ΤΟ ΚΑΡΤΕΛ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 15€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 36,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18629
Ζευγώλης Ν.
  • Εκδοση: 2η 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 256
  • ISBN: 978-960-654-737-9
Το παρόν έργο συνιστά τη δεύτερη έκδοση της μονογραφίας με τίτλο «Το καρτέλ στο δίκαιο του ανταγωνισμού». Η παρέλευση πολλών ετών από την πρώτη έκδοση (2008), οι σημαντικές στο μεσοδιάστημα εξελίξεις στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, νομοθετικές (με πιο πρόσφατη τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022 και τις τροποποιήσεις που αυτός επέφερε στο Ν 3959/2011), αλλά και νομολογιακές, καθώς και το ίδιο το θέμα του (διαβόητου) καρτέλ, με τη μυστικότητα που κατά κανόνα το περιβάλλει, αλλά και με τις δυσμενείς επιπτώσεις του σε διάφορους κλάδους, όπου αυτό λαμβάνει χώρα, αποτέλεσαν εν πολλοίς τους βασικότερους λόγους που συνέβαλαν στο να αποφασιστεί ότι θα είχε όχι μόνο (δι)επιστημονικό, αλλά και πρακτικό ταυτόχρονα ενδιαφέρον και μια δεύτερη έκδοση για το ίδιο θέμα. Το βιβλίο στοχεύει να φανεί χρήσιμο σε όλους τους δικηγόρους και νομικούς που έχουν ως αντικείμενο έρευνας και πρακτικής το δίκαιο του ανταγωνισμού.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Έννοια του ανταγωνισμού 1

2. Στενή και ευρεία εννοιολογική οριοθέτηση της πολιτικής ανταγωνισμού 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ
(ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ Ή ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ)

1. Αποτελεσματικός ανταγωνισμός versus αντιανταγωνιστική συμφωνία
ή εναρμονισμένη πρακτική 7

1.1 Ρυθμιστικό πλαίσιο 7

1.2 Αντικείμενο προστασίας 9

2. Η αναζήτηση συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής 12

2.1 Η ευκολία αναζήτησης συμφωνίας σε αντιδιαστολή προς τη δυσκολία
εντοπισμού εναρμονισμένων πρακτικών 12

2.1.1 Αναζήτηση συμφωνίας 12

2.1.2 Αναζήτηση εναρμονισμένων πρακτικών 15

2.1.3 Παράδειγμα απλής παράλληλης συμπεριφοράς 18

2.1.4 Περιθώρια εφαρμογής της παρ. 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.
Ενδεικτικά παραδείγματα 19

2.1.4.1 Από πλευράς ρυθμιστικού πλαισίου 19

2.1.4.2 Από πλευράς πρακτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 20

2.2 Έλλειψη και απόπειρα απόδοσης ορισμού της εναρμονισμένης πρακτικής 21

2.2.1 Διάσταση απόψεων 21

2.2.2 Σωρευτική ύπαρξη αντικειμενικού και υποκειμενικού κριτηρίου 22

2.2.3 Ενδεικτικά παραδείγματα 22

3. Παράλληλη συμπεριφορά 24

3.1 Διάκριση από τη (σιωπηρή) εναρμονισμένη πρακτική 24

 

3.2 Παραδείγματα παράλληλης συμπεριφοράς 27

3.2.1 Ευρωπαϊκή έννομη τάξη 27

3.2.1.1 Υπόθεση Zinc Producer Group 27

3.2.1.2 Υπόθεση Dyestuffs 28

3.2.1.3 Υπόθεση Suiker Unie 29

3.2.1.4 Υπόθεση Woodpulp 29

3.2.2 Εθνική έννομη τάξη – ενδεικτικές περιπτώσεις 30

3.2.2.1 Υπόθεση «αρτοποιοί Φωκίδας» 30

3.2.2.2 Υπόθεση «βενζινοπώλες Άρτας» 31

3.2.2.3 Υπόθεση «ΙΑΤΑ» 32

4. Διευκολυντικές πρακτικές ή πρακτικές διευκόλυνσης (facilitating practices) 35

4.1 Είδη πρακτικών διευκόλυνσης και σκοπός αυτών 35

4.2 Η ανταλλαγή πληροφοριών ως διευκολυντική πρακτική ή πρακτική
διευκόλυνσης 37

4.2.1 Μορφές ανταλλαγής πληροφοριών - κρισιμότητα του περιεχομένου 37

4.2.2 Υποθετικό παράδειγμα 39

4.2.3 Το παράδειγμα της Wood Pulp 41

5. Η δομή της αγοράς 43

6. Η αξιολόγηση της συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής
μέσω θεώρησης (και) των αποτελεσμάτων της 44

7. Η φύση των συναντήσεων μεταξύ ανταγωνιστών 45

7.1 Το παράδειγμα των συναντήσεων στο ξενοδοχείο Sofitel [απόφαση
υπ’ αριθμ. 277/IV/2005 της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού] 45

7.2 Ο συντονισμός των επτά αλυσίδων σούπερ μάρκετ κατά τις επίμαχες
συναντήσεις ως περίπτωση αντιανταγωνιστικής συμφωνίας ή
εναρμονισμένης πρακτικής 49

8. Η σημασία των εγγράφων: Πλήρωση του κριτηρίου της ελάχιστης (minimum)
αμοιβαίας επαφής – Η συνήθεια των συναντήσεων σε ξενοδοχεία 50

8.1 Παραδείγματα 50

8.1.1 Η περίπτωση των ανακοινώσεων για τις συναντήσεις στο ξενοδοχείο
Sofitel 50

8.1.2 Η περίπτωση ΙΑΤΑ 51

8.1.3 Η περίπτωση των επιστολών στην υπόθεση εταιριών security 52

 

8.1.4 Η συνάντηση στο ξενοδοχείο «Ιλισσός» στην περίπτωση διαγωνισμού δημοπράτησης δημόσιου έργου του Νομού Φθιώτιδας
(«5ο Λύκειο Λαμίας (Τμ. Α1 και Β)») (ως προς το σκέλος των εταιριών
που συμμετείχαν επιτυχώς στη διαδικασία διευθέτησης) 56

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥΣ

1. Έννοια της επιχείρησης, έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων και έννοια
της ενώσεως ενώσεων επιχειρήσεων 59

1.1 Έννοια της επιχείρησης – Λειτουργικό κριτήριο 59

1.2 Ζητήματα ευθύνης κατά την αξιολόγηση της σχέσης μητρικής – θυγατρικής επιχείρησης 65

1.3 Έννοια της ένωσης επιχειρήσεων 67

1.3.1 Ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων που δραστηριοποιείται
σε συγκεκριμένο κλάδο 67

1.3.2 Η χρησιμοποίηση ένωσης επιχειρήσεων ως «άλλοθι» για την ανάληψη αντιανταγωνιστικών δραστηριοτήτων 68

