ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
- Εκδοση: 3η 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 320
- ISBN: 978-960-654-816-1
Στο παρόν έργο αναλύονται με τρόπο περιεκτικό και ταυτοχρόνως πλήρη όλα τα ζητήματα που άπτονται του συλλογικού εργατικού δικαίου.
Συγκεκριμένα, το έργο διαρθρώνεται σε τρεις μεγάλες ενότητες: συνδικαλιστική ελευθερία και δίκαιο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δίκαιο της απεργίας. Στην πρώτη ενότητα, αρχικά, παρουσιάζεται σφαιρικά η συνδικαλιστική ελευθερία ως θεμελιώδες δικαίωμα και στη συνέχεια, εξετάζονται αναλυτικά όλα τα ζητήματα που αφορούν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως ενδεικτικά η δομή, ο σκοπός, η ίδρυση και η διάλυσή τους κ.ο.κ. Στη δεύτερη ενότητα αναλύεται το δίκαιο των ΣΣΕ με αναφορά σε θέματα όπως τα διάφορα είδη, το πεδίο εφαρμογής, η διάρκεια και το χρονικό πεδίο ισχύος τους κ.λπ. Στην τρίτη και τελευταία ενότητα εξετάζεται το δικαίωμα της απεργίας και πιο συγκεκριμένα ζητήματα σχετικά με τον σκοπό και τα αιτήματά, τους φορείς, τις μορφές, τους περιορισμούς και τη νομιμότητά της.
Η παρούσα τρίτη έκδοση, πλήρως ενημερωμένη με όλες τις πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές, αποτελεί ένα απαραίτητο βοήθημα για κάθε νομικό, ο οποίος ασχολείται, θεωρητικά ή και πρακτικά, με το συλλογικό εργατικό δίκαιο.
Πρόλογος 3ης έκδοσης VΙΙ
Πρόλογος 2ης έκδοσης IΧ
Πρόλογος 1ης έκδοσης ΧΙ
Συντομογραφίες XXIΧ
Παραπομπές (μόνο με το όνομα του συγγραφέα ή συνοπτικά) XXΧI
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η συνδικαλιστική ελευθερία
§1. Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 1
1. Η ιστορική εξέλιξη 1
2. Η κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας στο διεθνή χώρο 2
3. Η έννοια της συνδικαλιστικής ελευθερίας 2
Α) Η θετική συνδικαλιστική ελευθερία 3
Β) Η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία 3
Γ) Η συλλογική συνδικαλιστική ελευθερία 4
4. Η σχέση της συνδικαλιστικής ελευθερίας με άλλες ατομικές ελευθερίες 5
Α) Συνδικαλιστική ελευθερία/ απεργία και συλλογική αυτονομία 5
Β) Συνδικαλιστική ελευθερία και δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι 6
5. Οι φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας 6
6. Οι περιορισμοί της συνδικαλιστικής ελευθερίας 7
Α) Η νομοθετική αναγνώριση δικαιωμάτων σε ορισμένες
(αντιπροσωπευτικές) οργανώσεις 8
Β) Η επιβολή κανόνων δημοκρατικής λειτουργίας 9
7. Οι περιορισμοί άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων 10
§ 2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 10
1. Η έννοια της συνδικαλιστικής οργάνωσης 11
2. Η νομοθετική κατοχύρωση 12
Α) Τα γενικά χαρακτηριστικά του ν. 1264/1982 12
Β) Το πεδίο εφαρμογής 12
3. Η δομή των συνδικαλιστικών οργανώσεων 14
Α) Οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις 14
α) Τα σωματεία 15
β) Τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων 15
γ) Οι ενώσεις προσώπων 15
Β) Οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις 17
α) Οι Ομοσπονδίες 17
β) Τα Εργατικά Κέντρα 18
Γ) Οι τριτοβάθμιες οργανώσεις 18
Δ) Οι διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις 18
§3. Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 19
1. Η ίδρυση της οργάνωσης 20
Α) Η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό 20
Β) Η διαδικασία δικαστικού ελέγχου 21
Γ) Η καταχώρηση στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. 22
2. Η διάλυση συνδικαλιστικής οργανώσεως 23
§ 4. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 25
1. Η διαφύλαξη και προαγωγή των συμφερόντων των εργαζομένων 25
2. Η εκπροσώπηση ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών 27
3. Η ανάπτυξη κερδοσκοπικής δραστηριότητας 30
4. Η οικονομική αυτοτέλεια των συνδικαλιστικών οργανώσεων 31
Α) Οι πηγές χρηματοδότησης 31
Β) Η χρηματική ενίσχυση συνδικαλιστικών οργανώσεων 32
Γ) Η είσπραξη εισφορών στην επιχείρηση 34
Δ) Η παρακράτηση εισφορών 35
Ε) Το ακατάσχετο της συνδικαλιστικής περιουσίας 36
§5. ΤΑ ΜΕΛΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 36
1. Το δικαίωμα του εργαζομένου να εγγραφεί ως μέλος 37
Α) Η συνταγματικότητα του μέτρου 39
Β) Η διαδικασία υποβολής αίτησης 40
2. Οι προϋποθέσεις εγγραφής εργαζομένων ως μελών
συνδικαλιστικής οργάνωσης 41
Α) Η πολλαπλή συμμετοχή σε οργανώσεις 42
Β) Η ιδιότητα του εργαζομένου 43
3. Η διαγραφή μέλους συνδικαλιστικής οργανώσεως 44
§6. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 45
1. Τα όργανα της συνδικαλιστικής οργάνωσης 45
Α) Η Γενική Συνέλευση 45
α) Η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης 45
β) Η ψηφοφορία 48
γ) Η ακυρότητα των αποφάσεων της ΓΣ 50
Β) Το Διοικητικό Συμβούλιο 56
α) Η εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου 58
β) Η προσβολή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου 58
γ) Ο τρόπος εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου 59
δ) Το εκλογικό σύστημα 60
ε) Ο διορισμός προσωρινής διοίκησης 62
Γ) Η Ελεγκτική Επιτροπή 64
Δ) Οι αντιπρόσωποι σε υπερκείμενες οργανώσεις 64
2. Τα βιβλία των συνδικαλιστικών οργανώσεων 66
§7. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 66
1. Η προστασία της συνδικαλιστικής δράσης 67
2. Η προστασία από την απόλυση 70
Α) Η απαγόρευση καταγγελίας για συνδικαλιστικούς λόγους 70
Β) Η ειδική προστασία 72
α) Η απαγόρευση καταγγελίας συνδικαλιστικών στελεχών 72
β) Η προστασία από τη μετάθεση 76
§8. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 77
1. Η διατήρηση ιστοτόπου ή πίνακα ανακοινώσεων 78
2. Η παραχώρηση χώρου για Γενική Συνέλευση 80
3. Η υποχρέωση για διάλογο 82
4. Η παραχώρηση χώρου για γραφείο 82
5. Η διανομή ανακοινώσεων 83
6. Η παρουσία κατά τις επιθεωρήσεις 85
7. Επίλυση διαφορών 85
8. Συνδικαλιστικές άδειες 86
9. Η ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων 89
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συλλογικές συμβάσεις εργασίας
§1. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ 91
1. Η έννοια της συλλογικής αυτονομίας 91
2. Η διεθνής αναγνώριση της συλλογικής αυτονομίας 93
3. Η ιστορική εξέλιξη της συλλογικής αυτονομίας 93
4. Η παρέμβαση του νομοθέτη - Η διαιτησία 95
§2. Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 98
1. Η νομοθετική ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας 100
2. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ν. 1876/1990 101
§3. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 102
§4. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 104
1. Ζητήματα σχετικά με τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας
και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας 104
2. Ζητήματα που αφορούν την άσκηση
των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και διευκολύνσεων 106
3. Ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης 107
4. Ζητήματα σχετικά με την άσκηση της επιχειρηματικής πολιτικής 108
5. Ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία των κανονιστικών όρων
της συλλογικής σύμβασης εργασίας 110
6. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών 111
