ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Ενωσιακής και Διεθνούς
- Έκδοση: 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 584
- ISBN: 978-960-654-137-7
- ISBN: 978-960-654-137-7
- Black friday εκδόσεις: 10%
Περιεχόμενα | |
Πρόλογος | Σελ. ΙΧ |
Παραποµπές βασικής βιβλιογραφίας | Σελ. ΧΧΙΧ |
Συντομογραφίες | Σελ. ΧΧXIIΙ |
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | |
Εισαγωγή στο δίκαιο των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ | |
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ | |
Ι. Η εργώδης εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας (1960-2000, 2015): από τον προïσχύσαντα Κανονισμό 1346/2000 στον ισχύοντα Κανονισμό 2015/848 | Σελ. 3 |
Α. Η εθνοκεντρικής αντίληψης προσέγγιση του διεθνούς χαρακτήρα της πτώχευσης | Σελ. 3 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 3 |
2. Τα συστήματα αντιμετώπισης της διεθνούς πτώχευσης | Σελ. 5 |
3. Η πρόκριση της σχετικοποιημένης καθολικότητας της διαδικασίας αφερεγγυότητας από το ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 6 |
Β. Ιστορική περιήγηση στον δύσβατο χώρο των διασυνοριακών πτωχεύσεων | Σελ. 10 |
1. Η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 και ο αποκλεισμός των πτωχευτικών διαδικασιών από το πεδίο εφαρμογής της | Σελ. 10 |
2. Η πρώτη περίοδος κύησης της ευρωπαϊκής ρύθμισης (1960-1980) και τα πρώτα συμβατικά σχέδια | Σελ. 11 |
α. Το δύστροπο σχέδιο σύμβασης του 1970 | Σελ. 11 |
β. Η αναθεωρημένη εκδοχή του σχεδίου σύμβασης του 1980 | Σελ. 13 |
γ. Η διακοπή της κύησης και το τέλος της πρώτης περιόδου | Σελ. 13 |
3. Η παρεμβολή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης επί ορισμένων διεθνών πτυχών της πτώχευσης (Σύμβαση Κωνσταντινουπόλεως, 1990) | Σελ. 13 |
4. Η δεύτερη περίοδος κύησης της ευρωπαϊκής ρύθμισης (1989-1995) και η δυστοκία του δεύτερου σχεδίου σύμβασης | Σελ. 17 |
5. Η παροχέτευση του δεύτερου σχεδίου σύμβασης στον Κανονισμό 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας και η ενεργοποίηση της ρήτρας προσαρμογής του: ο ισχύων Κανονισμός 2015/848 | Σελ. 19 |
ΙΙ. Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας | Σελ. 22 |
A. Η αργή πορεία προς τη διεθνή ομοιόμορφη ρύθμιση | Σελ. 22 |
Β. Η επιλογή του συντονισμού μέσω «πρότυπου νόμου»: πλεονεκτήματα και αδυναμίες | Σελ. 26 |
Γ. Το προφίλ του ΠΝ UNCITRAL για τη διασυνοριακή αφερεγγυότητα (Ν 3858/2010) | Σελ. 30 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ | |
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ | |
Ι. Επισκόπηση του ευρωπαϊκού δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας | Σελ. 32 |
Α. Σύνοψη των σημαντικότερων επεμβάσεων του Κανονισμού 2015/848 σε συσχετισμό προς τον προïσχύσαντα Κανονισμό 1346/2000 | Σελ. 32 |
1. Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής: η προσθήκη προπτωχευτικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εμπορικής και αστικής | Σελ. 32 |
2. Διεθνής δικαιοδοσία: η διατήρηση των δικαιοδοτικών συνδέσμων και η αποτροπή της άγρας ευνοϊκότερου δικαίου | Σελ. 36 |
3. Η εμμένουσα «βασική αρχή»: η άνευ ετέρου αναγνώριση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, κυρίας και δευτερευουσών | Σελ. 40 |
4. Το εφαρμοστέο επί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, κυρίας και δευτερευουσών, δίκαιο: ο κανόνας και συνθετική κατηγοριοποίηση των εξαιρέσεών του | Σελ. 43 |
5. To διευρυμένο καθήκον συνεννόησης: η υποχρέωση συνεργασίας των οργάνων συντρεχουσών διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά του ίδιου οφειλέτη | Σελ. 45 |
6. Όμιλοι εταιριών: η υποχρέωση συνεργασίας και το αίτημα του συντονισμού συντρεχουσών διαδικασιών αφερεγγυότητας κατά διαφορετικών οφειλετών (- εταιριών του ομίλου) | Σελ. 47 |
7. Καθεστώς δημοσιότητας: η δημιουργία ενδοκοινοτικώς διασυνδεδεμένων εθνικών μητρώων αφερεγγυότητας και ο εκτελεστικός Κανονισμός 2019/917 της 4.6.2019 | Σελ. 49 |
8. Αναγγελία απαιτήσεων: η διασφάλιση της συμμετοχής αλλοδαπών πιστωτών | Σελ. 51 |
9. Δευτερεύουσες διαδικασίες αφερεγγυότητας: ο κλονισμός των βεβαιοτήτων του προïσχύσαντος κανονισμού | Σελ. 53 |
10. Ρήτρα αναθεώρησης: η προοπτική της επαναξιολόγησης ρυθμίσεων του νέου κανονισμού | Σελ. 57 |
11. Επίμετρο: η ετοιμότητα των εθνικών δικαίων εν όψει της ανταπόκρισής τους σε ρυθμίσεις του κανονισμού | Σελ. 58 |
Β. Η κινητικότητα του ενωσιακού δικαίου της αφερεγγυότητας: η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 για την προληπτική αναδιάρθρωση | Σελ. 60 |
1. Η συμπληρωματική ενέργεια των ρυθμίσεων της Οδηγίας επί του Καν 848 | Σελ. 60 |
2. Η συμβατότητα των ρυθμίσεων του εθνικού πτωχευτικού δικαίου προς τις ρυθμίσεις της οδηγίας | Σελ. 62 |
IΙ. Επισκόπηση του διεθνούς δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας | Σελ. 65 |
Α. Κύριοι ρυθμιστικοί άξονες, με αναφορά υλοποίησης το Ν 3858/2010 | Σελ. 65 |
1. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 65 |
2. Αναγνώριση αλλοδαπών διαδικασιών | Σελ. 69 |
α. Προϋποθέσεις αναγνώρισης | Σελ. 69 |
i. Το δίπολο «κύριας» και «μη κύριας» διαδικασίας | Σελ. 69 |
ii. Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης | Σελ. 70 |
β. Η διαδικασία της αναγνώρισης | Σελ. 71 |
i. Η υποβολή αίτησης εκ μέρους του αλλοδαπού συνδίκου | Σελ. 71 |
ii. Υλική και τοπική αρμοδιότητα | Σελ. 72 |
iii. Η απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου | Σελ. 74 |
γ. Συνέπειες της αναγνώρισης | Σελ. 75 |
i. Δυνητική προσωρινή προστασία πριν την αναγνώριση | Σελ. 75 |
ii. Αυτόματες συνέπειες αναγνώρισης κύριας διαδικασίας | Σελ. 76 |
iii. Δυνητικές συνέπειες αναγνώρισης | Σελ. 78 |
iv. Ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας | Σελ. 80 |
v. Μη προβλεπόμενες συνέπειες | Σελ. 81 |
δ. Δικαίωμα πρόσβασης | Σελ. 83 |
i. Του αλλοδαπού συνδίκου | Σελ. 83 |
ii. Των αλλοδαπών δανειστών | Σελ. 85 |
ε. Συντονισμός διαδικασιών | Σελ. 86 |
i. Συνεργασία ημεδαπών και αλλοδαπών οργάνων | Σελ. 86 |
ii. Συντονισμός αποτελεσμάτων συντρεχουσών διαδικασιών | Σελ. 87 |
Β. Αλλοδαπά παραδείγματα ενσωμάτωσης | Σελ. 89 |
1. Το αμερικανικό παράδειγμα ενσωμάτωσης: US Chapter 15 | Σελ. 89 |
α. Στόχοι και προϋποθέσεις | Σελ. 89 |
β. Συνέπειες | Σελ. 93 |
2. H βρετανική ρύθμιση (CBIR 2006) | Σελ. 97 |
3. Η πρόσφατη άφιξη της Σιγκαπούρης | Σελ. 102 |
4. Ρύθμιση διεθνούς πτώχευσης εκτός ΠΝ | Σελ. 103 |
Γ. Βασικές διαφορές διεθνούς και ενωσιακής πτώχευσης | Σελ. 105 |
1. Ως προς τα κριτήρια ενεργοποίησης | Σελ. 105 |
2. Ως προς τις ρυθμιστικές διαφορές | Σελ. 108 |
Δ. Σύγκρουση της ρύθμισης της διασυνοριακής πτώχευσης με διεθνώς ομοιόμορφους κανόνες | Σελ. 109 |
1. Κανονισμός 2015/848 vs. διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο | Σελ. 110 |
α. Φύση διεθνούς κανόνα και πιθανότητα σύγκρουσης | Σελ. 110 |
β. Εργαλεία άμβλυνσης της σύγκρουσης | Σελ. 112 |
i. Η ιεράρχηση των κανόνων: κριτήριο αναγκαίο, αλλά όχι επαρκές | Σελ. 112 |
ii. Το χρονικό κριτήριο της κήρυξης αφερεγγυότητας | Σελ. 115 |
iii. Η ad hoc εξέταση της ratio του διεθνούς κανόνα | Σελ. 116 |
γ. Απόπειρες συντονισμού | Σελ. 118 |
i. Συντονισμός με ειδικές ρυθμίσεις διωκτικών μέτρων ή αναγνώρισης αποφάσεων | Σελ. 118 |
γ1. Το παράδειγµα της ΔΣ 1952 για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων | Σελ. 118 |
γ2. Το παράδειγµα της ΔΣ Νέας Υόρκης 1958 για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων | Σελ. 120 |
ii. Συντονισμός με διεθνή καθεστώτα οιονεί συλλογικών διαδικασιών | Σελ. 123 |
2. ΠΝ UNCITRAL και διεθνές ομοιόμορφο δίκαιο | Σελ. 125 |
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | |
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ | |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ | |
Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 2015/848 | |
Ι. Γενικά: Το ρυθμιστικό αντικείμενο του άρθρου 1 - ερμηνευτική προσέγγιση | Σελ. 129 |
Α. Το πεδίο εφαρμογής: έννοια | Σελ. 129 |
Β. Ερμηνευτική προσέγγιση · ειδικότερα αναφορικά με το περιεχόμενο του άρθρου 1 | Σελ. 130 |
ΙΙ. Το καθ’ ύλην (αντικειμενικό) πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού | Σελ. 133 |
Α. Προδιάθεση: η δομή της ρύθμισης και οι καινοτομίες του Κανονισμού | Σελ. 133 |
Β. Τα κατ’ ιδίαν κριτήρια του άρθρου 1 παρ. 1 | Σελ. 135 |
1. Συλλογικότητα της διαδικασίας | Σελ. 135 |
2. Δημόσιος χαρακτήρας της διαδικασίας | Σελ. 138 |
3. Σύνδεση της διαδικασίας με την αφερεγγυότητα | Σελ. 139 |
4. Επιπτώσεις της διαδικασίας επί της περιουσίας του οφειλέτη | Σελ. 141 |
5. Σκοπός της διαδικασίας | Σελ. 144 |
Γ. Η σχέση του άρθρου 1 και του Παραρτήματος Α του Κανονισμού | Σελ. 146 |
ΙΙΙ. Το κατ’ έκταση (προσωπικό) πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού | Σελ. 148 |
Α. Μεθοδολογία οριοθέτησης του κατ’ έκταση πεδίου εφαρμογής | Σελ. 148 |
Β. Η αποσύνδεση από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των αφερέγγυων προσώπων | Σελ. 149 |
Γ. Η εξαίρεση: (αφερέγγυα) πιστωτικά ιδρύματα και (αφερέγγυες) ασφαλιστικές επιχειρήσεις | Σελ. 151 |
Δ. Η περίπτωση του ομίλου (αφερέγγυων) εταιρειών | Σελ. 153 |
IV. H κατά τόπον οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού | Σελ. 154 |
V. Η χρονική οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού | Σελ. 157 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ | |
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΚΥΡΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ | |
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Το νέο άρθρο 3, σύγκριση με προϊσχύσαν άρθρο 3 Κανονισμού 1346/2000 | Σελ. 160 |
ΙΙ. Η έννοια του κέντρου των κυρίων συμφερόντων (COMI) του οφειλέτη (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. 1, υποεδάφιο 1) | Σελ. 165 |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 165 |
Β. Κρίσιμος χρόνος | Σελ. 165 |
