ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 288
- ISBN: 978-960-654-673-0
Πρόλογος.....................................................................................................................................IX
I. Εισαγωγή..................................................................................................................................1
II. Ιστορική αναδρομή.............................................................................................................3
III. Οι Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης
και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλά τους............................................................................6
IV. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και η Συνθήκη της Ρώμης του 1998..............8
V. Η κωδικοποίηση των εγκλημάτων πολέμου..............................................................9
Α. Τα εγκλήματα πολέμου κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 8
του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου............................................9
i. Η σκόπιμη εξόντωση των προσώπων που προστατεύονται με τις Συνθήκες
της Γενεύης...............................................................................................................................9
ii. Ο βασανισμός και η απάνθρωπη μεταχείριση των ως άνω
προστατευόμενων προσώπων, περιλαμβανομένων των βιολογικών πειραμάτων........9
iii. Η σκόπιμη πρόκληση μεγάλου πόνου ή η σκόπιμη πρόκληση σοβαρών
τραυμάτων στη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική υγεία των αντιπάλων.............10
iv. Οι εκτεταμένες καταστροφές και η αρπαγή της περιουσίας του
αντιπάλου κατά τρόπο που δε δικαιολογείται από οποιαδήποτε στρατιωτική αναγκαιότητα και υλοποιείται κατά τρόπο παράνομο και άσκοπο.................................11
v. Ο εξαναγκασμός ενός αιχμαλώτου πολέμου ή άλλου προστατευόμενου
προσώπου, να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις του αντίπαλου κράτους..................13
vi. Η σκόπιμη αποστέρηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και όλων των
εγγυήσεων αντικειμενικότητας και δικονομικών κανόνων, για τον αιχμάλωτο πολέμου και κάθε προστατευόμενο πρόσωπο..................................................................14
vii. Η παράνομη απέλαση ή μεταφορά/εκτοπισμός προστατευόμενου
προσώπου ή φυλάκισή του..................................................................................................16
viii. Η πρακτική της ομηρείας προστατευόμενων προσώπων........................................17
Β. Οι παραβιάσεις των κανόνων του Δικαίου του πολέμου......................................20
i. Η σκόπιμη πραγματοποίηση επίθεσης σε βάρος του άμαχου πληθυσμού ή
σε βάρος συγκεκριμένων αμάχων που δε συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες.....20
ii. Η σκόπιμη επίθεση κατά αντικειμένων και περιουσιών του άμαχου
πληθυσμού, που δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους................................................22
iii. Η σκόπιμη επίθεση ενάντια σε προσωπικό, εγκαταστάσεις, υλικά, μονάδες ή μεταφορικά οχήματα που αποτελούν τμήμα ανθρωπιστικής βοήθειας και
XIII
Περιεχόμενα
δράσης ή ειρηνευτικής αποστολής, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιούνται την προστασία που παρέχεται στις αμάχους ή στα μέσα και τα αντικείμενα που
κατέχουν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που διέπει τις ένοπλες συγκρούσεις............25
iv. Η σκόπιμη πραγματοποίηση επίθεσης, με επίγνωση του υπαίτιου ότι θα προκαλέσει παράπλευρες απώλειες σε ανθρώπους, ή τραυματισμούς σε αμάχους ή καταστροφές σε περιουσίες και μέσα αμάχων, ή ευρεία και σε βάθος χρόνου ζημία στο φυσικό περιβάλλον, κατά τρόπο που πρόδηλα είναι υπερβολικός σε σχέση με τα άμεσα και συγκεκριμένα αποτελέσματα σε που
αναμένονται συνολικά σε στρατιωτικό επίπεδο................................................................28
ν. Η επίθεση ή ο βομβαρδισμός, με οποιοδήποτε μέσο, πόλεων, χωριών, οικιών ή κτιρίων, που είναι απροστάτευτα και δεν αποτελούν στρατιωτικούς
στόχους...................................................................................................................................31
vi. Η θανάτωση ή ο τραυματισμός ενός (αντίπαλου) μαχητή, που έχει
παραδοθεί άνευ όρων, είτε γιατί δεν έχει πλέον άλλα μέσα στη διάθεσή του
για να συνεχίσει τον αγώνα του, είτε γιατί έχει παραιτηθεί από τη συνέχισή του.........34
vii. Η ανεπίτρεπτη χρήση της σημαίας για ανακωχή ή της σημαίας ή των στρατιωτικών διακριτικών ή των στολών του εχθρού, ή των Ηνωμένων Εθνών, όπως επίσης και των διακριτικών εμβλημάτων των Συνθηκών της Γενεύης,
που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή τον σοβαρό προσωπικό τραυματισμό.............37
viii. Η άμεση ή έμμεση μεταφορά από τη δύναμη κατοχής τμημάτων δικού της πληθυσμού στις περιοχές που κατέχει ή η απέλαση ή μεταφορά του συνόλου ή τμημάτων του πληθυσμού της κατεχόμενης περιοχής εντός ή
εκτός της περιοχής αυτής.....................................................................................................40
ix. Η σκόπιμη καθοδήγηση επιθέσεων ενάντια σε κτίρια που χρησιμοποιούνται είτε για θρησκευτικούς και λατρευτικούς σκοπούς, είτε για εκπαιδευτικούς σκοπούς, είτε χρησιμοποιούνται για θέματα τέχνης, επιστήμης ή φιλανθρωπικούς σκοπούς, ή ενάντια σε μνημεία ιστορίας
ή ενάντια σε νοσοκομεία και χώρους περισυλλογής αρρώστων και τραυματισμένων, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω κτίρια και εγκαταστάσεις δεν
είναι στρατιωτικοί στόχοι.....................................................................................................44
χ. Η υποβολή προσώπων που είναι στον εξουσιαστικό έλεγχο μιας αντίπαλης δύναμης, σε φυσικό ακρωτηριασμό ή σε ιατρικά ή επιστημονικά πειράματα οποιουδήποτε είδους, τα οποία ούτε δικαιολογούνται από ιατρικής, οδοντιατρικής ή νοσοκομειακής ανάγκης για τη θεραπεία του θιγόμενου προσώπου, ούτε λαμβάνουν χώρα για όφελός του και τα οποία προκαλούν τον θάνατο ή θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του υπό συζήτηση
θιγόμενου προσώπου ή προσώπων...................................................................................51
xi. Η θανάτωση ή ο τραυματισμός με εξαπάτηση μελών του αντίπαλου
έθνους ή στρατού, που επέδειξαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη..................................54
xii. Η διακήρυξη ότι δε θα γίνει δεκτή η παράδοση του αντιπάλου...............................57
xiii. Η καταστροφή ή η κατάσχεση της περιουσίας του εχθρού εκτός και εάν
η καταστροφή ή η κατάσχεση αυτή υπαγορεύεται επιτακτικά από τις ανάγκες
του πολέμου...........................................................................................................................59
XIV
Περιεχόμενα
xiv. Η διακήρυξη ότι τα αρμόδια δικαστήρια αναστέλλονται, καταργούνται ή ότι είναι απαράδεκτα τα δικαιώματα και η ισχύς των πράξεων των ανθρώπων
που ανήκουν στο αντίπαλο μέρος.......................................................................................65
xv. Ο εξαναγκασμός των ανθρώπων που ανήκουν εθνολογικά στο αντίπαλο μέρος να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις που στοχεύουν την ίδια
τους τη χώρα, ακόμα και εάν ήταν στην υπηρεσία του αντιπάλου, πριν την
έναρξη του πολέμου.............................................................................................................71
xvi. Η λεηλασία μιας πόλης ή ενός τόπου, ακόμα και όταν καταλαμβάνονται
με επίθεση..............................................................................................................................76
xvii. Η χρησιμοποίηση δηλητηρίου ή όπλων που έχουν δηλητήριο..............................83
xviii. Η χρησιμοποίηση ασφυξιογώνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και
όλων των ανάλογων υγρών, υλικών ή συσκευών/μηχανισμών.......................................88
xix. Η χρησιμοποίηση σφαιρών, οι οποίες προκαλούν τραύματα που
διευρύνονται και επεκτείνονται στο ανθρώπινο σώμα, όπως σφαίρες που έχουν σκληρό κάλυκα, που δεν καλύπτει πλήρως τη γέμιση ή ο οποίος έχει εγχάρακτες εγκοπές..............................................................................................................92
xx. Η ένταξη στο οπλοστάσιο των υπαιτίων, όπλων, βλημάτων και υλικών, καθώς και μέσων διεξαγωγής του πολέμου, που από τη φύση τους προκαλούν αχρείαστο πόνο ή αδικαιολόγητη οδύνη ή εξ ορισμού παραβιάζουν αδιάκριτα το Διεθνές Δίκαιο της Ένοπλης Σύγκρουσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα υπό συζήτηση όπλα, βλήματα και υλικά και μέθοδοι διεξαγωγής του πολέμου αποτελούν αντικείμενο σαφούς απαγόρευσης και περιλαμβάνονται σε παράρτημα στο παρόν Καταστατικό (του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου), υπό τη μορφή τροποποίησης, σύμφωνα με τις σχετικές ρυθμίσεις, που διαλαμβάνονται στα άρθρα 121 και 123 (του
Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου)........................................................98
xxi. Η διάπραξη βαναυσοτήτων σε βάρος της αξιοπρέπειας των αντιπάλων και ιδιαίτερα η υιοθέτηση συμπεριφορών που συνιστούν ταπείνωση και υποβιβασμό τους................................................................................................................102
xxii. Η διάπραξη βιασμού, σεξουαλικής υποδούλωσης, εξαναγκασμού σε πορνεία, εξαναγκασμού σε εγκυμοσύνη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 2(f) του Καταστατικού του Ποινικού Δικαστηρίου, ο εξαναγκασμός σε στείρωση ή κάθε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας που
συνιστά επίσης σοβαρή παραβίαση των Συνθηκών της Γενεύης.................................109
xxiii. Η χρησιμοποίηση άμαχου πληθυσμού ή άλλων προστατευόμενων προσώπων προκειμένου να καταστούν απρόσβλητοι συγκεκριμένοι στόχοι, περιοχές ή στρατιωτικές δυνάμεις, από στρατιωτικές σε βάρος τους επιχειρήσεις . .. 123
xxiv. Η σκόπιμη στοχοποίηση και πραγματοποίηση επιθέσεων σε κτίρια, υλικά, υγειονομικές μονάδες και μέσα μεταφοράς, καθώς επίσης και προσωπικό που φέρουν τα διακριτικά γνωρίσματα των Συνθηκών της
Γενεύης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο...................................129
xxv. Η σκόπιμη εφαρμογή πολιτικής λιμού έναντι των αμάχων, ως μέθοδος διεξαγωγής του πολέμου, με την αποστέρησή τους από απαραίτητα μέσα για την επιβίωσή τους, περιλαμβανομένης της σκόπιμης παρεμπόδισης για τη
XV
Περιεχόμενα
διάθεση των προμηθειών ανακούφισης, όπως αυτές προβλέπονται από τις
Συνθήκες της Γενεύης.........................................................................................................134
