-
Αγοράζονται συχνά μαζί
Συνδυαστική Προσφορά
X1ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ - Βιβλίο (έντυπο)+Βιντεοσκοπημένα (Εκπαίδευση/Εκδηλώσεις)Τιμή 110,00 €X1ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΖΩΗΣ - (ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ)=Σύνολο:από 142,00 €
87,00 €
έκπτωση 38.73%
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 208
- ISBN: 978-960-654-805-5
Το βιβλίο «Σεξουαλικά Εγκλήματα» αποτελεί συστηματική μελέτη του δέκατου ένατου κεφαλαίου του ΠΚ, μετά από τις νομοθετικές τροποποιήσεις που επήλθαν με τους Ν 4855/2021 και Ν 4947/2022. Στο έργο εξετάζονται οι αξιόποινες πράξεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και των εγκλημάτων κατά της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και ανιχνεύονται κρίσιμα νομολογιακά και θεωρητικά προβλήματα, όπως:
• η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας των σεξουαλικών εγκλημάτων και η εξεύρεση του αυθεντικού ορισμού τους
• τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης των σχετικών εγκλημάτων.
Επίσης παρουσιάζεται η νομολογία πάνω στη θεματική καθώς και οι σύγχρονες μορφές των σεξουαλικών εγκλημάτων όπως η εκδικητική πορνογραφία. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε δικηγόρους, δικαστές, Εισαγγελείς και νομικούς, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το Ποινικό Δίκαιο και τις προεκτάσεις του.
Πρόλογος VII
Σημείωμα συγγραφέα IX
Συντομογραφίες XV
Ι. Εισαγωγή
1
ΙΙ. Φυσικός αυτουργός και θύμα στα πλέον «σύγχρονα» εγκλήματα
του Δέκατου Ένατου Κεφαλαίου του ΠΚ
Α. Βιασμός («Rape») - Άρθρο 336 ΠΚ 24
Β. Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας («Insult of Sexual Dignity»)
- Άρθρο 337 ΠΚ 34
Γ. Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη
- Άρθρο 338 ΠΚ 40
Δ. Γενετήσιες Πράξεις με ανήλικους ή ενώπιόν τους - Άρθρο 339 ΠΚ 42
Ε. Κατάχρηση ανηλίκων - Άρθρο 342 ΠΚ 47
ΣΤ. Πορνογραφία ανηλίκων («Child Pornography») - Άρθρο 348Α ΠΚ 50
Ζ. Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους - Άρθρο 348 Β ΠΚ 60
Η. Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων - Άρθρο 348 Γ ΠΚ 67
Θ. Σωματεμπορία («Human Trafficking»)
- Προγενέστερο Άρθρο 351 ΠΚ 70
Ι. Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής - Άρθρο 351 Α ΠΚ 77
Κ. Εκδικητική Πορνογραφία («Revenge Pornography») 80
ΙΙΙ. Η επικινδυνότητα του φυσικού αυτουργού
των σεξουαλικών εγκλημάτων
Α. Η έννοια της επικινδυνότητας 98
Β. Οι φυσικοί αυτουργοί των σεξουαλικών εγκλημάτων 103
IV. Νέες μορφές δικαιοσύνης στην περίπτωση των φυσικών
αυτουργών σεξουαλικών εγκλημάτων
Α. Επανορθωτική δικαιοσύνη («Restorative Justice») 108
Β. Θεραπευτική δικαιοσύνη (Therapeutic justice) 115
Γ. Εξασφαλιστική κράτηση («Preventive Detention») 118
Δ. Άλλα μέτρα 122
Ε. Άρθρο 352 Α ΠΚ «Ψυχοδιαγνωστική εξέταση και θεραπεία του φυσικού αυτουργού και του θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας
και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής» 125
