ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Ασφαλιστικές υποχρεώσεις - Ασφαλιστικά βάρη

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 11€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 24,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18157
Μαντενιώτου-Λυρατζοπούλου K.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 200
  • ISBN: 978-960-654-322-7
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Σύμβαση Ιδιωτικής Ασφάλισης» επικεντρώνεται στις βασικές έννοιες της ασφαλιστικής σύμβασης, στον τρόπο κατάρτισής της, στη διάρκεια, στη λήξη της και στα συμμετέχοντα πρόσωπα. Εμβαθύνει στις παρεπόμενες υποχρεώσεις του ασφαλιστή και στις συνέπειες παράβασής τους, καθώς και στην κύρια υποχρέωση του ασφαλιστή να καλύψει τον ασφαλισμένο κίνδυνο. Αναλύει την κύρια υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης για καταβολή ασφαλίστρου, τις συνέπειες μη καταβολής, καθώς και τα ασφαλιστικά βάρη. Σύντομο αλλά περιεκτικό, παρέχει τις πολύτιμες γνώσεις σε φοιτητές, αλλά και νομικούς της πράξης, που επιθυμούν να γνωρίσουν, κατανοήσουν και ασχοληθούν με το δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης.
§ 1. Ασφαλιστική σύμβαση – Ασφάλιση Σελ. 1
§ 2. Η ιστορία της ασφάλισης Σελ. 2
§ 3. Διακρίσεις της ασφάλισης
Ι. Ιδιωτική και Κοινωνική ασφάλιση Σελ. 4
ΙΙ. Ασφάλιση ζημίας ή περιουσιακών κινδύνων και ασφάλιση ποσού ή προσωπικών κινδύνων Σελ. 5
ΙΙΙ. Χερσαία, θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση Σελ. 5
IV. Καταναλωτικές και μη καταναλωτικές ή εμπορικές ασφαλίσεις Σελ. 6
V. Προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις Σελ. 6
VI. Ατομικές και ομαδικές ασφαλίσεις Σελ. 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
§ 1. Έννοια και χαρακτηριστικά της ασφαλιστικής σύμβασης Σελ. 9
§ 2. Αντασφάλιση Σελ. 12
§ 3. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής σύμβασης Σελ. 14
§ 4. Τα πρόσωπα της ασφαλιστικής σύμβασης
Ι. Ο ασφαλιστής Σελ. 15
1. Χορήγηση άδειας Σελ. 16
2. Ανάκληση της άδειας Σελ. 17
3. Εποπτεία Σελ. 18
ΙΙ. Αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή Σελ. 19
ΙΙΙ. Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές-διανομείς
1. Γενικά Σελ. 20
α. Ασφαλιστικός πράκτορας Σελ. 23
β. Συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων Σελ. 24
γ. Μεσίτης ασφαλίσεων Σελ. 25
2. Γενικές αρχές και κανόνες δεοντολογίας Σελ. 26
§ 5. Κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης Σελ. 27
§ 6. Κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης από απόσταση
Ι. Έννοια - Προϋποθέσεις Σελ. 28
ΙΙ. Υποχρεώσεις του ασφαλιστή Σελ. 30
ΙΙΙ. Υπαναχώρηση Σελ. 31
§ 7. Διάρκεια και λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης
I. Διάρκεια Σελ. 31
II. Λήξη Σελ. 33
1. Καταγγελία Σελ. 34
2. Υπαναχώρηση Σελ. 36
§ 8. Διαδοχή στην ασφαλιστική σχέση Σελ. 37
§ 9. Παραγραφή
Ι. Γενικά Σελ. 39
ΙΙ. Έναρξη του χρόνου παραγραφής Σελ. 40
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ
§ 1. Γενικά Σελ. 43
§ 2. Υποχρέωση παράδοσης του ασφαλιστηρίου και των ασφαλιστικών όρων
I. Γενικά Σελ. 44
ΙΙ. Δικαίωμα εναντίωσης λόγω παρεκκλίσεων του ασφαλιστηρίου Σελ. 47
§ 3. Υποχρέωση παροχής πληροφοριών
Ι. Γενικά Σελ. 50
II. Πρόσωπα που βαρύνει η υποχρέωση πληροφόρησης Σελ. 52
III. Δικαίωμα εναντίωσης λόγω έλλειψης πληροφοριών ή μη παράδοσης των ασφαλιστικών όρων Σελ. 53
IV. Θεμελίωση αστικής ευθύνης του ασφαλιστή εξ αιτίας παράβασης του καθήκοντος πληροφόρησης Σελ. 55
§ 1. Γενικά Σελ. 58
§ 2. Κάλυψη του κινδύνου Σελ. 58
§ 3. Καταβολή ασφαλίσματος
I. Ασφαλιστική περίπτωση Σελ. 59
II. Ασφάλισμα
1. Συγκεκριμένη κάλυψη Σελ. 60
2. Αφηρημένη κάλυψη Σελ. 62
III. Αποζημιωτική αρχή ή αρχή του μη πλουτισμού Σελ. 63
IV. Εκφάνσεις της αποζημιωτικής αρχής Σελ. 64
1. Υπερασφάλιση Σελ. 66
α. Καλόπιστη υπερασφάλιση Σελ. 66
β. Κακόπιστη υπερασφάλιση Σελ. 67
2. Πολλαπλή ασφάλιση Σελ. 69
α. Προϋποθέσεις Σελ. 69
β. Συνέπειες παράβασης της υποχρέωσης γνωστοποίησης Σελ. 70
γ. Ευθύνη εις ολόκληρο Σελ. 72
δ. Έκταση ευθύνης Σελ. 73
3. Ασφαλιστική υποκατάσταση Σελ. 73
α. Υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης Σελ. 76
β. Περιορισμός του δικαιώματος υποκατάστασης του ασφαλιστή Σελ. 76
V. Αποκλίσεις από την αποζημιωτική αρχή
1. Συμβατική αποτίμηση Σελ. 77
2. Ασφάλιση σε αξία αντικατάστασης (ρήτρα «αξία νέου για το παλιό») Σελ. 79
§ 4. Καταβολή του ασφαλίσματος- Εξαιρέσεις Σελ. 79
I. Εξαιρέσεις από την κάλυψη του κινδύνου Σελ. 81
1. Υποκειμενικές εξαιρέσεις
α. Στην ασφάλιση ζημίας γενικότερα Σελ. 82
β. Στην ασφάλιση πυρκαγιάς Σελ. 83
γ. Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης Σελ. 85
δ. Στην ασφάλιση χερσαίας μεταφοράς Σελ. 86
ε. Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα Σελ. 87
στ. Στην ασφάλιση ζωής Σελ. 93
2. Απαλλακτικές ρήτρες Σελ. 95
3. Αντικειμενικές εξαιρέσεις Σελ. 98
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ
§ 1. Έννοια Σελ. 101
§ 2. Διακρίσεις ασφαλίστρου Σελ. 101
§ 3. Καταβολή Σελ. 102
§ 4. Συνέπειες μη καταβολής
Ι. Μη καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου Σελ. 104
II. Μη καταβολή επόμενου ασφαλίστρου Σελ. 105
III. Η μη καταβολή ασφαλίστρου στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα Σελ. 108
IV. Ο χαρακτήρας του άρθρου 6 του ΑσφΝ ως ενδοτικού ή αναγκαστικού δικαίου Σελ. 110
§ 1. Γενικά Σελ. 113
§ 2. Το προσυμβατικό βάρος της περιγραφής του κινδύνου (προσυμβατική αναγγελία)
I. Αιτιολογία της νομοθετικής ρύθμισης Σελ. 115
II. Νομική φύση Σελ. 117
III. Νομοθετική θεμελίωση Σελ. 118
IV. Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας ως εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης στο στάδιο των διαπραγματεύσεων Σελ. 118
V. Το περιεχόμενο των ασφαλιστικών ανακοινώσεων
1. Αναγγελία στοιχείων και περιστατικών Σελ. 121
α. Υπόχρεος προς αναγγελία Σελ. 121
β. Αποδέκτης της αναγγελίας Σελ. 123
γ. Τύπος της αναγγελίας Σελ. 124
2. Ουσιώδη στοιχεία και περιστατικά Σελ. 126
3. Στοιχεία και περιστατικά γνωστά
α. Γνώση του λήπτη της ασφάλισης Σελ. 129
β. Γνώση του ασφαλιστή Σελ. 130
VI. Συνέπειες παράβασης του βάρους Σελ. 131
1. Ανυπαίτια παράβαση Σελ. 131
2. Υπαίτια παράβαση
α. Αμέλεια Σελ. 133
β. Δόλος Σελ. 134
VII. Η απόδοση του ασφαλίστρου Σελ. 139
VIII. Η παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στις ασφαλίσεις ζωής και ασθενειών Σελ. 139
IX. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Σελ. 141
X. Κριτική της νομοθετικής ρύθμισης
1. Θετικά σημεία Σελ. 141
2. Αρνητικά σημεία Σελ. 143
§ 3. Το ασφαλιστικό βάρος της μη επίτασης του κινδύνου- αναγγελίας της επίτασης
I. Γενικά Σελ. 143
II. Επίταση του κινδύνου Σελ. 145
III. Περιεχόμενο του βάρους Σελ. 146
IV. Παράβαση και συνέπειες Σελ. 147
V. Το ασφάλιστρο Σελ. 149
VI. Το ασφαλιστικό βάρος της μη επίτασης του κινδύνου σε άλλες μορφές ασφάλισης
1. Στη θαλάσσια ασφάλιση Σελ. 149
2. Στην αεροπορική ασφάλιση Σελ. 151
3. Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων Σελ. 151
VII. Κριτική της ρύθμισης του άρθρου 4 ΑσφΝ Σελ. 155
§ 4. Μείωση του κινδύνου Σελ. 156
I. Προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου Σελ. 156
II. Έννομες συνέπειες της μείωσης του κινδύνου Σελ. 157
§ 5. Το ασφαλιστικό βάρος της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου
I. Γενικά Σελ. 158
II. Χρόνος εκπλήρωσης του καθήκοντος Σελ. 158
III. Τύπος αναγγελίας Σελ. 160
IV. Περιεχόμενο αναγγελίας Σελ. 161
V. Πρόσωπα που βαρύνονται με το καθήκον αναγγελίας Σελ. 161
VI. Παροχή πρόσθετων πληροφοριών Σελ. 162
VII. Συνέπειες παράβασης του καθήκοντος αναγγελίας Σελ. 163
VIII. Το άρθρο 7 § 2 ως διάταξη ημιαναγκαστικού δικαίου Σελ. 165
§ 6. Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας
I. Γενικά Σελ. 167
II. Οδηγίες του ασφαλιστή Σελ. 169
III. Παράβαση του καθήκοντος Σελ. 170
IV. Το καθήκον της αποφυγής ή μείωσης του κινδύνου στην ασφάλιση πυρκαγιάς Σελ. 171
V. Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας στη θαλάσσια ασφάλιση Σελ. 172
VI. Ιδιαίτερες συμφωνίες Σελ. 172
VII. Τα καθήκοντα της ειδοποίησης για την επέλευση του κινδύνου και της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας αποτελούν υποχρεώσεις ή ασφαλιστικά βάρη; Σελ. 173
§ 7. Συμβατικά ασφαλιστικά βάρη – «Εγγυήσεις»
I. Συμβατικά ασφαλιστικά βάρη Σελ. 174
II. «Εγγυήσεις» Σελ. 175

