ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
- Εκδοση: 3η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 552
- ISBN: 978-960-622-848-3
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις» αποτελεί ένα σύγχρονο εγχειρίδιο στον κρίσιμο και επίκαιρο τομέα του συλλογικού εργατικού δικαίου. Το έργο διαρθρώνεται σε τρία μείζονα κεφάλαια:
Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται και αναλύεται η συνδικαλιστική ελευθερία, ειδικότερα η οργάνωση και οι μορφές άσκησής της. Ειδικό βάρος αποδίδεται στην ανάλυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών, τα είδη τους (πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες, τριτοβάθμιες, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα, συνομοσπονδίες), ενώ παρουσιάζεται σε ειδική ενότητα και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός, ιδίως μέσω των επαγγελματικών οργανώσεων του Ν 1712/1987.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, που αφορά στη συλλογική αυτονομία και την επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας, αναλύονται διεξοδικά αφενός το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ), με όλα τα επίκαιρα ζητήματα, αφετέρου οι θεσμοί της μεσολάβησης και διαιτησίας, αλλά και της συμφιλίωσης στο πλαίσιο λειτουργίας του ΟΜΕΔ.
Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο δίκαιο των εργασιακών συγκρούσεων, παρουσιάζεται εμπεριστατωμένα το δίκαιο της απεργίας σε όλες του τις εκφάνσεις, τόσο στον ιδιωτικό τομέα, όσο και στον δημόσιο, ενώ ειδική ενότητα αφιερώνεται στο ζήτημα της ανταπεργίας.
Το έργο αποτελεί το πλέον αξιόπιστο εργαλείο για όλους όσοι ασχολούνται με το εργατικό δίκαιο και γενικότερα με τις εργασιακές σχέσεις.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
Προοίμιο 3ης έκδοσης | Σελ. IX |
Προοίμιο 2ης έκδοσης | Σελ. XI |
Προοίμιο 1ης έκδοσης | Σελ. XIV |
Συντομογραφίες | Σελ. XIX |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ | |
Συνδικαλιστική ελευθερία, οργάνωση και μορφές άσκησής της | |
1. Διεθνής κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας | Σελ. 1 |
1.1. Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ως βάση της συνδικαλιστικής ελευθερίας | Σελ. 3 |
Α. Εύρος και φορείς του δικαιώματος ίδρυσης και ένταξης σε συνδικαλιστικές οργανώσεις | Σελ. 3 |
Β. Η «αρχή της μη διάκρισης» στην άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος | Σελ. 4 |
Γ. Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος | Σελ. 5 |
Δ. Ειδικότερα το δικαίωμα ίδρυσης οργανώσεων χωρίς προηγούμενη άδεια | Σελ. 6 |
Ε. Η αρχή της ελεύθερης ίδρυσης και ένταξης σε συνδικαλιστική οργάνωση | Σελ. 7 |
α) Η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων | Σελ. 7 |
β) Ευνοιοκρατική αντιμετώπιση συνδικαλιστικών οργανώσεων και το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας | Σελ. 9 |
ΣΤ. Αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία και ρήτρες συνδικαλιστικής ασφάλειας | Σελ. 10 |
1.2. Δικαιώματα και εγγυήσεις λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 13 |
Α. Δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης καταστατικών και κανονισμών λειτουργίας | Σελ. 13 |
Β. Δικαίωμα ελεύθερης εκλογής εκπροσώπων | Σελ. 14 |
α) Θέματα εκλογιμότητας | Σελ. 15 |
β) Παρεμβάσεις των δημόσιων αρχών στην εκλογική διαδικασία | Σελ. 17 |
Γ. Δικαίωμα ελεύθερης οργάνωσης της διαχείρισης, των δραστηριοτήτων και του προγράμματος δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 17 |
α) Εσωτερική συνδικαλιστική οργάνωση και οικονομική διαχείριση | Σελ. 18 |
β) Συνδικαλιστικές δραστηριότητες και πρόγραμμα δράσης | Σελ. 20 |
1) Διάκριση συνδικαλιστικών και πολιτικών δραστηριοτήτων | Σελ. 21 |
2) Άλλες δραστηριότητες των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 22 |
Δ. Προστασία από την αυθαίρετη διάλυση και αναστολή λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 23 |
Ε. Δικαίωμα ίδρυσης ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών και ελεύθερης ένταξης σ’ αυτές και σε διεθνείς οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων | Σελ. 24 |
1.3. Προστασία από αντισυνδικαλιστικές συμπεριφορές | Σελ. 25 |
Α. Πράξεις αντισυνδικαλιστικών διακρίσεων | Σελ. 25 |
Β. Απαγόρευση «πράξεων επέμβασης» | Σελ. 26 |
1.4. Ειδικά το συνδικαλιστικό δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων | Σελ. 27 |
1.5. Η προστασία των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση | Σελ. 29 |
Α. Η έννοια της εργατικής αντιπροσώπευσης στο επίπεδο της επιχείρησης | Σελ. 30 |
Β. Περιεχόμενο της προστασίας των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση | Σελ. 31 |
Γ. Παροχή διευκολύνσεων στους αντιπροσώπους των εργαζομένων | Σελ. 32 |
2. Αναγνώριση της συνδικαλιστικής σωματειακής οργάνωσης στην ελληνική έννομη τάξη | |
2.1. Εισαγωγικά στοιχεία | Σελ. 33 |
2.2. Αναγνώριση και συνταγματική κατοχύρωση | Σελ. 36 |
2.3. Έννοια, σκοπός και είδη συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών | Σελ. 37 |
Α. Έννοια συνδικαλιστικής οργάνωσης | Σελ. 37 |
Β. Σκοποί των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 38 |
Γ. Η εφαρμογή της αρχής της πολλαπλότητας | Σελ. 39 |
Δ. Κατηγορίες - είδη εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 41 |
α) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις | Σελ. 41 |
1) Πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά σωματεία | Σελ. 41 |
2) Τοπικά παραρτήματα πρωτοβάθμιων σωματείων ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης | Σελ. 42 |
3) Ενώσεις προσώπων | Σελ. 43 |
β) Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις | Σελ. 48 |
1) Ομοσπονδίες | Σελ. 48 |
2) Εργατικά Κέντρα | Σελ. 49 |
γ) Τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (συνομοσπονδίες) | Σελ. 50 |
Ε. Ομοιοεπαγγελματικός και κλαδικός χαρακτήρας των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 50 |
ΣΤ. Τοπικός και εθνικός χαρακτήρας των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 52 |
Ζ. Επιχειρησιακός συνδικαλισμός | Σελ. 52 |
Η. Η διάρθρωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Δημόσιο | Σελ. 53 |
α) Συνδικαλιστικές οργανώσεις δημοσίων υπαλλήλων | Σελ. 53 |
1) Πρωτοβάθμια σωματεία | Σελ. 54 |
2) Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις | Σελ. 54 |
β) Ειδικότερα συνδικαλιστικές οργανώσεις αστυνομικών | Σελ. 54 |
1) Πρωτοβάθμιες οργανώσεις αστυνομικών | Σελ. 55 |
2) Δευτεροβάθμιες οργανώσεις αστυνομικών | Σελ. 55 |
3) Τριτοβάθμιες οργανώσεις αστυνομικών | Σελ. 55 |
γ) Συνδικαλιστικές οργανώσεις πολιτικού προσωπικού ΕΥΠ | Σελ. 56 |
δ) Συνδικαλιστικές οργανώσεις εν ενεργεία στρατιωτικών | Σελ. 57 |
1) Πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες ενώσεις στρατιωτικών | Σελ. 58 |
2) Ειδικές άδειες απουσίας | Σελ. 59 |
3) Όροι λειτουργίας και περιορισμοί | Σελ. 59 |
2.4. Συνδικαλιστικές οργανώσεις διεπόμενες από ειδικές ρυθμίσεις | Σελ. 62 |
Α. Δημοσιογραφικές οργανώσεις | Σελ. 62 |
Β. Ναυτεργατικές οργανώσεις | Σελ. 64 |
Γ. Επαγγελματικές οργανώσεις που συνιστώνται με νόμο ως ΝΠΔΔ | Σελ. 64 |
2.5. Πόροι συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 66 |
Α. Πηγές των πόρων | Σελ. 66 |
α) Επιτρεπόμενοι πόροι | Σελ. 66 |
β) Απαγορευόμενες χρηματοδοτήσεις | Σελ. 67 |
Β. Ειδικότερα η είσπραξη εισφορών | Σελ. 69 |
α) Απ’ ευθείας είσπραξη από τα μέλη | Σελ. 69 |
β) Είσπραξη με το σύστημα παρακράτησης | Σελ. 70 |
Γ. Διαχείριση των οικονομικών πόρων | Σελ. 74 |
2.6. Η ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης | Σελ. 75 |
A. Διαδικασία ίδρυσης | Σελ. 75 |
Β. Απόκτηση νομικής προσωπικότητας | Σελ. 77 |
2.7. Βιβλία συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 78 |
2.8. Μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 78 |
Α. Απόκτηση ιδιότητας μέλους | Σελ. 78 |
α) Απόκτηση ιδιότητας μέλους πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης | Σελ. 79 |
1) Εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας | Σελ. 79 |
2) Δημόσιοι υπάλληλοι | Σελ. 81 |
3) Αστυνομικοί υπάλληλοι | Σελ. 81 |
β) Απόκτηση ιδιότητας μέλους δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας οργάνωσης | Σελ. 82 |
γ) Εγγραφή μέλους με δικαστική απόφαση | Σελ. 82 |
Β. Απώλεια ιδιότητας μέλους | Σελ. 83 |
α) Αποχώρηση | Σελ. 83 |
β) Αποβολή (διαγραφή) | Σελ. 83 |
2.9. Οργάνωση και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 85 |
Α. Γενική Συνέλευση | Σελ. 85 |
