ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 21.55€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 53,55 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18924
Μηλιώνης Ν.
Ντούνη Σ.
  • Εκδοση: 3η 2024
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 488
  • ISBN: 978-618-08-0275-7

Το βιβλίο «Το Ελεγκτικό Συνέδριο - Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις» αποτελεί την 3η επικαιροποιημένη έκδοση του γνωστού βιβλίου του Ν. Αλ. Μηλιώνη με τον εκδοτικό οίκο Νομική Βιβλιοθήκη.

Η κατανόηση βασικών γνώσεων σχετικά με την ιστορία, τη λειτουργία και τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για κάθε νομικό που επιθυμεί να εμβαθύνει σε ζητήματα που αφορούν στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο της χώρας. Σκοπός του βιβλίου είναι να συμβάλλει στην εξοικείωση των νομικών αναγνωστών και ιδίως των υποψήφιων σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και των φοιτητών των νομικών σχολών  με βασικές έννοιες του δημοσιονομικού δικαίου, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί διαχρονικά από τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ειδικότερα εξετάζονται ζητήματα, όπως:

  • Η έννοια του δημόσιου χρήματος
  • Ο προληπτικός έλεγχος
  • Ο κατασταλτικός έλεγχος
  • Ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
  • Η ένδικη προστασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου
  • Η σχέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τη Βουλή
  • Η νεότερη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου

To έργο αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τον νομικό της θεωρίας και της πράξης.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ XI

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΩΣ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ 7

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΥΣΗ 9

Ι. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ 10

Α. Ο έλεγχος των δανείων της ανεξαρτησίας 10

Β. Η επιβολή ευρωπαϊκών θεσμικών προτύπων 11

ΙΙ. ΤΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΥΣΗ 12

Α. Η Λογιστική Επιτροπή 12

Β. Η Αναθεωρητική Επιτροπή 13

Γ. Η Επιτροπή επί της Οικονομίας και Χρηματιστικής Τραπέζης -
Γενικόν Φροντιστήριον 14

Δ. Το Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον 14

Ε. Το Λογιστελεγκτικόν Κριτήριον 16

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 17

Ι. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1844 18

Α. Το ιδρυτικό διάταγμα 19

1. Οι ιδρυτικοί σκοποί του Ελεγκτικού Συνεδρίου 19

2. Οι αρχικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου 22

Β. Το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι άλλες δικαιοδοσίες 24

1. Η σχέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το Συμβούλιο της Επικρατείας 25

2. Τα αίτια της θεσμικής επιβίωσης υπό το Σύνταγμα του 1844 26

3. Η θέση του θεσμού μετά τη διατήρησή του έναντι του Αρείου Πάγου 27

II. Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΚΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ
ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 31

1. Η νομική φύση του κανονισμού συντάξεων 33

2. Ο κανονισμός των συντάξεων ως θεσμική επιβάρυνση
του Ελεγκτικού Συνεδρίου 34

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 36

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 36

Ι. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ:
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ 36

Α. Το Ελεγκτικό Συνέδριο σε περίοδο στασιμότητας 36

1. Υπό τα Συντάγματα του 1864 και του 1911 37

2. Υπό τα Συντάγματα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (1925, 1927) 38

Β. Το Ελεγκτικό Συνέδριο σε περίοδο ακμής 38

1. Υπό το Σύνταγμα του 1952 38

2. Υπό τα «συνταγματικά κείμενα» της δικτατορίας (1968, 1973) 40

II. Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 42

Α. Το Σύνταγμα 1975 και η περιαγωγή του Ελεγκτικού Συνεδρίου
μεταξύ των υπόλοιπων δικαιοδοσιών 42

1. Τυπικό κριτήριο 46

2. Οργανωτικό κριτήριο 47

Β. Το Σύνταγμα του 1975 και η αναγνώριση της θέσης
του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως ανώτατου δικαστηρίου 49

1. Η ύπαρξη ρητής συνταγματικής διάταξης 49

2. Η ύπαρξη έμμεσων συνταγματικών κριτηρίων 55

III. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 2001 ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ
ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 55

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 60

I. ΤΟ ΝΔ ΤΗΣ 4ης/ 6ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1923: Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 61

II. ΤΟ ΝΔ 2712/1953: ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΩΣ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 65

Α. Η δημιουργία των κλιμακίων ως «πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας» 65

Β. Η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως αναιρετικός σχηματισμός 67

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ 71

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 71

I. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 75

Α. Ανάλογα με το γεγονός της προΰπαρξης του θεσμού από τη δημιουργία
νομοθετικού σώματος 75

Β. Ανάλογα με το γεγονός της δημιουργίας του θεσμού
μετά την εγκαθίδρυση συνταγματικής τάξης 78

II. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 82

Α. Συλλογικά όργανα δημοσιονομικού ελέγχου που λειτουργούν
ως δικαστήρια 82

Β. Συλλογικά όργανα δημοσιονομικού ελέγχου που δεν λειτουργούν
ως δικαστήρια 99

Γ. Μονοπρόσωπα όργανα αμιγώς αγγλοσαξονικού τύπου 117

Δ. Σκανδιναβικό-δυαδικό σύστημα ελέγχου 124

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ 127

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΦΥΟΥΣ ΟΡΓΑΝΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ
ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 129

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 129

Ι. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 129

Α. Η άποψη περί του διφυούς οργάνου 130

1. Οι αρχικές επισημάνσεις 130

2. Η ορολογική σύγχυση 131

3. Οι διατυπωθείσες απόψεις 132

Β. Η άποψη περί της δικαστικής φύσης 138

1. Σε ό,τι αφορά την ιδιότητα των μελών του 139

α) Οι δικαστικοί λειτουργοί 139

β) Οι δικαστικοί υπάλληλοι 143

2. Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του Σώματος 145

II. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ 147

Α. Η νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 148

Β. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας 149

1. Η κυριαρχία του οργανικού κριτηρίου 149

2. Οι αποφάσεις 2908-9/1986 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 150

3. Η σχέση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.
(«Μισθοδικείου») και του Ελεγκτικού Συνεδρίου 151

Γ. Το ζήτημα του παρεμπίπτοντος ελέγχου των διοικητικών πράξεων 153

1. Κατά την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων 153

α) Νομοθετικές διατάξεις 153

β) Το δεδικασμένο ως φραγμός του ελέγχου 157

γ) Τα όρια του ελέγχου 159

δ) Άλλα ερείσματα του ελέγχου 163

ε) Η θέση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 166

2. Κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων 167

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ Ή ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ; 172

Ι. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 172

Α. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ως ειδικό ή ειδικής δικαιοδοσίας
διοικητικό δικαστήριο 172

Β. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ως τακτικό δημοσιονομικό δικαστήριο 173

1. Υπό το οργανικό κριτήριο 175

2. Υπό το λειτουργικό κριτήριο 175

II. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ 177

III. Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 178

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΩΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ:
Η ΑΠΙΣΧΝΑΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ 191

Ι. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ 193

Α. Το πλαίσιο άσκησης του ελέγχου 197

1. Ο διατάκτης της δημόσιας δαπάνης ως υποκείμενο του ελέγχου 197

2. Οι ειδικές δαπάνες ως αντικειμενικό πλαίσιο άσκησης
του προληπτικού ελέγχου της Βουλής 201

Β. Περιεχόμενο και όργανα άσκησης του προληπτικού ελέγχου
των δαπανών της Βουλής 204

1. Το περιεχόμενο του προληπτικού ελέγχου της Βουλής 204

α) Ο έλεγχος νομιμότητας της δαπάνης 206

β) Ο έλεγχος κανονικότητας της δαπάνης 209

γ) Ο έλεγχος του ουσιαστικού μέρους της δαπάνης 210

2. Τα όργανα άσκησης του προληπτικού ελέγχου 210

Γ. Η νομική φύση του προληπτικού ελέγχου 212

ΙΙ. ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 219

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 221

I. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 224

A. Η ιστορική διαδρομή της νομοθετικής καθιέρωσης του ελέγχου 224

B. Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς (Ν 4700/2020) 227

Γ. Εξαιρέσεις από τον προσυμβατικό έλεγχο 230

Δ. Διαδικασία άσκησης του προσυμβατικού ελέγχου 231

Ε. Διαφορές από τον προσυμβατικό έλεγχο 231

1. Προσφυγή ανάκλησης 231

2. Προσφυγή αναθεώρησης 234

3. Άρση αμφισβήτησης ή αμφιβολίας 235

ΙΙ. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 235

ΙΙI. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ 238

ΙV. ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
ΑΛΛΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 243

V. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 255

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ 256

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

I. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΟΛΟΓΟΥ 259

Α. Κατά το οργανικό κριτήριο 260

1. Η διαχείριση του δημόσιου χρήματος 260

2. Η έννοια του δημόσιου χρήματος 263

α) Το κριτήριο της κυριότητας 263

β) Το κριτήριο της διάθεσης σε δημόσια υπηρεσία 266

γ) Το κριτήριο της άσκησης δημόσιας εξουσίας ή της εκτέλεσης
σκοπού δημόσιου συμφέροντος 268

Β. Κατά το λειτουργικό κριτήριο 275

1. Οι δημόσιοι λειτουργοί ως δημόσιοι υπόλογοι 276

2. Οι de facto υπόλογοι 283

3. Οι συνευθυνόμενοι 289

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ 291

I. ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΩΣ ΚΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΛΟΓΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 291

A. Η έννοια των λογαριασμών 293

B. Η σύνταξη των λογαριασμών 295

Γ. Το αρμόδιο όργανο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για υποβολή
των λογαριασμών 298

Δ. Η νομική φύση του ελέγχου των λογαριασμών 306

Ε. Η αρχή της προηγούμενης ακρόασης 312

ΣΤ. Περί του τύπου των δικαιολογητικών εγγράφων 318

Ζ. Οι κυρώσεις σε περίπτωση παράλειψης της λογοδοσίας 320

ΙΙ. ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΩΣ ΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΟΛΟΓΟΥ 322

Α. Η έκταση της ευθύνης του δημόσιου υπολόγου 322

1. Στον έλεγχο των λογαριασμών 325

Β. Η έννοια του ελλείμματος 327

Γ. Αιτιώδης σύνδεσμος 334

Δ. Το ζήτημα της νομιμοποίησης των δαπανών 336

Ε. Συγκριτικό δίκαιο 339

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ

Ο ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 343

Ι. Ο ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ 343

Α. Ο κατά προτεραιότητα ειδικός κατασταλτικός έλεγχος
των λογαριασμών των δήμων 343

Β. Η αναγωγή του δημάρχου σε υπόλογο 344

ΙΙ. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ («ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ») 345

ΙΙΙ. ΟΙ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ 350

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 351

Ι. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 351

ΙΙ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ 355

ΙΙΙ. Η ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ 360

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΕΝΔΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 369

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΑΣΚΟΥΜΕΝΑ
ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ 369

Ι. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 370

Α. Έφεση κατά πράξεων του κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου 371

Β. Έφεση κατά πράξεων ή παραλείψεων επί ελέγχου των λογαριασμών 372

Γ. Έφεση επί ειδικών υποθέσεων καταλογισμού 377

Δ. Έφεση κατά πράξεων ή παραλείψεων κανονισμού συντάξεων 378

Ε. Αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας για καταλογισμό
επί αστικής ευθύνης των δημόσιων υπαλλήλων 382

ΣΤ. Τριτανακοπή 389

Ζ. Αγωγή 390

Η. Αίτηση αναθεώρησης 394

Θ. Δίκαιη ικανοποίηση 395

ΙΙ. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 395

Αίτηση αναίρεσης 395

ΙΙΙ. ΔΙΚΗ ΕΠΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΩΝ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 398

Α. Παραπομπή ζητήματος συνταγματικότητας τυπικού νόμου 398

Β. Πρότυπη δίκη 399

Γ. Προδικαστικό ερώτημα 399

ΙV. ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ 400

V. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ 401

VI . ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 405

VII. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ 406

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ
ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 406

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΩΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 417

Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 418

A. Το νομικό πλαίσιο 424

B. Η θεωρητική άποψη 426

Γ. Η θέση της νομολογίας 428

1. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου 428

2. Η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου 429

3. Η νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 430

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΩΣ «ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ» ΓΙΑ
ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 432

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 433

Ι. Η ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 433

Α. Το τυπικό περιεχόμενο της ετήσιας έκθεσης 434

1. Το ιστορικό πλαίσιο 435

2. Το νομικό πλαίσιο 436

Β. Η ουσιαστική αποστολή της ετήσιας έκθεσης 438

II. Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 438

Α. Ο έλεγχος του απολογισμού του κράτους 440

Β. Ο έλεγχος του ισολογισμού του κράτους 442

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ
ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 442

Ι. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ 442

ΙΙ. Η ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ 443

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 453

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 455

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η φιλελεύθερη αστική κοινωνία του 19 αιώνα αναγνώρισε την πολιτική και τεχνική σημασία του ελέγχου των δημόσιων οικονομικών, καθώς και τη θεσμοποίηση των αντίστοιχων ελεγκτικών μηχανισμών, που έχουν ως προορισμό τους να εγγυηθούν την τήρηση της νομιμότητας και κανονικότητας της δημοσιονομικής διαχείρισης.

Είναι γεγονός, εξάλλου, ότι αναπτύσσονται σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων δημοσιονομικού ελέγχου και του συνταγματικού καθεστώτος, καθώς και του διοικητικού συστήματος που ισχύει και εφαρμόζεται σε κάθε χώρα. Η δε ιστορία των δημόσιων θεσμών μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι η ενδυνάμωση του ρόλου της νομοθετικής εξουσίας, κυρίως σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές της αρμοδιότητες, βαίνει παράλληλα με την επαύξηση των αρμοδιοτήτων του οργάνου που είναι επιφορτισμένο με τον εξωτερικό δημοσιονομικό έλεγχο. Και αυτό μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι υπερβολική η παρατήρηση ότι ο δημοσιονομικός έλεγχος να θεωρείται, κατ’ αρχήν, ότι είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της εθνικής κυριαρχίας, υπό την επιφύλαξη της συμμετοχής μιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την επαλήθευση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού εμπλέκει το Σώμα αυτό τόσο με τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη φάση εκτέλεσης του προϋπολογισμού, όσο και με τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας κατά το στάδιο του ασκούμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου, όχι στη φάση της κατάρτισης αλλά της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Η λειτουργία, λοιπόν, ενός Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δυνατόν να συναρτάται με το ισχύον πολιτικό σύστημα μιας χώρας, το οποίο επιδρά τόσο στο εύρος των αρμοδιοτήτων αυτού, όσο και στο είδος και την έκταση των σχέσεών του με την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Εντούτοις, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην Ελλάδα το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο συστάθηκε επί οθωνικής μοναρχίας, αρκέστηκε σε περιορισμένο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, ασκώντας αποκλειστικά κατασταλτικό έλεγχο στους λογαριασμούς των δημόσιων υπολόγων, ενώ απέκλεισε τον έλεγχο των διατακτών τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά. Την εποχή εκείνη δέσποζε, βέβαια, το γαλλικό πρότυπο δημοσιονομικού ελέγχου, στο οποίο στηρίχθηκαν οι συντάκτες του ιδρυτικού διατάγματος του ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αλλά δεν πρέπει να λησμονείται ότι η γαλλική Cour des comptes ιδρύθηκε επί Ναπολέοντος, ο οποίος είχε μεριμνήσει για τη σαφή οριοθέτηση (και περιορισμό) των αρμοδιοτήτων του νεοπαγούς θεσμού. Εξάλλου, δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση το γεγονός ότι η εγκαθίδρυση, το έτος 1887, του προληπτικού ελέγχου –που συνιστά έλεγχο των διατα-

Σελ. 2

κτών– πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας, το έτος 1875.

Ο θεσμικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναδεικνύεται τόσο μέσα από τη διαδρομή του Σώματος στη συνταγματική ιστορία της χώρας μας και την έρευνα της νομικής του φύσης, όσο και στο πλαίσιο αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί δυναμική της καθημερινής συνταγματικής πραγματικότητας που εξειδικεύεται στις σχέσεις του με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Και αυτό γιατί ο θεσμός ναι μεν διασώθηκε από τους κλυδωνισμούς των πρώτων συνταγματικών κρίσεων, από τους οποίους καταργήθηκαν οι αντίστοιχοι θεσμοί της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά η αιτία της συνταγματικής επιβίωσής του –η επίγνωση της χρησιμότητάς του– αναδεικνύει και τον γενικότερο λόγο της ύπαρξής του. Τούτο, όμως, δεν διαφύλαξε το Σώμα από μιαν έντονη κρίση ταυτότητας που διαπέρασε όλη την ιστορία του, για να επιζήσει μέχρι και επί των ημερών μας. Η κρίση αυτή της ταυτότητας εξειδικεύθηκε, αρχικά, τόσο κατά τη σύγκρουση του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τους δικαστικούς θεσμούς στους οποίους υπαγόταν αναιρετικά, με σκοπό να πετύχει τη σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του, όσο και κατά την εμπέδωση της λανθασμένης αντίληψης περί της διοικητικής κυρίως φύσης του Σώματος, γεγονός που οφειλόταν στην συνεχή επιφόρτιση αυτού με ποικίλες μη δικαιοδοτικές αρμοδιότητες.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά την αρχική περίοδο συμβατικής λειτουργίας που διέτρεξε –η οποία εντοπίζεται έως το έτος 1952 (όταν το Σώμα δεν διέθετε συνταγματική κατοχύρωση)–, εισέρχεται υπό το Σύνταγμα του 1952 σε περίοδο ακμής, η οποία φθάνει μέχρι των ημερών μας, οπότε, τούτο αφού κατοχυρωθεί συνταγματικά, αναδεικνύεται ως δικαστική αρχή και μάλιστα ως ανώτατη δημοσιονομική δικαιοδοσία.

