ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
Από τη θεωρία στην πράξη
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 408
- ISBN: 978-960-654-465-1
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο «Συνταγματικά Δικαιώματα και Ελευθερίες» αποτελεί προϊόν της δικαστηριακής πρακτικής και της ακαδημαϊκής – διδακτική εμπειρίας των συγγραφέων στα ακροατήρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και της ανάγκης συστηματοποίησης και κωδικοποίησης κρίσιμων εννοιών προκειμένου αυτές να μπορούν να καταστούν ευχερέστερα αντιληπτές ακόμη και από τον αμύητο εκκολαπτόμενο νέο νομικό. Το βιβλίο συνδυάζει τόσο τη θεωρητική παρουσίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όσο και την πρακτική εφαρμογή τους μέσα από την παράθεση 45 πρακτικών θεμάτων υπό τη μορφή case studies όπου αναδεικνύονται και προτείνονται λύσεις σε διάφορα ζητήματα, τόσο κλασικά όσο και της τρέχουσας επικαιρότητας, που αφορούν (ενδεικτικά);
• περιορισμούς στη θρησκευτική λατρεία και απαγόρευση κυκλοφορίας λόγω πανδημίας
• υποχρεωτικότητα εμβολιασμών νηπίων
• κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στο κέντρο της Αθήνας (Μεγάλο περίπατο)
• εισαγωγή στην ιατρική σχολή ως ειδικής κατηγορίας τέκνων πολυτέκνων οικογενειών, αθλητών & ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες
• ελάχιστο ύψος και κοινές αθλητικές δοκιμασίες
Το έργο αποτελεί χρήσιμο εγχειρίδιο στα χέρια των φοιτητών των Νομικών Σχολών καθώς και ένα εργαλείο μελέτης για τους νομικούς της πράξης κατά την επίλυση υποθέσεων που άπτονται των δικαιωμάτων.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ | Σελ. IX |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ | Σελ. XI |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ | Σελ. XXI |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α | |
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | |
(i). ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 1 |
(ii). ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ | Σελ. 3 |
(iii). ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 6 |
(α). Γενικοί περιορισμοί | Σελ. 6 |
(β). Ειδικοί περιορισμοί | Σελ. 8 |
(iv). ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ (ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ) ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ (ή ΑΝΤΙΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ) | Σελ. 11 |
(v). ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 15 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β | |
Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ | |
(i). ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΠΕΔΟ | Σελ. 17 |
(ii). ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ & Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ) | Σελ. 18 |
(α). Το Συμβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe / Conseil de l’ Europe): η υπόσταση του Οργανισμού | Σελ. 18 |
(β). Η ΕΣΔΑ: το θεμελιωδέστερο κείμενο του Οργανισμού | Σελ. 19 |
(iii). Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΕ & Ο ΧΑΡΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 23 |
(α). Το προϋφιστάμενο νομικό υπόβαθρο στην προστασία των δικαιωμάτων | Σελ. 23 |
(β). Η θέσπιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων | Σελ. 25 |
(iv). ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ | Σελ. 26 |
(v). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ | Σελ. 28 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ | |
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (ΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ) | |
(i). Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (άρθρο 2 § 1 Συντ.) | Σελ. 31 |
(ii). Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ (άρθρα 4 Συντ. και 14 ΕΣΔΑ) | Σελ. 33 |
(iii). Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ & Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ | |
(α). Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας | Σελ. 41 |
(β). Η οικονομική & επαγγελματική ελευθερία | Σελ. 43 |
(iv). ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ (άρθρα 9 παρ. 1 εδ. α’ Συντ., 8 παρ. 1 και 2 ΕΣΔΑ, 8 ΧΘΔΕΕ), ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΒΙΟ (άρθρα 9 παρ. 1 εδ. β-γ Συντ., 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ 7 ΧΘΔΕΕ), ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (άρθρα 9Α Συντ., 8 ΧΘΔΕΕ), ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ | Σελ. 46 |
(α). το άσυλο της κατοικίας | Σελ. 46 |
(β). ο ιδιωτικός και οικογενειακός βίος | Σελ. 47 |
(γ). η προστασία των προσωπικών δεδομένων | Σελ. 49 |
(δ). το απόρρητο των επικοινωνιών | Σελ. 51 |
(v). ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ: ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ (άρθρα 11 Συντ. ,11 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 12 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ) & ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ (άρθρα 12 Συντ., 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 12 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ) | Σελ. 53 |
(α). Το δικαίωμα συνάθροισης | Σελ. 53 |
(β). το δικαίωμα συνένωσης | Σελ. 57 |
(vi). Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (άρθρο 13 Συντ.) | Σελ. 60 |
(α). η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης | Σελ. 61 |
(β). η ελευθερία λατρείας | Σελ. 62 |
(γ). η θρησκευτική ισότητα | Σελ. 63 |
(vii). Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ (άρθρα 14 και 15 Συντ.) | Σελ. 65 |
(α). Η ελευθερία έκφρασης γενικά | Σελ. 66 |
(β). Η ελευθερία του Τύπου | Σελ. 67 |
(γ). Το συνταγματικό καθεστώς της ραδιοτηλεόρασης | Σελ. 68 |
(viii). Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (άρθρο 16 Συντ.) | Σελ. 70 |
(α). Η έννοια της τέχνης και της επιστήμης | Σελ. 70 |
(β). Η εκπαίδευση | Σελ. 72 |
(γ). Το συνταγματικό καθεστώς της Ανώτατης Εκπαίδευσης | Σελ. 74 |
(ix). ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ (άρθρα 17-18 Συντ. & 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ & 17 ΧΘΔΕΕ) | Σελ. 77 |
(x). ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ (άρθρα 20 § 1 Συντ. & 6 ΕΣΔΑ) | Σελ. 81 |
(xi). ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ | Σελ. 86 |
(xii). ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ | Σελ. 93 |
(α). Το δικαίωμα εργασίας | Σελ. 93 |
(β). Το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης | Σελ. 94 |
(γ). Το δικαίωμα στην υγεία (άρθρα 21 παρ. 3 Συντ. & 35 ΧΘΔΕΕ & 10 Ευρ.Κοινων.Χάρτη) | Σελ. 97 |
(δ). Το δικαίωμα για κοινωνική πρόνοια | Σελ. 99 |
(ε). Τα κοινωνικά δικαιώματα στην πνευματική ανάπτυξη και καλλιέργεια (άρθρο 16) | Σελ. 100 |
(στ). Άλλα κοινωνικά δικαιώματα | Σελ. 100 |
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ | |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 1: | |
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΛΟΓΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ | Σελ. 103 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 2: | |
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΝΗΠΙΩΝ | Σελ. 116 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 3: | |
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ – ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ | Σελ. 128 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 4: | |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΩΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΕΚΝΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ, ΑΘΛΗΤΩΝ & ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ | Σελ. 134 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5: | |
ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΥΨΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ | Σελ. 143 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 6: | |
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ | Σελ. 152 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 7: | |
ΕΠΙΔΟΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΠΔΔ | Σελ. 160 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 8: | |
ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ | Σελ. 166 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 9: | |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΕΡΜΑΤΟΣΤΙΞΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΡΟΥΡΩΝ | Σελ. 170 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 10: | |
ΙΔΡΥΣΗ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΧΟΡΟΥ | Σελ. 174 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 11: | |
ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΗΤΡΩΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ | Σελ. 179 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 12: | |
ΕΓΓΡΑΦΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΤΑ ΜΗΤΡΩΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ | Σελ. 183 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 13: | |
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΕΡΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΣΚΕΥΗΣ (POS) ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ | Σελ. 187 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 14: | |
ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΩ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ | Σελ. 193 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 15: | |
ΑΔΕΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΜΗ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥΣ | Σελ. 199 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 16: | |
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ | Σελ. 206 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 17: | |
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ | Σελ. 209 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 18: | |
