ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Αναμνηστικός τόμος
- Έκδοση: 2023
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 1496
- ISBN: 978-618-08-0064-7
Ο Αναμνηστικός Τόμος «Συνομιλώντας με τον Καθηγητή Γεώργιο Μιχαλόπουλο για το Δίκαιο της Επιχείρησης» αφιερώνεται στην μνήμη του Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Γεωργίου Ν. Μιχαλόπουλου. Περιλαμβάνει 75 προσφορές Καθηγητών των Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων της χώρας με συναφές αντικείμενο και στενών συνεργατών του, με τις οποίες τιμούν το έργο και τη συμβολή του στο Πανεπιστήμιο και την επιστήμη του Εμπορικού Δικαίου εν γένει. Οι δύο πρώτες συμβολές των Ε. Περάκη και Ν. Ρόκα σκιαγραφούν την χαρισματική προσωπικότητα, το ήθος, την ευρεία καλλιέργεια, την έμφυτη ευγένειά του, καθώς και την βαθιά γνώση του Εμπορικού Δικαίου, όπως αποτυπώνονται στο ανεξίτηλο στίγμα που άφησε στην ελληνική νομική επιστήμη.
Οι συμβολές διαρθρώνονται σε τέσσερις βασικές ενότητες που αφορούν τα στάδια της ζωής της επιχείρησης, ως ακολούθως:
α) Έναρξη και Περιβάλλον της επιχειρηματικής δράσης,
β) Χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δράσης,
γ) Λειτουργία της Επιχείρησης,
δ) Αφερεγγυότητα της Επιχείρησης.
Ο θεματικός αυτός προσανατολισμός υπηρετεί την ειλικρινή προσδοκία να καταστήσει τον εν λόγω Συλλογικό Τόμο χρηστικό, να παραμείνει ανοικτό στα σπουδαστήρια και τα γραφεία των ερευνητών και των εφαρμοστών του δικαίου, καθώς και να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό των φοιτητών.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
Γιώργος Μιχαλόπουλος – ο Φίλος 1
Ευάγγελος Περάκης
Το έργο του Καθηγητή Γεώργιου Μιχαλόπουλου 6
Νικόλαος Κ. Ρόκας
Α. Έναρξη και περιβάλλον της επιχειρηματικής δράσης
Η ερμηνεία των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου 13
Γιάννης Ε. Βελέντζας
Σκέψεις/Επισημάνσεις ως προς την έννοια, τη λειτουργία, το αντικείμενο
και τη φύση της «Αυτόνομης Ερμηνείας» του Ενωσιακού Δικαίου
υπό το πρίσμα των Κλασικών Μεθόδων Ερμηνείας 50
Νικόλαος Καν. Κλαμαρής
Η διασυνοριακή εμπορική δημοσιότητα των εταιριών 71
Αθανάσιος Παΐζης
H εισαγωγή του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα στην Ελλάδα 83
Ευάγγελος Περάκης
Η τάση της νομολογίας να παρέχει προστασία πέραν της θεσμοθετημένης,
ειδικότερα στις εμπορικές συναλλαγές 94
Νικόλαος Κ. Ρόκας
Νέος Κώδικας Δεοντολογίας της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών
και Ταχυδρομείων (E.E.T.T.) για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών
επικοινωνιών στους καταναλωτές 114
Αριστέα Σινανιώτη-Μαρούδη
Εμπορική δημοσιότητα στις προσωπικές εμπορικές εταιρίες 135
Γεώργιος Σωτηρόπουλος
Κατάχρηση αγοράς και ενέργεια: από τη χρηματιστηριακή μετεξέλιξη
στην ενεργειακή κρίση 162
Χριστίνα Ι. Ταρνανίδου
Σκέψεις για το κυπριακό εταιρικό δίκαιο 185
Νικήτας Χατζημιχαήλ
Η ενδοενωσιακή άσκηση εμπορίας:
Μια ιστορική αναδρομή 197
Βασίλειος Χριστιανός
Οικονομική ανάπτυξη και εταιρικό δίκαιο 204
Χρήστος Χρυσάνθης
Β. Χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δράσης
Η ασφαλιστική κάλυψη των Τραπεζών μέσα από τα ασφαλιστήρια Bankers’
Blanket Bonds 225
Mάνθα Γρηγ. Βαρελά
Έλλειψη νομιμοποίησης εταιρίας διαχείρισης να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση εξαιτίας της εκ νέου αποκτήσεως του μη εξυπηρετούμενου δανείου
από ημεδαπή τράπεζα 243
Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος
Δημοσιότητα της εκχώρησης και προστασία του οφειλέτη.
Με αφορμή το άρθρο 10 §§ 9 και 10 του Ν 3156/2003 για την τιτλοποίηση
απαιτήσεων και τις ΑΠ 1050/2021 και 909/2021 253
Γεώργιος Λαδογιάννης
Η διατραπεζική διάθεση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατά τον Αστικό
Κώδικα και τον Ν 4354/2015 270
Δημήτρης Χ. Λιάππης / Χρήστος Βλ. Γκόρτσος
Δεσμευτικότητα των κατευθυντήριων γραμμών των ESAs και πρόσφατη
νομολογία του ΔΕΕ 290
Χριστίνα Λιβαδά
Open Banking v. Open Finance. Σύγχρονες Προκλήσεις Ανοικτής Τραπεζικής,
Ανοικτής Χρηματοδότησης και Ανοικτής Ασφάλισης 306
Αλεξάνδρα Π. Μικρουλέα
Ηλεκτρονική τραπεζική απάτη – Κατανομή κινδύνου και βάρος απόδειξης 369
Άγγελος Π. Μπώλος
Λειτουργία και νομική φύση των Αποκεντρωμένων Αυτόνομων Οργανισμών
(Decentralized Autonomous Organizations) 389
Ιωάννης Παπαδημόπουλος
Διακοπή της παραγραφής της αξιώσεως κατά του -ευθυνόμενου
ως αυτοφειλέτη (ΑΚ 857)- εγγυητή 406
Παναγιώτης Παπανικολάου
Συνεταιριστικές τράπεζες στο σύγχρονο νομικό και οικονομικό περιβάλλον 414
Έφη Τζίβα
Μεταβίβαση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις μεταξύ πιστωτικών
ιδρυμάτων 428
Ζαφείριος Ν. Τσολακίδης
Νοείται αρνητικός τόκος στη σύμβαση (τραπεζικού) δανείου; Μια κατάδυση
στη φύση της τοκικής ενοχής 439
Χρήστος Σ. Χασάπης
Η κεντρική τράπεζα ως Ιανός; Νομισματική και ρυθμιστική αρμοδιότητα
στο παράδειγμα της απόφασης Banka Slovenije του ΔικΕΕ 474
Γιώργος Ψαρουδάκης
«Τραπεζιτικά» συμφέροντα και σύγχρονη -ιδίως, πτωχευτική- νομοθεσία 488
Σπύρος Ψυχομάνης
Γ. Λειτουργία της Επιχείρησης
Προοπτικές προστασίας των καταναλωτών μετά τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/2065
σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών 501
Ελίζα Αλεξανδρίδου
Το σημείο διεπαφής σήματος και ευρεσιτεχνίας: Το απόλυτο απαράδεκτο
του άρθρου 4 παρ. 1 περ. ε΄ στ. (ββ) Ν 4679/2020 518
Ρήγας Γιοβαννόπουλος
Αστική ευθύνη για ζημία προκαλούμενη από τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης.
Βάρος απόδειξης της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας 539
Ευγενία Δακορώνια
Η διακυβέρνηση της καταλληλότητας (suitability) του Διοικητικού Συμβουλίου
πιστωτικών ιδρυμάτων και τα σύγχρονα θέματα συμμόρφωσης 551
Πάνος Δασμάνογλου
Ελεύθερος ανταγωνισμός στα κατασκευαστικά έργα της αρχαιότητας: διαγωνισμοί, συμβάσεις, κοινοπραξίες, εγγυητές, αστική ευθύνη και καρτέλ 566
Αθηνά Α. Δημοπούλου
Η τεχνητή νοημοσύνη, οι επιχειρηματικές πλατφόρμες και το νέο πλαίσιο
ανταγωνισμού 586
Καλλιόπη Καλαμπούκα
Υποχρεώσεις και ευθύνη πολυεθνικών ομίλων επιχειρήσεων για παραβάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για περιβαλλοντικές ζημίες σύμφωνα
με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της ΕΕ 603
Απόστολος Καραγκουνίδης
Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων στη συγχώνευση και στη διάσπαση εταιριών 651
Ιωάννης Ε. Λιναρίτης
Μερικές παρατηρήσεις στον κίνδυνο σύγχυσης και στα διδάγματα της κοινής πείρας - εμπειρική και δεοντική προσέγγιση στο δίκαιο των διακριτικών γνωρισμάτων 692
Μιχ.-Θεοδ. Δ. Μαρίνος
Η επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ 705
Μιχαήλ Γ. Μαρκουλάκης
Η ισχύς του ετερόρρυθμου εταίρου στη διοίκηση της εταιρίας 719
Χρήστος Μαστροκώστας
Εργολαβικές αναθέσεις ως λανθάνουσα προσωρινή απασχόληση 727
Κωστής Μπακόπουλος
Η δίκαιη και ισορροπημένη εκπροσώπηση στην Οδηγία 2014/26/ΕΕ
και τον Ν 4481/2017 ως κανόνας εταιρικής οργάνωσης 744
Γιώργος Ι. Μπαμπέτας
Διαχειριστικός έλεγχος στην ΑΕ και ευθύνη των ορκωτών ελεγκτών λογιστών
και ελεγκτικών εταιριών 755
Παναγιώτης Κ. Παναγιώτου / Οδυσσέας Γ. Σπηλιόπουλος
Η σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και το δίκαιο του ελεύθερου
ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη 776
Κώστας Δ. Παπαδημητρίου
Η μετά τον θάνατο του εταίρου συνέχιση προσωπικής εταιρίας μεταξύ
των επιζώντων εταίρων και των κληρονόμων του θανόντος. Δήλωση
του κληρονόμου περί μεταβολής της ιδιότητάς του ως ομόρρυθμου εταίρου
(άρθρο 265 Ν 4072/2012) 790
Δήμητρα Παπαδοπούλου - Κλαμαρή
Πληρεξούσιοι Σύμβουλοι (Proxy Advisors). Η παροχή συμβούλων
για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου μεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης
και σύγκρουσης συμφερόντων 810
Γιώργος Θ. Παπαχρήστου
Μπορεί η επιδίκαση αποζημίωσης από εθνικό δικαστήριο να συνιστά
κρατική ενίσχυση κατά το ενωσιακό δίκαιο;
Παρουσίαση και ανάλυση της καθοριστικής απόφασης του ΔΕΕ
επί των υποθέσεων Dobeles Hes SIA και GM SIA (C-702/20 και C-17/21) 847
Μανώλης Περάκης
Συμμετοχή και ψήφος μη μετόχου σε ΓΣ ΑΕ βάσει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων
και επίδραση της αντίθετης τελεσίδικης διάγνωσης στο κύρος της απόφασης της ΓΣ.