Στη συνέχεια, επιχειρείται η ανάδειξη του ρόλου του Σώματος μέσα από την παράλληλη ανάδειξη των οργανωτικών ιδιαιτεροτήτων και του εύρους των αρμοδιοτήτων των αντίστοιχων οργάνων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως. Η συγκριτική ανάλυση των ευρωπαϊκών αυτών οργανωτικών συστημάτων αποσκοπεί στην ανάδειξη ορισμένων λειτουργικών εκφάνσεων του θεσμού υπό το φως της συγκριτικής μελέτης.

Η λεπτομερής αυτή συγκριτική έρευνα έχει ως σκοπό να καταδείξει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως «διφυούς οργάνου», άποψη που είχε εδραιωθεί στη νομική επιστήμη και είχε διαποτίσει τη νομολογία των δικαστηρίων –αλλά και παλαιότερα του ίδιου του Ελεγκτικού Συνεδρίου–, αποτελεί περιγραφική αντιμετώπιση της λειτουργίας του θεσμού και δεν απαντάται σε κανένα από τα ερευνηθέντα οργανωτικά σχήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, στα Ελεγκτικά Συνέδρια ηπειρωτικού ή λατινικού τύπου (που είναι οργανωμένα ως δικαστικές ή ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές), η ανάθεση και μη δικαστικών αρμοδιοτήτων ουδέποτε έχει υποστηριχθεί ότι αλλοιώνει τη νομική φυσιογνωμία του θεσμού.

Σελ. 3

Η αναπόφευκτη εμπλοκή στην επιστημονική διαμάχη για τη νομική φύση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και για τον καθορισμό του ως ειδικού διοικητικού ή δημοσιονομικού δικαστηρίου, δεν αποτελεί νομικό σχολαστικισμό, αλλά επιβάλλεται εκ των πραγμάτων, λόγω της αναγωγής του Σώματος στην τρίτη ανώτατη δικαιοδοσία της ελληνικής έννομης τάξης.

Ο βαρύνων, όμως, θεσμικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναδεικνύεται, κυρίως, μέσα από το καθημερινό γίγνεσθαι, τις διαρκείς σχέσεις του με τους φορείς της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.

Ο ελεγκτικός ρόλος του Σώματος εξειδικεύεται στον παραδοσιακό του ρόλο ως ελεγκτή και δικαστή των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων, που αποτελεί κοινή παράμετρο των περισσότερων οργάνων εξωτερικού ελέγχου της ηπειρωτικής Ευρώπης που είναι οργανωμένα ως δικαστήρια. Παράλληλα, ο ουσιαστικά εξαφανισθείς προληπτικός έλεγχος που των δημόσιων δαπανών ήταν βασική έκφανση των σχέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας. Ο συνεχής αυτός περιορισμός του προληπτικού ελέγχου κατέληξε στην πλήρη απίσχνασή του, διατηρούμενος κατ’ εξαίρεση μόνο για τις δαπάνες της Βουλής. Εξάλλου, το Σώμα επιτελεί τον ρόλο του γνωμοδοτικού οργάνου προς τον υπουργό Οικονομικών επί θεμάτων που τίθενται από αυτόν, εφόσον η γνωμοδότηση δεν θα αποτελέσει πρόκριμα των πράξεων ή των δικαστικών του αποφάσεων. Βασικός είναι, επίσης, ο ρόλος του σχετικά με τη διατύπωση γνωμοδότησης επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων, καθώς και την υποβολή δημόσιων εκθέσεων, για την επικουρία του ασκούμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου της εκτέλεσης των δημόσιων δαπανών.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, λοιπόν, είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τον νεοελληνικό νομικό πολιτισμό, με διαρκή παρουσία μέσα στη συνταγματική μας ιστορία. Αποτελεί έναν από τους θεσμούς εκείνους που παρακολουθούν την πορεία του νέου ελληνισμού με διακριτικότητα και εγρήγορση. Η αδιάλειπτη παρουσία του αποδεικνύει, επίσης, τη δυναμική του Σώματος. Ο θεσμικός εξοπλισμός του, όμως, ήταν αποτέλεσμα και απόδειξη πολιτικής ωριμότητας: Της εκτελεστικής εξουσίας, αφενός, να δεχθεί εκτεταμένο και αποτελεσματικό έλεγχο στα δημόσια οικονομικά· της νομοθετικής εξουσίας, αφετέρου, να λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα ελέγχου που το Ελεγκτικό Συνέδριο της υποβάλλει με τη μορφή της ετήσιας έκθεσης.

Η ανά χείρας μονογραφία με τον τίτλο «Το Ελεγκτικό Συνέδριο - Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις» δημοσιεύθηκε σε πρώτη έκδοση το έτος 2002, στη σειρά «Μονογραφίες Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου» (Διεύθυνση: Π.Δ. Δαγτόγλου) με πρόλογο του αείμνηστου καθηγητή Γιώργου Παπαδημητρίου, από τις εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα. Η δεύτερη βελτιωμένη και επαυξημένη έκδοση έγινε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το έτος 2006. Η παρούσα τρίτη έκδοση, από τις εκδόσεις της Νομικής Βιβλιοθήκης (που κατ’ ουσίαν αποτελεί την πέμπτη έκδοση του βιβλίου), δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις του θεσμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ιδιαίτερα μετά τον Ν 4700/2020 και τον Ν 4820/2021), στον επιβεβλημένο πλέον προσανατολισμό του στις σύγχρονες ελεγκτικές μεθόδους, επιχειρώντας να αναδείξει τις νέες προκλήσεις που καλείται να αναλάβει το Ελεγκτικό Συνέδριο της χώρας μας ενόψει των μεταρρυθμίσεων που υποχρεούται πλέον να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει η Ελλάδα.

Η δεκαετής δημοσιονομική και συνεπακόλουθη κοινωνική κρίση που κλόνισε το ελληνικό κράτος και την κοινωνία έθεσε αναπόδραστα το ερώτημα: «Πού ήταν το Ελεγκτικό Συνέδριο μπροστά σε όλα αυτά;» Γιατί ένα τέτοιο Σώμα που από τη φύση και την αποστολή του πρέπει να είναι ηρωικός Προμηθέας, κατά τους επικριτές του, κατέληξε να είναι εφησυχάζων Επιμηθέας, ανήμπορο να αξιολογήσει τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» και επιφυλακτικό στην εφαρμογή των διεθνών ελεγκτικών προτύπων;

Επί των ημερών μας καθοριστικό είναι το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει το Ελεγκτικό Συνέδριο: ποιο ρόλο επιθυμεί αυτό να διαδραματίσει στη διαφαινόμενη νέα δημοσιονομική διακυβέρνηση; Θα συμμετάσχει ενεργά ή θα παραμείνει προσκολλημένο στο παρελθόν; Θα μπορέσει να υπερκεράσει την «αντίσταση της τηβέννου» (résistence des robes) που αναδύεται, όταν οι δικαστές καλούνται να επιτελέσουν και έργα πέραν των καθαρά δικαιοδοτικών τους; Αυτά δεν είναι πρωτότυπα ερωτήματα, καθώς τέθηκαν και σε Ελεγκτικά συνέδρια με μακρότερη ιστορία και μεγαλύτερη φήμη και επιρροή, όπως η γαλλική Cour des comptes, και απαντήθηκαν, παρ’ όλες τις αρχικές επιφυλάξεις, με απόλυτη κατάφαση. Τώρα δε είναι σε θέση να αποτελέσουν ένα από τα ουσιώδη βάθρα της νέας δημοσιονομικής διακυβέρνησης, παρέχοντας έγκαιρη πληροφόρηση στο Κοινοβούλιο και εν τέλει στους πολίτες.

Είναι εδραία πεποίθησή μου ότι οι αλλαγές και οι προσαρμογές στην σύγχρονη ελεγκτική πραγματικότητα, σημάδι εγρήγορσης και δυναμισμού είναι το στοίχημα που το Σώμα καλείται να κερδίσει.