Επίλογος - Καταληκτικά συμπεράσματα 129
Βιβλιογραφία - αρθρογραφία 133
Νομολογία- Διαδικτυακές πηγές 185
Λημματικό Ευρετήριο 187
Σελ. 1
Ι. Εισαγωγή
Καταρχάς, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι τα επονομαζόμενα ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes») υπήρξαν σαφέστατα πά-
Σελ. 2
ντοτε επί της ουσίας ένας εξαιρετικά σημαντικός χώρος «διαπλοκής» των κομβικής σημασίας εννοιών του δικαίου και της «ηθικής» («morality»), γεγονός το οποίο θα έπρεπε αναντίλεκτα να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Ανάλογα δε βέβαια και με το κάθε σύστημα αξιολόγησης της ερωτικής ζωής («sexual life») του κάθε ανθρώπου, το οποίο κατά τις εκάστοτε ιστορικές περιόδους ακολουθείτο εν τέλει επί της ουσίας σε κάθε κοινωνία, δηλαδή είτε το πιο αυστηρό είτε το πιο φιλελεύθερο, παρατηρεί κανείς ασφαλώς και την αντίστοιχη διαμόρφωση των δικαιϊκών κανόνων που ρυθμίζουν τα συγκεκριμένα επονομαζόμενα ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes»), γεγονός το οποίο επίσης σε κάθε περίπτωση αναπόδραστα θα έπρεπε να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Ασφαλώς, τα εν λόγω πάρα πολύ σημαντικά συστήματα αξιολόγησης της επονομαζόμενης ως «ερωτικής ζωής» («sexual life») του κάθε ανθρώπου, αντικατοπτρίζουν και εκφράζουν αναντίλεκτα επί της ουσίας και τις εκάστοτε κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και ταυτόχρονα προσδιορίζουν εν τέλει τα πάρα πολύ σημαντικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά («special
Σελ. 3
characteristics») τόσο του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator»), όσο και του οποιουδήποτε θύματος («victim») των σεξουαλικής φύσεως εγκλημάτων, ήτοι των επονομαζόμενων ως «sexual crimes».
Μάλιστα, εξετάζοντας λοιπόν κανείς ειδικά το αντίστοιχο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με το επίμαχο καίριας σημασίας νομικό και παράλληλα κοινωνικό ζήτημα, διαπιστώνει εν τέλει επί της ουσίας ότι τα εγκλήματα εκείνα που είναι ευρύτερα γνωστά ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes»), τυποποιούνται ασφαλώς στο Δέκατο Ένατο Κεφάλαιο του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά και από τις θεμελιώδους σημασίας νομοθετικές τροποποιήσεις του πάρα πολύ πρόσφατου Ν. 4855/2021, υπό τον τίτλο «Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Αναντίλεκτα, το πάρα πολύ ξεχωριστό ενδιαφέρον και η αντίστοιχη έντονη προσοχή που συγκεντρώνουν οπωσδήποτε τα επονομαζόμενα ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes»), σε ό,τι αφορά προφανώς τους δύο αντίστοιχους «πόλους» της εγκληματικής συμπεριφοράς («criminal behavior»), δηλαδή τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό («perpetrator») και το κάθε θύμα («victim») της διαπραττόμενης αξιόποινης πράξης, συνδέεται ασφαλώς άμεσα, «αδιάσπαστα» και «άρρηκτα» πάντοτε με το ίδιο το προστατευόμενο έννομο αγαθό στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, όπως και στα πλαίσια του ελληνικού ποινικού δόγματος εν γένει.