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ | Σελ. 213 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 19: | |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ | Σελ. 218 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20: | |
ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ | Σελ. 222 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21: | |
ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | Σελ. 228 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 22: | |
ΑΥΤΟΦΩΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΟΓΩ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΧΡΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ | Σελ. 233 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 23: | |
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΛΗΨΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΠΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ | Σελ. 238 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 24: | |
ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΓΙΑ ΤΕΛΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ | Σελ. 243 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 25: | |
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ | Σελ. 246 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 26: | |
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ-ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΑΣΥΛΟ-ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ | Σελ. 250 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 27: | |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΙΟΥ SARS-COV2 | Σελ. 265 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 28: | |
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ | Σελ. 272 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 29: | |
ΜΗ ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΔΕΛΤΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ | Σελ. 276 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 30: | |
ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ | Σελ. 281 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 31: | |
ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΣΧΟΛΙΟΥ ΣΕ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ – ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΚΑΤ’ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ | Σελ. 288 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 32: | |
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ | Σελ. 293 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 33: | |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΨΗΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ ΕΠΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΣΕ ΝΗΣΙΑ | Σελ. 297 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 34: | |
ΕΠΙΤΑΞΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ | Σελ. 300 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 35: | |
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΟ ΟΜΟΦΥΛΟ ΣΥΖΥΓΟ | Σελ. 306 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 36: | |
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΔΑΠΑΝΗΜΑΤΑ & ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ | Σελ. 314 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 37: | |
ΑΠΟΧΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ | Σελ. 318 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 38: | |
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ | Σελ. 323 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 39: | |
ΔΙΔΑΚΤΡΑ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ | Σελ. 327 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 40: | |
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΙΣΟΒΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ | Σελ. 333 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 41: | |
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΕΚΝΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ | Σελ. 338 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 42: | |
ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΚΥΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ | Σελ. 342 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 43: | |
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΖΙΝΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ | Σελ. 353 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 44: | |
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ | Σελ. 356 |
ΠΡΑΚΤΙΚΟ 45: | |
ΕΓΚΡΙΣΗ ΕΡΓΩΝ ΜΕΡΙΚΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ ΑΧΕΛΩΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ | Σελ. 360 |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ | Σελ. 367 |
Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 367 |
Β’ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ | Σελ. 368 |
Γ’ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ | Σελ. 370 |
Β’ ΜΕΡΟΥΣ: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: | Σελ. 375 |
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
(i). ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ:
(α). Ατομικά (τα καλούμενα και δικαιώματα πρώτης γενιάς): Εμπεριέχουν αξίωση κατ’ αρχήν έναντι του Κράτους και κατ’ επέκταση έναντι των άλλων ιδιωτών (σύμφωνα με τη θεωρία της τριτενέργειας) για αποχή από επεμβάσεις στη σφαίρα ιδιωτικής αυτονομίας του φορέα τους [status negativus]. Ωστόσο, οι κοινωνικές, οικονομικές αλλά και τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν στην καλούμενη από τη θεωρία αντικειμενικοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων, υπό την έννοια ότι δεν αρκεί πλέον απλώς αποχή του Κράτους από επεμβάσεις προκειμένου ο φορέας τους να ασκήσει τα δικαιώματά του αποτελεσματικά και ανεμπόδιστα, αλλά συχνότατα απαιτείται ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους του (Κράτους) και θετικές του δράσεις (π.χ. θέσπιση νομικού πλαισίου σε πεδία όπως το διαδίκτυο, τα τυχερά παίγνια, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα υπό τις σύγχρονες ιατρικές εξελίξεις, κοκ). Παραδείγματα κλασσικών ατομικών δικαιωμάτων αποτελούν το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 Συντ.), το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την περιουσία (άρθρα 17 Συντ. & 1 1 Πρ. Πρωτ. ΕΣΔΑ), το άσυλο της κατοικίας (άρθρο 9 Συντ.), τα προσωπικά δεδομένα (άρθρο 9Α Συντ.), η θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 Συντ. & άρθρο 9 ΕΣΔΑ), κοκ.
(β). Κοινωνικά (τα καλούμενα και δικαιώματα δεύτερης γενιάς): αποτελούν δημιούργημα του κράτους πρόνοιας και της μετεξέλιξής του σε κοινωνικό κράτος δικαίου, στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο. Η υλοποίηση των δικαιωμάτων αυτών απαιτεί τη θετική εκ μέρους του κράτους παρέμβαση με τη χορήγηση παροχών ή την οργάνωση υπηρεσιών [status positivus], για την πραγματοποίηση των οποίων απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, για αυτό και οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν θεμελιώνουν απευθείας αγώγιμη αξίωση του φορέα εκάστου δικαιώματος, όπως ισχύει στα ατομικά, χωρίς, ωστόσο, τα εν λόγω δικαιώματα να στερούνται κανονιστικότητας και νομικής δεσμευτικότητας. Παραδείγματα κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελούν το δικαίωμα στην (δωρεάν) εκπαίδευση (άρθρο 16 Συντ.), το δικαίωμα στην εργασία, στην απεργία και στην κοινωνική ασφάλιση (άρθρα 22 και 23 Συντ.), το δικαίωμα στην (πρόσβαση στην) υγεία (άρθρο 21§3 Συντ.), το δικαίωμα στην προστασία της οικογένειας (άρθρο 21§§1 και 2 Συντ.), κοκ.
(γ). Πολιτικά: κατοχυρώνουν την αξίωση του πολίτη για ενεργό συμμετοχή του στο σχηματισμό της πολιτειακής βούλησης, καθώς και στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών [status activus]. Λόγω του κρίσιμου αυτού χαρακτήρα τους το Κράτος οφείλει και πάλι να ρυθμίσει την άσκησή τους μέσω του νομοθέτη αλλά και της κανονιστικώς δρώσας δι-
Σελ. 2
οίκησης. Στα πολιτικά δικαιώματα εντάσσονται το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα (άρθρο 51 παρ 3 και 55 Συντ.), η συμμετοχή στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 102 Συντ.), η ίδρυση και συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.) και το δικαίωμα σταδιοδρομίας στη στελέχωση θέσεων του κρατικού μηχανισμού ως υπάλληλος ή ως δικαστής (άρθρα 4 παρ. 4, 103 και 88 παρ 1 Συντ. αντίστοιχα).
Ωστόσο, η διάκριση των δικαιωμάτων στις ανωτέρω κατηγορίες δεν είναι απολύτως ακριβής και αδιαπέραστη: τούτο διότι υπάρχουν δικαιώματα με υπερατομική διάσταση [όπως λόγου χάρη το δικαίωμα στο περιβάλλον (άρθρο 24 Συντ.)] ή άλλα δικαιώματα τα οποία εμφανίζουν status mixtus, ήτοι παρουσιάζουν τόσο αμυντική όσο και θετική διάσταση αλλά συνδέονται και με την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Πρόκειται για την καλούμενη παραπληρωματικότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Εξάλλου, δικαιώματα απορρέουν και από τις θεσμικές εγγυήσεις. Οι θεσμικές εγγυήσεις ομοιάζουν με τα δικαιώματα, διότι κατοχυρώνουν έναν χώρο ελεύθερης ύπαρξης και δράσης, παρέχοντας αγώγιμες αξιώσεις έναντι του Κράτους για μη επέμβασή του στον χώρο αυτό, με σκοπό, όμως, προεχόντως, όχι την προστασία των φορέων της αξίωσης ως ατόμων, αλλά προς διασφάλιση του θεσμού στον οποίο αυτοί είναι ενταγμένοι. Με άλλες λέξεις, η παρεχόμενη προστασία στους φορείς των δικαιωμάτων είναι αυτοσκοπός, ενώ στις θεσμικές εγγυήσεις είναι μέσο για την προστασία του θεσμού και της διασφάλισης εν τέλει κάποιας πτυχής του δημοσίου συμφέροντος. Παραδείγματα θεσμικών εγγυήσεων αποτελούν η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρα 87 παρ.1 και 2 Συντ.) καθώς και η ισοβιότητα αυτών (άρθρο 88 παρ. 1 Συντ.), η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103 παρ. 2 Συντ.), η βουλευτική ασυλία (άρθρα 60-62 Συντ.), η ειδική ποινική ευθύνη των Υπουργών (άρθρο 86 Συντ.), αλλά και η ακαδημαϊκή ελευθερία (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.) και η ελευθεροτυπία (άρθρο 14 παρ. 2 Συντ.).