7. Ζητήματα σχετικά με τις διαδικασίες και τους όρους συλλογικής διαπραγμάτευσης, μεσολάβησης και διαιτησίας 111
8. Η ρήτρα ειρήνης 112
9. Λοιπά ζητήματα 113
§5. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ 114
1. Το δικαίωμα και η υποχρέωση για διαπραγμάτευση σύμφωνα
με το ν. 1876/1990 114
Α) Ο σκοπός της υποχρέωσης για διαπραγμάτευση 114
Β) Τα υποκείμενο του δικαιώματος και της υποχρέωσης για διαπραγμάτευση 115
Γ) Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης 116
Δ) Το περιεχόμενο της υποχρέωσης για διαπραγμάτευση 117
Ε) Οι εγγυήσεις για το σεβασμό της υποχρέωσης για διαπραγμάτευση 118
ΣΤ) Η απεργία κατά τη διάρκεια της διαπραγματευτικής διαδικασίας 118
Ζ) Η παρέμβαση στις διαπραγματεύσεις 119
Η) Η συμβατική ρύθμιση της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης 119
2. Η υποχρέωση για πληροφόρηση 120
Α) Το περιεχόμενο της πληροφόρησης 120
Β) Το επιχειρηματικό απόρρητο και η υποχρέωση εχεμύθειας
των εκπροσώπων των εργαζομένων 121
§6. Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 121
1. Ικανότητα για σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας 121
2. Αδυναμία συνάψεως συλλογικής σύμβασης εργασίας 125
3. Τα είδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και αρμοδιότητα σύναψής τους 125
Α) Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις 126
Β) Οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις 128
Γ) Οι ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις 130
Δ) Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις 132
Ε) Συλλογική σύμβαση ομίλου 134
4. Η αντιπροσωπευτικότητα 135
5. Η αμφισβήτηση της ικανότητας, της αρμοδιότητας και
της αντιπροσωπευτικότητας 137
6. Διαδικασία υπογραφής και θέση σε ισχύ της συλλογικής
σύμβασης εργασίας 138
§7. H ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 140
1. Το επαγγελματικό και τοπικό πεδίο ισχύος 141
2. Το προσωπικό πεδίο ισχύος 141
Α) Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις 142
Β) Οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις 143
Γ) Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις 145
Δ) Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής 145
Ε) Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής 145
α) Συνυπογραφή της συλλογικής σύμβασης 145
β) Προσχώρηση 146
ΣΤ) Η επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας 147
α) Οι προϋποθέσεις της επέκτασης 148
β) Οι συνέπειες της επέκτασης 149
Ζ) Η παραπομπή συλλογικής σύμβασης εργασίας σε άλλη
συλλογική σύμβαση 152
Η) Η αδυναμία παραπομπής στους όρους προηγουμένων
συμβάσεων - Η κωδικοποίηση 152
Θ) Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης σε περίπτωση μεταβίβασης 152
§8. Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 153
1. Η χρονική διάρκεια της συλλογικής σύμβασης εργασίας 153
2. Το χρονικό πεδίο ισχύος της συλλογικής σύμβασης 155
Α) Η έναρξη ισχύος της συλλογικής σύμβασης 155
Β) Η λύση της συλλογικής σύμβασης εργασίας – Η καταγγελία 156
Γ) Η παράταση της αναγκαστικής ισχύος των συλλογικών συμβάσεων 158
Δ) Η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας 159
§9. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ
ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ 162
1. Η σχέση συλλογικών συμβάσεων και ατομικών συμβάσεων 163
2. Η σχέση συλλογικών συμβάσεων και νόμου 167
3. Η συρροή συλλογικών συμβάσεων εργασίας 168
Α) Ο κανόνας: η αρχή της εύνοιας 169
Β) Οι εξαιρέσεις 172
4. Η διαδοχή συλλογικών συμβάσεων εργασίας 175
§10. Η ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ 176
§11. Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ 177
§12. Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 178
1. Η συμφιλίωση 179
Α) Η θέση της συμφιλίωσης στο σύστημα επίλυσης των συλλογικών
διαφορών εργασίας 180
Β) Η διαδικασία της συμφιλίωσης 180
2. Η μεσολάβηση 181
Α) Η συμβατική ρύθμιση των όρων και της διαδικασίας επίλυσης
συλλογικών διαφορών εργασίας 182
Β) Η σπουδαιότητα της μεσολάβησης ως θεσμού επίλυσης συλλογικών
διαφορών εργασίας 184
Γ) Η προσφυγή στη μεσολάβηση 184
α) Οι δικαιούμενοι να κινήσουν τη διαδικασία της μεσολάβησης 185
β) Η υποβολή της αίτησης για μεσολάβηση και τα αναγκαία στοιχεία της 185
Δ) Η επιλογή του μεσολαβητή 186
Ε) Η διαδικασία της μεσολάβησης 187
α) Ο σχετικά ελαστικός χαρακτήρας της μεσολάβησης 187
β) Η συλλογή των αναγκαίων για τη μεσολάβηση στοιχείων και
η διεξαγωγή συζητήσεων 188
ΣΤ) Η υποβολή πρότασης από το μεσολαβητή 190
α) Ο χρόνος της υποβολής της πρότασης του μεσολαβητή 190
β) Ο τύπος της πρότασης του μεσολαβητή και τα κριτήριά της 190
γ) Η αιτιολόγηση της πρότασης του μεσολαβητή 191
Ζ) Η αποδοχή της πρότασης του μεσολαβητή 191
3. Η διαιτησία 192
Α) Η προσφυγή στη διαιτησία 193
α) Η συμβατική προσφυγή στη διαιτησία 193
β) Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία 194
Ι. Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία και το Σύνταγμα 196
ΙΙ. Η αρχική τάση της νομολογίας 197
ΙΙΙ. Η με αριθμό 2307/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 198
B) Η διαδικασία της διαιτησίας 201
α) Το όργανο της διαιτησίας 201
Γ) Η επιλογή του διαιτητή 202
Δ) Η διαιτητική απόφαση 203
α) Η εξομοίωση της διαιτητικής απόφασης με συλλογική σύμβαση εργασίας 203
β) Ο χρόνος έναρξης ισχύος της διαιτητικής απόφασης -
Η αναδρομική εφαρμογή της 203
γ) Η αιτιολογία και το περιεχόμενο της διαιτητικής αποφάσεως 204
Ε) Η έφεση κατά της απόφασης διαιτησίας 205
ΣΤ) Ο δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων 207
4. Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας 209
Α) Ο σκοπός και η σύνθεση του Οργανισμού 209
Β) Τα ειδικά σώματα μεσολαβητών και διαιτητών 210
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Aπεργία
§1. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ 213
§2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ 214
§3. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 214
1. Η συνταγματική αναγνώριση 214
2. Η διεθνής αναγνώριση 215
3. Η νομοθετική αναγνώριση 215
§4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 216
§5. ΟΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 217
§6. ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 217
§7. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ - ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ 218
1. Η εξυπηρέτηση των συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων 218
2. Η εκδήλωση αλληλεγγύης 220
3. Οι νομικές διαφορές 220
4. Η επιχειρηματική πολιτική 222
5. Αιτήματα ρυθμίσιμα με συλλογική σύμβαση 223
6. Η σύμμειξη νόμιμων και παράνομων αιτημάτων 224
§8. ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 224
1. Καθολική ή μερική απεργία 225
2. Η πολιτική απεργία 225
3. Συνδικαλιστική και αδέσποτη απεργία 227
4. Στάσεις εργασίας - διαλείπουσα απεργία 227
5. Διεκδικητική απεργία - προειδοποιητική απεργία - απεργία διαμαρτυρίας 227
6. Λευκή απεργία - απεργία ζήλου - μποϋκοτάζ - σαμποτάζ 229
7. Απεργία αλληλεγγύης 230
§9. ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 231
1. Οι περιορισμοί σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων 231
2. Η αναστολή του δικαιώματος απεργίας 232
3. Η επιστράτευση απεργών 232