α) Τρόπος συμμετοχής των μελών και λήψη απόφασης στις συνελεύσεις | Σελ. 86 |
1) Το ζήτημα της ηλεκτρονικής ψήφου | Σελ. 86 |
2) Δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι | Σελ. 89 |
β) Απαρτία και απαιτούμενη πλειοψηφία | Σελ. 89 |
γ) Πρόεδρος ΓΣ - Εφορευτική Επιτροπή - Δικαστικός αντιπρόσωπος | Σελ. 90 |
δ) Σύστημα εκλογών και ψηφοφορία | Σελ. 91 |
ε) Κατανομή εδρών οργάνων | Σελ. 92 |
Β. Διοικητικό Συμβούλιο | Σελ. 94 |
α) Εκλεγμένο ΔΣ | Σελ. 94 |
β) Δικαστικώς διορισμένη προσωρινή διοίκηση | Σελ. 95 |
Γ. Ελεγκτική Επιτροπή | Σελ. 96 |
Δ. Αντιπρόσωποι για τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις | Σελ. 97 |
2.10. Κύρος, έλεγχος και προσβολή ελαττωματικών αποφάσεων οργάνων διοίκησης | Σελ. 98 |
Α. Ειδικότεροι λόγοι ακυρωσίας | Σελ. 102 |
Β. Ποιοι νομιμοποιούνται | Σελ. 103 |
Γ. Προθεσμία άσκησης του δικαιώματος | Σελ. 105 |
Δ. Δικαστική αρμοδιότητα | Σελ. 105 |
Ε. Αναστολή άκυρης απόφασης ΓΣ | Σελ. 106 |
2.11. Υποχρέωση εγγραφής σε Μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 106 |
2.12. Διάλυση συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 108 |
Α. Τρόποι διάλυσης | Σελ. 109 |
α) Διάλυση με απόφαση της ΓΣ των μελών | Σελ. 109 |
β) Αυτοδίκαιη διάλυση | Σελ. 110 |
1) Για λόγο που προβλέπεται από το καταστατικό | Σελ. 110 |
2) Λόγω μείωσης των μελών κάτω των δέκα | Σελ. 110 |
γ) Διάλυση με δικαστική απόφαση | Σελ. 110 |
δ) Διάλυση ένωσης προσώπων | Σελ. 112 |
Β. Συνέπειες από τη διάλυση | Σελ. 112 |
2.13. Προστασία και διευκολύνσεις συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης | Σελ. 113 |
Α. Προστασία από κρατική παρέμβαση | Σελ. 113 |
Β. Προστασία από εργοδοτικές παρεμβάσεις | Σελ. 114 |
Γ. Προστασία από απόλυση και μετάθεση | Σελ. 114 |
α) Προστασία συνδικαλιστικά δραστηριοποιούμενων μισθωτών | Σελ. 114 |
β) Ειδική προστασία συνδικαλιστικών στελεχών | Σελ. 116 |
1) Οι προστατευόμενες κατηγορίες | Σελ. 117 |
2) Ειδικότερα για την προστασία των ιδρυτικών μελών | Σελ. 119 |
3) Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προστατευτικής νομοθεσίας | Σελ. 121 |
4) Σπουδαίοι λόγοι απόλυσης των συνδικαλιστικών στελεχών | Σελ. 126 |
5) Καταχρηστική επίκληση εκ μέρους του συνδικαλιστικού στελέχους της προστασίας από απόλυση | Σελ. 130 |
6) Προστασία συνδικαλιστικών στελεχών από τη μετάθεση | Σελ. 132 |
7) Έλεγχος συνδρομής των σπουδαίων λόγων απόλυσης - Επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών | Σελ. 132 |
Δ. Προστασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης στο δημόσιο τομέα | Σελ. 136 |
2.14. Συνδικαλιστικά δικαιώματα | Σελ. 137 |
Α. Συνδικαλιστικά δικαιώματα στο πεδίο της επιχείρησης | Σελ. 137 |
α) Δικαίωμα ανάρτησης πινάκων ανακοινώσεων | Σελ. 138 |
1) Φορείς του δικαιώματος | Σελ. 138 |
2) Περιεχόμενο ανακοινώσεων | Σελ. 139 |
3) Επιλογή χώρου ανάρτησης των ανακοινώσεων | Σελ. 140 |
β) Δικαίωμα για χώρο γενικών συνελεύσεων | Σελ. 141 |
γ) Δικαίωμα τακτικής διαβούλευσης με τον εργοδότη | Σελ. 143 |
δ) Δικαίωμα χρήσης γραφείων εντός της επιχείρησης | Σελ. 144 |
ε) Δικαίωμα εισόδου και διανομής ανακοινώσεων στο χώρο εργασίας | Σελ. 145 |
1) Περιεχόμενο του δικαιώματος | Σελ. 146 |
2) Φορείς του δικαιώματος | Σελ. 147 |
στ) Δικαίωμα παρουσίας στους ελέγχους της Επιθεώρησης Εργασίας | Σελ. 147 |
ζ) Δικαίωμα είσπραξης συνδικαλιστικών συνδρομών | Σελ. 147 |
η) Ευνοϊκότερες του νόμου ρυθμίσεις | Σελ. 148 |
θ) Διαδικασία ελέγχου τήρησης των εργοδοτικών υποχρεώσεων | Σελ. 148 |
Β. Λοιπά δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 149 |
α) Άσκηση αγωγής και παρέμβασης | Σελ. 149 |
β) Δικαίωμα αναφοράς, καταγγελίας, έγκλησης και παράστασης ενώπιον των δημοσίων αρχών | Σελ. 150 |
2.15. Συνδικαλιστικές άδειες | Σελ. 151 |
Α. Συνδικαλιστές με σχέση ιδιωτικού δικαίου | Σελ. 151 |
α) Κατηγορίες δικαιούχων | Σελ. 151 |
1) Μέλη διοίκησης τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 152 |
2) Μέλη διοίκησης δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών) | Σελ. 152 |
3) Μέλη διοίκησης πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 153 |
4) Άδειες άλλων συνδικαλιστικών στελεχών | Σελ. 154 |
β) Τρόπος άσκησης του δικαιώματος | Σελ. 154 |
γ) Συνέπειες από τη χορήγηση της άδειας | Σελ. 155 |
δ) Ευνοϊκότερες του νόμου ρυθμίσεις | Σελ. 156 |
ε) Διαφορές σχετικές με τη χορήγηση άδειας απουσίας | Σελ. 157 |
Β. Συνδικαλιστικές άδειες στο δημόσιο τομέα | Σελ. 157 |
α) Κατηγορίες δικαιούχων άδειας απουσίας με αποδοχές | Σελ. 157 |
1) Μέλη διοίκησης τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 158 |
2) Μέλη διοίκησης δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 158 |
3) Μέλη διοίκησης πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 158 |
β) Συνέπειες από τη χορήγηση της άδειας | Σελ. 158 |
3. Εργοδοτικός συνδικαλισμός | |
3.1. Γενικώς περί εργοδοτικών οργανώσεων | Σελ. 159 |
3.2. Επαγγελματικές οργανώσεις Ν 1712/1987 | Σελ. 165 |
Α. Υπαγόμενες οργανώσεις | Σελ. 165 |
Β. Σκοπός επαγγελματικών οργανώσεων | Σελ. 165 |
Γ. Ιεραρχική διάρθρωση και κατηγορίες επαγγελματικών οργανώσεων | Σελ. 166 |
α) Πρωτοβάθμιες επαγγελματικές οργανώσεις (ενώσεις) | Σελ. 166 |
β) Δευτεροβάθμιες επαγγελματικές οργανώσεις (ομοσπονδίες) | Σελ. 167 |
γ) Τριτοβάθμιες επαγγελματικές οργανώσεις (συνομοσπονδίες) | Σελ. 167 |
Δ. Βιβλία επαγγελματικών οργανώσεων | Σελ. 167 |
Ε. Πόροι επαγγελματικών οργανώσεων | Σελ. 168 |
ΣΤ. Ένταξη σε επαγγελματική οργάνωση και υποχρεώσεις των μελών | Σελ. 169 |
Ζ. Αποβολή και διαγραφή μελών | Σελ. 170 |
Η. Όργανα και λειτουργία της διοίκησης επαγγελματικών οργανώσεων | Σελ. 171 |
α) Γενική συνέλευση | Σελ. 171 |
1) Διαδικασία λήψης αποφάσεων | Σελ. 171 |
2) Κύρος αποφάσεων γενικής συνέλευσης | Σελ. 173 |
β) Διοικητικό συμβούλιο | Σελ. 173 |
γ) Ελεγκτική Επιτροπή | Σελ. 174 |
δ) Αντιπρόσωποι | Σελ. 174 |
Θ. Εκλογικό δικαίωμα και εκλογική διαδικασία | Σελ. 175 |
α) Εκλογικό δικαίωμα μελών πρωτοβάθμιων οργανώσεων | Σελ. 175 |
β) Συμμετοχή πρωτοβάθμιας σε δευτεροβάθμια οργάνωση | Σελ. 175 |
γ) Συμμετοχή δευτεροβάθμιας σε τριτοβάθμια οργάνωση | Σελ. 176 |
δ) Εκλογική διαδικασία | Σελ. 176 |
ε) Ποινικές κυρώσεις | Σελ. 177 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
Συλλογική αυτονομία και επίλυση συλλογικών διαφορών εργασίας | |
1. Συλλογική αυτονομία και επίλυση συλλογικών διαφορών εργασίας | |
1.1. Εισαγωγικά | Σελ. 179 |
1.2. Διεθνής αναγνώριση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης | Σελ. 185 |
Α. Εργαζόμενοι που καλύπτονται από τη συλλογική διαπραγμάτευση | Σελ. 190 |
Β. Αντικείμενο των συλλογικών διαπραγματεύσεων | Σελ. 190 |
Γ. Η αναγνώριση των συνδικάτων για τους σκοπούς της συλλογικής διαπραγμάτευσης | Σελ. 191 |
Δ. Η αρχή της ελεύθερης και εκούσιας διαπραγμάτευσης και οι περιορισμοί της | Σελ. 193 |
α) Διάφορες μορφές παρέμβασης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις | Σελ. 193 |
β) Το ζήτημα της επέκτασης των ΣΣΕ | Σελ. 195 |
γ) Επίλυση συλλογικών διαφορών και απαγόρευση της υποχρεωτικής διαιτησίας | Σελ. 196 |
Ε. Το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των δημοσίων υπαλλήλων | Σελ. 198 |
2. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στην ελληνική έννομη τάξη | |
2.1. Συλλογικές διαφορές συμφερόντων και συλλογικές διαπραγματεύσεις | Σελ. 200 |
2.2. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εργασίας ως ρυθμιστικό μέσο | Σελ. 200 |
Α. Γενικά | Σελ. 200 |
Β. Κανονιστικό και ενοχικό μέρος της ΣΣΕ | Σελ. 202 |
α) Κανονιστικό μέρος των ΣΣΕ | Σελ. 202 |
β) Ενοχικό μέρος των ΣΣΕ | Σελ. 204 |
γ) Όροι μικτού χαρακτήρα | Σελ. 205 |
2.3. Πεδίο εφαρμογής Ν 1876/1990 | Σελ. 206 |
Α. Υπαγωγή σχέσεων εξαρτημένης εργασίας | Σελ. 206 |
α) Από πλευράς εργαζομένων | Σελ. 207 |
β) Από πλευράς εργοδοτών | Σελ. 210 |
Β. Υπαγωγή σχέσεων που προσομοιάζουν με μισθωτή εργασία | Σελ. 210 |
2.4. Περιεχόμενο συλλογικών συμβάσεων εργασίας | Σελ. 211 |
Α. Ζητήματα σχετικά με τη σύναψη, λειτουργία και λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας | Σελ. 213 |
α) Ειδικότερα η αμοιβή της εργασίας | Σελ. 213 |
β) Θέματα που αφορούν στη σύναψη των ατομικών συμβάσεων | Σελ. 214 |
γ) Θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης | Σελ. 214 |
δ) Θέματα που αφορούν στη λήξη των ατομικών συμβάσεων | Σελ. 215 |
Β. Ζητήματα που αφορούν στην άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος | Σελ. 215 |
