ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η επίδραση του ενωσιακού δικαίου στην ελληνική ποινική δίκη
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 312
- ISBN: 978-960-654-515-3
- ISBN: 978-960-654-515-3
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η μονογραφία «Τα δικαιώματα του παθόντος στην ποινική διαδικασία» πραγματεύεται τη δικονομική θέση του παθόντος σε σχέση, ειδικότερα, με τα δικαιώματά του που προβλέπονται τόσο από το εθνικό όσο και από το ενωσιακό δίκαιο, σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Η ανάλυση πλαισιώνεται από σχετικές περιπτώσεις που έχουν απασχολήσει τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Το εγχειρίδιο αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα για τον εφαρμοστή του ποινικού δικαίου.
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος V | |
Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1 | |
Ορολογικές διευκρινίσεις 3 | |
I. Ιστορική ανάλυση των δικαιωμάτων του θύματος | |
Α. Αγγλοσαξονικό δίκαιο: από την εποχή της ιδιωτικής δίωξης των εγκλημάτων στη δημόσια δίωξη 6 | |
1. Ηνωμένο Βασίλειο 6 | |
2. Ηνωμένες Πολιτείες 13 | |
Β. Ηπειρωτικό δίκαιο 17 | |
1. Γαλλία: από την ιδιωτική δίωξη στη δημόσια αγωγή και εν τέλει στον διαχωρισμό πολιτικής και δημόσιας αγωγής σύμφωνα με τον σκοπό τους 17 | |
2. Γερμανικός χώρος: η επικράτηση της Inquisitionsprozess και η εγκατάλειψη της ιδιωτικής δίωξης 22 | |
Γ. Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του θύματος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 24 | |
1. Ηνωμένο Βασίλειο 26 | |
2. Ηνωμένες Πολιτείες 30 | |
3. Γαλλία 32 | |
4. Γερμανία 34 | |
II. Η αντιμετώπιση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση | |
Α. Η Απόφαση-πλαίσιο 2001/220 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες: 42 | |
1. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την απόφαση-πλαίσιο 2001/220 47 | |
α. Υπόθεση Pupino 47 | |
β. Υπόθεση Dell’Orto 49 | |
γ. Υπόθεση Győrgy Katz 49 | |
δ. Υπόθεση Eredics και Sápi 51 | |
ε. Υπόθεση Gueye και Salmerón Sánchez 52 | |
στ. Υπόθεση Ποινικής Δίκης κατά Χ 54 | |
ζ. Υπόθεση Giovanardi 55 | |
η. Συμπεράσματα 56 | |
Β. Η Οδηγία 2004/80 για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων 57 | |
1. Παρέκβαση: η Ελληνική Αρχή Αποζημιώσεως 59 | |
Γ. Η Συνθήκη της Λισαβόνας και η επίδρασή της στο ποινικοδικονομικό δίκαιο 62 | |
1. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η επίδρασή του στα δικαιώματα των θυμάτων 64 | |
Δ. Η ενίσχυση των δικαιωμάτων και η διασφάλιση της προστασίας των θυμάτων μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας 66 | |
Ε. Η Οδηγία 2012/29/ΕΕ 67 | |
1. Πρόσβαση στην ενημέρωση 69 | |
α. Δικαίωμα των θυμάτων να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά 70 | |
β. Δικαίωμα λήψης πληροφοριών 71 | |
γ. Δικαίωμα λήψης αντιγράφου της καταγγελίας 74 | |
δ. Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης 75 | |
i. Το δικαίωμα διερμηνείας 75 | |
ii. Το δικαίωμα μετάφρασης 77 | |
iii. Παρατηρήσεις σχετικά με την παροχή του δικαιώματος διερμηνείας και μετάφρασης 79 | |
iv. Σύγκριση με την πρόταση Οδηγίας και την Οδηγία 2010/64 81 | |
2. Δικαιώματα που διασφαλίζουν τη συμμετοχή του θύματος στην ποινική διαδικασία 84 | |
α. Δικαίωμα ακρόασης 85 | |
β. Δικαίωμα να ζητηθεί επανεξέταση της απόφασης για μη άσκηση δίωξης 86 | |
γ. Δικαίωμα σε νομική συνδρομή 90 | |
δ. Δικαίωμα επιστροφής εξόδων και περιουσιακών στοιχείων 91 | |
ε. Δικαίωμα σε απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση 92 | |
στ. Δικαιώματα θυμάτων που κατοικούν σε άλλο κράτος-μέλος 93 | |
ζ. Δικαιώματα των θυμάτων στο πλαίσιο υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης 94 | |
3. Δικαίωμα προστασίας 95 | |
4. Συμπεράσματα σχετικά με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2012/29 και προκλήσεις εφαρμογής της 100 | |
5. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την Οδηγία 2012/29 106 | |
α. Υπόθεση Gambino και Hyka 106 | |
β. Υπόθεση TG and UF 109 | |
ΣΤ. Ειδικές κατηγορίες θυμάτων 109 | |
1. Οδηγία 2011/36 για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της 110 | |
2. Οδηγία 2011/93 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας 112 | |
3. Οδηγία 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 113 | |
III. Η προστασία του θύματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου | |
Α. Η υποχρέωση αποτελεσματικής διερεύνησης των υποβαλλόμενων καταγγελιών (άρθρα 2,3,4 και 13 της ΕΣΔΑ) 115 | |
1. Οι υποχρεώσεις του κράτους 115 | |
α. Αποτελεσματική διερεύνηση – το δικαίωμα συμμετοχής του θύματος στη διαδικασία 124 | |
β. Το δικαίωμα ενημέρωσης ως προϋπόθεση συμμετοχής του θύματος στη διαδικασία 127 | |
2. Η απόφαση περί άσκησης ή μη δίωξης 130 | |
3. Ιδιωτική δίωξη και πολιτική αγωγή 131 | |
Β. Η προστασία των θυμάτων στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ 132 | |
1. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 στην περίπτωση του θύματος 132 | |
2. Δικαιώματα για το θύμα που απορρέουν από το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ υπό το αστικό του σκέλος 143 | |
α. Η πρόσβαση σε δικαστήριο 143 | |
β. Η εκδίκαση της υπόθεσης εντός εύλογης διάρκειας 152 | |
γ. Δικαιώματα που απορρέουν από την αρχή της ισότητας των όπλων 155 | |
δ. Η αρχή της αντιδικίας (audi alteram partem) ή αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ή αρχή της αντιμωλίας 158 | |
ε. Ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου 159 | |
Γ. Συμπεράσματα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τα δικαιώματα του παθόντος 160 | |
Δ. Η εξεύρεση ισορροπίας ανάμεσα στα δικαιώματα του κατηγορουμένου και στα συμφέροντα του θύματος στη νομολογία του ΕΔΔΑ 163 | |
Ε. Σύγκριση της νομολογίας του ΕΔΔΑ με το ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας 164 | |
IV. Ο ρόλος του παθόντος στην ελληνική ποινική δίκη | |
Α. Η ιστορική εξέλιξη των δικαιωμάτων των θυμάτων στον ελληνικό χώρο 171 | |
1. Η Ποινική Δικονομία του 1834 171 | |
2. Η Ποινική Δικονομία του 1951 176 | |
3. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29 176 | |
α. Το δικαίωμα ενημέρωσης 177 | |
i. Το δικαίωμα του θύματος να κατανοεί και να γίνεται κατανοητό 177 | |
ii. Το δικαίωμα λήψης πληροφοριών 178 | |
β. Το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης 180 | |
i. Το δικαίωμα διερμηνείας 181 | |
ii. Το δικαίωμα μετάφρασης 184 | |
iii. Η παραίτηση από το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης 186 | |
γ. Τα δικαιώματα των θυμάτων που κατοικούν σε άλλο κράτος-μέλος από αυτό που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη 188 | |
δ. Δικαιώματα που ήδη κατοχυρώνονταν στην εθνική έννομη τάξη 189 | |
i. Το δικαίωμα ακρόασης 189 | |
ii. Το δικαίωμα να ζητηθεί επανεξέταση της απόφασης για μη άσκηση δίωξης 190 | |
iii. Το δικαίωμα σε νομική συνδρομή – Ο νόμος 3226/2004 190 | |
iv. Προστατευτικά μέτρα για τα θύματα εγκληματικών πράξεων 194 | |