§10. Η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 234
1. Η κήρυξη της απεργίας 234
Α) Η λήψη απόφασης για την απεργία 235
Β) Η αρμοδιότητα κήρυξης απεργίας 235
Γ) Το όργανο κήρυξης της απεργίας 237
2. Η προειδοποίηση του εργοδότη και η γνωστοποίηση των αιτημάτων 241
Α) Η προειδοποίηση του εργοδότη 242
Β) Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας 243
α) Η υποχρέωση γνωστοποίησης των αιτημάτων 244
β) Η υποχρέωση για διεξαγωγή δημοσίου διαλόγου 244
3. Το προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό ελάχιστης
εγγυημένης υπηρεσίας 247
Α) Το προσωπικό ασφαλείας 247
Β) Το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας 249
Γ) Ο καθορισμός του προσωπικού ασφαλείας και
ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας 250
Δ) Η διάθεση του προσωπικού 253
4. Η παραβίαση της υποχρέωσης ειρήνης 254
§11. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ 255
1. Η απαγόρευση πρόσληψης απεργοσπαστών 256
2. Η απαγόρευση κηρύξεως ανταπεργίας 257
§12. Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΠΕΡΓΙΑ - Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΊΑ 259
1. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος 260
Α) Τα αιτήματα της απεργίας 261
Β) Η ζημία της εργοδότριας εταιρείας 263
Γ) Ο τρόπος και ο χρόνος άσκησης του δικαιώματος απεργίας 264
Δ) Η παραβίαση της αρχής της απεργίας ως εσχάτου μέσου 265
§13. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ 267
1. Οι συνέπειες συμμετοχής σε νόμιμη απεργία 267
2. Οι συνέπειες συμμετοχής σε παράνομη απεργία 269
3. Το «τεκμήριο νομιμότητας» της απεργίας 271
4. Η ευθύνη προς αποζημίωση 272
5. Οι συνέπειες της απεργίας στους μη απεργούς μισθωτούς 273
§14. Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 274
Αλφαβητικό Ευρετήριο 277
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η συνδικαλιστική ελευθερία
§1. Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
1. Η ιστορική εξέλιξη
Η συνδικαλιστική ελευθερία, ως δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων με σκοπό τη διαφύλαξη και την προαγωγή των εν γένει συμφερόντων των εργαζομένων, αποτελεί σήμερα ασφαλώς συστατικό του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κοινωνικού κράτους. Αποτελεί το θεσμικό αντίβαρο για την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων εργαζομένων απέναντι τόσο στην κρατική εξουσία, όσο και, κυρίως, απέναντι στην ισχυρότερη εργοδοτική πλευρά[1]. Η πορεία, όμως, προς αυτήν την αναγνώριση, συνταγματική και διεθνή, υπήρξε μακρά.
Αρχικά, η συνδικαλιστική ελευθερία δεν υπήρξε αντικείμενο ειδικής συνταγματικής διάταξης. Όμως, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένη, προσέφερε προστατευτικό πλαίσιο και στη συνδικαλιστική ελευθερία. Ο κοινός νομοθέτης είχε, πάντως, ρυθμίσει τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα με ορισμένες διατάξεις του γενικού νόμου 181/1914 “περί σωματείων”, ενώ ο ν. 2151/1920 αφιερώθηκε ειδικά στα επαγγελματικά σωματεία αποδεικνύοντας πλέον το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του.
Το Σύνταγμα του 1975, ακολουθώντας τελικά το παράδειγμα άλλων, μεταπολεμικών κυρίως, Συνταγμάτων δυτικοευρωπαϊκών χωρών (π.χ. Γερμανίας, Ιταλίας) αναγνώρισε για πρώτη φορά με ειδική διάταξη (άρθρο 23 παρ. 1) τη συνδικαλιστική ελευθερία προσδίδοντας προφανώς σ΄αυτήν ιδιαίτερη σημασία. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 Σ, «Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου». Ήδη ο ν. 1264/1982 ρυθμίζει αναλυτικά τη λειτουργία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, προσφέροντας ταυτόχρονα εγγυήσεις για την ακώλυτη άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος, ενώ ο ν. 1712/1987 ρυθμίζει τη λειτουργία των οργανώσεων των επαγγελματιών και ο ν. 1361/1983 των αγροτικών οργανώσεων
Σελ. 2
2. Η κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας στο διεθνή χώρο
Σημαντικός αριθμός διεθνών κειμένων εγγυώνται την ακώλυτη άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, πράγμα που υποδηλώνει τη θεμελιώδη αξία της. Κατ΄ αρχάς πρέπει να αναφερθούν οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Βασικά κείμενά της αποτελούν η με αριθμό 87 Δ.Σ.Ε. “περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος” (ν.δ. 4204/1961), η με αριθμό 98 Δ.Σ.Ε. “περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως” (ν.δ. 4205/1961), η με αριθμό 135 Δ.Σ.Ε. “για την προστασία των εκπροσώπων των εργαζομένων εντός της επιχειρήσεως και τας παρασχετέας εις αυτούς διευκολύνσεις” (ν. 1767/1988), η με αριθμό 151 Δ.Σ.Ε. “για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και των διαδικασιών καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση” (ν. 2405/1996) και η με αριθμό 154 “για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης” (ν. 2403/1996). Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας έχει θεσπίσει ειδικά όργανα για τον έλεγχο της εφαρμογής των παραπάνω Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας.
Περαιτέρω, η συνδικαλιστική ελευθερία προστατεύεται και από όλα σχεδόν τα διεθνή κείμενα τα οποία εγγυώνται τα ατομικά δικαιώματα, όπως από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ (άρθρο 23.4), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (άρθρο 8 - ν. 1532/1985), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης (άρθρο 11- ν. 2329/1953 και ν.δ. 53/1974), τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (άρθρο 5 - ν. 4359/2016) και τον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 12).
3. Η έννοια της συνδικαλιστικής ελευθερίας
Η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί γενική έννοια στην οποία περιλαμβάνονται και περισσότερα επί μέρους δικαιώματα και ελευθερίες, όπως και το δικαίωμα της απεργίας και η συλλογική αυτονομία. Η συνδικαλιστική ελευθερία κατευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν αρκεί η ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Είναι αναγκαία και η ελεύθερη δράση της, απαραίτητα στοιχεία της οποίας είναι η απεργία και η δυνατότητα σύναψης συλλογικής εργασίας[1].
Στο πλαίσιο της συνταγματικής προστασίας, το Κράτος οφείλει, επίσης, όχι μόνο να απέχει από δραστηριότητες που παρακωλύουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, αλλά και να κινητοποιείται θετικά «λαμβάνοντας τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας», όπως ρητά αναφέρεται στη συνταγματική διάταξη, διαμορφώνοντας έτσι και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, με άλλα λόγια κατοχυρώνοντας το συνδικαλισμό ως θεσμό.
Σελ. 3
Η συνδικαλιστική ελευθερία είναι δυνατόν να νοηθεί ως ατομική, αλλά και ως συλλογική ελευθερία, ενώ ως ατομική ελευθερία διακρίνεται περαιτέρω σε θετική και αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία. Κατοχυρώνεται, έτσι, ως ελευθερία τόσο του ατόμου, όσο και της συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά και ως θεσμική εγγύηση.
Α) Η θετική συνδικαλιστική ελευθερία
Η συνδικαλιστική ελευθερία, υπό την θετική της μορφή, σημαίνει κατ΄αρχήν το δικαίωμα των ατόμων, εργαζομένων ή εργοδοτώννα προσχωρούν σε όσες ήδη υπάρχουν.
