ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ (Ν 4679-2020)

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 17.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 39,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17680
Χρυσάνθης Χ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 312
  • ISBN: 978-960-654-061-5
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το βιβλίο «Το Νέο Δίκαιο των Εμπορικών Σημάτων» προσεγγίζει ερμηνευτικά τόσο τις σημαντικότερες αλλαγές που επήλθαν στο δίκαιο των σημάτων με τον Ν 4679/2020 όσο και τις βασικές έννοιες του νέου νόμου υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας. Για την καλύτερη κατανόηση των μεταβολών παρατίθεται ο νόμος μαζί με την Εισηγητική του Έκθεση, και περιλαμβάνει και τους πίνακες αντιστοίχισης των νέων διατάξεων με τις παλαιότερες του Ν 4072/2012.

Βασικό και καινοτόμο χαρακτηριστικό του βιβλίου αποτελεί η παράθεση εικονογραφημένων παραδειγμάτων περί σημάτων βάσει δικαστικών αποφάσεων.

Το έργο συνοδεύεται από αλφαβητικά ευρετήρια τόσο επί του ερμηνευτικού κειμένου, όσο και επί των διατάξεων του νέου νόμου.

Αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για τον νομικό, που ασχολείται με το δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και κυρίως των σημάτων.

Πρόλογος Σελ. I
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Σελ. 1
1. Τα κυριότερα οφέλη από το νέο νόμο Σελ. 1
2. Οι σημαντικότερες αλλαγές συνοπτικά Σελ. 3
3. Οικονομική ανάλυση του δικαίου των σημάτων Σελ. 15
4. Σήμα Εθνικό, Ευρωπαϊκό και Διεθνές Σελ. 19
5. Η περιγραφή των προϊόντων - Η σημασία της χρήσης του σήματος - Τυπικό και ουσιαστικό σύστημα Σελ. 23
6. Ο διακριτικός χαρακτήρας (διακριτική ικανότητα) Σελ. 27
7. Παραδείγματα για το διακριτικό χαρακτήρα Σελ. 30
8. Το σχήμα και άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος Σελ. 33
9. Γεωγραφικοί όροι, ΠΟΠ/ΠΓΕ Σελ. 34
10. Σε τι χρησιμεύει η διαίρεση της δήλωσης σήματος Σελ. 37
11. Κατάργηση της αυτεπάγγελτης απόρριψης για σχετικά απαράδεκτα Σελ. 38
12. Η επιστολή συναίνεσης Σελ. 39
13. Η χρονική προτεραιότητα και η επιφύλαξη των προγενέστερων δικαιωμάτων Σελ. 40
14. Το περιεχόμενο του δικαιώματος Σελ. 40
15. Κίνδυνος σύγχυσης Σελ. 44
16. Παραδείγματα κινδύνου σύγχυσης Σελ. 59
A. Υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης Σελ. 59
Β. Υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι δεν συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης Σελ. 61
17. Η προστασία της φήμης Σελ. 63
18. Παραδείγματα προσβολής φήμης Σελ. 75
Α. Υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι υπάρχει προσβολή φήμης Σελ. 75
Β. Υποθέσεις όπου κρίθηκε ότι δεν υπάρχει προσβολή φήμης Σελ. 76
19. Η φήμη και η χρήση του Ευρωπαϊκού σήματος Σελ. 77
20. Η ένσταση απόδειξης χρήσης Σελ. 80
21. Τα ενδιάμεσα δικαιώματα Σελ. 83
22. Ο περιορισμός της προστασίας του σήματος Σελ. 84
23. Η σημασία της καταχώρισης του σήματος Σελ. 91
24. Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής Σελ. 95
25. Ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας Σελ. 103
26. Παρακωλυτική αντιδικία Σελ. 106
27. Έννομο συμφέρον για ανακοπή, αίτηση έκπτωσης και ακυρότητα Σελ. 111
28. Αποτελέσματα της έκπτωσης και της ακυρότητας Σελ. 112
29. Η μεταφορά δικαιοδοσίας από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά Σελ. 112
30. Αποτελέσματα των εγγραφών στο μητρώο Σελ. 114
31. Αυτοδίκαιη λήξη του σήματος Σελ. 114
32. Η ποινική προστασία του σήματος Σελ. 115
33. Η αναδρομική ισχύς Σελ. 117
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ν 4679/2020 - Εμπορικά σήματα - ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών - μελών περί σημάτων και της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και άλλες διατάξεις Σελ. 119
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων Σελ. 189
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ ΑΡΘΡΩΝ Σελ. 218
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕ ΟΔΗΓΙΑ 2004/48/ΕΚ Σελ. 222
ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΣΤΟ Ν 4679/2020 Σελ. 223
ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ Σελ. 225
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΑΠ Ολ 27/2019 Σελ. 227
ΣτΕ Ολ 11/2019 Σελ. 240
ΝΣΚ 240/2017 (Τμήμα Β ) Σελ. 249
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Σελ. 273
Α. Ελληνική Σελ. 273
Β. Αλλοδαπή Σελ. 273
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Σελ. 275
Α. Υποθέσεις για τη διακριτική ικανότητα Σελ. 275
Β. Υποθέσεις για τον κίνδυνο σύγχυσης και την προσβολή φήμης Σελ. 281
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Σελ. 1

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

1. Τα κυριότερα οφέλη από το νέο νόμο

Το 2015 αναθεωρήθηκε τόσο ο Κανονισμός για το Ευρωπαϊκό σήμα όσο και η Οδηγία για την εναρμόνιση του εθνικού δικαίου των εμπορικών σημάτων στα κράτη-μέλη. Είχε προηγηθεί μια εκτεταμένη έρευνα και αξιολόγηση της Επιτροπής της ΕΕ για το σύστημα του Ευρωπαϊκού σήματος και για τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών για τα εμπορικά σήματα, η οποία ξεκίνησε το 2009 και κατέληξε σε μια πολυσέλιδη έκθεση του Max Planck Institute που δημοσιεύτηκε στις 08.03.2011. Η έκθεση αυτή άσκησε σημαντική επίδραση στις νέες ρυθμίσεις, αν και τελικά δεν υιοθετήθηκαν όλα τα πορίσματά της από το νομοθέτη της ΕΕ. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2436 ΕΕ στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, πράγμα που για την Ελλάδα συντελείται με το νέο νόμο για τα εμπορικά σήματα.

Ο νέος νόμος ακολουθεί πιστά τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Ακολουθεί, επίσης, τον τρόπο ρύθμισης του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκού σήματος) στον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ. Έτσι, το εθνικό σήμα συγκλίνει με το Ευρωπαϊκό. Η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται διεξοδικά στους λόγους που υπαγόρευσαν τη σύγκλιση αυτή με το Ευρωπαϊκό σήμα. Ιδίως σημειώνει την ανάγκη η νομοθετική ρύθμιση για το εθνικό σήμα να εμπνέεται από την ίδια στάθμιση συμφερόντων, όπως και η ρύθμιση του Ευρωπαϊκού σήματος. Ακόμα, επισημαίνει ότι το σύστημα του Ευρωπαϊκού σήματος θεωρείται στην παρούσα χρονική στιγμή ως το αρτιότερο παγκοσμίως και αποτελεί πρότυπο νομοθετικής ρύθμισης και στάθμισης συμφερόντων όχι μόνο για τις χώρες της ΕΕ, αλλά ακόμα και για τρίτες χώρες. Από την άποψη αυτή, μολονότι ο νέος νόμος εισάγει πολλές και σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με το Ν 4072/2012, ωστόσο, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καινοτόμος ή ρηξικέλευθος, γιατί υιοθετεί στο επίπεδο του εθνικού σήματος τη γνωστή και δοκιμασμένη στην πράξη ρύθμιση και στάθμιση συμφερόντων του Ευρωπαϊκού σήματος, την οποία τα εθνικά μας δικαστήρια εφαρμόζουν και από

Σελ. 2

παλαιότερα δικάζοντας ως δικαστήρια Ευρωπαϊκών σημάτων σύμφωνα με τον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ.

Τα κυριότερα οφέλη του νέου νόμου θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:

1. Περιορίζει τα κόστη συναλλαγών και τη γραφειοκρατία. Καταργούνται ολοσχερώς ορισμένα τέλη, ενώ άλλα μειώνονται. Το σημαντικότερο, όμως, καταργείται η λεγόμενη διοικητική προστασία του σήματος. Δηλαδή καταργείται η αυτεπάγγελτη απόρριψη της αίτησης για σήμα, ένεκα άλλων προγενέστερων, όμοιων ή παρόμοιων σημάτων. Αυτό φαινομενικά προκαλεί την εντύπωση υποχώρησης της προστασίας του σήματος, όμως στην πραγματικότητα απαλλάσσει τις επιχειρήσεις από μια δαιδαλώδη, χρονοβόρα, πολυέξοδη και τελικά αδιέξοδη γραφειοκρατική διαδικασία που καθιστούσε δυσχερή έως αδύνατη την κατοχύρωση νέων σημάτων και συχνά οδηγούσε σε αντιδικίες επιχειρήσεις που δεν βρίσκονταν καν σε σχέση ανταγωνισμού. Τα υποτιθέμενα οφέλη από τη διοικητική προστασία ήταν στην πράξη αμελητέα, ενώ η πρακτική αυτή δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυνε. Για αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, εντός και εκτός ΕΕ, έχει εγκαταλείψει την πρακτική αυτή εδώ και δεκαετίες.