ε. Μέθοδοι ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2012/29 στο εθνικό δίκαιο 197 | |
Β. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 2019 199 | |
1. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 200 | |
α. Ενεργητική νομιμοποίηση 201 | |
β. Δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας 205 | |
γ. Παραίτηση από την παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας 207 | |
δ. Το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και ο θεσμός του υποστηρίζοντος την κατηγορία 209 | |
2. Δικονομικά δικαιώματα και δυνατότητες του παθόντος από αξιόποινη πράξη βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 212 | |
α. Εξαίρεση δικαστικών προσώπων, ανακριτικών υπαλλήλων και ενόρκων 212 | |
β. Το δικαίωμα προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης της έγκλησης 215 | |
γ. Το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου 217 | |
δ. Το δικαίωμα παράστασης σε ανακριτικές πράξεις 221 | |
ε. Το δικαίωμα ενημέρωσης 222 | |
στ. Το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας 223 | |
ζ. Τα ειδικότερα δικαιώματα των ανηλίκων θυμάτων εγκλημάτων προσβολής της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας 226 | |
η. Το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης των θυμάτων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 227 | |
θ. Τα δικαιώματα του υποστηρίζοντος την κατηγορία κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης 229 | |
i. Δικαίωμα υποβολής αιτήματος εξαίρεσης του πραγματογνώμονα 230 | |
ii. Δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου 231 | |
iii. Ειδικότερο ζήτημα: το θύμα ως αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης και γενικότερα της έρευνας 232 | |
ι. Τα δικαιώματα του υποστηρίζοντος την κατηγορία κατά την ενδιάμεση διαδικασία του Συμβουλίου 234 | |
i. Ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 234 | |
ii. Ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών 235 | |
iii. Ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου 236 | |
ια. Τα δικαιώματα του υποστηρίζοντος την κατηγορία στις εναλλακτικές διαδικασίες 236 | |
i. Αποχή από την ποινική δίωξη 237 | |
ii. Αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους 243 | |
iii. Αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους 251 | |
iv. Αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση 253 | |
v. Ποινική συνδιαλλαγή 254 | |
vi. Ποινική διαπραγμάτευση 257 | |
ιβ. Τα δικαιώματα του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία 264 | |
i. Κλήτευση και εξέταση μαρτύρων 264 | |
ii. Διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών 267 | |
iii. Αναβολή και διακοπή της δίκης 269 | |
iv. Δικαιώματα που απορρέουν από την κατ’ αντιδικία διεξαγωγή της κύριας διαδικασίας και το δικαίωμα αποδείξεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία 272 | |
ιγ. Λοιπές διατάξεις 275 | |
ιδ. Μέσα θεραπείας των παραβιάσεων των δικαιωμάτων του υποστηρίζοντος την κατηγορία 276 | |
Γ. Επίλογος 281 | |
Βιβλιογραφία 283 | |
Ευρετήριο όρων 297 |
Σελ. 1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο ρόλος του παθόντος σε ένα ποινικοδικονομικό σύστημα αποτελεί συνισταμένη ιστορικών εξελίξεων, δογματικών επιλογών και πολιτισμικών παραγόντων. Κοινό χαρακτηριστικό των πρώιμων κοινωνιών είναι η κατίσχυση της ιδιωτικής δίωξης. Όσο, όμως, αυτές εξελίσσονταν και μετασχηματίζονταν, η ιδιωτική δίωξη έδωσε τη θέση της στη δημόσια δίωξη που επιβεβαίωνε την ισχύ του κράτους. Η εξέλιξη αυτή σε ορισμένα κράτη είχε ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό του παθόντος ενώ σε άλλα διατηρήθηκε ένας ενεργός ρόλος αυτού. Ακόμα όμως και στα συστήματα όπου ο παθών διατηρεί έναν περιφερειακό ρόλο, τόσο σύγχρονες θεωρίες περί αποδοτικότητας του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης όσο και –κυρίως- κοινωνικές επιταγές συνέβαλαν στην απονομή δικαιωμάτων στον παθόντα.
Το εύρος αυτών των δικαιωμάτων, όμως, δεν καθορίζεται μόνο από τις επιλογές κάθε κράτους, αλλά καίριο ρόλο διαδραματίζει τόσο το ενωσιακό δίκαιο όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι, λοιπόν, απαραίτητο σε μια μελέτη σχετικά με τα δικαιώματα του παθόντος να εξεταστεί αφενός η ιστορική εξέλιξη του ρόλου του και αφετέρου το δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό είναι και το αντικείμενο των πρώτων κεφαλαίων, που δημιουργεί συγχρόνως και το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί ο εθνικός νομοθέτης.
Στο ελληνικό δίκαιο, παραδοσιακά επιφυλασσόταν ένας ενεργός ρόλος στον παθόντα, ο οποίος επέλεγε να παραστεί ως διάδικος. Αυτός ο ρόλος διατηρήθηκε και στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρότι άλλαξε ο δικαιολογητικός λόγος συμμετοχής του. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη αλλαγή που επέφερε ο νέος ΚΠΔ στον θεσμό, καθιστώντας το ελληνικό ένα σύστημα στο οποίο ο παθών συμμετέχει ενεργά όχι προς ικανοποίηση των ιδιωτικών αξιώσεών του αλλά για να επιτύχει την καταδίκη του κατηγορουμένου. Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί ένα αδιαμφισβήτητα πλέον τριμερές σχήμα, όπου συμμετέχουν το κράτος, ο παθών που παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος. Πρόκειται για μια επιλογή που σε πρακτικό επίπεδο γίνεται με δυσκολία αντιληπτή, καθώς δεν μεταβάλλει τον πολύ εμπεδωμένο ενεργό ρόλο που είχε ο πολιτικώς ενάγων. Σε θεωρητικό, όμως, επίπεδο δηλώνει έναν μετασχηματισμό του συστήματος, το οποίο πλέον αναγνωρίζει στον παθόντα δικαίωμα να παρίστα-
Σελ. 2
ται αποκλειστικά προκειμένου να επιτύχει την καταδίκη του κατηγορουμένου. Οι λόγοι που επέβαλαν αυτή την αλλαγή ίσως να συνδέονται με το γεγονός ότι εδώ και πολλά έτη επί της ουσίας ο πολιτικώς ενάγων δεν συμμετείχε προκειμένου να λάβει, αλλά ούτε και λάμβανε, αποζημίωση. Ο νομοθέτης, δηλαδή, απλά επιβεβαίωσε την τροπή που είχε πάρει ο θεσμός της πολιτικής αγωγής στο ελληνικό δίκαιο. Το ερώτημα που παραμένει, ωστόσο, σχετίζεται με το πώς θα επιδράσει η επιβεβαίωση αυτή στο ίδιο το σύστημα. Τα δικαιώματα και οι δυνατότητες του υποστηρίζοντος μπορεί πρακτικά να επηρεάζονται ελάχιστα, καθώς το σχήμα ήταν και επί πολιτικής αγωγής τριμερές. Όταν, όμως, σε αυτό το σχήμα πλέον και διακηρυκτικά δημιουργείται ένα δίπολο υποστηρίζων-κατηγορούμενος, ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να μην προκαλείται ανισορροπία στην πλευρά του κατηγορουμένου.
Οι ανωτέρω παρατηρήσεις, που δεν σχετίζονται αμιγώς με την πρακτική ανάλυση που θα ακολουθήσει, δηλώνουν πόσο σημαντική είναι η μελέτη του ρόλου του παθόντος σε ένα σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Προσδιορίζουν δε και τους στόχους αυτής της μελέτης. Αρχικά, αποσκοπεί στο να αποτελέσει έναν οδηγό στο πεδίο των δικονομικών δικαιωμάτων των παθόντων, διαγράφοντας παράλληλα και το ευρύτερο ενωσιακό πλαίσιο. Σε δεύτερο, όμως, επίπεδο αποτελεί ένα εργαλείο αναφοράς και για τους λοιπούς παράγοντες της διαδικασίας, ο ρόλος των οποίων οριοθετεί αλλά συνάμα συμπροσδιορίζεται από αυτόν του παθόντος.