Η ίδρυση συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από άδεια της κρατικής εξουσίας. Συνεπώς, δεν ελέγχεται η σκοπιμότητα ιδρύσεως τέτοιων οργανώσεων. Είναι όμως δυνατόν να επιβάλλεται η απόκτηση νομικής προσωπικότητας με τρόπο που δεν θα παρακωλύεται η άσκηση του δικαιώματος, όπως και η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας. Πάντως η τήρηση της νομιμότητας, αλλά μόνο αυτής και όχι της σκοπιμότητας, είναι δυνατόν να ελεγχθεί κατά την ίδρυση της οργανώσεως. Ομοίως, η κρατική εξουσία, ακόμη και η νομοθετική, δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε απ΄ ευθείας ίδρυση συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Επίσης, κατοχυρώνεται, ως φυσιολογική προέκταση των παραπάνω, και η αρχή της πολλαπλότητας ιδρύσεως και λειτουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων (συνδικαλιστικός πλουραλισμός). Η ύπαρξη μιας οργανώσεως δεν αποκλείει την ίδρυση και άλλης, ακόμη και αν πρόκειται να κινηθεί στο ίδιο επάγγελμα, τον ίδιο κλάδο, την ίδια επιχείρηση, τον ίδιο τόπο[3], με την επιφύλαξη βεβαίως του κανόνα της απαγόρευσης καταχρήσεως δικαιώματος.
Τέλος, είναι αντίθετη προς τη θετική συνδικαλιστική ελευθερία όχι μόνο η άρνηση του εργοδότη να προσλάβει κάποιο εργαζόμενο λόγω του ότι έχει ενταχθεί σε κάποια συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά και η ρήτρα σε ατομική ή συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία ο νεοπροσληφθείς εργαζόμενος οφείλει να ενταχθεί σε συγκεκριμένη συνδικαλιστική οργάνωση (ρήτρα union shop).
Β) Η αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία
Σημαντική είναι και η συνδικαλιστική ελευθερία, υπό την αρνητική της μορφή, δηλαδή η ελευθερία του ατόμου να μη συμμετέχει σε καμία συνδικαλιστική οργάνωση, όπως και να αποχωρεί ελεύθερα[4] από την οργάνωση της οποίας είναι μέλος, όσο
Σελ. 4
και αν εκφράζονται επιφυλάξεις με βάση το ότι μπορεί τελικά να καταλήγει να αποτελεί μηχανισμό για την αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής δράσης[1].
Η προσβολή της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας μπορεί να λάβει και τη μορφή της παραχώρησης πλεονεκτημάτων αποκλειστικά στους συνδικαλισμένους μισθωτούς π.χ. ως προς την πρόσληψη[5]. Με τον τρόπο αυτό οι περιορισμοί της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι δυνατόν να είναι τελικά πιο εκτεταμένοι σε σχέση με εκείνους οι οποίοι αφορούν τη θετική.
Γ) Η συλλογική συνδικαλιστική ελευθερία
Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα του συνδικαλιστικού δικαιώματος αποτελεί το ότι ασκείται όχι μόνο ατομικά, αλλά κυρίως συλλογικά. Η συλλογική διάστασή του, υπό τη μορφή της προστασίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της συνδικαλιστικής δράσης, αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της ατομικής διάστασης.
Προστατεύεται έτσι το δικαίωμα υποστάσεως της συνδικαλιστικής οργανώσεως, υπό την έννοια του αποκλεισμού επεμβάσεων οι οποίες τείνουν στην κατάργησή της ή στην απάλειψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της. Ομοίως, προστατεύεται η ελευθερία εσωτερικής οργανώσεως, δηλαδή ο ελεύθερος καθορισμός των κανόνων λειτουργίας και οργάνωσής της (εσωτερική αυτονομία), δηλαδή η ελεύθερη εκπόνηση των καταστατικών ρυθμίσεων και η προτεραιότητά τους έναντι του
Σελ. 5
νόμουπροστατεύεται η συνδικαλιστική δράση, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η συλλογική αυτονομία και η απεργία, όσο και η κάθε μορφής ενεργοποίηση για την εκπλήρωση των νόμιμων σκοπών της, δηλαδή τη διαφύλαξη και προαγωγή των συμφερόντων των εργαζομένων.
4. Η σχέση της συνδικαλιστικής ελευθερίας με άλλες ατομικές ελευθερίες
Η συνδικαλιστική ελευθερία αποτελεί, όπως προαναφέραμε, μια ελευθερία με την οποία συνδέονται στενά άλλες. Από αυτήν απορρέουν και την εξυπηρετούν άμεσα τόσο η ελευθερία της απεργίας, όσο και η συλλογική αυτονομία.
Α) Συνδικαλιστική ελευθερία/ απεργία και συλλογική αυτονομία
Η συνδικαλιστική ελευθερία, η ελευθερία της απεργίας και η συλλογική αυτονομία αποτελούν αλληλεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα ατομικά δικαιώματα, εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου, δηλαδή της αντιπαράθεσης συμφερόντων στο πλαίσιο της δημοκρατικής έννομης τάξηςεγγυήσεις της συνδικαλιστικής ελευθερίας και να την εξυπηρετούν λειτουργικά. Άλλωστε το συνταγματικό κείμενο (άρθρο 23 παρ. 1) δεν αναφέρεται απλά στη συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά εγγυάται και “την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ΄ αυτή δικαιωμάτων”.
Έτσι, δεν νοείται η συνδικαλιστική ελευθερία χωρίς τη δυνατότητα άσκησης πίεσης προς την εργοδοτική πλευρά, δηλαδή την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, ή χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίζει ελεύθερα με τον εργοδότη ή τις οργανώσεις του τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης, δηλαδή δεν νοείται χωρίς τη συλλογική αυτονομία. Τα δικαιώματα αυτά βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση, κρίκοι μιας ενιαίας αλυσίδας, εξυπηρε-
Σελ. 6
τελικά τον ίδιο στόχο, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την εξισορρόπηση των αμοιβαίων συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών.
Β) Συνδικαλιστική ελευθερία και δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι
Όπως προαναφέρθηκε, η αναζήτηση της προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας αρχικά πραγματοποιήθηκε, και μέχρι να αναγνωρισθεί και η ίδια ειδικά, μέσω του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Όσο και αν μια τέτοια ερμηνευτική προσφυγή ήταν αναμφίβολα ορθή και σαφώς προκύπτουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των δύο ελευθεριών, αφού και οι δύο αποβλέπουν στην προάσπιση κοινών συμφερόντων ή επιδιώξεων, διαπιστώνονται, όμως, και διαφορές[2].
Έτσι ως προς το σκοπό, η συνδικαλιστική ελευθερία είναι στενότερη, αφού αφορά μόνο στην προαγωγή και διαφύλαξη των εργασιακών και γενικότερα των οικονομικών συμφερόντων, ενώ το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αφορά σε κάθε μη κερδοσκοπικό σκοπό.
Ως προς τα μέσα, η συνδικαλιστική ελευθερία μπορεί να υλοποιηθεί και μέσω συγκεκριμένων δικαιωμάτων, όπως την απεργία και τη συλλογική αυτονομία, ενώ το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι δεν τα περιλαμβάνει.
Τέλος, η συνδικαλιστική ελευθερία αφορά μόνο τους εργαζομένους όπως και τους εργοδότες που τους απασχολούν, ενώ το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι είναι ευρύτερο, αφού αφορά κάθε έλληνα πολίτη.
5. Οι φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας
Φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας ήταν αρχικά μόνο οι μισθωτοί. Εν συνεχεία, η ελευθερία αυτή επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες επαγγελματικές τάξεις και αναγνωρίσθηκε ως δικαίωμα των εργαζομένων κάθε κατηγορίας. Η συνδικαλιστική ελευθερία αναγορεύεται, λοιπόν, ως μέσο υπεράσπισης των επαγγελματικών συμφερόντων όλων των εργαζομένων και όλων των επαγγελματιών, αποκτώντας οικουμενικό χαρακτήρα.