Γ. Ο νομοθετικός ορισμός (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. 1 υποεδ. 2 Κανονισμού 848, αιτ. σκ. 13 Κανονισμού 1346) | Σελ. 169 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 169 |
2. Τόπος διοίκησης των συμφερόντων του οφειλέτη | Σελ. 172 |
3. Επαληθευσιμότητα από τους τρίτους | Σελ. 173 |
Δ. Τα τεκμήρια του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. 2, 3 και 4 | Σελ. 176 |
1. Απόδειξη του εναντίου | Σελ. 176 |
2. Εταιρίες και νομικά πρόσωπα | Σελ. 178 |
α. Μεταφορά της καταστατικής έδρας | Σελ. 178 |
β. Ανατροπή του τεκμηρίου | Σελ. 180 |
3. Φυσικά πρόσωπα | Σελ. 182 |
α. Φυσικά πρόσωπα που ασκούν ανεξάρτητη επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα | Σελ. 183 |
β. Άλλα φυσικά πρόσωπα | Σελ. 185 |
Ε. Η ύποπτη περίοδος (période suspecte, looking back period) | Σελ. 188 |
ΙΙΙ. Συγκρούσεις δικαιοδοσίας | Σελ. 190 |
Α. Θετικές συγκρούσεις | Σελ. 190 |
Β. Αρνητικές συγκρούσεις | Σελ. 191 |
IV. Έλεγχος της διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 4) | Σελ. 191 |
A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 191 |
Β. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της διεθνούς δικαιοδοσίας | Σελ. 193 |
Γ. Υποχρέωση αιτιολόγησης | Σελ. 196 |
Δ. Έλεγχος και αιτιολόγηση από το διαχειριστή αφερεγγυότητας (άρθρο 4 παρ. 2) | Σελ. 197 |
V. Δικαστικός έλεγχος της απόφασης για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 5) | Σελ. 198 |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 198 |
Β. Προσβολή της απόφασης για λόγους διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 5 παρ. 1) | Σελ. 199 |
1. Αντικείμενο αμφισβήτησης | Σελ. 199 |
2. Ο λόγος αμφισβήτησης της απόφασης | Σελ. 200 |
3. Ενεργητική νομιμοποίηση | Σελ. 201 |
4. Η διαδικασία | Σελ. 202 |
Γ. Προσβολή της απόφασης για άλλους λόγους και από άλλα πρόσωπα (άρθρο 5 παρ. 2) | Σελ. 203 |
VI. Διεθνής δικαιοδοσία για τις αγωγές με παρακολουθηματικό χαρακτήρα (άρθρο 6) | Σελ. 204 |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 204 |
Β. Πεδίο εφαρμογής (χρονικό, προσωπικό, εδαφικό, αντικειμενικό) | Σελ. 207 |
1. Χρονικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 207 |
2. Προσωπικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 208 |
3. Εδαφικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 209 |
4. Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής | Σελ. 210 |
Γ. Έκταση των κανόνων δικαιοδοσίας | Σελ. 211 |
1. Διεθνής δικαιοδοσία | Σελ. 211 |
2. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας | Σελ. 212 |
Δ. Οριοθέτηση των παρεπόμενων αγωγών (άρθρο 6 παρ. 1) | Σελ. 215 |
1. Γενικά κριτήρια | Σελ. 215 |
2. Περιπτωσιολογία (θετικός και αρνητικός κατάλογος) | Σελ. 218 |
α. Θετικός κατάλογος | Σελ. 218 |
β. Αρνητικός κατάλογος | Σελ. 220 |
Ε. Οι συναφείς αγωγές (άρθρο 6 παρ. 2 και 3) | Σελ. 223 |
1. Σκοπός και πεδίο εφαρμογής | Σελ. 223 |
2. Προϋποθέσεις για την επιλογή δικαιοδοσίας | Σελ. 224 |
α. Αγωγή με ενάγοντα το διαχειριστή σε αστική ή εμπορική υπόθεση | Σελ. 224 |
β. Κατοικία του ή των εναγομένων | Σελ. 225 |
γ. Συνάφεια των αγωγών (άρθρο 6 παρ. 3) | Σελ. 226 |
δ. Συνένωση των αγωγών | Σελ. 227 |
3. Ειδικότερα ζητήματα | Σελ. 228 |
α. Ανεπαρκής συνάφεια | Σελ. 228 |
β. Ελλείψεις της αγωγής κατά του «βασικού εναγομένου» | Σελ. 228 |
γ. Περάτωση της δίκης κατά του «βασικού εναγομένου» | Σελ. 228 |
δ. Μεταφορά της κατοικίας του «βασικού εναγομένου» | Σελ. 229 |
ε. Εφαρμοστέο δίκαιο | Σελ. 229 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ | |
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ - Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ | |
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις στο Κεφάλαιο ΙΙΙ του Κανονισμού 848 | Σελ. 230 |
Α. Το μοντέλο της τροποποιημένης καθολικότητας | Σελ. 230 |
Β. Η δευτερεύουσα διαδικασία | Σελ. 232 |
1. Οι λειτουργίες της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 232 |
2. Η ιεραρχική σχέση μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 233 |
3. Τα μέτρα για την περιστολή των αρνητικών αποτελεσμάτων της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 236 |
ΙΙ. Το άνοιγμα των τοπικών διαδικασιών | Σελ. 238 |
Α. Η δευτερεύουσα διαδικασία (άρθρο 3 παρ. 2 και 3, άρθρο 34) | Σελ. 238 |
1. Προϋποθέσεις (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. 1, άρθρο 34 εδ. 1 και 2) | Σελ. 238 |
α. Κήρυξη της κύριας διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος | Σελ. 239 |
β. Εγκατάσταση στην ημεδαπή (άρθρο 2 αριθ. 10) | Σελ. 242 |
γ. Το ζήτημα της θεώρησης της θυγατρικής ως εγκατάστασης της μητρικής | Σελ. 246 |
δ. Μη επανεξέταση του λόγου αφερεγγυότητας (άρθρο 34 εδ. 2) | Σελ. 248 |
ε. Άλλες προϋποθέσεις (κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμοδιότητα, σκοπιμότητα για την έναρξη της δευτερεύουσας διαδικασίας) | Σελ. 250 |
2. Νομιμοποιούμενοι να ζητήσουν την κήρυξη της δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 37) | Σελ. 251 |
α. Νομιμοποίηση του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας (άρθρο 37 παρ. 1 στ. α’) | Σελ. 251 |
β. Υπόλοιπα νομιμοποιούμενα πρόσωπα και αρχές (άρθρο 37 παρ. 1 στ. β’) | Σελ. 254 |
i. Αίτηση πιστωτή | Σελ. 254 |
ii. Αίτηση «αρχής» | Σελ. 255 |
iii. Αίτηση οφειλέτη | Σελ. 256 |
3. Προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως για κήρυξη δευτερεύουσας διαδικασίας σε περίπτωση ανάληψης δεσμεύσεων (άρθρο 37 παρ. 2) | Σελ. 257 |
4. Αποτελέσματα (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. 2, άρθρο 34 εδ. 3) | Σελ. 258 |
α. Ενεργητικό | Σελ. 258 |
β. Παθητικό | Σελ. 263 |
γ. Περιορισμός των αποτελεσμάτων της κύριας διαδικασίας | Σελ. 263 |
δ. Διαχειριστής της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 264 |
ε. Ανάθεση της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας της δευτερεύουσας διαδικασίας στον οφειλέτη | Σελ. 265 |
Β. Η ανεξάρτητη τοπική διαδικασία (άρθρο 3 παρ. 4) | Σελ. 265 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 265 |
2. Οι προϋποθέσεις επιτρεπτού | Σελ. 267 |
α. Αδυναμία κήρυξης κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας στο κράτος του COMI (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. 1 στ. α’) | Σελ. 267 |
β. Απαίτηση του αιτούντος πιστωτή από τη λειτουργία της εγκατάστασης (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. 1 στ. β’ i) | Σελ. 268 |
γ. Δικαίωμα υποβολής αιτήσεως από δημόσια αρχή κατά το δίκαιο του κράτους της εγκατάστασης (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. 1 στ. β’ ii)) | Σελ. 269 |
3. Αυτοτελής εξέταση του λόγου αφερεγγυότητας | Σελ. 270 |
4. Πτωχευτική περιουσία της ανεξάρτητης τοπικής διαδικασίας | Σελ. 271 |
α. Ενεργητικό | Σελ. 271 |
β. Παθητικό | Σελ. 271 |
5. Η αυτόματη μετατροπή της ανεξάρτητης τοπικής σε δευτερεύουσα διαδικασία (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. 2, άρθρο 50) | Σελ. 271 |
Γ. Προκαταβολή εξόδων για το άνοιγμα τοπικής διαδικασίας (άρθρο 40) | Σελ. 274 |
IΙΙ. Εφαρμοστέο δίκαιο (άρθρο 35) | Σελ. 275 |
Α. Επί της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 275 |
1. Εφαρμογή της lex fori | Σελ. 275 |
2. Εξαιρέσεις | Σελ. 276 |
Β. Επί της ανεξάρτητης τοπικής διαδικασίας | Σελ. 278 |
IV. Η αποφυγή κήρυξης δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας, ιδίως η συνθετική δευτερεύουσα διαδικασία | Σελ. 278 |
Α. Δικαίωμα ανάληψης δέσμευσης με σκοπό την αποφυγή της δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας (Συνθετική Δευτερεύουσα) | Σελ. 278 |
1. Σκοπός και λειτουργία της διαδικασίας | Σελ. 278 |
2. Το περιεχόμενο της δεσμεύσεως | Σελ. 280 |
α. Τυπικά χαρακτηριστικά της δεσμεύσεως | Σελ. 280 |
β. Ουσιαστικά χαρακτηριστικά της δεσμεύσεως | Σελ. 282 |
3. Η διαδικαστική υποχρέωση έγκρισης της δεσμεύσεως | Σελ. 284 |
α. Η έννοια των «συμμετεχόντων πιστωτών» | Σελ. 284 |
β. Η έγκριση της δεσμεύσεως από τους γνωστούς τοπικούς πιστωτές | Σελ. 287 |
γ. Ο βαθμός δεσμεύσεως των συμμετεχόντων πιστωτών | Σελ. 289 |
4. Εναλλακτική επιλογή: Αναστολή κήρυξης δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 291 |
Β. Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής | Σελ. 292 |
1. Διεθνής Δικαιοδοσία & Εφαρμοστέο Δίκαιο | Σελ. 292 |
α. Διεθνής Δικαιοδοσία | Σελ. 292 |
β. Εφαρμοστέο Δίκαιο | Σελ. 294 |
2. Ευθύνη Διαχειριστή αφερεγγυότητας | Σελ. 295 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ | |
Τα μέτρα συντονισμού της δευτερεύουσας προς την κύρια διαδικασία | |
Ι. Μέτρα συντονισμού στο στάδιο κήρυξης της δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 38, 39) | Σελ. 297 |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 297 |
Β. Ουσιαστικού δικαίου μέτρα συντονισμού (άρθρο 38) | Σελ. 298 |
1. Ενημέρωση και ακρόαση του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας (άρθρο 38 παρ. 1) | Σελ. 298 |
2. Απόρριψη της αιτήσεως για έναρξη δευτερεύουσας διαδικασίας μετά την ανάληψη δέσμευσης (άρθρο 38 παρ. 2) | Σελ. 300 |
α. Αίτηση του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας | Σελ. 300 |
β. Υποχρεωτική δέσμευση | Σελ. 301 |
γ. Επαρκής προστασία των γενικών συμφερόντων των τοπικών πιστωτών | Σελ. 302 |
3. Αναστολή της κήρυξης της δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 38 παρ. 3) | Σελ. 303 |
α. Προϋποθέσεις | Σελ. 304 |
i. Προσωρινή αναστολή των ατομικών διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια διαδικασία | Σελ. 304 |
ii. Διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του | Σελ. 305 |
iii. Αίτηση του διαχειριστή ή του οφειλέτη στον οποίο έχει ανατεθεί η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας | Σελ. 306 |
iv. Προστασία των συμφερόντων των τοπικών πιστωτών | Σελ. 307 |
β. Αποτελέσματα | Σελ. 307 |
i. Διάρκεια της αναστολής | Σελ. 307 |
ii. Ανάκληση της αναστολής | Σελ. 308 |
4. Κήρυξη διαφορετικού είδους δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 38 παρ. 4) | Σελ. 309 |
α. Αίτηση του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας | Σελ. 309 |