Σελ. 3
Ορολογικές διευκρινίσεις
Στα επόμενα θα χρησιμοποιηθούν δύο όροι για να περιγράψουν αυτόν που συμμετέχει στην ποινική διαδικασία επειδή υπέστη μια εγκληματική πράξη ή τα αποτελέσματά της. Οι όροι αυτοί είναι «θύμα» και «παθών», οι οποίοι αναφέρονται στο άτομο που έχει υποστεί τις αρνητικές επιπτώσεις μιας αξιόποινης πράξης. Παρότι οι λέξεις είναι συνώνυμες δεν χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο. Στην ελληνική ποινική επιστήμη για αρκετό χρονικό διάστημα χρησιμοποιείτο η λέξη «παθών» ενώ η λέξη «θύμα» ήταν συνδεδεμένη με την επιστήμη της εγκληματολογίας και τον πολιτικό λόγο. Σε δικονομικό πλαίσιο, η ουδέτερη λέξη «παθών» για πολλούς είναι προτιμότερη από τη συναισθηματικά φορτισμένη λέξη «θύμα». Ακόμη, θα μπορούσε να λεχθεί πως ο όρος «παθών» αποτελούσε terminus technicus, που δήλωνε το πρόσωπο που νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώ η λέξη «θύμα» ήταν ευρύτερη και δήλωνε όλους αυτούς που επλήγησαν από την αξιόποινη πράξη.
Το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου «θύμα» επαναπροσδιορίστηκε, ωστόσο, μέσω των ενωσιακών κειμένων. Για τον ενωσιακό νομοθέτη ως θύμα νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία που προκλήθηκε απευθείας από αξιόποινη πράξη. Στη ζημία συμπεριλαμβάνεται η σωματική, ψυχική ή συναισθηματική βλάβη, καθώς και η οικονομική ζημία. Στον ορισμό του θύματος περιλαμβάνονται, ακόμη, και τα μέλη της οικογένειας προσώπου τα οποία έχουν υποστεί ζημία από τον θάνατό του που προκλήθηκε απευθείας από αξιόποινη πράξη. Στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, παρότι ο όρος «θύμα» ερμηνεύεται αυτόνομα, στην πράξη παρατηρείται πως συμπίπτει με το σημασιολογικό περιεχόμενο
Σελ. 4
της λέξης «παθών». Ο ελληνικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας περιέχει και τις δύο λέξεις χωρίς, ωστόσο, να παραθέτει ορισμό τους ενώ ο ν. 4478/2017, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2012/29, περιλαμβάνει τον ανωτέρω ορισμό για τη λέξη «θύμα». Στην παρούσα ανάλυση, λοιπόν, οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες στα κεφάλαια που αφορούν στην ιστορική ανάλυση, στην εξέταση του ενωσιακού δικαίου καθώς και στη μελέτη της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Στο κεφάλαιο σχετικά με το ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, στις περιπτώσεις που η λέξη θύμα δεν δηλώνει μόνο αυτόν που νομιμοποιείται σε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, αυτό είτε δηλώνεται με επεξήγηση είτε επιλέγεται η χρήση του όρου «παθών» ως terminus technicus.
Ένα άλλο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η χρησιμοποίηση του όρου «θύμα» ή «παθών» κατά τα ανωτέρω είναι σύμφωνη με το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου. Η πρόσδοση του χαρακτηρισμού θα πρέπει να θεωρείται πως τελεί υπό την αίρεση ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, επομένως, που χρησιμοποιούνται οι λέξεις «θύμα» και «παθών» θα πρέπει να θεωρείται πως γίνεται αναφορά στο «φερόμενο ως θύμα» και τον «φερόμενο ως παθόντα».
Σελ. 5
I. Ιστορική ανάλυση
των δικαιωμάτων του θύματος
Η θέση του θύματος στα διάφορα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης είναι αποτέλεσμα ιστορικής εξέλιξης. Σε πρώιμα στάδια κοινωνικής οργάνωσης η αντιμετώπιση της βίας ήταν ιδιωτική υπόθεση. Το θύμα και οι οικείοι του ή τα μέλη της κοινότητάς του εκδικούνταν το έγκλημα που έγινε ξεκινώντας έναν ατέρμονο κύκλο βίας. Η άνευ ορίων, ωστόσο, αυτόκλητη απονομή δικαιοσύνης των πρώιμων κοινωνιών δεν ήταν δυνατό να συμβαδίσει με την ανάπτυξη κεντρικής κοινωνικής οργάνωσης. Όσο οι κοινωνίες αναπτύσσονταν γινόταν σαφές πως η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης ήταν θέμα του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό έγινε προσπάθεια ελέγχου της απονομής ποινικής δικαιοσύνης ενώ σιγά σιγά το κράτος αντικατέστησε τον παθόντα στον ρόλο του κατηγόρου. Το άτομο παραχώρησε το δικαίωμά του σε εκδίκηση και αποκατάσταση από το έγκλημα στο κράτος, το οποίο ανέλαβε να εξασφαλίσει την εφαρμογή του νόμου και την προστασία του ατόμου. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα έδωσε τη θέση της σε έννοιες όπως «αδίκημα» που τελείται κυρίως κατά της κοινωνίας και «ποινή» που επιβάλλεται από το κράτος διά των δικαστηρίων. Το κράτος διεκδίκησε λοιπόν το αποκλειστικό προνόμιο της δίωξης των εγκλημάτων, ενώ τα συμφέροντα του θύματος υποτάχθηκαν σε αυτά του κράτους. Σχηματίστηκε, επομένως, ένα δίπολο «κράτος-κατηγορούμενος», με συνακόλουθο παραγκωνισμό του θύματος. Η ανωτέρω εξέλιξη συνδυάστηκε και με τον διαχωρισμό ποινικής και αστικής ευθύνης οδηγώντας τα θύματα στην διεκδίκηση των αξιώσεών τους μέσω της αστικής δικαιοσύνης.
Η κοινωνικές ανακατατάξεις, λοιπόν, σε συνδυασμό και με φιλοσοφικές εξελίξεις ειδικά στον τομέα της ποινικής καταστολής, συνέβαλλαν ώστε το θύμα να
Σελ. 6
αποτελέσει μια ευμετάβλητη παράμετρο της διαδικασίας. Στα επόμενα θα αναλυθούν τα δύο κύρια συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης που αναπτύχθηκαν, το αγγλοσαξονικό και το ηπειρωτικό, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί πώς εξελίχθηκαν τα δικαιώματα του θύματος σε κάθε ένα από αυτά.
Α. Αγγλοσαξονικό δίκαιο: από την εποχή της ιδιωτικής δίωξης των εγκλημάτων στη δημόσια δίωξη
Παρότι το αγγλοσαξονικό και το ηπειρωτικό δίκαιο έχουν κοινές καταβολές, η διαφορετική εξέλιξή τους έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές. Οι διαφορές αυτές οφείλονται πρωτίστως στην απώθηση των εκκλησιαστικών κανόνων και τη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού, που συνοδεύτηκε από προσπάθεια κατοχύρωσης των ελευθεριών του ατόμου στο αγγλοσαξονικό δίκαιο.
Ο περιορισμένος ρόλος που προσέλαβε το θύμα στο αγγλοσαξονικό δίκαιο είναι αποτέλεσμα ιστορικής εξέλιξης. Η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων αποτελεί μια μακρά και ανθεκτική παράδοση του δικαίου αυτού˙ απόρροια της κυρίαρχης ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία το έγκλημα αποτελούσε κυρίως πλήγμα για το θύμα και δευτερευόντως επίθεση κατά του κράτους ή της κοινωνίας. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστεί η ιστορική εξέλιξη των δικαιωμάτων των θυμάτων στο σύστημα αυτό και θα αναλυθούν τα αίτια του περιορισμού του παθόντος από κύριο παράγοντα της διαδικασίας απονομής ποινικής δικαιοσύνης σε απλό πληροφοριοδότη-μάρτυρα.
