ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2 ΤΟΜΟΙ)
Τόμος Ι: Θεσμικό δίκαιο
Τόμος ΙΙ: Ουσιαστικό δίκαιο
- Εκδοση: 4η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 600
- ISBN: 978-960-654-146-9 | 978-960-654-147-6
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η τέταρτη έκδοση του δίτομου έργου «Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» καταγράφει την εξελικτική πορεία της Ε.Ε. και εξετάζει κρίσιμα ζητήματα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης από την σκοπιά των γεωπολιτικών, οικονομικών, θεσμικών, ενεργειακών και περιβαλλοντικών εξελίξεων παγκοσμίως.
Ο Α΄ τόμος αναφέρεται στο θεσμικό δίκαιο της Ε.Ε. και συγκεκριμένα:
- γίνεται μία ιστορική αναδρομή του θεσμού
- αναλύονται η φύση, η δομή και οι αρμοδιότητες της Ε.Ε.
- εξετάζονται τα βασικά και επικουρικά όργανα της Ε.Ε., καθώς και οι λειτουργίες της, οι αρχές που την διέπουν και οι πηγές της
- περιγράφονται διεξοδικά η ένδικη προστασία του δικαίου της Ε.Ε., οι προσφυγές, η νομιμοποίηση, η διαδικασία, τα ένδικα μέσα και βοηθήματα, η εκτέλεση της απόφασης.
Ο Β΄ τόμος αναφέρεται στο ουσιαστικό δίκαιο της Ε.Ε. και συγκεκριμένα αναλύονται, μεταξύ άλλων:
- η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων
- η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών
- η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών
- η πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού
- η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην οικονομία, την φορολογία, τον αγροτικό τομέα, τις μεταφορές, την βιομηχανία, την έρευνα και την τεχνολογία, την ενέργεια, την απασχόληση, το περιβάλλον, την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό
- οι εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ.
Το έργο αποτελεί πλήρες και εύχρηστο βοήθημα όχι μόνο για τους φοιτητές, αλλά και για τον εφαρμοστή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Πρόλογος 4ης έκδοσης | Σελ. VII |
Πρόλογος 3ης έκδοσης | Σελ. VIII |
Πρόλογος 2ης έκδοσης | Σελ. IX |
Πρόλογος 1ης έκδοσης | Σελ. X |
Συντομογραφίες | Σελ. XΧIII |
Ι. Ιστορική αναδρομή | |
Α. Η διαχρονικότητα της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης | Σελ. 3 |
Β. Οι πρώτες προσπάθειες ενοποίησης | Σελ. 5 |
Γ. Η αφετηρία της Ενωμένης Ευρώπης | Σελ. 7 |
1. Η προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης: το Συμβούλιο της Ευρώπης | Σελ. 7 |
2. Η προσπάθεια υπερεθνικής ενσωμάτωσης: η κοινοτική Ευρώπη | Σελ. 8 |
α. Η ΕΚΑΧ | Σελ. 9 |
β. Η αποτυχία της ΕΑΚ και της ΕΠΚ | Σελ. 9 |
γ. Η ΕΟΚ και η ΕΚΑΕ | Σελ. 10 |
Δ. Διεύρυνση και εμβάθυνση της κοινοτικής Ευρώπης | Σελ. 10 |
1. Η δύσκολη δεκαετία του 1960 | Σελ. 10 |
2. Η διεύρυνση προς δυσμάς | Σελ. 11 |
3. Η διεύρυνση προς τον ευρωπαϊκό Νότο | Σελ. 11 |
α. Η ένταξη της Ελλάδος | Σελ. 11 |
β. Η ένταξη της Ιβηρικής Χερσονήσου | Σελ. 13 |
4. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη | Σελ. 13 |
Ε. Πολιτική και συνταγματική προοπτική της ενωμένης Ευρώπης | Σελ. 15 |
1. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 15 |
2. Η εμβάθυνση της πολιτικής υπόστασης της Ε.Ε.: η Συνθήκη του Άμστερνταμ | Σελ. 16 |
3. Η επανένωση της ευρωπαϊκής Ηπείρου: η Συνθήκη της Νίκαιας | |
και η διεύρυνση προς ανατολάς | Σελ. 21 |
4. Η Συνταγματική προοπτική της ΕΕ: το σχέδιο συνταγματικής Συνθήκης της Ρώμης | Σελ. 23 |
α. Η νέα θεσμική αρχιτεκτονική του σχεδίου | Σελ. 23 |
β. Δημοκρατική νομιμοποίηση της ΕΕ και Ευρώπη των Πολιτών | Σελ. 24 |
γ. Η διεθνής θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 25 |
δ. Η συνταγματική προοπτική της Ένωσης και η καταλληλότητα προς αυτή | |
την κατεύθυνση της «Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης» | Σελ. 26 |
5. Η πραγματικότητα της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβώνας | Σελ. 28 |
ΙΙ. Εννοιολογική οριοθέτηση του δικαίου της ΕΕ | |
Α. Ευρωπαϊκό δίκαιο, δίκαιο της ΕΕ ή κοινοτικό δίκαιο; | Σελ. 31 |
Β. Δίκαιο της ΕΕ ως μερικό διεθνές δίκαιο | Σελ. 32 |
ΙΙΙ. Βιβλιογραφική τεκμηρίωση | |
Α. Εγχειρίδια | Σελ. 33 |
Β. Συλλογές κειμένων | Σελ. 34 |
Γ. Περιοδικά | Σελ. 34 |
Δ. Ιστοσελίδες | Σελ. 35 |
Ι. Η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Α. Ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 39 |
Β. Η ικανότητα δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 45 |
ΙΙ. Δομή | |
Α. Η Ευρωπαϊκή Ένωση των πυλώνων | Σελ. 47 |
1. Η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πυλώνες | Σελ. 47 |
2. Η συγχώνευση των πυλώνων από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας | Σελ. 49 |
3. Η ιδιαιτερότητα της εξωτερικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 51 |
Β. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κράτος μέλος | Σελ. 53 |
1. Ο συντακτικός ρόλος των κρατών μελών | Σελ. 53 |
α. Η σύναψη των ιδρυτικών συνθηκών μεταξύ διακυβερνητικότητας | |
και υπερεθνικότητας | Σελ. 53 |
β. Οι συμβιβασμοί του Λουξεμβούργου και των Ιωαννίνων | Σελ. 56 |
2. Η ένταξη κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 58 |
α. Προϋποθέσεις ένταξης ενός κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 58 |
β. Αποβολή και αποχώρηση κράτους μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση | Σελ. 59 |
3. Η φεντεραλιστική λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 61 |
α. Η αρχή της υπερεθνικότητας | Σελ. 61 |
β. Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας | Σελ. 63 |
ΙΙΙ. Αρμοδιότητες | |
Α. Η αρχή της δοτής αρμοδιότητας | Σελ. 68 |
Β. Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. | Σελ. 69 |
1. Το φαινόμενο της διαρκούς διεύρυνσης των τομέων κοινοτικού | |
ενδιαφέροντος (spill-over) | Σελ. 69 |
2. H θεωρία των λανθανουσών εξουσιών | Σελ. 70 |
3. Η αρνητική ενσωμάτωση μέσω της νομολογίας | Σελ. 71 |
4. Ο μηχανισμός προσαρμογής του άρθρου 352 ΣυνθΛΕΕ | Σελ. 71 |
Γ. Τυπολογία των αρμοδιοτήτων | Σελ. 73 |
1. Εσωτερικές αρμοδιότητες | Σελ. 73 |
α. Αποκλειστική αρμοδιότητα | Σελ. 73 |
β. Συντρέχουσα αρμοδιότητα | Σελ. 74 |
γ. Αρμοδιότητα υποστήριξης, συντονισμού και συμπλήρωσης | Σελ. 76 |
2. Εξωτερικές αρμοδιότητες | Σελ. 77 |
α. Αποκλειστική αρμοδιότητα | Σελ. 77 |
β. Συντρέχουσα αρμοδιότητα | Σελ. 79 |
Δ. Βασικοί κανόνες άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. | Σελ. 80 |
1. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας | Σελ. 80 |
2. Η δημοκρατική αρχή | Σελ. 83 |
3. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Σελ. 85 |
α. Γενική θεώρηση | Σελ. 85 |
β. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια | Σελ. 90 |
4. Η αρχή της ελαστικότητας: οι ενισχυμένες συνεργασίες | Σελ. 92 |
Ι. Το θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Α. Βασικά όργανα | Σελ. 97 |
1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο | Σελ. 97 |
α. Οργάνωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | Σελ. 98 |
β. Η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | Σελ. 99 |
γ. Οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου | Σελ. 100 |
2. Το Συμβούλιο της Ε.Ε. | Σελ. 100 |
α. Οργάνωση του Συμβουλίου | Σελ. 101 |
β. Λειτουργία του Συμβουλίου | Σελ. 102 |
γ. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου | Σελ. 104 |
3. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή | Σελ. 105 |
α. Οργάνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 105 |
i. Ο αριθμός των Επιτρόπων | Σελ. 105 |
ii. Η διαδικασία ανάδειξης των Επιτρόπων | Σελ. 107 |
β. Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 108 |
i. Ο συλλογικός χαρακτήρας της λειτουργίας της Επιτροπής | Σελ. 108 |
ii. Η προεδρία της Επιτροπής | Σελ. 109 |
γ. Αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 110 |
4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | Σελ. 111 |
α. Οργάνωση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σελ. 111 |
i. Η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σελ. 111 |
ii. Η ανάδειξη των Ευρωβουλευτών | Σελ. 112 |
iii. Το καθεστώς των Ευρωβουλευτών | Σελ. 113 |
iv. Εσωτερική οργάνωση | Σελ. 114 |
β. Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σελ. 115 |
i. Αρμοδιότητες αποφασιστικού χαρακτήρα | Σελ. 116 |
ii. Ελεγκτικές αρμοδιότητες | Σελ. 117 |
5. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 118 |
α. Οργάνωση και εσωτερική λειτουργία | Σελ. 119 |
i. Σύνθεση | Σελ. 119 |
ii. Καθεστώς των μελών του ΔΕΕ | Σελ. 120 |
iii. Διάρθρωση | Σελ. 121 |
iv. Τα τμήματα (συνθέσεις) | Σελ. 121 |
β. Αρμοδιότητες | Σελ. 122 |
i. Δικαιοδοτικές αρμοδιότητες | Σελ. 122 |
ii. Προδικαστικές αρμοδιότητες | Σελ. 124 |
iii. Λοιπές αρμοδιότητες | Σελ. 125 |
6. Το Ελεγκτικό Συνέδριο | Σελ. 125 |
7. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα | Σελ. 127 |
α. Οργάνωση και λειτουργία | Σελ. 127 |
β. Αρμοδιότητες: η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών | Σελ. 129 |
