ΤΟ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 23.2€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 55,20 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18691
Καραμανάκου Ε.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΤΑΙΡΙΩΝ
Περάκης Ε.
  • Έκδοση: 2022
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 584
  • ISBN: 978-960-654-866-6

Αντικείμενο του έργου «Το Πιστωτικό Ίδρυμα ως Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής» αποτελεί η άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος υπό το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η αξιολόγηση της νομικής θέσης, που λαμβάνει το πιστωτικό ίδρυμα, από πλευράς αστικού δικαίου, κατά τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων από το δίκτυο καταστημάτων του, τόσο σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση, με την οποία συνεργάζεται για την προώθηση των προϊόντων της, όσο και σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα για ασφάλιση πρόσωπα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, προκειμένου να τους πωλήσει ασφαλιστικά προϊόντα.

Περαιτέρω, αντικείμενο του βιβλίου είναι οι υποχρεώσεις, που βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα κατά την άσκηση της διαμεσολάβησης με βάση το Ν 4583/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/97/ΕΕ για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων («IDD»), καθώς και οι έννομες συνέπειες, που επέρχονται σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών του αυτών.

Το έργο αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο για δικηγόρους, δικαστές και νομικούς που ενδιαφέρονται για το ασφαλιστικό και τραπεζικό δίκαιο.

Πρόλογος VII

Συντομογραφίες XVII

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Η προβληματική της παρούσας μελέτης 1

ΙΙ. Διάρθρωση μελέτης – Ερευνώμενα ζητήματα 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στην έννοια και τη λειτουργία
της «Τραπεζοασφάλειας» (Bancassurance)

I. Εννοιολογική προσέγγιση 7

ΙΙ. Η γένεση και η ανάπτυξη της «τραπεζοασφάλειας» 10

ΙΙΙ. Πλεονεκτήματα της συνεργασίας μεταξύ τραπεζικών
και ασφαλιστικών επιχειρήσεων 15

Α. Για τα πιστωτικά ιδρύματα 15

Β. Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις 18

Γ. Για τους αποδέκτες των υπηρεσιών της τραπεζοασφαλιστικής
συνέργειας 21

ΙV. Μειονεκτήματα της «τραπεζοασφάλειας» 22

V. Μορφές συνεργασίας μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων 26

Α. Οι συνηθέστεροι «τύποι» τραπεζοασφαλιστικής συνέργειας 27

Β. Η ειδική περίπτωση της σύμβασης ομαδικής τραπεζοασφάλισης 32

1. Έννοια, χαρακτηριστικά και σκοπός 32

2. Διάκριση από τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης 35

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος
υπό το πρίσμα της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας

Ι. Παρουσίαση της προβληματικής 43

ΙΙ. Η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος
υπό το πρίσμα του τραπεζικού (εποπτικού) δικαίου 45

Α. Το ειδικό και περιοριστικό καθεστώς των πιστωτικών ιδρυμάτων 45

1. Εννοιολογική προσέγγιση και αντικείμενο δράσης του πιστωτικού
ιδρύματος 45

2. Εποπτικός έλεγχος πιστωτικών ιδρυμάτων:
διαδικασία και σκοπιμότητα 47

3. Ο ειδικός σκοπός των πιστωτικών ιδρυμάτων και η άσκηση
ασφαλιστικών εργασιών 52

Β. Η δυνατότητα επέκτασης των επιτρεπόμενων εργασιών
των πιστωτικών ιδρυμάτων 60

1. Οι «λοιπές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες» και οι «δευτερεύουσες δραστηριότητες» της παρ. 2 του άρθρου 11 ν. 4261/2014 60

2. Η άσκηση της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας ειδικότερα 65

Γ. Συμπέρασμα 69

ΙΙΙ. Η διαμεσολαβητική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος
υπό το πρίσμα του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης 71

Α. Το προϊσχύσαν θεσμικό πλαίσιο της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης
μετά την παρέμβαση του ενωσιακού νομοθέτη 71

1. H Οδηγία 77/92/ΕΟΚ και ο ν. 1569/1985 71

1.1. Γενικά για την έννοια των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών 71

1.2. Το γενικό περίγραμμα της Οδηγίας 77/92/ΕΟΚ 73

1.3. Η δυνατότητα άσκησης διαμεσολαβητικής δράσης από
το πιστωτικό ίδρυμα υπό το καθεστώς του ν. 1569/1985 74