Ως προς το συμβατό της σχετικής αρεοπαγιτικής νομολογίας (ΟλΑΠ 497/1978 και
ΑΠ 1340/2017) προς τις περί δημοσιότητας και των αποτελεσμάτων αυτής διατάξεις
του ΚΝ 2190/1920 και του ενωσιακού εταιρικού δικαίου (οδηγία 68/151/ΕΟΚ) 861
Ηλίας Ευρ. Σουφλερός
Συγκρούσεις συμφερόντων και δικαιώματα μετόχου ενεχυριασμένης μετοχής ΑΕ 895
Αλέξανδρος Π. Σπυρίδωνος
Πόσο σοβαρά απειλούνται οι όμιλοι επιχειρήσεων από το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού; 927
Δημήτρης Ν. Τζουγανάτος
Σκέψεις σχετικά με την κήρυξη εκπτώτου διοικητικού συμβουλίου νομικού
προσώπου και τον ορισμό προσωρινής διοίκησης 943
Βασίλειος Δ. Τουντόπουλος
Ο Κανονισμός 2015/848 στην post Brexit εποχή 962
Γεώργιος Τριανταφυλλάκης
Επίδοση διαταγής πληρωμής σε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, το οποίο διατηρεί υποκατάστημα στην ημεδαπή έννομη τάξη 980
Δημήτριος Α. Τσικρικάς
Δ. Αφερεγγυότητα της Επιχείρησης
Η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης από επιχείρηση σε διαδικασία αφερεγγυότητας 991
Λία Ι. Αθανασίου
Η σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη 1011
Δημήτρης Κ. Αυγητίδης
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών υπό τις διατάξεις του Ν 4738/2020 1030
Ιάκωβος Βενιέρης
Διαχείριση κεφαλαιουχικών εταιριών στο προπτωχευτικό στάδιο 1057
Νικόλαος Βερβεσός
Χρειάζεται το κληρονομικό μας δίκαιο αναμόρφωση;
Δικαιοπολιτικές προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό του κληρονομικού δικαίου 1085
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης
Η αρχή και το τέλος της ειδικής εκκαθάρισης εμπορικών επιχειρήσεων
στο ελληνικό δίκαιο αφερεγγυότητας 1111
Βασίλης Α. Δούβλης
Οι «εκκρεμείς και διαρκείς» συμβάσεις στην πτώχευση 1134
Ελένη Καραμανάκου
Η νομιμοποίηση των Εταιρειών Διαχειρίσεως Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) για την επίσπευση δικαστικών ενεργειών και τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 10 § 14
του Ν 3156/2003 και 2 § 4 του Ν 4354/2015 1152
Νικόλαος Μ. Κατηφόρης
Υποκειμενικές προϋποθέσεις στο πρόσωπο του οφειλέτη για την υπαγωγή του
στη διαδικασία εξυγιάνσεως του Ν 4738/2020 1163
Θεόδωρος Γ. Κατσάς
Εμπράγματες ασφάλειες επί ενιαίων δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας της ΕΕ.
Συγχρόνως συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 15 του Κανονισμού 2015/848 1181
Έφη Ι. Κινινή
Πτώχευσις και διαιτησία 1200
Παναγιώτης Η. Κολοτούρος
Το εφαρμοστέο δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης στο πλαίσιο του Κανονισμού
2015/848 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ζητήματα ερμηνείας και
εφαρμογής του άρθρου 16 1217
Θεόδωρος Χ. Κουλουριάνος
Ζητήματα εργασιακών σχέσεων στον ΚΑφ (Ν 4738/2020) 1240
Δημήτριος Ν. Λαδάς
Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής λύσης της ανώνυμης
εταιρείας 1266
Γεώργιος Λέκκας
Εκκρεμείς συμβάσεις στην πτώχευση: Η οπτική του Γαλλικού Δικαίου 1278
Ε. Π. Μαστρομανώλης
Η δουλεία λόγω χρεών από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα 1301
Γιώργος Μεντής
Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων και η ψευδοερμηνευτική διάταξη του
άρθρου 43 Ν 4715/2020 1312
Δημήτριος Κ. Μηχιώτης
Κέντρο κυρίων συμφερόντων φυσικών προσώπων σύμφωνα με τον [Αναδιατυπωμένο] Ευρωπαϊκό Κανονισμό 848/2015 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας.
Νομολογία ΔΕΕ και αγγλικών δικαστηρίων 1330
Ελίνα Μουσταΐρα
Η συμφωνία εξυγιάνσεως - η συμμετοχή στη συμφωνία του Δημοσίου
και των Φορέων Κοινωνικής Ασφαλίσεως 1338
Γεώργιος Ορφανίδης
De lege lata και de lege ferenda ρυθμίσεις στην αναγκαστική εκτέλεση
με αφορμή τον Ν 4842/2021 1366
Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος
Διαφορές από λύση «συντροφιών» και προβλήματα ρευστότητας
στην Κωνσταντινούπολη του 14ου αιώνα 1376
Ελευθερία Παπαγιάννη
Επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης ύστερα από προηγούμενη (αποτυχημένη)
εξυγίανση 1386
Αλέξανδρος Ν. Ρόκας
Η απόσπαση εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι επιπτώσεις της
στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων 1399
Ιωάννης Σκανδάλης
Η προβληματική της προσωρινής διοίκησης (Διοικητικού Συμβουλίου
και Εκκαθαριστών) κατά τα άρθρα 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ της ανώνυμης εταιρίας 1421
Θεμιστοκλής Κ. Σκούρας
Η επίδραση της διασυνοριακής αφερεγγυότητας της OW Bunker
στην εκμετάλλευση του πλοίου και οι εξασφαλίσεις της ναυτικής απαίτησης
από την προμήθεια καυσίμων 1438
Τριαντάφυλλος Σταυρακίδης
Εξυγίανση ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η ανάγκη ομοιόμορφης ρύθμισης
στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Πρόταση Οδηγίας για την ανάκαμψη
και εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων 1461
Δημήτριος Φ. Χριστοδούλου
Σελ. 1
Γιώργος Μιχαλόπουλος – ο Φίλος
Ευάγγελος Περάκης
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
L’hiver avait été assez rude cette année-la et, le col relevé, il marchait à la recherche d’une avenue qui n’existait pas. Et cela pour l’éternité.
Patrick Modiano, Souvenir dormants (2017)
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Υπήρχε η προσδοκία, πάνω από ένα χρόνο από τότε που μας άφησε ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, να έχουμε κάπως αποστασιοποιηθεί από το γεγονός και με μεγαλύτερα ψυχραιμία και νηφαλιότητα να μπορέσουμε να προβούμε σε μια παρουσίαση της προσωπικότητάς του και αποτίμηση του έργου του. Η – ακόμη καλύτερα – να συνομιλήσουμε με το Γιώργο, όπως αναγγέλλει το πρόγραμμα της ημερίδας. Η φιλοδοξία αυτή όμως υπερβαίνει το μέγεθος της απουσίας του αγαπημένου μας Φίλου. Η απόσταση του χρόνου δεν έχει φέρει μια τέτοια καταλλαγή με την πραγματικότητα. Η οδύνη εξακολουθεί να είναι μεγάλη και η ψύχραιμη ανάμνηση περίπου αδύνατη.