Έτσι και οι δημόσιοι υπάλληλοιοι δικαστικοί λειτουργοί, αποτελούν υποκείμενα της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Ειδικοί περιορισμοί μπορούν πάντως να επιβληθούν στην συνδικαλιστική ελευθερία των μελών των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας. Ο γενικός νόμος 1264/1982 ρυθμίζει όχι μόνο το συνδικαλιστικό δικαίωμα των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά, με μικρές διαφοροποιήσεις, και εκείνο των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 30), ενώ αναγνωρίσθηκε πλέον ρητά και ο συνδικαλισμός των αστυνομικών υπαλλήλων (άρθρο 30α
Σελ. 7
ν. 1264/82 που προστέθηκε με το άρθρο 1 ν. 2265/1994) και πρόσφατα και των μελών των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 30γ ν. 1264/82)[4]. Τέλος, φορείς της συνδικαλιστικής ελευθερίας δεν είναι μόνο οι έλληνες πολίτες, αλλά και οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, αφού η συνταγματική διάταξη δεν προβαίνει σε καμιά σχετική διάκριση, όπως επίσης και οι ανήλικοι εργαζόμενοι.
Αποδέκτης του συνδικαλιστικού δικαιώματος είναι ασφαλώς η κρατική εξουσία, η οποία οφείλει η ίδια να απέχει από κάθε προσβολή, αλλά και οι ιδιώτες. Η συνταγματική διάταξη ρητά αναφέρεται έτσι στην προστασία «εναντίον κάθε προσβολής», δηλαδή ανεξαρτήτως από τη φύση της, ως προερχόμενης από δημόσιο ή από ιδιωτικό φορέα[5].
6. Οι περιορισμοί της συνδικαλιστικής ελευθερίας
Το άρθρο 23 §1 Σ ορίζει ότι η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώνεται “εντός των ορίων του νόμου”, περιλαμβάνοντας έτσι ρήτρα νομοθετικής επιφύλαξης, η οποία έχει υλοποιηθεί ήδη με την ψήφιση του ν. 1264/1982. Η ρυθμιστική αυτή αρμοδιότητα έχει κατά κύριο λόγο ως προορισμό να οργανώσει και να προστατεύσει την αποτελεσματική άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και ενδεχομένως να τη συμβιβάσει με την άσκηση άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Η ρήτρα αυτή δεν μπορεί έτσι να ερμηνευθεί προς την κατεύθυνση ότι επιτρέπει στο νομοθέτη να επιβάλλει οποιουσδήποτε περιορισμούς. Αντίθετα, πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως εγγύηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, υπό την έννοια επιβολής στην Πολιτεία θετικών υποχρεώσεων και πρόβλεψης συγκεκριμένων εγγυήσεων[6].
Οι συνηθέστεροι νομοθετικοί περιορισμοί των συνδικαλιστικών ελευθεριών αναφέρονται στην αναγνώριση ιδιαίτερων δικαιωμάτων σε ορισμένες μόνο συνδι-
Σελ. 9
όταν η συλλογική σύμβαση δεν δεσμεύει μόνο τα μέλη της συγκεκριμένης οργάνωσης, αλλά όλους τους εργαζόμενους που υπάγονται στο πεδίο ισχύος της. Ο νομοθέτης (άρθρο 6 παρ. 2 ν. 1876/1990), παραχωρώντας στην αντιπροσωπευτικότερη οργάνωση εργαζομένων την ικανότητα συνάψεως συλλογικών συμβάσεων εργασίας, υιοθέτησε ως μοναδικό κριτήριο το ποσοτικό στοιχείο της μαζικότητας και πιο συγκεκριμένα τον αριθμό των εργαζομένων που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοίκησης[1].
Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι άλλα σημαντικά συνδικαλιστικά δικαιώματα δεν τα εξαρτά, και ορθά, η έννομη τάξη από καμία προϋπόθεση, όπως π.χ. το δικαίωμα κήρυξης απεργίας, δημιουργίας ιστοτόπου ή ανάρτησης πίνακα ανακοινώσεων στην επιχείρηση, διανομής ανακοινώσεων κλπ.
Β) Η επιβολή κανόνων δημοκρατικής λειτουργίας
Ιδιαίτερος προβληματισμός μπορεί να αναπτυχθεί σχετικά με τα όρια της δυνατότητας του νομοθέτη να παρεμβαίνει στην εσωτερική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου να επιβάλει ορισμένες βασικές αρχές δημοκρατικής λειτουργίας. Με μια τέτοια παρέμβαση περιορίζεται η εσωτερική αυτονομία των οργανώσεων, υπό την επίκληση, βεβαίως, του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
Η παρέμβαση εκδηλώνεται με τη μορφή κανόνων δημοσίας τάξεως, οι οποίοι καθορίζουν υποχρεωτικά το περιεχόμενο των καταστατικών των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η ανάγκη της προστασίας της δημοκρατίας στο εσωτερικό αυτών των οργανώσεων αποτελεί το συνήθως επικαλούμενο λόγο για μία τέτοια παρέμβαση. Τίθεται όμως συχνά το ερώτημα εάν η δημοκρατική δομή των οργανώσεων αποτελεί υπόθεση των ίδιων των ενδιαφερομένων ή, αντίθετα, και ζήτημα το οποίο ενδιαφέρει ιδιαίτερα την πολιτεία, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να λάβει τα κατάλληλα μέτρα[2]. Ομοίως, τίθεται το ερώτημα εάν η αυτονομία των οργανώσεων και η διαφορετικότητά τους θα πρέπει να υπερισχύει έναντι μιας έννοιας «δημοκρατικής» λειτουργίας η οποία επιλέγεται από το νομοθέτη.
Στη χώρα μας γίνεται γενικότερα αποδεκτή μια τέτοια παρέμβαση του νομοθέτη. Η δημοκρατική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων θεωρείται προϋπόθεση της ομαλής άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας[4]. Η αναγνώριση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, και ως θεσμού, επιβάλλει λοιπόν την ομαλή λειτουργία του και την αποφυγή παρεκτροπών. Είναι αυτονόητο πάντως ότι η εξασφάλιση του δημοκρατικού οργανωτικού
Σελ. 12
είναι το ζήτημα της ανεξαρτησίας τους από τις πολιτικές οργανώσεις, με τις οποίες συχνά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν σχέσεις[1]. Όσο όμως και αν οι σχέσεις αυτές δεν μπορούν να αποκλεισθούν, τελικά οι αποφάσεις της συνδικαλιστικής οργάνωσης πρέπει να λαμβάνονται ελεύθερα από τα όργανά της, μακριά από κάθε είδους εξαρτήσεις. Στο πλαίσιο, άλλωστε, της επιδίωξης μιας τέτοιας αποφυγής εξαρτήσεων, προβλέπεται νομοθετικά και η οικονομική ανεξαρτησία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
2. Η νομοθετική κατοχύρωση
Α) Τα γενικά χαρακτηριστικά του ν. 1264/1982
Ο νόμος 1264/1982 αποτελεί την τελευταία νομοθετική εξέλιξη στο ζήτημα της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Πριν από αυτήν είχαν προηγηθεί αρκετοί νόμοι, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίοι επιδίωκαν να ρυθμίσουν τα σχετικά ζητήματα. Ο ν. 1264/1982 χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη της δημιουργίας, κατά το δυνατόν, ενιαίων συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων, στις οποίες αφ’ ενός επιβάλλονται συγκεκριμένοι δημοσίας τάξεως κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας, και αφ’ ετέρου θεσπίζονται κανόνες προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης στην επιχείρηση.
Β) Το πεδίο εφαρμογής
Το άρθρο 1 του ν. 1264/1982 αναφέρει ρητά ότι αυτός εφαρμόζεται σε όσους απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. Ως προς την έννοια της εξάρτησης, προφανώς πρέπει να αναφερθεί κανείς στη γενικότερη θεωρία και νομολογία[2]. Εξαρτημένη εργασία είναι αυτή στην οποία ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεώς του προς αυτές. Συνεπώς, ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στις επαγγελματικές οργανώσεις εργοδοτών για τις οποίες, πέραν των γενικότερων διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί σωματείων, εφαρμόζονται άλλες ειδικές ρυθμίσεις, όπως ο ν. 1712/1987.
Δεν εφαρμόζεται όμως ο νόμος αυτός, κατά την ίδια διάταξη, στις δημοσιογραφικές οργανώσεις, εκτός από ορισμένες διατάξεις του[3], όπως και στις ναυτεργατικές οργανώσεις στις οποίες, μέχρις ότου ψηφιστεί και δημοσιευτεί ειδικός νόμος, πράγμα
Σελ. 13
το οποίο δεν έχει μέχρι σήμερα συμβεί, θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το νομικό καθεστώς του ν. 330/1976 και οι λοιποί ειδικοί νόμοι.
