ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 36,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18718
Πέρρου Κ.
Φορτσάκης Θ.
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Φορτσάκης Θ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 336
  • ISBN: 978-960-654-915-1

Το βιβλίο «Θεμελιώδη Δικαιώματα και Φορολογική Διαδικασία» ερευνά την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη διοικητική φορολογική διαδικασία. Η ανάλυση δεν περιορίζεται στην εξέταση των κανόνων μιας συγκεκριμένης δικαιοδοσίας, αλλά προσεγγίζει τα σχετικά ζητήματα σε υπερεθνικό επίπεδο.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι φορολογούμενοι βασίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για να αμφισβητήσουν διάφορες πτυχές των φορολογικών διαδικασιών. Σε υποθέσεις που δεν έχουν επαρκές στοιχείο σύνδεσης με το δίκαιο της Ένωσης, η προστασία μπορεί να παρέχεται βάσει της ΕΣΔΑ. Οι φορολογικές διαδικασίες, ωστόσο, καλύπτονται από την ΕΣΔΑ μόνο αν θεωρηθούν «ποινικές» στη φύση τους. Η κατανόηση του τρόπου και της έκτασης εφαρμογής των κανόνων αυτών στην διοικητική φορολογική διαδικασία αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για κάθε νομικό της πράξης που χειρίζεται σχετικά ζητήματα.

Η πρόσθετη αξία του βιβλίου συνίσταται στο ότι παρέχει τα εφόδια για την αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή και στις άλλες εθνικές έννομες τάξεις κρατών μελών της ΕΕ στις οποίες εφαρμόζεται εξίσου και ομοιόμορφα τόσο ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όσο και η ΕΣΔΑ.

Στο βιβλίο παρουσιάζεται, μέσα από  τη μελέτη πλήθους αποφάσεων των δυο ευρωπαϊκών δικαστηρίων, η εφαρμογή των εγγυήσεων διαδικαστικού περιεχομένου του Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της ΕΣΔΑ, όπως:

  • Οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης στη φορολογική διαδικασία γενικά
  • Το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση
  • Η προστασία από τις δυαδικές κυρώσεις (ne bis in idem)
  • Η προστασία της ιδιωτικής ζωής
  • Η προστασία των προσωπικών δεδομένων

με έμφαση

  • στη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών και
  • στις διαδικασίες επίλυσης διεθνών φορολογικών διαφορών.

Για την πληρότητα της συζήτησης σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων, το έργο περιλαμβάνει Παράρτημα με τις κατευθυντήριες γραμμές για έναν Ευρωπαϊκό Κώδικα Φορολογουμένων, όπως έχουν δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το βιβλίο συμπληρώνεται από πλούσια βιβλιογραφία και νομολογία, ενώ παρατίθεται αναλυτικό ευρετήριο όλων των σχολιαζόμενων δικαστικών αποφάσεων.

Σκοπός του βιβλίου είναι να συμβάλλει στην εξοικείωση των νομικών αναγνωστών με τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της ΕΣΔΑ ειδικά σε σχέση με τη διοικητική φορολογική διαδικασία, η σημασία των οποίων γίνεται όλο και πιο έντονη ιδίως στο πλαίσιο των διασυνοριακών διαδικασιών που προβλέπονται από τη διεθνή συνεργασία μεταξύ των φορολογικών αρχών.

Το βιβλίο απευθύνεται σε νομικούς της πράξης, δικηγόρους, δικαστές και μελετητές του φορολογικού δικαίου, που επιθυμούν να εμβαθύνουν στα ζητήματα εφαρμογής του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της ΕΣΔΑ στη διοικητική φορολογική διαδικασία.

XI

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΙX

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ XVII

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Εφαρμογή των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Διοικητική
Φορολογική Διαδικασία

1.1 Γενικά 1

1.2 Δομή 5

ΜΕΡΟΣ Α΄

Γενικό

ΤΜΗΜΑ Ι

Η Διοικητική Φορολογική Διαδικασία και εγγυήσεις δίκαιης δίκης
της ΕΣΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η περιορισμένη εφαρμογή των εγγυήσεων δίκαιης δίκης της ΕΣΔΑ

1.1 Οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης – ιστορική αναδρομή 11

1.1.1 Εισαγωγή 11

1.1.2 Lex Duodecim Tabularum - 5ος αιώνας π.Χ. 12

1.1.3 Το δίκαιο της πόλης των Αθηνών - 5ος αιώνας π.Χ. 12

1.1.4 Magna Carta Libertatum - 1215 13

1.1.5 Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών - 6η Τροποποίηση - 1791 13

1.1.6 Η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - 1789 14

1.1.7 Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - 1948 14

1.1.8 Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα - 1966 17

1.2 Η ΕΣΔΑ - 1950 24

1.3 Η πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ: ο αποκλεισμός των αμιγώς
φορολογικών υποθέσεων 28

 

XII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κριτική της περιορισμένης εφαρμογής των εγγυήσεων δίκαιης δίκης
της ΕΣΔΑ

2.1 Εισαγωγή 43

2.2 Η αυτόνομη εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων
του άρθρου 6 ΕΣΔΑ 44

2.3 Αντικείμενο και σκοπός της ΕΣΔΑ 46

2.4 «Δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης»: ιστορική ερμηνεία
του όρου 50

2.5 Η (διευρυμένη) εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ στις φορολογικές υποθέσεις μέσω του ποινικού σκέλους του 56

2.6 «Εγγενείς διαδικαστικές απαιτήσεις» και «βασικές διαδικαστικές
εγγυήσεις» (άρθρο Π1-1 της ΕΣΔΑ) 67

2.7 Η εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών
του Συμβουλίου της Ευρώπης 74

2.7.1 Η αρχική περίοδος από την υιοθέτηση της ΕΣΔΑ έως τη δεκαετία
του 1980 74

2.7.2 Η εξέλιξη κατά τα έτη 1980 - 2000 75

2.7.3 Εξελίξεις από το 2000 και μετά 78

2.8 Η ανάγκη εξέλιξης της νομολογίας του ΕΔΔA 84

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

Η Διοικητική Φορολογική Διαδικασία υπό το φως του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η θέσπιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