Σελ. 3
(ii). ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ:
(α). Φορέας είναι το υποκείμενο προστασίας του δικαιώματος, εκείνος χάριν του οποίου έχει θεσπιστεί το δικαίωμα. Φορείς είναι τα φυσικά πρόσωπα λόγω της ικανότητας δικαίου που διαθέτουν, ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, από την ύπαρξη δικαιοπρακτικής ικανότητας, εκτός αν τούτο απαιτείται λόγω της φύσης του δικαιώματος μετά από εκτίμηση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στα φυσικά πρόσωπα - φορείς δικαιωμάτων περιλαμβάνονται τόσο Έλληνες όσο και αλλοδαποί ανεξαρτήτως του αν οι τελευταίοι βρίσκονται νομίμως στη χώρα, αφού γίνεται δεκτό ότι τα περισσότερα δικαιώματα έχουν πανανθρώπινο χαρακτήρα. Ακόμη μάλιστα και στις περιπτώσεις που γίνεται στο συνταγματικό κείμενο αναφορά μόνο στους Έλληνες πολίτες, τούτο δεν σημαίνει ότι οι αλλοδαποί αποκλείονται παντελώς από τη σχετική προστασία, αλλά μπορεί να απονεμηθεί και σ’ αυτούς το εν λόγω δικαίωμα με νομοθετική ρύθμιση. Εξάλλου, κατά συστηματική ερμηνεία και ενόψει της αρχής της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2§1 Συντ.), του γενικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5§1 Συντ.) και της απαγόρευσης διακρίσεων (άρθρα 14 ΕΣΔΑ και 21 ΧΘΔΕΕ), η διακριτική μεταχείριση των αλλοδαπών πολιτών (ευμενέστερη ή συνήθως δυσμενέστερη) είναι επιτρεπτή μόνο στις περιπτώσεις που τούτο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Επιπλέον, τα νομικά πρόσωπα και κατ’ εξαίρεση ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα είναι φορείς δικαιωμάτων που προσιδιάζουν στη φύση τους (λ.χ. δικαίωμα στην ιδιοκτησία και περιουσία, δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία και στη φήμη, δικαίωμα δικαστικής παράστασης, κοκ), κι ως εκ τούτου, όχι κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία εξ ορισμού συνδέονται με φυσικά πρόσωπα.
Το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ (πχ ΟΤΑ, ΑΕΙ, Δικηγορικοί Σύλλογοι) είναι κατά βάση φορείς αρμοδιοτήτων κι όχι δικαιωμάτων, διότι είναι κατά κύριο λόγο οι αποδέκτες αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύονται να σεβαστούν τα δικαιώματα των πολιτών. Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούν να είναι φορείς δικαιωμάτων και δη αυτών που προσιδιάζουν στη φύση τους. Ειδικότερα, τα ΝΠΔΔ σωματειακής μορφής (λ.χ. Δικηγορικοί Σύλλογοι, Ιατρικοί Σύλλογοι, Τεχνικά Επιμελητήρια, κοκ), τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν ως σκοπό την προαγωγή των συμφερόντων των μελών τους, είναι πιο εύλογο να θεωρηθούν φορείς τέτοιων δικαιωμάτων με αποδέκτη το Κράτος, αλλά και των δικαιωμάτων περιουσίας και ιδιοκτησίας,
Σελ. 4
όπως επίσης και τα ΝΠΔΔ που απολαμβάνουν λειτουργικής αυτοτέλειας έναντι του Κράτους (ΟΤΑ, ΑΕΙ), όταν δρουν, κυρίως, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Υπάρχουν και ιδιαίτερες κατηγορίες φορέων (=> δικαστικοί λειτουργοί, μέλη ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας) οι οποίοι υπόκεινται σε εντονότερους περιορισμούς σε δικαιώματά τους συγκριτικά με άλλους φορείς και λόγω της «ειδικής σχέσης εξουσίασης» που τους συνδέει με το κράτος. Ανήκουν στον αποκαλούμενο σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, κι ως εκ τούτου, η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους συνδέεται με την ίδια την υπόσταση και εύρυθμη λειτουργία του Κράτους. Για τον λόγο αυτόν οι εντονότεροι περιορισμοί σ’ αυτή την κατηγορία φορέων καθίστανται συνταγματικώς ανεκτοί, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβλέπονται στο Σύνταγμα και να εξειδικεύονται από τον νόμο, καθώς και να ερμηνεύονται συσταλτικά και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Τούτο σημαίνει ότι μόνον όπου στη συνταγματική διάταξη προβλέπεται περιορισμός ή αποκλεισμός δικαιώματος είναι κάτι τέτοιο επιτρεπτό, ενώ οποιαδήποτε πρόσθετη με νόμο απαγόρευση άσκησης δικαιώματος μόνο και μόνο λόγω της θεσμικής ιδιότητάς τους πρέπει να θεωρείται κατ’ αρχήν αντισυνταγματική. Τέτοιοι περιορισμοί είναι η απαγόρευση άσκησης απεργίας οποιασδήποτε μορφής στους δικαστικούς λειτουργούς, στα μέλη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (άρθρο 23 παρ. 2), καθώς και η συμμετοχή τους σε πολιτικό κόμμα και η εκδήλωση υπέρ ή κατά αυτού (άρθρο 29 παρ. 3 Συντ.), ενώ περιορισμοί σε άλλα δικαιώματα επιτρέπονται μόνο στον βαθμό που διασταυρώνονται με τις ανωτέρω δύο απόλυτες απαγορεύσεις ή αποσκοπούν αιτιολογημένα στην προστασία της δημόσιας υπηρεσίας.
