ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

στο κοινοδίκαιο και το κυπριακό δίκαιο

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 44.8€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 108,80 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18151 | 18152
Πολυβίου Π.
  • Έκδοση: 2021
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 0
  • ISBN: 978-960-654-290-9 | 978-960-654-291-6
  • Black friday εκδόσεις: 10%
Βασικός σκοπός του δίτομου έργου «To Δίκαιο των Συμβάσεων στο κοινοδίκαιο και το κυπριακό δίκαιο» είναι η παράθεση του γενικού δικαίου των συμβάσεων όπως ισχύει στην Κύπρο, η εξέταση διάφορων πτυχών αυτού του δικαίου, όπως παρουσιάζονται στη νομολογία του κοινοδικαίου, του δικαίου δηλαδή που ακολουθείται στην Αγγλία και σε διάφορες χώρες της Κοινοπολιτείας (common law), με τις διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τις αρχές της επιείκειας (equity), και η ανάλυση της εξέλιξης του δικαίου των συμβάσεων μέσα από την εξέταση του δικαστικού έργου και της δικαστικής μεθοδολογίας. Η μελέτη αποτελεί χρήσιμο βοήθημα για δικαστές, δικηγόρους, φοιτητές, μελετητές του δικαίου, ακαδημαϊκούς.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΤΟΜΟΣ Α’
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ xv
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Σελ. 7
1. Nόμος και Κοινοδίκαιο Σελ. 7
2. Κριτική Κυπριακού Νόμου Σελ. 12
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Σελ. 15
1. Συμβάσεις και Ενοχικό Δίκαιο Σελ. 15
2. Συμβάσεις και Ιδιοκτησία (Contract and Property) Σελ. 22
3. Σημασία και Ρόλος των Συμβάσεων Σελ. 23
ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Σελ. 27
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Σελ. 35
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Σελ. 55
ΕΘΝΙΚΟ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ Σελ. 61
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Σελ. 65
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ Σελ. 75
1. Ανήλικοι Σελ. 75
(i)Aναγκαία Χρειώδη (Necessaries) Σελ. 75
(ii)Συμβάσεις που επενεργούν προς όφελος του ανηλίκου και αφορούν στην παροχή εκπαίδευσης και επαγγελματικής
πείρας σε αυτόν Σελ. 78
2. Νοητική Iκανότητα Σελ. 79
3. Νομική Iκανότητα Σελ. 83
ΤΥΠΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (FORMALITIES) Σελ. 87
ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Σελ. 95
ΠΡΟΤΑΣΗ Ή ΠΡΟΣΦΟΡΑ (OFFER) Σελ. 115
Α. ΠΟΤΕ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΤΑΣΗ; Σελ. 115
1. Παράθεση προϊόντων σε βιτρίνες ή ράφια
καταστημάτων Σελ. 118
2. Αυτόματες μηχανές πώλησης προϊόντων και
εισιτηρίων Σελ. 121
3. Τιμοκατάλογοι και άλλοι κατάλογοι Σελ. 122
4. Δημόσια πρόσκληση για εγγραφή μετοχών Σελ. 122
5. Προκήρυξη προσφορών και συμβάσεων Σελ. 123
6. Πώληση με πλειστηριασμό Σελ. 125
7. Πίνακες δρομολογίων (timetables) και εισιτήρια
για χρήση μεταφορικών μέσων Σελ. 125
8. Δημοσιεύσεις, αγγελίες και εγκύκλιοι Σελ. 126
Β. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΥΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Ή ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ Σελ. 131
ΑΠΟΔΟΧΗ (ACCEPTANCE) Σελ. 135
Α. ENNOIA ΑΠΟΔΟΧΗΣ Σελ. 135
Β. ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΔΟΧΗΣ Σελ. 148
ΑΝΤIΠΑΡΟΧΗ (CONSIDERATION) Σελ. 155
Α. EIΣΑΓΩΓΗ Σελ. 155
Β. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗΣ Σελ. 156
Γ. ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΑ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ (PAST CONSIDERATION) Σελ. 163
Δ. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗΣ Σελ. 168
Ε. ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗΣ Σελ. 168
1. Εκτέλεση ή Yπόσχεση Eκτέλεσης Δημοσίου
Καθήκοντος ή Υποχρέωσης Σελ. 171
2. Εκτέλεση Συμβατικού Καθήκοντος που οφείλεται
προς Τρίτο Πρόσωπο Σελ. 173
3. Εκτέλεση (Performance) και Υπόσχεση Εκτέλεσης
(Promise of Performance) Υφιστάμενης Συμβατικής
Υποχρέωσης που οφείλεται στο Άλλο Συμβαλλόμενο
Πρόσωπο – Διμερείς Σχέσεις Σελ. 176
(i)Διευθετήσεις μεταξύ Πιστωτών και Χρεωστών
(Composition with Creditors) Σελ. 185
(ii)Κώλυμα εξ Υποσχέσεως (Promissory Estoppel) Σελ. 189
(iii)Eξ Υποσχέσεως Περιουσιακό Κώλυμα
(Proprietary Estoppel) Σελ. 202
(iv)Πρόσφατες Εξελίξεις σε σχέση
με το Περιουσιακό Κώλυμα Σελ. 211
(v)Waltons Stores και Motital Σελ. 227
(vi)Συμβατικό Κώλυμα Σελ. 235
(vii)Κυπριακό Δίκαιο Σελ. 239
(viii)Αντιπαροχή και εξ Υποσχέσεως Κώλυμα Σελ. 246
4. Ειδικές Νομοθετικές Πρόνοιες στην Κύπρο Σελ. 250
ΣΤ. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗΣ Σελ. 254
ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Σελ. 259
1. Γενική Ανασκόπηση Σελ. 259
2. Το Μέλλον της Αντιπαροχής Σελ. 262
RELATIONS) Σελ. 269
1. Οικογενειακές και Φιλικές Συνεννοήσεις και Διευθετήσεις Σελ. 270
2.Eπαγγελματικές και Επιχειρηματικές Συμφωνίες
και Συνεννοήσεις Σελ. 274
3.Συλλογικές Συμβάσεις Σελ. 280
4.Υπάρχει ανάγκη για την Προϋπόθεση της Δικαιοπρακτικής
Βούλησης (Intention to Create Legal Relations); Σελ. 282
ΣΧΕΣΗΣ (PRIVITY OF CONTRACT) Σελ. 285
1. Eισαγωγή Σελ. 285
2. Επίκληση Σύμβασης από Τρίτο Πρόσωπο Σελ. 287
3.Δέσμευση Τρίτου Προσώπου από Σύμβαση μεταξύ Άλλων Σελ. 299
EKXΩΡΗΣΗ (ASSIGNMENT) Σελ. 307
1. Γενική Επισκόπηση Σελ. 307
2. Κοινοδίκαιο, Δίκαιο της Επιείκειας και Κυπριακό Δίκαιο Σελ. 310
3. Πτυχές του Δικαίου της Εκχώρησης Σελ. 314
ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ Σελ. 319
1. Εξαναγκασμός Σελ. 320
2. Ψυχική Πίεση Σελ. 326
(i)Νόμος, Νομολογία και Ταξινόμηση Υποθέσεων Σελ. 326
(ii)Σύζυγοι, Εγγυήσεις και Τράπεζες Σελ. 342
3. Απάτη Σελ. 349
4. Ψευδής Παράσταση Σελ. 354
ΕΠΑΧΘΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (UNCONSCIONABLE BARGAINS) Σελ. 363
ΠΛΑΝΗ Σελ. 381
Α. EIΣΑΓΩΓΗ Σελ. 381
Β. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ Σελ. 383
Γ. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ Σελ. 383
Δ. ΚΟΙΝΗ ΠΛΑΝΗ (COMMON MISTAKE) Σελ. 386
E. KOINOΔΙΚΑΙΟ, ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Σελ. 391
ΣΤ. ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΠΛΑΝΗ (UNILATERAL MISTAKE) Σελ. 396
Ζ. ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ
(MUTUAL MISTAKE) Σελ. 407
Η. ΠΛΑΝΗ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Σελ. 410
NON EST FACTUM Σελ. 413
ΔΙΟΡΘΩΣΗ (RECTIFICATION) Σελ. 417
ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ (GOOD FAITH) Σελ. 429
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. [ i ]