2. Η Οδηγία 2002/92/ΕK για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (IMD)
και το π.δ. 190/2006 76

2.1. Στόχοι και περιεχόμενο της Οδηγίας 2002/92/ΕK (ΙΜD) 76

2.2. Οι διακρίσεις των προσώπων που ασκούν τη δραστηριότητα
της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης 80

2.2.1. Η «διχοτόμηση» των φορέων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης 80

2.2.2. Ειδικά η περίπτωση των «συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών» 83

2.3. Το πιστωτικό ίδρυμα ως «συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» 85

2.4. Η ρυθμιστική αντιμετώπιση της «τραπεζοασφάλειας»
από τον εθνικό νομοθέτη 90

Β. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης 96

1. Η Οδηγία 2016/97/ΕΕ (IDD) για τη «διανομή ασφαλιστικών
προϊόντων» 96

1.1. Νομοθετικός σκοπός και ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη 96

1.2. Πεδίο εφαρμογής 97

1.3. Η τριμερής διάκριση των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων 104

1.4. Οι εξαιρέσεις 106

1.5. Η ειδική περίπτωση των φορέων τραπεζοασφάλισης 110

2. O ν. 4583/2018 για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων 113

2.1. Βασικά χαρακτηριστικά και στοχεύσεις 113

2.2. Τα πρόσωπα που φέρουν την ιδιότητα του «ασφαλιστικού διαμεσολαβητή» 115

2.3. Οι επαγγελματικές κατηγορίες των ασφαλιστικών
διαμεσολαβητών 122

2.4. Το πιστωτικό ίδρυμα ως διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων 130

2.4.1. Η υπαγωγή των πιστωτικών ιδρυμάτων στην επαγγελματική κατηγορία του ασφαλιστικού πράκτορα 130

2.4.2. Κριτική αποτίμηση της εξομοίωσης του πιστωτικού
ιδρύματος με ασφαλιστικό πράκτορα 134

2.4.2.1. Θετικά σημεία αξιολόγησης 135

2.4.2.2. Ζητήματα προς προβληματισμό 141

Γ. Συμπέρασμα 147

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η έννομη σχέση μεταξύ διαμεσολαβούντος πιστωτικού
ιδρύματος και ασφαλιστικής επιχείρησης

Ι. Η τριγωνική σχέση πιστωτικού ιδρύματος - ασφαλιστικής
επιχείρησης - ασφαλισμένου 149

ΙΙ. Η νομική φύση της σύμβασης διανομής ασφαλιστικών προϊόντων 152

Α. Εισαγωγικές σκέψεις 152

Β. Συμβάσεις επιμελείας και συμβάσεις αποτελέσματος 155

Γ. Η σύμβαση ασφαλιστικής διαμεσολάβησης ως σύμβαση έργου 161

Δ. Η σύμβαση ασφαλιστικής διαμεσολάβησης ως σύμβαση
(«έμμισθης») εντολής 166

Ε. Συμπέρασμα 173

ΙΙΙ. Οι τρόποι συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος
στην προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων 175

Α. Το πιστωτικό ίδρυμα ως άγγελος 177

Β. Το πιστωτικό ίδρυμα ως αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής
επιχείρησης 182

1. Ο «ad hoc» έλεγχος για την ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης 182

2. Η εξουσία αντιπροσώπευσης του πιστωτικού ιδρύματος 184

2.1. Ενεργητική και παθητική αντιπροσώπευση 184

2.2. Η παροχή πληρεξουσιότητας από την ασφαλιστική επιχείρηση 189

2.3. Το συμφέρον του λήπτη της ασφάλισης να γνωρίζει το πρόσωπο
του αντισυμβαλλομένου του 191

2.4. Ευθύνη της αντιπροσωπευόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης
από τη δράση του πιστωτικού ιδρύματος 197

3. Φαινόμενη πληρεξουσιότητα και πληρεξουσιότητα ανοχής 201

4. Το πιστωτικό ίδρυμα ως ψευδοαντιπρόσωπος 209

4.1. Κατά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης 209

4.2. Κατά την τέλεση ή αποδοχή μονομερών δικαιοπραξιών 224

Γ. Συμπέρασμα 228

ΙV. Η επίδραση της γνωσιολογικής κατάστασης
του διαμεσολαβούντος πιστωτικού ιδρύματος 229