xxvi. Η στρατολόγηση ή η κατάταξη παιδιών μικρότερων από την ηλικία
των 15 ετών, στις εθνικές ένοπλες δυνάμεις ή η χρησιμοποίησή τους για την
ενεργό ανάμιξή τους στις εχθροπραξίες..........................................................................138
VI. Το Δίκαιο του Πολέμου στις συγκρούσεις
που δεν έχουν διεθνή χαρακτήρα............................................................................143
VII. Κριτήρια αποτίμησης των συγκρούσεων στο εσωτερικό μιας χώρας......147
VIII. Εμφύλιος πόλεμος και εσωτερικές συγκρούσεις.............................................150
IX. Το άρθρο 3 των Συνθηκών της Γενεύης.................................................................154
i. Η άσκηση βίας κατά της ζωής και του προσώπου και ιδιαίτερα κάθε μορφή
φόνου, ο ακρωτηριασμός, η βάναυση μεταχείριση και ο βασανισμός........................157
ii. Η διάπραξη βαναυσοτήτων σε βάρος της αξιοπρέπειας του αντιπάλου και
ιδιαίτερα ο εξευτελισμός και η μειωτική αντιμετώπισή του..........................................160
iii. Η πρακτική της αρπαγής ομήρων από τους αντιπάλους..........................................162
iv. Η επιβολή ποινών και η πραγματοποίηση εκτελέσεων, χωρίς να έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, από ένα τακτικό δικαστήριο, που θα έπρεπε να συγκροτηθεί με όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις και να παρέχει όλες τις
δικαστικές εγγυήσεις, οι οποίες είναι γενικά αποδεκτές ως αναντικατάστατες..........165
Χ. Εθιμικό Δίκαιο και γενικές αρχές του Δικαίου.......................................................170
i. Η σκόπιμη πραγματοποίηση επιθέσεων εναντίον του άμαχου πληθυσμού και η στοχοποίησή του, εξ αυτής του της ιδιότητας, όπως και η σκόπιμη πραγματοποίηση επιθέσεων κατά μεμονωμένων αμάχων και η στοχοποίησή
τους, χωρίς αυτοί να έχουν άμεση συμμετοχή στις εχθροπραξίες...............................170
ii. Η εκ προθέσεως επίθεση και η καθοδήγηση της επίθεσης εναντίον κτιρίων, υλικών, ιατρικών μονάδων και μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης και προσωπικού, που φέρει τα διακριτικά γνωρίσματα των Συνθηκών της
Γενεύης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο...................................173
iii. Η εκ προθέσεως πραγματοποίηση επιθέσεων και η καθοδήγηση
επιθέσεων κατά προσωπικού, εγκαταστάσεων, υλικών, μονάδων ή οχημάτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας ανθρωπιστικής ή ειρηνευτικής αποστολής, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στο μέτρο που δικαιούνται, οι αποδέκτες της αποστολής, όπως και η ίδια η αποστολή, την προστασία που παρέχεται στους αμάχους, ή στα μέσα των αμάχων, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων.......................................................................................................................177
iv. Η εκ προθέσεως πραγματοποίηση επιθέσεων και η καθοδήγηση επιθέσεων εναντίον κτιρίων που χρησιμοποιούνται για θρησκευτικούς σκοπούς, για την εκπαίδευση, για να στεγάσουν δραστηριότητες της τέχνης, κτιρίων για τις επιστήμες ή για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ή νοσοκομείων
XVI
Περιεχόμενα
και χώρων όπου συγκεντρώνονται οι ασθενείς και οι πληγωμένοι, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους..............................................180
ν. Η λεηλασία μιας πόλης ή μιας περιοχής, ακόμα και όταν καταλαμβάνεται με επίθεση.................................................................................................................................185
vi. Ο βιασμός, η σεξουαλική υποδούλωση, ο εξαναγκασμός σε εκπόρνευση, ο εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2 (f) (του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου), ο εξαναγκασμός σε στείρωση και κάθε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας που συνιστά σοβαρή παραβίαση του άρθρου 3, που είναι κοινό και για τις
τέσσερις Συνθήκες της Γενεύης.........................................................................................188
vii. Η στρατολόγηση ή η κατάταξη παιδιών ηλικίας κάτω των 15 (δεκαπέντε)
ετών στις ένοπλες δυνάμεις ή ομάδες ή η χρησιμοποίησή τους για την ενεργό συμμετοχή τους σε εχθροπραξίες.....................................................................................192
viii. Ο εκτοπισμός του άμαχου πληθυσμού για λόγους που αφορούν την πολεμική σύγκρουση, εκτός και εάν επιβάλλεται για την ασφάλεια των
αμάχων που εκτοπίζονται ή από επιτακτικές στρατιωτικές ανάγκες............................195
ix. Η θανάτωση ή ο τραυματισμός ενός αντίπαλου μαχητή με εξαπάτηση που
παραβιάζει τους κανόνες του Δικαίου του Πολέμου......................................................198
χ. Η διακήρυξη ότι δε θα γίνει δεκτή η παράδοση..........................................................201
xi. Η υποβολή προσώπων, που ανήκουν στη δύναμη ενός άλλου μέρους στην ένοπλη σύγκρουση, σε φυσικό ακρωτηριασμό ή σε ιατρικά ή σε επιστημονικά πειράματα οποιουδήποτε είδους, τα οποία ούτε δικαιολογούνται από την ιατρική, οδοντιατρική ή νοσοκομειακή αγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου ούτε λαμβάνουν χώρα επ' ωφελεία του και τα οποία προκαλούν
τον θάνατο ή θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ενδιαφερόμενου
προσώπου ή των ενδιαφερόμενων προσώπων..............................................................203
xii. Η καταστροφή ή η κατάσχεση της περιουσίας ενός αντιπάλου εκτός και
εάν η καταστροφή ή η κατάσχεση αυτή επιτάσσεται εκ των αναγκών της
πολεμικής σύγκρουσης......................................................................................................207
XI. Οι θεματικές του Δίκαιου του Πολέμου.
Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.................................................................210
XII. Το έγκλημα της γενοκτονίας.....................................................................................237
XIII. Η πρακτική της εθνοκάθαρσης..............................................................................247
XIV. Τα εγκλήματα κατά της ειρήνης.............................................................................251
Επιλογική παρατήρηση.......................................................................................................263
Αλφαβητικό ευρετήριο
265
Σελ. 1
I. Εισαγωγή
Οι συγκρούσεις σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές για τα δεδομένα κάθε εποχής επίπεδο, αποτελούν συμφυές με την εξέλιξη της Ιστορίας γνώρισμα. Γνωστό είναι εν προκειμένω και το θεώρημα ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας πάντων (Ηράκλειτος, «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς…»), όπως και η άποψη ότι η βία είναι η μαμή της Ιστορίας (Καρλ Μαρξ). Ανεξαρτήτως μεγεθών και συσχετισμών, αξιώσεων και στοχεύσεων, δικαιωμάτων και βλέψεων, εναλλακτικών μεθόδων και προταγμάτων, η ανάγκη για επιβίωση, όπως και η επιθυμία για ανάπτυξη, δύναμη και διάκριση, αποτελούν συστατικά, που επιτείνουν την προσφυγή στη σύγκρουση και περιθωριοποιούν τη διπλωματία και την αναζήτηση ειρηνικών λύσεων στη διευθέτηση των διαφορών και των διεκδικήσεων.
Μέριμνα ταυτόχρονα αλλά και επιταγή διαχείρισης κάθε ένοπλης αναμέτρησης είναι η συντομότερη επάνοδος στην κανονικότητα της ειρηνικής συνύπαρξης, μέσα από την κατοχύρωση θέσεων και την επαύξηση κτήσεων. Είναι διαχρονικό εξάλλου το δίδαγμα πως η μακροχρόνια πολεμική εμπλοκή αποδιοργανώνει και αποδυναμώνει ακόμα και την πλευρά που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και την υπεροπλία των δυνάμεων και υπονομεύει την προοπτική της, για την ειρηνική περίοδο. Η παράταση της διάρκειας της πολεμικής αναμέτρησης αναπόδραστα συνεπάγεται απώλεια μέσων, υποδομών αλλά και έμψυχου δυναμικού ακόμα και για τον νικητή, κατά τρόπο που παρατείνει τον χρόνο που απαιτείται για εμπέδωση της κυριαρχίας του, αποκατάσταση των παραγωγικών δράσεων, συντήρησης του πληθυσμού του και αποτελεσματικής αντιμετώπισης νέων απειλών.
Η επάνοδος όμως στην κανονικότητα της ειρήνης προϋποθέτει ένα ελάχιστο πλαίσιο κατανόησης και δυνατότητα συνύπαρξης μεταξύ των εμπολέμων μερών, όπως επίσης και την εξασφάλιση των αναγκαίων διαύλων επικοινωνίας, κατά τη διάρκεια της σύρραξης. Οι ως άνω προϋποθέσεις είναι άμεσα συνυφασμένες με την αποφυγή συμπεριφορών και επιλογών που εντείνουν την οξύτητα, ενισχύουν τη δυσπιστία και ενδυναμώνουν τα αισθήματα οργής, απογοήτευσης, πικρίας και εχθρότητας μεταξύ των εμπολέμων. Συνθήκες που προκαλούν και συντηρούν ακραίες συμπεριφορές και καθιστούν προβληματική την ανεύρεση ειρηνικής και βιώσιμης λύσης είναι η αλόγιστη σκληρότητα και η περιφρόνηση θεμελιωδών αξιών και δικαιωμάτων, που ισοδυναμούν με εγκληματικές πρακτικές. Δημιουργούν έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο μίσους και αντιποίνων, αποδυναμώνουν κάθε μετριοπαθή παρέμβαση και πρωτοβουλία, καθιστούν προβληματική κάθε προσπάθεια προσέγγισης και ειλικρινούς ανταλλαγής θέσεων και προτάσεων, δυναμιτίζουν το ενδεχόμενο παύσης των συγκρούσεων και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα και την προοπτική κάθε συνθήκης ειρήνης και συνύπαρξης.
Οι κάθε λογής αγριότητες, η χωρίς όρια και κανόνες στοχοποίηση ανθρώπων και υποδομών που δε σχετίζονται με την πολεμική προσπάθεια, η ταπείνωση και διαπόμπευση
Σελ. 2
του αντιπάλου, η άκριτη αποστέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, η ισοπεδωτική αντιμετώπισή του, η χρήση μεθόδων και μέσων, που επιτείνουν τον πόνο και την ταλαιπωρία του αντιπάλου, χωρίς σταθμισμένη αιτία και αναγκαιότητα, η απόλυτη περιφρόνηση των πολιτισμικών στοιχείων και δομών, η καταστροφή των μέσων και των όρων για την επιβίωσή του κατά την ειρηνική περίοδο, η στοχοποίηση θεσμών και εκπροσώπων τους, που είναι επιφορτισμένοι με την περίθαλψη των αδυνάμων και δε συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια, η εξομοίωση των μαχητών με τον άμαχο πληθυσμό, η περιφρόνηση και η καταπάτηση των κανόνων, που αφορούν την αντιμετώπιση των τραυματιών και των αιχμαλώτων, η στοχοποίηση των λατρευτικών συμβόλων του αντιπάλου, η καταστροφή των υγειονομικών υποδομών, η χρησιμοποίηση μεθόδων ταπεινωτικών και εξευτελιστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας, η περιφρόνηση και η κατάχρηση των συμβόλων που εγγυώνται τους όρους διεξαγωγής του πολέμου, η προκαταβολική άρνηση της δυνατότητας παράδοσης του αντιπάλου, καθώς και η βία κατά των αμάχων οδηγούν στην εξαχρείωση των συντελεστών της πολεμικής προσπάθειας και των όρων πραγματοποίησής της και δυσχεραίνουν καίρια τον τερματισμό της βίας και την επίτευξη βιώσιμης και λειτουργικής ειρήνης.