Έτσι, μέχρι και το θεμελιώδους σημασίας Ν. 1419/1984, ως προστατευόμενο έννομο αγαθό εμφανιζόταν σε κάθε περίπτωση ήδη από τον τίτλο του νόμου τα «ήθη», δηλαδή επί της ουσίας η επονομαζόμενη ως «ηθική στο χώρο της γενετήσιας ζωής» («morality in the area of sexual life»), γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Προφανώς, η συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας έννοια της ηθικής («morality») μαρτυρούσε μάλιστα και τη σαφή, αλλά παράλληλα και τη ρητή αναφορά του Έλληνα ποινικού νομοθέτη στην τήρηση ή μη της αντίστοιχης κοινωνικής ηθικής («social morality»), με ό,τι αυτό βέβαια συνεπάγεται τόσο για τη μορφή του εκάστοτε φυσικού αυτουργού
Σελ. 4
(«perpetrator»), όσο και για την άρνηση ή τη σχετικοποίηση της ποινικής προστασίας («criminal protection»), αν το εκάστοτε θύμα («victim») δεν κρινόταν εν τέλει επί της ουσίας ως «άμεμπτων ηθών», γεγονός το οποίο σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Το συγκεκριμένο πάρα πολύ σημαντικό γεγονός βέβαια θα μπορούσε οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να υποστηριχθεί σθεναρά ότι παρουσιάζεται ως ένα πάρα πολύ σημαντικό «κατάλοιπο» της έντονης «τάσης» που συναντάται κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους στην ιστορία του δικαίου, έτσι ώστε οποιεσδήποτε διακρίσεις στη σχετική νομοθεσία να προκύπτουν εν τέλει επί της ουσίας ανάλογα με την καταγωγή, το φύλο, την κοινωνική θέση ή και την αντίστοιχη εθνικότητα («nationality») του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») και του κάθε θύματος («victim»).
Αναντίλεκτα, αυτό έχει ως ένα πάρα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα προφανώς το να υπάρχουν ορισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που λειτουργούσαν καταφανώς πάντοτε υπέρ συγκεκριμένων ομάδων πολιτών και εις βάρος των υπολοίπων.
Το συγκεκριμένο πάρα πολύ σημαντικό γεγονός λοιπόν είναι σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτο, αθέμιτο, αλλά παράλληλα και αδικαιολόγητο να συμβαίνει στα πλαίσια ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου («democratic rule of law»), το οποίο οφείλει οπωσδήποτε πάντα να σέβεται χωρίς «περιστροφές» και «παρεκκλίσεις», όπως και να τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ατομικές συνταγματικές ελευθερίες του ανθρώπου.
Πάντως, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι ακόμα και στη σημερινή του μορφή, στο σχετικό πάρα πολύ σημαντικό Δέκατο Ένατο Κεφάλαιο του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά και από τις θεμελιώδους σημασίας νομοθετικές τροποποιήσεις του πάρα πολύ πρόσφατου Ν. 4855/2021, εξακολουθούν να παραμένουν ορισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αναντίλεκτα εξαρτούν άμεσα, «αδιάσπαστα» και «άρρηκτα» την οποιαδήποτε ποινική ευθύνη από το φύλο του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») ή του κάθε θύματος («victim») της διαπραττόμενης αξιόποινης πράξης.
Επί παραδείγματι, πάρα πολύ σημαντικά δείγματα της συγκεκριμένης εσφαλμένης κατά την άποψή μας «τάσης» ήταν η μέχρι πάρα πολύ πρόσφατα κομβικής σημασίας ισχύουσα
Σελ. 5
νομοθετική διάταξη του άρθρου 350 ΠΚ για την «εκμετάλλευση πόρνης» («prostitute exploitation»), ενώ παράλληλα μέχρι πρότινος ίσχυε η εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 347 ΠΚ για την επονομαζόμενη ως «παρά φύση ασέλγεια μεταξύ αρρένων» κ.λπ.
