμενο και όχι για κατ’ ουσία περιορισμούς του δικαιώματος. Η ελευθερία τελεί υπό την τήρηση των νόμων του κράτους, που συνεπάγεται κατά την εύστοχη διατύπωση της ΕΣΔΑ, αρ. 10 παρ.2, την συνύπαρξη ευθυνών και υποχρεώσεων από την χρήση της από τον πολίτη. Οι περιορισμοί σε θέματα ασφάλειας, υγείας, ηθικής, εδαφικής ακεραιότητας, υπηρεσιακού απορρήτου ή πρόληψης των εγκλημάτων κρίνονται ως θεμιτοί υπό την προϋπόθεση της αναγκαιότητας τους σε μια δημοκρατική κοινωνία υπό την επίδραση μιας πιεστικής κοινωνικής ανάγκης. Οι περιορισμοί που προκύπτουν βέβαια από τους τυπικούς νόμους δεν πρέπει να οδηγούν στην εξαφάνιση του πυρήνα του δικαιώματος προκαλώντας το πάγωμα (chilling effect) του λόγου και της έκφρασης, αποτελώντας το όριο του περιορισμού των περιορισμών του δικαιώματος.

Σελ. 13

Η γενικότητα της διατύπωσης περί της τήρησης των νόμων του κράτους σε συνδυασμό με την διάταξη του αρ. 25 παρ. 3 περί της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτοτελώς ερμηνευόμενη προκαλεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει και προκαλεί εύλογα προβληματισμό. Η γραμματική διατύπωση οδηγεί στο καταρχήν συμπέρασμα ότι το κράτος μέσω της νομοθετικής λειτουργίας μπορεί να περιορίσει απεριόριστα την ελευθερία της έκφρασης και του λόγου. Η έκταση του περιορισμού όμως αφορά τους γενικούς τυπικούς νόμους του κράτους, όπως ο ΠΚ, οι οποίοι ρυθμίζουν γενικά την κοινωνική διαβίωση και δεν αποσκοπούν στην ad hoc ρύθμιση της άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης.

Η προστασία βέβαια που παρέχει η συνταγματική διάταξη δεν μπορεί παρά να συναρτάται με το περιεχόμενο του μηνύματος που εκφράζεται. Η διαφοροποίηση αυτή είναι δεδομένη προκειμένου να επιλυθούν οι συγκρούσεις του δικαιώματος ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και σε άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα έννομα αγαθά, η στάθμιση των οποίων μέσω της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας είναι απαραίτητη για την λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Κατά συνέπεια ο πολιτικός λόγος, ως θεμέλιο της δημοκρατικής συγκρότησης της κοινωνίας, απολαμβάνει ένα υψηλότατο επίπεδο προστασίας ακόμα και εάν οι απόψεις που εκφράζονται είναι ακραίες ή διχαστικές και προκαλούν την αντίδραση ή τον αποτροπιασμό του κοινωνικού συνόλου, ή εάν μέσω της έκφρασης ασκείται δημόσια και καυστική κριτική εναντίον δημοσίου προσώπου.

Η άσκηση βέβαια του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης σε συνάρτηση με αναφορά σε φυσικά πρόσωπα οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ του δικαιώματος της έκφρασης και της αποκάλυψης πτυχών της προσωπικής ζωής του ατόμου ή της προσβολής της προσωπικότητας, και ενεργοποιούν την ανάγκη στάθμισης με βάση την επίκληση του γενικότερου συμφέροντος μεταξύ της ιδιωτικότητας ή της τιμής του ατόμου και του δικαιώματος του κοινού σε πληροφόρηση, με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Αντίθετα η έκφραση χυδαίου ή ανήθικου λόγου ή η προτροπή σε βία ή άσκηση καταπίεσης τίθεται αυτούσια εκτός της προστατευτικής εμβέλειας της συνταγματικής διάταξης.

Οι περιορισμοί που τίθενται δεν αφορούν μόνο το περιεχόμενο της έκφρασης αλλά και τους φορείς της άσκησης του δικαιώματος. Η ύπαρξη δημοσίων υπαλλήλων που τελούν σε ειδική σχέση εξουσίασης και συνιστούν τον σκληρό πυρήνα του κράτους, όπως τα σώματα ασφαλείας ή το δικαστικό σώμα επιβάλλει τον περιορισμό