3.1 Εισαγωγή 86

3.2 Η εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
– ιστορική αναδρομή 87

3.3 Η θέσπιση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ 90

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Προϋποθέσεις εφαρμογής του Χάρτη στη Διοικητική
Φορολογική Διαδικασία

4.1 Εισαγωγή 96

XIII

4.2 Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη – Γενικά 97

4.2.1 Θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης: Η περίπτωση της Οδηγίας
Επίλυσης Διαφορών 98

4.2.2 «Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» (άρθρο 51 του Χάρτη):
Το δίκαιο της Ένωσης ως causa, όχι απλώς ως occasio 105

4.2.2.1 Άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης - εφαρμογή κανονισμού 107

4.2.2.2 Ενσωμάτωση ή εφαρμογή οδηγίας 107

4.2.2.3 Η εφαρμογή του ίδιου του Χάρτη δεν συνιστά «εφαρμογή
του δικαίου της Ένωσης» 109

4.2.2.4 «Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» στον τομέα της άμεσης
φορολογίας 109

4.2.2.5 Παρεκκλίσεις από το δίκαιο της Ένωσης 114

4.2.2.6 Περιπτώσεις διεθνούς διπλής φορολογίας: ουσιαστικοί και
διαδικαστικοί κανόνες 118

4.3 Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη για την αποτελεσματική δικαστική προστασία: εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης 119

4.3.1 Διαδικασίες βάσει της οδηγίας 2010/24/ΕΕ σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους,
δασμούς και άλλα μέτρα 121

4.3.2 Διαδικασίες βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ για τη διοικητική
συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και την κατάργηση
της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ 125

4.4 Διασταλτική ερμηνεία της έννοιας «εφαρμογής του δικαίου
της Ένωσης» 128

4.5 Τα όρια της έννοιας «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» 132

4.6 Πρόσφατες εξελίξεις - αποτίμηση 136

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Επιμέρους εγγυήσεις του Χάρτη και Διοικητική Φορολογική Διαδικασία

5.1 Εισαγωγή 140

5.2 Άρθρο 7: Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής 143

5.3 Άρθρο 8: Δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα 150

5.4 Άρθρο 47: Πρόσβαση σε αποτελεσματική προσφυγή και σε δίκαιη δίκη 152

5.5 Άρθρο 50 – ne bis in idem 167

5.6 Αποτίμηση 18 3

XIV


ΜΕΡΟΣ Β΄

Ειδικά Ζητήματα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ανταλλαγή πληροφοριών και προστασία των φορολογουμένων

6.1 Εισαγωγή 18 7

6.2 Γενικά η προστασία ιδιωτικής ζωής και προστασία προσωπικών
δεδομένων στην ΕΣΔΑ και στο Χάρτη της ΕΕ 1 89

6.2 Παροχή πληροφοριών από τον ίδιο τον φορολογούμενο
και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης 19 5

6.3 Χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν παράνομα 20 3

6.4 Ανταλλαγή πληροφοριών χωρίς τη γνώση του φορολογούμενου
του οποίου οι πληροφορίες ανταλλάσσονται 2 09

6.5 Η αναντιστοιχία στο επίπεδο προστασίας των πληροφοριών
μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών 21 6

6.6 Η δημοσιοποίηση στοιχείων των φορολογουμένων 22 1

6.6.1 Δημοσιοποίηση στοιχείων φορολογουμένων και ελευθερία
του τύπου (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) 22 7

6.6.2 Δημοσιοποίηση στοιχείων οφειλετών του δημοσίου στο διαδίκτυο. 23 0

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επίλυση διασυνοριακών φορολογικών διαφορών και δικαιώματα φορολογουμένων

7.1 Εισαγωγή 23 7

7.2 Το δικαίωμα προσφυγής, γενικά 2 38

7.3 Η Νομική Φύση της Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού 24 0

7.4 Δικαιώματα των φορολογουμένων στη ΔΑΔ και τη διαιτησία 24 7

7.4.1 Η προσέγγιση του ΟΟΣΑ 2 48

7.4.2 Η προσέγγιση των Ηνωμένων Εθνών 25 1

7.4.3 Η προσέγγιση της ΕΕ 25 4

7.5 Τα δικαιώματα του φορολογούμενου σε μία ΔΑΔ: Η προσέγγιση
που ακολούθησαν δύο εθνικά δικαστήρια 2 58

7.6 Αποτίμηση 26 1

 

XV


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Προς έναν Ευρωπαϊκό Κώδικα Φορολογουμένων

Α. Εισαγωγή 26 3

Β. Φύση και πεδίο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κώδικα Φορολογουμένων 26 4

Γ. Γενικές αρχές και βέλτιστες πρακτικές 26 5

Δ. Προώθηση της επέκτασης ορισμένων βέλτιστων πρακτικών
και νέων ιδεών 27 7

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ευρετήριο αποφάσεων 289

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ 2 95

Β. ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 304

Γ. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ 311

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 313

 

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Εφαρμογή των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Διοικητική Φορολογική Διαδικασία

1.1 Γενικά

Ο καθηγητής Θ. Φορτσάκης, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 2011, όρισε το φορολογικό δίκαιο (το οποίο εντάσσει στο διοικητικό δίκαιο) ως το δίκαιο το οποίο περιλαμβάνει από τη μια πλευρά τα προνόμια και τις εξουσίες του κράτους στο πεδίο της φορολογίας καθώς και, από την άλλη πλευρά, τις ειδικές υποχρεώσεις του κράτους στο πεδίο της φορολογίας, ιδίως αυτές που πηγάζουν από την υποχρέωση προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Έτσι, η ανάλυση της προστασίας και των εγγυήσεων που παρέχονται στους φορολογούμενους τόσο ως προς το ύψος και την έκταση των φορολογικών υποχρεώσεών τους όσο και κατά την διοικητική φορολογική διαδικασία, όχι μόνο βάσει του Συντάγματος, αλλά και υπό το φως της ΕΣΔΑ, καθίσταται κεντρικός άξονας της μελέτης και διδασκαλίας του φορολογικού δικαίου.

Με τον όρο «διοικητική φορολογική διαδικασία» αναφερόμαστε στους κανόνες που αφορούν την σχέση του φορολογούμενου με την φορολογική διοίκηση. Ειδικότερα, η διοικητική φορολογική διαδικασία αποτελείται από το σύνολο των κανόνων που διέπουν το στάδιο από την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας του φόρου και περιλαμβάνει όλες τις φάσεις προσδιορισμού του φόρου μέχρι και το χρονικό σημείο κατά το οποίο η τυχόν διαφορά μεταξύ υποχρέου και φορολογικής διοίκησης από τον προσδιορισμό του φόρου φέρεται ενώπιον των δικαστηρίων. Έτσι, ως φορολογική διαδικασία γενικά, νοείται το σύνολο των πράξεων ή ενεργειών που αναφέρονται στη δημιουργία των νομικών και τεχνικών προϋποθέσεων για τον προσδιορισμό, κατά περίπτωση, την επιβολή και την είσπραξη κάποιου φόρου. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν την εγγραφή σε μητρώο και γενικά τον προσδιορισμό των φορολογουμένων, την υποβολή φορολογικών δηλώσεων, τη διεξαγωγή φορολογικών ελέγχων, τη βεβαίωση και είσπραξη των φόρων, τις κυρώσεις για την παράβαση των φορολογικών υποχρεώσεων καθώς και τις διοικητικές διαδικασίες για την επίλυση των διαφορών μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών αρχών. Οι πράξεις της φορολογικής διαδικασίας μπορούν να διενεργούνται είτε από τη Διοίκηση είτε από τον φορολογούμενο, είτε σε σύμπραξη και από τους δυο. Ως φορολογικό διαδικαστικό δίκαιο εξάλλου χαρακτηρίζεται το τμήμα του φορολογικού δικαίου που περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τη φορολογική διαδικασία.

Συναφώς, η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας είναι σημαντική στο πλαίσιο της ανάλυσής μας. Ανάλογα με το αν μια διάταξη χαρακτηρίζεται ως «ουσιαστική» ή «διαδικαστική», θα κριθούν και οι υποχρεώσεις της φορολογικής διοίκησης, καθώς οι εγγυήσεις που παρέχονται κατά τη φορολογική διαδικασία δεν ταυτίζονται με τις εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο των ουσιαστικών φορολογικών διατάξεων.

Η έννοια των «διαδικαστικών δικαιωμάτων» περιλαμβάνει όλα τα δικαιώματα που προστατεύουν διάφορες πτυχές των φορολογικών διαδικασιών που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή ουσιαστικών φορολογικών κανόνων και που δεν συνεπάγονται ή δεν συνδέονται άμεσα με τον οφειλόμενο φόρο, αλλά με τη διαδικασία που ακολουθείται για τον καθορισμό και την είσπραξη του οφειλόμενου φόρου.

Η βασική αρχή που εφαρμόζεται στις φορολογικές διαδικασίες είναι η αρχή του κράτους δικαίου. Η αρχή αυτή έχει από μόνη της ένα ουσιαστικό και ένα διαδικαστικό στοιχείο. Στην παρούσα μελέτη εξετάζονται μόνο τα όρια και οι επιπτώσεις της διαδικαστικής συνιστώσας της αρχής του κράτους δικαίου.

Η κύρια διαδικαστική έκφραση του κράτους δικαίου είναι το δικαίωμα στην αποτελεσματική νομική προστασία, το οποίο αναλύεται σε διάφορες συγκεκρι-

Σελ. 3

μένες επιμέρους εγγυήσεις, όπως η πρόσβαση σε δικαστήριο, η ισότητα των όπλων, το προνόμιο της μη αυτοενοχοποίησης, η απαγόρευση των δυαδικών κυρώσεων, το δικαίωμα ακρόασης, τα οποία αποτελούν συνιστώσες και προστατεύονται γενικά από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι φορολογούμενοι βασίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για να αμφισβητήσουν διάφορες πτυχές των φορολογικών διαδικασιών. Ωστόσο, δεν περιλαμβάνονται όλες οι περιπτώσεις στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη. Για την εφαρμογή του Χάρτη απαιτείται σύνδεση με το δίκαιο της Ένωσης. Για υποθέσεις ΦΠΑ ή για τις υποθέσεις που αφορούν την άμεση εφαρμογή των διατάξεων των οδηγιών της ΕΕ, είναι σχετικά εύκολο να διαπιστωθεί η σύνδεση αυτή. Αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο στις περιπτώσεις που αφορούν την άμεση φορολογία ή σε εκείνες που σχετίζονται με την εφαρμογή αμιγώς εθνικής νομοθεσίας η οποία, ωστόσο, μπορεί να έχει θεσπισθεί σε συνάρτηση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

Σε υποθέσεις που δεν έχουν επαρκές στοιχείο σύνδεσης με το δίκαιο της Ένωσης, η προστασία μπορεί να παρέχεται βάσει της ΕΣΔΑ. Οι φορολογικές διαδικασίες, ωστόσο, καλύπτονται από την ΕΣΔΑ μόνο αν θεωρηθούν «ποινικές» στη φύση τους, με αποτέλεσμα ένας σημαντικός αριθμός συνήθων φορολογικών διαδικασιών να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης.

Το διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και το εύρος της προστασίας που παρέχουν τα δύο μέσα, η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανισότητες όσον αφορά την προστασία των φορολογουμένων. Περαιτέρω, η θέση σε ισχύ ενός μηχανισμού συμβουλευτικής γνώμης (κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος) ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρόμοιου με την προκαταρκτική διαδικασία παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, μπορεί να ενισχύσει την προστασία των φορολογουμένων στην ΕΕ. Η τελευταία επιλογή, ωστόσο, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή. Μολονότι δεν απαγορεύεται ρητώς η παραπομπή στην ΕΣΔΑ και το ΕΔΔΑ υποθέσεως που έχει συνάφεια με το δίκαιο της Ένωσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ως θίγουσα την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της ΕΕ.

Η ανάπτυξη της νομολογίας του ΔΕΕ στο πεδίο του διαδικαστικού φορολογικού δικαίου μπορεί να έχει ευρύτερες συνέπειες για την εξέλιξη του φορολογικού

Σελ. 4

δικαίου σε επίπεδο ΕΕ. Αν και η άμεση φορολογία ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, που πρέπει πάντως να την ασκούν κατά τρόπο που να μην παραβιάζουν τις Συνθήκες της ΕΕ, η ύπαρξη ενός σώματος διαδικαστικών φορολογικών κανόνων που, μέσω της εφαρμογής του Χάρτη της ΕΕ, εναρμονίζονται σταδιακά, ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερη εναρμόνιση και στους ουσιαστικούς κανόνες της φορολογίας.

Τέλος, μια άλλη διάσταση που αξίζει να σημειωθεί είναι η τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σχετικά με την υιοθέτηση από πολλές χώρες ενός χάρτη δικαιωμάτων του φορολογουμένου. Η τάση αυτή ξεκίνησε από τον ΟΟΣΑ κατά τη δεκαετία του 1990 με τη δημοσίευση μιας έρευνας σχετικά με το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των φορολογουμένων στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Η έρευνα του 1990 έδειξε ότι ορισμένα δικαιώματα παρέχονταν στους φορολογούμενους σε όλα τα κράτη, χωρίς ωστόσο να είναι συγκεντρωμένα και οργανωμένα σε ένα κείμενο («χάρτη»). Έτσι, το 2003 ο ΟΟΣΑ επανήλθε με μια οδηγία προς τα κράτη μέλη για κωδικοποίηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των φορολογουμένων, με σκοπό να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των φορολογουμένων προς τη φορολογική διοίκηση.

Οι χάρτες των φορολογουμένων αποτελούν προσπάθεια να συνοψιστούν και να εξηγηθούν με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των φορολογουμένων σε σχέση με τις φορολογικές τους υποθέσεις, καθιστώντας τις πληροφορίες αυτές πολύ ευρύτερα προσιτές και κατανοητές. Οι περισσότεροι τέτοιοι χάρτες που έχουν υιοθετηθεί αποτελούν επεξήγηση των δικαιωμάτων που έχουν οι φορολογούμενοι από το νόμο και δεν θεσπίζουν το πρώτον τέτοια δικαιώματα, μολονότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχουν δεσμευτική ισχύ. Γενικά, δεν παρέχουν πρόσθετα δικαιώματα ή υποχρεώσεις πέραν

Σελ. 5

εκείνων που περιέχονται στη σχετική νομοθεσία. Στο πλαίσιο της ΕΕ η Επιτροπή έχει επεξεργαστεί ένα σχέδιο Ευρωπαϊκού Κώδικα Φορολογουμένων και δημοσίευσε τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές το 2016. Πρόκειται για μη δεσμευτικό έγγραφο. Αποτελεί πρότυπο στο οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προσθέσουν ή να προσαρμόσουν τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και τις συνθήκες κάθε κράτους.

Ως εκ τούτου, και παρά την ενδεχόμενη συμβολή τους στην εμπέδωση της αντίληψης ότι η προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων είναι και αυτή καθήκον των φορολογικών αρχών, δεν αποτελούν αντικείμενο της ανάλυσης του παρόντος. Για την πληρότητα της συζήτησης ωστόσο, οι κατευθυντήριες γραμμές για έναν Ευρωπαϊκό Κώδικα Φορολογουμένων, όπως έχουν δημοσιευθεί από την Επιτροπή, περιλαμβάνονται ως Παράρτημα στο παρόν.

1.2 Δομή

Η μελέτη αυτή είναι αποτέλεσμα της μεταδιδακτορικής έρευνας με αντικείμενο την προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων στο πεδίο της φορολογίας που διενήργησα στον Τομέα Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αρχικά γίνεται μια γενική εισαγωγή στο ζήτημα της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη φορολογική διαδικασία (Εισαγωγή). Στη συνέχεια το περιεχόμενο διαρθρώνεται σε δύο μέρη, ένα γενικό (Μέρος Α’) και ένα ειδικό (Μέρος Β’).

Το Μέρος Α’ το γενικό, απαρτίζεται από δυο Τμήματα. Το Τμήμα Ι είναι αφιερωμένο στη διοικητική φορολογική διαδικασία και την ΕΣΔΑ και εξετάζεται ειδικότερα η συμβατότητα της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας με τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης της ΕΣΔΑ. Η ανάλυση ξεκινά (Κεφάλαιο 1) με την συζήτηση για την περιορισμένη εφαρμογή των εγγυήσεων δίκαιης δίκης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στις φορολογικές υποθέσεις. Προηγείται μια ιστορική αναδρομή σχετικά με τις εγγυήσεις για δίκαιη δίκη όπως αυτές εντοπίζονται από την αρχαία Ελλάδα. Στη συνέχεια αναλύεται η νομολογία του ΕΔΔΑ κατά την οποία το άρθρο 6 ΕΣΔΑ κατά το αστικό του σκέλος δεν εφαρμόζεται στις αμιγώς φορολογικές υποθέσεις, οι οποίες παρά τις οικονομικές συνέπειες που έχουν για τους πολίτες, δεν θεωρούνται υποθέσεις «αστικής φύσεως» καθώς προέχει ο δημόσιος χαρακτήρας της σχέσης Κράτους-φορολογούμενου. Ακολουθεί η κριτική της θέσης αυτής του ΕΔΔΑ (Κεφάλαιο

Σελ. 6

2). Προβάλλονται επιχειρήματα σχετικά με το παρωχημένο της σχετικής νομολογίας (απόφαση Ferrazzinni): η αυτόνομη εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, το αντικείμενο και σκοπός της ΕΣΔΑ, η ιστορική ερμηνεία της αναφοράς σε «δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως», όπως προκύπτει από τα πρακτικά των εργασιών για την σύνταξη της ΕΣΔΑ. Στη συνέχεια παρουσιάζονται μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ο περιορισμός της εξαίρεσης των φορολογικών υποθέσεων από το πεδίο εφαρμογής της ΕΣΔΑ μέσω της ένταξης αρκετών υποθέσεων στο «ποινικό σκέλος» του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, καθώς και η ένταξη πολλών φορολογικών υποθέσεων (ιδίως όσον αφορά την είσπραξη των φόρων) στην προστασία του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Τέλος επισημαίνεται και η εξέλιξη στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς την πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων στις φορολογικές υποθέσεις όμοια όπως και στις λοιπές. Το κεφάλαιο αυτό κλείνει με τη διαπίστωση της ανάγκης εξέλιξης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο ζήτημα αυτό.

Το Τμήμα ΙΙ πραγματεύεται την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στην φορολογική διαδικασία. Αρχικά παρουσιάζεται ο Χάρτης και η σημασία του για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ (Κεφάλαιο 3). Στη συνέχεια αναλύονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Χάρτη (Κεφάλαιο 4). Λόγω της ιδιαιτερότητας της ενωσιακής έννομης τάξης, ο Χάρτης δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις που δεν έχουν σύνδεση με το ενωσιακό δίκαιο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ενδεχομένως διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ, κάτι το οποίο θα αντέβαινε στις Συνθήκες. Είναι συνεπώς κεφαλαιώδους σημασίας να εξετάζεται κάθε φορά αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο, οπότε δεσμεύονται από τον Χάρτη, ή δεν εφαρμόζουν ενωσιακό δίκαιο, οπότε οι εγγυήσεις του Χάρτη δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη προσεγγίζεται αναλυτικά, υπό το πρίσμα αυτό. Τέλος, (Κεφάλαιο 5) γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένες από τις επιμέρους εγγυήσεις του Χάρτη που είναι συνηθέστερες στο πεδίο της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας: το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συγκρούονται με την διευρυμένη ανταλλαγή πληροφοριών των φορολογουμένων καθώς και με τη δημοσιοποίηση στοιχείων των φορολογουμένων, οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης που θα πρέπει να είναι σεβαστές στη διασυνοριακή επίλυση φορολογικών διαφορών, η αρχή ne bis in idem, που εφαρμόζεται στις διοικητικές και ποινικές φορολογικές κυρώσεις και η οποία πρέπει να είναι σεβαστή όχι μόνο στο πλαίσιο μιας και της αυτής έννομης τάξης αλλά στο σύνολο της ΕΕ πλέον.

Στο Μέρος Β’, που αφορά ειδικά ζητήματα, αναλύονται υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δυο σύγχρονα εργαλεία διασυνοριακής συνεργασίας που

Σελ. 7

έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογικές αρχές: η ανταλλαγή, αλλά και η χρήση και η δημοσιοποίηση πληροφοριών και η διαδικασίες επίλυσης διασυνοριακών φορολογικών διαφορών.

Στην περιοχή αυτή διαφαίνονται απαρχές ενός πεδίου παγκόσμιου διοικητικού φορολογικού δικαίου, στο οποίο οι διασυνδεδεμένες φορολογικές διοικήσεις έχουν εξουσίες που προσδιορίζονται από κείμενα προέλευσης διεθνούς δικαίου, αλλά οι εγγυήσεις για την προστασία των φορολογουμένων παραμένουν ως εγγυήσεις σε επίπεδο κράτους. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν κενά στην προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι το επίπεδο προστασίας δεν είναι εναρμονισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να οργανωθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των υπερεθνικών κανόνων για την προστασία των φορολογουμένων. Οι εγγυήσεις της ΕΣΔΑ και του Χάρτη της ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιούνται για να συμπληρώνουν το κενό αυτό, ώστε και κατά την διασυνοριακή συνεργασία των φορολογικών διοικήσεων να μην μειώνεται το επίπεδο προστασίας που παρέχεται σε σχέση με τις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.

Ως προς την ανταλλαγή πληροφοριών και την προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων στην ΕΕ (Κεφάλαιο 6), παρατηρείται ότι υπάρχει μια μεγάλη αύξηση στον όγκο των πληροφοριών που αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής μεταξύ των φορολογικών αρχών. Την ίδια στιγμή υπάρχει ανησυχία σχετικά με το αν οι παρεχόμενες εγγυήσεις υπέρ των φορολογουμένων είναι επαρκείς. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το ζήτημα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών, όταν δεν υπάρχει αντιστοιχία στο επίπεδο προστασίας που παρέχεται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Το Μέρος αυτό κλείνει με ένα κεφάλαιο (Κεφάλαιο 7) αφιερωμένο στη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού (και στη διαιτησία, που σε ορισμένες περιπτώσεις την συμπληρώνει). Η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού προβλέπεται στις συμβάσεις για την αποφυγή διπλής φορολογίας εισοδήματος και κεφαλαίου ως μια μέθοδος εναλλακτικής επίλυσης των διεθνών φορολογικών διαφορών. Προβλέπεται επίσης, με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους μηχανισμούς επίλυσης των φορολογικών διαφορών εντός της ΕΕ, ως ο κατεξοχήν κοινός, ευρωπαϊκός μηχανισμός για την επίλυση των διασυνοριακών φορολογικών διαφορών μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ. Έχει σημασία επομένως να εξετασθεί αν ο μηχανισμός αυτός, που τίθεται στη διάθεση των φορολογουμένων, έχει πράγματι τα χαρακτηριστικά μιας δικαιοδοτικής διαδικασίας και ποιες είναι οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης που προβλέπονται.

Τέλος στο Παράρτημα παρουσιάζεται το σχέδιο ενός Ευρωπαϊκού Κώδικα Φορολογουμένων που έχει επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

Σελ. 9

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

Γενικό

 

Σελ. 11

ΤΜΗΜΑ Ι

Η Διοικητική Φορολογική Διαδικασία και εγγυήσεις δίκαιης δίκης της ΕΣΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η περιορισμένη εφαρμογή των εγγυήσεων δίκαιης δίκης της ΕΣΔΑ

1.1 Οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης – ιστορική αναδρομή

1.1.1 Εισαγωγή

Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη δεν είναι μια σύγχρονη εφεύρεση – είναι βαθιά ριζωμένο στην ιστορία και τις νομικές παραδόσεις των κρατών. Η έννοια της δίκαιης δίκης έχει φυσικά εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου και η εξέλιξη αυτή είναι προς την επέκταση των εγγυήσεων της από ποινικές υποθέσεις σε υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου και σταδιακά σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου.

Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι ένα σύνολο διακριτών αλλά και ταυτόχρονα αλληλένδετων δικαιωμάτων που «συνολικά αποτελούν ένα ενιαίο δικαίωμα». Παρόλο που στη διατύπωση που υιοθετείται στις διάφορες διεθνείς συνθήκες παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ωστόσο, η βάση όλων είναι κοινή και είναι μάλλον δύσκολο να εξαχθεί συμπέρασμα για το αν οι διαφορετικές διατυπώσεις αντικατοπτρίζουν ουσιαστικές διαφορές στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος ή αν οφείλονται απλώς σε περιφερειακές νομικές παραδόσεις, στις ιστορικές περιστάσεις που οδήγησαν στη σύνταξη των διαφόρων κειμένων ή στην τύχη.

 

Σελ. 12

1.1.2 Lex Duodecim Tabularum - 5ος αιώνας π.Χ.

Οι ρίζες του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη καταγράφονται για πρώτη φορά στο Ρωμαϊκό Νόμο των Δώδεκα Πινάκων (Lex Duodecim Tabularum), τον πρώτο γραπτό κώδικα νόμων στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, που εισήχθη στα μέσα του πέμπτου αιώνα π.Χ.. Οι πολίτες είχαν το δικαίωμα να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους ενώπιον δικαστή, να ακουστούν από τον δικαστή και οι δικαστές έπρεπε να ανακοινώσουν την απόφασή τους παρουσία και των δύο διαδίκων, όλοι οι διάδικοι έπρεπε να παρίστανται σε ακρόαση, ενώ επιπρόσθετα προβλεπόταν η αρχή της ισότητας όλων των πολιτών όπως και η αμεροληψία των δικαστών. Οι αρχές αυτές αντιστοιχούν στο δικαίωμα ακρόασης και υπεράσπισης, και στο δικαίωμα του πολίτη να δικαστεί από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

1.1.3 Το δίκαιο της πόλης των Αθηνών - 5ος αιώνας π.Χ.

Διάφορες πτυχές του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη διασφαλίζονταν στην κλασική Αθήνα. Ο νόμος εξασφάλιζε την αρχή της ισότητας, την αμεροληψία των δικαστών, την υποχρέωση του δικαστηρίου να εκδικάζει αμφότερους τους διαδίκους, τη συνδρομή νομικού συμβούλου και την αρχή της ισότητας των όπλων όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, η ποινική δικαιοσύνη οργανώθηκε λεπτομερώς τόσο όσον αφορά τους νόμους που προέβλεπαν τα εγκλήματα όσο και τα δικαστήρια που ήταν επιφορτισμένα με την εκδίκαση των υποθέσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

 

Σελ. 13

1.1.4 Magna Carta Libertatum - 1215

Η παράγραφος 39 του Μεγάλου Χάρτη (Magna Carta) που χορήγησε ο Βασιλιάς Ιωάννης (ο Ακτήμονας) αναφέρει ότι:

«Κανένας ελεύθερος δεν θα πιαστεί, ούτε θα φυλακιστεί, ούτε θα απολυθεί, ή θα εξοριστεί, ή με οποιοδήποτε τρόπο θα ζημιωθεί - ούτε θα πάμε επάνω ή θα στείλουμε πάνω του - εκτός από τη νόμιμη κρίση των ομολόγων του ή από το νόμο της γης».

Η παράγραφος αυτή περιγράφει εν συντομία την ουσία μιας δίκαιης δίκης που έχει ιδιαίτερη σημασία για το ποινικό δίκαιο. Τα δικαστήρια έχουν χρησιμοποιήσει τη Magna Carta ως βάση για την αναγνώριση δικαιωμάτων όπως το δικαστήριο ενόρκων, το habeas corpus, η κατάργηση της αυθαίρετης φυλάκισης και η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου.

1.1.5 Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών - 6η Τροποποίηση - 1791

Η Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών παραθέτει τα δικαιώματα που σχετίζονται με τις ποινικές διώξεις:

«Σε όλες τις δίκες για κακουργηματικές πράξεις, ο κατηγορούμενος θα απολαμβάνει του δικαιώματος γρήγορης και δημόσιας δίκης, από αμερόληπτους Ενόρκους της Πολιτείας και της περιοχής όπου θα έχει τελεστεί το έγκλημα, η περιοχή δε θα έχει καθορισθεί εκ των προτέρων δια νόμου, και [ο κατηγορούμενος] θα έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων για την φύση και τα αίτια της κατηγορίας, και θα παρευρίσκεται στην εξέταση των μαρτύρων εναντίον του, θα μπορεί να υποχρεώνει μάρτυρες να καταθέτουν υπέρ του, και θα έχει την βοήθεια συμβούλων [δικηγόρων] για την άμυνα του».

Με την εφαρμογή της δέκατης τέταρτης τροποποίησης, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών επέκτεινε την εφαρμογή των εγγυήσεων που προβλέπονται στην έκτη τροποποίηση και σε άλλους τομείς του δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.

 

Σελ. 14

1.1.6 Η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - 1789

Η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εγκρίθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας στις 26 Αυγούστου 1789, στα άρθρα 6 έως 9 προβλέπει δικαιώματα όπως η αρχή της ισότητας και το τεκμήριο της αθωότητας. Τα άρθρα αυτά παρείχαν τη βάση για τα δικαιώματα δίκαιης δίκης που περιλαμβάνονταν στα επόμενα Συντάγματα της Γαλλίας.

1.1.7 Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - 1948

Στις 10 Δεκεμβρίου 1948, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΟΔΔΑ). Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν το πρώτο διεθνές κείμενο που αναγνώρισε την ύπαρξη θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών για όλα τα άτομα. Παρόλο που δεν είναι νομικά δεσμευτικό κείμενο και περιέχει μόνο γενικές αρχές και αφηρημένες διατυπώσεις δικαιωμάτων, ο αντίκτυπός του στα κράτη και στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μεγάλης σημασίας. Σε διεθνές επίπεδο, το κύριο κείμενο που έχει υιοθετήσει το περιεχόμενο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που προβλέπεται στην ΟΔΔΑ είναι το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ κατωτέρω υπό 1.1.8).

Σελ. 15

Όσον αφορά την ίδια τη Διακήρυξη, πολλά άρθρα αυτής εγγυώνται διάφορες πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Πρώτα απ’ όλα το άρθρο 10 ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα, με πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και δημόσια, από δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο, που θα αποφασίσει είτε για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του είτε, σε περίπτωση ποινικής διαδικασίας, για το βάσιμο της κατηγορίας που στρέφεται εναντίον του.» Και οι δύο πτυχές του δικαιώματος καλύπτονται: η δικαστική διαδικασία, αφενός («δίκαιη και δημόσια ακρόαση») και η οργάνωση της δικαστικής εξουσίας, αφετέρου («ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο»). Η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε αυτό το άρθρο είναι αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει όλες τις πτυχές του δικαίου και όλες τις πτυχές των δικαιωμάτων, ποινικού, αστικού ή διοικητικού χαρακτήρα. Το άρθρο 10 της ΟΔΔΑ είναι συνοπτικό και πυκνό και αποτελεί (ισχυρή) κατευθυντήρια γραμμή, καθώς, σύμφωνα με τους συντάκτες της, πιο λεπτομερείς διατάξεις θα αποτελέσουν αντικείμενο του Συμφώνου. Ως αποτέλεσμα, το περιεχόμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης αφέθηκε σκόπιμα από τους συντάκτες της να αναπτυχθεί σε άλλα κείμενα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος επρόκειτο να είναι ευρύ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το γαλλικό κείμενο που αρχικά αναφερόταν στα «droits et requirements en matière civile» άλλαξε

Σελ. 16

και οι λέξεις «en matière civile» τελικά διαγράφηκαν, καθώς θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να περιορίσουν αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου.

Πράγματι, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το σχέδιο κειμένου αρκετοί εκπρόσωποι εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι η χρήση των λέξεων «en matière civile» θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως περιορισμός. Υπήρξαν διαβεβαιώσεις από άλλους εκπροσώπους ότι η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε μόνο ως αντίβαρο της φράσης «en matière penale» και δεν ήταν περιοριστική αλλά κάλυπτε και το δημόσιο δίκαιο. Η πρόταση να διαγραφούν οι λέξεις που δημιουργούν τη σύγχυση έγινε δεκτή στην Τρίτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης, τονίζοντας έτσι την πρόθεση των συντακτών να αποφύγουν κάθε περιορισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό ορισμένων τομέων του δικαίου από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της ΟΔΔΑ.

Επιπλέον, το άρθρο 8 της ΟΔΔΑ προβλέπει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο αποτελεί άλλη πτυχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη: «Καθένας έχει δικαίωμα να ασκεί αποτελεσματικά ένδικα μέσα στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια κατά των πράξεων που παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία του αναγνωρίζουν το Σύνταγμα και ο νόμος.» Φυσικά, αυτό το άρθρο απαιτεί την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού μέσου προσφυγής σε εθνικό επίπεδο και όχι σε διεθνές επίπεδο και, ως εκ τούτου, διαφέρει από το δικαίωμα αναφοράς σε διεθνείς οργανισμούς που έχουν συσταθεί από τις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες δεν περιλήφθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη. Η διάκριση μεταξύ εθνικών μέσων έννομης προστασίας και διεθνών μηχανισμών επίλυσης διαφορών έχει έκτοτε καταστεί θεμελιώδης. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες, όμως, αποκαλύπτουν ότι τα δύο δικαιώματα βασίζονταν σε παρόμοιες ιδέες και μνημονεύονταν αδιακρίτως στις σχετικές συζητήσεις.

Σελ. 17

Το άρθρο 7 της ΟΔΔΑ προβλέπει την ισότητα έναντι του νόμου και την ίση προστασία που πρέπει να έχουν όλοι, καθώς «Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο και έχουν δικαίωμα σε ίση προστασία του νόμου, χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Όλοι έχουν δικαίωμα σε ίση προστασία από κάθε διάκριση που θα παραβίαζε την παρούσα Διακήρυξη και από κάθε πρόκληση για μια τέτοια δυσμενή διάκριση.» Τέλος, τα κράτη αναγνωρίζουν ότι «όλοι έχουν δικαίωμα σε μια κοινωνική και διεθνή τάξη στην οποία μπορούν να υλοποιηθούν πλήρως τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διατυπώνονται στην παρούσα Διακήρυξη», επιβεβαιώνοντας έτσι τη βούλησή τους για διεθνή συνεργασία, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική σε διεθνείς περιπτώσεις, όπως στον τομέα της διεθνούς φορολογίας. Η ουσία είναι ότι οι συντάκτες της ΟΔΔΑ σκόπευαν να συμπεριλάβουν στο κείμενο της διακήρυξης μια διάταξη που θα δημιουργούσε ένα είδος υποχρέωσης (αν και περισσότερο ηθικού και πολιτικού χαρακτήρα και όχι αυστηρά νομικής φύσης/υφής) για τα κράτη, δεδομένου ότι ο κατάλογος των δικαιωμάτων (άρθρα 3-27 της ΟΔΔΑ) ήταν μόνο ευρέως διατυπωμένος και δεν περιλαμβανόταν σε αυτά καμία συγκεκριμένη υποχρέωση.

1.1.8 Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα - 1966

Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) εγκρίθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976. Το ΔΣΑΠΔ διαθέτει δύο προαιρετικά πρωτόκολλα, εκ των οποίων το πρώτο παρέχει έναν πρόσθετο μηχανισμό παρακολούθησης και εφαρμογής, βάσει του οποίου τα άτομα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης του Συμφώνου και έχουν εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα εγχώρια ένδικα μέσα μπορούν να υποβάλουν καταγγελία στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η Επιτροπή). Αν η καταγγελία κριθεί παραδεκτή, η Επιτροπή τη διαβιβάζει στο ενδιαφερόμενο κράτος και στον καταγγέλλοντα και ζητεί να ληφθούν

Σελ. 18

τα αναγκαία μέτρα όσον αφορά τις διαπραχθείσες παραβάσεις. Η άποψη της Επιτροπής είναι απλή γνώμη και δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

Το άρθρο 14 είναι η βασική διάταξη του ΔΣΑΠΔ που αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ενσωματώνει τα άρθρα 10 και 11§1 της ΟΔΔΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 14§1 του Συμφώνου:

«Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα. Η διεξαγωγή δίκης κεκλεισμένων των θυρών μπορεί να αποφασισθεί για το σύνολο ή μέρος της, είτε για την προστασία των χρηστών ηθών, της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας σε μια δημοκρατική κοινωνία είτε όταν αυτό απαιτεί η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων είτε σκόμη στο μέτρο που το δικαστήριο κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο δεδομένου ότι, λόγω ειδικών συνθηκών της υπόθεσης η δημοσιότητα θα ζημίωνε την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, οποιαδήποτε απόφαση που εκδίδεται σε ποινική υπόθεση ή αστική διαφορά, δημοσιοποιείται, εκτός εάν το συμφέρον των ανηλίκων απαιτεί το αντίθετο ή εάν η δίκη αφορά διαφορές συζύγων ή γονική μέριμνα ή επιτροπεία ανηλίκων».