Συνεπώς όσα λεχθούν σήμερα θα φέρουν τη σφραγίδα μιας υποτονικής «συνομιλίας». Δεν θα κάνω κάποιο απολογισμό και αποτίμηση του έργου του Γ.Μ., ίσως αυτό θα το επιχειρήσουν οι επόμενοι ομιλητές, απλώς θα θυμίσω ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας του Φίλου Γ.Μ., που είναι χαραγμένες στο μνημονικό μας, ατομικό και συλλογικό, και ζητώ την κατανόησή σας αν κατά τη ροή του λόγου χρησιμοποιήσω σε κάποια σημεία πρώτο πρόσωπο ενικού.
Μια μόνο σύντομη παρατήρηση όχι για το έργο, αλλά για το λόγο του Γ.Μ., γραπτό και προφορικό. Ο λόγος του Γ.Μ. είχε ακρίβεια και χάρη. Ο Γ.Μ. είχε πάντοτε τη δική του άποψη, που συχνά με εντυπωσίαζε, ορισμένες φορές μάλιστα με ξάφνιαζε, γιατί μπορούσε να διατυπώσει με συντομία μια ιδέα που εμπλούτιζε τη συζήτηση. Μου είχε κάνει εντύπωση π.χ. η εξήγηση της δυνατότητας συμψηφισμού στην πτώχευση, μιας δυσεξήγητης πράγματι δυνατότητας, με το
Σελ. 2
λακωνικό επιχείρημα ότι ο συμψηφισμός μας προσανατολίζει σε μια «ενσωματωμένη εξυγιαντική διάσταση». Πολλές άλλες ιδέες του αξίζει να κρατηθούν. Θεωρώ ότι ο Γ.Μ. διείδε τη μέγιστη αντίφαση του ΠτΔ, ότι κάθε πτωχευτικό σύστημα που σέβεται την αποστολή του οφείλει να προβλέπει διαδικασίες αυτοαποτροπής και αυτοαναίρεσής του. Γενικά συναντά κανείς φράσεις σύντομες και σοφές, που λένε πολλά και που γοητεύουν. Π.χ. ότι η ειδική μετοχή του Δημοσίου ως εργαλείο χειραγωγούμενης ιδιωτικοποίησης συνιστά διείσδυση χαρακτηριστικών δημόσιας ή δημοσιοποιημένης επιχείρησης· ότι το πρόβλημα της μονοπρόσωπης εταιρίας δεν είναι λογιστικό αλλά ουσιαστικό, αφού η ανυπαρξία εισφορών ματαιώνει την εταιρική δράση· ότι οι εξωεταιρικές συμβάσεις κινούνται «από το άχρωμο μιας ενσυνείδητης τυπικότητας […] στις συμβατικές αποχρώσεις που αναδεικνύουν προσωπικές ιδιότητες, στοιχεία εταιρικής διάθεσης και εταιρικής πίστης σε μία καταρχήν και εκ φύσεως αδιάφορη για τέτοιου είδους χρωματικές διαβαθμίσεις κεφαλαιουχική εταιρική μορφή». (Παρακαλώ κρατείστε την αναφορά στα χρώματα που έρχεται και ξανάρχεται στο λόγο του.) Ότι στο ζήτημα της παραγραφής «επιζητείται η ευθυγράμμιση του νομικού χρόνου με τον οικονομικό χρόνο, η πιεστικότητα του οποίου προηγείται». Επισημαίνω δειγματοληπτικά τις φράσεις αυτές που σαν σκέψεις μπορεί να μην είναι όλες στην ουσία τους πρωτότυπες, είναι όμως εύστοχα και όμορφα διατυπωμένες και αποδεικνύουν ότι η ωραία και άρτια εκφορά του επιστημονικού λόγου είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και ευκταία (αν όχι αναγκαία!), ακόμη και στη νομική επιστήμη.
Έρχομαι στο ζήτημα της γενικότερης στάσης του Γ.Μ. απέναντι στη νομική επιστήμη. Και πράγματι, μετά από μακροχρόνια φιλία με το Γ.Μ. συνέβη μερικές φορές να αναρωτηθώ (και το ερώτημα μπορεί να φανεί παράδοξο), αν η νομική επιστήμη τον γοήτευε πραγματικά. Πόσο δηλ. η ενασχόληση με αυτήν του πρόσφερε το δώρο ζωής, που μπορεί να δώσει η κάθε επιστήμη. Δεν είναι ότι είχα ποτέ αμφιβολίες για την ένθερμη προσήλωσή του στα νομικά. Το λέω όμως αυτό, διότι ο Μ. δεν ήταν ο άνθρωπος της μονομέρειας και της αποκλειστικότητας. Είναι γνωστή η αγάπη και η αφοσίωση που είχε στην Οικογένειά του (που είναι εδώ μαζί μας), επίσης είναι γνωστή η αγάπη που είχε για την τέχνη, τη μουσική, το καλό φαγητό. Να πω παρενθετικά ότι ο Γ. ήταν διάσημος για το μαγείρεμά του και συχνά τον πειράζαμε λέγοντας να προσθέσει στο βιογραφικό του την τέχνη της κουζίνας.
Από την άλλη μεριά θα αδικούσαμε το Γ.Μ. αν λέγαμε ότι τα νομικά ερχόντουσαν σε δεύτερη μοίρα. Ο Γ.Μ. είχε βαθιά γνώση της νομικής επιστήμης. Ήταν σε θέση να ατενίζει το τοπίο
Σελ. 3
της επιστήμης αυτής με μεράκι και να χαίρεται τα παιγνιδίσματα της ερμηνείας και της εφαρμοσμένης μεθόδου. Μου φαινόταν αυτό καθαρά, ιδίως όταν του πρότεινα (και συνέβαινε αυτό συχνά) να δει μήπως κάποια νομολογιακή άποψη που είχε υιοθετηθεί από πρόσφατη δικαστική απόφαση μπορούσε να σταθεί ή μήπως θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής ή έστω σχολιασμού. Τις περισσότερες περιπτώσεις ο Γ.Μ. ριχνόταν με όρεξη και κέφι σ’ αυτή την άσκηση, που θεωρούσε αφορμή και αντικείμενο αποδοτικού διαλόγου. Και ο σχολιασμός του ήταν πάντα ευγενής και πράος. Ο Γ.Μ. ήταν επιδέξιος σχολιαστής αποφάσεων, κάτι που στη Γαλλία αποτελεί ιδιαίτερη τέχνη των λεγόμενων arrêtistes – και επιδέξιος arrêtiste ήταν ο Γ.Μ.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα, χαιρόταν ο Γ.Μ. τη νομική επιστήμη όσο θα δικαιολογούσε η καθηγητική του ιδιότητα και το έργο που είχε παρουσιάσει; Θα δώσω μια απάντηση, που βέβαια είναι ελεγκτέα. Ο Γ.Μ. εκτιμούσε και χαιρόταν τη νομική επιστήμη, αλλά με τους όρους του. Και οι όροι του ήσαν οι όροι ενός «εστέτ». Από το έργο των άλλων αξίωνε καλή και ευφυή διατύπωση, ζητούσε την ευγένεια του διαλόγου, την καλή δομή, το ξάφνιασμα, την ωραία έκφραση. Δεν ήταν ο άνθρωπος της πολεμικής, των προσωπικών διαφωνιών, των κακόηχων φράσεων, πράγματα που θεωρούσε όχι απλώς αντιπαραγωγικά, αλλά ολωσδιόλου ανεπίτρεπτα. Ήταν επίσης μαέστρος του understatement – το σημαίνον του λόγου του ήταν λιγότερο από το σημαινόμενο, και μ’ αυτό κατάφερνε να εμποτίζει με ουσία, αλλά και με χιούμορ τη συζήτηση.
Τις προδιαγραφές αυτές όμως τις αξίωνε και από τον εαυτό του. Κυρίως αξίωνε – και παρείχε – κοσμιότητα, ευγένεια και σεμνότητα. Συνέβαινε καμιά φορά στα γραπτά του να ασκεί κριτική στο νόμο ή σε δικαστική απόφαση. Η κριτική αυτή όμως ήταν πάντοτε με μέτρο, χωρίς υψηλούς τόνους, χωρίς διάθεση απαξίωσης και με αναζήτηση δικαιολόγησης. Π.χ. ο Γ.Μ. τάχθηκε εναντίον της πρόσφατης επέκτασης της πτωχευτικής ικανότητας σε όλα τα φυσικά πρόσωπα, η γραπτή όμως απόδοση της κριτικής του ήταν προσεκτική – η διατύπωσή της ήταν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε «συζητήσιμη επιλογή». Και αν ασκούσε κριτική σε δικαστική απόφαση πρόσεχε, μήπως δεν έφταιγε η απόφαση, αλλά ο προβληματικός νόμος. Και αν η απόφαση ήταν φλύαρη, κατά το Γ.Μ. είχε «εν τούτοις την εκπαιδευτική χρησιμότητά της». Και αν η απόφαση ήταν εσφαλμένη, διότι εφάρμοσε προγενέστερο, μη ισχύον πλέον, νομοθέτημα, πάντως επέτρεπε μια σύντομη περιήγηση στις κατά καιρούς ισχύσασες πτωχευτικές ρυθμίσεις. Ο Γ.Μ. ήξερε την επιείκεια.
