ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ

Vade mecum στον νέο Ποινικό Κώδικα 

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 13.15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 33,15 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18905
Χιόνη - Χότουμαν Χ.
Συμεωνίδου Καστανίδου Ε.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
† Μαργαρίτης Λ., Συμεωνίδου Καστανίδου Ε.
  • Έκδοση: 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 264
  • ISBN: 978-618-08-0244-3
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το αδίκημα του βιασμού συνδέεται όλο και περισσότερο με την έλλειψη συναίνεσης. Στόχος του βιβλίου «Το αδίκημα του βιασμού - Vade mecum στον νέο Ποινικό Κώδικα» είναι να εξετάσει σε βάθος το αδίκημα για να προσεγγίσει ερμηνευτικά τη νομοθετική αλλαγή που συντελέστηκε με την εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης στον νέο Ποινικό Κώδικα. Βασικά ερωτήματα που εξετάζονται είναι το μοντέλο συναίνεσης που θα πρέπει να υιοθετηθεί, εάν αυτή θα πρέπει να εξωτερικεύεται, σε ποιο χρόνο πρέπει να εκφράζεται και πότε είναι έγκυρη.
Μεταξύ άλλων:
• Εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη του αδικήματος μέσα από την παρουσίαση του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου, του δικαίου στον Μεσαίωνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και στους νεότερους χρόνους.
• Παρουσιάζονται οι ιδεολογίες και τα κινήματα που συνδέθηκαν με τις αλλαγές στο αδίκημα.
• Μελετάται το προστατευόμενο έννομο αγαθό.
• Εξετάζεται η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και αναλύεται σε βάθος η Πρόταση Οδηγίας για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας.
• Παρουσιάζεται η αντιμετώπιση του βιασμού στο ελληνικό δίκαιο από την εποχή της Επανάστασης του 1821 έως σήμερα.
• Εξετάζεται η διάταξη του βιασμού υπό τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα.
• Αναλύεται η έννοια της συναίνεσης και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο αρ. 336 παρ. 4 ΠΚ.
Το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει στο αδίκημα του βιασμού και σε ζητήματα που άπτονται της έννοιας και της λειτουργίας της συναίνεσης στο ποινικό δίκαιο και, ιδίως, στον δικηγόρο και τον εφαρμοστή του δικαίου.

Πρόλογος V

Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1

Ι. Η ιστορική εξέλιξη του αδικήματος του βιασμού 5

Α. Αρχαίο ελληνικό – αττικό δίκαιο 6

Β. Ρωμαϊκό δίκαιο 9

Γ. Η έλευση του Χριστιανισμού 12

Δ. Ευρωπαϊκός χώρος από τον Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα
και Βυζαντινή Αυτοκρατορία 15

1. Δυτική νομική παράδοση 15

i. Κανονικό δίκαιο 16

ii. Κοσμικό δίκαιο 20

α. Ηνωμένο Βασίλειο 21

β. Γαλλικός χώρος 24

γ. Γερμανικός χώρος 30

iii. Συμπερασματικές παρατηρήσεις 35

2. Βυζάντιο 37

3. Συμπεράσματα της ιστορικής ανάλυσης 45

II. Λεξιλογικές παρατηρήσεις: το σημασιολογικό πεδίο
της λέξης «βιασμός»
48

III. Ιδεολογίες και κινήματα 53

A. Φιλελευθερισμός και σεξουαλικά αδικήματα 54

B. Η επίδραση του γυναικείου κινήματος 59

IV. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 68

Α. Η θεωρία του εννόμου αγαθού 68

Β. Το έννομο αγαθό στα σεξουαλικά αδικήματα 70

V. Το ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο και το αδίκημα
του βιασμού
77

Α. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και το αδίκημα του βιασμού 78

1. Το αδίκημα του βιασμού και το ρυθμιστικό πεδίο
των άρθρων 3 και 8 ΕΣΔΑ 78

2. Οι θετικές υποχρεώσεις και το αδίκημα του βιασμού 81

i. Η υποχρέωση θέσπισης αποτελεσματικού νομικού πλαισίου
και η διάταξη του βιασμού 84

B. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το αδίκημα του βιασμού 88

Γ. Το αδίκημα του βιασμού και το ενωσιακό δίκαιο 94

1. Η αρμοδιότητα της Ένωσης στο πεδίο του ποινικού δικαίου 95

2. Η ανάληψη δράσης από την Ένωση στο πεδίο της καταπολέμησης
της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας 101

3. Η πρόταση Οδηγίας για την καταπολέμηση της βίας κατά
των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας 107