Β. Επικουρικά όργανα | Σελ. 129 |
1. Επικουρικά όργανα γενικού χαρακτήρα | Σελ. 129 |
α. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή | Σελ. 130 |
β. Η Επιτροπή των Περιφερειών | Σελ. 131 |
2. Επικουρικά όργανα ειδικού χαρακτήρα | Σελ. 132 |
α. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων | Σελ. 132 |
β. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής | Σελ. 133 |
γ. Οι ανεξάρτητες αρχές της Ε.Ε. (agencies) | Σελ. 135 |
Γ. Το κοινό καθεστώς των θεσμικών οργάνων | Σελ. 135 |
1. Έδρα, προνόμια και ασυλίες | Σελ. 135 |
2. Γλώσσα | Σελ. 137 |
3. Το προσωπικό των θεσμικών οργάνων | Σελ. 138 |
ΙΙ. Οι λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Α. Τυπολογία των λειτουργιών της Ε.Ε. | Σελ. 140 |
1. Αναθεωρητική λειτουργία | Σελ. 140 |
α. Συνήθης διαδικασία αναθεώρησης | Σελ. 140 |
β. Απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης | Σελ. 141 |
2. Νομοθετική λειτουργία | Σελ. 143 |
α. Η νομοθετική πρωτοβουλία | Σελ. 143 |
β. Οι διαδικασίες λήψης απόφασης | Σελ. 144 |
i. Η συνήθης νομοθετική διαδικασία | Σελ. 145 |
ii. Ειδικές νομοθετικές διαδικασίες | Σελ. 146 |
3. Εκτελεστική λειτουργία | Σελ. 148 |
α. Ο κανόνας της έμμεσης διοίκησης: ο ρόλος του Κράτους μέλους | |
στην εφαρμογή του δικαίου της Ε.Ε. | Σελ. 149 |
β. Άμεση διοίκηση | Σελ. 150 |
4. Δημοσιονομική λειτουργία | Σελ. 153 |
α. Η χρηματοδότηση της Ε.Ε. | Σελ. 153 |
β. Βασικές δημοσιονομικές αρχές της Ε.Ε. | Σελ. 154 |
γ. Η ψήφιση του προϋπολογισμού | Σελ. 156 |
δ. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού | Σελ. 157 |
5. Διεθνής λειτουργία | Σελ. 158 |
Β. Βασικές αρχές που διέπουν τη θεσμική λειτουργία της Ε.Ε. | Σελ. 160 |
1. Η αρχή της διαφάνειας | Σελ. 160 |
2. Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας | Σελ. 162 |
3. Η αρχή της συνοχής | Σελ. 163 |
Ι. Θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της ΕΕ | |
A. Η αρχή της υπεροχής (προτεραιότητας) του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου | Σελ. 167 |
Β. Οι αρχές της άμεσης εφαρμογής και του άμεσου αποτελέσματος | Σελ. 169 |
1. Άμεση εφαρμογή | Σελ. 169 |
2. Άμεσο αποτέλεσμα | Σελ. 170 |
α. Γενική θεώρηση | Σελ. 170 |
β. Ένταση και μορφές άμεσου αποτελέσματος | Σελ. 171 |
ΙΙ. Πηγές | |
Α. Το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 172 |
1. Οι ιδρυτικές συνθήκες | Σελ. 173 |
2. Οι τροποποιητικές πράξεις | Σελ. 174 |
3. Οι συνθήκες προσχώρησης Κρατών μελών | Σελ. 175 |
Β. Το παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 176 |
1. Το γραπτό παράγωγο δίκαιο | Σελ. 176 |
α. Τυπολογία | Σελ. 176 |
i. Κανονισμός | Σελ. 176 |
ii. Οδηγία | Σελ. 178 |
iii. Απόφαση | Σελ. 181 |
iv. Η σύσταση και η γνώμη | Σελ. 182 |
v. Οι άτυπες πράξεις | Σελ. 183 |
β. Το νομικό καθεστώς των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης | Σελ. 184 |
i. Η επιλογή της νομικής βάσης | Σελ. 184 |
ii. Η αιτιολογία | Σελ. 186 |
iii. Η θέση σε ισχύ | Σελ. 186 |
iv. Το τέλος της ισχύος των πράξεων | Σελ. 187 |
2. Το άγραφο κοινοδίκαιο: οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης | Σελ. 187 |
α. Έννοια και εκφορά | Σελ. 187 |
β. Πηγές και περιεχόμενο | Σελ. 188 |
Γ. Οι διεθνείς συμφωνίες της Ε.Ε. | Σελ. 190 |
1. Οι διεθνείς συμφωνίες της Ε.Ε. με τρίτα μέρη | Σελ. 190 |
2. Οι διεθνείς συμφωνίες μεταξύ Κρατών μελών της Ε.Ε. | Σελ. 192 |
α. Τυπικές συμφωνίες | Σελ. 192 |
β. Συμφωνίες απλοποιημένης μορφής στο πλαίσιο του Συμβουλίου | Σελ. 193 |
ΙΙΙ. Η ένδικη προστασία του δικαίου της Ε.Ε. | |
Α. Δομή της ένδικης προστασίας | Σελ. 194 |
1. Η ένδικη προστασία ως θεμελιώδης κανόνας της Ε.Ε. | Σελ. 194 |
α. Η αρχή της «Ένωσης δικαίου» | Σελ. 194 |
β. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας | Σελ. 195 |
2. Ευρωπαϊκό δικαιοδοτικό σύστημα και εθνικός δικαστής | Σελ. 195 |
α. Η γενική υποχρέωση ελέγχου της ενωσιακής νομιμότητας του εθνικού δικαίου | Σελ. 196 |
β. Η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων | Σελ. 198 |
γ. Η αναγνώριση της εξωσυμβατικής ευθύνης του δημοσίου για παραβίαση | |
του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 199 |
3. Η ιεραρχία μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων: η αναίρεση | Σελ. 202 |
Β. Η ένδικη προστασία ενώπιον του δικαστή της Ε.Ε. | Σελ. 202 |
1. Προσφυγή λόγω παράβασης από κράτος μέλος υποχρέωσης εκ των Συνθηκών | Σελ. 202 |
α. Οι διαφορετικές διαδικασίες προσφυγής λόγω παράβασης | |
κοινοτικής υποχρέωσης | Σελ. 203 |
β. Η «παράβαση από κράτος μέλος υποχρέωσης εκ των Συνθηκών» | Σελ. 203 |
i. «Η έννοια της παράβασης» | Σελ. 204 |
ii. «Υποχρέωση εκ των Συνθηκών» | Σελ. 204 |
iii. «Κράτος μέλος» | Σελ. 205 |
γ. Η ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 206 |
δ. Η προδικασία | Σελ. 207 |
i. Επί πρωτοβουλίας της Επιτροπής | Σελ. 207 |
ii. Επί πρωτοβουλίας κράτους μέλους | Σελ. 208 |
ε. Διαδικασία και απόφαση | Σελ. 209 |
i. Βάρος απόδειξης | Σελ. 209 |
ii. Παρέμβαση | Σελ. 210 |
iii. Λόγοι δικαιολόγησης της παράβασης | Σελ. 210 |
iv. Ασφαλιστικά μέτρα | Σελ. 211 |
στ. Έννομες συνέπειες της απόφασης | Σελ. 211 |
ζ. Εκτέλεση της απόφασης | Σελ. 212 |
2. Προσφυγή ακύρωσης | Σελ. 214 |
α. Λόγοι παραδεκτού | Σελ. 214 |
i. Ακυρωτέες πράξεις | Σελ. 214 |
ii. Παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 216 |
iii. Προθεσμία | Σελ. 217 |
β. Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 218 |
i. Οι εν όλω νομιμοποιούμενοι | Σελ. 218 |
ii. Οι εν μέρει θεσμικοί νομιμοποιούμενοι | Σελ. 218 |
iii. Τα νομιμοποιούμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα | Σελ. 218 |
γ. Λόγοι ακυρότητας | Σελ. 221 |
i. Αναρμοδιότητα | Σελ. 221 |
ii. Παράβαση ουσιώδους τύπου | Σελ. 222 |
iii. Παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε άλλου κανόνα δικαίου | |
σχετικού με την εφαρμογή τους | Σελ. 223 |
iv. Κατάχρηση εξουσίας | Σελ. 224 |
δ. Η παρεμπίπτουσα ένσταση έλλειψης νομιμότητας | Σελ. 224 |
ε. Οι έννομες συνέπειες της ακύρωσης | Σελ. 225 |
3. Προσφυγή επί παράλειψης | Σελ. 226 |
α. Η έννοια της παράλειψης πράξης | Σελ. 227 |
β. Παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 228 |
γ. Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 228 |
δ. Προδικασία και προθεσμία | Σελ. 229 |
ε. Εκδίκαση και απόφαση | Σελ. 229 |
4. Προδικαστική παραπομπή | Σελ. 230 |
α. Έννοια, φύση και τυπολογία | Σελ. 231 |
β. Προϋποθέσεις παραδεκτού | Σελ. 232 |
i. Ως προς το εθνικό δικαστήριο | Σελ. 232 |
ii. Ως προς την κύρια ένδικη διαφορά | Σελ. 233 |
iii. Ως προς τον εξεταζόμενο κανόνα δικαίου | Σελ. 234 |
iv. Ως προς το σεβασμό της αυτονομίας της προσφυγής ακυρότητας | Σελ. 235 |
γ. Δυνατότητα και υποχρέωση παραπομπής | Σελ. 236 |
δ. Διαδικασία | Σελ. 237 |
ε. Οι έννομες συνέπειες της απόφασης | Σελ. 238 |
i. Επί ερωτήματος ερμηνείας | Σελ. 238 |
ii. Επί ερωτήματος περί του κύρους πράξεων της Ε.Ε. | Σελ. 239 |
5. Προσφυγή αποζημίωσης της Ένωσης | Σελ. 239 |
α. Συμβατική και εξωσυμβατική ευθύνη | Σελ. 240 |
β. Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 241 |
γ. Παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 241 |
δ. Προϋποθέσεις | Σελ. 242 |
i. Ζημία | Σελ. 242 |
ii. Πταίσμα | Σελ. 242 |
iii. Αιτιώδης συνάφεια | Σελ. 243 |
ε. Παραγραφή | Σελ. 244 |
6. Προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας | Σελ. 245 |
7. Γνωμοδοτική αρμοδιότητα | Σελ. 246 |
Γ. Διαδικασία ενώπιον του ενωσιακού δικαστή και εκτέλεση των αποφάσεων | Σελ. 247 |
1. Η εισαγωγή της υπόθεσης | Σελ. 247 |
α. Εκπροσώπηση των διαδίκων | Σελ. 247 |
β. Το έγγραφο της προσφυγής | Σελ. 247 |
2. Η εκδίκαση της υπόθεσης | Σελ. 248 |
α. Γραπτή φάση της διαδικασίας | Σελ. 248 |
β. Εξέταση και απόδειξη | Σελ. 248 |
γ. Προφορική φάση της διαδικασίας | Σελ. 248 |
δ. Παρέμβαση | Σελ. 249 |
ε. Επιτάχυνση της διαδικασίας | Σελ. 250 |
3. Η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων | Σελ. 250 |
α. Έννοια και λειτουργία | Σελ. 251 |
β. Προϋποθέσεις | Σελ. 252 |
γ. Η διαδικασία | Σελ. 252 |
4. Η απόφαση και η εκτέλεσή της | Σελ. 253 |
α. Περιεχόμενο, δομή και δημοσίευση της απόφασης | Σελ. 253 |
β. Εκτέλεση της απόφασης | Σελ. 254 |
γ. Λήξη της διαδικασίας χωρίς έκδοση απόφασης | Σελ. 254 |
Δ. Ένδικα μέσα και βοηθήματα | Σελ. 254 |
1. Ένδικα μέσα | Σελ. 255 |
α. Αίτηση αναίρεσης κατ’ αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου | Σελ. 255 |
β. Αίτηση επανεξέτασης κατ’ αποφάσεων ειδικευμένου δικαστηρίου | |
και κατ’ αποφάσεων του ΓΔ | Σελ. 256 |
2. Ένδικα βοηθήματα | Σελ. 256 |
α. Ανακοπή ερημοδικίας | Σελ. 256 |
β. Τριτανακοπή | Σελ. 257 |
γ. Αίτηση ερμηνείας απόφασης | Σελ. 257 |
δ. Αίτηση αναθεώρησης | Σελ. 257 |
ε. Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης | Σελ. 258 |
στ. Αίτηση επίλυσης διαφοράς κατ΄ άρθρο 35 παρ. 7 ΣυνθΕΕ | |