1.3.3 Μη αναγκαία η ανάληψη οικονομικής δράσης εκ μέρους της ένωσης για
την υπαγωγή της στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 1 του Ν 3959/2011 –
Το παράδειγμα των Οδοντιατρικών Συλλόγων και η σχετική νομολογία 69

1.3.4 Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για το Τεχνικό
Επιμελητήριο Ελλάδος 75

1.3.5 Το παράδειγμα της βρετανικής αρχής ανταγωνισμού σε αντίστοιχη
περίπτωση: η υπόθεση της ένωσης οφθαλμοχειρουργών 75

1.4 Έννοια της ένωσης ενώσεων επιχειρήσεων 76

1.4.1 Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων 76

1.4.1.1 Υπόθεση «Verband» 76

1.4.1.2 Υπόθεση «Fenex» 77

1.4.1.3 Υποθέσεις UK «Agricultural Tractor Registration Exchange»
και «BNIC»: Το ζήτημα των διακριτών επαφών 77

1.4.1.4 Αλλαγή πλεύσης από το ΔΕΚ: Από την υπόθεση «Heintz van
Landewyck» στην υπόθεση «Wood Pulp» 78

1.4.1.5 Υπόθεση «Cement»: «Σταθμός» ως προς το ζήτημα των διακριτών
επαφών 78

1.4.1.6 Υπόθεση «ΣΕΣΜΕ» - Συνάφεια με την υπόθεση «Finnboard» 80

 

1.4.1.7 Υπόθεση «Publisher’s Association»: υπεροχή των αποτελεσματικοτήτων έναντι του περιορισμού του ανταγωνισμού 81

1.4.1.8 Υπόθεση «FEG & TU» - Αντιδιαστολή προς την υπόθεση «Sofitel» 82

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΡΤΕΛ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ –
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
(ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ AUDATEX & FOCUS BARI/MRB)

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 85

2. Υπόθεση Audatex: Η υπ’ αρ. 640/2017 απόφαση της ΕΑ (Ολομ.) και
η κατά πλειοψηφία μη διαπίστωση παράβασης κατόπιν αναπομπής
της υπόθεσης από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 87

3. Υπόθεση FOCUS BARI/MRB (διαγωνισμός της ΑΕΜΑΡ): Η υπ’ αρ. 620/2015
απόφαση της ΕΑ (Τμ.) και η διαπίστωση παράβασης 91

4. Αποτίμηση των περιπτώσεων AUDATEX ΕΛΛΑΣ & FOCUS BARI/MRB με αναγωγή
στο γενικότερο πλαίσιο των συμφωνιών οριζόντιας συνεργασίας 97

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

1. Συμφωνίες ήσσονος σημασίας: Μη αισθητός περιορισμός του ανταγωνισμού 99

1.1 H εξέλιξη της αρχής de minimis – Απομάκρυνση από το συνδυασμό
του κριτηρίου του ουσιώδους περιορισμού του ανταγωνισμού
με τον επηρεασμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου 99

1.1.1 Ποιοτικό κριτήριο 99

1.1.2 Στροφή προς το ποσοτικό κριτήριο 100

1.2 Η ισχύουσα Ανακοίνωση: Διαφορά αισθητού περιορισμού του ανταγωνισμού
και αισθητής επίδρασης στο διακοινοτικό εμπόριο 100

1.2.1 Μη προστασία των συμφωνιών ήσσονος σημασίας, όταν αυτές
περιλαμβάνουν ιδιαίτερα σοβαρούς περιορισμούς 100

1.2.2 Δυνατότητα εφαρμογής της αρχής de minimis παρά την εμπλοκή
οικονομικά ισχυρών επιχειρήσεων στην υπό κρίση συμφωνία 102

 

1.2.3 Περισσότερες οι πιθανότητες ουσιώδους περιορισμού του ανταγωνισμού
σε περιπτώσεις οριζόντιων συμφωνιών 103

1.2.4 Η χρήση του κριτηρίου de minimis σε εθνικό επίπεδο 104

2. Επηρεασμός του ενδοενωσιακού εμπορίου 105

2.1 Άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003 – παρ. 4 των Κατευθυντήριων
γραμμών για την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου 105

2.2 Αd hoc εκτίμηση του επηρεασμού του ενδοκοινοτικού εμπορίου 106

2.3 Το (προς αποφυγήν) παράδειγμα των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου
στην υπόθεση Sofitel 107

2.4 Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές
που καλύπτουν ολόκληρο το έδαφος κράτους μέλους 109

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ (LENIENCY)

1.1 Ιστορική αναδρομή 111

1.2 Ισχύον πλαίσιο, μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022 112

1.2.1 Εισαγωγική διάταξη 112

1.2.2 Προσθήκη ουσιαστικών διατάξεων 113

1.2.2.1 Προγράμματα επιεικούς μεταχείρισης για μυστικές συμπράξεις 113

1.2.2.2 Γενικές προϋποθέσεις για την επιεική μεταχείριση 115

1.2.2.3 Απαλλαγή από τα πρόστιμα 116

1.2.2.4 Μείωση των προστίμων 117

1.2.2.5 Αριθμός προτεραιότητας 118

1.2.2.6 Υποβολή συνοπτικής αίτησης 119

1.2.2.7 Οικειοθελής ομολογία προ της εξέτασης με προσκόμιση
αποδεικτικών στοιχείων 121

2. Τα νέα δεδομένα για το άρθρο 44 του Ν 3959/2011, μετά την τροποποίηση
με το άρθρο 48 του Ν 4886/2022 122

2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις 122

2.2 Η παρ. 3Α του άρθρου 44 του Ν 3959/2011, μετά τη θέση σε ισχύ
του Ν 4886/2022 123

2.3 Η παρ. 3Β του άρθρου 44 του Ν 3959/2011, μετά τη θέση σε ισχύ
του Ν 4886/2022 127

2.4 Η παρ. 3Γ του άρθρου 44 του Ν 3959/2011, μετά τη θέση σε ισχύ
του Ν 4886/2022 129

3. Η εφαρμογή του «διλήμματος των φυλακισμένων» στα προγράμματα επιείκειας 136

4. Στόχος του προγράμματος επιείκειας 137

5. Ασφάλεια δικαίου και προβλεψιμότητα 141

6. To ζήτημα της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης 142

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ (SETTLEMENT) – ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ
Α) ΓΕΝΙΚΑ & Β) ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΡΙΤΩΝ (Ν 4529/2018)
ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ (LENIENCY) –
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΕ ΔΙΕΛΚΥΝΣΤΙΝΔΑ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ;

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 145

2. Η διευθέτηση υπό το πρίσμα του Ν 3959/2011 – Δογματική οριοθέτηση 146

3. Η διαδικασία των διμερών συσκέψεων ως jus cogens 147

4. Το εύρος της διακριτικής ευχέρειας του Εισηγητή κατά τη διάρκεια
των διμερών συσκέψεων 150