i. Νομική βάση – αρμοδιότητα της Ένωσης 107

ii. Περιεχόμενο – το αδίκημα του βιασμού 111

VI. Το ελληνικό δίκαιο 116

Α. Το Απάνθισμα των Εγκληματικών 116

Β. Ο Ποινικός Νόμος του 1834 118

Γ. Ο βιασμός στον Ποινικό Κώδικα του 1951 120

1. Η αλλαγή με τον ν. 1419/1984 121

2. Ο βιασμός εντός γάμου ή μεταξύ συντρόφων – ν. 3500/2006 122

Δ. Ο βιασμός στο σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα 125

Ε. Το αδίκημα του βιασμού στον νέο Ποινικό Κώδικα 128

1. Η γενετήσια πράξη 128

2. Ο βιασμός της παραγράφου 1 135

i. Απόπειρα - υπαναχώρηση 143

ii. Υποκειμενική υπόσταση 146

3. Η εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης 147

4. Η συναίνεση στο αδίκημα του βιασμού 147

i. Συναίνεση, αυτονομία και προσωπική ευθύνη 148

ii. Απουσία συναίνεσης και τιμώρηση με τα μέσα του ποινικού δικαίου 152

iii. Η συναίνεση ως επικοινωνιακή πράξη 153

iv. Η λειτουργία της συναίνεσης στο ποινικό δίκαιο 160

v. Προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης 168

vi. Επιζήμια συναίνεση 172

vii. Η απειλή και η ψυχολογική βία ως ελαττώματα της βούλησης 173

viii. Γενετήσιες πράξεις με παραπλάνηση ή εξαπάτηση 176

α. Η δόλια αφαίρεση του προφυλακτικού (stealthing) 180

ix. Ανικανότητα συναίνεσης – το άρθρο 338 ΠΚ 182

x. Αδυναμία δήλωσης της βούλησης – ξαφνικές επιθέσεις 190

xi. Συναίνεση και κατάχρηση εξουσίας 191

α. Το αρ. 343 ΠΚ 192

β. Η κατάχρηση εξουσίας ως λόγος ακύρωσης της συναίνεσης 197

xii. Ανάκληση της συναίνεσης 199

xiii. Ειδικότερα ζητήματα αντικειμενικής υπόστασης του αρ. 336 παρ. 4 200

xiv. Απόπειρα 203

α. Η απόπειρα στον νέο ΠΚ 203

β. Αρχή εκτέλεσης του αδικήματος του αρ. 336 παρ. 4 ΠΚ 205

xv. Υποκειμενική υπόσταση 207

xvi. Τελικές παρατηρήσεις – οι επιλογές στον νέο Ποινικό Κώδικα 208

5. Ο ομαδικός βιασμός 210

6. Ο θανατηφόρος βιασμός 212

Επίμετρο: ορισμένες παρατηρήσεις de lege ferenda 215

Βιβλιογραφία 217

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 251

Σελ. 1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ο επαναπροσδιορισμός του αδικήματος του βιασμού αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα όσον αφορά στα σεξουαλικά αδικήματα. Αποφασιστική ώθηση δόθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ενώ προσφάτως και η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω Πρότασης Οδηγίας επιβεβαίωσε την τάση μεταρρύθμισης.

Η τάση αυτή συνδυάστηκε με τη συνειδητοποίηση ότι ο βιασμός και γενικά τα σεξουαλικά αδικήματα είναι συνδεδεμένα με το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο και αντικατοπτρίζουν συχνά ευρύτερα ζητήματα. Είναι αδύνατο να πραγματευτεί κανείς την κανονιστική τους αποτύπωση χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τόσο την ιστορικότητα του δικαίου όσο και ζητήματα όπως ο ρόλος της γυναίκας και ο διαμοιρασμός της εξουσίας ανάμεσα στα φύλα ιστορικά. Ιδιαίτερα ουσιώδης είναι στο θέμα αυτό η ιστορική ανάλυση, η οποία φωτίζει την προοδευτική αποσύνδεση του βιασμού από την αγνότητα και την ηθική τάξη και την ανάδειξη εννοιών όπως η κυριαρχία και η εξουσίαση του σώματος ενός άλλου ατόμου. Θύματα του αδικήματος φυσικά και μπορούν να αποτελέσουν και άνδρες, χωρίς να πρόκειται στην περίπτωση αυτή για ένα διαφορετικό ή μικρότερης βαρύτητας «κακό», η πλειονότητα όμως των δραστών είναι άνδρες και τα περισσότερα θύματα γυναίκες ή θηλυκότητες.

Αν και η ανάλυση που θα ακολουθήσει είναι νομική και όχι κοινωνιολογική ή ψυχολογική, σε αρκετά σημεία είναι χρήσιμο να αναλυθεί η γυναικεία οπτική και εμπειρία. Ο νομοθέτης στο σχετικό με τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας κεφάλαιο αναπόδραστα ρυθμίζει τη σεξουαλική συμπεριφορά των πολιτών. Όσο, όμως, αντικειμενικός και ουδέτερος κι αν θέλει να παραμείνει, σε πολλές περιπτώσεις θα βρεθεί προ ζητημάτων που απηχούν τις διαφορετικές αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα ανάμεσα στα φύλα. Και είναι αυτό που η ανάλυση αυτή θα προσπαθήσει να επιτύχει. Να εντοπίσει τα ζητήματα αυτά και να προσπαθήσει αναδεικνύοντας τη διαφορετική οπτική να

Σελ. 2

προτείνει, με βάση τις αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, τις λύσεις αυτές που τα συνδιαλλάσσουν.

Στην αρχική του μορφή, βιασμό αποτελούσε η σεξουαλική συνεύρεση με μια γυναίκα που δεν ανήκε στον άνδρα, εκτός κι αν η πράξη αποσκοπούσε στο να την κάνει δική του. Κυρίαρχη έννοια ήταν, δηλαδή, η έννοια της κατοχής. Η γυναίκα ανήκε αρχικά στην οικογένειά της, και ειδικότερα στον πατέρα της, και κατόπιν στον σύζυγό της. Ιδωμένη η θέση της ως υποδεέστερη των ανδρών, ως παρακολουθηματική της εξουσίας τους, πράξεις εναντίον της νοηματοδοτούντο στον βαθμό που έπλητταν τα συμφέροντά τους. Η δική της ατομική εμπειρία μικρή σημασία είχε. Το τι αποτέλεσε, επομένως, ποινικό αδίκημα καθορίστηκε από την ανδρική εμπειρία. Η σημασία αυτής της παρατήρησης είναι κομβική. Και αυτό γιατί, εάν λάβουμε υπ’ όψιν τη γυναικεία εμπειρία, θα οδηγηθούμε σε έναν τελείως διαφορετικό νομικό ορισμό του βιασμού από αυτόν που ιστορικά γνωρίζουμε. Υπό τη γυναικεία οπτική, κάθε φορά που ένας άνδρας έρχεται σε σεξουαλική επαφή με μια γυναίκα παρά τη θέλησή της, πρόκειται για βιασμό. Σε αυτή την πολύ απλή πρόταση συνοψίζεται η γυναικεία εμπειρία. Όταν, επομένως, εισάγεται σε νομικά κείμενα η ποινικοποίηση της μη συναινετικής σεξουαλικής επαφής, δεν πρόκειται για κάποια ακατανόητη επιλογή, αλλά για ενσωμάτωση της γυναικείας οπτικής και εμπειρίας στο κανονιστικό επίπεδο. Αυτή είναι και η τάση στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στις εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες έχουν συχνά παρουσιαστεί ως μετατόπιση προς ένα μοντέλο «βασισμένο στη συναίνεση» σχετικά με τον ορισμό του βιασμού. Η κεντρική ιδέα της αναμόρφωσης του αδικήματος του βιασμού είναι η αντικατάσταση ορισμών που βασίζονται στη χρήση βίας ή απειλών με έναν ορισμό που επικεντρώνεται στην έλλειψη συναίνεσης.