Φρονούμε πλέον πάντως ότι ορθά, θεμιτά, δικαιολογημένα και εύλογα η θεμελιώδους σημασίας σχετική ελληνική νομοθεσία έχει αποσυνδεθεί σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό από την αντίστοιχη εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας έννοια των «ηθών» («morals») και της «ηθικότητας» («morality») και σήμερα, καίτοι βέβαια βρίσκονται ενοποιημένα στο ίδιο Κεφάλαιο του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, όπως αυτός φυσικά ισχύει μετά και από τις κομβικής σημασίας νομοθετικές τροποποιήσεις του πάρα πολύ πρόσφατου Ν. 4855/2021, στα επιμέρους εγκλήματα ως προστατευόμενα έννομα αγαθά κατοχυρώνονται εν τέλει επί της ουσίας η «γενετήσια ελευθερία»(«sexual freedom»), η «τιμή», η «ανηλικότητα», η «οικογένεια», η «δημόσια τάξη» κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα βέβαια από τη διατύπωση των διαφόρων θεωριών αναφορικά με το εκάστοτε θεμελιώδους σημασίας προστατευόμενο έννομο αγαθό, ένα πάρα πολύ σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων εγκλημάτων αποτελεί το ότι συνδέονται αναντίλεκτα, άμεσα, «αδιάσπαστα» και «άρρηκτα» με τις επονομαζόμενες ως «γενετήσιες σχέσεις» («sexual relationships») και την αντίστοιχη «γενετήσια ζωή»(«sexual
Σελ. 6
life»), γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Αναντίλεκτα, το πάρα πολύ έντονο ενδιαφέρον του Έλληνα ποινικού νομοθέτη πάντοτε υπήρξε, αλλά παράλληλα και εξακολουθεί να είναι μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένο και αρκετά εντεινόμενο σε ό,τι αφορά κυρίως την οποιαδήποτε «εμπλοκή ανηλίκων» («minors») σε τέτοιου είδους και τεράστιας ποινικής απαξίας εγκλήματα, και αυτό ασφαλώς αποτυπώνεται σαφέστατα σε διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις, γεγονός το οποίο επίσης επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα πάρα πολύ σημαντικό μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Με βάση λοιπόν τη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 3064/2002, στο εκάστοτε ανήλικο θύμα («juvenile victim») των πάρα πολύ σημαντικών εγκλημάτων των κομβικής σημασίας άρθρων 336, 339 παρ. 1 και 4, 342 παρ. 1 και 2 , 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351 και 351 Α του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα παρέχεται εν τέλει επί της ουσίας προστασία που αφορά ιδίως την προστασία των εννόμων αγαθών της «ζωής» («life»), της «σωματικής ακεραιότητας» («physical integrity») και της «προσωπικής» («personal») και της «γενετήσιας ελευθερίας» («sexual freedom») του, αν υφίσταται βέβαια ένας οποιοσδήποτε σοβαρός κίνδυνος («danger») για αυτά.
Επιπροσθέτως, παρέχεται ασφαλώς για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται και αξιολογείται εν τέλει επί της ουσίας ως απολύτως αναγκαίο, «επιτακτικό» και απαραίτητο «αρωγή» για τη στέγαση, για τη διατροφή, για τη διαβίωση, για την περίθαλψη, όπως και για την αντίστοιχη ψυχολογική στήριξή («psychological support») του, καθώς και για την εξασφάλιση του νομικού παραστάτη του και του διερμηνέα του, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως ένα πάρα πολύ σημαντικό μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Ταυτόχρονα, μια πάρα πολύ σημαντική πρόβλεψη υφίσταται ασφαλώς και για την αντίστοιχη ένταξη του συγκεκριμένου προσώπου σε ορισμένα προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά και σε ορισμένα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισής του.
Ειδικά βέβαια για τα αλλοδαπά θύματα («foreign victims») προβλέπεται εν τέλει επί της ουσίας η μη απέλασή («deportation») τους, κάτι που αναντίλεκτα συμβάλλει σε κάθε περίπτωση σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό στη διασφάλιση τόσο των έννομων, όσο φυσικά και των βιοτικών συμφερόντων τους.
Σύμφωνα δε με τη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 13 του ανωτέρω εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νόμου, όπως αυτό σε κάθε περίπτωση τροποποιήθηκε νομοθετικά με τον πάρα πολύ σημαντικό Ν. 4267/2014, οι αλλοδαποί ανήλικοι («foreign
Σελ. 7
minors») που βρίσκονται παράνομα στη χώρα μας και είναι θύματα («victims») των εγκλημάτων των άρθρων 336, 339 παρ. 1 και 4, 342 παρ. 1 και 2, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351 και 351 Α ΠΚ, επαναπατρίζονται εν τέλει επί της ουσίας χωρίς να θίγεται επ’ ουδενί η ανθρώπινη αξιοπρέπειά («human dignity») τους, με έναν τρόπο ασφαλή.