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

§ 1. Ασφαλιστική σύμβαση – Ασφάλιση

Η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί έναν από τους τρόπους δημιουργίας της ασφάλισης και επομένως είναι έννοια στενότερη της ασφάλισης. Η έννοια της ασφάλισης είναι ευρύτερη και αφορά έναν απροσδιόριστο αριθμό ασφαλιστικών σχέσεων, οι οποίες βασίζονται άλλοτε σε σύμβαση και άλλοτε στο νόμο.

Ασφάλιση είναι η κοινωνία ομοίων κινδύνων που παρέχει στα μέλη της αυτόνομη αξίωση για κάλυψη οικονομικής ανάγκης, έναντι ανταλλάγματος.

Με βάση την κρατούσα θεωρεία της ανάληψης του κινδύνου ασφαλιστική σύμβαση είναι μία ενοχική ανταλλακτική σύμβαση διάρκειας, με την οποία υποχρεώνεται ο ασφαλιστής να καλύπτει τον κίνδυνο και ο αντισυμβαλλόμενος να καταβάλλει το ασφάλιστρο.

Αναλύοντας τον ορισμό της ασφάλισης συμπεραίνουμε πως τα απαραίτητα στοιχεία για την έννοια της ασφάλισης είναι: α) η κοινωνία ομοίων κινδύνων, δηλαδή μία ένωση προσώπων που υπόκεινται σε κινδύνους, β) ο κίνδυνος, δηλαδή η δυνατότητα γένεσης μιας ανάγκης, γ) η ομοιότητα των κινδύνων, η οποία είναι απαραίτητη για την ασφάλιση για να λειτουργήσει σωστά ο νόμος των μεγάλων αριθμών. Με βάση την ομοιότητα των κινδύνων γίνεται η διάκριση των ασφαλίσεων σε κλάδους δ) η οικονομική ανάγκη, που καθορίζεται από το περιεχόμενο της ασφάλισης και μπορεί να είναι είτε μία συγκεκριμένη ζημία που υφίσταται ένα περιουσιακό στοιχείο είτε ένα γεγονός, δυσάρεστο ή ευχάριστο, που έχει δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε ένα πρόσωπο ε) ο ανταποδοτικός χαρακτήρας, δηλαδή η ασφαλιστική κοινωνία κινδύνων πρέπει να καλύπτει μόνη της τις ανάγκες της με αντικαταβολές από μέρους των μελών της. Η ασφάλιση δεν παρέχεται δωρεάν. Ο λήπτης της ασφάλισης καταβάλλει στον ασφαλιστή, που διοργανώνει την κοινωνία των κινδύνων, παροχή που λέγεται ασφάλιστρο ή εισφορά αν πρόκειται για αλληλασφαλιστικούς οργανισμούς στ) η δικαστικά επιδιώξιμη αξίωση για καταβολή της ασφαλιστικής κάλυψης και ζ) η αυτονομία της ασφάλισης απέναντι σε άλλες συμβατικές ή νόμιμες σχέσεις.

Σελ. 2

§ 2. Η ιστορία της ασφάλισης

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ασφάλιση είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος. Από την εμφάνισή του ο άνθρωπος οργάνωνε τη ζωή του σε κοινωνίες, επειδή διαπίστωνε ότι από μόνος του δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει όλους τους κινδύνους της εποχής του.

Την έννοια της ασφάλισης τη βρίσκουμε άλλοτε διατυπωμένη με σαφήνεια στα πιο αρχαία κείμενα και άλλοτε την συμπεραίνουμε από διάφορα περιστατικά.

Η ασφάλεια εμφανίστηκε, περίπου τη 2η π.Χ χιλιετία, αρχικά με τη μορφή «αλληλοβοήθειας», μεταξύ ατόμων που εκτελούσαν ένα παρεμφερές είδος εργασίας.

Το πρώτο γνωστό «ταμείο αλληλοβοήθειας», όπως προκύπτει από πάπυρο μουσείου του Καϊρου, δημιουργήθηκε στην αρχαία Αίγυπτο από τους εργάτες των πυραμίδων, οι οποίοι εργάζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι πληρωμές των εργατών γίνονταν σε είδος (λάδι, σιτάρι και άλλα τρόφιμα) την πρώτη μέρα κάθε μήνα. Από αυτήν την αμοιβή κατέβαλαν από κοινού κάποια ποσότητα τροφίμων, για να εξασφαλιστεί,με τον τρόπο αυτό, φαγητό για όσους δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Επιπλέον το «ταμείο αλληλοβοήθειας» προέβλεπε αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου, για να πληρωθούν τα έξοδα κηδείας.