Σελ. 5

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Σελ. 7

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι φορέας ιστορικής μνήμης και δυναμικής. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ελεγκτικά όργανα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία είχαν ήδη συσταθεί και λειτουργήσει κατά τη διάρκεια της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821, ενώ μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ιδρύθηκε το Σώμα αυτό, πρώτο από όλους τους δικαστικούς θεσμούς.

Ήδη, όμως, ο θεσμός του δημοσιονομικού ελέγχου διατρέχει όλη την ιστορική περίοδο του ελληνισμού: δημοσιονομικός έλεγχος του δημόσιου θησαυρού –του «ιερού χρήματος»– ανάγει τις καταβολές του στην αρχαία ελληνική σκέψη και πρακτική. Είναι γνωστή η ρήση του ρήτορα Αισχίνη, αντιπάλου του Δημοσθένη, στον λόγο του «Κατά Κτησιφώντος», ότι «ανεύθυνον δε και αζήτητον και ανεξέταστον ουδέν εστί των εν τη πόλει», που καταδεικνύει και το εύρος, εκτός των άλλων, του δημοσιονομικού ελέγχου επί των αρχόντων διαχειριστών του δημόσιου θησαυρού. Οι άρχοντες της αθηναϊκής δημοκρατίας ορκίζονταν, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του δημόσιου θησαυρού, «όπως αν σώα η και εις το δέον αναλίσκηται» τα δημόσια χρήματα.

Τη βάση των στοιχείων για το θεσμικό πλαίσιο του δημοσιονομικού ελέγχου που ίσχυσε στην αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί ο Αριστοτέλης, ο οποίος γράφει: «Επεί δε ένιαι των αρχών, ει δε και πάσαι, διαχειρίζουσι πολλά των κοινών, αναγκαίον ετέραν είναι την ληψομένην λογισμόν και προσευθυνούσαν, αυτήν μηδέν διαχειρίζουσαν έτερον (…) καλούσι δε τούτους οι μεν ευθύνους οι δε λογιστάς οι δε εξεταστάς οι δε συνηγόρους».

Κατά τον σταγειρίτη φιλόσοφο ο δημοσιονομικός έλεγχος διενεργείται από ιδιαίτερα όργανα, τα οποία είναι σαφώς διακεκριμένα από τους υπόλογους άρχοντες και συγκεκριμένα:

α) Τους δέκα Λογιστές, που εκλέγονταν από τη Βουλή των Πεντακοσίων, κατόπιν κλήρωσης. Κατά τον Αριστοτέλη «κληρούσι δε και λογιστάς εξ αυτών οι βουλευταί δέκα τους λογιουμένους ταις αρχαίς κατά την πρυτανείαν εκάστην». Στο τέλος κάθε πρυτανείας, οι

Σελ. 8

άρχοντες είχαν την υποχρέωση να λογοδοτούν στους λογιστές. Την ίδια υποχρέωση είχαν οι άρχοντες και μετά τη λήξη της θητείας τους.

β) Τους Ευθύνους, που αποτελούσαν το ομώνυμο δεκαμελές δικαστήριο και εκλέγονταν με κλήρωση, ένας από κάθε φυλή και οι οποίοι θεωρούνται η υβριδική μορφή του θεσμού των σύγχρονων ελεγκτικών οργάνων. Ενώπιον των Ευθύνων, στους οποίους οι άρχοντες διαχειριστές του δημόσιου θησαυρού «υπείχον λόγον», ήταν δηλαδή υπόλογοι, κάθε πολίτης μπορούσε να εκκαλέσει τις απαλλακτικές αποφάσεις των δέκα Λογιστών.

γ) Τους Παρέδρους, οι οποίοι, ανά δύο, συνεπικουρούσαν κάθε Εύθυνον, οπότε αυτοί ήσαν είκοσι τον αριθμό, έχοντας συμβουλευτική ψήφο. Οι δύο Πάρεδροι, υπό την προεδρία του αρμόδιου Ευθύνου συνεδρίαζε, ως τριμελές όργανο, υπό την σκέπη του ανδριάντα του επώνυμου ήρωα της φυλής του προεδρεύοντος Ευθύνου.

δ) Την Ηλιαία, και συγκεκριμένα ενός τμήματος αυτής αποτελούμενου από πεντακόσιους και έναν δικαστές, ενώπιον της οποίας προσβάλλονταν οι αποφάσεις των Ευθύνων. Στο δικαστήριο αυτό προέδρευαν οι λογιστές της διοίκησης, που συγχρόνως επιτελούσαν και χρέη κατηγορούσας αρχής. Σε περίπτωση καταδίκης του λογοδοτούντος άρχοντα επιβαλλόταν, με αμετάκλητη απόφαση, «τίμημα», δηλαδή χρηματική ποινή.

ε) Τον «επί τη διοικήσει», που αποτελούσε την ανώτατη οικονομική αρχή στην αρχαία Αθήνα. Ο θεσμός αυτός, μολονότι δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, εν τούτοις τόσον ο Α. Σβώλος, όσον και ο Α. Ανδρεάδης τον μνημονεύουν και τον διερευνούν, στηριζόμενοι σε άλλες αρχαίες πηγές.

Η σημασία της ύπαρξης και της καλής λειτουργίας των ελεγκτικών οργάνων στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν τέτοια που η δεινή ήττα αυτής από τους Λακεδαιμονίους αποδόθηκε στη χαλάρωση και την απάμβλυνση της αποτελεσματικότητας του δημοσιονομικού ελέγχου. Η τραυματική εμπειρία αποτέλεσε την αιτία της σοβαρής ενασχόλησης της πολιτικής φιλοσοφίας της εποχής με την αναμόρφωση του θεσμού των δημοσιονομικών ελέγχων.

Έτσι ο Πλάτων στο τελευταίο του έργο, τους «Νόμους», προτείνει την αναμόρφωση του θεσμού των Ευθύνων. Ο θεσμός αυτός, σύμφωνα με το πλατωνικό σύστημα διακυβέρνησης, προοριζόταν να διαδραματίσει ρόλο ανώτατου ελεγκτικού δικαστηρίου,

Σελ. 9

το οποίο θα είχε την αρμοδιότητα επέμβασης στην περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος κλονισμού των πολιτειακών θεσμών. Θα απέβαινε, με το υψηλό του κύρος, ο ενοποιητικός ιστός της Πολιτείας: «Αν μεν γαρ οι τους άρχοντας εξευθύνοντες βελτίους ώσιν εκείνων, και τούτ’ εν δίκη αμέμπτω τε και αμέμπτως, πάσα ούτω βάλλει τε και ευδαιμονεί χώρα και πόλις».

Πολύ αργότερα, στο λυκαυγές της νεότερης ιστορίας μας και συγκεκριμένα κατά την επαναστατική περίοδο του αφυπνισμένου Έθνους, τα ελεγκτικά όργανα ήταν απόρροια των οικονομικών δεσμεύσεων των Ελλήνων επαναστατών με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και η πρώτη απόπειρα θεσμικού προσανατολισμού του νεοσύστατου κράτους προς την Εσπερία. Η ευκαιριακή μορφή των οργάνων αυτών, υποτασσόμενη στην ανάγκη, είχε αντίκτυπο στη διαμόρφωση της νομικής τους φύσης. Η ίδρυση, περαιτέρω, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η διαμόρφωσή του παράλληλα με την πορεία της εθνικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας, δεν άφησε ανεπηρέαστο τον θεσμό από το ευμετάβλητο συνταγματικό, και πολιτικό σκηνικό της εποχής εκείνης.

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΥΣΗ

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως όργανο εποπτείας και ελέγχου της δημοσιονομικής διαχείρισης του κράτους, εγκαθιδρύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της ελληνικής πολιτείας. Η ιδέα για τη συγκρότησή του και οι αρχικές σκέψεις για τη λειτουργία του καθορίστηκαν από την πιεστική ανάγκη για τον θεσμικό προσανατολισμό του νεοσύστατου κράτους προς την Ευρώπη. Η ωρίμανση της απόφασης για την ίδρυση ενός ελεγκτικού οργάνου υπαγορεύθηκε από την αδήριτη ανάγκη για έλεγχο των δανείων που συνήψαν οι επαναστατικές κυβερνήσεις με τη Μεγάλη Βρετανία. Η διασπάθιση των δανείων αυτών επέβαλε τη λογοδοσία όλων όσοι υπείχαν ευθύνη έναντι του Έθνους και της αντιπροσωπείας του, τόσο για τη σύναψη των εν λόγω δανείων, όσο και για την επένδυση μέρους του δανεισθέντος ποσού σε πολεμικό υλικό και τη μεταφορά του υπολοίπου στην Ελλάδα για χρηματοδότηση της Επανάστασης.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο υπήρξε, ως εκ τούτου, προϊόν της ανάγκης μιας υπό συγκρότηση πολιτείας να αυτοπειθαρχηθεί και να αυτοελεγχθεί στον σημαντικότερο παράγοντα

Σελ. 10

της ύπαρξης και της ανάπτυξής της, τα δημόσια οικονομικά. Η νομική φύση, όμως, των ποικιλώνυμων αυτών ελεγκτικών οργάνων ήταν ασαφής και αμφίσημη.