2. Ενισχύει τον ανταγωνισμό με βάση την καινοτομία και την πρωτοτυπία. Η δυνατότητα κατοχύρωσης νέων μορφών σημάτων επιτρέπει τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των προϊόντων, αλλά και των πολιτικών marketing και διαφήμισης. Η ενίσχυση της πρωτοτυπίας και της καινοτομίας δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάπτυξη που στηρίζεται στην ικανότητα των επιχειρήσεων να αντιλαμβάνονται καλύτερα τις ανάγκες της κατανάλωσης και να ανταποκρίνονται σε αυτές με πιο πρωτότυπα και καινοτόμα προϊόντα. Παράλληλα, προστατεύεται περισσότερο η ουσιαστική χρήση του σήματος, παρά αυτή καθαυτή η τυπική καταχώρισή του στο μητρώο. Προστατεύεται το σήμα για τον ουσιαστικό λόγο ότι είναι πρωτότυπο ή ότι έχει γίνει γνωστό στις συναλλαγές και όχι για τον τυπικό λόγο ότι η Διοίκηση το καταχώρισε στο μητρώο. Ακόμα, επέρχεται εξορθολογισμός (περιορισμός) στην έκταση της προστασίας του σήματος, για να ξεπεραστούν κάποιες παρενέργειες από την υπέρμετρη προστασία της αποκλειστικότητας που το συνοδεύει. Αυτό γίνεται με νέους θεσμούς, όπως η ανταγωγή ακυρότητας ή έκπτωσης, η απόδειξη χρήσης στην πολιτική δίκη και η ειδική και συγκεκριμένη περιγραφή των προϊόντων στη δήλωση του σήματος, που αποτρέπουν τη δημιουργία νομικών μονοπωλίων και τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

3. Το εθνικό σήμα συγκλίνει με το Ευρωπαϊκό. Ο εθνικός νόμος για το σήμα ακολουθεί τον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ. Αλλοδαπές επιχειρήσεις γνωρίζουν πλέον εύκολα και με ασφάλεια τι ισχύει για το δίκαιο του σήματος στην Ελλάδα. Εξάλλου, η συνύπαρξη δύο διαφορετικών και παράλληλων συστημάτων για το σήμα, ένα εθνικό και ένα Ευρωπαϊκό, δημιουργούσε περιπλοκές και περιττά κόστη. Ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να υιοθετούν διαφορετικές πολιτικές marketing και διαφήμισης

Σελ. 3

για την εθνική και την Ευρωπαϊκή αγορά, πράγμα σχεδόν ανέφικτο και πάντως κοστοβόρο. Το σύστημα του Ευρωπαϊκού σήματος είναι δοκιμασμένο (εφαρμόζεται από το 1996) πετυχημένο και αναγνωρισμένο διεθνώς.

4. Με τη μεταφορά δικαιοδοσίας από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά για τις υποθέσεις έκπτωσης και ακυρότητας σήματος εξοικονομείται σημαντικός χρόνος στην απονομή της δικαιοσύνης και καθίσταται περιττή η αναστολή της αστικής δίκης μέχρι το πέρας της διοικητικής. Είναι γνωστό ότι η εκδίκαση των υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια καθυστερεί περισσότερο σε σύγκριση με τα πολιτικά.

2. Οι σημαντικότερες αλλαγές συνοπτικά

Οι κυριότερες αλλαγές που εισάγει ο νέος νόμος σε σύγκριση με το Ν 4072/12 είναι οι εξής:

α) Περιστολή των εξουσιών του σήματος. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των νέων ρυθμίσεων είναι η περιστολή των εξουσιών του σήματος, χάριν προστασίας και ενίσχυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτή συνάγεται από περισσότερες διατάξεις, όπως, ιδίως, οι ακόλουθες:

1) Ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας. Το κύρος του καταχωρημένου σήματος μπορεί να ελεγχθεί από τα πολιτικά δικαστήρια με ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας (βλ. αρ. 38 παρ. 12-17). Έτσι, κάθε φορά που ο δικαιούχος του σήματος ασκεί αγωγή για την προσβολή του, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα με ανταγωγή να ελέγξει το κύρος του σήματος που αποτελεί νομική βάση της αγωγής, δηλαδή έχει τη δυνατότητα να προβάλει τους λόγους έκπτωσης από το δικαίωμα στο σήμα (αρ. 50 παρ. 2 επ.), ή τους λόγους ακυρότητας του σήματος (αρ. 52 παρ. 1 επ.). Παράλληλα, διατηρείται η δυνατότητα να προβληθούν αυτοτελώς στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων (ΔΕΣ) οι λόγοι έκπτωσης και ακυρότητας του σήματος. Όμως, οι σχετικές αποφάσεις της ΔΕΣ προσβάλλονται στα πολιτικά δικαστήρια και όχι στα διοικητικά, όπως γινόταν υπό το Ν 4072/2012 (αρ. 50 παρ. 1 και 52 παρ. 1). Έτσι, η δικαιοδοσία για διαφορές σχετικά με την έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα ή την ακυρότητά του, μεταφέρεται από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά, τόσο για τις διαφορές που προκύπτουν από αυτοτελή αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων όσο και για διαφορές που προκύπτουν από ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας. Αυτή η μεταφορά δικαιοδοσίας από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά στηρίζεται στο Άρθ. 94 παρ. 3 του Συντάγματος. Η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται διεξοδικά στους λόγους για τους οποίους η μεταφορά αυτή της δικαιοδοσίας ήταν σκόπιμη και αναγκαία.

Υπόψιν, ότι η ανταγωγή ακυρότητας μπορεί να αντικρουστεί με την ένσταση του αρ. 12 του νέου νόμου για την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής. Έτσι, η ανταγωγή ακυρότητας δεν αποτελεί στην πράξη πρόβλημα για τα σήματα που είναι

Σελ. 4

παλαιά, γνωστά και καθιερωμένα, γιατί για αυτά θα συντρέχουν κατά κανόνα οι προϋποθέσεις του αρ. 12.

2) Κατάργηση του αρ. 158 παρ. 2 Ν 4072/12. Καταργήθηκε το αρ. 158 παρ. 2 του Ν 4072/12 που δεν επέτρεπε στα πολιτικά δικαστήρια να ασκήσουν έλεγχο στο κύρος του σήματος. Έτσι, η καταχώριση του σήματος δεν παρέχει πλέον «ασυλία» στο σήμα από τυχόν νομικά ελαττώματα, δηλαδή από λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που συντρέχουν.

3) Η χρονική προτεραιότητα κατισχύει της καταχώρισης. Η επιφύλαξη των προγενέστερων δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα που απορρέουν από το καταχωρημένο σήμα τελούν υπό την επιφύλαξη τυχόν προγενέστερων δικαιωμάτων (αρ. 7 παρ. 1 και 3). Έτσι, ένα προγενέστερο σήμα θα μπορεί να απαγορεύσει τη χρήση ενός μεταγενέστερου, παρόλο που αυτό θα είναι καταχωρημένο στο μητρώο. Με άλλα λόγια, η καταχώριση του σήματος δεν εξασφαλίζει υπό το νέο νόμο αδιαμφισβήτητο δικαίωμα χρήσης του. Η καταχώριση του σήματος δεν παρέχει νομική ασυλία ούτε απέναντι στην αρχή της χρονικής προτεραιότητας. Η επιφύλαξη των προγενέστερων δικαιωμάτων δεν επαναλαμβάνεται ρητά στο αρ. 5 για τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου. Ορθότερο, όμως, είναι να γίνει δεκτό ότι και στις ανακοπές στη ΔΕΣ λαμβάνονται υπόψιν τα προγενέστερα δικαιώματα που απορρέουν από τη χρήση του σήματος. Έτσι, η ανακοπή πρέπει να απορρίπτεται, αν ο καθ' ού αποδεικνύει χρονική προτεραιότητα από τη χρήση που προηγείται της χρονικής προτεραιότητας του ανακόπτοντος από την κατάθεση του σήματός του.

4) Ένσταση απόδειξη χρήσης στην πολιτική δίκη. Η ένσταση απόδειξης χρήσης, που ίσχυε από παλαιότερα μόνο στην ανακοπή και την ακυρότητα του σήματος, επεκτάθηκε και στην αστική αγωγή κατά προσβολών του σήματος (αρ. 40). Έτσι, θα μπορεί εφεξής να απορριφθεί αγωγή για προσβολή σήματος το οποίο είναι μόνο καταχωρημένο, αλλά δεν χρησιμοποιείται στις συναλλαγές. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό που προστατεύεται πλέον με το νόμο είναι η χρήση του σήματος και όχι η καταχώρισή του. Σήμα που δεν χρησιμοποιείται δεν προστατεύεται, εκτός αν δεν έχουν ακόμα παρέλθει πέντε έτη από την ημερομηνία της καταχώρισής του ή υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση του.

5) Περιγραφή προϊόντων και υπηρεσιών. Η περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών στη δήλωση του σήματος στην ουσία απαιτείται πλέον να είναι ειδική και

Σελ. 5

συγκεκριμένη και δεν ενδείκνυται η χρήση της επικεφαλίδας της οικείας κλάσης, ενώ το σήμα προστατεύεται μόνο για τα προϊόντα που μνημονεύονται ρητά στη δήλωση και όχι για το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών της οικείας κλάσης (αρ. 23).

6) Περιορισμός της προστασίας του σήματος. Πολύ σημαντικές αλλαγές επήλθαν στη διάταξη του αρ. 11 για τον περιορισμό της προστασίας του σήματος. Ο περιορισμός γίνεται δραστικότερος από πολλές απόψεις. Μεγάλη πρακτική εφαρμογή αναμένεται να έχει το ότι ο δικαιούχος του σήματος δεν μπορεί να απαγορεύσει σε τρίτους τη χρήση «σημείων ή ενδείξεων που δεν έχουν διακριτικό χαρακτήρα» (αρ. 11 παρ. 1 εδαφ. β΄).

7) Τα ενδιάμεσα δικαιώματα. Στη γενικότερη κατεύθυνση της περιστολής των εξουσιών του σήματος εντάσσονται και οι διατάξεις για την προστασία των λεγόμενων «ενδιάμεσων δικαιωμάτων» (αρ. 48 και 53).