(όπως ίσχυε προ της ΣυνθΛΕΕ) | Σελ. 258 |
ζ. Προσεπίκληση | Σελ. 259 |
η. Παρέμβαση | Σελ. 260 |
Ευρετήριο | Σελ. 261 |
Πρόλογος 4ης έκδοσης | Σελ. VII |
Πρόλογος 3ης έκδοσης | Σελ. VIII |
Πρόλογος 2ης έκδοσης | Σελ. IX |
Πρόλογος 1ης έκδοσης | Σελ. X |
Συντομογραφίες | Σελ. XIX |
Ι. Το αντικείμενο του Ουσιαστικού Δικαίου της ΕΕ | |
Α. Η έννοια του «ουσιαστικού» δικαίου της ΕΕ | Σελ. 3 |
Β. Ουσιαστικό και θεσμικό δίκαιο της ΕΕ | Σελ. 6 |
Γ. Το οικονομικό σύνταγμα της ΕΕ | Σελ. 7 |
Δ. Ελευθερίες και πολιτικές της ΕΕ | Σελ. 9 |
ΙΙ. Βιβλιογραφική τεκμηρίωση | |
Α. Εγχειρίδια | Σελ. 10 |
Β. Συλλογές και σχολιασμοί κειμένων | Σελ. 11 |
Γ. Περιοδικά | Σελ. 11 |
Δ. Ιστοσελίδες | Σελ. 12 |
Ι. Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων | Σελ. 15 |
Α. Οριοθέτηση | Σελ. 16 |
Β. Η δημιουργία τελωνειακής ένωσης | Σελ. 17 |
1. Η απαγόρευση δασμών και επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος | Σελ. 18 |
2. Το κοινό δασμολόγιο | Σελ. 21 |
2.1. Γενικό Καθεστώς | Σελ. 21 |
2.2. Ειδικά Καθεστώτα | Σελ. 23 |
3. Οι θεσμικές πτυχές της τελωνειακής ένωσης | Σελ. 24 |
Γ. Ποσοτικοί περιορισμοί | Σελ. 25 |
Δ. Η απαγόρευση φορολογικών διακρίσεων | Σελ. 31 |
Ε. Η πρόληψη εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων | Σελ. 34 |
ΙΙ. Η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων | |
Α. Γενικά | Σελ. 37 |
Β. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων | Σελ. 38 |
1. Οι φορείς του δικαιώματος | Σελ. 38 |
1.1. Η έννοια του εργαζόμενου | Σελ. 38 |
1.2. Ο κύκλος των φορέων του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας | |
και η σταδιακή διεύρυνσή του | Σελ. 39 |
1.3. Η διασυνοριακότητα | Σελ. 41 |
2. Το περιεχόμενο της ελευθερίας | Σελ. 42 |
2.1. Από την αρχή της μη διάκρισης (απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης) | |
στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων | Σελ. 42 |
2.2. Τα δικαιώματα των διακινούμενων εργαζομένων | Σελ. 43 |
α. Τα βασικά δικαιώματα των διακινούμενων εργαζομένων | Σελ. 44 |
β. Τα επικουρικά δικαιώματα των διακινούμενων εργαζομένων | Σελ. 49 |
3. Οι περιορισμοί του δικαιώματος | Σελ. 51 |
3.1. Επιφυλάξεις υπέρ της εθνικής εξουσίας | Σελ. 51 |
3.2. Εξαίρεση: η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση | Σελ. 53 |
4. Η κοινωνική ασφάλιση στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας | Σελ. 54 |
4.1. Το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης | Σελ. 55 |
α. Το προσωπικό (ratione personae) πεδίο εφαρμογής | Σελ. 56 |
β. Το καθ’ ύλην (ratione materiae) πεδίο εφαρμογής | Σελ. 56 |
4.2. Οι θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης για την κοινωνική ασφάλιση | Σελ. 57 |
Γ. Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης | Σελ. 59 |
1. Γενικά | Σελ. 59 |
2. Οι πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο | |
και τη μετανάστευση | Σελ. 62 |
2.1 Οι έλεγχοι στα σύνορα | Σελ. 62 |
α. Ο χώρος και η συνεργασία Σένγκεν | Σελ. 62 |
β. Η θεώρηση ενιαίου τύπου | Σελ. 63 |
2.2. Η πολιτική για το άσυλο | Σελ. 66 |
α. Προδιαγραφές για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα | |
και του καθεστώτος δικαιούχου διεθνούς προστασίας | Σελ. 67 |
β. Ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης | |
του καθεστώτος του πρόσφυγα | Σελ. 68 |
γ. Ο προσδιορισμός του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο | |
για την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Κανονισμός «Δουβλίνο ΙΙ» | Σελ. 70 |
γ. Το σύστημα Eurodac | Σελ. 72 |
2.3. Η μεταναστευτική πολιτική | Σελ. 73 |
α. Άδειες διαμονής ενιαίου τύπου | Σελ. 74 |
β. Καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών, κατοίκων μακράς διάρκειας | Σελ. 75 |
γ. Η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης | Σελ. 77 |
3. Η Αστυνομική και η Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις | |
και η Δικαστική Συνεργασία στις Αστικές Υποθέσεις | Σελ. 79 |
3.1. Η Δικαστική Συνεργασία στις Αστικές Υποθέσεις | Σελ. 79 |
3.2. Η Δικαστική Συνεργασία στις Ποινικές Υποθέσεις | Σελ. 80 |
3.3. Η Αστυνομική Συνεργασία | Σελ. 83 |
3.4. Εξαιρέσεις | Σελ. 83 |
III. Η ελευθερία εγκατάστασης και η ελευθερία παροχής υπηρεσιών | |
Α. Η ελευθερία εγκατάστασης | Σελ. 85 |
Β. Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών | Σελ. 87 |
1. Σχέση μεταξύ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ελευθερίας εγκατάστασης | Σελ. 87 |
2. Πεδίο εφαρμογής - Φορείς | Σελ. 88 |
3. Περιεχόμενο ελευθερίας | Σελ. 90 |
4. Περιορισμοί | Σελ. 92 |
IV. Ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και πληρωμών | Σελ. 93 |
Α. Περιεχόμενο της ελευθερίας | Σελ. 95 |
Β. Πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας | Σελ. 96 |
Γ. Περιορισμοί | Σελ. 97 |
Δ. Εναρμόνιση των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών | Σελ. 102 |
Ι. Εισαγωγή | |
Α. Πολιτική ανταγωνισμού | Σελ. 107 |
Κοινή Αγορά και ελευθερία ανταγωνισμού | Σελ. 107 |
Β. Οι κανονιστικές βάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής ανταγωνισμού | Σελ. 108 |
II. Περιορισμοί ιδιωτικής προέλευσης | Σελ. 108 |
Α. Απαγόρευση αντιανταγωνιστικών συμπράξεων | Σελ. 109 |
1. Πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 109 |
2. Παράγωγο ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 109 |
3. Η απαγόρευση των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων | |
κατά το άρθρο 101 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ | Σελ. 111 |
4. Επηρεασμός του διαευρωπαϊκού εμπορίου | Σελ. 114 |
5. Οι εξαιρέσεις του άρθρου 101 παρ. 3 ΣυνθΛΕΕ | Σελ. 115 |
6. Συνέπειες παραβίασης του άρθρου 101 ΣυνθΛΕΕ - ακυρότητα | Σελ. 116 |
Β. Απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣυνθΛΕΕ) | Σελ. 117 |
1. Έννοια της δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 117 |
1.1. Ατομική δεσπόζουσα θέση | Σελ. 117 |
1.2. Συλλογική δεσπόζουσα θέση | Σελ. 118 |
2. Η έννοια της «σχετικής αγοράς» | Σελ. 118 |
2.1. Γεωγραφική οριοθέτηση | Σελ. 119 |
3. Απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 120 |
3.1. Έννοια και περιεχόμενο απαγόρευσης | Σελ. 120 |
4. Συνέπειες παραβίασης της απαγόρευσης του άρθρου 102 ΣυνθΛΕΕ | Σελ. 121 |
Γ. Έλεγχος συγκεντρώσεων επιχειρήσεων | Σελ. 121 |
1. Κανονιστικό πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής του ελέγχου | Σελ. 121 |
2. Προϋποθέσεις απαγόρευσης των συγκεντρώσεων | Σελ. 123 |
3. Κοινοποίηση μιας πράξης συγκέντρωσης και έννομες συνέπειες | Σελ. 125 |
4. Διαδικασία ελέγχου συγκεντρώσεων | Σελ. 126 |
ΙΙΙ. Περιορισμοί δημόσιας προέλευσης | |
Α. Δημόσιες και προνομιούχες επιχειρήσεις | Σελ. 127 |
1. Η κατ’ αρχήν υπαγωγή των δημόσιων επιχειρήσεων | |
στους κανόνες ανταγωνισμού | Σελ. 127 |
2. Η δυνατότητα εξαιρέσεων: Άρθρο 106 παρ. 2 ΣυνθΛΕΕ | Σελ. 129 |
3. Τα κρατικά μονοπώλια | Σελ. 130 |
Β. Κρατικές ενισχύσεις | Σελ. 131 |
1. Ο κανόνας της βασικής απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων | Σελ. 131 |
2. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης | Σελ. 132 |
2.1. Η παραδοσιακά ευρεία εννοιολογική-νομική οριοθέτηση | |
και η δικαιολόγησή της | Σελ. 132 |
2.2. Ο νομικός ορισμός | Σελ. 133 |
3. Ο βασικός απαγορευτικός κανόνας | |
του άρθρου 107 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ και οι εξαιρέσεις του | Σελ. 135 |
3.1. Συμβατές ενισχύσεις | Σελ. 135 |
3.2. Συμβιβάσιμες ενισχύσεις | Σελ. 135 |
4. Διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων | Σελ. 137 |
4.1. Υφιστάμενες ενισχύσεις | Σελ. 139 |
5. Η υποχρέωση ανάκτησης των παρανόμων κρατικών ενισχύσεων | Σελ. 139 |
Ι. Ο σχεδιασμός κοινών πολιτικών για την επίτευξη της κοινής αγοράς | Σελ. 145 |
Α. Η κοινή αγροτική πολιτική και η πολιτική αλιείας | Σελ. 145 |
Β. Η πολιτική μεταφορών | Σελ. 148 |
Γ. Η βιομηχανική πολιτική | Σελ. 152 |
Δ. Απασχόληση | Σελ. 154 |
Ε. Έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη | Σελ. 160 |
ΣΤ. Οικονομική και κοινωνική συνοχή | Σελ. 164 |
Ζ. Ενεργειακή πολιτική | Σελ. 168 |
1. Σύντομη ιστορική αναδρομή | Σελ. 168 |
2. Οι βασικοί κανονιστικοί πυλώνες | |
της σύγχρονης κοινής ενεργειακής πολιτικής | Σελ. 170 |
3. Κοινή ενεργειακή πολιτική και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας | Σελ. 172 |
4. Ενεργειακή πολιτική μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας | Σελ. 173 |
ΙΙ. Η εμβάθυνση της οικονομικής διάστασης της ενοποίησης | |
Α. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση | Σελ. 173 |
1. Η Οικονομική πολιτική | Σελ. 176 |
1.1. Οι γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής | Σελ. 176 |
1.2. Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών | Σελ. 177 |
1.3. Έκτακτα μέτρα | Σελ. 179 |
1.4. Απαγόρευση υπεραναλήψεων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων | Σελ. 180 |