Δεν υπάγονται επίσης στις διατάξεις του ν. 1264/1982 οι επαγγελματικές οργανώσεις που συνιστώνται με νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στα οποία η συμμετοχή των επαγγελματιών είναι υποχρεωτική. Τέτοια νομικά πρόσωπα είναι οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι ιατρικοί και οδοντιατρικοί σύλλογοι και τα διάφορα επαγγελματικά επιμελητήρια.
Ζήτημα είχε τεθεί παλαιότερα ως προς την εφαρμογή του εν λόγω νόμου στις οργανώσεις των συνταξιούχων, οι οποίες παλαιότερα είχαν διεκδικήσει τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις των ενεργών εργαζομένων, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει κοινότητα συμφερόντων και αλληλεγγύη. Η νομολογία μετά από ταλαντεύσεις[2]. Συνεπώς στις οργανώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί σωματείων.
Επίσης, ο ν. 1264/1982 εφαρμόζεται, εκτός από ορισμένες διατάξεις του, στις οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων ΟΤΑ, των ΑΕΙ, των ν.π.δ.δ., των αστυνομικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών. Στα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται, πάντως, και ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 30, 30Α και 30Β του νόμου αυτού.
Τέλος, με το άρθρο 70 του Ν. 4808/2021 ορίζεται, επίσης, ότι και οι πάροχοι υπηρεσιών που είναι φυσικά πρόσωπα και συνδέονται με ψηφιακές πλατφόρμες με συμβάσεις ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου (π.χ. διανομείς), δικαιούνται να συστήνουν οργανώσεις, με σκοπό την προώθηση των επαγγελματικών συμφερόντων τους, έχουν δικαίωμα απεργίας, και δικαιούνται να διαπραγματεύονται συλλογικώς και να καταρτίζουν συλλογικές συμφωνίες. Η διάταξη είναι πρωτοποριακή και λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν εργαζόμενοι, οποίοι αν και τυπικά δεν παρέχουν εξαρτημένη εργασία, πρέπει να μπορούν να υπερασπίζονται συλλογικά τα συμφέροντα τους με αντίστοιχο τρόπο με τους παραδοσιακούς εργαζόμενους. Η εν λόγω διάταξη αποτελεί συνέχεια της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, η οποία παραχωρεί τη δυνατότητα και σε πρόσωπα που δεν παρέχουν εξαρτημένη εργασία, να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στο βαθμό που εμφανίζουν ανάγκη προστασίας αντίστοιχη με αυτή των κοινών εργαζομένων[3]. Και ναι μεν δεν αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη του ν. 4808/2021 ότι και στην περίπτωση των οργανώσεων αυτών των εργαζομένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1264/1982, πρέ-
Σελ. 14
όμως αυτό να γίνει δεκτό αναλογικά. εν όψει μάλιστα του ότι ασκούν όλα τα αντίστοιχα δικαιώματα.
3. Η δομή των συνδικαλιστικών οργανώσεων
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει μια συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, η οποία ανταποκρίνεται στην ανάγκη να εμφανίζεται οργανωμένο και ενιαίο με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντωνΟι εργαζόμενοι-φυσικά πρόσωπα συμμετέχουν έτσι στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις. Στη συνέχεια, οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις ενώνονται και σχηματίζουν τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις, και τέλος οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις σχηματίζουν τις τριτοβάθμιες. Ο ν. 1264/1982 προβλέπει συγκεκριμένη δομή για τις εν λόγω οργανώσεις, η οποία ανταποκρίνεται στα παραπάνω, δηλαδή τις διακρίνει σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες.
Α) Οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις
Οι εργαζόμενοι-φυσικά πρόσωπα μετέχουν, κατ’αρχάς, ως μέλη στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές έχουν νομική προσωπικότητα και η ίδρυση, όπως και η λειτουργία τους, διέπονται από τις γενικές διατάξεις περί σωματείων του Αστικού Κώδικα και στη συνέχεια από τις ειδικές διατάξεις του ν. 1264/1982.
Κατά κανόνα, οι εργαζόμενοι συμμετέχουν σε συγκεκριμένες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ανάλογα με την επιχείρηση ή ακόμη και την εκμετάλλευση στην οποία απασχολούνται (επιχειρησιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις π.χ. σωματείο εργαζομένων στο ξενοδοχείο Χ, στο εργοστάσιο τσιμέντων Ω), ανάλογα με τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση στην οποία απασχολούνται (κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις π.χ. σωματείο εργαζομένων στον τουρισμό, σε επιχειρήσεις καθαρισμού κτηρίων) και τέλος ανάλογα με το επάγγελμά τους (ομοιοεπαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις π.χ. σωματείο ηλεκτρολόγων, λογιστών, οδηγών). Η διάκριση αυτή των πρωτοβάθμιων σωματείων διαπιστώνεται και στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις, ενώ αντιστοιχεί και στη διάκριση των συλλογικών συμβάσεων που επιχειρείται από το ν. 1876/1990. Πάντως, στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, η οποία περιλαμβάνει και την οργανωτική ελευθερία του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν αποκλείεται και η ίδρυση ενδιάμεσων μορφών, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην παραπάνω διάκριση, όπως επιχειρησιακών ομοιοεπαγγελματικών σωματείων (π.χ. σωματείο χειριστών αεροσκαφών αεροπορικής εταιρείας) ή διεπιχειρησιακών σωματείων (π.χ. σωματείο εργαζομένων στον όμιλο επιχειρήσεων Ψ). Διαφορετικό, πάντως, είναι εν προκειμένω το ζήτημα του ποιες αρμοδιότητες θα αναθέσει ο νομοθέτης σε κάθε μια από αυτές τις οργανώσεις (π.χ. ποιο είδος συλλογικών συμβάσεων θα μπορούν να υπογράψουν).
Σελ. 15
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 1264/1982, πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι τα σωματεία, τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων και οι ενώσεις προσώπων.
α) Τα σωματεία
Τα πρωτοβάθμια σωματεία αποτελούν την κύρια και βασική δομή των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Έστω και αν σοβαρότατες αρμοδιότητες ασκούνται και από τις υπερκείμενες οργανώσεις, ο πυρήνας της συνδικαλιστικής δράσης αναπτύσσεται στο πλαίσιο των πρωτοβάθμιων οργανώσεων. Έχουν νομική προσωπικότητα και προβλέπονται συγκεκριμένα όργανα που λειτουργούν στο πλαίσιό της, διαμορφώνοντας και τη βούλησή της.
β) Τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων
Ο ν. 1264/1982 αναγνώρισε για πρώτη φορά τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων ως συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς όμως να τους χορηγεί εκτεταμένη αυτοτέλεια ή ευρείες αρμοδιότητες. Η αναγνώριση αυτή αφορά, κατά το νόμο, οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης και αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ευρύτερης δράσης τους. Πράγματι, υφίστανται πρωτοβάθμια σωματεία, τόσο επιχειρησιακά (π.χ. σωματείο εργαζομένων Εθνικής Τράπεζας), όσο και κλαδικά ή ομοιοεπαγγελματικά (π.χ. σωματείο λογιστών), τα οποία έχουν πανελλήνια εμβέλεια και είναι συχνά αναγκαίο να δημιουργήσουν τοπικές δομές σε πόλεις ή περιφέρειες.
Τα τοπικά παραρτήματα δεν έχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, έστω και αν εκ των πραγμάτων μπορούν να αναπτύξουν κάποια αυτοτέλεια. Η δημιουργία τους πρέπει επίσης να προβλέπεται από τα καταστατικά των οργανώσεων. Η όλη δραστηριότητά τους εντάσσεται στην εν γένει δραστηριότητα του σωματείου στο οποίο ανήκουν. Δεν έχουν, έτσι, δυνατότητα κήρυξης απεργίας, σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δυνατότητα να ενάγουν ή να εναχθούν ή τέλος να αποκτήσουν ξεχωριστή περιουσία ή άλλα δικαιώματα.