Ήθελε επίσης τα κείμενά του, κατά το γαλλικό πρότυπο, να έχουν ωραία δομή, ει δυνατόν με το γνωστό δυαδικό χαρακτήρα των γαλλικών μελετών (δύο μέρη, κάθε μέρος δύο κεφάλαια,
Σελ. 4
κάθε κεφάλαιο δύο τμήματα κοκ.). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό που του άρεσε στη δυαδική αυτή μορφή ήταν κυρίως η αισθητική – η εικαστική θα έλεγα – απόλαυση, ικανή να προδιαθέσει ευνοϊκά τον αναγνώστη. Η αισθητική αυτή σύνθεση ήταν το «ηχόχρωμα» που διαπερνούσε το έργο του Γ.Μ. ή οι «χρωματικές αποχρώσεις», κατά τον όρο που, όπως είδαμε, ο ίδιος χρησιμοποιούσε.
Παράδειγμα του μέτρου αισθητικής και αναζήτησης του ωραίου στα δικά του γραπτά, είναι το μικρό βιβλίο του για την προστασία των οίνων. Το ξεχωρίζω, διότι ως γευσιγνώστης αγαπούσε το καλό κρασί. Και πράγματι στο βιβλίο αυτό, με φιλοτιμία και επιμέλεια ο Γ.Μ. ερευνά τη νομική παρέμβαση της ΕΕ στον οινικό τομέα, εξηγεί την κοινοτική διάκριση σε επιτραπέζιους οίνους και οίνους ποιότητας, εκθέτει τη σχετική ελληνική νομοθεσία, ειδικότερα δε τις ενδείξεις γεωγραφικής προέλευσης οίνων, και τελικά διατυπώνει θετικά σχόλια για την νομοθεσία αυτή.
Όμως, και εδώ είναι το ενδιαφέρον, ο Μ. δεν ήθελε να αφήσει τον αναγνώστη του βιβλίου του στις άνυδρες αυτές τεχνικές λεπτομέρειες. Εδώ λοιπόν έρχεται η διόρθωση. Στην πρώτη εσωτερική σελίδα του βιβλίου, πριν τον πίνακα περιεχομένων, σχεδόν κρυμμένο, ο Μ. παραθέτει ένα ποίημα του Paul Valéry, «το χαμένο κρασί» («le vin perdu»), από την ποιητική συλλογή “Charmes”. Σημειώνω ότι η παράθεση αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη – είδα με μεγάλη ικανοποίηση ότι οι οργανωτές αυτής της ημερίδας είχαν την καλή ιδέα να προσφέρουν στο τέλος της ένα ποτήρι γαλλικό κρασί – και ας το δούμε αυτό ως παραπομπή στο βιβλίο του Γ.Μ.
Δεν είναι όμως σαφές γιατί ο Γ.Μ. διάλεξε το κρασί του Paul Valéry και όχι το κρασί άλλων Γάλλων ποιητών, που πληθωρικά έχουν τραγουδήσει τον οίνο, όπως ο Guillaume Apollinaire στη συλλογή Alcools, ή o Charles Baudelaire στα «Άνθη του Κακού» (Fleurs du Mal). Σίγουρα θα έπρεπε το κρασί να είναι από τη Γαλλία που ο Γ.Μ. λάτρευε (και να πω σε παρένθεση ότι η Γαλλία τον αγαπούσε επίσης, αφού τον αναγόρευσε διδάκτορα με επιβλέποντα τον Gilbert Parleani, που και σήμερα ακόμη δεν φείδεται ύμνων για τον εκλεκτό μαθητή του). Αλλά νομίζω, και ξαναγυρίζω στον Valéry, ότι η προτίμηση σ’ αυτόν οφείλεται σε ένα γνωστό χαρακτηριστικό του Γ.Μ., που ήταν κάποιος μελαγχολικός ρομαντισμός. Το κρασί του Baudelaire και του Apollinaire γιορτάζει και δοξάζεται σε λυτρωτικούς στίχους, το κρασί όμως του Valéry απροσδόκητα πετιέται στη θάλασσα από τον ποιητή, και χάνεται ως προσφορά στο μηδέν («le néant»). Πρόκειται για μια ποιητική περιπέτεια που μόνο ο Γ.Μ. μπορούσε να επισυνάψει σε νομικό βιβλίο.
Θα πρέπει να πω εδώ ότι η προσθήκη γαλλικών στίχων στα γραπτά του Γ.Μ. δεν ήταν μοναδική. Αρκεί να αναφέρω τους στίχους του Alfred de Musset για τη φιλία στην προμετωπίδα του βιβλίου «Το Δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας» (2020). Το αναφέρω απλώς προσθέτοντας ότι συνυπεύθυνη για τους στίχους αυτούς είναι η εδώ παρούσα συγκατασκευάστρια του βιβλίου αγαπητή κα Λία Αθανασίου, η οποία μάλιστα αποχαιρέτισε το Γιώργο με τους στίχους αυτούς τον Αύγουστο του 2021.
Σελ. 5
Ένα άλλο όμορφο χαρακτηριστικό του Γ.Μ. ήταν το μοίρασμα. Αυτά που του άρεσαν, αυτά που αγαπούσε, ήθελε να τα μοιράζεται. Πόσες φορές χτύπησε βραδυνές ώρες το τηλέφωνο με το Γ.Μ. να λέει: «Βάλτε γρήγορα την ΕΡΤ 2 έχει Γούντυ Άλλεν» (μάλιστα η συνήθης παιγνιώδης φράση του ήταν «τσακιστείτε να το δείτε»!), ή «βάλτε το κανάλι της Βουλής, έχει την άρια του φεγγαριού από τη Ρουσάλκα του Ντβόρζακ», ή «μη χάσετε την έκθεση του Δασκαλάκη στο Μπενάκη» κλπ. Έπρεπε ό,τι έβλεπε να το βλέπουν και να το χαίρονται όλοι.
Μια-δυο λέξεις ακόμη για το Γιώργο και τον Patrick Modiano, ένα από τους κορυφαίους (και δυστυχώς τελευταίους) σύγχρονους Γάλλους ρομαντικούς πεζογράφους, που ο Γ.Μ. κυριολεκτικά λάτρευε. Είχε διαβάσει όλα του τα βιβλία και με είχε μυήσει κι εμένα στον συγγραφέα αυτόν, που, αν τον διαβάσει κανείς, θα δει ότι το μελαγχολικό και ευγενικό του ύφος μοιάζει πολύ με εκείνο του Γ.Μ. Είχε όμως ο Γ.Μ. το παράπονο ότι το έργο του Modiano δεν είχε αρκετά αναγνωριστεί – ούτε καν στην ίδια τη Γαλλία. Ώσπου μια μέρα, το 2014, ο Modiano βραβεύθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Έσπευσα να πάρω τον Γ.Μ. στο τηλέφωνο για να του πω τα νέα. Ο Γ.Μ. πανηγύρισε με το δικό του τρόπο το γεγονός – συγκινήθηκε τόσο πολύ, που τον πήραν τα κλάματα. Του έκανα κι εγώ παρέα.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, θα τολμήσω ένα συμπέρασμα: Είναι αλήθεια ότι τον Γ.Μ. δεν μπορούμε να τον δούμε αποκομμένο από τη γαλλική του παιδεία (το τελευταίο του κείμενο άλλωστε αφορούσε τον «ατομικό επιχειρηματία περιορισμένης ευθύνης» του γαλλικού δικαίου). Κυρίως δε, τις γαλλικές αυτές καταβολές δεν μπορούμε να τις δούμε αποκλειστικά και μόνο ως νομικές καταβολές. Αλλά, όπως και να ‘χει, ξέρουμε όλοι ότι ο Γ.Μ. έζησε ως ευπατρίδης χωρίς σύνορα. Υπήρξε βαθιά πολιτισμένος και μορφωμένος. Με γνώση, ευαισθησία, κάποια ποιητική μελαγχολία, ευγένεια, διάθεση πειράγματος και χιούμορ (αλλά δυστυχώς και με κάποιο διαρκές άγχος, που μπόρεσε να εικονογραφήσει παραστατικά ο κ. Στέφανος Δασκαλάκης στον πίνακα του προγράμματος), με όλα αυτά λοιπόν, ο καθηγητής Γιώργος Μιχαλόπουλος μας έδωσε το παράδειγμα μιας όμορφης και ευγενούς παρουσίας, που δεν τη ζούμε συχνά και που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Σας ευχαριστώ πολύ.
Σελ. 6
Το έργο του Καθηγητή Γεώργιου Μιχαλόπουλου
Νικόλαος Κ. Ρόκας
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι,
Η σημερινή εκδήλωση που οργάνωσε η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι εκδήλωση τιμής και αγάπης στη μνήμη του αξέχαστου συνάδελφου και φίλου Γιώργου Μιχαλόπουλου. Θα ήθελα θερμά να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας στη σημερινή τελετή, με την οποία δείχνετε τον σεβασμό και την αγάπη σας προς τον εκλιπόντα. Ο Γιώργος Μιχαλόπουλος θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας για το ήθος του, την ευγένεια, την υψηλή αισθητική και την καλοσύνη του, αξίες που σπανίζουν στην εποχή μας. Γι’ αυτό η απώλειά του είναι ιδιαίτερα αισθητή και οδυνηρή. Με τον Γιώργο πορευτήκαμε μαζί στο Πανεπιστήμιο, ήδη από το 1994, οπότε εκλέχτηκε λέκτορας εμπορικού δικαίου, μια πορεία ανέφελη, χωρίς εντάσεις, με αγαστή και γόνιμη συνεργασία.