Όλα αυτά αποτελούν κάποιες από τις σημαντικότερες αλλαγές στην εθνική νομοθεσία των εμπορικών σημάτων. Όλα αυτά, όμως, είναι ρυθμίσεις που ήδη ισχύουν για το Ευρωπαϊκό σήμα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ. Η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου συσχετίζει τη γενικότερη αυτή φιλοσοφία της περιστολής των εξουσιών του σήματος με τα σύγχρονα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης, κυρίως της οικονομικής θεωρίας της «ενδογενούς ανάπτυξης» για την επίδραση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οικονομική ανάπτυξη. Όπως η υπό-προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, έτσι και η υπερ-προστασία τους οδηγεί σε υστέρηση του ανταγωνισμού και οικονομική ύφεση. Ζητούμενο είναι η αναζήτηση της χρυσής τομής που καθιστά τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας μοχλό πραγματικού και αποτελεσματικού ανταγωνισμού και οικονομικής ανάπτυξης.

Με την πιο πάνω περιστολή των εξουσιών του, το εθνικό σήμα συγκλίνει με το Ευρωπαϊκό. Τόσο το εθνικό σήμα όσο και το Ευρωπαϊκό ρυθμίζονται με τον ίδιο τρόπο. Το σύστημα του εθνικού σήματος υιοθετεί τη φιλοσοφία και τις αρχές του συστήματος του Ευρωπαϊκού σήματος και πρωτίστως υιοθετεί τις ισορροπίες και τη στάθμιση συμφερόντων που εκφράζει ο Κανονισμός 2017/1001 ΕΕ. Η σύγκλιση αυτή ήταν αναγκαία, όχι μόνο για λόγους γενικότερης στάθμισης συμφερόντων, αλλά και για λόγους πρακτικούς, καθώς υπό το Ν 4072/12, ιδίως λόγω του αρ. 158 παρ. 2, υπήρχε το ενδεχόμενο η ίδια αγωγή που στηριζόταν τόσο σε Ευρωπαϊκό

Σελ. 6

σήμα, όσο και σε εθνικό, να απορριφθεί ως προς το πρώτο και να γίνει δεκτή ως προς το δεύτερο.

β) Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής. Σημαντική στο σύστημα του νέου νόμου είναι η διάταξη του αρ. 12 για την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής. Νομοθετικός σκοπός του αρ. 12 είναι η προστασία της καταχώρισης του σήματος. Το αρ. 12 περιβάλλει την καταχώριση του σήματος με ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου. Για αυτό το αρ. 12 δεν εφαρμόζεται αναλόγως υπέρ διακριτικού γνωρίσματος το οποίο δεν έχει καταχωρηθεί. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρ. 12 το καταχωρημένο σήμα δεν μπορεί να ακυρωθεί, ούτε να απαγορευτεί η χρήση του. Έτσι, στο νέο νόμο το αρ. 12 δίνει στο σήμα μια προστασία που με το Ν 4072/12 δεν την είχε, καθώς στον προηγούμενο νόμο η αίτηση ακυρότητας ήταν απρόθεσμη. Η ένσταση του αρ. 12 προβάλλεται τόσο σε αντίκρουση αίτησης ακυρότητας στη ΔΕΣ όσο και σε αντίκρουση ανταγωγής ακυρότητας στα πολιτικά δικαστήρια.

Ταυτόχρονα, όμως, το αρ. 12 περιορίζει με έναν επιπλέον τρόπο τις εξουσίες που απορρέουν από το σήμα. Σήμα που είναι προγενέστερο δεν μπορεί να ζητήσει την ακυρότητα ή την απαγόρευση χρήσης μεταγενέστερου σήματος, αν για το τελευταίο αυτό μεταγενέστερο σήμα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρ. 12. Έτσι, τίθεται μια απόκλιση από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας.

γ) Όχι αυτεπάγγελτη απόρριψη της δήλωσης του σήματος για λόγους σχετικών απαραδέκτων. Μετά την περιστολή των εξουσιών του σήματος, η δεύτερη πιο σημαντική καινοτομία του νέου νόμου είναι ότι η Διεύθυνση Σημάτων δεν απορρίπτει αυτεπάγγελτα μια δήλωση σήματος, όταν συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης με προγενέστερο σήμα (αρ. 24 παρ. 1 σε συνδυασμό και με αρ, 5 παρ. 1 και 5). Αντίθετα, ειδοποιεί το δικαιούχο του προγενέστερου σήματος, προκειμένου αυτός να ασκήσει ανακοπή, αν το επιθυμεί. Αν δεν ασκηθεί ανακοπή, το σήμα θα καταχωρηθεί. Έτσι, η Διεύθυνση Σημάτων μπορεί να απορρίψει μια δήλωση σήματος μόνο για λόγους που συνδέονται με τα απόλυτα απαράδεκτα του αρ. 4. Αντίθετα, τα σχετικά απαράδεκτα του αρ. 5 δεν είναι λόγος για αυτεπάγγελτη απόρριψη της αίτησης, αλλά μόνο λόγος ανακοπής ή ακυρότητας. Και η πρόταση αυτή είχε συζητηθεί, χωρίς να επικρατήσει, κατά την εκπόνηση του Ν 4072/12. Η νέα αυτή ρύθμιση συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, μια ακόμα περιστολή των εξουσιών του σήματος, υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζεται πλέον αυτόματα και απολύτως η καταχώριση ενός νέου σήματος, μόνο και μόνο επειδή κάποια στιγμή στο παρελθόν κάποιος καταχώρησε ένα προγενέστερο σήμα, αν ο ίδιος ο προγενέστερος δικαιούχος δεν μπαίνει στον κόπο να προβάλει τη χρονική του προτεραιότητα.

δ) Γραφική παράσταση. Παράλληλα, καταργήθηκε η προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης» για την καταχώριση του σήματος και αντικαταστάθηκε από την απαίτηση το σήμα να αναπαρίσταται με οποιαδήποτε τεχνολογία (π.χ. σε έγγραφο,

Σελ. 7

σε CD, DVD, mp3, κ.λπ.), αλλά πάντως με τρόπο «σαφή, ακριβή, αυτοτελή, ευπρόσιτο, κατανοητό, διαρκή και αντικειμενικό, που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο προστασίας» (αρ. 2 παρ. 1 β’ σε συνδυασμό με αρ. 2 παρ. 2). Τα εδάφια (α) ως (ι) της παρ. 4 του αρ. 2 δίνουν διευκρινίσεις για τα τεχνικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναπαράσταση του σήματος, ανάλογα με τη μορφή που αυτό μπορεί να έχει. Για την ακρίβεια, αυτό που καταργήθηκε δεν είναι η προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης» στο σύνολό της, αλλά μόνο η απαίτηση η «αναπαράσταση» του σήματος να είναι οπωσδήποτε «γραφική». Εφεξής, η αναπαράσταση μπορεί να γίνεται και με άλλα τεχνικά μέσα, αρκεί να εκπληρώνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις (σαφής, ακριβής, κ.λπ.). Προβλέπονται πλέον ρητά νέες μορφές σημάτων, όπως τα σήματα θέσης, τα σήματα μοτίβου, το σήμα κίνησης, το οπτικο-ακουστικό και το ολογραφικό σήμα. Το αρ. 2 παρ. 4 του νόμου, που δίνει τους ορισμούς των νέων αυτών μορφών σημάτων, βασίζεται στο άρθρο 3 του εκτελεστικού Κανονισμού 2018/626. Για τις νέες μορφές σημάτων υπάρχει και σχετική Κοινή Ανακοίνωση των εθνικών Γραφείων Σημάτων και του EUIPO. Πάντως, η ρητή αναφορά των μορφών αυτών στο νόμο δεν προεξοφλεί την ύπαρξη διακριτικής ικανότητας. Η διακριτική ικανότητα πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεμελιώνεται επαρκώς, όπως και παλαιότερα. Δεν έγινε πιο χαλαρή η εκτίμηση για τη διακριτική ικανότητα.

ε) Τεχνική ή αισθητική λειτουργικότητα (technical or aesthetic functionality). Στο αρ. 4 για τα απόλυτα απαράδεκτα πολύ σημαντική διαφοροποίηση είναι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του εδαφίου ε’ της παρ. 1. Υπό το Ν 4072/12 το εδάφιο ε’ αναφερόταν μόνο στο σχήμα του προϊόντος, το οποίο μπορεί να επιτελούσε τεχνική λειτουργία ή να προσέδιδε ουσιαστική αξία στο προϊόν. Το νέο εδάφιο ε’ αναφέρεται στο σχήμα, αλλά και σε κάθε άλλο χαρακτηριστικό του προϊόντος. Με τη νέα ρύθμιση, η οποία ακολουθεί την αντίστοιχη διάταξη της Οδηγίας 2015/2436 ΕΕ, τεχνική λειτουργία μπορεί να επιτελεί όχι μόνο το σχήμα, αλλά και κάθε άλλο χαρακτηριστικό του προϊόντος, όπως π.χ. το χρώμα. Επίσης, ουσιαστική αξία στο προϊόν μπορεί να προσδίδει όχι μόνο το σχήμα, αλλά και κάθε άλλο χαρακτηριστικό του.

στ) Γεωγραφικές ενδείξεις. Μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στα σχετικά και απόλυτα απαράδεκτα είναι η πιο ολοκληρωμένη αναφορά στις προστατευόμενες

Σελ. 8

ονομασίες προέλευσης, τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις οίνων, τα εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα, και τις φυτικές ποικιλίες (αρ. 4 παρ. 1 εδαφ. ι ως ιγ’ και αρ. 5 παρ. 3 εδαφ. ε’).