Στην αρχαία Βαβυλωνία, το 1750 π.Χ, ο κώδικας Χαμουραμπί, αναφέρεται σε ταμείο αλληλοβοήθειας εμπόρων-μεταφορέων. Τα μέλη των καραβανιών είχαν υποχρέωση να χρεώνονται από κοινού για τυχόν κλοπή, καταστροφή, απώλεια καμήλας ή οποιαδήποτε άλλη ζημία συνέβαινε στο καραβάνι, καθώς και σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών.

Στην αρχαία Ελλάδα ήταν διαδεδομένη η ασφαλιστική κάλυψη των εξόδων κηδείας. Αργότερα με νόμο του Σόλωνα, τον 6ο π.Χ αιώνα, θεσπίσθηκε ο πρώτος ασφαλιστικός νόμος, που καθόριζε τη λειτουργία εταιριών, που είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη εξόδων κηδείας. Στη συνέχεια οι εταιρίες αυτές διεύρυναν τις δραστηριότητές τους, που αφορούσαν πλέον την αλληλοβοήθεια, την αμοιβαιότητα και τον καταμερισμό των κινδύνων, πέρα από τα έξοδα κηδείας και απέκτησαν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Στην αρχαία Ελλάδα συναντάμε το θεσμό του ναυτικού δανείου. Στο δάνειο αυτό δανειστής και οφειλέτης συμφωνούσαν να επιστραφεί το κεφάλαιο του δανείου, μαζί με υψηλό τόκο μόνο στην περίπτωση της αίσιας άφιξης του πλοίου ή

Σελ. 3

του φορτίου στον προορισμό τους. Έτσι ο δανειστής με την καταβολή αυξημένου τόκου ανελάμβανε να φέρει τον κίνδυνο απώλειας του πλοίου ή του φορτίου.

Ο θεσμός της κοινής αβαρίας θεσπίστηκε τον 4ο π.Χ αιώνα από το αρχαίο ροδιακό δίκαιο και από εκεί στο ρωμαϊκό ως lex Rhodia de Jactu και έπειτα στο μεσαιωνικό δίκαιο (Νόμος Ροδίων Ναυτικός) και ρυθμίζεται μέχρι σήμερα στις σύγχρονες νομοθεσίες, (άρθρα 219 επ. ΚΙΝΔ). Προβλέπει τη θυσία εμπορευμάτων χάριν του πλοίου και του υπολοίπου φορτίου, η οποία επιβαρύνει αναλογικά όλα τα διασωθέντα συμφέροντα. Η κοινή αβαρία συνίσταται δηλαδή σε μία συνεισφορά εκείνων που ήταν υποχρεωμένοι σε αυτήν και ενώνει σε μία αναγκαστική κοινωνία κινδύνων, το πλοίο, το φορτίο και το ναύλο.

Αργότερα μετά την απαγόρευση της τοκοληψίας από το κανονικό δίκαιο της καθολικής εκκλησίας, αναπτύχθηκε ο θεσμός της θαλάσσιας ασφάλισης, μίας μορφής αντίστροφης του ναυτικού δανείου. Το κεφάλαιο έπρεπε να καταβληθεί από τον ασφαλιστή μόνο αν δεν πετύχαινε το ταξίδι. Ο έμπορος, αντί για τον απαγορευμένο τόκο, έπρεπε να καταβάλει στον ασφαλιστή σαν τίμημα ένα συγκεκριμένο ποσό, το ασφάλιστρο.

Από τους αρχαίους Έλληνες η τεχνογνωσία της ασφάλισης πέρασε αυτούσια στους αρχαίους Ρωμαίους και φυσικά εξελίχθηκε.

Στην βυζαντινή περίοδο, βρίσκουμε στους «Πανδέκτες» του Ιουστινιανού πολλά στοιχεία που φανερώνουν την έννοια της ασφάλισης.

Από τον 14ο μέχρι τον 17ο αιώνα, σημειώθηκαν ραγδαίες εξελίξεις για το θεσμό της ασφάλισης. Η θαλάσσια ασφάλιση παρουσίαζε μεγάλη άνθηση, κυρίως στην Ισπανία και Ιταλία.

Το 1650, ο Φλωρεντίνος γιατρός Lorento Tonti ίδρυσε την πρώτη τοντίνα, δηλαδή ένα σωματείο στο οποίο τα μέλη του με τις εισφορές τους δημιουργούσαν ένα κεφάλαιο και μοίραζαν τα κέρδη στα μέλη που επιζούσαν κάθε χρόνο. Η διάρκεια του σωματείου ήταν ορισμένη, οπότε με τη λήξη της το κεφάλαιο διανέμονταν στα μέλη που επιζούσαν ή ήταν αόριστης διάρκειας και το κεφάλαιο το έπαιρνε ο τελευταίος επιζών. Από τις τοντίνες προέκυψε η ασφάλιση ζωής, Οι «τοντίνες» προβλέπονται ρητά ως κλάδος ασφάλισης ζωής στο άρθρο 5 περ. ε΄ του ν. 4364/2016.

Τον 15ο αιώνα δημιουργείται στο Schleswig-Holstein συνεταιρισμός πυρός. Στο Αμβούργο το 1591 εκατό κάτοχοι μπυροπωλείων υπέγραψαν συμβόλαιο πυρός. Ενώ το 1661, με αφορμή την μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου ιδρύθηκε το Fire Office και μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Αμβούργου το 1676 ιδρύθηκε η Hamburg Feuerkasse, που ασκούν και οι δύο ασφαλίσεις πυρκαγιάς με ορισμένο ασφάλιστρο.

Στα τέλη του 17ου αιώνα, οι έμποροι, οι πλοιοκτήτες και οι ασφαλιστές του Λονδίνου, συγκεντρώνονταν στο μικρό καφενείο του Edward Lloyd, κοντά στον

Σελ. 4

Τάμεση στην Tower Street και κανόνιζαν την ασφάλιση και τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Το 1871 οι ασφαλιστές που σύχναζαν στο μικρό αυτό καφενείο με πράξη του Βρετανικού Κοινοβουλίου ίδρυσαν την σωματειακή οργάνωση «Corporation of Lloyds» και ήταν η αρχή της γνωστής ασφαλιστικής εταιρίας Lloyds of London.

Η πρώτη ασφαλιστική εταιρία που συστάθηκε με ελληνικά κεφάλαια, ιδρύθηκε το 1789 στην Τεργέστη, με την επωνυμία «Societa Greca Dassicurazione» και ακολούθησαν πολλές άλλες τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Επίσης πολλές εταιρίες ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό και στην Σμύρνη.

Η πρώτη ασφαλιστική εταιρία που συστάθηκε στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε στη Σύρο το 1828 με την επωνυμία «Ασφαλιστικό Κατάστημα», η οποία μετονομάσθηκε σε «Ελληνικό Ασφαλιστικό Κατάστημα» το 1829. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν μέτοχος με ποσοστό 8%.

Το 1830 ιδρύθηκε η Εθνική Ασφαλιστική ως η πρώτη Ανώνυμη Εταιρία Γενικών Ασφαλειών με έδρα την Αθήνα.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα σημείωσε μεγάλη άνοδο η ασφάλιση πυρός, ενώ η ασφάλιση ζωής άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα.

Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν νέοι κλάδοι ασφάλισης, όπως η ασφάλιση μεταφοράς, η ασφάλιση ευθύνης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ατομική ασφάλιση ζωής και ομαδικές ασφαλίσεις ζωής και προσωπικών ατυχημάτων, ασφάλιση αυτοκινήτου κ.α.

§ 3. Διακρίσεις της ασφάλισης

Ι. Ιδιωτική και Κοινωνική ασφάλιση

1. Ιδιωτική ασφάλιση είναι η ασφάλιση που παρέχεται από ιδιωτικό φορέα και διέπεται από διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. Ο φορέας που την παρέχει είναι η ασφαλιστική επιχείρηση με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. Η ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει τις υπηρεσίες ασφάλισης στον ασφαλισμένο συνάπτοντας την ασφαλιστική σύμβαση.

