ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Με έμφαση στους χρηματοοικονομικούς θεσμούς
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 83,00 €

Βιβλίο (έντυπο)   + 83,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18175
Ταρνανίδου Χ.
Ζαββός Γ.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 744
  • ISBN: 978-960-622-851-3
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ρυθμίσεις εμπορικών εταιρειών» σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση στο εταιρικό δίκαιο, ως δίκαιο που συμβάλλει και στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και των εμπορικών εταιρειών μέσα από τις αγορές. Το βιβλίο αποτελεί πρακτική επισκόπηση των λειτουργιών όχι μόνο της ΑΕ, η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο αυτής της χρηματοοικονομικής ανάλυσης, κυρίως υπό την ιδιότητά της ως εισηγμένη εταιρεία, αλλά και των λοιπών εμπορικών εταιρικών τύπων (ΕΠΕ, ΙΚΕ, ΟΕ, ΕΕ) με γνώμονα τον βαθμό της χρηματοοικονομικής δυναμικής τους, η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων:

  • με τη μορφή δημόσιων προσφορών των εκδιδόμενων για την άντληση κεφαλαίων τίτλων
  • με την εισαγωγή τους στις αγορές
  • με μορφές σύγχρονου financing» (π.χ. συμμετοχική πληθοχρηματοδότηση - equity crowdfunding, κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών - venture capitals κ.ά.)

Το βιβλίο μέσα από:

  • εύληπτα και χρηστικά παραδείγματα
  • case studies
  • ασκήσεις αντλημένες από τις σύγχρονες πρακτικές της αγοράς
  • νομολογιακές αποφάσεις
  • συγκριτική επισκόπηση όλων των εμπορικών εταιρικών τύπων με κριτήρια την καταστατική, χρηματοοικονομική και διοικητική λειτουργία τους
  • ειδικούς όρους λειτουργίας εταιρικών μετασχηματισμών
  • ευρεία ανάλυση εθνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας-αρθρογραφίας

δίνει απαντήσεις σε ανοιχτά ή/και δυσνόητα θέματα που διατρέχουν τον θεσμό των εταιρειών, ενώ μία από τις σημαντικότερες πτυχές του αποτελεί η ολοκληρωμένη και νομικά θεμελιωμένη, και σε ενωσιακό επίπεδο, έννοια και λειτουργία της εταιρικής διακυβέρνησης.

Η πρωτότυπη επιστημονική εργασία της συγγραφέως, η οποία έχει υπερεικοσαετή εμπειρία και ειδίκευση σε θέματα κεφαλαιαγοράς, δεν απευθύνεται μόνο στους νομομαθείς του χώρου, αλλά και σε τεχνοκράτες της οικονομίας, καλύπτοντας, παράλληλα, και ανάγκες πανεπιστημιακού συγγράμματος.

Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. VII
Πρόλογος συγγραφέα Σελ. XΙ
Ακρωνύμια - Συντομογραφίες Σελ. XIΧ
Εισαγωγή Σελ. 1
Α. Ευρωπαϊκή θεώρηση – Σύγχρονοι εταιρικοί θεσμοί Σελ. 11
I. Η εταιρική θεώρηση Σελ. 12
II. Η χρηματοοικονομική θεώρηση Σελ. 19
III. Ρυθμιστικές συγκλίσεις Σελ. 24
B. Οι κεφαλαιουχικές εταιρείες Σελ. 27
I. Η ανώνυμη εταιρεία Σελ. 28
1. Ρυθμίσεις σύστασης Σελ. 30
1.1 Εταιρικός τύπος Σελ. 33
1.2 Όροι σύστασης Σελ. 59
1.3 Καταστατική λειτουργία Σελ. 93
2. Ρυθμίσεις χρηματοοικονομικής λειτουργίας Σελ. 112
2.1 Ρυθμιστικές οριοθετήσεις Σελ. 118
2.2 Εταιρικές τυπολογίες και χρηματοοικονομική δυναμική Σελ. 126
2.2.1 Εισηγμένη εταιρεία Σελ. 127
2.2.2 Εταιρεία ενταγμένη σε ΠΜΔ Σελ. 134
2.2.3 Μη εισηγμένη εταιρεία Σελ. 137
2.3 Μετοχές και μετοχική σχέση Σελ. 141
2.3.1 Μετοχές ως άυλοι τίτλοι Σελ. 154
2.3.2 Μετοχές ως ενσώματοι τίτλοι Σελ. 167
2.3.3 Μετοχές και «ηλεκτρονικό βιβλίο μετόχων» Σελ. 169
2.3.4 Είδη μετοχών ή και άλλων τίτλων Σελ. 171
2.4 Βασικοί τρόποι χρηματοδότησης Σελ. 178
2.4.1 Χρηματοδότηση μέσω ρυθμιζόμενης αγοράς Σελ. 179
2.4.2 Χρηματοδότηση μέσω ΠΜΔ Σελ. 207
2.4.3 Χρηματοδότηση μέσω συμμετοχικής πληθοχρηματοδότησης (equity crowdfunding) Σελ. 213
2.4.4 Χρηματοδότηση μέσω τραπεζικού δανεισμού ή και άλλες μορφές Σελ. 220
2.5 Εταιρικές πράξεις χρηματοοικονομικής σημασίας Σελ. 223
2.5.1 Αύξηση και μείωση μετοχικού κεφαλαίου Σελ. 223
2.5.1.1 Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου Σελ. 223
2.5.1.2 Μείωση κεφαλαίου Σελ. 234
2.5.2 Έκδοση ομολογιακού δανείου Σελ. 236
2.6 Εταιρικός έλεγχος Σελ. 244
2.7 Η εταιρική προστασία από πράξεις χειραγώγησης αγοράς Σελ. 258
3. Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας και εταιρικής διακυβέρνησης Σελ. 264
3.1 Ο διαχωρισμός της «ιδιοκτησίας» από τη «διοίκηση» Σελ. 271
3.2 Γενική συνέλευση Σελ. 274
3.2.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 274
3.2.1.1 Αρμοδιότητες Σελ. 274
3.2.1.2 Είδη γενικής συνέλευσης Σελ. 275
3.2.2 Ρυθμίσεις σύγκλησης της γενικής συνέλευσης Σελ. 276
3.2.3 Ρυθμίσεις συγκρότησης της γενικής συνέλευσης Σελ. 283
3.2.3.1 Δικαιούχοι συμμετοχής Σελ. 285
3.2.3.2 Ο θεσμός της «ταυτοποίησης» των μετόχων Σελ. 287
3.2.4 Ρυθμίσεις διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης Σελ. 290
3.2.5 Σύστημα λήψης αποφάσεων Σελ. 296
3.2.6 Η παθογένεια των αποφάσεων Σελ. 298
3.2.7 Δικαιώματα μειοψηφίας Σελ. 301
3.2.8 «Ενώσεις μετόχων» Σελ. 303
3.2.9 Ο «ενεργός» μέτοχος Σελ. 304
3.3 Διοικητικό συμβούλιο Σελ. 307
3.3.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 308
3.3.1.1 Ρυθμίσεις σωματειακής λειτουργίας Σελ. 308
3.3.1.2 Ρυθμίσεις σύνθεσης Σελ. 316
3.3.1.3 Ειδικές διοικητικές υποχρεώσεις Σελ. 326
3.3.1.3.1 Υποχρέωση επιμέλειας Σελ. 326
3.3.1.3.2 Υποχρέωση πίστης Σελ. 337
3.3.2 Ρυθμίσεις συνεδρίασης και λήψης απόφασης Σελ. 345
3.3.3 Θέματα ευθύνης του διοικητικού συμβουλίου Σελ. 355
3.3.3.1 Εννοιολογικές αφετηρίες Σελ. 355
3.3.3.2 Τα ειδικότερα στοιχεία της ευθύνης Σελ. 357
3.4 Λοιπές οργανωτικές ρυθμίσεις Σελ. 371
4. Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης Σελ. 393
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 401
IΙ. Η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης Σελ. 423
1. Ρυθμίσεις σύστασης Σελ. 425
1.1 Εταιρικός τύπος Σελ. 425
1.2 Όροι σύστασης Σελ. 432
1.3 Καταστατική λειτουργία Σελ. 438
2. Ρυθμίσεις χρηματοοικονομικής λειτουργίας Σελ. 444
2.1 Γενικά Σελ. 444
2.2 Εταιρική συμμετοχή και εταιρικά μερίδια Σελ. 445
2.3 Εταιρικές πράξεις χρηματοοικονομικής σημασίας Σελ. 451
2.3.1 Αύξηση εταιρικού κεφαλαίου Σελ. 451
2.3.2 Μείωση κεφαλαίου Σελ. 454
2.4 Εταιρικός έλεγχος Σελ. 455
3. Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας Σελ. 458
3.1 Η εξ ορισμού «αυτοδιαχείριση» στην ΕΠΕ Σελ. 458
3.2 Συνέλευση Σελ. 459
3.2.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 460
3.2.1.1 Αρμοδιότητες Σελ. 460
3.2.1.2 Είδη γενικής συνέλευσης Σελ. 460
3.2.2 Ρυθμίσεις σύγκλησης της συνέλευσης Σελ. 461
3.2.3 Ρυθμίσεις διεξαγωγής της συνέλευσης Σελ. 462
3.2.4 Σύστημα λήψης αποφάσεων Σελ. 463
3.2.5 Η παθογένεια των αποφάσεων Σελ. 464
3.2.6 Δικαιώματα μειοψηφίας Σελ. 466
3.3 Διαχειριστές Σελ. 466
3.3.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 468
3.3.1.1 Ρυθμίσεις σωματειακής λειτουργίας Σελ. 468
3.3.1.2 Ρυθμίσεις σύνθεσης Σελ. 470
3.3.1.3 Ειδικές διαχειριστικές υποχρεώσεις Σελ. 471
3.3.2 Θέματα ευθύνης των διαχειριστών Σελ. 476
3.3.2.1 Εννοιολογικές αφετηρίες Σελ. 476
3.3.2.2 Τα ειδικότερα στοιχεία της ευθύνης Σελ. 477
3.4 Λοιπές οργανωτικές ρυθμίσεις Σελ. 478
4. Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης Σελ. 480
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 485
III. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία Σελ. 488
1. Ρυθμίσεις σύστασης Σελ. 492
1.1 Εταιρικός τύπος Σελ. 493
1.2 Όροι σύστασης Σελ. 498
1.3 Καταστατική λειτουργία Σελ. 508
2. Ρυθμίσεις χρηματοοικονομικής λειτουργίας Σελ. 515
2.1 Γενικά Σελ. 515
2.2 Εταιρική συμμετοχή και εταιρικά μερίδια Σελ. 516
2.3 Εταιρικές πράξεις χρηματοοικονομικής σημασίας Σελ. 525
2.3.1 Αύξηση εταιρικού κεφαλαίου Σελ. 525
2.3.2 Μείωση κεφαλαίου Σελ. 528
2.4 Εταιρικός έλεγχος Σελ. 530
3. Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας Σελ. 533
3.1 Η εξ ορισμού «αυτοδιαχείριση» στην ΙΚΕ Σελ. 533
3.2 Συνέλευση Σελ. 534
3.2.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 534
3.2.1.1 Αρμοδιότητες Σελ. 534
3.2.1.2 Είδη γενικής συνέλευσης Σελ. 535
3.2.2 Ρυθμίσεις σύγκλησης της συνέλευσης Σελ. 535
3.2.3 Ρυθμίσεις διεξαγωγής της συνέλευσης Σελ. 536
3.2.4 Σύστημα λήψης αποφάσεων Σελ. 537
3.2.5 Η παθογένεια των αποφάσεων Σελ. 538
3.2.6 Δικαιώματα μειοψηφίας Σελ. 539
3.3 Διαχειριστές Σελ. 540
3.3.1 Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 542
3.3.1.1 Ρυθμίσεις σωματειακής λειτουργίας Σελ. 542
3.3.1.2 Ρυθμίσεις σύνθεσης Σελ. 545
3.3.1.3 Ειδικές διαχειριστικές υποχρεώσεις Σελ. 546
3.3.2 Θέματα ευθύνης των διαχειριστών Σελ. 553
3.3.2.1 Εννοιολογικές αφετηρίες Σελ. 553
3.3.2.2 Τα ειδικότερα στοιχεία της ευθύνης Σελ. 553
3.4 Λοιπές οργανωτικές ρυθμίσεις Σελ. 556
4. Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης Σελ. 558
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 562
Γ. Οι προσωπικές εμπορικές εταιρείες Σελ. 565
I. Η ετερόρρυθμη εταιρεία Σελ. 568
1. Ρυθμίσεις σύστασης Σελ. 573
1.1 Εταιρικός τύπος Σελ. 574
1.2 Όροι σύστασης Σελ. 582
1.3 Καταστατική λειτουργία Σελ. 588
2. Ρυθμίσεις εταιρικής υπεγγυότητας Σελ. 596
2.1 Γενικά Σελ. 597
2.2 Εταιρική συμμετοχή Σελ. 597
2.3 Η διαμόρφωση της ευθύνης του ομόρρυθμου εταίρου και του ετερόρρυθμου εταίρου ως στοιχείων εταιρικής υπεγγυότητας Σελ. 608
2.3.1 Ευθύνη ομόρρυθμου εταίρου Σελ. 609
2.3.2 Ευθύνη ετερόρρυθμου εταίρου Σελ. 615
2.4 Εταιρικός έλεγχος Σελ. 616
3. Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας Σελ. 620
3.1 Η εξ ορισμού «αυτοδιαχείριση» στην ετερόρρυθμη εταιρεία Σελ. 620
3.2 Εταίροι ως ανώτατο όργανο διοίκησης Σελ. 621
3.3 Διαχειριστές & εκπρόσωποι Σελ. 623
3.3.1 Εκφάνσεις προσωποπαγών εξουσιών Σελ. 623
3.3.2 Η «διοικητική» ρύθμιση του ετερόρρυθμου εταίρου Σελ. 630
3.3.3 Ειδικές διαχειριστικές υποχρεώσεις Σελ. 636
3.3.4 Θέματα ευθύνης των διαχειριστών Σελ. 641
4. Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης Σελ. 645
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 651
ΙΙ. Η ομόρρυθμη εταιρεία Σελ. 656
1. Ρυθμίσεις σύστασης Σελ. 659
1.1 Εταιρικός τύπος Σελ. 659
1.2 Όροι σύστασης Σελ. 662
1.3 Καταστατική λειτουργία Σελ. 664
2. Ρυθμίσεις εταιρικής υπεγγυότητας Σελ. 665
2.1 Εταιρική συμμετοχή Σελ. 665
2.2 Η διαμόρφωση της ευθύνης του ομόρρυθμου εταίρου ως στοιχείου εταιρικής υπεγγυότητας Σελ. 666
2.3 Εταιρικός έλεγχος Σελ. 667
3. Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας Σελ. 668
3.1 Η εξ ορισμού «αυτοδιαχείριση» στην ομόρρυθμη εταιρεία Σελ. 668
3.2 Εταίροι ως ανώτατο όργανο διοίκησης Σελ. 668
3.3 Διαχειριστές & εκπρόσωποι Σελ. 669
3.3.1 Γενικά Σελ. 669
3.3.2 Ειδικές διαχειριστικές υποχρεώσεις Σελ. 671
3.3.3 Θέματα ευθύνης των διαχειριστών Σελ. 671
4. Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης Σελ. 672
ΙΙΙ. Η αφανής εταιρεία Σελ. 673
Δ. Εταιρικοί μετασχηματισμοί Σελ. 677
I. Βασικές οριοθετήσεις Σελ. 677
II. Ειδικοί όροι λειτουργίας του μετασχηματισμού Σελ. 687
III. Εξαγορά επιχειρήσεων Σελ. 694
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 703
Αλφαβητικό ευρετήριο λημμάτων Σελ. 707