ζ) Κακόπιστη κατάθεση σήματος από αντιπρόσωπο. Ρυθμίζεται ρητά (ως ειδική έκφανση κακής πίστης κατά την κατάθεση της δήλωσης του σήματος) η περίπτωση όπου ο πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος καταθέτει στο όνομά του δήλωση για σήμα που πραγματικά ανήκει στον αντιπροσωπευόμενο από αυτόν, εν αγνοία του τελευταίου (δηλ. του αντιπροσωπευόμενου). Στην περίπτωση αυτή, παρέχεται η ευχέρεια στον αντιπροσωπευόμενο να διεκδικήσει το σήμα (αρ. 5 παρ. 3 εδαφ. δ’ και αρ. 10). Ειδικότερα προβλέπεται ότι ο αντιπροσωπευόμενος (πραγματικός δικαιούχος) μπορεί να ζητήσει την απαγόρευση της χρήσης του σήματος, ή την ακύρωσή του, ή τη μεταβίβαση του σήματος σε αυτόν. Κατά τη μεταφορά της σχετικής διάταξης της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη υπήρξε μέριμνα ώστε ο αντιπροσωπευόμενος να μπορεί να ζητήσει τη μεταβίβαση του σήματος με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή για απαγόρευση της χρήσης και για τη μεταβίβαση του σήματος θα μπορούν να σωρευτούν στο ίδιο δικόγραφο, πράγμα που ανταποκρίνεται στην αρχή της οικονομίας της δίκης. Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει το στοιχείο της κακής πίστης, δηλαδή της άγνοιας του αντιπροσωπευόμενου. Αντίθετα, δεν υπάρχει περιθώριο για ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή της διάταξης, αν ο αντιπροσωπευόμενος είχε εν γνώσει του συμφωνήσει να καταθέσει ο αντιπρόσωπος το σήμα στο όνομά του, γιατί στην περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της κακής πίστης. Η δυνατότητα να ζητήσει ο αντιπροσωπευόμενος τη μεταβίβαση του σήματος, αντί της ακυρότητάς του ένεκα κατάθεσης αντίθετης στην καλή πίστη, δίνει στον αντιπροσωπευόμενο την ευχέρεια να διατηρήσει το σχετικό δικαίωμα στο όνομά του με τη χρονική προτεραιότητα που έχει αποκτήσει με την κατάθεσή του από τον κακόπιστο αντιπρόσωπο. Αντίθετα, η ακυρότητα του σήματος οδηγεί στην πλήρη διαγραφή του από το μητρώο, χωρίς να διατηρείται η χρονική προτεραιότητα που αποκτήθηκε με την τυπική πράξη της (έστω κακόπιστης) κατάθεσης της δήλωσης σήματος στο μητρώο.

η) Μεταβίβαση. Το αρ. 16 για τη μεταβίβαση του σήματος είναι όμοιο με το αντίστοιχο αρ. 131 του Ν 4072/2012. Συμπληρώθηκε, όμως, η παρ. 4 έτσι ώστε να αναφέρει ρητά ότι η άσκηση παρέμβασης από τον ειδικό ή καθολικό διάδοχο τον καθιστά κύριο διάδικο και ότι ο δικαιοπάροχος αποβάλλεται από τη δίκη. Επίσης, συμπληρώθηκε η παρ. 5. Ήδη υπό το Ν 4072/12, η παράγραφος αυτή προέβλεπε ότι ο καταθέτης δήλωσης σήματος μπορεί να αποκτήσει εκ μεταβιβάσεως προγενέστερο σήμα που κωλύει την καταχώριση της δικής του δήλωσης, καθώς και ότι στην περίπτωση αυτή η καταχώριση της μεταβίβασης στο μητρώο αίρει αυτοδικαίως το κώλυμα της καταχώρισης. Η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε έτσι ώστε να προβλέπει ρητά ότι το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το προγενέστερο σήμα που εμπόδιζε την καταχώριση έπαυσε να ισχύει. Υπόψιν, ότι το αρ. 36 παρ.

Σελ. 9

5 προβλέπει ότι η λήξη του σήματος που δεν ανανεώθηκε επέρχεται αυτοδικαίως. Έτσι, σε περίπτωση δήλωσης που απορρίφθηκε από τη ΔΕΣ λόγω προγενέστερου σήματος και εκκρεμεί μετά από προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο ή Εφετείο, αν προσκομιστεί πρόσφατη μερίδα που δείχνει ότι παρήλθε η δεκαετία χωρίς να έχει ανανεωθεί το προγενέστερο σήμα, η προσφυγή για την κρινόμενη δήλωση πρέπει να γίνει δεκτή.

θ) Αποτελέσματα έκπτωσης και ακυρότητας. Τα αποτελέσματα της έκπτωσης και της ακυρότητας του σήματος δεν επέρχονται μόνο για το μέλλον, αλλά αναδρομικά.

ι) Σήμα πιστοποίησης και συλλογικό σήμα. Εισάγεται ο νέος θεσμός του σήματος πιστοποίησης, το οποίο λειτουργεί ως ένδειξη ποιότητας (αρ. 56 επ.). Τα σήματα πιστοποίησης συνυπάρχουν με τα συλλογικά σήματα (αρ. 64 επ.). Οι διατάξεις για τα σήματα πιστοποίησης και τα συλλογικά σήματα στηρίζονται τόσο στις διατάξεις της Οδηγίας, όσο και στις αντίστοιχες διατάξεις του Κανονισμού 2017/1001 ΕΕ. Κατά το πρότυπο του Κανονισμού, ο νόμος επέλεξε να μην κάνει χρήση της δυνατότητας που παρείχε η Οδηγία, να μπορεί το σήμα πιστοποίησης να συνίσταται σε γεωγραφική ένδειξη. Η χρήση γεωγραφικών όρων ως σημάτων πιστοποίησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμμεση καταστρατήγηση των διατάξεων για τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις και τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης. Ωστόσο, γεωγραφικοί όροι μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικού σήματος (αρ. 64 παρ. 3 και 66 παρ. 1), όπως ρητά προβλέπεται και στην Οδηγία. Τα σήματα πιστοποίησης διαφέρουν από τα συλλογικά σήματα κυρίως κατά το ότι η λειτουργία του συλλογικού σήματος είναι να δείχνει ότι αυτός που το χρησιμοποιεί ανήκει σε ένα νομικό πρόσωπο, που είναι ο φορέας του συλλογικού σήματος. Φορέας του συλλογικού σήματος είναι πάντα νομικό πρόσωπο. Βέβαια, η ένταξη σε ένα νομικό πρόσωπο και η χρήση του συλλογικού σήματος, του οποίου το νομικό πρόσωπο είναι δικαιούχος εκλαμβάνεται στην πράξη από το κοινό ως ένδειξη ποιότητας. Πάντως, νομικά, η χρήση συλλογικού σήματος δείχνει κυρίως την ένταξη στο νομικό πρόσωπο που είναι δικαιούχος του συλλογικού σήματος και την τήρηση των ποιοτικών προδιαγραφών που το εν λόγω νομικό πρόσωπο θέτει στα μέλη του. Η χρήση του συλλογικού σήματος δείχνει την προέλευση των προϊόντων από τα μέλη μιας οργάνωσης που είναι φορέας του συλλογικού σήματος. Αντίθετα, δικαιούχος σήματος πιστοποίησης μπορεί

Σελ. 10

να είναι και φυσικό πρόσωπο. Το σήμα πιστοποίησης δείχνει ότι η ποιότητα ή κάποια άλλα χαρακτηριστικά των προϊόντων που το φέρουν πιστοποιούνται από το δικαιούχο του σήματος πιστοποίησης. Ο νόμος ρητά προβλέπει ότι ο δικαιούχος του σήματος πιστοποίησης δεν πρέπει να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα που συνδέεται με την παραγωγή ή τη διάθεση των προϊόντων που πιστοποιούνται. Σημειώνεται ότι τα συλλογικά σήματα και τα σήματα πιστοποίησης έχουν μεγάλη συναλλακτική αξία γιατί μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία συλλογικής διαφήμισης. Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι ότι δεν διαθέτουν τα τεράστια κεφάλαια που χρειάζονται για τη διαφήμιση των προϊόντων τους. Η διαφήμιση είναι επένδυση με υψηλό κόστος. Το πρόβλημα αυτό είναι εντονότερο στις επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα μαζικής κατανάλωσης. Σε αυτά, η ανάγκη για διαφήμιση είναι εντονότερη και το υψηλό κόστος της διαφήμισης λειτουργεί ως εμπόδιο εισόδου στην αγορά νέων ανταγωνιστών. Τα συλλογικά σήματα και τα σήματα πιστοποίησης μπορούν να επιτρέψουν τη συλλογή κεφαλαίων από περισσότερες επιχειρήσεις και τη χρήση τους για τη συλλογική διαφήμιση όλων όσων κάνουν χρήση του συλλογικού σήματος ή του σήματος πιστοποίησης.

ια) Αστική προστασία. Περιορισμένες αλλαγές έγιναν στις διατάξεις για την αστική προστασία του σήματος. Κάποιες από τις διατάξεις αυτές αναδιατυπώθηκαν φραστικά, για να καταστούν σαφέστερες, χωρίς όμως να αλλάζει η ουσία της ρύθμισης. Αυτό π.χ. έγινε στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 43 και στο άρθρο 46 παρ. 1. Σε κάποιες άλλες διατάξεις για την αστική προστασία του σήματος επήλθαν ουσιαστικές τροποποιήσεις. Για παράδειγμα:

Στο Άρθ. 38 παρ. 5 προβλέφθηκε ότι για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης δεν αρκεί οποιαδήποτε μορφή πταίσματος, αλλά απαιτείται δόλος ή βαρειά αμέλεια. Το ίδιο προβλέπει και το Αρθ. 13 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/48 ΕΚ (βλ. και την αιτιολογική σκέψη 26 της Οδηγίας). Σε περίπτωση που δεν συντρέχει δόλος ή βαρειά αμέλεια, μπορεί κατά την παρ. 8 του Άρθ. 38 να ζητηθεί το ποσό κατά το οποίο ο προσβολέας ωφελήθηκε από την εκμετάλλευση του σήματος ή την απόδοση του κέρδους που αποκόμισε (βλ. και Άρθ. 13 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/48 ΕΚ). Η αξίωση για δόλο ή βαρειά (και όχι απλή) αμέλεια οφείλεται κυρίως στο ότι η έκταση της προστασίας του σήματος και τα όριά της είναι συχνά δυσδιάκριτα. Δικαιολογείται, λοιπόν, να είναι επιφυλακτικός ο νομοθέτης και το δικαστήριο απέναντι στην αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης που πρέπει να επιδικάζονται μόνο σε προφανείς και αναμφίβολες προσβολές. Και στο Αμερικανικό δίκαιο απαιτείται δόλος ή βαρειά αμέλεια για την αξίωση αποζημίωσης, ενώ στο Supreme Court εκκρεμεί για εκδίκαση το ζήτημα αν το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την απόδοση του κέρδους που αποκόμισε ο προσβολέας (Romag Fasteners Inc. v. Fossil Inc.).