Η ενσωμάτωση αυτή, ωστόσο, αν και επιθυμητή, δεν είναι απαλλαγμένη από προκλήσεις. Σε αυτές ανήκει η ένταση μεταξύ δύο αντίρροπων πόλων. Από τη μία βρίσκεται η προσπάθεια να διευρυνθεί ο ορισμός του βιασμού, γεγονός που θα καταστήσει πληρέστερη την προστασία, ενώ από την άλλη η τάση διατήρησης του status quo, ως τρόπου διασφάλισης ενάντια στην υποβολή ψευδών καταγγελιών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οποιαδήποτε νομοθετική αλλαγή δεν μπορεί να εξεταστεί εκτός του πλαισίου που την καθιστά απαραίτητη. Σε δεύτερο δε επίπεδο, θα πρέπει να εξεταστεί πώς αυτή η αλλαγή θα λειτουργήσει στο υπάρχον σύστημα και πώς θα ενσωματωθεί σε αυτό διά της ερμηνείας. Βασικά ερωτήματα που θα εξεταστούν είναι, μεταξύ άλλων, το

Σελ. 3

μοντέλο συναίνεσης που θα πρέπει να υιοθετηθεί, εάν αυτή θα πρέπει να εξωτερικεύεται, σε ποιο χρόνο πρέπει να εκφράζεται και πότε είναι έγκυρη. Ξεχωριστό ζήτημα αποτελεί, ακόμη, και η λειτουργία της στο ποινικό δίκαιο. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι οι τυχόν αλλαγές δεν είναι ούτε απλές ούτε απαλλαγμένες βαθύτερων συνεπειών, όχι μόνο για το συγκεκριμένο αδίκημα αλλά και γενικά για το ποινικό δίκαιο.

Για να εξετάσουμε τι συνιστά βιασμό, ορθότερο θα ήταν να ξεκινήσουμε από το ποια είναι κανονιστικά αλλά και πραγματικά η αποδεκτή σεξουαλική συμπεριφορά. Η θεώρηση σχετικά με το τι αποτελεί αποδεκτή σεξουαλική συμπεριφορά μεταλλάσσεται και καθορίζεται ιστορικά. Από την ιστορική, λοιπόν, εξέλιξη εκκινεί και το βιβλίο αυτό.

Σελ. 5

Ι. Η ιστορική εξέλιξη του αδικήματος του βιασμού

Η μελέτη αυτή δεν ξεκινά, όπως ίσως θα ήταν αναμενόμενο, με τις απαραίτητες λεξιλογικές παρατηρήσεις και ορολογικές διευκρινίσεις, οι οποίες ειδικά στο αδίκημα του βιασμού έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το σχετικό κεφάλαιο έπεται της ιστορικής ανάλυσης, καθώς η σημασία της λέξης «βιασμός» είναι στενά συνδεδεμένη με τις ιστορικά μεταβαλλόμενες πολιτισμικές αντιλήψεις. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να εξεταστεί η σημασία της λέξης «βιασμός» χωρίς να μελετηθεί η ιστορία του αδικήματος που δηλώνει. Για το αδίκημα του βιασμού η ιστορική ανάλυση δεν έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό σημείο εκκίνησης για τη συνειδητοποίηση των βάσεων επί των οποίων το αδίκημα διαμορφώθηκε και λειτούργησε, το παρωχημένο των οποίων γεννά την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Η ιστορική ανάλυση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η κυρίαρχη κουλτούρα γύρω από τις επιτρεπτές σεξουαλικές συμπεριφορές και την αγνότητα των γυναικών, τον ρόλο τους, ή πιο εύστοχα τον ιδανικό ρόλο τους, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό ιδεοληψίες που υπάρχουν μέχρι και σήμερα και επιδρούν στη διαμόρφωση του αδικήματος.

Τα σεξουαλικά αδικήματα απηχούν τις κυρίαρχες αντιλήψεις κάθε εποχής σχετικά με την ηθική. Κατ’ αποτέλεσμα, σε αντίθεση με αδικήματα, όπως λόγου χάριν η κλοπή ή η ανθρωποκτονία, μεταβάλλονται. Σχετίζονται δε σε μεγάλο βαθμό και με τον τρόπο αλλά και τις βάσεις οργάνωσης μιας κοινωνίας. Ειδικά δε στην περίπτωση του βιασμού, οι αλλαγές φαίνεται να βαίνουν παράλληλα με την ενίσχυση της θέσης των γυναικών. Έτσι, όσο ενισχύεται η εικόνα και η θέση της, όσο η «αδυναμία» και η «κατωτερότητά» της αποσυνδέονται από την αποδεικτική βαρύτητα της κατάθεσής της, βλέπουμε μια μετατόπιση από την απαίτηση απτών αποδείξεων άσκησης σωματικής βίας προς την αναγνώριση της ψυχολογικής βίας, ακόμα και της απουσίας συναίνεσης.

Στην αρχαιότητα η έννοια του βιασμού αυτή καθ’ αυτήν είναι άγνωστη. Η δε άσκηση βίας δεν αποτελούσε επαρκές κριτήριο για να εκφραστεί κάθε εξανα-

Σελ. 6

γκαστική σεξουαλική επαφή με έναν και μόνο όρο. Αλλά και στον Μεσαίωνα το περιεχόμενο της λέξης «βιασμός» δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη σημασία της. Στα επόμενα, λοιπόν, η λέξη δεν χρησιμοποιείται, όπως γίνεται αντιληπτό, υπό τη σύγχρονη έννοια. Οι πραγματικότητες του παρελθόντος έχει γίνει προσπάθεια να αποδοθούν εξετάζοντας και διακρίνοντας τι θεωρείτο ως διά της βίας τέλεση σεξουαλικής πράξης χωρίς τη συναίνεση του ενός μέρους.

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστούν αρχικά συνοπτικά τόσο το αρχαίο ελληνικό όσο και το ρωμαϊκό δίκαιο. Στόχος της ανάλυσης αυτής δεν είναι η εξαντλητική παράθεση των σχετικών στοιχείων, κάτι που εκφεύγει από το αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης, αλλά η ανάδειξη του δυναμικού και διαρκώς μεταβαλλόμενου πυρήνα του τι θεωρείτο βιασμός σε κάθε περίοδο. Ξεχωριστή μνεία θα γίνει στον Χριστιανισμό, ο οποίος επέδρασε καταλυτικά στην κυρίαρχη αντίληψη περί ηθικής, θέτοντας νέα όρια και προσδιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των σεξουαλικών αδικημάτων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η εξέταση των νομοθετημάτων του Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς το ελληνικό δίκαιο επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω των ιστορικών συγκυριών από δυτικά νομοθετήματα. Παράλληλα, όμως, λόγω της ιδιαίτερης διασύνδεσης κοινωνίας και σεξουαλικών αδικημάτων, είναι απαραίτητο να αναλυθούν και τα ισχύοντα στο Βυζάντιο. Η συνοπτική αναφορά στη νομοθεσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι σημαντική, αφενός λόγω του γεγονότος ότι η σεξουαλική ηθική στο Βυζάντιο δεν ταυτίστηκε με αυτή που διαμορφώθηκε υπό την επίδραση του δυτικού χριστιανισμού και αφετέρου δεδομένου ότι η ισχύς του Βυζαντινού δικαίου δεν έπαψε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Α. Αρχαίο ελληνικό – αττικό δίκαιο

Οι περισσότερες σωζόμενες πηγές για το δίκαιο της Αρχαίας Ελλάδας αφορούν σε μεγάλο βαθμό στο αττικό δίκαιο της κλασικής περιόδου. Είναι, επομένως, αυτό που αποτελεί τη βάση της ανάλυσης που ακολουθεί.