β. Συνδρομή των προϋποθέσεων της lex concursus secundarii | Σελ. 310 |
γ. Καταλληλότητα της διαδικασίας | Σελ. 310 |
Γ. Δικονομικού δικαίου μέτρα συντονισμού (άρθρο 39) | Σελ. 311 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 311 |
2. Νομιμοποιούμενα πρόσωπα | Σελ. 312 |
3. Αρμόδιο δικαστήριο | Σελ. 312 |
4. Αντικείμενο αμφισβήτησης και λόγοι αμφισβήτησης της κήρυξης της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 313 |
Δ. Ασφαλιστικά μέτρα στο κράτος της εγκατάστασης μετά από αίτηση του προσωρινού διαχειριστή της κύριας διαδικασίας (άρθρο 52) | Σελ. 313 |
1. Σκοπός | Σελ. 313 |
2. Προϋποθέσεις | Σελ. 314 |
α. Υποβολή αιτήσεως για κήρυξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας | Σελ. 314 |
β. Εγκατάσταση του οφειλέτη στο άλλο κράτος μέλος | Σελ. 315 |
γ. Αίτηση του «προσωρινού διαχειριστή» | Σελ. 316 |
3. Επιτρεπτά μέτρα | Σελ. 317 |
ΙΙ. Μέτρα συντονισμού μετά το άνοιγμα της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 318 |
Α. Συνεργασία και επικοινωνία (άρθρα 41-44) | Σελ. 318 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 318 |
2. Μεταξύ διαχειριστών αφερεγγυότητας (άρθρο 41) | Σελ. 319 |
α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 319 |
β. Υποκείμενα των υποχρεώσεων συνεργασίας (άρθρο 41 παρ. 1 και 3) | Σελ. 322 |
γ. Η εξειδίκευση της συνεργασίας στο άρθρο 41 παρ. 2 | Σελ. 324 |
i. Κοινοποίηση πληροφοριών (άρθρο 41 παρ. 2 στ. α’) | Σελ. 324 |
ii. Διερεύνηση της δυνατότητας αναδιάρθρωσης (άρθρο 41 παρ. 2 στ. β’) | Σελ. 327 |
iii. Συντονισμός της διαχείρισης της ρευστοποίησης ή χρήσης της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 41 παρ. 2 στ. γ’) | Σελ. 327 |
iv. Συμβατικές μορφές συνεργασίας - Πρωτόκολλα | Σελ. 329 |
δ. Όρια της υποχρέωσης συνεργασίας | Σελ. 331 |
ε. Κυρώσεις | Σελ. 332 |
3. Μεταξύ δικαστηρίων (άρθρο 42) | Σελ. 333 |
α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 333 |
β. Δικαίωμα και υποχρέωση σε συνεργασία και επικοινωνία κατά το άρθρο 42 παρ. 1 | Σελ. 334 |
i. Συνεργασία και επικοινωνία | Σελ. 334 |
ii. Μεταξύ δικαστηρίων | Σελ. 334 |
iii. Έκταση συνεργασίας | Σελ. 335 |
iv. Διορισμός ανεξάρτητου προσώπου ή φορέα (άρθρο 42 παρ. 1 εδ. 2) | Σελ. 336 |
v. Όρια της συνεργασίας και επικοινωνίας | Σελ. 337 |
vi. Γλώσσα της επικοινωνίας | Σελ. 337 |
γ. Πραγματοποίηση της συνεργασίας και επικοινωνίας | Σελ. 337 |
i. Απευθείας συνεργασία (άρθρο 42 παρ. 2) | Σελ. 337 |
ii. Ενδεικτικές μορφές συνεργασίας (άρθρο 42 παρ. 3) | Σελ. 338 |
4. Μεταξύ διαχειριστών αφερεγγυότητας και δικαστηρίων (άρθρο 43) | Σελ. 340 |
α. Σκοπός και συμμετέχοντες | Σελ. 340 |
β. Δικαίωμα και υποχρέωση σε συνεργασία και επικοινωνία | Σελ. 341 |
i. Συνεργασία με το διαχειριστή της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 43 παρ. 1 στ. α’) | Σελ. 342 |
ii. Συνεργασία με το διαχειριστή της τοπικής και δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 43 παρ. 1 στ. β’ και γ’) | Σελ. 343 |
γ. Περιορισμοί | Σελ. 343 |
5. Κόστος συνεργασίας (άρθρο 44) | Σελ. 344 |
Β. Αναστολή της ρευστοποίησης της περιουσίας της δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 46) | Σελ. 345 |
1. Σκοπός | Σελ. 345 |
2. Προϋποθέσεις για την αναστολή (άρθρο 46 παρ. 1) | Σελ. 347 |
α. Αίτηση | Σελ. 347 |
β. Αρμόδιο δικαστήριο | Σελ. 347 |
γ. Αντικείμενο | Σελ. 347 |
δ. Προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών της κύριας διαδικασίας | Σελ. 348 |
3. Απόφαση επί της αιτήσεως για αναστολή | Σελ. 349 |
α. Απόρριψη της αιτήσεως (άρθρο 46 παρ. 1 εδ. 3) | Σελ. 349 |
β. Αποδοχή της αιτήσεως | Σελ. 349 |
4. Διάρκεια της αναστολής (άρθρο 46 παρ. 1 εδ. 4 και 5) | Σελ. 351 |
5. Παύση της αναστολής (άρθρο 46 παρ. 2) | Σελ. 351 |
α. Προϋποθέσεις | Σελ. 351 |
β. Έννομες συνέπειες | Σελ. 354 |
Γ. Μετατροπή της δευτερεύουσας διαδικασίας μετά από αίτηση του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 51) | Σελ. 354 |
1. Σκοπός και σχέση με το άρθρο 38 παρ. 4 | Σελ. 354 |
2. Προϋποθέσεις για τη μετατροπή | Σελ. 355 |
α. Κηρυχθείσα δευτερεύουσα διαδικασία (άρθρο 51 παρ. 1) | Σελ. 355 |
β. Αίτηση (άρθρο 51 παρ. 1) | Σελ. 356 |
γ. Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή | Σελ. 357 |
3. Έννομες συνέπειες | Σελ. 358 |
4. Ο μη εξαντλητικός χαρακτήρας της ρύθμισης | Σελ. 358 |
ΙΙΙ. Η περάτωση της δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 358 |
Α. Δικαίωμα του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας να προτείνει σχέδια αναδιοργάνωσης (άρθρο 47) | Σελ. 358 |
1. Σκοπός | Σελ. 358 |
2. Προϋποθέσεις (άρθρο 47 παρ. 1) | Σελ. 360 |
α. Μέτρα που περατώνουν τη δευτερεύουσα διαδικασία | Σελ. 360 |
β. Δικαίωμα του διαχειριστή της κύριας διαδικασίας | Σελ. 360 |
γ. Αποδέκτης της πρότασης | Σελ. 361 |
3. Περιορισμός των εξωεδαφικών αποτελεσμάτων του σχεδίου αναδιάρθρωσης στη δευτερεύουσα διαδικασία (άρθρο 47 παρ. 2) | Σελ. 362 |
Β. Συνέπειες της περάτωσης μίας διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 48) | Σελ. 363 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 363 |
2. Αυτοτέλεια των παράλληλων εκκρεμών διαδικασιών (άρθρο 48 παρ. 1) | Σελ. 363 |
3. Συνέχιση της λυθείσας εταιρίας (άρθρο 48 παρ. 2) | Σελ. 364 |
Γ. Απόδοση του πλεονάσματος της δευτερεύουσας διαδικασίας (άρθρο 49) | Σελ. 365 |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 365 |
2. Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις | Σελ. 366 |
3. Έννομες συνέπειες | Σελ. 367 |
Κεφάλαιο εβδομο | |
Εφαρμοστέο δίκαιο επί της κύριας και των δευτερευουσών διαδικασιών αφερεγγυότητας | |
Ι. Εισαγωγικά | Σελ. 368 |
ΙΙ. Γενικός κανόνας - Άρθρο 7 | Σελ. 369 |
ΙΙΙ. Εξαιρέσεις | Σελ. 381 |
Α. Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων (άρθρο 8) | Σελ. 381 |
1. Γενικά | Σελ. 381 |
2. Περιουσιακά στοιχεία ανήκοντα στον οφειλέτη | Σελ. 384 |
Β. Συμψηφισμός (άρθρο 9) | Σελ. 388 |
Γ. Επιφύλαξη κυριότητας (άρθρο 10) | Σελ. 390 |
Δ. Σύμβαση με αντικείμενο ακίνητο (άρθρο 11) | Σελ. 393 |
Ε. Συστήματα πληρωμής και χρηματαγορές (άρθρο 12) | Σελ. 396 |
ΣΤ. Σύμβαση εργασίας (άρθρο 13) | Σελ. 399 |
Ζ. Αποτελέσματα επί των δικαιωμάτων που υπόκεινται σε καταχώριση (άρθρο 14) | Σελ. 402 |
Η. Ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας με ενιαία ισχύ και κοινοτικά σήματα (άρθρο 15) | Σελ. 404 |
Θ. Επιβλαβείς πράξεις (άρθρο 16) | Σελ. 406 |
1. Γενικά | Σελ. 406 |
2. Κριτική του άρθρου 16 Αναδιατυπωμένου Κανονισμού (άρθρου 13 του Καν 1346/2000) | Σελ. 413 |
Ι. Προστασία του αποκτώντος τρίτου (άρθρο 17) | Σελ. 415 |
Κ. Αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί εκκρεμών δικών ή διαιτητικών διαδικασιών (άρθρο 18) | Σελ. 417 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ | |
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΩΝ | |
Ι. Συνθετικές παρατηρήσεις: η αρχή της άμεσης αναγνώρισης και η απεξάρτησή της από όρους αναβολής ή παρεμπόδισής της | Σελ. 423 |
ΙΙ. Η αναγνώριση της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας και η διασυνοριακή απήχηση των αποτελεσμάτων της | Σελ. 427 |
Α. Η βασική αρχή: η άμεση αναγνώριση της εναρκτήριας απόφασης | Σελ. 427 |
Β. Η πολλαπλασιαστική ενέργεια της άμεσης αναγνώρισης της εναρκτήριας απόφασης | Σελ. 428 |
1. Η διάχυση των αποτελεσμάτων της εναρκτήριας απόφασης στα κράτη μέλη | Σελ. 428 |
2. Η αναγνώριση και το εκτελεστό άλλων αποφάσεων | Σελ. 430 |
α. Η αναγνώριση άλλων αποφάσεων | Σελ. 430 |
β. Το εκτελεστό των αποφάσεων | Σελ. 432 |
γ. Λόγοι απόρριψης της αίτησης εκτέλεσης | Σελ. 435 |
3. Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης | Σελ. 435 |
α. Το περιεχόμενο και η έκταση της επιφύλαξης | Σελ. 435 |
β. Το ζήτημα στη νομολογία | Σελ. 438 |
Γ. Η διασυνοριακή δράση του συνδίκου και τα όρια της διάχυσης των εξουσιών του | Σελ. 440 |
1. Διατυπώσεις νομιμοποίησης του συνδίκου | Σελ. 440 |
2. Η διασυνοριακή άσκηση των εξουσιών του συνδίκου | Σελ. 440 |
3. Ειδικότερα, η επείγουσα λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη | Σελ. 442 |
ΙΙΙ. Το ζήτημα της αναγνώρισης και των αποτελεσμάτων της αναγόμενο στην κλίμακα τοπικών διαδικασιών αφερεγγυότητας | Σελ. 444 |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 444 |
Β. Κοινές ρυθμίσεις για την κύρια και τις τοπικές διαδικασίες αφερεγγυότητας | Σελ. 445 |
Γ. Ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τις τοπικές, ανεξάρτητες και δευτερεύουσες, διαδικασίες αφερεγγυότητας | Σελ. 447 |
1. Αποτελέσματα της αναγνώρισης | Σελ. 447 |
2. Εξουσίες του συνδίκου | Σελ. 449 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ENATO | |
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ | |
Ι. Αναγγελία απαιτήσεων (άρθρα 45, 53, 54, 55) | Σελ. 452 |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 452 |
Β. Δικαίωμα του πιστωτή να αναγγείλει την απαίτηση (άρθρο 45 παρ. 1) | Σελ. 453 |
Γ. Αναγγελία από το διαχειριστή αφερεγγυότητας (άρθρο 45 παρ. 2) | Σελ. 455 |
1. Επωφελής χαρακτήρας της αναγγελίας | Σελ. 455 |
2. Αναγγελτέες απαιτήσεις | Σελ. 456 |
3. Δικαίωμα συμμετοχής του διαχειριστή αφερεγγυότητας στην άλλη διαδικασία (άρθρο 45 παρ. 3) | Σελ. 458 |
Δ. Δικαιώματα αλλοδαπών πιστωτών (άρθρα 53, 54, 55) | Σελ. 459 |
1. Ενημέρωση αλλοδαπών πιστωτών (άρθρο 54) | Σελ. 459 |
α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και σκοπός | Σελ. 459 |
β. Υπόχρεοι και δικαιούχοι ενημέρωσης | Σελ. 459 |
γ. Μορφή, περιεχόμενο και χρόνος ενημέρωσης (άρθρο 54 παρ. 2) | Σελ. 460 |
δ. Ενημέρωση μέσω τυποποιημένου εντύπου (άρθρο 54 παρ. 3 και 4) | Σελ. 461 |
ε. Παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης | Σελ. 462 |
2. Αναγγελία απαιτήσεων αλλοδαπών πιστωτών (άρθρα 53, 55) | Σελ. 462 |
α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις και σκοπός | Σελ. 462 |
β. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 463 |
γ. Επιτρεπτά μέσα επικοινωνίας και απαγόρευση επιβολής εκπροσώπησης από δικηγόρο | Σελ. 464 |