1. Ηνωμένο Βασίλειο
Κατά την εποχή όπου δεν υπήρχε ισχυρή κεντρική εξουσία, η αντιπαράθεση μεταξύ θύτη και θύματος θεωρείτο ιδιωτική υπόθεση. Στις μικρές γεωργικές κοινότητες, το έγκλημα θεωρείτο προσωπική πρόκληση που οδηγούσε σε πράξεις εκδίκησης, οι οποίες συχνά έφταναν να πάρουν τη μορφή βεντέτας ή ιδιωτικού πολέμου. Η σύλληψη του δράστη γινόταν από τους οικείους του θύματος σε συνεργασία και με την κοινότητα. Σε ορισμένες περιοχές με τοπικούς νόμους
Σελ. 7
ο άρχοντας μπορούσε να επιβάλλει δήμευση ή να απαιτήσει την καταβολή χρηματικής ποινής από πρόσωπα που τελούσαν συγκεκριμένες πράξεις, ωστόσο η πρακτική αυτή ελάχιστα ομοιάζει με τη σύγχρονη αντίληψη για το ποινικό δίκαιο, όπου το κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη για την τιμώρηση των παραβατών. Ειδικότερα, κατά τον 7ο έως 10ο αιώνα η δίωξη των εγκλημάτων ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου ιδιωτική υπόθεση. Σπουδαίο ρόλο στην κινητοποίηση των θυμάτων ή των οικείων τους διαδραμάτιζε η δυνατότητα να λάβουν χρηματική ικανοποίηση, «bót», ή σε περίπτωση υποθέσεων ανθρωποκτονίας «wergild». Παράλληλα, ο θύτης κατέβαλλε και χρηματική ικανοποίηση, «wíte», στο Βασιλιά.
Η ανάπτυξη ενός πιο οργανωμένου συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης συντελέστηκε μετά την Νορμανδική κατάκτηση, από τον 11ο έως και τον 13ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή εισήχθη η έννοια της «ειρήνης του βασιλέως (King’s peace)» ενώ κάποιες σοβαρές παραβάσεις χαρακτηρίστηκαν «παραβάσεις του Στέμματος». Οι παραβάσεις αυτές υπάγονταν στη δικαιοδοσία και τιμωρούνταν από τους δικαστές του Βασιλιά, οι οποίοι περιόδευαν στο βασίλειο. Tην περίοδο αυτή συντελείται κεντρικά μια προσπάθεια το έγκλημα να αποσυνδεθεί από το συγκεκριμένο θύμα και να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως πλήγμα εναντίον του Θεού και του Βασιλιά.
Κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Β΄(1154-1189) συντελέστηκε μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης κεντρικού ελέγχου και αναμόρφωσης της απονομής δικαιοσύνης, η οποία κατέληξε στο διάταγμα Assize of Clarendon του 1166. Η εγκαθίδρυση κεντρικού ελέγχου σχετίστηκε με τη ανάγκη διατήρησης της ειρήνης και της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ερρίκου του Β΄, ωστόσο είχε ως απώτερο στόχο την εξασφάλιση της τάξης και την εδραίωση της θέσης του μετά την «Αναρχία», τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ του Στέφανου της Αγγλίας και της ξαδέλφης του Ματίλθης, ο οποίος κατέληξε στην ενθρόνιση του υιού της Ερρίκου Β’. Με το διάταγμα αυτό συγκεκριμένες σοβαρές συμπεριφορές (κλοπή, φόνος κ.ά) ήχθησαν στη δικαιοδοσία του Βασιλιά εξ αντιδιαστολής με τις αδικοπραξίες (torts). Η διαφοροποίηση της αστικής και της ποινικής ευθύνης σχετίζεται, επομένως, περισσότερο με κοινωνικές ανάγκες και λιγότερο με δογματικές διαφοροποιήσεις. Αφενός η ανάπτυξη του ποινικού δικαίου επέτρεπε στο Βασιλιά να ρυθμίζει τη συμπεριφορά των υπηκόων του και, αφετέρου, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης ενίσχυε τη θέση του, καθιστώντας τον εγγυητή της διατήρησης
Σελ. 8
της κοινωνικής ειρήνης ενώ παράλληλα απέφερε και σημαντικά έσοδα, κυρίως μέσω της δήμευσης περιουσιών.
Κατά την περίοδο αυτή, παρά την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν κάποιες παραβάσεις ως «κρατικές υποθέσεις» που αφορούσαν και διώκονταν από το κράτος, τυπικά η θέση των θυμάτων δεν άλλαξε. Ήταν ακόμη σε θέση να προσφύγουν εναντίον του θύτη (appeal of felony). Μάλιστα, η δημόσια δίωξη των εγκλημάτων υποχωρούσε μπροστά στο δικαίωμα του θύματος να διώξει το ίδιο τον δράστη. Η προσφυγή αυτή εισήχθη στην Αγγλία κατά τη νορμανδική περίοδο και διατηρήθηκε έως τις αρχές του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι το 1819, παρότι είχε ήδη σταματήσει να αποτελεί ουσιώδες τμήμα του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Η υπό εξέταση περίοδος, δηλαδή τέλη 12ου και αρχές 13ου αιώνα, αποτελεί την περίοδο ακμής αυτής της μορφής δίωξης, η οποία ήδη κατά τα τέλη του 13ου αιώνα φαίνεται να χρησιμοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Τη δίωξη εκκινούσε το θύμα, το οποίο διόριζε ιδιώτη δικηγόρο, έχοντας την εξουσία να την εγκαταλείψει ή να διευθετήσει το θέμα με τον δράστη λαμβάνοντας χρηματική ικανοποίηση. Επρόκειτο, συνεπώς, για μια μορφή ιδιωτικής δίωξης που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την αστική αγωγή. Η ομοιότητα της ποινικής δίκης με ιδιωτική διαφορά οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η εκδίκηση του θύματος για το έγκλημα που υπέστη ήταν ο κύριος λόγος που εμπιστεύθηκαν οι υπήκοοι του Βασιλιά το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Εντούτοις, η ποινή ήταν συνήθως είτε θάνατος είτε πληρωμή ενός ποσού στον Βασιλιά, με την ικανοποίηση των θυμάτων να συνίσταται συνεπώς στο γεγονός ότι αποδόθηκε κάποιας μορφής δικαιοσύνη. Η χρηματική ικανοποίηση (bόt) που συναντάμε κατά τον 7ο αιώνα είχε ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα αρχίσει να καταβάλλεται στην εκκλησία, τον Βασιλιά ή την κοινότητα γενικά και όχι στο θύμα.
Επομένως, παρά το γεγονός ότι η δυνατότητα των θυμάτων να προσφύγουν εναντίον του θύτη μέσω της «appeal of felony» δεν καταργήθηκε τυπικά, ουσιαστικά παρέμενε για μια μεγάλη χρονική περίοδο ένα κατάλοιπο της πρώιμης περιόδου το οποίο, ωστόσο, κανένας Βασιλιάς δεν προσπάθησε να καταργήσει, παρά το γεγονός ότι ερχόταν σε αντίθεση με την προσπάθεια ελέγχου της απονομής ποινικής
Σελ. 9
δικαιοσύνης. Οι λόγοι που ο θεσμός αυτός παρήκμασε είναι αρκετοί. Περισσότερο συνδέονται με την εισαγωγή της δίωξης των εγκλημάτων από το κράτος ακόμα και σε περιπτώσεις που το θύμα δεν προσέφευγε (presentment). Η δημόσια αυτή δίωξη των εγκλημάτων ασκείτο στο όνομα του Βασιλιά και βασιζόταν στην ιδία αντίληψη των εντεταλμένων του και όχι στις πληροφορίες που το θύμα παρείχε στο δικαστήριο. Ακόμη, υπήρξε μια ευρύτερη προσπάθεια αναμόρφωσης του θεσμού της appeal. Βασικό μειονέκτημα της ιδιωτικής δίωξης των εγκλημάτων για το κράτος ήταν ο μεγάλος αριθμός των υποθέσεων που εγκαταλείπονταν από το θύμα εξαιτίας εξωδικαστικής διευθέτησης ανάμεσα στα μέρη. Η πρακτική αυτή, η οποία οφειλόταν και στην απουσία επίσημου μηχανισμού διεκδίκησης αποζημιώσεως, υπονόμευε την προσπάθεια ελέγχου της απονομής δικαιοσύνης και σήμαινε απώλεια εσόδων για το κράτος. Σε μια προσπάθεια περιορισμού των εξωδικαστικών συμφωνιών χωρίς την άδεια και τον έλεγχο του δικαστηρίου επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, πρόστιμα σε περιπτώσεις ψευδών καταγγελιών ενώ απαιτήθηκε και η παροχή εγγυήσεων ή η δόση όρκου για την άσκηση διώξεων. Ακόμη, από τα μέσα του 13ου αιώνα παρασχέθηκε η δυνατότητα στα θύματα να διεκδικήσουν τις αστικές αξιώσεις τους από αδικοπραξίες. Σε περίπτωση, επομένως, εγκληματικής ενέργειας, το θύμα μπορούσε να επιλέξει να ασκήσει τις ποινικές αξιώσεις του ή τις αξιώσεις του από αδικοπραξία ανάλογα με το αν επιδίωκε εκδίκηση ή αποζημίωση. Η μια επιλογή απέκλειε την άλλη και, επομένως, το θύμα έπρεπε να επιλέξει είτε να επιδιώξει τη θανάτωση του θύτη ή τη δήμευση της περιουσίας του από το κράτος και να μη λάβει αποζημίωση είτε να εισπράξει χρηματική ικανοποίηση και ο θύτης να συνεχίσει να απολαμβάνει τη λοιπή περιουσία του.