Επίσης, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να επισημανθεί ότι βάσει της θεμελιώδους σημασίας και προγενέστερης εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομοθετικής διάταξης του άρθρου 253 (και σύγχρονου άρθρου 254 μετά και από τον πάρα πολύ σημαντικό και πάρα πολύ πρόσφατο Ν. 4855/2021) του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι επονομαζόμενες ως «ειδικές ανακριτικές πράξεις» («special investigative acts») μπορούν αναντίλεκτα επί της ουσίας να διενεργηθούν, πρώτον, μεταξύ άλλων, και για τις πάρα πολύ σημαντικές αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του θεμελιώδους σημασίας άρθρου
Σελ. 8
187, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως ένα κομβικής σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό λοιπόν, σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη σχετίζεται ασφαλώς με το πάρα πολύ σημαντικό εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο του επονομαζόμενου ως «Οργανωμένου Εγκλήματος» («Organized Crime»).
Σελ. 9
Αδιαμφισβήτητα, η σημασία του εγκληματικού και παράλληλα κοινωνικού φαινομένου του επονομαζόμενου ως «Οργανωμένου Εγκλήματος» («Organized Crime») στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο σε κάθε
Σελ. 10
περίπτωση θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναδειχθεί ως ένα κομβικής σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Δεύτερον, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254 του ισχύοντα σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μεταξύ άλλων, μπορούν σε κάθε περίπτωση να εφαρμοστούν για τη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 187A Π.Κ., το
Σελ. 11
οποίο όπως είναι ευρύτερα γνωστό, σχετίζεται άμεσα και «άρρηκτα» με το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο της επονομαζόμενης ως «Τρομοκρατίας» («Terrorism»).
Το συγκεκριμένο εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο της επονομαζόμενης ως «Τρομοκρατίας» («Terrorism») αποτελεί αναντίλεκτα ένα κομβικής σημασίας μέγεθος στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως ένα πάρα πολύ σημαντικό μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Σελ. 12
Τρίτον, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μεταξύ άλλων, μπορούν σε κάθε περίπτωση να εφαρμοστούν για τη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 323Α, το οποίο αναντίλεκτα σχετίζεται με το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο της επονομαζόμενης ως «Εμπορίας Ανθρώπων».
Η συγκεκριμένη κομβικής σημασίας ισχύουσα σήμερα νομοθετική διάταξη, μετά και από τον πάρα πολύ σημαντικό και πάρα πολύ πρόσφατο Ν. 4855/2021, ρητά και χαρακτηριστικά ορίζει: «1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, στρατολογεί, απάγει, μεταφέρει, κατακρατεί παράνομα, υποθάλπει, παραδίδει ή παραλαμβάνει άλλον με σκοπό την εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος και αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, τελεί τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου αποσπώντας τη συναίνεση άλλου με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύροντάς τον εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται. 3. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη των προηγούμενων παραγράφων όταν: α) τελείται κατ` επάγγελμα, β) τελείται από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, γ) συνδέεται με την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα ή δ) είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος. Επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο. 4. Με τις ποινές της
Σελ. 13
προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται η πράξη των παραγράφων 1 και 2 όταν στρέφεται κατά ανηλίκου, ακόμα κι όταν τελείται χωρίς τη χρήση των μέσων που αναφέρονται σε αυτές. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος, με τα μέσα των παραγράφων 1 και 2 στρατολογεί ανήλικο με σκοπό τη χρησιμοποίησή του σε ένοπλες επιχειρήσεις. 5. Η έννοια της εκμετάλλευσης στις προηγούμενες παραγράφους περιλαμβάνει τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους από: α) την υπαγωγή του σε καθεστώς δουλείας ή σε παρεμφερείς προς τη δουλεία πρακτικές, β) την υπαγωγή του σε καθεστώς ειλωτείας, γ) την εργασία ή την επαιτεία του θύματος (εργασιακή εκμετάλλευση), δ) την τέλεση εγκληματικών πράξεων από αυτό, ε) την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του, στ) την τέλεση από αυτό γενετήσιων πράξεων, πραγματικών ή προσποιητών, ή την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη γενετήσια διέγερση (γενετήσια εκμετάλλευση) ή ζ) τον εξαναγκασμό του σε τέλεση γάμου. 6. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει, χωρίς να χρησιμοποιεί τα μέσα των παραγράφων 1 και 2, προσλαμβάνει στην εργασία του πρόσωπο που είναι θύμα εμπορίας, δέχεται τις υπηρεσίες του προσώπου αυτού, τελεί μαζί του γενετήσια πράξη ή δέχεται τα έσοδα από την εκμετάλλευσή του. 7. Τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή όποιος, χωρίς να χρησιμοποιεί τα μέσα των παραγράφων 1 και 2, εξωθεί σε επαιτεία ανηλίκους, με σκοπό την εκμετάλλευση των εσόδων τους. 8. Για όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος του από υπαιτίους των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, εφόσον η καταγγελία πιθανολογείται βάσιμη, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, καθώς και για παραβάσεις λόγω συμμετοχής τους σε εγκληματικές δραστηριότητες, εφόσον η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι ήταν παθόντες των αδικημάτων των προηγούμενων παραγράφων, ώσπου να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Αν η καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή από την ποινική δίωξη γίνεται οριστική».
Τέταρτον, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μεταξύ άλλων, μπορούν σε κάθε περίπτωση να εφαρμοστούν για τις θεμελιώδους σημασίας νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 336 σε βάρος ανηλίκου («minor»), της παρ. 1 του άρθρου 338 σε βάρος ανηλίκου («minor»), των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 339, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ, 351 και 351Α Π.Κ., γεγονός το οποίο αναντίλεκτα σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Σελ. 14
Περαιτέρω, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι στη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994, όπως αυτό βέβαια τροποποιήθηκε νομοθετικά από τον πάρα πολύ σημαντικό Ν. 4267/2014, προβλέπεται εν τέλει επί της ουσίας η επονομαζόμενη ως «άρση του απορρήτου των επικοινωνιών» με σκοπό τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 336, 338 παρ. 1, 339 παρ. 1 α και β, 342 παρ. 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Β παρ. 4, 348Γ παρ. 1 α και β, 349 παρ. 1, 2, 4 και 5, 351 Α παρ. 1 α και β και 3 ΠΚ, όταν αυτά ασφαλώς τελούνται σε βάρος ενός ανήλικου προσώπου («minor»).
Σύμφωνα δε με τη θεμελιώδους σημασίας νομοθετική διάταξη του άρθρου 226 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: «1. Οι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να υπαγορεύουν στην ανάκριση τις καταθέσεις τους, αν κατά την κρίση εκείνου που εξετάζει, δεν υπάρχουν λόγοι που να επιβάλλουν το αντίθετο. Στην έκθεση πρέπει να γίνεται μνεία της υπαγόρευσης και, αν δεν γίνει υπαγόρευση, όσα κατατέθηκαν θα πρέπει να αναγραφούν, αν είναι δυνατό, κατά λέξη. Ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιεί σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση ή το δικαστήριο το επιτρέψει για ειδικούς λόγους. 2. Αν ο μάρτυρας είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών, εκείνος που τον ανακρίνει καταγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει».