5. Αποδεικτικά στοιχεία σε φάκελο αρχής ανταγωνισμού – Η διευθέτηση
και η επιείκεια ως στοιχείο εξαίρεσης 153

5.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις – Γενικό πλαίσιο 153

5.2 Οι παρ. 5 έως 7 του άρθρου 6 του Ν 4529/2018 ως ρυθμιστικές παρεκκλίσεις
από την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων 155

5.3 Η παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν 4529/2018 και οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί
στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων στο φάκελο αρχής ανταγωνισμού 157

6. Η έννοια/το ζήτημα της «ασυλίας» στην ευρωπαϊκή και στην εθνική έννομη τάξη
υπό το πρίσμα του Ν 4529/2018 159

7. H «ασυλία» υπό το πρίσμα του Ν 3959/2011, μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022,
ως απαλλαγή από ποινικές κυρώσεις και άλλες διοικητικές συνέπειες 161

8. Επιείκεια + διευθέτηση + αγωγές αποζημίωσης = μέγιστη αποτελεσματικότητα
των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού 164

9. Ταυτόχρονη υπαγωγή σε Επιείκεια και Διευθέτηση 164

10. Διαφορετικό ζήτημα η ομολογία διά της διευθέτησης και διαφορετικό
ζήτημα η ανάληψη δεσμεύσεων 165


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

H MEΘOΔOΣ YΠOΛOΓIΣMOY ΚΑΙ TO YΨOΣ
TOY EΠIBA
ΛΛOMENOY ΠPOΣTIMOY

1. Η ρύθμιση του άρθρου 25Β του Ν 3959/2011, ως ισχύει και η Ανακοίνωση
της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού για τον υπολογισμό των προστίμων 167

1.1 Ρυθμιστικό πλαίσιο 167

1.2 Υπολογισμός βασικού ποσού 172

1.3 Εκτίμηση επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων 173

2. Οι Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον υπολογισμό
των προστίμων σε περίπτωση παραβάσεων 175

2.1 Διαφοροποίηση από τις Κατευθυντήριες του 1998 175

2.2 Αξιολόγηση της παρ. 31 των ευρωπαϊκών κατευθυντήριων γραμμών
σε συνάρτηση με τη ρύθμιση του άρθρου 25Β παρ. 1 εδ. 4 του Ν 3959/2011,
ως ισχύει (ήτοι μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022) 176

2.3 Μη πρόβλεψη από τον Κανονισμό 1/2003 περί δυνατότητας αυστηρότερων ρυθμίσεων στο εθνικό δίκαιο για (καρτελικές) συμπράξεις 176

2.4 Διττός ο χαρακτήρας της επιβολής προστίμου 178

3. Ανάγκη εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας σε συνδυασμό
με κατά περίπτωση αξιολόγηση 180

4. Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αντι-ανταγωνιστικών συμπράξεων τύπου
καρτέλ για την επιμέτρηση προστίμων 182

4.1 Το ρυθμιστικό πεδίο 182

4.2 Ενωσιακή προσέγγιση 183

4.2.1 Το ζήτημα του αντίκτυπου στην αγορά 183

4.2.2 Κατηγοριοποίηση παραβάσεων 184

4.4.3 Απόρριψη της επιχειρηματολογίας για έλλειψη αντίκτυπου στην αγορά
από Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την ενωσιακή νομολογία 185

5. Εθνική προσέγγιση 186

5.1 Δείγμα διαφοροποίησης της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ως προς
το ζήτημα των αντι-ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων – Πρακτική της ΕΑ –
Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο μετά τη θέση ισχύ του Ν 4886/2022 186

5.2 Ανακοίνωση της ΕΑ αναφορικά με το εύρος των ακαθάριστων εσόδων
από προϊόντα ή υπηρεσίες που καθορίζουν το βασικό ποσό προστίμου
σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 1, 2 και 2α του Ν 703/77 και 81, 82 ΣυνΕΚ [ήδη άρθρων 1, 2 του Ν 3959/2011 και 101, 102 ΣΛΕΕ] 188

6. Το ζήτημα της αδυναμίας πληρωμής επιβληθέντος προστίμου 191

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

ΕΛΕΓΧΟΣ (DAWN RAID) ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ – ΔΥΝΗΤΙΚΩΣ
ΑΝΑΚΥΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

1. Δυνατότητες επιβολής προστίμου λόγω παρεμπόδισης ελέγχου –
Το ενωσιακό παράδειγμα 201

1.1 Η επιβολή προστίμου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εταιρία Ε.ΟΝ
για την καταστροφή σφραγίδας κατά τη διάρκεια έρευνας και η επιβεβαίωση
της ορθότητας της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το Γενικό
Δικαστήριο (Τ-141/08) 201

1.2 Η εθνική ρύθμιση 205

2. Το ζήτημα της προστατευόμενης αλληλογραφίας ανάμεσα σε δικηγόρους και
πελάτες (Legal Professional Privilege) 207

2.1 Παράδειγμα: Η υπόθεση ΑΚΖΟ ΝΟΒΕL 207

2.2 Το ιστορικό προηγούμενο: Οι αποφάσεις AM & S και Hilti 208

2.3 Η απόφαση ΑΚΖΟ 209

2.3.1 Ο ειδικός χαρακτήρας της αρχής της προστασίας του απορρήτου
της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών 209

2.3.2 Θεμελιώδης αρχή η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας 210

2.3.3 Οι παρελκυστικές τακτικές αξιολογούμενες υπό το πρίσμα
είτε του άρθρου 23 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003 είτε
ως επιβαρυντικές περιστάσεις 210

2.3.4 Η σημασία της έννοιας του ανεξάρτητου δικηγόρου οριζόμενης
κατά τρόπο αρνητικό σύμφωνα με την ενωσιακή νομολογία – Στενή
ερμηνεία 211