Επιπροσθέτως, στα τέλη του 12ου αιώνα εμφανίστηκε μια ακόμη εναλλακτική για το θύμα, το οποίο μπορούσε αντί να ασκήσει την appeal, η οποία μπορούσε να το φέρει αντιμέτωπο ακόμα και με μονομαχία με τον θύτη, να εξιστορήσει το περιστατικό στους εκπροσώπους του Βασιλιά. Εκείνοι μετέφεραν τις πληροφορίες αυτές σε σώμα δώδεκα ενόρκων που είχαν επιλεγεί από τον σερίφη σε κάθε τοπική κοινωνία, το οποίο και αποφάσιζε αν θα παρέπεμπε σε δίκη τον φερόμενο ως δράστη. Αυτή η μορφή δίωξης (indictment of felony) δεν ελεγχόταν από το θύμα, αν και προϋπέθετε τη συνεργασία του, καθώς βασιζόταν σε πληροφορίες που αυτό παρείχε, και ασκείτο στο όνομα του Βασιλιά. Είχε δε τα ίδια αποτελέσματα με την άσκηση της appeal και έτσι, σταδιακά κατά τη διάρκεια του 13ου έως τον 16ο αιώνα, την αντικατέστησε. Η μορφή αυτή δίωξης είχε σημαντικά
Σελ. 10
οικονομικά οφέλη για τον Βασιλιά, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να δημεύσει τις περιουσίες των δραστών αλλά και να εισπράττει σημαντικά χρηματικά ποσά για την απονομή χάριτος. Ωστόσο, η δίωξη ασκείτο μόνο κατ’ όνομα στο όνομα του Βασιλιά, ενώ ουσιαστικά ελεγχόταν από το θύμα.
H δομή της κοινωνίας, που κατά την εποχή αυτή έγινε πιο σύνθετη, σε συνδυασμό με την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης, συνέβαλλε ώστε να μεταφερθεί η εξουσία δίωξης των εγκλημάτων από το θύμα στο κράτος. Τον 17ο αιώνα μάλιστα το κράτος εμφανίζεται ακόμα πιο αποφασισμένο να τιμωρήσει το έγκλημα, θεσπίζοντας έναν ανταποδοτικό μηχανισμό για τα θύματα που έδιναν πληροφορίες προκειμένου να διωχθούν εγκληματικές πράξεις. Επιπρόσθετα, με διάφορες διατάξεις προβλέφθηκαν επιδοτήσεις που κάλυπταν τα έξοδα διώξεως. Με τα ανωτέρω μέτρα έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που προκαλούσε το μεγάλο κόστος δίωξης των εγκλημάτων. Την εποχή εκείνη μόνο οι πιο εύποροι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, το γεγονός αυτό οδήγησε στα μέσα του 18ου αιώνα στη δημιουργία ενώσεων που χρέωναν στα μέλη τους ένα ποσό συμμετοχής και αναλάμβαναν το κόστος διερεύνησης και δίωξης των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας διορίζοντας δικηγόρους όταν ανέκυπτε ανάγκη. Οι ενώσεις αυτές προέκυψαν από μέλη μιας κοινωνικής τάξης που ασχολείτο με την καλλιέργεια γης και τη βιομηχανία και είχε ως εκ τούτου αυξημένο ενδιαφέρον στη διατήρηση της ασφάλειας της ιδιοκτησίας του. Μέσω αυτών ενισχύθηκε ξανά η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων ενώ προέκυψε ανισορροπία ανάμεσα στον ιδιώτη δικηγόρο που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του θύματος και στον κατηγορούμενο, ο οποίος εκείνη την εποχή δεν δικαιούταν συνήγορο.
Συμπερασματικά, η μετάβαση σε μια βιομηχανική οικονομία που βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον 18ο αιώνα κατέστησε ξεπερασμένα τα παραδοσιακά μέσα κοινωνικού ελέγχου που δημιουργήθηκαν για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της Μεσαιωνικής κοινωνίας. Έτσι, το κράτος αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό το θύμα στη δίωξη των εγκλημάτων ενώ τα συμφέροντα του τελευταίου απέκτησαν έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με αυτά του κράτους. Παρά το γεγονός αυτό, ωστόσο, το θύμα διαδραμάτιζε έναν κυρίαρχο ρόλο στην όλη διαδικασία
Σελ. 11
της δίωξης, καθώς οι δικές του πληροφορίες ήταν αυτές που την εκκινούσαν. Αυτό που ουσιαστικά άλλαξε ήταν το θύμα δεν διέθετε πια τη δίωξη, η οποία ήταν στα χέρια του κράτους.
Η πραγματικότητα αυτή συνοδεύτηκε και από την ιδεολογία που αναπτύχθηκε κατά τον Διαφωτισμό για τον ρόλο του κράτους. Ιδιαίτερη επίδραση άσκησε το έργο του Beccaria, «περί Εγκλημάτων και Ποινών». Ο Ιταλός διαφωτιστής διατύπωσε την άποψη πως το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει να υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας εν συνόλω, ως ένας αναγκαίος δεσμός για την ύπαρξη του κοινωνικού συμβολαίου, και όχι αυτές του εκάστοτε θύματος. Η προσέγγισή του είναι ωφελιμιστική και, επομένως, σε περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων της κοινωνίας και αυτών του εκάστοτε θύματος, το οποίο επιθυμεί την αποκατάσταση ή/και την εκδίκηση για το έγκλημα που έχει υποστεί, τα συμφέροντα του τελευταίου υποχωρούν. Οι ιδέες αυτές επηρέασαν και τον φιλόσοφο Jeremy Bentham, ο οποίος τόνισε τις αδυναμίες του συστήματος της ιδιωτικής δίωξης.
Ακόμα ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην παρακμή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη δίωξη ήταν η δημιουργία μιας νέας αστυνομικής αρχής με την Metropolitan Police Act του 1829. Τα θύματα εγκληματικών πράξεων βασίζονταν όλο και περισσότερο στη νέα αυτή αρχή για τον εντοπισμό των δραστών και τη συγκέντρωση αποδείξεων, η οποία μάλιστα ανέλαβε κυριαρχικά τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων κατά τη δημόσιας τάξης. Η δημιουργία της αρχής αυτής συνέβαλε και στον μαρασμό του θεσμού των ενώσεων δίωξης των εγκλημάτων. Παρόλα αυτά θα πρέπει να σημειωθεί πως ο θεσμός των δημόσιων κατηγόρων με την έννοια που τους συναντάμε αρκετά νωρίς στην Αμερικανική ιστορία άργησε να εδραιωθεί, με Prosecution of Offences Act, με την οποία ιδρύθηκε η Crown Prosecution Service (CPS), να εμφανίζεται το 1985. Έτσι, δεν υπήρχε κάποιος δημόσιος λειτουργός επιφορτισμένος με τη διερεύνηση της κατηγορίας και τη συγκέντρωση και υποστήριξη του αποδεικτικού υλικού. Υπό το πρίσμα αυτό, παρότι επί πολλά έτη υπήρχε συζήτηση για εφαρμογή του θεσμού που ήδη ήταν γνωστός στην Αμερική, αυτή δεν τελεσφόρησε. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο
Σελ. 12
πάθος του αγγλικού λαού για προσωπική ελευθερία και στο φόβο απονομής ελεγκτικών εξουσιών σε διορισμένους υπαλλήλους.
Η ίδρυση της νέας αστυνομικής αρχής και οι ακόλουθες αλλαγές που επήλθαν στον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων συνοδεύτηκε και από μεγάλες αλλαγές στη διεξαγωγή της δίκης. Από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα επετράπη η παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου και αναπτύχθηκε ένα σύνθετο σύστημα κανόνων απόδειξης ενώ ο ρόλος του δικαστή έγινε πιο παθητικός. Η δίκη απέκτησε την κατ’ αντιδικία μορφή της στα μέσα του 19ου αιώνα. Η αλλαγή αυτή, που συντελέστηκε σταδιακά και με μη συντεταγμένο τρόπο, δεν ήταν απόρροια της βούλησης του κράτους. Είχε τις ρίζες της σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν η επέκταση του εμπορίου, οι μακραίωνες προσπάθειες συγκεντρωτισμού και ο αυξανόμενος φόβος για το έγκλημα.
Συμπερασματικά, η εξάρτηση της δίωξης όχι πια από τη βούληση και τα μέσα που διέθετε το θύμα αλλά από τις στάσεις και τις πρακτικές των κρατικών αρχών, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση της κύριας δίκης ως μιας κατ’ αντιδικία διαδικασίας ανάμεσα στον κατηγορούμενο, που εκπροσωπείται από συνήγορο, και το κράτος συνέβαλε ώστε το θύμα να περιοριστεί στο ρόλο του πληροφοριοδότη-μάρτυρα. Η ανάπτυξη ενός παρεμβατικού κράτους που διεκδίκησε για τον εαυτό του το προνόμιο της διερεύνησης και δίωξης των εγκλημάτων αντικατέστησε έτσι την ιδιωτική πρωτοβουλία. Παρόλα αυτά, η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων δεν καταργήθηκε ως δυνατότητα. Όπως διακηρύσσεται και στην Prosecution of Offences Act του 1985, καμία διάταξη του νομοθετήματος αυτού δεν εμποδίζει κάποιον ιδιώτη να εκκινήσει ή να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε ποινική διαδικασία. Η επιλογή αυτή, παρότι το δικαίωμα αυτό σπάνια ασκείται και έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, οφείλεται στο γεγονός ότι η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων αποτελεί μια μακραίωνη και ανθεκτική παράδοση του αγγλικού δικαίου. Η παράδοση αυτή έχει τις ρίζες της στον σκεπτικισμό απέναντι στην παράδοση εξουσιών στους εκπροσώπους του κράτους. Αποτελεί δε το αντιστάθμισμα για τη διακριτική ευχέρεια
Σελ. 13
που απολαμβάνουν οι κρατικές αρχές όσον αφορά στη δίωξη. Έτσι, ενώ ο κανόνας είναι πως οι πολίτες βασίζονται στο κράτος ως προς τη διερεύνηση και δίωξη των εγκλημάτων, στις περιπτώσεις που οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να μην προχωρήσουν σε δίωξη -όπως έχουν δικαίωμα- το θύμα διατηρεί το δικαίωμα να επιχειρήσει τη δίωξη με δικά του μέσα, παρότι κάτι τέτοιο σπάνια τελεσφορεί.
2. Ηνωμένες Πολιτείες
Πριν την παράθεση της ιστορικής εξέλιξης των δικαιωμάτων του θύματος στην Αμερική είναι αναγκαίο να γίνει λόγος για τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των αποικιών. Υπήρχαν σημαντικές διαφορές τόσο στη σύσταση του πληθυσμού όσο και στις κυρίαρχες ιδεολογίες, που αποτυπώνονται τόσο στην οικονομική οργάνωση όσο και στις θεσμικές επιλογές. Παρότι στα επόμενα θα επιχειρηθεί μια ανάλυση επί τη βάση διαφόρων ιστορικών περιόδων και θα γίνει αναφορά στην «Αποικιακή Αμερική», αναμφισβήτητα υπάρχουν εξαιρέσεις οι οποίες οφείλονται στην παραπάνω παραδοχή. Παρόλα αυτά η ανάλυση έχει επικεντρωθεί σε ρυθμίσεις που φαίνονται να υιοθετούνται σε ευρεία κλίμακα και απηχούν την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής για τη θέση που θα πρέπει να έχει το θύμα στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Η αγγλική παράδοση της ιδιωτικής δίωξης των εγκλημάτων εισήχθη και στην Αμερική. Η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων κυριαρχούσε στην Αποικιακή Αμερική (1492-1763) μαζί με την αντίληψη ότι το έγκλημα δεν αποτελούσε ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Τόσο η σύλληψη όσο και η δίωξη των δραστών εγκληματικών πράξεων στηριζόταν στη βούληση και τις ενέργειες του θύματος. Δημόσιοι κατήγοροι δεν υπήρχαν ενώ και η εξεύρεση του δράστη προϋπέθετε ενέργειες του θύματος, το οποίο έπρεπε να ανταμείψει τον πληροφοριοδότη αλλά και τις αρμόδιες αρχές (watchmen και constables) που εμπλέκονταν στη σύλληψη. Ακόμη όμως και μετά τη σύλληψη, το θύμα θα έπρεπε να μεριμνήσει για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Έπρεπε να διαθέτει δικηγόρο και να καταβάλλει χρήματα για τη σύνταξη του κατηγορητηρίου και τη δίωξη του δράστη. Μεριμνούσε, ακόμη, για την εμφάνιση των μαρτύρων, εμφανιζόταν σε κάθε διαδικασία ενώπιον των δικαστικών αρχών ενώ κατέβαλλε και τα δικαστικά έξοδα.
Σελ. 14
Επομένως, πριν την Αμερικανική Επανάσταση το θύμα ήταν ο βασικός υπεύθυνος λήψης όλων των αποφάσεων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και αυτός που αποκόμιζε το μεγαλύτερο όφελος από τη διαδικασία. Εφόσον επιθυμούσε τη δίωξη του δράστη ενός εγκλήματος μπορούσε να το πράξει άμεσα, αν και με δικά του έξοδα. Αυτονόητα, ήταν σε θέση να διαθέσει ελεύθερα τη δίωξη επιλέγοντας, για παράδειγμα, τον τερματισμό της. Η κινητοποίηση του θύματος οφειλόταν όχι μόνο στη βούλησή του να εκδικηθεί τον δράστη, αλλά και στην επιδίωξή του να λάβει αποζημίωση. Σε περίπτωση, μάλιστα, που ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αποζημιώσει το θύμα, το τελευταίο είχε τη δυνατότητα να τον πουλήσει ως εργαζόμενο για χρονικό διάστημα ανάλογο της ζημίας που υπέστη.
Όπως διαφαίνεται, το σύστημα δίωξης των εγκλημάτων είχε αρκετές αστοχίες και κενά, με κυρίαρχο μειονέκτημα την εξάρτηση της δίωξης των εγκληματιών από την ύπαρξη επαρκών οικονομικών μέσων από την πλευρά του θύματος. Ωστόσο, η διατήρηση του συστήματος της ιδιωτικής δίωξης των εγκλημάτων ήταν μια συνειδητή επιλογή. Αρχικά, η ύπαρξη δημοσίων κατηγόρων και αστυνομικών που αποζημιώνονταν από το κράτος ήταν συνδεδεμένη με την τυραννία. Η σύνδεση αυτή οφειλόταν στο γεγονός πως στη Γαλλία η μοναρχία είχε επιλέξει το μοντέλο αυτό ως ανταποκρινόμενο καλύτερα στην οργάνωση και τον έλεγχο του κράτους. Ακόμη, η επιλογή του μοντέλου αυτού δίωξης συνεπαγόταν λιγότερα έξοδα για την αποικία, μια και όλο το οικονομικό βάρος της δίωξης το επωμιζόταν το θύμα. Ωστόσο, όσο οι κοινωνίες μεγάλωναν, αναπτύχθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα ένα σύστημα ανταπόδοσης για όσους έφερναν ενώπιον της δικαιοσύνης δράστες οικονομικών στην αρχή εγκλημάτων, και αργότερα κατ’ επάγγελμα εγκληματίες. Και πάλι, όμως, οι δυνατότητες του υπάρχοντος συστήματος δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις νέες αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες. Τα θύματα εγκληματικών πράξεων δεν λάμβαναν τις περισσότερες φορές επαρκή αποζημίωση, τα πρόσωπα που ασχολούνταν με την αντιμετώπιση του εγκλήματος υπoαμείβονταν ενώ το κράτος ήταν αποδέκτης παραπόνων καθώς η κοινωνία φαινόταν ανήμπορη να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα βασιζόμενη σε ένα μοντέλο αυτοαστυνόμευσης. Έτσι, την περίοδο της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν ήδη εμφανές ότι το υπάρχον σύστημα έπρεπε να αναμορφωθεί.