ΤΟΜΟΣ Β’
KAΤΑΛΟΓΟΣ ΑΥΘΕΝΤΙΩΝ Σελ. xv
ΑΣΑΦΕΙΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ Σελ. 447
ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ – ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΥΠΟ ΑΙΡΕΣΗ Σελ. 459
1. Αναφορά σε Σύναψη Περαιτέρω Σύμβασης Σελ. 460
2. Επιστολές Πρόθεσης (Letters of Intent) Σελ. 462
3. Συμφωνίες υπό την Αίρεση Περαιτέρω ή
Τελικής Σύμβασης (Subject to Contract) Σελ. 464
4. Επιστολές Υποστήριξης (Letters of Comfort) Σελ. 466
5. Συμφωνίες για Διαπραγμάτευση
(Agreements to Negotiate) Σελ. 469
6. Συμφωνίες υπό Αίρεση Σελ. 476
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Σελ. 481
1. Εισαγωγή – Βασικές Προσεγγίσεις Σελ. 481
2. Βασική Προσέγγιση Κυπριακού Δικαίου Σελ. 485
3. Νέες Προσεγγίσεις και Προβληματισμοί στο Σύγχρονο
Κοινοδίκαιο Σελ. 487
4. Investors Compensation Scheme και Νέα Προσέγγιση
του Δικαστή Hoffmann Σελ. 496
5. Διαφοροποίηση Ριζοσπαστικής Προσέγγισης Hoffmann
στην Πρόσφατη Νομολογία Σελ. 504
6. Περαιτέρω Εξέταση της Αντικειμενικής Προσέγγισης
στην Ερμηνεία Συμβάσεων Σελ. 507
7. Χρησιμοποίηση Προηγούμενων Διαπραγματεύσεων
στο Ερμηνευτικό Εγχείρημα Σελ. 510
8. Μεταγενέστερη Συμπεριφορά στο Ερμηνευτικό
Εγχείρημα Σελ. 513
9. Αποσύνδεση Ερμηνευτικού Εγχειρήματος από τη Βούληση
των Μερών Σελ. 517
10. Εμπορική Λογική Σελ. 522
11. Ενοποιημένη Προσέγγιση στο Ερμηνευτικό Εγχείρημα Σελ. 528
12. Contra Proferentem Σελ. 531
13. Σύγχρονη Θεώρηση του Ερμηνευτικού Εγχειρήματος Σελ. 535
14. Κατάληξη Σελ. 538
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Σελ. 541
1. Εξωγενής Μαρτυρία Σελ. 541
2. Υπογραφή Εγγράφων Σελ. 548
3. Ενσωμάτωση Όρων Σελ. 554
4. Όροι Σύμβασης Σελ. 555
(i)Παραστάσεις και Συμβατικοί Όροι (Representations and
Contractual Terms) Σελ. 555
(ii)Ρητοί και Εξυπακουόμενοι Όροι (Express and Implied Terms) Σελ. 560
(iii)Ουσιώδεις και μη Ουσιώδεις Όροι της Σύμβασης
(Conditions and Warranties) Σελ. 574
(iv)Eνδιάμεσοι Όροι (Intermediate or Innominate Terms) Σελ. 575
(v) Όροι Εξαίρεσης (Exemption Clauses) Σελ. 578
ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Σελ. 595
1. Εισαγωγή Σελ. 595
2. Ουσιαστικό Δίκαιο Σελ. 599
3. Ειδικές Περιπτώσεις Σελ. 607
(i)Περιορισμοί της Ελευθερίας του Γάμου Σελ. 607
(ii)Περιορισμοί Άσκησης Επαγγέλματος, Εμπορίου ή
Επιχείρησης Σελ. 608
(iii) Περιορισμοί στο Δικαίωμα Πρόσβασης στη Δικαιοσύνη Σελ. 619
(iv) Χρηστά Ήθη και Δημόσια Πολιτική Σελ. 621
4. Συνέπειες Παράνομης Σύμβασης Σελ. 623
ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ Σελ. 639
1. Εκπλήρωση Σύμβασης Σελ. 639
2. Συμφωνία για Αποδέσμευση Σελ. 649
3. Παράβαση Ουσιώδους Όρου και Τερματισμός Σύμβασης Σελ. 650
4. Προκαταβολική Παράβαση (Anticipatory Breach) Σελ. 653
5. Mαταίωση Σελ. 656
ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (FRUSTRATION) Σελ. 659
1. Εισαγωγή Σελ. 659
2. Κυπριακό Δίκαιο Σελ. 664
3. Θεωρητική Βάση της Ματαίωσης Σελ. 667
4. Σφαιρική Αντιμετώπιση και «οι Επιταγές της Δικαιοσύνης» Σελ. 671
5. Ερμηνεία και Εφαρμογή της Αρχής της Ματαίωσης Σελ. 675
6. Επίκληση μόνο σε Εξαιρετικές Περιπτώσεις Σελ. 678
7. Ματαίωση και Καταμερισμός Συμβατικών Κινδύνων Σελ. 690
8. Επιπτώσεις Ματαίωσης Σελ. 694
9. Άρθρο 56(3) του Κυπριακού Νόμου Σελ. 697
10. Ανωτέρα Βία (Force Majeure) Σελ. 703
11. Ιδιαίτερη Δυσχέρεια (Ηardship) Σελ. 706
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Σελ. 711
Α. EIΣΑΓΩΓΗ Σελ. 711
Β. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ Σελ. 712
1. Σύνοψη και Βασικά Προβλήματα Σελ. 712
2. Τιμωρητικές Αποζημιώσεις Σελ. 718
3. Ψυχική Ταλαιπωρία, Οδύνη, Αναστάτωση Σελ. 721
4. Βλάβη στην Υπόληψη Σελ. 725
5. Απώλεια Ευκαιρίας Σελ. 727
6. Διαφορετικές Προσεγγίσεις στην Επιδίκαση
Αποζημιώσεων Σελ. 729
(i) Συνήθης Αποκατάσταση μέσω Αποζημιώσεων Σελ. 729
(ii)Απωλεσθείσα Δαπάνη Σελ. 730
(iii) Attorney-General v. Blake – Απόδοση Κέρδους
Υπαίτιου Μέρους Σελ. 732
7. Ποιες ζημιές αποκαθίστανται; Απομακρυσμένες Ζημιές
(Remoteness of Damage) Σελ. 735
8. Μετριασμός Ζημιών Σελ. 758
9. Ρήτρες Προκαθορισμένης Αποζημίωσης Σελ. 761
Γ. ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Σελ. 766
Δ. ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ Σελ. 773
(UNJUST ENRICHMENT AND RESTITUTION) Σελ. 777
Α. EIΣΑΓΩΓΗ Σελ. 777
B. ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ Σελ. 778
Γ. ΑΡΘΡΟ 70 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΝΟΜΟΥ Σελ. 780
Δ. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Σελ. 783
Ε. ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜE ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ
(QUASI-CONTRACT) Σελ. 789
ΣΤ. QUANTUM MERUIT Σελ. 792
ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Σελ. 795
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ (AGENCY) Σελ. 807
1. Ορισμός και Γενική Επισκόπηση Σελ. 807
2. Δημιουργία Αντιπροσωπείας και
Πληρεξουσιότητα Αντιπροσώπων Σελ. 809
3. Φαινόμενη Πληρεξουσιότητα (Apparent or Ostensible
Authority) Σελ. 812
4. Αποτελέσματα και Επιπτώσεις Αντιπροσωπείας Σελ. 820
5. Καθήκοντα και Υποχρεώσεις Αντιπροσώπου Σελ. 824
ΕΓΓΥΗΣΗ (GUARANTEE) Σελ. 827
1. Ορισμός και Γενική Επισκόπηση Σελ. 827
2. Aντιπαροχή Σελ. 830
3. Απλές και Συνεχείς Εγγυήσεις Σελ. 832
4. Ευθύνη και Υποχρεώσεις Πρωτοφειλέτη και Εγγυητή Σελ. 834
5. Ειδική Προστασία Ορισμένων Εγγυητών Σελ. 838
6. Τραπεζικές Εγγυήσεις Σελ. 839
7. Δικαιώματα Εγγυητή εναντίον Πρωτοφειλέτη Σελ. 844
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Σελ. 847
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Σελ. 847
ΘΕΩΡΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ Σελ. 848
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Σελ. 850
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Σελ. 862
∆ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ Σελ. 875
ΑΒΕΒΑΙΟ ΑΛΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Σελ. 884
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σελ. 887

Σελ. 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το Δίκαιο των Συμβάσεων με έχει απασχολήσει για πολλά χρόνια. Αρχικά, μελέτησα το δίκαιο των συμβάσεων στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου μεταγενέστερα, μεταξύ των ετών 1973-1981, είχα την τύχη και την τιμή να το διδάσκω ως μέλος μιας ακαδημαϊκής ομάδας που περιλάμβανε μεταξύ άλλων κορυφαίους νομικούς όπως οι Guenter Treitel, Patrick Atiyah, Barry Nicholas, Michael Furmston, Brian Simpson, Peter Birks και Jack Beatson.