Στα Άρθ. 38 παρ. 3 και 39 παρ. 8, που διαλαμβάνουν για τη χρηματική ποινή που απειλεί το δικαστήριο χάριν έμμεσης εκτέλεσης της απόφασής του, καταργήθηκε

Σελ. 11

το κατώτατο όριο ποινής που προέβλεπε ο Ν 4072/12 (3 χιλ. € στο Άρθ. 38 παρ. 3 και 50 χιλ. € στο Άρθ. 39 παρ. 8) και διατηρήθηκε μόνο το ανώτατο όριο ποινής των 100 χιλ. € και στα δύο άρθρα. Το ίδιο ανώτατο όριο ποινής προβλέπεται και στο Άρθ. 947 ΚΠολΔ.

Στο Άρθ. 39 παρ. 8 η αδικαιολόγητη άρνηση του διαδίκου να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που διέταξε το δικαστήριο εκτιμάται ελεύθερα, όπως ισχύει και στα Άρθ. 366 και 452 ΚΠολΔ, και δεν παράγει τεκμήριο ομολογίας, όπως υπό το Ν 4072/12.

(ιβ) Περίοδος χάριτος για την ανανέωση του σήματος (Αρ. 36 παρ. 3). Διατηρείται η εξάμηνη περίοδος χάριτος για την ανανέωση του σήματος. Όμως, η νέα διάταξη ορίζει ότι δεν ανατρέπονται δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν μετά τη λήξη της δεκαετίας και μέχρι την καθυστερημένη, αλλά πάντως εντός εξαμήνου, ανανέωση. Η προστασία των τρίτων που απέκτησαν δικαιώματα μετά τη λήξη της δεκαετούς προστασίας του σήματος δικαιολογείται εν όψει της εύλογης εμπιστοσύνης που προκαλούν οι εγγραφές στο μητρώο. Οι τρίτοι που συμβουλεύονται το μητρώο και βλέπουν να έχει παρέλθει δεκαετία χωρίς ανανέωση δικαιολογούνται να πιστεύουν ότι δεν υφίσταται κώλυμα από προγενέστερα σήματα που έληξαν για την κατάθεση σήματος εκ μέρους τους. Θα ήταν ανορθόδοξο από τη μια πλευρά ο νόμος να προβλέπει ρητά ότι η διάρκεια του σήματος είναι δεκαετής (παρ. 1) και ότι η ισχύς του παύει αυτοδικαίως (παρ. 6) και την ίδια στιγμή να αξιώνει από τον τρίτο που συμβουλεύεται το μητρώο και βλέπει να έχει παρέλθει η δεκαετία να πρέπει να αναμείνει για άλλους έξι μήνες, για να αποσαφηνιστεί αν τελικά ο σηματούχος θα προβεί (ενδεχομένως) σε καθυστερημένη ανανέωση ή όχι. Το μητρώο πρέπει να παράγει εμπιστοσύνη. Επίσης, το γενικό συμφέρον της εμπιστοσύνης στο μητρώο είναι υπέρτερο από το ατομικό συμφέρον του σηματούχου που καθυστέρησε να προβεί σε ανανέωση. Κατά το εξάμηνο μετά τη δεκαετία το σήμα δεν παραμένει σε ισχύ. Η παύση της ισχύος του είναι αυτοδίκαιη με την πάροδο της δεκαετίας. Αν γίνει ανανέωση εντός του εξαμήνου, το σήμα αναβιώνει, αλλά δεν παραβλάπτονται δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν στο μεταξύ. Η εξάμηνη περίοδος χάριτος δεν είναι δικαίωμα του σηματούχου, αλλά χάρις.

ιγ) Ποινικές διατάξεις (Άρθ. 45). Οι ποινικές διατάξεις αναδιατυπώθηκαν φραστικά, για να είναι σαφέστερες, χωρίς, όμως, να αλλάξει η ουσία της ρύθμισης.

ιδ) Άλλες αλλαγές. Υπάρχουν και πολλές άλλες νέες ρυθμίσεις σε διάφορα επιμέρους θέματα, όπως π.χ.:

Δίνεται δυνατότητα για αρτιότερη στελέχωση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (βλ. αρ. 30 παρ. 8 που προβλέπει ότι τα μέλη της ΔΕΣ, πλην του προέδρου, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ή η παρ. 9 που δίνει δυνατότητα αποσπάσεων και μετατάξεων προσωπικού, καθώς και η παρ. 13 που προβλέπει τη σύσταση νέων οργανικών θέσεων) καθώς και δυνατότητα για προαιρετική διαμεσολάβηση στις διαδικασίες ενώπιόν της (αρ. 31).

Σελ. 12

Η παράσταση στη ΔΕΣ μπορεί να γίνεται και με δήλωση χωρίς την παρουσία του δικηγόρου στη δικάσιμο (αρ. 30 παρ. 10).

Η κλήση για ένορκες βεβαιώσεις στη ΔΕΣ πρέπει να γίνεται προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, όπως στον ΚΠολΔ, αντί προ 48 ωρών που ίσχυε στο Ν 4072/12 (αρ. 30 παρ. 10). Ένορκες βεβαιώσεις στο εξωτερικό γίνονται ενώπιον προξένου και όχι ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου.

Διευκρινίζεται ρητά ότι η επίκληση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου του αρ. 4 στο πλαίσιο ανακοπής ή ακυρότητας δεν απαιτεί έννομο συμφέρον, όπως επίσης δεν απαιτεί έννομο συμφέρον η αίτηση έκπτωσης από το δικαίωμα στο σήμα (αρ. 25 παρ. 2, 51 παρ. 2 και 52 παρ. 9).

Η μη ανανέωση του σήματος οδηγεί στη λήξη του αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί πράξη διαγραφής του από τη Διεύθυνση Σημάτων (αρ. 36 παρ. 5). Έτσι, αν ένα σήμα απορρίφθηκε από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων εξαιτίας προγενέστερου, το οποίο όμως αργότερα έληξε, το σήμα που απορρίφθηκε μπορεί να γίνει δεκτό κατά την εκδίκαση της προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, ή το Διοικητικό Εφετείο. Για τον ίδιο λόγο (που συνδέεται με την αυτοδίκαιη λήξη του σήματος μετά το πέρας της δεκαετίας) η παρ. 3 του αρ. 36 προβλέπει ότι, αν το σήμα ανανεωθεί μέσα στην εξάμηνη περίοδο χάριτος μετά το πέρας της δεκαετίας, τούτο δεν ανατρέπει τυχόν δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν στο μεταξύ.

Προβλέπονται μεγαλύτερες προθεσμίες για την κοινοποίηση στον καθ’ ού ανακοπών και αιτήσεων έκπτωσης ή ακυρότητας, για να του δίνεται η δυνατότητα για πληρέστερη προετοιμασία της υπεράσπισής του (αρ. 27 παρ. 1 και 2, αρ. 51 και αρ. 52 παρ. 9).

Προβλέπεται η δυνατότητα κοινοποιήσεων από τη Δ/νση Σημάτων με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, περιλαμβανομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (αρ. 21 παρ. 3, καθώς και τα άρθρα 22 παρ. 2, 23 παρ. 7, 24 παρ. 3 και 5, 30 παρ. 11 οι οποίες παραπέμπουν στο αρ. 23 παρ. 1 σε σχέση με την κοινοποίηση).

Καταργήθηκε η δυνατότητα που έδινε το αρ. 129 Ν 4072/12 να υποβληθεί δήλωση για μη διεκδίκηση αποκλειστικών δικαιωμάτων σε ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του σήματος. Ούτε η Οδηγία, ούτε ο Κανονισμός για το Ευρωπαϊκό σήμα προβλέπουν τη δυνατότητα αυτή. Ο δικαιολογητικός λόγος για την κατάργησή της είναι ότι, αν για κάποιο στοιχείο του σήματος δεν διεκδικούνται αποκλειστικά δικαιώματα, δεν υπάρχει λόγος αυτό να περιληφθεί εξ αρχής στη δήλωση του

Σελ. 13

σήματος και στην αναπαράστασή του. Έτσι, ο νέος νόμος δίνει δυνατότητα μόνο για περιορισμό των προϊόντων (βλ. αρ. 14).

Το αρ. 19 ρυθμίζει ρητά τα αποτελέσματα των εγγραφών στο μητρώο έναντι τρίτων, προκειμένου για μεταβιβάσεις, άδειες χρήσης, ενέχυρα και άλλα εμπράγματα δικαιώματα. Η διάταξη είναι όμοια με το αρ. 27 Καν. 2017/1001 ΕΕ.