Παράλληλα, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι πάρα πολύς λόγος γίνεται σαφέστατα και αναντίλεκτα επί της ουσίας και για την αντίστοιχη «διασύνδεση των νέων τεχνολογιών» («new technologies») με τα επονομαζόμενα ως «σεξουαλικά εγκλήματα» («sexual crimes»), όπως είναι επί παραδείγματι φυσικά η χρήση του διαδικτύου («Internet») για τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού («pornographic material»), η επονομαζόμενη ως «διαδικτυακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας» («online insult of sexual dignity») κ.λπ., κάτι που οδηγεί αναπόδραστα και αναπόφευκτα στην ίδια την τυποποίηση των νέων αντίστοιχων μορφών ποινικών αδικημάτων, γεγονός το οποίο επίσης επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική ανάλυσή μας στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Σελ. 15
Ταυτόχρονα, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι τα τελευταία χρόνια η θεμελιώδους σημασίας νομική προβληματική των επονομαζόμενων ως «σεξουαλικών εγκλημάτων» («sexual crimes») συσχετίζεται ασφαλώς άμεσα, «αδιάσπαστα» και «άρρηκτα», κυρίως από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, πάρα πολύ έντονα και με την «παρουσία αλλοδαπών προσώπων» («foreign people») στη χώρα μας, γεγονός το οποίο σαφέστατα δημιουργεί αναπόδραστα δυστυχώς ένα πάρα πολύ έντονο «κλίμα ξενοφοβίας» («xenophobia») και προλειαίνει το «έδαφος» για τη διενέργεια σημαντικών νομοθετικών παρεμβάσεων εκ μέρους του Έλληνα ποινικού νομοθέτη.
Αδιαμφισβήτητο πάντως παραμένει σε κάθε περίπτωση το πάρα πολύ σημαντικό γεγονός ότι η επονομαζόμενη ως «σεξουαλική εγκληματικότητα» («sexual criminality») συγκεντρώνει εν τέλει επί της ουσίας το έντονο ενδιαφέρον και την αντίστοιχη προσοχή διαφόρων επιστημονικών κλάδων, αλλά και ταυτόχρονα της κοινής γνώμης.
Κατά την άποψή μας ασφαλώς δεν είναι δε διόλου «παράλογος» σε καμία απολύτως περίπτωση ο άμεσος, «αδιάσπαστος» και «άρρηκτος» συσχετισμός των επονομαζόμενων ως «σεξουαλικών εγκλημάτων» («sexual crimes») με τις πάρα πολύ σημαντικές υποθέσεις των επονομαζόμενων ως «Βασανιστηρίων» («Torture»), γεγονός το οποίο σε κάθε περίπτωση
Σελ. 16
θα έπρεπε να αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας μέγεθος από τη δογματική μας ανάλυση στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Σελ. 17
Αδιαμφισβήτητα, το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο των επονομαζόμενων ως «Βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», παρουσιάζει ασφαλώς μια τεράστια σημασία και στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, τόσο σε ιστορικό πλαίσιο, όσο βέβαια και σε νομοθετικό και συνταγματικό επίπεδο.
Σελ. 19
Ακόμη, αδιαμφισβήτητος είναι ο άμεσος, αδιάσπαστος και «άρρηκτος» συσχετισμός των «σεξουαλικών εγκλημάτων» («Sexual Crimes») και του επονομαζόμενου ως «Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης» («European Arrest Warrant»), της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Σελ. 20
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»), του επονομαζόμενου ως «Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου» («ΚΔΠΔ») και του πάρα πολύ σημαντικού πεδίου των επονομαζόμενων ως «ανακριτικών μέτρων»(«investigative measures»).
Ο ρόλος δε των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι αναπόφευκτα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας, τόσο στα πλαίσια της διαχείρισης της παρουσίασης των επονομαζόμενων ως «σεξουαλικών εγκλημάτων» («sexual crimes»), όσο βέβαια και στα πλαίσια της «σκιαγράφησης» της μορφής του εκάστοτε φυσικού αυτουργού («perpetrator») και του κάθε θύματος («victim») της εν λόγω αξιόποινης πράξης, διαμορφώνοντας ασφαλώς πάρα πολύ συχνά και την απολύτως «επιτακτική ανάγκη» για τη διενέργεια μιας πάρα πολύ σημαντικής νομοθετικής παρέμβασης εκ μέρους του Έλληνα ποινικού νομοθέτη.