Η μόνη ειδική αρμοδιότητα, η οποία αναγνωρίζεται στα τοπικά παραρτήματα από το νομοθέτη είναι η δυνατότητα να γίνουν μέλη του οικείου Εργατικού Κέντρου και μάλιστα ύστερα από απόφαση της διοίκησης του σωματείου. Αυτή είναι, λοιπόν, η μόνη αρμοδιότητα για την οποία ο νόμος αναγνωρίζει ρητά την ιδιότητα του παραρτήματος ως συνδικαλιστικής οργανώσεως.
γ) Οι ενώσεις προσώπων
Ο ν. 1264/1982 αναγνώρισε για πρώτη φορά ως συνδικαλιστικές οργανώσεις, πέρα από τα σωματεία, και τις ενώσεις προσώπων. Αυτές οι ενώσεις δεν έχουν νομική προσωπικότητα και μόνιμο χαρακτήρα, ενώ κυρίως ιδρύονται για την αντιμετώπιση κάποιου ζητήματος που παρουσιάσθηκε ευκαιριακά. Δεν θα πρέπει πάντως να συγχέεται η ένωση προσώπων του ν. 1264/1982 με την ένωση προσώπων του ν. 1876/1990, η οποία έχει ως σκοπό την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας. Δυστυχώς, ο νομοθέτης δεν φρόντισε να συνδυάσει τα δύο νομοθετήματα αν και
Σελ. 16
οι δύο θεσμοί έχουν πολλά κοινά στοιχεία και κυρίως κοινή ονομασία. Γενικότερα, ο ν. 1264/1982 αντιμετωπίζει με διστακτικότητα το θεσμό, ώστε οι ενώσεις αυτές να μην υποκαταστήσουν τα σωματεία τα οποία θεωρεί ως κύρια δομή της συνδικαλιστικής δράσης και εν γένει του συνδικαλιστικού κινήματος. Προς το σκοπό αυτό, θέτει ορισμένες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις.
Μόνο μία ένωση προσώπων, μπορεί να ιδρυθεί, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1264/1982, για κάθε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. Πάντως, δεν είναι δυνατόν να ιδρυθεί κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ένωση προσώπων, καθώς έχει αποκλειστικά επιχειρησιακό χαρακτήρα.
Η ένωση προσώπων του ν. 1264/1982 είναι δυνατόν να συσταθεί από δέκα (10) τουλάχιστον εργαζομένους. Απαιτείται, λοιπόν, μια στοιχειώδης μαζικότητα της ένωσης προσώπων, η οποία εκφράζεται με την πρόβλεψη του ελάχιστου αριθμού των μελών της. Όμως, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης κλπ. δεν θα πρέπει υπερβαίνει τους σαράντα (40), δηλαδή είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ενώσεις προσώπων μόνο σε μικρές επιχειρήσεις. Επίσης, δεν θα πρέπει να υπάρχει σωματείο με τους μισούς εργαζομένους της επιχείρησης τουλάχιστον ως μέλη του. Στην περίπτωση αυτή, δεν συντρέχει πράγματι εκείνος ο εξαιρετικός λόγος που δικαιολογεί την ίδρυση της ένωσης προσώπων. Μάλιστα εάν, μετά την τυχόν σύσταση της ένωσης προσώπων, πάψει να συντρέχει μία από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, η ένωση προσώπων διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση. Πάντως από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν αποκλείεται να ιδρυθεί στην επιχείρηση ένωση προσώπων, ακόμη και όταν υπάρχει εκεί ήδη σωματείο, αρκεί αυτό να μην περιλαμβάνει τους μισούς εργαζομένους ως μέλη του.
Η ένωση προσώπων απαιτείται να ιδρυθεί, σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 4808 /2021, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1264/1982, με πράξη η οποία κατατίθεται στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων[1]. Η ιδρυτική πράξη, η οποία έχει συστατικό χαρακτήρα, κοινοποιείται στον εργοδότη. Πρέπει επίσης η ιδρυτική πράξη να αναφέρει απαραίτητα το σκοπό της, ο οποίος οφείλει να εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρύτερων σκοπών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 1264/1982. Η ιδρυτική πράξη, η οποία έχει συστατικό χαρακτήρα, κοινοποιείται στον εργοδότη. Όμως δεν υπάρχει απόλυτη σαφήνεια στο κατά πόσον αυτός ο σκοπός πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ή εάν αρκεί ο γενικότερος προσδιορισμός, όπως επίσης ποιες θα ήταν οι συνέπειες της παραλείψεως μιας τέτοιας συγκεκριμενοποίησης, εάν δεχθεί κανείς την πρώτη εκδοχή, δηλαδή ότι απαιτείται συγκεκριμένος προσδιορισμός. Κατά τη γνώμη μας, όσο και αν δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η ένωση προσώπων ιδρύεται για να αντιμετωπίσει ένα συγκεκριμένο ζήτημα, δεν θα πρέπει να είναι αυστηρός εάν ο προσδιορισμός του σκοπού αναφέρεται γενικά. Η ακυρότητα στις εργασιακές σχέσεις πρέπει να υιοθετείται όταν εξυπηρετεί ουσιαστικά το δημόσιο συμφέρον, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται να προκύπτει εν προκειμένω.
Σελ. 17
Η ένωση προσώπων εκπροσωπείται από δύο μέλη της, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στην ιδρυτική πράξη. Οι εκπρόσωποι αυτοί εκλέγονται από τα μέλη της ένωσης προσώπων με επιμέλεια τριμελούς εφορευτικής επιτροπής.
Επίσης, η διάρκεια της ένωσης προσώπων πρέπει να αναφέρεται στην ιδρυτική πράξη και δεν πρέπει να υπερβαίνει το εξάμηνο. Δεν αποκλείεται, όμως, η παράταση της διάρκειάς της, εφόσον βέβαια τηρηθούν και πάλι οι προβλεπόμενες για την ίδρυση προϋποθέσεις. Πάντως, αποκλείεται να αποκτήσει, μέσω τέτοιων διαδοχικών παρατάσεων, η ένωση μόνιμο χαρακτήρα, καθώς αυτό δεν θα συμβάδιζε με την αναγνώρισή της ως θεσμού προσωρινής διάρκειας.
Η ένωση προσώπων διαλύεται εάν ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης υπερβεί τους 40, εάν ιδρυθεί σωματείο με τους μισούς τουλάχιστον εργαζομένους ως μέλη του, εάν προσχωρήσουν σε ήδη υφιστάμενο σωματείο οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι, εάν λήξει η διάρκειά της ή εάν υλοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο αυτή η ένωση ιδρύθηκε.
Στις ενώσεις προσώπων δεν εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του ν. 1264/1982. Όμως, εκτός από την ειδική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 εδαφ. γ΄ του ν. 1264/1982 για την κήρυξη απεργίας από ένωση προσώπων, εφαρμόζονται ανάλογα και οι διατάξεις για τα σωματεία των άρθρων 3 παρ. 1α περί τηρήσεως μητρώου μελών, 7 παρ. 1 περί ιδιότητας μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων, 7 παρ. 5, 6, 7, 8 περί εγγραφής μελών και 8 του ν. 1264/1982 περί συνελεύσεως μελών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ, η οποία προβλέπει ότι ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία.
Παλαιότερα είχαν προβληθεί ενστάσεις για τη συνταγματικότητα του θεσμού, πλην όμως δεν επεκράτησαν[1].
Β) Οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις
Οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις είναι ενώσεις πρωτοβαθμίων σωματείων. Το άρθρο 1 παρ. 3 β΄ του ν. 1264/1982 προβλέπει δύο είδη δευτεροβαθμίων οργανώσεων, τις Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα.