ιε) Τέλη. Αλλαγές έγιναν και στα τέλη που καταβάλλονται για καταχωρήσεις πράξεων στο μητρώο σημάτων (αρ. 87), όπως π.χ. ανανεώσεις, μεταβιβάσεις, αλλαγή διεύθυνσης, κ.λπ. Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι μετά από έρευνα σε χώρες με πληθυσμό αντίστοιχο της Ελλάδας, ή με οικονομικά μεγέθη αντίστοιχα της Ελλάδας (π.χ. Πορτογαλία, Ουγγαρία, Δανία, Τσεχία, Ιρλανδία, Νορβηγία) διαπιστώθηκε ότι τα τέλη για την κατάθεση και την ανανέωση σήματος στη χώρα μας είναι από τα χαμηλότερα. Ωστόσο, με το νέο νόμο καταργούνται ολοσχερώς τα τέλη για εγγραφή στο μητρώο αλλαγής επωνυμίας, έδρας, διεύθυνσης και νομικού τύπου. Τούτο διότι η ενημέρωση του μητρώου με τα επικαιροποιημένα στοιχεία των καταθετών είναι ζήτημα που ενδιαφέρει το δημόσιο συμφέρον, την πληροφόρηση των τρίτων και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και για αυτό πρέπει να μην έχει κόστος. Καταργούνται ακόμα τα τέλη για περιορισμό των προϊόντων. Η κατάργηση των τελών αυτών κρίθηκε αναγκαία, γιατί με τους νέους κανόνες για την περιγραφή των προϊόντων πολλές επιχειρήσεις που έχουν παλαιά σήματα θα αναγκαστούν να προβούν σε περιορισμό των προϊόντων για τα οποία αυτά έχουν δηλωθεί και ισχύουν. Σε αντιστάθμισμα της κατάργησης των πιο πάνω τελών αυξήθηκαν περιορισμένα τα τέλη για κατάθεση και ανανέωση σήματος με έγχαρτη μορφή. Όμως, δίνεται η δυνατότητα καταβολής ελαφρά μειωμένων τελών κατάθεσης και ανανέωσης, όταν αυτές γίνονται ηλεκτρονικά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες στατιστικές πληροφορίες για τα εισπραττόμενα τέλη. Στη χώρα μας κατατίθενται περίπου 6.000 νέα εθνικά σήματα κάθε έτος. Τα έσοδα από τέλη για νέες καταθέσεις ανέρχονται περίπου σε 800 χιλ. € ετησίως. Τα έσοδα από τέλη για ανανεώσεις, μεταβιβάσεις, άδειες χρήσης και άλλες μεταβολές ανέρχονται ετησίως σε 900 χιλ. € περίπου. Τα τέλη για συζήτηση ανακοπών και άλλων ενδίκων βοηθημάτων στη ΔΕΣ ανέρχονται ετησίως σε 35 χιλ. € περίπου. Η Διεύθυνση Σημάτων έχει επιπλέον έσοδα από τον EUIPO και τον WIPO, τα οποία προβλέπονται από τους κανονισμούς λειτουργίας του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς σήματος. Αυτά ανέρχονται αθροιστικά περίπου σε 800 χιλ. € ετησίως. Έτσι, τα συνολικά έσοδα της Διεύθυνσης Σημάτων ξεπερνούν ετησίως τα 2,5 εκ. €. Αυτά εισπράττονται από το Δημόσιο και χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες του Δημοσίου γενικά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πρόβλεψη ώστε μέρος αυτών των εσόδων να διατίθεται υποχρεωτικά για τις ανάγκες της Διεύθυνσης Σημάτων. Από νομική άποψη τα τέλη σημάτων είναι ανταποδοτικά και όχι φόρος, γιατί δεν βαρύνουν όλους τους πολίτες, αλλά μόνο όσους κάνουν χρήση του μητρώου.

Σελ. 14

ιστ) Ανακοπή στη ΔΕΣ κατά απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου. Το αρ. 25 παρ. 1 και 4 προβλέπει ότι η ανακοπή κατά της απόφασης που δέχεται την αίτηση του σήματος ασκείται πάντα ενώπιον της ΔΕΣ, ακόμα και αν η αίτηση του σήματος έγινε δεκτή με τελεσίδικη απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων. Η διάταξη αντιμετωπίζει το εξής ζήτημα που είχε ανακύψει στην πράξη: Μπορεί η αίτηση να απορριφθεί από τον Εξεταστή και τη ΔΕΣ για λόγους που συνδέονται με τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, αλλά να γίνει δεκτή από τα διοικητικά δικαστήρια μετά από προσφυγή του καταθέτη. Στην περίπτωση αυτή τα διοικητικά δικαστήρια δεν αναπέμπουν την υπόθεση για νέα κρίση στη ΔΕΣ, αλλά διατάσσουν τη δημοσίευση της αίτησης για να αρχίσει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία της ανακοπής. Όμως, γεννάται το ερώτημα πού θα ασκήσουν οι τρίτοι την ανακοπή τους; Στη ΔΕΣ ή στο διοικητικό δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση που διέταξε τη δημοσίευση του σήματος; Ο νόμος έκανε τη δικαιοπολιτική επιλογή η ανακοπή να ασκείται στη ΔΕΣ και στην περίπτωση αυτή. Τούτο δικαιολογείται για τους εξής λόγους: Κατ' αρχήν, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που διατάσσει τη δημοσίευση της αίτησης δεν τη δέχεται οριστικά προς καταχώριση στο μητρώο, αλλά διατάσσει μόνο τη συνέχιση της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος. Γι' αυτό και η ανακοπή δεν στρέφεται αληθώς κατά της απόφασης αυτής και δεν την αμφισβητεί. Ακόμα, ο τρίτος που ασκεί ανακοπή θα επικαλείται συνήθως σχετικούς λόγους απαραδέκτου, δηλαδή δικό του προγενέστερο δικαίωμα. Η απόφαση του δικαστηρίου που διέταξε τη δημοσίευση της αίτησης θα έχει εξετάσει απόλυτους λόγους. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν θα έχει ασχοληθεί καν με το ζήτημα που εισάγει προς κρίση η ανακοπή. Μπορεί, όμως, η ανακοπή του τρίτου να προβάλει απόλυτους λόγους (ή και απόλυτους λόγους μαζί με σχετικούς) και δη ακόμα και τους ίδιους που έχουν κριθεί ήδη από τα διοικητικά δικαστήρια. Ακόμα όμως και στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται η άσκηση της ανακοπής στη ΔΕΣ και όχι στη διοικητικό δικαστήριο. Δεν θα ήταν σωστό η διαδικασία που προηγήθηκε ενώπιον του Εξεταστή, της ΔΕΣ και των διοικητικών δικαστηρίων, μέχρι τη δημοσίευση της αίτησης, να επηρεάζει τον τρόπο που θα ασκήσει την ανακοπή του ο τρίτος που δεν συμμετείχε στη διαδικασία αυτή και δεν εισέφερε τα δικά του επιχειρήματα και το δικό του αποδεικτικό υλικό. Μάλιστα, το αρ. 27 παρ. 5 ορίζει ότι η ΔΕΣ αποφασίζει με βάση το αποδεικτικό υλικό που έχει τεθεί στη διάθεσή της από τα μέρη. Συνεπώς, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου χωρίς της συμμετοχή του ανακόπτοντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ίδια με την υπόθεση της ανακοπής στην οποία ο ανακόπτων εισφέρει αποδεικτικό υλικό και νομική τεκμηρίωση. Υπάρχει, όμως, ένας ακόμα πιο επιτακτικός λόγος που επιβάλλει την άσκηση της ανακοπής στη ΔΕΣ και όχι στα διοικητικά δικαστήρια. Τα αρ. 43 και 45 της Οδηγίας 2015/2436 ΕΕ υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη να εισάγουν όλες τις ανακοπές και αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας κατ’ αρχήν σε διοικητικές επιτροπές και όχι σε δικαστήρια. Συνεπώς, η Οδηγία δεν επιτρέπει να παρακαμφθεί το στάδιο ενώπιον της ΔΕΣ.

Σελ. 15

3. Οικονομική ανάλυση του δικαίου των σημάτων

Η οικονομική ανάλυση του δικαίου εξετάζει την επιρροή των νομικών κανόνων στη συμπεριφορά των μελών μιας κοινωνίας και τη θετική ή αρνητική συμβολή τους στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Από την άποψη της οικονομικής ανάλυσης το σήμα αποτελεί εργαλείο για διαφήμιση, άρα και για πληροφόρηση των καταναλωτών. Η βασική πηγή πληροφόρησης των καταναλωτών για τα προϊόντα που προσφέρονται στην αγορά και για τις ιδιότητές τους είναι η διαφήμιση. Προϋπόθεση της διαφήμισης είναι το προϊόν να είναι επώνυμο και όχι ανώνυμο. Το σήμα είναι αυτό που καθιστά το εμπόρευμα επώνυμο από ανώνυμο. Το σήμα είναι αυτό που επιτρέπει τη στοιχειώδη διαφοροποίηση από τους ανταγωνιστές. Με αυτό το σκεπτικό το σήμα διευκολύνει τους καταναλωτές να πληροφορούνται ευκολότερα τι προσφέρει η αγορά και να λαμβάνουν πιο υπεύθυνες αποφάσεις για το ποια προϊόντα αγοράζουν. Από την άποψη αυτή το σήμα μειώνει το κόστος έρευνας και πληροφόρησης για τους καταναλωτές. Η μείωση του κόστους έρευνας και πληροφόρησης εξυπηρετεί τόσο τους καταναλωτές όσο και τους παραγωγούς και συμβάλλει στη μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα της αγοράς. Αν δεν υπήρχαν τα σήματα και η διαφήμιση, η αγορά από μόνη της δεν θα παρείχε επαρκή πληροφόρηση και τούτο θα συνιστούσε μια σημαντική εγγενή αδυναμία της ίδιας της αγοράς. Μάλιστα, η πληροφόρηση θα ήταν περισσότερο «ασύμμετρη», δηλαδή μη ομοιόμορφη για όλους. Έτσι, το σήμα, ως μηχανισμός πληροφόρησης, αποκαθιστά μια εγγενή αδυναμία της αγοράς.