3. Εθνική έννομη τάξη 212

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 215

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 221

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 233

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Έννοια του ανταγωνισμού

Γενικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ανταγωνισμός σημαίνει προσπάθεια για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος αναφορικά με έναν στόχο, την επίτευξη του οποίου επιδιώκουν ταυτοχρόνως και άλλα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά) ή παίκτες σε μια αγορά. Η παρούσα μελέτη, εξετάζοντας την καρτελική σύμπραξη μεταξύ επιχειρήσεων, αφορά στο αντικείμενο του οικονομικού ανταγωνισμού, και στον τρόπο με τον οποίο αυτός επηρεάζεται/περιορίζεται/αλλοιώνεται εξαιτίας του καρτέλ. Το καρτέλ συνιστά μια αντι-ανταγωνιστικού περιεχομένου συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική (συμπαιγνία) μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οριζόντια μεταξύ τους σχέση, δηλ. βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής. Αν πρόκειται για συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική (συμπαιγνία) μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κάθετη μεταξύ τους σχέση, ήτοι βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, τότε πρόκειται για κάθετη συμφωνία. Σε ό,τι αφορά την έννοια του οικονομικού ανταγωνισμού, δύναται να γίνει δεκτό ότι «οικονομικός ανταγωνισμός» σημαίνει επιδίωξη του ίδιου οικονομικού σκοπού από δύο ή περισσότερες ανεξάρτητες επιχειρήσεις (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) που δραστηριοποιούνται κατά κανόνα στην ίδια σχετική αγορά. Η σύναψη συναλλακτικών σχέσεων με τρίτα πρόσωπα (πελάτες, προμηθευτές, διανομείς, εργαζομένους, καταναλωτές κ.λ.π.) αποσαφηνίζει αυτό το σκοπό και συνέχεται απόλυτα με την έννοια της οικονομικής ελευθερίας. Ο ως άνω αναφερόμενος ορισμός είναι ίσως ο πιο πλήρης,

Σελ. 2

με την έννοια ότι περιλαμβάνει οποιαδήποτε μορφή του οικονομικού ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, και λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές αρχές του συστήματος της επιχειρηματικής οικονομίας, τα επί μέρους στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια του είναι τα εξής: Καταρχήν, η ύπαρξη δύο τουλάχιστον ανεξάρτητων μεταξύ τους ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που επιδιώκουν τη σύναψη συμβατικών σχέσεων με παράγοντες της αγοράς. Επιπλέον, κατά την προσπάθειά τους αυτή, οι ανταγωνιστές οφείλουν να ακολουθήσουν τη νόμιμη οδό, δηλαδή να ενεργήσουν χωρίς προσυνεννοήσεις για την επιχειρηματική τους συμπεριφορά στην αγορά όπου δραστηριοποιούνται ή σκοπεύουν να δραστηριοποιηθούν, χωρίς την επιβολή της οικονομικής τους ευρωστίας ή τη χρήση μεθόδων αντίθετων προς συγκεκριμένους νομικούς κανόνες ή/και προς τα χρηστά ήθη. Σε αυτό άλλωστε συνίσταται η ελευθερία του ανταγωνισμού. Τέλος, προϋποτίθεται η ύπαρξη συγκεκριμένης γεωγραφικής αγοράς, εντός της οποίας θα αναπτύσσεται η δράση των ανταγωνιστών.

Ο ελεύθερος ανταγωνισμός αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά μεταξύ υπαρχουσών επιχειρήσεων,. Αν οι υπάρχουσες επιχειρήσεις συνιστούν ενεργητικούς ανταγωνιστές, τότε ενδέχεται η συμπεριφορά τους να είναι είτε συνεργασιακή είτε μη συνεργασιακή. Στην περίπτωση συνεργασιακής συμπεριφοράς μεταξύ ενεργητικών ανταγωνιστών κατά κανόνα πρόκειται για καρτέλ, εκτός αν πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις εκείνες συνεργασίας ανάμεσα σε ανταγωνιστές, που απαλλάσσονται βάσει κάποιου Κανονισμού απαλλαγής (λόγου χάριν, πρόκειται είτε για μία συμφωνία Έρευνας και Ανάπτυξης που διέπεται από

Σελ. 3

τις διατάξεις του Κανονισμού 1217/2010 είτε για μια συμφωνία εξειδίκευσης που διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού 1218/2010). Αν αντίθετα κάποιες επιχειρήσεις αποτελούν δυνητικούς (μελλοντικούς δηλαδή) ανταγωνιστές προς τις ως άνω αναφερόμενες, τότε η συμπεριφορά των υπαρχουσών επιχειρήσεων – ενεργητικών ανταγωνιστών προς αυτές ενδέχεται να είναι είτε συμβιβαστική είτε επιθετική, επιδιώκοντας τον αποκλεισμό τους. Αν τελικά οι δυνητικοί ανταγωνιστές καταφέρουν να εισέλθουν στη σχετική αγορά, τότε η συμπεριφορά των ήδη δραστηριοποιουμένων σε αυτήν ανταγωνιστών, θα εξακολουθήσει κατά πάσα πιθανότητα να είναι επιθετική προς τους νέους ανταγωνιστές, χωρίς βέβαια να μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο μετατροπής της σε συνεργασιακή. Σε μία τέτοια περίπτωση συνεργασιακής συμπεριφοράς κατά κανόνα μιλάμε για την ύπαρξη καρτέλ στη συγκεκριμένη αγορά. Οι παραπάνω αναφερόμενες μορφές συμπεριφορών συνιστούν κατά κανόνα το κύριο αντικείμενο των μέτρων πολιτικής ανταγωνισμού.

2. Στενή και ευρεία εννοιολογική οριοθέτηση της πολιτικής ανταγωνισμού

Σύμφωνα με την άποψη εκείνη που προσδιορίζει την πολιτική ανταγωνισμού προσεγγίζοντάς την με στενή έννοια, η πολιτική ανταγωνισμού συνιστά απλώς ένα σύνολο κανόνων που καθορίζουν τη συμπεριφορά και κατ’ επέκταση τις συναλλαγές των επιχειρήσεων, οι οποίοι καλούνται συνήθως «αντι-μονοπωλιακοί» κανόνες. Αντίθετα, σύμφωνα με την ευρύτερη

Σελ. 4

εννοιολογική προσέγγιση της πολιτικής ανταγωνισμού, πρόκειται για τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η κρατική πολιτική μιας χώρας, προκειμένου να συνδράμει μεν σε γενικότερο επίπεδο τις αγορές, έτσι ώστε να λειτουργήσουν με τρόπο εύρυθμο, ταυτόχρονα δε να συμβάλει στη δημιουργία και ανάπτυξη των επιχειρήσεων σε ατομικό επίπεδο, δημιουργώντας τις πρoϋποθέσεις που θα καταστήσουν τις επιχειρήσεις αυτές αποτελεσματικές και επομένως ανταγωνιστικές. Τόσο η νομοθεσία ανταγωνισμού όσο και οι φορείς υλοποίησής της σε μία χώρα αποτελούν τυπικώς την πολιτική ανταγωνισμού, της οποίας ο απώτερος στόχος συνίσταται στην επίτευξη κοινωνικής ευημερίας.