Σελ. 3
II. Ιστορική αναδρομή
Η ανάγκη για τη θέσπιση κανόνων ως προς τους όρους διεξαγωγής του πολέμου, τα μέσα και τις μεθόδους που τα εμπόλεμα μέρη θα μπορούσαν να μετέλθουν, όπως και τους παράγοντες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν νόμιμοι στόχοι της πολεμικής προσπάθειας, εντοπίζεται με διαφορετική πάντα ένταση, αλλά και εκφάνσεις σε όλη την ιστορική διαδρομή. Κατά τούτο εκδηλώνεται και η αγωνία των πρωταγωνιστών και συντελεστών του να θέσουν ένα πλαίσιο σε μια κατάσταση βίας, που η προσφυγή σε αυτή με τη γραμματική τουλάχιστον ανάγνωση, σηματοδοτεί την κατάλυση των κανόνων. Είναι και μια βιωματική και ενστικτώδης μέριμνα για την ελάχιστη διασφάλιση των εμπλεκομένων και της δυσχερούς θέσης στην οποία οι ίδιοι και τα οικεία τους πρόσωπα, μπορούν να περιέλθουν, περιλαμβανομένων ακόμα και όσων αποφασίζουν ή επιδιώκουν τη σύρραξη. Είναι χαρακτηριστικά εν προκειμένω τα ιστορικά παραδείγματα, από την αρχαία ακόμα Ελλάδα, για τη θεία προστασία που αναγνωρίζονταν στους ικέτες (προστάτης τους ήταν ο Ικέσιος Δίας. Κατά κύριο λόγο οι ιεροί βωμοί ήταν το σημείο που προσέφεραν άσυλο στους ικέτες, έναντι των διωκτών τους, ανεξάρτητα από το έγκλημα που είχαν τελέσει ή τη βία που είχαν ασκήσει), την πρόνοια για τους αιχμαλώτους (υπήρχε ο θεσμός του εράνου για την εξαγορά των αιχμαλώτων, που για τους Αθηναίους μάλιστα ήταν υποχρεωτικός), την απόρριψη για όσους ασχημονούσαν σε ιερά σύμβολα και συλούσαν λατρευτικούς χώρους (τους ιερόσυλους μάλιστα στην αρχαία Αθήνα, δεν τους έθαβαν στην Αττική, βλ. και Ξενοφώντος, Ελληνικά, 1,7,22), καθώς και την προστασία που απολάμβαναν ευπαθείς ομάδες, όπως οι τυφλοί και οι ψυχικά ασθενείς (με χαρακτηριστικά τα κηρύγματα του Αριστοτέλη, του Δημόκριτου και του Θεόφραστου). Ανάλογη ουσιαστικά πρόβλεψη υπάρχει και στο Κοράνι.
Σε πλείστες όσες περιπτώσεις καταγράφεται επίσης ο σεβασμός στους νεκρούς και οι ειδικές διευθετήσεις για την περισυλλογή τους, ενώ θεωρείται βαρύτατη προσβολή και καταδικαστέα παρασπονδία η προσβολή της σορού. (Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Δίκης των Αθηναίων Στρατηγών, που απέτυχαν να περισυλλέξουν τις σορούς των Αθηναίων, μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες στα 406 π.X. Μολονότι νίκησαν και παρά το ότι όλοι παραδέχθηκαν την αδυναμία της περισυλλογής των σορών των νεκρών Αθηναίων, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών, οι Αθηναίοι Στρατηγοί καθαιρέθηκαν και θανατώθηκαν «…γιατί δε μάζεψαν τους ηρωικούς νεκρούς», Ξενοφώντος, Ελληνικά). Στη νεότερη ιστορία κομβικό σημείο για την ανάληψη πρωτοβουλιών εξανθρωπισμού των συνθηκών διεξαγωγής του πολέμου είναι η μάχη του Σολφερίνο, το 1859, μεταξύ των Αυστριακών και των συνασπισμένων δυνάμεων της Γαλλίας και του Πεδεμόντιου, που ενεργοποίησε τον Ερρίκο Ντυνάν και με τη βιωματική του διαδρομή, συντέλεσε στην ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού.
Σημαντικά νομοθετήματα που έθεσαν τις βάσεις για τη σύναψη των Συνθηκών της Χάγης και της Γενεύης και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων τους, που εν πολλοίς διαμορφώνουν
Σελ. 4
το θεσμικό πλαίσιο του σύγχρονου Δικαίου του Πολέμου είναι ο Κώδικας Λίμπερ (Lieber Code), η Διακήρυξη των Βρυξελλών (Brussels Declaration, 1874) και το Εγχειρίδιο της Οξφόρδης (Oxford Manual). Ο Κώδικας Λίμπερ κατ’ αρχήν, εκδόθηκε το 1863 με τον τίτλο Γενική Διαταγή 100 από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Αβραάμ Λίκνολν και ρύθμιζε τη συμπεριφορά των στρατιωτών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ονομάστηκε προς τιμήν του Αμερικανού Γερμανού Νομομαθούς και Πολιτικού Φιλοσόφου, Φράντς Λίμπερ, ο οποίος πολέμησε για τους Πρώσους κατά του Ναπολέοντα και τραυματίστηκε στη Μάχη του Βατερλό. Κατέγραψε επί δύο δεκαετίες τη φρίκη της ζωής των σκλάβων στη Νότια Καρολίνα, όπου δίδασκε, ενώ συνέχισε την καριέρα του στη Νέα Υόρκη και στο μετέπειτα Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ειδικότερα στη Νομική Σχολή του, διδάσκοντας περί των Νόμων και των Πρακτικών που διέπουν τον πόλεμο. Ιδιαίτερο ερέθισμα στις μελέτες του αποτέλεσε η τύχη και η αντιμετώπιση των κατασκόπων, των επαναστατών και των συμπαθούντων τους, όπως και των σκλάβων που είχαν δραπετεύσει.
Συμμετείχε στην επιτροπή που αναθεώρησε τους Νόμους του Πολέμου, που είχαν εκπονηθεί το 1806 και επεξεργάστηκε το κείμενο των σχετικών διατάξεων κατά τρόπο που θα διασφάλιζε τη συμβατότητά τους με τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης, το 1863. Το νομοθετικό κείμενο που προέκυψε και έφερε το όνομά του, εστίαζε σε θέματα Στρατιωτικού Δικαίου και δικαιοδοσίας, όπως και της μεταχείρισης των κατασκόπων, των λιποτακτών και των αιχμαλώτων πολέμου. Απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην ανθρωπιστική αντιμετώπιση του πληθυσμού των κατεχόμενων περιοχών, απαγόρευε ρητά πρακτικές περί μη λήψης αιχμαλώτων, με αυστηρά προβλεπόμενες εξαιρέσεις, όπου τίθετο ζήτημα επιβίωσης των υπαιτίων, απαγόρευε τη χρήση βασανιστηρίων, προέβλεπε για τα δικαιώματα των αιχμαλώτων πολέμου, καθώς και τα επιτρεπτά μέσα διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, ενώ απαγόρευε, επισείοντας ακόμα και την ποινή του θανάτου, τους βιασμούς. Δημιούργησε με το θεσμικό του κείμενο το πρόπλασμα για τις Γενικές Αρχές του Δικαίου, ακόμα και ως αποτύπωση εθίμων και άγραφων κανόνων, που διέπουν τον Πόλεμο και απετέλεσε τον προπομπό των Συμβάσεων της Χάγης και ιδιαίτερα της δεύτερης Σύμβασης, του 1907.
Η Διακήρυξη των Βρυξελλών συντάχθηκε το 1874, κατόπιν πρωτοβουλίας του Ρώσου Τσάρου Αλέξανδρου του Β΄, με αφορμή τον κανονιοβολισμό του σημαντικού αλλά ανοχύρωτου Λιμανιού του Βαλπαράιζο στη Χιλή, από τους Ισπανούς, στη διάρκεια του Πολέμου των Ισπανών με τους ΝοτιοΑμερικανούς. Η διακήρυξη έλαβε χώρα στο πλαίσιο συνεδρίου, στο οποίο συμμετείχαν 15 Ευρωπαϊκές χώρες και αποσκοπούσε στην κωδικοποίηση των κανόνων και των εθίμων, που διέπουν την πολεμική σύγκρουση, αλλά δεν έλαβε τη μορφή και δεν απέκτησε την ισχύ Διεθνούς Συνθήκης, καθώς δεν κυρώθηκε από τα κατά τα άλλα συμμετέχοντα μέρη. Καθοριστικό ρόλο στη σύνταξή της διαδραμάτισε ο Ρώσος, ειδικός σε θέματα Διεθνούς Δικαίου, Φρήντριχ Μάρτενς. Ενώ αρχικά προτάθηκε να περιέχει 71 άρθρα το τελικό της κείμενο, κατόπιν των σχετικών διαβουλεύσεων, περιλάμβανε 56. Οι ρυθμίσεις της αφορούσαν μεταξύ άλλων προβλέψεις για τη διοίκηση των κατεχομένων περιοχών, προσδιόριζαν τους μαχητές και τους μη μαχητές,
Σελ. 5
καθόριζαν απαγορευμένα μέσα για τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων, όπως τις τοξικές ουσίες, ενώ απαγόρευαν τη θανάτωση του ανυπεράσπιστου και/ή παραδομένου αντιπάλου. Επίσης, απαγόρευαν την απατηλή και μη πρέπουσα χρήση των σημαιών των εμπλεκόμενων χωρών, όπως και του συμβόλου των Συνθηκών της Γενεύης του 1864, περί της προστασίας των τραυματισμένων και των αιχμαλώτων και όσων δεν παίρνουν μέρος στις εχθροπραξίες.
Επιπρόσθετα περιείχε ρυθμίσεις σε σχέση με τις πολιορκίες και τους βομβαρδισμούς, όπως και την προστασία των νοσοκομείων και των κτιρίων με καλλιτεχνική, επιστημονική ή ανθρωπιστική σημασία, ενώ απαγόρευε πρακτικές λεηλασίας. Ομοίως περιείχε ρυθμίσεις για τους τραυματίες και τους αρρώστους στρατιώτες και τον τρόπο αντιμετώπισής τους, σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις αρχές της Συνθήκης της Γενεύης του 1864, ενώ ανέφερε ότι οι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανθρωπισμό. Η ολοκληρωμένη προσέγγισή της στον τρόπο διεξαγωγής και τερματισμού των εχθροπραξιών, περιλάμβανε ρυθμίσεις για την παράδοση του ενδιαφερόμενου εμπλεκομένου μέρους και τη σύναψη εκεχειρίας. Εκτιμάται ότι συνεισέφερε καίρια, από πλευράς ρυθμίσεων και δικαιοπολιτικών επιλογών, παρά το γεγονός ότι δεν κυρώθηκε από τα εμπλεκόμενα μέρη, κατά τρόπο που να αποκτήσει την ισχύ και τη δεσμευτικότητα Διεθνούς Συνθήκης, στη σύνταξη και σύναψη των Συνθηκών της Χάγης, του 1899 και 1907 (βλ. σχετικά και την καταχώριση περί της Διάσκεψης των Βρυξελλών του 1874, Brussels Conference of 1874, στο Wikipedia).
Η αδυναμία κύρωσης της Διακήρυξης των Βρυξελλών και των 56 άρθρων της ενέτεινε τις προσπάθειες για την επικαιροποίηση μιας δέσμης ρυθμίσεων, που θα απηχούσε την πρόοδο της νομικής επιστήμης και θα ενίσχυε την επιρροή των ανθρωπιστικών ιδεωδών στη δράση των στρατών και κατ’ επέκταση στις συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Στην κατεύθυνση αυτή το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου το 1880 συνέταξε το λεγόμενο Εγχειρίδιο της Οξφόρδης, που ενώ δεν αποτελούσε νομοθετικό κείμενο και διεθνή συμφωνία, έθετε εντούτοις τις βάσεις και το δογματικό υπόβαθρο για την εκπόνηση της εθνικής νομοθεσίας, στα θέματα που αφορούν τις συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Όπως μάλιστα έχει επισημανθεί χαρακτηριστικά, οι ρυθμίσεις της Διακήρυξης των Βρυξελλών του 1874 και το Εγχειρίδιο της Οξφόρδης, που συνέταξε ο Ελβετός Δικηγόρος Μόινιερ (Moynier), αποτέλεσαν τη βάση για τη σύνταξη και τη συνομολόγηση των Συνθηκών της Χάγης του 1899 και του 1907. Είναι κατά τούτο πρόδηλο ότι οι Συνθήκες ορόσημα που σηματοδοτούν το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του Δικαίου του Πολέμου, είναι αποτέλεσμα συστηματικής επιστημονικής ζύμωσης και προβληματισμού, με βάση την ιστορική εμπειρία και την ανάγκη να εξορθολογιστούν οι συνθήκες, που διέπουν την ένοπλη σύγκρουση και να διευκολύνουν κατ’ επέκταση τη μετάβαση στην ειρηνική περίοδο.