2. Κοινωνική ασφάλιση είναι η ασφάλιση που παρέχεται από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η ασφαλιστική σχέση που συνδέει τον φορέα με τον ασφαλισμένο γεννιέται απευθείας από το νόμο και υπάρχει ανεξάρτητα από την ιδιωτική βούληση.

 

Σελ. 5

ΙΙ. Ασφάλιση ζημίας ή περιουσιακών κινδύνων και ασφάλιση ποσού ή προσωπικών κινδύνων

Βασική διάκριση της ασφάλισης είναι σε α). Ασφάλιση ζημίας, η οποία περιλαμβάνει την ασφάλιση πραγμάτων, κινητών ή ακινήτων και την ασφάλιση άυλων αγαθών ή αξιώσεων, δηλαδή ασφάλιση περιουσίας, ενεργητικής και παθητικής. Περιλαμβάνει δηλαδή τους κινδύνους που απειλούν τα περιουσιακά στοιχεία του ασφαλισμένου και σε

β). Ασφάλιση ποσού ή προσωπικών κινδύνων, η οποία περιλαμβάνει την ασφάλιση ζωής, προσωπικών ατυχημάτων και ασθενειών. Καλύπτει δηλαδή τους κινδύνους που απειλούν τη ζωή ή την υγεία του ασφαλισμένου.

Στην ασφάλιση ζημίας η ασφαλιστική κάλυψη έχει συγκεκριμένη μορφή, δηλαδή καλύπτει τη συγκεκριμένη ζημία, που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Στην ασφάλιση ζημίας ισχύει η αποζημιωτική αρχή ή αρχή απαγόρευσης πλουτισμού, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται για τη συγκεκριμένη και εξειδικευμένη ζημία που υπέστη από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν επιτρέπεται η ασφάλιση να οδηγήσει σε πλουτισμό του.

Στην ασφάλιση ζημίας ανήκουν η ασφάλιση πυρκαγιάς, η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, η ασφάλιση εσοδείας, η ασφάλιση πιστώσεων και εγγυήσεων, η ασφάλιση ευθύνης, η ασφάλιση υποχρεωτικής αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα. Άλλες μορφές ασφάλισης ζημιών είναι η ασφάλιση περιβαλλοντικών ζημιών, η ασφάλιση διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης, η αντασφάλιση και η ασφάλιση νομικής προστασίας.

Στην ασφάλιση ποσού η κάλυψη έχει αφηρημένη μορφή, δηλαδή όταν επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος ο ασφαλιστής υποχρεούται απλά να καταβάλει το ποσό που συμφωνήθηκε, ανεξάρτητα αν η πραγματοποίηση του κινδύνου προκάλεσε ζημία. Στην ασφάλιση ποσού και ειδικότερα στην ασφάλιση ζωής δεν ισχύει η αποζημιωτική αρχή.

Η ασφάλιση ατυχημάτων και ασθενειών μπορούν να συμφωνηθούν είτε ως ασφάλιση ποσού με αφηρημένη κάλυψη είτε ως ασφάλιση ζημίας με συγκεκριμένη κάλυψη.

ΙΙΙ. Χερσαία, θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση

Χερσαία ασφάλιση είναι κάθε ασφάλιση, όταν οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι είναι χερσαίοι.

Θαλάσσια ασφάλιση είναι κάθε ασφάλιση, στην οποία οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι είναι θαλάσσιοι. Οι θαλάσσιοι κίνδυνοι αφορούν κυρίως το πλοίο, το φορτίο και το ναύλο.

Σελ. 6

Αεροπορική ασφάλιση είναι κάθε ασφάλιση, η οποία καλύπτει τους αεροπορικούς κινδύνους, δηλαδή αυτούς που αφορούν το αεροσκάφος, τα μεταφερόμενα πράγματα και την ευθύνη του αεροπορικού μεταφορέα.

Στην χερσαία ασφάλιση, εκτός από την χερσαία ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, ισχύει το σύστημα της ειδικότητας των ασφαλισμένων κινδύνων, δηλαδή ασφαλίζονται ειδικά ορισμένοι κίνδυνοι και καλύπτονται μόνο αυτοί.

Αντίθετα στην θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση καθώς και στην χερσαία ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων ισχύει η αρχή της καθολικότητας των κινδύνων, δηλαδή ασφαλίζονται με την ίδια ασφαλιστική σύμβαση όλοι οι κίνδυνοι που μπορούν να συμβούν κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ή αεροπορικού ταξιδιού ή της χερσαίας μεταφοράς. Κι αυτό, εξ αιτίας των δυσχερειών που δημιουργούνται για τον ακριβή εντοπισμό του είδους του κινδύνου που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας μεταφοράς.

IV. Καταναλωτικές και μη καταναλωτικές ή εμπορικές ασφαλίσεις

Καταναλωτικές ασφαλίσεις είναι αυτές που συνάπτονται για ιδιωτικούς και όχι για επαγγελματικούς σκοπούς, π.χ. ασφάλιση ζωής, ασθένειας, ατυχήματος, ασφάλιση κλοπής κοσμημάτων από ιδιωτική κατοικία, ασφάλιση πυρκαγιάς εξοχικής κατοικίας κλπ.

Μη καταναλωτικές ή εμπορικές ασφαλίσεις είναι αυτές που συνάπτονται για εμπορικούς, βιομηχανικούς και γενικότερα επαγγελματικούς λόγους, π.χ. ασφάλιση μεταφοράς, ομαδική ασφάλιση ατυχημάτων, ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης κλπ.

V. Προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις

Προαιρετικές είναι οι ασφαλίσεις που συνάπτονται από ένα πρόσωπο με μια ασφαλιστική εταιρία, όταν το πρόσωπο αυτό το επιθυμεί και όποτε επιθυμεί. Η σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης εναπόκειται στη βασική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, όπου τα πρόσωπα είναι ελεύθερα να καταρτίζουν συμβάσεις, εάν και όποτε το θελήσουν.

Υποχρεωτικές είναι οι ασφαλίσεις που επιβάλλονται από το νόμο σε ορισμένους καταναλωτές, επαγγελματίες, νομικά πρόσωπα. Ο νόμος υποχρεώνει τα πρόσωπα αυτά να καταρτίσουν ασφαλιστική σύμβαση, αφήνοντάς τους ελευθερία επιλογής μόνο της ασφαλιστικής εταιρίας, π.χ., η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, η αστική ευθύνη για τη ρύπανση της θάλασσας από δεξαμενόπλοια, η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης πλοιοκτητών, η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης του εθνικού και διεθνούς αεροπορικού μεταφορέα, καθώς και του κοινοτικού αεροπορικού μεταφορέα, η ασφάλιση αστικής ευθύνης των διοργανωτών ή πωλητών οργανωμένων

Σελ. 7

ταξιδίων, η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης για τη μετακίνηση και κυκλοφορία των επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης του φορέα διαχείρισης φυσικού αερίου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, η ασφάλιση αστικής ευθύνης των δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα, με επαγγελματικό τίτλο που απέκτησαν σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κ.α.

VI. Ατομικές και ομαδικές ασφαλίσεις

Ατομική είναι η ασφάλιση, όταν με την ασφαλιστική σύμβαση ιδρύεται μία ασφαλιστική σχέση, που συνδέει τον ασφαλιστή με τον ασφαλισμένο.

Ομαδική είναι η ασφάλιση όταν με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχει ένας ασφαλιστής αλλά περισσότεροι ασφαλισμένοι, π.χ. η ομαδική ασφάλιση ατυχημάτων, ζωής ή ασθένειας που συνάπτει ο εργοδότης υπέρ των εργαζομένων στην επιχείρησή του.