(β). Αποδέκτες είναι αυτοί που δεσμεύονται να σεβαστούν το δικαίωμα, οι φορείς των υποχρεώσεων. Κατ’ αρχήν αποδέκτης είναι η κρατική εξουσία και υπό τις τρεις μορφές
Σελ. 5
της (νομοθετική- δικαστική- εκτελεστική), καθώς και όλοι οι φορείς δημόσιας εξουσίας (ΟΤΑ, άλλα ΝΠΔΔ, Ανεξάρτητες Αρχές, κοκ), ακόμη μάλιστα κι όταν δεν δρουν στο πλαίσιο άσκησης αυτής αλλά ως fiscus, με τα μέσα δηλαδή του ιδιωτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται δεκτό ότι και οι τρεις συντεταγμένες κρατικές λειτουργίες οφείλουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους όχι μόνο να απέχουν από ενέργειες που θα συνιστούσαν (αδικαιολόγητη) προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και να τα προστατεύουν, ιδίως, όταν αυτά τίθενται σε διακινδύνευση. Ειδικότερα, τα όργανα της νομοθετικής λειτουργίας οφείλουν όχι μόνο να μην θεσπίζουν ρυθμίσεις που οδηγούν σε παραβίαση των δικαιωμάτων, αλλά και να υλοποιούν τις σχετικές με αυτά συνταγματικές επιταγές τόσο ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και ως προς την οργάνωση ή τη διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων. Τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (που είναι και αυτά που περισσότερο ενοχοποιούνται για την παραβίαση των δικαιωμάτων μέσω των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών τους), ναι, μεν, θέτουν κανόνες δικαίου κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, έχουν όμως και την υποχρέωση να προβαίνουν σε άμεση εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων, ιδίως στις περιπτώσεις έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας, ακόμη και να αρνηθούν διαταγές των προϊσταμένων τους αν αυτές οδηγούν σε πρόδηλη παραβίαση του Συντάγματος (και άρα και των διατάξεων που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα). Τέλος, τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας οφείλουν όχι μόνο να προασπίζουν τα δικαιώματα (ουσιαστικά και δικονομικά) των ενώπιόν τους διαδίκων μερών αλλά και να λειτουργούν εγγυητικά, όταν αυτά παραβιάζονται από τις άλλες δύο κρατικές λειτουργίες, λόγω και των πολιτικών σκοπιμοτήτων υπό τις οποίες συχνά λειτουργούν οι τελευταίες. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στο πλαίσιο της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου (οφείλει να) εστιάζει εν πολλοίς στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων από τις προσβολές τους.
Πέραν, όμως, των οργάνων της κρατικής εξουσίας ως βασικών αποδεκτών των δικαιωμάτων, έχει από πολύ νωρίς καταστεί σαφές ότι λόγω της πολυπλοκότητας των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων, συχνά πηγή διακινδύνευσης των δικαιωμάτων δεν είναι μόνον οι φορείς δημόσιας εξουσίας αλλά και οι ιδιώτες: έτσι αναπτύχθηκε η θεωρία της τριτενέργειας (ή του «οριζοντίου αποτελέσματος» κατά την αγγλοσαξωνική θεωρία), ήτοι η επέκταση της δεσμευτικότητας των δικαιωμάτων και στις οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες αυτά προσιδιάζουν. Αυτή διακρίνεται περαιτέρω σε άμεση και έμμεση τριτενέργεια: σύμφωνα με την πρώτη τα συνταγματικά δικαιώματα επενεργούν απευθείας στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις (χωρίς τη διαμεσολάβηση του κοινού δικαίου) δημιουργώντας και έναντι των ιδιωτών την ίδια erga omnes αξίωση σεβασμού τους. Σύμφωνα με την έμμεση τριτενέργεια, τα συνταγματικά δικαιώματα επενεργούν στις ιδιωτικές σχέσεις μέσω των γενικών ρητρών και αόριστων νομικών
Σελ. 6
εννοιών του ιδιωτικού δικαίου. Στην πράξη βέβαια, ο εντοπισμός των σχέσεων ‘‘στις οποίες τα δικαιώματα προσιδιάζουν’’ δεν είναι πάντοτε ευχερής, ενώ η εν λόγω αρχή, δημιούργημα της θεωρίας και της νομολογίας, βρήκε ρητή πλέον συνταγματική κατοχύρωση στο άρθρο 25§1γ’ μετά την αναθεώρηση του 2001.
(iii). ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ:
Σ’ ένα φιλελεύθερο κράτος που διέπεται από τη δημοκρατική και τη δικαιοκρατική αρχή αλλά και αυτήν της αξίας του ανθρώπου προφανώς υπάρχει ένας γενικός κανόνας υπέρ της ελευθερίας (ήτοι της ελεύθερης και ανεμπόδιστης απόλαυσης και άσκησης των δικαιωμάτων από τους φορείς τους). Όλα τα δικαιώματα ισχύουν ως αυτοσκοποί και προστατεύονται από τα όργανα των συντεταγμένων κρατικών λειτουργιών, χωρίς όμως να σημαίνει ότι η απόλαυση των δικαιωμάτων είναι απόλυτη σε κάθε περίπτωση. Κάτι τέτοιο αν ίσχυε θα οδηγούσε σε αναρχία και σε κοινωνικές συγκρούσεις.
Επομένως, εξ ορισμού τα συνταγματικά δικαιώματα υπόκεινται αυτονοήτως και εκ της φύσεώς τους σε περιορισμούς, προκειμένου να επιτυγχάνεται κατά το δυνατόν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αυτών και της ικανοποίησης σκοπών δημοσίου συμφέροντος αλλά και μεταξύ των δικαιωμάτων των διαφόρων φορέων. Οι περιορισμοί αυτοί είναι είτε γενικοί υπό την έννοια ότι αφορούν το σύνολο των δικαιωμάτων, είτε ειδικοί υπό την έννοια ότι αφορούν το δικαίωμα στο οποίο αναφέρονται. Οι τελευταίοι, μάλιστα, περιορισμοί μπορεί να επιβάλλονται είτε απευθείας εκ του Συντάγματος είτε μέσω των επιφυλάξεων υπέρ του νόμου (και κατ’ επέκταση υπέρ των διοικητικών και δικαστικών αρχών).
(α). Γενικοί περιορισμοί:
-η θεσμοποιημένη αναστολή των ατομικών δικαιωμάτων (άρθρο 48 παρ. 1 και 2 Συντ.): Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το Σύνταγμα για να αυτοπροστατευθεί προβλέπει την αναστολή δικαιωμάτων και εγγυήσεων που το ίδιο κατοχυρώνει, ήτοι την κήρυξη της Χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Διαδικαστικά για να ενεργοποιηθεί αυτή πρέπει να εκδοθεί απόφαση της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5
Σελ. 7
του όλου αριθμού των βουλευτών ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η απόφαση της Βουλής περί κηρύξεως της Χώρας σε κατάσταση ανάγκης ορίζει και τη διάρκεια ισχύος της, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από δεκαπέντε ημέρες, ενώ μπορεί να παραταθεί για ακόμη δεκαπέντε ημέρες με νέα απόφαση της Βουλής. Η κήρυξη της Χώρας σε κατάσταση ανάγκης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τις αναφερόμενες στο άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος έκτακτες περιστάσεις και η αναστολή ισχύος αφορά μόνον τα δικαιώματα που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο. Λόγω του ιδιαίτερα περιοριστικού για τα δικαιώματα χαρακτήρα της διάταξης, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και από την άποψη των περιπτώσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν την κατάσταση ανάγκης και από την άποψη των δικαιωμάτων που μπορούν να ανασταλούν. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η διασταλτική ερμηνεία των ανωτέρω εννοιών υπό τη νομολογιακή (και εν μέρει θεωρητική) κατασκευή ενός «δικαίου της ανάγκης», για παράδειγμα λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς δημοσιονομικής κατάστασης στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα ή της αντιμετώπισης της πανδημίας του Covid-19, ώστε να δικαιολογείται η γενικευμένη συρρίκνωση του προστατευτικού πεδίου των κοινωνικών ιδίως δικαιωμάτων ή ο υπέρμετρος περιορισμός ατομικών, όπως η οικονομική ελευθερία και περιουσία.