Α. Η θέση του προβλήματος 229

Β. Το γενικό περίγραμμα των άρθρων 214 – 215 ΑΚ 231

Γ. Ο καταλογισμός της γνώσης του πιστωτικού ιδρύματος
στην ασφαλιστική επιχείρηση 234

1. Διαφοροποίηση των εφαρμοστέων δικαιικών κανόνων ανάλογα
με το είδος της δράσης του πιστωτικού ιδρύματος 234

2. Η έννοια της γνώσης του πιστωτικού ιδρύματος 238

3. Οι έννομες συνέπειες από τον καταλογισμό της γνώσης
του πιστωτικού ιδρύματος στην ασφαλιστική επιχείρηση 247

3.1. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων 247

3.1.1. Σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης χωρίς ερωτηματολόγιο 247

3.1.2. Σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης με ερωτηματολόγιο 252

3.1.2.1. Ο σκοπός του γραπτού ερωτηματολογίου 252

3.1.2.2. Διάσταση μεταξύ προφορικών και γραπτών
δηλώσεων του αιτούντος ασφάλιση 255

3.1.2.3. Εσφαλμένη διαβίβαση ή απόκρυψη πληροφοριών
από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή 260

3.2. Κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης 270

4. Όρια στον καταλογισμό της γνώσης του πιστωτικού ιδρύματος 272

Δ. Συμπέρασμα 283

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος
ως ασφαλιστικού διαμεσολαβητή

Ι. Οργανωτικές υποχρεώσεις 286

Α. Χορήγηση άδειας από την τραπεζική εποπτική αρχή 286

Β. Η εγγραφή του πιστωτικού ιδρύματος στο επαγγελματικό μητρώο 288

1. Η εγγραφή στην επαγγελματική κατηγορία του ασφαλιστικού
πράκτορα 288

2. Τα υποκατάστατα όργανα 293

2.1. Η ανάθεση της δραστηριότητας της διανομής ασφαλιστικών
προϊόντων σε μέλη του διοικητικού οργάνου 293

2.1.1. Η αναγκαιότητα για εκχώρηση της εξουσίας
της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης 293

2.1.2. Προϋποθέσεις ανάθεσης της δραστηριότητας
της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και χαρακτηριστικά
των υποκατάστατων οργάνων 295

2.2. Υποχρεώσεις και ευθύνη των υποκατάστατων οργάνων
απέναντι στο πιστωτικό ίδρυμα και τους τρίτους 301

2.2.1. Η εσωτερική ευθύνη 301

2.2.2. Η εξωτερική ευθύνη 308

3. Οι ειδικώς εξουσιοδοτημένοι διοικητικοί υπάλληλοι 314

3.1. Ο κύκλος και οι υποχρεώσεις των προσώπων του εδ. β΄
της παρ. 5 του άρθρου 19 ν. 4583/2018 314

3.2. Η ευθύνη από τις πράξεις των ειδικώς εξουσιοδοτημένων
διοικητικών υπαλλήλων 319

3.2.1. Η ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος και της ασφαλιστικής επιχείρησης 319

3.2.2. H ευθύνη του διαχειριστικού οργάνου του πιστωτικού
ιδρύματος 323

3.3. Η νομική θέση των ειδικώς εξουσιοδοτημένων διοικητικών
υπαλλήλων 325

3.4. Διάκριση από τους τραπεζικούς υπαλλήλους που συμμετέχουν
άμεσα στη δραστηριότητα της διανομής ασφαλιστικών
προϊόντων 332

Γ. Οι προϋποθέσεις εγγραφής στο επαγγελματικό μητρώο 333

1. Επαγγελματική κατάρτιση και εξειδικευμένες γνώσεις 334

2. Καλή φήμη και φερεγγυότητα 340

ΙΙ. Υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς 349

Α. Γενικό πλαίσιο 349

Β. Η υποχρέωση πληροφόρησης 351

1. Η ανάγκη για θεμελίωση προσυμβατικής υποχρέωσης πληροφόρησης 351

2. Το ιδιάζον καθήκον διαφώτισης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών 358

3. Περιεχόμενο της υποχρέωσης πληροφόρησης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών 363

3.1. Γενικό περίγραμμα και σκοπός 363

3.2. Ενημέρωση για τα στοιχεία και το καθεστώς δράσης
του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή 366