Σε γενικές γραμμές θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κοινωνική ευημερία συνίσταται στο άθροισμα της ευημερίας/πλεονάσματος τόσο των καταναλωτών όσο και των παραγωγών/διανομέων. Η τιμή και η ποιότητα φαίνεται να είναι οι μόνοι παράγοντες που βρίσκονται σε συνάρτηση με την ευημερία/το πλεόνασμα των καταναλωτών: ανάλογα με το προϊόν, όσο χαμηλότερη είναι η τιμή και όσο υψηλότερη είναι η ποιότητά του, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευημερία/πλεόνασμα των καταναλωτών. Αντιθέτως, συνάρτηση της ευημερίας/πλεονάσματος των παραγωγών/διανομέων αποτελεί το κέρδος. Η αποτελεσματική λειτουργία μιας επιχείρησης, το χαμηλό λειτουργικό κόστος, ενδεχομένως η επίτευξη οικονομιών κλίμακος ή φάσματος αποτελούν ορισμένους από τους βασικότερους παράγοντες

Σελ. 5

που συμβάλλουν στην κερδοφορία μιας επιχείρησης και κατ’ επέκταση στην ευημερία των παραγωγών. Το κοινωνικά άριστο συνιστά το σημείο μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας.

Το καρτέλ συνιστά τον παράγοντα εκείνο, ο οποίος κατεξοχήν θίγει την κοινωνική ευημερία, ιδίως ως προς το σκέλος της εκείνο που αφορά στην ευημερία/πλεόνασμα του καταναλωτή, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις (ιδίως όταν πρόκειται για μία αποτελεσματική καρτελική σύμπραξη) θίγει και την ευημερία των παραγωγών/διανομέων εκείνων που δεν συμμετέχουν στο καρτέλ. Παρατηρείται δηλαδή ότι η εφαρμογή μίας αντιανταγωνιστικής οριζόντιας σύμπραξης όταν είναι επιτυχής για τα μέλη της, προσβάλλει άμεσα και τις δύο συνιστώσες της κοινωνικής ευημερίας (βλάπτοντας τόσο το συμφέρον των καταναλωτών όσο και το συμφέρον των μη συμμετεχουσών στο καρτέλ επιχειρήσεων). Σε αυτό το πλαίσιο κρινόμενη, η παρούσα μελέτη εκτιμάται ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ουσιαστικά πραγματεύεται το κατεξοχήν βασικό αντικείμενο έρευνας και εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που είναι (και πρέπει να είναι) το καρτέλ. Όχι τυχαία άλλωστε, το καρτέλ ή αλλιώς συμπαιγνία (collusion) έχει χαρακτηριστεί ως “supreme evil of antitrust”.

Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, μεταξύ άλλων, θα αξιοποιηθεί και θα αξιολογηθεί η πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι θέσεις της ενωσιακής νομολογίας σε ανάλογες περιπτώσεις, αλλά και ιδιαιτέρως η πρακτική της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού (σε συνάρτηση προφανώς και με τη νομολογία που συνοδεύει αυτήν), η οποία κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια περίπου εστιάζει όλο και περισσότερο την προσοχή της στην αντιμετώπιση αυτού του ιδιαίτερα επαχθούς φαινομένου για την επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας, το οποίο έχει σαφείς αρνητικές κατά βάση επιδράσεις στην Ελληνική Οικονομία όταν εντοπίζεται να λαμβάνει χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρηθεί επιπλέον και ανάλυση του σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου, με τη μορφή που αυτό έχει λάβει μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 4886/2022 και τις τροποποιήσεις που αυτός επέφερε στο Ν 3959/2011 προκειμένου

Σελ. 6

να ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, ώστε να επιβάλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

 

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ
(ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ Ή ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ)

1. Αποτελεσματικός ανταγωνισμός versus αντιανταγωνιστική συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική

1.1 Ρυθμιστικό πλαίσιο

Η διάταξη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 81 ΣυνθΕΚ) αποτελεί το ρυθμιστικό πεδίο της παρούσας μελέτης. Η συγκεκριμένη διάταξη, πιστή σχεδόν αντιγραφή της οποίας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 1 του Ν 3959/2011, συνιστά πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και έχει το εξής περιεχόμενο:

«1. Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:

α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,

β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων,

γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,

δ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,

ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Σελ. 8

2. Οι απαγορευόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:

- σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων,

- σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και

- σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών,

η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία:

α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και

β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.».

Βασική αποστολή της διάταξης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στο σύνολό της είναι κυρίως η προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού, η προστασία της οικονομικής ελευθερίας των τρίτων, η προστασία του δημοσίου συμφέροντος (το οποίο συγκεκριμενοποιείται λαμβανόμενο υπόψη ως ύπαρξη και λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού στην αγορά που αποσκοπεί στη δημιουργία ωφέλειας για το καταναλωτικό κοινό), ενώ επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόσθετο στόχο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αποτελεί η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς. Στο εθνικό δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού ο σκοπός του Ν

Σελ. 9

3959/2011, ως ισχύει συνίσταται κατά κύριο λόγο τόσο στην προστασία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς όσο και στην προστασία της οικονομικής ελευθερίας του τρίτου. Παρατηρείται δηλαδή ότι ο Ν 3959/2011 επιδιώκει να συνδυάσει την παράλληλη προστασία της κοινωνικής ευημερίας με την ατομική ωφέλεια. Γίνεται επομένως κατανοητό ότι οι σκοποί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 1 Ν 3959/2011 σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονται με μόνο πρόσθετο στόχο από την πλευρά του άρθρου 101 ΣΛΕΕ την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς, και από την πλευρά του εθνικού δικαίου την προσθήκη της παρ. 4 στο άρθρο 1 του Ν 3959/2011 σύμφωνα με την οποία οι Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής εφαρμόζονται αναλόγως για την υπαγωγή στην παράγραφο 3 συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που δεν είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών - μελών κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Δηλαδή, προβλέπεται στη συγκεκριμένη παράγραφο αναλογική εφαρμογή των Κανονισμών ομαδικής απαλλαγής στις περιπτώσεις εκείνες που εφαρμογή έχει μόνο το εθνικό δίκαιο (ήτοι ο Ν 3959/2011) και όχι το ενωσιακό.

1.2 Αντικείμενο προστασίας

Στην προκειμένη περίπτωση κρίνεται απαραίτητος ο προσδιορισμός του αντικειμένου προστασίας των ως άνω άρθρων (101 ΣΛΕΕ και 1 Ν 3959/2011). Όπως προκύπτει από τη διατύπωση των συγκεκριμένων (παρόμοιου περιεχομένου) διατάξεων, σχετικός ορισμός δεν υπάρχει. Εντούτοις, νομολογιακά προκύπτει ότι αντικείμενο προστασίας

Σελ. 10

είναι ο λεγόμενος αποτελεσματικός, πραγματικός, αποδοτικός, δυναμικός ή «εφικτός» ανταγωνισμός (workable competition). Ο αποτελεσματικός ανταγωνι-

Σελ. 11

σμός αποτελεί ένα εναλλακτικό, περισσότερο οικονομικό ρεαλιστικό μοντέλο σε σχέση με τον «τέλειο ανταγωνισμό» (perfect competition), η θεωρία του οποίου έχει αναπτυχθεί από ορισμένους οικονομολόγους.