Γ. Ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης | Σελ. 216 |
Δ. Ζητήματα σχετικά με την άσκηση της επιχειρηματικής πολιτικής | Σελ. 217 |
Ε. Ζητήματα που αφορούν στην ερμηνεία των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ | Σελ. 219 |
ΣΤ. Ζητήματα που προβλέπονται στο άρθρο 12 Ν 1767/1988 | Σελ. 220 |
Ζ. Ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών | Σελ. 222 |
Η. Ζητήματα σχετικά με τις διαδικασίες και τους όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης, μεσολάβησης και διαιτησίας | Σελ. 222 |
α) Όροι που αφορούν στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων | Σελ. 222 |
β) Όροι που αφορούν στη διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας | Σελ. 223 |
Θ. Ρήτρα ειρήνης | Σελ. 225 |
Ι. Ζητήματα που αφορούν στο χρόνο εργασίας | Σελ. 227 |
α) Ζητήματα σχετικά με τη μερική απασχόληση και τις πρόσθετες ομάδες εργασίας | Σελ. 227 |
β) Ζητήματα σχετικά με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας | Σελ. 227 |
γ) Ζητήματα καθορισμού εβδομαδιαίου συστήματος εργασίας στα εμπορικά καταστήματα | Σελ. 228 |
2.5. Είδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας | Σελ. 228 |
Α. Εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας | Σελ. 229 |
α) Νέο σύστημα καθορισμού νομοθετημένου γενικού κατώτατου μισθού | Σελ. 229 |
β) Νέου τύπου ΕΓΣΣΕ | Σελ. 234 |
Β. Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Σελ. 235 |
α) Γενικά | Σελ. 235 |
β) Ιδιόμορφες κλαδικές ΣΣΕ | Σελ. 239 |
Γ. Ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Σελ. 240 |
α) Εθνικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ | Σελ. 240 |
β) Τοπικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ | Σελ. 241 |
Δ. Επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Σελ. 241 |
2.6. Σκοπός και λειτουργία των διαφόρων ειδών ΣΣΕ | Σελ. 243 |
2.7. Αρμοδιότητα και ικανότητα σύναψης ΣΣΕ | Σελ. 245 |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 245 |
Β. Αρμοδιότητα σύναψης ΣΣΕ | Σελ. 248 |
α) Γενικές ρυθμίσεις περί αρμοδιότητας | Σελ. 248 |
1) Εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Σελ. 248 |
2) Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις | Σελ. 249 |
3) Ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις | Σελ. 250 |
4) Επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις | Σελ. 251 |
β) Ειδικές περιπτώσεις αρμοδιότητας | Σελ. 253 |
1) Αρμοδιότητα για σύναψη ΣΣΕ που αφορούν υπαλλήλους γραφείων ελευθέρων επαγγελματιών μελών ΝΠΔΔ | Σελ. 253 |
2) Αρμοδιότητα για σύναψη ΣΣΕ στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ | Σελ. 254 |
Γ. Ικανότητα σύναψης ΣΣΕ και αντιπροσωπευτικότητα | Σελ. 255 |
α) Γενικά περί ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων | Σελ. 257 |
1) Από την πλευρά των εργαζομένων | Σελ. 257 |
2) Από την εργοδοτική πλευρά | Σελ. 258 |
β) Αντιπροσωπευτικότητα | Σελ. 259 |
1) Κριτήριο απόδοσης της αντιπροσωπευτικότητας | Σελ. 259 |
2) Αμφισβήτηση αντιπροσωπευτικότητας | Σελ. 260 |
2.8. Διαδικασία διαπραγματεύσεων, σύναψης και θέσης σε ισχύ ΣΣΕ | Σελ. 261 |
Α. Δικαίωμα και υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης | Σελ. 261 |
Β. Βασικές διαδικαστικές υποχρεώσεις των μερών | Σελ. 262 |
Γ. Δικαίωμα παρέμβασης από τη μη αντιπροσωπευτική οργάνωση | Σελ. 263 |
Δ. Διαπραγματεύσεις και άσκηση δικαιώματος απεργίας | Σελ. 264 |
Ε. Διαδικασία υπογραφής και θέσης σε ισχύ των ΣΣΕ | Σελ. 265 |
ΣΤ. Διαδικασία δημοσιότητας των ΣΣΕ | Σελ. 266 |
2.9. Ανταγωνισμός όρων ΣΣΕ επί των ατομικών σχέσεων εργασίας (συρροή και αρχή εύνοιας) | Σελ. 266 |
Α. Σχέση όρων ΕΓΣΣΕ και λοιπών κατηγοριών ΣΣΕ | Σελ. 267 |
Β. Το ζήτημα της συρροής όρων λοιπών ΣΣΕ | Σελ. 269 |
α) Έννοια και λειτουργία της συρροής όρων | Σελ. 269 |
β) Η αρχή της εύνοιας και τα όριά της | Σελ. 272 |
Γ. Τρόπος σύγκρισης και επιλογής των ευνοϊκότερων όρων | Σελ. 276 |
2.10. Η σχέση όρων ΣΣΕ με άλλους ρυθμιστικούς παράγοντες | Σελ. 278 |
Α. Σχέση όρων ΣΣΕ και διατάξεων νόμου | Σελ. 278 |
α) Νομοθετικός περιορισμός της συλλογικής αυτονομίας | Σελ. 278 |
β) Το ζήτημα της νομοθετικής «κύρωσης» ή της θεώρησης των διατάξεων των ΣΣΕ ως «εγκύρων» | Σελ. 282 |
Β. Σχέση όρων ΣΣΕ και ατομικών συμβάσεων εργασίας | Σελ. 284 |
α) Αρχή της εύνοιας | Σελ. 284 |
β) Συμβατική παραπομπή στους όρους ΣΣΕ | Σελ. 287 |
Γ. Σχέση όρων ΣΣΕ και όρων Κανονισμού εργασίας | Σελ. 289 |
2.11. Διαδοχή ΣΣΕ | Σελ. 290 |
Α. Γενικά | Σελ. 290 |
Β. Εφαρμογή της αρχής της τάξεως | Σελ. 292 |
2.12. Χρόνος ισχύος ΣΣΕ | Σελ. 295 |
Α. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 295 |
Β. Χρόνος έναρξης ισχύος ΣΣΕ | Σελ. 298 |
α) Γενικά | Σελ. 298 |
β) Αναδρομικότητα ισχύος ΣΣΕ | Σελ. 298 |
γ) Αναδρομικότητα ισχύος διαιτητικής απόφασης | Σελ. 301 |
δ) Χρόνος έναρξης ισχύος μεταγενέστερος της κατάθεσης της ΣΣΕ | Σελ. 302 |
ε) Έναρξη ισχύος ΣΣΕ υπό αίρεση | Σελ. 302 |
Γ. Λήξη ισχύος ΣΣΕ | Σελ. 304 |
α) Λήξη με πάροδο του συμφωνημένου χρόνου | Σελ. 304 |
β) Λήξη με καταγγελία | Σελ. 306 |
1) Καταγγελία λόγω σημαντικής μεταβολής των συνθηκών | Σελ. 307 |
2) Επίδοση εγγράφου καταγγελίας | Σελ. 309 |
3) Αναφορά των λόγων της καταγγελίας | Σελ. 309 |
4) Υποχρέωση έναρξης νέας διαπραγμάτευσης | Σελ. 310 |
5) Ειδικώς η καταγγελία ΣΣΕ που έχει κυρωθεί με νόμο | Σελ. 310 |
6) Ειδικώς η καταγγελία επιχειρησιακής ΣΣΕ που συνάφθηκε από ένωση προσώπων | Σελ. 311 |
γ) Άλλοι τρόποι λήξης των ΣΣΕ | Σελ. 311 |
Δ. Ex lege παράταση ισχύος και μετενέργεια ΣΣΕ | Σελ. 312 |
α) Πλασματική παράταση ισχύος ΣΣΕ | Σελ. 314 |
β) Μετενέργεια ΣΣΕ | Σελ. 317 |
1) Έννοια και λειτουργία της μετενέργειας | Σελ. 317 |
2) Διατηρούμενοι κατά την περίοδο της μετενέργειας όροι | Σελ. 321 |
3) Μη διατηρούμενοι όροι | Σελ. 323 |
4) Λοιπά ζητήματα | Σελ. 324 |
2.13. Πεδίο ισχύος και δέσμευση από ΣΣΕ | Σελ. 325 |
Α. Δέσμευση από εθνική γενική ΣΣΕ | Σελ. 326 |
Β. Δέσμευση από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ | Σελ. 327 |
Γ. Δέσμευση από επιχειρησιακές ΣΣΕ | Σελ. 332 |
2.14. Διεύρυνση του κύκλου δεσμευομένων προσώπων | Σελ. 333 |
Α. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 333 |
Β. Συνυπογραφή ΣΣΕ από μη αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση | Σελ. 334 |
Γ. Από κοινού προσχώρηση σε ΣΣΕ που δεν δεσμεύει τον εργοδότη | Σελ. 334 |
Δ. Προσχώρηση συνδικαλιστικής οργάνωσης σε ΣΣΕ που δεσμεύει ήδη τον εργοδότη | Σελ. 335 |
Ε. Κήρυξη ΣΣΕ ως γενικώς υποχρεωτικής (επέκταση) | Σελ. 336 |
α) Σκοπός του θεσμού της επέκτασης | Σελ. 336 |
β) Έννοια και λειτουργία της επέκτασης | Σελ. 338 |
γ) Νόμιμες προϋποθέσεις | Σελ. 342 |
1. Υποβολή αίτησης | Σελ. 342 |
2. Τεκμηρίωση | Σελ. 343 |
3. Γνωμοδότηση ΑΣΕ | Σελ. 343 |
δ) Χρόνος διάρκειας της δέσμευσης από επεκταθείσα ΣΣΕ | Σελ. 345 |
ε) Ειδικές ex lege περιπτώσεις επέκτασης (διεύρυνσης) του πεδίου εφαρμογής ΣΣΕ | Σελ. 346 |
1) Διεύρυνση του άρθρου 1 § 23 Ν 2328/1995 | Σελ. 346 |
2) Διεύρυνση του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. β’ Ν 1866/1989 | Σελ. 347 |
3) Διεύρυνση του άρθρου 3 § 5 ΝΔ 1346/1973 | Σελ. 347 |
4) Διεύρυνση του άρθρου 13 § 16 Ν 2328/1995 | Σελ. 348 |
5) Διεύρυνση Κ.Υ.Α. 15064/1981 | Σελ. 348 |
6) Διεύρυνση στις σχέσεις προσωρινής απασχόλησης | Σελ. 348 |
ζ) Η συνταγματικότητα των περί επέκτασης ρυθμίσεων | Σελ. 349 |
3. Επίλυση συλλογικών διαφορών εργασίας με παρέμβαση τρίτων | |
3.1. Διάκριση εννοιών Μεσολάβησης, Διαιτησίας και Συμφιλίωσης | Σελ. 350 |
Α. Ο σκοπός της μεσολάβησης | Σελ. 351 |
Β. Ο σκοπός της διαιτησίας | Σελ. 351 |
Γ. Ο σκοπός της συμφιλίωσης | Σελ. 353 |
3.2. Διαμόρφωση των θεσμών μεσολάβησης και διαιτησίας | Σελ. 353 |
Α. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 353 |
Β. Βασικά χαρακτηριστικά και συνταγματικότητα των περί διαιτησίας διατάξεων | Σελ. 356 |
Γ. Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της διαιτησίας | Σελ. 359 |
Δ. Το αντικείμενο της μεσολάβησης | Σελ. 363 |
Ε. Το αντικείμενο της διαιτησίας | Σελ. 364 |
3.3. Όργανα παροχής υπηρεσιών μεσολάβησης και διαιτησίας | Σελ. 367 |
Α. Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) | Σελ. 367 |
Β. Σώματα Μεσολαβητών και Διαιτητών | Σελ. 368 |
3.4. Προϋποθέσεις προσφυγής στη Μεσολάβηση και Διαιτησία | Σελ. 370 |
Α. Έναρξη διαδικασιών μεσολάβησης και διαιτησίας | Σελ. 370 |
α) Αποτυχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων | Σελ. 370 |
1) Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων ως προϋπόθεση για προσφυγή στη μεσολάβηση | Σελ. 370 |
2) Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων ως προϋπόθεση για προσφυγή στη διαιτησία | Σελ. 371 |
β) Υποβολή σχετικής αίτησης με ορισμένο αντικείμενο | Σελ. 372 |
1) Αίτηση μεσολάβησης και ορισμός μεσολαβητή | Σελ. 372 |
2) Αίτηση διαιτησίας και ορισμός διαιτητικού οργάνου | Σελ. 374 |
Β. Διενέργεια της μεσολάβησης και της διαιτησίας και σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις | Σελ. 377 |
Γ. Περάτωση διαδικασιών Μεσολάβησης και Διαιτησίας | Σελ. 379 |
α) Περάτωση διαδικασίας μεσολάβησης | Σελ. 379 |
1) Επίτευξη συμφωνίας κατά τις συζητήσεις και συνομολόγηση ΣΣΕ | Σελ. 379 |
2) Υποβολή επίσημης πρότασης του Μεσολαβητή | Σελ. 379 |
3) Περάτωση με παραίτηση του αιτούντος ή με κοινή συμφωνία περί διακοπής της διαδικασίας | Σελ. 382 |
4) Μη υποβολή πρότασης και θέση της διαφοράς στο αρχείο | Σελ. 382 |
β) Περάτωση διαδικασίας διαιτησίας | Σελ. 382 |
1) Περάτωση με έκδοση διαιτητικής απόφασης | Σελ. 382 |
2) Περάτωση με σύναψη ΣΣΕ | Σελ. 385 |
3) Περάτωση με θέση της διαφοράς στο αρχείο | Σελ. 385 |
Δ. Ισχύς της διαιτητικής απόφασης | Σελ. 385 |
3.5. Διαδικασίες Μεσολάβησης και Διαιτησίας και άσκηση δικαιώματος απεργίας | Σελ. 388 |
3.6. Δικαστικός έλεγχος ΣΣΕ και ΔΑ | Σελ. 389 |
Α. Φύση διαφορών και αρμοδιότητα | Σελ. 389 |
Β. Ειδικώς ο δικαστικός έλεγχος των ΔΑ | Σελ. 391 |
3.7. Οι διαδικασίες συμφιλίωσης | Σελ. 393 |
Α. Η συμφιλίωση του Ν 1876/1990 | Σελ. 394 |
α) Γενικά | Σελ. 394 |
β) Εκκίνηση της συμφιλιωτικής διαδικασίας | Σελ. 394 |
γ) Θέματα που αποτελούν αντικείμενο συμφιλίωσης | Σελ. 395 |
δ) Έργο του συμφιλιωτή και περάτωση της συμφιλίωσης | Σελ. 395 |
Β. Η συμφιλίωση του Ν 3996/2011 | Σελ. 396 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ | |
Δίκαιο των εργασιακών συγκρούσεων | |
1. Αναγνώριση της απεργίας από τη διεθνή έννομη τάξη | Σελ. 399 |
1.1. Είδη απεργιακών κινητοποιήσεων | Σελ. 400 |
1.2. Μορφές απεργίας | Σελ. 402 |
1.3. Προϋποθέσεις νομιμότητας της απεργίας | Σελ. 403 |
1.4. Περιορισμοί του απεργιακού δικαιώματος στη δημόσια διοίκηση και στις ουσιώδεις υπηρεσίες | Σελ. 404 |
1.5. Απεργία και προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία | Σελ. 407 |
2. Η απεργία στην ελληνική έννομη τάξη | |
2.1. Αναγνώριση του απεργιακού δικαιώματος | Σελ. 407 |
2.2. Έννοια και έκταση του απεργιακού δικαιώματος | Σελ. 409 |
Α. Εννοιολογικά στοιχεία της νόμιμης απεργίας | Σελ. 411 |
Β. Φορείς άσκησης του δικαιώματος | Σελ. 415 |
3. Γενικές προϋποθέσεις νομιμότητας της απεργίας | |
3.1. Νόμιμος απεργιακός σκοπός | Σελ. 416 |
Α. Εργασιακές επιδιώξεις | Σελ. 416 |
Β. Πολιτική απεργία | Σελ. 419 |
Γ. Απεργία αλληλεγγύης | Σελ. 421 |
Δ. Συλλογικές διαφορές συμφερόντων και νομικές διαφορές | Σελ. 421 |
Ε. Αιτήματα που παρεμποδίζουν την επιχειρηματική πολιτική | Σελ. 422 |
ΣΤ. Αιτήματα σχετικά με τη διατήρηση των εργασιακών θέσεων | Σελ. 424 |
Ζ. Απεργία, ελεύθερος ανταγωνισμός και ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων | Σελ. 425 |
Η. Νομιμότητα λοιπών διεκδικήσεων | Σελ. 426 |
3.2. Κήρυξη απεργίας από νόμιμα συστημένη συνδικαλιστική οργάνωση | Σελ. 427 |
3.3. Κήρυξη απεργίας από αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση | Σελ. 428 |
Α. Αρχή της εγγύτητας | Σελ. 429 |
Β. Αρμοδιότητα κήρυξης απεργίας και αρχή της πολλαπλότητας | Σελ. 431 |
Γ. Αρμοδιότητα σε ειδικές περιπτώσεις απεργιών | Σελ. 431 |
3.4. Λήψη απόφασης με τη νόμιμη και καταστατική διαδικασία | Σελ. 432 |
Α. Τρόπος λήψης της απόφασης περί απεργίας | Σελ. 432 |
α) Γενικά | Σελ. 432 |
β) Μυστική ψηφοφορία | Σελ. 433 |
γ) Απαιτούμενη απαρτία | Σελ. 434 |
δ) Απαιτούμενη πλειοψηφία | Σελ. 436 |
Β. Η κήρυξη απεργίας στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις | Σελ. 437 |
Γ. Η κήρυξη της απεργίας στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις | Σελ. 438 |
3.5. Υποχρέωση προειδοποίησης του εργοδότη | Σελ. 439 |
3.6. Υποχρέωση διάθεσης προσωπικού ασφαλείας | Σελ. 442 |
Α. Διαδικασία διάθεσης προσωπικού ασφαλείας | Σελ. 442 |
Β. Καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας | Σελ. 445 |
3.7. Μη καταχρηστική άσκηση απεργιακού δικαιώματος | Σελ. 445 |
Α. Το ζημιογόνο απεργιακό αποτέλεσμα | Σελ. 446 |
Β. Η απεργία ως έσχατη λύση (ultima ratio) | Σελ. 449 |
Γ. Απεργία με αιτήματα την επίλυση νομικών διαφορών | Σελ. 449 |
Δ. Καταχρηστικότητα λόγω προσχηματικών αιτημάτων | Σελ. 450 |
Ε. Καταχρηστικότητα λόγω αιτημάτων που προσβάλλουν τον πυρήνα του διευθυντικού δικαιώματος | Σελ. 451 |
ΣΤ. Έλεγχος του απεργιακού σκοπού με τα κριτήρια της κατάχρησης δικαιώματος | Σελ. 452 |
Ζ. Η χρονική διάρκεια της απεργίας ως στοιχείο κατάχρησης | Σελ. 453 |
Η. Καταχρηστικές πρακτικές | Σελ. 453 |
3.8. Το ζήτημα των λεγόμενων «άτυπων μέσων εργασιακού αγώνα» | Σελ. 455 |
4. Η απεργία στο δημόσιο τομέα και στις κοινωνικά αναγκαίες υπηρεσίες | |
4.1. Το κοινωνικό κόστος της απεργίας | Σελ. 456 |
4.2. Φορείς και επιχειρήσεις που παρέχουν κοινωνικά αναγκαίες υπηρεσίες | Σελ. 459 |
4.3. Πρόσθετοι όροι νομιμότητας σε φορείς και επιχειρήσεις που παρέχουν κοινωνικά αναγκαίες υπηρεσίες | Σελ. 461 |
Α. Υποχρέωση γνωστοποίησης αιτημάτων προ τετραημέρου | Σελ. 462 |
Β. Υποχρέωση διάθεσης προσωπικού ασφαλείας για τη διασφάλιση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου | Σελ. 463 |
Γ. Υποχρέωση προσφυγής σε δημόσιο διάλογο | Σελ. 467 |
α) Έννοια δημοσίου διαλόγου | Σελ. 467 |
β) Διαδικασία διεξαγωγής | Σελ. 468 |
γ) Δημόσιος διάλογος και απεργία | Σελ. 471 |
δ) Δημόσιος διάλογος και απαγόρευση δικαστικής προσφυγής | Σελ. 472 |
ε) Δημόσιος διάλογος με δημόσια διαβούλευση | Σελ. 474 |
στ) Δημόσιος διάλογος και κοινή διαδικασία μεσολάβησης | Σελ. 474 |
5. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων | |
5.1. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 475 |
5.2. Ειδικές προβλέψεις | Σελ. 476 |
Α. Αρμοδιότητα και τρόπος κήρυξης | Σελ. 476 |
Β. Έγγραφη γνωστοποίηση αιτημάτων | Σελ. 478 |
Γ. Καθορισμός προσωπικού ασφαλείας και εξυπηρέτησης αναγκών του κοινωνικού συνόλου | Σελ. 478 |
6. Συνέπειες από την συμμετοχή σε απεργία | |
6.1. Συμμετοχή σε νόμιμη απεργία | Σελ. 479 |
6.2. Συμμετοχή σε παράνομη απεργία | Σελ. 480 |
7. Ο δικαστικός έλεγχος του απεργιακού δικαιώματος | |
7.1. Αγωγή αναγνώρισης του παράνομου χαρακτήρα της απεργίας | Σελ. 484 |
7.2. Ειδικές δικονομικές διατάξεις | Σελ. 490 |
8. Ανταπεργία και άλλες εργοδοτικές πρακτικές ως απάντηση στην απεργία | |
8.1. Ανταπεργία | Σελ. 491 |
Α. Έννοια της ανταπεργίας | Σελ. 491 |
Β. Απαγόρευση της ανταπεργίας | Σελ. 493 |
8.2. Απαγόρευση πρόσληψης «απεργοσπαστών» | Σελ. 495 |
9. Πολιτική επιστράτευση απεργών | |
9.1. Απαγόρευση αναγκαστικής εργασίας | Σελ. 497 |
9.2. Η πολιτική επιστράτευση ως μέσον διακοπής απεργίας | Σελ. 499 |
Αλφαβητικό ευρετήριο | Σελ. 503 |
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Συνδικαλιστική ελευθερία, οργάνωση και μορφές άσκησής της
1. Διεθνής κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας
H διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, θεωρούμενη ως βασική προϋπόθεση για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και ως ιδιαίτερη εκδήλωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, αποτέλεσε έναν απ’ τους πρωταρχικούς στόχους της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ)[1].
Το πρώτο διεθνές κανονιστικό κείμενο που είναι αφιερωμένο στη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας υιοθετήθηκε το 1948 απ’ την 31η Σύνοδο της Διεθνούς Συνδιάσκεψης Εργασίας (ΔΣυνδΕ) της ΔOE (Άγιος Φραγκίσκος), με την ψήφιση της 87 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (ΔΣΕ) περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος[2]. Το διεθνές αυτό κείμενο συμπληρώθηκε με την υιοθέτηση απ’ τη ΔΟΕ μιας ακόμη ΔΣΕ που ψηφίστηκε το επόμενο έτος (1949) απ’ την 32η Σύνοδο της ΔΣυνδΕ. Πρόκειται για τη σημαντικότατη 98 ΔΣE περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως[3]. Οι 87 και 98 ΔΣΕ συμπληρώθηκαν κι από μια σημαντικότατη ακόμη ΔΣΕ, η οποία συνέτεινε επίσης στην ανάπτυξη της προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για την 135 ΔΣE για την προστασία των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση[4]. Λίγο αργότερα (1981),
Σελ. 2
η ΔΣυνδΕ υιοθέτησε την 154 ΔΣE για την προαγωγή της συλλογικής διαπραγμάτευσης[5].