1.5. Απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα | Σελ. 181 |
1.6. Μη ευθύνη της Ένωσης και των κρατών μελών | |
από υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα εν γένει | Σελ. 182 |
1.7. Αρχές δημοσιονομικής πειθαρχίας | Σελ. 183 |
1.8. Η Τραπεζική Ένωση | Σελ. 193 |
2. Η νομισματική πολιτική | Σελ. 195 |
2.1. Στόχος και αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος | |
Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής ΕΣΚΤ) | Σελ. 195 |
2.2. Το εκδοτικό δικαίωμα της ΕΚΤ | Σελ. 198 |
2.3. Οργάνωση και διοίκηση του ΕΣΚΤ | Σελ. 198 |
2.4. Ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών | Σελ. 199 |
2.5. Η υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας | |
στις συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ | Σελ. 201 |
2.6. Εξουσιοδότηση έκδοσης πράξεων από την ΕΚΤ | Σελ. 201 |
2.7. Συναλλαγματική πολιτική | Σελ. 202 |
2.8. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ) | Σελ. 205 |
2.9. Το ειδικό καθεστώς των κρατών μελών της ευρωζώνης | Σελ. 205 |
2.10. Το ειδικό μεταβατικό καθεστώς των κρατών μελών με παρέκκλιση | Σελ. 207 |
Β. Φορολογική πολιτική | Σελ. 213 |
1. Η έμμεση φορολογία | Σελ. 213 |
2. Άμεση φορολογία | Σελ. 215 |
ΙΙΙ. Η εμβάθυνση της κοινωνικής διάστασης της ενοποίησης | Σελ. 217 |
Α. Περιβάλλον | Σελ. 217 |
Β. Δημόσια Υγεία | Σελ. 223 |
Γ. Προστασία Καταναλωτών | Σελ. 226 |
Δ. Πολιτισμός | Σελ. 228 |
Ε. Παιδεία, επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία | Σελ. 232 |
Ι. Η κοινή εμπορική πολιτική | Σελ. 240 |
Α. Γενικά | Σελ. 240 |
Β. Το πεδίο εφαρμογής | Σελ. 240 |
Γ. Η αρμοδιότητα | Σελ. 244 |
Δ. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων | Σελ. 247 |
Ε. Ο ενισχυμένος ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Σελ. 248 |
ΣΤ. Η σύναψη διεθνών συμφωνιών | Σελ. 249 |
ΙΙ. Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας | Σελ. 250 |
Α. Γενικά | Σελ. 250 |
Β. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας | Σελ. 250 |
Γ. Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης | Σελ. 254 |
Δ. Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας | Σελ. 256 |
1. Γενικά | Σελ. 256 |
2. Η ιδιαίτερη φύση της ΚΕΠΠΑ | Σελ. 256 |
2.1. Δομή | Σελ. 256 |
2.2. Αρμοδιότητα | Σελ. 256 |
2.3. Πράξεις | Σελ. 257 |
2.4. Διαδικασία λήψης αποφάσεων | Σελ. 258 |
2.5. Περιθωριακός ρόλος της Επιτροπής, | |
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου | Σελ. 260 |
3. Περιοριστικά μέτρα | Σελ. 262 |
4. Ενισχυμένη συνεργασία | Σελ. 265 |
Ε. Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας | Σελ. 266 |
1. Γενικά | Σελ. 266 |
2. Ειδικότερες ρυθμίσεις | Σελ. 268 |
2.1. Διεύρυνση αποστολών Petersberg | Σελ. 268 |
2.2. Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας | Σελ. 268 |
2.3. Ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής | Σελ. 269 |
2.4. Ρήτρα αλληλεγγύης | Σελ. 269 |
2.5. Μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία | Σελ. 270 |
2.6. Εκτέλεση αποστολής από ομάδα κρατών μελών | Σελ. 271 |
ΙΙΙ. Η συνεργασία για την ανάπτυξη | Σελ. 272 |
1. Γενικά | Σελ. 272 |
2. Στόχος της συνεργασίας για την ανάπτυξη | Σελ. 273 |
3. Aρμοδιότητα | Σελ. 274 |
4. Διαδικασία θέσπισης νομοθετικών μέτρων | Σελ. 276 |
5. Χρηματοδοτικά μέσα | Σελ. 276 |
6. Μορφές βοήθειας από την Ένωση | Σελ. 277 |
7. Aνθρωπιστική βοήθεια | Σελ. 279 |
IV. H ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας | Σελ. 281 |
Α. Η πολιτική γειτονίας γενικά | Σελ. 281 |
1. Περιεχόμενο και στόχος | Σελ. 281 |
2. Τρόπος λειτουργίας | Σελ. 282 |
3. Χρηματοδότηση | Σελ. 283 |
Β. Η πολιτική γειτονίας ως προενταξιακός μηχανισμός | Σελ. 284 |
Γ. Η πολιτική γειτονίας ως εναλλακτικός μηχανισμός διάπλασης σχέσεων με τρίτα κράτη | Σελ. 285 |
Ευρετήριο | Σελ. 287 |
1
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3
Ι. Ιστορική αναδρομή
Α. Η διαχρονικότητα της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης
Η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι παλαιά. Στους απώτερους χρόνους της πολιτικής της ιστορίας, όταν η Ευρώπη ήταν ο χώρος όπου κυριαρχούσε αλλού η λατινική γλώσσα, αλλού η ελληνική γλώσσα και πάντως η κοινή (χριστιανική) θρησκεία, ζήτημα μιας συνολικής ένωσης που θα συνέπιπτε με τα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια, δεν ετίθετο. Εκ των πραγμάτων υπήρχε ο λατινικός κόσμος, ο ελληνικός κόσμος και μια συνείδηση κοινής χριστιανικής ταυτότητας, έστω και αν ο πρώτος στοιχιζόταν άλλοτε γύρω από τον Αυτοκράτορα και άλλοτε γύρω από τον Επίσκοπο της Ρώμης, ο δεύτερος, μετά τη διάσπαση του ρωμαϊκού κόσμου σε δυτικό και ανατολικό κράτος και την μετεξέλιξη του δεύτερου σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συναποτελούσε μια ευρύτερη πολυεθνική οντότητα με κυριαρχία της ελληνικής επίδρασης που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της «καθ’ ημάς» Ανατολής.
Οι συνθήκες αυτές, ιδίως δε ο κοινός στη δύση «βαρβαρικός» κίνδυνος και ο κοινός, αρχικά, στην Ανατολή, ισλαμικός κίνδυνος, ιδίως από τον 7ο αιώνα αλλά και οι ενδογενείς διαμάχες για την κυριαρχία, δημιούργησαν ένα οξύμωρο μείγμα: ενότητα προ του κοινού κινδύνου αλλά και εσωτερική διάσπαση από την διαπάλη για την κυριαρχία.
Το σχίσμα (1054) μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας σχηματοποίησε τη διάσπαση της «ενωσιακής» συνείδησης των ευρωπαϊκών λαών, που δεν κατέστη δυνατόν να επανεύρουν την ενότητά τους ούτε προ του κοινού (ισλαμικού) κινδύνου, στο οποίο υπέκυψε τελικά το Ανατολικό Κράτος το 1453. Aκολούθησε έτσι την μοίρα του Δυτικού Κράτους, που από καιρό είχε υποκύψει στη βαρβαρική επέλαση, που είχε αποδυναμώσει τον Επίσκοπο της Ρώμης, ενώ είχε οδηγήσει σε παρακμή τη Φραγκική Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου.
Η ευρωπαϊκή ιστορία, εντεύθεν, χαρακτηρίζεται από κύκλους: αρχικά ο εδαφικός κύκλος μετασχηματίσθηκε σε λατινικό κύκλο, σε ελληνικό κύκλο, θρησκευτικό (χριστιανικό) κύκλο, δυτικό/ανατολικό (βυζαντινό) και χριστιανικό (καθολικό) κύκλο και ισλαμικό κύκλο μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Στον δυτικό (καθολικό) κύκλο η λατινική γλώσσα, ως γλώσσα της (κοινής) θρησκείας και των πανεπιστημίων, δημιούργησε μία συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινού παρόντος και μέλλοντος στους τομείς της διοίκησης, των τεχνών και της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στον ανατολικό, ρωμαϊκό, αρχικά, και αργότερα βυζαντινό κύκλο, η ρωμαϊκή γλώσσα και οργάνωση της διοίκησης δημιούργησε την συνείδηση της συνέχειας του ρωμαϊκού κόσμου στην ανατολή, ενώ η ελληνική γλώσσα και ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Αυτοκρατορίας δημιούργησε συνείδηση υπερεθνικότητας, σε τέτοιο βαθμό ώστε μερικοί έκαναν λόγο για «Κοινοπολιτεία».
Υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζεται το φαινόμενο της «κοινής συνείδησης», η οποία όμως για τους παραπάνω λόγους δεν οδήγησε σε «ενωσιακή συνείδηση», τουλάχιστον μόνιμου χαρακτήρα. Η κοινή συνείδηση ενεργοποιείτο, όσο διαρκούσε ο κοινός κίνδυνος και έδινε
4
τη θέση του στη διαπάλη για την κυριαρχία, γύρω από διάφορους επίδοξους επικυρίαρχους, όταν ο κίνδυνος παρείρχετο.
Τον 14ο αιώνα η ενίσχυση των τοπικών ηγεμόνων οδήγησε σε αποδυνάμωση την res publica christiana του Επισκόπου της Ρώμης και δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης των λαών και άρα στην εμφάνιση του εθνικού κράτους. Η διακοπή του χριστιανικού κύκλου ολοκληρώνεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, από την οποία αναδύεται η μοναρχική, αρχικά, και λαϊκή, εν συνεχεία, κυριαρχία, ως πηγή της εξουσίας.
Στην Ανατολή η οθωμανική κυριαρχία εγκαθιστά ένα νέο μοντέλο πολυεθνικής αυτοκρατορίας, που βασίζεται στην αποκέντρωση της διοίκησης με ευρεία αυτοδιοίκηση σε θέματα οργάνωσης της θρησκευτικής, οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, υπό την επικυριαρχία, βεβαίως, της Υψηλής Πύλης, όπου η επίσημη οθωμανική πολιτική επιτρέπει την ανάπτυξη του εμπορίου, των τεχνών ακόμα και την επικοινωνία με τον εκτός της οθωμανικής κυριαρχίας κόσμο, αλλά δεν ενθαρρύνει την εμβάθυνση των σχέσεων με τη Δύση και τους σλάβους.
Την κατάλυση της παπικής εξουσίας διαδέχεται στη Δύση η δημιουργία ισχυρών κοσμικών αυτοκρατοριών που μετεξελίσσονται σε μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, που διεκδικούν ρόλο υπερδύναμης με στρατιωτική και εμπορική υπεροχή.
Η παράλληλη ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων δεν επέτρεψε σε καμία από αυτές να καταστεί αναμφισβήτητος κυρίαρχος στην Ευρώπη, που οδηγείται σε ισορροπία δυνάμεων που ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και τις κοινές τύχες της Ευρώπης με τις μεγάλες συνθήκες (Βεστφαλίας 1648, Ουτρέχτης 1713, Άαχεν 1748, Βιέννης 1815, Παρισίων 1856).