Σύμφωνα με τις σωζόμενες πηγές, η διάκριση μεταξύ μοιχείας, η οποία αφορούσε τόσο σε παντρεμένες όσο και σε ανύπανδρες ελεύθερες γυναίκες ή παλλακίδες υπό την προστασία ενός «κυρίου», και βιασμού δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη όσο στο σύγχρονο δίκαιο. Ακόμη, το αδίκημα του βιασμού per se δεν

Σελ. 7

είχε την ίδια απαξία που του αποδίδεται στη σημερινή εποχή. Ορισμένοι μάλιστα συγγραφείς θεωρούν πως η αποπλάνηση μιας παντρεμένης γυναίκας, χωρίς δηλαδή να υπάρχει βία, θεωρείτο βαρύτερη πράξη από τον βιασμό, ο οποίος σύμφωνα με ορισμένα κείμενα τιμωρείτο με χρηματική ποινή. Ο δημόσιος χαρακτήρας του αδικήματος της μοιχείας και η σοβαρότητα που του αποδιδόταν οφειλόταν στο γεγονός ότι βασικός στόχος ήταν η διατήρηση των οίκων, βασικό δομικό στοιχείο της «πόλεως». Τυχόν μοιχεία της γυναίκας μπορούσε να οδηγήσει στη γέννηση τέκνου που δεν θα σχετιζόταν με τον οίκο και το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί ακόμη και τέκνο μη Αθηναίου πολίτη. Επιπλέον, η μη άσκηση βίας προϋπέθετε πως ο άνδρας είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας, με αποτέλεσμα όμως δυνητικά να έχει πρόσβαση στα πράγματα που ανήκαν στον άνδρα της ή σε κάθε περίπτωση στους άρρενες του οίκου. Στην περίπτωση ανύπανδρων γυναικών ο κίνδυνος αυτός ήταν

Σελ. 8

μικρότερος αλλά όχι ανύπαρκτος, ενώ παράλληλα θεωρείτο ότι η γυναίκα καθίστατο περισσότερο ευεπίφορη σε εκτός γάμου σχέσεις με το άλλο φύλο, γεγονός που αιτιολογούσε και την πρακτική ο κύριος της γυναίκας να έρχεται σε κάποιου είδους συμφωνία με τον δράστη.

Τα ανωτέρω θα πρέπει να αναγνωσθούν λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι γυναίκες ζούσαν ιδιαίτερα περιορισμένες και η σχέση τους με τον κύριο του οίκου, είτε πατέρα είτε σύζυγο, ήταν κατά βάση ιδιοκτησιακή. Ο κύριος του οίκου ήταν αυτός που όριζε με ποιον μπορεί νομίμως να έχει σεξουαλικές σχέσεις μια γυναίκα. H υποδεέστερη θέση τους είναι εμφανής και από το γεγονός πως δεν είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τα συμφέροντά τους, καθώς αυτό το δικαίωμα μπορούσε να ασκηθεί μόνο μέσω του κηδεμόνα τους, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι και οι ίδιες υφίσταντο συνέπειες, όπως η διάλυση του γάμου και η απαγόρευση συμμετοχής σε θρησκευτικές εκδηλώσεις, οι οποίες, αν και πιο μετριασμένες, ήταν εξίσου σοβαρές ακόμα και στην περίπτωση που είχε γίνει από τον δράστη χρήση βίας. Η προστασία του οίκου και της κατοχής του πατριάρχη, κυρίου του οίκου, αποτελούν, λοιπόν, κεντρικές έννοιες που καθορίζουν τις επιτρεπτές ή μη συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες. Αυτό που προστατεύεται δεν είναι η γυναίκα ως άτομο ή η αγνότητάς της, αλλά η μέσω αυτής διατήρηση του οίκου, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στους νόμους της κλασικής περιόδου. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι καταρχήν δεν θεωρείτο άδικη πράξη ο βιασμός μη ελεύθερης γυναίκας. Δεν είναι υπερβολικό, λοιπόν, να ειπωθεί ότι υπό τη σημερινή οπτική ο νόμος προστάτευε τους άνδρες και όχι τις γυναίκες.

Αναφορικά με πράξεις που στρέφονταν εναντίον Αθηναίων ανδρών ή νεαρών αγοριών, αυτές μπορούσαν να αποτελέσουν στο αττικό δίκαιο περιπτώσεις

Σελ. 9

ύβρεως. Δεν ήταν, ωστόσο, ο χαρακτήρας των πράξεων αυτών που τις καθιστούσε απεχθείς, αλλά η υιοθέτηση ενός παθητικού ρόλου από έναν ελεύθερο πολίτη, ακόμα κι όταν υπήρχε η συναίνεση των συμμετεχόντων. Στην περίπτωση πράξεων που στρέφονταν κατά νεαρών αγοριών, ήταν το συμφέρον της πόλης σε έναν εν δυνάμει πολίτη και «κύριο» που έπρεπε να διαφυλαχθεί. Πρόκειται για ένα αρκετά σύνθετο ζήτημα που εκφεύγει των ορίων του παρόντος, καθώς καταρχήν οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και μάλιστα με διαφορά ηλικίας υποστηρίζεται ότι ήταν αρκετά συνηθισμένες, με αποτέλεσμα περισσότερο τα ανωτέρω να βρίσκουν εφαρμογή σε περιπτώσεις βίας, υπερβολών και σεξουαλικής παθητικότητας που ξεπερνούσε ορισμένα όρια. Αυτό που, ωστόσο, θα πρέπει να μνημονευθεί είναι πως ενώ τιμωρείτο ο βιασμός τόσο ανδρών όσο και γυναικών, η δικαιολογητική βάση της τιμώρησης ήταν διαφορετική ανάμεσα στα δύο φύλα. Ενώ, όπως αναλύθηκε, στην περίπτωση των γυναικών ήταν η προστασία του οίκου και της γενεαλογικής γραμμής, στην περίπτωση των ανδρών προστατευόταν η προσωπική αξιοπρέπεια. Η παρατηρούμενη διαφοροποίηση οφείλεται στο γεγονός ότι η προσωπική αξιοπρέπεια των ανδρών θεωρείτο σημαντική και άξια προστασίας, σε αντίθεση με αυτή των γυναικών, η θέση των οποίων ήταν γενικά υποδεέστερη και σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στη διαιώνιση του «οίκου».