Σελ. 6
III. Οι Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης
και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλά τους
Από πλευράς κωδικοποίησης των κανόνων, που διέπουν τους όρους διεξαγωγής του πολέμου και συνθέτουν το λεγόμενο Δίκαιο του Πολέμου, που με τη σειρά του αποτελεί τμήμα του Ανθρωπιστικού Δικαίου, καθώς συμβάλλει στον σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κατά τις ιδιαίτερα δυσχερείς και κρίσιμες συνθήκες της πολεμικής προσπάθειας, πρωταγωνιστικό και κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι Συνθήκες της Χάγης και οι Συνθήκες της Γενεύης και οι αντίστοιχες επικαιροποιήσεις τους. Οι μεν Συνθήκες της Χάγης, που έχουν συναφθεί το 1899 και το 1907, προδιαγράφουν κατά κανόνα τα επιτρεπόμενα μέσα και μεθόδους διεξαγωγής του Πολέμου, ενώ οι τέσσερις Συνθήκες της Γενεύης που έχουν συναφθεί το 1949, καθώς και τα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα, που έχουν συναφθεί το 1977, καθορίζουν τα πρόσωπα και τους στόχους που πρέπει να τύχουν προστασίας κατά την πολεμική προσπάθεια, όπως και τους συναφείς όρους. (Το 2005 προστέθηκε και ένα τρίτο Πρωτόκολλο, με το οποίο θεσπίζονταν ένα νέα σύμβολο για την προστασία όσων προσφέρουν κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων ιατρικές υπηρεσίες. Είναι εναλλακτικό του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου και καλύπτει τις χώρες που θεωρούν τα εν λόγω σύμβολα αμφισβητήσιμα).
Τα πρόσωπα που αφορούν οι Συνθήκες της Γενεύης και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα έχουν ως κύριο γνώρισμά τους πώς είτε λόγω θέσης και ρόλου, είτε λόγω εξέλιξης στην προσωπική τους κατάσταση, δε λαμβάνουν και δεν μπορούν πλέον να λάβουν μέρος στις εχθροπραξίες. Μολονότι το σύνολο των ως άνω Συνθηκών έχει υπογραφεί και κυρωθεί από τη Διεθνή Κοινότητα, υπάρχουν κράτη που μέχρι και σήμερα δεν έχουν κυρώσει τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα, όπως και το σύνολο των Συνθηκών που διέπουν το ανθρωπιστικό δίκαιο (βλ. σχετικά και τις επισημάνσεις του αρμόδιου τμήματος των Ηνωμένων Εθνών για την αποτροπή κάθε απόπειρας γενοκτονίας και την υποχρέωση ανάληψης των απαιτούμενων πρωτοβουλιών για την παροχή της αναγκαίας προστασίας). Το γεγονός αυτό δεν απομειώνει τη σπουδαιότητα των ρυθμίσεών τους, καθώς κατά παραδοχή της οικείας νομολογίας και των διδαγμάτων της επιστήμης, οι διατάξεις τους που αφορούν τον προσδιορισμό των εγκλημάτων πολέμου, έχουν πια αποκτήσει την ισχύ Γενικών Αρχών του Δικαίου και έχουν καθολική εφαρμογή, ακόμα και στις χώρες που δεν έχουν κυρώσει τα οικεία θεσμικά κείμενα.
Πέρα από τα κείμενα των Διεθνών Συνθηκών και Πρωτοκόλλων, καθώς επίσης και τις Γενικές Αρχές, που απηχούν και παραδοχές ευρύτερων Δικαιικών Τομέων, το Δίκαιο του Πολέμου περιλαμβάνει και εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή και τα βιώματα της ανθρωπότητας από τις συνθήκες διεξαγωγής της πολεμικής προσπάθειας. Οι εθιμικοί αυτοί κανόνες και αρχές έχουν αποτυπωθεί εν πολλοίς,
Σελ. 7
αλλά εκ των πραγμάτων όχι εξαντλητικά, στα κείμενα των Διεθνών Συνθηκών, που συναπαρτίζουν το Δίκαιο του Πολέμου. Περαιτέρω, κατά τις οικείες προβλέψεις των θεσμικών αυτών κειμένων, οι σοβαρές παραβιάσεις των αρχών και των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα πολέμου. Χαρακτηριστικό στοιχείο και όρος για την τέλεσή τους είναι αφενός μεν να έλαβαν χώρα στο πλαίσιο διεξαγωγής της πολεμικής προσπάθειας, αφετέρου δε να υπήρχε η βούληση και η γνώση από πλευράς των εμπλεκομένων και υπαιτίων για την τέλεσή τους, στη διάρκεια της πολεμικής προσπάθειας. Ο νομοθέτης με απόλυτη επίγνωση της σοβαρότητας των συνεπειών, αλλά και για να διαφυλάξει το κύρος της διαδικασίας προσδιορισμού και επιβολής κυρώσεων για τα εγκλήματα πολέμου, θέτει συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις, για τη στοιχειοθέτηση των οικείων εγκλημάτων, που τηρούν στο έπακρο τα εχέγγυα του Ποινικού Δικαίου και της αμερόληπτης, διαφανούς και αντικειμενικής εφαρμογής των ρυθμίσεών του.
Προκειμένου να είναι αποτελεσματική και σύμφωνη με τις αρχές του Κράτους Δικαίου η αξιολόγηση κάθε ελεγχόμενης συμπεριφοράς για την τυχόν διάπραξη εγκλήματος πολέμου, όπως αντίστοιχα και για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη κάθε συνεργού, συναυτουργού και ηθικού αυτουργού, είναι απαραίτητο να καταγραφούν οι πράξεις που αποτελούν εγκλήματα πολέμου. Μόνο με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται συνθήκες διαφάνειας, αντικειμενικότητας και προβλεψιμότητας και θωρακίζεται η ασφάλεια δικαίου, ενώ ενισχύεται και η αποτρεπτική λειτουργία, έναντι πιθανών αυτουργών και συνεργών. Συγχρόνως εμπεδώνεται και η σταθερότητα κατά την πάγια επιταγή του Ποινικού Δικαίου, που εύλογα διέπει και τη διεθνή του διάσταση, σύμφωνα με την οποία η εγκληματική πράξη και τα στοιχεία που τη συναπαρτίζουν, πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια εκ των προτέρων και δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και λειτουργία. Ένα αντίθετο ενδεχόμενο θα έπληττε τη δικαιοπολιτική αποστολή και τη νομιμοποιητική βάση του Δικαίου του Πολέμου και θα υπονόμευε καίρια την αξιοπιστία του, καθώς θα το καθιστούσε εκ των πραγμάτων, τιμωρητική επιλογή κατά το δοκούν και κατά τις επιλογές των εφαρμοστών του.
Σελ. 8
IV. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
και η Συνθήκη της Ρώμης του 1998
Συνεκτική καταγραφή των πράξεων και συμπεριφορών που συνιστούν εγκλήματα πολέμου, διαλαμβάνει το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που συγκροτήθηκε με τη Συμφωνία της Ρώμης (Συμφωνία που έλαβε χώρα στο πλαίσιο διπλωματικής διάσκεψης, στις 17 Ιουλίου 1998 στη Ρώμη και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2002). Είναι ένα πολύτιμο μεθοδολογικό εργαλείο, που αντανακλά τη σωρευθείσα εμπειρία από την εφαρμογή των Συνθηκών της Χάγης, της Γενεύης, των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων και των θεσμικών κειμένων που συναπαρτίζουν το Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Συγχρόνως εξασφαλίζει μια ολοκληρωμένη θεώρηση των υπό συζήτηση συμπεριφορών, που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα πολέμου και αφορούν τόσο τις διεθνείς συρράξεις όσο και τις πολεμικές συγκρούσεις που δεν έχουν διεθνή χαρακτήρα, αλλά που σε κάθε περίπτωση εύλογα δικαιολογούν και αναδεικνύουν - ακόμα και όταν κανόνα διεξάγονται στην επικράτεια ενός και μόνο κράτους - την αναγκαιότητα τήρησης των κανόνων διεξαγωγής του πολέμου και αποτροπής εγκληματικών συμπεριφορών, που εξαχρειώνουν τους συντελεστές και δημιουργούν αδικαιολόγητα αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τους εμπλεκομένους και τις θεμελιώδεις αξίες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στις οικείες ρυθμίσεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και ειδικότερα στο άρθρο 8 αυτού ορίζονται ως εγκλήματα πολέμου, πράξεις και συμπεριφορές που στρέφονται κατ’ αρχήν κατά προσώπων και περιουσιών, που προστατεύονται από τις Συνθήκες της Γενεύης. Γίνεται κατά τούτο η καίρια επισήμανση και συνακόλουθη ερμηνευτική ανάλυση, ότι ο πόλεμος εξ ορισμού είναι μια κατάσταση συνώνυμη της βίας, όπου οι εμπλεκόμενοι ως μαχητές ή συμμέτοχοι στην πολεμική προσπάθεια εκθέτουν εξ αρχής τους εαυτούς τους, τη ζωή και την υγεία τους, σε ανάλογους κινδύνους. Η παρεχόμενη προστασία σε ανθρώπους και περιουσίες δεν είναι αφηρημένη, αλλά εξειδικεύεται σε ιδιότητες και χαρακτηριστικά που δικαιολογούν ότι οι φορείς τους δε συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια και δικαιούνται να τύχουν της αντίστοιχης προστασίας. Αποφεύγονται έτσι καταχρηστικές αναγωγές, που θα σχετικοποιούσαν τη σημασία και τη σπουδαιότητα των ρυθμίσεων και κατ’ επέκταση την αποτελεσματική εφαρμογή τους, ενώ δυνητικά θα καθιστούσαν υπαίτιους της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου, ακόμα και όσους εκτελούσαν το καθήκον τους και τις εντολές τους ενάντια σε νόμιμους στόχους και για τις εύλογες ανάγκες της πολεμικής προσπάθειας.
Σελ. 9
V. Η κωδικοποίηση των εγκλημάτων πολέμου
Α. Τα εγκλήματα πολέμου κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 8
του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που συστήθηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης, χαρακτηρίζει κατά τα ως άνω ως εγκλήματα πολέμου πράξεις που συνίστανται στις εξής:
i. Η σκόπιμη εξόντωση των προσώπων που προστατεύονται με τις Συνθήκες της Γενεύης
Τέτοια πρόσωπα είναι, ως έννοια γένους, όσοι δε συμμετέχουν τόσο εκ των πραγμάτων, όσο και εκ του ρόλου τους και με βάση τις ειδικές διευθετήσεις και παραδοχές, άμεσα στην πολεμική σύγκρουση. Πρώτοι εν προκειμένω είναι όσοι αποτελούν τον άμαχο πληθυσμό και στη συνέχεια όσοι υπηρετούν στις υγειονομικές και θρησκευτικές υπηρεσίες, όσοι εργάζονται για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, καθώς και όσοι με την τελολογική προσέγγιση και ερμηνεία, δε φέρουν όπλο και δε δύνανται να συμμετάσχουν στις συρράξεις, όπως είναι το πολιτικό προσωπικό του αμυντικού σχεδιασμού. Στην κατηγορία των προστατευόμενων προσώπων εξ αντικειμένου περιλαμβάνονται και οι αιχμάλωτοι, καθώς και οι τραυματίες, που δεν μπορούν να φέρουν όπλο και να συμμετάσχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις πολεμικές επιχειρήσεις. Και στις δύο αυτές κατηγορίες προσώπων, για διαφορετικούς λόγους, εξέλιπε η νομιμοποιητική βάση, που τα καθιστά στόχους και δε δικαιολογείται η στοχευμένη εξόντωσή τους. Επιπρόσθετα δεν μπορεί να συσχετιστεί ούτε και με οποιονδήποτε τρόπο να δικαιολογηθεί η στοχευμένη εξόντωσή τους, με την προαγωγή και τη διευκόλυνση της πολεμικής προσπάθειας των υπαιτίων και της προστασίας τους από τυχόν κίνδυνο ή απειλή που οι εν λόγω κατηγορίες προσώπων, εκ των πραγμάτων δε συνιστούν. Θα ήταν μια καταχρηστική και προσχηματική επίκληση που θα υπερέβαινε κάθε έννοια αναλογικότητας και δογματικής συνοχής ως προς τους όρους άσκησης της πολεμικής βίας. Πρώτιστο αγαθό που προστατεύεται είναι το θεμελιώδες αγαθό της ζωής, έναντι όσων το επιβουλεύονται με στοχευμένες δράσεις σε βάρος των υπό συζήτηση προστατευόμενων προσώπων και τις ιδιότητες, που αυτά φέρουν.