Ι. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Η διερεύνηση των αιτίων ίδρυσης των προδρομικών ελεγκτικών οργάνων, κατά τη στιγμή που δεν είχε λήξει η Επανάσταση του 1821, αναδεικνύει την ύπαρξη μιας πρώιμης –εξυπακουόμενης άλλωστε– κακοδαιμονίας στη διαχείριση των υποτυπωδών οικονομικών των επαναστατικών ελληνικών κυβερνήσεων, την τάση των προστάτιδων δυνάμεων να επιβάλουν το δικό τους σύστημα διακυβέρνησης και οικονομικής διαχείρισης και, τέλος, μια –όχι αδικαιολόγητη για την εποχή εκείνη– τάση μιμητισμού και αποδοχής των ευρωπαϊκών θεσμικών και δικαιικών προτύπων.

Α. Ο έλεγχος των δανείων της ανεξαρτησίας

Την κυριότερη αιτία της σύστασης των προδρομικών ελεγκτικών οργάνων, αλλά και μεταγενέστερα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποτέλεσε το γεγονός της κακής διαχείρισης των λεγόμενων δανείων της Ανεξαρτησίας, του πρώτου «ελληνικού σκανδάλου». Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 είχε γίνει από νωρίς φανερό ότι οι οικονομικοί πόροι του αγωνιζόμενου Έθνους ήταν πενιχροί για την αποτελεσματική υποστήριξη του εγχειρήματος ενός απελευθερωτικού αγώνα και ως έσχατη λύση απέμεινε η σύναψη δανείου με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήδη η Β΄ Εθνική Συνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου 1823) είχε περιλάβει στο άρθρο λε΄ του «Νόμου της Επιδαύρου» ή «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» ειδική διάταξη, που όριζε ότι «το Βουλευτικόν αποφασίζει περί δανείων με την εγγύησιν του έθνους λαμβανομένων». Με βάση τη δυνατότητα αυτή η Προσωρινή Διοίκηση ανέθεσε σε τριμελή επιτροπή, που την αποτελούσαν ο Ανδρέας Λουριώτης, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ιωάννης Ζαΐμης, αρχικά, που αργότερα τον τελευταίο αντικατέστησε ο Γεώργιος Σπανιολάκης, την αρμοδιότητα να συνάψει δύο δάνεια, μετά την ψήφιση των νόμων 24 της 11 Μαΐου 1823 και 35 της 31 Ιουλίου 1824. Τα δάνεια αυτά, ύψους 800.000 και 2.000.000 λιρών στερλινών

Σελ. 11

το καθένα, κατασπαταλήθηκαν από τους διαχειριστές τους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έλαβε μόνο ένα μικρό σχετικά ποσό από κάθε δάνειο.

Ενόψει του γεγονότος αυτού, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, με το ΙΒ΄ Ψήφισμα της 13 Απριλίου 1826, ανέθεσε σε ειδική επιτροπή, που ονομάστηκε Λογιστική Επιτροπή, τον έλεγχο των διαχειριστών - υπολόγων των δύο δανείων της ανεξαρτησίας, νομική εκκρεμότητα που συνεχίστηκε και μετά την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Β. Η επιβολή ευρωπαϊκών θεσμικών προτύπων

Η αντιγραφή, σε γενικές γραμμές, μιας ειδικής ελεγκτικής διαδικασίας, όπως έγινε αρχικά από τις επαναστατικές και πρώτες μετεπαναστατικές κυβερνήσεις, ή ενός θεσμικού οργάνου αντίστοιχου ελέγχου, όπως συνέβη επί οθωνικής μοναρχίας, εντάχθηκε, κατ’ αρχάς, στο ειδικό πλαίσιο της πολιτικής πρακτικής και διπλωματικής τακτικής των προστάτιδων δυνάμεων, κυρίως της Γαλλίας, να επιβάλουν η κάθε μια τα δικά της νομοθετικά και θεσμικά πρότυπα, διότι θεωρούσαν ότι με τον τρόπο αυτό θα πετύχαιναν την πολιτειακή και θεσμική διείσδυση και, στη συνέχεια, τον έλεγχο του νεαρού ελληνικού κράτους.

Η προσπάθεια θέσπισης ενός οργανωμένου δημοσιονομικού ελέγχου εντάχθηκε στο γενικότερο πλαίσιο μιας εκτεταμένης και αθρόας μεταφύτευσης διοικητικών θεσμών που λειτουργούσαν στις χώρες της Ευρώπης. Οι κρατούντες, χωρίς να επιχειρήσουν από την αρχή την εις βάθος έρευνα των τοπικών προβλημάτων και την ενδελεχή ανίχνευση των ιδιαιτεροτήτων της δημοσιονομικής διαχείρισης του νεοπαγούς κράτους, αγνόησαν τα ήδη υπάρχοντα εγχώρια πρότυπα ελέγχου του δημόσιου χρήματος (τα οποία αναπτύχθηκαν κατά την επαναστατική και πρώτη μετεπαναστατική περίοδο) και στράφηκαν προς τα γαλλικά, κυρίως, θεσμικά πρότυπα. Θεωρήθηκε ότι οι ευρωπαϊκοί διοικητικοί και δημοσιονομικοί θεσμοί θα λειτουργούσαν επαρκώς, έστω και αν δεν καταβαλλόταν οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής τους στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Και αυτό γιατί δεν είχε γίνει κατανοητό ότι οι διοικητικοί θεσμοί είναι κοινωνικοί κανόνες και η ευδοκίμησή τους εξαρτάται από την προσαρμογή τους στις κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας.

Σελ. 12

ΙΙ. ΤΑ ΕΛΕΓΚΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΥΣΗ

Η υπόθεση των δανείων της Ανεξαρτησίας, αλλά και η οικονομική διαχείριση των επαναστατικών κυβερνήσεων, όπως προεκτέθηκε, ήταν η αιτία της δημιουργίας ειδικών επιτροπών διαχειριστικού ελέγχου. Οι ποικιλώνυμες αυτές επιτροπές ήταν λειτουργικά ενταγμένες στο πλαίσιο των εθνοσυνελεύσεων, στις οποίες οι κυβερνήσεις, τόσο των επαναστατικών όσο και των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, υπέβαλαν συνοπτικούς λογαριασμούς, συνήθως ατελώς συνταγμένους, λόγω της έλλειψης οργανωμένης γραφειοκρατικής δομής και της συνεχιζόμενης διεξαγωγής των πολεμικών γεγονότων. Τα ελεγκτικά αυτά όργανα, παρά το αναμφισβήτητο έργο που επιτέλεσαν σε μια χώρα με ανύπαρκτους διοικητικούς μηχανισμούς, αποτέλεσαν το θεσμικό κρηπίδωμα, αλλά, κυρίως, την ψυχολογική προδιάθεση για την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τα κυριότερα ελεγκτικά όργανα της επαναστατικής περιόδου ήταν τα εξής:

Α. Η Λογιστική Επιτροπή

Η πρώτη υβριδική μορφή ενός ελεγκτικού οργάνου διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και ειδικότερα των δανείων της Ανεξαρτησίας ήταν η Λογιστική Επιτροπή. Η σύστασή της είχε ως αποκλειστικό σκοπό την επεξεργασία των εθνικών λογαριασμών, χωρίς όμως αξιώσεις θεσμικής κατοχύρωσης και την επιδίωξη μακροπρόθεσμης λειτουργίας.

Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, με το Ψήφισμα της 13 Απριλίου 1826, ανέθεσε σε μια ενδεκαμελή διοικητική επιτροπή το έργο της διοίκησης «των πολιτικών και πολεμικών», καθώς και την αρμοδιότητα της αναθεώρησης όλων των λογαριασμών από την εποχή της σύγκλησης της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης της (20 Δεκεμβρίου 1821), μέχρις ότου συσταθεί η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος. Η ενδεκαμελής αυτή επιτροπή συγκρότησε τη

Σελ. 13

Λογιστική Επιτροπή, η οποία επιφορτίστηκε με τον έλεγχο των λογαριασμών αυτών. Στη συνέχεια, το έργο της επεκτάθηκε και στον έλεγχο των λογαριασμών της ίδιας της Διοικητικής Επιτροπής, με εξουσιοδότηση της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης.