Β. Ρωμαϊκό δίκαιο

Οι ίδιοι οι Ρωμαίοι συνέδεσαν τη δημιουργία της Ρώμης με μια ιστορία βιασμού και αρπαγής. Παρότι όμως η αγγλική λέξη για τον βιασμό «rape» προέρχεται από το λατινικό «rapere», δεν υπάρχει λέξη με το ίδιο σημασιολογικό πεδίο στα λατινικά. Αυτό που σήμερα θεωρούμε βιασμό περιλαμβανόταν σε αδικήματα

Σελ. 10

όπως η αρπαγή, η απαγωγή, η σεξουαλικώς ανήθικη συμπεριφορά και η μοιχεία, που κάλυπταν, ωστόσο, όπως είναι εμφανές, ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών. Ακόμη, η δυνατότητα τέλεσης της πράξης, η δίωξη και η επιβολή ποινής ήταν εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό status του θύματος.

Η γυναίκα ήταν και στην αρχαία ρωμαϊκή κοινωνία σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στο σπίτι και σχεδόν πάντα τίθετο υπό την προστασία ανδρών κηδεμόνων. Η δε δικαιολογητική βάση τιμώρησης των σεξουαλικών αδικημάτων ήταν η διασφάλιση της σεξουαλικής ακεραιότητας της γυναίκας, που θεωρείτο και το βασικό στοιχείο που εισέφερε στον γάμο. Ως λογικό επακόλουθο, η διά της βίας συνουσία εντός του γάμου θεωρείτο επιτρεπτή συμπεριφορά. Δεν προστατευόταν, λοιπόν, και πάλι η σεξουαλική ακεραιότητα ή ελευθερία της γυναίκας per se, αλλά η οικογένεια και ο εντός αυτής ρόλος των γυναικών, που ήταν να παντρευτούν και να κυοφορήσουν απογόνους. Επιθέσεις, επομένως, κατά μιας γυναίκας θεωρείτο ότι έβαλλαν κατά της οικογένειάς της.

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509 π.Χ.-31 π.Χ.), περιπτώσεις βίαιων σεξουαλικών επιθέσεων αντιμετωπίζονταν ιδιωτικά από την οι-

Σελ. 11

κογένεια της γυναίκας και ειδικότερα από τον «paterfamilias», ελλείψει συγκεκριμένης διαδικασίας διώξεως. H ανάπτυξη ποινικών διαδικασιών έλαβε χώρα σταδιακά και με αποσπασματικό τρόπο μέχρι τον πρώτο αιώνα π.Χ.. Στα μέσα της περιόδου αυτής ήταν ίσως δυνατό να διωχθούν περιπτώσεις βιασμού μέσω κατηγορίας για iniuria, η οποία προσομοιάζει με την κατηγορία περί ύβρεως της αρχαίας Αθήνας. Στην περίπτωση αυτή, ήταν δυνατή η επιβολή χρηματικής ποινής στον υπαίτιο.

Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τη Lex Julia de vi publica, που πιθανότητα εισήχθη την περίοδο της δικτατορίας του Ιουλίου Καίσαρα, αν και υπάρχουν και μελετητές που την τοποθετούν ανάμεσα στο 18 και 16 π.Χ., δόθηκε η δυνατότητα και στην ίδια τη γυναίκα να ασκήσει δίωξη σε περιπτώσεις εξαναγκαστικής συνουσίας (per vim stuprum). Επιβαλλόταν, μάλιστα, στον δράστη η ποινή του θανάτου, της εξορίας ή της απώλειας πολιτικών δικαιωμάτων.

Το στίγμα για τις γυναίκες που υφίσταντο βιασμό ήταν υπαρκτό. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η γυναίκα αντιμετωπιζόταν ως έχουσα φυσική κλίση στην ηδονή, με αποτέλεσμα καταρχάς το εκούσιο της συμμετοχής της σε σεξουαλικές πράξεις να θεωρείται δεδομένο (vis grata puellae). Το στοιχείο της βίας ήταν αυτό που αν αποδεικνυόταν θα την απάλλασσε. Εάν, όμως, μια γυναίκα προσέφευγε κατά του δράστη και η βία δεν αποδεικνυόταν, μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με κατηγορίες μοιχείας ή σεξουαλικά ανήθικης συμπεριφοράς (stuprum), ανάλογα με το εάν ήταν παντρεμένη ή όχι.

Όπως θα αναλυθεί και στα επόμενα, η επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου ήταν μεγάλη τόσο στη δύση όσο και στον ανατολικό χώρο. Η βασική επιρροή του

Σελ. 12

στο υπό εξέταση αδίκημα συνίστατο στη σύνδεση αρπαγής και βιασμού. Ο Θεοδοσιανός αλλά και ο Ιουστινιάνειος κώδικας που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη Δύση, παρότι αποτελούν συλλογές νόμων του ρωμαϊκού δικαίου γραμμένες μάλιστα στα λατινικά, θα εξεταστούν στο σχετικό με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία κεφάλαιο, λόγω της σύνδεσής τους με βυζαντινούς Αυτοκράτορες.