α) Οι Ομοσπονδίες
Οι Ομοσπονδίες είναι ενώσεις δύο τουλάχιστον πρωτοβάθμιων σωματείων. Αναλόγως είναι κλαδικές, περιλαμβάνοντας σωματεία μέλη από τον ίδιο κλάδο ή συναφείς κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. Ομοσπονδία εργαζομένων σε βιομηχανίες χάρτου, Ομοσπονδία εργαζομένων σε επισιτιστικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις), ομοιοεπαγγελματικές για το ίδιο επάγγελμα ή συναφή επαγγέλματα (π.χ. Ομοσπονδία λογιστών) ή επιχειρησιακές για την ίδια επιχείρηση (π.χ. Ομοσπονδία εργαζομένων ΟΤΕ).
Σελ. 18
Δεδομένου ότι οι Ομοσπονδίες αποτελούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχουν νομική προσωπικότητα και εφαρμόζονται σε αυτές, κατ’ αρχήν, όλες οι διατάξεις του ν. 1264/1982, εκτός εάν προκύπτει σε κάποιο σημείο ειδική ρύθμιση.
β) Τα Εργατικά Κέντρα
Τα Εργατικά Κέντρα είναι ενώσεις τοπικού χαρακτήρα δύο τουλάχιστον πρωτοβάθμιων σωματείων και τοπικών παραρτημάτων, τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια του αντίστοιχου Εργατικού Κέντρου[1]. Μπορούν έτσι να συμμετέχουν σε αυτά ως μέλη επιχειρησιακά, τοπικά κλαδικά ή τοπικά ομοιοεπαγγελματικά πρωτοβάθμια σωματεία. Δεν ενδιαφέρει, σύμφωνα με το νόμο, ο τόπος απασχόλησης των μελών του σωματείου, αλλά η έδρα του, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να βρίσκεται μέσα στην περιφέρεια του Εργατικού Κέντρου. Η περιφέρεια αυτή άλλοτε είναι ευρύτερη και συμπίπτει με κάποιο νομό (Εργατικό Κέντρο Ευβοίας) ή κάποια μεγάλη πόλη (Εργατικό Κέντρο Πειραιά, Εργατικό Κέντρο Αθήνας) και σπανιότερα στενότερη (τμήμα νομού π.χ. Εργατικό Κέντρο Ιεράπετρας).
Τα Εργατικά Κέντρα, ενώ έχουν δικαίωμα κήρυξης απεργίας, δεν έχουν ικανότητα σύναψης συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Κατά τα λοιπά, αποτελούν και αυτά συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχουν νομική προσωπικότητα και εφαρμόζονται, κατ’ αρχάς, όλες οι διατάξεις του ν. 1264/1982, εκτός εάν προκύπτει σε κάποιο σημείο ειδική ρύθμιση.
Γ) Οι τριτοβάθμιες οργανώσεις
Τριτοβάθμιες οργανώσεις είναι οι Συνομοσπονδίες, δηλαδή ενώσεις δευτεροβαθμίων σωματείων, Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων. Σήμερα στη χώρα μας λειτουργεί μόνο μία Συνομοσπονδία εργαζομένων, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.).
Οι Συνομοσπονδίες έχουν νομική προσωπικότητα και εφαρμόζονται κατ’ αρχήν όλες οι διατάξεις του ν. 1264/1982, εκτός εάν προκύπτει σε κάποιο σημείο ειδική ρύθμιση. Σημαντική αρμοδιότητά τους (της πλέον αντιπροσωπευτικής) αποτελεί η σύναψη της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, δηλαδή αυτής που εφαρμόζεται στους εργαζόμενους όλης της χώρας[2].
Δ) Οι διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις
Η διάθεση διεθνικής αλληλεγγύης[3] οδήγησε από τις αρχές του περασμένου αιώνα στην ίδρυση διεθνών συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες, όμως, δεν κατάφεραν να διαδραματίσουν δυναμικό χαρακτήρα, πλην ενδεχομένως της συμμετοχής τους στη Δι-
Σελ. 19
Οργάνωση Εργασίας. Ήδη όμως η παγκοσμιοποίηση και η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου μέσω και της δραστηριοποίησης των πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως και η έμφαση στη δημιουργία κανόνων σε υπερεθνικό επίπεδο[2].
§3. Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ
Οι εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν κατά κύριο λόγο, όπως ήδη σημειώθηκε, τη νομική μορφή σωματείων. Συνεπώς, η ίδρυσή τους διέπεται, κατ’ αρχήν, από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και, στη συνέχεια, από τις ειδικές διατάξεις του ν. 1264/1982.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η ίδρυση συνδικαλιστικών οργανώσεων, και μάλιστα περισσοτέρων της μιας στο ίδιο πεδίο, είναι ελεύθερη. Η αρχή της πολλαπλότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων εντάσσεται στην έννοια της θετικής συνδικαλιστικής ελευθερίας[4]. Τέτοια περίπτωση κατάχρησης υπάρχει «όταν η λειτουργία του δεύτερου σωματείου, παρεμποδίζει ή περιορίζει την τήρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι από τα μέλη του άλλου σωματείου, σε τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο συνταγματικά προστατευμένος σκοπός του δικαιώματος και όταν η επωνυμία του νεότερου σωματείου είναι ίδια ή παρόμοια με εκείνη του προϋφιστάμενου σωματείου σε σημείο ώστε να προκαλείται σύγχυση ως προς την ταυτότητά του, όπως και όταν η συνύπαρξη αυτή παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία τους και την επίτευξη των σκοπών τους, σε βάρος των
Σελ. 20
συμφερόντων των μελών τους. Τέτοια σύγχυση στη λειτουργία και τη δραστηριότητα των δύο σωματείων δεν δημιουργείται, όταν στην επωνυμία τους υπάρχει ουσιώδης διαφορά, η οποία καθίσταται ευχερώς αντιληπτή από το επιδεικνύον τη συνηθισμένη επιμέλεια υποψήφιο μέλος»[1].
Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι ελεύθερη, ο νομοθέτης δεν θα πρέπει να θέτει όρους οι οποίοι δυσχεραίνουν την ελεύθερη ίδρυσή τους[2]. Τέτοιοι όροι δικαιολογούνται μόνο όταν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορισμένοι κανόνες δημοσιότητας.
1. Η ίδρυση της οργάνωσης
Η ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης μπορεί να διακριθεί σε τρία στάδια: τη σύνταξη της ιδρυτικής πράξης και του καταστατικού, το δικαστικό έλεγχο και την καταχώρηση στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε..
Α) Η ιδρυτική πράξη και το καταστατικό
Η απόφαση για την ίδρυση μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης υλοποιείται μέσω της σύνταξης της ιδρυτικής πράξης με την οποία ακριβώς εκδηλώνεται η βούληση των εργαζομένων προς μια τέτοια κατεύθυνση. Στην ιδρυτική πράξη μετέχουν τουλάχιστον είκοσι (20) εργαζόμενοι, τα ιδρυτικά μέλη. Τα ιδρυτικά αυτά μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο, δηλαδή να έχουν τη γενική ικανότητα προς δικαιοπραξία, να ανήκουν στο πεδίο (κλάδο, επάγγελμα, επιχείρηση), στο οποίο πρόκειται να δραστηριοποιηθεί το σωματείο και εν γένει να μπορούν να γίνουν μέλη της εν λόγω οργάνωσης, όπως π.χ. να έχουν συμπληρώσει ένα δίμηνο απασχόλησης αναλόγως, στον κλάδο, στο επάγγελμα ή στην επιχείρηση. Πάντως ανήλικοι και αλλοδαποί μπορούν να συμμετάσχουν στην ιδρυτική πράξη, καθώς μπορούν να γίνουν μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η ιδρυτική πράξη καταρτίζεται εγγράφως και θεωρείται ιδιόμορφη πολυμερής δικαιοπραξία.
Η ιδρυτική πράξη συνοδεύεται από τη σύνταξη του καταστατικού, το οποίο πρόκειται να περιλάβει τους κανόνες, οι οποίοι θα ρυθμίσουν την οργάνωση και τη λειτουργία του σωματείου.