3.3. Ενημέρωση για τη φύση της αμοιβής του ασφαλιστικού
διαμεσολαβητή 372

3.4. Ενημέρωση για τις πρόσθετες αρμοδιότητες του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή 377

3.5.Υποχρέωση παροχής συμβουλής 377

3.5.1. Γενικές παρατηρήσεις 377

3.5.2. Η διερεύνηση των εξατομικευμένων αναγκών
του υποψήφιου ασφαλισμένου 379

3.5.3. Η συμβουλευτική καθοδήγηση του πιστωτικού ιδρύματος 381

3.6. Παροχή διευκρινίσεων για το παρεχόμενο ασφαλιστικό προϊόν 392

3.7. Πληροφόρηση για την υπό κατάρτιση ασφαλιστική σύμβαση 395

3.8. Το «έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν» 397

3.9. Υποχρεώσεις πληροφόρησης στις διασταυρούμενες πωλήσεις 398

3.10. Πρόσθετες υποχρεώσεις πληροφόρησης με βάση άλλες
νομοθετικές διατάξεις 405

Γ. Υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας και λοιπές υποχρεώσεις 406

1. Απαγόρευση τέλεσης πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού
και παράνομων και παραπλανητικών πρακτικών 406

2. Παροχή συνδρομής κατά την υποβολή της αίτησης ασφάλισης 408

3. Είσπραξη ασφαλίστρων 410

4. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ως «παραγωγός ασφαλιστικών προϊόντων» 415

5. Πρόσθετες υποχρεώσεις κατά τη διανομή των βασιζόμενων
σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων 417

6. Οριοθέτηση των συμφωνιών περί αμοιβής 421

7. Περιορισμός των πωλούμενων ασφαλιστικών προϊόντων 422

Δ. Χρόνος και τρόπος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων συμπεριφοράς 422

Ε. Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων συμπεριφοράς
του πιστωτικού ιδρύματος 434

1. Η έννοια του «πελάτη» 434

2. Τα κριτήρια διαβάθμισης της παρεχόμενης προστασίας 436

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Έννομες συνέπειες από την παράβαση των υποχρεώσεων
των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών

Ι. Οι κυρώσεις του ν. 4583/2018 443

Α. Γενικά χαρακτηριστικά 443

Β. Περιεχόμενο διοικητικών κυρώσεων 446

ΙΙ. Ευθύνη από την παράβαση των υποχρεώσεων
επαγγελματικής συμπεριφοράς 450

Α. Η έλλειψη ειδικών διατάξεων για την αστική ευθύνη
και η σημασία της θεμελίωσής της 450

Β. Η νομική φύση των υποχρεώσεων επαγγελματικής συμπεριφοράς
των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών 452

Γ. Η αστική ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος ως ασφαλιστικού διαμεσολαβητή 458

1. Συμβατική ευθύνη 458

1.1. Ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσης μεταξύ ασφαλιστικού
πράκτορα και υποψήφιου λήπτη της ασφάλισης/ασφαλισμένου 458

1.2. Οι εφαρμοστέες διατάξεις 461

1.3. Κριτική αποτίμηση 464

2. Ευθύνη από διαπραγματεύσεις 469

2.1. Το γενικό περίγραμμα των διατάξεων των άρθρων 197 - 198 ΑΚ 469

2.2. Η υπαγωγή του διαμεσολαβούντος πιστωτικού ιδρύματος
στο σύστημα της προσυμβατικής ευθύνης 471

2.3. Προϋποθέσεις προσυμβατικής ευθύνης και αποκαταστατέα ζημία 483

2.4. Κριτική αποτίμηση 488

3. Αδικοπρακτική ευθύνη 493

3.1. Οι δυσχέρειες από την επίκληση του άρθρου 919 ΑΚ 493

3.2. Ευθύνη του διαμεσολαβούντος πιστωτικού ιδρύματος
με βάση το άρθρο 914 ΑΚ 496

3.3. Κριτική αποτίμηση της επίκλησης του άρθρου 914 ΑΚ -
Συμπέρασμα 503

Δ. Η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (άρθρο 8 ν. 2251/1994) 508

ΙΙΙ. Λοιπές έννομες συνέπειες 512

 

Συμπεράσματα 513

Βιβλιογραφία 527

Αλφαβητικό ευρετήριο 557

1




Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Η προβληματική της παρούσας μελέτης

Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης είναι αναμφισβήτητα ιδιαίτερα σημαντικός τόσο για την εθνική οικονομία όσο κυρίως για τους ίδιους τους ασφαλισμένους, αφού μέσω αυτής παρέχεται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα η δυνατότητα να περιορίσουν τις οικονομικές συνέπειες από την επέλευση κινδύνων, που απειλούν τα ίδια (τα πρόσωπα) ή/και τις περιουσίες τους[1], ενώ με τα ποικίλα αποταμιευτικά προγράμματα, που προσφέρονται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους καταναλωτές, οι τελευταίοι αποκτούν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν (επιπλέον) κεφάλαια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μελλοντικές τους ανάγκες. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, όπου οι δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες σε διεθνές και εθνικό επίπεδο και τα αναλογιστικά ελλείματα στα κρατικά ταμεία, κυρίως, λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, είχαν ως συνέπεια να πληγεί παγκοσμίως ο κλάδος της κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος αδυνατεί πλέον να επιτύχει αποτελεσματικά τους συνταξιοδοτικούς του στόχους[2], η δυσπιστία των καταναλωτών στη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης και η επιθυμία τους για καλύτερη αξιοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών έστρεψε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον τους προς την ιδιωτική ασφάλιση ως μία αναγκαία και αξιόπιστη συμπληρωματική λύση για την κάλυψη των αναγκών τους σε πρόνοια και συνταξιοδότηση.

Τα πιστωτικά ιδρύματα αναγνωρίζοντας τις ανάγκες αυτές των καταναλωτών και με απώτερο στόχο την εξασφάλιση του δικού τους κέρδους, αλλά και

2

ως αντιστάθμισμα στην πρόσφατη τραπεζική κρίση, που υπέστησαν, λόγω των δυσμενών οικονομικών συγκυριών των τελευταίων ετών, εισήλθαν στην
ι­διωτική ασφαλιστική αγορά προωθώντας από το δίκτυο των καταστημάτων τους, πέρα από τα «παραδοσιακά» τραπεζικά προϊόντα, που αποτελούν ούτως ή άλλως αντικείμενο της κύριας επαγγελματικής τους δραστηριότητας, και ασφαλιστικά προϊόντα, αρχικά ως συμπληρωματικά των τραπεζικών, ενώ στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκαν και στην πώληση αμιγώς ασφαλιστικών προγραμμάτων, είτε συμβατών με τις τραπεζικές εργασίες (π.χ. συνταξιοδοτικά και αποταμιευτικά προγράμματα) είτε και όχι (π.χ. ασφαλίσεις υγείας).

Τα σημαντικά πλεονεκτήματα, που παρουσιάζει η προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων από τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων για το τρίπτυχο «πιστωτικό ίδρυμα – ασφαλιστική επιχείρηση – υποψήφιος λήπτης της ασφάλισης – ασφαλισμένος[3]», η παγκοσμιοποίηση και η απορρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών[4], που είχαν ως συνέπεια την κατάργηση των διασυνοριακών περιορισμών στην παροχή των ασφαλιστικών υπηρεσιών[5], η δημιουργία χρηματοοικονομικών ομίλων (financial conglomerates), στους οποίους ανήκουν ασφαλιστικές και τραπεζικές επιχειρήσεις, και κυρίως η σχετικά πρόσφατη πρωτοβουλία του ενωσιακού νομοθέτη να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο – στις ευρωπαϊκές αγορές – τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, που αποτελεί το βασικό μηχανισμό λειτουργίας της τραπεζοασφαλιστικής συνέργειας, η οποία καθιερώθηκε στη συναλλακτική και νομική πρακτική με το διεθνή όρο «bancassurance» – οδήγησαν τις τελευταίες δεκαετίες στη ραγδαία ανάπτυξη της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας τόσο στη διεθνή όσο και στην ελληνική αγορά.