Στην σύντομη ομιλία μου θα αναφερθώ επιγραμματικά στη συμβολή του επιστημονικού του έργου στην εξέλιξη του εμπορικού δικαίου. Ο Γιώργος Μιχαλόπουλος είχε ασχοληθεί σε σειρά μονογραφιών, συγγραμμάτων, μελετών, εισηγήσεων σε συνέδρια και σχολίων στη νομολογία με όλο σχεδόν το φάσμα του εμπορικού δικαίου, ιδιαίτερα όμως με το εταιρικό και το πτωχευτικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η κομψότητα ύφους, η σαφήνεια και η συνθετική ικανότητα. Για το καταστάλαγμα των επιστημονικών του απόψεων ιδιαίτερα λάμβανε υπόψη τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των αλλοδαπών δικαίων. Κατά κανόνα επέλεγε να ασχοληθεί με θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας και με νέους θεσμούς, οι αναλύσεις του δε αυτές άνοιγαν τον δρόμο για την σωστή ερμηνεία τους. Τέτοια επίκαιρα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ήταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: καταχρηστική αξιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών, εκδοχές της εταιρικής διακυβέρνησης, μονοπρόσωπη ΕΠΕ, αποϋλοποίηση τίτλων και προπτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σε ομότιτλες μονογραφίες και μελέτες.
Στο σύγγραμμά του για την μονοπρόσωπη ΕΠΕ (1994), που είναι η πρώτη μονογραφική επεξεργασία του εισαχθέντος με το ΠΔ 279/93 θεσμού της μονοπρόσωπης ΕΠΕ, γίνεται αναφορά στα βασικά προβλήματα που δημιουργεί ο θεσμός
Σελ. 7
αυτός, όπως προβλήματα σχετικά με το ιδρυτικό στάδιο, την λειτουργία των εταιρικών οργάνων, την ευθύνη του μοναδικού εταίρου και την πτώχευση, είτε της εταιρίας είτε του μοναδικού εταίρου. Αναφέρω, ενδεικτικά, ένα απόσπασμα από το βιβλίο αυτό, στο οποίο φαίνεται η καλλιέπεια του γραψίματός του που διατρέχει όλα του τα κείμενα. Αναφέρει στη σ. 122: «Εξωγενής αναπλήρωση ματαιωθείσας φερεγγυότητας δυνατόν να επιδιώκεται με αξιοποίηση της άρσης της αυτοτέλειας του ν.π. της εταιρίας και με κατεύθυνση την μετακύλιση του καταλογισμού, στον μοναδικό εταίρο, των συνεπειών της εμπορικής δράσης της μονοπρόσωπης επε», και λίγο πιο κάτω: «Κύρια συνεισφορά της πλήρους καταξίωσής της είναι ότι η μονοπρόσωπη επε αποτελεί εταιρικό τύπο υποδοχής και τεχνική οργάνωσης του περιορισμού της ευθύνης για την ατομική ή εξατομικευόμενη (θυγατρική εταιρία) επιχείρηση» (σ. 124).
Όσον αφορά την αποϋλοποίηση μετοχών (1999), θεσμός που εισήχθη με τον Ν 2396/96 και αποτέλεσε επανάσταση στο δίκαιο των εισηγμένων εταιριών, ο γράφων αρχίζει την ανάλυσή του στο ομότιτλο βιβλίο του ως εξής: «Η συζήτηση για την αποϋλοποίηση μετοχών, δηλ. για την άρση της αξιογραφικής ενσωμάτωσης ή αλλιώς την αξιογραφική απεγχάρτωση του μετοχικού τίτλου, θα μπορούσε να φανεί σχήμα τόσο οξύμωρο όσο και η –επινενοημένη για τις ανάγκες τις υπερβολής- συζήτηση περί αξιογραφοποίησης άυλων δικαιωμάτων όπως για παράδειγμα του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας». Πέραν από την ανάλυση των επί μέρους ρυθμίσεων του νέου νόμου, στη μελέτη του αυτή αναλύονται τα ζητήματα που δημιουργεί ο νεοπαγής θεσμός στο πλαίσιο της έννομης τάξης, τα οποία συνέχονται με επί μέρους δίκαια, όπως ιδίως το δίκαιο των αξιογράφων, το δίκαιο της κεφαλαιαγοράς, το εταιρικό και το αστικό δίκαιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη στο θέμα της αστικής ευθύνης για πλημμέλειες κατά την διαδικασία ολοκλήρωσης της μεταβίβασης άυλων μετοχών.
Θα ήθελα να αναφερθώ και σε μία άλλη μελέτη του Μιχαλόπουλου, η οποία έχει ως αντικείμενο ένα πολύ ενδιαφέρον, απαιτητικό και αμφισβητούμενο ζήτημα, τον συμψηφισμό στην πτώχευση (2001), το οποίο ο γράφων, με νομική ωριμότητα, πραγματεύεται σε όλες τις προεκτάσεις του. Η ανάλυση δεν περιορίζεται στα στενά όρια του πτωχευτικού δικαίου, αλλά ξεκινά από την ρύθμιση στον ΑΚ και την βούληση των μερών και επεκτείνεται στην λειτουργία του στο εταιρικό δίκαιο, τον αλληλόχρεο λογαριασμό, στο δίκαιο της κεφαλαιαγοράς, ειδικότερα δε στη λειτουργία του πολυμερούς συμψηφισμού στις αγορές χρήματος και παραγώγων, και, βέβαια, τίθεται η προβληματική στο πτωχευτικό δίκαιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυσή του σχετικά με το αν ο συμψηφισμός συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις αρχές της πτώχευσης και ιδίως με την αρχή της ισότητας των πιστωτών. Συμπερασματικά παρατηρεί: «Ως εκ τούτου ισχύει η διαπίστωση ότι το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο δεν έχει την ευρυχωρία εκείνη που θα επέτρεπε την ακώλυτη άσκηση ουσιαστικού δικαίου… δικαιώματος, όπως είναι ο συμψηφισμός» (σ. 132). Από απόψεως νομοθετικής πολιτικής παρατηρεί τα εξής: «Όσο σταθερότερα η πτώχευση εμμένει στην προτεραιότητα ικανοποίησης των πιστωτών κατ’ αποκλεισμό κάθε εξυγιαντικής διάθεσης… τόσο πειστικότερα θα αναδεικνύεται το αίτημα για μια ανεκτικότερη αποδοχή της ενέργειας του συμψηφισμού στην πτώχευση (σ. 133). ….Όσο όμως ανατρεπτικότερα η νομοθετική προτίμηση θα κατευθύνεται προς την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της πτώχευσης με πρόταξη την εξυγιαντική διάστασή της…, τόσο περισσότερο θα προβάλλουν αφενός η αναγκαιότητα της προβλέψιμης πραγματικής καταβολής και αφετέρου
Σελ. 8
το όφελος από την αποκατάσταση του ενεργητικού της (πτωχευτικής) περιουσίας με βάση την οποία θα κινηθεί και θα αναπτυχθεί η εξυγίανση (σ. 135)».
Τον Μιχαλόπουλο απασχολεί έντονα η εξυγιαντική κατεύθυνση του πτωχευτικού δικαίου. Σε μία πρωτοποριακή μελέτη του, δημοσιευμένη το 1985, εντοπίζει την τάση του αναπροσανατολισμού του πτωχευτικού δικαίου (ΕΕμπΔ 1985, 37). Έχοντας υπόψη και τις εξελίξεις στο γαλλικό δίκαιο, παρατηρεί ότι: «Η συνέχιση μιας βιώσιμης επιχείρησης προηγείται της άμεσης ικανοποίησης των πιστωτών, εφόσον μάλιστα η διάρκεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας οριοθετεί ασφαλέστερα τα δικαιώματά τους». Η θεραπεία που επιτυγχάνει το πτωχευτικό δίκαιο, αναβαπτισμένο, πλέον, με τη στόχευση της εξυγίανσης, είναι θεραπεία εσωτερική, όπως τη χαρακτηρίζει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η εξωτερική συνδρομή, όταν η προβληματική επιχείρηση εξαγοράζεται από μία υγιή επιχείρηση. Ανατρέχοντας σε αυτή τη δημοσίευση, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η σκέψη του να επεκταθεί το καθεστώς της συγχώνευσης, πέραν των Ανωνύμων Εταιριών, σε κάθε εταιρικό τύπο, ακόμη και στις ατομικές επιχειρήσεις, με σκοπό και την εξυγίανσή τους. Και πράγματι, τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας αποτελούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για τις οποίες, δυστυχώς, το δίκαιο πτώχευσης και εξυγίανσης δεν εφαρμόζεται ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη χώρα μας.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2007, εισάγεται ο Πτωχευτικός Κώδικας. Ο Μιχαλόπουλος, συνεπής προς τις απόψεις που εξέφραζε διαχρονικά, υποδέχεται ευμενώς όλα τα νέα εργαλεία του νόμου που εισφέρουν στην «αποδραματοποίηση της πτώχευσης», όπως την χαρακτηρίζει (ΕΕμπΔ 2009, 729= Τιμ. Τόμ. Ν. Ρόκα). Πρόκειται για τους θεσμούς της συνδιαλλαγής, του σχεδίου αναδιοργάνωσης, της δυνατότητας διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη, της διατήρησης της μεταπτωχευτικής περιουσίας, καθώς και της πτωχευτικής αποκατάστασης. Ακολούθησε η δεκαετής οικονομική κρίση, και οι αναρίθμητες τροποποιήσεις και μεταπτώσεις στην πτωχευτική και παρα-πτωχευτική νομοθεσία. Η μέχρι το 2013 εξέλιξη αποτυπώνεται στη μονογραφία του για τις προπτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας που εισήχθησαν στον ΠτωχΚ του 2007 με τους Ν 4013/2011 και 4072/2012 (2013). Σωστά επισημαίνει ο γράφων στο πρωτοποριακό αυτό σύγγραμμά του ότι: «Η συνεισφορά της εξυγίανσης, προπτωχευτικής και ενδοπτωχευτικής, στην αντιμετώπιση της εμπορικής αφερεγγυότητας και των συνεπειών της καταλαμβάνει κάθε φορά την έκταση που της επιτρέπει η ποιότητα του υπό εξυγίανση υποκειμένου της. Δεν αρκεί δηλ. η επινοητικότητα της νομοθετικής σύλληψης… ούτε αρκεί, μόνη, η ποιότητα της προτεινόμενης συμφωνίας… προηγείται απαραιτήτως η υπόθεση ότι το υποκείμενο της διαδικασίας επιδέχεται την εξυγίανση, ειδ’ άλλως η πτώχευση θα ανακτά δικαιωματικά το πεδίο εφαρμογής της» (σ. 162-163).