-Το χρέος εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.): Εκ πρώτης όψεως ο εν λόγω γενικός περιορισμός δίνει την αίσθηση ότι αποτελεί μια γενική ρήτρα η οποία μπορεί να θεμελιώσει, εκ μέρους των οργάνων του Κράτους, περιορισμούς σε δικαιώματα με επίκληση της εκπλήρωσης του χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Μια τέτοια προσέγγιση όμως θα ήταν επικίνδυνη τόσο λόγω της αοριστίας της εν λόγω έννοιας όσο και επειδή θα ανέτρεπε το βασικό τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας, αφού εν τέλει η απόλαυση των δικαιωμάτων θα τελούσε υπό την αίρεση της μη αντίθεσης στο χρέος της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Για τον λόγο αυτόν κατ’ ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση στον γενικό αυτό περιορισμό κωδικοποιούνται οι ήδη υφιστάμενες συνταγματικές υποχρεώσεις, τα λεγόμενα συνταγματικά καθήκοντα. Αυτά είναι η υποχρέωση σεβασμού του Συντάγματος και των
Σελ. 8
νόμων και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία (άρθρο 120 παρ. 2), η τήρηση του Συντάγματος και η με κάθε μέσο αντίσταση εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία (άρθρο 120 παρ. 4), η συμμετοχή στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5), η συμμετοχή στην άμυνα της πατρίδας (άρθρο 4 παρ. 6), η άσκηση του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος (άρθρο 51 παρ. 5), η συμμετοχή στην εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση (άρθρο 16 παρ. 3) και η υποχρέωση προσφοράς υπηρεσιών (επίταξη εργασίας) σε εξαιρετικές και αναγκαίες περιπτώσεις όπως επιστράτευση, θεομηνία (άρθρο 22 παρ. 4).
-Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του φορέα (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ.): Με βάση την εν λόγω διάταξη απαγορεύεται το δικαίωμα να ασκηθεί για σκοπό προδήλως αντίθετο από αυτόν χάριν του οποίου έχει θεσπιστεί . Επομένως, και δεδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αυτοσκοπούς, θα πρέπει στην οικεία συνταγματική διάταξη να συνδέεται η άσκηση του δικαιώματος προς έναν συγκεκριμένο σκοπό, προκειμένου το άρθρο 25 παρ.3 να τύχει εφαρμογής. [χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων συνταγματικών διατάξεων είναι το δικαίωμα στην απεργία (άρθρο 23 παρ. 2) και η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία ως έκφανση της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 106 παρ. 2)]. Εξάλλου, αξίζει να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με τη γενική ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η τελευταία διάταξη αποσκοπεί να προστατεύσει το αδύναμο μέρος στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, ενώ η συνταγματική απαγόρευση επιδιώκει να προστατεύσει την κρατική εξουσία, η οποία συγκριτικά με τον ιδιώτη αποτελεί το ισχυρό μέρος της εννόμου σχέσεως.
(β). Ειδικοί περιορισμοί:
(i). απευθείας εκ του Συντάγματος προβλεπόμενοι: Σε ορισμένα δικαιώματα, η άσκηση των οποίων μπορεί να εμπεριέχει έντονο βαθμό παρέμβασης στην κοινωνική / οικονομική ζωή και στα δικαιώματα άλλων φορέων, θεωρήθηκε σκόπιμη από
Σελ. 9
τον συνταγματικό νομοθέτη η αποτύπωση ορισμένων περιορισμών είτε υπό τη μορφή απώτατων ορίων επί του περιεχομένου του ίδιου του δικαιώματος είτε με τη χρήση περιοριστικών γενικών ρητρών και αόριστων νομικών εννοιών. Είναι προφανές ότι εδώ δεν μπορεί να γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα των περιορισμών, αφού το ίδιο το συνταγματικό κείμενο τους προβλέπει, πλην, όμως, θα πρέπει οι προβλεπόμενοι περιορισμοί να ερμηνεύονται συσταλτικά τόσο από τον νομοθέτη και την εκτελεστική εξουσία κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου εις εφαρμογή τους, όσο και από τον εφαρμοστή του δικαίου – δικαστή. Παραδείγματα δικαιωμάτων υφιστάμενα τέτοιων εγγενών περιορισμών αποτελούν το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το οποίο δεν πρέπει να θίγει την τριάδα των περιορισμών [Σύνταγμα, δικαιώματα των άλλων, χρηστά ήθη (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.)], η ελευθερία θρησκευτικής λατρείας, η οποία δεν πρέπει να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη (άρθρο 13 παρ. 2), η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας οι οποίες δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 1),τα δικαιώματα απορρέοντα εκ της ιδιοκτησίας τα οποία δεν επιτρέπεται να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος (άρθρο 17 παρ. 1), η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία η οποία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή της εθνικής οικονομίας (άρθρο 106 παρ. 2).
(ii). οι προβλεπόμενες ‘‘επιφυλάξεις’’:
-η επιφύλαξη υπέρ του νόμου: πρόκειται για τη ρητή παραπομπή στον νόμο, με την οποία ο συνταγματικός νομοθέτης εντέλλει / αναθέτει στον κοινό νομοθέτη (είτε τον τυπικό είτε την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση) να ρυθμίσει αναλυτικά το προστατευτέο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος, από τις ρυθμίσεις δε αυτές μπορούν να επέλθουν και περιορισμοί στο ρυθμιστέο δικαίωμα. Η επιφύλαξη μπορεί να είναι γενική, οπότε καταλείπεται μεγαλύτερη ευχέρεια ρύθμισης στον κοινό νομοθέτη (=> όπως νόμος ορίζει ….), ή ειδική, οπότε τίθεται και πρόσθετη υπόδειξη σε αυτόν ως προς το περιεχόμενο της ρύθμισης. Εξ άλλου, ως προς την έννοια του νόμου, κατά την κρατούσα άποψη, εννοείται ο ουσιαστικός νόμος (ήτοι κάθε γενική και αφηρημένη ρύθμιση) κι όχι αναγκαία ο τυπικός (ήτοι ψηφισμένος από τη Βουλή), αφού όπου ο συνταγματικός
Σελ. 10
νομοθέτης θέλησε τη μορφή τυπικού νόμου το όρισε ρητά. Πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία, όταν οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί είναι έντονοι, δηλαδή προκαλείται βαθιά επέμβαση στο δικαίωμα, θα πρέπει να επιβάλλονται με τυπικό νόμο ή διάταγμα, εκδοθέν κατόπιν ειδικής εξουσιοδότησης. Στην έννοια της επιφύλαξης εντάσσεται και η διατύπωση «τηρώντας τους νόμους του Κράτους», με τη διαφορά όμως ότι εδώ δεν ‘‘εξουσιοδοτείται’’ ο νομοθέτης να θεσπίσει ειδικό νόμο σχετικό με το δικαίωμα, αλλά ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται στο υφιστάμενο εν γένει νομικό πλαίσιο (υποχρεωτικές ή απαγορευτικές αστικές, ποινικές, διοικητικής φύσεως διατάξεις), το οποίο πρέπει να τηρείται. Με άλλες λέξεις εισάγεται ένα καθήκον νομοταγούς συμπεριφοράς, το οποίο δρα ως εν γένει περιορισμός στην άσκηση ενός δικαιώματος, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί το δικαίωμα να ασκείται έξω από τα όρια της υφιστάμενης νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να τονιστεί ότι η εξουσία του νομοθέτη να νομοθετεί δεν θεμελιώνεται στις διάφορες επιφυλάξεις, αλλά αυτός διαθέτει το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας νομοθέτησης εκ των άρθρων 26 και 1 §3 Συντ.
-η επιφύλαξη υπέρ της διοίκησης και των δικαστικών αρχών: Αντίστοιχα προς την επιφύλαξη υπέρ του νόμου παρέχεται ευχέρεια ή ακριβέστερα, απονέμεται η αρμοδιότητα στα όργανα της διοίκησης ή της δικαστικής λειτουργίας να καθορίσουν και να περιορίσουν εν τέλει πτυχές της άσκησης ενός δικαιώματος. Στον βαθμό βέβαια που η αρμοδιότητά τους αυτή θα οδηγήσει σε περιορισμούς του δικαιώματος, θα πρέπει να ασκείται, υπακούοντας στη γενική αρχή της συσταλτικής ερμηνείας των περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα. Συχνά βέβαια αυτή η επιφύλαξη συνδυάζεται και με επιφύλαξη υπέρ του νόμου, υπό την έννοια ότι ο νόμος ρυθμίζει τις προϋποθέσεις περιορισμού του δικαιώματος, τα δε δικαστικά και διοικητικά όργανα τις εφαρμόζουν. Στο Σύνταγμα απαντάται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, σαφώς λιγότερες από ό,τι η
Σελ. 11
επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Αυτή βεβαίως μπορεί να παρέχεται κατ’ εξουσιοδότηση από τον κοινό τυπικό νόμο.