Σελ. 15
Η Αμερικανική Επανάσταση έφερε μια μεγάλη δυσπιστία απέναντι σε καθετί Βρετανικό, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε μια εξοικείωση με τις ιδέες του Διαφωτισμού. Και εδώ τα διδάγματα του Beccaria διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στις αλλαγές που επήλθαν. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, μια τάση αναθεώρησης του Βρετανικού μοντέλου που ίσχυε μέχρι τότε και υιοθέτησης καινούργιων, πιο αποτελεσματικών πρακτικών. Οι ιδέες του Διαφωτισμού ενέπνευσαν την αναμόρφωση του συστήματος ποινών, κατά τη διάρκεια της οποίας το θύμα παραμερίστηκε.
Άλλος ένας λόγος που συνετέλεσε στον περιορισμό του ρόλου του θύματος ήταν η ανάπτυξη του θεσμού του δημόσιου κατηγόρου, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Αμερική αρκετά πρώιμα. Η εξάρτηση της δίωξης των εγκλημάτων από τους επαρκείς οικονομικούς πόρους του θύματος καθώς και το φαινόμενο της εγκατάλειψης των διώξεων οδήγησαν, ήδη από το 1704, στην εμφάνιση των δημόσιων κατηγόρων. Μετά την Αμερικανική Επανάσταση, η αρχή αυτή αποτέλεσε τον κύριο τρόπο άσκησης των διώξεων. Το 1789 ο πρώτος ομοσπονδιακός κώδικας προέβλεπε την ανάθεση της δίωξης των ομοσπονδιακών εγκλημάτων στους δημόσιους κατηγόρους, που μέχρι το 1820 επεκτάθηκαν σε όλες σχεδόν τις Πολιτείες. Η επέκταση αυτή εξυπηρετούσε την ανάγκη επιβολής του νόμου σε περιπτώσεις παραβιάσεων δημοσίας τάξεως˙ ανάγκη που συνδυάστηκε με την ανάπτυξη επαγγελματικής αστυνομικής δύναμης με εξουσία συλλήψεως. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, ο μηχανισμός που επέτρεπε τη δημόσια δίωξη των εγκλημάτων ήταν σε ισχύ. Η αυτόνομη δράση των αστυνομικών αρχών και η διακριτική ευχέρεια τόσο των αστυνομικών όσο και των δημόσιων κατηγόρων ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος που διαμορφώθηκε.
Η ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων διατηρήθηκε σε αρκετές Πολιτείες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, με τον παθόντα να διορίζει κάποιον ιδιώτη δικηγόρο που βοηθούσε τον -συχνά άπειρο- δημόσιο κατήγορο. H πρακτική αυτή που επικροτείτο από τους δικαστές συνάντησε αντίλογο, καθώς θεωρείτο ότι πλήττει τα
Σελ. 16
δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ο ιδιώτης κατήγορος αμειβόταν και μαχόταν για να επιτύχει την καταδίκη του κατηγορουμένου χωρίς να ενδιαφέρεται για τη δικαιότητα της διαδικασίας. Θεωρείτο, ακόμη, ότι ο θεσμός αυτός απηχούσε τον εκδικητικό χαρακτήρα της ιδιωτικής δίωξης, ενώ ήταν διαθέσιμος μόνο σε οικονομικά επιφανείς πολίτες, οι οποίοι μπορούσαν με έναν καλό δικηγόρο να επιτύχουν την καταδίκη του κατηγορουμένου ανεξάρτητα από τις αποδείξεις που υπήρχαν. Εντούτοις, παρότι η πρακτική ήταν γνωστή, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν περιέλαβε κάποια πρόβλεψη σχετικά με την απαγόρευσή της. Τον 19ο αιώνα μόνο τρεις Πολιτείες είχαν απαγορεύσει τον διορισμό ιδιώτη συνηγόρου που συνεπικουρούσε τον δημόσιο κατήγορο. Η πρακτική αυτή λίγο άλλαξε τον 20ο αιώνα, με τέσσερις ακόμη πολιτείες να απαγορεύουν τον θεσμό. Η διατήρηση του θεσμού, ο οποίος εγείρει ζητήματα δικαιότητας της διαδικασίας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σκεπτικισμό αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των δημόσιων κατηγόρων.
Σήμερα, ελάχιστες Πολιτείες επιτρέπουν την ιδιωτική δίωξη. Ωστόσο, σε πολλές ως κατάλοιπό της διατηρούνται ορισμένα συμμετοχικά δικαιώματα που διαφέρουν ανά Πολιτεία και περιεχόμενο.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο αποτελεί πάγια νομολογία ότι κανένας πολίτης δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον ενός άλλου ατόμου. Οι σημαντικότερες υποθέσεις σχετικά είναι η Linda R. S. v. Richard D. και η Leeke v.Timmerman. Αρχικά, στην υπόθεση Linda R. S. v. Richard D. κρίθηκε ότι ένας ιδιώτης στερείται εννόμου συμφέροντος σχετικά με τη δίωξη ή μη ενός άλλου. Η ανωτέρω παραδοχή επαναλήφθηκε και στην απόφαση Leeke v.Timmerman, όπου τονίστηκε ότι η απόφαση σχετικά με τη δίωξη εναπόκειται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα.
Σελ. 17
Συμπερασματικά, η ανάπτυξη του θεσμού του δημόσιου κατηγόρου και η σταδιακή απόκτηση από αυτόν όλο και περισσότερων αρμοδιοτήτων και εξουσιών, σε συνδυασμό με μια φιλελεύθερη ρητορική σχετικά με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, συνέβαλλαν στον μετασχηματισμό του ρόλου του θύματος. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν, ακόμη, οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υιοθετήθηκαν στην επιβολή ποινής και την επανένταξη των δραστών, η ίδρυση αστυνομικών αρχών και οι ποικίλες κοινωνικές ανακατατάξεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δόμησαν ένα σύστημα επιβολής του νόμου, σύμφωνα με το οποίο το κράτος είναι υπεύθυνο για την αναζήτηση της δικαιοσύνης και όχι το θύμα. Το σύστημα αυτό μετέτρεψε σταδιακά το θύμα σε έναν ακόμη μάρτυρα του κράτους.
Β. Ηπειρωτικό δίκαιο
Η διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η εισβολή των γερμανικών φύλων είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τον 5ο αιώνα νέα βασίλεια. Παρότι ορισμένες αρχές του ρωμαϊκού δικαίου διατηρήθηκαν, δημιουργήθηκαν παράλληλα και νέοι θεσμοί. Κατά την περίοδο αυτή προβλεπόταν η αποζημίωση του παθόντος, ή των οικείων του σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές διατηρούνταν οι αυστηρές σωματικές τιμωρίες. Η διαδικασία που ακολουθείτο είχε τόσο στοιχεία του «εξεταστικού» όσο και του «κατηγορητικού» συστήματος, με τη διαδικασία που στόχευε στην αποζημίωση του θύματος να είναι δομημένη στη βάση της αντιπαράθεσης των δύο πλευρών. Στα επόμενα, η ανάλυση θα επικεντρωθεί στην απονομή ποινικής δικαιοσύνης κατά τον Μεσαίωνα (6ος – 14ος αιώνας) και στο διάστημα μετά το τέλος αυτού, ώστε να καταδειχθεί η εξέλιξη του ρόλου του θύματος στον «ευρωπαϊκό» χώρο. Η επιλογή της ιστορικής ανάλυσης του δικαίου της Γαλλίας και της Γερμανίας σχετίζεται με το γεγονός ότι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του δικαίου απονομής δικαιοσύνης στον λοιπό ευρωπαϊκό χώρο, και ειδικότερα στην Ελλάδα.