Στην Κύπρο έχω ασκήσει για πολλά χρόνια το δικηγορικό επάγγελμα σε διάφορους τομείς που βασίζονται στο δίκαιο των συμβάσεων, όπως οι εμπορικές συναλλαγές, το τραπεζικό και εταιρικό δίκαιο και η διαπραγμάτευση και συνομολόγηση διαφόρων ειδών συμβάσεων.

Τον Μάρτιο του 2014 δημοσίευσα το βιβλίο μου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», σε δύο Τόμους. Το βιβλίο αυτό χρησιμοποιήθηκε ευρέως από Δικαστές, δικηγόρους και φοιτητές της Νομικής, κάτι που μου προκάλεσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Στη συνέχεια, το 2017, δημοσίευσα το βιβλίο μου «Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο – Θεωρία και Πράξη», σε ένα Τόμο, που επίσης χρησιμοποιήθηκε ευρέως από δικηγόρους και Δικαστές στην Κύπρο. Τον Σεπτέμβρη του 2020 η «Νομική Βιβλιοθήκη» εισηγήθηκε την ετοιμασία και έκδοση ενός αναθεωρημένου βιβλίου το οποίο μεταξύ άλλων να καλύπτει τις πολύ σοβαρές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στο κοινοδίκαιο και στο Κυπριακό δίκαιο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αυτή είναι η κύρια επεξήγηση της απόφασης για έκδοση και τρίτου βιβλίου από εμένα (του τελευταίου) για το Δίκαιο των Συμβάσεων στο κοινοδίκαιο και το Κυπριακό δίκαιο. Αυτό που έχει προκύψει είναι μια νέα Μελέτη για το Δίκαιο των Συμβάσεων, όχι μόνο λαμβάνοντας υπόψη και εξετάζοντας τις νέες ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια στο κοινοδίκαιο αλλά και αναδιατυπώνοντας τα προηγούμενα βιβλία μου επί του θέματος και προσθέτοντας νέο και εκτενές κείμενο σε σχέση με διάφορα ζητήματα.

Η παρούσα Μελέτη ασχολείται όχι μόνο με το Κυπριακό δίκαιο των συμβάσεων αλλά και με το δίκαιο που ακολουθείται στην Αγγλία και σε διάφορες

Σελ. 2

χώρες της Κοινοπολιτείας, δηλαδή το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity). Στην Κύπρο, όπως θα εξηγηθεί στο κείμενο, υπάρχει ειδικός Νόμος που θεωρείται ως κωδικοποίηση του δικαίου των συμβάσεων, με βάση το τι ισχύει στην Ινδία από το τέλος του 19ου αιώνα. Στην Αγγλία, καθώς και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, δεν υπάρχει νομοθέτημα που να ασχολείται κατά τρόπο γενικό με το δίκαιο των συμβάσεων, αλλά το ισχύον δίκαιο βασίζεται στη νομολογία των Δικαστηρίων, αν και πάντα υπήρχαν ειδικοί νόμοι σε σχέση με συγκεκριμένα θέματα. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των δύο συστημάτων δικαίου (Κύπρου και Ινδίας αφενός και Αγγλίας και άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας αφετέρου) δεν έχει επηρεάσει το κοινό στοιχείο μεταξύ τους, ότι δηλαδή η βάση του δικαίου ήταν και παραμένει η νομολογία των Δικαστηρίων.

Οι βασικοί σκοποί μου συγγράφοντας το βιβλίο αυτό είναι πρώτον να παραθέσω, στο βαθμό που είναι δυνατόν, το γενικό δίκαιο των συμβάσεων όπως τώρα ισχύει στην Κύπρο, δεύτερον να εξετάσω διάφορες πτυχές του δικαίου των συμβάσεων, όπως παρουσιάζονται στη νομολογία του κοινοδικαίου με τις διαφοροποιήσεις που προκύπτουν από τις αρχές της επιείκειας, και τρίτον να μελετήσω με αναλυτικό τρόπο και από τη συγκριτική σκοπιά την εξέλιξη του δικαίου των συμβάσεων, κάτι που αναπόφευκτα συνεπάγεται εξέταση του δικαστικού έργου και της δικαστικής μεθοδολογίας.

Επιθυμώ να προβώ στα εξής διευκρινιστικά σχόλια:

(i) Όπως συμβαίνει σε κάθε βιβλίο αναφορικά με το δίκαιο των συμβάσεων, με έχει προβληματίσει πολύ η οργάνωση του κειμένου και η κατανομή του σε κεφάλαια. Από τη μια, υπάρχουν τα γνωστά ακαδημαϊκά και άλλα συγγράμματα από την Αγγλία, την ευρύτερη Κοινοπολιτεία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που κατ’ ουσίαν πραγματεύονται το κοινοδίκαιο. Από την άλλη, στην Κύπρο υπάρχει ειδικό νομοθέτημα για το δίκαιο των συμβάσεων, που βασίζεται στον Ινδικό Νόμο, όπου ο νομοθέτης έχει επιλέξει τη δική του δομή, με βάση τις νομικές και άλλες πραγματικότητες που ίσχυαν πριν πολλές δεκαετίες. Το βασικό σύγγραμμα Pollock & Mulla,[1] που

Σελ. 3

συνήθως χρησιμοποιείται στις Ινδίες καθώς επίσης και από τα Δικαστήρια στην Κύπρο, ακολουθεί τη δομή του Νόμου, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται το σύγχρονο δίκαιο των συμβάσεων στα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά συγγράμματα στην Αγγλία και αλλού. Προσωπικά έχω επιλέξει κάτι ενδιάμεσο, δηλαδή έχω επιχειρήσει να συνδυάσω τη θεματική μέθοδο των σύγχρονων συγγραμμάτων για το δίκαιο των συμβάσεων χωρίς να παραγνωρίζω το Νόμο που ισχύει στην Κύπρο.

(ii) Η βάση του Κυπριακού αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου των συμβάσεων, είναι το κοινοδίκαιο, όπως συμπληρώνεται από τις αρχές της επιείκειας. Πέραν της ουσίας, τα Δικαστήρια στην Κύπρο ακολουθούν τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία του κοινοδικαίου, που έχουν ως κοινό παρονομαστή το δεσμευτικό προηγούμενο, δηλαδή τη νομολογία όπως διαμορφώνεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό το κοινοδίκαιο χωρίς τη λεπτομερή ανάλυση δικαστικών αποφάσεων καθώς και την παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από τις αποφάσεις αυτές. Σημασία έχει όχι μόνο (ή πρώτιστα) η κατάληξη κάποιας υπόθεσης αλλά και το σκεπτικό του Δικαστηρίου επί του οποίου βασίζεται. Είναι γι’ αυτό που έχω παραθέσει, σε ολόκληρο το κείμενο, εκτενή αποσπάσματα από δικαστικές αποφάσεις, τόσο των Κυπριακών, όσο και άλλων δικαστηρίων.