-το ζήτημα των ανεπιφύλακτων δικαιωμάτων: Πρόκειται για δικαιώματα τα οποία έτσι όπως διατυπώνονται στο συνταγματικό κείμενο δεν περιέχουν κάποιον ευθύ εκ του Συντάγματος περιορισμό αλλά ούτε και επιφύλαξη υπέρ του νόμου ή υπέρ των διοικητικών ή δικαστικών αρχών. Τέτοια δικαιώματα είναι κυρίως αυτά της ισότητας των φύλων (άρθρο 4 παρ. 2 Συντ.)., της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 παρ. 1 Συντ.), της ελευθερίας τέχνης και επιστήμης (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.) και η ισότητα στην αμοιβή εργασίας (άρθρο 22 παρ. 1β’ Συντ.) τα οποία δεν περιέχουν καμία επιφύλαξη. Γίνεται δεκτό ότι μπορούν να θεμελιωθούν περιορισμοί στα ανεπιφύλακτα δικαιώματα μόνο μέσα από τη σύγκρουση, στάθμιση και πρακτική εναρμόνιση με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, κι ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπεται να θεσπιστούν πρόσθετοι περιορισμοί από τον κοινό νομοθέτη.
(iv). ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ (ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ) ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ (ή ΑΝΤΙΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ):
Λειτουργούν ως «φίλτρα», ως όρια και κριτήρια ελέγχου του συνταγματικώς επιτρεπτού της επιβολής των περιορισμών (εκ του νομοθέτη και της διοίκησης) στα δικαιώματα. Στην ελληνική συνταγματική θεωρία έχει επικρατήσει οι επιβαλλόμενοι εκ του νόμου (και κατ’ επέκταση εκ της διοίκησης ή των δικαστηρίων) περιορισμοί των δικαιωμάτων να ελέγχονται επί τη βάσει τεσσάρων «περιορισμών των περιορισμών» (ή αντιπεριορισμών). Αυτοί λειτουργούν σωρευτικά εν είδει “checklist”, ώστε για να κριθεί συνταγματικώς επιτρεπτός ένας περιορισμός πρέπει να συμφωνεί και με τους τέσσερις αντιπεριορισμούς, και αντιστρόφως εάν αντιβαίνει σε κάποιον από αυτούς θεωρείται άνευ ετέρου αντισυνταγματικός χωρίς ανάγκη διερεύνησης των υπολοίπων. Αυτοί είναι:
-Ο αντικειμενικός και απρόσωπος χαρακτήρας των περιορισμών: Οι περιορισμοί του δικαιώματος, κατ’ αρχήν, θα πρέπει να προβλέπονται στον νόμο σαφώς, ειδικώς και συγκεκριμένως και δεν μπορούν να συναχθούν κατόπιν αναλογικής ή διασταλτικής ερμηνείας άλλης σχετικής διατάξεως. Εξάλλου, θα πρέπει οι περιορισμοί να εισάγονται
Σελ. 12
κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό, να αφορούν δηλαδή το σύνολο των υπαγομένων στα χαρακτηριστικά εκάστης ρύθμισης.
-Η εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος: Οι περιορισμοί θα πρέπει να επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί αόριστη νομική έννοια με ευμετάβλητο κανονιστικό περιεχόμενο, η οποία αντιδιαστέλλεται από το ιδιωτικό συμφέρον, έχοντας μια συλλογική ή οπωσδήποτε υπερατομική διάσταση. Απαντάται με διάφορους συνώνυμους επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως γενικό συμφέρον, κοινωνικό συμφέρον, εθνικό συμφέρον, ή με έναν δεύτερο επιθετικό προσδιορισμό, όπως υπέρτερο ή επιτακτικό δημόσιο συμφέρον ή με άλλες συνώνυμες έννοιες, όπως δημόσια ωφέλεια, δημόσια ασφάλεια, δημόσια τάξη, κοκ. Χρησιμοποιείται σχετικά περιορισμένα στο συνταγματικό κείμενο, συχνά, με διαφορετικό επιμέρους κατά περίπτωση περιεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση η αόριστη αυτή έννοια πρέπει να ερμηνεύεται και να εξειδικεύεται με κριτήρια νομικά, εντός των ορίων του νόμου και όχι ως ένας υπερπεριορισμός, ο οποίος αφηρημένα δικαιολογεί συρρίκνωση της κανονιστικής εμβέλειας των δικαιωμάτων. Συχνά για πάρα πολλά χρόνια χρησιμοποιήθηκε από τη Διοίκηση με την ανοχή της νομολογίας όχι ως κριτήριο ελέγχου της συνταγματικότητας ενός περιορισμού αλλά ως γνήσιος περιορισμός του δικαιώματος. Τα τελευταία χρόνια, ενόψει της εντατικοποίησης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, η νομολογία απαιτεί να αιτιολογείται ειδικά στο κείμενο του νόμου ή στις συνοδεύουσες αυτόν εκθέσεις ποια πτυχή δημοσίου συμφέροντος σκοπείται να εξυπηρετηθεί με την επιβολή του περιορισμού. Εξάλλου, ενώ έμοιαζε να έχει παγιωθεί μια διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στο απλώς ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, διότι το τελευταίο έμμεσα μόνον εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, ιδίως μετά την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, τα τελευταία έτη, στη λεγόμενη «νομολογία των μνημονίων», άρχισε να αναδεικνύεται εκ νέου το δημοσιονομικό συμφέρον ως στοιχείο
Σελ. 13
επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και έτσι η προσπόριση δημοσίων εσόδων στα κρατικά ταμεία μοιάζει να είναι ανεκτός λόγος επιβολής περιορισμών σε δικαιώματα. Μάλιστα, υπήρξε και μειοψηφούσα γνώμη κατά την οποία τα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα ήταν τόσο επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ώστε η λήψη τους να αντιμετωπίσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα.
-Η αρχή της αναλογικότητας:
Μετά την αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώθηκε ρητά στο άρθρο 25§1δ’ Συντ. Πρόκειται για αρχή που έλκει την καταγωγή της από το αστυνομικό δίκαιο της Γερμανίας και της Γαλλίας του 19 αιώνα ως αποδοκιμασία της χρήσης υπερβολικής αυστηρότητας και βίας για ήσσονος σημασίας πράξεις και αποτυπώνει την ιδέα της υιοθέτησης του προσήκοντος μέτρου για την επίτευξη ενός θεμιτού κατά τα άλλα σκοπού. Στην Ελλάδα ενώ αρχικά ο έλεγχος των διάφορων περιοριστικών μέτρων ως προς τον προσήκοντα ή όχι χαρακτήρα τους γινόταν συγκριτικά κυρίως επί τη βάσει της αρχής της ισότητας, το 1984 το ΣτΕ την διατύπωσε ως αρχή με συνταγματική μάλιστα περιωπή. Έκτοτε η αρχή αυτή χρησιμοποιείται παγίως ως εργαλείο για τον εκ μέρους των δικαστηρίων έλεγχο συνταγματικότητας των διάφορων περιοριστικών επιλογών του νομοθέτη ή/και της διοίκησης, ο οποίος (έλεγχος) περιλαμβάνει τρία στάδια: (α). την προσφορότητα, ήτοι τα υιοθετούμενα μέτρα να είναι κατάλληλα (πρόσφορα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, (β). την αναγκαιότητα, υπό την έννοια τα μέτρα να είναι τα λιγότερο επαχθή, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν, να επάγονται δηλαδή τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον φορέα του δικαιώματος σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και (γ). την stricto sensu αναλογικότητα, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση και εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται ποιοτικά και ποσοτικά της βλάβης που προκαλούν.