Ταυτόχρονα, όμως, το σήμα αποτελεί κίνητρο για τους παραγωγούς (σηματούχους) να βελτιώνουν συνεχώς την ποιότητα των προϊόντων τους και να ικανοποιούν αποτελεσματικότερα και καλύτερα τις ανάγκες των καταναλωτών. Ένας παραγωγός που προσφέρει καλύτερα προϊόντα ή τα προσφέρει σε καλύτερη τιμή μπορεί να διεκδικήσει ένα υψηλότερο μερίδιο αγοράς με βάση την καλή ποιότητα και τιμή των προϊόντων του. Τούτο δεν θα ήταν εφικτό, αν μπορούσε κάθε ανταγωνιστής του να προσφέρει κι αυτός προϊόντα χρησιμοποιώντας το ίδιο ή παρόμοιο σήμα. Η αποκλειστικότητα και η νομική προστασία που δίνει ο νόμος στο δικαίωμα στο σήμα είναι αυτή που επιτρέπει στον παραγωγό να διεκδικήσει υψηλότερο μερίδιο αγοράς με βάση την ποιότητα και την τιμή των προϊόντων του. Από την άποψη αυτή, η προστασία που χορηγεί ο νόμος στο δικαίωμα στο σήμα είναι ένα οικονομικό κίνητρο προς τον παραγωγό να βελτιώνει την ποιότητα

Σελ. 16

και την τιμή των προϊόντων του. Το σήμα γίνεται ένα μέσο για τη μεγιστοποίηση των κερδών.

Συχνά ο παραγωγός (σηματούχος) πετυχαίνει, ιδίως μέσα από τη διαφήμιση, να οικοδομήσει μια πολύ «πιστή» ομάδα καταναλωτών, οι οποίοι δεν θα άλλαζαν εύκολα το συγκεκριμένο προϊόν για ένα άλλο, ακόμα και αν το άλλο αυτό προϊόν προσφερόταν σε ευνοϊκότερη τιμή. Επίσης, αυτοί οι «πιστοί» καταναλωτές δεν ενδίδουν σε προτάσεις για άλλα προϊόντα και ακόμα και αν δεν βρίσκουν το συγκεκριμένο προϊόν προτιμούν να μην αγοράσουν κάποιο ανταγωνιστικό, αλλά να αναμείνουν μέχρι να τους προσφερθεί αυτό που ζητούν ή να το αναζητήσουν σε κάποιο άλλο κατάστημα ή δίκτυο διανομής. Αυτή η κατάσταση περιγράφεται ως brand loyalty. Ο παραγωγός που πετυχαίνει να οικοδομήσει μια τόσο ισχυρή «πίστη» στο σήμα του μπορεί να αυξήσει τις τιμές χωρίς να περιορίσει τις πωλήσεις του και μπορεί σε ένα βαθμό να λειτουργεί εκτός ανταγωνισμού. Οι καταναλωτές που είναι «πιστοί» είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές. Και από αυτή την άποψη, η προστασία του σήματος είναι ένα οικονομικό κίνητρο που δίνει ο νομοθέτης στους παραγωγούς. Συνεπώς, το σήμα γίνεται κάτι περισσότερο από μέσο μεγιστοποίησης των κερδών. Αποκτά μια οικονομική αξία σχεδόν αυτόνομη από το ίδιο το προϊόν, αφού έχει, κατά κάποιο τρόπο, προσδέσει πάνω του μια μερίδα «πιστών» καταναλωτών. Αυτή την οικονομική λειτουργία επιτελούν τα πιο πετυχημένα από τα σήματα φήμης.

Επειδή η βασική οικονομική λειτουργία του σήματος είναι η πληροφόρηση του κοινού μέσα από τη διαφοροποίηση και την εξατομίκευση, έχει σημασία για το σήμα η λεγόμενη διακριτική ικανότητα, ή αλλιώς ο διακριτικός χαρακτήρας. Εύλογο είναι ότι μόνο ενδείξεις που μπορούν να επιφέρουν διαφοροποίηση μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη πληροφόρηση του κοινού. Από την άποψη αυτή, αυτό που προστατεύεται νομικά είναι η ικανότητα εξατομίκευσης. Συνεπώς, δικαιολογημένα δεν προστατεύονται ενδείξεις περιγραφικές ή κοινότυπες, αφού αυτές δεν έχουν ικανότητα εξατομίκευσης, άρα ούτε και βελτίωσης της πληροφόρησης που λαμβάνουν οι καταναλωτές. Αντίθετα, περιορίζουν τη δυνατότητα πληροφόρησης του κοινού, αφού διεκδικούν αποκλειστικότητα χρήσης, διεκδικούν δηλαδή να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές από τη χρήση τους.

Υπάρχουν, όμως και παρενέργειες (αρνητικές συνέπειες) στην αγορά από την ύπαρξη του θεσμού των σημάτων και τη νομική τους προστασία. Μια παρενέργεια είναι ότι δεν είναι εύκολο για όλες τις επιχειρήσεις να διαθέσουν τα υψηλά κεφάλαια που απαιτεί η διαφήμιση. Έτσι, η ύπαρξη ισχυρών σημάτων στην αγορά λειτουργεί ως εμπόδιο εισόδου νέων ανταγωνιστών. Οι νεότερες επιχειρήσεις είναι δύσκολο να ανταγωνιστούν τις ήδη καθιερωμένες που έχουν οικοδομήσει

Σελ. 17

ισχυρά σήματα. Μια άλλη παρενέργεια είναι ότι τα ισχυρά σήματα δημιουργούν έναν υπερβολικό καταναλωτισμό και τάση επίδειξης πλούτου. Τέλος, μια τρίτη παρενέργεια είναι ότι αποκλείουν από την πρόσβαση σε ορισμένα προϊόντα μια μερίδα καταναλωτών. Ιδίως τα ισχυρά σήματα που έχουν δημιουργήσει μια «πιστή» ομάδα καταναλωτών επιτρέπουν στους παραγωγούς να χρεώνουν τιμές σημαντικά υψηλότερες από το κόστος παραγωγής και να πραγματοποιούν υπερκέρδη. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποκλείει από την πρόσβαση στα προϊόντα αυτά μια μερίδα καταναλωτών που θα ήθελαν να τα αγοράσουν σε χαμηλότερες τιμές. Ο αποκλεισμός αυτός αξιολογείται αρνητικά από άποψη οικονομικής αποτελεσματικότητας. Απαγορεύει στους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε προϊόντα που θα ικανοποιούσαν ανάγκες τους, αλλά και σε παραγωγούς να πραγματοποιήσουν επιπλέον πωλήσεις και κέρδη. Πολλοί σηματούχοι προσπαθούν να αντιπαρέλθουν το πρόβλημα αυτό προσφέροντας το ίδιο ή περίπου το ίδιο προϊόν με διαφορετικά σήματα και σε διαφορετικές τιμές. Π.χ. τα αυτοκίνητα Seat, Scoda, WV, Audi παράγονται από την ίδια επιχείρηση και με την ίδια περίπου τεχνολογία, έχουν όμως σημαντικές αποκλίσεις τιμών. Σε άλλες περιπτώσεις, το κενό που δημιουργείται στην αγορά από τον αποκλεισμό μιας μερίδας καταναλωτών από την πρόσβαση σε κάποια προϊόντα έρχεται να καλύψει ένας ανεξάρτητος ανταγωνιστής προσφέροντας προϊόντα σε καλύτερες τιμές. Π.χ. αυτό γίνεται ιδίως με πολλά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που προσφέρονται σε super markets τύπου cash and carry.

Από την άποψη της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, το σήμα δεν είναι τόσο ιδιωτικό δικαίωμα, που έχει ένα σκληρό πυρήνα προστασίας, όσο κίνητρο για την καλύτερη λειτουργία της αγοράς. Είναι συμφέρον και όχι δικαίωμα. Ως συμφέρον σταθμίζεται με τα συμφέροντα των άλλων ανταγωνιστών και με το γενικό συμφέρον για οικονομική ελευθερία και ανταγωνισμό. Ως συμφέρον προστατεύεται στην έκταση που η προστασία που χορηγείται στο σήμα συμβάλλει στην προαγωγή των γενικότερων οικονομικών συμφερόντων της αγοράς και όχι μόνο των ατομικών συμφερόντων του δικαιούχου του. Στο πλαίσιο αυτό είναι αξιοσημείωτο ότι παρατηρούνται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο σήμα και το δικαίωμα της κυριότητας σε εμπράγματα δικαιώματα, μολονότι τόσο το σήμα όσο και η κυριότητα ομοιάζουν κατά το ότι είναι αποκλειστικά δικαιώματα. Εκτός από το ότι αντικείμενο του σήματος είναι ένα άϋλο αγαθό, ενώ αντικείμενο της κυριότητας είναι ενσώματο πράγμα, το σημαντικότερο είναι ότι τα όρια του δικαιώματος στο σήμα διαγράφονται ασαφώς στο νόμο, ενώ αντίθετα, είναι πολύ συγκεκριμένα

Σελ. 18

τα όρια του δικαιώματος της κυριότητας στα ενσώματα πράγματα. Π.χ. για το δικαίωμα στο σήμα, ο ίδιος ο νόμος προβλέπει με ειδική διάταξη τον περιορισμό του δικαιώματος, ενώ με άλλη διάταξη προβλέπει την αποδυνάμωσή του λόγω ανοχής άλλων σημάτων, ενώ και η ίδια η έκταση της νομικής προστασίας του σήματος εξαρτάται από την εγγενή, αλλά και την επίκτητη διακριτική του ικανότητα. Ακόμα, οι ουσιαστικοί όροι για την αναγνώριση του δικαιώματος, δηλαδή τα απόλυτα και τα σχετικά απαράδεκτα, επιδέχονται ευρεία ερμηνεία και η τυχόν παραβίασή τους ανάγεται σε λόγο ακυρότητας του δικαιώματος και μπορεί να προβληθεί κατ’ αρχήν οποτεδήποτε. Έτσι, το δικαίωμα στο σήμα είναι μεν αποκλειστικό δικαίωμα, όπως π.χ. και το δικαίωμα της κυριότητας σε ενσώματα πράγματα, όμως, σε αντίθεση με την κυριότητα σε ενσώματα πράγματα, τα όριά του είναι ασαφή και για αυτό η νομική ασφάλεια που το συνοδεύει είναι πιο περιορισμένη. Τα όρια είναι ασαφή γιατί προέχει η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ του ότι το σήμα δεν είναι κατ’ ακριβολογία δικαίωμα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά συμφέρον που υπόκειται σε στάθμιση. Όμως, ακόμα και ως συμφέρον εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ έχει κρίνει ότι με το αρ. 1 προστατεύεται όχι μόνο το καταχωρημένο σήμα, αλλά και η αίτηση για χορήγηση σήματος.