δ. Αναγγελία απαίτησης με χρήση του τυποποιημένου εντύπου αναγγελίας (άρθρο 55) | Σελ. 465 |
i. Περιεχόμενο του τυποποιημένου εντύπου (άρθρο 55 παρ. 2 και 3) | Σελ. 465 |
ii. Αναγγελία απαίτησης χωρίς χρήση του εντύπου (άρθρο 55 παρ. 4) | Σελ. 466 |
iii. Γλώσσα της αναγγελίας της απαίτησης (άρθρο 55 παρ. 5) | Σελ. 466 |
iv. Προθεσμία αναγγελίας (άρθρο 55 παρ. 6) | Σελ. 467 |
v. Πλημμελής ή μη πλήρης αναγγελία της απαίτησης (άρθρο 55 παρ. 7) | Σελ. 467 |
IΙ. Μέτρα για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών (άρθρο 23) | Σελ. 468 |
Α. Σκοπός | Σελ. 468 |
Β. Αξίωση απόδοσης (άρθρο 23 παρ. 1) | Σελ. 469 |
1. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 470 |
2. Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση | Σελ. 471 |
3. Προϋποθέσεις | Σελ. 472 |
α. Έναρξη της κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας | Σελ. 472 |
β. Ικανοποίηση πιστωτή | Σελ. 474 |
i. Έννοια | Σελ. 474 |
ii. Είδος και τρόπος ικανοποίησης | Σελ. 475 |
iii. Χρόνος ικανοποίησης | Σελ. 475 |
γ. Περιουσιακό αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας της κύριας διαδικασίας ευρισκόμενο σε άλλο κράτος μέλος | Σελ. 477 |
δ. Εξαιρέσεις κατά τα άρθρα 8 και 10 - Περιορισμοί | Σελ. 478 |
4. Έννομες συνέπειες - Αντικείμενο της αξίωσης απόδοσης | Σελ. 480 |
5. Κήρυξη μίας δευτερεύουσας διαδικασίας | Σελ. 482 |
Γ. Καταλογισμός (άρθρο 23 παρ. 2) | Σελ. 483 |
1. Εισαγωγικά | Σελ. 483 |
2. Προϋποθέσεις | Σελ. 484 |
α. Μερική ικανοποίηση στην πρώτη διαδικασία | Σελ. 484 |
β. Πιστωτές της αυτής τάξεως ή κατηγορίας στη δεύτερη διαδικασία | Σελ. 485 |
3. Έννομες συνέπειες | Σελ. 485 |
α. Αποκλεισμός από τη διανομή | Σελ. 485 |
γ. Αναγγελία της απαίτησης ως προς το πλήρες ύψος αυτής | Σελ. 486 |
δ. Διατήρηση του εισπραχθέντος στην πρώτη διαδικασία | Σελ. 487 |
4. Εφαρμογή στη συνθετική δευτερεύουσα διαδικασία | Σελ. 487 |
5. Μοντέλα εφαρμογής | Σελ. 488 |
Δ. Αξίωση παροχής πληροφοριών | Σελ. 489 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ | |
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΜΕΛΩΝ ΟΜΙΛΟΥ ΕΤΑΙΡΙΩΝ | |
I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις | Σελ. 490 |
Α. Προϊσχύον καθεστώς - Κανονισμός 1346/2000 - Ενδεικτική νομολογία | Σελ. 490 |
Β. Έκθεση αξιολόγησης Κανονισμού 1346/2000 - Προτεινόμενες λύσεις | Σελ. 492 |
Γ. Προκρινόμενη λύση από Ευρωπαϊκή Επιτροπή | Σελ. 493 |
Δ. Τελική λύση από Νομοθέτη | Σελ. 494 |
II. Το κεφάλαιο V του Κανονισμού 848/2015 | Σελ. 495 |
Α. Πεδίο εφαρμογής κεφαλαίου V | Σελ. 495 |
Β. Η λειτουργία του κεφαλαίου V σε σχέση με συγκεντρωτικούς και αποκεντρωμένους ομίλους | Σελ. 497 |
1. Η άρνηση αναγνώρισης κέντρου κύριων συμφερόντων του ομίλου | Σελ. 497 |
α. Από άποψη ουσιαστικού δικαίου | Σελ. 497 |
i. Η απουσία νομικής αυτοτέλειας του ομίλου | Σελ. 497 |
ii. Η ανυπαρξία περιουσιακής αυτοτέλειας του ομίλου υπό το εταιρικό δίκαιο | Σελ. 498 |
β. Από άποψη σύγκρουσης δικαίων | Σελ. 498 |
2. Η λειτουργική υποκατάσταση του κέντρου κύριων συμφερόντων του ομίλου από τις διαδικασίες του κεφαλαίου V | Σελ. 499 |
III. Η Συνεργασία ως μέσο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας των μελών του ομίλου εταιριών | Σελ. 499 |
Α. Η συνεργασία μεταξύ των διαχειριστών αφερεγγυότητας | Σελ. 499 |
Β. Η συνεργασία μεταξύ δικαστηρίων | Σελ. 502 |
Γ. Η συνεργασία μεταξύ διαχειριστών αφερεγγυότητας και δικαστηρίων | Σελ. 503 |
Δ. Οι αυξημένες αρμοδιότητες των διαχειριστών αφερεγγυότητας | Σελ. 504 |
IV. Ο Συντονισμός ως μέσο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας των μελών ομίλων εταιριών | Σελ. 506 |
Α. H έναρξη της διαδικασίας συντονισμού | Σελ. 506 |
1. Διεθνής δικαιοδοσία | Σελ. 506 |
2. Η κατάθεση της αίτησης ενάρξεως | Σελ. 509 |
3. Προϋποθέσεις κηρύξεως της διαδικασίας συντονισμού | Σελ. 511 |
4. Έξοδα και κατανομή | Σελ. 513 |
Β. Η θέση του Συντονιστή αφερεγγυότητας | Σελ. 514 |
1. Προσόντα διορισμού | Σελ. 514 |
2. Καθήκοντα και υποχρεώσεις | Σελ. 516 |
3. Ανάκληση διορισμού | Σελ. 519 |
Γ. Ο προαιρετικός χαρακτήρας της διαδικασίας συντονισμού | Σελ. 520 |
1. Η διαδικασία προβολής αντιρρήσεων από τους διαχειριστές αφερεγγυότητας | Σελ. 520 |
2. Η δυνατότητα μεταγενέστερης συμμετοχής στη διαδικασία συντονισμού (opt-in) | Σελ. 522 |
3. Η μη δεσμευτικότητα των συστάσεων και του σχεδίου συντονισμού | Σελ. 524 |
V. Τελικές παρατηρήσεις | Σελ. 525 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ | |
Προς μία ουσιαστική ενοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας; Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 | |
I. Εισαγωγή: Ο δισταγμός του ενωσιακού νομοθέτη και η πορεία προς την Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 | Σελ. 528 |
ΙΙ. Η νομοθετική και τελολογική ταυτότητα της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 | Σελ. 530 |
Α. Έκδοση και σκοπός | Σελ. 530 |
Β. Σχέση της Οδηγίας με τον Κανονισμό 2015/848 | Σελ. 531 |
Γ. Πεδίο εφαρμογής και εξαιρέσεις | Σελ. 533 |
Δ. Το «σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης» | Σελ. 534 |
Ε. Προθεσμία μεταφοράς | Σελ. 535 |
ΙΙΙ. Οι κύριες ρυθμίσεις της Οδηγίας | Σελ. 535 |
Α. Ο πρώτος άξονας της Οδηγίας: προληπτική αναδιάρθρωση | Σελ. 535 |
Β. Ο δεύτερος άξονας της Οδηγίας: η δεύτερη ευκαιρία | Σελ. 539 |
Γ. Ο τρίτος άξονας της Οδηγίας: μέτρα ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών | Σελ. 541 |
IV. Συμπερασματικά: αποτίμηση της Οδηγίας ως εργαλείου ενοποίησης του δικαίου της διασυνοριακής αφερεγγυότητας | Σελ. 542 |
Σελ. 1
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Εισαγωγή στο δίκαιο των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας
Σελ. 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ,ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ
Ι. Η εργώδης εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου της διασυνοριακήςαφερεγγυότητας (1960-2000, 2015): από τον προïσχύσαντα Κανονισμό 1346/2000 στον ισχύοντα Κανονισμό 2015/848
Α. Η εθνοκεντρικής αντίληψης προσέγγιση του διεθνούς χαρακτήρα της πτώχευσης
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ύπαρξη στοιχείων αλλοδαπότητας προσδίδει στην πτώχευση διασυνοριακό χαρακτήρα, προσδιορίζει την διεθνή διάστασή της, εμπλέκει εκ των πραγμάτων περισσότερες της μιας εθνικές έννομες τάξεις και, συνεπώς, δημιουργεί προβλήματα που αναζητούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση σε σχέση με εκείνα, τα οποία θα ετίθεντο προκειμένου για μία αμιγώς εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας. Τέτοια στοιχεία μπορεί, μεταξύ άλλων, να είναι η αλλοδαπή υπηκοότητα του οφειλέτη ή/και των πιστωτών του που μετέχουν σε ημεδαπή διαδικασία αφερεγγυότητας, η αλλοδαπότητα της διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινείται κατά ημεδαπού οφειλέτη ή/και στην οποία μετέχουν ημεδαποί πιστωτές, το αλλοδαπό δίκαιο που διέπει ή έχει συμφωνηθεί να διέπει τις απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, η διασπορά της περιουσίας του σε περισσότερα του ενός κράτη, οι συντρέχουσες διαδικασίες πτώχευσης του οφειλέτη σε περισσότερα του ενός κράτη, η διαφορετική «υπηκοότητα» εταιριών-μελών πολυεθνικού ομίλου που πτωχεύει. Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται το ζήτημα της
Σελ. 4
διαχείρισης σύνθετων ζητημάτων που ανακύπτουν, όπως σημειώθηκε, λόγω της διασυνοριακής εμβέλειας της διαδικασίας και της εξ ίσου διασυνοριακής απήχησης των αποτελεσμάτων της.
Διασυνοριακές είναι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στις οποίες, λόγω της ύπαρξης ενός ή περισσοτέρων εκ των ως άνω στοιχείων αλλοδαπότητας, εμπλέκονται είτε περισσότερα του ενός κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενδο-ενωσιακές διαδικασίες αφερεγγυότητας) είτε περισσότερα του ενός κράτη εκτός αυτής (διεθνείς διαδικασίες αφερεγγυότητας). Στην πρώτη υπόθεση η (γενναιόδωρη, λόγω της διατρέχουσας το ενωσιακό δίκαιο αρχής της κοινοτικής εμπιστοσύνης) άνευ ετέρου αναγνώριση των ενδο-ενωσιακών διαδικασιών και των αποτελεσμάτων τους θα διέπεται από τον ισχύοντα Κανονισμό 2015/848 που διαδέχθηκε τον προïσχύσαντα 1346/2000. Στην δεύτερη υπόθεση των διεθνών διαδικασιών αφερεγγυότητας η αναγνώρισή τους είναι (λόγω απουσίας μιάς διατρέχουσας το διεθνές δίκαιο, γενικώς, αρχής της παγκόσμιας εμπιστοσύνης) συντηρητικότερη, επέρχεται δε αναλόγως του εάν τα κράτη, στο έδαφος των οποίων ζητείται η αναγνώριση της αλλοδαπής διαδικασίας, έχουν ή όχι μεταγράψει σε εσωτερικό δίκαιο τον Πρότυπο Νόμο της UNCITRAL του 1997. Στην πρώτη περίπτωση η υπό προϋποθέσεις αναγνώριση των αλλοδαπών διαδικασιών και τα αποτελέσματά της θα διέπονται από τις διατάξεις των εθνικών δικαίων, δυνάμει των οποίων κατέστη δυνατή η μεταγραφή του Πρότυπου Νόμου – συνεπώς δε, και η επίτευξη ενός ελαχίστου διεθνούς ομοιομορφίας. Στην δεύτερη περίπτωση η αντιμετώπιση των ζητημάτων που εγείρει η διασυνοριακή διαδικασία αφερεγγυότητας, θα ανατρέχει στους κανόνες του ιδιωτικού και δικονομικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι με την σειρά τους θα υποδεικνύουν το εκάστοτε εφαρμοστέο επί των ζητημάτων αυτών δίκαιο. Τα προαναφερθέντα μπορούν να αποδοθούν σχηματικά με την χάραξη τριών ομόκεντρων κύκλων (όπως αποτυπώνεται στο παρακάτω σχήμα) : ο μικρότερος εσωτερικός κύκλος περιέχει τις ενδο-ενωσιακές διαδικασίες αφερεγγυότητας και ορίζει το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του Κανονισμού 848, ο αμέσως επόμενος κύκλος περιέχει τις διεθνείς διαδικασίες αφερεγγυότητας, η ισχύς των οποίων θα αναγνωρίζεται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των εθνικών νόμων που έχουν υιοθετήσει τις υποδείξεις του Πρότυπου Νόμου, τέλος δε στον εξωτερικό ομόκεντρο κύκλο η επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν από την διεθνή διαδικασία αφερεγγυότητας, θα αναζητείται στο διεθνές δίκαιο, ιδιωτικό και δικονομικό.