Γ. Η έλευση του Χριστιανισμού

Η επιρροή του Χριστιανισμού στον δυτικό κόσμο τόσο στο δίκαιο όσο και στην εξέλιξη της κρατικής εξουσίας, παρότι έλαβε διάφορες εκφάνσεις, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πολλοί μονάρχες άλλωστε διατείνονταν ότι η εξουσία τους πήγαζε από τον ίδιο τον Θεό, κάτι που ενίσχυε τη θέση τους απέναντι στους υπηκόους τους, οι οποίοι σε περίπτωση που δεν ακολουθούσαν τις εντολές τους θα υφίσταντο όχι μόνο ποινή αλλά και θεία τιμωρία. Ειδικά δε η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων αποτέλεσε ένα πεδίο στενής αλληλεπίδρασης θεολογικών θέσεων και ποινικών κανόνων. Πολλές συμπεριφορές που θεωρούνταν «αμαρτίες» από την Εκκλησία αποτέλεσαν και ποινικά αδικήματα. Ενώ, όμως, στο σύγχρονο αστικό κράτος υπό την επίδραση της φιλελεύθερη ιδεολογίας πολλές από τις συμπεριφορές αυτές επανήλθαν στην κατηγορία των απλών «αμαρτιών», όπως η μοιχεία, το σεξ εκτός γάμου και ο σοδομισμός, ένα αδίκημα, αυτό του βιασμού, όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και ενισχύθηκε, όπως θα δειχθεί στα επόμενα. Και παρότι στα σύγχρονα δυτικά κράτη η δικαιολογητική βάση τιμώρησης των σεξουαλικών αδικημάτων έχει αλλάξει, αδικήματα όπως ο βιασμός είναι βαθιά συνδεδεμένα με την ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας. Η δε ηθική που διαμορφώθηκε ιστορικά, ισχυρά επηρεασμένη και από ένα σημείο και έπειτα νομιμοποιημένη από τον Χριστιανισμό, παραμένει συγκαλυμμένα ενεργή. Το να αναλυθεί, επομένως, ο βιασμός χωρίς το θρησκευτικό στοιχείο που έχει επιδράσει όχι μόνο στην παραδοσιακή ηθική που ενυπάρχει ακόμα στα δυτικά κράτη αλλά και ευθέως στην υιοθέτηση της αρχικής μορφής των σχετικών κανόνων, θα ήταν μια μεγάλη παράλειψη.

Σελ. 13

Οι ρίζες πολλών σεξουαλικών αδικημάτων ανευρίσκονται σε απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στην Παλαιά Διαθήκη. Δεδομένου, όμως, του πατριαρχικού χαρακτήρα των κοινωνιών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, οι σχετικοί κανόνες επικεντρώνονταν κυρίως στον έλεγχο της γυναικείας σεξουαλικότητας και στην προστασία των συμφερόντων των ανδρών. Η σεξουαλική βία κατά των γυναικών στην Παλαιά Διαθήκη κανονικοποιείται και υποβαθμίζεται, με τις γυναίκες να προσεγγίζονται περισσότερο με ιδιοκτησιακούς όρους, με ειδικότερα τη σεξουαλική τους αγνότητα να αποτελεί ένα είδος εμπορεύματος. Πολλά χωρία περιγράφουν περιπτώσεις βιασμού, όπως ο βιασμός της Δείνας, ο ομαδικός βιασμός της παλλακίδας του Λευίτη, ο βιασμός της Θάμαρ και ο -ίσως- δημόσιος βιασμός των παλλακίδων από τον Αβεσσαλώμ. Στο πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης, ο βιασμός μιας γυναίκας αποτελούσε προσβολή κατά του άνδρα συγγενή ή συζύγου της. Δεδομένης δε της εμπορευματοποίησης της σεξουαλικής αγνότητας, αντιμετωπίζονταν ως οικονομική βλάβη του πατέρα πράξεις που

Σελ. 14

στρέφονταν κατά ανύπανδρης γυναίκας. Η αντίληψη αυτή απηχούσε την πραγματικότητα για τις γυναίκες της περιόδου, οι οποίες θεωρούνταν υποδεέστερες των ανδρών και ο ρόλος τους στην εβραϊκή κοινωνία, αλλά και νομικά, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος, ευρισκόμενες υπό την εξουσία του πατέρα και αργότερα του συζύγου τους.

Η διδασκαλία του Χριστού και το γεγονός ότι καλούσε και γυναίκες να τον ακολουθούν αναγνωρίζοντάς τες ως ισότιμες αποτέλεσε μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων πατριαρχικών προτύπων. Η Καινή Διαθήκη ενθαρρύνει τον σεβασμό ανάμεσα στα φύλα, αν και πάλι εκφράζεται η υπεροχή του ανδρικού φύλου έναντι του γυναικείου. Η διδασκαλία, επομένως, και η στάση του Χριστού δεν άλλαξαν άρδην τη θέση των γυναικών, οι οποίες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν απαγορεύσεις και περιορισμούς και να υποτάσσονται στους άνδρες.

Τα ίδια τα λόγια του Ιησού, όπως περιλήφθηκαν στις Γραφές, μικρή επιρροή είχαν στις χριστιανικές αντιλήψεις σχετικά με τη σεξουαλικότητα, καθώς ο ίδιος ο Ιησούς δεν φαίνεται να είχε αναφερθεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτή. Ωστόσο, η αγνότητα αποτέλεσε κεντρικό πυρήνα της διδασκαλίας που διαδόθηκε έξω από το Ισραήλ. Στις επιστολές του Παύλου γίνεται φανερή η διασύνδεση της παρουσίας του Θεού με τη διατήρηση της αγνότητας. Οι πιστοί αποτελούν οι ίδιοι τον ναό του Θεού και για να διατηρήσουν την παρουσία Του πρέπει να παραμένουν αγνοί και να αποβάλλουν από την Εκκλησία αυ-

Σελ. 15

τούς που είναι ένοχοι σοβαρού ηθικού παραπτώματος. Ομοίως, και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο εξαίρεται η αγνότητα και η εγκράτεια. Ήδη κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο (2 αι. μ.Χ.), η σεξουαλική αγνότητα αποτελούσε κεντρικό θέμα, ενώ ο γάμος και η οικογένεια θεωρούνταν η βάση για μια χριστιανική κοινωνία. Κατά την περίοδο αυτή, ο βιασμός θεωρείτο μια επαίσχυντη πράξη που έφερε ντροπή και έβλαπτε την αθώα γυναίκα και την οικογένειά της, ενώ μέσω αυτού μπορούσαν, ακόμη, να προκύψουν νόθα τέκνα.

Δ. Ευρωπαϊκός χώρος από τον Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα και Βυζαντινή Αυτοκρατορία

1. Δυτική νομική παράδοση

Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι τα νομικά συστήματα όλων των εθνών που είτε είναι κληρονόμοι της δυτικής νομικής παράδοσης είτε επηρεάστηκαν άμεσα από αυτή, όπως το ελληνικό, περιλαμβάνουν νομικές επιλογές που έχουν τις ρίζες τους σε ορισμένες πεποιθήσεις και αξιώματα. Για να ανευρεθούν αυτές, θα πρέπει να εξεταστούν τόσο το κανονικό όσο και το κοσμικό δίκαιο της περιόδου του δυτικού Μεσαίωνα, καθώς και συνοπτικά ορισμένα στοιχεία της δομής των κοινωνιών της περιόδου αυτής.