Η ύπαρξη αυτών των δυνάμεων στη Δύση δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της ενωσιακής ιδέας, αλλά οδηγεί στα φιλελεύθερα και εθνικιστικά κινήματα του 18ου αιώνα, από τα οποία τα πρώτα, μέσα από γνωστές επαναστάσεις, γυρίζουν τη σελίδα της Ευρωπαϊκής και όχι μόνο ιστορίας, ενώ τα δεύτερα, λόγω της πολιτικής αστάθειας από την έλλειψη ενός συστήματος διεθνών σχέσεων, που να εγγυάται την ισορροπία, οδηγούν στην περιπέτεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η άλλη μεγάλη δύναμη της εποχής, η Ρωσία, είχε πάρει το δικό της δρόμο από το 1917. Ήταν πια φανερό, ότι η ιστορία, από αυτή την εποχή, από ευρωπαϊκή γίνεται παγκόσμια. Στην Ευρώπη η εύθραυστη ειρήνη των Βερσαλλιών ήταν φανερό ότι δημιούργησε απλώς συνθήκες προσωρινής αναδιάταξης δυνάμεων, καλλιέργησε και οδήγησε στην αποδοχή τής «αδικίας» των ηττημένων, συνθήκες που, μετά την εξαθλίωση των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932, οδήγησε στη βαρβαρότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μέσα σ’ αυτές τις πολιτικές συνθήκες, ενώ ευνοείται η ύπαρξη «κοινής συνείδησης» των ευρωπαϊκών λαών, δεν ευνοείται η ανάπτυξη της «ευρωπαϊκής ιδέας», που παραμένει προνομιακός χώρος των οραματιστών όπως ο Δούκας του Sully (Μέγα Σχέδιο, «Grand Dessein», 1617) ή ο Kant («Περί της αιωνίας ειρήνης», «Vom ewigen Frieden», 1795) που οραματίστηκαν μια κοινή συμμαχία των ευρωπαϊκών λαών ή μια ένωση που θα επιβάλλει τον αποκλεισμό της βίας.
Αργότερα τα ευρωπαϊκά οράματα πλησιάζουν περισσότερο τεχνικά τις σύγχρονες μορφές της ενωσιακής διαδικασίας (Marrini και Blutschli), ενώ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο
5
Coudehove-Kallergi στην «Πανευρώπη» φαντάζεται ότι η ενωσιακή διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε μία Ομοσπονδία κρατών, που θα παρητούντο μάλιστα της εθνικής τους κυριαρχίας υπέρ της Ομοσπονδίας, ενώ ο Α. Briand προτείνει το 1929 στη Γεν. Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών τη δημιουργία μιας εφικτής, χαλαρής, ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, που δεν θα έθιγε την εθνική κυριαρχία των κρατών. Τα οράματα αυτά όμως ανατρέπονται, στο βαθμό που υποτίθεται ότι ήσαν εφαρμόσιμα, από την περιπέτεια του Β΄ Μεγάλου Πολέμου, με το τέλος του οποίου, όμως μέσα από την κατάρρευση των εθνικών οικονομιών, τη συνολική καταστροφή της βιομηχανίας, τα μηδενικά συναλλαγματικά αποθέματα και τα τεράστια ελλείμματα των εθνικών ισοζυγίων πληρωμών των νικητών και των ηττημένων, δημιουργούνται οι συνθήκες για μια κοινή κοινωνική και οικονομική προσπάθεια των ευρωπαϊκών λαών, η οποία, σε συνθήκες ψυχρού πολέμου, που διαμορφώνει ο διπολικός κόσμος των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, δημιουργεί την πρόκληση της ευρωπαϊκής διαιτησίας[1].
Υπό τις συνθήκες αυτές και για μακρό διάστημα η Ευρώπη τελεί υπό την υψηλή κηδεμονία των δύο υπερδυνάμεων, αναζητώντας τον δικό της παγκόσμιο ρόλο.
Με τα δεδομένα αυτά η αποφυγή μιας νέας γαλλογερμανικής σύγκρουσης ήταν το ελάχιστο ζητούμενο και η αποκατάσταση μιας νέας παγκόσμιας ισορροπίας, στην οποία η Ενωμένη Ευρώπη θα είχε σταθερό ρόλο, το μείζον.
Β. Οι πρώτες προσπάθειες ενοποίησης
Αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέσα στα ερείπια που κατέλειπε ο τελευταίος συγκροτούνται διεθνείς οργανισμοί στον ευρωπαϊκό χώρο στη βάση του παραδοσιακού διεθνούς δικαίου, στους τομείς άμεσης προτεραιότητας, όπως η άμυνα και η οικονομική συνεργασία, μέσα από τους οποίους μπορεί να μην επιτυγχάνεται η πολυεπίπεδη κοινοτική και ενωσιακή συνεργασία, αλλά σφυρηλατείται η συνεργασία των κρατών σε κρίσιμους τομείς και ωριμάζει η ιδέα μιας ευρύτερης και βαθύτερης συνεργασίας.
Με τη συνθήκη των Βρυξελλών της 17.3.1948 μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και των κρατών της Benelux (Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου) ιδρύεται η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (Western European Union) με σκοπό την κοινή άμυνα έναντι του κοινού (σοβιετικού) κινδύνου, που το 1954 διευρύνεται με τη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία. Ορισμένες από τις χώρες αυτές μετείχαν με τη συνθήκη της Ουάσιγκτον της 4.4.1949 και στον έτερο, σύγχρονο, αμυντικό οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organisation) μαζί με τις Η.Π.Α., την Ισλανδία, τον Καναδά, τη Νορβηγία και την Πορτογαλία, στον οποίο προσχώρησαν το 1952 η Ελλάδα και η Τουρκία και το 1955 η Δυτ. Γερμανία.
Ο παγκόσμιος αμυντικός χάρτης μέσα σε συνθήκες ψυχρού πολέμου διαμορφώνεται στις 14.5.1955 με την υπογραφή του Συμφώνου της Βαρσοβίας μεταξύ Αλβανίας, Βουλγαρίας, Ανατολικής Γερμανίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρουμανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Τσεχοσλοβακίας, δηλαδή μεταξύ των κομμουνιστικών χωρών της Ευρώπης.
6
Στον οικονομικό τομέα, και στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών, είχε ιδρυθεί περί τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1/22.7.1944, και ως αποτέλεσμα των αποφάσεων της παγκόσμιας διάσκεψης στο Bretton Woods το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund) με σκοπό τη θεσμοθέτηση της διεθνούς συνεργασίας στα νομισματικά ζητήματα, την επιδίωξη νομισματικής σταθερότητας, την ενίσχυση χωρών με προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών και ενίσχυση του παγκόσμιου εμπορίου.
Συμπληρωματικά, και ταυτόχρονα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ιδρύθηκε η Διεθνής Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (International Bank for Reconstruction and Development) ως ο τραπεζικός φορέας της δανειακής ενίσχυσης της οικονομίας των κρατών μελών, της προαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου και της αντιμετώπισης των προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία.
Και οι δύο αυτοί οικονομικοί οργανισμοί έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα, αλλά είναι φανερό ότι ιδρύθηκαν για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών της ευρωπαϊκής ανοικοδόμησης με διεθνή κεφάλαια.
Το 1947 το αμερικανικής έμπνευσης «Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανάρρωσης» (European Recovery Programme), πιο γνωστό ως σχέδιο (George) Marshall από το όνομα του αμερικανού Υπουργού Οικονομικών που το εξήγγειλε, απευθύνεται ειδικά στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού ιδρύονται ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Organisation for European Economic Cooperation) και η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών (European Payments Union), η οποία αντικαθίσταται το 1958 από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Συμφωνία (European Monetary Agreement), που αποκαθιστά την μερική νομισματική μετατρεψιμότητα ως βάση του παγκόσμιου εμπορίου.
Με την ίδρυση το 1949 του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (Council of Mutual Economic Assistance ή Sovet Ěconomičeskoj Vzaimopošči, SEV), στο οποίο μετείχαν εκτός από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και το Βιετνάμ, η Κούβα και η Μογγολία, εκφράζεται η βούληση των δύο, πλέον, κόσμων, του δυτικόστροφου και του ανατολικόστροφου, να πορευθούν ο καθένας το δικό του μοναχικό δρόμο στην άμυνα και την ανάπτυξη και να θέσουν τις βάσεις του διπολικού παγκόσμιου συστήματος.
Τόσο οι οργανισμοί της αμυντικής όσο και εκείνοι της οικονομικής συνεργασίας κινήθηκαν σε επίπεδο παραδοσιακής διεθνούς συνεργασίας και στo πλαίσιo του τότε ισχύοντος διεθνούς δικαίου. Από πλευράς δηλαδή πολιτικών οργάνων και τρόπου λήψης αποφάσεων στo πλαίσιo ευρύτερων σχηματισμών κρατών, στους οποίους πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν αφενός οι Η.Π.Α. και αφετέρου η Σοβιετική Ένωση εκδηλώνονταν οι πολιτικές των δύο υπερδυνάμεων, τόσο στην ίδρυση, όσο και στη λειτουργία, κυρίως, όμως, στη διαμόρφωση των σκοπών τους. Οι τελευταίοι εντάσσονταν στη στρατηγική τους που αναπτύσσονταν μεν σε παγκόσμια κλίμακα, εκδηλώνονταν όμως σε γραμμές αντιπαράθεσης, κυρίως, στον ευρωπαϊκό χώρο.
Υπό αυτή την έννοια, δεν ήταν καθαρές ευρωπαϊκές εμπνεύσεις και κυρίως ευρωπαϊκού ελέγχου πρωτοβουλίες ευρωπαϊκής συνεργασίας. Η πρώτη καθαρά ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, από την ανωτέρω οπτική, ήταν η ίδρυση της ΕΚΑΧ το 1951, που θεσμοποίησε την ευρωπαϊκή συνεργασία μέσα από νέες μορφές δράσης, και η ΕΖΕΣ το 1959, που επεδίωξε
7
να θεσμοθετήσει την αγγλοσαξωνική πρωτοβουλία της χαμηλής και εφικτής οικονομικής συνεργασίας, όταν φάνηκε ότι η γαλλογερμανική συνεργασία μπορούσε να εξελιχθεί σε πρωτοβουλία μείζονος ιστορικής σημασίας.
Γ. Η αφετηρία της Ενωμένης Ευρώπης
1. Η προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης: το Συμβούλιο της Ευρώπης
Οι ανωτέρω περιγραφόμενοι διεθνείς οργανισμοί, όλοι ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη κοινής προσπάθειας για την αντιμετώπιση των δυσχερών συνθηκών, που κατέλειπε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κυρίως στον αμυντικό τομέα και τον τομέα της οικονομικής ανασυγκρότησης, και μπορεί σ’ αυτούς πρωταγωνιστικό ρόλο να έπαιξαν οι κυριότεροι ευρωπαϊκοί λαοί και οι αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις, αλλά όλοι υπερέβησαν την ευρωπαϊκή ιδέα, ως γενεσιουργό αιτία της ενωσιακής ευρωπαϊκής διαδικασίας, και εξελίχθησαν σε οργανισμούς με παγκόσμια εμβέλεια.
Η ιδέα αυτή μπορεί να ανταποκρινόταν στις γενικότερες συνθήκες της εποχής και είχε γίνει στο παρελθόν αντικείμενο οραματικών προσεγγίσεων, εν τούτοις τώρα φαίνεται ότι ήταν μακράν και έξω από τις προθέσεις των ιδρυτών των ανωτέρω παραδοσιακών διεθνών οργανισμών.