Κατά τη σύνταξη του άρθρου αυτού, το κύριο ζήτημα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του προέκυψε από την πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών να χρησιμοποιηθεί ο όρος «αστική αγωγή» στη διατύπωση του άρθρου και όχι η φράση «αστικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις». Η αιτιολόγηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να μην απαιτηθούν δικαστικές διαδικασίες για ζητήματα διοικητικού δικαίου όπως στρατιωτικά και φορολογικά θέματα, όπως θα προέκυπτε από την προσωρινή διατύπωση του κειμένου για σκοπούς επεξεργασίας. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρότειναν τη χρήση της φράσης «αστική αγωγή», δεδομένου ότι «πολλά αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως εκείνες που σχετίζονται με τη στρατιωτική θητεία και τη φορολογία, γενικά καθορίζονται

Σελ. 19

από τους διοικητικούς υπαλλήλους και όχι από τα δικαστήρια». Από την άλλη πλευρά, εκφράστηκαν ανησυχίες σχετικά με τη χρήση της λέξης «αστικό», ακριβώς επειδή χρησιμοποιώντας αυτήν τη λέξη για να περιγραφεί το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, θεωρήθηκε ότι ορισμένοι τομείς, όπως τα φορολογικά, διοικητικά και στρατιωτικά θέματα θα αποκλείονταν από την προστασία του άρθρου, παρόλο που θα μπορούσαν τελικά να προσβληθούν με προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συντάκτες της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είχαν ήδη συμφωνήσει λίγο νωρίτερα να εξαλείψουν από το κείμενο του (ισοδύναμου) άρθρου 10 της ΟΔΔΑ την επίμαχη φράση που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των εγγυήσεων δίκαιης δίκης μόνο σε ιδιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, εξαιρουμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων άλλων από τα ιδιωτικά. Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, και η τελική έκδοση του άρθρου 10 της ΟΔΔΑ δεν αντανακλούν στη διατύπωση του άρθρου 14 του ΔΣΑΠΔ, αν και το πρώτο αποτελεί τη βάση του δεύτερου.

Εκ των υστέρων φαίνεται ότι οι ανησυχίες των συντακτών δεν ήταν παράλογες. Πράγματι, η ανάπτυξη του πεδίου εφαρμογής των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, κυρίως μέσω της ΕΣΔΑ, αποδεικνύει ότι αυτό που συνέβη είναι ακριβώς αυτό που οι συντάκτες φοβήθηκαν ότι θα μπορούσε να συμβεί λόγω των συγκεκριμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο της διάταξης. Σκοπός των συντακτών δεν ήταν να περιορίσουν το άρθρο 14 ΔΣΑΠΔ μόνο σε δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδιωτικού τομέα.

Ήδη προκύπτει ότι υπήρξε μια παρανόηση σχετικά με την ερμηνεία της φράσης «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις». Αυτή η παρανόηση επηρέασε και την ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και ως εκ τούτου εξακολουθεί να εμποδίζει την εφαρμογή των εγγυήσεων δίκαιης δίκης σε φορολογικά θέματα. Η παρανόηση έγκειται στο γεγονός ότι ο όρος «αστικός» εξομοιώνεται με τον όρο «ιδιωτικός», μολονότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση, όπως σαφώς προκύπτει από τις δηλώσεις της E. Roosevelt, εκπροσώπου

Σελ. 20

των Ηνωμένων Πολιτειών που πρότεινε τη συγκεκριμένη διατύπωση. Η πρόθεση ήταν να εξαιρεθούν οι διοικητικές διαδικασίες από τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης και όχι να αποκλειστούν τομείς δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 ΔΣΑΠΔ, όπως η φορολογία. Αντιθέτως, από τη δήλωση του εκπροσώπου των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη σύνταξη της διατάξεως προκύπτει ότι η φορολογία περιλαμβάνεται στην έννοια των «αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». Ακριβώς για να αποφευχθεί ο αποκλεισμός του εν λόγω τομέα από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 ΔΣΑΠΔ, ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών πρότεινε τη χρήση της φράσης «suit at law» αντί της φράσης «civil rights and obligations». Οι ανησυχίες που εκφράστηκαν επίσης σχετικά με το γεγονός ότι ένα υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής του άρθρου θα επέτρεπε τον δικαστικό έλεγχο κάθε ενέργειας των διοικητικών οργάνων κατά την άσκηση των εξουσιών που τους παρέχονται από το νόμο, ενισχύουν την ερμηνεία που υποστηρίζεται στην παρούσα ανάλυση. Το ως άνω συμπέρασμα υποστηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι απορρίφθηκαν και επικρίθηκαν ακριβώς για τον λόγο αυτό και άλλες προτάσεις, των οποίων η διατύπωση θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 ΔΣΑΠΔ αναφορικά με τις δικαστικές διαδικασίες.

Αντί να επιλυθεί το ζήτημα κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης του κειμένου του ΔΣΑΠΔ, προτάθηκε να αναβληθεί η συζήτηση σχετικά με την κατανομή των εξουσιών μεταξύ των διοικητικών και δικαστικών οργάνων και να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 ΔΣΑΠΔ σε υποθέσεις μεταξύ ιδιωτών (αποκλειστικά) και να μην επεκταθεί στις υποθέσεις μεταξύ ιδιωτών και κράτους.

Back to Top