Την σύνθετη νομοθετική ύλη που αναφέρεται στην πτώχευση και την εξυγίανση συστηματοποιεί η συλλογή νομοθεσίας του Γιώργου Μιχαλόπουλου, όπου η κάθε επανέκδοση της συλλογής συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή με παρουσίαση όλων των βασικών νομοθετικών εξελίξεων. Έτσι, στην πέμπτη έκδοση παρουσιάζεται ο σήμερα ισχύων Ν 4738/2020. Θετικά αξιολογείται η επέκταση της δυνατότητας απαλλαγής του οφειλέτη, όπως και η διευκόλυνση των πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου, ενώ, αντιθέτως, με επιφύλαξη αξιολογείται η επιλογή της ένταξης των φυσικών προσώπων-μη εμπόρων στην πτωχευτική διαδικασία. Και τού-
Σελ. 9
το, όπως παρατηρεί, λόγω της διαφορετικής έντασης που έχει η εμπορική αποτυχία σε σχέση με την αφερεγγυότητα μη εμπόρων, αλλά και της διαφορετικής τελολογίας των διαδικασιών. Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του Μιχαλόπουλου, ότι στην εμπορική αποτυχία το ζητούμενο είναι η αναδιανομή του προβληματικού κεφαλαίου, ενώ στην αστική πτώχευση σκοπός είναι η επανένταξη του προσώπου στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Παράλληλα με το ουσιαστικό δίκαιο, ο Μιχαλόπουλος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη διασυνοριακή όψη του πτωχευτικού δικαίου. Το βιβλίο του για τις διασυνοριακές κοινοτικές πτωχεύσεις (2007) παραμένει σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα, όπως και οι σχολιασμοί δεκάδων δικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ. Βασική αρχή του Κανονισμού 1346/2000 αποτελεί η αυτόματη αναγνώριση των διαδικασιών αφερεγγυότητας στα άλλα κράτη μέλη. Αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, αυτό που αναφέρεται στη στόχευση του Κανονισμού: «Εξέχον μέλημα του Κανονισμού και βασική μονάδα μέτρησης της αποτελεσματικότητάς του είναι ο συντονισμός των περισσοτέρων της μιας, ενδοκοινοτικώς διεσπαρμένων και συντρεχουσών, μη ισότιμων μεταξύ τους διαδικασιών αφερεγγυότητας … κατά του ίδιου οφειλέτη που, όλες, τείνουν στην οργανωμένη διαχείριση της αφερεγγυότητάς του και στην συντονισμένη ικανοποίηση των πιστωτών του. Κεντρική ιδέα της κοινοτικής ρύθμισης είναι η απονομή ενός δεσπόζοντος ρόλου της κύριας διαδικασίας επί των δευτερευουσών που την δορυφορούν. Εξ αυτής απορρέουν αφενός μεν η επιβολή καθήκοντος συνεργασίας και αμοιβαίας ενημέρωσης των συνδίκων, αφετέρου δε ένα υφέρπον προβάδισμα που ρυθμίσεις του Κανονισμού αναγνωρίζουν στην αρχή μιας «υπέρτερης ισότητας» των πιστωτών της κύριας διαδικασίας» (σ. 197). Όπως παρατηρεί ο γράφων στη συνέχεια, η εξωστρέφεια των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων τους θέτει το ερώτημα της καλής ποιότητας των εθνικών πτωχευτικών δικαίων που εξάγονται και κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της ΕΕ. Αυτή η παρατήρηση συνδέεται απολύτως με τις προσπάθειες ενοποίησης των ουσιαστικών πτωχευτικών δικαίων, τάση την οποία προδιέγραψε ο συγγραφέας, και πρώτος σταθμός αυτής της τάσης αποτελεί η πρόσφατη Οδηγία 1023/2019.
Το πλέον πρόσφατο εγχειρίδιο με τίτλο «Το Δίκαιο της Διασυνοριακής Αφερεγγυότητας» (2021), με το εντυπωσιακό εξώφυλλο, το οποίο επιμελήθηκε από κοινού με την Καθηγήτρια Λία Αθανασίου, έχει την δομή των handbooks της πλέον σύγχρονης διεθνούς βιβλιογραφίας. Ήδη στο Γενικό Μέρος του έργου παρουσιάζονται και τα τρία πλαίσια για την αντιμετώπιση της διασυνοριακής αφερεγγυότητας, δηλ. αυτό του Κανονισμού 848/2015, αυτό του Προτύπου νόμου της UNCITRAL και αυτό των εθνικών δικονομικών κανόνων. Η παράλληλη ισχύς αυτών των πλαισίων δημιουργεί πολύπλοκα ερωτήματα, τα οποία εξετάζονται στο έργο. Είναι άξιο μνείας ότι η σύνταξη του έργου ως αφορμή είχε τη διδασκαλία του αντίστοιχου μαθήματος στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, οπότε αποτελεί πρωτίστως προσφορά προς τους φοιτητές.
Στο μικρό χρονικό διάστημα που είχα στη διάθεσή μου αναφέρθηκα σε μερικές πτυχές μόνο του επιστημονικού έργου του Γιώργου Μιχαλόπουλου. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της εκδήλωσης θα ακολουθήσουν οι ομιλίες των συναδέλφων, με πρώτον τον καθηγητή Δημήτρη Τζουγανάτο, ο οποίος θα μας αναπτύξει ένα πολύ επίκαιρο και ενδιαφέρον θέμα σχετικά με τις συνέπειες των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού από ομιλοποιημένες επιχειρήσεις.
Σελ. 11
Α. Έναρξη και περιβάλλον της επιχειρηματικής δράσης
Σελ. 13
Η ερμηνεία των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου
Γιάννης Ε. Βελέντζας
Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
I. Η ερμηνεία του δικαίου γενικά
Ερμηνεία του δικαίου είναι η διανοητική πορεία, που ξεκινά από το γενικό και αφηρημένο κανόνα δικαίου και απολήγει στην ατομικά ορισμένη περίπτωση που συνιστά την επίδικη σχέση. Η ερμηνεία (γενικά) είναι μια διανοητική εργασία με τη οποία κατανοούμε ορισμένα αντικείμενα, δηλαδή αντιλαμβανόμαστε το νόημά τους.
Τα φυσικά αντικείμενα (έδαφος, δέντρο, πέτρα, θάλασσα) δεν επιδέχονται ερμηνεία.
Τα φυσικά φαινόμενα επιδέχονται εξήγηση, όχι όμως και κατανόηση.
Νόημα εγκλείουν μόνο αντικείμενα που είναι δημιουργήματα του ανθρώπου, δηλαδή έχουν παραχθεί από ανθρώπινες πράξεις, και μάλιστα μόνο όσα σχετίζονται με τη διανθρώπινη επικοινωνία: Π.χ. το φύλλο χαρτιού, το οποίο είναι προϊόν ανθρώπινης πράξης, μέσω του οποίου ο δημιουργός επικοινωνεί με τους άλλους.
Ο τρόπος αναζήτησης του νοήματος του νόμου εμφανίζει και τα 2 βασικά γνωρίσματα της επιστηµονικότητας: μεθοδικότητα και συστηματικότητα.
Υπό ευρύτερη έννοια, πέρα από τα προϊόντα των πράξεων αντικείμενο ερμηνείας αποτελούν και οι ίδιες οι πράξεις, που εγκλείουν χαρακτηριστικά επικοινωνίας. Η πράξη αποκτά νόημα από το σύνδεσμό της προς τους λόγους τέλεσής της και η συνειδητοποίηση αυτού του συνδέσμου αποτελεί την ερμηνεία της. Έτσι, αντικείμενο ερμηνείας αποτελούν όχι μόνο τα προϊόντα του γραπτού
Σελ. 14
και προφορικού λόγου και τα έργα τέχνης, αλλά και, υπό μια ευρύτερη σημασία, όλες οι ανθρώπινες πράξεις.