 

Σελ. 9

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

§ 1. Έννοια και χαρακτηριστικά της ασφαλιστικής σύμβασης

Στην ασφαλιστική σύμβαση ένα πρόσωπο, ο ασφαλιστής, αναλαμβάνει την υποχρέωση είτε να καλύψει ένα κίνδυνο, ζημίας ή προσωπικό, από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 4 και 5 περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ του ν. 4364/2016, που πιθανόν να προκύψει στο μέλλον και να πλήξει το πρόσωπο που συμβάλλεται μαζί του, είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περ. ε΄ έως και θ΄ του παραπάνω νόμου. Οι εργασίες αυτές είναι σχετικές με την συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στο χώρο των επενδυτικών προϊόντων (αλληλοδιείσδυση των αγορών) και την ενσωμάτωση στα ασφαλιστήρια συμβόλαια επενδυτικών εργαλείων. Το αντισυμβαλλόμενο πρόσωπο σε ανταπόδοση, υποχρεούται να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό, το ασφάλιστρο.

Ειδικότερα στο άρθρο 4 του ν. 4364/2016 αναφέρονται οι κλάδοι ασφαλίσεων κατά ζημιών, ήτοι : α) κλάδος 1 «ατυχήματα», στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες., β) κλάδος 2 «ασθένειες», γ) κλάδος 3 «χερσαία οχήματα, ο οποίος καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται αυτοκινούμενα και μη, χερσαία οχήματα, εκτός των σιδηροδρομικών, δ) κλάδος 4 «σιδηροδρομικά οχήματα», ο οποίος καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα σιδηροδρομικά οχήματα, ε) κλάδος 5 «αεροσκάφη», ο οποίος καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται τα αεροσκάφη, στ) κλάδος 6 «πλοία», ο οποίος καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη/πλοία, ζ) κλάδος 7 «μεταφερόμενα εμπορεύματα», που καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, οι αποσκευές και κάθε άλλο αγαθό ανεξάρτητα από το μεταφορικό μέσο, η) κλάδος 8 «πυρκαϊά και στοιχεία της φύσης», που καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται τα αγαθά από πυρκαϊά, έκρηξη, θύελλα, λοιπά στοιχεία της φύσης, πυρηνική ενέργεια και καθίζηση του εδάφους, θ) κλάδος 9 «λοιπές ζημίες αγαθών», που καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά εκτός των αγαθών που περιλαμβάνονται

Σελ. 10

στους παραπάνω κλάδους 3,4,5,6 και 7, εφόσον προξενήθηκε από χαλάζι ή παγετό, καθώς και από κάθε άλλο συμβάν εκτός αυτών που υπάγονται στον κλάδο 8, ι) κλάδος 10 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, που καλύπτει κάθε είδους ευθύνη από τη χρήση των αυτοκινήτων, καθώς και την ευθύνη του μεταφορέα», ια) κλάδος 11 «αστική ευθύνη από αεροσκάφη», που καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση αεροσκαφών, καθώς και την ευθύνη του μεταφορέα, ιβ) κλάδος 12 «αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη, που καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη που προκύπτει από την χρήση των παραπάνω αναφερόμενων σκαφών, καθώς και την ευθύνη του μεταφορέα, ιγ) κλάδος 13 «γενική αστική ευθύνη», που καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη που δεν εμπίπτει στους κλάδους 10 – 12, ιδ) κλάδος 14 «πιστώσεις», που καλύπτει τη ζημία του ασφαλισμένου, που πιθανόν να υποστεί ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσότερων οφειλετών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτόν, ιε) κλάδος 15 «εγγυήσεις», στον οποίο ο ασφαλιστής εγγυάται για τον ασφαλισμένο, έναντι ασφαλίστρου, την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ιστ) κλάδος 16 «διάφορες χρηματικές απώλειες», όπου καλύπτονται διάφορες χρηματικές απώλειες που προκαλούνται από απώλεια επαγγελματικής απασχόλησης, γενική ανεπάρκεια εισοδήματος, κακοκαιρία, απώλεια κερδών, τρέχοντα γενικά έξοδα, απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες, απώλεια/μείωση αγοραίας αξίας, απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων, έμμεσες εμπορικές απώλειες, μη εμπορικές οικονομικές απώλειες, λοιπές οικονομικές απώλειες, ιζ) κλάδος 17 «νομική προστασία», ο οποίος περιλαμβάνει την ανάληψη δικαστικών εξόδων και την παροχή νομικής προστασίας και ιη) κλάδος «βοήθεια», που περιλαμβάνει την ανάληψη υποχρέωσης παροχής βοήθειας σε χρήμα ή σε είδος σε πρόσωπα που περιέρχονται σε δυσμενή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο συνήθους διαμονής, είτε υπό άλλες περιστάσεις ανεξάρτητα από μετακίνηση ή απουσία.

Στο δε άρθρο 5 του ν. 4364/2016 αναφέρονται οι κλάδοι ασφαλίσεων ζωής, ήτοι α) κλάδος Ι «ασφαλίσεις ζωής», που περιλαμβάνει ασφαλίσεις επιβίωσης ή θανάτου, μεικτές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις ζωής με επιστροφή ασφαλίστρου, ασφαλίσεις προσόδων καθώς και επιπλέον ασφαλίσεις, όπως σωματικών βλαβών, ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, θανάτου και αναπηρίας λόγω ατυχήματος ή ασθένειας, εφόσον συνάπτονται συμπληρωματικά στις ασφαλίσεις ζωής των παραπάνω περιπτώσεων, β) κλάδος ΙΙ «ασφαλίσεις γάμου και γεννήσεων, γ) κλάδος ΙΙΙ «ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις, δ) κλάδος ΙV «διαρκής ασφάλιση ασθένειας», ε) κλάδος V «τοντίνες», αφορά εργασίες από κοινού κεφαλαιοποίησης εισφορών και διανομή του συγκροτούμενου κεφαλαίου μεταξύ των μελών της δημιουργούμενης για το σκοπό αυτό ομάδας, στ) κλάδος VI «εργασίες κεφαλαιοποίησης», ζ) κλάδος VII «διαχείριση συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών η) κλάδος VIII «ασφαλίσεις

Σελ. 11

του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα και θ) κλάδος IX «εργασίες κοινωνικής ασφάλισης»

Ως σύμβαση ενοχική και αμφοτεροβαρής η ασφαλιστική σύμβαση παράγει δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές και τις υποχρεώνει να ανταλλάξουν παροχές, σε σχέση παροχής και αντιπαροχής. Έτσι ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να καλύψει τον κίνδυνο και ο αντισυμβαλλόμενός του (λήπτης της ασφάλισης) να καταβάλει το ασφάλιστρο. Αυτές είναι οι κύριες υποχρεώσεις τους, αλλά όχι και τα μοναδικά καθήκοντά τους.

Ο ασφαλιστής έχει καθήκον να παρέχει πληροφορίες προς τον υποψήφιο ασφαλισμένο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, για θέματα, που αφορούν την επιχείρησή του και την ανάληψη του κινδύνου, να συντάξει και να του παραδώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και τους ασφαλιστικούς όρους, να τον ενημερώσει για το δικαίωμα εναντίωσης και για τις συνέπειες της μη έγκαιρης καταβολής του ασφαλίστρου κ.λ.π, ενώ δεσμεύεται παράλληλα από ένα καθήκον διαφώτισης καθ όλη τη διάρκεια και μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής σχέσης, όπως διατυπώνεται στον Κώδικα Δεοντολογίας των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων.

Αντίστοιχα ο λήπτης της ασφάλισης είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να περιγράψει τον κίνδυνο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, να ανακοινώσει στον ασφαλιστή, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, κάθε περιστατικό που προέκυψε εκ των υστέρων και μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου, να μη μεταβάλει την κατάσταση του κινδύνου και σε περίπτωση που συμβεί αυτό να ενημερώσει σχετικά τον ασφαλιστή, να προσπαθήσει να αποφύγει τον κίνδυνο ή αν αυτό δεν είναι εφικτό να προσπαθήσει να τον περιορίσει και τέλος να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου όσο το δυνατό συντομότερα.