Εκτός απ’ την κανονιστική δραστηριότητα της ΔΟΕ, βασικό παράγοντα για την προώθηση της προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας και των συναφών δικαιωμάτων απετέλεσαν οι διάφορες διεθνείς πράξεις και συμβάσεις οι σχετικές με την αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Ανθρώπου. H Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 (Déclaration universelle des droits de l’homme)[6], το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα που ψηφίστηκε στη Νέα Υόρκη απ’ τα Ηνωμένα Έθνη το 1966 (και τέθηκε σε ισχύ το 1976)[7], το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που υιοθετήθηκε επίσης στο πλαίσιο του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη το 1996[8], καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)[9], που συνάφθηκε το 1950 στη Ρώμη στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναγνωρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη συνδικαλιστική ελευθερία εντάσσοντάς την στο γενικότερο πλαίσιο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επίσης, για την πληρότητα της αναφοράς μας στα διεθνή κείμενα που αναφέρονται στη συνδικαλιστική ελευθερία και τα συναφή μ’ αυτήν δικαιώματα, δεν μπορούμε να παραλείψουμε δύο ακόμη κείμενα που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πρόκειται αφενός για τη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του 1950[10], στο άρθρο 11 της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και ειδικότερα στη συνδικαλιστική ελευθερία και αφετέρου για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό
Σελ. 3
Χάρτη (ΕΚΧ), ένα διεθνές σύμφωνο που υιοθετήθηκε στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1961 (και τέθηκε σε εφαρμογή στις 26 Φεβρουαρίου 1965)[11].
Από τις προαναφερθείσες διεθνείς ρυθμίσεις και ιδίως από τις προβλέψεις της 87 ΔΣΕ, που αποσκοπούν να εγγυηθούν στους εργαζόμενους και στους εργοδότες την ελεύθερη άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος απέναντι στην κρατική εξουσία, προκύπτουν μια σειρά από ειδικότερα δικαιώματα, τα οποία συνθέτουν την εν λόγω ελευθερία. Τα κύρια ιδρυόμενα δικαιώματα είναι το δικαίωμα ίδρυσης και ένταξης σε συνδικαλιστική οργάνωση χωρίς προηγούμενη άδεια, το δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης των καταστατικών, το δικαίωμα ελεύθερης εκλογής εκπροσώπων, το δικαίωμα ελεύθερης οργάνωσης της διαχείρισης και των δραστηριοτήτων καθώς και του προγράμματος δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και την προστασία από την αυθαίρετη διάλυση και αναστολή λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Δεδομένου ότι καμία ελευθερία δεν μπορεί να ασκείται χωρίς όρια, η 87 ΔΣΕ ορίζει ρητώς ότι οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και οι οικείες οργανώσεις τους υποχρεούνται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σ’ αυτούς από τις διατάξεις της να σέβονται τη νομιμότητα καθώς και τα λοιπά πρόσωπα και οργανωμένες ομάδες (άρθρο 8 § 1).
1.1. Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ως βάση της συνδικαλιστικής ελευθερίας
Α. Εύρος και φορείς του δικαιώματος ίδρυσης και ένταξης σε συνδικαλιστικές οργανώσεις
Θεμελιώδης συνιστώσα της συνδικαλιστικής ελευθερίας αποτελεί το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, δηλαδή το δικαίωμα των εργαζομένων και των εργοδοτών να συνιστούν και να εντάσσονται σε οργανώσεις χωρίς καμία διάκριση και χωρίς καμία προηγούμενη άδεια της αρχής. Το δικαίωμα αυτό διακηρύσσεται με την 87 ΔΣΕ του 1948, με το άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι «οι εργαζόμενοι και εργοδόται δικαιούνται άνευ ουδεμιάς διακρίσεως και άνευ προηγούμενης αδείας
Σελ. 4
να συνιστούν οργανώσεις της εκλογής των και να καθίστανται μέλη των οργανώσεων τούτων, υπό μόνον τον όρον να συμμορφούνται προς τα καταστατικά των εν λόγω οργανώσεων»[12].
H αναγνώριση της θεμελιώδους αυτής αρχής επιβάλλει α) αφενός τον ελεύθερο καθορισμό της δομής και της σύνθεσης των οργανώσεων και β) αφετέρου αποκλείει κάθε νομοθετικό ή άλλο μέτρο με το οποίο να καθιερώνεται η υποχρεωτική συμμετοχή σε μια ή σε ορισμένες οργανώσεις ή ακόμη που θα επιδιώκεται η ευνοϊκή μεταχείριση κάποιας ή κάποιων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε βάρος άλλων[13].
Από τη ρητή διατύπωση της παραπάνω διάταξης δεν γεννάται αμφισβήτηση ότι το δικαίωμα αυτό απονέμεται όχι μόνο στους εργαζομένους αλλά και στους εργοδότες[14], ενώ δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι η 87 ΔΣΕ εγγυάται μόνο το δικαίωμα του «επαγγελματικώς» συνεταιρίζεσθαι (που εντάσσεται στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της ΔΟΕ) και όχι το γενικότερο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι που αποτελεί αντικείμενο άλλων διεθνών συμβάσεων.
Β. Η «αρχή της μη διάκρισης» στην άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος
Η ελεύθερη άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος προϋποθέτει κατ’ αρχήν την απουσία «οποιουδήποτε είδους διάκρισης» έναντι των φορέων αυτού, η οποία μπορεί να βασίζεται στη φυλή, στην εθνότητα, στο φύλλο, στην οικογενειακή κατάσταση, στην ηλικία, στην πολιτική άποψη ή σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, είτε αυτή επιβάλλεται νομοθετικά είτε προκύπτει στην πράξη[15].
Σελ. 5
Συνεπώς, αφού το δικαίωμα αυτό απονέμεται «άνευ ουδεμιάς διακρίσεως», η κατοχύρωσή του αφορά κάθε επαγγελματική κατηγορία και εργασία, ενώ καλύπτει και τους απασχολούμενους στη δημόσια διοίκηση και γενικότερα στο δημόσιο τομέα, είτε με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είτε με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, καλύπτει κάθε ειδικότερη μορφή εργασιακής σχέσης, όπως τους εργαζόμενους με συμβάσεις πρόσκαιρης εργασίας, με συμβάσεις δοκιμαστικής εργασίας ή με υπεργολαβική σχέση[16], τους οικιακούς βοηθούς, τους κατ’ οίκον εργαζομένους, το προσωπικό των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ή τους ναυτικούς[17]. Περαιτέρω, από το δικαίωμα οργάνωσης δεν μπορούν να εξαιρεθούν οι διευθύνοντες υπάλληλοι, δεδομένου ότι από καμία διάταξη της 87 ΔΣΕ ή άλλης σχετικής ρύθμισης δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Επίσης, το εν λόγω δικαίωμα απονέμεται και στους εργαζόμενους στον αγροτικό τομέα, σχετικά με τους οποίους έχουν μάλιστα υιοθετηθεί ειδικοί διεθνείς κανόνες[18]. Τέλος, το ΕΣΔΑ έχει δεχθεί ότι το δικαίωμα ίδρυσης συνδικαλιστικού σωματείου το έχουν και οι εργαζόμενοι των θρησκευτικών κοινοτήτων[19].
Γ. Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος
Το δικαίωμα οργάνωσης συναντά κάποιους περιορισμούς οι οποίοι θεσπίζονται με το άρθρο 9 της 87 ΔΣΕ Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 9 §1 της Σύμβασης ορίζει ότι “η εθνική νομοθεσία καθορίζει εν τίνι μέτρω θα έχουν εφαρμογήν και δια τας ενόπλους δυνάμεις και την αστυνομίαν αι υπό της παρούσης συμβάσεως προβλεπόμεναι εγγυήσεις”[20]. Επίσης αντίστοιχου περιεχομένου όρο περιέχει και το άρθρο 1 της 151/1978 ΔΣΕ για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες
Σελ. 6
καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση, όπου στην παράγραφο 3 αναφέρεται ότι «το μέτρο στο οποίο οι προβλεπόμενες από τη Σύμβαση αυτή εγγυήσεις θα εφαρμόζονται στις ένοπλες δυνάμεις και στην αστυνομία θα καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία». H επιφύλαξη των διατάξεων αυτών είναι σαφής: αρμόδιο να κρίνει εάν και σε ποια έκταση θα απονείμει συνδικαλιστικά δικαιώματα στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας είναι το κάθε κράτος μέλος που κυρώνει την Σύμβαση.
Στην Ελλάδα, από το συνδυασμό των άρθρων 12 § 1 και 23 Συντ. είχε γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται μεν περιορισμένη συνδικαλιστική δράση στους δικαστικούς λειτουργούς και στους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας, δεν επιτρέπεται, όμως, οποιαδήποτε συνδικαλιστική δράση στους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, γιατί τούτο θα οδηγούσε σε κατάλυση της στρατιωτικής πειθαρχίας, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της στρατιωτικής οργάνωσης[21]. Ωστόσο, στη συνέχεια, η θέση αυτή ανετράπη με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία κατά πλειοψηφία δέχθηκε ότι οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις δεν αποτελούν ειδική κατηγορία Ελλήνων πολιτών, ευρισκόμενοι εκτός του πεδίου των επί μέρους εγγυήσεων των συνταγματικών δικαιωμάτων και συνεπώς πρέπει και οι στρατιωτικοί να απολαμβάνουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι[22]. Εν τέλει, με πρόσφατες διατάξεις[23] αναγνωρίστηκε το συνδικαλιστικό δικαίωμα στους εν ενεργεία στρατιωτικούς, χωρίς όμως να αντιμετωπίζεται το ζήτημα του κινδύνου υπονόμευσης της στρατιωτικής ιεραρχίας, απαραίτητης για την αποτελεσματική λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμενων, που ενδέχεται να επιφέρει η παράλληλη συνδικαλιστική ιεραρχία που αφεύκτως δημιουργείται από τη σωματειακή λειτουργία.
Δ. Ειδικότερα το δικαίωμα ίδρυσης οργανώσεων χωρίς προηγούμενη άδεια
Βασικό προστατευτικό της συνδικαλιστικής ελευθερίας στοιχείο αποτελεί η καθιέρωση της ελεύθερης σύστασης των συνδικαλιστικών οργανώσεων χωρίς προηγούμενη
Σελ. 7
άδεια της αρχής. Είναι προφανές ότι η απαγόρευση αυτή απευθύνεται προς την κρατική εξουσία και ενσωματώνει την ιδέα ότι η ίδρυση των συνδικάτων δεν μπορεί να εξαρτάται απ’ την καλή θέληση της δημόσιας αρχής, αλλά επιβάλλεται σ’ αυτήν ως βασικό δικαίωμα των εργαζομένων και των εργοδοτών το οποίο είναι υποχρεωμένη να σέβεται[24].