Σελ. 14

του δικαιώματος κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους. Η περιστολή όμως του δικαιώματος δεν επεκτείνεται και στον ιδιωτικό βίο των εν λόγω προσώπων, τα οποία μόνο με την κτήση της ιδιότητας τους δεν παύουν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα του πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια είναι θεμιτός ο περιορισμός της έκφρασης πολιτικών πεποιθήσεων από τις εν λόγω κατηγορίες προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και σε ζητήματα που άπτονται της υπηρεσιακής τους ιδιότητας, καθώς αποσκοπεί στην πολιτική ουδετερότητα της κρατικής λειτουργίας και της δημόσιας διοίκησης. Ο περιορισμός όμως δεν εκτείνεται μέχρι και την απαγόρευση της κριτικής για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος που κατέστησαν προσιτά στον υπάλληλο ή λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η δυνατότητα βαθιάς γνώσης των ζητημάτων και δυσλειτουργιών της κρατικής λειτουργίας από μέρους των εν λόγω κατηγοριών υπαλλήλων δίνει ξεχωριστή βαρύτητα στην έκφραση της άποψης των εν λόγω προσώπων, με απώτερο όριο του περιορισμού την διαφύλαξη του κύρους του θεσμού που υπηρετούν.

1.3 Η ελευθερία του τύπου μεταξύ επαγγέλματος, βιομηχανίας και τεχνολογίας

Η ερμηνεία της διάταξης του αρ. 14 παρ. 1 του Συντάγματος υπό την ενοποιητική λειτουργία του ΕΔΔΑ παραμένει συμπαγής, χωρίς αξιόλογες ερμηνευτικές ρωγμές, πέρα από τις επιμέρους νομικές διαφορές ως προς τον έλεγχο του εύρους και της αναλογικότητας των επιβαλλόμενων περιορισμών σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το αντικείμενο και η στόχευση της προστασίας της συνταγματικής διάταξης είναι σαφή.

Η ελευθερία του τύπου δεν παρουσιάζει όμως το ίδιο επίπεδο ερμηνευτικής διαύγειας. Η διάταξη της παρ.2 αρ. 14 Συντ. αναγγέλλει πανηγυρικά την ελευθερία του τύπου και την απόλυτη απαγόρευση της λογοκρισίας πλην των περιπτώσεων της παρ. 3, με την επιτρεπτή από την νομολογία του αρ. 10 της ΕΣΔΑ παρέκκλιση μέσω της αυστηρά προδιαγεγραμμένης διαδικασίας της εισαγγελικής παραγγελίας για ζητήματα προσβολής γνωστής θρησκείας, του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, την εδαφική ακεραιότητα και την υπόσταση του κράτους ή την δημοσία αιδώ, ήτοι με αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις και υπό αυστηρά καθορισμένες προθεσμίες και διαδικαστικές εγγυήσεις. Η προστασία της ελευθερίας του

Σελ. 15

τύπου είναι διττή και προστατεύεται τόσο ως ατομικό δικαίωμα, όσο και ως θεσμική εγγύηση.

Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται στο δημοσιογραφικό επάγγελμα η απόλυτη ευχέρεια στην επιλογή του μέσου και της τεχνικής με τις οποίες θα αποτυπώσει τις ιδέες του οι οποίες μπορεί να προκαλούν ή ακόμα και να σοκάρουν, ως εγγύηση της πλουραλιστικής διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η άσκηση της ελευθερίας αυτής δεν είναι απεριόριστη και συνεπάγεται κατά την εύστοχη διατύπωση της παρ. 2 του αρ. 10 της ΕΣΔΑ καθήκοντα και υποχρεώσεις. Η ανάδυση του τύπου ως θεσμού οδήγησε, παράλληλα με την θεώρηση του δικαιώματος ως ατομικού, και στην οπτική της θεσμικής εγγύησης. Η θεσμική εγγύηση, την ρόλο της οποίας καλείται να επιτελέσει ο τύπος, αποτυπώνεται μέσω της άσκησης αιχμηρής και ενίοτε σκληρής κριτικής και προβληματισμού, και αντανακλά την οπτική του τύπου ως ενός επιπλέον εργαλείου λογοδοσίας προς τον πολίτη. Η ανάγκη συμμετοχής των πολιτών στην δημόσια σφαίρα, η υποχρέωση πληροφόρησης του κοινού, η ενίσχυση του δημοσίου διαλόγου αλλά και η λογοδοσία των δημοσίων αρχών έναντι της κοινωνίας αποτελούν συστατικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο ρόλος του τύπου ως «δημόσιου φύλακα» (public watchdog) αναγνωρίζεται από το ΕΔΔΑ ως εγγυητικό αξίωμα της δημοκρατίας που αποσκοπεί στην διασφάλιση του δημοκρατικού ελέγχου μέσω της δημοσιοποίησης πληροφοριών και απόψεων επί ζητημάτων που άπτονται του δικαιώματος της κοινωνίας στην πληροφόρηση. Η ελευθερία αυτή ασκείται υπέρ των κυβερνόμενων και όχι των κυβερνώντων. Ως εκ τούτου κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος η ελευθερία του τύπου χρειάζεται χώρο για να αναπνεύσει γεγονός που επιτρέπει την αναγνώριση ενός περιθωρίου υπερβολής, ακόμα και προκλητικότητας κατά την άσκηση του δικαιώματος. Η προστασία του τύπου δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία της διαμόρφωσης της άποψης και την δημοσιοποίηση της. Το δικαίωμα της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών είναι ευρύτατο και υποχωρεί αποκλειστικά και μόνο εάν αποδεικνύεται η ύπαρξη ενός επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος από την παραβίαση της προστασίας αυτής και την επίτευξη

Σελ. 16

μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και την προστασία της ελευθερίας του τύπου. Η επιτέλεση του ρόλου του τύπου όμως δεν σημαίνει ότι ο τύπος επιτελεί κάποια δημόσια λειτουργία, αλλά ασκεί τον ρόλο του προς όφελος του κοινωνικού συνόλου υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που ισχύουν εν γένει για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ασκώντας το δικαίωμα υπό το καθεστώς της καλής πίστης και σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία ακόμα και όταν η δημοσίευση αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ως εκ τούτου τα κριτήρια της στάθμισης μεταξύ της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλα θιγόμενα αγαθά από την άσκηση της δεν διαφοροποιείται από το επίπεδο προστασίας που παρέχεται για το σύνολο των πολιτών.

Η σύγχρονη ερμηνεία του δικαιώματος στην ελληνική έννομη τάξη χρωματίζεται όπως γίνεται ευλόγως αντιληπτό από την ερμηνεία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ως προς το εύρος του δικαιώματος, η οποία χαρακτηρίζεται από μια αυξημένη προστασία της δημοσιογραφικής λειτουργίας και μια ασπίδα στην λειτουργία των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης ως πραγμάτωση της εγγύησης που ενσωματώνει η συνταγματική διάταξη. Αυτό όμως που παραμένει στο ημίφως είναι η απάντηση στο ερώτημα του αντικειμένου της προστασίας που ευαγγελίζεται η διάταξη του αρ. 14 παρ. 2 και κατά πόσο η προστασία αυτή ταυτίζεται, υπερβαίνει ή ενδεχομένως υπολείπεται της προστασίας του αρ. 10 της ΕΣΔΑ. Ήτοι εάν η ουσία του δικαιώματος στο Ελληνικό Σύνταγμα έγκειται στην προστασία του τύπου ως επάγγελμα και βιομηχανίας, ή εάν η πραγματική προστασία του όρου τύπος περιλαμβάνει μια πολύ ευρύτερη έννοια, αυτή της προστασίας του τύπου υπό την μορφή της τεχνολογίας.

Η ιστορική καταγωγή του δικαιώματος παρέχει μια πρώτη αποτίμηση της στόχευσης της προστασίας. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της τεχνικής δυνατότητας της μηχανικής εκτύπωσης μέσω πιεστηρίου τον 15 αιώνα η δυνατότητα μαζικής μετάδοσης της πληροφορίας μέσω ομοίων -και κατά βάση οικονομικών σε αντίθεση με τον πάπυρο ή το χειρόγραφο- αντιτύπων αποτέλεσε τον σαφή στόχο ελέγχου της εκάστοτε κυβέρνησης στον ευρωπαϊκό χώρο, τόσο ως προς την θεματολογία όσο και ως προς την επιλογή της ύλης. Την πρώτη ρωγμή στο καθεστώς πρώϊμης λογοκρισίας αποτέλεσε η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας παράτασης

Σελ. 17

του Licensing Act του 1643 από το Αγγλικό Κοινοβούλιο το έτος 1694, με το οποίο και για πρώτη φορά επετράπη η έκδοση εντύπων χωρίς τον προληπτικό έλεγχο και την θεματολογική επιβεβαίωση του κυρίαρχου κράτους. Ως εκ τούτου στην Μ. Βρετανία η ελευθερία του τύπου δεν γεννιέται από την δράση αλλά από την μεγαλόπρεπη σιωπή του νομοθέτη. Την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας ακολούθησε η γέννηση του φαινομένου της εφημερίδας και της ελεύθερης κυκλοφορίας του εντύπου, απαλλαγμένου από την ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους ή της ενδιάμεσης παρεμβολής του ιδιώτη πριν την έκδοση οποιουδήποτε εντύπου.

Αντίστοιχα στην αμερικανική ήπειρο oι πρώτες προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις ανευρίσκονται στα πρώιμα συνταγματικά κείμενα όλων των επιμέρους αποικιών, με πλέον επιδραστική την διατύπωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων της Βιρτζίνια και το Σύνταγμα της Μασαχουσέτης, και ως φυσικό επακόλουθο η ελευθερία του τύπου τοποθετήθηκε στην 1 Τροπολογία του Ομοσπονδιακού Συντάγματος των ΗΠΑ. Στην αμερικανική ήπειρο ταυτόχρονα τέθηκε για πρώτη φορά το δίλλημα της αποσαφήνισης της προστασίας που με ενάργεια και σε απόλυτους όρους διατύπωσε το oμοσπονδιακό Σύνταγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ταυτόχρονα με την πρώτη παγκοσμίως ρητή καθιέρωση του δικαιώματος στην ελευθερία του τύπου ως συνταγματικού δικαιώματος, το ερώτημα τι συνιστά τύπος αποτέλεσε πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, με τον προβληματισμό να τίθεται ακόμα και στην έντονη διαμάχη περί της επικύρωσης του Συντάγματος των ΗΠΑ στα κείμενα των Φεντεραλιστών.

Σελ. 18

Αντίστοιχα το αρ. 10 του ελληνικού Συντάγματος του 1844 καθιέρωσε για πρώτη φορά την ελευθερία του τύπου, φανερά επηρεασμένο από το αρ. 18 του αντίστοιχου Βελγικού Συντάγματος που απηχούσε τις ιδέες τόσο του Αμερικανικού Καταλόγου των Δικαιωμάτων όσο και της Γαλλικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την τροποποίηση του άρθρου και την αναρίθμηση του στο άρθρο 14 στο Σύνταγμα του 1864, η διάταξη της ελευθερίας του τύπου παρέμεινε σχεδόν απαράλλαχτη στην σημερινή διατύπωση του αρ. 14 παρ. 2.

Η ανάπτυξη της εφημερίδας καθ’ όλη την διάρκεια μεταξύ του 17 και του τέλους του 19 αιώνα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, παρουσιάζει μια αρκετά διαφορετική λειτουργία από την σύγχρονη έννοια που σχηματίζεται στο μυαλό μας. Οι εφημερίδες της εποχής δεν ήταν τα σύγχρονα εκδοτικά συγκροτήματα, εξοπλισμένα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και στελεχωμένα από πληθώρα αφοσιωμένων και αποκλειστικής απασχόλησης επαγγελματιών. Αποτελούν μικρές επιχειρήσεις με λίγους ή καθόλου υπαλλήλους, αφοσιωμένες κατά κύριο λόγο στην έκφραση της γνώμης και όχι των γεγονότων με την έννοια της σύγχρονης ερευνητικής δημοσιογραφίας και την προσήλωση στην μετάδοση των ειδήσεων και των αντικειμενικά επαληθεύσιμων πληροφοριών. Η ελευθερία του τύπου τον 19 αιώνα είναι η ελευθερία των εκδοτών και όχι των δημοσιογράφων. Οι εφημερίδες είναι συχνά συνδρομητικές, με την ανάδυση του τύπου της δεκάρας δηλαδή της εφημερίδας έναντι ευτελούς αντιτίμου να αλλάζει το μοντέλο της κυκλοφορίας μετά το 1880, και να μετατοπίζει το βάρος της συντήρησης στα διαφημιστικά έσοδα αντί της συνδρομής.

Αντίστοιχα δεν είναι σπάνιο να συναντήσουμε τις εφημερίδες της εποχής να αποτελούν φερέφωνα κομματικής προπαγάνδας, διατρανώνοντας φανερά την υποστήριξη των κομματικών παρατάξεων της περιόδου. Προφανώς και η συνεισφορά στον δημόσιο διάλογο, ακόμα και με την μορφή της εφημερίδας του 19 αιώνα,

Σελ. 19

ήταν αναντίρρητη αλλά αυτή δεν ήταν αποκλειστική. Στο περιεχόμενο των εφημερίδων δεν είναι σπάνιο να συναντήσουμε συγγραφείς οι οποίοι και ουδεμία σχέση είχαν με τον τύπο, αλλά επέλεγαν οι ίδιοι την μετάδοση του λόγου και των απόψεων τους άνευ οποιασδήποτε αμοιβής. Τα παραδείγματα αφθονούν. Ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις ξεχωρίζουν τα Κείμενα των Φεντεραλιστών από τους νομικούς, A. Hamilton, J. Jay και J. Madison, που δημοσιεύτηκαν ως επιστολές υπό καθεστώς ανωνυμίας σε εφημερίδες της Ν. Υόρκης, αναλύοντας τα επιχειρήματα υπέρ της επικύρωσης του Αμερικανικού Συντάγματος. Αντίστοιχα η δημοσίευση του άρθρου του πολιτικού Χ. Τρικούπη “Τις πταίει;”, και η οξεία κριτική του με σκοπό την καθιέρωση της αρχή της δεδηλωμένης δημοσιεύτηκε ανώνυμα στην εφημερίδα Καιροί, την 29 Ιουνίου 1874. Τα ποιήματα του Παλαμά, η σάτιρα του Σουρή ή τα πεζογραφήματα του Παπαδιαμάντη αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα έκφρασης και διάδοσης απόψεων σε θεματολογία εκτεινόμενη πολύ πέρα από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και συγκυρία. Η πρακτική αυτή, δηλαδή της δημοσίευσης μέσω των εφημερίδων ή των έντυπων εκδόσεων από άτομα που δεν σχετίζονται με το επάγγελμα του δημοσιογράφου, και ενδεχομένως με ελάχιστη σχέση με την πολιτική ή κοινωνική θεματολογία, δεν έχει εκλείψει μέχρι και σήμερα.

Στην πραγματικότητα αυτό το οποίο η ελευθερία του τύπου εγγυάται, και τολμηρά διακηρύσσει το αρ. 14 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν είναι άλλο παρά η προστασία του τύπου ως τεχνολογία. Η πραγματική λειτουργία του δικαιώματος δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από αυτό που με ελάχιστες γραμμές απέδωσε ο Blackstone τον 18 αιώνα: το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να καταστήσει γνωστές στο ευρύ κοινό τις απόψεις του πέρα από τα πεπερασμένα όρια του προφορικού λόγου. Δεν αποσκοπούσε -στην αρχική του θεώρηση- να προστατεύσει κάποια συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα ή κάποια διακριτή επιχειρηματική δραστηριότητα. Το βάρος

Σελ. 20

της συνταγματικής προστασίας έγκειται στην προστασία της χρήσης της υποδομής της ελεύθερης έκφρασης από τον οποιονδήποτε. Η ελευθερία του τύπου δεν περιορίζεται απλώς στην εφεύρεση του Γουτεμβέργιου 5 αιώνες νωρίτερα, και στην προστασία του πιεστηρίου, και των σύγχρονων μετεξελίξεων του, με την αποχή του κράτους από την επέμβαση στο εκδοτικό δικαίωμα ή την ακώλυτη επιλογή της ύλης που ο εκάστοτε εκδότης επιθυμεί ή επιλέγει ελεύθερα να εκδώσει. Επεκτείνεται στο πλέον θεμελιώδες, που είναι η προστασία της χρήσης της τεχνολογικής δυνατότητας της μαζικής μετάδοσης του λόγου του οποιουδήποτε πολίτη μέσω της αξιοποίησης της καινοτομίας που η εκδοτική πρέσα και οι σύγχρονες τεχνολογικές μετεξελίξεις της μετουσιώνουν με οικονομικά μέσα και σε αποδεκτό κόστος, σε έναν αόριστο και άγνωστο αριθμό ατόμων σε σχέση με τον ομιλητή. Ο Madison, όχι τυχαία, δεν επέλεξε να αναπτύξει τις σκέψεις του σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ισχυρής και ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας προφορικά στην Broadway Street της Νέας Υόρκης, και αντίστοιχα ο Τρικούπης δεν προτίμησε να αναπτύξει τα επιχειρήματα του υπέρ της αρχής της δεδηλωμένης από ένα βάθρο στην Πλατεία Συντάγματος. Η αιτία που επέλεξαν την χρήση της υπάρχουσας τεχνολογίας του πιεστηρίου και της, λιγότερο ή περισσότερο, μαζικής μετάδοσης του μηνύματος τους μέσω των εφημερίδων αποτέλεσε το πολλαπλασιαστικό πλεονέκτημα που η τεχνολογία που γέννησε τις εφημερίδες ενσωμάτωνε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μόνες περίοδοι κατά τις οποίες ο νομοθέτης αποπειράθηκε να ορίσει με αυξημένη λεπτομέρεια τι συνιστά η έννοια τύπος ήταν οι περίοδοι ανωμαλίας ή κατάργησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, με ενδεικτικούς τον Ν. 1092/1938 και το Ν.Δ. 1004/1971, οι οποίοι εξακολουθούν μερικώς να χρωματίζουν αρνητικά την νομική σκέψη. 

Back to Top