Εγγύτερα προς αυτόν φαίνεται ότι βρέθηκε ο Winston Churchill στις 19.9.1946, όταν σε λόγο του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, πρότεινε την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Με αφορμή αυτή την πρόταση συστάθηκε η «Ευρωπαϊκή Κίνηση», που κατέληξε στην ίδρυση, στις 5.5.1949, του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενός οργανισμού, που σήμερα αριθμεί στους κόλπους του 47 κράτη μέλη από τα 10 ιδρυτικά μέλη, σκοπός του οποίου είναι ο στενότερος δεσμός μεταξύ των μελών του για τη διαφύλαξη και την ενίσχυση των πολιτικών ιδεωδών που είναι κοινά για να προωθήσει, μέσω της ενίσχυσης αυτής, την οικονομική και κοινωνική τους πρόοδο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η δραστηριότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης απέβλεψε στη δημιουργία στον ευρωπαϊκό χώρο ενός κοινού, δημοκρατικού και νομικού κεκτημένου επαγρυπνώντας για τη διαφύλαξη των θεμελιωδών αρχών και αξιών, που είχαν αποτελέσει τις κοινές αξίες των ευρωπαϊκών λαών: τα δικαιώματα του ανθρώπου, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Με παράλληλη ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης, που βασιζόταν και βασίζεται στην πολιτιστική ταυτότητα και εξ ίσου στον σεβασμό και την ανοχή της ετερότητας, ως θεμέλιο της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας, δημιούργησε τον πιο σύγχρονο δικαστικό μηχανισμό προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που παρήγαγε μια υποδειγματική και προηγμένη νομολογία, μέσω των δικαϊκών του μηχανισμών, που σήμερα στηρίζεται αποκλειστικά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, αν και η όλη δραστηριότητα του αποβλέπει στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο (άρθρ. 1 στοιχ. α΄ της συνθήκης του Λονδίνου της 5.5.1949), παρέμεινε μακράν από δράσεις αποβλέπουσες σ’ αυτούς τους τομείς. Αντίθετα, ένα άλλο σύμφωνο, το σύμφωνο του Λονδίνου στις 9.5.1944, που είχε υπογραφεί από τις εξόριστες κυβερνήσεις των χωρών Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, διαρκούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που κυρώθηκε στη Χάγη το 1947 και τέθηκε σε ισχύ το 1948, και ίσχυσε
8
εν μέρει το 1960, οπότε αντικαταστάθηκε από τη σύμβαση της Χάγης το 1958, που ίδρυσε την οικονομική ένωση Benelux, φαίνεται ότι ήταν η πραγματική πηγή έμπνευσης των μετέπειτα εξελίξεων της κοινοτικής Ευρώπης.
Πράγματι, μια οικονομική ένωση με σκοπό τον συντονισμό των οικονομικών δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών (άρθρ. 1 συνθ. 1.11.1960) και ελεύθερη διακίνηση των υπηκόων των τριών χωρών (άρθρ. 2), της ίσης μεταχείρισης αλλοδαπών και ημεδαπών στο κράτος της υποδοχής, την ελεύθερη κυκλοφορία, διαμονή και εγκατάστασή τους, την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, με κοινά όργανα, το Συμβούλιο Υπουργών, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση, το Συμβούλιο της Ένωσης, τη Γενική Γραμματεία, τις κοινές υπηρεσίες, το Διαιτητικό Δικαστήριο και το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο με μέσα τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών, την υιοθέτηση συμβάσεων, την έκδοση οδηγιών (directives), έμελλε να καταστεί μια καλή βάση και αφετηρία για τις κατοπινές εξελίξεις.
2. Η προσπάθεια υπερεθνικής ενσωμάτωσης: η κοινοτική Ευρώπη
Όλες οι προηγηθείσες προσπάθειες, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πολιτικό, τον αμυντικό και οικονομικό τομέα, με την εξαίρεση ίσως του Συμφώνου Benelux, κινήθηκαν στα γνωστά θεσμικά πλαίσια ίδρυσης και λειτουργίας των παραδοσιακών μορφών συλλογικής δράσης της διεθνούς συνεργασίας και δεν υπερέβησαν τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της τελευταίας.
Υπό αυτή την έννοια, δεν αποτελούν δείγματα διεθνούς συνεργασίας υπερεθνικού χαρακτήρα, αφού οι συμμετέχουσες χώρες διατηρούσαν τον πλήρη και άμεσο έλεγχο της εθνικής κυριαρχίας στους τομείς που ετίθεντο στο ρυθμιστικό πεδίο της διεθνούς σύμβασης, που ίδρυε ένα διεθνή οργανισμό, ενώ τα έννομα αποτελέσματα της τελευταίας ενσωματώνονταν στο πεδίο ισχύος του εσωτερικού δικαίου των κρατών μερών της σύμβασης με την παραδοσιακή μέθοδο ενσωμάτωσης των διεθνών κανόνων στην εσωτερική έννομη τάξη.
Στις 9.5.1950, όμως, ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Robert Schuman, πρότεινε την αποδοχή ενός σχεδίου του Jean Monnet, δηλαδή την τοποθέτηση ενός ολόκληρου τομέα της οικονομίας, αυτού του άνθρακα και του χάλυβα, υπό τον άμεσο έλεγχο και τη ρυθμιστική εξουσία μιας υπερεθνικής καλούμενης «Κοινότητας», ενός νέου όρου, που πρότεινε ο γερμανός μόνιμος αντιπρόσωπος Carl Friedrich Ophüls, μέσα σε μία ενοποιητική διαδικασία που ξεκινά με μια βήμα προς βήμα προσέγγιση (αρχικά πάγωμα των μέτρων εθνικού προστατευτισμού, εν συνεχεία σταδιακή κατάργηση των περιορισμών και τελικά ενοποίηση με τη μορφή της ενσωμάτωσης των ρυθμιζόμενων τομέων σε μια ευρωπαϊκή οικονομία).
Τη γαλλική αυτή ιδέα αποδέχθηκαν η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο και έτσι υπογράφηκε στις 18.4.1951 στο Παρίσι η ομώνυμη Συνθήκη και γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που άρχισε να ισχύει από 23.9.1952.
Οι οπαδοί της μικρής και χαμηλής οικονομικής συνεργασίας (Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία και Σκανδιναβικές χώρες) αρνήθηκαν συμμετοχή, ίδρυσαν την ΕΖΕΣ, ακολούθησαν το δικό τους δρόμο, μέχρι τη σύγκληση με την κοινοτική Ευρώπη, της πρώτης και των τελευταίων, που επιτεύχθηκε αργότερα.
9
α. Η ΕΚΑΧ
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα με όργανα την Ανώτατη Αρχή, την Κοινή Συνέλευση, το Ειδικό Συμβούλιο Υπουργών και το Δικαστήριο είχε ως σκοπό τη δημιουργία κοινής αγοράς στους ρυθμιζόμενους τομείς χάριν της ανάπτυξης της απασχόλησης και τελικώς του βιοτικού επιπέδου των κρατών μελών.
Αυτό θα γινόταν εφικτό με τον κανονικό εφοδιασμό των εθνικών αγορών, την ίση πρόσβαση στις παραγωγικές πηγές, μια ελεγχόμενη πολιτική τιμών, μια ορθολογική εκμετάλλευση των πόρων, τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και εργασίας και την προστασία του ανταγωνισμού.
Ο ρυθμός της προβλεπόμενης ενοποίησης θα ήταν σταδιακός και η δράση θα εκδηλωνόταν μέσω αποφάσεων, συστάσεων και γνωμών. Οι πρώτες με δεσμευτικό χαρακτήρα και άμεσο έννομο αποτέλεσμα. Προβλεπόταν επίσης η ίδρυση ενός Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για ορισμένες κατηγορίες προσφυγών (που ρυθμίσθηκε αργότερα με το άρθρο 4 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης), με αρμοδιότητα την επίλυση κοινοτικών διαφορών μέσω ενός κλειστού αριθμού προσφυγών (numerus clausus). Η δικαιοδοσία αυτή έδινε τον τόνο της καινοτομίας στη νέα και πρωτόγνωρη μορφή της διεθνούς συνεργασίας, που θα επηρέαζε την ευρωπαϊκή ιστορία, και όχι μόνο, για πολλά χρόνια.
β. Η αποτυχία της ΕΑΚ και της ΕΠΚ
Μέσα στο κλίμα της ευφορίας και της ελπίδας που δημιούργησε η ίδρυση της ΕΚΑΧ επιχειρήθηκε η δημιουργία μιας Αμυντικής Κοινότητας με την επωνυμία Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα.
Η ιδέα ήταν γαλλική, την προέβαλε ο Γάλλος Πρωθυπουργός René Pleven στις 24.10.1950 και έγινε καθ’ ον χρόνον εμένετο ο πόλεμος της Κορέας και περιελάμβανε τη δημιουργία μιας Κοινότητας Άμυνας με μια επανεξοπλισμένη Δυτ. Γερμανία, υπέρ της οποίας ετάχθησαν και οι Η.Π.Α., που θα εκάλυπτε το κενό που δεν κατάφερε να καλύψει το Σύμφωνο των Βρυξελλών του 1948 περί αμοιβαίας αρωγής σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης. Εξάλλου το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον τον Απρίλιο του 1949, το οποίο δεν είχε υπογράψει η Γερμανία δεν κάλυπτε τις πρακτικές πλευρές της ευρωπαϊκής άμυνας, συμπεριλαμβανομένου και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, που δεν διέθετε ούτε στρατό ούτε Υπουργό Άμυνας, ούτε Υπουργό Εξωτερικών, ενώ η θέση της στην καρδιά της Ευρώπης δημιουργούσε περίπλοκα ζητήματα, σε περίπτωση σύγκρουσης ανατολής - δύσης, λόγω του διαμελισμού της σε ανατολική και δυτική Γερμανία.
Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν πάλι ο Jean Monnet και το σχέδιο, που υποβλήθηκε στον άλλοτε Γάλλο Υπουργό Άμυνας, και τώρα Πρωθυπουργό René Pleven προέβλεπε μια υπερεθνική Κοινότητα Άμυνας και κατατέθηκε στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση στις 24.10.1950. Προεβλέπετο η δημιουργία ευρωπαϊκής δύναμης, με τη συμμετοχή της επανεξοπλισμένης Γερμανίας, που θα διοικείτο από υπερεθνική ευρωπαϊκή διοίκηση. Το σχέδιο απορρίφθηκε τέλη Αυγούστου του 1954 με μικρή μειοψηφία.
Εν τω μεταξύ, στη διάσκεψη της Χάγης του Μαΐου του 1948, οι φεντεραλιστές πρότειναν την ίδρυση ενός οργανισμού πολιτικής συνεργασίας, παρόμοιου με την ΕΚΑΧ, που επίσης ευνοούσαν οι Η.Π.Α., που προέβλεπε και τη συμμετοχή της Γερμανίας, στον οποίο θα μετείχαν
10
οι δημοκρατικές χώρες της Δυτ. Ευρώπης. Τον Αύγουστο του 1948 ο Paul Ramadier υπέβαλε επίσης ένα σχέδιο Κοινότητας πολιτικής συνεργασίας, στην οποία τα κράτη μέλη θα μετέφεραν ένα τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας σ’ ένα υπερεθνικό όργανο. Μάλιστα, ο Guy Mollet δεν δίστασε να προτείνει και τη δημιουργία ενός Ομοσπονδιακού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο και τα σκανδιναβικά κράτη έμειναν πιστά στην διακυβερνητική συνεργασία. Τα κράτη της διάσκεψης της Χάγης διασπάστηκαν στα κράτη βρετανικής επιρροής και κράτη ηπειρωτικής επιρροής. Ως αποτέλεσμα αυτής της διάσπασης, δέκα κράτη υπέγραψαν στο Λονδίνο στις 5.5.1949 το καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης, που για συμβολικούς λόγους εγκατεστάθη στο Στρασβούργο, πόλη που εφεξής θα συμβόλιζε την ευρωπαϊκή ενότητα στον τομέα των αρμοδιοτήτων αυτού τού Οργανισμού.
γ. Η ΕΟΚ και η ΕΚΑΕ
Υπό τις συνθήκες της ενεργειακής κρίσης του 1956 που ενίσχυσε η κρίση του Σουέζ, προτάθηκε η επέκταση της αρμοδιότητας της ΕΚΑΧ και σε άλλες ενεργειακές πηγές, όπως το φυσικό αέριο, η ηλεκτρική και η πυρηνική ενέργεια. Ο Jean Monnet διείδε την ανάγκη δημιουργίας μιας διευρυμένης Κοινότητας αφιερωμένης στην ατομική ενέργεια, η αξιοποίηση της οποίας απαιτούσε τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής πυρηνικής βιομηχανίας με την μακροπρόθεσμη προοπτική εναλλακτικής στήριξης της βιομηχανίας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, όταν θα εξαντληθούν τα πετρελαϊκά αποθέματα.