H απαγόρευση αυτή σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται οι εθνικές νομοθεσίες να εξαρτούν τη δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων απ’ τη χορήγηση σχετικής άδειας απ’ τη διοικητική αρχή, αλλά ούτε να ακολουθούνται πρακτικές (διοικητικής ή δικαστικής φύσης) με τις οποίες υπονομεύεται εμμέσως το δικαίωμα ελεύθερης ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν οι εθνικές νομοθεσίες να προβλέπουν διατάξεις με τις οποίες να εξαρτάται η ίδρυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων απ’ το σεβασμό κάποιων διαδικασιών δημοσιότητας (κατάθεση του καταστατικού ή καταχώρηση της οργάνωσης στο σχετικό δημόσιο βιβλίο) ή κάποιων προϋποθέσεων και διατυπώσεων με τις οποίες θα αποκτάται η νομική προσωπικότητα[25].
Ε. Η αρχή της ελεύθερης ίδρυσης και ένταξης σε συνδικαλιστική οργάνωση
α) Η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων
Αν και δεν προβλέπεται ρητώς από την 87 ΔΣΕ, γίνεται δεκτό ότι από τις διατάξεις αυτής προκύπτει η αρχή της «συνδικαλιστικής πολλαπλότητας» (pluralisme syndical), δηλαδή η ελευθερία ίδρυσης συνδικαλιστικής οργάνωσης σε ένα καθορισμένο επάγγελμα, κλάδο ή επιχείρηση, ανεξάρτητα εάν ήδη έχει συσταθεί άλλη συνδικαλιστική οργάνωση για το ίδιο επάγγελμα, κλάδο ή επιχείρηση. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο για την δημιουργία άλλης οργάνωσης που θα καλύπτει το ίδιο καταστατικό πεδίο, εφόσον οι εργαζόμενοι το επιθυμούν[26]. Η αρχή αυτή δεν αναγνωρίζεται μόνο ως
Σελ. 8
προς την πλευρά των εργαζομένων αλλά και ως προς την πλευρά των εργοδοτών, οι οποίοι δικαιούνται να ιδρύουν ελεύθερα οργανώσεις της εκλογής τους, ανεξάρτητα της ύπαρξης άλλης οργάνωσης που καλύπτει το ίδιο καταστατικό εύρος.
Η αναγνώριση της αρχής της πολλαπλότητας σημαίνει ότι το ζήτημα της «συνδικαλιστικής ενότητας» και η αποφυγή του άσκοπου πολλαπλασιασμού του αριθμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων αφορά τους ίδιους τους δικαιούχους του συνδικαλιστικού δικαιώματος και δεν μπορεί να επιβληθεί με νομοθετικά μέτρα. Έτσι, κατ’ αρχήν η νομοθεσία δεν μπορεί να επιβάλει τέτοια κριτήρια στο αριθμητικό δυναμικό που απαιτείται για την ίδρυση των οργανώσεων, ώστε εμμέσως ουσιαστικά να αποκλείεται η δημιουργία περισσοτέρων της μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε κάθε επαγγελματικό κλάδο ή επιχείρηση[27]. Κατά συνέπεια, η ίδρυση και η λειτουργία του σωματείου, υπόκειται μόνο σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας και όχι σε οποιοδήποτε έλεγχο σκοπιμότητας, με την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να ελέγξει αν το Σωματείο είναι όχι κοινωνικά ωφέλιμο, αν πράγματι προάγει τα συμφέροντα των μελών του ή ακόμα αν ανταγωνίζεται ή όχι άλλο παρεμφερές προϋπάρχον Σωματείο.
Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται η καθιέρωση απ’ τις εθνικές νομοθεσίες ενός συνδικαλιστικού μονοπωλίου (monopole syndical) με βάση το οποίο θα απαγορεύεται η δημιουργία περισσοτέρων της μιας οργάνωσης, είτε πρόκειται για οργάνωση βάσης (πρωτοβάθμιες οργανώσεις), είτε για οργάνωση ανώτατης βαθμίδας (δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες), είτε για οργανώσεις σε επίπεδο επιχείρησης ή επαγγέλματος ή κλάδου παραγωγής[28]. Έτσι, για παράδειγμα, η επιβολή μιας υποχρέωσης στους εργαζόμενους να καταβάλλουν συνδικαλιστικές εισφορές σε ένα συνδικάτο, η σύσταση του οποίου έχει επιβληθεί κατά τρόπο αποκλειστικό σε κάποιο επαγγελματικό κλάδο, θεωρείται ότι δεν συμβιβάζεται με την αρχή σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν δικαίωμα να εντάσσονται σε
Σελ. 9
οργανώσεις της απόλυτης επιλογής τους, αφού ουσιαστικά καθιερώνει ένα συνδικαλιστικό μονοπώλιο[29].
β) Ευνοιοκρατική αντιμετώπιση συνδικαλιστικών οργανώσεων και το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας
Με βάση τα ανωτέρω, η αντιμετώπιση από τη νομοθεσία μιας χώρας κάποιας συνδικαλιστικής οργάνωσης έναντι άλλων οργανώσεων με ευνοιοκρατική διάθεση, επιδρά κατ’ αρχήν στην ελευθερία που κατά τη Σύμβαση πρέπει να διαθέτει ο εργαζόμενος κατά την επιλογή της οργάνωσης στην οποία επιθυμεί να ενταχθεί και συνεπώς η διακριτική αυτή μεταχείριση είναι αντίθετη κατά τρόπο προφανή προς την «αρχή της ελεύθερης επιλογής συνδικάτου» που καθιερώνει η 87 ΔΣΕ
Έτσι, για παράδειγμα, θα πρέπει οι δημόσιες αρχές ή οι εργοδότες να αποφεύγουν συμπεριφορές που εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, ιδίως στο ζήτημα της αναγνώρισης των εκπροσώπων τους για την άσκηση των νομίμων δραστηριοτήτων τους ή στο ζήτημα της διάθεσης χώρου εγκατάστασης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, θεωρουμένη ως αντίθετη προς τις αρχές της 87 ΔΣΕ η παραχώρηση γραφείου σε μια συγκεκριμένη συνδικαλιστική οργάνωση με αποκλεισμό των λοιπών[30].
Ιδιαίτερο ζήτημα δημιουργείται, υπό το πρίσμα της παραπάνω αρχής, από την καθιερούμενη από τις νομοθεσίες πολλών κρατών διάκριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σύμφωνα με κάποιο ή κάποια κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας, απονέμοντας στα θεωρούμενα ως πλέον αντιπροσωπευτικά συνδικάτα προνόμια ή δικαιώματα που τα στερούνται τα υπόλοιπα λιγότερο αντιπροσωπευτικά συνδικάτα. Σχετικώς με το ζήτημα αυτό, τα όργανα ελέγχου των διεθνών συμβάσεων της ΔOE έχουν δεχθεί ότι μόνη της η νομοθετική καθιέρωση σε μια χώρα μιας διάκρισης μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών και των λοιπών συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν παραβιάζει την αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας[31]. Θα πρέπει όμως η διάκριση αυτή να περιορίζεται στην απονομή ορισμένων μόνο προνομίων και συγκεκριμένα στην απόδοση μιας κάποιας προτεραιότητας στο πεδίο της εκπροσώπησης των εργαζομένων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στην εκπροσώπηση των εργαζομένων στις διαδικασίες διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές ή ακόμη στα θέματα προσδιορισμού εθνικών εργατικών εκπροσώπων στους διεθνείς οργανισμούς. Με άλλα λόγια, η διακριτική μεταχείριση δεν θα πρέπει να καταλήγει στη στέρηση από τις μη αναγνωριζόμενες ως πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις
Σελ. 10
κάθε μέσου προάσπισης των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους και στον αποκλεισμό της ελεύθερης οργάνωσης της δραστηριότητάς τους[32].
Τέλος, γίνεται δεκτό ότι ο καθορισμός του πλέον αντιπροσωπευτικού συνδικάτου θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με κριτήρια αντικειμενικά, συγκεκριμένα και προκαθορισμένα, με τρόπο ώστε να αποφεύγεται κάθε δυνατότητα μεροληπτικότητας ή κατάχρησης. Τούτο, για παράδειγμα, θα συνέβαινε εάν η εκτίμηση της συνδρομής της αντιπροσωπευτικότητας ανατεθεί στη διακριτική εκτίμηση κρατικών οργάνων[33].
ΣΤ. Αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία και ρήτρες συνδικαλιστικής ασφάλειας
Ένα άλλο ζήτημα που προέκυψε απ’ την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 2 της 87 ΔΣE, αλλά κι απ’ τη διάταξη του άρθρου 1 της 98 ΔΣE που απαγορεύει την δυσμενή διάκριση των εργαζομένων εξ αιτίας της συνδικαλιστικής τους ένταξης, αφορά στην αναγνώριση όχι μόνο της θετικής πλευράς της συνδικαλιστικής ελευθερίας, αλλά και της λεγόμενης αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας, δηλαδή του δικαιώματος των μισθωτών, εφόσον επιθυμούν, να μην ιδρύουν συνδικαλιστική οργάνωση, να μη συμμετέχουν σε ιδρυμένη συνδικαλιστική οργάνωση ή να παραιτούνται απ’ την ιδιότητα του μέλους της[34].
Σχετικά με το ζήτημα αυτό γίνεται δεκτό ότι οι διατάξεις της 87 ΔΣΕ δεν αναφέρονται στην αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά καταλείπεται στην πρακτική και στη νομοθεσία κάθε κράτους η φροντίδα της εξασφάλισης στους εργαζομένους του δικαιώματος να μην ιδρύουν ή να μη συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Σχετικά με την ελληνική έννομη τάξη, γίνεται δεκτό ότι καθιερούμενη από τις διατάξεις 12 § 1 και 22 § 5 Συντ. συνδικαλιστική ελευθερία έχει δύο πλευρές. Τη
Σελ. 11
θετική, την οποία εξετάσαμε παραπάνω και περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε ενός να ιδρύει συνδικαλιστικό σωματείο και να δραστηριοποιείται εντός αυτού ελεύθερα τηρώντας τους νόμους, και την αρνητική πλευρά, που περιλαμβάνει το δικαίωμα είτε να μη μετέχει κάποιος καθόλου σε συνδικαλιστικό σωματείο είτε να αποχωρεί ανεμπόδιστα από ένα σωματείο στο οποίο έχει ήδη ενταχθεί. Η αρνητική ελευθερία απορρέει από τη γενική ελευθερία του ατόμου, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 5 Συντ., αποκλείοντας τον εξαναγκασμό του ατόμου να προβαίνει υποχρεωτικά σε ίδρυση οποιουδήποτε σωματείου ή να συμμετέχει σε υφιστάμενο σωματείο[35].
Συνεπώς, με βάση την αρνητική διάσταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας καθώς και τη γενική αρχή κατά την οποία όλοι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που παρέχουν κοινωνική ασφάλιση έχουν την υποχρέωση να ασφαλίζουν όλους τους ασκούντες το επάγγελμα, το οποίο καλύπτει ασφαλιστικά ο οργανισμός, θεωρείται αντισυνταγματική διάταξη νόμου που εξαρτά την ασφαλιστική υπαγωγή του εργαζομένου από τη συμμετοχή του σε συνδικαλιστική οργάνωση[36].