Τα στάδια αυτά ακόμη κι αν δεν αποτυπώνονται ρητά στο σκεπτικό της μείζονος πρότασης τελούνται από το δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση της δικανικής κρίσης, για τη δε διαπίστωσή τους ο επιδιωκόμενος σκοπός δημοσίου συμφέροντος πρέπει να συνάγεται από την ίδια τη διάταξη ή τις συνοδευτικές εκθέσεις που τη συνοδεύουν.
Σελ. 14
Πλέον με κανόνα αναφοράς την αρχή της αναλογικότητας ελέγχονται ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα του ελέγχου υπέρ του αναλογικού ή όχι χαρακτήρα, όλες ακόμη και μεγάλης σημασίας νομοθετικές επιλογές, μεταξύ των οποίων, η επιβολή του μέτρου της προσωποκράτησης εξαιτίας χρεών, η παράταση της προθεσμίας παραγραφής για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων, η επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ.
Με τον έλεγχο της αναλογικότητας ο δικαστής ΔΕΝ υποδεικνύει ο ίδιος το καταλληλότερο και πλέον αναλογικό περιοριστικό μέσο, διότι κάτι τέτοιο θα δήλωνε κρίση σκοπιμότητας και θα συνιστούσε υποκατάσταση στο έργο του νομοθέτη (συνταγματικά απαγορευμένη), αλλά αξιολογεί το επιλεχθέν και προσβληθέν ενώπιόν του κάθε φορά μέτρο, κρίνοντάς το σύμφωνο ή όχι με την αναλογικότητα, επί δε αποφατικής περίπτωσης παραμερίζει την εφαρμογή του εν λόγω νομοθετικού μέτρου ως αντισυνταγματικού. Ωστόσο, κατά τα τελευταία έτη, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας δεν ασκείται με “θετικό” τρόπο, δηλαδή ο δικαστής ΔΕΝ ελέγχει αν το επιλεγέν μέτρο είναι πρόσφορο και κατάλληλο για την εξυπηρέτηση του δηλωθέντος δημοσίου σκοπού, αλλά “αρνητικά”, υπό την έννοια ότι ελέγχει αν το μέτρο δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του δημοσίου σκοπού ή δεν υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίησή του μέτρο.
-Η μη παραβίαση του πυρήνα του δικαιώματος:
Κάθε δικαίωμα περιλαμβάνει ένα minimum εκ του Συντάγματος προστατευόμενο κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο πρέπει να παραμείνει σε κάθε περίπτωση απρόσβλητο από τον οποιοδήποτε περιορισμό, διαφορετικά το δικαίωμα εν τέλει αποβάλλει την ουσία του. Είναι ζήτημα εάν ο πυρήνας είναι σχετικό μέγεθος κρινόμενο in concreto ή αν υπάρχει αντικειμενικά σε κάθε περίπτωση ένας απόλυτος πυρήνας. Ορθότερη εμφανίζεται μάλλον η δεύτερη εκδοχή, τουλάχιστον για τα ισχύοντα στην Ελλάδα. Αυτό όμως δεν αίρει τα πρακτικά προβλήματα οριοθέτησης και προσδιορισμού αυτού του πυρήνα, ιδίως, όταν πρόκειται για περιουσιακής φύσεως και κοινωνικά δικαιώματα.
Σελ. 15
(v). ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ:
Αυτή παρουσιάζει πρακτικό ενδιαφέρον όταν στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις είτε εκ του νόμου επιβάλλονται περιορισμοί σ’ ένα δικαίωμα χάριν προστασίας δικαιώματος/ων άλλου/ων φορέων είτε όταν αυτή ανακύπτει από την ενάσκηση δύο (ή περισσότερων) δικαιωμάτων εκ μέρους δύο ή περισσότερων φορέων. Με βάση την αδιαμφισβήτητη παραδοχή ότι υπάρχει τυπική ισοδυναμία όλων των συνταγματικών διατάξεων μεταξύ τους (άρα και αυτών που προστατεύουν δικαιώματα), δεν υπάρχει a priori υπεροχή ενός δικαιώματος έναντι κάποιου άλλου, η δε σύγκρουση επιλύεται πάντοτε ad hoc, κατόπιν στάθμισης των δεδομένων της επίδικης υπόθεσης και της απαίτησης της πρακτικής εναρμόνισης μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων και της βέλτιστης εκατέρωθεν δυνατής πραγμάτωσής τους. Ωστόσο, παρόλο που οι σχετικές σταθμιστικές κρίσεις διενεργούνται κατόπιν εκτίμησης εμπειρικών δεδομένων, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν γενικεύσιμες σε εκάστη άλλη όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία περίπτωση.
Σελ. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
(i). ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΠΕΔΟ
Ενώ η ιστορία των δικαιωμάτων είναι αρκετά παλιά, ίσως παλαιότερη και από αυτή των κρατών υπό τη σύγχρονη έννοια, με σταδιακή επέκταση της κατοχύρωσής τους στα κείμενα - ορόσημα των εθνικών κρατών στο πνεύμα του Διαφωτισμού (όπως η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ το 1776 με το Σύνταγμα του 1787 και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1791, καθώς και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλίας το 1789), η θεσμοθέτησή τους πέρασε σε άλλο επίπεδο και έξω από τα στενά κρατικά όρια κατά τον 20ο αιώνα. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και κυρίως οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο κατέδειξαν πόσο εύθραυστες ήταν οι ισορροπίες ειδικά καθόσον αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων αλλά και αποτύπωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο τι μπορεί να συμβεί όταν δεν τηρούνται ηθικά, πολιτικά ή και δικαιϊκά όρια. Έτσι, έγινε κατανοητό ότι τα δικαιώματα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθούν αποκλειστικά στις εθνικές ρυθμίσεις των κρατών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, ότι την περίοδο αυτή θεσμοθετήθηκαν (ή εντατικοποίησαν τη δράση τους) διεθνείς οργανισμοί είτε σε οικουμενικό επίπεδο, όπως ο ΟΗΕ ή η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, είτε σε περιφερειακό επίπεδο, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι οποίοι έχουν ως αποκλειστικό ή βασικό σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υιοθέτησαν κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (bill of rights), τα οποία προφανώς είναι εμπνευσμένα από τα εθνικά Συντάγματα, με τη φιλοδοξία όμως να δεσμεύσουν από την έναρξη της ισχύος τους όλα τα συμβαλλόμενα
Σελ. 18
κράτη, ώστε να σεβαστούν την τήρησή τους. Τα κείμενα αυτά, πολυάριθμα πια και με συχνά παρόμοιες έως και ταυτόσημες ρυθμίσεις, αποτυπώνουν αυτήν ακριβώς τη βούληση για την προστασία των δικαιωμάτων στις σύγχρονες, πολυεπίπεδες και παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες. Μάλιστα, το προστατευτικό τους πεδίο μπορεί να αφορά είτε γενικώς τα ατομικά δικαιώματα είτε να παρέχει ειδική προστασία, όπως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών ή η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1997, γνωστή ως Σύμβαση του Οβιέδο, κοκ.
Είναι σαφές ότι μεταξύ των διεθνών κειμένων προστασίας των δικαιωμάτων ξεχωριστή θέση κατέχουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ΕΕ.