ii. Ο βασανισμός και η απάνθρωπη μεταχείριση των ως άνω προστατευόμενων προσώπων, περιλαμβανομένων των βιολογικών πειραμάτων
Με την εύλογη αυτή μέριμνα ο συντάκτης του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και νομοθέτης του Δικαίου του Πολέμου επεκτείνει την προστασία, που εύλογα παρέχεται από τις Συνθήκες της Γενεύης στις ως άνω αναφερόμενες κατηγορίες
Σελ. 10
προσώπων, πέρα από το θεμελιώδες και κορυφαίο δικαίωμα στη ζωή, στη διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας και της αξιοπρέπειας και την αποτροπή υποβολής τους σε κάθε μορφής πόνου και δοκιμασίας. Αφενός μεν αναδεικνύει τη σπουδαιότητα διαφύλαξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην υγεία και την αξιοπρέπεια, που επ’ ουδενί δικαιολογείται και έναντι οιουδήποτε σκοπού και σταθμισμένης ακόμα στόχευσης ως μέσου, η διακινδύνευσή τους και η καταπάτησή τους από τους υπαίτιους, αφετέρου προβαίνει σε μια αναγκαία επισήμανση και διευκρίνηση για να αποφευχθούν καταχρηστικές συναγωγές, ότι η παρεχόμενη προστασία εξαντλείται στο αγαθό της ζωής, επιτρέποντας κατά τα άλλα την ασύδοτη συμπεριφορά των υπαιτίων. Μια οποιαδήποτε διαφοροποιημένη προσέγγιση, ακόμα και ως μέσο για σκοπό θα δημιουργούσε συνθήκες εξαχρείωσης και ανατροφοδοτούμενης βίας, θα προκαλούσε επάλληλο κύκλο αντιποίνων και θα κατέλειπε αισθήματα πικρίας, οργής, εχθρότητας και ενδεχόμενων μόνιμων βλαβών στα θύματα και την υγεία τους, που με τη σειρά τους θα υπονόμευαν την προοπτική μιας βιώσιμης ειρηνικής συνύπαρξης μετά το πέρας των πολεμικών συγκρούσεων.
Η θηριωδία εξάλλου των βιολογικών πειραμάτων, που καταγράφηκε κατά κόρον ως έκφανση της ναζιστικής αγριότητας, αλλά και των Ιαπώνων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα και στο μέτρο που δεν ικανοποιούσε τιμωρητικές και σαδιστικές πρακτικές των αυτουργών και κάθε είδους υπευθύνων, αλλά γίνονταν με την επίκληση της επιστημονικής προόδου και της συνεισφοράς στο κοινωνικό σύνολο, απαξίωνε και ταπείνωνε την επιστήμη και καθιστούσε άνευ αντικειμένου και ηθικού υπόβαθρου τις όποιες ανακαλύψεις και συμπεράσματά τους. Οι υπαίτιοι εξαχρείωναν, ως συνέπεια, όχι μόνο τους συντελεστές της βίας του πολέμου, αλλά και τους κατ’ όνομα θιασώτες της Επιστήμης και της Έρευνας, υπονομεύοντας την προοπτική τους ως φορέων της ανθρώπινης προόδου. Ταυτόχρονα προκαλούσαν διαρκή βλάβη στους όρους συγκρότησης και λειτουργίας της κοινωνίας και της παγκόσμιας κοινότητας, πέραν των ορίων και της διάρκειας της πολεμικής σύγκρουσης.
iii. Η σκόπιμη πρόκληση μεγάλου πόνου ή η σκόπιμη πρόκληση σοβαρών τραυμάτων στη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική υγεία των αντιπάλων
Με τις επισημάνσεις αυτές ο νομοθέτης εκ νέου αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης μιας λογικής ακολουθίας στην προσφυγή στην πολεμική βία και στη στόχευση της διεξαγωγής της πολεμικής προσπάθειας. Οτιδήποτε παρεκκλίνει της νομιμοποιητικής αυτής βάσης και θεμελιώδους παραδοχής δημιουργεί τεκμήριο διάπραξης εγκλήματος πολέμου. Συνακόλουθα εύλογα διαχωρίζεται η πρόκληση τραυμάτων και πόνου στον αντίπαλο, ως συνέπεια της πολεμικής προσπάθειας και της επιδίωξης επίτευξης στρατιωτικών στόχων, από την ανάδειξη ως στόχου την πρόκληση πόνου και σοβαρών ψυχολογικών και σωματικών τραυμάτων στον αντίπαλο. Η επί τούτου πρόκληση πόνου και τραυμάτων στον αντίπαλο δε δύναται να αποτελεί αυτοσκοπό της πολεμικής προσπάθειας, στο μέτρο ιδίως που δε συνδέεται με την επιδίωξη στρατιωτικών στόχων. Με την υιοθετούμενη εξάλλου ορολογία από τον νομοθέτη καθίσταται σαφές, πως ακόμα και εάν υπάρχει συσχετισμός της πρόκλησης τραυμάτων και πόνου, σωματικού και ψυχολογικού
Σελ. 11
στον αντίπαλο για την επίτευξη ενός στρατιωτικού στόχου, θα πρέπει να τίθεται ως όριο και μέριμνα ο ελάχιστος δυνατός πόνος και ο απολύτως αναγκαίος για τις ανάγκες της πολεμικής προσπάθειας και την επιδίωξη των οικείων στρατιωτικών στόχων.
Με τις επισημάνσεις του νομοθέτη και τις συνακόλουθες ερμηνευτικές διαφοροποιήσεις τονίζεται εκ νέου, ότι πρώτιστη μέριμνα για τη διαμόρφωση του πλαισίου διεξαγωγής του πολέμου και ορισμού των κανόνων που τον διέπουν, είναι η μέγιστη δυνατή αποφυγή απωλειών και συνεπειών, σε βάθος ιδίως χρόνου, που θα δυσχεράνουν τόσο την προσπάθεια επίτευξης ειρήνης, όσο και την προοπτική βιωσιμότητά της. Συμπεριφορές που καταδεικνύουν διάθεση βασανισμού και πρόθεση πρόκλησης πόνου στον αντίπαλο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέσα για την επιδίωξη εθνικών διεκδικήσεων ή κατοχύρωσης συμφερόντων, αλλά εκλαμβάνονται ως περιφρόνηση στην ανθρώπινη ύπαρξη και τη χώρα του αντιπάλου, με την οποία θα πρέπει να επιδιωχθεί η λειτουργική ειρηνική συνύπαρξη με το πέρας των εχθροπραξιών. Η πρόκληση διαρκών και επίπονων τραυμάτων στον αντίπαλο, που σε πλείστες όσες περιπτώσεις συνίστανται στην αναπηρία του και τον ακρωτηριασμό του, από τη μια δείχνουν ότι δεν απέβλεπαν στην εξόντωσή του, αλλά στην ταλαιπωρία του και τον βασανισμό του, ενώ από την άλλη διαμορφώνουν συνθήκες οργής και απογοήτευσης για το δράμα και τα βάσανα των σκοπίμως και καίρια τραυματισθέντων και κατά την ειρηνική περίοδο, με συνέπεια την υπονόμευσή της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών αποτελεί η ρίψη εμπρηστικών βομβών (ναπάλμ), όπως και η χρησιμοποίηση ναρκών κατά προσωπικού και οι αναρίθμητοι ακρωτηριασμοί, που έχουν προκαλέσει. (Ιδιαίτερα σημαντική εν προκειμένω περίπτωση και ορόσημο ανάλυσης είναι η χρήση των εν λόγω ναρκών στον πόλεμο της Καμπότζης). Η ολοκληρωμένη κατά τούτο προσέγγιση των πρακτικών και μεθόδων που υιοθετούνται κατά την πολεμική περίοδο και οι συνέπειές τους, ως προς την ψυχολογία και τη συμπεριφορά του αντιπάλου ακόμα και για την αναζήτηση και τη βιωσιμότητα ειρηνικής λύσης, καθώς και το απρόσφορο της επιλογής τους για την πολεμική προσπάθεια, εύλογα καθιστά τις εν θέματι σκόπιμες συμπεριφορές πρόκλησης πόνου και καίριου τραυματισμού του αντιπάλου, εγκλήματα πολέμου.
iv. Οι εκτεταμένες καταστροφές και η αρπαγή της περιουσίας του αντιπάλου κατά τρόπο που δε δικαιολογείται από οποιαδήποτε στρατιωτική αναγκαιότητα και υλοποιείται κατά τρόπο παράνομο και άσκοπο
Και με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης καταδεικνύει ότι πρέπει το πρώτον να υπάρχει μια σχέση λογικής και αναγκαιότητας στις πράξεις των εμπλεκόμενων στην πολεμική σύγκρουση, προκειμένου να αποφευχθεί η εξαχρείωσή τους και η ατέρμονη αντεκδίκηση στην αδικαιολόγητη και ισοπεδωτική βία. Για να αποφευχθούν υποκειμενικές κρίσεις και προσεγγίσεις - ως προς την αναγκαιότητα που ενδεχόμενα θα δικαιολογούσε την καταστροφή των περιουσιών και των υποδομών του αντιπάλου - προβάλλεται ένας κατ’ αρχήν αντικειμενικός και εύλογα κατανοητός παράγοντας και προτεραιότητα, στο πλαίσιο ειδικά της πολεμικής σύγκρουσης. Η αναγκαιότητα αυτή θα πρέπει να είναι στρατιωτική και κατά ερμηνευτική ανάλυση να συντελεί στην επίτευξη του πολεμικού σκοπού του
Σελ. 12
εμπλεκόμενου φορέα. Η στρατιωτική όμως αναγκαιότητα, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποτιμάται ανάλογα με την έκταση και το περιεχόμενό της και τα δεδομένα τής κρινόμενης υπόθεσης, δεν μπορεί να είναι ούτε προσχηματική, ούτε όμως και να δικαιολογεί δυσανάλογες ενέργειες του ελεγχόμενου, ιδίως δε ακρότητες.
Οι εκτεταμένες υπό το πρίσμα αυτό καταστροφές των υποδομών και η γενικευμένη αρπαγή των περιουσιών και των μέσων των αντιπάλων δημιουργούν ένα τεκμήριο εγκληματικής συμπεριφοράς του εμπλεκομένου. Το τεκμήριο αυτό θα πρέπει να ανασκευάσει μέσα από την εμπεριστατωμένη και στοιχειοθετημένη προβολή της στρατιωτικής αναγκαιότητας των ενεργειών του, χωρίς να εξασφαλίζει και τον αποχαρακτηρισμό της πράξης του ως εγκλήματος πολέμου και την απαλλαγή των υπευθύνων. Η εκτεταμένη καταστροφή των υποδομών και η γενικευμένη αρπαγή και σφετερισμός των περιουσιών του αντιπάλου, ενέχουν τα χαρακτηριστικά της λεηλασίας, που απάδει σε κάθε ηθική, δεοντολογία και κανόνα διεξαγωγής της πολεμικής προσπάθειας, ενώ υπονομεύει τη δυνατότητα και την προοπτική κατάπαυσης των εχθροπραξιών, καθώς επίσης και τη σύναψη συμφωνίας ειρήνης, με προοπτική και βιωσιμότητα. Αφενός μεν η καταστροφή των παραγωγικών υποδομών και η αρπαγή των αναγκαίων για τον σκοπό αυτό μέσων αποστερεί τους πληττόμενους από τη δυνατότητα ανασυγκρότησης και ανάπτυξης στην ειρηνική περίοδο∙ επιτείνει τις συνθήκες ύφεσης και μείωσης - έως και ανυπαρξίας - των μέσων συντήρησης και επιβίωσης, που με τη σειρά τους εντείνουν την κοινωνική αναταραχή και συντηρούν το κλίμα για μια νέα πολεμική αναμέτρηση, ως μέσου εκτόνωσης της δυσθυμίας και αναζήτησης πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων. Αφετέρου η αρπαγή περιουσιών προκαλεί αισθήματα πικρίας και αντεκδίκησης, που εκ των πραγμάτων υπονομεύουν και δυναμιτίζουν την προσπάθεια ειρηνικής συνύπαρξης.