Άμεσα συνδεδεμένο με την αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία είναι και το ζήτημα των λεγομένων ρητρών συνδικαλιστικής ασφαλείας (close up shop, union shop)[37]. Επ’ αυτού, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ ρητρών συνδικαλιστικής ασφάλειας που επιτρέπονται από το νόμο και εκείνων που επιβάλλονται από το νόμο, δεδομένου ότι μόνο οι τελευταίες θεωρούνται ότι έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή ενός συστήματος συνδικαλιστικού μονοπωλίου ή υποχρεωτικού συνδικαλισμού, αντίθετα από τις αρχές της συνδικαλιστικής ελευθερίας[38]. Ειδικότερα, το θέμα αυτό τέθηκε κυρίως απ’ την εισαγωγή τέτοιων ρητρών σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν τη συνδικαλιστική προσχώρηση του εργαζομένου υποχρεωτική ή, χωρίς να θέτουν ευθέως αυτή την υποχρέωση, να επιβάλλουν σ’ όλους τους εργαζομένους, συνδικαλισμένους ή μη, να καταβάλλουν συνδικαλιστικές εισφορές. Άλλωστε, τέτοιες ανεπίτρεπτες ρήτρες συνδικαλιστικής ασφάλειας είναι αυτές που ορίζουν ότι ο
Σελ. 12
εργοδότης θα προσλαμβάνει μόνο συνδικαλισμένους εργαζομένους, που μάλιστα θα πρέπει να παραμένουν μέλη του συνδικάτου προκειμένου να διατηρούν την εργασιακή τους θέση ή ρήτρες που καθιερώνουν οποιοδήποτε άλλο σύστημα «μονοπωλίου πρόσληψης» για τα μέλη συγκεκριμένου συνδικάτου (ρήτρες αποκαλούμενες “closed shop”)[39]. Σχετικές είναι και οι ρήτρες με τις οποίες μπορεί να έχει μεν ο εργοδότης ελευθερία πρόσληψης εργαζομένων με δική του επιλογή, αλλά υποχρεώνονται οι προσληφθέντες να εντάσσονται στη συνέχεια εντός ενός συγκεκριμένου διαστήματος σε ένα συνδικάτο, έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό να δημιουργείται ένα καθεστώς υποχρεωτικής συνδικαλιστικής ένταξης (πρόκειται για ρήτρες αποκαλούμενες “union shop”). Επίσης, ανεπίτρεπτες είναι οι ρήτρες που ορίζουν ότι, ανεξάρτητα από συνδικαλιστική ή μη υπαγωγή των εργαζομένων και χωρίς η συμμετοχή σε ένα συνδικάτο να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απασχόλησή τους, θα είναι αυτοί υποχρεωμένοι να καταβάλλουν συνδικαλιστική συνδρομή (ρήτρες αποκαλούμενες “agency shop”) ή ακόμα οι προβλέψεις που υποχρεώνουν τον εργοδότη, με βάση μια «ρήτρα προνομιακής μεταχείρισης», να αντιμετωπίζει προνομιακά τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους είτε στο ζήτημα της πρόσληψης είτε σε άλλα ζητήματα[40].
Εξάλλου, προβλέψεις με βάση τις οποίες επιβάλλεται υποχρεωτική συνδικαλιστική προσχώρηση ή προσδιορίζεται ένα συγκεκριμένο συνδικάτο ως ευνοούμενο απ’ το καθεστώς της συνδικαλιστικής ασφάλειας ή όταν καθιερώνεται νομοθετικά το σύστημα των υποχρεωτικών συνδικαλιστικών εισφορών με όρους που να ευνοείται ένα συγκεκριμένο συνδικάτο, είναι προφανές ότι οδηγούν στην επιβολή ενός συνδικαλιστικού μονοπωλίου, που, όπως αναφέραμε, δεν συμβιβάζεται με το δικαίωμα των εργαζομένων να συνιστούν οργανώσεις της εκλογής τους και να συμμετέχουν σ’ αυτές ελεύθερα[41].
Σελ. 13
Το πρόβλημα της θέσπισης ρητρών συνδικαλιστικής ασφάλειας προέκυψε σε σχέση και με την εφαρμογή του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ερμηνεύοντας το οποίο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκρινε σε απόφασή του το 1981 ότι η απόλυση εργαζομένων με λόγο την άρνησή τους να ενταχθούν σε ένα απ’ τα συνδικάτα που απαριθμούνταν σε μια συμφωνία που επέβαλε συνδικαλιστικό μονοπώλιο συνιστούσε παραβίαση αυτής της Σύμβασης[42].
1.2. Δικαιώματα και εγγυήσεις λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων
Το άρθρο 3 της 87 ΔΣΕ αναγνωρίζει μια σειρά από ειδικότερα δικαιώματα από τα οποία προκύπτει η εγγύηση της ελεύθερης λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν ασφαλώς να εξασφαλιστεί η εν γένει συνδικαλιστική ελευθερία[43]. Τα εν λόγω δικαιώματα αναλύονται ειδικότερα ως εξής:
Α. Δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης καταστατικών και κανονισμών λειτουργίας
Ένα βασικό δικαίωμα με το οποίο συγκεκριμενοποιείται και εξασφαλίζεται η άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας αποτελεί το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να εκπονούν ελεύθερα τα καταστατικά τους καθώς και τους κανονισμούς λειτουργίας τους.
Έτσι, τα κράτη που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση αυτή δεν μπορούν να επιβάλλουν νομοθετικώς υποχρεωτικό περιεχόμενο στα καταστατικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, είναι αντίθετη με την 87 ΔΣΕ η νομοθετική επιβολή της υποχρέωσης να καταρτίζουν οι οργανώσεις τα καταστατικά τους με βάση ένα μοντέλο επιβεβλημένο νομοθετικώς. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης των καταστατικών εάν ο νομοθέτης επιβάλλει
Σελ. 14
ως περιεχόμενο αυτών κάποιους καθαρά τυπικούς όρους οι οποίοι δεν θίγουν στην ουσία του εν λόγω δικαιώματος. Επίσης θεωρείται ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης των καταστατικών όταν ο νομοθέτης απαιτεί μια συγκεκριμένη πλειοψηφία των μελών του συνδικάτου για ορισμένα θέματα που αναφέρονται στην ίδια την ύπαρξη ή τη δομή του (έγκριση ή τροποποίηση καταστατικού, διάλυση κ.λπ.) ή αποβλέπει στην εξασφάλιση της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής στη λειτουργία του συνδικάτου, αρκεί η νομοθετική ρύθμιση να μην καταλήγει να καθιστά πρακτικώς αδύνατη τη λήψη αποφάσεων και να πλήττει έτσι σοβαρά τη διοίκηση και λειτουργία του[44].
Β. Δικαίωμα ελεύθερης εκλογής εκπροσώπων
Εκτός απ’ το δικαίωμα ελεύθερης εκπόνησης των καταστατικών και των κανονισμών λειτουργίας, με τη διάταξη του άρθρου 3, η Σύμβαση διασφαλίζει και το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να εκλέγουν ελεύθερα τους εκπροσώπους τους, δηλαδή να εκλέγουν χωρίς παρεμβάσεις τρίτων και ιδίως της κρατικής εξουσίας τα μέλη των οργάνων της διοίκησής τους και τα λοιπά αντιπροσωπευτικά και εκπροσωπευτικά όργανα που προβλέπουν τα καταστατικά τους. H εξασφάλιση του δικαιώματος αυτού συνιστά μια αναγκαία προϋπόθεση για να μπορούν να δρουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με πλήρη ανεξαρτησία και να προάγουν με αποτελεσματικότητα τα συμφέροντα των μελών τους.
Αυτό σημαίνει ότι ανήκει στην αρμοδιότητα των ίδιων των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών να καθορίζουν στα καταστατικά τους τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εκλέγονται τα διοικητικά τους όργανα, όπως, για παράδειγμα, την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ανάδειξη αυτών[45].
Συγκεκριμένα, μια νομοθετική ρύθμιση ιδιαίτερα λεπτομερής και εξαντλητική της εκλογικής διαδικασίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων μπορεί να προσβάλλει το δικαίωμα ελεύθερης εκλογής αντιπροσώπων, ενώ το ίδιο συμβαίνει και όταν ο νόμος προσδιορίζει τη διάρκεια της εντολής αυτών[46]. Αντίθετα, δεν υπάρχει αντίθεση με τις αρχές της συνδικαλιστικής ελευθερίας όταν ο νόμος απλώς ορίζει τη
Σελ. 15
συχνότητα των εκλογικών διαδικασιών ή προσδιορίζει μια maximum διάρκεια της εντολής των διοικητικών οργάνων[47] ή όταν επιβάλλει την ανάδειξη εκπροσώπων με εκλογική διαδικασία άμεση και καθολική, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό προωθούνται οι δημοκρατικές αρχές στους κόλπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων[48].
Επίσης, δεν φαίνεται να συντρέχει περίπτωση προσβολής της ελεύθερης εκλογής συνδικαλιστικών εκπροσώπων όταν νομοθετικές διατάξεις επιβάλλουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις την υποχρέωση να αναδεικνύουν τους αντιπροσώπους τους με εκλογές δι’ αλληλογραφίας[49].
Τέλος, η αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων πρέπει να διεξάγεται στο πλαίσιο δικαστικών δικαιοδοσιών στο πλαίσιο των οποίων θα πρέπει να εξασφαλίζεται μια αμερόληπτη, αντικειμενική και γρήγορη διαδικασία[50]
α) Θέματα εκλογιμότητας
Ειδικότερα, η νομοθεσία πρέπει να απέχει από οποιαδήποτε παρέμβαση σχετικά με τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας της διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των λοιπών συνδικαλιστικών εκπροσώπων[51].
Ειδικότερα ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί με διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις στο θέμα της εκλογιμότητας, αναφέρονται ιδίως στην υποχρεωτική ένταξη στο επάγγελμα που εκπροσωπεύει η συνδικαλιστική οργάνωση ή στην υποχρεωτική ένταξη στην επιχείρηση τα συμφέροντα του προσωπικού της οποίας εκπροσωπεύει η συνδικαλιστική οργάνωση, στο συναφές ζήτημα της συνδικαλιστικής αρχαιότητας, στις πολιτικές πεποιθήσεις ή τις πολιτικές δραστηριότητες, στην ηθική ακεραιότητα των υποψηφίων, καθώς και στην εθνικότητα, στην ποινική καταδίκη και στη δυνατότητα επανεκλογής αυτών.
Ως προς τη «συνδικαλιστική αρχαιότητα», μια νομοθετική πρόβλεψη που θα απαιτούσε ως υποχρεωτική προϋπόθεση εκλογιμότητας να είναι οι υποψήφιοι επί ένα χρονικό διάστημα μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, θεωρείται ως αντίθετο προς τη Σύμβαση, ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται για το σύνολο των εκπροσώπων[52].
Σελ. 16
Ομοίως, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση των υποψηφίων να υπόκεινται σε μια έρευνα από κρατικές αρχές για τη διαπίστωση της ηθικής ακεραιότητάς τους, το μέτρο αυτό θεωρείται ως ασυμβίβαστο με την 87 ΔΣΕ[53]. Απορριπτέα, εξάλλου, θεωρείται κάθε νομοθετική διάταξη που απαγορεύει τη συνδικαλιστική εκλογιμότητα για λόγους πολιτικής γνώμης ή ένταξης σε ορισμένο κομματικό σχηματισμό, ως ασυμβίβαστη με το προστατευόμενο απ’ τη Σύμβαση δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων για ελεύθερη εκλογή εκπροσώπων[54].