Σελ. 5
2. Τα συστήματα αντιμετώπισης της διεθνούς πτώχευσης
Τα συστήματα αντιμετώπισης μιάς διεθνούς πτώχευσης είναι τρία, δύο αμιγή και μία τρίτη εκδοχή ανάμειξής τους: α) Κατά το αμιγές σύστημα της καθολικότητας και της ενότητας (κοσμοπολιτικό σύστημα) η πτώχευση έχει διεθνή ισχύ, απολαμβάνει διεθνούς αναγνώρισης, συλλαμβάνει το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού, οπουδήποτε και αν ευρίσκονται, διέπεται από ένα και μοναδικό δίκαιο –το δίκαιο του κράτους στο έδαφος του οποίου κηρύσσεται– που αξιώνει την διεθνή αναγνώριση των αποτελεσμάτων του, ορίζει έναν μόνο σύνδικο με διεθνή δραστηριότητα εκεί όπου υπάρχει ανάγκη και περιουσία – συνιστά τελικώς μία ενιαία καθολική πτωχευτική διαδικασία κατά του οφειλέτη. Το σύστημα αυτό ισχύει στις πτωχεύσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών εταιριών. β) Κατά το εξ ίσου αμιγές –αλλά στον αντίποδα του παραπάνω συστήματος– σύστημα της εδαφικότητας και της πολλαπλότητας (εθνοκεντρικό σύστημα) η πτώχευση, ως έκφανση κρατικής εξουσίας, θεωρείται εθνική υπόθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων του κράτους, στο έδαφος του οποίου κηρύσσεται, κάθε κράτος στεγάζει «τοπικώς» και με αυτάρκεια την πτώχευση του οφειλέτη, το δίκαιο που την διέπει είναι αποκλειστικώς το δίκαιο κάθε κράτους που την κηρύσσει, το αρμόδιο δικαστήριο κάθε κράτους ορίζει τον σύνδικο της διαδικασίας με εντοπισμένη ακτίνα δράσης εντός των συνόρων του, η
Σελ. 6
διαδικασία παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι των εντοπιζόμενων στο κράτος έναρξης περιουσιακών στοιχείων – κηρύσσονται τελικώς πολλαπλές τοπικές (εθνικές) διαδικασίες πτώχευσης, χρονικώς συντρέχουσες ή μη, κατά του ίδιου οφειλέτη. γ) Το μεικτό σύστημα καθολικότητας (σύστημα ελεγχόμενης ή σχετικοποιημένης καθολικότητας) είναι προϊόν συμβιβασμού μεταξύ κρατών, με βάση το οποίο επιτυγχάνεται η συνύπαρξη μίας ή περισσοτέρων δευτερευουσών διαδικασιών («τοπικών», σε κλίμακα κρατών, πτωχεύσεων) που κηρύσσονται από τα δικαστήρια του κράτους, όπου ο οφειλέτης διατηρεί εγκατάσταση, συντρεχόντως προς την διεξαγωγή της μίας και μοναδικής κύριας διαδικασίας που έχει (προηγουμένως κατά κανόνα) κηρυχθεί από το δικαστήριο του κράτους, όπου ο οφειλέτης έχει αποδεδειγμένα το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του. Η σχετικοποιημένη ενέργεια της καθολικότητας εν προκειμένω σημαίνει, ότι η αρχή αυτή ισχύει υπό την αμιγή μορφή της προκειμένου για την κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας, μέχρις ότου –και εάν– διεμβολισθεί από την αρχή της εδαφικότητας λόγω της (μεταγενεστέρως κατά κανόνα) κήρυξης μιας ή περισσοτέρων περιφερειακών (εθνικών) διαδικασιών που θα διεκδικούν έναντι της κυρίας το εφαρμοστέο επ’ αυτών τοπικό δίκαιο και την μη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων του, την τοπική πτωχευτική περιουσία, τον τοπικό σύνδικο και την τοπικώς οριοθετούμενη δράση του. Με διαφορετική διατύπωση αυτό σημαίνει ότι η ενότητα και η καθολικότητα της κύριας πτώχευσης ισχύουν τόσο όσο τους επιτρέπει η (τυχόν) συντρέχουσα ύπαρξη μίας ή περισσοτέρων δευτερευουσών πτωχεύσεων ή, αλλιώς, η ενότητα και η καθολικότητα της κύριας πτώχευσης υποχωρούν κατά το μέτρο που οι αρχές της εδαφικότητας και της πολλαπλότητας διεκδικούν χώρο στο πλαίσιο μίας ή περισσοτέρων δευτερευουσών πτωχεύσεων κατά του ίδιου οφειλέτη.
3. Η πρόκριση της σχετικοποιημένης καθολικότητας της διαδικασίας αφερεγγυότητας από το ενωσιακό δίκαιο
Η οργάνωση μιας ενδο-ενωσιακώς διασυνοριακής διαδικασίας αφερεγγυότητας που θα υιοθετούσε το πρώτο εκ των προαναφερθέντων συστημάτων (που θα ανέτρεχε δηλαδή στις αρχές της καθολικότητας και της ενότητας υπό την αμιγή μορφή τους) ανέκαθεν προσέκρουε στην αδιαλλαξία των εθνικών δικαίων, τα οποία δεν διεννοούντο να παραχωρήσουν έστω και μέρος της νομοθετικής κυριαρχίας τους ή να ανεχθούν στο έδαφός τους –και
Σελ. 7
μάλιστα άνευ ετέρου– επέκταση συνεπειών που θα επέφερε η κήρυξη μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από δικαστήρια ενός άλλου κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου θα ήταν το εφαρμοστέο. Ύστερα από μία μακρά πορεία συμβιβαστικών προσπαθειών φθίνουσας φιλοδοξίας, η αντίσταση αυτή κατέστη δυνατόν να διεμβολισθεί με την παροχέτευση του τελευταίου, κατά σειράν, συμβατικού σχεδίου κοινοτικής ρύθμισης του 1995 στον (προïσχύσαντα) Κανονισμό 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, ο οποίος ήταν δεσμευτικός και άμεσα εφαρμόσιμος στα κράτη μέλη από την 31η Μαΐου 2002 (άρθρο 47) χωρίς ανάγκη μετασχηματισμού του σε εσωτερικό δίκαιο. Όπως έχει ευστόχως παρατηρηθεί: «Αν οι διεθνείς πτωχεύσεις αντιστεκόντουσαν πράγματι σε μία διεθνοποίηση, υπέκυψαν τελικώς στην “κοινοτικοποίησή” τους».
Σελ. 8
H ανθεκτικότητα των εθνικών δικαίων στο αίτημα της διεθνοποίησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στον ολιγότερο ή περισσότερο «δημόσιο» και «κυρωτικό» χαρακτήρα των εθνικών πτωχευτικών δικαίων, καθώς επίσης και στον δύσβατο –καθότι ουσιαστικώς ανομοιόμορφο– νομοθετικό χώρο, εντός του οποίου καλείται να αναπτυχθεί η διασυνοριακή εκδοχή τους. Παρατηρείται σχετικώς ότι ο τομέας του πτωχευτικού δικαίου είναι ένας από τους «ανθεκτικότερους προμαχώνες του νομικού εθνικισμού» –παρατήρηση που αφ’ ενός σημαίνει την θεώρηση της πτώχευσης ως διαδικασίας (συλλογικής και καθολικής) αναγκαστικής εκτέλεσης ή ως κυριαρχικώς διεκδικούμενης πράξης κρατικής εξουσίας, αφ’ ετέρου δε εξηγεί την εθνοκεντρική αντίληψη, με την οποία η πρώτη εθνική νομολογία προσέγγιζε ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού (ιδίως το ζήτημα της διεκδίκησης του κέντρου των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη), ως ύστατη αντίσταση στην «κοινοτικοποίηση» της πτώχευσης.
Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις αναδεικνύουν, σχεδόν αυτονοήτως, το μέγεθος του επιτευχθέντος συμβιβασμού κατά την τελική υιοθέτηση της περιεχόμενης στον Κανονισμό 1346/2000 ρύθμισης και το μέτρο του φθίνοντος σε σχέση με την αρχική φιλοδοξία: α) από το ιδεώδες της αμιγούς εφαρμογής των αρχών της καθολικότητας και της ενότητας επί μιας και μοναδικής διαδικασίας αφερεγγυότητας διασυνοριακής εμβέλειας, προτιμήθηκε η πραγματιστική συντρέχουσα εφαρμογή των αρχών της εδαφικότητας και της πολλαπλότητας δια της παρεχόμενης δυνατότητας κήρυξης μιας ή περισσοτέρων δευτερευουσών –εθνικών, δηλαδή ενδο-ενωσιακώς τοπικών– διαδικασιών αφερεγγυότητας που δορυφορούν κατά τρόπο συντονισμένο την μία και αποκλειστικώς κύρια διαδικασία (προτιμήθηκε δηλαδή η υιοθέτηση του μεικτού συστήματος της σχετικοποιημένης καθολικότητας, κατά τα προεκτεθέντα) · β) από την αποκλειστικότητα της lex fori concursus ως εφαρμοστέου σε κάθε περίπτωση δικαίου κατά κανόνα γενικό, προκρίθηκε η κατευναστική πρόβλεψη εξαιρέσεων προκειμένου να προστατευθούν οι έννομες προσδοκίες και η ασφάλεια των συναλλαγών στα (άλλα) κράτη μέλη εκτός του κράτους εκείνου, στο οποίο κηρύχθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας · γ) από την (αν όχι αδύνατη, πάντως κατά πολύ δυσχερέστερη και ασφαλώς πιο χρονοβόρα) διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου ουσιαστικού ευρωπαϊκού δικαίου της αφερεγγυότητας, εφαρμοστέου στην ενιαία αγορά υπό την μορφή παράγωγου δικαίου, επελέγησαν ρυθμίσεις που αίρουν τυχόν συγκρούσεις των εθνικών δικαίων και διευκολύνουν την αναγνώριση αποφάσεων στα (άλλα) κράτη μέλη. Πράγματι, ο προïσχύσας Κανονισμός 1346, όπως και ο ισχύων Κανονισμός 848, δεν επιδιώκουν, κατ’ άμεσο τουλάχιστον τρόπο και κατ’ αρχήν, τον συγκερασμό των εθνικών πτωχευτικών δικαίων, αλλά, σύμφωνα με την διάχυτη στο ευρωπαϊκό δίκαιο αρχή της αναλογικότητας, περιορίζονται
Σελ. 9
σε διατάξεις που εντοπίζουν την διεθνή δικαιοδοσία κράτους μέλους για την κήρυξη διαδικασιών αφερεγγυότητας, διέπουν την οργάνωσή τους, διευκολύνουν την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και υποδεικνύουν το εφαρμοστέο δίκαιο.