Σελ. 1

Εισαγωγή

Ι. Γενική θεώρηση

Η εμπορική εταιρεία ως κύρια έκφανση εκδήλωσης της επιχειρηματικής ζωής αποτελεί μία από τις βασικότερες πτυχές λειτουργίας της αγοράς και της οικονομίας γενικότερα. Για το λόγο αυτό, η οργάνωσή της απασχολεί τόσο το δίκαιο όσο και την πράξη. Η «ισχύς εν τη ενώσει» ως δικαιοπολιτική αφετηρία αυτού του δικαίου βρίσκει σήμερα έρεισμα σε σειρά εταιρικών τύπων και ρυθμίσεων που επιδιώκουν να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες της εμπορίας.

Χωρίς να αναιρείται η αρχή του κλειστού αριθμού (numerus clausus) των εμπορικών εταιρειών, το επιχειρηματικό ενδιαφέρον μπορεί στη σύγχρονη εποχή να ικανοποιηθεί μέσα από ένα ευρύ φάσμα εταιρικών επιλογών και ρυθμίσεων που το εμπορικό, εταιρικό, δίκαιο παρέχει.

Ήδη εξάλλου την ανάγκη εκσυγχρονισμού αυτού του δικαίου μαρτυρεί σειρά καινοτόμων διατάξεων που έχουν εισαχθεί στο σύστημά μας και ρυθμίζουν τη λειτουργία των εμπορικών εταιρειών, όπως ιδίως είναι οι διατάξεις του ν. 4072/2012 για την ομόρρυθμη εταιρεία (άρθρ. 249επ.), την ετερόρρυθμη εταιρεία (άρθρ. 271επ.) και την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία (άρθρ. 43επ.), οι διατάξεις του ν. 3190/1955, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4541/2018, για την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (άρθρ. 1επ.), αλλά και οι διατάξεις του ν. 4548/2018 (άρθρ. 1επ.), με τις οποίες αναμορφώθηκε το νομικό πλαίσιο των ανωνύμων εταιρειών και καταργήθηκε ο θεσμικός νόμος «κ.ν. 2190/1920».

ΙΙ. Η «χρηματοοικονομική δυναμική» ως νέα αντίληψη διάκρισης των εμπορικών εταιρειών

Οι εμπορικές εταιρείες παραδοσιακά διακρίνονται σε κεφαλαιουχικές εταιρείες και προσωπικές εταιρείες. Κύριο σημείο διάκρισης είναι ότι στις μεν πρώτες δομικό στοιχείο λειτουργίας είναι το κεφάλαιο, ενώ στις δεύτερες η προσωπική συμβολή των εταίρων. Αντίστοιχα, αυτή η δομική λειτουργία διαμορφώνει και τις σχέσεις ευθύνης των εταίρων προς τρίτους.

Βέβαια στη σύγχρονη εποχή, πέρα από τη βασική αυτή θεώρηση, οι εμπορικές εταιρείες καλούνται να ανασυνταχτούν με γνώμονα ένα πιο σύγχρονο κριτήριο. Πρόκειται για τη χρηματοοικονομική δυναμική τους. Το κριτήριο αυτό απασχολεί ιδιαίτερα την παρούσα μελέτη. Αποτελεί μάλιστα ειδικότερο μεθοδολογικό εργαλείο εξέτασης των εμπορικών εταιρειών και ιδίως της ανώνυμης εταιρείας.

Σελ. 2

Είναι γεγονός ότι η αναζήτηση χρηματοδότησης από τις επιχειρήσεις αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του βίου τους. Η επιχείρηση για να μπορεί να αναπτυχθεί θα πρέπει να μπορεί να χρηματοδοτεί τις δράσεις της τόσο με ίδια κεφάλαια όσο και με νέα εισερχόμενα κεφάλαια, προερχόμενα από τρίτους επενδυτές και χρηματοδότες. Τούτο επιτυγχάνεται με διάφορα μέσα που στη σύγχρονη εποχή δεν είναι μόνο δανειακά τραπεζικά κεφάλαια αλλά και κεφάλαια προερχόμενα από τις χρηματιστηριακές και λοιπές αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Είναι σημαντικό μια χώρα να μπορεί να επιδεικνύει τη χρηματοοικονομική δυναμική των επιχειρήσεών της, ήτοι τη νομική και οικονομική ικανότητα των επιχειρήσεων να προσφεύγουν στις σύγχρονες αγορές για τη χρηματοδότησή τους. Η δυναμική αυτή μεγιστοποιεί τις δυνατότητες προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, ενώ ταυτόχρονα ορθολογικοποιεί τις συνθήκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι οποίες, πέραν του τραπεζικού δανεισμού, μπορούν έτσι να απευθύνονται σε πληθώρα άλλων χρηματοδοτικών καναλιών ή αγορών προς κάλυψη των αναγκών τους.

Η διαμόρφωση περισσοτέρων χρηματοδοτικών καναλιών, κατά την οικονομική θεώρηση του πράγματος, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς συμβάλλει στην αποφυγή καταστάσεων συγκέντρωσης του κινδύνου σε συγκεκριμένες χρηματοδοτικές μονάδες (όπως είναι οι τράπεζες). Ταυτόχρονα, η ύπαρξη περισσοτέρων χρηματοδοτικών καναλιών παρέχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης και περαιτέρω επενδυτικών επιλογών για τους χρηματοδότες και επενδυτές, γεγονός που, πέραν της κατανομής του κινδύνου, ενισχύει και τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχετικών παρόχων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (financing).

Η ενίσχυση του ανταγωνισμού με τη σειρά της δημιουργεί τις προοπτικές για ύπαρξη ρευστότητας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Έτσι μπορούν να ενισχύονται οι επενδύσεις και αντίστοιχα να δημιουργούνται ευκαιρίες για χρήση «φθηνών» κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις στις αγορές, γεγονός που καθιστά πιο αποτελεσματική τη λειτουργία τους, επιτρέποντας και τη διαφοροποίηση των χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων και υποχρεώσεών τους.

