ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 9.4€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 22,40 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18668
Παπαδόπουλος Σ.
Αντωνόπουλος Κ.
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αντωνόπουλος Κ.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 128
  • ISBN: 978-960-654-803-1

Η διερεύνηση του προβλήματος της Γενοκτονίας των Ποντίων υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου είναι το θέμα του βιβλίου «Το Έγκλημα της Γενοκτονίας των Ποντίων και η Περίπτωση των Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου». Επιχειρείται η ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στον Πόντο μέσω πρωτογενών πηγών και αρχείων ξένων κρατών, τα οποία αποτελούν αυθεντικές περιγραφές των γεγονότων, τα οποία συνέβησαν. Για την ακρίβεια, αποκαλύπτεται η συστηματική και εκτεταμένη άσκηση βίας κατά των Ποντίων και αναδεικνύεται η ιστορική αλήθεια. Πέρα από τα παραπάνω, εξετάζεται η γενοκτονία των Ποντίων σε νομικό επίπεδο και προσεγγίζεται το έγκλημα βάσει ιστορικών και νομικών κριτηρίων, αποδεικνύοντας τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η νομική προσέγγιση υποστηρίζεται μέσω της νομολογίας Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων και εστιάζει στην ανάλυση των Συνθηκών των Σεβρών και της Λοζάνης, όπως επίσης και στα ζητήματα της ισχύος του ισχυρισμού σύμφωνα με τον οποίο η Τουρκία έχει ευθύνη για τις πράξεις που συνέβησαν. Αποτελεί μία διεξοδική δικαιική προσέγγιση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου αποδεικνύοντας με πειστικά επιχειρήματα και τεκμηριωμένα συμπεράσματα την τέλεση του συγκεκριμένου ειδεχθούς εγκλήματος, προάγοντας την αναγνώρισή του.


Το βιβλίο απευθύνεται στους μελετητές του διεθνούς δικαίου και σε κάθε ενδιαφερόμενο στην προσέγγιση της Γενοκτονίας των Ποντίων και του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου ως προς αυτήν.

1

Πρόλογος VII

Ευχαριστίες XI

Κατάλογος Διεθνών Συμβάσεων XV

Κατάλογος Νομολογίας XVII

Κατάλογος Ελληνόγλωσσων και Ξενόγλωσσων Συντομογραφιών XXI

 

Εισαγωγή 1

ΜΕΡΟΣ Α
Το Έγκλημα της Γενοκτονίας στο Διεθνές Δίκαιο

Α.1 Ιστορική Αναδρομή 3

Α.1.1 Η Έννοια της Γενοκτονίας 3

Α.1.2 Στρατιωτικά Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο 5

Α.1.3 Τα Δικαστήρια του Νόμου υπ’ αριθ. 10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου
Ελέγχου για τη Γερμανία (Ν
. 10/1945) 10

Α.1.4 Γενοκτονία και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας 15

A.2 Η Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του
Εγκλήματος της Γενοκτονίας
17

A.2.1 Η Απόφαση 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ 17

A.2.2 Η Νομοτεχνική Μορφή της Σύμβασης 19

A.2.3 Η Σύμβαση και το Εθιμικό Δίκαιο - Η Απαγόρευση της Γενοκτονίας
ως Κανόνας Jus Cogens 24

A.2.4 Η Φύση της Γενοκτονίας 28

A.3 Οι Προστατευόμενες Ομάδες 31

A.4 Η Αντικειμενική Υπόσταση του Εγκλήματος (Actus Reus) 35

A.4.1 Ο Φόνος των Μελών της Ομάδας 36

A.4.2 Η Σοβαρή Βλάβη της Σωματικής ή της Διανοητικής Ακεραιότητας
των Μελών της Ομάδας 37

A.4.3 Η εκ Προθέσεως Υποβολή της Ομάδας σε Συνθήκες Διαβίωσης που
μπορούν να επιφέρουν την Πλήρη ή την Μερική

Σωματική Καταστροφή αυτής 39

A.4.4 Η Λήψη και Εφαρμογή Μέτρων που αποβλέπουν στην Παρεμπόδιση
των Γεννήσεων στους Κόλπους μιας Ομάδας 40

A.4.5 Η Αναγκαστική Μεταφορά Παιδιών από μια Ομάδα σε άλλη 41

A.5 Η Υποκειμενική Υπόσταση του Εγκλήματος (Mens Rea) 43

A.5.1 Η Έννοια του Ειδικού Δόλου (Dolus Specialis) και η Απόδειξή του 44

A.5.2 Δόλος και Απλή Γνώση 47

A.5.3 Τα Στοιχεία της Πρόθεσης Διάπραξης του Εγκλήματος της Γενοκτονίας 48

A.5.3.1 Η «φυσική εξόντωση» των Μελών της Ομάδας 49

A.5.3.2 Η «εν όλω ή εν μέρει» εξόντωση των Μελών της Ομάδας 50

A.5.3.3 «Ως τέτοιας» 53

ΜΕΡΟΣ Β
Τα Πραγματικά Περιστατικά/Γεγονότα στον Πόντο

Β.1 Ιστορική Αναδρομή 55

Β.1.1 Η Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού από την Αρχαιότητα
έως και τις Αρχές του 20ου αιώνα 55

Β.1.2 Η Βία Εναντίον των Ελληνικών Πληθυσμών του Πόντου 58

Β.1.2.1 Περίοδος μεταξύ 1914 και 1918 61

Β.1.2.2 Περίοδος μεταξύ 1919 και 1923 61

Β.1.3 Μαρτυρίες 61

Β.2 Εξέταση της Γενοκτονίας των Ποντίων σε Νομικό Επίπεδο 71

Β.2.1 Οι Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης 71

Β.2.2 Η Σύμβαση για τη Γενοκτονία δεν έχει Αναδρομική Ισχύ 73

Β.2.3 Η Ευθύνη της Τουρκίας για Πράξεις που συνέβησαν την Περίοδο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Γενοκτονία των Ποντίων Σήμερα 76