(iii) Ο τίτλος της Μελέτης μου είναι «Το Δίκαιο των Συμβάσεων». Δεν θέλω όμως να δοθεί η εντύπωση ότι η Μελέτη μου καλύπτει όλες τις πτυχές και κεφάλαια του Δικαίου των Συμβάσεων καθώς και όλες τις ενότητες και πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου, δηλαδή του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Όπως θα διαπιστωθεί, υπάρχουν σημαντικά κεφάλαια, μεταξύ αυτών η Παρακαταθήκη (Bailment), τα Γραμμάτια Συνήθους Τύπου, το Ενέχυρο και άλλα, που δεν καλύπτονται από το κείμενο και για τα οποία πρέπει κάποιος να αντλήσει γνώση από εξειδικευμένα συγγράμματα. Επίσης, θέματα όπως η Αντιπροσωπεία και η Εγγύηση καλύπτονται κατά τρόπο συνοπτικό, αφού έχω επικεντρώσει την προσοχή μου στη θεωρητική τους διάσταση και στις βασικές τους πτυχές. Βασικός μου σκοπός, πέραν της παράθεσης του ουσιαστικού δικαίου, είναι η μελέτη των πιο σημαντικών αρχών, πτυχών και θεμάτων του Δικαίου των Συμβάσεων, καθότι είναι με τον τρόπο αυτό που ο μελετητής και ο αναγνώστης θα ασχοληθούν με τη φιλοσοφία, τη θεωρία, τη μεθοδολογία και

Σελ. 4

τις βασικές αρχές του σύγχρονου Δικαίου των Συμβάσεων, ενώ για θέματα που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο θεωρητικό ή μεθοδολογικό ενδιαφέρον (αλλά που θα πρέπει να μελετηθούν στο πλαίσιο κάποιας συγκεκριμένης υπόθεσης, δικαστικής ή άλλης) θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν εξειδικευμένες μελέτες και συγγράμματα. Όπως θα διαπιστωθεί και πάλι, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα όχι τόσο η στατική παράθεση του δικαίου που ισχύει σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (κάτι που πολλές φορές είναι αδύνατο) όσο ο τρόπος της ιστορικής εξέλιξης του δικαίου (ιδιαίτερα μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων) καθώς και οι διαφορετικές απόψεις και αποχρώσεις θέσεων που υιοθετούνται για κάποιο θέμα. Πολλές φορές, όπως επίσης θα γίνει κατανοητό, δεν είναι μόνο οι επί μέρους απόψεις και τοποθετήσεις για συγκεκριμένα θέματα που είναι διαφορετικές, αλλά και οι βασικές φιλοσοφικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις σε σχέση με σημαντικές πτυχές του δικαίου των συμβάσεων.

(iv) Τέλος, προσπαθώ να αναφέρομαι σε συντομία και σε πτυχές του ηπειρωτικού δικαίου ή σε άλλα συστήματα δικαίου, όταν και όπου αυτό είναι χρήσιμο. Ένα ιδιαίτερο ακαδημαϊκό μου ενδιαφέρον στην Οξφόρδη ήταν το Ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς και η επίδραση στο κοινοδίκαιο από τις απόψεις σημαντικών μελετητών του δικαίου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Περαιτέρω, όπως επεξηγώ στο κείμενο, μελετάται εδώ και χρόνια κάποια προσπάθεια ευθυγράμμισης του δικαίου των συμβάσεων τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και άλλων διεθνών φορέων. Κάποτε τέτοιες συγκριτικές αναφορές παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Αυτά είναι θέματα με τα οποία ασχολούμαι περιστασιακά και περιληπτικά.

(v) Όταν αναφέρομαι σε Δικαστές, αναφέρομαι στον Δικαστή Α ή Δικαστή Β ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στο δικαστικό σώμα. Ο λόγος είναι ότι παραπέμπω στις αποφάσεις πολλών Δικαστών από διάφορες χώρες, και αυτή η διατύπωση απλοποιεί κάπως τα πράγματα (παρόλο που, συνήθως, αναφέρομαι στις ετυμηγορίες των Ανωτάτων Δικαστηρίων των διαφόρων χωρών). Ορισμένες φορές προβαίνω σε αναφορά και σε αποφάσεις Επαρχιακών Δικαστηρίων στην Κύπρο, όταν αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(vi) ΄Εχω καταβάλει κάθε προσπάθεια μείωσης του αριθμού των υποσημειώσεων και παραπομπών, στο πλαίσιο γενικότερης προσπάθειας

Σελ. 5

διατήρησης της παρούσας Μελέτης εντός λογικών παραμέτρων μεγέθους και λεπτομέρειας.

Υπό την αίρεση των πιο πάνω, ελπίδα μου είναι, το βιβλίο αυτό να θεωρηθεί χρήσιμο βοήθημα για όλους αυτούς που εργάζονται και λειτουργούν στο χώρο του δικαίου (δικαστές, δικηγόρους, φοιτητές, μελετητές του δικαίου, ακαδημαϊκούς και άλλους).

 

 

Σελ. 6

 

Σελ. 7

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

1. Nόμος και Κοινοδίκαιο

Το δίκαιο αναφορικά με τις συμβάσεις (τη δημιουργία τους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, τις παραβάσεις και τις επιπτώσεις τους καθώς και τον τερματισμό τους), τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αγγλικό κοινοδίκαιο (common law) γενικότερα, αποτελεί μέρος του αστικού δικαίου (civil law), σε αντιδιαστολή τόσο προς το ποινικό δίκαιο όσον και προς το δίκαιο που αφορά στην Πολιτεία (συνταγματικό και διοικητικό δίκαιο). Στην Αγγλία και σε πολλά συστήματα που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, τα θέματα που αφορούν στο δίκαιο των συμβάσεων αποτελούν το αντικείμενο νομολογίας, δηλαδή δικαστικών αποφάσεων οι οποίες με τη σειρά τους βασίζονται στη θεωρία του δεσμευτικού προηγούμενου (binding precedent).

Στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, έχει υιοθετηθεί συγκεκριμένο νομοθέτημα, ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, που κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο, υπό την έννοια ότι, στην θεωρία τουλάχιστον, πρωταρχική σημασία έχουν οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες και όχι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων. Στην πράξη όμως, όπως θα διαπιστώσουμε, το κοινοδίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις που το αντικατοπτρίζουν και το αναπλάθουν διατηρούν τη ζωτική τους σημασία, με αποτέλεσμα η νομική θέση αναφορικά με όλα σχεδόν τα εγειρόμενα θέματα να μην μπορεί να διατυπωθεί χωρίς ταυτόχρονη μελέτη των νομοθετικών προνοιών αφενός και της νομολογίας (Κυπριακής και Αγγλικής) αφετέρου.

Το δίκαιο των συμβάσεων έχει ως αντικείμενο «συμβάσεις», δηλαδή συμφωνίες μεταξύ προσώπων, φυσικών και νομικών, που καθίστανται νομικά δεσμευτικές. Ως γενικό θέμα, «νομικά δεσμευτική» είναι η συμφωνία η οποία αναγνωρίζεται από το ισχύον νομικό σύστημα ως έγκυρη και η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και να εκτελεστεί μέσω των Δικαστηρίων.

Σελ. 8

Το δίκαιο των συμβάσεων, μεταξύ άλλων, ασχολείται με τα πιο κάτω ερωτήματα:

1. Πώς συνομολογείται η σύμβαση;

2. Τι απαιτείται για τη συνομολόγηση μιας έγκυρης σύμβασης;

3. Τι πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;

4. Τι δεν πρέπει να υπάρχει για να προκύψει νομικά έγκυρη σύμβαση;

5. Πότε τερματίζεται η σύμβαση;

6. Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ποιες θεραπείες προσφέρονται;

7. Ποια είναι η εμβέλεια της δεσμευτικής σύμβασης;

Στην Κύπρο, η ιεράρχηση των ισχυόντων κανόνων δικαίου περιέχεται στο άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, που προνοεί ότι το κάθε Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του θα εφαρμόζει:

(i) Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους Νόμους που έχουν γίνει με βάση αυτό.

(ii) Τους νόμους που έχουν διατηρηθεί σε ισχύ με βάση το άρθρο 188 του Συντάγματος και τους όρους που περιέχονται σε αυτό, εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει με βάση νόμο που θεσπίζεται στο πλαίσιο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα αυτής της πρόνοιας είναι η διατήρηση σε ισχύ της νομοθεσίας που θεσπίστηκε επί αγγλοκρατίας, νοουμένου ότι συνάδει προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(iii) Το κοινοδίκαιο (common law) και τις αρχές της επιείκειας (equity) εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιοδήποτε νόμο που εφαρμόζεται ή γίνεται με βάση το Σύνταγμα ή από οποιοδήποτε νόμο που διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση την πρόνοια (ii) πιο πάνω, εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα.

Προκύπτει με βάση τα πιο πάνω ότι στην Κύπρο η βασική πηγή δικαίου για τις συμβάσεις και συναφή θέματα είναι ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, ο οποίος θεσπίσθηκε πριν από την ανεξαρτησία το 1960, νοουμένου πάντα ότι οι υπό κρίση πρόνοιες του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικές και νοουμένου ότι δεν έχουν αντικατασταθεί με, ή διαφοροποιηθεί από, πρόνοιες νόμου που θεσπίσθηκε μετά από το 1960.

Ο πιο πάνω Νόμος ισχύει από το 1931 και διατηρεί σχεδόν την ίδια μορφή

Σελ. 9

και περιεχόμενο από τότε που έγινε, με λίγες τροποποιήσεις. Ο Κυπριακός Νόμος ακολουθεί πολύ στενά τους νόμους που υιοθετήθηκαν στην Ινδία, και που είναι γνωστοί ως the Indian Contract and Specific Relief Acts,[2] και που είχαν σκοπό την κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου.

Όσον αφορά στον τρόπο ερμηνείας του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και ιδιαίτερα το συσχετισμό του με τις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, όπως αυτές ακολουθούνται και εφαρμόζονται στην Αγγλία, το άρθρο 2 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

«Ο Νόμος αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτό θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο, και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο η ερμηνεία αυτή δεν αντίκειται στο περιεχόμενο του κειμένου και νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια».

Προκύπτει σαφώς ότι ο ίδιος ο Κυπριακός Νόμος, ακολουθώντας τον αντίστοιχο Ινδικό, αναγνωρίζει ότι συνιστά κωδικοποίηση του Αγγλικού δικαίου (ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών αυτού), με αποτέλεσμα ότι η ερμηνεία των προνοιών του Νόμου θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ανάλογων εννοιών του Αγγλικού δικαίου, νοουμένου φυσικά ότι δεν προνοείται διαφορετικά στον ίδιο το Νόμο. Είναι γι’ αυτό που δεν μπορεί να υπάρξει μελέτη του Κυπριακού Νόμου αναφορικά με το δίκαιο των συμβάσεων χωρίς εξέταση του Αγγλικού δικαίου και ιδιαίτερα της Αγγλικής νομολογίας καθώς και της νομολογίας άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας που ακολουθούν το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας.

Όπως έχει αναφερθεί,[3]

«Με το άρθρο αυτό (α) οι αγγλικές αρχές ερμηνείας καθίστανται εφαρμοστέες στο Κεφάλαιο 149 και, (β) εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο Νόμο θεωρούνται, κατά τεκμήριο, ότι έχουν την ίδια έννοια που απέδωσε σ’ αυτές το Αγγλικό δίκαιο, τυγχάνοντας ανάλογης ερμηνείας, με την προϋπόθεση όμως ότι τέτοια ερμηνεία δεν συγκρούεται με το κείμενο και νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια για διαφορετική έννοια».

Σελ. 10

Συνοπτικά, οι βασικές αρχές που προκύπτουν από την κυπριακή νομολογία αναφορικά με το συσχετισμό των νομοθετικών προνοιών, από τη μια, και των αρχών του γενικού δικαίου (δηλαδή του κοινοδικαίου και της επιείκειας), από την άλλη, είναι οι πιο κάτω:

(i) Μια έννοια ή όρος του Νόμου μπορεί και θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τις γενικές αρχές του Αγγλικού δικαίου, νοουμένου πάντα ότι η ερμηνεία που προκύπτει δεν είναι αντίθετη με τον ίδιο το Νόμο (ή φυσικά άλλο νόμο ή το Σύνταγμα).

(ii) Ο Νόμος δεν θεωρείται εξαντλητικός, υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη και αναγνώριση άλλων αρχών και εξελίξεων στο χώρο του δικαίου των συμβάσεων για τις οποίες δεν γίνεται ρητή πρόνοια στον Νόμο και οι οποίες αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται με βάση το κοινοδίκαιο.

(iii) Δεν είναι επιτρεπτό να υιοθετείται ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου όταν στον ίδιο τον Νόμο «προνοείται ρητά κάποια άλλη έννοια». Εάν δηλαδή μια πρόνοια του Νόμου έχει συγκεκριμένη εμβέλεια, δεν επιτρέπεται να υιοθετείται κάποια άλλη διαφορετική έννοια με βάση τις αρχές του κοινοδικαίου ή της επιείκειας ή νομολογιακών εξελίξεων στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες που ακολουθούν το ίδιο σύστημα δικαίου.

Το γενικό αποτέλεσμα των πιο πάνω αρχών έχει διατυπωθεί εύστοχα από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου.[4]

«Το Αγγλικό δίκαιο εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς που δεν ρυθμίζονται ρητά από την νομοθεσία. Πέραν από αυτό, όπου ο νομοθέτης αποπειράται την κωδικοποίηση των αρχών του κοινού δικαίου, ο κώδικας δεν θεωρείται σαν εξαντλητικός των αρχών του στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά απλώς ρυθμιστικός εκείνου του μέρους το οποίο ρητά πραγματεύεται. Πτυχές του Αγγλικού δικαίου, που δε ρυθμίζονται από τον κώδικα και δεν έρχονται σε άμεση αντίθεση με τις πρόνοιες του, είναι το ίδιο ισχυρές όπως και οι αρχές που ρητά ενσωματώνονται».

Παρόμοια είναι η προσέγγιση στο πλαίσιο του Ινδικού δικαίου, με βάση τον Ινδικό Νόμο. Τα Δικαστήρια της Ινδίας χρησιμοποιούν και κατά κανόνα

Σελ. 11

ακολουθούν την Αγγλική νομολογία, εκτός εκεί που υπάρχει ρητή πρόνοια στον Νόμο εκείνο που να υπαγορεύει συγκεκριμένη ρύθμιση. Έχει επίσης νομολογηθεί στην Ινδία ότι αφετηρία κάθε δικαστικής απόφασης σε σχέση με ζήτημα που αφορά στο δίκαιο των συμβάσεων θα πρέπει να είναι η συγκεκριμένη διατύπωση των προνοιών του Ινδικού Νόμου. Εκεί που δεν υπάρχει σαφής πρόνοια στον Νόμο εκείνο, ή που η συγκεκριμένη πρόνοια είναι ασαφής ή ουσιαστικά αναφέρεται στο κοινοδίκαιο ή στις αρχές της επιείκειας, τότε είναι επιτρεπτό να εξετάζεται και να ακολουθείται η Αγγλική νομολογία επί του εγερθέντος θέματος, καθώς και η νομολογία των Δικαστηρίων χωρών της Κοινοπολιτείας και των Ηνωμένων Πολιτειών.[5]

Στην Κύπρο, θα πρέπει να τονίσουμε, το Αγγλικό δίκαιο (δηλαδή το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας) δεν ακολουθούνται μόνο λόγω του άρθρου 2(1) του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων που προνοεί ότι «ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία», αλλά και ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 που, μεταξύ άλλων, προνοεί, όπως ήδη έχει λεχθεί, για την εφαρμογή στην Κύπρο του κοινοδικαίου και των αρχών της επιείκειας εκτός εάν άλλη πρόβλεψη έγινε ή θα γίνει από οποιοδήποτε νόμο. Η ύπαρξη του πιο πάνω άρθρου, και της γενικής φιλοσοφίας του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνον ως ενισχυτικά στοιχεία του άρθρου 2(1) του περί Συμβάσεων Νόμου αλλά και πρωτογενώς, δηλαδή ως ανεξάρτητη πηγή δικαίου που αποτελεί μέρος του βασικού δικαιοδοτικού νομοθετήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρόλο που το σχετικό άρθρο του περί Συμβάσεων Νόμου καθώς και οι πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 δεν ισχύουν εκεί που έχει γίνει άλλη πρόβλεψη από τον Νόμο, τόσο η διατύπωση όσο και η γενικότερη φιλοσοφία του περί Δικαστηρίων Νόμου επιτρέπουν στα Κυπριακά Δικαστήρια ευρεία πρόσβαση σε Αγγλικές δικαστικές αποφάσεις και σε αποφάσεις άλλων δικαιοδοσιών όπου εφαρμόζονται το κοινοδίκαιο και οι αρχές της επιείκειας, καθώς και αξιοσημείωτη ευελιξία και ευχέρεια στον εκσυγχρονισμό του Κυπριακού δικαίου με βάση νομολογιακές εξελίξεις σε άλλες χώρες με παρόμοιο νομικό σύστημα όπου όμως δεν υπάρχει η κωδικοποίηση του δικαίου των συμβάσεων που έχει υιοθετηθεί στην Κύπρο.

Σελ. 12

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στον Πρόλογο, στην Κύπρο, όσον αφορά το δίκαιο των συμβάσεων, στην πραγματικότητα είναι το κοινοδίκαιο που εφαρμόζεται, με τον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, να αποτελεί απλώς το νομικό πλαίσιο εντός των παραμέτρων του οποίου και/ή με βάση τις κατηγορίες και ταξινομήσεις του εμπεδώνεται και εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο. Έστω και αν δεν υπήρχε το πιο πάνω νομοθέτημα, η εξέλιξη του κοινοδικαίου στην Κύπρο στο χώρο των συμβάσεων θα ήταν περίπου η ίδια.

2. Κριτική Κυπριακού Νόμου

Ανεξάρτητα από τη φύση του Κυπριακού δικαίου των συμβάσεων, ότι δηλαδή είναι το κοινοδίκαιο (common law) που στην πραγματικότητα εφαρμόζεται, και παρά τη διαπίστωσή μας ότι το Κυπριακό νομοθέτημα παρέχει απλώς το νομικό σχήμα εντός των παραμέτρων του οποίου ή με βάση το οποίο εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ούτε ουσιαστικά ούτε μεθοδολογικά ότι στην Κύπρο υπάρχει Νόμος περί Συμβάσεων, που αποτελεί το σημείο αφετηρίας για όποια νομική ενασχόληση με το θέμα και πιο συγκεκριμένα με τις διάφορες πτυχές του δικαίου των συμβάσεων. Είναι γι’ αυτό που επιβάλλεται σύντομη παράθεση των βασικών στοιχείων που αφορούν τον πιο πάνω Νόμο.

Ο περί Συμβάσεων Νόμος θεσπίστηκε το 1931 και αποτελεί, σε πολύ σημαντικό βαθμό, αναπαραγωγή του Ινδικού Νόμου που με τη σειρά του θεσπίστηκε το 1872.[6]

Σε μεγάλο βαθμό, ο Κυπριακός Νόμος παραμένει σε ισχύ, στην ίδια ουσιαστικά κατάσταση και μορφή, μέχρι σήμερα, παρά:

(i) Την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και την υιοθέτηση του Συντά­γματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που περιέχει, μεταξύ άλλων, πρόνοιες που προστατεύουν το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και συναφή δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της περιουσίας και το δικαίωμα της άσκησης επαγγέλματος και επιχείρησης.

(ii) Τις πολύ σημαντικές εξελίξεις στο κοινοδίκαιο που έλαβαν χώρα

Σελ. 13

ως αποτέλεσμα της νομολογίας των δικαστηρίων, όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και σε πολλές χώρες της Κοινοπολιτείας.

(iii) Τη θέσπιση, τόσο στην Αγγλία όσο και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας, νομοθετημάτων αναφορικά με πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία διαφοροποιούν ουσιωδώς το κοινοδίκαιο.

(iv) Την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο του 2004.

Ο περί Συμβάσεων Νόμος βασίζεται φυσικά στο κοινοδίκαιο και, όπως προβλέπεται στον ίδιο τον Νόμο, οι πρόνοιές του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που ακολουθούνται στην Αγγλία, με αποτέλεσμα τα Κυπριακά Δικαστήρια να ακολουθούν σε σημαντικό βαθμό τις σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις στην Αγγλία, εκτός φυσικά σε περιπτώσεις που η σύγχρονη προσέγγιση των Αγγλικών δικαστηρίων σε κάποιο θέμα αντίκειται στις σαφείς πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου.

Παρά τον πιο πάνω περιορισμό, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν, σε γενικές γραμμές, αντιμετωπίσει με επάρκεια τα διάφορα θέματα που τίθενται ενώπιον τους στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων, παρά την απουσία ολοκληρωμένου και σύγχρονου θεσμικού πλαισίου.

Ανεξάρτητα όμως από οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους των Δικα­στηρίων να ακολουθήσουν τις σύγχρονες τάσεις του δικαίου των συμβάσεων σε άλλες χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, ο Κυπριακός Νόμος καθώς και τα αρμόδια νομοθετικά σώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να υποβληθούν σε σοβαρή κριτική.

Καταρχάς, ο Κυπριακός Νόμος είναι απηρχαιωμένος. Αντικατοπτρίζει το Αγγλικό δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιήθηκε στην Ινδία στο μακρινό παρελθόν. Παρά τη θέσπιση διαφόρων νόμων και κανονισμών στην Κύπρο σε σχέση με επί μέρους θέματα (είτε πριν είτε κυρίως μετά από την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση), το βασικό κείμενο του περί Συμβάσεων Νόμου διαμορφώθηκε πριν από τον 20ο αιώνα και έκδηλα αναφέρεται στις πραγματικότητες άλλης εποχής.

Δεύτερον, ο Κυπριακός Νόμος δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή, ούτε και από ορθολογιστική παράθεση των διαφόρων προνοιών του. Ασχολείται με πολύ σημαντικά θέματα κατά τρόπο πολύ περιληπτικό και ελλειπτικό, και με επουσιώδη θέματα σε μεγάλη λεπτομέρεια.

Σελ. 14

Τρίτον, ο Κυπριακός Νόμος, όπως τώρα χρησιμοποιείται, έχει μεταφραστεί από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα σύμφωνα με τους περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμους 1988 έως 1994, καθώς και με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας (Ερμηνευτικό) Νόμο του 1993. Ο Νόμος μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην καθαρεύουσα και, παρά την αναγνώριση ότι «η μετάφραση του περί Συμβάσεων Νόμου αποτελεί, κατά τεκμήριο, μια από τις πιο επιτυχημένες αποδόσεις στην Ελληνική γλώσσα της βασικής νομοθεσίας της Αγγλοκρατίας (ιδίως σε σύγκριση με άλλα νομοθετήματα)»,[7] διάφορες πρόνοιες του στην Ελληνική γλώσσα είναι δυσνόητες, τουλάχιστον χωρίς την ταυτόχρονη ανάγνωση του αρχικού Αγγλικού κειμένου του Κυπριακού Νόμου ή του προγενέστερου Ινδικού Νόμου.

Είναι πραγματικά εκπληκτικό ότι το βασικό κείμενο του Κυπριακού Νόμου περί Συμβάσεων, που συνιστά σήμερα το βασικό κορμό του δικαίου των συμβάσεων, διαμορφώθηκε για την Ινδία το 1872 στο πλαίσιο του κοινοδικαίου το οποίο τότε εφάρμοζαν τα Αγγλικά δικαστήρια, προσαρμοσμένο στις πραγματικότητες της Ινδικής κοινωνίας της εποχής. Είναι επίσης εκπληκτικό ότι τα αρμόδια νομοθετικά σώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν διαμορφώσει νέο θεσμικό σχήμα από τότε και ότι δεν έχουν τροποποιήσει σε σημαντικό βαθμό τον Κυπριακό Νόμο, όπως αρχικά υιοθετήθηκε, με αποτέλεσμα ο περί Συμβάσεων Νόμος της Κυπριακής Δημοκρατίας να συνιστά ένα απαράδεκτο νομικό φαινόμενο, δηλαδή ένα νομικό κείμενο μεγάλης κοινωνικής σημασίας που είναι απηρχαιωμένο, αναχρονιστικό, ημιτελές και πλήρες αντιφάσεων και δυσνόητων διατυπώσεων. Το ότι ο Νόμος αυτός δεν έχει αποβεί σοβαρή τροχοπέδη στη διεκπεραίωση των συναλλαγών του σύγχρονου εμπορικού κόσμου οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στα Κυπριακά Δικαστήρια, καθώς και στη φύση του κοινοδικαίου που συνιστά ένα μοναδικό εργαλείο για την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό του δικαίου ανεξάρτητα από το υπάρχον (και ειδικά το προϋπάρχον) νομικό πλαίσιο, είτε νομοθετικό είτε άλλο. Το κοινοδίκαιο δεν είναι μόνο σύστημα δικαίου. Συνιστά, πέραν του ουσιαστικού περιεχομένου του, δικαστική μεθοδολογία καθώς και νομική θεωρία (δηλαδή τρόπο αντιμετώπισης και θεώρησης ανθρώπων, κοινωνίας και πολιτείας).

Σελ. 15

2. TΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Συμβάσεις και Ενοχικό Δίκαιο

Το δίκαιο των συμβάσεων είναι μέρος του ενοχικού δικαίου (law of civil obligations).[8] Το ενοχικό δίκαιο, με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, αποτελείται από τρεις βασικές κατηγορίες, το δίκαιο των συμβάσεων (law of contract), το δίκαιο των αστικών αδικημάτων (law of torts) και το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (law of unjust enrichment) που κάποτε αποκαλείται και δίκαιο της αποκατάστασης (law of restitution).

Το δίκαιο των συμβάσεων βασίζεται στην αρχή ότι οι προσδοκίες που δημιουργούνται από συμφωνίες μεταξύ προσώπων θα πρέπει να τη­ρούν­ται (expectation interest). Pacta sunt servanda. Το βασικό στοιχείο του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι υποχρεώσεις (obligations) προκύπτουν από την βούληση και συναίνεση των μερών.[10] Στον χώρο αυτό, η σχετική νομική υποχρέωση δεν δημιουργείται από τη συναίνεση και κοινή βούληση των δύο μερών, αλλά προκύπτει από την παράνομη ή αδικαιολόγητη συμπεριφορά ενός προσώπου σε βάρος κάποιου άλλου. Η νομική θεραπεία στο πλαίσιο των αστικών αδικημάτων έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων

Σελ. 16

στην κατάσταση που ίσχυε πριν το αδίκημα, ενώ συνήθως στον χώρο των συμβάσεων σκοπός της επέμβασης του Δικαστηρίου είναι η απόδοση τέτοιας θεραπείας που να επιφέρει (τουλάχιστον στη θεωρία και στο βαθμό που είναι δυνατό) την κατάσταση πραγμάτων που θα προέκυπτε από την εκπλήρωση της σύμβασης.[11]

Το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) ή αποκατάστασης (restitution) βασίζεται στην αρχή ότι αδικαιολόγητος πλουτισμός ενός μέρους σε βάρος άλλου θα πρέπει να εξουδετερώνεται και να αντιστρέφεται, με την επιβολή υποχρέωσης επί του υπαίτιου μέρους να επιφέρει την αποκατάσταση της ορθής τάξης πραγμάτων με την απόδοση στο άλλο μέρος του οφέλους το οποίο αδικαιολόγητα προσπορίστηκε.[12] Για σημαντικό χρονικό διάστημα, η κατηγορία αυτή του δικαίου (με την ονομασία quasi-contract) θεωρείτο ως μέρος του δικαίου των συμβάσεων. Τώρα όμως, όπως θα διαπιστώσουμε στο τέλος της παρούσας μελέτης, και ως αποτέλεσμα της ενοποίησης του κοινοδικαίου από τη μια και των αρχών της επιείκειας από την άλλη, έχει γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει μια τρίτη ουσιαστική κατηγορία δικαίου, που βασίζεται στα δικά της χαρακτηριστικά στοιχεία και προϋποθέσεις. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσο το ένα μέρος (ο εναγόμενος) αποκόμισε κάποιο όφελος (benefit). Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσο το υπό κρίση όφελος αποκτήθηκε σε βάρος του άλλου μέρους (δηλαδή του ενάγοντα). Το τρίτο ερώτημα είναι κατά πόσο η κατακράτηση του επίδικου οφέλους από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα είναι «αδικαιολόγητη» (unjust). Εάν η απάντηση και στα τρία ερωτήματα είναι καταφατική, τότε το Δικαστήριο θα αποδώσει τέτοια θεραπεία που να αποκαθιστά την ορθή τάξη πραγμάτων, δηλαδή

Σελ. 17

τα πράγματα ως ίσχυαν πριν την αδικαιολόγητη απόκτηση του οφέλους από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα.

Η διαφορά μεταξύ του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι προφανής. Οι υποχρεώσεις στο πλαίσιο κάποιας σύμβασης προκύπτουν από την κοινή βούληση και συναίνεση των μερών, που συνάπτουν νομικά έγκυρη συμφωνία μεταξύ τους. Σκοπός του δικαίου των συμβάσεων είναι η ικανοποίηση των προσδοκιών του αθώου μέρους, με την απόδοση σε αυτό τέτοιας αποζημίωσης που να τον θέτει στην ίδια μοίρα ως εάν να είχε εκπληρωθεί η σύμβαση. Αντίθετα, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σε περίπτωση αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προκύπτουν ούτε από σύμβαση μεταξύ των μερών ούτε από τη διάπραξη κάποιου αστικού αδικήματος από ένα μέρος σε βάρος κάποιου άλλου. Η κλασική περίπτωση είναι η καταβολή κάποιου ποσού από τον Α στον Β υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με δήθεν υποχρέωση του Α να καταβάλει το ποσό στον Β. Σε τέτοια περίπτωση, ο Β θα αναγκαστεί από το Δικαστήριο να επιστρέψει το ποσό στον Α, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ τους.

Παρά τη σαφή εμπέδωση της τρίτης νομικής κατηγορίας του αδικαιολόγητου πλουτισμού στο σύγχρονο δίκαιο, η κύρια ταξινόμηση των ενοχικών σχέσεων (civil obligations) είναι μεταξύ συμβάσεων (contract) και αστικών αδικημάτων (tort). Παρά τις ριζικές διαφορές τους, πολλές φορές είναι δυνατόν ουσιαστικά το ίδιο παράπονο να διατυπωθεί είτε ως απαίτηση στο δίκαιο των συμβάσεων είτε ως απαίτηση στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν ο ενάγων να εγείρει ταυτόχρονα αγωγή και στις δύο κατηγορίες δικαίου[13] ούτε και να αποζημιωθεί δύο φορές σε σχέση με την κατάσταση που έχει προκύψει από τα ίδια γεγονότα. Θα πρέπει να επιλέξει, και η επιλογή του πολλές φορές θα βασιστεί στο κριτήριο, ποια αξίωση (συμβατική ή σε σχέση με αστικό αδίκημα) είναι ευκολότερο να στοιχειοθετηθεί. Συνήθως, το ερώτημα αυτό τίθεται όταν υπάρχει συμβατική σχέση των μερών αλλά το ένα μέρος, για λόγους δικούς του, προτιμά να εγείρει την αγωγή όχι

Σελ. 18

με βάση τη σύμβαση αλλά στο πλαίσιο κάποιου αστικού αδικήματος που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεσή της, με βάση τα ίδια γεγονότα.

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να προβληθεί η θέση ότι θα πρέπει να υπάρξουν χωριστές κατηγορίες δικαίου και αδικημάτων (σε σχέση με συμβάσεις αφενός και αστικά αδικήματα αφετέρου), για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, οι κανόνες που διέπουν διάφορα θέματα σε σχέση με συμβάσεις διαφέρουν από αυτούς που ισχύουν στο πλαίσιο των αστικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων περιόδων παραγραφής και κριτηρίων ανακτησιμότητας αποζημιώσεων. Δεύτερον, είναι προς το συμφέρον της ταξινόμησης και ανάπτυξης του δικαίου να υπάρχουν χωριστές νομικές κατηγορίες, χωρίς να επαφίεται στον διάδικο να επιλέγει εκείνη που τον ευνοεί στις δοσμένες συνθήκες. Ο λόγος αυτός διατυπώθηκε από τον Δικαστή Scarman στην υπόθεση Tai Hing Cotton Mill Ltd v. Liu Chong Hing Bank Ltd,[14] όπου αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Their Lordships do not believe that there is anything to the advantage of the law’s development in searching for a liability in tort where the parties are in a contractual relationship. This is particularly so in a commercial relationship. Though it is possible as a matter of legal semantics to conduct an analysis of the rights and duties inherent in some contractual relationships including that of banker and customer either as a matter of contract law when the question will be what, if any, terms are to be implied or as a matter of tort law when the task will be to identify a duty arising from the proximity and character of the relationship between the parties, their Lordships believe it to be correct in principle and necessary for the avoidance of confusion in the law to adhere to the contractual analysis: on principle because it is a relationship in which the parties have, subject to a few exceptions, the right to determine their obligations to each other, and for the avoidance of confusion because different consequences do follow according to whether liability arises from contract or tort, eg in the limitation of action».

Παρά την πιο πάνω θέση του Δικαστή Scarman, μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις, τα Δικαστήρια τόσο στην Αγγλία όσο και σε διάφορες χώρες της Κοινοπολιτείας έχουν αποφασίσει ότι, δεδομένων των κατάλληλων γεγονότων, υπάρχει συντρέχουσα (con­current) δικαιοδοσία στο δίκαιο των συμβάσεων και στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν κάποιος ενάγων να επιλέξει είτε την έγερση

Σελ. 19

αγωγής στο πλαίσιο της σύμβασης μεταξύ των μερών είτε σε σχέση με αστικό αδίκημα που προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα, νοουμένου ότι η επιλογή του ενάγοντα δεν θα εξουδετερώσει κάποιο νομικό περιορισμό ή εξαίρεση που αποκλείει τη συμβατική ευθύνη.

Η πιο πάνω βασική αρχή έχει τώρα καθιερωθεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά όσο και από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, σε δύο υποθέσεις μεγάλης σπουδαιότητας, με τις οποίες θα ασχοληθούμε σε λίγο. Η εξέλιξη όμως του δικαίου, σε σχέση με το θέμα αυτό, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ήδη, το 1976, το Αγγλικό Εφετείο εξέτασε την περίπτωση όταν δύο μέρη διαπραγματεύονται τη συνομολόγηση κάποιας σύμβασης και το ένα μέρος προβαίνει σε αναληθείς ή ανακριβείς παραστάσεις στο άλλο μέρος, στο πλαίσιο γεγονότων που συνήθως οδηγούν στην ενεργοποίηση της αρχής της υπόθεσης Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners Ltd.15 Στην υπό-
θεση Esso Petroleum Co Ltd v. Mardon16 η εταιρεία Esso έδωσε ανακριβείς πληροφορίες στον εναγόμενο, ο οποίος επιθυμούσε να αποκτήσει κάποιο πρατήριο της εταιρείας. Ενόψει της θέσης και γνώσης της εταιρείας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δηλώσεις στις οποίες προέβη και οι πληροφορίες που έδωσε έπρεπε να είχαν γίνει με επιμέλεια. Το ότι δεν επιδείχθηκε η αναγκαία επιμέλεια έπρεπε να οδηγήσει σε δικαστική απόφαση υπέρ του αποδέκτη των πληροφοριών, με βάση την απόφαση
Hedley Byrne η οποία συνεπάγεται την επιβολή αστικής ευθύνης εκεί όπου γίνονται αμελείς δηλώσεις και παραστάσεις ενώ υπάρχει νομικό καθήκον να επιδειχθεί η αναγκαία επιμέλεια. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο,

«It seems to me that Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners Ltd, properly understood, covers this particular proposition: if a man who has or professes to have special knowledge or skill, makes a representation by virtue thereof to another–be it advice, information or opinion–with the intention of inducing him to enter into a contract with him, he is under a duty to use reasonable care to see that the representation is correct, and that the advice, information or opinion is reliable. If he negligently gives unsound advice or misleading information or expresses an erroneous opinion, and thereby induces the other side into a contract with him, he is liable in damages».

Σελ. 20

Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε προκύψει σύμβαση μεταξύ των μερών, με τις δηλώσεις και παραστάσεις της εταιρείας να ενσωματώνονται και να αποτελούν μέρος αυτής. Επίκληση της υπόθεσης Hedley Byrne παρείχε δικαίωμα σε αποζημίωση για αστικό αδίκημα, ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπήρχε σύμβαση ή όχι μεταξύ των εμπλεκομένων. Η κρίση όμως ότι οι παραστάσεις και πληροφορίες του ενός μέρους είχαν καταστεί μέρος δεσμευτικής σύμβασης μεταξύ των μερών παρείχε στο αθώο μέρος, πέραν της θεραπείας των αστικών αποζημιώσεων, τη θεραπεία της αποζημίωσης για παράβαση σύμβασης, στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων. Επομένως, είχαν προκύψει στο πλαίσιο των ιδίων γεγονότων δύο διαφορετικά αγώγιμα δικαιώματα υπέρ του αθώου μέρους.

Με βάση και την υπόθεση Esso Petroleum Co Ltd v. Mardon, το 1978, ο Δικαστής Oliver αποφάσισε στην υπόθεση Midland Bank Trust Co Ltd v. Hett Stubbs & Kemp (a firm)[17] ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος, είτε θεωρητικός είτε δημοσίου συμφέροντος, γιατί κάποιος ενάγων να μην επικαλεστεί το δίκαιο των συμβάσεων ή το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, εάν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν στο πλαίσιο των γεγονότων ενώπιον του. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά,

«There is not and never has been any rule of law that a person having alternative claims must frame his action in one or the other. If I have a contract with my dentist to extract a tooth, I am not thereby precluded from suing him in tort if he negligently shatters my jaw».

Λίγα χρόνια μετά, στην υπόθεση Central Trust Co v. Rafuse,[18] το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά ακολούθησε την προσέγγιση του Δικαστή Oliver, αποφασίζοντας ότι κάποιος δικηγορικός οίκος είχε προς τον πελάτη του νομική ευθύνη τόσο με βάση τη σύμβαση μεταξύ τους όσο και στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων (συγκεκριμένα, ως αποτέλεσμα αμέλειας στο χειρισμό δικαστικής υπόθεσης που του είχε ανατεθεί) και αναφέροντας τα ακόλουθα:

«A concurrent or alternative liability in tort will not be admitted if its effect would be to permit the plaintiff to circumvent or escape a contractual exclusion or limitation of liability for the act or omission that would constitute the tort. Subject to this qualification, where concurrent liability in tort and contract

Σελ. 21

exists the plaintiff has the right to assert the cause of action that appears to be the most advantageous to him in respect of any particular legal consequence».

Tέλος, στην υπόθεση Henderson v. Merrett Syndicates Ltd,[19] η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων επιβεβαίωσε τις πιο πάνω αποφάσεις, θεωρώντας ότι η βάση αυτής της προσέγγισης ήταν η ανάληψη ευθύνης (assumption of responsibility). Εκεί που ο εναγόμενος είχε συμβατικά αναλάβει κάποια ευθύνη, και την παραβίασε με τρόπο που να ισοδυναμεί με αστικό αδίκημα (π.χ. με αμελή διεκπεραίωση των συμβατικών του καθηκόντων), ο ενάγων είχε αγώγιμο δικαίωμα τόσο με βάση τη σύμβαση των μερών όσο και ως αποτέλεσμα αστικού αδικήματος που είχε διαπραχθεί από τον εναγόμενο σε βάρος του.

Το βασικό σκεπτικό του Δικαστή Goff, σε αντίθεση με αυτό του Δικαστή Scarman στην υπόθεση Tai Hing,[21]

«My own belief is that, in the present context, the common law is not antipathetic to concurrent liability, and that there is no sound basis for a rule which automatically restricts the claimant to either a tortious or a contractual remedy. The result may be untidy: but, given that the tortious duty is imposed by the general law, and the contractual duty is attributable to the will of the parties, I do not find it objectionable that the claimant may be entitled to take advantage of the remedy which is most advantageous to him, subject only to ascertaining whether the tortious duty is so inconsistent with the applicable contract that, in accordance with ordinary principle, the parties must be taken to have agreed that the tortious remedy is to be limited or excluded».

Το νομολογιακό υπόβαθρο της προσέγγισης του Δικαστή Goff στην υπόθεση Henderson, που τώρα εκπροσωπεί τη γενικά αποδεκτή θεώρηση του θέματος, είναι το ακόλουθο: Το συμβατικό καθήκον ανάγεται στη βούληση ή συναίνεση των μερών. Το γενικότερο καθήκον να μην προκαλέσεις ζημιά σε κάποιο άλλο πρόσωπο (κυρίως με αμελή συμπεριφορά) επιβάλλεται από το γενικό δίκαιο. Το να επιτρέπεται στον πολίτη να επικαλείται, στο πλαίσιο της κατάλληλης περίπτωσης, είτε συγκεκριμένο συμβατικό δικαίωμα είτε κάποιο γενικότερο δικαίωμα που απορρέει από το δίκαιο δεν αντίκειται ούτε στη δημόσια πολιτική ούτε στην ανάγκη αρμονικής εξέλιξης και διαμόρφωσης του κοινοδικαίου.

Back to Top