Η ερμηνεία του αντικειμένου διέρχεται τα εξής 2 διαδοχικά στάδια:
α. απόκτηση βεβαιότητας ότι το υπό κρίση αντικείμενο επιδέχεται ερμηνεία και
β. σύλληψη του περιεχομένου της επικοινωνίας δηλαδή του μεταδιδόμενου μηνύματος ή στην περίπτωση της πράξης η απόκτηση βεβαιότητας για τους λόγους για τους οποίους τελέστηκε.
Το β' στάδιο είναι το πρακτικά σπουδαιότερο, ενώ το α' αποτελεί προστάδιο του β'. Συνήθως ο στόχος του α' σταδίου επιτυγχάνεται σχεδόν αυτόματα. Γιαυτό και πολλοί όταν μιλούν για ερμηνεία εννοούν την εργασία του β' σταδίου μόνο, δηλαδή τη σύλληψη του μεταδιδόμενου μηνύματος.
Η ερµηνεία είναι µια διανοητική εργασία, µε την οποία κατανοούµε ορισµένα αντικείµενα, δηλαδή συλλαµβάνουµε το νόηµά τους. Ερµηνεία δεν επιδέχονται όλα τα αντικείµενα, αλλά µόνο εκείνα που εγκλείουν κάποιο νόηµα.
Το δίκαιο εγκλείει κάποιο μήνυμα και συνεπώς αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας (ρύθμιση κοινωνικής συμβίωσης ανύπαρκτη χωρίς την παρουσία επικοινωνίας). Το μεταδιδόμενο μήνυμα είναι το νόημα των γλωσσικών κειμένων του δικαίου (νόμων). Στις περισσότερες των διατάξεων ο δικαστής δεν αντιμετωπίζει δυσκολία ως προς τη σύλληψη του νοήματος από την ανάγνωση και μόνο. Υπάρχουν όμως και διατάξεις, η σύλληψη του νοήματος των οποίων, σε μια πρώτη τουλάχιστο φάση αφήνει σοβαρές αμφιβολίες, από την άποψη ότι δεν οδηγεί εύκολα σ' ένα προφανές συμπέρασμα, ως προς τον τρόπο ρύθμισής της από το δίκαιο. Η ανάγνωση του νόμου και η καταρχή σύλληψη του νοήματός του δεν επιτρέπει την άμεση συναγωγή συμπεράσματος για τον τρόπο με τον οποίο το ισχύον δίκαιο ρυθμίζει μια περίπτωση, γιατί σε πολλές περιπτώσεις, όταν μάλιστα η διάταξη είναι διατυπωμένη γενικά, αφήνει αμφιβολίες ε-
Σελ. 15
φόσον ενέχει αοριστία που επιβάλλει στο δικαστή μια παραπέρα εργασία εξειδίκευσης του νόμου πριν αποφανθεί αν η κρινόμενη υπόθεση εμπίπτει στις κατηγορίες των περιπτώσεων που καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, δηλαδή να προβεί ο δικαστής στην ανάλυση της γλωσσικής έκφρασης που προκαλεί τις αμφιβολίες και ν' αντιληφθεί τις κατηγορίες των περιπτώσεων που δηλώνονται μ' αυτή.
Οι σαφείς διατάξεις δεν χρειάζονται ερμηνεία: de claris non fit interpretatio.
Η έκφραση «ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου» χρησιμοποιείται με 2 σημασίες: μια ευρύτερη, που αναφέρεται στην αρχική προσπάθεια σύλληψης του νοήματος των διατάξεων του ισχύοντος δικαίου, αναγκαία σε κάθε διάταξη (σαφή ή ασαφή) και μια στενότερη που αναφέρεται σε μια παραπέρα φάση της νοηματικής εξειδίκευσης, αναγκαία μόνο στις διατάξεις εκείνες που στην πρώτη φάση ανευρέθησαν ασαφείς. Η εκτίμηση ότι μια διάταξη είναι σαφής ή ασαφής δεν είναι μια απλή φιλολογική ή γλωσσολογική εκτίμηση, αλλά εκτίμηση νομική που αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή εργασία. Η ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου είναι μια πορεία αντίστροφη της εφαρμογής του δικαίου. Το ερώτημα που τίθεται κατά την ερμηνεία είναι «αν το γενικό είναι ικανό να περιλάβει ως στοιχείο του και το ατομικό». Η προσοχή εστιάζεται στην ανεύρεση και απαρίθμηση των περιπτώσεων που εμπίπτουν στη ρύθμιση του κανόνα δικαίου, δηλαδή ποιες κατηγορίες περιπτώσεων καταλαμβάνει το γενικό, προϋπόθεση ώστε ν' αναζητηθεί αν σ' αυτές περιλαμβάνεται και εκείνη, στην οποία έχει αναχθεί το ατομικό:
• Αλληλεξάρτηση της ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου και της εφαρμογής του.
• Ταυτόχρονη εκτέλεση των 2 αυτών αντίστροφων ενεργειών που αποβλέπουν σ' ένα κοινό σημείο όπου θα συναντηθούν αφενός η αφαιρετική εργασία γενίκευσης της ατομικής περίπτωσης και αφετέρου της αναλυτικής εργασίας εξειδίκευσης του κανόνα δικαίου.
Αυτό το σημείο συνάντησης είναι το σημείο όπου ο κρίνων (δικαστής) θ' αποκτήσει βεβαιότητα για τον ορθό τρόπο διευθέτησης της κρινόμενης περίπτωσης από το ισχύον δίκαιο, δηλαδή θα σχηματίσει τη λεγόμενη πεποίθηση δικαίου, τη δικανική πεποίθηση.
Σελ. 16
ΙΙ. Το πρόβλημα της ερμηνείας των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου
1. Ένα από τα σπουδαιότερα αλλά, συγχρόνως, και δυσκολότερα προβλήματα, που αναφύεται στην περιοχή του Οικονομικού Δικαίου, είναι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που έχουν οικονομικό περιεχόμενο, και ιδιαίτερα των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου.
Το πρόβλημα της ερμηνείας των κανόνων στο Οικονομικό Δίκαιο, με την έννοια της μεθοδικής - δημιουργικής πνευματικής διαδικασίας, που αποσκοπεί στη σύλληψη του νοήματος -της πεμπτουσίας- των κανόνων, αποκτά επικαιρότητα, επειδή οι κανόνες του Οικονομικού Δικαίου, εμπεριέχουν διάφορους όρους οικονομικού περιεχομένου, όπως π.χ. ανταγωνισμός, επιχείρηση, αγορά. Η «εξειδίκευση», δηλαδή, η «διασάφηση» αυτών των εννοιών, που αποτελούν «αόριστες έννοιες», δημιουργεί πρόβλημα ερμηνείας του δικαίου, με την έννοια ότι η ερμηνεία των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου διέπεται από τις αρχές και τη μέθοδο που διέπεται και η ερμηνεία των κανόνων του εν γένει Δικαίου, με την ιδιαίτερη επισήμανση, ότι ανάμεσα στα περισσότερα ερμηνευτικά εξαγόμενα προτιμάται εκείνο που προσαρμόζεται προς τη φύση της συγκεκριμένης σχέσης, και δεν θέτει ζήτημα ιδιαίτερης μεθόδου ερμηνείας για το Οικονομικό Δίκαιο.
Ως λογικό επακόλουθο της εξάπλωσης του Οικονομικού Δικαίου σ' όλους τους τομείς του δικαίου με την έννοια της νομικής γεφύρωσης των 2 συστημάτων της ιδιωτικής με τη δημόσια έννομη τάξη παρουσιάστηκε η σύμμειξη των σχέσεων. Οι κανόνες του Οικονομικού Δικαίου ερμηνεύονται με την άντληση ερμηνευτικών λύσεων από τις γενικές αρχές που διέπουν αμφότερους τους κλάδους-τομείς του δικαίου.
Σελ. 17
ΙΙΙ. Η μέθοδος ερμηνείας του -Οικονομικού- Δικαίου
Η μέθοδος ερμηνείας του δικαίου διαγράφει ως μέθοδος επιστημονικής κατανόησης και εφαρμογής των κανόνων, που ρυθμίζουν την κοινωνία, ορισμένα ακραία όρια ανάλυσής τους, που καθορίζουν τη δυνατότητα υπέρβασης των κανόνων που τίθενται για ν' αναχθούν στη σφαίρα μη εκφρασμένου δικαίου.
Πραγματικά, η παρακολούθηση της εξέλιξης των επιστημονικών μεθόδων της ερμηνείας του δικαίου μας πληροφορεί ότι «άνοιξε» πλατύ και ευρύ δρόμο για διάγνωση, ερμηνευτικά, ύπαρξης κανόνων, που δεν είναι διατυπωμένοι γραπτά ή εθιμικά: έτσι πετυχαίνεται η προσαρμογή του σχετικά εκάστοτε ακινητοποιούμενου κανόνα προς τη διαρκώς ρέουσα και εξελισσόμενη ποικίλη πραγματικότητα.
Η εποχή κατά την οποία επικρατούσε η μέθοδος της στενής ερμηνείας, με βάση μόνο το γραπτά διατυπωμένο κείμενο του νόμου και της εξαγωγής της βούλησης του νομοθέτη μόνο από αυτό, ως μοναδικά «θελημένη» κυρίαρχη επιταγή, παρήλθε οριστικά. Και η αντίληψη του αποκλεισμού για κατανόηση του δικαίου από κάθε άλλη κοινωνική πηγή του, εκτός από αυτή του γραπτού κειμένου, εγκαταλείφτηκε μετά από τα αποτελεσματικά πλήγματα των ερμηνευτών της νομικής επιστήμης.
Η μέθοδος της ελεύθερης επιστημονικής ερμηνείας επικράτησε και κατ' αυτή, αν αυτή η τυπική πηγή του δικαίου, δηλαδή ο γραπτός κανόνας είναι ανεπαρκής, π.χ. λόγω σιωπής, αμφίβολης ή μερικής πρόβλεψης, αβεβαιότητας σχετικά με την έκταση του κανόνα, παροχή εξουσίας κρίσης κ.λπ., ο ερμηνευτής του δικαίου πρέπει ν' αναζητήσει τον εφαρμοστέο κανόνα από πηγές δικαίου που εξάγονται από την ελεύθερη επιστημονική έρευνα, που στηρίζεται αφενός στη «φύση των πραγμάτων» και αφετέρου στη σχέση τους προς γενικότερες αρχές του δικαίου, που απορρέουν λ.χ. από οικονομική και κοινωνική αντίληψη. Στον κανόνα πρέπει ν' αναζητείται ο κοινωνικός σκοπός του, που αποτελεί στοιχείο μεταβλητό, έτσι ώστε να γίνεται δυνατή η προσαρμογή του κανόνα στις καταστάσεις και σχέσεις, που δεν προβλέφτηκαν από τον κανόνα ή, πολλές φορές, είναι εντελώς νέες.
Σελ. 18
Ακόμη, παραπέρα, υποστηρίχτηκε ότι ο νόμος αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο διάρθρωσης και επομένως διαρκώς σ' εξέλιξη και κατ' ακολουθία ο ερμηνευτής πρέπει να δίνει εκάστοτε ένα περιεχόμενο στο νόμο αυτό, που να εξυπηρετεί τη μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα.
Και ενώ το δίκαιο γενικά προσφέρεται περισσότερο σε τέτοιες διασταλτικές, λογικές, αναλογικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες, ad hoc το Οικονομικό Δίκαιο, επειδή είναι αυστηρό, τυπικό και ιδίως αναγκαστικό, ερμηνεύεται καταρχήν στενά, καθώς δεσμεύει και περιορίζει τις ατομικές οικονομικές ελευθερίες και κάμπτει τις ελεύθερες βουλήσεις.
Έτσι, φαίνεται ότι είναι δυσχερές να υπαχτεί σ' ερμηνευτικές μεθόδους που παρεισάγουν στο κείμενό του νέα στοιχεία ικανά να του προσδώσουν αποτελεσματικότητα προσαρμογής σε νέες κοινωνικές ανάγκες και καταστάσεις. Παρόλ' αυτά, η ερμηνευτική επιστήμη στο Οικονομικό Δίκαιο ανέπτυξε νέες και ιδιαίτερες δικαιοπολιτικές μεθόδους ερμηνείας, ικανές να εκπληρώσουν το έργο της κάλυψης κενών των κανόνων σ' αυτό το νέο κλάδο του δικαίου ή την προσαρμογή του στις νέες ανάγκες της κοινωνικής πραγματικότητας. Ιδιαίτερα, η μέθο-
Σελ. 19
δος ερμηνείας με την αναδρομή σε γενικές αρχές κατέστη ένα από τα κυριότερα μέσα δικαιοπλαστικής ανάπτυξης των θεσμών του Οικονομικού Δικαίου.
Γιατί, το Οικονομικό Δίκαιο καθορίζεται και ερμηνεύεται από γενικότερες αρχές που αναφέρονται στο βάθρο του έννομου οικονομικού καθεστώτος, έτσι ώστε οι γενικές αρχές να καθίστανται μέσα κατάλληλα για την ερμηνεία των κανόνων του, που είναι ερμηνεία δημιουργική, που (επ)εξηγεί αντιθέσεις, συμπληρώνει κενά, επεκτείνεται αναλογικά σ' εφαρμογές των διατάξεων, ανάγει ειδικές προβλέψεις σε γενικότερους κανόνες.
Παράλληλα, η ερμηνεία των κανόνων του Οικονομικού Δικαίου συναρμόζει στις διατάξεις του ως σύνολο θεσμών: την αρχή του γενικότερου δημόσιου ή οικονομικού συμφέροντος, της ατομικής οικονομικής ελευθερίας, της ασφάλειας των συναλλαγών, της ισότητας κ.λπ. στήριξαν πάρα πολλές λύσεις και εφαρμογές στο Οικονομικό Δίκαιο -και στο Οικονομικό Σύνταγμα- χωρίς κείμενους κανόνες ή κατά παρέκκλιση του κειμένου ή στην εξήγηση συγκρούσεων των κανόνων του.
Μάλιστα, μπορεί να ειπωθεί ότι, πολλές φορές, η αοριστία και το νομοτεχνικά ανεπαρκές των διατάξεων του Οικονομικού Δικαίου, καθώς και οι εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται μ' αυτές τις διατάξεις και οι πολυποίκιλες σχετικές προβλέψεις τους παρέχουν πολύ περισσότερο έδαφος ελεύθερης ερμηνείας και προσαρμογής του Οικονομικού Δικαίου ως συστήματος γενικών αρχών που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η εξέλιξη των ερμηνευτικών μεθόδων στο δίκαιο αν εξεταστεί κατ' ουσία δεν αποτελεί παρά αλλαγή αντίληψης ως προς τις πηγές του δικαίου. Η μετάβαση από την αντίληψη ότι μόνο το γραπτό κείμενο αποτελεί την πηγή του δικαίου προς την αντίληψη ότι και από άλλες κοινω-
Σελ. 20
νικές πηγές υπάρχει η δυνατότητα ν' αντληθούν αρχές και κανόνες δικαίου, μαρτυρεί ότι διευρύνθηκε ο κύκλος των πηγών του δικαίου και έγινε κατανοητό ότι στη διαμόρφωση αυτού του περιεχομένου συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες που απορρέουν από την κοινωνική συμβίωση. Αλλά και αν αυτή είναι μια μεγάλη κατάκτηση για τις ερμηνευτικές μεθόδους του Οικονομικού Δικαίου, αυτές οι μέθοδοι έχουν ένα ορισμένο όριο πέρα από το οποίο η συσχέτιση του κανόνα προς το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αυτός δρα, σταματά. Κι αν ακόμη αυτές οι μέθοδοι μπορούν να καλύψουν κενά του δικαίου, ν' άρουν αντιφάσεις και να πετύχουν γενικεύσεις, δεν εξικνούνται μέχρι την αποδοχή της λειτουργίας των θεσμών του Οικονομικού Δικαίου, κατά την αληθινή ζωή τους στην κοινωνία, με άλλους κανόνες, που δημιουργούνται από τις σχέσεις των θεσμών αυτών προς τους κοινωνικούς παράγοντες. Αυτό, γιατί αυτές οι νέες λειτουργίες ή η αδράνεια των θεσμών που υπάρχουν δεν έτυχαν της επικύρωσης, της αναγνώρισης από μέρους της κύριας πηγής του δικαίου, του γραπτού κανόνα.
Η προσπάθεια αυτή συνίσταται στο να κάνει αντιληπτούς τους θεσμούς του Οικονομικού Δικαίου, όπως πραγματικά λειτουργούν στην κοινωνία και όχι μόνο όπως προβλέπονται στο κείμενο δίκαιο. Έτσι, η έρευνα, βρίσκοντας διάφορους «κανόνες», που διαπλάθονται στη λειτουργία του οικονομικού φαινομένου, διάφορες «καταστάσεις» δράσης τους, παρέχει χρήσιμα στοιχεία ως προς την κατανόηση των τιθέμενων θεσμών του Οικονομικού Δικαίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαφορετική είναι η επιστημονική μέθοδος της ερμηνείας του δικαίου κατά τη νομική επιστήμη (κατανόηση της βούλησης του νομοθέτη που εκφράζεται με τον κανόνα) και διαφορετική η επιστημονική μέθοδος ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων στα οποία περιλαμβάνονται και τα πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικά φαινόμενα (κατανόηση των φαινομένων της ζωής κατά τις μορφές, τα αίτια και τ' αποτελέσματα αυτών και τις αλληλεπιδράσεις των κοινωνικών ομάδων).
Ήδη, η νομική και η κοινωνιολογική ερμηνεία αναμίχτηκαν. Η κοινωνιολογική ερμηνεία ερευνά κατά πόσο οι κανόνες του δικαίου εφαρμόζονται στην πραγματικότητα και ποιές ιδεολογίες εκφράζουν και πόσο επηρεάζονται από την κοινωνική πραγματικότητα ενώ η νομική ερμηνεία ερευνά τους κανόνες κατά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούν.
Η μέθοδος αυτή καθιστά έκδηλη τη διαφορά προς την -κλασική-νομική ερμηνεία. Όσο περισσότερο η νομική ερμηνεία είναι προσηλωμένη στην κατεύθυνση της ανεύρεσης της αληθινής βούλησης του νομοθέτη που καθορίζει τη διαδικασία και τους παράγοντες κατά τους οποίους κατά το νόμο η απόφαση πρέπει να παίρνεται, τόσο περισσότερο η ερμηνεία αυτή απομακρύνει και θεωρεί ανύπαρκτο κάθε άλλο παράγοντα που δεν απορρέει από το περιεχόμενο του κανόνα δικαίου.