Η Λογιστική Επιτροπή υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση δύο αναφορές: Η πρώτη από αυτές αφορούσε στον έλεγχο των εθνικών λογαριασμών από τη σύγκληση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης, μέχρις ότου συσταθεί η Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος. Η αναφορά αυτή υποβλήθηκε στην Δ΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου 1829) κατά τη συνεδρίαση της 19 Ιουλίου 1829 με εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια. Με αυτήν καθορίστηκαν τα έσοδα που εισέπραξε το κράτος κατά την περίοδο που ελέγχθηκε, ενώ συγχρόνως διατύπωσε την παρατήρηση ότι, αν και είχαν εισπραχθεί φόροι, εντούτοις τα ταμειακά βιβλία ήταν νοθευμένα, γεμάτα καταχρήσεις, λάθη και ανωμαλίες, καθώς και παράνομες πωλήσεις εθνικών κτημάτων και κακόπιστες εξοφλήσεις αυτών. Η δεύτερη αναφορά της Λογιστικής Επιτροπής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αίτηση προς την Εθνοσυνέλευση για συνέχιση του έργου της, καθώς και της Αναθεωρητικής Επιτροπής (που στο μεταξύ είχε αρχίσει τις εργασίες της) και η οποία είχε ως σκοπό την αναθεώρηση των λογαριασμών της Λογιστικής Επιτροπής.

Η κατάσταση της χώρας, όμως, υποχρέωσε την κυβέρνηση να σταματήσει τον έλεγχο των εθνικών λογαριασμών και των δανείων της Ανεξαρτησίας. Η κυβερνητική αυτή απροθυμία φαίνεται στην αναφορά του γραμματέα της επικρατείας Νικολάου Σπηλιάδη προς την Εθνοσυνέλευση, όπου αναφέρεται ότι «η εξακολούθησις και η ενέργεια αποφάσεων της Λογιστικής και Αναθεωρητικής Επιτροπής, αίτινες δι’ αναφοράς των εζήτησαν να εξακολουθήσωσι τα χρέη των, δεν ενεκρίθη παρά της Κυβερνήσεως δια να μη δώση αφορμήν εις μνησικακίας και εκδικήσεις, καθ’ όν καιρόν εσύμφερε να παύσουν ταύτα τα δεινά».

Β. Η Αναθεωρητική Επιτροπή

Η Βουλή που συνήλθε μετά την Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας σύστησε εννεαμελή επιτροπή, ή οποία ονομάστηκε Αναθεωρητική.

Σκοπός της Αναθεωρητικής Επιτροπής ήταν «η αναθεώρησις και ανέκκλητος διαδικασία των της Λογιστικής και της επί των εθνικών φθαρτών κτημάτων επιτροπής παρουσιαζομένων εις αυτήν εθνικών λογαριασμών». Η Επιτροπή αυτή δεν εξέδωσε αποφάσεις κατά των πράξεων της Λογιστικής Επιτροπής και περιορίστηκε, απλά, σε ορισμένες προκαταρκτικές ενέργειες.

Σελ. 14

Γ. Η Επιτροπή επί της Οικονομίας και Χρηματιστικής Τραπέζης - Γενικόν Φροντιστήριον

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια (7 Ιανουαρίου 1828), η Βουλή, που είχε συγκροτηθεί σε Σώμα μετά τη λήξη των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, με εισήγησή του ανέστειλε την εφαρμογή του Συντάγματος και αυτοκαταργήθηκε. Με το Ψήφισμα της 18 Ιανουαρίου 1828 ανατέθηκαν όλες οι εξουσίες στον Κυβερνήτη, ο οποίος συνέστησε ως συμβουλευτικό σώμα το «Πανελλήνιον», που αποτελούνταν από είκοσι επτά μέλη, κατανεμημένα σε τρία τμήματα: «το της οικονομίας, το της διοικήσεως εσωτερικών και το της ωπλισμένης δυνάμεως ξηράς και θαλάσσης». Το τμήμα της οικονομίας περιλάμβανε και μια ειδική επιτροπή που θα επόπτευε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που μόλις είχε ιδρυθεί. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους προστέθηκε και τέταρτο τμήμα του «Πανελληνίου», αποτελούμενο από τρία μέλη, που ονομάστηκε «Γενικόν Φροντιστήριον», με αποκλειστικό σκοπό τον έλεγχο της οικονομίας και τους λογαριασμούς των υπηρεσιών που είχαν σχέση με τα θέματα του πολέμου.

Η Επιτροπή επί της Οικονομίας και Χρηματιστικής Τραπέζης, καθώς και το Γενικόν Φροντιστήριον υπέβαλαν τους λογαριασμούς τους στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνήλθε στο Άργος στις 11 Ιουλίου 1829. Στην ίδια Συνέλευση κατατέθηκε και η έκθεση της Λογιστικής Επιτροπής. Επίσης, υποβλήθηκε και ο προϋπολογισμός των εσόδων και εξόδων της επικρατείας από την 1 Μαΐου 1820 έως την 30 Απριλίου 1830.

Η εμφάνιση, για πρώτη φορά από την έναρξη του Αγώνα, του λογαριασμού διαχείρισης και των υπόλοιπων λογαριασμών της κρατικής περιουσίας, δημιούργησε καλές εντυπώσεις στους πληρεξουσίους της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης. Η εξεταστική επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης, αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της στον Κυβερνήτη, διότι για πρώτη φορά η κυβέρνηση λογοδοτούσε για τα πεπραγμένα της, πρότεινε τη σύσταση ειδικής επιτροπής για την αναθεώρηση των λογαριασμών, που παρουσίασε η ως άνω Επιτροπή επί της Οικονομίας και το Γενικόν Φροντιστήριον.

Δ. Το Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον

Ο Κυβερνήτης επιζητούσε τη θεσμική κατοχύρωση ενός μόνιμου οργάνου για τον δημοσιονομικό έλεγχο. Με το άρθρο 23 του ΛΔ΄ Ψηφίσματος της 8 Σεπτεμβρίου 1829

Σελ. 15

της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, υπό τον τίτλο «Περί διοργανισμού της Γερουσίας και του Υπουργικού Συστήματος», συστάθηκε το Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον, το οποίο αποτελούνταν από τρία μέλη, τα οποία όριζε η κυβέρνηση. Κύριο έργο του νεόκοπου θεσμού ήταν ο έλεγχος των λογαριασμών της «δημοσίου οικονομίας» και η επαγρύπνηση ώστε «η χρήσις των δημοσίων χρημάτων να γίνηται κατά τους νόμους και τους υπάρχοντας κανονισμούς και να μην συμβαίνη ούτε σφετερισμός ούτε κατάχρησις ως προς τας γενομένας πληρωμάς».

Το Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον οργανώθηκε ως υπηρεσία ελέγχου ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, με δικαίωμα να αναφέρει στον Κυβερνήτη τις οικονομικές ατασθαλίες και να υποβάλει σε αυτόν υποδείξεις για τη βελτίωση της δημόσιας οικονομίας. Έργο του νεοϊδρυθέντος Συμβουλίου ήταν η εξουσία «να εξελέγχη τους λογαριασμούς των υπουργών και της επί της οικονομίας επιτροπής (ήτις έπρεπε να στέλη εις αυτό τους λογαριασμούς της), να επαγρυπνή να μη συμβαίνη σφετερισμός ή κατάχρησις εις τας γενομένας πληρωμάς, να καλή ενώπιόν του τους ανωτέρους υπουργούς, εν οις συμπεριλαμβάνονται και τα μέλη της επί της οικονομίας επιτροπής δια να ζητή πληροφορίας περί των εις έλεγχον υποβεβλημένων λογαριασμών, ή και περί παντός αντικειμένου εκ των της αρμοδιότητος του, και να δίδη επίσημον εξοφλητικόν, δια του οποίου απολύει τον υπουργόν». Το αξιοσημείωτο είναι ότι προσδόθηκαν, όπως φαίνεται, στο Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, «αφού μετά την θεώρησιν των λογαριασμών ηδύνατο, εάν δεν παραδέχετο ως ορθούς τους λογαριασμούς, ν’ απολύη τον υπουργόν, έπεται ότι ηδύνατο να δικάση περί της διαχειρίσεως αυτού».

Μέλη του υπήρξαν ο Γεώργιος Σπανιολάκης, ο οποίος στη συνέχεια ορίστηκε επίτροπος της επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και γενικός ταμίας, ενώ το 1838 διετέλεσε

Σελ. 16

υπουργός Οικονομικών, ο Κυριάκος Τασσίκας που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και, τέλος, ο ειδικός στα λογιστικά Χριστόδουλος Οικονομίδης.