Συμπεράσματα 89

Βιβλιογραφία 93

Νόμοι - Νομοθετικά Διατάγματα - Αποφάσεις 96

Ευρετήριο 99

Σελ. 1

Εισαγωγή

Γυρίζοντας το χρόνο πίσω και μελετώντας πλήθος εγκλημάτων που διαπράχθηκαν και διαπράττονται ακόμη και σήμερα, διαπιστώνεται ότι ένα από τα πιο ειδεχθή αποτελεί αυτό της γενοκτονίας. Η τυποποίησή του έγινε στην Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας το 1948. Αναμφίβολα, θηριωδίες τέτοιου είδους πραγματοποιήθηκαν πολύ πιο πριν την υιοθέτηση της Σύμβασης, αποτελώντας ένα πανάρχαιο φαινόμενο, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν γενοκτονίες σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στις διατάξεις αυτής. Ένας από τους πληθυσμούς που υπέστησαν εγκλήματα τόσο απάνθρωπα ήταν οι Έλληνες του Πόντου. Υπήρξαν θύματα πράξεων βίαιων, φονικών και μαζικών που διαπράχθηκαν τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και τη σύσταση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Το παρόν βιβλίο επιχειρεί να αναλύσει το έγκλημα της γενοκτονίας και την περίπτωση των Ποντίων από το 1914 έως το 1923. Αρχικά, παρατίθεται μια ιστορική αναδρομή του εγκλήματος της Γενοκτονίας μέχρι την κωδικοποίησή του. Επισημαίνεται η έννοια της γενοκτονίας όπως αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Raphael Lemkin και γίνεται αναφορά στα Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο. Ακολουθούν τα δικαστήρια του Νόμου υπ. αριθ. 10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου για τη Γερμανία και η σχέση της γενοκτονίας με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ακολούθως, αναλύεται η Σύμβαση της Γενοκτονίας με περιγραφή, πρώτα, της Απόφασης 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με τίτλο “Το έγκλημα της Γενοκτονίας”, η οποία τη χαρακτήριζε ως έγκλημα διεθνούς δικαίου και ζητούσε την κατάρτιση σχεδίου για την καταστολή και τιμωρία του. Περιγράφονται οι προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης που αντανακλά εθιμικό διεθνές δίκαιο και παρουσιάζεται η φύση και νομοτεχνική μορφή αυτής, μέσω της ανάλυσης των διατάξεών της. Εν συνεχεία, αναλύονται οι προστατευόμενες ομάδες, η αντικειμενική υπόσταση της Σύμβασης, που αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίες τελούνται κατά των ομάδων αυτών και η υποκειμενική υπόσταση που απαιτεί εκτός από την ύπαρξη δόλου για κάθε επί μέρους πράξη και την ειδική πρόθεση για καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει αυτών. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για την απαγγελία κατηγοριών και τονίζεται ότι η απαγόρευση του συγκεκριμένου εγκλήματος αποτελεί αναγκαστικό κανόνα του διεθνούς δικαίου (jus cogens).

Τέλος, επιχειρείται η ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στον Πόντο μέσω πρωτογενών πηγών και αρχείων ξένων κρατών, τα οποία αποτελούν αυθεντικές περιγραφές των γεγονότων, τα οποία συνέβησαν. Για την ακρίβεια, αποκαλύπτεται η συστηματική και εκτεταμένη άσκηση βίας κατά των Ποντίων και αναδεικνύεται η ιστορική αλήθεια. Πέρα από τα παραπάνω, εξετάζεται η γενοκτονία των Ποντίων σε νομικό επίπεδο και προσεγγίζεται το έγκλημα βάσει ιστορικών και νομικών κριτηρίων, αποδεικνύοντας τα στοιχεία της αντικει

Σελ. 2

μενικής και υποκειμενικής υπόστασης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η νομική προσέγγιση υποστηρίζεται μέσω της νομολογίας Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων και εστιάζει στην ανάλυση των Συνθηκών των Σεβρών και της Λωζάνης, στα ζητήματα της αναδρομικής ισχύος της Σύμβασης και του ισχυρισμού σύμφωνα με τον οποίο η Τουρκία έχει ευθύνη για τις πράξεις που συνέβησαν. Οι Έλληνες του Πόντου, λόγω της μη αναδρομικότητας της Σύμβασης, μπορούν να στηριχτούν στην παραβίαση του εθιμικού δικαίου εκείνης της περιόδου το οποίο αντανακλάται στην Σύμβαση του 1948. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εύλογο να χαρακτηριστούν ως γενοκτονία τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν διότι αποτελούν πράξεις, οι οποίες εμπίπτουν στην ποινική υπόσταση του εγκλήματος και να απαιτηθεί από τους Έλληνες Πόντιους η ιστορική και ηθική δικαίωσή τους.

Σελ. 3

ΜΕΡΟΣ Α

Το Έγκλημα της Γενοκτονίας στο Διεθνές Δίκαιο

Α.1 Ιστορική Αναδρομή

Α.1.1 Η Έννοια της Γενοκτονίας

Η διαφορετικότητα των ανθρώπων υπήρξε ανά τους αιώνες, λόγος για έριδες και βίαιες συγκρούσεις που είχαν ως απότοκο τον θάνατο και την εξόντωση μεγάλων ομάδων ανθρώπων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των ακροτήτων ήταν ο αφανισμός των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής, το ολοκαύτωμα των Εβραίων, η γενοκτονία των Αρμενίων και βεβαίως, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον Πόντο, στις αρχές του 20ου αιώνα.

Παρά τις φρικαλεότητες αυτών των διαπραχθέντων εγκλημάτων, απαιτήθηκαν πολλά χρόνια, ώστε να δοθεί ένα όνομα σε αυτό το έγκλημα, στο οποίο αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Sir Winston Churchill, σε μια ομιλία του, λέγοντας πως «βρισκόμαστε ενώπιον ενός εγκλήματος χωρίς όνομα», αναφερόμενος στις γερμανικές θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο όρος, λοιπόν, για «το έγκλημα των εγκλημάτων», επινοήθηκε το 1944 και έχει την υπογραφή του νομικού και καθηγητή του πανεπιστημίου του Yale, Raphael Lemkin. Η λέξη “genocide” που εφηύρε, αποτελεί μια σύνθετη λέξη, η οποία απαρτίζεται από την ελληνική λέξη “γένος” και την λατινική “cide” (caedere) που σημαίνει, σκοτώνω.

Ο Lemkin γεννήθηκε το 1900 στην Ανατολική Πολωνία (σημερινή Λευκορωσία) και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Από μικρή ηλικία στράφηκε στη μελέτη βιβλίων που αφορούσαν διωγμούς μειονοτικών ομάδων και άρχισε να τον διακατέχει ένα μεγάλο αίσθημα δικαιοσύνης σχετικά με την μεταχείριση αυτών των ομάδων από τις κυβερνήσεις των κρατών στα οποία ζούσαν. Στα 18 του χρόνια, ήταν συντετριμμένος από τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Οθωμανοί κατά των Αρμενίων, σημειώνοντας ότι, «ένα έθνος δολοφονήθηκε και οι

Σελ. 4

υπαίτιοι είναι ελεύθεροι». Σύμφωνα με τον Kunz, «η κύρια ανησυχία του ήταν, ότι δεν θα έπρεπε πλέον να επιτρέπεται σε μια κυβέρνηση να καταστρέφει με ασυδοσία τους ίδιους της, τους πολίτες». Ήταν αδιανόητο για τον Lemkin τέτοια εγκλήματα να μένουν ατιμώρητα και όρισε ως σκοπό της ζωής του να το αλλάξει αυτό, σπουδάζοντας τη νομική επιστήμη.

Μετά το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. αναγκάστηκε να διαφύγει από την Πολωνία ξεκινώντας ένα επίπονο ταξίδι, και αφού μετέβη σε διάφορες χώρες, όπως τις, Λιθουανία, Σουηδία, Ρωσία, Ιαπωνία και τον Καναδά, κατέληξε στις ΗΠΑ, έχοντας μαζί του μόνο μια τσάντα που περιείχε ένα σύνολο από ναζιστικά διατάγματα και κανονισμούς. Έγγραφα τα οποία συνέλεξε με το πέρασμα των χρόνων, κυρίως στη κεντρική βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης και με την βοήθεια των εμπορικών αντιπροσώπων στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς χώρες μιας Σουηδικής εταιρείας της οποίας ήταν νομικός σύμβουλος. Ο Lemkin θεωρούσε ότι επίσημα έγγραφα ιδωμένα συνολικά, αποκάλυπταν συγκεκριμένες πολιτικές. Είχε στην κατοχή του επίσημα έγγραφα που περιείχαν διαταγές με την υπογραφή ακόμη και του ίδιου του Α. Hitler. Γρήγορα διαπίστωσε την ύπαρξη ενός μοτίβου συμπεριφοράς των Γερμανών που αποκάλυπτε την ολοκληρωτική καταστροφή εθνικών ομάδων που περιήλθαν στον έλεγχό τους. Όλα αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία των πράξεων της Ναζιστικής Γερμανίας κατά των Εβραίων και άλλων εθνικών ομάδων, ανέλυσε και δημοσίευσε στο βιβλίο του Axis Rule in Occupied Europe: Laws of Occupation, Analysis of Government, Proposals for Redress το 1944.

Στο κεφάλαιο εννέα του βιβλίου εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο γενοκτονία (genocide), όπου και σημείωσε ότι σημαίνει καταστροφή ενός έθνους ή μέρους αυτού. Επιπρόσθετα, σχολίασε ότι δεν είναι απαραίτητη η απευθείας (άμεση) καταστροφή ενός έθνους εκτός και αν συμβεί μέσω μαζικής δολοφονίας όλων των μελών του. Αφορά περισσότερο την ύπαρξη ενός σχεδίου που συνίσταται στην τέλεση διαφόρων πράξεων με στόχο την καταστροφή των βασικών δομών που διέπουν τη ζωή των εθνικών ομάδων, με σκοπό την εξόντωσή τους και μέσω αυτού του σχεδίου να πληγούν οι πολιτικές και κοινωνικές δομές, η γλώσσα, ο πολιτισμός, η θρησκεία, η οικονομία, η προσωπική ασφάλεια, η ελευθερία και η υγεία αυτών των ομάδων. Το έγκλημα της γενοκτονίας στρέφεται εναντίον της εθνικής ομάδας ως ξεχωριστής οντότητας και οι επί μέρους πράξεις του εγκλήματος εναντίον των

Σελ. 5

θυμάτων, ως μελών συγκεκριμένης ομάδας και όχι ως μεμονωμένων προσώπων. Παρά το γεγονός, της μεγάλης καθυστέρησης, της απόδοσης ενός όρου στο έγκλημα που είναι τόσο παλιό όσο η ανθρωπότητα, ο Raphael Lemkin, τελικά, με την αμίμητη αφοσίωση, ιδεολογία και επιμονή του, μας παρέσχε μια ονομασία για το ανείπωτο.

Α.1.2 Στρατιωτικά Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο

Η δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού συστήματος για τη δίωξη και τιμωρία των δραστών του «εγκλήματος των εγκλημάτων» και της πρόληψης της τέλεσής του, ήταν κάτι για το οποίο επίσης άργησε η ανθρωπότητα να κινητοποιηθεί, όπως άλλωστε και με την ονομασία του. Η ιστορία έπρεπε να καταγράψει τις πρωτοφανείς φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα εκατομμύρια θύματα αυτού και αυτό επετεύχθη με τη σύσταση των πρώτων ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων μέσω της σύναψης διεθνών συμφωνιών ή άλλων κειμένων, με σκοπό την απονομή δικαιοσύνης και την δίωξη και τιμωρία των δραστών της τέλεσης εγκλημάτων κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Αυτά τα δικαστήρια ήταν, το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης (1945), στη Βαυαρία της Γερμανίας, γενέτειρα του εθνικοσοσιαλισμού και το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο για την Άπω Ανατολή, στο Τόκιο της Ιαπωνίας (1946). Σκοπός της σύστασής τους, δεν ήταν η υποκατάσταση των εθνικών δικαστηρίων των αντίστοιχων κρατών, αλλά η τιμωρία των δραστών και σε καμία περίπτωση η πιθανή απαλλαγή τους, από τυχόν ευνοϊκή αντιμετώπιση από τα εθνικά δικαστήρια της Γερμανίας και της Ιαπωνίας είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω απροθυμίας.

Σελ. 6

Υιοθετήθηκε, λοιπόν, από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (8 Αυγούστου 1945), η Συμφωνία για τη Δίωξη και την Τιμωρία του Ευρωπαϊκού Άξονα, η οποία περιελάμβανε τον Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης που αποτελεί παράρτημα της Συμφωνίας του Λονδίνου. Το συγκεκριμένο Καταστατικό θεωρείται η αφετηρία του σύγχρονου Διεθνούς Ποινικού Δικαίου και τα δύο Δικαστήρια αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια απόδοσης ατομικής ποινικής ευθύνης από διεθνή ποινικά δικαιοδοτικά όργανα. Μέχρι εκείνη την περίοδο, τα κράτη πρωτίστως (σχεδόν αποκλειστικά) είχαν διεθνή ευθύνη για την χρήση ένοπλης βίας και την τέλεση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου και όχι μεμονωμένα άτομα. Η δίωξη των ατόμων που τέλεσαν τα συγκεκριμένα εγκλήματα ενέπιπτε στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών και η τιμωρία τους στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου. Καθιερώθηκε η αρχή της ατομικής ποινικής ευθύνης σε διεθνές επίπεδο, με βάση την οποία κάθε άτομο θα μπορούσε να διωχθεί και να δικαστεί για τα τρία εγκλήματα επί των οποίων είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης (και του Τόκιο) και για τα οποία μπορούσε να επιβάλει ποινές σε όσους είχαν καταδικαστεί γι’ αυτά. Όπως έκρινε το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, «τα εγκλήματα κατά του διεθνούς δικαίου διαπράττονται από άτομα, όχι από αφηρημένες οντότητες, και μόνο τιμωρώντας άτομα τα οποία διαπράττουν τέτοια εγκλήματα είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου».

Έτσι, για πρώτη φορά διώχθηκαν ποινικά, σε διεθνές επίπεδο, στελέχη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ενός κράτους. Τον Οκτώβριο του 1945, 24 μέλη της κυβέρνησης και κρατικών οργανισμών της Ναζιστικής Γερμανίας και 8 ναζιστικές οργανώσεις του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ήταν κατηγορούμενοι στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Ο Χάρτης του προέβλεπε και τυποποιούσε τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντάς τα, εγκλήματα διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Χάρτη, το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για τη δίωξη όσων είχαν τελέσει τις παρακάτω πράξεις:

α) Εγκλήματα κατά της Ειρήνης: Συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός, η προετοιμασία, η έναρξη ή η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου ή πολέμου κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών,

Σελ. 7

συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων, ή συμμετοχή σε κοινό σχέδιο ή συνωμοσία για την επίτευξη οποιουδήποτε από τους παραπάνω στόχους.

β) Εγκλήματα Πολέμου: Συγκεκριμένα, παραβιάσεις των νόμων ή των εθίμων του πολέμου. Σε αυτές τις παραβιάσεις περιλαμβάνονται, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτές, η δολοφονία, η κακομεταχείριση ή εκτόπιση για καταναγκαστική εργασία ή οποιοδήποτε άλλο σκοπό, αμάχων από ή σε κατεχόμενη περιοχή, η δολοφονία ή κακομεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ή προσώπων που βρίσκονταν στη θάλασσα, εκτέλεση ομήρων, λεηλασία δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, άνευ διακρίσεως καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων ή χωριών ή καταστροφές μη δικαιολογημένες από στρατιωτική αναγκαιότητα.

γ) Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας: Συγκεκριμένα, δολοφονία, εξόντωση, υποδούλωση, εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις που διεπράχθησαν κατά οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου ή διώξεις λόγω πολιτικών, φυλετικών ή θρησκευτικών αιτίων σε εκτέλεση ή σε σχέση με οποιοδήποτε έγκλημα στο οποίο έχει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, είτε παραβίασαν το εθνικό δίκαιο είτε όχι, της χώρας στην οποία διαπράχθηκαν.

Σχετικά με το Δικαστήριο του Τόκιο, οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν ήταν ταυτόσημες με εκείνες της Νυρεμβέργης, δηλαδή για εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Οι κατηγορούμενοι, σε αυτή την περίπτωση, ήταν 28 υψηλόβαθμοι πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες και ακαδημαϊκοί της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας.

Μεταξύ των εγκλημάτων για τα οποία είχε αρμοδιότητα το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν περιλαμβανόταν η γενοκτονία, καθώς δεν είχε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τυποποιηθεί ως

Σελ. 8

διεθνές έγκλημα. Παρόλο που δεν προβλεπόταν στον Χάρτη του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε ρητά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης των Ναζί εγκληματιών πολέμου και ο όρος συναντάται στις τελικές αγορεύσεις των Βρετανών και Γάλλων κατηγόρων. Επί παραδείγματι στην περίπτωση του κατηγορούμενου von Neurath, ο αναπληρωτής Βρετανός κατήγορος Sir David Maxwell-Fyfe, κατά τη διάρκεια της εξέτασης των κατηγορούμενων αναφέρθηκε στο “γνωστό βιβλίο του Καθηγητή Lemkin”. Άλλα σημεία στα οποία μπορούμε να αναζητήσουμε τον όρο είναι σε αγορεύσεις των μελών της Βρετανικής και Γαλλικής ομάδας κατηγόρων, του Sir Hartley Shawcross και του Champetier de Ribes και Dubost αντίστοιχα, οι οποίοι αναφέρθηκαν εκτενώς και με παρρησία στην γενοκτονία ενώπιον του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Ο όρος “γενοκτονία” χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από τον Ταξίαρχο Telford Taylor, τον επικεφαλής κατήγορο στις δίκες ενώπιον του ειδικού στρατοδικείου των ΗΠΑ (του Ν. 10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου για τη Γερμανία), οι οποίες διεξήχθησαν μετά την Δίκη της Νυρεμβέργης στην υπόθεση εναντίον των Ναζί Ιατρών που διεξήγαγαν πειράματα πάνω σε ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Ρουάντα σημείωσε μετά από χρόνια ότι «… τα εγκλήματα, τα οποία διώχθηκαν στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, τα ονομαζόμενα ως “ολοκαύτωμα των Εβραίων” ή “τελική λύση”, αποτελούσαν συστατικά της γενοκτονίας, αλλά δεν μπορούσαν να αποδοθούν ως τέτοια επειδή το έγκλημα της γενοκτονίας δεν είχε οριστεί μέχρι τότε».

Σύμφωνα με τον Lemkin οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν στην Δίκη της Νυρεμβέργης συνηγόρησαν σε μεγάλο βαθμό υπέρ της χρήσης της έννοιας της γενοκτονίας. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την ερμηνεία του Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου από το ίδιο το Δικαστήριο, πράξεις οι οποίες διαπράχθηκαν πριν την έκρηξη του Πολέμου δεν ενέπιπταν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και ο λόγος αυτής της απόφασης ανάγεται στην διόρθωση ενός υποτιθέμενου λάθους στο Καταστατικό του. Όπως αναφέρει ο Lemkin σε άρθρο του στο “American Journal of International Law” το 1947, «στις 6 Οκτωβρίου του 1945, οι τέσσερις εισαγγελείς υπέγραψαν στο Βερολίνο ένα πρωτόκολλο τροποποιώντας τον Χάρτη με αποτέλεσμα η άνω τελεία στο άρθρο 6, παράγραφος (γ), μεταξύ των λέξεων “πόλεμος” και “ή” είχε εσφαλμένα αντικατασταθεί με ένα κόμμα. Οι υπογράφοντες ήθελαν να εξαλείψουν μια ασυμφωνία μεταξύ του Ρωσικού κειμένου (που είχε κόμμα) και

Σελ. 9

του Γαλλικού και Αγγλικού (που είχε άνω τελεία ανάμεσα στις προαναφερόμενες λέξεις)». Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Χάρτη ασκήθηκε δίωξη μόνο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου ή σε σχέση με τον πόλεμο (δηλαδή μετά την 1 Σεπτεμβρίου 1939) και αποκλείστηκε η δίωξη όλων των εξίσου σοβαρών εγκλημάτων που τελέστηκαν στο έδαφος της Γερμανίας την περίοδο 1933-1939, πριν την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το εμπόδιο της αντιμετώπισης ως εγκλημάτων μόνο των πράξεων, οι οποίες διαπράχθηκαν μετά την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Πολωνία έπαψε να υπάρχει μόνο μετά την Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948) και τα αναφερόμενα στο Άρθρο 1, δηλαδή ότι «…η γενοκτονία, συντελουμένη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου…».

Τελικά, το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν δίκασε κανέναν κατηγορούμενο για το έγκλημα της γενοκτονίας και η εξόντωση των Εβραίων και άλλων ομάδων αντιμετωπίστηκαν ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, η δίκη εστίασε περισσότερο στον επιθετικό πόλεμο των Ναζί και όχι στις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος. Παρόλα τα δεινά, που γνώρισε αυτός ο λαός, δεν είχαν κάποιον να τους αντιπροσωπεύσει και να αναδείξει το Ολοκαύτωμα ως ίσης σημασίας με τα υπόλοιπα εγκλήματα των Γερμανών. Μάλιστα, δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος Ολοκαύτωμα δεν χρησιμοποιήθηκε αλλά η εξόντωση των Εβραίων ήταν μέρος των “γενικών εγκλημάτων κατά των Εβραίων” που τέλεσαν οι Ναζί. Η έλλειψη εβραϊκής αντιπροσώπευσης, η ανεπαρκής αναγνώριση του Ολοκαυτώματος και η συμπερίληψη του, στον διωγμό των Εβραίων, είναι σίγουρα, παράλειψη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου. Η απογοήτευση του Lemkin ήταν μεγάλη, αφού ο όρος δεν είχε συμπεριληφθεί στον Χάρτη, στο κατηγορητήριο και την καταδίκη των ενόχων. Μπορεί να χρησιμοποιήθηκε σε κάποια σημεία, αλλά όχι ως νομικός, αλλά μάλλον ως περιγραφικός όρος.

Σελ. 10

Τα δύο ad hoc διεθνή ποινικά δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο, αναμφίβολα, αποτέλεσαν σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου. Τυποποίησαν κατηγορίες εγκλημάτων και αποτέλεσαν την απαρχή για την τιμωρία των δραστών με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Μπορεί να μην εισήχθη ο όρος «γενοκτονία» στα Καταστατικά τους, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτά τα δικαστήρια αποτελούν τον πρόδρομο για τη σύσταση άλλων διεθνών ποινικών δικαιοδοτικών οργάνων, όχι μόνο ad hoc αλλά και μόνιμων. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια, ότι υπήρξαν αντικείμενο έντονης κριτικής, με βασικότερη, το ότι ιδρύθηκαν από τους ίδιους τους νικητές του πολέμου, με δικαστές και εισαγγελείς, επίσης να έχουν τοποθετηθεί από αυτούς, αποτελώντας περισσότερο διασυμμαχικά δικαστήρια, παρά διεθνή. Μια ακόμη παρατήρηση και ένας ακόμη λόγος κριτικής, είναι ότι εξαιρέθηκαν οι δράσεις και πράξεις των νικητριών δυνάμεων, ειδικά στο Δικαστήριο του Τόκιο, σχετικά με τη χρήση πυρηνικών βομβών στην Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις επικρίσεις σχετικά με τη νομιμότητα τους, αποτέλεσαν τα πρώτα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια με τη νομολογία τους να αποτελεί το θεμέλιο για την σύνταξη της Συμβάσεως για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, συμβάλλοντας ταυτόχρονα για πρώτη φορά στην αναγνώριση ατομικής ποινικής ευθύνης για εγκλήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Α.1.3 Τα Δικαστήρια του Νόμου υπ’ αριθ. 10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου για τη Γερμανία (Ν. 10/1945)

Μετά τη δίκη στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, οι Συμμαχικές δυνάμεις που κατέλαβαν τη Γερμανία, διεξήγαγαν μια σειρά από δίκες εγκληματιών πολέμου, ενώπιον ειδικών στρατοδικείων στην αντίστοιχη ζώνη κατοχής τους. Οι συγκεκριμένες δίκες διεξήχθησαν με βάση τον Ν. 10/1945, του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου, το

Σελ. 11

οποίο διοίκησε τη Γερμανία έως το 1949. Οι σκοποί του Ν. 10/1945, όπως αναφέρεται στο προοίμιό του, ήταν: «να εφαρμοστούν οι όροι της Διακήρυξης της Μόσχας του Οκτώβριου του 1943, να τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία και ο Χάρτης του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 και να θεσπιστεί ενιαία νομική βάση στη Γερμανία για τη δίωξη εγκληματιών πολέμου και άλλων παρόμοιων παραβατών, εκτός από εκείνους με τους οποίους ασχολείται το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο».

Οι Γερμανοί κατηγορούμενοι για την τέλεση εγκλημάτων σε Κράτη που κατείχε η Γερμανία, θα εκδίδονταν με το πέρας του πολέμου στα συγκεκριμένα Κράτη, για να δικαστούν σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Μόσχας (1943) που συμφωνήθηκε από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σοβιετική Ένωση. Προς τούτο, ο Ν. 10/1945 περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις που αφορούν την παράδοση υπόπτων εγκληματιών πολέμου μεταξύ των δυνάμεων κατοχής και την αίτηση από τα υπόλοιπα Συμμαχικά Κράτη για την έκδοση Γερμανών υπόπτων εγκληματιών πολέμου από την Γερμανία σε αυτά. Η Διακήρυξη προέβλεπε, περαιτέρω, ότι οι «σημαντικοί εγκληματίες των οποίων τα αδικήματα δεν έχουν συγκεκριμένη γεωγραφική εμβέλεια» θα τιμωρούνται με «κοινή απόφαση» των Συμμαχικών Κρατών. Η διάταξη αυτή υλοποιήθηκε από τη Δίκη της Νυρεμβέργης βάσει του Χάρτη του Λονδίνου και από τις μεταγενέστερες δίκες βάσει του Ν. 10/1945. Σχετικά με την σχέση της Συμφωνίας του Λονδίνου και του Ν. 10/1945, ο Νόμος ήταν σύμφωνος με τον Χάρτη του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και μάλιστα το ένα κείμενο συμπλήρωνε το άλλο παρέχοντας τη δυνατότητα, σημαντικοί εγκληματίες που δεν δικάστηκαν ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου να δικαστούν ενώπιον των ειδικών στρατοδικείων του Ν. 10/1945. Ο Ν. 10/1945 ήταν, σίγουρα, λιγότερο λεπτομερής από τον Χάρτη της Νυρεμβέργης πάνω στον οποίο βασίστηκε και δεν ίδρυε τα ειδικά στρατοδικεία αλλά εξουσιοδοτούσε τους διοικητές των ζωνών κατοχής να ιδρύσουν τα συγκεκριμένα δικαστήρια με σκοπό να δικάσουν ύποπτους εγκληματίες πολέμου με βάση τις διατάξεις του. Γίνεται εύκολα αντιληπτό σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Ν. 10/1945 ότι η Συμφωνία του Λονδίνου και η Διακήρυξη της Μόσχας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του. Όταν τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 10/1945 ο Χάρτης του Λονδίνου ήταν ήδη σε ισχύ για τέσσερις μήνες περίπου και η δίκη της Νυρεμβέργης είχε αρχίσει και ήταν σε εξέλιξη.

Σελ. 12

Όσον αφορά το Ν. 10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 2, οι πράξεις, οι οποίες τυποποιούνται ως εγκλήματα είναι:

α) Εγκλήματα κατά της ειρήνης. Έναρξη εισβολών άλλων Κρατών και επιθετικών πολέμων κατά παράβαση των διεθνών κανόνων και συνθηκών, συμπεριλαμβανομένου, ενδεικτικά, του σχεδιασμού, της προετοιμασίας, της έναρξης ή της διεξαγωγής ενός επιθετικού πολέμου ή ενός πολέμου παραβίασης διεθνών συνθηκών, συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων ή συμμετοχής σε ένα κοινό σχέδιο ή συνωμοσίας για την επίτευξη οποιουδήποτε από τα παραπάνω.

β) Εγκλήματα πολέμου. Ωμότητες ή αδικήματα κατά προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν παραβιάσεις των νόμων ή των εθίμων του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, της δολοφονίας, της κακομεταχείρισης ή της απέλασης για καταναγκαστική εργασία ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, άμαχου πληθυσμού από κατεχόμενες περιοχές, δολοφονίας ή κακομεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου ή προσώπων στη θάλασσα, δολοφονίας ομήρων, λεηλασίας δημόσιων ή ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, καταστροφής πόλεων ή χωριών ή καταστροφής που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική αναγκαιότητα.

γ) Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Θηριωδίες και αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, ανθρωποκτονίας, εξόντωσης, υποδούλωσης, απέλασης, φυλάκισης, βασανιστηρίων, βιασμών ή άλλων απάνθρωπων πράξεων που διαπράχθηκαν εναντίον οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού ή διώξεων για πολιτικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους, κατά παράβαση ή μη της εσωτερικής νομοθεσίας του Κράτους όπου διαπράχθηκαν.

Σελ. 13

δ) Συμμετοχή σε κατηγορίες εγκληματικής ομάδας ή οργανισμού που έχουν προσδιοριστεί ως εγκληματικές από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό για ακόμη μια φορά ο όρος “γενοκτονία” δεν εμφανίζεται και εξισώνεται με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις δίκες, βάσει του Ν. 10/1945. Παρόλο που δεν συμπεριλήφθηκε στο νόμο, εμφανίστηκε σε διάφορες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα, στην Υπόθεση Josef Altstötter και λοιποί, που αφορούσε πρώην δικαστές, εισαγγελείς ή αξιωματούχους του Υπουργείου Δικαιοσύνης του Γ’ Ράιχ, οι οποίοι ήταν κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ειδικότερα, αναφέρεται στην απόφαση του ειδικού στρατοδικείου των ΗΠΑ, ότι η “γενοκτονία” εκλαμβάνεται ως περίπτωση εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας σύμφωνα με το Ν.10/1945, το οποίο λόγω των επιπτώσεών του, έχει αναγνωριστεί ως παραβίαση του εθιμικού δικαίου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαίωσε ότι αποτελούσε έγκλημα διεθνούς δικαίου για το οποίο αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται. Εν συνεχεία το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γενική Συνέλευση μπορεί να μην αποτελούσε διεθνές νομοθετικό σώμα αλλά δεν παύει να είναι ο πιο έγκυρος ερμηνευτής των απόψεων ή της πεποίθησης της παγκόσμιας γνώμης. Έτσι το στρατοδικείο των ΗΠΑ επιδοκίμασε και υιοθέτησε τα συμπεράσματά της, υποστηρίζοντας ότι είτε η γενοκτονία ήταν προϊόν εθνικής νομοθεσίας είτε του εθιμικού διεθνούς δικαίου, οι πράξεις που αποδίδονταν στους κατηγορουμένους ήταν άδικες και αξιόποινες όταν διαπράχθηκαν. Τα παραπάνω σημεία της Υπόθεσης Josef Altstötter και λοιποί αφορούν την απόρριψη της ένστασης της αρχής της νομιμότητας (nullum crimen nulla poena sine lege, κανένα

Σελ. 14

έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο) που απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή του ποινικού δικαίου.

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η Υπόθεση Ulrich Greifelt και λοιποί. Το κατηγορητήριο ξεκάθαρα αναφέρει: «Οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν για τη τέλεση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, καθώς και εγκλημάτων πολέμου, μεταξύ Σεπτεμβρίου 1939 και Απριλίου 1945, αποτέλεσμα εφαρμογής ενός συστηματικού προγράμματος γενοκτονίας ως ανεξάρτητοι αυτουργοί». Απώτερος σκοπός αυτών των πράξεων ήταν η «καταστροφή άλλων εθνών και εθνοτικών ομάδων». Ο όρος εμφανίζεται, επίσης, και σε άλλα σημεία της απόφασης όπως στα σχόλια-ανάλυση της, όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά σε αυτόν, σχετικά με την προέλευση του και το περιεχόμενό του, παραθέτοντας ακόμη και τα άρθρα της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας.

Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το μέρος της Απόφασης του Δικαστηρίου σχετικά με την σχέση της γενοκτονίας με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ το έγκλημα της γενοκτονίας τελείται τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε περίοδο πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του, σύμφωνα με τον Ν. 10/1945 αφορούν μόνον πράξεις που συνδέονται με την διεξαγωγή ενός επιθετικού πολέμου. Επομένως, οι διώξεις για πολιτικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους που αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εμπίπτουν στην έννοια της γενοκτονίας υπάγονταν στη δικαιοδοσία του όταν τελούνται σε περίοδο πολέμου. Έτσι, λοιπόν, οι πράξεις αυτές αποτελούν ταυτόχρονα γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στην συγκεκριμένη Υπόθεση, Ulrich Greifelt και λοιπών, το δικαστήριο αντιμετώπισε το έγκλημα της γενοκτονίας ως διαπραχθέν μέσω συγκεκριμένων πράξεων, οι οποίες αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας εν καιρώ πολέμου και για τον λόγο αυτό ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του.

Παρά τις πολλές αναφορές στον όρο «γενοκτονία» στις συγκεκριμένες δύο υποθέσεις, κανείς από τους κατηγορούμενους δεν καταδικάστηκε για το συγκεκριμένο έγκλημα, διότι το Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και όχι ως αυτοτελές διεθνές έγκλημα.

Σύμφωνα με την Marchuk, «ορισμένα αδικήματα είχαν εξελιχθεί σημαντικά σε σύγκριση με τον κατάλογο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στους Χάρτες των Δικαστηρίων της Νυρεμβέργης και του Τόκιο. Η συνεισφορά του Ν.10/1945 είναι ότι κατόρθωσε να διορθώσει

Σελ. 15

το μεγάλο ελάττωμα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας εξαλείφοντας τον σύνδεσμο με ένοπλη σύρραξη από τον ορισμό».

Τα Δικαστήρια του Ν. 10/1945 αποτέλεσαν προϊόν των διαφωνιών των Συμμάχων μετά το πέρας της Δίκης της Νυρεμβέργης όσον αφορά την μεταχείριση των υπόπτων για διεθνή εγκλήματα, καταλήγοντας τελικά στη διάλυση του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου το 1948. Παρά τις σημαντικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από αυτά, δεν τιμωρήθηκε κανείς για το έγκλημα της γενοκτονίας καθώς σύμφωνα με το γράμμα του Ν.10/1945 δεν συμπεριλαμβανόταν στη δικαιοδοσία τους.

Α.1.4 Γενοκτονία και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας

Σύμφωνα με τον Kunz, «η απόφαση της Νυρεμβέργης της 1ης Οκτωβρίου του 1946, αναφέρεται σε ορισμένα σημεία, σε αυτό που όρισε ο Lemkin στο βιβλίο του, το 1944, ως φυσική, κοινωνική και πολιτική γενοκτονία, αλλά έχει να κάνει με «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», μια έννοια που δεν είναι ταυτόσημη με αυτή της γενοκτονίας».

Αρχικά, η γενοκτονία θεωρήθηκε ως μια υποκατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Αυτό συνέβη διότι το έγκλημα της γενοκτονίας συμπεριλαμβανόταν στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στα άρθρα 6 και 2 του καταστατικού του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης (IMT) και του Ν.10/1945 του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου αντίστοιχα, χωρίς να γίνεται μια σαφής κατηγοριοποίησή του. Όπως γράφει ο Popovski, «ο Lemkin δεν πίστευε ότι η ευρύτερη κατηγορία εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας θα κάλυπτε τη γενοκτονία, διότι αυτά τα εγκλήματα θεωρήθηκαν ότι εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπογράμμισε ότι η γενοκτονία δεν ήταν μόνο πρόβλημα του πολέμου, αλλά και ένα πρόβλημα της ειρήνης». Τελικά, το 1948 με την σύναψη της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, προβλέφθηκε πλέον με διεθνή συνθήκη ότι η γενοκτονία τελείται τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και

Σελ. 16

εν καιρώ πολέμου, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι τα θύματα είναι σαφώς προσδιορισμένα, ανήκουν δηλαδή σε μια συγκεκριμένη ομάδα, εθνική, εθνολογική, φυλετική ή θρησκευτική.

Επιπρόσθετα, μια ακόμη βασική διαφορά συναντάμε υπό το πρίσμα της υποκειμενικής υπόστασης των δύο εγκλημάτων. Στη γενοκτονία εκτός από την ύπαρξη δόλου για τις επί μέρους πράξεις που συνιστούν γενοκτονία σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης του 1948 πρέπει επί πλέον να υπάρχει ο ειδικός δόλος (dolus specialis) φυσικής εξόντωσης εν όλω ή εν μέρει, μιας συγκεκριμένης ομάδας, εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής. Εφόσον αυτός ο ειδικός δόλος δεν αποδειχθεί, δεν δύναται να διωχθεί και να τιμωρηθεί ένας δράστης για το έγκλημα της γενοκτονίας. Αντίθετα στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας εκτός από τον δόλο για τις επί μέρους πράξεις δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ύπαρξη ειδικού δόλου φυσικής εξόντωσης μιας συγκεκριμένης ομάδας, αλλά μόνον η γνώση ότι οι επί μέρους πράξεις τελούνται ως μέρος μιας συστηματικής ή εκτεταμένης επίθεσης εναντίον οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού.

Ένα ζήτημα το οποίο ανακύπτει συχνά είναι, εάν η γενοκτονία είναι πιο σοβαρό έγκλημα από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Όπως αναφέρει ο Popovski, «τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρά από τη γενοκτονία: εάν ένας στρατιωτικός διοικητής σε μια μεγάλη κατοικημένη περιοχή διατάξει την αδιάκριτη δολοφονία όλων των κατοίκων, αυτό θα αποτελεί, εκτός από έγκλημα πολέμου, ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αλλά αν διατάξει τη δολοφονία μόνο των μελών μιας εθνότητας, χαρίζοντας τη ζωή των υπολοίπων, με αποτέλεσμα τη δολοφονία λιγότερων ανθρώπων, αυτό θα αποτελούσε γενοκτονία».

Σε αυτό το σημείο θεωρώ κατάλληλο να σχολιάσω τη διαφορά της γενοκτονίας από έναν άλλον όρο που εμφανίζεται συχνά, την εθνοκάθαρση. Κατ’ αρχήν, η εθνοκάθαρση δεν συνιστά γενοκτονία αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο 6 του Καταστατικού της Ρώμης. Δεν είναι νομική (δικαιϊκή) έννοια και ο ορισμός της σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη είναι: «…μια σκόπιμη πολιτική που έχει σχεδιαστεί από μια εθνική ή θρησκευτική ομάδα για την απομάκρυνση, με βίαιες και τρομοκρατικές πρακτικές, του άμαχου πληθυσμού μιας άλλης εθνοτικής ή θρησκευτικής ομάδας από ορισμένες γεωγραφικές περιοχές». Δεν αποσκοπεί δηλαδή στη φυσική εξόντωση ομάδων αλλά στην εθνική ομογενοποίηση μιας συγκεκριμένης

Σελ. 17

περιοχής μέσω της απομάκρυνσης των ομάδων που απειλούν την εθνική ομοιογένεια.

Υπάρχει το κοινό στοιχείο επιθέσεων κατά συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, με την διαφορά ότι στην εθνοκάθαρση συναντάμε έναν μη νομικό όρο και απλά την πολιτική εκτόπισης πληθυσμών, ενώ στη γενοκτονία ένα έγκλημα του διεθνούς δικαίου που περιλαμβάνει ως συστατικό του στοιχείο την εκ προθέσεως φυσική εξόντωση μιας εκ των προτέρων προσδιορισμένης ομάδας ανθρώπων. Δεν αποκλείεται, επίσης, σε μια εθνοκάθαρση να υπάρξουν γενοκτόνες πρακτικές ή και το αντίστροφο. Βέβαια, όπως υπογραμμίστηκε από την Επιτροπή εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για την πρώην Γιουγκοσλαβία, οι πρακτικές της εθνοκάθαρσης μπορούν να αποτελέσουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να εξομοιωθούν με συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου. Όπως σχολίασε το ICTY, μεταξύ γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης υπάρχουν ομοιότητες, αλλά είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ φυσικής εξόντωσης και διάλυσης μιας ομάδας. Η απέλαση ολόκληρης ή μέρους ομάδας δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί η πράξη ως γενοκτονία. Τέλος, στην Υπόθεση για την Εφαρμογή της Σύμβασης της Γενοκτονίας (Βοσνία και Ερζεγοβίνη κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου), υπογραμμίζεται ότι η σχέση μεταξύ γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης και το αν ταυτίζονται εξαρτάται από το αν οι πράξεις εμπίπτουν ή όχι στο άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενοκτονίας και από την πρόθεση φυσικής εξόντωσης της ομάδας. Η εθνοκάθαρση δεν αποτελεί νομική έννοια αλλά μπορεί να συμβεί ταυτόχρονα με πράξεις που απαγορεύονται από το άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενοκτονίας αποδίδοντας σε αυτές, τον ειδικό δόλο τέλεσης γενοκτονίας.

A.2 Η Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας

A.2.1 Η Απόφαση 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ

Αμέσως μετά την έκδοση της Απόφασης του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου στην Δίκη της Νυρεμβέργης, πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης, του νεοσύστατου τότε Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία εξέδωσε μια πολύ σημαντική απόφαση σχετικά με την γενοκτονία. Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή, ήταν η υπ’ αριθμόν 96 (1) με τίτλο “Το έγκλημα της Γενοκτονίας”, υιοθετήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1946 και ανέφερε ότι (παρατίθεται όλο το κείμενο):

Σελ. 18

«Η γενοκτονία είναι η άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης ολόκληρων ανθρώπινων ομάδων, καθώς η ανθρωποκτονία είναι η άρνηση του δικαιώματος ζωής των μεμονωμένων ανθρώπων. Μια τέτοια άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης συγκλονίζει τη συνείδηση της ανθρωπότητας, οδηγεί σε μεγάλες απώλειες για την ανθρωπότητα με τη μορφή πολιτιστικών και άλλων συνεισφορών που εκπροσωπούνται από αυτές τις ανθρώπινες ομάδες, και είναι αντίθετη με το ηθικό δίκαιο και με το πνεύμα και τους στόχους των Ηνωμένων Εθνών.

Πολλές περιπτώσεις τέτοιων εγκλημάτων γενοκτονίας έχουν συμβεί όταν φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές και άλλες ομάδες έχουν καταστραφεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει.

Η τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας είναι θέμα διεθνούς ενδιαφέροντος.

Η Γενική Συνέλευση, επομένως,

δηλώνει ότι η γενοκτονία είναι ένα έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο το οποίο καταδικάζει ο πολιτισμένος κόσμος και για τη διάπραξη του οποίου οι αυτουργοί και οι συνεργοί τους, είτε είναι ιδιώτες, δημόσιοι λειτουργοί είτε πολιτικοί, και εάν το έγκλημα διαπράττεται για θρησκευτικούς, φυλετικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους, είναι τιμωρητέο·

καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν την αναγκαία νομοθεσία για την πρόληψη και τιμωρία αυτού του εγκλήματος·

συνιστά να οργανωθεί διεθνής συνεργασία μεταξύ κρατών με σκοπό τη διευκόλυνση της ταχείας πρόληψης και τιμωρίας του εγκλήματος της γενοκτονίας και, προς το σκοπό αυτό,

ζητεί από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες μελέτες, με σκοπό την κατάρτιση σχεδίου σύμβασης για το έγκλημα της γενοκτονίας που θα υποβληθεί στην επόμενη τακτική σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης».

Η Απόφαση 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης χαρακτήρισε την γενοκτονία ως έγκλημα του διεθνούς δικαίου το οποίο ήδη αναγνωριζόταν ως τέτοιο κατά το χρόνο υιοθέτησης της Απόφασης. Ταυτόχρονα, ζήτησε από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ να καταρτίσει ένα σχέδιο σύμβασης για το έγκλημα της γενοκτονίας και πιο συγκεκριμένα για την καταστολή και τιμωρία του. Δύο χρόνια αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1948, έγινε ομόφωνα δεκτή η Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, με βάση την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 260 (ΙΙΙ) και τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιανουαρίου 1951.

Σημαντικό χαρακτηριστικό του ψηφίσματος, στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι ο παρελθοντικός χρόνος που χρησιμοποιείται και η αναφορά σε καταστροφή εξ ολοκλήρου ή εν

Σελ. 19

μέρει «φυλετικών, θρησκευτικών, πολιτικών και άλλων ομάδων». Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η Γενική Συνέλευση πρότεινε ομόφωνα την κωδικοποίηση ενός εγκλήματος που υπήρχε ήδη. Με άλλα λόγια τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή θεώρησαν ότι η γενοκτονία υπήρχε ήδη ως έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το διεθνές εθιμικό δίκαιο.

Όπως επεσήμανε ένας σχολιαστής «Ο ιστορικός σκοπός της Σύμβασης προσδιορίζεται από την πρώτη απόφαση του ΟΗΕ 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης, η οποία διέκρινε την γενοκτονία ως άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης μιας ολόκληρης ανθρώπινης ομάδας για οποιονδήποτε λόγο, στο σύνολό της ή εν μέρει, χωρίς καμία διάκριση της κλίμακας που απαιτείται για την πιστοποίηση της γενοκτονίας.» Η Απόφαση 96 (Ι) της Γενικής Συνέλευσης προηγείται της Σύμβασης και αποδέχθηκε τη γενοκτονία ως διεθνές έγκλημα, προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι φυσικά πρόσωπα θα υπόκειντο σε δίωξη χωρίς τη δυνατότητα να επικαλεστούν την εσωτερική νομοθεσία των Κρατών τους ως λόγο υπεράσπισης έναντι της κατηγορίας.

Στην Υπόθεση ΗΠΑ v. Altstötter και λοιπών αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Γενική Συνέλευση δεν αποτελεί διεθνές νομοθετικό σώμα αλλά δεν παύει να είναι το όργανο που εκφράζει τη παγκόσμια κοινή γνώμη. Η αναγνώριση της γενοκτονίας ως διεθνούς εγκλήματος στην απόφαση 96 (Ι) ήταν απόδειξη αυτού του γεγονότος και το δικαστήριο ενέκρινε και υιοθέτησε τα συμπεράσματά της.

A.2.2 Η Νομοτεχνική Μορφή της Σύμβασης

Η επιθυμία της διεθνούς κοινότητας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ειδεχθών πράξεων, όπως αυτών που τελέστηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποκαλύφθηκαν στις Δίκες της Νυρεμβέργης, οδήγησε στη Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας και στη δημιουργία Διεθνών

Σελ. 20

Ποινικών Δικαστηρίων, τα οποία θα δίκαζαν το συγκεκριμένο έγκλημα. Αποτέλεσε την πρώτη Σύμβαση που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση και αφορούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξελίσσοντας ταυτόχρονα εκτός από τα ίδια και το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο στο επίπεδο που το γνωρίζουμε σήμερα.

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Γενοκτονία, συνομολογήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου το 1948 στο Παρίσι και έγινε ομόφωνα δεκτή με την Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 260 (III), ως αντίδραση στις αποτρόπαιες πράξεις των Ναζί κατά τον Β΄ Π.Π. Τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιανουαρίου το 1951 μετά την επικύρωση ή προσχώρηση 20 Κρατών. Τα επόμενα πενήντα χρόνια – έως το 1998 – δεν υπήρξε καμία δίωξη προσώπου για τέλεση γενοκτονίας με βάση την Σύμβαση και τα συμβαλλόμενα μέρη έως τότε ανέρχονταν σε 130 κράτη, ένας αριθμός όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακός σε σύγκριση με άλλες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες παρότι ήταν μεταγενέστερες είχαν κατορθώσει να προσελκύσουν την επικύρωση ή προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού Κρατών. Ο λόγος για αυτό το φαινόμενο σίγουρα δεν ήταν η αμφιβολία ή η αμφισβήτηση για τη παγκόσμια καταδίκη του εγκλήματος της γενοκτονίας, αλλά περισσότερο η επικράτηση του Ψυχρού Πολέμου και η ανησυχία ορισμένων Κρατών σχετικά με τις υποχρεώσεις που επιβάλει η Σύμβαση, όπως για παράδειγμα η δίωξη και έκδοση ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και αρχηγών Κρατών. Σήμερα, έχουν επικυρώσει ή προσχωρήσει την Σύμβαση 152 Κράτη και απομένουν άλλα 42 Κράτη-Μέλη των Ηνωμένων Εθνών να πράξουν και αυτά το ίδιο.

Ανάμεσα στα Κράτη που επικύρωσαν τη Σύμβαση, είναι η Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση κυρώθηκε και ισχύει ως μέρος του εσωτερικού δικαίου με το Ν.Δ. 3091/1954. Υπογράφηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1949 και επικυρώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1954. 

Back to Top