Η πώληση ωστόσο των ασφαλιστικών προϊόντων μέσα από τα τραπεζικά δίκτυα διανομής συνοδεύεται από μια πληθώρα νομικών ζητημάτων, καθώς η πρακτική της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας, παρά τις πρόσφατες – και σχετικά – επιτυχείς παρεμβάσεις του ενωσιακού νομοθέτη, οι οποίες συνέβαλαν ουσιαστικά στο να προσπελαστούν τα αρχικά νομικά εμπόδια, που απέτρεπαν την επίτευξή της, εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό

3

μία δραστηριότητα νομικά αχαρτογράφητη. Η μελέτη των αναφυόμενων από τη δραστηριότητα αυτή νομικών ζητημάτων παρουσιάζει έντονο επιστημονικό και πρακτικό ενδιαφέρον, τόσο λόγω των δυσχερειών, που συναντά κανείς κατά την αντιμετώπισή τους, μιας και δεν υπάρχουν ειδικές και σαφείς ρυθμίσεις σχετικά με το ιδιαίτερο καθεστώς της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance), όσο και λόγω των σημαντικών νομικών και πρακτικών συνεπειών, που συνεπάγονται για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις αλλά και για τα ίδια τα ενδιαφερόμενα για ασφάλιση πρόσωπα.

Η παράθεση σε ένα σύγγραμμα όλων των νομικών ζητημάτων και προβληματισμών, που συνδέονται με την άσκηση της δραστηριότητας της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων από τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν μπορεί να είναι εξαντλητική, λόγω της πληθώρας αλλά και του μεγάλου εύρους εκδήλωσής τους σε διάφορους δικαιικούς κλάδους και τομείς, όπως για παράδειγμα στους κλάδους του εταιρικού δικαίου, του δικαίου των επιχειρήσεων, του γενικού ενοχικού δικαίου (δικαίου των συμβάσεων), του δικαίου περί προστασίας του καταναλωτή, του δικαίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, του εποπτικού δικαίου, του δικαίου περί σημάτων και του δικαίου του (ελεύθερου και αθέμιτου) ανταγωνισμού.

Κεντρικά σημεία ανάπτυξης της προβληματικής του παρόντος πονήματος αποτελούν η άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος υπό το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η αξιολόγηση της νομικής θέσης, που λαμβάνει το πιστωτικό ίδρυμα, από πλευράς αστικού δικαίου, κατά τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων από το δίκτυο καταστημάτων του, τόσο σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση, με την οποία συνεργάζεται για την προώθηση των προϊόντων της, όσο και σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα για ασφάλιση πρόσωπα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, προκειμένου να τους πωλήσει τα ασφαλιστικά προϊόντα, οι υποχρεώσεις, που το βαρύνουν κατά την άσκηση των διαμεσολαβητικών του καθηκόντων με βάση το ν. 4583/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/97/ΕΕ για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (γνωστή με το ακρωνύμιο «IDD»), καθώς και οι έννομες συνέπειες, που επέρχονται σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών του αυτών.

 

4


ΙΙ. Διάρθρωση μελέτης – Ερευνώμενα ζητήματα

Η συστηματική διάρθρωση της παρούσας μελέτης έχει γίνει σε πέντε κεφάλαια, το περιεχόμενο των οποίων έχει ως εξής:

Το πρώτο κεφάλαιο της μελέτης εκκινεί από μία σύντομη και εισαγωγική εννοιολογική και μορφολογική παρουσίαση του θεσμού της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance). Ειδικότερα, αφού γίνει μία αναφορά στην έννοια και την εξέλιξη του θεσμού της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance), ακολουθεί η αξιολογική θεώρησή του, με την παρουσίαση τόσο της σημασίας του εν λόγω θεσμού για τα εμπλεκόμενα μέρη (πιστωτικό ίδρυμα – ασφαλιστική επιχείρηση – δέκτης των υπηρεσιών της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας) όσο και των μειονεκτημάτων, που συνεπάγεται γι’ αυτά. Τέλος, για την πληρέστερη και επαρκέστερη αντίληψη της τραπεζοασφαλιστικής συνέργειας γίνεται μία καταγραφή των συνηθέστερων μορφών συνεργασίας μεταξύ ασφαλιστικών και τραπεζικών επιχειρήσεων (π.χ. σύμβαση διανομής, δημιουργία χρηματοοικονομικού ομίλου – financial conglomerate –, σύμβαση ομαδικής τραπεζοασφάλισης), παρότι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης περιορίζεται στην εξέταση της πιο «δημοφιλούς» στην πράξη και περισσότερο ενδιαφέρουσας από νομικής άποψης εκ των μορφών αυτών, ήτοι της (απευθείας) διάθεσης των ασφαλιστικών προϊόντων από τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται το κατά πόσον είναι νομικά εφικτή – υπό το ισχύον δίκαιο – η πώληση ασφαλιστικών προϊόντων από τα τραπεζικά δίκτυα διανομής. Ειδικότερα, εξετάζεται το ισχύον νομοθετικό (εποπτικό) πλαίσιο, που διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να διερευνηθεί, αν το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο υπόκειται λόγω του ρυθμιστικού του ρόλου στην οικονομική σταθερότητα σ’ ένα ιδιαίτερα αυστηρό εποπτικό και κανονιστικό καθεστώς, μπορεί, πέρα από τις τραπεζικές εργασίες, να αναλάβει (ως δευτερεύουσα επαγγελματική δραστηριότητα) και την άσκηση διαμεσολάβησης στην κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και υποψήφιου λήπτη της ασφάλισης/ασφαλισμένου.