Η καθολική εξάλλου καταστροφή υποδομών, τόσο κατά τον χρόνο της πολεμικής σύγκρουσης, όσο και για το διάστημα που ακολουθεί αυτής, τείνει να προκαλέσει και συνθήκες σιτοδείας, με πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα για τους πληθυσμούς που επιβιώνουν και με εξακολουθητικές εγκληματικές συνέπειες. Τα ευρωπαϊκά κράτη βίωσαν ανάλογες καταστάσεις, ως εκ της ισοπεδωτικής καταστροφής των παραγωγικών τους υποδομών, την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με αφόρητες συνθήκες επιβίωσης για τους πολίτες τους. Αλλά και στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η συστηματική δέσμευση από πλευράς της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της, των τροφίμων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων των κατεχόμενων χωρών, είχε ολέθρια αποτελέσματα και αναρίθμητους θανάτους από την πείνα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα βίωσε η κατεχόμενη Ελλάδα. Επιπρόσθετα ο νομοθέτης επισημαίνει ότι τα εγκληματικά χαρακτηριστικά των πράξεων των ελεγχομένων, σε σχέση με τις εκτεταμένες καταστροφές υποδομών και την αρπαγή των περιουσιών, επιτείνονται και επιβεβαιώνουν την τέλεση εγκλήματος πολέμου, όταν γίνονται χωρίς να υπάρχει νόμιμο έρεισμα και κατά τρόπο τυχαίο και αδιάκριτο. Η γενικευμένη και χωρίς αιτιολογία εγκληματική πρακτική καταδεικνύει ότι το πρώτον δεν εξυπηρετεί κάποια στρατιωτική προτεραιότητα, ούτε και αποτελεί μέσο για την επίτευξη ενός στρατιωτικού σκοπού, παρά μόνο επιδιώκει την ταπείνωση, την κατατρομοκράτηση και την καταρράκωση του ηθικού του αντιπάλου.
Σελ. 13
Αλλά και η τυχόν νομιμοφανής διάπραξη εκτεταμένων καταστροφών ή αρπαγής περιουσιών, με την τυπική επίκληση κάποιων νομοθετικών ρυθμίσεων, που είτε υφίσταντο για να εξυπηρετήσουν άλλους δικαιοπολιτικούς σκοπούς, είτε θεσπίστηκαν ως προκάλυμμα για την τέλεση των εγκλημάτων πολέμου, δε δύνανται ούτε να μετριάσουν, ούτε πολύ περισσότερο να αποσείσουν, την ευθύνη των υπαιτίων. Αντιπροσωπευτικό εν προκειμένω παράδειγμα είναι οι αυθαίρετες, καταχρηστικές και πρόδηλα παράνομες πρακτικές των αρχών Κατοχής στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δυνάμει των οποίων και με την προσχηματική επίκληση και εφαρμογή αναγκαστικών ρυθμίσεων και χρησιμοποίησης θεσμών όπως αυτών της μεσεγγύησης, άρπαξαν, καταχράστηκαν και ιδιοποιήθηκαν τις περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων. Χαρακτηριστικό είναι ειδικά το έγκλημα, σε σχέση με τις χιλιάδες των θυμάτων του, που διαπράχθηκε από τις αρχές Κατοχής και τους συνεργάτες τους σε βάρος της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχα η γενικευμένη πρακτική των ναζιστικών στρατευμάτων για την απόλυτη καταστροφή όλων των παραγωγικών υποδομών της τότε Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, με τρόπο συστηματικό και αδιάκριτο, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκλήματος πολέμου, που προκάλεσε δριμύτατα αντίποινα σε όλη την κατεχόμενη, ιδίως από τους Σοβιετικούς, Γερμανία και την καθολική, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα τουλάχιστον της κατοχής της, αποβιομηχάνισή της. Τα αποτελέσματα ήταν οδυνηρά για τους πληγέντες γερμανικούς πληθυσμούς και την επιβίωσή τους.
v. Ο εξαναγκασμός ενός αιχμαλώτου πολέμου ή άλλου προστατευόμενου προσώπου, να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις του αντίπαλου κράτους
Η ρύθμιση του νομοθέτη είναι απόλυτα σύμφωνη τόσο με τη μέριμνά του να παρασχεθεί πραγματική προστασία, σε όσους είτε εκ της ιδιότητάς τους, είτε εξ αντικειμένου δε συμμετέχουν πλέον στην πολεμική προσπάθεια, όσο και στη θεμελιώδη ηθική και κανόνες που πρέπει να διέπουν τους όρους διεξαγωγής του πολέμου. Σε σχέση με τα προστατευόμενα πρόσωπα, που περιλαμβάνουν τον άμαχο πληθυσμό, το προσωπικό των υγειονομικών και θρησκευτικών υπηρεσιών, το πολιτικό προσωπικό των αμυντικών υπηρεσιών του αντιπάλου, τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους, που στο σύνολό τους δε συμμετέχουν και δε δύνανται να συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια, θα ήταν αντιφατικά και πρόδηλα καταχρηστικό να υποχρεωθούν να υπηρετήσουν σε αντίπαλες ένοπλες δυνάμεις και να θέσουν εξ αντικειμένου σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ουδεμία κατ’ αυτόν τον τρόπο προστασία θα τους παρέχονταν, τουναντίον θα καθιστούσαν ακόμα πιο δυσχερή την επιβίωσή τους, αφού δε θα αγωνίζονταν με την αναγκαία ετοιμότητα και δυναμισμό, που θα τους διευκόλυνε να επιβιώσουν. Ταυτόχρονα θα εξέθετε τον εξαναγκασμένο να στρατευθεί στις αντίπαλες δυνάμεις αιχμάλωτο, όπως και κάθε προστατευόμενο, κατά τις συνθήκες, πρόσωπο, σε πρόσθετους κινδύνους, αφού θα αντιμετώπιζε την εχθρότητα και τη δυσπιστία του πληθυσμού και του στρατού από τον οποίο προέρχονταν.
Διαφορετική εν προκειμένω είναι η περίπτωση όσων μολονότι αιχμάλωτοι ή προστατευόμενα πρόσωπα επιλέγουν να στρατευθούν με τις ένοπλες δυνάμεις του αντιπάλου.
Σελ. 14
Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του λεγομένου Στρατού του Βλασώφ, που αποτελείτο από Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου και λιποτάκτες, που πολέμησαν στο πλευρά της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και των μεραρχιών των Ες Ες, που στελεχώθηκαν από πολίτες κατεχόμενων χωρών, όπως η μεραρχία Καρλομάγνος από Γάλλους και η μεραρχία NordLand από Σκανδιναβούς.
Αλλά και από πλευράς ηθικής του πολέμου και σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιχμαλώτων και των προστατευόμενων προσώπων, ο εξαναγκασμός να πολεμήσουν εναντίον του κράτους τους, ακυρώνει την ιδιοσύσταση και συγκρότηση της προσωπικότητάς τους, συνιστά μορφή ψυχολογικού βασανισμού, είναι σε απόλυτη σύγκρουση με κάθε νομιμοποιητική βάση της πολεμικής προσπάθειας και δε διευκολύνει ως αξιόμαχη επιλογή οποιαδήποτε στρατιωτική στόχευση, αφού εξέλιπε το φρόνημα και η θέληση του εξαναγκαζόμενου αιχμάλωτου και του κάθε προστατευόμενου προσώπου για την επιδίωξή της. Εύλογα ο υπό συζήτηση εξαναγκασμός, ως ψυχολογική βία και διακινδύνευση της ζωής του αιχμαλώτου πολέμου και του κάθε προστατευόμενου προσώπου παραβιάζει πλείονες, κατά τα εκτεθέντα, κανόνες διεξαγωγής του πολέμου και συνιστά έγκλημα πολέμου.
vi. Η σκόπιμη αποστέρηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και όλων των εγγυήσεων αντικειμενικότητας και δικονομικών κανόνων, για τον αιχμάλωτο πολέμου και κάθε προστατευόμενο πρόσωπο
Το γεγονός ότι κάποιο πρόσωπο καθίσταται αιχμάλωτος πολέμου, ή ανήκει στις κατηγορίες των προσώπων, που είτε λόγω ιδιότητας, είτε λόγω εξελίξεων δε συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια, όπως οι τραυματίες, ο άμαχος πληθυσμός, οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, το πολιτικό προσωπικό της άμυνας και οι εργαζόμενοι στις υγειονομικές και θρησκευτικές υπηρεσίες, δε συνεπάγεται ότι απολαμβάνει και ασυλία για πράξεις και συμπεριφορές που σηματοδοτούν αντίστοιχη ευθύνη του και ισχύουν για όλους. Τέτοιου είδους πράξεις ή παραλείψεις δύνανται να αφορούν οποιαδήποτε κατά τα άλλα παραβατική του συμπεριφορά, τόσο σε σχέση με εγκληματικές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου, ή του κανονιστικού πλαισίου, που με την επιφύλαξη των συνθηκών του πολέμου και τα έκτακτα μέτρα που αυτές συνεπάγονται, συνεχίζει να διέπει τη ζωή και δράση της κοινωνίας, όσο και σε σχέση με την ενδεχόμενη τέλεση εγκλημάτων πολέμου.
Βασική εξάλλου μέριμνα και επιδίωξη των εμπλεκομένων στην πολεμική προσπάθεια είναι η διαφύλαξη κατά το δυνατόν συνθηκών κανονικότητας, που θα διευκολύνουν και το κοινωνικό σύνολο στην αποδοχή των δυσχερειών που συνεπάγεται η πολεμική προσπάθεια και θα αμβλύνουν, τόσο ως προς την έκταση, όσο και ως προς το χρονικό σημείο εκδήλωσής τους, ενδεχόμενες συμπεριφορές δυσθυμίας για περιορισμούς και στερήσεις, που η διεξαγωγή του πολέμου συνεπάγεται. Η μέγιστη αυτή κατοχύρωση της λειτουργίας των θεσμών είναι και αναγκαίο πρόπλασμα για την επαναφορά της κοινωνίας και των ομάδων που τη συναπαρτίζουν, στο πλαίσιο και τις δομές της ειρηνικής περιόδου μετά το τέλος των εχθροπραξιών, αλλά και για τη συνέχιση όπως και την επαναλειτουργία
Σελ. 15
των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Κορυφαίας σημασίας εν προκειμένω είναι η λειτουργία των θεσμών της δικαιοσύνης, τόσο για τη διατήρηση της κανονικότητας και των αναγκαίων προσαρμογών της στις συνθήκες του πολέμου, όσο και για την προάσπιση της κοινωνικής ειρήνης και συνύπαρξης, μέσα από τον εγγυητικό της ρόλο για την ενάσκηση των δικαιωμάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων. Μια συνειδητοποιημένη και λειτουργούσα κοινωνία επιτελεί σπουδαίο ρόλο στην αποδοτική επιδίωξη της πολεμικής προσπάθειας.
Η απρόσκοπτη λειτουργία των δικαιοδοτικών θεσμών και ο εγγυητικός ρόλος της δικαιοσύνης ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεν μπορεί να υποστεί εκπτώσεις, σε ό,τι αφορά τους αιχμαλώτους και τις προστατευόμενες κατηγορίες προσώπων του αντιπάλου, που εξ ορισμού και εκ των εξελίξεων δε δύνανται να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Σε μια διαφορετική εξάλλου περίπτωση η δικαιοσύνη και τα όργανά της θα μπορούσαν να αποτελέσουν και μέσο συγκάλυψης για την τέλεση εγκλημάτων πολέμου, καθώς προσχηματικά και μόνο θα χρησιμοποιούνταν για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν τους αιχμαλώτους και τα προστατευόμενα πρόσωπα και θα νομιμοποιούσαν κατά τρόπο προσχεδιασμένο την επιβολή ποινών σε αυτά κατά παράβαση του Δικαίου του Πολέμου. Η εξέλιξη αυτή θα απαξίωνε και τον θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά και θα περιέγραφε τους κανόνες για τη διεξαγωγή του πολέμου καθιστώντας τους εκ των πραγμάτων άνευ περιεχομένου. Εξ αυτού και μόνο του λόγου και της ουσιαστικής ακύρωσης που θα επέφερε του περιεχομένου και της ισχύος των εν λόγω κανόνων, η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα πολέμου.
Είναι σημαντικό ότι ο νομοθέτης με τη σταθμισμένα επιλεγείσα ορολογία, καταδεικνύει την ανάγκη ουσιαστικών δικονομικών και ουσιαστικών εγγυήσεων για τη διεξαγωγή της δίκης που αφορά τον αιχμάλωτο πολέμου και το κάθε προστατευόμενο πρόσωπο. Τονίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι δεν αρκεί μια οποιαδήποτε διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης του αιχμαλώτου και του κάθε προστατευόμενου προσώπου, αλλά πρέπει να πληροί τους όρους μιας δίκαιης δίκης, με τις δέουσες για τον σκοπό αυτό δικονομικές εγγυήσεις, που δε θα προσαρμόζονται ή θα περικόπτονται λόγω του προσώπου του αιχμαλώτου και του κάθε προστατευόμενου προσώπου. Με τις παραδοχές του ο νομοθέτης αναδεικνύει εύλογα πως είναι και δικαιολογημένο και αναμενόμενο ο αιχμάλωτος και το προστατευόμενο πρόσωπο να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες ενδεχόμενων παραβατικών συμπεριφορών τους, που μπορούν να αφορούν ακόμα και την τέλεση από πλευράς τους εγκλημάτων πολέμου. Η σχετική κρίση θα πρέπει να γίνεται από τα αρμόδια δικαστήρια και όχι αυθαίρετα και θα συνοδεύεται από τους όρους και τους κανόνες που διέπουν τη δίκαιη δίκη. Η ανάγκη εξάλλου αποδοτικών εγγυήσεων για τον αιχμάλωτο και το κάθε προστατευόμενο πρόσωπο είναι έτι περαιτέρω επιτακτική ως και εκ της δυσμενούς θέσης, που ο αιχμάλωτος και τα προστατευόμενα πρόσωπα βρίσκονται. Με την ολοκληρωμένη προσέγγιση και την ουσιαστική αποτίμηση της εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου, ο νομοθέτης μεριμνά για την αποτροπή της περιγραφής τους και την απαξίωση της έννοιας της δικαιοσύνης, συμπεριφορές που απόλυτα δικαιολογημένα τις χαρακτηρίζει ως εγκλήματα πολέμου.
Σελ. 16
Η ορολογική επιλογή του νομοθέτη, περί σκόπιμης αποστέρησης των δικαιωμάτων του αιχμαλώτου, αποτρέπει τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος πολέμου στις περιπτώσεις, που είναι αδύνατη η διεξαγωγή δίκης. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δε νοείται συνολικά η διεξαγωγή δίκης, ούτε και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έκπτωση και περιορισμός των δικαιωμάτων του αιχμαλώτου. Αντίστοιχα δεν υφίσταται και δικαίωμά του να αξιώσει τη διεξαγωγή δίκης, με όλες τις δικονομικές και ουσιαστικού δικαίου εγγυήσεις και να ισχυριστεί, ότι οι αντίπαλοι τελούν έγκλημα πολέμου σε βάρος του, όταν αδυνατούν να ανταποκριθούν, χωρίς κατά τα άλλα να παραβλάπτουν τα δικαιώματά του.
vii. Η παράνομη απέλαση ή μεταφορά/εκτοπισμός προστατευόμενου προσώπου ή φυλάκισή του
Με την εν λόγω ρύθμιση προσδιορίζεται σε καίριες παραμέτρους της η απαγόρευση άσκησης κάθε είδους ψυχολογικής ή σωματικής βίας σε βάρος των προστατευόμενων προσώπων, με βάση τις Συνθήκες της Γενεύης. Με την ορολογική, αλλά ουσιαστική αντιδιαστολή, που γίνεται μεταξύ νόμιμων αποφάσεων για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, που περιλαμβάνουν ακόμα και την απέλαση, τη μεταφορά και εκτοπισμό, καθώς και τη φυλάκιση προστατευόμενου από τις Συνθήκες της Γενεύης προσώπου, διευκρινίζεται ότι η υπό συζήτηση προστασία δε δύναται να νοηθεί ως καθολική ασυλία, έναντι των ρυθμίσεων του νόμου, που ισχύουν για κάθε άλλο πολίτη ακόμα και του κράτους, που επιβάλλει τα περιοριστικά μέτρα. Μια τέτοιου είδους ερμηνευτική προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με αποδοχή ακόμα και πρακτικών ασυδοσίας από πλευράς των προστατευόμενων προσώπων και θα υπονόμευε την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητα ύπαρξης των ρυθμίσεων των Συνθηκών της Γενεύης, περί της προστασίας συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων, που λόγω ιδιότητας ή της προσωπικής τους κατάστασης δεν μπορούν να συμμετέχουν στην πολεμική σύγκρουση. Κατ’ επέκταση θα έθετε εν αμφιβόλω το νομιμοποιητικό υπόβαθρο των κανόνων για το Δίκαιο του Πολέμου, ως προς το σημαντικό τμήμα τους, που αφορά τις κατηγορίες των προσώπων, για τα οποία πρέπει να παρέχεται προστασία. Κατά τούτο είναι σαφές ότι ως αρχή δικαίου και εργασίας, είναι δυνατή, εφόσον γίνεται κατά νόμο και με την τήρηση όλων των δικονομικών εγγυήσεων, η λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος των προσώπων που απολαμβάνουν προστασίας κατά τις ρυθμίσεις των Συνθηκών της Γενεύης. Τα μέτρα αυτά μπορούν να συνίστανται ακόμα και στην απέλαση, τη μεταφορά και εκτοπισμό.
Οι λόγοι για τους οποίους τα υπό συζήτηση περιοριστικά μέτρα μπορούν να επιβληθούν, πρόδηλα σχετίζονται με τις παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας, που διέπει την οργάνωση και λειτουργία μιας κοινωνίας, ιδίως σε σχέση με το αντίπαλο κράτος, με ιδιαίτερη έμφαση στις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου και τα οριζόμενα με αυτό εγκλήματα. Οι παραβιάσεις μπορούν επίσης να σχετίζονται με την υπονόμευση της πολεμικής προσπάθειας του κράτους που επιβάλλει τα περιοριστικά μέτρα και να είναι εν γένει συνυφασμένες, κατά τρόπο πάντα αιτιώδη και αιτιολογημένο, σύμφωνα με τους κανόνες του Δικαίου του Πολέμου με τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και την επιδίωξη των στρατιωτικών στόχων και προτεραιοτήτων. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία
Σελ. 17
για τη λήψη των υπό συζήτηση περιοριστικών μέτρων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον νόμο και τα προβλεπόμενα από τις οικείες διατάξεις, κατά τρόπο ουσιαστικό και όχι προσχηματικό. Έτσι, αυτή πρέπει να μη συνίσταται σε μια τυπική και μόνο επίκλησή της για τη νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων, με ταυτόχρονη αποστέρηση του κατά τα άλλα προστατευόμενου προσώπου, του θεμελιώδους δικαιώματός του σε μια δίκαιη δίκη και εν γένει διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας, λαμβάνεται η απόφαση για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων.
Τα περιοριστικά από την άλλη μέτρα, που συνίστανται στην απέλαση, τη μεταφορά ή εκτοπισμό, καθώς και τη φυλάκιση του προστατευόμενου από τις Συνθήκες της Γενεύης προσώπου, αποτελούν άσκηση σε κάθε περίπτωση ψυχολογικής βίας, που δύναται να είναι και σωματική, στο μέτρο που έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του προστατευόμενου προσώπου. Η αποξένωση του προστατευόμενου προσώπου από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, όπως και η στέρηση της ελευθερίας του, από τη στιγμή που δε στοιχειοθετείται ο αιτιώδης συσχετισμός τους με την επιδίωξη στρατιωτικών στόχων, κατά τρόπο πάντα που υπακούει στις αρχές της λογικής και της αναλογικότητας, αντιστρατεύεται τους κανόνες διεξαγωγής του πολέμου, δεν εξυπηρετεί την πολεμική προσπάθεια, δυσχεραίνει την επιδίωξης ειρηνικής λύσης, έχει χαρακτήρα τιμωρητικό και βασανισμού του προστατευόμενου προσώπου και των οικείων του, ενισχύει τα αισθήματα θυμού και εχθρότητας των πολιτών του αντίπαλου κράτους, υπονομεύει την προοπτική λειτουργικής και βιώσιμης ειρηνικής συνύπαρξης και συνιστά εύλογα έγκλημα πολέμου.
viii. Η πρακτική της ομηρείας προστατευόμενων προσώπων
Ρητά ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως έγκλημα πολέμου την πρακτική της ομηρείας προστατευόμενων προσώπων, που ευθέως παραπέμπει σε συμπεριφορές πειρατείας και απόλυτης περιφρόνησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πλευράς κανόνων δικαίου και ιδιαίτερα κανόνων, που διέπουν τους όρους διεξαγωγής της πολεμικής σύγκρουσης και επιδίωξης των στρατιωτικών στόχων, δεν μπορεί να τύχει οιασδήποτε αιτιολόγησης. Σε καμία συντεταγμένη Πολιτεία, που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου - τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν πρωταρχικούς κανόνες και έχουν την αυτονόητη ισχύ Γενικών Αρχών του Δικαίου, με συνακόλουθη καθολική ισχύ και δεσμευτικότητα ακόμα και έναντι των κρατών, που τυχόν ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κυρώσει τη σχετική Διεθνή Σύμβαση - δεν υφίσταται ως κύρωση ή ποινή, αυτή της ομηρείας. Αντίστοιχα και στο πλαίσιο θέσπισης των κανόνων που διέπουν τους όρους διεξαγωγής του πολέμου, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε νόμιμη και αποδεκτή συνάφεια, επιδίωξης των στρατιωτικών στόχων, μέσα από την ομηρεία προστατευόμενων προσώπων. Είναι μια πρακτική με χαρακτήρα καθαρά εκβιαστικό, που επιτείνει τα πάθη, υποδαυλίζει το μίσος και την εχθρότητα, καταπατά αναιτιολόγητα και παράνομα θεμελιώδη δικαιώματα, με πρώτο το δικαίωμα στη ζωή, ναρκοθετεί την προσπάθεια επίτευξης ειρηνικής λύσης, ανατροφοδοτεί κύκλους αντιποίνων, καταπατά κάθε έννοια και περιεχόμενο της αναγνωρισμένης προστασίας από τις Συνθήκες της Γενεύης, στις κατηγορίες των
Σελ. 18
προσώπων που λόγω είτε ιδιότητας, είτε της προσωπικής τους κατάστασης, δε συμμετέχουν στην πολεμική προσπάθεια και καθιστά δυσχερή τη δυνατότητα βιώσιμης ειρηνικής συνύπαρξης.
Η πρακτική της ομηρείας προστατευόμενων προσώπων πρέπει σαφώς να διαχωριστεί, για την αποφυγή σκόπιμων παρανοήσεων και ερμηνευτικής σύγχυσης, με την αιχμαλωσία και την αναγνώριση του καθεστώτος των αιχμαλώτων πολέμου. Τουναντίον η προκαταβολική διακήρυξη περί άρνησης να αποδεχτούν την παράδοση και την αιχμαλωσία του αντιπάλου, καθιστά τους υπαίτιους εγκληματίες πολέμου, καθώς οδηγούν αναπόδραστα στη μέχρις εσχάτων συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας, εξαχρειώνουν τα ήθη των εμπλεκομένων και αποτρέπουν την επίτευξη της κατάπαυσης του πυρός και συνακόλουθα ειρηνικής λύσης. Οι αιχμάλωτοι πολέμου από την άλλη απολαμβάνουν συγκεκριμένων δικαιωμάτων, η παραβίαση των οποίων συνιστά έγκλημα πολέμου άνευ ετέρου. Αντίθετα η ομηρεία ακόμα και των αιχμαλώτων πολέμου, όπως και των αμάχων, των εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, στις υγειονομικές και θρησκευτικές υπηρεσίες και στο πολιτικό προσωπικό της άμυνας, είναι μια κατάσταση κενή νομικού πλαισίου και ισοδυναμεί με απόλυτη αποστέρηση των δικαιωμάτων. Οι όμηροι αποτελούν μέσο προς σκοπό, συνήθως προστασίας και εκ του ασφαλούς δραστηριοποίησης των δεσμωτών και των συνεργατών τους. Η εν λόγω πρακτική αυτή των υπαιτίων συνιστά απόλυτη περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ομήρων. Το οιονεί κενό δικαιωμάτων που διαμορφώνεται και η παντελής απουσία οιασδήποτε θεσμικής εγγύησης και προστασίας στην οποία παράνομα και αυθαίρετα περιέρχονται οι όμηροι, συνιστούν βασανισμό τους. Είναι μια εκ των πραγμάτων άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας σε βάρος τους και σε βάρος των οικείων τους προσώπων, που με τη σειρά τους αποτελεί αυτοτελές έγκλημα πολέμου.
Η πρακτική της ομηρείας αμάχων εφαρμόστηκε κατά κόρον από τα Ναζιστικά στρατεύματα στις κατεχόμενες χώρες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτελούσε μέσο άσκησης εκφοβισμού και ποικιλότροπης εκβίασης των πληθυσμών των κατεχόμενων χωρών. Οι άμαχοι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως ανθρώπινες ασπίδες για την «προστασία» στρατιωτικών και εν γένει στόχων και εγκαταστάσεων ενδιαφέροντος των δεσμωτών. Ήταν σε πλείστες όσες περιπτώσεις το αποτέλεσμα αλίευσης θυμάτων προς θανάτωση και εφαρμογής οριζόντιων, αυθαίρετων και εγκληματικών αντιποίνων. Τα αντίποινα αυτά λάμβαναν χώρα ενάντια σε πράξεις αντίστασης και σαμποτάζ που στρέφονταν κατά των κατοχικών στρατευμάτων και των συνεργατών τους. Η ειδεχθής αυτή πρακτική αποτελεί τόσο ως προς τα επιμέρους στοιχεία της, όσο και συνολικά, καταστρατήγηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προστατευόμενων από τις Συνθήκες της Γενεύης προσώπων. Πρώτο μεταξύ αυτών είναι το δικαίωμα της ζωής, ακολουθούν το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, το δικαίωμά τους στη μη επιβολή παράνομων περιοριστικών μέτρων σε βάρος τους, καθώς και τη μη αλλοίωση των θεσμικών εγγυήσεων για τους αιχμάλωτους πολέμου. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνεται και η μη άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας σε βάρος τους. Κάθε σχετική παραβίαση αποτελεί εύλογα έγκλημα πολέμου.
Σελ. 19
Στόχευση του νομοθέτη και των εφαρμοστών του Δικαίου του Πολέμου είναι να καθορίσουν το σύνολο των παραβατικών συμπεριφορών, που συνιστούν εγκλήματα πολέμου, κατά τρόπο πάντα που ανταποκρίνεται στην ασφάλεια δικαίου, κατοχυρώνει τη σαφήνεια και τη σταθερότητα του οικείου θεσμικού περιβάλλοντος, δεν επιτρέπει αναλογικές εφαρμογές και ανασκευάζει ενδοιασμούς για παρέκκλιση από τις αρχές του Κράτους Δικαίου. Για τη διασφάλιση των εν λόγω παραμέτρων είναι αναγκαία η επικαιροποίηση και αποσαφήνιση συμπεριφορών, που παραβιάζουν τους κανόνες του πολέμου και ανάγονται σε εγκλήματα, κατά τρόπο που είναι συμβατός με τη δογματική συνέχεια, που αποτυπώνεται στις Συμβάσεις της Χάγης για τις απαγορευμένες μεθόδους και μέσα για τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και τις Συνθήκες της Γενεύης για τα προστατευόμενα στη διάρκεια της πολεμικής προσπάθειας πρόσωπα. Επιπρόσθετα ο προσδιορισμός των εγκλημάτων πολέμου πρέπει πάντα να γίνεται κατά τρόπο που δεν αποκλίνει από τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου και δεν οδηγεί σε προβληματικές κατασκευές παραβατικών συμπεριφορών, χωρίς να υφίσταται αντίστοιχο θεσμικό υπόβαθρο και αιτιολόγηση.
Η παραδοχή αυτή επ’ ουδενί συνεπάγεται ότι δύνανται να εκφεύγουν της ρυθμιστικής αρμοδιότητας του εφαρμοστή του Δικαίου του Πολέμου εγκληματικές συμπεριφορές που είτε δε μνημονεύονται ρητά στις Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα, είτε μετεξελίσσονται ως συνέπεια των τεχνολογικών επιτευγμάτων και των μέσων που προσφέρονται για την τέλεση ακόμα και εγκληματικών πράξεων στη διάρκεια του πολέμου. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση θα αλλοίωνε τη δικαιοπολιτική αποστολή των κανόνων που διέπουν την πολεμική προσπάθεια και θα στρέβλωνε τη δογματική συνοχή και την υποχρέωση σεβασμού αυτής∙ θα κατέληγε στην αποδοχή εγκληματικών συμπεριφορών, λόγω του ότι δεν προβλέπονταν ρητά ως εγκλήματα πολέμου στις οικείες Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα. Πολύτιμο ερμηνευτικό και μεθοδολογικό εργαλείο για τη διαχείριση της λογικής αυτής ασυνέχειας είναι η κτηθείσα εμπειρία, από τους τρόπους και τα μέσα διεξαγωγής των κατά περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων, καθώς και οι αναδειχθείσες αρχές αξιολόγησης και πιστοποίησης της εγκληματικής συμπεριφοράς, σε σχέση με τα μέσα, τις μεθόδους και τους στόχους, ανεξάρτητα από τις επιμέρους εκφάνσεις τους και τις δυνητικές παραλλαγές τους.
Τα εγκλήματα πολέμου συνακόλουθα προσδιορίζονται τόσο στις Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα, όσο και στο σύνολο των νόμων και του εθιμικού δικαίου, που διέπει τις ένοπλες συγκρούσεις. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο χαρακτηριστικά επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων από τις παραδοχές και τις επισημάνσεις των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων που εκδικάζουν τα φερόμενα εγκλήματα πολέμου και αξιολογούν την υπαγωγή των περιγραφόμενων συμπεριφορών στους κανόνες του Δικαίου του Πολέμου, με πρόδηλη συνεκτίμηση των σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων και δεδομένων. Κατά τις επισημάνσεις του αρμόδιου τμήματος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, οι αξιολογούμενες συμπεριφορές πρέπει να αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις των κανόνων διεξαγωγής της πολεμικής προσπάθειας, προκειμένου να θεωρηθούν εγκλήματα πολέμου. Είναι μια ποιοτική διαφοροποίηση, που εγκυμονεί κινδύνους
Σελ. 20
ως προς την απαιτούμενη σαφήνεια και σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου για την πιστοποίηση των εγκληματών πολέμου, καθώς εμπεριέχει εγγενή στοιχεία υποκειμενικότητας που πλήττουν την ασφάλεια Δικαίου και ιδιαίτερα του Ποινικού και την αδήριτη ανάγκη προσδιορισμού των διατάξεών του με τρόπο αντικειμενικό.
Η βαρύτητα των παραβιάσεων είναι πρόδηλα σε άμεση συνάρτηση με το αντικείμενο και την ένταση με την οποία εκδηλώνονται. Θα ήταν ωστόσο σκόπιμο για την προβλεψιμότητα των διαδικασιών και τη σαφήνεια εφαρμογής των διατάξεων του Δικαίου του Πολέμου, καθώς και τη δογματική συνέχεια για την αποτροπή συμπεριφορών που παραβιάζουν τις απαγορεύσεις ως προς τα υιοθετούμενα μέσα και μεθόδους και την προστασία συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων, να θεωρείται ότι υπάρχει τεκμήριο διάπραξης εγκλήματος πολέμου, σε κάθε περίπτωση παραβιάσής τους. Είναι περαιτέρω ευθύνη και δικαίωμα του δράστη να αποδείξει ότι δεν έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στον ίδιο εγκληματική συμπεριφορά και σε δεύτερο χρόνο ότι η υπό συζήτηση συμπεριφορά, με ενδεχόμενη συγκριτική αποτίμηση προηγούμενων αποφάσεων και άλλου πραγματικού υπόβαθρου, δεν είναι σοβαρή παραβίαση των κανόνων που διέπουν το Δίκαιο του Πολέμου. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση είναι συνεπής με τις αρχές που διέπουν τους όρους εφαρμογής των κανόνων του Ποινικού Δικαίου και τις στοχεύσεις του Δικαίου του Πολέμου, ενώ περιορίζει τους εύλογους ενδοιασμούς για ενδεχόμενες καταχρηστικές επιλογές των εφαρμοστών του Δικαίου.
Β. Παραβιάσεις των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου
Μία ασφαλής ερμηνευτική και ορολογική επιλογή, είναι να προσδιοριστούν ως σοβαρές παραβιάσεις του Δικαίου του Πολέμου, συγκεκριμένες συμπεριφορές και πράξεις, που η πραγματοποίησή τους θα συνιστά αφ’ εαυτής έγκλημα πολέμου. Μολονότι ο εξ αρχής χαρακτηρισμός μια πράξης ως σοβαρής παραβίασης, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά ως προς το υιοθετηθέν μέτρο σύγκρισης, όπως και τη μέθοδο της ποιοτικής διαφοροποίησης με άλλες ενέργειες, που συνιστούν παραβίαση των Κανόνων του Δικαίου του Πολέμου και τη συνακόλουθη ανάγκη προσδιορισμού τους, πρώτιστα για την ασφάλεια δικαίου και τη δογματική συνοχή του Δικαίου του Πολέμου, διευκολύνει εν τούτοις τον εφαρμοστή του Δικαίου, διασφαλίζει με σαφήνεια ποιες πράξεις είναι εγκλήματα πολέμου και εμπεδώνει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση των ελεγχόμενων συμπεριφορών και την ενδεχόμενη πιστοποίηση τέλεσης εγκλημάτων πολέμου. Τέτοιες σοβαρές παραβιάσεις των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου, που αποτελούν εγκλήματα πολέμου είναι:
i. Η σκόπιμη πραγματοποίηση επίθεσης σε βάρος του άμαχου πληθυσμού ή σε βάρος συγκεκριμένων αμάχων που δε συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες
Ο χαρακτηρισμός της στοχευμένης επίθεσης εναντίον άμαχου πληθυσμού ως εγκλήματος πολέμου, αποτελεί εξειδίκευση της ρύθμισης που διαλαμβάνεται στις Συνθήκες της Γενεύης, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ρητά ότι οι άμαχοι προστατεύονται από το Δίκαιο του Πολέμου και δε δύνανται να αποτελέσουν νόμιμους στόχους για τους εμπλεκόμενους.