Οι κύριες εκτιμήσεις που δικαιολογούν, σύμφωνα με το εκτενές προοίμιό του, την αναγκαιότητα της υιοθέτησης του προïσχύσαντος Κανονισμού, ακολουθούν τον εξής συλλογισμό, ότι δηλαδή: α) η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς επιβάλλει την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας, και εφόσον β) η αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων, ως δυσμενής διασυνοριακή επίπτωση, επηρεάζει την καλή λειτουργία της αγοράς αυτής, απαιτείται, σε κοινοτικό επίπεδο, ο συντονισμός των αναγκαίων μέτρων σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου οφειλέτη, καθόσον μάλιστα γ) οι εθνικές νομοθεσίες από μόνες τους δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων αυτών όπως εξάλλου, μόνες, δεν επαρκούν και για την αντιμετώπιση πρακτικών νόθευσης της καλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δηλαδή δ) για τον περιορισμό των κινήτρων που, αλλιώς, θα διευκόλυναν τον οφειλέτη στην μεταφορά των περιουσιακών του στοιχείων ή των νομικών διαφορών του από ένα κράτος μέλος σε άλλο, επινοώντας έτσι τις κατάλληλες περιστάσεις για την βελτίωση της νομικής του θέσης.
Οι εκτιμήσεις αυτές συμπυκνώνουν, κατά την ουσία τους, τους λόγους υιοθέτησης (ή εκπόνησης) άλλων όμορων διεθνών νομοθετικών κειμένων (ή σχεδίων κειμένων), κοινό παρανομαστή των οποίων συνιστά η διασφάλιση του εύρυθμου της (γεωγραφικής ή συμβατικώς προσδιορισμένης) αγοράς, εντός της οποίας καλούνται να αναπτυχθούν οι διασυνοριακές πτωχευτικές διαδικασίες. Έτσι, οι λόγοι που εξηγούν τις ρυθμίσεις του σχεδίου σύμβασης περί των (ενδο-ευρωπαϊκώς διασυνοριακών) διαδικασιών αφερεγγυότητας υπό την τελευταία, πριν από την παροχέτευσή τους στον Κανονισμό 1346, εκδοχή τους, είναι ότι: «Σε αντιδιαστολή προς τις συμβάσεις, οι περιπτώσεις αφερεγγυότητας δεν αποτελούν ένα τομέα του δικαίου, όπου η ιδιωτική αυθόρμητη συνεργασία μπορεί να αντισταθμίζει την ανυπαρξία κοινού νομικού πλαισίου στο διεθνές επίπεδο. Η θεσμική συνεργασία είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί κάποια έννομη τάξη ώστε τα μέρη να μην έχουν κίνητρα να μεταφέρουν τις διαφορές ή τα αγαθά από το ένα κράτος στο άλλο, επιδιώκοντας να βελτιώσουν την νομική τους θέση (“forum shopping”), ή να ικανοποιήσουν τις ατομικές απαιτήσεις τους ασχέτως του κόστους που μπορεί να προκύψει για τους πιστωτές συνολικά ή της συνολικής αξίας της επιχειρήσεως του οφειλέτη. Μόνο μία πολυμερής σύμβαση μεταξύ όλων των κρατών μελών μπορεί να αποθαρρύνει την εκδήλωση ευκαιριακής συμπεριφοράς εκ μέρους οφειλετών ή πιστωτών και να επιτρέψει την αποτελεσματική διαχείριση της οικονομικής κρίσεως επιχειρήσεων και ιδιωτών εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Σύμβαση περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας παρέχει το υποχρεωτικό νομικό πλαίσιο ενδοκοινοτικής συνεργασίας».
Αλλά και περαιτέρω, η εύρυθμη λειτουργία της διεθνούς αγοράς εξ ίσου επιδιώκεται δια μέσου ρυθμίσεων άλλων διεθνών νομοθετικών κειμένων που επιχειρούν (ή επεδίωξαν να επιχειρήσουν) τον συντονισμό (διεθνώς διασυνοριακών) διαδικασιών αφερεγγυότητας με
Σελ. 10
τον ίδιο υφέρποντα συλλογισμό. Έτσι, για παράδειγμα, η (πρόδρομος των κανονισμών) Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 επί ορισμένων διεθνών πτυχών της πτώχευσης (παρακ. υπό Β, 3) σημειώνει στο προοίμιό της ότι, δεδομένης της όλο και συχνότερα διαπιστούμενης υπερόριας επέκτασης των πτωχεύσεων και άλλων ισοδύναμων διαδικασιών, ο σκοπός της προτεινόμενης συμβατικής ρύθμισης είναι η δημιουργία ενός στενότερου δεσμού μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και η διασφάλιση μιας ελάχιστης νομικής συνεργασίας επί ορισμένων ζητημάτων της πτώχευσης, όπως η εξουσία δράσης του συνδίκου εκτός των εθνικών συνόρων, η δυνατότητα κήρυξης δευτερευουσών πτωχεύσεων στο έδαφος άλλων συμβαλλομένων κρατών και η ευχέρεια αναγγελίας των απαιτήσεων των πιστωτών σε πτωχευτικές διαδικασίες που κηρύσσονται στην αλλοδαπή. Ομοίως, στο προοίμιο του Πρότυπου Νόμου περί των διασυνοριακών πτωχεύσεων της UNCITRAL του 1997 παρατίθενται ως επιδιώξεις της διεθνούς αυτής ρύθμισης α) η συνεργασία μεταξύ των αλλοδαπών δικαστηρίων και συνδίκων με αλλοδαπά δικαστήρια και συνδίκους σε υποθέσεις διεθνούς πτώχευσης, β) η μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τις συναλλαγές και τις επενδύσεις, γ) η δίκαιη και αποτελεσματική διαχείριση περιπτώσεων διεθνούς πτώχευσης για την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων, καθώς και του οφειλέτη, δ) η προστασία και η μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και ε) η διευκόλυνση της διάσωσης οικονομικά προβληματικών επιχειρήσεων με σκοπό την προστασία των επενδύσεων και την διατήρηση των θέσεων απασχόλησης.
Β. Ιστορική περιήγηση στον δύσβατο χώρο των διασυνοριακών πτωχεύσεων
1. Η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 και ο αποκλεισμός των πτωχευτικών διαδικασιών από το πεδίο εφαρμογής της
Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που ανέλαβε, ήδη από το 1960, το έργο της συμμόρφωσης της κοινοτικής νομοθεσίας προς την περιεχόμενη στο άρθρο 220 ΣυνθΕΟΚ υποχρέωσης απλούστευσης των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, εγκαίρως διεπίστωσε ότι η ανεπάρκεια των γενικών κανόνων αναγνώρισης των αλλοδαπών αποφάσεων για την αντιμετώπιση του φαινόμενου των διεθνών πτωχεύσεων και η ανάγκη αυτοτελούς, δι’ ειδικών πρόσθετων κανόνων, μεταχείρισής του δικαιολογούν την αυτονόμηση της πτωχευτικής ρύθμισης από την αυστηρώς δικονομική διάσταση του ζητήματος. Η αυτονόμηση αυτή είναι εξάλλου και δογματικώς ορθότερη αλλά και συνεπέστερη δεδομένων των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ της πτώχευσης και της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, η δικονομική πτυχή του ζητήματος της
Σελ. 11
αναγνώρισης έγινε αντικείμενο αυτοτελούς επεξεργασίας για να καταλήξει τελικώς σε ρύθμιση περιεχόμενη στην Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – την σημαντικότερη σύμβαση που ίσχυσε ποτέ στο δικονομικό διεθνές δίκαιο. Η εν λόγω Σύμβαση εν συνεχεία αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 44/2001 για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος με την σειρά του έχει αντικατασταθεί από τον ισχύοντα Κανονισμό 1215/2012. Τόσο υπό την αρχική (συμβατική) μορφή της όσο και υπό την αναθεωρημένη μορφή της ως κανονισμού, η ρύθμιση παγίως αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της την πτώχευση. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω προïσχύσαντος Κανονισμού (αλλά και σύμφωνα με την όμοια διατύπωση του άρθρου 1 της αρχικής Συμβάσεως), οι ρυθμίσεις του εφαρμόζονται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξαρτήτως του είδους του δικαστηρίου –εξαιρουμένων, μεταξύ άλλων, των πτωχεύσεων, των πτωχευτικών συμβιβασμών και άλλων ανάλογων διαδικασιών. Το κενό της διαχρονικής αυτής εξαίρεσης επρόκειτο να πληρωθεί με την θέσπιση ειδικών κανόνων που, υπό συμβατική μορφή, θα συνεπλήρωνε την Σύμβαση των Βρυξελλών. Το κενό –τελικώς– πράγματι πληρώθηκε, με σημαντική χρονική καθυστέρηση, υπό την μορφή του Κανονισμού 1346/2000 και με την περιεχόμενη σε αυτόν (προïσχύσασα) ρύθμιση για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
2. Η πρώτη περίοδος κύησης της ευρωπαϊκής ρύθμισης (1960-1980) και τα πρώτα συμβατικά σχέδια
α. Το δύστροπο σχέδιο σύμβασης του 1970
Κατά την πρώτη φάση της κυήσεώς του το κοινοτικό σχέδιο σύμβασης για την ρύθμιση των διασυνοριακών πτωχεύσεων και άλλων ανάλογων διαδικασιών διαπνέεται από την
Σελ. 12
υψηλή φιλοδοξία της αμιγούς εφαρμογής των αρχών της καθολικότητας και της ενότητας της πτώχευσης δια της αναγνωρίσεως αποκλειστικώς μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας, διακοινοτικής εμβέλειας, η οποία κηρύσσεται στο έδαφος του κράτους μέλους εκείνου που θεμελιώνει την διεθνή δικαιοδοσία του. Η τελευταία προσδιορίζεται με βάση την διαζευκτική –ιεραρχικώς όμως κατά σειράν αξιολογούμενη– συνδρομή ενός εκ των τριών κριτηρίων σύνδεσης του οφειλέτη προς το κράτος μέλος που διεκδικεί την κήρυξη της διαδικασίας: α) διεθνής δικαιοδοσία αποκλειστικώς απονέμεται στο κράτος εκείνο όπου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των συναλλαγών του (“centre of administration”, “centre d’ affaires”). Εάν τέτοιο κέντρο δεν εντοπίζεται σε κανένα από τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη, τότε, επικουρικώς, β) διεθνή δικαιοδοσία για την κήρυξη διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει το κράτος μέλος εκείνο στο έδαφος του οποίου οι οφειλέτης διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση, ειδάλλως γ) εάν ούτε εγκατάσταση υπάρχει, η διεθνής δικαιοδοσία μπορεί –περαιτέρω επικουρικώς– να θεμελιωθεί μόνον εφόσον οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum, κατ’ άλλο τρόπο, το επιτρέπουν (για παράδειγμα: ιθαγένεια, κατοικία ή διαμονή). Οι κρίσιμες ωστόσο έννοιες του «κέντρου των συναλλαγών» ή της «εγκαταστάσεως» του οφειλέτη δεν αποσαφηνίζονται. Η μεν πρώτη περιγράφεται γενικώς σαν το κέντρο όπου ο οφειλέτης συνήθως διοικεί τα κύρια συμφέροντά του, η δε έννοια της εγκατάστασης απλώς αγνοείται.
Επιπλέον, το σχέδιο σύμβασης, εκτός των διατάξεων ιδιωτικού και δικονομικού διεθνούς δικαίου, περιέχει και ορισμένες ουσιαστικού πτωχευτικού δικαίου διατάξεις («ενιαίος νόμος» ή «ενιαίο δίκαιο») για επιμέρους κρίσιμα ζητήματα, όπως το ζήτημα της ενέργειας του συμψηφισμού στην πτώχευση, των συνεπειών της πτώχευσης στην πώληση υπό το σύμφωνον επιφύλαξης της κυριότητας, της ισχύος των πράξεων που τελέσθηκαν κατά την ύποπτη περίοδο και του ομοιόμορφου τρόπου χρονικού προσδιορισμού της τελευταίας.
Εκτός από σημαντικά φιλόδοξο, το σχέδιο σύμβασης είναι και εξαιρετικά πολύπλοκο. Τούτο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, ενώ καθιερώνει τις αρχές της καθολικότητας και της ενότητας, δεν υιοθετεί με την αναμενόμενη συνέπεια την απαρέγκλιτη, ενιαία και γενική, εφαρμογή του δικαίου του κράτους κήρυξης της διαδικασίας, δηλαδή της lex fori concursus: σε ορισμένα ήδη εξ ορισμού πολύπλοκα και δυσχερή ζητήματα –όπως στο ζήτημα της μεταχείρισης των προνομίων και των ασφαλειών ή σε εκείνο της κατανομής των ποσών μεταξύ προνομιούχων, ασφαλισμένων και ομαδικών πιστωτών από την ρευστοποίηση περιουσιακών αντικειμένων που ευρίσκονται σε δύο ή περισσότερα συμβαλλόμενα κράτη– προκρίνει, ως δίκαιο εφαρμοστέο του κράτους όπου κείται το πράγμα ή εντοπίζεται η απαίτηση κατά τον χρόνο κήρυξης της διαδικασίας.
Σελ. 13
β. Η αναθεωρημένη εκδοχή του σχεδίου σύμβασης του 1980
Σε σχέση με την πρώτη εκδοχή του σχεδίου, το αναθεωρημένο δεύτερο σχέδιο σύμβασης του 1980 καταργεί το ένα εκ των προαναφερθέντων τριών κριτηρίων σύνδεσης, διατηρώντας μόνο τα δύο πρώτα, δηλαδή το κέντρο των συναλλαγών, ειδάλλως την ύπαρξη εγκατάστασης του οφειλέτη. Η τελευταία περιγράφεται για πρώτη φορά στο σχέδιο του 1980 αλλά κατά τρόπο ασαφή, καθότι υπέρμετρα αφηρημένο, ως ο τόπος όπου διεξάγεται μια δραστηριότητα του οφειλέτη περιλαμβάνουσα μια σειρά συναλλαγών που διενεργούνται από αυτόν ή για λογαριασμό του. Επίσης σε σχέση προς την πρώτη του εκδοχή, το δεύτερο σχέδιο του 1980 αναθεωρεί τον προεκτεθέντα «ενιαίο νόμο», δια του οποίου εισήχθησαν ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί ορισμένων ζητημάτων του πτωχευτικού δικαίου. Κατά τα λοιπά, το δεύτερο σχέδιο συμβάσεως διατηρεί, σχεδόν όμοιες κατ’ ουσίαν και συχνά πανομοιότυπα διατυπωμένες, τις ρυθμίσεις του πρώτου συμβατικού σχεδίου. Ούτε η τρίτη, εξάλλου, περαιτέρω αναθεωρημένη εκδοχή του 1984 μεταβάλει θεαματικά την διάρθρωση και την κατεύθυνση των ρυθμίσεων, έτσι ώστε να επιτύχει την αναγκαία συναίνεση για την υιοθέτησή τους.
γ. Η διακοπή της κύησης και το τέλος της πρώτης περιόδου
Παρόλη την θέση υψηλών στόχων προς επίτευξη και την φιλοδοξία της διεξοδικής ρύθμισης ήδη δύστροπων ζητημάτων της διεθνούς πτώχευσης (ορθότερα: για τους λόγους ακριβώς αυτούς) η «μυστικοπαθής» εκπόνηση των πρώτων «ξενοφοβικών» συμβατικών σχεδίων για την πτώχευση και τις ισοδύναμες διαδικασίες ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Όπως παραστατικά σημειώνεται: “Fortunately, in the years after 1980, the tide of opposition to this fatally flawed, meretricious and unworkable Draft gradually grew stronger, and it was consigned to oblivion”.
3. Η παρεμβολή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης επί ορισμένων διεθνών πτυχών της πτώχευσης (Σύμβαση Κωνσταντινουπόλεως, 1990)
Από τον χρόνο διακοπής της πρώτης περιόδου κύησης της κοινοτικής ρυθμίσεως μέχρι τον χρόνο επανέναρξης της σχετικής προσπάθειας, μεσολαβεί η εκπόνηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης σύμβασης επί ορισμένων διεθνών πτυχών της πτώχευσης, η οποία τίθεται στην διάθεση των κρατών μελών του Συμβουλίου προς υπογραφή στις 5 Ιουνίου 1990. Σε σχέση με τα ατυχήσαντα –κατά τα προεκτεθέντα– συμβατικά κοινοτικά σχέδια
Σελ. 14
της πρώτης περιόδου, πρόκειται για μια ευρύτερα ευρωπαϊκή προσπάθεια ρύθμισης της διεθνούς πτωχεύσεως ολιγότερο φιλόδοξου και περισσότερο διαλλακτικού περιεχομένου με εξίσου όμως ατυχή κατάληξη. Η φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής αυτής ρύθμισης έχει, στις γενικές γραμμές της, ως εξής: Η εν λόγω σύμβαση αποτελείται από σαράντα τέσσερα άρθρα περιεχόμενα σε πέντε κεφάλαια και δύο Παραρτήματα. Από τα κεφάλαια αυτά, το πρώτο (δηλαδή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 που αφορούν, μεταξύ άλλων, το πεδίο εφαρμογής και την έμμεση διεθνή δικαιοδοσία) το τέταρτο (οι διατάξεις των άρθρων 29 έως και 32 που ρυθμίζουν την ενημέρωση των πιστωτών και το καθεστώς αναγγελίας των απαιτήσεων) και το πέμπτο (δηλαδή οι τελικές διατάξεις των άρθρων 33 έως και 44) είναι υποχρεωτικής για τα συμβαλλόμενα κράτη εφαρμογής, χωρίς δυνατότητα διατήρησης επιφυλάξεων (άρθρο 40 παρ. 3). Αντιθέτως, η εφαρμογή του δεύτερου ή του τρίτου κεφαλαίου της σύμβασης που περιέχουν τις σημαντικότατες ρυθμίσεις για την αναγνώριση εξουσιών του –αλλοδαπού– συνδίκου (άρθρα 6 έως και 15) και την κήρυξη δευτερεύουσας πτώχευσης (άρθρα 16 έως και 28), είναι προαιρετική, κατά το μέτρο που κάποιο συμβαλλόμενο κράτος μπορεί, κατά τον χρόνο προσχώρησής του στην σύμβαση, να δηλώσει ότι δεν θα προβεί στην εφαρμογή τους (άρθρο 40, παρ. 1 και 2).
Στο πεδίο εφαρμογής των συμβατικών ρυθμίσεων υπάγονται οι συλλογικές διαδικασίες ικανοποίησης των πιστωτών που θεμελιώνονται στην αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνεπάγονται πτωχευτική απαλλοτρίωση και διορισμό συνδίκου, οδηγούν δε σε εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 1 και Παραρτήματα Α και Β της σύμβασης). Η σύμβαση δεν εφαρμόζεται, εάν ο οφειλέτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση.
Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση πρέπει να εκδίδεται από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή με διεθνή, κατά τους ορισμούς του άρθρου 4, δικαιοδοσία, να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έκδοσης και να μην αντίκειται προδήλως στην δημόσια τάξη του κράτους, στο οποίο ο σύνδικος επιθυμεί να ασκήσει τις εξουσίες του σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ ή στο οποίο ζητείται η κήρυξη μιας δευτερεύουσας πτώχευσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο ΙΙΙ (άρθρο 3). Εφόσον μια τέτοια απόφαση εκδοθεί, η δι’ αυτής κηρυχθείσα πτωχευτική διαδικασία σε συμβαλλόμενο κράτος υπάγεται στις ρυθμίσεις της σύμβασης που διέπουν α) την «εξαγωγή», στο έδαφος άλλων συμβαλλομένων κρατών,
Σελ. 15
ορισμένων εξουσιών του συνδίκου σχετικά με την διοίκηση της περιουσίας του οφειλέτη, β) την έναρξη δευτερευουσών πτωχεύσεων σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη, καθώς και γ) την ενημέρωση των αλλοδαπών πιστωτών και την αναγγελία των απαιτήσεών τους (άρθρο 1 παρ. 2).
Έμμεση διεθνής δικαιοδοσία για την κήρυξη της κύριας πτώχευσης αναγνωρίζεται στα δικαστήρια (ή σε άλλες αρμόδιες αρχές) συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του (“centre of his main interests”, “centre de ses intérêts principaux”). Προκειμένου για εταιρείες και νομικά πρόσωπα, το κέντρο αυτό μαχητώς τεκμαίρεται συμπίπτον με την καταστατική έδρα. Αλλά και περαιτέρω, διεθνής δικαιοδοσία απονέμεται στο κράτος εκείνο, στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης διατηρεί εγκατάσταση (“establishment”, “établissement”), εφόσον α) δεν εντοπίζεται κέντρο κυρίων συμφερόντων στην επικράτεια κανενός συμβαλλόμενου κράτους, ή β) ακόμη και εντοπιζόμενο σε κάποιο συμβαλλόμενο κράτος, η πτώχευση δεν μπορεί να κηρυχθεί στο έδαφός του λόγω του δικαίου του κράτους αυτού και της ιδιότητας του οφειλέτη. Τυχόν θετικές συγκρούσεις διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ περισσοτέρων κρατών όπου ο οφειλέτης έχει εγκατάσταση, αίρονται με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας (άρθρο 4). Παρατηρείται εν προκειμένω ότι, σε αντίθεση με την περιεχόμενη στον προïσχύσαντα Κανονισμό 1346 ρύθμιση, το κριτήριο της εγκατάστασης του οφειλέτη σε κάποιο από τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη, κατά την επιλογή της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει αυτόνομη αξία και αρκεί, υπό τις παραπάνω σημειωθείσες προϋποθέσεις, για να του προσδώσει την διεθνή δικαιοδοσία κήρυξης κύριας πτώχευσης. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη δυνατή αυτοτέλεια που μπορεί να αποδοθεί στην εγκατάσταση, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του προïσχύσαντος κανονισμού, είναι η δυνατότητα έναρξης, στο κράτος της εγκατάστασης του οφειλέτη, τοπικής (ανεξάρτητης) διαδικασίας αφερεγγυότητας υπό προϋποθέσεις μερικώς ταυτιζόμενες με εκείνες της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης – και πάντως ο εν λόγω κανονισμός δεν θα εφαρμόζεται, εάν το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη δεν θα εντοπίζεται στο έδαφος κάποιου από τα κράτη μέλη.
Βασική καινοτόμος ιδέα της σύμβασης που αναδεικνύει μια περισσότερο πραγματιστική (καθότι ολιγότερο δογματική) θεώρηση του πώς πραγματικά πρέπει να νοείται μια εφικτή (δηλαδή στοιχειωδώς ανεκτή) ρύθμιση του φαινομένου της διεθνούς πτώχευσης είναι η δυνατότητα έναρξης δευτερευουσών πτωχεύσεων. Εκ μόνου του λόγου ότι ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε κύρια διαδικασία πτωχεύσεως στο έδαφος του κέντρου των κυρίων συμφερόντων του (κατά την παρ. 1 του άρθρου 4) από το αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο του
Σελ. 16
κράτους εκείνου, μπορεί να υπαχθεί, κατόπιν αιτήσεως του συνδίκου της κύριας πτώχευσης ή κάθε άλλου προσώπου ή οργάνου που κατά το δίκαιο του κράτους της δευτερεύουσας πτώχευσης έχει το σχετικό δικαίωμα (άρθρο 18), σε διαδικασία δευτερεύουσας πτώχευσης σε οποιοδήποτε άλλο συμβαλλόμενο κράτος –και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει ή δεν έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας και στο άλλο αυτό κράτος– εφόσον όμως δεν έχει εκεί προηγηθεί κήρυξη πτώχευσης ή προληπτικής της πτώχευσης διαδικασίας (άρθρα 16 και 28). Για την έναρξη δευτερεύουσας διαδικασίας πτωχεύσεως, μιας ή περισσοτέρων, διεθνής δικαιοδοσία αναγνωρίζεται στα δικαστήρια (ή σε άλλες αρμόδιες αρχές) συμβαλλομένων κρατών, στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων εκ των οποίων ο οφειλέτης έχει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 17). Η δευτερεύουσα πτώχευση διέπεται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο του κράτους που την κηρύσσει (άρθρο 19). Παρόλο που η σύμβαση δεν το ορίζει ρητώς, το ίδιο (πρέπει να) ισχύει, αναλογικά, και για την κύρια πτώχευση, η οποία επίσης αναπτύσσεται κατά το δίκαιο του κράτους έναρξης. Οι υπόλοιπες ρυθμίσεις του τρίτου κεφαλαίου για τις δευτερεύουσες πτωχεύσεις αφορούν ειδικότερα θέματα (συντονισμένης προς την κύρια πτώχευση) ικανοποίησης των πιστωτών (άρθρα 20 έως και 28). Σημειωτέον απλώς ότι α) παρέχεται η δυνατότητα απλοποιημένης διαδικασίας αναγγελίας όλων των απαιτήσεων σε όλες τις συντρέχουσες διαδικασίες πτώχευσης, κύριας και δευτερευουσών, β) αναδεικνύεται ένας δεσπόζων ρόλος της κύριας πτώχευσης επί των δευτερευουσών, ιδίως δια της προβλέψεως ότι η περάτωση της δευτερεύουσας πτώχευσης προϋποθέτει ότι ο σύνδικος της κυρίας διαδικασίας θα εκφέρει, σχετικώς και εντός εύλογου
Σελ. 17
χρόνου, την άποψή του ή ότι η περάτωση της δευτερεύουσας πτώχευσης με πτωχευτικό συμβιβασμό απαιτεί την σύμφωνη γνώμη του συνδίκου της κύριας πτώχευσης –εξουσία που δεν μπορεί όμως να ασκείται καταχρηστικώς–, και γ) διασφαλίζεται ο απαραίτητος, για συντρέχουσες και παραλλήλως αναπτυσσόμενες διαδικασίες πτώχευσης οφειλέτη, συντονισμός δια μέσου ιδίως της υποχρέωσης αμοιβαίας ενημέρωσης των συνδίκων.