Σύμφωνα με τη θεωρία της ανάληψης του κινδύνου, που είναι η κρατούσα και παίζει καθοριστικό ρόλο για το νομικό χαρακτηρισμό της ασφαλιστικής σύμβασης, η παροχή του ασφαλιστή είναι η ανάληψη του κινδύνου. Ο ασφαλιστής δηλαδή καθ όλο το χρονικό διάστημα που συμφωνήθηκε να ισχύει η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να είναι σε θέση να καλύψει τον κίνδυνο καταβάλλοντας το ασφάλισμα, οποτεδήποτε αυτός επέλθει. Η παροχή του επομένως είναι διαρκής. Παρέχει ακόμη και πριν από την πραγματοποίηση του κινδύνου. Παρέχει ασφάλεια στον ασφαλισμένο και του δημιουργεί το αίσθημα της σιγουριάς ότι όταν επέλθει ο κίνδυνος ο ασφαλιστής του θα τον καλύψει (στατικό, λανθάνον στάδιο). Όταν δε επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος ο ασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την

Σελ. 12

χρηματική παροχή στον δικαιούχο του ασφαλίσματος (δυναμικό στάδιο). Από την άλλη πλευρά η παροχή του λήπτη της ασφάλισης είναι είτε στιγμιαία, όταν το ασφάλιστρο συμφωνήθηκε να καταβληθεί εφάπαξ, είτε περιοδική όταν καταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Ως σύμβαση προσχώρησης αφαιρεί τη δυνατότητα από το λήπτη της ασφάλισης να διαπραγματευτεί τους όρους της. Αν επιθυμεί ο λήπτης της ασφάλισης να συνάψει την ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να αποδεχθεί τους γενικούς ασφαλιστικούς όρους που είναι προδιατυπωμένοι και ενσωματωμένοι στη σύμβαση. Αν δεν τους αποδεχθεί δεν μπορεί να συνάψει τη σύμβαση.

§ 2. Αντασφάλιση

Αντασφάλιση σύμφωνα με το άρθρο 3§7 ν. 4364/2016 είναι η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων, που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση. Η ως άνω δραστηριότητα της αντασφάλισης προϋποθέτει σύμβαση με την οποία η ασφαλιστική εταιρία (πρωτασφαλιστής) εκχωρεί στον αντασφαλιστή τους κινδύνους, που έχει αναλάβει με ασφαλιστικές συμβάσεις.

Αντασφάλιση είναι επομένως η εκχώρηση μέρους των ασφαλιστικών κινδύνων, που έχει αναλάβει η πρωτασφαλίστρια εταιρία προς τον αντασφαλιστή, βάσει προκαθορισμένων όρων που περιέχονται κάθε φορά στην αντασφαλιστική σύμβαση. Άρα η πεμπτουσία της αντασφάλισης είναι η εκχώρηση των κινδύνων.

Η σύμβαση αντασφάλισης συμβάλλει στην διασπορά των κινδύνων και άρα στην καλύτερη αντιμετώπισή τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου των αντασφαλιστικών εταιριών και της συμμετοχής τους στην κάλυψη κινδύνων είναι οι ζημιές ύψους 59 δις. δολαρίων που προκλήθηκαν από τους τυφώνες Katrina, Rita και Wilma το 2005. Από το συνολικό κόστος, τα 59 δις. δολάρια κατέβαλαν αλλοδαποί αντασφαλιστές.

Η αντασφάλιση παρουσιάζεται επίσης ως ο απλούστερος και ο πλέον ευέλικτος τρόπος για τη διαχείριση των αυξημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων των εταιριών. Αποτελεί το κατ εξοχήν εργαλείο διαχείρισης του ασφαλιστικού κινδύνου, ενώ αποκτά ακόμα πιο καθοριστικό ρόλο σε περιβάλλον Solvency II,

Σελ. 13

αποτελώντας μηχανισμό μείωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι ασφαλιστικές εταιρίες αυξάνουν τη ζήτηση για αντασφαλιστικά προϊόντα, καθώς επιθυμούν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση μέσω της μεταφοράς κινδύνου.

Ο ΑσφΝ δεν προβλέπει καθόλου τη σύμβαση αντασφάλισης, όμως αποτελεί σύμβαση ασφάλισης ζημίας και ειδικότερα ασφάλιση παθητικού, γνήσια και αυτοτελή, δηλαδή ανεξάρτητη από τη σύμβαση πρωτασφάλισης στην οποία αφορά. Ασφαλιζόμενο παθητικό στοιχείο είναι η οφειλή του ασφαλισμένου πρωτασφαλιστή από ασφαλιστική σύμβαση.

Κατ' αντίθετη όμως άποψη, ο αντασφαλιστής δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο που διατρέχει ο πρωτασφαλιστής να γεννηθεί αστική του ευθύνη έναντι τρίτων, από πράξεις ή παραλείψεις του, για αυτό και δεν έχει η αντασφάλιση τη φύση της ασφάλισης αστικής ευθύνης του ασφαλιστή, δηλαδή της ασφάλισης παθητικού.

Η αντασφαλιστική κάλυψη μπορεί να αναφέρεται σε όλες ή μόνο σε ορισμένες συμβάσεις του πρωτασφαλιστή (αντασφάλιση μεγάλων κινδύνων) ή σε ορισμένο ποσοστό ευθύνης του πρωτασφαλιστή. Μπορεί να είναι υποχρεωτική ή δυνητική και για τα δύο μέρη ή μόνο για το ένα, πρωτασφαλιστή ή αντασφαλιστή. Η ενέργειά της περιορίζεται μεταξύ ασφαλισμένου πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή. Δεν δημιουργούνται αξιώσεις των πρώτων ασφαλισμένων κατά του αντασφαλιστή.

Αντασφαλιστής είναι ανώνυμη αντασφαλιστική εταιρία και αντασφαλιστικός συνεταιρισμός, που έχουν αποκλειστικό σκοπό την άσκηση αντασφάλισης. Δύναται όμως μια πρωτασφαλιστική επιχείρηση να παρέχει αντασφαλιστική κάλυψη σε άλλη πρωτασφαλιστική επιχείρηση.

Σελ. 14

§ 3. Η νομοθεσία της ασφαλιστικής σύμβασης

Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης βασίζεται στο νόμο 2496/1997 για την ασφαλιστική σύμβαση (Ασφαλιστικός Νόμος ή ΑσφΝ), που είναι ένα αμιγώς ελληνικό, σύγχρονο και πρωτοπόρο ευρωπαϊκό νομοθέτημα, το οποίο μάλιστα έχει επηρεάσει τη νέα γερμανική νομοθεσία για την ασφαλιστική σύμβαση της 01.01.2008. Ο ΑσφΝ τροποποιήθηκε με τα άρθρα 278§2 και 278§8 του ν. 4364/2016.

Η (Α-) φερεγγυότητα των Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων ρυθμίζεται από το ν. 4364/2016.

Η υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα ρυθμίζεται στον κ.ν. 489/1976 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», που τέθηκε σε ισχύ από 1.1. 1978, συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με διάφορα νομοθετήματα και στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986. Στην υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι διατάξεις του ΑσφΝ.

Η θαλάσσια ασφάλιση ρυθμίζεται από το ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ), στα άρθρα 259 επ. Στη θαλάσσια ασφάλιση εφαρμόζονται και οι διατάξεις του ΑσφΝ (άρθρα 1-33), εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστες με τα άρθρα του ΚΙΝΔ. Περαιτέρω διάφοροι νόμοι ρυθμίζουν ειδικότερα θέματα στη θαλάσσια ασφάλιση. Επίσης η θαλάσσια ασφάλιση ρυθμίζεται με διεθνείς συμβάσεις και ενωσιακούς Κανονισμούς.