Η δυτική νομική παράδοση συνδέεται με το ρωμαϊκό δίκαιο. Οι νομικοί, ωστόσο, των γερμανικών φύλων ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για το ιδιωτικό ρωμαϊκό δίκαιο και λιγότερο για το ποινικό. Έτσι, παρότι η επιρροή του ρωμαϊκού δικαίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισαν, ειδικά στα σεξουαλικά αδικήματα, τοπικοί εθιμικοί κανόνες και κυρίως το κανονικό δίκαιο. Κομβική υπήρξε η εδραίωση της πολιτικής και νομικής ενότη

Σελ. 16

τας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 11 αιώνα υπό την παπική εξουσία, που ήταν ανεξάρτητη από την κυριαρχία των αυτοκρατόρων, των βασιλιάδων και των φεουδαρχών. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλλε στην ανάπτυξη του κανονικού δικαίου, η δικαιοδοσία του οποίου, όπως θα αναλυθεί, δεν περιοριζόταν μόνο στον κλήρο. Πυροδότησε δε και την εξέλιξη και συστηματοποίηση του κοσμικού δικαίου.

Ειδικότερα, στο πεδίο των σεξουαλικών αδικημάτων, κατά τον Μεσαίωνα σχηματίστηκε σταδιακά στον «ευρωπαϊκό χώρο» η σεξουαλική αυτή ηθική που χαρακτήρισε τις αντικειμενικές υποστάσεις του βιασμού στις πρώτες κωδικοποιήσεις και σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει όχι μόνο τις πρακτικές αλλά και το δίκαιο ακόμα και σήμερα. Η κυρίαρχη, μάλιστα, σεξουαλική ηθική και σκέψη του Μεσαίωνα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το κανονικό δίκαιο. Είναι λοιπόν απαραίτητο, ειδικά στο πεδίο των σεξουαλικών αδικημάτων, εκτός από το κοσμικό δίκαιο να εξεταστεί και το κανονικό.

i. Κανονικό δίκαιο

Ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα άρχισε να διαμορφώνεται μια εκκλησιαστική ποινική δικαιοδοσία. Η εκκλησία βασιζόμενη στη συνάφεια μεταξύ αμαρτίας και εγκλήματος (ratione peccati) και στην ποιμαντική φροντίδα (cura animarum) διεκδίκησε δικαιοδοσία επί των εγκλημάτων. Τα σεξουαλικά αδικήματα ανήκαν στην κατηγορία των «μικτών» αδικημάτων, τα οποία μπορούσαν να εκδικαστούν τόσο από εκκλησιαστικά όσο και από κοσμικά δικαστήρια. Ειδικότερα, μέχρι τον 14 αιώνα, συμπεριφορές όπως ο βιασμός,

Σελ. 17

η μοιχεία και η πορνεία αποτελούσαν αντικείμενο κυρίως του κανονικού δικαίου, ως εκδηλώσεις λαγνείας, με τα κοινά δικαστήρια να αναλαμβάνουν δικαιοδοσία περισσότερο σε ορισμένες περιπτώσεις βιασμού, που επέσυρε και τη θανατική ποινή.

Ακόμη, για τους κληρικούς που τελούσαν κακουργήματα ίσχυε το privilegium clericale/fori, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάγονταν στα κοσμικά δικαστήρια, αλλά αρμόδια ήταν πάντοτε η Εκκλησία. Παρότι το προνόμιο αυτό δεν αφορούσε σε όλες τις διαφορές, διεκδικούσε εφαρμογή στην περίπτωση κακουργημάτων για τα οποία απειλείτο η ποινή του θανάτου, όπως ο βιασμός. Δεν αφορούσε δε κατ’ ακριβολογία μόνο σε μέλη του κλήρου. Ήταν συχνό κατηγορούμενοι, υπό τον φόβο να δικαστούν από κοινά δικαστήρια αντιμετωπίζοντας την ποινή του θανάτου ή ακρωτηριασμό, να υποστηρίζουν ότι είναι κληρικοί για να τύχουν ευμενέστερης μεταχείρισης από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Αυτό το πετύχαιναν είτε παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία σχετικά με την ιδιότητα αυτή είτε περνώντας επιτυχώς ορισμένη δοκιμασία, που προοδευτικά συνίστατο σε ένα τεστ αναλφαβητισμού, με αποτέλεσμα να καταστεί επί της ουσίας ένα «προνόμιο των εγγραμμάτων». Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια κατά την περίοδο αυτή είχαν διάχυτη επιρροή και διεκδικούσαν δικαιοδοσία, η οποία σπάνια αποκρούετο από την κοσμική εξουσία. Το κανονι-

Σελ. 18

κό δίκαιο είχε, επομένως, εκτεταμένη εφαρμογή στις σχετικές συμπεριφορές, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να λησμονείται η γενικότερη επίδραση του κανονικού δικαίου στη δυτική νομική παράδοση. Είναι, επομένως, σημαντικό να εξεταστούν τα βασικά σημεία των θέσεων και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, καθώς και ορισμένες εκφάνσεις του κανονικού δικαίου.

Η Χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο βασίστηκε στη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα, ορίζοντας πώς είναι ηθικό ζει τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα και πώς πρέπει να σχετίζονται μεταξύ τους. Ειδικότερα, στην αρχή του Μεσαίωνα (5ος αι. μ.Χ.) στη Δύση ο Χριστιανισμός εισήλθε σε μια νέα φάση που χαρακτηρίστηκε από την έντονη στροφή προς τη σεξουαλική ηθική και την τάση καταστολής της σεξουαλικής επιθυμίας. Ο Αυγουστίνος Ιππώνος, μάλιστα, συνέδεσε τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος σε όλους τους ανθρώπους ευθέως με τη σεξουαλική πράξη και τη σαρκική επιθυμία, τοποθετώντας τη σεξουαλικότητα στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κεντρική θέση που έλαβε η έννοια της αγνότητας κατά το διάστημα αυτό επηρέασε δε και τη σκέψη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οδηγώντας στην επέκταση του raptus από τον Ιουστινιανό εκτός από τις μη παντρεμένες γυναίκες και σε χήρες και μοναχές. Με δεδομένο ότι το κίνητρο του raptus ήταν συνήθως ο γάμος, βαρύτητα διδόταν στην οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας, με τις βασικές διακρίσεις να είναι σε νεαρά κορίτσια που δεν ήταν ακόμα αρραβωνιασμένα, σε αρραβωνιασμένα κορίτσια, σε χήρες και σε καλόγριες.