(ii). ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ & Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (ΕΣΔΑ):
(α). Το Συμβούλιο της Ευρώπης (Council of Europe / Conseil de l’ Europe): η υπόσταση του Οργανισμού
Πρόκειται για έναν διεθνή οργανισμό, ο οποίος ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου 1949 στο Λονδίνο με την ομώνυμη Σύμβαση από δέκα κράτη. Ακολούθησαν σταδιακές διευρύνσεις (με την Ελλάδα και την Τουρκία να προσχωρούν μαζί μόλις τον Αύγουστο του ίδιου έτους) μέχρι το 2007 και έτσι σήμερα σε αυτόν συμμετέχουν 47 κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου και της ανατολικής περιφέρειάς της, 5 κράτη ως παρατηρητές του Συμβουλίου και 3 ως παρατηρητές της συνέλευσής του. Ο οργανισμός αυτός έχει ως βασικό σκοπό του τη νομική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο σύνολο της εδαφικής επικράτειάς του, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη ρύθμιση των νομοθεσιών, καθώς και την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη.
Οι πρώτες σκέψεις για τη δημιουργία του ανάγονται στον Ουίστον Τσόρτσιλ ο οποίος ήδη από το 1943 είχε μιλήσει για την ανάγκη δημιουργίας ενός είδους Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Η μελλοντική δομή του Συμβουλίου της Ευρώπης συζητήθηκε σε συνέδριο που διεξήχθη το 1948 στη Χάγη της Ολλανδίας παρουσία κορυφαίων πολιτικών εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών της Ευρώπης και της κοινωνίας των
Σελ. 19
πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκαν δύο ανταγωνιστικές σχολές σκέψης: αφενός υπέρ της ίδρυσης ενός κλασικού διεθνούς οργανισμού με εκπροσώπους των κυβερνήσεων, αφετέρου υπέρ ενός πολιτικού τόπου δημόσιας συζήτησης (φόρουμ) για τους βουλευτές. Και οι δύο προσεγγίσεις τελικά συνδυάστηκαν με τη θεσμοθέτηση της Επιτροπής Υπουργών και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, σύμφωνα με το Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτή η διπλή διακυβερνητική και διακοινοβουλευτική δομή χρησιμοποιήθηκε αργότερα και σε άλλους Οργανισμούς, όπως οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ΝΑΤΟ και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
(β). Η ΕΣΔΑ: το θεμελιωδέστερο κείμενο του Οργανισμού:
Συνομολογήθηκε στις 4.11.1950 από 15 κράτη και τέθηκε σε ισχύ το 1953, υποχρεωτικά δε κάθε νέο μέλος που προσχωρεί στο Συμβούλιο πρέπει να υπογράψει και να κυρώσει αυτήν.
Με τα 16 μέχρι στιγμής Πρόσθετα Πρωτόκολλά της (τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της), είναι ίσως το μόνο από τα διεθνή κείμενα προστασίας δικαιωμάτων που έχει τόση μακροβιότητα και επιτυχημένη ενσωμάτωση στις εσωτερικές έννομες τάξεις των συμβαλλομένων κρατών, μέσω της θεωρητικής επεξεργασίας της αλλά και της νομολογιακής εφαρμογής της. Στο περιεχόμενό της συγκαταλέγονται τα κλασικά ατομικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2), η απαγόρευση των βασανιστηρίων, της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων (άρθρα 3 και 4), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5), το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), η ελευθερία σκέψης και θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 9), το δικαίωμα συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11), η προστασία της ιδιοκτησίας (άρθρο 1§1 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου), το δικαίωμα στην εκπαίδευση (άρθρο 2 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου), καθώς και το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές (άρθρο 3 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου). Επίσης, περιέχονται και διαδικαστικού χαρακτήρα εγγυήσεις ή αλλιώς δικαιώματα διαδικασίας, όπως το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου (άρθρο 6§§1 και 2), η νομιμότητα της ποινής (άρθρο 7), κοκ.
Στην επιτυχία της Σύμβασης αναμφισβήτητα έχει συμβάλει και η παρουσία ενός υπερεθνικού δικαιοδοτικού οργάνου, του ΕΔΔΑ, γνωστού και ως «Δικαστήριο του Στρασβούργου», το οποίο θεσμοθετήθηκε με σκοπό την εξέταση της προσβολής και παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ εκ μέρους των Υψηλά Συμβαλλομένων Μερών. Το Δικαστήριο αυτό έχει αναπτύξει ιδιαίτερα πλούσια νομολογία
Σελ. 20
ιδίως μετά τη θέσπιση της ατομικής προσφυγής και έχει υιοθετήσει μια πολύ προστατευτική για τα δικαιώματα ερμηνεία της Σύμβασης, σε βαθμό που γίνεται λόγος για έναν «συνταγματικό μηχανισμό ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης». Η δικαιοδοσία του αφορά τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ και σε άλλα κείμενα προστασίας δικαιωμάτων που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατ’ αντιστοιχία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχει μεταξύ άλλων τις παραβιάσεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων από τα ενωσιακά όργανα αλλά και τα κράτη – μέλη κατά τη διαδικασία μεταφοράς και εφαρμογής κανόνων ενωσιακού δικαίου.
Η μεγάλη του όμως καινοτομία, η οποία συνέβαλε και στην πολύ υψηλή αποτελεσματικότητά του, ήταν η καθιέρωση από το έτος 1985 του ενδίκου βοηθήματος της ατομικής προσφυγής στα άρθρα 34 και 35, η οποία ασκείται αφού προηγουμένως έχουν εξαντληθεί όλα τα εθνικά ένδικα βοηθήματα και μέσα. Εξ άλλου, το άρθρο 46 της Σύμβασης αναγνωρίζει τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ για τους διαδίκους εκάστης δίκης. Προς ενίσχυση της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του δικαστηρίου και της πληρέστερης συμμόρφωσης του κράτους (των ελληνικών αρχών συγκεκριμένα) θεσμοθετήθηκε το νεοπαγές ιδιότυπο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας σε όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους. Κατά τα λοιπά τα εθνικά δικαστήρια
Σελ. 21
λαμβάνουν υπόψη τις αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου, χωρίς όμως να δεσμεύονται απολύτως από αυτές. Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι παρά τη μη ανάπτυξη εν στενή εννοία δεδικασμένου, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ παράγουν ένα ιδιότυπο ερμηνευτικό νομολογιακό προηγούμενο, όμοιο με αυτό των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, το οποίο λόγω της σταθερότητας της νομολογίας του δικαστηρίου λειτουργεί ως πυξίδα για τα εθνικά δικαστήρια, όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν την ΕΣΔΑ και κατά τον έλεγχο συμβατότητας των εθνικών ρυθμίσεων. Στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρόλου του δικαστηρίου συντελεί το πιο πρόσφατο 16ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο τα ανώτατα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών μελών δύνανται, πάντοτε στο πλαίσιο της ενώπιόν τους εκκρεμούσας υπόθεσης, να υποβάλουν αίτημα γνωμοδότησης επί ζητημάτων αρχής που σχετίζονται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση και στα Πρόσθετα Πρωτόκολλά της, εμπλουτίζοντας τον περίφημο ‘‘διάλογο των δικαστών’’ ως προς το ζήτημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Εξ άλλου, η ίδια η Σύμβαση είναι έτσι δομημένη, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη και βέλτιστη δυνατή συμμόρφωση στις αποφάσεις του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 46 ορίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη οφείλουν να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του δικαστηρίου στις οποίες ήταν διάδικοι. Προς τον σκοπό αυτό καθιερώνεται ένα πρωτότυπο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον τριμερές ελεγκτικό σύστημα εποπτείας ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, ήτοι: Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - Συμβαλλόμενα Κράτη - Επιτροπή Υπουργών .