Στο παρόν σημείο αξίζει να επισημανθεί ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι οικονομολόγοι απέκτησαν σημαντικό ρόλο σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού σχετικά πρόσφατα, ήταν ο τυποποιημένος τρόπος με τον οποίο η ίδια η οικονομική επιστήμη αντιμετώπιζε την πολιτική ανταγωνισμού μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη μελέτη της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, η προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής καταρχάς τουλάχιστον εμφανίστηκε αρκετά «τυποποιημένη» και όχι επαρκώς «ευέλικτη», ώστε να προσεγγίζει επιτυχώς κάθε υπόθεση κατά περίπτωση. Μία βασική εξήγηση που δίνεται γι’ αυτήν την αρχική προσέγγιση της οικονομικής επιστήμης σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού είναι ότι «η οικονομική θεωρία αναφερόταν με λεπτομέρεια μόνο σε δύο ακραίες μορφές αγοράς, την τέλεια ανταγωνιστική (που μπορούσε να εκφραστεί μέσα από το γνωστό απλό υπόδειγμα «προσφοράς και ζήτησης») και το μονοπώλιο (που αντιστοιχούσε σε μία απλή μεγιστοποίηση κερδών χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ανταγωνισμός)». Σχετικά με τον τέλειο ανταγωνισμό, επισημαίνονται ιδιαίτερα τα εξής: Βασικά χαρακτηριστικά του τέλειου (perfect) ή καθαρού (pure) ή πλήρους ανταγωνισμού είναι ο ανεξάρτητος καθορισμός των τιμών (οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά δεν μπορούν να τις επηρεάσουν) ή η διαμόρφωση των τιμών σε μία ιδανική αγορά πλήρους διαφάνειας, όπου δραστηριοποιούνται πολλές ισοδύναμες μεταξύ τους επιχειρήσεις, απόλυτα πληροφορημένες για τα μεταβαλλόμενα δεδομένα της αγοράς. Καμία επιχείρηση δεν δύναται να επηρεάσει κάποια άλλη, ενώ όλες έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν άμεσα στις επιταγές

Σελ. 12

της αγοράς. Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι ο τέλειος ή πλήρης ανταγωνισμός είναι σπάνιος σε μια αγορά.

Αντιθέτως, αποτελεσματικός ανταγωνισμός υφίσταται, όταν ο αριθμός των ανταγωνιστών στη σχετική αγορά είναι μικρότερος από αυτόν που θα απαιτούσε ο τέλειος ανταγωνισμός. Εντούτοις, ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός χαρακτηρίζεται από μία έντονη δραστηριότητα των ανταγωνιστών και από μία διαφορετική μεθοδολογία αμοιβαίας αντίδρασης στις περιπτώσεις εκείνες που οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της σχετικής αγοράς το απαιτούν. Το συγκεκριμένο αυτό χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού υφίσταται σε λιγότερο έντονο βαθμό, όταν οι επικρατούσες στη σχετική αγορά συνθήκες είναι ολιγοπωλιακές[48]. Σημειώνεται δε ότι η οικονομική επιστήμη εστίασε με μεγάλη επιτυχία το ενδιαφέρον της στη θεωρία των ολιγοπωλιακών αγορών σχετικά πρόσφατα (ήτοι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ύστερα).

2. Η αναζήτηση συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής

2.1 Η ευκολία αναζήτησης συμφωνίας σε αντιδιαστολή προς τη δυσκολία εντοπισμού εναρμονισμένων πρακτικών

2.1.1 Αναζήτηση συμφωνίας

Σε σχέση με το εννοιολογικό περιεχόμενο της «συμφωνίας» στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και δη την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σημειώνονται τα εξής: Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια εφαρμόζουν μια διευρυμένη άποψη ως προς την έννοια της «συμφωνίας». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, συμφωνία υπάρχει εάν τα μέρη καταλήγουν σε συναίνεση σχετικά με ένα σχέδιο που περιορίζει ή δύναται να περιορίσει την κοινή ελευθερία τους, καθορίζοντας μεταξύ τους τις γραμμές της αμοιβαίας δράσης τους ή αποχής τους από δράση στην αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από το παρελθόν αποτελεί η υπόθεση Polypropylene, όπου το κρίσιμο σημείο ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει πως «οι συμμετέχοντες στο καρτέλ παρευρέθηκαν σε μία συνάντηση στην οποία έγιναν συζητήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους

Σελ. 13

στην αγορά». Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά η V. Korah για τη συγκεκριμένη υπόθεση (που ουσιαστικά συνίσταται σε περισσότερες συνεκδικασθείσες υποθέσεις): “In the Polypropylene cases, the question to be answered by the CFI was not whether parallel conduct on the market was the result of collusion. The Commission had found ample documentary evidence that 15 petrochemical companies had worked out a complex scheme of arrangements with the purpose of setting and implementing target prices and quotas. There was clear evidence of collusion […]. Στην ελληνική βιβλιογραφία η συγκεκριμένη υπόθεση αναφέρεται ως «χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται η Επιτροπή την επαφή».

Πολύ χαρακτηριστική επίσης ήταν η απόφαση του παλιού Office of Fair Trading (OFT) ήδη CMA (Competition and Markets Authority), με την οποία διαπιστώθηκε καθορισμός τιμών σε σχέση με προσυμφωνημένες προσφορές σε διαγωνισμούς (bid-rigging activities), δηλαδή καρτέλ, ανάμεσα σε 112 κατασκευαστικές εταιρίες. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που είχε φέρει εις πέρας το OFT και, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι διαγωνισμοί αφορούσαν μεταξύ άλλων στην κατασκευή σχολείων, νοσοκομείων και πανεπιστημίων, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της βλάβης που υπέστη ο ανταγωνισμός ως θεσμός λόγω της συγκεκριμένων δραστηριοτήτων σε μία μη ολιγοπωλιακή αγορά.

Αντίστοιχου μεγέθους παράβαση στην ελληνική έννομη τάξη διαπίστωσε και η εθνική αρχή ανταγωνισμού με την υπ’ αρ. 647/2017 απόφασή της αναφορικά με διαγωνισμούς δημοπράτησης δημόσιων έργων υποδομής, ιδίως οδοποιίας, εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης οδικών αξόνων, κατασκευής νέων αυτοκινητοδρόμων, συγκοινωνιακών έργων (μετρό / ΟΣΕ / λιμάνια / αεροδρόμια) κλπ. Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για το σκέλος εκείνο

Σελ. 14

της υπόθεσης που αφορούσε τις «νομίμως κλητευθείσες εταιρίες οι όποιες δεν είχαν υποβάλλει αίτημα υπαγωγής στην διαδικασία διευθέτησης»,.

Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι τόσο από την πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και την ενωσιακή νομολογία όσο και από την πρακτική της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού και τη σχετική εθνική νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι δεν είναι κρίσιμο να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα σε “συμφωνία” και “εναρμονισμένη πρακτική”, υπό την προϋπόθεση βεβαίως πως είναι δεδομένο με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν κάποια μορφή συνεργασίας. Για να το πούμε πιο παραστατικά και καθ’ υπερβολήν, δεν θα πρέπει κανείς να προσδοκά ρεαλιστικά ότι για την απόδειξη μιας αντι-ανταγωνιστικής σύμπραξης καρτελικού τύπου θα πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί από τους ελεγκτές της εθνικής αρχής ανταγωνισμού κάποια υπογεγραμμένη συμφωνία η οποία θα έχει περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο. Κάτι τέτοιο θα ήταν απλώς ανέφικτο και ταυτόχρονα καταστροφικό για τον ανταγωνισμό, επειδή αν αποτελούσε ζητούμενο, θα αύξανε το αποδεικτικό μέτρο σε έναν όλως υπερβολικό και εν πολλοίς απαράδεκτα δυσχερή βαθμό, προς μεγάλη ικανοποίηση βεβαίως των συμμετεχόντων στο υπό διερεύνηση καρτέλ. Επίσης θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συμφωνία στο πλαίσιο ενός καρτέλ, προκειμένου να αποδειχθεί, δεν δύναται (και θα ήταν απολύτως λάθος αν αυτό συνέβαινε) να αντιμετωπιστεί αυστηρά με όρους δικαιοπραξίας και εν γένει στο πλαίσιο μιας Αστικού Δικαίου

Σελ. 15

προσέγγισης και οριοθέτησης. Αυτό βεβαίως καθιστά την καρτελική σύμπραξη τόσο από ερευνητική όσο και από επιστημονική άποψη εξόχως ενδιαφέρουσα, λόγω και της εγγενούς μυστικότητας που κατά κανόνα την περιβάλλει.

2.1.2 Αναζήτηση εναρμονισμένων πρακτικών

Σε συνέχεια των ανωτέρω σκέψεων, σημειώνονται τα ακόλουθα. Η ενσωμάτωση των εναρμονισμένων πρακτικών στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ έγινε για τον εξής λόγο: οι εναρμονισμένες πρακτικές ξεπερνώντας ως συμπεριφορά το επίπεδο μίας τυπικής συμφωνίας συνιστούν μία επινόηση, που δύναται να προκύψει είτε από κάποια άτυπη συμφωνία είτε από κάποια φαινομενικά μονομερή απόφαση η οποία ενδεχομένως παραβιάζει επίσης τη διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1, υπό την προϋπόθεση ότι έχει είτε ως αντικείμενο είτε/και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Στις περιπτώσεις αυτές η δυσκολία για τις αρχές ανταγωνισμού έγκειται κυρίως στην αδυναμία προοσδιορισμού του τύπου και του επιπέδου συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς κάθε φορά θα πρέπει να γίνεται ad hoc ανάλυση και εκτίμηση των χαρακτηριστικών που συναποτελούν κομμάτι του συγκεκριμένου φαινομένου (εναρμονισμένη πρακτική), όπου υπάρχουν υπόνοιες ότι αυτό εμφανίζεται. Το πρόβλημα γίνεται περισσότερο κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε ένα λανθάνον cartel είναι προφανές ότι θα φροντίσουν να προβούν σε όλες εκείνες τις ενέργειες που θεωρούν απαραίτητες, για την εξαφάνιση ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων (όπως λόγου χάριν, κρυφές συναντήσεις, ανταλλαγή e-mail ή fax και γενικότερα οποιασδήποτε μορφής ανταπόκριση, έστω και περιστασιακή). Κατά συνέπεια, οι αρχές ανταγωνισμού είναι

Σελ. 16

υποχρεωμένες σε αυτές τις περιπτώσεις να συνάγουν ή μη το συμπέρασμα ύπαρξης εναρμονισμένης πρακτικής λαμβάνοντας υπόψη τους ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, που έχει να κάνει όχι μόνο με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων (conduct based approach), αλλά και με περισσότερο οικονομικές παραμέτρους, όπως είναι για παράδειγμα η δομή της αγοράς, τα μερίδια των δραστηριοποιουμένων επιχειρήσεων, τα περιθώρια δυνητικού ανταγωνισμού, η διαφοροποίηση ή μη των σχετικών προϊόντων. Μάλιστα, όταν η απόδειξη της ύπαρξης εναρμονισμένης πρακτικής θα πρέπει να θεμελιωθεί με βάση μόνο οικονομικά στοιχεία, καθώς δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν για παράδειγμα κρυφές συναντήσεις, ανταλλαγή e-mail ή fax, τότε τα πράγματα για την ελέγχουσα αρχή καθίστανται εξαιρετικά δύσκολα, καθώς η ύπαρξη (σιωπηρού) καρτέλ θα πρέπει να συναχθεί δια της εις άτοπον απαγωγής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η διενεργηθείσα οικονομική ανάλυση θα πρέπει να οδηγήσει την έρευνα στο συμπέρασμα δια της εις άτοπον απαγωγής ότι καμία άλλη εξήγηση δεν μπορεί να δοθεί για την εξεταζόμενη περίπτωση παρά μόνον ότι πρόκειται για σιωπηρή εναρμονισμένη πρακτική (tacit collusion). Το σιωπηρό καρτέλ, ήτοι η σιωπηρή συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, συνιστά από πλευράς απόδειξης μακράν τη δυσκολότερη περίπτωση που μπορεί να απασχολήσει μια αρχή ανταγωνισμού και βέβαια αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση ειδικά για τους οικονομολόγους που ενδιαφέρονται για τα θέματα ανταγωνισμού. Το λεγόμενο ‘tacit cartel’ ή ‘tacit collusion’ (σιωπηρή συμπαιγνία) αντιδιαστέλλεται προς το λεγόμενο ‘explicit cartel’. Σχετικές υποθέσεις, κατά την εξέταση των οποίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε κατά το παρελθόν την ύπαρξη του λεγόμενου “explicit cartel”, είναι η Graphite Electrodes, η SAS/Maersk, η Sodium Gluconate και η Vitamins. Επίσης, ανάλογες περιπτώσεις έχουν απασχολήσει και την εθνική αρχή ανταγωνισμού. Ενδεικτικά μόνο παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων «ρητής συμπαιγνίας» (explicit collusion) συνιστούν τόσο οι συναντήσεις στο ξενοδοχείο Sofitel (απόφαση υπ’ αριθμ. 277/IV/2005 της Επιτροπής Ανταγωνισμού, το σκεπτικό της οποίας επιβεβαιώθηκε και από το Συμβούλιο της Επικρατείας), όσο και η ανταλλαγή επιστολών,

Σελ. 17

λόγου χάριν, στην παλιά υπόθεση με τις εταιρίες security (απόφαση υπ’ αριθμ. 325/V/2007 της Επιτροπής Ανταγωνισμού).