1. Γαλλία: από την ιδιωτική δίωξη στη δημόσια αγωγή και εν τέλει στον διαχωρισμό πολιτικής και δημόσιας αγωγής σύμφωνα με τον σκοπό τους
Κατά τον Μεσαίωνα, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης βασιζόταν κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η συνήθης διαδικασία στα λαϊκά δικαστήρια στηριζόταν στο δικαίωμα του θύματος, ή σε περίπτωση θανάτου των οικείων του, να
Σελ. 18
προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Βασικός στόχος του συστήματος ήταν η καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, που αποτελούσε και το αντιστάθμισμα για την παραίτησή του από το δικαίωμα εκδίκησης. Το θύμα μπορούσε είτε να διαπραγματευτεί την αποζημίωσή του με τον δράστη είτε να καταφύγει στη δικαστική επίλυση της διαφοράς. Εξαίρεση αποτελούσαν κατά τον 12ο αιώνα τα αυτόφωρα αδικήματα, όπου ο δράστης οδηγείτο από τις αρχές αμέσως στο δικαστή και δικαζόταν ενώπιον του πλήθους. Κατά την περίοδο αυτή η «κρατική» πρωτοβουλία δεν ήταν μεν ανύπαρκτη, αλλά σπανίως ήταν αποτελεσματική στην πράξη. Η κύρια διαδικασία διεξαγόταν δημόσια, προφορικά και με αρκετά φορμαλιστικό τρόπο και αφορούσε τα δύο μέρη, τον κατηγορούμενο και τον παθόντα, οι οποίοι μάλιστα έπρεπε να είναι παρόντες, καθώς δεν υπήρχε πρόβλεψη εκπροσώπησής τους. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό ούτε για το θύμα αλλά ούτε και για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Έτσι, ήδη από τον 13ο αιώνα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται η δημόσια πρωτοβουλία. Στην περίοδο αυτή μάλιστα τοποθετείται και η εμφάνιση της εισαγγελικής αρχής (ministère public), η οποία υπερασπιζόταν τα δικαιώματα του Βασιλιά ενώπιον των δικών του δικαστηρίων. Η ανάπτυξη της δημόσιας αυτής αρχής που περιόριζε εκ φύσεως την ιδιωτική πρωτοβουλία εξυπηρετούσε τους στόχους και τη φύση της μοναρχίας. Τέλος, την περίοδο αυτή παγιώθηκε η αντίληψη ότι το έγκλημα συνιστά πλήγμα κατά πρώτον για το κοινωνικό σύνολο και δευτερευόντως για τον εκάστοτε παθόντα.
Κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Σφενδόνης (1648-1653), το ποσοστό της εγκληματικότητας αυξήθηκε ενώ, όπως συμβαίνει σε περιόδους πολιτικών αναταράξεων, η δικαιοσύνη κατέστη λιγότερο αποτελεσματική. Η επικράτηση τελικώς της μοναρχίας και το τέλος των διενέξεων σήμαναν μια εποχή πρόσφορη για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που θα διασφάλιζαν την κοινωνική ειρήνη. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στο πεδίο του ποινικοδικονομικού δικαίου επήλθαν με την Ordonnance του 1670, ένα νομοθέτημα που διατηρήθηκε μέχρι την Επανάσταση.
Σελ. 19
Στο νομοθέτημα αυτό ο παθών δεν αποκλείστηκε, παρότι επήλθε ένας περιορισμός της αντιπαράθεσης παθόντος-κατηγορουμένου, ενώ παράλληλα με την δημόσια ποινική αγωγή εισήχθη η έννοια της πολιτικής αγωγής. Η κίνηση της ποινικής αγωγής γινόταν είτε κατόπιν καταγγελίας του παθόντος είτε από την εισαγγελία. Ο παθών έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 5 του τρίτου μέρους, να δηλώσει επίσημα πως επιθυμεί να θεωρηθεί πολιτικώς ενάγων είτε να συμπεριλάβει την επιθυμία του αυτή στην καταγγελία που υπέβαλε. Παρότι φαίνεται ο παθών να έχει σημαντική θέση, οι εισαγγελείς του Βασιλέα ήταν αυτοί που διαδραμάτιζαν κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία. Έτσι, ουσιαστικά στερείτο νοήματος η εκκίνηση της διαδικασίας χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Σε περίπτωση μάλιστα που δεν υπήρχε πολιτική αγωγή, η διαδικασία συνεχιζόταν στο όνομα και υπ’ ευθύνη των εισαγγελικών αρχών, σε μια περίοδο που η έννοια της σκοπιμότητας της δίωξης δεν είχε προβλεφθεί επίσημα. Ακόμη, ο ρόλος του παθόντος δεν περιοριζόταν μόνο στο στάδιο της δίωξης του εγκλήματος αλλά επεκτεινόταν και στη διερεύνηση αυτού, καθώς η Ordonnance έδινε δικαιώματα στην πολιτική αγωγή κατά το στάδιο της ανάκρισης. Η συμπερίληψη του παθόντος στην ποινική διαδικασία δεν συνάντησε αντίλογο, καθώς θεωρείτο ένα φυσικό προνόμιο του θύματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την επανάσταση, η συμμετοχή του παθόντος καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τον σκοπό που εξυπηρετούσε η αγωγή του, που δεν ήταν άλλος από τη λήψη αποζημίωσης.
Τον 18ο αιώνα ξεκίνησε στη Γαλλία μια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ποινικής διαδικασίας που επηρεάστηκε από τις σκέψεις του Beccaria για τη δικαιοσύνη, οι οποίες έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας από τον Βολταίρο. Το σημαντικότερο, ωστόσο, ιστορικό γεγονός της περιόδου, η Γαλλική Επανάσταση ήταν αυτή που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην απονομή της δικαιοσύνης. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση υπήρξε βούληση μεταφοράς εξουσιών από τους δικαστές στον
Σελ. 20
λαό, σε μια προσπάθεια ρήξης των οποιονδήποτε δεσμών με την απολυταρχία και τον συγκεντρωτισμό. Μάλιστα οι σχετικές ρυθμίσεις επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από το αγγλοσαξονικό σύστημα. Η νέα αντίληψη για την απονομή ποινικής δικαιοσύνης επηρέασε και τα δικαιώματα των θυμάτων. Υπήρξε αποδόμηση των εισαγγελικών γραφείων και, έτσι, ο δημόσιος χαρακτήρας που είχε λάβει η δίωξη και καταδίκη των εγκλημάτων σχεδόν εξαφανίστηκε. Η κίνηση της ποινικής αγωγής ήταν και πάλι στα χέρια των ιδιωτών είτε με τη μορφή καταγγελίας από τον παθόντα είτε μέσω καταγγελίας από απλούς πολίτες. Ωστόσο, το σύστημα αυτό δεν μακροημέρευσε. Αρχικά, οι φιλοσοφικές ιδέες της εποχής, που επηρέασαν και το αγγλοσαξονικό σύστημα, για τον ρόλο του κράτους και τη δικαιοσύνη ήταν ασύμβατες με την ιδιωτική δίωξη των εγκλημάτων. Ακόμη, ο δημόσιος χαρακτήρας της δίωξης των εγκλημάτων ήταν απαραίτητος προς επιβεβαίωση της κρατικής κυριαρχίας μετά από μια μακρά περίοδο αναταραχών.
Το 1795 (ή αλλιώς την 3η Μπρυμαίρ του τετάρτου έτους) τέθηκε σε ισχύ νέος Κώδικας εγκλημάτων και ποινών. Στον κώδικα αυτό διακρίνεται για πρώτη φορά δογματικά και οριοθετείται η πολιτική από την ποινική αγωγή. Στο άρθρο 5 ορίζεται πως σκοπός της ποινικής αγωγής είναι η τιμώρηση επιθέσεων κατά της δημόσιας τάξης. Η ποινική αγωγή ανήκει στον λαό και ασκείται στο όνομά του από τους αρμοδίους. Αντιθέτως, κατά το άρθρο 6, η πολιτική αγωγή στοχεύει στην επανόρθωση της βλάβης που προκάλεσε το έγκλημα, και ανήκει στον παθόντα. Η πολιτική αγωγή μπορεί είτε να ασκηθεί παράλληλα και ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου με την ποινική αγωγή είτε να ασκηθεί ξεχωριστά. Στην τελευταία, ωστόσο, περίπτωση χωρεί αναβολή μέχρι να απαγγελθεί η κρίση επί της ποινικής αγωγής για το θέμα. Οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες και στον σύγχρονο γαλλικό κώδικα ποινικής δικονομίας. Ο κώδικας αυτός, χωρίς να θίξει επί της ουσίας τα δικαιώματα του θύματος, οριοθέτησε τη θέση του μέσα στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης ορίζοντας ρητά πως συμμετέχει προς αποκατάσταση της ζημίας του. Οι δύο αγωγές διαφέρουν ως προς τη βάση και τους στόχους τους. Τα δύο μέρη, λοιπόν, ο παθών και ο εκπρόσωπος του κράτους είναι διακριτά και ανεξάρτητα μεταξύ τους˙ είναι δύο μέρη που νομιμοποιούνται να συμμετέχουν για διαφορετικούς λόγους στη διαδικασία και δύνανται να έχουν διαφορετικά συμφέροντα.