Για το λόγο αυτό άλλωστε η ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, με όλα αυτά τα ποικίλα μέσα, και η ενθάρρυνση της λειτουργίας της υπό συνθήκες και διασυνοριακής αγοράς (cross border funding) έχει αναχθεί σε θέμα υψηλής προτεραιότητας στην Ευρώπη (βλ. για την σχετική ενωσιακή πρωτοβουλία: «Capital Markets Union» (CMU) παρακ. υπό Α, ΙΙ).

ΙΙΙ. Τεκμηρίωση της παρούσας προσέγγισης

Η παρούσα μελέτη λαμβάνει υπόψη την παραπάνω οικονομική θεώρηση των επιχειρήσεων. Συνεκτιμά ως κύρια αφετηρία της τη χρηματοοικονομική δυναμική τους ως κριτηρίου σημαντικού όχι μόνο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων αλλά

Σελ. 3

και για το νομικό τους προσδιορισμό. Τη διάσταση αυτή, στην οποία θεμελιώνεται η ανάλυση της παρούσας, επιχειρεί να αποτυπώσει και ο τίτλος της ως «Ρυθμίσεις Εμπορικών Εταιρειών με Έμφαση στους Χρηματοοικονομικούς Θεσμούς».

Με αυτό εξάλλου το κριτήριο δεν επιδιώκεται η αλλαγή της θεσμικής ύλης που απαντάται σε ένα κλασικό εγχειρίδιο εταιρικού δικαίου. Αντίθετα, επιδιώκεται η περιεκτικότερη κατά τις σύγχρονες παραστάσεις αποτύπωση της ύλης αυτής.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί προς τούτο ότι υπό το κριτήριο της χρηματοοικονομικής δυναμικής έχει αναμορφωθεί πλήρως ο θεσμός της ανώνυμης εταιρείας. Για το λόγο αυτό και δεδομένης της σημασίας της, αλλά και του εύρους των ρυθμίσεών της, η ανώνυμη εταιρεία διεκδικεί στην παρούσα το μεγαλύτερο μέρος της ύλης. Η ανώνυμη εταιρεία δεν περιορίζει σήμερα το εύρος της στις παραδοσιακές δομές λειτουργίας της κατά το σύστημα της εμπορικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που λειτουργεί υπό το πλαίσιο του απλού έγχαρτου συστήματος μετοχών. Δεν οριοθετείται στενά στους κόλπους μιας απλής τοπικής αγοράς όπου οι μέτοχοι μπορεί να είναι τα μέλη μιας οικογένειας, κατά το πρότυπο ενός επιχειρηματικού paternalism, ή και τρίτοι που συμμετέχουν σε αυτή. Η ανώνυμη εταιρεία, διαθέτοντας εξ ορισμού τα στοιχεία της δημόσιας εταιρείας, με την έννοια του εν πολλοίς αγγλοσαξωνικού «public entity», ήτοι της εταιρείας που έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει στο ευρύ κοινό για να αντλήσει κεφάλαια μέσω δημόσιων εγγραφών αλλά και άλλων χρηματοδοτικών καναλιών, έχει αναπτύξει έντονη χρηματοοικονομική δυναμική ως θεσμός και εταιρικός τύπος. Κατά το ημεδαπό σύστημα συνιστά μάλιστα τη μοναδική εταιρική εκδοχή που επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων μέσω των αγορών.

Αυτή η δυναμική, η οποία βέβαια αναλύεται ειδικότερα ανάλογα με το είδος της αγοράς και τις υποχρεώσεις που η άντληση κεφαλαίων μέσω αυτής επιβάλλει, έχει αναμορφώσει σε μεγάλο βαθμό το θεσμό της ανώνυμης εταιρείας. Πρόκειται άλλοτε για την εισηγμένη εταιρεία, την εταιρεία με μετοχές ή άλλους τίτλους/αξιόγραφα σε ΠΜΔ (πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, ν. 4514/2018) ή ακόμη για μια εταιρεία, μη εισηγμένη υπό τις παραπάνω προσλαμβάνουσες, η οποία μπορεί όμως να λειτουργεί με εκδόσεις άυλων τίτλων και συμμετοχές των μετόχων σε αυτή που απεικονίζονται μέσω λογιστικών εγγραφών στα συστήματα ενός εθνικού μητρώου (ΚΑΤ, άρθρ. 12 ν. 4569/2018).

Οι νέες αυτές προσεγγίσεις της ανώνυμης εταιρείας διαμορφώνουν μία σειρά από ειδικούς κανόνες που επηρεάζει τα μορφοτυπικά της χαρακτηριστικά, την καταστατική λειτουργία της, τη χρηματοοικονομική υποδομή της, αλλά και τον τρόπο διοίκησης και «εταιρικής διακυβέρνησης» αυτής. Η εντός εισαγωγικών παράθεση του όρου εταιρική διακυβέρνηση δεν επιδιώκει να τονίσει την εννοιολογική αφετηρία της και μόνον (ν. 3016/2002, ήδη ν. 4706/2020), αλλά και τη θεσμική αποστολή της. Την αποστολή αυτή έχει η εταιρική διακυβέρνηση που καλείται να «επικυρώσει», με τις επιπλέον ως άνω νομοθετικές παρεμβάσεις (ν. 4706), τον

Σελ. 4

αξιόπιστο χαρακτήρα της ανώνυμης εταιρείας που αντλεί κεφάλαια από τα τοπικά και γενικότερα ευρωπαϊκά αλλά και διεθνή χρηματιστήρια και αγορές. Το θέμα αυτό απασχολεί ειδικότερα την παρούσα.

Η χρηματοοικονομική δυναμική της ανώνυμης εταιρείας αναπλάθει το εταιρικό δίκαιο. Πρόκειται για το δίκαιο που περιλαμβάνει τις παραπάνω εκδοχές (εισηγμένη, σε ΠΜΔ κλπ.). Οι επιμέρους αυτές εκδοχές δεν μπορούν, από επιστημονική τουλάχιστον άποψη, παρά να νοηθούν πτυχές αυτού του ίδιου του εταιρικού δικαίου. Το εταιρικό δίκαιο ενδιαφέρεται για το μόρφωμα της παραδοσιακής ανώνυμης εταιρείας, όμως δεν μπορεί να παραβλέψει και τα νεώτερα μορφώματα ή μετεξελισσόμενα σχήματα αυτής.

Αν και οι νέες αυτές μορφές μετεξέλιξης της ανώνυμης εταιρείας δεν αποτελούν «γέννημα» του ίδιου του εταιρικού δικαίου, καθώς αναπτύσσονται πρωτογενώς στους κόλπους του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, ως νεώτερης εξωεταιρικής δικαιικής περιοχής που αναζητά την αυτοτέλειά της, εντούτοις καθίστανται δευτερογενώς σε μεγάλο βαθμό τμήμα και του εταιρικού δικαίου. Και αυτό διότι μοιραία επηρεάζουν το προφίλ και τη συμπεριφορά της ανώνυμης εταιρείας, καθιστώντας την σε πολλά σημεία πλήρως διαφορετική σε σχέση με το μόρφωμα που το εταιρικό δίκαιο είχε αρχικώς κληθεί να υπηρετήσει.

Αυτές οι επιδράσεις δεν μπορεί παρά να επηρεάσουν και τον μελετητή του δικαίου, που αναζητά τη νέα οριοθέτηση της ύλης της ανώνυμης εταιρείας σε μία πιο περιεκτική έκδοση και μορφή. Υπό την οριοθέτηση αυτή αλλά και την εκδοχή του κριτηρίου της χρηματοοικονομικής δυναμικής, που η παρούσα πραγματεύεται με γνώμονα και την σπουδαιότητα του κριτηρίου αυτού για την οικονομία, η ύλη της ανώνυμης εταιρείας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει όλες αυτές τις παραπάνω συνιστώσες και μορφές της σύγχρονης μετεξέλιξής της.

Η παρούσα μελέτη αναζητά τη νέα αυτή ύλη όχι μόνο για σκοπούς συστηματικής αξιολόγησης του νέου θεσμού που πλέον είναι ευρύτερος του αρχικού αποτυπώματος του εταιρικού δικαίου. Επιδιώκει να ανιχνεύσει ειδικότερα το ευρύτερο φάσμα και των λοιπών εμπορικών εταιρειών (ΙΚΕ, ΟΕ κλπ.) για τις ανάγκες ουσιαστικής κατάταξης της εμπορικής εταιρικής ύλης ώστε υπό μια οριζόντια τυπολογική περιγραφή να μπορούν να καταδειχθούν με οπτικές συγκριτικής επισκόπησης τα κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά τους. Έχει πρακτικό ενδιαφέρον, πέραν του όποιου νομικού ή στενά επιστημονικού ενδιαφέροντος, να μπορεί να γίνει μια συστηματική ταξινόμηση των εταιρειών στη βάση προκαθορισμένων μεθοδολογικά τυπολογικών κριτηρίων και εργαλείων.

Για παράδειγμα, είναι κρίσιμο να μπορεί να ανιχνευθεί με μια συγκριτική ματιά ποιοι όροι σύστασης ισχύουν στις υπό εξέταση εταιρείες και σε ποια σημεία διαφοροποιούνται οι όροι αυτοί κατά περίπτωση ή ποιοι καταστατικοί όροι ισχύουν και σε ποια σημεία διαφοροποιούνται ανάλογα με τον κάθε εταιρικό τύπο. Αυτή η ανιχνευσιμότητα πέρα από την πρακτική ή νομική της χρησιμότητα θεωρητικά

Σελ. 5

θα μπορούσε να συμβάλλει στην αναζήτηση νέων λύσεων, πιο απλοποιημένων, ως προς τη δόμηση του numerus clausus των ημεδαπών εταιρικών τύπων. Θα μπορούσε ενδεχόμενα να δώσει έναυσμα σε μία περαιτέρω συζήτηση για το αν οι υφιστάμενοι εταιρικοί τύποι είναι όλοι αναγκαίοι σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του επιχειρείν. Ενδεικτικά, η ύπαρξη του νεώτερου μορφώματος της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (ΙΚΕ) θέτει προβληματισμούς ως προς το αν το σχήμα της παραδοσιακής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) έχει ή χρειάζεται πλέον να έχει αυτόνομη θεσμική θεώρηση.

IV. Η ύλη της παρούσας σε θεματικές

Υπό το πρίσμα αυτό, υιοθετείται μία συγκεκριμένη μεθοδολογία στην παρούσα για τη θεματική κατάταξη των εξεταζόμενων εμπορικών εταιρειών. Οι επιμέρους κατηγορίες, βάσει των οποίων γίνεται η θεματική κατάταξή τους υπό τη βασική κατηγοριοποίησή τους ως κεφαλαιουχικών και προσωπικών εταιρειών, λαμβάνει υπόψη τις ειδικότερες ρυθμίσεις τους ως ρυθμίσεις σύστασης, ρυθμίσεις χρηματοοικονομικής λειτουργίας ή εταιρικής υπεγγυότητας, ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης ή διοικητικής λειτουργίας και ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης της εταιρείας. Αυτή η διάρθρωση καθορίζεται ειδικότερα ως εξής:

α) Ρυθμίσεις σύστασης. Υπό το κριτήριο αυτό αναζητάται ως προς κάθε εμπορική εταιρεία, που εξετάζεται, το θεμέλιο ή τυπικό που διέπει τη σύστασή της. Η μελέτη διατρέχει τις εξεταζόμενες εταιρείες εντοπίζοντας τον εταιρικό τύπο καθεμίας από αυτές, τους όρους σύστασης αλλά και καταστατικής λειτουργίας που τις διέπουν. Υπό τη θεματική αυτή απαντώνται ερωτήματα ως προς τον εταιρικό τύπο, που διαφέρει από τη μία περίπτωση στην άλλη, και παρέχονται διευκρινίσεις ως προς τις τυπικές αυτές διαφορετικότητες με γνώμονα την πρακτική αλλά και νομική/θεσμική σκιαγράφηση της κάθε περίπτωσης.

Για παράδειγμα, η ανώνυμη εταιρεία, ως περίπτωση ακραιφνούς κεφαλαιουχικής εταιρείας, παρέχει εξ ορισμού και κατά κανόνα δυνατότητες αξιογραφικής ενσωμάτωσης των εταιρικών (μετοχικών) συμμετοχών σε αυτή. Η αξιογραφική ενσωμάτωση ενυλώνεται μέσω του θεσμού της έκδοσης μετοχικών τίτλων άλλοτε ως έγχαρτων και άλλοτε ως άυλων ανάλογα με την περίπτωση λειτουργίας. Υπό την ίδια συστηματική κατηγοριοποίηση καθίσταται σαφές γιατί οι άλλες δύο μορφές κεφαλαιουχικών εταιρειών, ήτοι η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) και η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία (ΙΚΕ), αν και μπορούν να εκδίδουν και αυτές με τη σειρά τους τίτλους ως έκφανση της εταιρικής συμμετοχής, ως εταιρικά μερίδια, δεν αναπτύσσουν χρηματοοικονομική δυναμική, καθώς η αποστολή των μεριδίων αυτών δεν είναι όμοια με αυτή των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας. Η έκδοση των εταιρικών μεριδίων δεν εμπεδώνει προοπτικές αξιογραφικής λειτουργίας, αλλά αποκλειστικά και μόνο μιας περιορισμένης νομιμοποιητικής ή αποδεικτικής λειτουργίας, ώστε να μπορεί να αποδεικνύει για παράδειγμα

Σελ. 6

ο εταίρος ευχερώς αυτή του την εταιρική ιδιότητα έναντι της εταιρείας και των τρίτων.

Έτσι καταδεικνύεται γιατί οι μετοχές της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να λειτουργούν ως ευχερώς μεταβιβάσιμες (transferable securities), γεγονός που επιτρέπει τη διαμόρφωση αγορών τίτλων (Οδηγία 2015/65/ΕΕ-MiFIDII, Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014-MiFIR, ν. 4514/2018), σε αντίθεση με τις λοιπές εταιρικές εκδοχές, των οποίων οι εκδιδόμενοι τίτλοι εξ ορισμού δεν μπορούν να διαμορφώσουν συνθήκες αγοράς και εμπορίας αυτών.

Στις ενότητες αυτές ανά εταιρικό τύπο εξετάζονται διάφορα θέματα όπως:

- τα εννοιολογικά μορφολογικά στοιχεία του εξεταζόμενου κατά περίπτωση εταιρικού τύπου,

- η οριοθέτηση της καταστατικής του βάσης, ιδίως αναφορικά με τα θέματα εκείνα που προσδιορίζουν υποχρεωτικά την καταστατική λειτουργία,

- οι ειδικότερες διαδικασίες της σύστασης, αλλά και

- οι συνέπειες σε περίπτωση που η σύσταση δε διενεργείται βάσει των διατυπώσεων του νόμου.

β) Ρυθμίσεις χρηματοοικονομικής λειτουργίας/εταιρικής υπεγγυότητας. Υπό το κριτήριο αυτό αναζητάται ως προς κάθε εξεταζόμενη εμπορική εταιρεία το θεμέλιο ή τυπικό της χρηματοοικονομικής δυναμικής αλλά και της ευθύνης και υπεγγυότητάς της έναντι τρίτων. Η ορολογία στη σχετική κατάταξη και κατηγοριοποίηση των εξεταζόμενων εταιρειών διαφέρει. Χρησιμοποιείται ως σχετικός όρος, ως προς μεν τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, η χρηματοοικονομική λειτουργία, ως προς δε τις προσωπικές εταιρείες, η εταιρική υπεγγυότητα.

Η χρήση του όρου χρηματοοικονομική λειτουργία στις κεφαλαιουχικές εταιρείες επιχειρεί να αποτυπώσει τόσο τη διάσταση του κεφαλαίου ως αυτόνομου δομικού τυπικού στοιχείου αυτών των εταιρειών όσο και τις χρηματοοικονομικές του προεκτάσεις. Ως απόρροια της κεφαλαιουχικής δομής, η εταιρεία μπορεί να αυξομειώνει την κεφαλαιακή της δύναμη ενώ επίσης ως απόρροια της αξιογραφικής ενσωμάτωσης αυτής της κεφαλαιουχικής λειτουργίας, που ισχύει στην ανώνυμη εταιρεία, μπορεί να ενισχύει έτι περαιτέρω τη χρηματοοικονομική της εμβέλεια και δυναμική. Σε πρακτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω εταιρεία μπορεί να προσελκύει πολυάριθμους χρηματοδότες ως συνέπεια του πολυάριθμου των εταιρικών συμμετοχών που το αξιογραφικό μόρφωμα της μετοχής επιτρέπει, ως ελάχιστη υποδιαίρεση του κάθε φορά αντλούμενου κεφαλαίου.

Υπό το κριτήριο όμως αυτό της χρηματοοικονομικής λειτουργίας δε μετουσιώνεται σε πράξη μόνο η δυνατότητα που εκ του τύπου της έχει η εταιρεία να αντλεί κεφάλαια ευρείας, όπως λέχθηκε, διασποράς. Νοείται και η κεφαλαιουχική υποδομή και νομική βάση της ευθύνης που υφίσταται γενικά στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, η εταιρική υπεγγυότητα. Αυτή, ως συνέπεια του κεφαλαιουχικού

Σελ. 7

αποτυπώματος, είναι ευθύνη κεφαλαιουχική και όχι προσωπική για τα εταιρικά χρέη. Ο δανειστής για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του έναντι της κεφαλαιουχικής εταιρείας στρέφεται εναντίον της αξιώνοντας την είσπραξή τους εκ της εταιρικής περιουσίας (κεφάλαιο). Οι εταίροι δεν ευθύνονται για τα εταιρικά χρέη, εκτός αν τούτο γίνεται κατ’ εξαίρεση ανεκτό από το είδος της εισφοράς (βλ. την εγγυητική εισφορά στην ΙΚΕ που βέβαια δεν αναιρεί και στην περίπτωση αυτή την κεφαλαιουχική λειτουργία της εταιρείας).

Στον αντίποδα, εξετάζεται το κριτήριο αυτό υπό την εκδοχή της εταιρικής υπεγγυότητας στην περίπτωση των προσωπικών εμπορικών εταιρειών. Σε αυτές δεν χρησιμοποιείται ο όρος χρηματοοικονομική λειτουργία, καθώς δεν λειτουργούν ως κεφαλαιουχικές και, ως συνέπεια, δεν έχουν χρηματοοικονομική δυναμική με την παραπάνω έννοια. Υπό το κριτήριο αυτό υποδηλώνεται μόνο η νομική βάση της ευθύνης των σχετικών εταιρειών που είναι ευθύνη προσωπική για τα εταιρικά χρέη. Ο δανειστής για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του έναντι της προσωπικής εταιρείας στρέφεται μεν εναντίον της αξιώνοντας την είσπραξή τους εκ της εταιρικής περιουσίας (μη κεφαλαιουχικά προσδιοριζόμενης), πλην όμως μπορεί να στραφεί και κατά των εταίρων που ευθύνονται για τα εταιρικά χρέη, εκτός αν τούτο κατ’ εξαίρεση αποκλείεται από το είδος της εταιρικής ιδιότητας (βλ. την περίπτωση του ετερόρρυθμου εταίρου στην ετερόρρυθμη εταιρεία ως περιορισμένα ευθυνόμενου που βέβαια δεν αναιρεί το προφίλ της εταιρείας ως προσωπικής).

Στις ενότητες αυτές ανά εταιρικό τύπο εξετάζονται διάφορα θέματα όπως:

- οι ειδικότερες τυπολογίες του κατά περίπτωση εταιρικού μορφώματος (π.χ. στην ανώνυμη εταιρεία, η εισηγμένη, η μη εισηγμένη κλπ.),

- τα εννοιολογικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της εταιρικής συμμετοχής (αξιογραφικής ή μη), περιλαμβανομένων των θεμάτων ως προς τον τρόπο κτήσης ή μεταβίβασης της εταιρικής συμμετοχής και των απορρεόντων από αυτή δικαιωμάτων ή και υποχρεώσεων (όπου υφίστανται) για τους μετόχους ή εταίρους,

- τα κανάλια χρηματοδότησης που παρέχονται για την άντληση κεφαλαίων από τις εταιρείες (με επίκεντρο την ανώνυμη εταιρεία),

- στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι δυνατότητες αύξησης ή μείωσης του «κεφαλαιακού αναστήματός» τους (μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου) και, στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες, η έκταση και τα χαρακτηριστικά της προσωπικής ευθύνης, των ανωτέρω νοουμένων ως αντιστοίχων αντισταθμισμάτων των πιστωτικών κινδύνων που το κατά περίπτωση εταιρικό μόρφωμα μπορεί να προκαλέσει στην αγορά (εταιρικά χρέη), αλλά και

- ο εταιρικός έλεγχος. Ο εταιρικός έλεγχος εξετάζεται στο παρόν σημείο ως στοιχείο σύμφυτο της χρηματοοικονομικής λειτουργίας ή εταιρικής υπεγγυότητας που αναλύεται. Έτσι για να μπορεί η κεφαλαιουχική εταιρεία να αυξομειώνει το

Σελ. 8

κεφάλαιό της ή να έχει και χρηματοοικονομική δυναμική, θα πρέπει να έχει δημοσιεύσει τις οικονομικές καταστάσεις της οι οποίες θα πρέπει να έχουν υπαχθεί στον εταιρικό έλεγχο (ελεγκτές, έγκριση της συνέλευσης). Εξετάζεται ο εταιρικός έλεγχος, και στην περίπτωση των προσωπικών εμπορικών εταιρειών, που πάντως δεν υπάγονται στις διατυπώσεις έκδοσης, έγκρισης και δημοσίευσης οικονομικών καταστάσεων κατά τρόπο υποχρεωτικό.

γ) Ρυθμίσεις διοικητικής λειτουργίας και εταιρικής διακυβέρνησης. Υπό το κριτήριο αυτό εξετάζεται το οργανωτικό μόρφωμα της επιχείρησης ώστε να μπορεί να ασκεί τις αποφασιστικές εξουσίες που αρμόζουν στο συλλογικό σχήμα της, αλλά και να διοικείται, μετουσιώνοντας σε πράξη τις σχετικές αποφάσεις της.