Αφορμή για την εγκαθίδρυσή του υπήρξαν οι δύο αναφορές που υπέβαλαν στον Κυβερνήτη ο Ανδρέας Λουριώτης και ο Ιωάννης Ορλάνδος, στις 28 Αυγούστου και 13 Οκτωβρίου 1828, αντίστοιχα, με τις οποίες έθεταν υπόψη του Κυβερνήτη το «βάρος» που τους επιβλήθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση και ζητούσαν τον διορισμό επιτροπής για την εκκαθάριση των λογαριασμών τους.

Το ειδικότερο ενδιαφέρον του Ιωάννη Καποδίστρια για τη θεσμική κατοχύρωση του δημοσιονομικού ελέγχου, προκύπτει από σχετική επιστολή που απέστειλε από την Αίγινα, στις 13 Οκτωβρίου 1829, δίνοντας παραινέσεις στα μέλη του Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου, καθώς και διασαφηνίσεις μέχρι ποιο σημείου θα έπρεπε να επεκτείνεται ο διενεργούμενος έλεγχος. Κατά τον Κυβερνήτη «ο έλεγχος συνίσταται όχι μόνον εκ της εξετάσεως των λογαριασμών των αυτοίς προσκειμένων εγγράφων, αλλά και του βασανισμού των πεπραγμένων. Και ουδείς πολιτευτής διατάξας ή τελέσας δαπάνας υπέρ της πολιτείας δύναται να απαλλαχθή της ευθύνης εάν το Ελεγκτικόν Συμβούλιον δεν λάβη απόδειξιν ότι τα εις τας δαπάνας προσνεμηθέντα χρήματα εδαπανήθησαν άνευ καταχρήσεως και σφετερισμού».

Το έργο με το οποίο επιφορτίστηκε το Συμβούλιο ήταν η αναθεώρηση των πρόσφατων λογαριασμών και η δημοσιονομική εποπτεία, έτσι ώστε «μήτε οβολός ληφθή χωρίς απόδειξιν έγγραφον του Ταμείου, μήτε οβολός πληρωθή χωρίς (…) γραμμάτων της επί της Οικονομίας Επιτροπής, το δε αληθές της ποσότητος αποδεικνύεται από τ’ ανήκοντα βιβλία και τους μερικούς λογαριασμούς, όσα δε εδόθησαν επληρώθησαν δυνάμει ενός διατάγματος της Κυβερνήσεως». Παρασχέθηκε στο Συμβούλιο η δυνατότητα διενέργειας επιθεωρήσεων «εκτάκτου πληρεξουσιότητος», δυνάμει της οποίας μπορούσε να «κράξη έμπροσθέν του τους ανωτέρους και υποδεεστέρους υπουργούς δια να τους ζητή πληροφορίας περί των υποβεβλημένων λογαριασμών».

Ε. Το Λογιστελεγκτικόν Κριτήριον

Με το άρθρο 283 του Πολιτικού Συντάγματος, που ψηφίστηκε από την Ε΄ Εθνο-συνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άργος στις 5 Δεκεμβρίου 1831, ορίστηκε ότι «εις την καθέδραν της Προσωρινής Κυβερνήσεως θέλει συσταθή ανώτατον δικαστήριον δι-

Σελ. 17

αιρούμενον εις τρία τμήματα. Το πρώτον δικάζει τας περί δικαιοδοσίας συμπίπτουσας διαφωνίας κ.λπ. Το δεύτερον αναθεωρεί τας κρισολογίας κ.λπ. Το τρίτον ονομαζόμενον Λογιστελεγκτικόν Κριτήριον ερευνά και εξετάζει τους λογαριασμούς των διαχειριζομένων δημόσια χρήματα υπαλλήλων».

ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ

Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Η περίοδος από το 1833 ως το 1864 ήταν καθοριστική για την εμπέδωση και ευδοκίμηση του νεοσύστατου θεσμού. Η βαυαρική αντιβασιλεία αναζήτησε, κατ’ αρχάς, θεσμικό πλαίσιο δημοσιονομικού ελέγχου στην ίδια τη Βαυαρία. Ο George Ludwig von Maurer, καθηγητής του δημόσιου δικαίου στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και μέλος της αντιβασιλείας, είχε ως πρότυπο τους γαλλικούς θεσμούς για τη συγκρότηση της νεοπαγούς πολιτείας.

Την εισήγηση για τη σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκανε ο Γάλλος Regny, στον οποίο οφείλεται αποκλειστικά και η οργάνωσή του. Ο Jean-François Artemond Regny ήλθε στην Ελλάδα ύστερα από σύσταση του Ελβετού φιλέλληνα τραπεζίτη Jean-Gabriel Eynard προς τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης, για να μη θίξει το ελληνικό φιλότιμο, περιέβαλε την άφιξη του Γάλλου οικονομολόγου με τη δικαιολογία ότι ο Regny ερχόταν ως απεσταλμένος του Ελβετού τραπεζίτη, ειδικά επιφορτισμένος να μελετήσει τους όρους με τους οποίους θα γινόταν δυνατή η σύναψη ενός εξωτερικού δανείου. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Regny είχε έλθει με αποκλειστικό σκοπό να μελετήσει και, στη συνέχεια, να οργανώσει τα δημόσια οικονομικά της νεόκοπης πολιτείας. Εξάλλου, η μελέτη των οικονομικών δυνατοτήτων της Ελλάδας αποσκοπούσε πράγματι στη διαπραγμάτευση ενός δανείου, η δε βαθύτερη γνώση και ευμενής παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης της χώρας θα ενίσχυε, στην ουσία, τις πιθανότητες επίτευξης του σκοπού αυτού. Βέβαιος, πάντως, ήταν ο διακαής πόθος του Καποδίστρια να

Σελ. 18

συνάψει δάνειο με το εξωτερικό, γεγονός που θα συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της χώρας, αφού οι εγχώριοι πόροι δεν ήταν επαρκείς για τον σκοπό αυτό.

Ο Artemond Regny υπήρξε για τον λόγο αυτόν το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο για τη διαπραγμάτευση ενός εξωτερικού δανείου, λόγω της πείρας που είχε αποκτήσει από ανάλογη δραστηριότητά του σε οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Εξάλλου, η θητεία του σε διάφορες γαλλικές διοικητικές υπηρεσίες στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της κατοχής της πόλης από τα στρατεύματα του Ναπολέοντος –και συγκεκριμένα η επιτυχής οργάνωση της λογιστικής διάρθρωσης και οικονομικής εποπτείας μεγάλων δημόσιων διαχειρίσεων, έργο για το οποίο τιμήθηκε από τη γαλλική Cour des comptes–, θεωρήθηκαν εγγυήσεις που εξασφάλιζαν στο πρόσωπο του Regny τις προϋποθέσεις για την ορθολογική οργάνωση των δημόσιων οικονομικών της ελληνικής πολιτείας.

Ο Regny μελέτησε την οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά δεν πρόλαβε να καταλήξει στη διατύπωση σχετικών προτάσεων, διότι δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης και μετά από αυτό συγκέντρωσε στο πρόσωπο του αντιπάθειες και αποτέλεσε στόχο ραδιουργιών. Έτσι αναγκάστηκε να ζητήσει εξάμηνη άδεια απουσίας για το εξωτερικό. Μετά την έλευση του Όθωνος και την εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας, ο Eynard και πάλι σύστησε τον Regny στον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκo A΄ και πατέρα του Όθωνος ως οικονομικό σύμβουλο της μοναρχικής κυβέρνησης. Μετά την εκ νέου έλευση του Γάλλου οικονομολόγου στην Ελλάδα, ανατέθηκε σε αυτόν για μικρό χρονικό διάστημα η θέση του Συμβούλου της Γραμματείας επί της Οικονομίας.

Προορισμός, όμως, του Artemond Regny ήταν το έργο της εγκαθίδρυσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Σώματος δηλαδή εκείνου που θα απέτρεπε την περιστολή της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και την επιβολή της δημοσιονομικής αυτοσυγκράτησης και πειθαρχίας.

Ι. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1844

Οι ιδρυτικοί σκοποί του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποσκοπούσαν να εντάξουν το νεοϊδρυθέν Σώμα στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης, πρώτη θεσμική έκφραση της οποίας έμελλε να είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το γεγονός αυτό, εντούτοις, δεν αποτέλεσε την αιτία να παρασυρθεί ο θεσμός από τους κλυδωνισμούς της διοικητικής δικαιοσύνης και την κατάργηση των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1844. Η θέση του, ως του μόνου εναπομείναντος θεσμού του βραχύβιου συστήματος της διοικητικής δικαιοσύνης για μεγάλο χρονικό διάστημα (από 1844 έως 1929), είχε ως συνέπεια να παρερμηνευθεί ο

Σελ. 19

λειτουργικός ρόλος και η αποστολή του και να επιφορτιστεί το Σώμα με σειρά διοικητικών αρμοδιοτήτων, πολλές από τις οποίες έχουν ενσωματωθεί αυτούσιες ή θεσμικά τροποποιημένες στη σημερινή του δικαιοδοσία.