Ο βαθμός δυσκολίας εκτίμησης αυξάνεται ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που μία αγορά χαρακτηρίζεται ολιγοπωλιακή, γεγονός καθόλου σπάνιο, ιδίως στην ελληνική έννομη τάξη. Τότε η συμπεριφορά των επιχειρήσεων ενδέχεται να είναι παράλληλη, όχι εξαιτίας μίας συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά επειδή οι επικρατούσες συνθήκες στη συγκεκριμένη αγορά οδηγούν τις δραστηριοποιούμενες σε αυτήν επιχειρήσεις με ασφάλεια στην εκτίμηση ότι αν δεν ακολουθήσουν τη στρατηγική των ανταγωνιστών τους, θα

Σελ. 18

υποστούν βλάβη η οποία ενδέχεται να οδηγήσει ακόμη και στην εξαφάνισή τους από τη σχετική αγορά. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού σε αυτό το σύνθετο και συχνά πολύπλοκο πλαίσιο θα πρέπει να γίνει με βήμα προς βήμα προσέγγιση και ανάλυση, αφού στην ουσία τη βασικότερη επιδίωξη αποτελεί η διάκριση των συγκεκαλυμμένων cartels από τις εύλογες και αθώες παράλληλες εμπορικές πρακτικές που υπαγορεύουν ιδίως οι ολιγοπωλιακές συνθήκες ανταγωνισμού.

2.1.3 Παράδειγμα απλής παράλληλης συμπεριφοράς

Για να αποσαφηνιστεί η έννοια της απλής παράλληλης συμπεριφοράς ακολουθεί το κάτωθι απλοϊκό, πλην όμως χρήσιμο υποθετικό παράδειγμα:

Έστω ότι στο νησί της Νάξου δραστηριοποιούνται δέκα (10) βενζινάδικα. Κάθε πρωί ο πρατηριούχος που δραστηριοποιείται έξω από το χωριό Απείρανθος, δηλαδή το ένα από τα χωριά του εν λόγω νησιού, κάνοντας μία μικρή βόλτα με το αυτοκίνητό του σε ακτίνα ενός τετάρτου (15 λεπτών) από το βενζινάδικό του, παρατηρεί τις τιμές πώλησης της βενζίνης από τους άλλους πρατηριούχους και στη συνέχεια αποφασίζει σε ποια τιμή θα πωλήσει τη βενζίνη στο δικό του πρατήριο. Ο συγκεκριμένος πρατηριούχος δεν διαπράττει κάποια παράβαση από πλευράς κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Απλώς, παρακολουθώντας τους κοντινότερους γεωγραφικά ανταγωνιστές του, προσαρμόζεται ευφυώς ή επιτηδείως, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική νομολογία,

Σελ. 19

στις συνθήκες της συγκεκριμένης ολιγοπωλιακής αγοράς, συμπεριφερόμενος παράλληλα προς αυτούς.

2.1.4 Περιθώρια εφαρμογής της παρ. 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ενδεικτικά παραδείγματα

2.1.4.1 Από πλευράς ρυθμιστικού πλαισίου

Είναι γνωστό ότι κατά το παρελθόν, στον τομέα των μεταφορών οι ναυτιλιακές διασκέψεις αντιμετωπίστηκαν ως ειδική περίπτωση και για το λόγο αυτό έτυχαν ομαδικής απαλλαγής με βάση τον Κανονισμό 4056/86. Ο εν λόγω Κανονισμός ουσιαστικά νομιμοποιούσε το καρτέλ, δηλαδή τη ναυτιλιακή διάσκεψη (conference), επιτρέποντας ακόμη και το συλλογικό καθορισμό τιμών. Στην περίπτωση αυτή κρίθηκε σκόπιμο να προβλεφθεί εξαίρεση για την κατηγορία των ναυτιλιακών διασκέψεων, καθώς θεωρήθηκε ότι αυτές διαδραμάτιζαν σταθεροποιητικό ρόλο χάρη στον οποίο διασφαλιζόταν η παροχή υπηρεσιών που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους φορτωτές, εξασφαλίζοντας γενικά προσφορά τακτικών, επαρκών και αποτελεσματικών υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών, κατόπιν στάθμισης με τρόπο εύλογο των συμφερόντων των χρηστών. Κρίθηκε δηλαδή ότι τα ανωτέρω αποτελέσματα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν χωρίς τη συνεργασία στον τομέα των ναύλων ανάμεσα σε ναυτιλιακές εταιρίες που μετείχαν στις διασκέψεις. Τελικά, μετά από σειρά διαβουλεύσεων, στις 25 Σεπτεμβρίου 2006 έγινε δεκτή από το Συμβούλιο η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάργηση του Κανονισμού 4056/86 με τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού 1419/2006.

Σελ. 20

2.1.4.2 Από πλευράς πρακτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατά το παρελθόν επισημάνει ότι ορισμένοι τομείς παροχής υπηρεσιών, όπως, για παράδειγμα, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, οι τραπεζικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες ασφάλισης έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δύνανται ως ένα βαθμό να δικαιολογήσουν μία λιγότερο αυστηρή προσέγγιση με βάση το άρθρο 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Reims II: Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε απαλλαγή βάσει της διάταξης του άρθρου 81 παρ. 3 (ήδη 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ) σε συμφωνία μεταξύ δεκαέξι δημοσίων ταχυδρομικών γραφείων, η οποία συνιστούσε συμφωνία καθορισμού τιμών. Ωστόσο, όπως ήταν λογικό, στη συγκεκριμένη περίπτωση , η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήρε αυστηρά μέτρα, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τη λειτουργία της συμφωνίας, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι τα καταληκτικά (τερματικά) τέλη που επιβάλλονταν αντανακλούσαν πραγματικά κόστη. Διάχυτη πάντως είναι η αίσθηση ότι η συγκεκριμένη απόφαση συνιστά μία περισσότερο «πολιτική» απόφαση.

Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπόθεση Uniform Eurocheques χορήγησε εξαίρεση βάσει της διάταξης του άρθρου 85(3) [μετέπειτα 81(3) και νυν 101 (3)] σε συμφωνία καθορισμού ποσοστών προμήθειας ανάμεσα σε εθνικές τραπεζικές ενώσεις των κρατών μελών. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι το 1990 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε την συνέχιση της ως άνω εξαίρεσης και προέβη σε ενδελεχή έρευνα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή προστίμων, καθώς διαπιστώθηκε ότι οι γαλλικές συμμετέχουσες τράπεζες είχαν προβεί σε μυστική συμφωνία διαφορετικού –αντι-ανταγωνιστικού- περιεχομένου από αυτήν για την οποία είχε χορηγηθεί εξαίρεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Back to Top