Κύριο μέλημα της ανάλυσης δεν είναι όμως μόνο η αναψηλάφηση της διοικητικής της ραχοκοκαλιάς. Ειδικότερα δεν ενδιαφέρει την ανάλυση μόνο πώς ασκείται αυτή η αποφασιστική και αντίστοιχα διοικητική εξουσία στην επιχείρηση. Ενδιαφέρει και η αξιοπιστία της επιχείρησης έναντι τρίτων. Αυτή η συνιστώσα έχει βέβαια ειδικότερη νομική και πρακτική αξία όταν η εταιρεία αναπτύσσει χρηματοοικονομική δυναμική. Τότε η αποστολή της δεν περιορίζεται μόνο στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού με όλα τα μέσα εξουσιών, αποφασιστικών και διοικητικών, αλλά αποβλέπει και στην ενθάρρυνση των τρίτων επενδυτών/χρηματοδοτών να επενδύσουν σε αυτή. Τότε η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ επενδυτών και της εταιρείας θεμελιώνεται στη βάση των εμπεδωμένων αρχών και κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης (ν. 4706/2020). Πρόκειται για το βασικότερο θεμέλιο ανάπτυξης της χρηματοοικονομικής δυναμικής που εφαρμόζεται στην ανώνυμη εταιρεία καθώς διαμορφώνει συνθήκες συνέπειας και διαφάνειας ως προς τη λειτουργία της («εκ των έσω» εταιρική διακυβέρνηση), ενώ ταυτόχρονα συντείνει στην ενίσχυση του εταιρικού δεσμού μεταξύ αυτής και των μετόχων της («εκ των έξω» εταιρική διακυβέρνηση) και κατ’ επέκταση στην ενεργό δράση της.

Το κριτήριο αυτό, της εταιρικής διακυβέρνησης, ανάγεται σε κεντρικής σημασίας θέμα και λόγω της ενωσιακής του σύνδεσης και διάστασης. Ενδιαφέρει ευρύτερα την ενωσιακή έννομη τάξη η ενεργός συμμετοχή των μετόχων στις γενικές συνελεύσεις των εταιρειών για να μην εκτίθενται οι εταιρείες σε κινδύνους αδράνειας. Ενδιαφέρει επίσης η αποκατάσταση του δεσμού μεταξύ της εταιρείας και των μετόχων που λόγω της διεθνοποίησης των τίτλων έπαυσε να είναι στενός και κατέστη περισσότερο ανώνυμος. Πρόκειται για μέριμνες που λαμβάνει ο ενωσιακός νομοθέτης (Οδηγία 2007/36/ΕΚ-SRDI, Οδηγία 2017/828/ΕΕ – SRDII) με γνώμονα την ανάγκη η λειτουργία των εταιρειών ως εισηγμένων να μην καθίσταται τροχοπέδη ως προς την εύρυθμη λειτουργία τους.

Βέβαια σε άλλες εταιρείες, πέραν των ανωνύμων εταιρειών, η διάρθρωση του σχετικού κριτηρίου περιορίζεται σε θέματα διοικητικής λειτουργίας χωρίς να επεκτείνεται σε στερεότυπα εταιρικής διακυβέρνησης. Για παράδειγμα, στις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) και στις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες

Σελ. 9

(ΙΚΕ), ως λοιπές μορφές της εξεταζόμενης κεφαλαιουχικής εταιρικής λειτουργίας, απουσιάζουν, όπως ήδη επισημάνθηκε, στοιχεία αξιογραφικής συμμετοχής, εμπορίας ή διεθνοποίησης των εκδιδόμενων (ή και όχι) εταιρικών μεριδίων. Οι εταιρείες αυτές είναι στη βάση τους τοπικές εταιρείες με οριοθετημένους κύκλους εταιρικής συμμετοχής που απλά αναζητούν μια ισόρροπη λειτουργία ώστε το εταιρικό συμφέρον να μη διακυβεύεται από άλλα συμφέροντα εξωεταιρικά. Οι συναφείς αυτές ανάγκες μπορούν έτσι να ικανοποιηθούν από τις παραδοσιακές εκδοχές της υποχρέωσης πίστης ή ακόμη και της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού που γενικώς διατρέχουν τη δράση των διοικούντων την εταιρεία (ν. 3190/1955, ν. 4072/2012). Το αυτό εξάλλου ισχύει και στις προσωπικές εταιρικές μονάδες, της ομόρρυθμης εταιρείας και της ετερόρρυθμης εταιρείας. Σε αυτές βέβαια, ως συνέπεια του στενά προσωποπαγούς ρόλου και του τύπου τους, οι σχετικές υποχρεώσεις αφορούν όχι μόνο τους διοικούντες αλλά κατά κανόνα και τους εταίρους αυτών. Τούτο συμβαίνει ώστε η προσωπική σχέση και συμβολή τους στα εταιρικά δρώμενα να μην υφίσταται κατ’ επίφαση αλλά να μπορεί να κυριολεκτείται εμπεδώνοντας έτσι και το θεμέλιο της συναφούς εγγύησης προσωπικής ευθύνης που αναλαμβάνουν (ν. 4548/2018).

Στις ενότητες αυτές ανά εταιρικό τύπο εξετάζονται διάφορα θέματα όπως:

- η ειδικότερη κατά περίπτωση παραμετροποίηση της σχέσης μεταξύ ιδιοκτήτη (π.χ. μετόχων ενεργούντων σε σώμα γενικής συνέλευσης) και διοικητή (π.χ. διοικητικού συμβουλίου). Στις κεφαλαιουχικές εταιρείες η ανάγκη διακριτότητας αυτών των ρόλων οδηγεί κατά κανόνα σε σχήματα σχέσεων αντιπροσώπευσης του πρώτου (ιδιοκτήτη=μετόχων ή εταίρων) από τον δεύτερο (διοικητή=διοικητικού συμβουλίου ή διαχειριστών). Αντίθετα, στις προσωπικές εταιρικές τυπολογίες απαντώνται συνήθως μορφώματα αυτοδιαχείρισης κατά τα οποία ο ιδιοκτήτης (εταίροι) δρα ταυτόχρονα και ως διοικητής (διαχειριστής/-ές).

- τα εταιρικά όργανα (συνέλευση, διοίκηση), τα θέματα λειτουργίας του κατά περίπτωση οργάνου, περιλαμβανομένων ιδίως:

- στο «μακροσκελή κατάλογο» θεμάτων λειτουργίας της ανώνυμης εταιρείας, των θεμάτων σύγκλησης, συγκρότησης της γενικής συνέλευσης, νομιμοποίησης/ταυτοποίησης των μετόχων για συμμετοχή σε αυτή, λήψης αποφάσεων, συναφών παθογενειών, δικαιωμάτων μειοψηφίας, ως και των νεώτερων θεμάτων αναφορικά με τις ενώσεις μετόχων και του «ενεργού» μετόχου, αλλά και στις λοιπές περιπτώσεις των αντιστοίχων διατυπώσεων εταιρικής λειτουργίας, των αποφασιστικών εξουσιών που ασκούνται από τις συνελεύσεις ή, στις προσωπικές εμπορικές εταιρίες, από τους εταίρους,

- των θεμάτων λειτουργίας της διοίκησης (διοικητικού συμβουλίου ή διαχειριστών κατά περίπτωση), συλλογικής σύνθεσης όπου συντρέχει περίπτωση, καθηκόντων των διοικούντων για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους επιμέλειας

Σελ. 10

και πίστης, ευθύνης των διοικούντων και άλλων συναφών οργανωτικών θεμάτων.

δ) Ρυθμίσεις λύσης και εκκαθάρισης. Η θεματική αυτή διατρέχει τις ειδικότερες ρυθμίσεις που ισχύουν σε περίπτωση λύσης των εξεταζόμενων εταιρειών και θέσης τους σε εκκαθάριση.

Την τελευταία ενότητα απασχολούν οι οριοθετήσεις των εταιρικών μετασχηματισμών (ν. 4601/2019). Πρόκειται για εταιρικές διαδικασίες που μπορεί να λάβουν χώρα κατά τη διάρκεια ζωής μιας εμπορικής εταιρείας μεταβάλλοντας το όχημα λειτουργίας της, το φορέα της, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να συνενώνεται με άλλους φορείς απορροφώντας τους εταιρικά ή απορροφούμενος από αυτούς, να διασπάται σε μερικότερες επιχειρηματικές μονάδες αυτόνομης εταιρικής δράσης, να αναλαμβάνει συνεπεία διασπάσεων κλάδους άλλων επιχειρηματικών φορέων ή ακόμη, κατά πιο ήπια εκδοχή, να μεταβάλει απλά τον εταιρικό τύπο του, συνεχίζοντας υπό το νέο τύπο τη λειτουργία της επιχείρησης.

V. Δομή της μελέτης

Από πλευράς δομής, η μελέτη χωρίζεται σε τέσσερα Μέρη.

Το πρώτο Μέρος (Α) επικεντρώνεται σε ορισμένες θεωρήσεις ενωσιακού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με το εταιρικό δίκαιο, αλλά και τους σχετιζόμενους με αυτό χρηματοοικονομικούς θεσμούς. Κύρια έμφαση δίδεται στις ενωσιακές πρωτοβουλίες οι οποίες διατρέχουν το εταιρικό δίκαιο. Βέβαια από πλευράς χρηματοοικονομικών θεσμών εντοπίζεται η ύπαρξη ρυθμών πιο εντατικής εναρμόνισης που συντείνει σε σχήματα «ενιαίας αγοράς» και τελευταίως «Ένωσης Κεφαλαιαγορών» (CMU, Capital Markets Union).

Ακολουθεί το δεύτερο Μέρος (Β) που αναφέρεται στις κεφαλαιουχικές εταιρείες εξετάζοντας στα επιμέρους κεφάλαια αυτού ως τέτοιες την ανώνυμη εταιρεία, την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) και την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία (ΙΚΕ).

Το τρίτο Μέρος (Γ) της μελέτης αφιερώνεται στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες όπου αναλύονται οι εταιρικές μορφές της ετερόρρυθμης εταιρείας και της ομόρρυθμης εταιρείας, με περιορισμένες αναφορές και στην αφανή εταιρεία χάριν πληρότητας και μόνον της θεματικής καθώς η περίπτωση αυτή εταιρείας κείται ως εκ του τύπου της (εταιρεία μη ισχύουσα εξωτερικά) εκτός του πεδίου της παρούσας.

Τη μελέτη ολοκληρώνει το τέταρτο και τελευταίο Μέρος (Δ) που αναφέρεται στους εταιρικούς μετασχηματισμούς.

Σελ. 11

Α. Ευρωπαϊκή θεώρηση – Σύγχρονοι εταιρικοί θεσμοί

Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία

[1] Καρύδης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο Συναλλαγών, 2012 [2] Κινινή, Περιορισμοί στην έξοδο των κοινοτικών εταιριών. Συγχρόνως παρατηρήσεις στην απόφαση του ΔευρΚ «Cartesio», ΕΕμπΔ 2008, 729, [3] Κοτσίρης, Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο, 2018, [4] Παξινού, Ελευθερία εγκατάστασης των εταιριών: σκέψεις με αφορμή την απόφαση Cartesio, NoB 2010, 1674 [5] Σωτηρόπουλος (επιμ. υλ.), Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, Ερμηνεία κατ΄άρθρο του Ν.4548/2018, Τομ. 1 & 2, 2020 [(συγγραφέας), εις ΔΑΕ, άρθρ. ..., αρ. ...) [6] Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 2019, [7] Andenas – Wooldridge, European Comparative Company law, 2009 [8] Avgerinos, Regulating and Supervising Investment Services in the European Union, 2003, [9] Blair-Walker, Financial Markets and Exchanges Law, 2007, [10] Busch-Avgouleas-Ferrarini, Capital Markets Union in Europe, 2018 [11] Hansen, A new look at Centros – from a Danish point of view, 2002, 13, EBLR, 85 [12] Herbst – Lovegrove, A practitioner’s guide to MiFID II, 2018, [13] Moloney, EC Securities Regulation, 2002 [14] Moloney, EC Securities and Financial Market Regulation, 2014 [15] Spitzer, The importance of human leadership with integrity in a highly regulated and tech-reliant corporate environment, Harvard Business Law Review, 2020, 1-31 [16] Tarnanidou, Book-entry securities reform in Greece: National Law no. 4569/2018 and CSDR, Financial Regulation International, June 2019, 10-20, [17] Wooldridge, Überseering: Freedom of establishment of companies affirmed, 2003, 14 EBLR, 227, [18] Wymeersch, The transfer of the companies seat in European Company Law (2003) 40 CMLR, 661, [19] Wymeersch, Company Law in Europe and European Company Law, 2001, 6 Working Paper Series, Universiteit Gent 3.

 

Κείμενα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος

[20] European Commission, Capital Markets Union – Accelerating Reform COM(2016)601 [21] European Commission, Commission Work Programme 2017 – Delivering a Europe that Protects, Empowers and Defends COM(2016)710 [22] European Commission, Mid-Tearm Review of the Capital Markets Union Action Plan COM(2017)292, [23] European Commission, Capital Markets Union for people and businesses-new action plan COM(2020)590.

Σελ. 12

I. Η εταιρική θεώρηση

  1. 1

Η διαμόρφωση των εταιρικών τύπων αποτελεί εν πολλοίς υπόθεση του εθνικού δικαίου. Αν και ο τομέας του εταιρικού δικαίου απασχόλησε έντονα την ΕΕ, οι ρυθμίσεις εναρμόνισης που έχουν υιοθετηθεί δε φτάνουν μέχρι του σημείου τυποποίησης των εταιρικών μορφών. Η εναρμόνιση κινείται σε άλλα θέματα αποβλέποντας στην εμπέδωση των ελευθεριών εγκατάστασης και κίνησης κεφαλαίων που αποτελούν τις θεμελιακές βάσεις για τη λειτουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα του εταιρικού δικαίου ([7] Andenas – Wooldridge, 10επ. [6] Ρόκας, 30-35, [5] Περάκης εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 3-36).

  1. 2

Ελευθερία εγκατάστασης. Η ελευθερία εγκατάστασης θεμελιώνεται στη ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία εγκατάστασης περιλαμβάνει και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών (άρθ. 54 παρ. 2 ), σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασης για τους δικούς της υπηκόους. Διακρίνεται η ελευθερία αυτή από την ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω.

Την έννοια της εταιρείας ρυθμίζει το άρθρο 54 της ΣΛΕΕ, παρέχοντας έναν ευρύ ορισμό που καταλαμβάνει και τις εταιρείες εμπορικού δικαίου, χωρίς όμως να προσδιορίζει ειδικότερους εταιρικούς τύπους. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του σχετικού κεφαλαίου της ΣΛΕΕ, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών μελών.

Επομένως την ελευθερία εγκατάστασης μπορεί να απολαμβάνουν οι ημεδαπές εμπορικές εταιρείες σε άλλα κράτη μέλη ή και αντίστροφα. Για παράδειγμα, με βάση το τυπικό της ελευθερίας εγκατάστασης μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής) μία ελληνική ανώνυμη εταιρεία αξιώνοντας με αυτό τον τρόπο παρουσία στο κράτος αυτό. Ως συνέπεια του ενωσιακού κανόνα, το κράτος μέλος υποδοχής δε δικαιούται να αρνηθεί ή να φέρει προσκόμματα στην ίδρυση του υποκαταστήματος και στην άσκηση της σχετικής ελευθερίας στο έδαφός του ([3]Κοτσίρης, 917).

  1. 3

Το θέμα αυτό απασχόλησε πολύπτυχα το ΔΕΚ το οποίο διαμόρφωσε πλούσια νομολογία που επιβεβαιώνει τη θεμελίωση του εταιρικού δικαίου στη βάση του κανόνα της ελευθερίας εγκατάστασης. Ενδεικτικά έχουν κριθεί τα εξής:

Σελ. 13

- Η ελευθερία δευτερεύουσας εγκατάστασης, κατά την οποία μία εταιρεία ιδρύει υποκατάστημα σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική έδρα της, ισχύει ακόμη κι αν στη συνέχεια η εταιρεία αναπτύξει το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της μέσω του υποκαταστήματος στο άλλο κράτος μέλος (Centros, υποθ. C-212/1997, ([5] Περάκης εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 3-36, [6] Ρόκας, 30-35, [11] Hansen, 85).

- Εταιρεία, που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος της ΕΕ, μπορεί να μεταφέρει την κεντρική διοίκησή της σε άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης (Daily Mail, υποθ. C-81/87, [6] Ρόκας, 33, [1] Καρύδης, 44).

- Εταιρία, που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος, μπορεί να μεταφέρει την πραγματική έδρα της σε άλλο κράτος μέλος διατηρώντας τη νομική θέση της ως εταιρείας υποκείμενης στο δίκαιο του κράτους μέλους της σύστασης (Cartesio, υποθ. C-201/06, [2] Κινινή, 729, [4] Παξινού, 1674).

- Εταιρεία, που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος, η οποία εξαγοράζεται από υπηκόους άλλου κράτους μέλους και μεταφέρει την πραγματική έδρα της στο κράτος μέλος αυτό (υποδοχής), έχει ικανότητα δικαίου ως εταιρεία νομίμως συσταθείσα σε κράτος μέλος της ΕΕ και άρα μπορεί να καταστεί διάδικος – ενάγων στο κράτος μέλος υποδοχής το οποίο οφείλει να αναγνωρίσει την ικανότητα δικαίου της εταιρείας σύμφωνα με το κράτος μέλος της σύστασης βασιζόμενο στην ελευθερία εγκατάστασης. Κατά τη σχετική νομολογία το δίκαιο του κράτους μέλους της σύστασης εφαρμόζεται μεν, όμως δεν κυριαρχεί απόλυτα, καθώς μπορεί να περιοριστεί για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η προστασία των πιστωτών, των εταίρων της μειοψηφίας, των μισθωτών ή η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων (Überseering, υποθ. C-208/00, [17] Wooldridge, 227, [18] Wymeersch, 661, [5] Περάκης εις ΔΑΕ, Εισαγωγή 35).

  1. 4

Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων. Θεμελιώδης αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου που διατρέχει και το εταιρικό δίκαιο είναι επίσης η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Η αρχή εμπεδώνεται στο άρθρο 63 της ΣΛΕΕ κατά τους όρους της οποίας απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Συναφώς, απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

  1. 5

Την ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων εμπεδώνει η Οδηγία 88/361/ΕΟΚ (γνωστή και ως «1988 Capital Movements Directive») με την οποία θεσπίζονται υποχρεώσεις στα κράτη μέλη για κατάργηση των περιορισμών των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών. Για τις ανάγκες μάλιστα ευχερέστερης εφαρμογής του μέτρου, η έννοια της κίνησης κεφαλαίων διευκρινίζεται κατά τρόπο ειδικό στην Οδηγία μέσω σχετικού παραρτήματος.

  1. 6

Έτσι σύμφωνα με το παράρτημα οι κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις άμεσες επενδύσεις (βλ. παρ. Ι) ως και τις πράξεις επί τίτλων που είναι

Σελ. 14

συνήθως διαπραγματεύσιμοι στην αγορά κεφαλαίων (επενδυτικές πράξεις) (παρ. ΙΙΙ) ([13] Moloney, 41-50).

Χαρακτηριστικές εκφάνσεις των άμεσων επενδύσεων αποτελούν κατά τον ανωτέρω ορισμό η συμμετοχή σε νέες υφιστάμενες επιχειρήσεις, αλλά και η επανεπένδυση κερδών, με σκοπό τη διατήρηση σταθερών οικονομικών δεσμών με την επιχείρηση. Οι αναφορές αυτές καταδεικνύουν τη βασική κοινοτική επιδίωξη για διαμόρφωση σταθερών και άμεσων σχέσεων μεταξύ του επενδυτή και της επιχείρησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ως προς την οποία προορίζονται τα κεφάλαια ([5] Περάκης, εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 36).

Αντίστοιχα ο ορισμός της κίνησης κεφαλαίων για τις επενδυτικές πράξεις καταλαμβάνει, κατά το παράρτημα, πράξεις με αντικείμενο διάφορα αξιόγραφα που εκδίδουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο άντλησης κεφαλαίων και τα οποία τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιαγορές. Εδώ συγκαταλέγονται οι μετοχές και λοιποί τίτλοι που έχουν χαρακτήρα συμμετοχής, οι ομολογίες κλπ., ενώ τονίζονται ως πεδίο εφαρμογής των σχετικών ελευθεριών κίνησης κεφαλαίων, οι συναλλαγές επί τίτλων στις αγορές κεφαλαίων, καταλαμβάνοντας στο πεδίο αυτό τις συναλλαγές απόκτησης από μη κατοίκους εθνικών τίτλων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο, απόκτησης από κατοίκους ξένων τίτλων που είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο, απόκτησης από μη κατοίκους εθνικών τίτλων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο, αλλά και άλλες δράσεις όπως την εισαγωγή τίτλων στις κεφαλαιαγορές, την εισαγωγή στο χρηματιστήριο, την έκδοση και τοποθέτηση σε μια κεφαλαιαγορά, την εισαγωγή εθνικών τίτλων σε αλλοδαπή κεφαλαιαγορά και άλλες. Οι αναφορές αυτές καταδεικνύουν τη δεύτερη συνιστώσα της κοινοτικής επιδίωξης που αναφέρεται στην τοποθέτηση κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς ([5] Περάκης εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, ό.π.,[13] Moloney, 45).

  1. 7

Πλούσια νομολογία του ΔΕΚ έχει διαμορφωθεί και ως προς την ελευθερία αυτή που διαπλάθει τους ειδικότερους όρους ως προς την εφαρμογή της. Στο πλαίσιο αυτό έχει νομολογηθεί ότι οποιοιδήποτε περιορισμοί ως προς τη διενέργεια επενδύσεων ή την άσκηση ελέγχου σε ευρωπαϊκές εταιρείες αποτελεί παράβαση της αρχής της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων.

Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση περιορισμών αποτελεί η περίπτωση των λεγόμενων «χρυσών μετοχών» (Golden Shares), ([7] Andenas – Wooldridge, 14, [5] Περάκη εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 37-38). Η περίπτωση αφορά παραβάσεις που έλαβαν χώρα από τις αρμόδιες αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας σε σχέση με εταιρείες που τελούσαν υπό ιδιωτικοποίηση. Οι εν λόγω αρχές (π.χ. στην Πορτογαλία), επιδιώκοντας τη διατήρηση κρατικού ελέγχου στις ιδιωτικοποιούμενες εταιρείες, υιοθέτησαν διαδικασίες περιορισμού της συμμετοχής αλλοδαπών προσώπων στο κεφάλαιο των εν λόγω εταιρειών εξαρτώντας την απόκτηση συμμετοχής άνω του 10% σε αυτές από την προηγούμενη άδεια του

Σελ. 15

Υπουργού Οικονομικών. Η κτήση από τα αναφερόμενα κράτη μέλη χρυσών μετοχών διασφάλιζε έτσι διάφορα προνόμια στο κράτος/μέτοχο, όπως το δικαίωμα εναντίωσης σε μεταβιβάσεις συμμετοχών επί του κεφαλαίου των σχετικών εταιρειών (Γαλλία, Βέλγιο). Με αυτό τον τρόπο οι παραπάνω χώρες επεδίωκαν να κρατήσουν τον έλεγχο σε νευραλγικής σημασίας για την οικονομία επιχειρήσεις που ενέπιπταν στον τραπεζικό, ασφαλιστικό, ενεργειακό τομέα ως και στον τομέα των μεταφορών.

Πάντως το ΔΕΚ δεν απέρριψε όλα τα δικαστικά μέτρα κατά του δημοσίου με το αιτιολογικό της παράβασης των διατάξεων περί ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων. Αντίθετα, στην περίπτωση της υπόθεσης του Βελγίου έκρινε διαφορετικά με γνώμονα την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στη χώρα. Ειδικότερα αποδέχθηκε ότι η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων μέσω της διατήρησης ελέγχου από το δημόσιο στις υπό κρίση βελγικές εταιρείες ήταν νόμιμη καθώς επρόκειτο για μέτρο δικαιολογημένης προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για μέτρο που απέβλεπε στη διατήρηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη χώρα κατά την κρατούσα σε αυτή ενεργειακή πολιτική διαχείρισης ελλείματος ([7] Andenas – Wooldridge, 16 και εκεί παραπομπές στις οικείες υποθέσεις C-367/98 Commission v. Portugal [2002] ECR I -4731, C-483/99 Commission v. France [2002] ECR I-4781, C-503/99, Commission v. Belgium [2002] ECR I-4809).

Επομένως καταδεικνύεται εκ του παραδείγματος και η περίπτωση όπου η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων μπορεί να υποχωρεί εφόσον αυτό υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας ασφάλειας. Η περίπτωση προβλέπεται στο άρθρο 65 της ΣΛΕΕ κατά το οποίο η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων δε πρέπει να θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών μεταξύ άλλων (π.χ. για φορολογικούς λόγους, προστασίας των πιστωτικών ιδρυμάτων) να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευόμενα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Πάντως η υποχώρηση της ελευθερίας, σύμφωνα και με την ως άνω δικαστική κρίση, θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ειδικότερα θα πρέπει να καταδεικνύεται η καταλληλότητα του περιοριστικού μέτρου για τη διασφάλιση του σκοπού, που προορίζεται να εξυπηρετήσει, και συναφώς το μέτρο δε θα πρέπει να υπερβαίνει το σκοπό αυτό αναιρώντας την αρχή της αναλογικότητας ([7] Andenas – Wooldridge, 15).

  1. 8

Είναι σημαντικό από το σημείο αυτό να τονιστεί η πολύπτυχη λειτουργία της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Στην ελευθερία αυτή είναι γεγονός ότι δε στηρίζεται η εμπέδωση των αρχών του εταιρικού δικαίου και μόνο. Η ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων αποτελεί το θεμέλιο λειτουργίας και της κεφαλαιαγοράς. Η βούληση του ευρωπαϊκού νομοθέτη είναι εξάλλου σαφής επί του θέματος αυτού με βάση την έννοια της κίνησης κεφαλαίων.

Κατά τη σχετική έννοια (βλ. παράρτημα ανωτ. αρ. 6), δεν επιτρέπεται μόνο η δημιουργία στενών εταιρικών δεσμών μεταξύ του παρέχοντος το κεφάλαιο επενδυτή και της αποκτώσας αυτό επιχείρησης. Ο επενδυτής μπορεί μεν να εμπεδώνει

Σελ. 16

μέσω της ελευθερίας αυτής την επιχειρηματική δράση του ως εταίρου, manager ή ως στρατηγικού επενδυτή, ασκώντας επιρροή στη διαχείριση ή στον έλεγχο της εταιρείας, μπορεί όμως να δρα και αμιγώς επενδυτικά. Αυτή η συνιστώσα αναγνωρίζεται στο παράρτημα υπό το πλαίσιο της διενέργειας επενδυτικών πράξεων διασυνοριακά. Στην έννοια των πράξεων αυτών εμπίπτουν κατά τον ευρωπαϊκό ορισμό τοποθετήσεις σε εισαγωγές στο χρηματιστήριο, ή απλές αγοραπωλησίες τίτλων στις κεφαλαιαγορές. Οι πράξεις αυτές μπορεί θεωρητικά να κατευθύνονται σε μια βραχυπρόθεσμη επένδυση και όχι στη δημιουργία συνδέσμων με την εταιρεία που ενέχουν πιο διαρκή και σταθερό χαρακτήρα. Υπό την οπτική αυτή, η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων γίνεται μοχλός για τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Η άσκηση της ελευθερίας επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις μέσω των αγορών και την αντίστοιχη διόδευση αυτών στις αγορές προς αξιοποίησή τους.

Είναι σημαντική, συνεπώς, για την πληρότητα και των αναλύσεων του εταιρικού δικαίου η συνεκτίμηση του ευρωπαϊκού αυτού θεμελίου που επηρεάζει το εταιρικό δίκαιο ως δίκαιο το οποίο ως ένα βαθμό έχει άμεση συνάφεια με το δίκαιο της κεφαλαιαγοράς. Θέτοντάς το διαφορετικά, είναι σημαντικό να εξετάζεται η εμπορική εταιρεία ως προς τις πτυχές της όχι μόνο από πλευράς εταιρικού δικαίου αλλά και δικαίου της κεφαλαιαγοράς. Τούτο επιβάλλει ειδικότερα το γεγονός ότι στις εταιρείες με κεφαλαιουχική βάση και δυνατότητα αξιογραφικής κυκλοφορίας των τίτλων που εκδίδουν, όπως κατά το σύστημά μας είναι η ανώνυμη εταιρεία, η διαμόρφωση του εταιρικού τύπου δεν αποτελεί απόρροια μόνο του ορισμού του με βάση τα στεγανά του εταιρικού δικαίου. Αποτελεί απόρροια και των ειδοποιών γνωρισμάτων που προσδίδουν οι κεφαλαιαγορές στις εταιρείες (π.χ. ως εισηγμένες εταιρείες) για να μπορεί η λειτουργία τους να είναι συμβατή με τις δικαιοπολιτικές ανάγκες λειτουργίας αυτών των αγορών (βλ. υποχρεωτικές αποϋλοποιήσεις των τίτλων που εκδίδουν οι εταιρείες για να εισαχθούν στις αγορές).

  1. 9

Μέτρα εναρμόνισης. Πέρα από αυτή τη βασική θεμελιακή αφετηρία του εταιρικού δικαίου ως ευρωπαϊκού δικαίου (ΣΛΕΕ), η λειτουργία του έχει πλαισιωθεί από σειρά άλλων ευρωπαϊκών μέτρων που κλήθηκαν να οριοθετήσουν το εύρος της σχετικής εναρμόνισης.

Δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας η αναλυτική παράθεση και περιήγηση στα κατά περίπτωση μέτρα εναρμόνισης που αφορούν το δίκαιο αυτό. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη την ύλη της ευρωπαϊκής εταιρικής ρύθμισης ([5] Περάκης, εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 38-46), μπορεί να παρατηρηθεί ότι το εταιρικό δίκαιο ως σύλληψη της ΕΕ εμπεδώνεται περισσότερο ως lex generalis και όχι ως δίκαιο που, στην αφετηρία του τουλάχιστον, διατρέχεται από τάσεις ή επιδιώξεις μέγιστης ή απόλυτης εναρμόνισης (maximum harmonisation), όπως ισχύει στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς ([13] Moloney, 54επ.).

Σελ. 17

Έτσι, για παράδειγμα, ο τρόπος λειτουργίας μιας εταιρείας μπορεί να υποβάλλεται σε διάφορες απαιτήσεις με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο (βλ. υπό αρ. 9), όμως η κύρια αφετηρία της λειτουργίας αυτής αποτελεί θέμα που ρυθμίζεται από τον εθνικό νομοθέτη (ν. 4548/2018 για τις ανώνυμες εταιρείες, ν. 4072/2012 για την ομόρρυθμη εταιρεία ή την ετερόρρυθμη εταιρεία κλπ.). Αντίθετα, η λειτουργία της εταιρείας, ως οντότητας που απευθύνεται στις κεφαλαιαγορές για να χρηματοδοτηθεί και οι τίτλοι της καθίστανται αντικείμενο εμπορίας και διαπραγμάτευσης, αποτελεί θέμα το οποίο ρυθμίζεται από την ενωσιακή έννομη τάξη (απόλυτη εναρμόνιση) (βλ. παρακ. υπό Α, ΙΙ). Το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για ρύθμιση του θέματος αυτού από τον εθνικό νομοθέτη.

  1. 10

Είναι διάφορα τα μέτρα των ευρωπαϊκών οδηγιών που εκδόθηκαν στον εταιρικό τομέα. Ως τέτοιες αναφέρονται ενδεικτικά η Πρώτη Οδηγία (Οδηγία 68/151/ΕΟΚ), η Δεύτερη Οδηγία (Οδηγία 77/91/ΕΟΚ), η Τρίτη Οδηγία (78/855), η Τέταρτη Οδηγία (Οδηγία 78/660/ΕΟΚ) και άλλες όπως η Οδηγία 82//891/ΕΟΚ (Έκτη Οδηγία), η Οδηγία 2005/56/ΕΚ (Δέκατη Οδηγία), αλλά και οι νεώτερες, ήτοι η Οδηγία 2007/36/ΕΚ (γνωστή ως «Shareholders Rights Directive» ή SRD) και η τροποποιητική αυτής Οδηγία 2017/828/ΕΕ (SRDII), που θα μας απασχολήσει ειδικότερα στην παρούσα, η Οδηγία 2012/17/ΕΕ, η Οδηγία 2017/1132/ΕΚ.