Σχετικώς με το ζήτημα της υποχρεωτικής κατοχής από τους υποψηφίους μιας συγκεκριμένης εθνικότητας, κρίνεται ότι αυτός ο περιορισμός δεν μπορεί να τίθεται κατά τρόπο απόλυτο και ότι πρέπει να δίνεται στους αλλοδαπούς εργαζόμενους η δυνατότητα να αναδεικνύονται συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι, τουλάχιστον μετά από μια εύλογη διαμονή τους στη χώρα υποδοχής[55]. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι μέσα στο ίδιο πνεύμα η 151 Σύσταση της ΔOE του 1975 (αναθεωρημένη) που αναφέρεται στους μετανάστες εργαζόμενους, υπενθυμίζει ότι η πολιτική ισότητας ευκαιριών και μεταχείρισης πρέπει να αναφέρεται και στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και στην εκλογιμότητα των συνδικαλιστικών υπευθύνων.
Εξάλλου, σχετικώς με τη μη ποινική καταδίκη ως προϋπόθεση εκλογιμότητας, γίνεται δεκτό ότι η καταδίκη για μια πράξη που, απ’ τη φύση της, δεν αναιρεί την ακεραιότητα του υποψηφίου και δεν θα μπορούσε να συνιστά αληθινό κίνδυνο για την σωστή άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων, δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο αποκλεισμού απ’ τη διοίκηση του συνδικάτου, κάθε δε νομοθετική διάταξη που θα απαγόρευε κατά γενικό τρόπο την άσκηση συνδικαλιστικών καθηκόντων σε όποιον έχει καταδικασθεί για οποιουδήποτε τύπου αδίκημα, είναι ευθέως αντίθετη με τις αρχές της συνδικαλιστικής ελευθερίας[56].
Τέλος, η νομοθετική απαγόρευση της επανεκλογής ενός συνδικαλιστικού στελέχους, οποιαδήποτε ειδικότερη μορφή κι αν έχει (π.χ. με τον προσδιορισμό ενός
Σελ. 17
ανώτατου αριθμού εντολών), έχει θεωρηθεί ότι είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την 87 ΔΣΕ[57].
β) Παρεμβάσεις των δημόσιων αρχών στην εκλογική διαδικασία
Όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με άρθρο 3 της 87 ΔΣΕ, οι δημόσιες αρχές οφείλουν να απέχουν από οποιαδήποτε παρέμβαση ή επίδραση στις εκλογικές διαδικασίες και ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα καταστατικά τους. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν η εκλογική διαδικασία να δραστηριοποιείται με υπουργική απόφαση ή να παρεμβαίνει η δημόσια αρχή με οποιοδήποτε τρόπο κατά την εκλογική διαδικασία (με υποβολή, για παράδειγμα, των υποψηφιοτήτων προς έλεγχο ή έγκριση από τη δημόσια αρχή ή με την παρουσία κατά τις αρχαιρεσίες ενός κρατικού εκπροσώπου, εκτός εάν πρόκειται για ανεξάρτητο παρατηρητή), ούτε επιτρέπεται τα αποτελέσματα των αρχαιρεσιών να επικυρώνονται ή να ακυρώνονται από την εκτελεστική εξουσία ή οι εκλογικές διαφορές να επιλύονται ή να εξετάζονται με άλλο τρόπο εκτός από την προσφυγή στη δικαστική εξουσία (που θα πρέπει να εξετάζει τις προσφυγές αυτές με τρόπο που να εγγυάται μια διαδικασία αμερόληπτη, αντικειμενική και σύντομη) και πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατός ο διορισμός των συνδικαλιστικών εκπροσώπων κάθε τύπου να γίνεται από τις δημόσιες αρχές ή ακόμη να προβλέπεται η δυνατότητα υποκατάστασης των διοικητικών οργάνων των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τις δημόσιες αρχές[58].
Γ. Δικαίωμα ελεύθερης οργάνωσης της διαχείρισης, των δραστηριοτήτων και του προγράμματος δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων
H διάταξη του άρθρου 3 της 87 ΔΣE ολοκληρώνει την προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας με την κατοχύρωση του δικαιώματος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αφενός να διαχειρίζονται ανεμπόδιστα τις υποθέσεις της εσωτερικής λειτουργίας τους (αρχή της εσωτερικής αυτονομίας των συνδικαλιστικών
Σελ. 18
οργανώσεων)[59] και αφετέρου να καθορίζουν ανεμπόδιστα και χωρίς παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας τους στόχους και τους σκοπούς τους και να επιδιώκουν την πραγμάτωσή τους με την ελεύθερη άσκηση της συνδικαλιστικής δράσης (αρχή της αυτόνομης εξωτερικής δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων).
α) Εσωτερική συνδικαλιστική οργάνωση και οικονομική διαχείριση
Γενικώς θεωρείται ότι δεν συμβιβάζεται με τις εγγυήσεις της 87 ΔΣΕ η νομοθετική ή άλλη παρέμβαση στη διαμόρφωση απ’ τις συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά τον προσφορότερο για την επιτυχία των σκοπών τους, της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας τους, του τρόπου λήψης των αποφάσεων, του τρόπου επικοινωνίας με τα μέλη τους, της οργάνωσης της οικονομικής ενίσχυσής τους και της διαχείρισης των οικονομικών και της περιουσίας τους[60]. Έτσι, είναι καταδικαστέα κάθε παρέμβαση με νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν εξαντλητικά και κατά τρόπο υποχρεωτικό τις εκλογικές διαδικασίες και τη σύνθεση των διοικητικών οργάνων των οργανώσεων, προσδιορίζουν τον αριθμό και τις ημερομηνίες των συνεδριάσεων των οργάνων αυτών ή ορίζουν την ημερομηνία λήξης της εντολής τους[61].
Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η συνδικαλιστική ελευθερία δεν προσβάλλεται εάν οι νομοθετικές σχετικές με τον οικονομικό έλεγχο ρυθμίσεις αποσκοπούν να εξασφαλίσουν τις αρχές δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων[62].
Θεωρείται λοιπόν ότι δεν παραβιάζουν τη Σύμβαση διατάξεις που επιβάλλουν υποχρεώσεις τυπικού χαρακτήρα ή που αποβλέπουν στην εξασφάλιση βασικών δημοκρατικών αρχών με την επιβολή, για παράδειγμα, της υποχρεωτικής ετήσιας σύγκλησης της γενικής συνέλευσης του συνδικάτου ή της υποχρέωσης λήψης ορισμένων σημαντικών αποφάσεων (τροποποίηση καταστατικού, καθορισμός εισφορών, αποκλεισμός μέλους, συγχώνευση, διάλυση) με μυστική ψηφοφορία ή με ενισχυμένη πλειοψηφία, ενδεχομένως και με ομοφωνία. Επίσης, θεωρείται ότι δεν παραβιάζουν τη Σύμβαση νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες επιβάλλονται κάποιοι κανόνες στη διαχείριση των οικονομικών ή της περιουσίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης και κάποιος λογιστικός έλεγχος, αρκεί να εξασφαλίζεται η οικονομική αυτοτέλεια των συνδικάτων και να μην επιτρέπεται η κρατική παρέμβαση στην οικονομική διαχείριση. Είναι ανεπίτρεπτη συνεπώς διάταξη με την οποία ο διαχειριστικός
Σελ. 19
έλεγχος γίνεται από όργανα του Υπουργείου Εργασίας, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν ανατίθεται σε ανεξάρτητο όργανο ή από τη δικαστική αρχή. Γενικώς, δεν αντιτίθενται στη Σύμβαση διατάξεις που αποσκοπούν στην πρόληψη οικονομικών καταχρήσεων εκ μέρους της διοίκησης των συνδικάτων και επιδιώκουν να προστατεύσουν τα μέλη από μια κακή διαχείριση της περιουσίας τους[63].
Μέσα στο πνεύμα της αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, γίνεται δεκτό ότι οι πόροι αυτών (δικαιώματα εγγραφής, συνδρομές μελών, εισοδήματα από αξιοποίηση της περιουσίας τους κ.λπ.) πρέπει να καθορίζονται αποκλειστικά από τα καταστατικά ή με αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων τους. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και τον τρόπο είσπραξης των συνδικαλιστικών εισφορών[64].
Ειδικό ζήτημα δημιουργήθηκε σχετικώς με το σύστημα παρακράτησης και απόδοσης των εισφορών στη συνδικαλιστική οργάνωση απ’ τον εργοδότη (retenue des cotisations syndicales à la source)[65]. Στο θέμα αυτό, ενώ φαίνεται ανεπίτρεπτη η νομοθετική υποχρεωτική επιβολή ενός τέτοιου συστήματος, ωστόσο θεωρείται πως συμβιβάζεται με τις αρχές της συνδικαλιστικής ελευθερίας η σχετική πρόβλεψη με συλλογική σύμβαση (clause “check-off”) ή η καθιέρωση ενός συστήματος παρακράτησης των συνδικαλιστικών εισφορών μέσω της πρακτικής που εφαρμόζουν τα ίδια τα μέρη[66]. Θεωρείται μάλιστα ότι δεν συμβιβάζεται με την εγκαθίδρυση αρμονικών επαγγελματικών σχέσεων και συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγεται η νομοθετική απαγόρευση της δυνατότητας εφαρμογής του συστήματος της εργοδοτικής παρακράτησης των εισφορών, αφού με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται οικονομικές δυσκολίες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις[67].
Ιδιαιτέρα προβλήματα για την εξασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων (και συνεπώς για την αποφυγή της χειραγώγησης
Σελ. 20
του συνδικαλιστικού κινήματος απ’ την κρατική εξουσία) δημιουργούνται απ’ τις κρατικές οικονομικές παροχές και ενισχύσεις προς αυτές. Γίνεται σχετικά δεκτό ότι οικονομικές ενισχύσεις και παροχές στα συνδικάτα εκ μέρους της κρατικής εξουσίας, είναι σύμφωνες με τις αρχές της συνδικαλιστικής αυτονομίας μόνο εάν η επιχορήγησή τους γίνεται με νομοθετικά κείμενα γενικής εφαρμογής και χωρίς να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας[68]. Επίσης, θεωρείται ότι μπορεί να δημιουργήσει σοβαρούς κίνδυνους για την ανεξαρτησία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ένα σύστημα με το οποίο υποχρεώνονται οι εργαζόμενοι να καταβάλλουν μια εισφορά σε ένα οργανισμό δημοσίου δικαίου, ο οποίος, με τη σειρά του αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των οργανώσεων[69].
Τέλος, η αρχή της εσωτερικής αυτονομίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων υπονοεί και τη δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων τους και προϋποθέτει ότι η δημόσια αρχή θα πρέπει να απέχει από κάθε αυθαίρετη παρέμβαση στα γραφεία των συνδικάτων και στην αλληλογραφία τους[70].
β) Συνδικαλιστικές δραστηριότητες και πρόγραμμα δράσης
H συνδικαλιστική ελευθερία δεν περιορίζεται μόνο στο δικαίωμα της ελεύθερης σύστασης και εσωτερικής λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά είναι προφανές ότι αναφέρεται προεχόντως και στην εξασφάλιση του δικαιώματος αυτών να οργανώνουν ελεύθερα τη δραστηριότητά τους και να σχηματίζουν και να πραγματοποιούν απρόσκοπτα το πρόγραμμα δράσης τους για την επιδίωξη και προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων τους.
Είναι προφανές ότι η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας αποτελεί μια από τις βασικότερες μορφές δράσης των συνδικάτων, μολονότι η 87 ΔΣE δεν κάνει καμιά ειδική ρητή αναφορά στο δικαίωμα αυτό[71].
Επίσης, μεταξύ των συνδικαλιστικών δράσεων μπορεί να ενταχθεί και το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, που αναγνωρίζεται από την 98 ΔΣE περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγμάτευσης, που αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο συμπλήρωμα της 87 ΔΣE[72].