Ο ν.4195/2013 «Κύρωση του Πρωτοκόλλου του 2002 για την Τροποποίηση της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους (PALPROTOCOL 2002)» καθιερώνει την υποχρεωτική ασφάλιση για τα επιβατηγά πλοία, την αύξηση των ορίων ευθύνης των μεταφορέων και εισάγει νέους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση των επιβατών στη διεκδίκηση των αποζημιώσεών τους. Η αεροπορική ασφάλιση ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 1815/1988 «Κύρωση του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου» (ΚΑΔ), στα άρθρα 129-138. Στην αεροπορική ασφάλιση, κατά ρητή αναφορά του άρθρου 137 ΚΑΔ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑσφΝ και του ΚΙΝΔ, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστες με τις διατάξεις του ΚΑΔ. Το άρθρο 137 ΚΑΔ θεσπίζει την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης του αεροπορικού μεταφορέα έναντι των επιβατών, η οποία απορρέει επίσης από τη διεθνή

Σελ. 15

σύμβαση του Μόντρεαλ του 1999 για τη διεθνή αεροπορική μεταφορά επιβατών, που έχει κυρωθεί με το ν. 3006/2002.

Τέλος για την ευθύνη του αεροπορικού μεταφορέα επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος ισχύουν ο Κανονισμός 2027/1997, που τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 889/2002 και ο Κανονισμός 785/2004, που προσδιορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτων και τους όρους ασφάλισης για τους αερομεταφορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών.

Οι διατάξεις του ΑΚ και του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται συμπληρωματικά σε όλα τα παραπάνω είδη ασφαλιστικής σύμβασης, εφόσον βέβαια δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ΑσφΝ.

Συμβατικές πηγές του ασφαλιστικού δικαίου αποτελούν οι γενικοί και ειδικοί ασφαλιστικοί όροι, οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση και λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβασης και ανήκουν στην κατηγορία των Γενικών Όρων Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ).

Η λειτουργία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ρυθμιζόταν από το ν.δ 400/1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 278§ 1 ν. 4364/2016.

§ 4. Τα πρόσωπα της ασφαλιστικής σύμβασης

Ι. Ο ασφαλιστής

Ασφαλιστής είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει να καλύπτει τον κίνδυνο. Ασφαλιστές στη χώρα μας είναι ελληνικές ή αλλοδαπές ιδιωτικές επιχειρήσεις, που έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης, είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4364/2016. Υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η «Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης» (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), που ήταν Ν.Π.Δ.Δ με έδρα την Αθήνα και ασκούσε την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2§1 ν. 3229/2004 έχει καταργηθεί. Οι αρμοδιότητες εποπτείας έχουν ανατεθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος η οποία αποτελεί πλέον την Εποπτική Αρχή (άρθρο 3§10 του ν. 4364/2016).

Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση ασφάλισης κατά ζημιών ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και τη μορφή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού, που ασχολείται αποκλειστικά με ασφαλιστικές δραστηριότητες, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Στη χώρα μας ο αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός βασίζεται στη δομή και λειτουργία του αστικού συνεταιρισμού, όπου οι συνεταίροι είναι οι δέκτες της παροχής της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης. Οι κανόνες της κρατικής εποπτείας

Σελ. 16

εφαρμόζονται και στις δύο παραπάνω μορφές. Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης εφαρμόζεται και στις σχέσεις της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης με τα μέλη της/λήπτες της ασφάλισης.

Ασφάλιση μπορεί να ασκηθεί και με τη μορφή ευρωπαϊκής εταιρίας (άρθρο 14§1β ν. 4364/2016).

Επίσης η ασφαλιστική επιχείρηση ασκείται από επιχειρήσεις δημοσίου δικαίου με αποκλειστικό αντικείμενο ασφαλιστικές εργασίες και για τις θαλάσσιες ασφάλειες μέσω γραφείων αντιπροσωπείας μεσιτών Λλόυδ Λονδίνου.

Η πολύπλοκη οργάνωση και οι εγγυήσεις τις οποίες προϋποθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση έχει ως συνέπεια, ότι αυτή, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί να ασκηθεί από μεμονωμένα άτομα.

Ανώνυμη εταιρία που δεν έχει συσταθεί με σκοπό την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών δεν επιτρέπεται να συνάψει σύμβαση ασφάλισης με την ιδιότητα του ασφαλιστή. Σε περίπτωση που συνάψει ασφαλιστική σύμβαση, η σύμβαση αυτή δεν αντιμετωπίζεται από το νόμο ως ασφαλιστική σύμβαση. Είναι άκυρη ως τέτοια. Ισχύει όμως, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ως «ανώνυμη» ενοχική σύμβαση – σύμβαση ανάληψης υποχρεώσεων, η οποία διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ καθώς και από τις ίδιες ακριβώς διατάξεις και συμβατικούς όρους, που περιλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση. Οι διατάξεις για την ασφαλιστική σύμβαση εφαρμόζονται αναλογικά και όχι άμεσα.

Η ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης δεν μπορεί να προταθεί κατά του καλόπιστου συναλλασσόμενου, ο οποίος με την επέλευση του κινδύνου δικαιούται να εμμείνει στη σύμβαση και να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος.

1. Χορήγηση άδειας

Η ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την Εποπτική Αρχή είτε για άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε για άσκηση ασφαλίσεων ζωής (άρθρο 11 §1 ν. 4364/2016). Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι κίνδυνοι και οι κλάδοι ασφάλισης τους οποίους μπορεί να ασκεί η επιχείρηση (άρθρο 1§2 ν. 4364/2016). Επιχείρηση που έλαβε άδεια λειτουργίας για ένα κλάδο ή ομάδα κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν μπορεί να καλύπτει κινδύνους

Σελ. 17

που περιλαμβάνονται σε άλλον κλάδο ασφάλισης, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενων κινδύνων (άρθρο 13§1 ν. 4364/2016).

Για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών χορηγείται άδεια είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες κατά ζημιών είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες ζωής, είτε ενιαία για όλα τα είδη αντασφαλιστικών εργασιών.

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο όλων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, είτε έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα είτε παρέχουν τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υπηρεσίες τους με καθεστώς εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής (άρθρο 11§7 εδ.α ν. 4364/2016).

Οι προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση προβλέπονται στο άρθρο 14§ 1 ν. 4364/2016 και είναι οι παρακάτω αναφερόμενες: α) η επιχείρηση να έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση στην Ελλάδα β) να έχει τη μορφή της ΑΕ ή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού γ) να έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες ασφάλισης, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Η αντασφαλιστική επιχείρηση να έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες αντασφάλισης και σχετιζόμενες εργασίες δ) πρέπει η επιχείρηση να υποβάλει στην Εποπτική Αρχή το καταστατικό της και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της ε) να παρέχει αποδείξεις στην Εποπτική Αρχή ότι διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ότι είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, ώστε να καλύπτουν πλήρως την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ του ν. 4364/2016 και τέλος στ) να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.

2. Ανάκληση της άδειας

Η άδεια που χορηγήθηκε σε μια επιχείρηση μπορεί να ανακληθεί (άρθρο 114 §1 ν. 4364/2016) εφόσον: α) η επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα σε 12 μήνες από τη χορήγησή της ή αν παραιτηθεί ρητά από αυτή ή παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 6μήνου, εκτός και αν η απόφαση αδειοδότησης προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, λήγει αυτοδίκαια η ισχύς της άδειας, β) η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης της άδειας, γ) η επιχείρηση παραβιάζει τις κάθε είδους υποχρεώσεις της, που προκύπτουν από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν

Σελ. 18

λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (άρθρο 114 §1, εδ. γ, ν. 4364/2016)

Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις Εποπτικές Αρχές των άλλων κρατών – μελών, για να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους (άρθρο 114 §2, εδ. α, ν. 4364/2016).

Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση (άρθρο 114 §3 ν. 4364/2016).

Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας, ανακαλείται αυτοδίκαια η άδεια σύστασης της ασφαλιστικής επιχείρησης και επέρχεται η λύση της (άρθρο 114 §4 ν. 4364/2016).

3. Εποπτεία

Η ιδιωτική ασφάλιση συγκαταλέγεται στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μαζί με τις τραπεζικές και τις επενδυτικές υπηρεσίες. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται σε εποπτεία πλέον από την Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία έχουν ανατεθεί όλες οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία καταργήθηκε με το ν. 3867/2010. Αρμόδια Ελληνική Εποπτική Αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατέθηκε το έργο της εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 3 §10 ν. 4364/2016).