Η σύμβαση, τέλος, διασφαλίζει ένα minimum διεθνούς ρόλου του συνδίκου της κύριας πτώχευσης κατά την άσκηση ορισμένων εξουσιών διοίκησης (συντήρησης, μετακίνησης, διαχείρισης και διάθεσης) περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που κείνται στο έδαφος άλλων συμβαλλομένων κρατών. Ρυθμίζονται διεξοδικώς α) ο τρόπος νομιμοποίησης του συνδίκου στην επικράτεια του συμβαλλομένου κράτους, εντός της οποίας επιθυμεί να δράσει (άρθρο 2), β) η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου που τον διόρισε, στο έδαφος του κράτους υποδοχής του (άρθρου 9), γ) το περιεχόμενο των εξουσιών (άρθρο 10) και οι όροι άσκησής τους εντός της επικράτειας του αναγνωρίζοντος κράτους (άρθρου 11), δ) η άρση τυχόν αμφισβητήσεων σχετικά με την άσκηση των εξουσιών του συνδίκου και την έκτασή τους (άρθρο 12), και ε) οι περιορισμοί που τίθενται κατά την άσκηση των εξουσιών του (άρθρο 14). Σε κάθε περίπτωση, στ) γενικό όριο της δράσης του αλλοδαπού συνδίκου είναι ότι αυτή δεν πρέπει να έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ημεδαπή δημόσια τάξη (άρθρα 3 και 14), ζ) βασικός κοινός κανόνας είναι ότι κάθε ενέργεια του αλλοδαπού συνδίκου στο έδαφος του κράτους υποδοχής του διέπεται από το δίκαιο του κράτους αυτού (για παράδειγμα, άρθρα 8, 9, 10 παρ. 1, 11 παρ. 1) και η) το περιεχόμενο των ρυθμίσεων για την άσκηση των εξουσιών του αλλοδαπού συνδίκου συνιστούν ένα κοινώς αποδεκτό minimum, υπό την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούν να αναγνωρίσουν στον αλλοδαπό σύνδικο ευρύτερες εξουσίες από αυτές που κατ’ ελάχιστον περιέχονται στο οικείο κεφάλαιο της σύμβασης (άρθρο 15).
Οι περιεχόμενες στην εν λόγω σύμβαση ρυθμίσεις είναι οι πλέον όμορες προς τις ρυθμίσεις των επί του θέματος κανονισμών – ιδίως μάλιστα εκείνες, δια των οποίων καθίσταται δυνατή η έναρξη δευτερευουσών πτωχεύσεων και οι οποίες απετέλεσαν σημείο αναφοράς των ρυθμίσεων του προïσχύσαντος Κανονισμού 1346/2000, συνεπώς δε και του ισχύοντος Κανονισμού 2015/848.
4. Η δεύτερη περίοδος κύησης της ευρωπαϊκής ρύθμισης (1989-1995) και η δυστοκία του δεύτερου σχεδίου σύμβασης
Η εμπειρία της πρώτης περιόδου κύησης αφ’ ενός, αφ’ ετέρου το προηγούμενο της διαλλακτικότερης προσέγγισης της διεθνούς πτώχευσης την οποίαν επεχείρησε η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά τα προεκτεθέντα, τέλος δε η εμμένουσα πολιτική βούληση των κρατών μελών για άρση της εκκρεμότητας που συνιστούσε η χαίνουσα ρύθμιση των ενδο-ευρωπαϊκώς διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας, δίδουν νέα ώθηση στο
Σελ. 18
εγχείρημα. Το 1989 συστήνεται από το Συμβούλιο επιτροπή εμπειρογνωμόνων (Επιτροπή Βalz) με αποστολή την αναβίωση της προσπάθειας και με στόχο την σύνταξη ενός νέου σχεδίου πτωχευτικής σύμβασης «οπωσδήποτε μετριοπαθέστερης από τα προηγούμενα κοινοτικά σχέδια, αλλά κάτι παραπάνω από την σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης». Πράγματι, στην φάση αυτή, η εκπόνηση της νέας κοινοτικής πτωχευτικής σύμβασης δεν μπορούσε παρά να επιχειρηθεί με αφετηρία όσες ρυθμίσεις ήσαν διαθέσιμες κατά τον χρόνο εκείνο –δηλαδή με πρώτη ύλη (τις κατ’ επιλογή προσφορότερες) ρυθμίσεις των συμβατικών σχεδίων της πρώτης περιόδου κυήσεως και της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το 1995 η επιτροπή καταλήγει σε ένα σχέδιο σύμβασης, το οποίο “…, while by no means devoid of imperfections, has many positive virtues which, under normal circumstances, would have ensured its implementation by all members of the European Union”. Το σχέδιο περιέχει συνολικώς πενήντα πέντε άρθρα, κατανεμημένα σε έξι κεφάλαια, και τρία Παραρτήματα. Οι περιεχόμενες σε αυτά ρυθμίσεις ουσιαστικώς αποτελούν περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Κανονισμού 1346/2000, στον οποίον παροχετεύθησαν. Σημειωτέα ωστόσο τα εξής: α) το σχέδιο εκπονείται και πάλι κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 220 Συνθ. ΕΟΚ –κατ’ εφαρμογήν δηλαδή της υποχρέωσης απλούστευσης των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, β) κατά την επεξεργασία του σχεδίου, η προσέγγιση των προς επίλυση ζητημάτων που εκάστοτε ανακύπτουν, είναι περισσότερο συναινετική από όσο ήταν κατά την περίοδο της «μυστικοπαθούς» εκπόνησης των πρώτων συμβατικών σχεδίων, γ) η φιλοδοξία είναι μετριοπαθής, καθότι πραγματιστική, υπό την έννοια ότι, λόγω των δυσκολιών ουσιαστικής εναρμόνισης των εθνικών πτωχευτικών δικαίων, η προσπάθεια επικεντρώνεται στο αμέσως επόμενο ζητούμενο, δηλαδή στην καθιέρωση σαφών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου, άνευ ετέρου αναγνώρισης της διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα (άλλα) κράτη μέλη και των σχετικών εξουσιών του συνδίκου, ενημέρωσης των αλλοδαπών πιστωτών και διευκόλυνσης της αναγγελίας των απαιτήσεών τους, συναφώς δε δ) η αρχή της καθολικότητας είναι ελεγχόμενη δια της προβλέψεως συντρεχουσών –αλλά συντονισμένων προς την κύρια– δευτερευουσών διαδικασιών αφερεγγυότητας τοπικής εμβέλειας.
Παρόλη την θετική ενέργειά του, το νέο συμβατικό σχέδιο, το οποίο τίθεται τον Νοέμβριο του 1995 στην διάθεση των κρατών μελών προς υπογραφή, φαίνεται να τελματώνει. Η δυστοκία του σχεδίου εν προκειμένω δεν είναι ενδογενής –δηλαδή δεν οφείλεται σε κάποια άκρως δύσκαμπτη ή, αντιθέτως, σε κάποια υπέρμετρα ενδοτική ρύθμιση του φαινομένου
Σελ. 19
της διεθνούς πτώχευσης που θα δικαιολογούσε, τελικώς, την ματαίωσή του. Το πρόβλημα δημιουργεί η Βρετανία (το μόνο κράτος μέλος που απομένει να υπογράψει εγκαίρως το σχέδιο σύμβασης) για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας: με την άρνησή της να προσχωρήσει στην κοινοτική ρύθμιση, η Βρετανία εκδηλώνει την δυσφορία της με αφορμή την κρίση των τρελών αγελάδων (“beef crisis”), ουσιαστικώς όμως εξ αιτίας της αντιδικίας της με την Ισπανία στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας επί του Γιβραλτάρ (“the Gibraltar syndrome”).
5. Η παροχέτευση του δεύτερου σχεδίου σύμβασης στον Κανονισμό 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας και η ενεργοποίηση της ρήτρας προσαρμογής του: ο ισχύων Κανονισμός 2015/848
Το διαφαινόμενο, κατά τα παραπάνω, αδιέξοδο αίρεται δια της παροχετεύσεως της περιεχόμενης στο ευρωπαϊκό σχέδιο σύμβασης του 1995 ρύθμισης στον προïσχύσαντα Κανονισμό 1346/2000 της 29.5.2000, επί τη βάσει ιδίως την άρθρων 61 υπό στοιχείο γ και 67 παρ. 1 της ιδρυτικής Συνθήκης.
Το περιεχόμενο του συμβατικού σχεδίου απετέλεσε, σχεδόν αυτούσιο, περιεχόμενο του κανονισμού. Για τις ανάγκες της μετατροπής της σύμβασης σε κανονισμό, διατηρήθηκαν τα κεφάλαια Ι έως και ΙV (άρθρα 1 έως και 42) με μερικές αποκλίσεις σε σχέση με το αρχικό συμβατικό κείμενο, ενώ το κεφάλαιο V του σχεδίου που περιελάμβανε διατάξεις για την δικαιοδοσία του ΔΕΚ (άρθρα 43 έως και 46), απαλείφθηκε ως περιττό. Το τελικό υπό VI κεφάλαιο του σχεδίου που περιείχε τις μεταβατικές και τελικές διατάξεις του (άρθρα 47 έως και 55), αντικατεστάθη ως κεφάλαιο V του Κανονισμού (άρθρα 43 έως και 47) ίδιου περιεχομένου. Τα τρία παραρτήματα του σχεδίου (Α, Β και Γ) παρέμειναν ως είχαν και συνόδευαν τον Κανονισμό, με εξαίρεση α) την παράλειψη της Δανίας, η οποία δεν εδεσμεύετο από την κοινοτική ρύθμιση (και εξακολουθεί να μην δεσμεύεται από την ισχύουσα) μη υποκείμενη στην εφαρμογή της και β) ορισμένες επαναδιατυπώσεις εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας από τις απαριθμούμενες στα παραρτήματα (Α και Β) λόγω της αναγκαίας επικαιροποίησής τους κατά το διαδραμόν χρονικό διάστημα από το 1995 ως το 2000. Σε αντίθεση εξάλλου με το σύντομο κατ’ έκταση και πενιχρού περιεχομένου τυπικό προοίμιο
Σελ. 20
που εισάγει στις ουσιαστικές ρυθμίσεις της σύμβασης, ο Κανονισμός εμπλουτίζεται με ένα εκτενές προοίμιο τριάντα τριών εκτιμήσεων ουσιαστικού περιεχομένου και σημαντικής ερμηνευτικής αξίας.
Ο ισχύων Κανονισμός 2015/848 της 20.5.2015 αντικαθιστά τον Κανονισμό 1346 περί των ενδοκοινοτικώς διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας (εφεξής Καν 848 και Καν 1346, αντιστοίχως). Ο δικαιολογητικός εν προκειμένω λόγος της αντικατάστασης είναι οι κατά την διάρκεια της παρελθούσης δεκαπενταετίας αδυναμίες και δυσκολίες εφαρμογής της ευρωπαϊκής ρύθμισης, οι οποίες εμφανίσθηκαν στην πράξη, διαπιστώθηκαν από την πληθωρική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, έχρηζαν –κατ’ επιταγήν εξ άλλου και του άρθρου 46 Καν 1346– ανάλογης προσαρμογής. Χωρίς να αμφισβητείται στις γενικές γραμμές της η ικανοποιητική λειτουργία του κανονισμού κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του (2000-2015 με έναρξη της ισχύος του το 2002), οι επελθούσες αλλαγές φιλοδοξούν να βελτιώσουν την εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του «προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική διαχείριση των διασυνοριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας». Μεταξύ αφ’ ενός της συντηρητικής εκδοχής να διατηρηθεί το προïσχύσαν καθεστώτος του Καν 1346 ως είχε, αφ’ ετέρου δε της ριζοσπαστικής επιλογής να ανατραπεί το προïσχύσαν καθεστώς και να υιοθετηθεί η αρχή της καθολικότητας υπό την αμιγή μορφή της, ο Ευρωπαίος νομοθέτης επέλεξε μετριοπαθέστερες λύσεις – προέβη σε ένα προσεκτικό retouche του προïσχύσαντα κανονισμού, με μόνη θεαματική παρέμβαση την προσθήκη του νέου πέμπτου κεφαλαίου περί διαδικασιών αφερεγγυότητας μελών ομίλου εταιριών.