Κατά σειρά, με τα αναφερόμενα ευρωπαϊκά μέτρα ρυθμίζονται διάφορα θέματα και ιδίως θέματα αναφορικά με τη δημοσιότητα των κεφαλαιουχικών εταιρειών, τη λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας γενικότερα, τις συγχωνεύσεις, τους ετήσιους λογαριασμούς των εταιρειών, τη διάρθρωση αυτών, το περιεχόμενο και τη δημοσιότητα των σχετικών εγγράφων, τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών, τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, την ενίσχυση των δικαιωμάτων των μετόχων και τον εκσυγχρονισμό της συμμετοχής τους στις γενικές συνελεύσεις των εταιρειών, τη διασύνδεση των κεντρικών/εμπορικών μητρώων, τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις.

Επίσης, πέρα από το μέτρο των ευρωπαϊκών οδηγιών, δεν απουσιάζουν και τα κανονιστικά μέτρα άμεσης ισχύος, σε περιορισμένη βέβαια έκταση (π.χ. ο Κανονισμός (ΕΚ) 213/85 για τον Ευρωπαϊκό Όμιλο Οικονομικού Σκοπού, ο Κανονισμός (ΕΚ) 2157/2001 για την Ευρωπαϊκή Εταιρεία, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1606/2002 και ήδη 1128/2008, όπως ισχύει, για τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ/ΔΠΧΑ) ([5] Περάκης, εις ΔΑΕ, Εισαγωγή, 38επ).

Οι εξελίξεις στον εταιρικό τομέα όμως δε σταματούν. Πτυχή βασική ως προς τις περαιτέρω εξελίξεις στον τομέα αυτό αποτελεί η ψηφιοποίηση των εταιρικών λειτουργιών. Η τάση αυτή εισάγεται με γνώμονα την εξοικονόμηση κόστους και αυτοματοποίησης των συναλλαγών. Η ψηφιοποίηση είναι γεγονός ότι εισάγει νέες και πιο αποτελεσματικές μεθόδους λειτουργίας της εταιρείας σε διάφορους τομείς (π.χ. προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών, εταιρικής οργάνωσης, άσκησης εταιρικών δικαιωμάτων κλπ.) με όλες αυτές τις προηγμένες μορφές δημιουργίας,

Σελ. 18

τήρησης και επεξεργασίας δεδομένων με όρους ψηφιοποίησης (digitalization), τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence) και άλλες ([15] Spitzer, 18-23).

Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι η χρήση του νέου θεσμού των ψηφιακών μέσων επηρεάζει τη λειτουργία των εταιρειών, έχει ήδη αναπτυχθεί επί των θεμάτων αυτών και νεώτερη ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που είναι γνωστή ως «Company Law Package» (2018). Επιπλέον, με την πρωτοβουλία αυτή δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα και στις μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις των εταιρειών με γνώμονα τη διευκόλυνση της διασυνοριακής αγοράς και λειτουργίας τους.

Σελ. 19

II. Η χρηματοοικονομική θεώρηση

  1. 1

Δικαιοπολιτικές αφετηρίες – Εταιρείες & χρηματοδότηση. Είναι γεγονός ότι αφετηρία στη διαμόρφωση των κεφαλαιαγορών απετέλεσε η ανάγκη διευκόλυνσης των επιχειρήσεων στην άντληση κεφαλαίων.

Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν υποδομές, χρηματιστήρια, αλλά και ειδικού τύπου υπηρεσίες, όπως η αναδοχή (underwriting), που συντείνουν στην πραγμάτωση του σκοπού των δημοσίων προσφορών (public offering) ή και άλλων μικρότερης εντάσεως πρωτοβουλιών των επιχειρήσεων για άντληση κεφαλαίων, όπως είναι οι ιδιωτικές τοποθετήσεις (private placements) (βλ. ν. 4706/2020), και συναφώς και της εισαγωγής των τίτλων, που εκδίδουν προς εισαγωγή και διαπραγμάτευσή τους στις αγορές (listing, admission to trading) (παρακ. Β, 1, αρ. 11).

Η ανάπτυξη των επιχειρήσεων με την άντληση κεφαλαίων έδωσε με τη σειρά της νέα ώθηση για τη διαμόρφωση μιας σειράς επενδυτικών προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και επενδυτικών επαγγελμάτων, που ολοκληρώνουν την κεφαλαιαγορά και μάλιστα υπό διαστάσεις ευρωπαϊκού δικαίου, εκκινώντας από τις επιταγές της ΕΕ για διαμόρφωση συνθηκών ενιαίας εσωτερικής αγοράς (internal market).

  1. 2

Κεφαλαιαγορά ως ευρύτερη θεώρηση. Δεν είναι σκοπός της παρούσας η ανάπτυξη των επενδυτικών προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων αυτών που αποτελούν θεματική όχι του εταιρικού δικαίου, που εξετάζεται στην παρούσα, αλλά του δικαίου της κεφαλαιαγοράς.

Βέβαια μια γρήγορη επισκόπηση, χάριν και μόνον εισαγωγικής ανάπτυξης, καταδεικνύει ότι από την εποχή όπου η κεφαλαιαγορά καλούνταν να υπηρετήσει τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και μόνον, ήδη σήμερα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της επενδυτικής ζωής. Πέρα από τις πρωτογενείς επενδύσεις σε τίτλους των εταιρειών που εκδίδονται στο πλαίσιο χρηματοδότησης των εταιρειών και εισάγονται στις αγορές, έχει διαμορφωθεί μία ευρύτατη γκάμα επενδυτικών προϊόντων που ορίζονται ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» (financial instruments) με βάση τις ενωσιακές οριοθετήσεις και επιδιώξεις (MiFID II, ν. 4514/2018, MiFIR κλπ.). Επίσης έχει αναπτυχθεί μία ευρύτατη γκάμα υπηρεσιών που έχουν τυποποιηθεί ως «επενδυτικές υπηρεσίες» (investment services) και σχετικές δραστηριότητες ως και «παρεπόμενες υπηρεσίες» (ancillary services), που ασκούνται από ειδικού τύπου επαγγελματίες, τις «επιχειρήσεις επενδύσεων» (investment firms) ή, κατά την ημεδαπή τυποποίηση, «ΑΕΠΕΥ» (Ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), και τα πιστωτικά ιδρύματα (βλ. ν. 4514/2018) ([12] Crown εις Α practitioner’s guide to MiFID II, 47-66).

Ταυτόχρονα με βάση το θεμέλιο της ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών εγκαθιδρύεται μια δέσμη ευρωπαϊκών διαβατηρίων (european passports) που επιτρέπουν οι υπηρεσίες και λειτουργίες στην ενιαία αγορά στον τομέα των κεφαλαιαγορών να μπορούν να ασκούνται από τις κατά περίπτωση οντότητες

Σελ. 20

(π.χ. επιχειρήσεις επενδύσεων, εκδότριες εταιρείες) σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς περαιτέρω άδειες και εγκρίσεις, με μόνη την άδεια που λαμβάνεται από το κράτος μέλος καταγωγής (π.χ. άδεια της επιχείρησης επενδύσεων, έγκριση του ενημερωτικού δελτίου από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κλπ.) (MiFID II, Prospectus Regulation κλπ.).

  1. 3

Σε αυτή τη θεώρηση η λειτουργία των κεφαλαιαγορών δεν αποτελεί θέμα lex generalis. Αντίθετα, καθίσταται αντικείμενο στενής ρυθμιστικής εποπτείας και λειτουργίας από την ΕΕ ([8] Avgerinos, 33επ.). Η εποπτεία αυτή μάλιστα εξελίσσεται όλο και πιο πολύ προς την κατεύθυνση της ενιαίας ενοποιημένης εποπτείας στη βάση θεσμοθετούμενων από την ΕΕ αρχών και οργάνων ([10] Avgouleas – Ferrarini εις Capital Markets Union in Europe, 55επ).

  1. 4

Ρυθμίσεις εταιρειών & κεφαλαιαγορά. Εκ του αντικειμένου αυτού, που είναι ευρύ και σύνθετο, η παρούσα ανάπτυξη δεν εκτείνεται στις εν γένει ρυθμίσεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς. Αντίθετα, επικεντρώνεται μόνο σε εκείνες τις πτυχές του από τις οποίες καταδεικνύεται ότι η διαμόρφωση στη χώρα μας των χαρακτηριστικών των εταιρειών που μπορούν να προσφύγουν στις αγορές (ανώνυμη εταιρεία) δεν απετέλεσε μόνο μέλημα και υπόθεση του εταιρικού δικαίου αλλά και του δικαίου της κεφαλαιαγοράς.

  1. 5

Στο πλαίσιο αυτό σειρά ρυθμίσεων υιοθετείται κατά τις οποίες οι προσφεύγουσες στις αγορές εταιρείες αποκτούν μια ξεχωριστή «χρηματοοικονομική δυναμική» που, όπως ήδη επισημάνθηκε (Προοίμιο/Εισαγωγή), δρα καταλυτικά και ως προς το τυπικό εταιρικό τους προφίλ. Είναι εδώ βασικές αφετηρίες των κανόνων, που θεμελιώνονται, η διάρθρωση της εταιρείας, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της, αλλά και οι ειδικότερες υποχρεώσεις της, που της επιτρέπουν, την καθιστούν ικανή και αξιόπιστη, να μπορεί μέσα από τα κανάλια των αγορών να χρηματοδοτείται και συναφώς να εκπληρώνει τους επιχειρηματικούς στόχους της. Αντίστοιχα βέβαια με αυτό τον τρόπο και οι αγορές, που υποδέχονται τις εταιρείες αυτές υποστηρίζοντας τις χρηματοδοτήσεις τους και την εισαγωγή των τίτλων τους προς διαπραγμάτευση (listing), εκπληρώνουν την αποστολή τους για διαμόρφωση συνθηκών συναλλαγής που επιτρέπουν την ανάπτυξη επενδύσεων.

  1. 6

Ευρωπαϊκές ελευθερίες ως αφετηρία της ρύθμισης (ΣΛΕΕ). Η αφετηρία της ευρωπαϊκής ρύθμισης είναι και εδώ, όπως και στην ήδη αναπτυχθείσα εταιρική θεώρηση του θεσμού (ανωτ. υπό Ι), η ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ερείδεται στις διατάξεις που θεμελιώνουν την εγκαθίδρυση συνθηκών ενιαίας εσωτερικής αγοράς (άρθρ. 26), αλλά και στις επιμέρους ελευθερίες σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών και την κίνηση κεφαλαίων (άρθρ. 56-66). Η εσωτερική αγορά στον τομέα της κεφαλαιαγοράς αποτελεί ειδικότερα μέρος της ευρύτερης πρωτοβουλίας για ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων κατά τους ορισμούς της ΣΛΕΕ (άρθρ. 26 παρ. 2) ([13] Moloney, 6-16).

Back to Top