Η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων, διασφαλίζει τη διαρκεί συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, καθ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους ως την εκκαθάρισή τους και κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών τους, είτε αυτές παρέχονται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις είτε από τους συνεργαζόμενους με αυτές ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές.

Η άσκηση της εποπτείας διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας, της διαφάνειας, της εμπιστευτικότητας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 19 και 21 ν. 4364/2016.

Σκοπός της εποπτείας είναι η προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων των απαιτήσεων από ασφάλιση.

 

Σελ. 19

ΙΙ. Αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή

Το άλλο συμβαλλόμενο μέρος στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο ή ο λήπτης της ασφάλισης κατά το άρθρο 1 § 1 του ασφαλιστικού νόμου 2496/1997, (ΑσφΝ). Είναι το πρόσωπο το οποίο καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή και υποχρεώνεται συμβατικά να καταβάλει το ασφάλιστρο.

Ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή μπορεί να είναι συγχρόνως και ασφαλισμένος και δικαιούχος του ασφαλίσματος. Αλλά οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν συμπίπτουν πάντοτε.

Ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Το πρόσωπο αυτό, στη μεν ασφάλιση ζημίας ενεργητικού, είναι ο ζημιούμενος φορέας του ασφαλισμένου συμφέροντος, στη δε ασφάλιση παθητικού ο ζημιούμενος από τη δημιουργία χρεών ή άλλων παθητικών στοιχείων στην περιουσία του. Κατά κανόνα στην ασφάλιση ζημίας λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος είναι το ίδιο πρόσωπο. Είναι δυνατόν όμως να είναι και διαφορετικά πρόσωπα, δηλαδή άλλος να είναι ο λήπτης και άλλος ο ασφαλισμένος, οπότε πρόκειται για ασφάλιση για λογαριασμό τρίτου, που είναι μια μορφή σύμβασης υπέρ τρίτου (άρθ.9§1 ΑσφΝ).

Στην ασφάλιση ποσού ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο που κινδυνεύει από την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου π.χ. το πρόσωπο που κινδυνεύει να πεθάνει, να αρρωστήσει ή να πάθει ατύχημα. Το πρόσωπο αυτό είναι συνήθως και λήπτης της ασφάλισης, αλλά μπορεί να είναι και διαφορετικό πρόσωπο.

Δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι το πρόσωπο, το οποίο δικαιούται να εισπράξει το ασφάλισμα, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση.

Στην ασφάλιση ζημίας, που διέπεται από την αποζημιωτική αρχή, την ασφαλιστική αποζημίωση δικαιούται να εισπράξει αυτός που έπαθε τη ζημία, δηλαδή ο ασφαλισμένος.

Αντίθετα στην ασφάλιση ποσού ασφαλισμένος και δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι συνήθως διαφορετικά πρόσωπα. Ιδίως στην ασφάλιση ζωής, στην περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να κατονομάσει στο ασφαλιστήριο ένα τρίτο πρόσωπο ως δικαιούχο του ασφαλίσματος, διαφορετικά δικαιούχοι είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του ασφαλισμένου, εφόσον το ασφάλισμα μετά το θάνατό του περιέρχεται στην κληρονομιαία περιουσία του και μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του κατά το ποσοστό της κληρονομικής μερίδας του καθενός.

 

Σελ. 20

ΙΙΙ. Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές-διανομείς

1. Γενικά

Προκειμένου να καταρτιστεί μια ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του ασφαλιστή και του ενδιαφερόμενου να ασφαλιστεί διαμεσολαβούν τρίτα πρόσωπα, τα οποία προωθούν τα ασφαλιστικά προϊόντα. Τα πρόσωπα αυτά είναι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές- διανομείς.

Μετά την ενσωμάτωση με το ν. 4364/2016 των Οδηγιών SOLVENCY II (2009/138/EK) και OMNIBUS II (2014/138/ΕΚ) για την αναβάθμιση της φερεγγυότητας και της οργανωτικής δομής των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, στην εθνική μας έννομη τάξη, ήρθε η σειρά της αναδιοργάνωσης της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης (διανομής) με την Οδηγία IDD (Insurance Distribution Directive) 2016/97/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 4583/2018 για την ασφαλιστική διανομή. Έτσι εισήχθηκε ένα νέο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, που κατήργησε τα προηγούμενα νομοθετήματα και κωδικοποίησε στην ουσία το δίκαιο της ασφαλιστικής διανομής.

Η οδηγία 2002/92/ΕΚ είχε θέσει το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης στο χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης, σε όλη την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο με το π.δ. 190/2006, τροποποιώντας το ν. 1569/1985 «για τη διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης» και το π.δ. 298/1986 «για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών». Πλέον τα παραπάνω νομοθετήματα έχουν καταργηθεί με το άρθρο 47 του νέου ν. 4583/2018.

Σύμφωνα με το π.δ. 190/2006 τα πρόσωπα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης διακρίνονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και τους συνδεδεμένους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Ο νέος νόμος διακρίνει τους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων, σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που ασκούν ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, στο πλαίσιο μιας άλλης κύριας δραστηριότητας.

Σελ. 21

Κατά το ν. 1569/1985 γινόταν διάκριση των προσώπων που ασκούσαν ασφαλιστική διαμεσολάβηση σε ασφαλιστικούς πράκτορες, μεσίτες ασφαλίσεων, ασφαλιστικούς συμβούλους και συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων.

Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής σύμφωνα με το νέο νόμο 4583/2018, είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.

Η έννοια της διανομής, κεντρικής σημασίας για το ασφαλιστικό δίκαιο, διευρύνεται και περιλαμβάνει όλα τα κανάλια διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, ακόμη και αυτών που πωλούνται απευθείας από την ασφαλιστική επιχείρηση καθώς και περιπτώσεις σύγκρισης τιμών μέσα από ιστοσελίδες. Στην διευρυμένη έννοια της διανομής περιλαμβάνονται τα πάντα, από την παροχή συμβουλών, την πρόταση ή διενέργεια προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της σύμβασης, τη σύναψη της σύμβασης, μέχρι και την παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση της σύμβασης. Επίσης ως διανομή νοείται, για πρώτη φορά, και η μέσω ιστότοπου παροχή πληροφοριών σχετικών με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις, η παροχή πληροφοριών που έχουν στόχο τη σύγκριση τιμών και ασφαλιστικών προϊόντων και η παροχή πληροφοριών σχετικών με παρεχόμενες εκπτώσεις στην τιμή των ασφαλίστρων καθώς και τις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση τέτοιων εκπτώσεων.

Στόχος του νέου νομοθετικού πλαισίου δεν είναι μόνο τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν για την προώθηση του ασφαλιστικού προϊόντος αλλά και η αναβάθμιση της προστασίας του αποδέκτη υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλισης, έτσι ώστε οι καταναλωτές, ανεξάρτητα από το δίκτυο διανομής που χρησιμοποίησαν, να προστατεύονται το ίδιο.

Όλες οι κατηγορίες ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που ασκούν κύρια δραστηριότητα αντιμετωπίζονται το ίδιο όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους πελάτες τους και την αποζημίωσή τους σε περίπτωση επαγγελματικής αστικής ευθύνης τους.

Η ασφαλιστική διαμεσολάβηση μπορεί να ασκηθεί και από διανομείς, που κατάγονται από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε είτε με τη μορφή της ελεύθερης εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Στο νέο νόμο ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, ο έλεγχος, η εποπτεία, καθώς και η κατανομή των αρμοδιοτήτων και της συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, όπως και τα μέτρα αντιμετώπισης τυχόν διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν. Οι διανομείς, που κατάγονται από άλλο κράτος μέλος και ασκούν την ασφαλιστική διαμεσολάβηση στη χώρα μας, υπόκεινται στις διατάξεις της ελληνικής ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή, για την προστασία του γενικού συμφέροντος.

Back to Top