Η ιδέα ήταν ελκυστική, αλλά η Γερμανία και οι τρεις χώρες της Benelux εζήτησαν προ της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας να ιδρυθεί μια γενική κοινή αγορά. Οι συνθήκες ήταν ώριμες, αφού ο μηχανικός Louis Armand, Πρόεδρος των Γαλλικών Σιδηροδρόμων (SNCF) σε μια μελέτη του είχε αποδείξει την προοπτική της πυρηνικής ενέργειας στην ευρωπαϊκή οικονομία. Εξάλλου, τρία χρόνια νωρίτερα ο Ολλανδός Υπουργός Εξωτερικών Johan Willem Beyen είχε προσπαθήσει να συμπεριλάβει στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα διατάξεις που προέβλεπαν την αυτόματη ίδρυση μιας τελωνειακής ένωσης στη βάση του συντονισμού των νομισματικών και οικονομικών πολιτικών των έξι. Η τελευταία αυτή προσπάθεια είχε προκαλέσει την αντίδραση ισχυρών γαλλικών οικονομικών κύκλων που επεδίωκαν να διατηρήσουν τη θαλπωρή του εθνικού προστατευτισμού.
Για να συγκερασθούν οι δύο τάσεις, ο Jean Monnet πρότεινε τη δημιουργία δύο ξεχωριστών Κοινοτήτων της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ.
Δ. Διεύρυνση και εμβάθυνση της κοινοτικής Ευρώπης
1. Η δύσκολη δεκαετία του 1960
Τα πρώτα χρόνια της κοινοτικής Ευρώπης δεν ήταν εύκολα. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη της ωρίμανσης των συνθηκών για τη λειτουργία ενός νέου διεθνούς οργανισμού, που αποφάσιζε μακράν της παραδοσιακής διακυβερνητικής διαδικασίας και άρα έπρεπε το κλίμα consensus στις αποφασιστικές διαδικασίες να γίνει κτήμα όλων, αλλά ήταν και η γαλλοβρετανική διαμάχη για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου που είχε ομολογήσει την αποτυχία της Συνθήκης της Στοκχόλμης της 6.1.1960, που ίδρυε την ΕΖΕΣ και είχε υποβάλει το
11
1961 αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που προσέκρουσε στην πολιτική και θεσμική άρνηση της Γαλλίας του Στρατηγού de Gaulle. Οι γαλλικές αντιρρήσεις προβλήθηκαν και στη δεύτερη βρετανική αίτηση του 1967, που συνοδεύονταν από ανάλογη αίτηση της Δανίας, Ιρλανδίας και Νορβηγίας.
Θα έπρεπε να αποσυρθεί ο de Gaulle στο Colombey Les Deux Eglises για να προκαλέσει ο διάδοχος του Georges Pompidou διάσκεψη στη Χάγη 1-2 Δεκεμβρίου 1969, στη δεύτερη μέρα της οποίας κατά την Προεδρεία της ΕΟΚ του βέλγου Πρωθυπουργού Jean Rey, η διάσκεψη οδηγήθηκε σε απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων, που το 1972 κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για την προσχώρηση. Η σχετική συνθήκη υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 22.1.1972 και ετέθη σε ισχύ την 1.1.1973 για τις τρεις χώρες, ενώ η Νορβηγία απέσυρε την αίτηση, μετά από αρνητικό δημοψήφισμα.
2. Η διεύρυνση προς δυσμάς
Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιήθηκε η πρώτη διεύρυνση της κοινοτικής Ευρώπης προς δυσμάς με την ένταξη των τριών νέων κρατών μελών, Ηνωμένου Βασιλείου, Δανίας και Ιρλανδίας, από τα οποία η Δανία και η Ιρλανδία με δημοψήφισμα ενέκριναν την ένταξη, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1974 δια της νέας βρετανικής κυβέρνησης εζήτησε επαναδιαπραγμάτευση για τους όρους ένταξης, αφορώσα, κυρίως, την κοινή αγροτική πολιτική, που συμφωνήθηκε, τελικά, στη διάσκεψη κορυφής του Δουβλίνου την 10-11 Μαρτίου 1975 και αφού εγκρίθηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων στις 22.4.1975 επικυρώθηκε και στο δημοψήφισμα την 5.6.1975. Aπό την πρώτη διεύρυνση προς δυσμάς η κοινοτική Ευρώπη βγήκε τραυματισμένη, αλλά ωριμότερη.
3. Η διεύρυνση προς τον ευρωπαϊκό Νότο
α. Η ένταξη της Ελλάδος
Η δεύτερη διεύρυνση της Κοινότητας αφορούσε την Ελλάδα, που προχώρησε από 1.1.1981.
Η χώρα αυτή είχε συνάψει την πρώτη συμφωνία σύνδεσης από 1.11.1962, κατ’ άρθρο 238 ΣυνθΕΟΚ, τελώντας υπό ένα ειδικό καθεστώς, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «προενταξιακό στάδιο». Το καθεστώς αυτό εσήμανε μια σχέση διεθνούς δικαίου στα πλαίσια της οποίας η συνδεδεμένη χώρα δεν καθίσταται «μέρος» της κοινότητας, αναπτύσσει όμως ουσιαστικούς και θεσμικούς δεσμούς με σκοπό τη δημιουργία συνθηκών προσχώρησης (άρθρ. 72 Συμφωνία Σύνδεσης), η οποία όμως δεν παρίσταται ως αυτόματη συνέπεια της σύνδεσης, αλλά ούτε αποτελεί και προϋπόθεση της προσχώρησης. Αποτελεί, ίσως, ένα ουσιαστικό και θεσμικό προστάδιο. Αυτό το προστάδιο μπορεί, κατά περίπτωση, να οδηγήσει σε προσχώρηση και να καταστεί και μόνιμη σχέση, αν κατά τη σχετική συμφωνία, η προσχώρηση δεν είναι ή δεν καταστεί εφικτή ή επιθυμητή.
Η συμφωνία των Αθηνών καθιέρωνε στενότατους ουσιαστικούς δεσμούς με την Κοινότητα και προέβλεπε ειδικά όργανα εποπτείας της λειτουργίας της σχέσης αυτής. Προέβλεπε την τελωνειακή ένωση των δύο μερών, αποκαθιστώντας ελευθερία κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων σε μια περίοδο 22 ετών και προέβλεπε ειδικό καθεστώς για τα γεωργικά προϊόντα, ενώ κατ’ άρθρο 72 εξαρτούσε την προσχώρηση της Ελλάδος στην Κοινότητα
12
από τη διαμόρφωση, εκ της λειτουργίας της συνδέσεως, συνθηκών στη χώρα αυτή, που θα επέτρεπαν την αποδοχή του συνόλου των υποχρεώσεων, που απορρέουν από την ιδρυτική συνθήκη της Κοινότητας για ένα κράτος μέλος, που όμως θα αποτελούσε αντικείμενο ειδικής συμφωνίας των μερών.
Όπως σαφώς προκύπτει από τη συμφωνία σύνδεσης, αυτό το προπαρασκευαστικό στάδιο θα έπρεπε να προετοιμάσει τα δύο μέρη, με έμφαση την Ελλάδα, για το επόμενο στάδιο προς δύο κατευθύνσεις, ήτοι αφ’ ενός την ελεύθερη κυκλοφορία των βιομηχανικών προϊόντων και την αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα ώστε ο τελευταίος να ενταχθεί στην κοινή αγροτική πολιτική. Το δεύτερο θα επετυγχάνετο με κοινοτικούς πόρους.
Το συμπέρασμα από τη λειτουργία της σύνδεσης στα πρώτα χρόνια της ήταν ότι η μεν απελευθέρωση της κυκλοφορίας των βιομηχανικών προϊόντων εξελίσσετο ομαλά και ανταποκρινόταν στα προβλεπόμενα διαδοχικά στάδια, ενώ η αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα, παρά την άντληση των χρηματοδοτικών ενισχύσεων, είχε προσκρούσει στο μόνιμο πρόβλημα των διαρθρωτικών αλλαγών στη χώρα, δηλαδή στη μη ελεγχόμενη και εποπτευόμενη διαδικασία διαρθρωτικών αλλαγών, με αποτέλεσμα οι αντλούμενοι πόροι να μη διοχετεύονται στην απαιτούμενη διαδικασία και να χάνεται, σε κάθε περίπτωση, πολύτιμος χρόνος. Την ευθύνη για την κατάσταση αυτή έφερε, κυρίως, η ελληνική διοίκηση, διότι κατά τη συμφωνία σύνδεσης η εναρμόνιση του γεωργικού τομέα θα επιτυγχάνεται με τη δική της ευθύνη και πρωτοβουλία.
Η εγκατάσταση μάλιστα του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967 είχε ως αποτέλεσμα να «παγώσει» η συμφωνία σύνδεσης, δηλαδή κυρίως η ροή των χρηματοδοτικών πόρων, ενώ η εναρμόνιση της εμπορικής πολιτικής των δύο μερών είχε ήδη προχωρήσει αρκετά και η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη.
Με την κατάρρευση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974 η κατάσταση της συμφωνίας σύνδεσης είχε εκφύγει, προδήλως, από κάθε έλεγχο, δηλαδή η μεν ελεύθερη κυκλοφορία των βιομηχανικών προϊόντων λειτουργούσε απόλυτα, ενώ ο γεωργικός τομέας ευρίσκετο στην προ του 1967 κατάσταση, με αποτέλεσμα τότε ακριβώς να δημιουργηθούν για την Ελλάδα οι αξεπέραστες δομικές αιτίες του μεγάλου ελλείμματος του ισοζυγίου των πληρωμών, που θα οδηγούσε αργότερα (2009) στη μεγαλύτερη δημοσιονομική κρίση που θα εβίωνε η χώρα αυτή.
Αν σ’ αυτή την κατάσταση προστεθεί και η νέα κατάσταση στην ισορροπία της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, που ήταν αποτέλεσμα πλήθους «προτιμησιακών συμφωνιών» που είχε συνάψει η Κοινότητα από το 1967 μέχρι το 1974 με μεσογειακές χώρες, που ανέτρεπαν το προβλεπόμενο ισοζύγιο της συμφωνίας σύνδεσης, εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι όταν η Ελλάδα υπέβαλε στις 12 Ιουνίου 1975 αίτηση προσχώρησης στην Κοινότητα, η κατάσταση στη χώρα ήταν τελείως διαφορετική, από εκείνη του 1961 και άρα η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, όπερ όμως δεν συνέβη.
Υπό αυτή την έννοια, ήταν ορθή η κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΣυνθΕΟΚ γνώμη της Επιτροπής να προταχθεί της προσχώρησης ένα προενταξιακό μεταβατικό στάδιο, που θα επέτρεπε να αποκατασταθούν οι συνθήκες, που για τους άνω λόγους ανωτέρας βίας, δεν είχαν επιτευχθεί.
13
Δυστυχώς ή ευτυχώς το Συμβούλιο με την ομόφωνη πολιτική απόφασή του τον Ιούλιο 1975 παραμέρισε τις ορθές προτάσεις της Επιτροπής και αποφάσισε την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για τους όρους προσχώρησης.
Έτσι απωλέσθη, δυστυχώς, μία ευκαιρία ισορροπημένης προενταξιακής διαδικασίας, η οποία επεβάλετο τεχνικώς, έστω και αν η πολιτική διάσταση των μετέπειτα εξελίξεων δικαίωσε την πρωτοβουλία της προσχώρησης. Υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Αθηνών της 28.5.1979, καθίστατο από 1.1.1981 το δέκατο μέλος της Κοινότητας[2].