Α. Το ιδρυτικό διάταγμα

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε με το διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου/ 9 Οκτωβρίου 1833 «Περί συστάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (ΦΕΚ-32), επί πρωθυπουργίας Σπυρίδωνα Τρικούπη, κατ’ απομίμηση της γαλλικής Cour des comptes, θεσμού που είχε συσταθεί από τον Ναπολέοντα το έτος 1807. Το ιδρυτικό διάταγμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ήταν μια σχετικά ελεύθερη αντιγραφή του νόμου της 16 Σεπτεμβρίου 1807, με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε ο αντίστοιχος γαλλικός θεσμός, με ορισμένες μόνο διαφοροποιήσεις που τις επέβαλε η διαφορετική πολιτειακή συγκρότηση των δύο κρατών.

Ο Rouen, αντιπρέσβυς της Γαλλίας στο Ναύπλιο, είχε παρατηρήσει, ευθύς εξαρχής, τις πολλές ασάφειες του διατάγματος, που οφείλονταν στο γεγονός ότι το κείμενο του γαλλικού πρωτοτύπου μεταφράστηκε αρχικά στη γερμανική που ήταν και το επίσημο κείμενο και στη συνέχεια στην ελληνική γλώσσα. Η νομοτεχνική αυτή μέθοδος έκανε το κείμενο του νόμου ατελές. Ο Γάλλος διπλωμάτης, εκτός από τις επιμέρους παρατηρήσεις που υπέβαλε στην κεντρική υπηρεσία του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών, επισήμανε ότι θα έπρεπε να διευκρινιστεί ότι η υψηλή εποπτεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας δεν θα έπρεπε να συσχετιστεί με τη διοικητική εποπτεία, την οποία ασκούν οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών στους υφισταμένους τους.

1. Οι ιδρυτικοί σκοποί του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Το Ελεγκτικό Συνέδριο, του οποίου η αρμοδιότητα ορίστηκε «δι’ όλον το Βασίλειον», εγκαθιδρύθηκε ως «ανωτάτη ως προς το διοικητικόν (administration) ελεγκτική Αρχή»

Σελ. 20

(παρ. 26’ ακροτελεύτιο εδάφιο), με σαφώς διακεκριμένες διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες, που προσδιόρισαν, ευθύς εξαρχής, την ιδιότυπη νομική υπόσταση του νεοπαγούς Σώματος.

Ως εποπτεύουσα ελεγκτική αρχή, ο εγκαθιδρυθείς θεσμός είχε ως σκοπό «να πληροφορήται δια επεξεργασίας των λογαριασμών ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του Κράτους συστήματος, ότι πάσα εντός του Κράτους διαχείρισις γίνεται κατ’ αυτό το σύστημα, ότι αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικήν διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδότως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις, ότι τα έσοδα και έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα, και ότι τα εις διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν» (παρ. 2α). Στη συνέχεια, το Συνέδριο επιφορτίστηκε με το «να κρίνη εκ των αποτελεσμάτων των λογαριασμών της διαχειρίσεως, αν και οποίαι μεταβολαί είναι αναγκαίαι ή κατάλληλοι δια τον γενικόν σκοπόν» (παρ. 26).

Η γενικόλογη αυτή καταγραφή των πρωταρχικών σκοπών του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσιδιάζει περισσότερο σε ένα ευρύ πλαίσιο προγραμματικών αρχών, οι οποίες απλώς περιγράφονται, αφού διαγράφονται εμφανώς οι ατέλειες και οι αδυναμίες εφαρμογής τους. Αξίζει να επιμείνει κανείς στην καταστατική επιδίωξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου «να πληροφορήται ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του Κράτους συστήματος», γεγονός το οποίο θα πετύχαινε «δι’ επεξεργασίας των λογαριασμών». Με άλλα λόγια, ο νεόκοπος θεσμός αποσκοπούσε στη διαφύλαξη της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των δημόσιων υπηρεσιών, αφού επιφορτίστηκε να «επαγρυπνεί, ώστε να μη υπερβαίνωνται αι δεδομέναι εις το Υπουργείον (…) γενικαί και ειδικαί πιστώσεις» (παρ. 30). Η ελεγκτική αποστολή του Συνεδρίου, σύμφωνα με τους καταστατικούς σκοπούς του, επεκτεινόταν και στο αν «τα έσοδα και έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα» και αν «τα εις τας διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν» και, κυρίως, ότι «αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικήν διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδότως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις», θέτοντας, ευθύς εξαρχής, το πλαίσιο της έκτασης του δημοσιονομικού ελέγχου που θα διενεργούσε.

Συγκεκριμένα, καθόρισε ως πρώτο πόλο την έννοια του ελέγχου της κανονικότητας των λογαριασμών, ότι δηλαδή για την ευταξία αυτών είναι η τήρηση των νόμιμων διαδικασιών και η έκδοση των νόμιμων δικαιολογητικών. Στο στοιχείο αυτό επανέρχεται το ιδρυτικό διάταγμα, απαιτώντας από τους υπολόγους «να καταστρώνουν τους λογαριασμούς των εις τον διατεταγμένον τρόπον, να παραπέμπουν αυτούς εις τας προσδιωρισμένας προθεσμίας εις το Συνέδριον με τας αναγκαίας αποδείξεις» (παρ. 17).

Στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπήχθη «όλον το λογιστικόν του Κράτους» και η οποία εξειδικευόταν με το να «επιτηρεί τους υπολόγους υπηρέτας αυτού» (παρ. 3).Η έννοια των δημόσιων υπολόγων προσδιορίζεται από το ίδιο το καταστατικό διά-

Σελ. 21

ταγμα και εξειδικεύεται σε όλους όσοι «ή δυνάμει της υπηρεσίας των, ή δυνάμει ειδικής παραγγελίας, ή δυνάμει αμφοτέρων τούτων, εισπράττουν ή εξοδεύουν δημόσια χρήματα» (παρ. 16).

Το Σώμα συγκροτήθηκε από τον πρόεδρο, τον επίτροπο της επικρατείας, ο οποίος «έχει χρέος να επιτηρή το ελεγκτικόν του Κράτους πανταχού κατά τους νόμους και κατά την τάξιν, να ενεργή προς αυτόν τον σκοπόν, και επομένως να παρευρίσκεται εις τας συνεδριάσεις του Συνεδρίου» (παρ. 46), έναν αντιπρόεδρο, ο οποίος «έχει τας αυτάς εργασίας ως και οι λοιποί Ελεγκταί, αλλ’ εν απουσία του προέδρου αναπληροί τον τόπον του» (παρ. 7), από τέσσερις ελεγκτές και ένα γραμματέα.

Ως επικουρικό προσωπικό συστάθηκε ο κλάδος των λογιστών (πρώτης και δεύτερης τάξης), επιφορτισμένος με το έργο της επεξεργασίας των λογαριασμών, αφού ο πρόεδρος συγχρόνως με την παράδοση του λογαριασμού σε έναν ελεγκτή, σημείωνε τον επεξεργαστή λογιστή, ο οποίος «όφειλε να τον επεξεργασθή άνευ άλλης τινός βοηθείας με όλην την ακρίβειαν και ευσυνειδότως, και να καταστρώση τακτικόν πρωτόκολλον περί των όσων απαντήση προσκομμάτων» (παρ. 33). Οι λογιστές μπορούσαν να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις του Σώματος «ότε γίνεται συζήτησις περί προσκομμάτων, τα οποία απήντησαν εις τον επεξεργασθέντα παρ’ αυτών λογαριασμόν», αλλά κατά την εκδίκαση της υπόθεσης δεν είχαν αποφασιστική ψήφο (παρ. 8).

Η συγκρότηση του Σώματος καθορίστηκε ευθέως από το ιδρυτικό διάταγμα, αφού «δια να προχώρηση εις απόφασιν το Συνέδριον, πρέπει να παρευρίσκωνται 4 μέλη, εμπεριεχομένου του προέδρου. Ισοψηφίας τυχούσης, ο πρόεδρος έχει την νικώσαν» (παρ. 6). Η σημαντική θέση του επιτρόπου της επικρατείας διαφαίνεται και από τη διάταξη που όριζε ότι «όσαι αποφάσεις γίνονται εν απουσία του επιτρόπου της επικρατείας ή του αντιπροσώπου του είναι άκυροι» (παρ. 46).

Η «στολή» του ανωτέρω «προσωπικού» του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίστηκε η ίδια με εκείνη του προσωπικού του ακυρωτικού δικαστηρίου (παρ. 14).

Back to Top