Κατά το διάστημα που ακολούθησε, εκδόθηκε στο πλαίσιο του κανονικού δικαίου πλήθος διαταγμάτων, κανόνων και γνωμών, συχνά αντιτιθέμενων, που συνέθεταν ένα δαιδαλώδες σύνολο. Ήταν ο Γρατιανός αυτός που με το έργο του Concordia discordantium canonum έδωσε συνοχή στο κανονικό δίκαιο, με το έργο αυτό να αποτελεί οδηγό για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στη

Σελ. 19

συλλογή αυτή, «raptus» συνιστούσε είτε η αρπαγή μιας νέας γυναίκας χωρίς τη συναίνεση της οικογένειάς της, ανεξάρτητα από το εάν αυτή συναίνεσε ή όχι, είτε η συνουσία με μια γυναίκα χωρίς τη θέλησή της. Ενώ στον Γρατιανό αναβιώνει η σύνδεση αρπαγής και βιασμού που ανάγεται στο ρωμαϊκό δίκαιο, η βία συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο του αδικήματος, με αυτή να στρέφεται κατά της οικογένειας της γυναίκας αλλά ακόμα και κατά της ίδιας. Επιπλέον, καίριο ρόλο διαδραματίζει κατά τον Γρατιανό η συνουσία, και ειδικότερα η παράνομη συνουσία. Η συνουσία εντός γάμου, λοιπόν, δεν μπορεί να τιμωρηθεί. Ο ίδιος μάλιστα στο έργο αυτό εισήγαγε μια σύνθετη θεωρία σχετικά με τις συζυγικές υποχρεώσεις, που αποτέλεσε τη βάση για την εξαίρεση από την τιμώρηση για βιασμό όταν αυτός λαμβάνει χώρα εντός γάμου. Η εξαίρεση αυτή στηρίζεται στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους. Σύμφωνα με την ανάγνωση του χωρίου αυτού που υιοθετήθηκε, με την τέλεση του γάμου τα μέρη σύναπταν ένα δεσμευτικό συμβόλαιο, στο πλαίσιο του οποίου συμφωνείτο ότι θα επιτελούν τα συζυγικά τους καθήκοντα όταν το άλλο μέρος το ζητεί. Θεωρείτο, δηλαδή, ότι η συναίνεση που είχε δοθεί με την τέλεση του γάμου κάλυπτε και όλες τις σεξουαλικές συνευρέσεις εντός αυτού. Κατ’ αποτέλεσμα, ήταν αδύνατο με βάση αυτή τη θεώρηση να γίνεται λόγος για βιασμό. Στο παράδειγμα αυτό καθίσταται εναργές πώς, ενώ ο Χριστιανισμός αποτέλεσε παράγοντα χειραφέτησης των γυναικών, λειτούργησε μέσω της ερμηνείας πολλών χωρίων περιοριστικά, διαιωνίζοντας και δικαιολογώντας την ανδρική βία, ειδικά εντός γάμου.

Ιδιαίτερα επιδραστικός στη δυτική νομική παράδοση σχετικά με τα σεξουαλικά αδικήματα υπήρξε ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), ο οποίος τάχθηκε υπέρ

Σελ. 20

των γάμων που βασίζονταν στη διάρκεια και την αποκλειστικότητα απαγορεύοντας τη σεξουαλική επαφή εκτός μιας τέτοιας ένωσης. Εισήγαγε μια θεωρία φυσικού δικαίου για τα σεξουαλικά αδικήματα κατηγοριοποιώντας και αναλύοντάς τα. Ο βιασμός, σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη, αποτελούσε βαρύτερο αδίκημα από τη σεξουαλική επαφή εκτός γάμου και την αποπλάνηση παρθένας, καθόσον υπήρχε άσκηση βίας και συχνά συνοδευόταν από άλλα αδικήματα, όπως η αρπαγή ή η σωματική βλάβη. Το στοιχείο της βίας ήταν αυτό που καθιστούσε το αδίκημα διακριτό από τα υπόλοιπα, καθώς μέσω αυτής προκαλείτο μια πρόσθετη βλάβη τόσο στο σώμα του θύματος όσο και στην περιουσία αλλά και στα λοιπά συμφέροντα της οικογένειάς του. Η βία στο αμάρτημα του βιασμού μπορούσε να στρέφεται κατά του θύματος και του πατέρα του ή ακόμα και μόνο κατά του πατέρα του. Για βιασμό θεωρούσε ο Θωμάς Ακινάτης ότι επρόκειτο και όταν η γυναίκα αφαιρείτο διά της βίας από το σπίτι του πατέρα της αλλά συναινετικά προέβαινε σε σεξουαλική επαφή. Δεν ήταν υποχρεωτικό, επομένως, η βία να αφορά στη σεξουαλική επαφή αυτή καθ’ αυτήν. Η πράξη μπορούσε, τέλος, να στρέφεται τόσο κατά παρθένας όσο και κατά παντρεμένης γυναίκας ή χήρας.

ii. Κοσμικό δίκαιο

Μετά το 1350, και ειδικά μετά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, υπήρξε ένα ρεύμα εκκοσμίκευσης της δικαιοδοσίας όσον αφορά στα σεξουαλικά αδικήματα. Οι κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές που προκλήθηκαν από τις πανδημίες που ξέσπασαν μετά το 1348, η φθίνουσα αποτελεσματικότητα της εκκλησιαστικής ποινικής δικαιοδοσίας, καθώς και η γενικευμένη αμφισβήτηση για τον ρωμαιοκαθολικό κλήρο συνετέλεσαν ώστε τα κοσμικά δικαστήρια να διεκδικούν όλο και περισσότερο αρμοδιότητα σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η εξέλιξη του κοσμικού δικαίου, η οποία δεν περιορίζεται στον Μεσαίωνα αλλά περιλαμβάνει και νομοθετήματα του 19 αιώνα. Η εξαντλητική ανάλυση των κινημάτων και των ιδεών που επηρέασαν τους ποινικούς κώδικες στον ευρωπαϊκό χώρο υπερβαίνει τα όρια του παρόντος. Στόχος του κεφαλαίου είναι να τοποθετήσει το αδίκημα του βιασμού σε ένα ιστορικό συνεχές αναδεικνύοντας τις βάσεις του.

Back to Top