β. Η ένταξη της Ιβηρικής Χερσονήσου
Μετά την αίτηση της Ελλάδας για προσχώρηση ήλθε η σειρά της Ιβηρικής Χερσονήσου να ζητήσει να ενταχθεί στην Κοινότητα. Ισπανία και Πορτογαλία, μετά την κατάρρευση των εκεί δικτατορικών καθεστώτων, υπέβαλαν τον Ιούλιο και Μάρτιο του 1977 αιτήσεις ένταξης στην Κοινότητα. Μάλιστα, η Επιτροπή με το από Απριλίου 1978 υπόμνημά της υπό τον τίτλο «Γενικές απόψεις για τα προβλήματα της διευρύνσεως» είχε προτείνει την από κοινού αντιμετώπιση των τριών αιτήσεων προσχώρησης των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, που είχε προκαλέσει την αντίδραση της ελληνικής πλευράς, που ήθελε ακριβώς να αποφύγει την κοινή αξιολόγηση των τριών αιτήσεων και επέμεινε μέχρι τέλους στην «ιδιαιτερότητα» της ελληνικής αίτησης.
Τελικά, Ισπανία και Πορτογαλία προσχώρησαν το 1986 και ολοκληρώθηκε μ’ αυτό τον τρόπο στη δεκαετία του 1990 η διεύρυνση προς τον ευρωπαϊκό νότο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πολιτική σταθεροποίηση των δημοκρατικών καθεστώτων και την οικονομική ανάπτυξη των τριών μεσογειακών χωρών, προκαλώντας όμως και μια επιβράδυνση της πολιτικής ανάπτυξης της κοινοτικής οικονομίας, λόγω της ανάγκης απορρόφησης των κραδασμών από την ένταξη των τριών νέων κρατών στη συνολική ρύθμιση της κοινοτικής ενοποιητικής διαδικασίας.
4. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Κατ’ άρθρο 2 της ΣυνθΕΟΚ προεβλέπετο η δημιουργία μιας κοινής αγοράς η οποία θα πραγματοποιείτο μ’ ένα μηχανισμό δράσεων που προεβλέπετο στο άρθρο 3 της συνθήκης.
Παρά τη συμπλήρωση τριάντα ετών λειτουργίας της Κοινότητας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η κοινή αγορά δεν υπήρχε, με την έννοια ότι παρά την εφαρμογή του κοινού εξωτερικού δασμολογίου και της κοινής εμπορικής πολιτικής έναντι των τρίτων χωρών, ακόμη και τον εξοπλισμό της Κοινότητος, δυνάμει των άρθρων 113 και 114 της ΣυνθΕΟΚ με αποκλειστικές αρμοδιότητες, κατάσταση που την καθιστούσε δυναμικό και αξιόπιστο εταίρο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, το εσωτερικό μέτωπο είχε ακόμη διαρθρωτικές αδυναμίες.
Πράγματι, μολονότι είχαν καταργηθεί οι εσωτερικοί δασμοί, οι ποσοτικοί περιορισμοί και τα μέσα ισοδύναμου αποτελέσματος με ζητούμενο την πλήρη ανάπτυξη των (τεσσάρων) κοινοτικών ελευθεριών, δηλαδή της ελευθερίας κίνησης προσώπων, υπηρεσιών, αγαθών και κεφαλαίων, παλαιά εμπόδια άργησαν να καταργηθούν και νέες κεκαλυμμένες μορφές
14
εθνικού προστατευτισμού εφευρίσκονταν από την διοικητική γραφειοκρατία των δώδεκα για να επιβραδύνουν τις εξελίξεις, που συμβιβάζονταν με τις κοινωνικές αντιδράσεις, εν ονόματι της εσωτερικής ηρεμίας των κρατών μελών.
Η σχετική εφευρετικότητα είχε πετύχει να δημιουργηθούν νέα φυσικά, τεχνικά, νομικά ακόμη και δημοσιονομικά εμπόδια (π.χ. διάφοροι συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας αλλά και ένα πλήθος άλλων αμέσων, εμμέσων ή κεκαλυμμένων φόρων), πού καθιστούσαν την κοινή αγορά, μετά από μια τριακονταετή μεταβατική περίοδο, ανέφικτο όραμα.
Αν σ’ αυτή την κατάσταση προσθέσει κανείς μια παραπαίουσα κοινή αγροτική πολιτική, που ανετρέπετο συνεχώς από την έλλειψη ουσιαστικής προόδου στην αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα και μια εντελώς ελλειμματική κοινοτική πολιτική μεταφορών, θα είχε μια πλήρη εικόνα του αδιεξόδου, που είχε προκληθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με την αλόγιστη διεύρυνση των έξι σε δώδεκα, από τους οποίους οι έξι προσχωρήσαντες ενταχθηκαν σε μια κοινότητα που είχε σχεδιασθεί για να λειτουργεί με έξι κράτη μέλη (τα κράτη του κοινοτικού βιομηχανικού βορρά) διαφορετικού βαθμού ανάπτυξης από τα έξ προσχωρήσαντα στη συνέχεια.
Αλλά η κατάσταση αυτή υπερέβη τα όρια και την ανάγκη εσωτερικής ολοκλήρωσης της κοινοτικής διαδικασίας της Κοινότητας και έπληττε την κοινοτική ανταγωνιστικότητα σε μια ραγδαία ενοποιούμενη παγκόσμια αγορά, σε αντίθεση με τη δυναμική των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας, που αξιοποιούσαν ραγδαία την εσωτερική τους ομοιογένεια και την μετέτρεπαν σε ανταγωνιστικότητα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της οικονομικής αποτελμάτωσης η λύση αναζητήθηκε στη συνθήκη Λουξεμβούργου/Χάγης του Φεβρουαρίου 1986, που αποκλήθηκε «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» (ΕΕΠ), που, αφού κυρώθηκε από τα κοινοβούλια των 12, άρχισε να ισχύει την 1.7.1987.
Με την ΕΕΠ διακηρυσσόταν η πολιτική βούληση των δώδεκα για την πραγμάτωση των σκοπών της ιδρυτικής συνθήκης, καθιερώνονταν ένας αποτελεσματικός μηχανισμός δράσεων για την επίτευξη του ζητούμενου, δηλαδή την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, της «Ευρώπης χωρίς σύνορα» μέχρι την 31.12.1992.
Ο μηχανισμός αυτός βασίσθηκε σε τρεις άξονες: την επέκταση του ενοποιητικού μηχανισμού στο σύνολο της οικονομίας, την πρόταση 300 κοινοτικών νομοθετημάτων, που καθιστούσαν την «εσωτερική αγορά» πραγματικότητα, καί την μεταρρύθμιση του συστήματος λήψης αποφάσεων με την αντικατάσταση της ομοφωνίας (που είχε καταστεί κανόνας με το συμβιβασμό του Λουξεμβούργου του 1966) από ειδική πλειοψηφία.
Η ΕΕΠ περιλαμβάνει προοίμιο και τριάντα τέσσερα άρθρα, διαρθρωμένα σε τέσσερις τίτλους, συνοδεύεται δε από μια τελική πράξη, που κατέγραψε ομόφωνα έντεκα δηλώσεις των κρατών της συνδιάσκεψης, που αποτελούν ερμηνευτικές δηλώσεις διαφόρων διατάξεων της ΕΕΠ και της ΣυνθΕΟΚ, και έντεκα δηλώσεις, που δεν αποτελούν μέρος της ΕΕΠ, δεν κυρώθηκαν από τα κράτη μέλη και εστερούντο τυπικής (νομικής) ισχύος, όχι μόνον έναντι των κρατών που έλαβαν γνώση αυτών, αλλά ακόμη και έναντι των κρατών που τις διατύπωσαν.
15
Ε. Πολιτική και συνταγματική προοπτική της ενωμένης Ευρώπης
1. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Την 1.1.1993, καταληκτική ημερομηνία εφαρμογής της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, είχαν πραγματοποιηθεί οι περισσότεροι στόχοι της ενιαίας αγοράς και ο σκοπός που υπαγορεύθηκε και εξυπηρετήθηκε από τη συνθήκη αυτή επιτεύχθηκε.
Πράγματι, στο πεδίο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων τα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια ήταν παρελθόν, ενώ τα έμμεσα εμπόδια δημοσιονομικού χαρακτήρα, που στην πράξη επιτυγχάνουν ισοδύναμο αποτέλεσμα, είχαν περιορισθεί στον ανωτέρω δημοσιονομικό τους ρόλο, αφού όλοι οι έμμεσοι φόροι εισπράττονταν αποκλειστικά στο κράτος της παραγωγής του αγαθού και της υπηρεσίας και άρα περιόριζαν τον «φορολογικό ανταγωνισμό» (tax shopping), την τάση δηλαδή των καταναλωτών να επιλέγουν τα αγαθά με κριτήρια τη φορολογική τους επιβάρυνση και να ευνοούν έτσι την εθνική παραγωγή σε επιθυμητά επίπεδα.
Στο πεδίο των υπηρεσιών η απελευθέρωση ήταν αλλού πλήρης, όπως π.χ. στον τομέα των τραπεζών και στον τομέα των ενδοκοινοτικών οδικών μεταφορών, και αλλού μερική, όπως π.χ. στις αεροπορικές μεταφορές και στον ασφαλιστικό τομέα.
Στον τομέα της ελευθερίας διακίνησης των προσώπων η πρόοδος ήταν σχεδόν πλήρης και είχε βασισθεί για τα περισσότερα κράτη στο σύμφωνο Schengen (που είχε πάντως και αυτό τις ρήτρες ασφαλείας) και το οποίο πάντως δεν ίσχυε στην Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Δανία. Η αλλαγή βέβαια του παγκόσμιου σκηνικού με τις παραμέτρους της παράνομης μετανάστευσης και της τρομοκρατίας ανέκοψε αιφνιδιαστικά και πρόωρα την εξέλιξη, αποδεικνύοντας όμως σε κάθε περίπτωση τις αντοχές της επιτευχθείσας προόδου σε όλες τις συνθήκες.
Στο πεδίο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων εντός της Κοινότητας η πρόοδος ήταν για τα περισσότερα κράτη πλήρης με την εξαίρεση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας που ακολούθησαν αργότερα, λόγω δομικών αδυναμιών.
Η επιτευχθείσα όμως πρόοδος με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ήταν όχι η κατάληξη, αλλά απλώς ενδιάμεσος σταθμός στην ενοποιητική διαδικασία. Μια νέα συνθήκη, αυτή που υπογράφηκε στις 7.2.1992 στο Μάαστριχτ, αποτέλεσε μια δομική αλλαγή στη διαδικασία ενοποίησης, πολύ ουσιαστικότερη και αυτής που επήλθε με την ΕΕΠ και ίσως ισοδύναμη με την αφετηρία της όλης προσπάθειας, δηλαδή τις ιδρυτικές συνθήκες.
Πράγματι, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ επέρχονται τρεις ουσιώδεις εξελίξεις στο όλο εγχείρημα.
1. Προκαλείται μια ποσοτική και ποιοτική αλλαγή στο πεδίο της κοινοτικής εξουσίας και άρα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, που καλείται εφεξής απλώς Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αναλαμβάνει περισσότερη εξουσία (σύγχρονου) κράτους, χωρίς όμως να καθίσταται κράτος.
2. Δρομολογείται ως εξέλιξη η ενοποίηση του συνόλου της κοινοτικής οικονομίας με τη δρομολόγηση της διαδικασίας προς την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που θα βασίζεται τελικώς σ’ ένα κοινό νόμισμα και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέχρι την