ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
1ος Τόμος: §§ 1-17 - Ουσιαστικό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού
2ος Τόμος: §§ 18-27 - Κανόνες εφαρμογής και κυρώσεις
- Έκδοση: 2η 2020
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Σκληρόδετη
- Σελίδες: 2080
- ISBN: 978-960-622-853-7 | 978-960-654-068-4
- Black friday εκδόσεις: 10%
Η 2η έκδοση του δίτομου συλλογικού έργου «Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού» αποτελεί πλήρη και συστηματική επεξεργασία και ερμηνεία του ενωσιακού και ελληνικού δικαίου ανταγωνισμού από μια κορυφαία ομάδα διακεκριμένων νομικών και οικονομολόγων.
Ο 1ος τόμος (§§ 1-17) αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και εξετάζει το αντικείμενο προστασίας του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, την οικονομική ανάλυση του ανταγωνισμού και τους διασυνοριακούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Μεταξύ άλλων αναλύονται και η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Ελλάδα, η θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθώς η εξέλιξη της σχέσης ελληνικού και ενωσιακού δικαίου, η σχέση του δικαίου του ελεύθερου με το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, οι απαγορευμένες συμπράξεις, συμφωνίες και πρακτικές, τα υποκείμενα και τα αντικείμενα των απαγορεύσεων.
Ο 2ος τόμος (§§ 18-27) εξετάζει τους κανόνες εφαρμογής του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού και τις κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβίασης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, αναλύοντας τη διοικητική και δικαστική διαδικασία περί της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού.
Το έργο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για όχι μόνο για τον φοιτητή αλλά και για τον νομικό που ασχολείται με το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ | |
§1 Το αντικείμενο προστασίας του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Εισαγωγικά | Σελ. 5 |
Α. Προστασία της οικονομικής ελευθερίας | Σελ. 7 |
Β. Η επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας | Σελ. 12 |
Γ. Οι στόχοι δικαίου και πολιτικής ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 17 |
1. Από τη Σχολή του Freiburg στο “more economic approach” | Σελ. 17 |
2. Οι ενστάσεις κατά του “more economic approach” και η θέση της οικονομικής αποτελεσματικότητας στην ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού | Σελ. 21 |
3. Η στάση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 24 |
i. Η πρώτη αντίδραση μετά την Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 24 |
ii. Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθ. “Intel” και η ενίσχυση του “effects-based approach” | Σελ. 24 |
§3 Διασυνοριακοί περιορισμοί του ανταγωνισμού: Μονομερείς λύσεις, διεθνείς συμβάσεις και μη δεσμευτική διεθνής συνεργασία Αρχών Ανταγωνισμού | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 2 |
Β. Η εξωεδαφική εφαρμογή των ημεδαπών κανόνων ανταγωνισμού | Σελ. 3 |
Γ. Διμερείς συμφωνίες: χρήσιμες αλλά περιορισμένης εμβέλειας | Σελ. 8 |
Δ. Πολυμερείς συμφωνίες: από τις απόπειρες διεθνών συμφωνιών στην προσπάθεια σύγκλισης μέσω της συνεργασίας των Αρχών ανταγωνισμού | Σελ. 10 |
1. Πρωτοβουλίες σε διακρατικό επίπεδο | Σελ. 10 |
2. Το ICN ως όργανο σύγκλισης των κανόνων και των διαδικασιών προστασίας του ανταγωνισμού | Σελ. 12 |
Ε. Προοπτικές | Σελ. 14 |
ΜΕΡΟΣ Ι | |
1. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ | |
§4 Η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Ελλάδα, η θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η εξέλιξη της σχέσης ελληνικού και ενωσιακού δικαίου | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Από τον Ν 703/1977 στον Ν 3959/2011 | Σελ. 21 |
1. Η περίοδος 1979-1995 και η ενασχόληση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τις κάθετες συμφωνίες | Σελ. 21 |
2. Ο εγκλωβισμός της Επιτροπής Ανταγωνισμού στον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων (1995-2000) | Σελ. 24 |
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εν μέσω αναδιάρθρωσης και νομοθετικών παλινδρομήσεων (2000-2011) | Σελ. 25 |
Β. Από τον Κανονισμό 17/62 του Συμβουλίου στον εκσυγχρονισμό του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 27 |
Γ. Ο Κανονισμός 1/2003 και η σχέση εθνικού και ενωσιακού δικαίου | Σελ. 30 |
1. Η αντικατάσταση του καθεστώτος γνωστοποίησης από ένα σύστημα εξαιρέσεων άμεσης εφαρμογής | Σελ. 30 |
2. Η κατάργηση του «μονοπωλίου» εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 3 από την Επιτροπή και η αποκέντρωση εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 31 |
i. Διασφάλιση του σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων υπεράσπισης | Σελ. 32 |
ii. Ρύθμιση της σχέσης εθνικών και ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού | Σελ. 33 |
α. Η έκταση της παράλληλης εφαρμογής ενωσιακών και εθνικών κανόνων | Σελ. 33 |
β. Επίλυση συγκρούσεων ενωσιακών και εθνικών κανόνων: η διευρυμένη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου | Σελ. 34 |
γ. Η αποτροπή συγκρούσεων στην εφαρμογή ενωσιακών και εθνικών κανόνων - Η σημασία της συνεργασίας Επιτροπής, Αρχών Ανταγωνισμού και εθνικών δικαστηρίων | Σελ. 36 |
αα. Κανόνες για τη δημιουργία των προϋποθέσεων «στενής συνεργασίας» Επιτροπής και Αρχών Ανταγωνισμού των κρατών μελών (άρθρο 11 παρ. 1) | Σελ. 36 |
ββ. Κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία στην περίπτωση εμπλοκής περισσοτέρων Αρχών Ανταγωνισμού | Σελ. 40 |
γγ. Κανόνες που ρυθμίζουν τη συνεργασία των εθνικών δικαστηρίων με την Επιτροπή και τις Αρχές Ανταγωνισμού | Σελ. 40 |
Δ. Η Οδηγία 2019/1 (ECN+) | Σελ. 43 |
§5 Σχέση του δικαίου του ελεύθερου με το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 49 |
Β. Βασικά χαρακτηριστικά των συστημάτων προστασίας των Ν 146/2014 και Ν 3959/2011 | Σελ. 51 |
Γ. Αντικείμενο προστασίας | Σελ. 55 |
1. Στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού | Σελ. 55 |
2. Στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 56 |
Δ. Σχέση δικαίου του αθέμιτου και δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 57 |
1. Από τη θεωρία της αυστηρής διάκρισης στη θεωρία της σύγκλισης | Σελ. 57 |
2. Αλληλεπίδραση και κανόνες συρροής αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού: η θέση της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας | Σελ. 59 |
i. Σχηματοποίηση της σχέσης αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 59 |
ii. Ζητήματα από την παράλληλη εφαρμογή αθέμιτου και ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 59 |
α. Διπλή παράβαση | Σελ. 60 |
β. Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού: φραγμός στην εφαρμογή του αθέμιτου ανταγωνισμού; | Σελ. 60 |
iii. Αξιοποίηση της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 62 |
3. Παράβαση κανόνα του Ν 3959/2011 ως πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού; | Σελ. 65 |
Ε. Ανακεφαλαίωση - Συμπεράσματα | Σελ. 66 |
2. ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ, ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ | |
Ι. Η απαγόρευση των άρθρων 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 Ν 3959/2011 | |
§6 Το υποκείμενο της απαγόρευσης: Η επιχείρηση | |
Γενική Βιβλιογραφία | |
Ειδική Βιβλιογραφία | |
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
Α. Ορισμός | Σελ. 70 |
Β. Οικονομική δραστηριότητα | Σελ. 71 |
1. Κριτήρια | Σελ. 71 |
2. Οικονομική δραστηριότητα v. δημόσια εξουσία | Σελ. 72 |
3. Οικονομική δραστηριότητα v. δραστηριότητα κοινωνικού χαρακτήρα | Σελ. 75 |
4. Παραδείγματα εφαρμογής | Σελ. 77 |
Γ. Αυτοτέλεια | Σελ. 82 |
1. «Ενιαία οικονομική οντότητα» & όμιλος εταιριών | Σελ. 82 |
2. «Ενιαία οικονομική οντότητα» αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου | Σελ. 86 |
§7 Το αντικείμενο της απαγόρευσης: Μορφές συμπράξεων | |
Γενική Βιβλιογραφία | |
Ειδική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Η απαγορευμένη σύμπραξη ως έννοια γένους: επιμέρους μορφές | Σελ. 90 |
Β. Συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων | Σελ. 91 |
1. Σύμπτωση βούλησης | Σελ. 91 |
i. Αναφορά στην αστική σύμβαση | Σελ. 91 |
ii. Πέραν της αστικής σύμβασης | Σελ. 94 |
2. Διάκριση μονομερούς συμπεριφοράς και συμφωνίας στις κάθετες σχέσεις | Σελ. 95 |
3. Εξαιρέσεις από την έννοια της «συμφωνίας» | Σελ. 98 |
i. Ενδο-ομιλική συνεργασία | Σελ. 98 |
ii. Λοιπά παραδείγματα | Σελ. 100 |
Γ. Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων | Σελ. 102 |
1. Έννοια «ένωσης επιχειρήσεων» | Σελ. 103 |
2. Έννοια «απόφασης» | Σελ. 104 |
Δ. Εναρμονισμένη πρακτική | Σελ. 106 |
1. Εννοιολογική οριοθέτηση | Σελ. 106 |
i. Αντικειμενικό στοιχείο | Σελ. 107 |
ii. Υποκειμενικό στοιχείο | Σελ. 108 |
2. O παραλληλισμός της συμπεριφοράς σε ολιγοπωλιακές αγορές | Σελ. 110 |
3. Στοιχειοθέτηση της παράβασης - αποδεικτικό μέτρο | Σελ. 114 |
i. Εναλλακτικές εξηγήσεις | Σελ. 114 |
α. Eνωσιακό δίκαιο | Σελ. 114 |
β. Αμερικανικό δίκαιο | Σελ. 115 |
γ. Πρακτική της Ε.Α. | Σελ. 117 |
ii. «Μέσα διευκόλυνσης» της εναρμόνισης (ιδίως η ανταλλαγή πληροφοριών) | Σελ. 118 |
4. Συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική | Σελ. 122 |
§8 Ο περιορισμός του ανταγωνισμού | |
Ελληνική Βιβλιογραφία | |
Αλλοδαπή Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 128 |
Β. Το τρίπτυχο «παρεμπόδιση, περιορισμός και νόθευση του ανταγωνισμού» | Σελ. 130 |
Γ. Περιορισμός του Ανταγωνισμού ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα ορισμένης σύμπραξης | Σελ. 137 |
1. Περιορισμός κατ’ αντικείμενο | Σελ. 138 |
i. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 138 |
ii. Τυπολογία | Σελ. 145 |
2. Περιορισμός κατ’ αποτέλεσμα | Σελ. 148 |
3. Δευτερεύοντες περιορισμοί του ανταγωνισμού (Ancillarity) | Σελ. 152 |
i. Δευτερεύοντες περιορισμοί εμπορικής φύσεως | Σελ. 152 |
ii. Ρήτρα μη ανταγωνισμού ως δευτερεύων περιορισμός | Σελ. 154 |
iii. Περιορισμοί κανονιστικής φύσεως | Σελ. 156 |
4. Κανόνας της Λογικής (Rule of reason) | Σελ. 158 |
5. Ανταγωνισμός v. Public Policy | Σελ. 163 |
Δ. Συμφωνίες ήσσονος σημασίας («de minimis») | Σελ. 165 |
Ε. Επηρεασμός του εμπορίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 169 |
ΣΤ. Ο ενδεικτικός κατάλογος περιπτώσεων παράβασης του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ (και 1 παρ. 1 Ν 3959/2011) | Σελ. 176 |
1. Άμεσος ή έμμεσος καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής (άρθρο 101 παρ. 1 εδ. α ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 εδ. α Ν 3959/2011) | Σελ. 176 |
i. Συμφωνίες καθορισμού τιμών | Σελ. 176 |
ii. Συμφωνίες για λοιπούς όρους συναλλαγής | Σελ. 189 |
iii. Ανταλλαγή πληροφοριών | Σελ. 193 |
iv. Συμφωνίες νόθευσης διαγωνισμών (bid rigging) | Σελ. 201 |
v. Περιορισμοί στη διαφήμιση | Σελ. 202 |
2. Περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων (άρθρο 101 παρ. 1 εδ. β’ ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 εδ. β’ Ν 3959/2011) | Σελ. 204 |
i. Περιορισμός παραγωγής ή διάθεσης | Σελ. 204 |
ii. Περιορισμός της τεχνολογικής ανάπτυξης και των επενδύσεων | Σελ. 211 |
3. Κατανομή αγορών ή πηγών εφοδιασμού (άρθρο 101 παρ. 1 εδ. γ’ ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 εδ. γ’ Ν 3959/2011) | Σελ. 211 |
i. Εδαφική κατανομή | Σελ. 211 |
ii. Κατανομή πελατείας | Σελ. 216 |
iii. Ρήτρα μη ανταγωνισμού | Σελ. 217 |
4. Η κατά τρόπο δυσχεραίνοντα την λειτουργία του ανταγωνισμού εφαρμογή στο εμπόριο, άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως η αδικαιολόγητη άρνηση πωλήσεως, αγορά ή άλλης συναλλαγής (άρθρο 101 παρ. 1 εδ. δ ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 εδ. δ Ν 3959/2011) | Σελ. 218 |
i. Συλλογικό Μποϋκοτάζ | Σελ. 218 |
ii. Διακριτική Μεταχείριση | Σελ. 219 |
5. Η εξάρτηση συνάψεως συμβάσεως από την αποδοχή προσθέτων παροχών, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (άρθρο 101 παρ. 1 εδ. ε’ ΣΛΕΕ και 1 παρ. 1 εδ. ε’ Ν 3959/2011) | Σελ. 221 |
ΙΙ. Η εκ του Νόμου εξαίρεση των άρθρων 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ και 1 παρ. 3 Ν 3959/2011 | |
§9 Εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ και άρθρου 1 παρ. 3 Ν 3959/2011 | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Η Εξαίρεση σύμφωνα με το Άρθρο 101(3) | Σελ. 226 |
Β. Κριτήρια Εξαίρεσης | Σελ. 229 |
1. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας | Σελ. 230 |
2. Δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει για τους καταναλωτές | Σελ. 233 |
3. Aπαραίτητος χαρακτήρας των περιορισμών | Σελ. 235 |
4. Μη κατάργηση του ανταγωνισμού | Σελ. 236 |
Γ. Κανονισμοί Απαλλαγής κατά κατηγορία | Σελ. 238 |
Δ. Η Πρακτική της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 243 |
1. Αναγκαιότητα και αναλογικότητα των συμφωνηθέντων περιορισμών του ανταγωνισμού | Σελ. 248 |
i. Άμεσος ή έμμεσος καθορισμός τιμών | Σελ. 248 |
ii. Περιορισμός ή έλεγχος παραγωγής / διάθεσης προϊόντων | Σελ. 249 |
2. Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου | Σελ. 250 |
3. Εξασφάλιση στους καταναλωτές δικαίου τιμήματος από το όφελος που προκύπτει | Σελ. 250 |
4. Κατάργηση του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς | Σελ. 250 |
Αποφάσεις Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Γενικού Δικαστηρίου, Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | |
Νομοθετικά κείμενα | |
ΙΙΙ. Συμφωνίες εκτός πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 παρ. 1 και συμφωνίες απαλλασσόμενες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3 | |
§10 Οριζόντια συνεργασία | |
Βασική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Οι μορφές, τα οφέλη και οι κίνδυνοι της οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 260 |
1. Προλεγόμενα | Σελ. 260 |
2. Νομικό ένδυμα και μορφές της οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 260 |
3. Κατανομή έργου στην οριζόντια συνεργασία | Σελ. 261 |
4. Αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις της οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 262 |
5. Οφέλη της οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 263 |
Β. Πηγές Δικαίου και γενικές αρχές αξιολόγησης | Σελ. 264 |
Γ. Το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο: Κανονισμοί 2658/2000 και 2659/2000 | Σελ. 266 |
1. Ο Κανονισμός 2658/2000 (Ομαδική απαλλαγή συμφωνιών εξειδίκευσης) | Σελ. 266 |
i. Αντικείμενο | Σελ. 266 |
ii. Η προϋπόθεση του μεριδίου αγοράς | Σελ. 267 |
iii. Επιτρεπόμενες ρήτρες | Σελ. 267 |
iv. Μη καλυπτόμενες ρήτρες | Σελ. 268 |
2. Ο Κανονισμός 2659/2000 (Ομαδική απαλλαγή συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης, Ε & Α) | Σελ. 268 |
i. Αντικείμενο | Σελ. 268 |
ii. Η προϋπόθεση του μεριδίου αγοράς και ο χρονικός περιορισμός | Σελ. 268 |
iii. Εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της Ε & Α | Σελ. 269 |
iv. Μη καλυπτόμενες ρήτρες | Σελ. 269 |
3. Η ειδικότερη καθοδήγηση της ενωσιακής αρχής ανταγωνισμού και οι κατευθυντήριες γραμμές για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 269 |
4. Η κριτική του προϊσχύσαντος status quo με βάση τη δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 270 |
i. Γενικά | Σελ. 270 |
ii. Παρατηρήσεις ανά κατηγορία οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 271 |
Δ. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο: Κανονισμοί 1218/2010, 1217/2010 και οι Κατευθυντήριες Γραμμές για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 273 |
1. Εισαγωγικά | Σελ. 273 |
2. Ο Κανονισμός 1218/2010 (Ομαδική απαλλαγή συμφωνιών εξειδίκευσης) | Σελ. 273 |
i. Αντικείμενο | Σελ. 273 |
ii. Οφέλη συμφωνιών εξειδίκευσης | Σελ. 274 |
iii. Η προϋπόθεση του μεριδίου αγοράς | Σελ. 274 |
iv. Επιτρεπόμενες ρήτρες | Σελ. 275 |
v. Μη καλυπτόμενες ρήτρες | Σελ. 275 |
3. Ο Κανονισμός 1217/2010 (Ομαδική απαλλαγή συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης, Ε & Α) | Σελ. 275 |
i. Αντικείμενο και οφέλη των συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης | Σελ. 275 |
ii. Η προϋπόθεση του μεριδίου αγοράς και ο χρονικός περιορισμός | Σελ. 277 |
iii. Εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της Ε & Α | Σελ. 277 |
iv. Μη καλυπτόμενες ρήτρες – Αποκλειόμενοι Περιορισμοί | Σελ. 278 |
4. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας | Σελ. 279 |
i. Γενικά χαρακτηριστικά | Σελ. 279 |
ii. Η Ανταλλαγή Πληροφοριών | Σελ. 280 |
iii. Συμφωνίες Ε & Α | Σελ. 297 |
iv. Συμφωνίες παραγωγής | Σελ. 298 |
v. Συμφωνίες προμήθειας | Σελ. 299 |
vi. Συμφωνίες εμπορίας | Σελ. 301 |
vii. Συμφωνίες τυποποίησης | Σελ. 302 |
Ε. Αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου | Σελ. 306 |
1. Συμφωνίες εξειδίκευσης | Σελ. 306 |
2. Συμφωνίες Ε & Α | Σελ. 307 |
3. Κατευθυντήριες γραμμές | Σελ. 308 |
4. Ειδικότερα: η ανταλλαγή πληροφοριών | Σελ. 309 |
5. Ειδικότερα: συμφωνίες για τα πρότυπα | Σελ. 311 |
6. Βάρος Απόδειξης | Σελ. 311 |
ΣΤ. Η οριζόντια συνεργασία στην ενωσιακή και ελληνική νομολογία | Σελ. 312 |
1. Ανταλλαγή πληροφοριών | Σελ. 313 |
2. Συμφωνίες παραγωγής | Σελ. 317 |
3. Συμφωνίες προμήθειας | Σελ. 317 |
4. Συμφωνίες εμπορίας | Σελ. 319 |
5. Συμφωνίες για τα πρότυπα | Σελ. 319 |
6. Βάρος Απόδειξης | Σελ. 322 |
Ζ. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστών στο δίκαιο των ΗΠΑ | Σελ. 322 |
§11 Συμφωνίες επί δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Μεταφορά τεχνολογίας | |
Βασική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
1. Διανοητική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός και οικονομική ανάλυση: αντιθέσεις και συνέργειες | Σελ. 326 |
2. Ειδικότερα: Η μεταφορά τεχνολογίας | Σελ. 329 |
3. Ο κανονισμός 316/2014 για τη μεταφορά τεχνολογίας: Γενικά χαρακτηριστικά | Σελ. 332 |
4. Ο κανονισμός 316/2014 για τη μεταφορά τεχνολογίας: αξιολόγηση των κατιδίαν περιορισμών | Σελ. 340 |
5. Κοινοπραξίες μεταφοράς τεχνολογίας | Σελ. 350 |
6. Αποτίμηση του ΚΑΚΜΤ | Σελ. 355 |
7. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταφορά τεχνολογίας στο δίκαιο των ΗΠΑ | Σελ. 357 |
§12 Κάθετες συμφωνίες | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Εισαγωγή | Σελ. 361 |
Α. Η οικονομική προσέγγιση των κάθετων συμφωνιών | Σελ. 362 |
1. Η σύμβαση διανομής και οι περιορισμοί της | Σελ. 362 |
2. Κάθετοι περιορισμοί και συμφέροντα των υποκειμένων της αγοράς | Σελ. 365 |
i. Τα συμφέροντα του προμηθευτή | Σελ. 365 |
α. Κάθετοι περιορισμοί: per se σύννομοι; | Σελ. 365 |
β. Κάθετοι περιορισμοί: υποκατάστατα συμπράξεων ή/και μέσα τιμολογιακών διακρίσεων; | Σελ. 369 |
αα. Κάθετοι περιορισμοί ως σύμπραξη μεταξύ των διανομέων | Σελ. 369 |
ββ. Κάθετοι περιορισμοί ως σύμπραξη μεταξύ παραγωγών | Σελ. 370 |
γγ. Κάθετοι περιορισμοί ως μέσο τιμολογιακών διακρίσεων | Σελ. 371 |
ii. Τα συμφέροντα των μελών του δικτύου, των ανεξαρτήτων εμπόρων και των καταναλωτών | Σελ. 373 |
iii. Οι κάθετοι περιορισμοί μεταξύ προστασίας του ενδοδικτυακού ανταγωνισμού των διανομέων και του ανταγωνισμού μεταξύ προμηθευτών | Σελ. 374 |
Β. Ο Κανονισμός 330/2010 της Επιτροπής (Kανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορίες) | Σελ. 375 |
1. Ισχύον κανονιστικό πλαίσιο | Σελ. 375 |
i. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 378 |
α. Συμφωνίες εκτός πεδίου εφαρμογής | Σελ. 378 |
β. Συμφωνίες εντός πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού 330/2010 | Σελ. 382 |
ii. Εξαιρούμενες συμφωνίες | Σελ. 383 |
iii. Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας | Σελ. 385 |
iv. Περιορισμοί ιδιαίτερης σοβαρότητας | Σελ. 386 |
α. Καθορισμός τιμών μεταπώλησης | Σελ. 387 |
β. Περιορισμός πωλήσεων στον συμβαλλόμενο αγοραστή | Σελ. 390 |
γ. Περιορισμός πωλήσεων στον τελικό χρήστη στο πλαίσιο δικτύου επιλεκτικής διανομής | Σελ. 393 |
δ. Περιορισμός αμοιβαίων προμηθειών στο πλαίσιο συστήματος επιλεκτικής διανομής | Σελ. 393 |
ε. Περιορισμός απευθείας προμήθειας ανταλλακτικών | Σελ. 394 |
v. Ειδικές περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρών και άλλων περιορισμών | Σελ. 394 |
Έλεγχος παραγραφοποίησης και ενημέρωση περιεχομένων | Σελ. 396 |
2. Ειδικές περιπτώσεις περιορισμών για πωλήσεις και συναλλαγές μέσω διαδικτύου | Σελ. 396 |
Α. Η ρήτρα MFN και η επίδρασή της στον ανταγωνισμό | Σελ. 397 |
Περίπτωση δεύτερη: Περιορισμοί σε πωλήσεις προϊόντων επιλεκτικής διανομής από διαδικτυακές πλατφόρμες τρίτων | Σελ. 421 |
3. Ατομική αξιολόγηση κάθετων περιορισμών | Σελ. 440 |
i. Εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ | Σελ. 440 |
ii. Εφαρμογή του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ | Σελ. 442 |
iii. Συγκεκριμένες περιπτώσεις κάθετων περιορισμών | Σελ. 444 |
α. Προώθηση συγκεκριμένου σήματος | Σελ. 444 |
β. Αποκλειστική διανομή | Σελ. 445 |
γ. Αποκλειστική παραχώρηση πελατείας | Σελ. 446 |
δ. Επιλεκτική διανομή | Σελ. 446 |
ε. Δικαιόχρηση | Σελ. 448 |
στ. Αποκλειστική Προμήθεια | Σελ. 449 |
ζ. Δεσμευμένη Πώληση | Σελ. 450 |
iv. Περιπτωσιολογία αντιμετώπισης κάθετων περιορισμών στην ενωσιακή διοικητική πρακτική | Σελ. 450 |
α. Πρόσφατες αποφάσεις αναφορικά με τον καθορισμό τιμών μεταπώλησης | Σελ. 451 |
β. Πρόσφατες αποφάσεις αναφορικά με δίκτυα διανομής & περιορισμούς διαδικτυακών και διασυνοριακών πωλήσεων | Σελ. 452 |
v. Περιπτωσιολογία αντιμετώπισης κάθετων περιορισμών στην ελληνική διοικητική πρακτική | Σελ. 455 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ | |
Ι. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης - Γενικό μέρος | |
§13 Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Ιστορικές, θεωρητικές βάσεις και αντικείμενο προστασίας των άρθρων 2 του Ν 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ | Σελ. 475 |
1. Κανόνες ανταγωνισμού και εσωτερική αγορά | Σελ. 475 |
2. Αντικείμενο προστασίας και πλαίσιο ανάλυσης | Σελ. 476 |
3. Νέα οικονομική ανάλυση και άρθρο 102 ΣΛΕΕ – η Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων της Επιτροπής | Σελ. 480 |
4. Η αντιμετώπιση της Ανακοίνωσης Προτεραιοτήτων από την ενωσιακή νομολογία – Η νομολογία Intel | Σελ. 485 |
Β. Τα στοιχεία του κανόνα δικαίου των άρθρων 102 ΣΛΕΕ και 2 του Ν 3959/2011 | Σελ. 493 |
1. Κείμενο - Γενικά | Σελ. 493 |
2. Υπεροχή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ έναντι του άρθρου 2 του Ν 3959/2011 | Σελ. 494 |
3. Έννοια της επιχείρησης | Σελ. 496 |
4. Δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή μέρος της ελληνικής ή της εσωτερικής αγοράς | Σελ. 497 |
5. Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των Κρατών Μελών | Σελ. 498 |
6. Δεσπόζουσα θέση και κατάχρηση - περιληπτικά | Σελ. 500 |
Γ. Ορισμός αγοράς | Σελ. 501 |
1. Εισαγωγικά | Σελ. 501 |
2. Σχετική αγορά προϊόντων | Σελ. 502 |
3. Σχετική γεωγραφική αγορά | Σελ. 505 |
Δ. Δεσπόζουσα θέση | Σελ. 506 |
1. Ορισμός και θεμελίωση της δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 506 |
2. Κριτήρια θεμελίωσης της δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 509 |
i. Μερίδια αγοράς | Σελ. 510 |
ii. Περιπτωσιολογία | Σελ. 513 |
iii. Φραγμοί εισόδου/επέκτασης | Σελ. 516 |
iv. Αντισταθμιστική ισχύς πελατών (buyer power) | Σελ. 522 |
3. Υπερδεσπόζουσα θέση | Σελ. 523 |
4. Συλλογική δεσπόζουσα θέση | Σελ. 524 |
i. Απαρχές και εξέλιξη της νομολογίας περί συλλογικής δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 524 |
ii. Η νομολογία ειδικά σε περιπτώσεις κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 527 |
5. Οι Μεταγορές | Σελ. 530 |
i. Ορισμός | Σελ. 530 |
ii. Οι κίνδυνοι για τον ανταγωνισμό | Σελ. 530 |
iii. Οφέλη για τους καταναλωτές | Σελ. 531 |
iv. Ορισμός αγορών και θεμελίωση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 532 |
Ε. Η έννοια της κατάχρησης - Γενικές αρχές | Σελ. 534 |
1. Το γράμμα του νόμου και ο μη εξαντλητικός κατάλογος των καταχρηστικών πρακτικών | Σελ. 534 |
i. Περίπτωση α) | Σελ. 535 |
ii. Περίπτωση β) | Σελ. 535 |
iii. Περίπτωση γ) | Σελ. 536 |
iv. Περίπτωση δ) | Σελ. 537 |
2. Διαφορές μεταξύ της ενωσιακής και της εθνικής διάταξης | Σελ. 538 |
3. Κατάχρηση - ειδική έννοια στο δίκαιο ανταγωνισμού | Σελ. 540 |
4. Η «ιδιαίτερη» ευθύνη της δεσπόζουσας επιχείρησης | Σελ. 540 |
5. Έννοια της κατάχρησης - Περιορισμός του ανταγωνισμού | Σελ. 542 |
6. Αντιανταγωνιστικές επιπτώσεις | Σελ. 544 |
7. Υπαιτιότητα - πρόθεση | Σελ. 546 |
8. Νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο | Σελ. 548 |
9. Αντικειμενικοί δικαιολογητικοί λόγοι | Σελ. 549 |
i. Γενικά | Σελ. 549 |
ii. Περιπτωσιολογία | Σελ. 551 |
iii. Η επελθούσα συστηματοποίηση με την Ανακοίνωση προτεραιοτήτων και τη νεότερη νομολογία | Σελ. 555 |
10. Σωρευτική εφαρμογή με τις διατάξεις περί συμπράξεων | Σελ. 559 |
11. Κατηγοριοποιήσεις καταχρήσεων | Σελ. 561 |
ΙΙ. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης - Ειδικό μέρος | |
§14α Καταχρήσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα: άρνηση προμήθειας, tying/bundling, κατάχρηση δικονομικών δικαιωμάτων, κανονιστικών και διοικητικών διαδικασιών | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγή | Σελ. 567 |
Β. Άρνηση προμήθειας | Σελ. 568 |
1. Εξαίρεση από την γενική αρχή | Σελ. 568 |
2. Όρια στην παρέμβαση του δικαίου ανταγωνισμού | Σελ. 570 |
3. Το απαιτούμενο μέτρο για την παρέμβαση των κανόνων του ανταγωνισμού γενικά | Σελ. 571 |
i. Αντικειμενική αναγκαιότητα της εισροής | Σελ. 578 |
ii. Εξάλειψη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού | Σελ. 581 |
iii. Πρόκληση ζημίας στους καταναλωτές | Σελ. 585 |
iv. Αντικειμενικοί δικαιολογητικοί λόγοι | Σελ. 587 |
4. Διακοπή συναλλακτικών σχέσεων με σκοπό εξοβελισμού | Σελ. 589 |
5. Άρνηση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης άυλων αγαθών | Σελ. 591 |
i. Το κριτήριο του «νέου προϊόντος» | Σελ. 593 |
ii. Το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρων για καινοτομία | Σελ. 596 |
iii. Η θέση της Ανακοίνωσης προτεραιοτήτων της Επιτροπής | Σελ. 600 |
iv. Συμπεράσματα: η ανάγκη εφαρμογής ενός συνολικού πλαισίου βασισμένου στη «θεωρία της απόφασης» (decision theory) | Σελ. 600 |
Γ. Συνδεδεμένες-συζευγμένες (tying) και ομαδικές πωλήσεις (bundling) | Σελ. 603 |
1. Αντιανταγωνιστική φύση | Σελ. 603 |
2. Γενική Προσέγγιση | Σελ. 604 |
i. Το κριτήριο των ξεχωριστών προϊόντων | Σελ. 616 |
ii. Καταναγκασμός | Σελ. 622 |
iii. Αντιανταγωνιστικός αποκλεισμός | Σελ. 625 |
iv. Καταναλωτική ζημία | Σελ. 632 |
v. Ένα πρόσφατο παράδειγμα: η υπόθ. Google | Σελ. 638 |
Δ. Καταχρηστική άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων | Σελ. 644 |
Ε. Κατάχρηση κανονιστικών και διοικητικών διαδικασιών | Σελ. 648 |
ΣΤ. Αντι-ανταγωνιστική χρήση απαγορευτικών δικαστικών διατάξεων | Σελ. 650 |
(i) Εισαγωγικές Παρατηρήσεις | Σελ. 651 |
(ii) Η ουσία των «ουσιωδών για τη λειτουργία τεχνικού προτύπου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» (standard essential patents – SEPs) | Σελ. 654 |
(iii) Η άνοδος των Εταιρειών Διεκδίκησης Ευρεσιτεχνιών (Patent Assertion Entities) και οι SEPs | Σελ. 657 |
(iv) Ο «πόλεμος» των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έξυπνων κινητών τηλεφώνων (“smartphone patent wars”) | Σελ. 661 |
(v) Πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός: απαιτήσεις ως προς το τι πρέπει να αποδειχθεί για την παραδοχή παρεμποδιστικής κατάχρησης | Σελ. 667 |
(vi) Η επιδίωξη έκδοσης απαγορευτικής διάταξης ως αντιανταγωνιστική συμπεριφορά | Σελ. 668 |
Z. Συμπερασματικές θεωρητικές σημειώσεις | Σελ. 701 |
1. Μονομερείς καταχρηστικές συμπεριφορές | Σελ. 704 |
2. Καταναγκαστική κατάχρηση | Σελ. 707 |
3. Ειδικές συνθήκες αγοράς/προϊόντος | Σελ. 708 |
ΙΙ. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης - Ειδικό μέρος | |
§14β Καταχρήσεις μη τιμολογιακού χαρακτήρα: πρακτικές αποκλειστικότητας, παρεμπόδιση παράλληλου εμπορίου, δομική κατάχρηση, διακριτική μεταχείριση, άλλες παρεμποδιστικές και εκμεταλλευτικές πρακτικές μη τιμολογιακού χαρακτήρα | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Πρακτικές αποκλειστικότητας | Σελ. 713 |
1. Η αντιανταγωνιστική βλάβη που προκαλούν οι πρακτικές αποκλειστικότητας | Σελ. 713 |
2. Ανάλυση βάσει επιπτώσεων και πρακτικές αποκλειστικότητας | Σελ. 715 |
3. Περιπτωσιολογία | Σελ. 719 |
4. Αντικειμενικοί δικαιολογητικοί λόγοι | Σελ. 726 |
Β. Πρακτικές παρεμπόδισης παραλλήλου εμπορίου | Σελ. 729 |
1. Ο τομέας του φαρμάκου - μια ελληνική ιδιαιτερότητα | Σελ. 729 |
2. Η υπόθεση ΣΥΦΑΙΤ/Λέλος | Σελ. 730 |
3. Άλλες υποθέσεις παρακώλυσης παράλληλου εμπορίου | Σελ. 737 |
Γ. Δομική κατάχρηση | Σελ. 741 |
Δ. Διακριτική μεταχείριση | Σελ. 744 |
1. Οι γενικές προϋποθέσεις | Σελ. 744 |
2. Παρεμποδιστική συμπεριφορά ως διακριτική μεταχείριση – «self-preferencing» | Σελ. 746 |
3. Απουσία παρεμποδιστικού στοιχείου | Σελ. 751 |
Ε. Άλλες παρεμποδιστικές πρακτικές μη τιμολογιακής φύσεως | Σελ. 752 |
ΣΤ. Εκμεταλλευτικές πρακτικές μη τιμολογιακής φύσεως | Σελ. 754 |
§15 Καταχρήσεις τιμολογιακού χαρακτήρα | |
Ελληνική Βιβλιογραφία | |
Ξένη Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 764 |
Β. Επιθετική τιμολόγηση | Σελ. 765 |
1. Γενικά | Σελ. 765 |
2. Ως προς την ορθολογικότητα της επιθετικής τιμολόγησης | Σελ. 766 |
i. Η σκεπτικιστική θέση ως προς την αναγκαιότητα ρύθμισης του φαινομένου | Σελ. 766 |
ii. Σύγχρονες στρατηγικές θεωρίες | Σελ. 767 |
iii. Η κρατούσα θέση | Σελ. 768 |
3. Η θέση στην αμερικανική θεωρία και νομολογία | Σελ. 769 |
i. Το τεστ των Areeda και Turner | Σελ. 769 |
ii. Η απόφαση Brooke Group | Σελ. 772 |
4. Η επιθετική τιμολόγηση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Σελ. 773 |
i. Η απόφαση ΑΚΖΟ και μεταγενέστερη νομολογία | Σελ. 773 |
ii. Σχετικά με τον per se χαρακτήρα της παράβασης στην πώληση κάτω του ΜΜΚ | Σελ. 776 |
iii. Ως προς το στοιχείο του σκοπού εκτόπισης του ανταγωνιστή | Σελ. 777 |
iv. Σχετικά με το ζήτημα της ανάκτησης των απωλειών | Σελ. 779 |
5. Η αντιμετώπιση των πωλήσεων κάτω του κόστους στην Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 782 |
i. Η υιοθέτηση του κριτηρίου της «θυσίας» | Σελ. 782 |
ii. Το κατάλληλο μέτρο κόστους | Σελ. 783 |
iii. Η δυνατότητα αντικειμενικής αιτιολόγησης | Σελ. 784 |
6. Η Απόφαση της Επιτροπής Qualcom | Σελ. 785 |
7. Η επιθετική τιμολόγηση στο εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού | Σελ. 785 |
Γ. Καταχρηστική εκπτωτική πολιτική | Σελ. 786 |
1. Γενικά | Σελ. 786 |
2. Τα είδη των εκπτώσεων | Σελ. 787 |
i. Εκπτώσεις ποσοτήτων ή όγκου (volume rebates) | Σελ. 787 |
ii. Εκπτώσεις (και άλλες παροχές) πίστης (loyalty rebates/bonuses) | Σελ. 788 |
iii. Εκπτώσεις στόχου (target rebates) - de facto εκπτώσεις πίστης | Σελ. 788 |
3. Η ρύθμιση της καταχρηστικής εκπτωτικής πολιτικής στην ενωσιακή νομολογία: Από τη “Hoffmann-La Roche” στις “Michelin” και “British Airways” | Σελ. 789 |
4. Η νέα προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι προοπτικές της | Σελ. 794 |
5. Η στάση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη δημοσίευση της Ανακοίνωσης | Σελ. 800 |
6. Η καταχρηστική εκπτωτική πολιτική στο ελληνικό δίκαιο ανταγωνισμού | Σελ. 803 |
Δ. Διακριτική Τιμολόγηση | Σελ. 816 |
1. Γενικά | Σελ. 816 |
2. Οι επιπτώσεις της διακριτικής τιμολόγησης στην ευημερία του καταναλωτή | Σελ. 818 |
3. Η ρύθμιση της διακριτικής τιμολόγησης στο ενωσιακό δίκαιο | Σελ. 821 |
i. Πεδίο εφαρμογής | Σελ. 821 |
ii. Άνισοι όροι επί ισοδυνάμων παροχών | Σελ. 822 |
iii. Ανταγωνιστικό μειονέκτημα | Σελ. 826 |
iv. Αντικειμενική δικαιολογία | Σελ. 829 |
4. Επιλεκτική μείωση τιμών | Σελ. 830 |
5. Η διακριτική τιμολόγηση στο ελληνικό δίκαιο ανταγωνισμού | Σελ. 832 |
Ε. Συμπίεση περιθωρίου (margin squeeze) | Σελ. 835 |
1. Γενικά | Σελ. 835 |
2. Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και η πρακτική της Ευρ. Επιτροπής | Σελ. 837 |
3. Η σχετική εθνική νομολογία | Σελ. 840 |
ΣΤ. Υπερβολική Τιμολόγηση | Σελ. 841 |
1. Γενικά | Σελ. 841 |
2. Εγγενείς δυσκολίες και συστηματικά επιχειρήματα υπέρ και κατά του ελέγχου | Σελ. 841 |
3. Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και η πρακτική της Ευρ. Επιτροπής | Σελ. 846 |
i. Ο κανόνας της United Brands | Σελ. 846 |
ii. Η εφαρμογή του κανόνα της United Brands σε επόμενες αποφάσεις | Σελ. 847 |
iii. Η απόφαση AKKA/ LAA | Σελ. 850 |
iv. Πρόσφατες υποθέσεις καταχρηστικής υπερτιμολόγησης. Μεταβολή στις τάσεις; | Σελ. 852 |
5. Η υπερβολική τιμολόγηση στο εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού | Σελ. 855 |
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ | |
§16 Κρατικοί περιορισμοί | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Το ζήτημα | Σελ. 861 |
Β. Από τη νομολογία ΙΝΝΟ/ΑΤΑΒ και van Eycke/ASPA στην απόφ. CIF | Σελ. 862 |
Γ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 106 παρ. 1 ΣΛΕΕ | Σελ. 865 |
1. Έννοια «κρατικών μέτρων» | Σελ. 867 |
2. Έννοια «δημόσιας επιχείρησης» | Σελ. 870 |
3. Έννοια «επιχείρησης ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων» | Σελ. 871 |
4. Σύνδεση «μέτρου» και «επιχείρησης» | Σελ. 874 |
Δ. Συνδυασμένη εφαρμογή άρθρου 106 παρ. 1 ΣΛΕΕ και κανόνων ανταγωνισμού | Σελ. 875 |
1. Συνδυασμένη εφαρμογή άρθρων 106 και 101 ΣΛΕΕ | Σελ. 876 |
2. Συνδυασμένη εφαρμογή άρθρων 106 και 102 ΣΛΕΕ | Σελ. 876 |
i. Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 877 |
ii. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 878 |
iii. Δυνητική κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 879 |
iv. Αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 883 |
Ε. Ευθύνη των επιχειρήσεων | Σελ. 886 |
3. ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ | |
§17 Συγκεντρώσεις επιχειρήσεων | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγή | Σελ. 891 |
Β. Δικαιοδοσία | Σελ. 893 |
1. Η Έννοια της «Συγκέντρωσης επιχειρήσεων» (Συγχωνεύσεις - Εξαγορές - Κοινές επιχειρήσεις) | Σελ. 893 |
i. Συγχωνεύσεις | Σελ. 894 |
ii. Απόκτηση ελέγχου - εξαγορές | Σελ. 894 |
α. Η έννοια του ελέγχου | Σελ. 895 |
β. Πρόσωπο ή επιχείρηση που αποκτά τον έλεγχο (άμεσος ή έμμεσος έλεγχος) | Σελ. 895 |
γ. Μέσα άσκησης του ελέγχου | Σελ. 896 |
δ. Αντικείμενο του ελέγχου | Σελ. 896 |
ε. Αποκλειστικός έλεγχος | Σελ. 897 |
στ. Κοινός έλεγχος | Σελ. 899 |
ζ. Μεταβολές στην ποιότητα του ελέγχου | Σελ. 902 |
στ. Αλληλένδετες πράξεις | Σελ. 902 |
iii. Κοινές επιχειρήσεις με πλήρη λειτουργικά αυτονομία (full-function joint ventures) | Σελ. 903 |
α. Η έννοια της λειτουργικής αυτονομίας | Σελ. 904 |
β. Λειτουργία σε μόνιμη βάση | Σελ. 906 |
2. Δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και δικαιοδοσία Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 906 |
i. Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού | Σελ. 906 |
ii. Συγκεντρώσεις με κοινοτική διάσταση (υποκείμενες σε προληπτικό έλεγχο με γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή) | Σελ. 907 |
iii. Συγκεντρώσεις που υπόκεινται σε προηγούμενη γνωστοποίηση στην Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού (προληπτικός έλεγχος) | Σελ. 909 |
iv. Έννοια της συμμετέχουσας επιχείρησης | Σελ. 910 |
v. Υπολογισμός του κύκλου εργασιών | Σελ. 912 |
α. Έσοδα από συνήθεις δραστηριότητες | Σελ. 913 |
β. Εξαγορά τμήματος επιχείρησης και εξαγορά εντός διετούς περιόδου | Σελ. 914 |
γ. Γεωγραφική κατανομή κύκλου εργασιών | Σελ. 915 |
δ. Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες και λοιπά χρηματοοικονομικά ιδρύματα | Σελ. 916 |
vi. Προσδιορισμός των επιχειρήσεων των οποίων συνυπολογίζεται ο κύκλος εργασιών - έννοια του ομίλου | Σελ. 917 |
3. Σύστημα αμοιβαίων παραπομπών | Σελ. 919 |
i. Ανακατανομή της δικαιοδοσίας πριν τη γνωστοποίηση | Σελ. 919 |
α. Παραπομπές του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Εθνικές Επιτροπές Ανταγωνισμού, κατόπιν αιτήσεως των μερών | Σελ. 920 |
β. Παραπομπές του άρθρου 4 παρ. 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως των μερών | Σελ. 922 |
ii. Ανακατανομή της δικαιοδοσίας μετά τη γνωστοποίηση | Σελ. 924 |
α. Παραπομπές από την Επιτροπή προς τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 | Σελ. 924 |
β. Παραπομπές από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 22 του Κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 | Σελ. 926 |
Γ. Ουσιαστική αξιολόγηση συγκεντρώσεων | Σελ. 928 |
1. Εισαγωγή - Ιστορική αναδρομή | Σελ. 928 |
i. Κανονισμός 4064/89 και Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 για τον προληπτικό έλεγχο των συγκεντρώσεων | Σελ. 928 |
2. Σημαντική παρακώληση αποτελεσματικού ανταγωνισμού (SIEC test) | Σελ. 932 |
3. Οριζόντιες συγκεντρώσεις | Σελ. 933 |
i. Επιπτώσεις μη συντονισμένης συμπεριφοράς | Σελ. 934 |
α. Μερίδια Αγοράς και θέση ανταγωνιστών | Σελ. 936 |
β. Εγγύτητα Ανταγωνιστών | Σελ. 942 |
γ. Εναλλακτικές Επιλογές Καταναλωτών | Σελ. 943 |
δ. Παρεμπόδιση Επέκτασης Ανταγωνιστών | Σελ. 943 |
ε. Εξάλειψη Σημαντικής Ανταγωνιστικής Δύναμης | Σελ. 943 |
στ. Αύξηση Προσφοράς Ανταγωνιστών | Σελ. 944 |
ζ. Επανατοποθέτηση Ανταγωνιστών Στην Αγορά | Σελ. 944 |
ii. Επιπτώσεις συντονισμένης συμπεριφοράς | Σελ. 945 |
α. Η Ανάπτυξη των Κριτηρίων | Σελ. 949 |
αα. Βαθμός Συγκέντρωσης | Σελ. 950 |
ββ. Εμπόδια Εισόδου στην Αγορά | Σελ. 951 |
γγ. Ομοιογένεια Προϊόντος | Σελ. 952 |
δδ. Ελαστικότητα Ζήτησης | Σελ. 953 |
στστ. Σταθερότητα στην Αγορά και Τεχνολογικά Ώριμες Αγορές | Σελ. 954 |
ζζ. Προηγούμενη Πρακτική Εταιρειών | Σελ. 954 |
ηη. Eπαφές σε Πολλαπλές Αγορές | Σελ. 954 |
θθ. Συνδετικοί Κρίκοι Μεταξύ Εταιριών | Σελ. 955 |
β. Ο «Μαγικός Κανόνας» | Σελ. 955 |
αα. Διαφάνεια Αγοράς | Σελ. 957 |
ββ. Αποτρεπτικοί μηχανισμοί | Σελ. 957 |
γγ. Αντιδράσεις από Ανταγωνιστές ή/και καταναλωτές | Σελ. 958 |
4. Κάθετες συγκεντρώσεις | Σελ. 961 |
5. Συγκεντρώσεις ετερογενών δραστηριοτήτων | Σελ. 968 |
6. Λοιποί παράγοντες | Σελ. 971 |
i. Δυνητικός ανταγωνισμός | Σελ. 971 |
ii. Αποτελεσματικότητες Συγκεντρώσεων - Συνέργειες | Σελ. 976 |
iii. Εμπόδια Εισόδου | Σελ. 979 |
iv. Προβληματικές Επιχειρήσεις | Σελ. 981 |
v. Δυναμική Αγοράς | Σελ. 983 |
vi. Αντισταθμιστική Ισχύς Πελατών | Σελ. 983 |
6. Συγκεντρώσεις σε αγορές τεχνολογίας, καινοτομίας, έρευνας & ανάπτυξης | Σελ. 986 |
α. Πρόσφατες αποφάσεις στον φαρμακευτικό κλάδο | Σελ. 987 |
β. Dow/DuPont | Σελ. 988 |
i. Πρόσβαση και διαχείριση πληροφορίας και μαζικών δεδομένων | Σελ. 989 |
α. Apple/Shazam | Σελ. 990 |
β. Facebook/WhatsApp | Σελ. 991 |
γ. Microsoft/LinkedIn | Σελ. 992 |
Δ. Διαδικασία | Σελ. 993 |
1. Διαδικασία ενώπιον Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ν 3959/2011) | Σελ. 993 |
i. Υποχρέωση προς γνωστοποίηση | Σελ. 993 |
ii. Διατυπώσεις γνωστοποίησης | Σελ. 995 |
α. Έντυπο Πλήρους Γνωστοποίησης | Σελ. 995 |
β. Έντυπο Συνοπτικής Γνωστοποίησης | Σελ. 997 |
iii. Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης | Σελ. 998 |
α. Υποχρέωση αναστολής | Σελ. 998 |
β. Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής | Σελ. 1000 |
iv. Προκαταρκτική Έρευνα (1η Φάση) | Σελ. 1002 |
v. Διαδικασία πλήρους διερεύνησης (2η Φάση) | Σελ. 1003 |
2. Διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 | Σελ. 1007 |
i. Υποχρέωση προς γνωστοποίηση | Σελ. 1007 |
ii. Διατυπώσεις γνωστοποίησης - Έντυπο CO | Σελ. 1009 |
iii. Απλουστευμένη διαδικασία - Σύντομο Έντυπο | Σελ. 1010 |
iv. Αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης | Σελ. 1011 |
v. Αρχική Έρευνα 1ης Φάσης (Phase I) | Σελ. 1014 |
vi. Σε βάθος έρευνα - Διερεύνηση 2ης Φάσης (Phase IΙ) | Σελ. 1016 |
Ε. Δεσμεύσεις - Διορθωτικά μέτρα | Σελ. 1020 |
1. Γενικές αρχές και ουσιαστικές προϋποθέσεις αποδεκτού των προτεινόμενων δεσμεύσεων | Σελ. 1020 |
2. Διαδικαστικές προϋποθέσεις αποδεκτού των προτεινόμενων δεσμεύσεων | Σελ. 1031 |
i. Χρόνος υποβολής δεσμεύσεων | Σελ. 1031 |
ii. Τρόπος υποβολής δεσμεύσεων | Σελ. 1031 |
iii. Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης | Σελ. 1032 |
ΣΤ. Δικαστικός έλεγχος | Σελ. 1033 |
1. Δικαστικός έλεγχος αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κανονισμός 139/2004) | Σελ. 1033 |
i. Διαδικασίες | Σελ. 1033 |
ii. Λόγοι προσφυγής και ένταση δικαστικού ελέγχου | Σελ. 1035 |
iii. Συνέπειες της ακύρωσης απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής | Σελ. 1037 |
2. Δικαστικός έλεγχος αποφάσεων της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ν 3959/2011) | Σελ. 1037 |
i. Διαδικασίες | Σελ. 1037 |
ii. Συνέπειες της ακύρωσης απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 1038 |
Ζ. Ο έλεγχος συγκεντρώσεων επιχειρήσεων ΜΜΕ (Άρθρο 3 Ν 3592/2007) από την ελληνική επιτροπή ανταγωνισμού | Σελ. 1039 |
ΜΕΡΟΣ ΙI | |
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ | |
§18 Η Επιτροπή Ανταγωνισμού: οργάνωση, διαδικασία, δικαστικός έλεγχος | |
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία | |
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Εισαγωγή | Σελ. 1052 |
Α. Τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 1052 |
1. Η φύση και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 1055 |
2. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα μέσα δράσης της και οι σχέσεις της με τις άλλες δημόσιες αρχές | Σελ. 1064 |
i. Τα επί μέρους πεδία αρμοδιοτήτων της ΕΑ | Σελ. 1065 |
ii. Τα μέσα δράσης της ΕΑ | Σελ. 1070 |
iii. Σχέσεις της ΕΑ με άλλες αρχές - μορφές συνεργασίας | Σελ. 1074 |
α. Σχέσεις - κατανομή αρμοδιοτήτων | Σελ. 1074 |
β. Μορφές συνεργασίας | Σελ. 1078 |
3. Η οργανωτική συγκρότηση και δομή της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 1081 |
Β. Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού | Σελ. 1087 |
1. Διαδικαστικοί κανόνες γενικότερης εφαρμογής | Σελ. 1088 |
i. Ο «δικοφανής» χαρακτήρας της διαδικασίας και η περάτωσή της σε εύλογο χρόνο | Σελ. 1088 |
α. Τα δικοφανή χαρακτηριστικά της διαδικασίας | Σελ. 1088 |
β. Η ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας | Σελ. 1093 |
ii. Τα στάδια της διαδικασίας | Σελ. 1096 |
α. Η ελεγκτική φάση | Σελ. 1097 |
αα. η κίνηση της ελεγκτικής φάσης | Σελ. 1097 |
ββ. Η γενική εξουσία συλλογής πληροφοριών | Σελ. 1100 |
γγ. Η άσκηση αμιγώς ελεγκτικών εξουσιών | Σελ. 1103 |
δδ. Κλαδικές έρευνες | Σελ. 1107 |
εε. Τα όρια χρήσης των συλλεγόμενων πληροφοριών - υποχρέωση εχεμύθειας | Σελ. 1108 |
β. Το στάδιο της εισήγησης και της ακροαματικής διαδικασίας | Σελ. 1113 |
αα. Η εισήγηση | Σελ. 1113 |
ββ. Η ακροαματική διαδικασία | Σελ. 1114 |
γγ. Η διάσκεψη | Σελ. 1118 |
γ. Τα χαρακτηριστικά της απόφασης της ΕΑ | Σελ. 1119 |
2. Ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες για τον ex post έλεγχο αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών | Σελ. 1124 |
i. Καταγγελία για αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές | Σελ. 1124 |
ii. Ασφαλιστικά μέτρα για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 1126 |
iii. Πρόγραμμα επιείκειας για τους συμμετέχοντες σε καρτελικές συμπράξεις | Σελ. 1130 |
iv. Διαδικασία διευθέτησης διαφορών | Σελ. 1135 |
v. Η ανάληψη δεσμεύσεων για πιθανολογούμενη σύμπραξη ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης | Σελ. 1141 |
vi. Τα επιβαλλόμενα μέτρα σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης | Σελ. 1145 |
α. Τα μέτρα μη χρηματικού χαρακτήρα | Σελ. 1147 |
β. Τα πρόστιμα | Σελ. 1151 |
γ. Οριοθέτηση της εξουσίας της ΕΑ κατά την επιλογή των επιβαλλόμενων μέτρων | Σελ. 1160 |
δ. Ο θεσμός της παραγραφής | Σελ. 1166 |
3. Ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες για τον ex ante έλεγχο των συγκεντρώσεων | Σελ. 1170 |
i. Οι φάσεις της διαδικασίας εξέτασης μίας συγκέντρωσης | Σελ. 1171 |
α. Η γνωστοποίηση | Σελ. 1171 |
β. Η πρώτη φάση: αρχική εξέταση της συγκέντρωσης | Σελ. 1173 |
γ. Η δεύτερη φάση: πλήρης διερεύνηση της συγκέντρωσης | Σελ. 1176 |
ii. Οι παραβάσεις αναφορικά με το δημόσιο έλεγχο των συγκεντρώσεων και η αντιμετώπισή τους | Σελ. 1181 |
α. Παράλειψη γνωστοποίησης | Σελ. 1181 |
β. Παράλειψη της υποχρέωσης αναστολής της συγκέντρωσης | Σελ. 1183 |
γ. Μη τήρηση των ανειλημμένων δεσμεύσεων | Σελ. 1184 |
δ. Λύση παρανόμως πραγματοποιηθείσας συγκέντρωσης | Σελ. 1185 |
iii. Η αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων | Σελ. 1187 |
α. Προσωρινά μέτρα | Σελ. 1187 |
β. Παρέκκλιση από την αναστολή πραγματοποίησης της συγκέντρωσης | Σελ. 1188 |
Γ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού ενώπιον της Δικαιοσύνης | Σελ. 1191 |
1. Η σχέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τη Δικαιοσύνη - γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 1191 |
i. Η ΕΑ ως συμμετέχουσα στη δικαστική προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 1191 |
ii. Η ΕΑ ως ελεγχόμενη από την Ελληνική Δικαιοσύνη | Σελ. 1191 |
2. Ο έλεγχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού από τα διοικητικά δικαστήρια | Σελ. 1195 |
i. Ευθεία προσβολή κανονιστικών πράξεων της ΕΑ | Σελ. 1195 |
ii. Προσφυγή κατά ατομικών αποφάσεων της ΕΑ | Σελ. 1198 |
α. Παραδεκτό - διαδικασία | Σελ. 1198 |
β. Έκταση δικαστικού ελέγχου | Σελ. 1202 |
γ. Προσωρινή δικαστική προστασία | Σελ. 1206 |
δ. Ένδικα μέσα | Σελ. 1209 |
iii. Ένδικη προστασία κατά της εκτέλεσης των προστίμων που επιβάλει η ΕΑ | Σελ. 1211 |
iv. Αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη της ΕΑ | Σελ. 1212 |
§19 Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού | |
Ελληνική Βιβλιογραφία | |
Αλλοδαπή Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Εισαγωγή | Σελ. 1220 |
Α. Δέσμευση δυνάμει του άρθρου 35 παρ. 1 Ν 3959/2011 | Σελ. 1221 |
1. Η φύση των υπό κρίση διαφορών | Σελ. 1222 |
2. Δεδικασμένο πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων | Σελ. 1225 |
3. Δεδικασμένο αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων | Σελ. 1226 |
Β. Δεσμευτικότητα δυνάμει του άρθρου 9 Ν 4529/2018 (ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/104/ΕΕ περί αγωγών αποζημίωσης) | Σελ. 1229 |
1. Ιστορική Εξέλιξη της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ | Σελ. 1232 |
i. Πράσινη Βίβλος/Λευκή Βίβλος/Πρόταση Οδηγίας | Σελ. 1232 |
ii. Οδηγία 2014/104/ΕΕ | Σελ. 1235 |
2. Συγκριτικό Δίκαιο | Σελ. 1238 |
i. Γερμανική ρύθμιση | Σελ. 1238 |
ii. Αγγλική Ρύθμιση | Σελ. 1243 |
iii. Γαλλική ρύθμιση | Σελ. 1248 |
iv. Ιταλική ρύθμιση | Σελ. 1249 |
v. Ολλανδική ρύθμιση | Σελ. 1253 |
vi. Ισπανική Ρύθμιση | Σελ. 1254 |
3. Δεσμευτικότητα αποφάσεων Αρχών Ανταγωνισμού | Σελ. 1254 |
i. Δεσμευτικότητα αποφάσεων της ΕΕ | Σελ. 1254 |
ii. Δέσμευση αποφάσεων EA/EETT | Σελ. 1257 |
iii. Πεδίο εφαρμογής (υποκειμενικό και αντικειμενικό) | Σελ. 1261 |
4. Δεσμευτικότητα αποφάσεων Αλλοδαπών Αρχών Ανταγωνισμού | Σελ. 1266 |
Γ. Υποβολή παρατηρήσεων από την Επιτροπή/ εθνική αρχή ανταγωνισμού ως amicus curiae | Σελ. 1269 |
Δ. Δεσμευτικότητα αποφάσεων της ΕΑ στα ποινικά δικαστήρια | Σελ. 1270 |
Συμπεράσματα | Σελ. 1271 |
§20 Εφαρμογή του ενωσιακού και ελληνικού δικαίου ανταγωνισμού από διαιτητικά όργανα | |
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία | |
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγικά | Σελ. 1276 |
Β. Σύγχρονο δίκαιο ανταγωνισμού και διαιτησία | Σελ. 1277 |
1. Από την καχυποψία στην αποδοχή | Σελ. 1277 |
2. Τρόπος εμφάνισης των ζητημάτων ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διαιτησίας | Σελ. 1280 |
3. Η αρχή της αυτονομίας της διαιτητικής ρήτρας | Σελ. 1286 |
4. Το διαιτητεύσιμο των κανόνων του ανταγωνισμού | Σελ. 1287 |
i. Η φύση των κανόνων του ανταγωνισμού | Σελ. 1287 |
ii. Συγκριτική θεώρηση των κανόνων περί διαιτητεύσιμου | Σελ. 1288 |
iii. Το διαιτητεύσιμο στο ελληνικό δίκαιο | Σελ. 1291 |
Γ. Το δίκαιο ανταγωνισμού ως εφαρμοστέο δίκαιο ενώπιον των διαιτητών | Σελ. 1294 |
1. Το δίκαιο ανταγωνισμού ως εφαρμοστέο δίκαιο σε διασυνοριακές διαφορές - Γενικές παρατηρήσεις Ι.Δ.Δ. | Σελ. 1294 |
2. Οι ιδιαιτερότητες της διεθνούς διαιτησίας | Σελ. 1297 |
Δ. Σχέσεις διαιτητικών οργάνων - Ευρωπαϊκής επιτροπής και αρχών ανταγωνισμού | Σελ. 1299 |
1. Διαιτησία και υποχρεώσεις συνεργασίας του Κανονισμού 1/2003 | Σελ. 1299 |
2. Διαιτησία και Ανακοίνωση της Επιτροπής περί συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια | Σελ. 1302 |
3. Διαιτησία και άρθρο 16 του Κανονισμού 1/2003 | Σελ. 1305 |
4. Δέσμευση των διαιτητών από αποφάσεις της Επιτροπής | Σελ. 1305 |
5. Εξαιρετικοί μηχανισμοί άμεσης παρέμβασης της Επιτροπής στην διαιτησία | Σελ. 1308 |
Ε. Ο δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων | Σελ. 1310 |
1. Η υπόθεση Eco Swiss | Σελ. 1310 |
2. Η έκταση του δικαστικού ελέγχου για προσβολή της δημόσιας τάξης | Σελ. 1311 |
3. Κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με το προσήκον μέτρο του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 1317 |
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ | |
ΚΥΡΩΣΕΙΣ | |
§21 Πρόστιμα, επιείκεια, διευθέτηση | |
Γενική Βιβλιογραφία | |
Ειδική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Πολιτική προστίμων: γενικά χαρακτηριστικά | Σελ. 1325 |
1. Ο στόχος της αποτρεπτικότητας | Σελ. 1325 |
2. Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και όρια αυτής | Σελ. 1326 |
3. Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών | Σελ. 1328 |
i. Κατευθυντήριες Γραμμές 1998 | Σελ. 1328 |
ii. Οι Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 | Σελ. 1330 |
4. Αυξητική τάση των προστίμων | Σελ. 1331 |
Β. Κριτήρια καθορισμού του προστίμου | Σελ. 1336 |
1. Το μέγεθος της επιχείρησης | Σελ. 1336 |
i. Ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης | Σελ. 1336 |
α. ως ανώτατο νόμιμο όριο του προστίμου | Σελ. 1336 |
αα. Ο κανόνας | Σελ. 1336 |
ββ. Ένωση επιχειρήσεων | Σελ. 1337 |
γγ. Όμιλος επιχειρήσεων | Σελ. 1340 |
β. Ως βάση υπολογισμού του προστίμου | Σελ. 1344 |
γ. Ως αποτρεπτικός πολλαπλασιαστής | Σελ. 1346 |
ii. Η ικανότητα πληρωμής | Σελ. 1348 |
α. Ατομική αδυναμία | Σελ. 1349 |
β. Ύφεση οικονομικού τομέα | Σελ. 1350 |
2. Τα χαρακτηριστικά της παράβασης | Σελ. 1351 |
i. Η σοβαρότητα της παράβασης | Σελ. 1351 |
α. Η φύση | Σελ. 1352 |
β. Οι επιπτώσεις | Σελ. 1352 |
γ. Γεωγραφική αγορά | Σελ. 1354 |
ii. Η διάρκεια | Σελ. 1357 |
3. Η συμπεριφορά της επιχείρησης | Σελ. 1358 |
i. Η υπαιτιότητα ως προϋπόθεση επιβολής του προστίμου | Σελ. 1358 |
ii. Η συμπεριφορά της επιχείρησης ως επιβαρυντικό στοιχείο | Σελ. 1360 |
α. Υποτροπή | Σελ. 1360 |
β. Υποκίνηση | Σελ. 1364 |
γ. Παρεμπόδιση | Σελ. 1367 |
iii. Η συμπεριφορά της επιχείρησης ως ελαφρυντικό στοιχείο | Σελ. 1369 |
α. Χαρακτηριστικά της συμμετοχής στην παράβαση | Σελ. 1369 |
αα. Υποκειμενική στάση του δράστη: αμέλεια | Σελ. 1369 |
ββ. Αντικειμενικά περιορισμένη συμμετοχή | Σελ. 1370 |
γγ. Παρέμβαση κρατικής αρχής | Σελ. 1372 |
β. Συμμόρφωση | Σελ. 1374 |
αα. Άμεση παύση της παράβασης | Σελ. 1374 |
ββ. Συνεργασία πέραν του προγράμματος επιείκειας | Σελ. 1376 |
γγ. Υιοθέτηση «προγράμματος συμμόρφωσης» | Σελ. 1377 |
δδ. Λοιπές ελαφρυντικές περιστάσεις | Σελ. 1378 |
Γ. Μηχανισμοί διαπραγμάτευσης για απαλλαγή ή μείωση του προστίμου | Σελ. 1380 |
1. Επιείκεια | Σελ. 1381 |
i. Έννοια, προέλευση και λειτουργία | Σελ. 1381 |
α. Η κύρωση ως εργαλείο προτροπής σε συνεργασία | Σελ. 1381 |
β. Η αποσταθεροποιητική λειτουργία της Επιείκειας | Σελ. 1382 |
αα. Άντληση πληροφοριών και αποδυνάμωση των καρτέλς | Σελ. 1382 |
ββ. Παράπλευρα μειονεκτήματα | Σελ. 1384 |
γ. Η εξέλιξη του μηχανισμού της Επιείκειας | Σελ. 1385 |
αα. Αμερικανική προέλευση | Σελ. 1385 |
ββ. Ευρωπαϊκή προσαρμογή | Σελ. 1387 |
ββ1. Η Ανακοίνωση του 1996 | Σελ. 1387 |
ββ2. Η Ανακοίνωση του 2002 | Σελ. 1388 |
ββ3. Η Ανακοίνωση του 2006 | Σελ. 1391 |
ββ4. Η ελληνική Ανακοίνωση του 2011 | Σελ. 1391 |
ii. Ζητήματα εφαρμογής: προϋποθέσεις και δυσχέρειες | Σελ. 1392 |
α. Προϋποθέσεις απαλλαγής και μείωσης | Σελ. 1392 |
αα. Η ποιότητα της παρεχόμενης πληροφορίας | Σελ. 1393 |
αα1. Στο στάδιο της απαλλαγής | Σελ. 1393 |
αα2. Στο στάδιο της μείωσης | Σελ. 1396 |
ββ. H ταχύτητα της παροχής πληροφοριών: Marker system | Σελ. 1396 |
γγ. Υποχρεώσεις συμπεριφοράς | Σελ. 1397 |
β. Δυσχέρειες | Σελ. 1398 |
αα. Ως προς την έλλειψη μηχανισμού επιείκειας «μίας στάσης» | Σελ. 1398 |
ββ. Ως προς τη διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων | Σελ. 1400 |
iii. Ως προς τη συσχέτιση με τις αξιώσεις αποζημίωσης | Σελ. 1403 |
2. Διευθέτηση | Σελ. 1404 |
i. Ο αμερικανικός θεσμός του plea bargaining | Σελ. 1405 |
ii. Η ενωσιακή και εθνική ρύθμιση της διευθέτησης | Σελ. 1409 |
α. Οι λόγοι υιοθέτησης της ρύθμισης | Σελ. 1409 |
β. Τα χαρακτηριστικά του συστήματος | Σελ. 1411 |
αα. Τα δομικά στοιχεία | Σελ. 1411 |
ββ. Διαδικαστικά στάδια και δικονομικές εγγυήσεις | Σελ. 1413 |
ββ1. Διαδικαστικά στάδια σε ενωσιακό επίπεδο | Σελ. 1413 |
ββ2. Διαδικαστικά στάδια σε εθνικό επίπεδο | Σελ. 1415 |
iii.Δικονομικές εγγυήσεις | Σελ. 1419 |
iv. Αξιολόγηση του θεσμού | Σελ. 1420 |
α. Η λειτουργία της ανταμοιβής | Σελ. 1420 |
β. Η θέση των τρίτων | Σελ. 1422 |
γ. Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 1423 |
§22 Διορθωτικά μέτρα-δεσμεύσεις | |
Γενική Βιβλιογραφία | |
Ειδική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Τυπολογία και σημασία των διορθωτικών μέτρων | Σελ. 1429 |
1. Με βάση το περιεχόμενο των μέτρων | Σελ. 1429 |
i. Μέτρα διαρθρωτικά και μέτρα συμπεριφοράς: έννοια | Σελ. 1430 |
ii. Κριτήρια επιλογής του προσφορότερου μέτρου | Σελ. 1433 |
α. Η φύση του ελέγχου (ex ante ή ex post) | Σελ. 1433 |
β. Η καταλληλότητα του μέτρου | Σελ. 1435 |
γ. Η πρακτική της Επιτροπής και της Ε.Α.: πρόσφατα παραδείγματα | Σελ. 1440 |
2. Με βάση τη μέθοδο επιβολής | Σελ. 1443 |
i. Μέτρα μονομερούς επιβολής και μέτρα συναινετικά | Σελ. 1443 |
ii. Έξαρση πρακτικών διαπραγμάτευσης | Σελ. 1444 |
α. Προπομποί | Σελ. 1444 |
αα. Συστάσεις | Σελ. 1444 |
ββ. Άτυπες διαπραγματεύσεις | Σελ. 1445 |
β. Θεσμοθέτηση της διαπραγμάτευσης: συστημικές συγκρίσεις | Σελ. 1447 |
Β. Ανάληψη δεσμεύσεων | Σελ. 1450 |
1. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μέτρου | Σελ. 1451 |
i. Αιτίες έλξης | Σελ. 1451 |
ii. Μειονεκτήματα | Σελ. 1453 |
iii. Ιδιαιτερότητες της διαδικασίας | Σελ. 1454 |
α. Κίνηση της διαδικασίας και προκαταρκτική εκτίμηση | Σελ. 1454 |
β. Δημοσιότητα και διαβούλευση | Σελ. 1456 |
γ. Απόφαση | Σελ. 1457 |
iv. Περιπτώσεις εφαρμογής | Σελ. 1457 |
α. Υποθέσεις του άρθρου 101 | Σελ. 1459 |
β. Υποθέσεις του άρθρου 102 | Σελ. 1464 |
v. Η εξέλιξη του ελληνικού συστήματος | Σελ. 1470 |
2. Οι συνέπειες του μέτρου | Σελ. 1473 |
i. Τα όρια του δικαστικού ελέγχου | Σελ. 1473 |
α. Ως προς τη διακριτική ευχέρεια προσφυγής στις δεσμεύσεις | Σελ. 1474 |
β. Ως προς το περιεχόμενο του μέτρου: διαφοροποιημένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας | Σελ. 1478 |
γ. Ως προς την αμφισβήτηση του μέτρου | Σελ. 1483 |
ii. Η δεσμευτικότητα του μέτρου | Σελ. 1486 |
α. Έναντι των δικαιοδοτικών οργάνων | Σελ. 1486 |
αα. Δυνατότητες διαφοροποίησης; | Σελ. 1486 |
ββ. Η αποκεντρωτική προσέγγιση: ουδετερότητα της απόφασης περί δεσμεύσεων | Σελ. 1488 |
γγ. Η συγκεντρωτική προσέγγιση: υπεροχή της απόφασης της Επιτροπής | Σελ. 1489 |
δδ. Η ενδιάμεση προσέγγιση: έμφαση στο περιεχόμενο της απόφασης | Σελ. 1491 |
β. Έναντι των τρίτων | Σελ. 1496 |
αα. Αμφισβήτηση της απόφασης δεσμεύσεων | Σελ. 1496 |
ββ. Επιδίωξη της συμμόρφωσης προς τις δεσμεύσεις | Σελ. 1498 |
§24 Αστικές αξιώσεις | |
Γενική Βιβλιογραφία | |
Ειδική Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Ι. Η αναγνώριση των αστικών αξιώσεων | Σελ. 6 |
Α. Ο αμυντικός χαρακτήρας της ακυρότητας | Σελ. 7 |
α. H ακυρότητα των απαγορευμένων συμπράξεων | Σελ. 7 |
β. Η ακυρότητα ως κύρωση καταχρηστικής συμπεριφοράς | Σελ. 9 |
γ. Τα παρελθόντα εμπόδια: Προσωρινή εγκυρότητα & παρεμπίπτουσα κρίση | Σελ. 10 |
Β. Η ενωσιακή κατοχύρωση της αξίωσης αποζημίωσης | Σελ. 12 |
α. Η προπαρασκευή | Σελ. 12 |
α.1. Η νομολογία Courage | Σελ. 13 |
α.2. Το αμερικανικό πρότυπο της «ιδιωτικής εφαρμογής» | Σελ. 16 |
β. Η νομοθετική κυοφορία | Σελ. 19 |
β.1. Οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής | Σελ. 19 |
i) Η Πράσινη Βίβλος | Σελ. 19 |
ii) Η Λευκή Βίβλος | Σελ. 20 |
iii) Η Πρόταση Οδηγίας | Σελ. 21 |
β.2. Η Οδηγία 2014/104 ΕΕ | Σελ. 23 |
i) Βασικά χαρακτηριστικά | Σελ. 23 |
ii) Σημεία εκτός Οδηγίας | Σελ. 27 |
iii) Ενσωμάτωση στην ελληνική και τις λοιπές έννομες τάξεις | Σελ. 30 |
ΙΙΙ. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο με το N 4529/2018: ουσιαστικά ζητήματα | Σελ. 32 |
Α. Οριοθέτηση της αξίωσης αποζημίωσης rationae personae | Σελ. 32 |
α. Δικαιούχος της αξίωσης αποζημίωσης: ζητήματα ενεργητικής νομιμοποίησης | Σελ. 32 |
α.1. Ζημιωθείς από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού (άρθρο 3 παρ. 1 Ν 4529/18) | Σελ. 32 |
i) Κάθε ζημιωθείς | Σελ. 33 |
ii) Από παράβαση δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 36 |
α.2. Άμεσος & έμμεσος αγοραστής | Σελ. 37 |
(i) Ενωσιακή ρύθμιση (άρθρο 11 παρ. 1) | Σελ. 38 |
(ii) Συγκριτική επισκόπηση του αμερικανικού δικαίου | Σελ. 39 |
α.3. Ο καταναλωτής ως ζημιωθείς | Σελ. 42 |
i) Η απουσία της συλλογικής έννομης προστασίας | Σελ. 42 |
ii) Συνδυαστική εφαρμογή Ν 4529/2018 και Ν 2251/1994 | Σελ. 46 |
β. Τα ευθυνόμενα πρόσωπα: Ζητήματα παθητικής νομιμοποίησης | Σελ. 48 |
β.1. Γενικά: Η παραβάτιδα επιχείρηση | Σελ. 48 |
β.2. Ενιαία οικονομική οντότητα ως «παραβάτης» | Σελ. 49 |
ii) Η νομολογία Skanska (C-724/17) | Σελ. 53 |
B. Τα δομικά στοιχεία του καθεστώτος ευθύνης | Σελ. 56 |
α. Γενικές προϋποθέσεις ευθύνης | Σελ. 56 |
α.1 Παράνομο | Σελ. 56 |
α.2. (Τεκμαιρόμενη) υπαιτιότητα | Σελ. 58 |
α.3. Αιτιώδης συνάφεια | Σελ. 61 |
i) Εθνική ρύθμιση υπό τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας | Σελ. 61 |
ii) Συγκριτικές σκέψεις με βάση το αμερικανικό δίκαιο | Σελ. 63 |
β. Η ιδιαίτερη προϋπόθεση της ζημίας | Σελ. 64 |
β.1. Ύπαρξη ζημίας | Σελ. 64 |
β.2. Μετακύλιση ζημίας : H ρύθμιση | Σελ. 67 |
i) Η μετακύλιση ως εργαλείο «διεκδίκησης» του έμμεσου αγοραστή | Σελ. 68 |
ii) Η μετακύλιση ως ένσταση του εναγόμενου | Σελ. 70 |
iii) Κίνδυνος υπερβολικής ή ελλιπούς αποζημίωσης | Σελ. 72 |
iv) Οικονομικές θεωρίες στην διαπίστωση της μετακύλισης | Σελ. 75 |
β.3. Καθορισμός του ύψους της ζημίας | Σελ. 78 |
i) Ποσοτικοποίηση της επιπλέον επιβάρυνσης – Αρχική ζημία | Σελ. 79 |
1. Συγκριτικές μέθοδοι | Σελ. 79 |
1.1. Η μέθοδος της διαχρονικής σύγκρισης στην ίδια αγορά | Σελ. 79 |
1.2. Σύγκριση με δεδομένα από άλλες αγορές (γεωγραφικές ή προϊόντος) | Σελ. 82 |
1.3. Συνδυασμός διαχρονικών συγκρίσεων και συγκρίσεων αγορών | Σελ. 84 |
2. Λοιπές μέθοδοι ποσοτικοποίησης | Σελ. 85 |
1.1. Μέθοδοι προσομοίωσης | Σελ. 85 |
1.2. Ανάλυση βάσει του κόστους | Σελ. 86 |
ii) Ποσοτικοποίηση της μετακύλισης | Σελ. 87 |
γ. Ευθύνη περισσοτέρων παραβατών | Σελ. 89 |
γ.1. Ευθύνη εις ολόκληρον & αναγωγή | Σελ. 89 |
γ.2. Εξαιρέσεις | Σελ. 91 |
i) Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις | Σελ. 91 |
ii) Καλυπτόμενες με ασυλία επιχειρήσεις | Σελ. 92 |
iii) Συναινετική επίλυση διαφορών | Σελ. 93 |
δ. Λοιπά ζητήματα | Σελ. 95 |
δ.1. Παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης | Σελ. 95 |
δ.2. Λοιπές αξιώσεις – In natura αποζημίωση | Σελ. 98 |
δ.3. Αξίωση αποζημίωσης & προσωρινή δικαστική προστασία | Σελ. 100 |
§25 Ζητήματα δικονομικού δικαίου των αγωγών αποζημιώσεως | |
Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις | Σελ. 103 |
Β. Η απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων | Σελ. 104 |
1. Το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των σημαντικών για την κρίση μιας αγωγής αποζημιώσεως πραγματικών γεγονότων | Σελ. 104 |
2. Τα γενικά χαρακτηριστικά της ρυθμίσεως της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ και του νόμου 4529/2018 | Σελ. 111 |
3. Η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από διαδίκους ή τρίτους με απόφαση του δικαστηρίου | Σελ. 112 |
4. Προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τον φάκελο αρχής ανταγωνισμού | Σελ. 118 |
5. Η διαδικασία υποβολής του αιτήματος για την προσκόμιση εγγράφων κατά τον ΚΠολΔ | Σελ. 121 |
Γ. Η δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από αποφάσεις αρχών ανταγωνισμού ή δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες διαπιστώνουν παραβάσεις των περί ανταγωνισμού διατάξεων | Σελ. 123 |
Δ. Η λειτουργική και η κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων προς εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 124 |
§26 Ποινικό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού | |
Ελληνική Βιβλιογραφία | |
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία | |
Περιεχόμενα | |
Α. Γενικές παρατηρήσεις | Σελ. 130 |
1. Νομιμοποίηση του ποινικού δικαίου του ανταγωνισμού | Σελ. 130 |
2. Βασικά χαρακτηριστικά και εξέλιξη του ελληνικού δικαίου | Σελ. 139 |
3. Ζητήματα συνταγματικότητας | Σελ. 144 |
4. Ερμηνευτικές ιδιαιτερότητες των ποινικών διατάξεων του ελεύθερου ανταγωνισμού | Σελ. 146 |
5. Προστατευόμενο έννομο αγαθό | Σελ. 149 |
B. Τα επιμέρους εγκλήματα | |
1. Απαγορευμένες συμπράξεις και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων | |
i. Η αντικειμενική υπόσταση | |
ii. Διακεκριμένη παραλλαγή: Τα σκληροπυρηνικά καρτέλ | |
iii. Υπαιτιότητα | |
iv. Άδικο | |
v. Νομική πλάνη | |
vi. Άλλοι λόγοι αποκλεισμού του καταλογισμού | |
vii. Συρροές | |
viii. Ζητήματα διεθνούς ποινικού δικαίου | |
2. Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης | |
3. Αξιόποινες παραβάσεις κατά τη συγκέντρωση επιχειρήσεων | |
i. Η πραγματοποίηση ανεπίτρεπτης συγκέντρωσης επιχειρήσεων | |
ii. Η παράλειψη γνωστοποίησης σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης | |
iii. Η απείθεια προς αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού | |
4. Παράλειψη εφαρμογής λοιπών αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού | |
5. Παράλειψη ανακοίνωσης παραβάσεων | |
6. Παρεμπόδιση του ελέγχου και των ερευνών της Επιτροπής Ανταγωνισμού (άρθρο 44 παρ. 7) | |
Γ. Ποινές | |
1. Το πλαίσιο ποινής | |
2. Λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου - Πρόγραμμα Επιείκειας – Διευθέτηση Διαφορών. | |
3. Αναγγελία της πράξης | |
4. Συμβολή στην αποκάλυψη συμμετόχων | |
Δ. Παραγραφή | |
Σελ. 1
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σελ. 3
§1 Το αντικείμενο προστασίας του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού |
Βιβλιογραφία
Albers, “More economic approach”, WuW 2006, 3, Bain, Barriers to New Competition, 1956, Basedow, Konsumentenwohlfahrt und Effizienz - Neue Leitbilder der Wettbewerbspolitik?, WuW 2007, 712, Behrens, “Abschied vom “more economic approach”? in: Bechtold/Jickeli/Rohe (Hgb.), Recht, Ordnung und Wettbewerb - FS Möschel, 2011, 115, Behrens, The “Consumer Choice” Paradigm in German Ordoliberalism and its Impact upon EU Competition Law, Europe-Kolleg Discussion Paper 1/14, 2014, Behrens, The Ordoliberal Approach To Controlling Dominant Undertakings In The European Union, WuW 2018, 354, Bishop/Walker, The Economics of EC Competition Law: Concepts, Application and Measurement, 2010, Böhm, Wettbewerb und Monopolkampf, 2010, Böhm, Die Bedeutung der Wirtschaftsordnung für die politische Verfassung in: Reden und Schriften über die Ordnung einer freien Gesellschaft, einer freien Wirtschaft und über die Wiedergutmachung (hgb. von Mestmäcker), 1960, 46, Bork, The Antitrust Paradox, 1978, Budzinski, “Wettbewerbsfreiheit” und “More Economic Approach”: Wohin steuert die Europäische Wettbewerbspolitik?, Marburger Papers on Economics Nr. 13-2007, Clark, Towards a Concept of Workable Competition, 30 American Economic Review (1940), 241, Clark, Competition as a Dynamic Process, 1961, Crane, Chicago, Post-Chicago, Neo-Chicago, 76 U. Chi. L. Rev. 1911 (2009), Demsetz, Industry Structure, Market Rivalry and Public Policy, 16 Journal of Law and Economics, 1 (1973), Dreher/Adam, The more economic approach to Art. 82 EC and the legal process, ZWeR 2006, 259, Dreher/Kulka, Wettbewerbs- und Kartellrecht, 10η έκδ. 2018, Drexl/Conde Gallego/Enchelmaier/Mackenrodt (eds.), Art. 82 EC: New Interpretation, New Enforcement Mechanisms? 2007, Drexl (ed.), Competition Policy and the Economic Approach, 2011, Easterbrook, Workable Competition Policy, 84 Mich. L. Rev. 1696, 1708 (1986), Eickhoff, Die Hoppmann-Kantzenbach-Kontroverse, Universität Potsdam Volkswirtschaftliche Diskussionsbeiträge Nr. 95, 2008, 9, Eilmansberger, Verbraucherwohlfahrt, Effizienzen und ökonomische Analyse - Neue Paradigmen im europäischen Kartellrecht?, ZWeR 2009, 437, Elhauge, Harvard, Not Chicago: Which Antitrust School Drives Recent Supreme Court Decisions?, Harvard John M. Olin Discussion Papers, No 594, 2007, Emmerich/Lange, Kartellrecht, 14η έκδ. 2018, Etro/Kokkoris (eds), Competition Law and the Enforcement of Art. 102, 2010, Eucken, Die Grundlagen der Nationalökonomie, 1940 (πρώτη έκδοση, ήδη 9η έκδ. 1989), Eucken, Grundsätze der Wirtschaftspolitik, 1952, Ezrachi (ed.), Article 82 EC: Reflections on its Recent Evolution, 2009, Gavil/Kovacic/Baker, Antitrust Law in Perspective, 2η έκδ. 2008, Gerber, Law and Competition in Twentieth Century Europe, 1998, Ginsburg, Vertical Restraints: De facto Legality Under the Rule of Reason, 60 Antitrust L.J. 67 (1990), Graf, Muster-Voraussagen und Erklärung des Prinzips bei F.A. von Hayek, 1978., Hayek, Der Wettbewerb als Entdeckungsverfahren in Freiburger Studien, Gesammelte Aufsätze, 1969, Hayek, Die Vefassung der Freiheit, 1971, Hayek, Die Theorie komplexer Phänomene, 1972, Hertfelder, Die “bewirkte Wettbewerbsbeschränkung” in Artikel 101 Absatz 1 AEUV und der More Economic Approach in Recht, Ordnung und Wettbewerb – FS für W. Möschel (Hrgb. Bechtold Jickeli/Rohe), 2011, 281, Hellwig, Effizienz oder Wettbewerbsfreiheit? Zur normativen Grundlegung der Wettbewerbspolitik, Reprints of the Max-Planck-Institute for Research on Collective Goods, 2006/20, Hildebrandt, Der “more economic approach” in der Wettbewerbspolitik, WuW 2005, 513, Hoppmann, Zum Problem einer wirtschaftspolitisch praktikablen Definition des Wettbewerbs, in: H. K. Schneider (Hrsg.): Grundlagen der Wettbewerbspolitik, 1968, 9, Hoppmann, Zum Schutzobjekt des GWB in: Wettbewerb als Aufgabe, 1968, 61, Hoppmann, Fusionskontrolle, 1972, Hoppmann,
Σελ. 4
Wirtschaftsordnung und Wettbewerb, 1988, Hovenkamp, The Antitrust Enterprise, 2005, Hovenkamp, Federal Antitrust Policy - The Law of Competition and Its Practice, 4η έκδ. 2011, Hovenkamp, Principles of Antitrust, 2017, Ibáñez Colomo, Post Danmark II, or the Quest for Administrability and Coherence in Article 102 TFEU, LSE Working Papers 15/2015, Ibáñez Colomo, The Shaping of EU Competition Law, 2018, Immenga, Ökonomie und Recht in der europäischen Wettbewerbspolitik, ZWeR 2006, 346, Immenga, Der “more economic approach” als Wettbewerbspolitik, WuW 2006, 397, Knieps, Wettbewerbsökonomie, 3η έκδ. 2008, Körber, Analoges Kartellrecht für digitale Märkte? WuW 2015, 120, Kroes, European Competition Policy - Delivering Better Markets and Better Choices, Ομιλία της 15.9.2005 στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ημέρας Ανταγωνισμού στο Λονδίνο (SPEECH/05/512), Lianos, La transformation du droit de la concurrence par le recours à l’analyse économique, 2007, Lovdahl Gormsen, The Conflict between Economic Freedom and Consumer Welfare in the Modernisation of Article 82 EC, ECJ 2007, 329, Lowe, Consumer Welfare and Efficiency - New Guiding Principles of Competition Policy?, Ομιλία της 27.3.2007 στο πλαίσιο της 14ης Ευρωπαϊκής Ημέρας Ανταγωνισμού στο Μόναχο, 9, Lux, Der Tatbestand der allgemeinen Marktbehinderung, 2006, Mestmäcker/Schweitzer, Europäisches Wettbewerbsrecht, 3η έκδ. 2014, Mises v., Nationalökonomie. Theorie des Handelns und Wirtschaftens, 1940, Möschel, Das Wirtschaftsrecht der Banken, 1972, Möschel, Wettbewerb im Schnittfeld von Rechtswissenschaft und Nationalökonomie in: Festschrift zum 500jährigen Bestehen der Tübinger Juristenfakultät, 1977, 333, Möschel, Die Idee der rule of law und das Kartellrecht heute, ORDO 30 (1979), 295, Möschel, Recht der Wettbewerbsbeschränkungen, 1983, Möschel, Wettbewerb zwischen Handlungsfreiheiten und Effizienzzielen in Engel/Möschel (Hrsg.), Recht und spontane Ordnung, 2006, 355, Möschel, Zur Einführung: Erich Hoppmann in: Grundtexte zur Freiburger Tradition der Ordnungsökonomik (Hrgb. Goldschmidt/ Woghlgemuth), 2008, 655, Möschel, Der Missbrauch marktbeherrschender Stellungen nach Art. 82 EG-Vertrag und der “More Economic Approach”, JZ 2009, 1040, Monti, G., EC Competition Law, 2007, Pace (ed.), European Competition Law: The Impact of the Commissions Guidance on Art. 102, 2011, Pichler, Das Verhältnis von Kartell- und Lauterkeitsrecht, 2009, Pitofsky, The Political Content of Antitrust, 127 U.Pa.L.Rev. 1051 (1979), Pitofsky (ed.), How the Chicago School Overshot the Mark, 2008, Posner, The Chicago School of Antitrust Analysis, 127 U. Pa. L. Rev. 925 (1978/1979), Säcker, Zielkonflikte und Koordinationsprobleme im deutschen und europäischen Kartellrecht, 1970, Schmidt, I., Wettbewerbspolitik und Kartellrecht, 8η έκδ. 2005, Schmidt, I., More economic approach versus Justiziabilität, WuW 2006, 877, Schmidtchen, Effizienz als Leitbild der Wettbewerbspolitik: Für einen “more economic approach”, German Working Papers in Law and Economics, 2005, Paper 3, Schmidtchen, Der “more economic approach” in der Wettbewerbspolitik, WuW 2006, 6, Schmidtchen, Fehlurteile über den “more economic approach” in der Wettbewerbspolitik, WuW 2006, 625, Schmidtchen, Wettbewerbsschutz durch regelgeleitete Wettbewerbspolitik, German Working Papers in Law and Economics, 2006, Paper 31, Steiner, Economics in Antitrust Policy - Freedom to Compete v. Freedom to Contract, 2007, Tzouganatos, Jurisdictional and Substantive Issues of the EC Merger Regulation 139/04, FS Ap. Georgiadis, 2006, 963, Vanberg, Consumer Welfare, Total Welfare and Economic Freedom - On the Normative Foundations of Competition Policy, Freiburger Diskussionspapiere zur Ordnungsökonomik, 09/3, Vanberg, The Freiburg School: Walter Eucken and the Ordoliberalism, Freiburger Diskussionspapiere zur Ordnungsökonomik 4/11, Vickers, Some Economics of Abuse of Dominance in: Vives (ed.), Competition Policy in the EU, 2009, 71, Vives, Oligopoly Pricing, Old Ideas and new Tools, 1999, Whish, Intel v Commission: Keep Calm and Carry on! 6 Journal of Competition Law & Practice (2015), 1, Whish/Bailey, Competition Law, 9η έκδ. 2018, Wils, The judgment of the EU General Court in Intel and the so-called ‘more economic approach’ to abuse of dominance, World Competition, 2014, 405, Zimmer, Der rechtliche Rahmen für die Implementierung moderner ökonomischer Ansätze, WuW 2007,
Σελ. 5
1198, Zimmer, On Fairness and Welfare: The Objectives of Competition Policy in: Ehlermann/Marquis (eds), European Competition Law Annual: A Reformed Approach to Art. 82 EC, 2008, 103.
Περιεχόμενα
Εισαγωγικά 1-4
Α. Προστασία της οικονομικής ελευθερίας 5-21
Β. Η επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας 22-34
Γ. Οι στόχοι δικαίου και πολιτικής ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 35-56
1. Από τη Σχολή του Freiburg στο “more economic approach” 35-42
2. Οι ενστάσεις κατά του “more economic approach” και η θέση της οικονομικής αποτελεσματικότητας στην ενωσιακή πολιτική ανταγωνισμού 43-45
3. Η στάση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 46-56
i. Η πρώτη αντίδραση μετά την Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 46
ii. Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθ. “Intel” και η ενίσχυση του “effects-based approach” 47-56
Εισαγωγικά
1Η πεποίθηση ότι οι αγορές λειτουργούν αποτελεσματικότερα υπό συνθήκες ανταγωνισμού ενισχύεται διαρκώς, ιδίως κατά τα τελευταία έτη με τη μετάβαση ενός αριθμού χωρών από τη σχεδιαζόμενη στην ελεύθερη οικονομία. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι υπό συνθήκες ανταγωνισμού, οι τιμές μειώνονται, η ποιότητα των προσφερομένων προϊόντων ή υπηρεσιών βελτιώνεται και η έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών ενισχύονται, όπως άλλωστε και η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Παραδόξως, δεν γίνεται το ίδιο δεκτό, από πού ακριβώς απορρέουν αυτά τα πλεονεκτήματα. Ο προσδιορισμός της έννοιας «ανταγωνισμός επιχειρήσεων» φαίνεται, πράγματι, ότι αποτελεί περισσότερο περίπλοκη υπόθεση από ό,τι εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αντιπαλότητα για την κατάκτηση μιας θέσης υπεροχής - στον επιχειρηματικό τομέα υποδηλώνει την αντιπαλότητα για την προσέλκυση του πελάτη. Εξ ορισμού δηλ. ο ανταγωνισμός προϋποθέτει περισσότερα του ενός υποκείμενα που διεκδικούν την επιχειρηματική επιτυχία.
Σελ. 6
2Αυτή η διαπίστωση, μολονότι εκ πρώτης όψεως αυτονόητη, δεν γίνεται, ωστόσο, γενικά αποδεκτή. Εφόσον η έννοια του ανταγωνισμού προϋποθέτει την ύπαρξη περισσότερων της μιας επιχειρήσεων που διεκδικούν τη θέση υπεροχής στην αγορά, η αποστολή του δικαίου του ανταγωνισμού φαίνεται να είναι η διατήρηση του επιχειρηματικού πλουραλισμού, δια μέσου της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας των επιχειρήσεων, έτσι ώστε ο καταναλωτής να έχει την ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων προσφορών. Είναι, ωστόσο, αμφισβητούμενο, αν η ύπαρξη αυτής της ευχέρειας εξασφαλίζει πάντοτε τα καλύτερα δυνατά οικονομικά αποτελέσματα για τον καταναλωτή. Αν τα οικονομικά αποτελέσματα είναι θετικά, τότε η παρουσία και μόνο μιας επιχείρησης στην αγορά είναι αποδεκτή. Κατά την άποψη αυτή ο ανταγωνισμός ταυτίζεται με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και την αύξηση της οικονομικής ευημερίας. Έτσι, σε περίπτωση που τα κέρδη από την παραγωγική αποτελεσματικότητα του μονοπωλίου υπερτερούν έναντι των απωλειών στην κατανομή των παραγωγικών συντελεστών, η ύπαρξη μονοπωλίου θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή.
3Και οι δυο αυτές θεωρητικές αντιλήψεις έχουν επηρεάσει, αν και σε διαφορετικό βαθμό, την εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού: η πρώτη (θεωρία της ελευθερίας του ανταγωνισμού) καθόρισε τον σχεδιασμό των κανόνων του πρωτογενούς και δευτερογενούς δικαίου και την εφαρμογή τους, ιδίως κατά τα πρώτα έτη, ενώ η δεύτερη (θεωρία της οικονομικής αποτελεσματικότητας), προερχόμενη από το αντιμονοπωλιακό δίκαιο των ΗΠΑ, έχει πρόσφατα αυξήσει την επιρροή της στη διαμόρφωση της θεωρίας και της πολιτικής του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
4Η συζήτηση για την έννοια του ανταγωνισμού, το αντικείμενο και τον τρόπο προστασίας του (με κανόνες γενικής ισχύος ή με κατά περίπτωση εφαρμογή;), που ήταν ιδιαίτερα έντονη στο γερμανικό δίκαιο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αναβίωσε στο ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού υπό την πίεση της τάσης για εντονότερο προσανατολισμό της εφαρμογής του στην ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχειρηματικής συμπεριφοράς (“more economic approach”).
Σελ. 7
Α. Προστασία της οικονομικής ελευθερίας
5(α) Η θεωρία προστασίας της οικονομικής ελευθερίας έχει τις ρίζες της στην πολιτική φιλοσοφία του «Ordoliberalismus» της λεγόμενης «Σχολής του Freiburg» που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1930. Οι θεωρητικοί του Freiburg (W. Eucken, F. Böhm κ.λπ.), σε αντίθεση προς τους κλασσικούς του φιλελευθερισμού Adam Smith, D. Ricardo, J. S. Mill κ.λπ. που τάσσονταν υπέρ της αποχής του κράτους από την οικονομική δραστηριότητα, αντιμετώπιζαν μεν την ελεύθερη αγορά ως απαραίτητο συστατικό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας και συμφωνούσαν με την αποχή του κράτους από άμεσες επεμβάσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, θεωρούσαν εντούτοις αναγκαία την ύπαρξη ενός νομοθετικού πλαισίου που θα έθετε τους «κανόνες του παιχνιδιού» και θα προστάτευε την αγορά από στρεβλώσεις, αφού διαπίστωναν ότι η απόλυτη ανταγωνιστική ελευθερία οδηγούσε σε δημιουργία μεγάλης οικονομικής ισχύος στις αγορές ή ακόμη και σε μονοπώλησή τους, η δε οικονομική ισχύς είχε ως συνέπεια τη δημιουργία πολιτικής ισχύος. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική ισχύς και η ιδιωτικοοικονομική αυτονομία αντιμετωπίζονταν ως αντίφαση. Κατά τη διατύπωση του Βöhm: «Όποιος έχει αξίωση για ιδιωτικοοικονομική αυτονομία, δεν δικαιούται να κατέχει ισχύ στην αγορά. Όποιος κατέχει ισχύ στην αγορά δεν έχει αξίωση για ιδιωτικοοικονομική αυτονομία». Υπ’ αυτήν την έννοια ο ανταγωνισμός αποτελεί εργαλείο για την αποδυνάμωση των επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά (“Entmachtungsinstrument”).
6Το νομοθετικό πλαίσιο οφείλει να διασφαλίζει την ορθή κατανομή του οφέλους που προκύπτει από τη λειτουργία της αγοράς. Βασική προϋπόθεση αυτής της θεωρητικής προσέγγισης είναι ένα ισχυρό κράτος που καθορίζει τους κανόνες ανταγωνισμού και ελέγχει την εφαρμογή τους μέσω μιας διοικητικής Αρχής. Κυρίαρχη θέση μεταξύ των κανόνων ανταγωνισμού κατέχουν η απαγόρευση των συμπράξεων, ο προληπτικός
Σελ. 8
έλεγχος συγκεντρώσεων επιχειρήσεων και η εποπτεία της συμπεριφοράς επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά με μέτρο σύγκρισης τη συμπεριφορά που οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν, αν επικρατούσε ανταγωνισμός στη συγκεκριμένη αγορά (“als-ob-Wettbewerb”).
7Το δίκαιο ανταγωνισμού οφείλει, με άλλα λόγια, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες ο ανταγωνισμός μπορεί να αναπτυχθεί. Το πρότυπο που αποτελούσε τη βάση του δικαίου του ανταγωνισμού, σύμφωνα τη θεωρητική αντίληψη του Freiburg, ήταν εκείνο του τέλειου ανταγωνισμού (“vollkommener Wettbewerb”). Κατά το πρότυπο αυτό η τιμή δεν μπορεί να επηρεασθεί από τους συμμετέχοντες στην αγορά, λόγω της μικρής ισχύος που αυτοί διαθέτουν. Επομένως, η τιμή αποτελεί δεδομένο και οι συμμετέχοντες στην αγορά προσαρμόζουν αναλόγως την προσφερόμενη/ζητούμενη ποσότητα.
8Η επιρροή των ιδεών αυτών σε προσωπικότητες της μεταπολεμικής Γερμανίας που είχαν σημαίνοντες ρόλους στη δημιουργία του γερμανικού νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού (GWB) αλλά και των ιδρυτικών Συνθηκών των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη δεκαετία του 1950 εξηγεί την απήχηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών στο γερμανικό και στο κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα στο τελευταίο, σημαντική ήταν και η ισχυρή θέση της γερμανικής πλευράς στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
9(β) Στενά συνδεδεμένη με τη «Σχολή του Freiburg», και περίπου σύγχρονη με αυτή, είναι η λεγόμενη «Αυστριακή Σχολή» με κύριους εκπροσώπους, μεταξύ άλλων τους F.A. von Hayek, L.von Mises και E. Hoppmann. Η θεωρητική αυτή κατεύθυνση αποτελεί μια από τις παραλλαγές του νεοφιλελευθερισμού και διαφοροποιείται από τη Σχολή του Freiburg κυρίως στο ζήτημα που αφορά το ρόλο του κράτους στην προστασία του ανταγωνισμού. Κατά τον v. Hayek ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι πολύ περιορισμένος, δεδομένου ότι το κράτος δεν μπορεί να γνωρίζει, πώς θα λειτουργήσει η αγορά, έτσι ώστε η παρέμβασή του να λειτουργεί επωφελώς για τον ανταγωνισμό. Επίσης, η ισχύς στην αγορά, την οποία οι θεωρητικοί του Freiburg αντιμετώπιζαν ως λόγο περιορισμού της ιδιωτικοοικονομικής αυτονομίας, αποτελεί συχνά, κατά τον v. Hayek, συνέπεια ιδιαίτερης αποτελεσματικότητας και επομένως δεν μπορεί να απορρίπτεται per se.
10Σύμφωνα την ίδια αντίληψη, ανταγωνισμός δημιουργείται, όταν τα υποκείμενα δικαίου κάνουν χρήση της ελευθερίας τους σε συναλλακτικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα σύνθετο σύστημα λειτουργίας των αγορών, για μια διαδραστική διαδικασία, που
Σελ. 9
προκύπτει από την άσκηση της ατομικής ελευθερίας δράσης των υποκειμένων της αγοράς.
11Κατά την Αυστριακή Σχολή, ακριβής ορισμός του ανταγωνισμού δεν είναι ούτε δυνατό ούτε σκόπιμο να δοθεί, γιατί ο εκ των προτέρων προσδιορισμός του περιεχομένου της ελεύθερης οικονομικής δράσης ουσιαστικά την ακυρώνει. Ο ανταγωνισμός αποτελεί μια «αποκαλυπτική διαδικασία» (“Entdeckungsverfahren”), δηλ. μια διαδικασία αποκάλυψης δεδομένων που θα παρέμεναν άγνωστα ή, εν πάση περιπτώσει, θα παρέμεναν αναξιοποίητα χωρίς αυτή. Η διαδικασία αυτή - μια αφηρημένη τάξη χωρίς ετεροπροσδιορισμένους στόχους και σκοπούς - είναι η μόνη που αξιοποιεί τις γνώσεις και τις ικανότητες καθενός υποκειμένου της αγοράς χωρίς κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό.
12Το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός είναι μια αποκαλυπτική διαδικασία, δεν επιτρέπει την περιγραφή συγκεκριμένου, επιθυμητού, τρόπου λειτουργίας των αγορών με κάποιο οικονομικό μοντέλο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο ανταγωνισμός αποτελεί διαδικασία που εκτείνεται στο σύνολο της αγοράς, γι’ αυτό και δεν πρέπει να εξετάζεται στη βάση των επί μέρους αγορών, των «σχετικών αγορών». Η κατ’ αντικείμενο και η κατά γεωγραφική περιοχή σχετική αγορά δεν αποτελεί δεδομένο, για τις επιχειρήσεις αλλά συμπροσδιορίζεται από αυτές, αποτελεί δηλ. μια παράμετρο της στρατηγικής τους. Κατά συνέπεια, ούτε η ίδια η αγορά ούτε η διάρθρωσή της αποτελούν εξωγενή μέγεθοι, αλλ’ ενδογενή στοιχεία της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Αφού, λοιπόν, η επιχειρηματική συμπεριφορά επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, είναι σφάλμα να επιδιώκει η πολιτική ανταγωνισμού τη διαμόρφωση αγορών με «ανταγωνιστική διάρθρωση». Αντιθέτως, στόχος της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να είναι η διατήρηση των αγορών «ανοικτών» με την απαγόρευση των επιχειρηματικών συμπεριφορών που περιορίζουν τεχνητά την οικονομική ελευθερία. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης πρέπει να διατυπώνει κανόνες κατά τρόπο αρνητικό, δηλ. απαγορευτικό. Οι κανόνες αυτοί πρέπει, επιπλέον, να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο γενικό, αφηρημένο και εφαρμόσιμο και να μη στοχεύουν στην ad hoc ρύθμιση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Τέτοιοι κανόνες είναι οι λεγόμενοι «κανόνες per se» που απαγορεύουν ορισμένους τύπους επιχειρηματικής συμπεριφοράς, χωρίς να καταλείπουν στον εφαρμοστή τους περιθώρια διακριτικής ευχέρειας.
13Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός συντίθεται από την άσκηση της οικονομικής ελευθερίας του συνόλου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο σύνολο των αγορών, δεν είναι δυνατή η ειδικότερη πρόβλεψη των αποτελεσμάτων του. Οι συγκεκριμένες συνθήκες που καθορίζουν τα εκάστοτε αποτελέσματα είναι τόσο πολυάριθμες, ώστε θα ήταν αδύνατη η έρευνά τους. Μόνη δυνατή είναι η πρόβλεψη γενικής φύσης συστημικών αποτελεσμάτων (“pattern predictions”, “Mustervoraussagen”) που προκύπτουν,
Σελ. 10
όταν συντρέχουν ορισμένες γενικές προϋποθέσεις, όπως εν προκειμένω ότι η οικονομική ελευθερία οδηγεί σε μια διαδικασία οικονομικού συντονισμού που αποφέρει θετικά οικονομικά αποτελέσματα για κάθε επιχείρηση που συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία.
14Η αντίληψη αυτή εμπιστεύεται τους μηχανισμούς αυτορρύθμισης της αγοράς, γι’ αυτό ακριβώς και περιορίζει την παρέμβαση των κανόνων ανταγωνισμού στο ελάχιστο. Επειδή, μάλιστα, αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό ως μακροπρόθεσμη διαδικασία που εκτείνεται στο σύνολο της αγοράς, δεν διαπιστώνει αντίφαση μεταξύ ατομικής οικονομικής ελευθερίας και θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων, αλλά τις θεωρεί ως δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
15Υπ’ αυτήν την έννοια, αντικείμενο της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η προστασία της οικονομικής ελευθερίας ή αντιστρόφως ο περιορισμός της υπέρμετρης οικονομικής ισχύος. Έτσι η προστασία της οικονομικής ελευθερίας ανάγεται σε αυτοσκοπό. Η οικονομική αποτελεσματικότητα μπορεί να προκύπτει εμμέσως από την προστασία της οικονομικής ελευθερίας, αλλά δεν αποτελεί επιδίωξη της πολιτικής ανταγωνισμού που προτείνεται από τη θεωρία της ελευθερίας του ανταγωνισμού.
16(γ) Η σύγχρονη εκδοχή της θεωρίας της ελευθερίας του ανταγωνισμού, γνωστή και ως «θεωρία των περιορισμών του ανταγωνισμού», αποτελεί εξέλιξη της διδασκαλίας των v. Hayek και Hoppmann και επιδιώκει να εντοπίσει τις επιχειρηματικές πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Η θεωρητική αυτή κατεύθυνση συμφωνεί καταρχήν με τη θέση ότι σε μακροπρόθεσμη προοπτική οι δυνάμεις της αγοράς αποκαθιστούν τον ανταγωνισμό, όπου αυτός έχει περιορισθεί, αλλά δεν αποδέχεται τα αποτελέσματα των περιορισμών του ανταγωνισμού που προκύπτουν βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, για τον έλεγχο αυτών των περιορισμών του ανταγωνισμού δεν περιορίζεται στην εφαρμογή per se απαγορευτικών κανόνων. Και τούτο διότι θεωρεί ότι η υπαγωγή επιχειρηματικών συμπεριφορών σε τέτοιους κανόνες προϋποθέτει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικών και αντιανταγωνιστικών πρακτικών, η οποία όμως δεν είναι πάντα δυνατή, αφού μια πρακτική προερχόμενη από επιχείρηση χωρίς ισχύ στην αγορά έχει διαφορετική επίδραση στον ανταγωνισμό από μια αντίστοιχη επιχείρηση με μονοπωλιακή θέση. Η πρώτη, όχι μόνο δεν επηρεάζει αρνητικά, αλλά είναι δυνατόν και να ενισχύει τον ανταγωνισμό. Κλασσικό παράδειγμα είναι η εφαρμογή διακριτικής τιμολογιακής μεταχείρισης μιας επιχείρησης έναντι των πελατών της.
Σελ. 11
17Ενόψει αυτής της αμφισημίας των περισσότερων επιχειρηματικών πρακτικών και της ανάγκης συσχετισμού τους με το εκάστοτε οικονομικό περιβάλλον, η υπαγωγή τους στους κανόνες ανταγωνισμού είναι θέμα διαβάθμισης (“Mass- und Gradfrage”) που προϋποθέτει αξιολογική στάθμιση, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα των ανταγωνιστών. Κρίσιμο είναι, εν προκειμένω, το ερώτημα, πότε μια επιχειρηματική συμπεριφορά περιορίζει δυσανάλογα την οικονομική ελευθερία τρίτων.
18Οι απόψεις της «θεωρίας των περιορισμών του ανταγωνισμού» για τη φύση των κανόνων ελέγχου της επιχειρηματικής συμπεριφοράς επιβεβαιώνονται από τον πολύ περιορισμένο αριθμό των per se απαγορεύσεων, στους οποίους έχει μέχρι σήμερα καταλήξει η θεωρία. Υπ’ αυτήν την έννοια η εμμονή στην προστασία του ανταγωνισμού αποκλειστικά με per se κανόνες, θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη νομοθετική απραξία. Η επιλογή της διατύπωσης των κανόνων ανταγωνισμού ως γενικών ρητρών υπαγορεύεται από το σύνθετο και εξελικτικό χαρακτήρα του υπό ρύθμιση αντικειμένου, δηλ. της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι οι κανόνες που στοχεύουν στον έλεγχο των ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων δεν συμβιβάζονται με την ιδέα της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας, ο έλεγχος πρέπει να βασίζεται σε κανόνες προσανατολισμένους στη διάρθρωση της αγοράς και στην επιχειρηματική συμπεριφορά. Ένας τέτοιος έλεγχος διέπεται από νομικούς κανόνες (“rule of law”) και όχι από πολιτικοοικονομικές σκοπιμότητες και είναι, επομένως, σχετικώς αξιόπιστος και προβλέψιμος.
19Η αναμφισβήτητη αδυναμία της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας εντοπίζεται στον κίνδυνο υπερβολικά αυστηρών παρεμβάσεων, ο οποίος είναι εγγενής στη νομοθετική τεχνική των γενικών ρητρών, αντιμετωπίζεται όμως με την πρόβλεψη απαλλαγών ή εκ του νόμου εξαιρέσεων, όπως στην περίπτωση του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ.
20(δ) Η προστασία της οικονομικής ελευθερίας δεν αντιφάσκει προς την προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού. Η σύγκρουση μεταξύ προστασίας της οικονομικής
Σελ. 12
ελευθερίας ως ατομικού συμφέροντος (“Individualschutz”) αφενός και προστασίας του ανταγωνισμού ως διαδικασίας ή ως θεσμού (“Institutionenschutz”) αφετέρου, είναι φαινομενική, αφού ο ανταγωνισμός ως διαδικασία δημιουργείται, όταν τα υποκείμενα δικαίου κάνουν χρήση της ελευθερίας τους σε συναλλακτικό επίπεδο. Ο ανταγωνισμός είναι, με άλλα λόγια, μια διαδικασία που προκύπτει από την άσκηση της ατομικής ελευθερίας δράσης των υποκειμένων της αγοράς. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο θεσμός του ελεύθερου ανταγωνισμού προστατεύεται δια της προστασίας της ατομικής οικονομικής ελευθερίας και αντιστρόφως η προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού προστατεύει (τουλάχιστον εξ αντανακλάσεως) την ατομική οικονομική ελευθερία.
21Η προστασία της ατομικής οικονομικής ελευθερίας ασφαλώς δεν σημαίνει ότι ο κάθε παράγοντας της αγοράς διαθέτει κάποια «εγγυημένη» σφαίρα οικονομικής ελευθερίας. Η συχνά χρησιμοποιούμενη αποστροφή «το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν προστατεύει τους ανταγωνιστές αλλά τον ανταγωνισμό» αποδίδει μια θέση που ουσιαστικά δεν αμφισβητείται. Η προστασία της ανταγωνιστικής διαδικασίας δια μέσου της προστασίας της ατομικής οικονομικής ελευθερίας δεν έχει προφανώς την έννοια ότι η ατομική οικονομική ελευθερία προστατεύεται, κάθε φορά που υπόκειται σε περιορισμούς. Ποιοι περιορισμοί του ανταγωνισμού εμπίπτουν στην απαγόρευση, είναι θέμα διαβάθμισης - άλλως- είναι θέμα αναλογικότητας, με την έννοια ότι οι απαγορευμένοι περιορισμοί είναι εκείνοι που περιορίζουν υπέρμετρα την ανταγωνιστική ελευθερία.
Β. Η επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας
22Στις ΗΠΑ η οικονομική ελευθερία δεν αντιμετωπίσθηκε ποτέ ως αντικείμενο προστασίας της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, μολονότι σε δικαστικές αποφάσεις των πρώτων ετών εφαρμογής της αλλά και στη θεωρία γίνεται μεμονωμένα δεκτό ότι το δίκαιο ανταγωνισμού επιδιώκει πέραν των οικονομικών και πολιτικούς στόχους, όπως η διατήρηση των μικρών επιχειρήσεων ή η αποτροπή αντιδημοκρατικών πιέσεων από υπέρμετρα ισχυρές οικονομικές μονάδες.
23(α) Στο επίκεντρο της συζήτησης για το αντικείμενο προστασίας των αντιμονοπωλιακών κανόνων βρέθηκαν δυο βασικές τάσεις που συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται ως Σχολές του Harvard αφενός και του Chicago αφετέρου. Η «Σχολή του Harvard»
Σελ. 13
έχει τις ρίζες της στη διδασκαλία του J. M. Clark και επικράτησε στη διαμόρφωση της πολιτικής ανταγωνισμού κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Στους εκπροσώπους της συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι Bain, Caves, Turner, Mason, Scherer, Shepherd και Sullivan. Κεντρικής σημασίας, κατά την άποψή τους (η οποία, γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, αποκαλείται και «στρουκτουραλιστική», δηλ. «διαρθρωτική») είναι η διάρθρωση της αγοράς (που διαμορφώνεται κυρίως από τον αριθμό των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, το μερίδιο αγοράς τους, τη διάθρωση κόστους, την καθετοποίησή τους καθώς και από τα εμπόδια εισόδου στην αγορά). Η άποψη αυτή διαμορφώθηκε με βάση την έρευνα ορισμένων κλάδων της βιομηχανίας, από την οποία προέκυψε ότι η διάρθρωση μιας συγκεκριμένης αγοράς προσδιορίζει την επιχειρηματική συμπεριφορά (δηλ. την τιμολογιακή και την επενδυτική πολιτική, τη δραστηριότητα έρευνας και ανάπτυξης και τη γενικότερη πολιτική προώθησης προϊόντων), η οποία με τη σειρά της προσδιορίζει τα αποτελέσματα της ίδιας αγοράς (δηλ. την αποτελεσματικότητα - παραγωγική και κατανεμητική - και την καινοτομία). Η διαπίστωση αιτιώδους σχέσης μεταξύ διάρθρωσης της αγοράς, επιχειρηματικής συμπεριφοράς και αποτελεσμάτων της αγοράς (Structure - Conduct - Performance) οδήγησε του θεωρητικούς του Harvard (i) στην πρόταση ενός αυστηρού ελέγχου της επιχειρηματικής ισχύος, που θα αποσκοπούσε να αποτρέψει την υψηλή συγκέντρωση στις αγορές και τα αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα που αυτή κατά τεκμήριο συνεπάγεται, και (ii) στην απόδοση ιδιαίτερης σημασίας στα εμπόδια εισόδου στην αγορά. Σύμφωνα δηλ. με τη διδασκαλία του Harvard η υψηλή συγκέντρωση έχει ως συνέπεια την αναποτελεσματικότητα, επειδή οι επιχειρήσεις σε αγορές με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης έχουν την τάση να περιορίζουν την παραγωγή και να αυξάνουν τις τιμές. Αντιθέτως, η επιχειρηματική συμπεριφορά, ως ενδιάμεσος κρίκος του αιτιώδους συνδέσμου «διάρθρωση - συμπεριφορά - αποτελέσματα», δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας ως προς τις αντιανταγωνιστικές της επιδράσεις.
Σελ. 14
24(β) Η «Σχολή του Σικάγο», με κύριους εκπροσώπους τους Director, Telser, Bork, Posner, Brozen, Demsetz, Stigler, Easterbrook, Baxter, βασίζεται στη νεοκλασσική οικονομική θεωρία (που υιοθετεί μια ωφελιμιστική οικονομική φιλοσοφία με βασική αρχή πολιτικής ανταγωνισμού το “laissez-faire”) και αποτέλεσε αντίδραση στις θέσεις των στρουκτουραλιστών. Χαρακτηριστικό της, πάντως, δεν είναι η προσκόλληση σε κάποιο θεωρητικό μοντέλο αλλά ο σκεπτικισμός έναντι της τότε κρατούσας πολιτικής ανταγωνισμού, όπως αυτή εφαρμοζόταν και από τα αμερικανικά δικαστήρια. Οι απαρχές της Σχολής του Σικάγο ανατρέχουν στη δεκαετία του 1950, ωστόσο, οι θέσεις της άρχισαν να ασκούν επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής ανταγωνισμού περί το τέλος της δεκαετίας του 1970. Βασική θέση της είναι ότι η μεγέθυνση της ευημερίας του καταναλωτή (consumer welfare) εξασφαλίζεται με την αύξηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας (efficiency). Υπ’ αυτήν την έννοια ο ανταγωνισμός είναι άξιος προστασίας, μόνον όταν συμβάλλει στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
25Η αποτελεσματικότητα διακρίνεται σε αποτελεσματικότητα κατανομής των παραγωγικών συντελεστών στο σύνολο της οικονομίας ή κατανεμητική αποτελεσματικότητα (“allocative efficiency”) και αποτελεσματικότητα ως προς την εκμετάλλευση των παραγωγικών συντελεστών μεμονωμένων επιχειρήσεων ή παραγωγική αποτελεσματικότητα (“productive efficiency”). Η ευημερία του καταναλωτή αυξάνεται, όταν βελτιώνεται η κατανεμητική αποτελεσματικότητα, αφού τότε η κατανομή των παραγωγικών συντελεστών ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καταναλωτών στο μέγιστο επιτρεπόμενο από την τεχνολογική πρόοδο βαθμό. Επομένως, το αντιμονοπωλιακό δίκαιο επιδιώκοντας την αύξηση της ευημερίας του καταναλωτή επιδιώκει και τη βελτίωση της κατανεμητικής αποτελεσματικότητας.
26Δεδομένου όμως ότι η κατανεμητική και η παραγωγική αποτελεσματικότητα δεν συμβαδίζουν (έτσι π.χ. η κατασκευή νέων εγκαταστάσεων και η δημιουργία οικονομιών κλίμακας ή η απόκτηση ενός υψηλού μεριδίου αγοράς μπορεί να ενισχύει την παραγωγική αποτελεσματικότητα μιας επιχείρησης και να της επιτρέπει τη διαμόρφωση «μονοπωλιακών» τιμών, μειώνοντας την κατανεμητική αποτελεσματικότητα), η επιδίωξη της βελτίωσης της κατανεμητικής αποτελεσματικότητας δεν πρέπει να βλάπτει την παραγωγική αποτελεσματικότητα σε σημείο που τελικά μειώνει ή εκμηδενίζει την ευημερία των καταναλωτών. Η ορθή πολιτική ανταγωνισμού, σταθμίζοντας τα κέρδη και τις απώλειες παραγωγικής και κατανεμητικής αποτελεσματικότητας, οφείλει να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των «καθαρών κερδών» αποτελεσματικότητας.
Σελ. 15
27Σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τη «Σχολή του Harvard» οι θεωρητικοί του Σικάγο δεν αποδίδουν την ίδια σημασία στη διάρθρωση της αγοράς ως προσδιοριστικό παράγοντα των οικονομικών αποτελεσμάτων. Θεωρούν, μάλιστα, ότι ο περιορισμένος αριθμός επιχειρήσεων στη σχετική αγορά οδηγεί σε πιο αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Με το σκεπτικό ότι η τάση για συγκέντρωση ενδέχεται να αποτυπώνει μια φυσική εξέλιξη προς μια πιο αποτελεσματική διάρθρωση αγοράς, προτείνουν ένα «χαλαρότερο» έλεγχο συγκεντρώσεων των επιχειρήσεων. Όσον αφορά την αιτιώδη σχέση διάρθρωσης αγοράς - επιχειρηματικής συμπεριφοράς - οικονομικών αποτελεσμάτων, τη δέχονται αντεστραμμένη. Δέχονται δηλ. ότι δεν είναι η διάρθρωση της αγοράς που προσδιορίζει τα οικονομικά αποτελέσματα, αλλά ότι τα οικονομικά αποτελέσματα διαμορφώνουν τη διάρθρωση της αγοράς (αντίστροφη αιτιώδης σχέση).
28Η θεωρία του ανταγωνισμού πρέπει, κατά τη «Σχολή του Σικάγο», να απαλλαγεί από την εσφαλμένη άποψη ότι η παραγωγική αποτελεσματικότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «εμπόδιο εισόδου» στην αγορά. Τα εμπόδια εισόδου στο μέτρο που οφείλονται στην αποτελεσματικότητα, δεν αποτελούν πρόβλημα. Το γεγονός ότι η είσοδος σε συγκεκριμένη αγορά είναι δυσχερής δεν αποτελεί εμπόδιο, αφού αυτό είναι φυσιολογικό και εξαρτάται από το είδος της δραστηριότητας που πρόκειται να αναλάβει η εισερχόμενη επιχείρηση. Η είσοδος στην αγορά, όπως και η έξοδος από αυτή, είναι συνήθως ευχερής, εκτός αν υπάρχουν «τεχνητά εμπόδια», όπως τα προερχόμενα από κρατική παρέμβαση και ορισμένες επιχειρηματικές πρακτικές που αποσκοπούν στον αποκλεισμό της αγοράς από την είσοδο δυνητικών ανταγωνιστών (“predation”), οι οποίες, πάντως, εξαιτίας της κατά κανόνα ευχερούς εισόδου στις αγορές, είναι σπάνιες. Γενικότερα, η μονομερής αύξηση ισχύος στην αγορά δεν είναι κατά κανόνα δυνατή, αφού η μονοπωλιακή συμπεριφορά προκαλεί την είσοδο νέων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά.
29Δεδομένου ότι οι θεωρητικοί του Σικάγο τάσσονται υπέρ της μακροπρόθεσμης θεώρησης του ανταγωνισμικού φαινομένου, και δέχονται ότι σε μακροπρόθεσμη προοπτική ο ανταγωνισμός αυτοαποκαθίσταται (αφού η προοπτική υπερκερδών σε μια αγορά που μονοπωλείται, προκαλεί την είσοδο νέων ανταγωνιστών και επομένως τη διαμόρφωση συνθηκών ανταγωνισμού), υποστηρίζουν ότι το κράτος έχει καθήκον αυτοσυγκράτησης και οφείλει να παρεμβαίνει, μόνο όταν ο ανταγωνισμός περιορίζεται από (i) οριζόντιες συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ιδίως τον καθορισμό των τιμών ή την κατανομή των αγορών, (ii) οριζόντιες συγκεντρώσεις, που δημιουργούν πολύ υψηλά μερίδια αγοράς και (iii) αυθαίρετη μείωση τιμών που αποσκοπεί να αποτρέψει ή να καθυστερήσει την είσοδο νέων
Σελ. 16
ανταγωνιστών στην αγορά ή και να «πειθαρχήσει» ήδη εγκατεστημένους στην αγορά ανταγωνιστές.
30Εν κατακλείδι, για τη Σχολή του Σικάγο το κύριο ζήτημα ανταγωνισμού δεν εστιάζεται στη διάρθρωση της αγοράς, αλλά στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Το αξιολογικό κριτήριο για την εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας μετατοπίζεται από την εξέταση της ισχύος στη αγορά στην εξέταση, κατά πόσο η υπό κρίση συμπεριφορά βελτιώνει ή όχι την αποτελεσματικότητα.
31Μολονότι η θεωρία ανταγωνισμού της Σχολής του Σικάγο έχει μάλλον υπερεκτιμηθεί, είναι γεγονός ότι συνέβαλε στην αναμόρφωση των κανόνων του αμερικανικού αντιμονοπωλιακού δικαίου, ιδίως εκείνων που αφορούν τους κάθετους περιορισμούς, τον έλεγχο συγκεντρώσεων και την καταχρηστική υποτιμολόγηση (“predatory pricing”). Κυρίως όμως συνέβαλε αφενός στην αναθεώρηση του τρόπου ανάλυσης ορισμένων βασικών συνθηκών ανταγωνισμού, όπως η ισχύς στην αγορά, η είσοδος σε αυτή και η αποτελεσματικότητα, και αφετέρου στην ανάδειξη σφαλμάτων, στα οποία είχε υποπέσει η νομολογία λόγω ανεπαρκούς οικονομικής ανάλυσης. Τελικώς, βελτίωσε την ποιότητα ανάλυσης στο δίκαιο του ανταγωνισμού, αφού και η αντίκρουση των θέσεων της Σχολής του Σικάγο προϋποθέτει ανάλογη αιτιολογία.
32(γ) Η υπεραπλούστευση της οικονομικής ανάλυσης που συχνά πρότεινε η Σχολή του Σικάγο, προκειμένου να υποστηρίξει τη μη αντίθεση επιχειρηματικών πρακτικών προς τους κανόνες ανταγωνισμού, προκάλεσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντιδράσεις στη θεωρία (κυρίως από τους Hovenkamp, Salop, Krattenmaker, Riordan, Tirole και Baker) που εκδηλώθηκαν κυρίως ως «μετά-Σικάγο» ανάλυση (“post-Chicago antitrust analysis” ή “new industrial economics”). Σκοπός αυτής της κίνησης δεν ήταν να υποστηρίξει την επιστροφή στη στρουκτουραλιστική ανάλυση της Σχολής του Harvard, αλλά να καταδείξει ότι οι αγορές και οι επιχειρηματικές πρακτικές ήταν πιο σύνθετες από ό,τι παρουσιάζονταν από τους θεωρητικούς του Σικάγο και ότι αρκετές από τις πρακτικές που εκείνοι θεωρούσαν επωφελείς για τον ανταγωνισμό, στην πραγματικότητα τον περιόριζαν. Με άλλα λόγια, σκοπός της «μετά-Σικάγο» ανάλυσης δεν ήταν τόσο η αναίρεση όσο η τροποποίηση των απόψεων της Σχολής του Σικάγο. Όπως σημειώνει ο Hovenkamp. «Η Σχολή του Σικάγο προσφέρει απλότητα, κομψότητα και συχνά εύκολες απαντήσεις στα ζητήματα του αντιμονοπωλιακού δικαίου. Οι εναλλακτικές είναι σχεδόν πάντα πιο περίπλοκες, πιο πολυδάπανες και λιγότερο σαφείς. Ωστόσο, η πολιτική οφείλει να αντανακλά τον κόσμο που ζούμε και ο κόσμος αυτός είναι περίπλοκος».
Σελ. 17
33Κατά τις «μετά-Σικάγο» αντιλήψεις τα οικονομικά υποδείγματα που χρησιμοποιεί η Σχολή του Σικάγο δεν είναι μόνο υπεραπλουστευμένα αλλά και στατικά και ως εκ τούτου απρόσφορα να λάβουν επαρκώς υπόψη τη δυναμική του ανταγωνισμού. Αντ’ αυτών προτείνεται η χρησιμοποίηση σύνθετων μαθηματικών υποδειγμάτων που προέρχονται κυρίως από τη «θεωρία των παιγνίων» (“game theory”).
34Δεδομένου ότι, η «μετά-Σικάγο» θεωρία, έχει λιγότερη εμπιστοσύνη στους μηχανισμούς αυτοαποκατάστασης του ανταγωνισμού, η πολιτική που υποστηρίζει είναι περισσότερο παρεμβατική. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των εργαλείων ανάλυσης της θεωρίας αυτής έχει προκαλέσει επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα των δικαστηρίων να τα αφομοιώσουν και να διαμορφώσουν τα κατάλληλα κριτήρια εφαρμογής των αντιμονοπωλιακών κανόνων.
Γ. Οι στόχοι δικαίου και πολιτικής ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1. Από τη Σχολή του Freiburg στο “more economic approach”
35Όπως ήδη σημειώθηκε, η πολιτική επιρροή της Σχολής του Freiburg κατά τη δεκαετία του 1950 αποτυπώθηκε στη σύνταξη και στα πρώτα έτη εφαρμογής όχι μόνο του γερμανικού αντιμονοπωλιακού νόμου του (GWB) αλλά και των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης της Ρώμης.
36Οι βασικές αρχές που διέπουν το δίκαιο ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια πολιτικοοικονομική (οικονομική ελευθερία), μια οικονομική (οικονομική αποτελεσματικότητα) και μια πολιτική (δημιουργία της κοινής αγοράς) με έμφαση, ως τη δεκαετία του 1990, στην ανάγκη προστασίας της οικονομικής ελευθερίας και της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς. Μάλιστα, η διάρθρωση της γενικής ρήτρας του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (τότε 85 ΣΕΟΚ) σε απαγορευτικό κανόνα (παρ. 1) και εξαίρεση (παρ. 3) είναι συγγενής προς τη λογική της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας και πάντως είναι ξένη προς τη λογική της νεοκλασσικής αντίληψης περί ανταγωνισμού. Πράγματι, αφού η τελευταία θεωρεί ως περιορισμό του ανταγωνισμού τον περιορισμό της ευημερίας του καταναλωτή, θα ήταν αντιφατικό να δεχθεί την παρ. 3 της γενικής ρήτρας που αποδέχεται περιορισμούς του ανταγωνισμού με τη δικαιολογία ότι, μεταξύ άλλων, βελτιώνουν την οικονομική αποτελεσματικότητα και επομένως την ευημερία του καταναλωτή.
37Η διάρθρωση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν φαίνεται καταρχήν εναρμονισμένη ούτε με τη θεωρία προστασίας της οικονομικής ελευθερίας, αφού μια επιχειρηματική συμπεριφορά που περιορίζει την ελευθερία ανταγωνισμού και ως εκ τούτου εμπίπτει στην απαγόρευση της παρ. 1, δεν θα έπρεπε να απαλλάσσεται από την απαγόρευση. Ωστόσο, η λεγόμενη “Harmoniethese” της θεωρίας προστασίας του ανταγωνισμού,
Σελ. 18
δηλ. η θέση που δέχεται ότι μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και οικονομικής αποτελεσματικότητας δεν δημιουργείται σύγκρουση, αλλ’ ότι η διασφάλιση της οικονομικής ελευθερίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκην άριστα οικονομικά αποτελέσματα, δεν έχει τύχει γενικής αποδοχής, πράγμα που οδήγησε σε «νομοθετικό συμβιβασμό». Κατά συνέπεια, ισχύει μεν ως κανόνας η προστασία της ελευθερίας ανταγωνισμού, όμως υπό συγκεκριμένους όρους (όπως η εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών στην προκύπτουσα ωφέλεια, η μη επιβολή περιορισμών στις οικείες επιχειρήσεις πέραν των αναγκαίων και η μη κατάργηση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά) εισάγεται απόκλιση χάριν της βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
38Κατά τις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων το σχήμα κανόνας-εξαίρεση σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της έννοιας «περιορισμός του ανταγωνισμού» του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ αφενός και την πολύ φειδωλή κατάφαση των προϋποθέσεων της απαλλαγής της παρ. 3 από τα κοινοτικά όργανα αφετέρου είχε ως συνέπεια την συχνά υπέρ το δέον αυστηρή αντιμετώπιση της επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό επιτάθηκε από τον πολιτικό στόχο της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς - αναμενόμενη στην αρχική φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης - στην επιδίωξη της οποίας τάχθηκε και η εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Έτσι, πρακτικές που βελτίωναν την οικονομική αποτελεσματικότητα, ιδίως στις λεγόμενες κάθετες συμφωνίες, θυσιάζονταν όχι μόνον υπέρ της οικονομικής ελευθερίας αλλά και υπέρ της δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς.
39Από τέλη της δεκαετίας του 1990 γίνεται όλο και περισσότερο έντονος ο προσανατολισμός στην οικονομική ανάλυση του δικαίου. Η στροφή αυτή - αποτέλεσμα της δικαιολογημένης κριτικής που δεχόταν η συχνά φορμαλιστική διατύπωση και εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, αλλά και των εξελίξεων στη θεωρία και στη νομολογία του αμερικανικού δικαίου του ανταγωνισμού - αποτυπώνεται, σε νομοθετικό επίπεδο, το πρώτον με την εισαγωγή του Κανονισμού 2790/1999 της Επιτροπής για τους κάθετους περιορισμούς και τη μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος από τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών του ιδίου δικτύου διανομής (“intrabrand competition”) στον ανταγωνισμό μεταξύ δικτύων διανομής των διαφόρων προμηθευτών (“interbrand competition”). Συνεχίζει με τις Κατευθυντήριες που επιχειρούν να εξορθολογίσουν το πεδίο εφαρμογής του (τότε) άρθρου 81 παρ. 1 και 3 ΣυνθΕΚ στις οριζόντιες συμφωνίες και με τον Κανονισμό 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο
Σελ. 19
συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, αφενός με την εισαγωγή νέου κριτηρίου αξιολόγησης και την αντίστοιχη «υποχώρηση» του κριτηρίου της δεσπόζουσας θέσης και αφετέρου με την αναβάθμιση του στοιχείου της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Τον τελευταίο, μέχρι σήμερα, σταθμό της αναθεωρητικής δραστηριότητας της Επιτροπής αποτελούν οι Κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τις αντιλήψεις και προτεραιότητές της σχετικά με την εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
40Η νέα τάση, γνωστή ως “more economic approach”, που χαρακτηρίζεται ως ευρωπαϊκή παραλλαγή της «μετά-Σικάγο» θεωρίας, υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού δεν πρέπει να επιδιώκει τη διασφάλιση των όρων λειτουργίας της ανταγωνιστικής διαδικασίας μέσω του ελέγχου ορισμένων τύπων συμπεριφοράς, οι οποίοι σύμφωνα με τη διαθέσιμη γνώση της οικονομικής επιστήμης έχουν καταρχήν περιοριστική επίδραση στον ανταγωνισμό (“form-based approach”), αλλά την ευημερία του καταναλωτή μέσω της διασφάλισης της παραγωγικής και κατανεμητικής αποτελεσματικότητας. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να εξετάζει την επίδραση κάθε επιχειρηματικής πρακτικής στην οικονομική αποτελεσματικότητα (“effects-based approach”), να σταθμίζει τα οφέλη και τις απώλειες αποτελεσματικότητας που προκύπτουν από την εξεταζόμενη συμπεριφορά και να την αποδέχεται, όταν τα οφέλη υπερκαλύπτουν τις απώλειες. Επομένως, ενώ κατ’ εφαρμογή της προσέγγισης που βασίζεται στο είδος της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, η Αρχή ανταγωνισμού,
Σελ. 20
για να θεμελιωθεί η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αρκεί να αποδείξει την απαγορευμένη συμπεριφορά, υπό το καθεστώς της προσέγγισης που βασίζεται στα οικονομικά αποτελέσματα, η παράβαση θεμελιώνεται, όταν αποδεικνύεται ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά επηρεάζει αρνητικά την οικονομική αποτελεσματικότητα. Όπως είναι εύλογο, η κατά περίπτωση αξιολόγηση απομακρύνεται από τους “per se” κανόνες γενικής ισχύος και συνδέεται με «κανόνες λογικής» (“rules of reason”). Επομένως, τρία βασικά συστατικά του “effects-based approach” είναι (α) η επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας προς το σκοπό της (β) ευημερίας του καταναλωτή, η οποία κρίνεται στη βάση ενός (γ) rule of reason που αξιολογεί την υπό εξέταση επιχειρηματική συμπεριφορά.
41Αντιπροσωπευτική της νέας προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η επισήμανση της τότε Επιτρόπου Ανταγωνισμού σε ομιλία το 2005: «Η ευημερία του καταναλωτή έχει πλέον καθιερωθεί ως το κριτήριο που εφαρμόζει η Επιτροπή, όταν αξιολογεί συγκεντρώσεις και παραβάσεις των κανόνων της Συνθήκης για συμπράξεις και μονοπώλια. Ο στόχος μας είναι απλός: να προστατεύσουμε τον ανταγωνισμό στην αγορά ως μέσο για τη βελτίωση της ευημερίας του καταναλωτή και την εξασφάλιση αποτελεσματικής κατανομής πόρων». Στο ίδιο πνεύμα ο τότε Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού τόνιζε ότι: «Ευημερία του καταναλωτή και αποτελεσματικότητα είναι οι δυο κατευθυντήριες αρχές του δικαίου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανταγωνιστική διαδικασία, μολονότι είναι σημαντική ως μέσο και μολονότι σε πολλές περιπτώσεις η στρέβλωσή της έχει ως συνέπεια τη ζημία του καταναλωτή, δεν αποτελεί καθεαυτή αντικείμενο προστασίας. Ο τελικός στόχος είναι η ευημερία του καταναλωτή ως αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής διαδικασίας».