Αυτό, περαιτέρω, σημαίνει ότι τα δικαστήρια έχουν στην ουσία μεγάλη διακριτική και ερμηνευτική ευχέρεια στην εκδίκαση υποθέσεων για σήματα, προκειμένου να διασφαλίζουν στην πράξη την ελευθερία του ανταγωνισμού. Επίσης, χάριν της προστασίας του ανταγωνισμού η ερμηνευτική προσέγγιση στα ζητήματα του δικαίου του σήματος πρέπει να είναι ρεαλιστική και προσανατολισμένη στα αποτελέσματα που θα έχει κάθε δικαστική απόφαση στην αγορά και στον ανταγωνισμό (effects based approach). Η απονομή της δικαιοσύνης στις υποθέσεις αυτές δεν γίνεται μόνο με βάση τις νομικές αρχές που υιοθετεί ο νόμος και ανεξάρτητα από την επιρροή που αυτές μπορεί να έχουν στον ανταγωνισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (normative approach). Στις υποθέσεις των σημάτων οι δικαστές πρέπει να είναι πολύ περισσότερο προσεκτικοί. Καλό είναι να προσπαθούν να έλθουν στη θέση τόσο του ενός διαδίκου όσο και του άλλου και να αντιληφθούν τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τους κινδύνους και των δύο. Ιδιαίτερα επιβοηθητικό είναι αν, πριν την τελική στάθμιση για να καταλήξουν σε απόφαση, καταγράφουν σχολαστικά τα εύλογα συμφέροντα τόσο της μιας πλευράς όσο και της άλλης. Συνήθως και οι δύο πλευρές έχουν εύλογα συμφέροντα. Παλαιότερα, στο Πρωτοδικείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υποθέσεις σημάτων ίσχυε η πρακτική κατά την

Σελ. 19

ακροαματική διαδικασία ο ένας δικαστής να προβάλλει επιχειρήματα υπέρ του ενός διαδίκου και ο άλλος υπέρ του άλλου. Έτσι, αναδεικνύονταν επαρκώς κατά την ακροαματική διαδικασία τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Δυστυχώς, με την αύξηση του αριθμού των υποθέσεων η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε.

Η οικονομική ανάλυση προτείνει μια σειρά από δικαιολογητικούς λόγους για την προστασία του σήματος. Για αυτό η οικονομική ανάλυση έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση και την ερμηνεία των διατάξεων του νόμου. Στον αντίποδα της οικονομικής ανάλυσης, άλλες θεωρίες προτείνουν δικαιολογητικούς λόγους για την προστασία του σήματος που είναι δεοντολογικοί ή ηθικοί. Π.χ. ότι δεν είναι έντιμο να αντιγράφει ο ένας ανταγωνιστής τον άλλο, ή ότι το σήμα εκφράζει την επιχειρηματική προσπάθεια του επιχειρηματία και συνδέεται με την προσωπικότητά του και την επιχειρηματική του ελευθερία.

4. Σήμα Εθνικό, Ευρωπαϊκό και Διεθνές

Στην έννομη τάξη μας συνυπάρχουν το εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές σήμα. Επίσης, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές σήμα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ακόμα, τόσο το Ευρωπαϊκό όσο και το Διεθνές είναι συνδεδεμένα με τη Διεθνή Σύμβαση Παρισίων του 1883 (Ν 213/75).

1. Έλληνας ή ελληνική εταιρία που θέλει να αποκτήσει σήμα στην Ελλάδα μπορεί να καταθέσει είτε εθνικό σήμα, είτε Ευρωπαϊκό. Η απόκτηση εθνικού σήματος είναι ευκολότερη, από την άποψη ότι είναι στενότερος ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν ανακοπή. Ανακοπή κατά αίτησης για ελληνικό (εθνικό) σήμα μπορούν να ασκήσουν οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων (ή προγενέστερων δηλώσεων σημάτων) εθνικών, Ευρωπαϊκών, ή Διεθνών (που υποδεικνύουν και την Ελλάδα ως χώρα αναφοράς). Αντίθετα, ευρύτερος είναι ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά αίτησης για Ευρωπαϊκό σήμα, καθώς περιλαμβάνει τους δικαιούχους προγενέστερων Ευρωπαϊκών σημάτων (ή προγενέστερων δηλώσεων Ευρωπαϊκών σημάτων), προγενέστερων εθνικών σημάτων (ή προγενέστερων εθνικών δηλώσεων σημάτων) σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος, καθώς και τους δικαιούχους προγενέστερων Διεθνών σημάτων (ή δηλώσεων Διεθνών σημάτων) που υποδεικνύουν ως χώρα αναφοράς την ΕΕ, ή οποιοδήποτε κράτος-μέλος της ΕΕ.

Σελ. 20

Η απόκτηση εθνικού σήματος είναι ευκολότερη από την απόκτηση Ευρωπαϊκού σήματος και από την άποψη ότι είναι ευκολότερη η απόδειξη επίκτητης διακριτικής ικανότητας για το εθνικό σήμα σε σύγκριση με το Ευρωπαϊκό. Αν η ένδειξη που κατατίθεται ως σήμα δεν έχει εγγενή διακριτική ικανότητα, για να γίνει δεκτή πρέπει να αποδειχθεί ότι έχει αποκτήσει επίκτητη διακριτική ικανότητα, λόγω μακράς και εντατικής χρήσης και διαφήμισης. Προκειμένου για αίτηση εθνικού σήματος αρκεί η θεμελίωση επίκτητης διακριτικής ικανότητας στην Ελλάδα. Αντίθετα, προκειμένου για Ευρωπαϊκό σήμα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπάρχει επίκτητη διακριτική ικανότητα σε όλη την ΕΕ. Η νομολογία έχει κρίνει ότι απαιτείται να προσκομιστούν αποδείξεις για την επίκτητη διακριτική ικανότητα σε όλες τις χώρες της ΕΕ και ότι η προσκόμιση αποδείξεων π.χ. για 4 ή 10 μόνο χώρες δεν αρκεί, ακόμα και αν συμβαίνει σε αυτές να περιλαμβάνονται οι μεγαλύτερες εθνικές αγορές της ΕΕ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, προκειμένου για Ευρωπαϊκό σήμα, η επίκτητη διακριτική ικανότητα πρέπει να αποδειχθεί για κάθε ένα από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ.

Το εθνικό και το Ευρωπαϊκό σήμα προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο εντός των ορίων της επικράτειας. Όμως, έχουν διαφορετική γεωγραφική προστασία από την άποψη των ανακοπών που μπορεί να ασκήσει ο δικαιούχος. Ο δικαιούχος εθνικού σήματος, μπορεί με βάση αυτό να ασκεί ανακοπές κατά αιτήσεων για εθνικά σήματα στη χώρα του, αλλά και κατά αιτήσεων για Ευρωπαϊκά σήματα. Ο δικαιούχος Ευρωπαϊκού σήματος μπορεί να ασκεί ανακοπές κατά αιτήσεων για Ευρωπαϊκά σήματα, αλλά και κατά αιτήσεων για εθνικά σήματα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, μια ένδειξη που στερείται εγγενούς διακριτικής ικανότητας θα μπορούσε να καταχωρηθεί ως εθνικό σήμα έστω σε ένα μόνο κράτος-μέλος, αρκεί σε αυτό να έχει αποκτήσει επίκτητη διακριτική ικανότητα. Από τη στιγμή που θα καταχωρηθεί σε ένα κράτος-μέλος δίνει δυνατότητα για άσκηση ανακοπών κατά Ευρωπαϊκών σημάτων. Έτσι, η επίκτητη διακριτική ικανότητα σε ένα κράτος-μέλος μπορεί να οδηγήσει σε μια κατά κάποιον τρόπο ευρύτερη και υπερ-εθνική προστασία, αφού επιτρέπει στο δικαιούχο να αντιταχθεί σε αιτήσεις για μεταγενέστερα Ευρωπαϊκά σήματα.

Αντίστοιχες παράμετροι ισχύουν και για τη φήμη. Αν ένα Ευρωπαϊκό σήμα διαθέτει φήμη έστω σε ένα μόνο κράτος-μέλος, η φήμη αυτή που περιορίζεται σε ένα κράτος-μέλος μπορεί να εμποδίσει την καταχώριση μεταγενέστερων Ευρωπαϊκών σημάτων και λαμβάνεται υπόψιν σε ανακοπές κατά μεταγενέστερων Ευρωπαϊκών σημάτων. Η φήμη που διαθέτει ένα εθνικό σήμα στην επικράτειά του μπορεί, επίσης, να αντιταχθεί, μέσω άσκησης ανακοπής κατά μεταγενέστερων αιτήσεων για Ευρωπαϊκά σήματα.

Back to Top