Η δυνατότητα άσκησης της ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζεται και υπό το πρίσμα του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, αναλύεται ο μηχανισμός διάθεσης/διοχέτευσης των ασφαλιστικών προϊόντων από τα τραπεζικά δίκτυα διανομής, όπως αυτός διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε μέσω των διάφορων σημαντικών νομοθετικών μεταβολών, που επήλθαν σε ενωσιακό επίπεδο στον τομέα της

5

ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, με χρονικά απώτατες τις (μεταρ)ρυθμίσεις της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ (Οδηγία «IDD») σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, η οποία τροποποίησε την Οδηγία 2002/92/ΕΚ (Οδηγία «IMD») για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4583/2018. Το κεφάλαιο αυτό κλείνει με την ανάπτυξη του τρόπου λειτουργίας της τραπεζικής ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας υπό το πρίσμα του ισχύοντος ν. 4583/2018, οι μεταβολές του οποίου υπήρξαν θεμελιώδεις για την ελληνική νομική και συναλλακτική πραγματικότητα, αφού υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν πλέον να συμμετέχουν άμεσα και ενεργά στην προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων.

Το τρίτο κεφάλαιο της μελέτης είναι αφιερωμένο στη διάγνωση και το χαρακτηρισμό της νομικής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος κατά την άσκηση της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας (bancassurance), υπό τη μορφή της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων από τα τραπεζικά δίκτυα διανομής. Οι νομικοί προβληματισμοί, που εγείρονται εν προκειμένω, σχετίζονται ειδικότερα με τη διερεύνηση της νομικής φύσης του συμβατικού δεσμού, που συνδέει το διαμεσολαβόν πιστωτικό ίδρυμα με την ασφαλιστική επιχείρηση, τα προϊόντα της οποίας προωθεί από τα καταστήματά του, καθώς και με τον προσδιορισμό του είδους, του αντικειμένου αλλά και της έκτασης της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας, που δύναται να ασκεί το πιστωτικό ίδρυμα υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς.

Το είδος και η έκταση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας, που ανατίθεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο πιστωτικό ίδρυμα, το εάν δηλ. η ανάμειξη του πιστωτικού ιδρύματος στην προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων περιορίζεται στην απλή «τοποθέτηση» των ασφαλιστικών προϊόντων στα καταστήματα του πιστωτικού ιδρύματος ή αν το πιστωτικό ίδρυμα κατέχει ένα ρόλο πιο ενεργό και συμμετοχικό στη διακίνησή τους, αναλαμβάνοντας καθήκοντα και αρμοδιότητες αντίστοιχα με αυτά των λοιπών επαγγελματιών διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων, που προβλέπονται στο ν. 4583/2018, καθορίζουν και την ύπαρξη τυχόν σχέσης αντιπροσώπευσης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και πιστωτικού ιδρύματος. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται, στη συνέχεια, ο τρόπος εκδήλωσης και οι έννομες συνέπειες της προς τα έξω δράσης του πιστωτικού ιδρύματος απέναντι στους υποψήφιους λήπτες της ασφάλισης/ασφαλισμένους, με τους οποίους έρχεται σε επαφή, προκειμένου να τους πωλήσει τα ασφαλιστικά προϊόντα. Το κεφάλαιο αυτό κλείνει με την ανάλυση των έννομων συνεπειών, που συνεπάγεται η γνώση των νομικά σημαντικών για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης περιστατικών από

6

το διαμεσολαβόν πιστωτικό ίδρυμα, προβληματισμός, που επίσης συναρτάται με το είδος της ασκούμενης από το πιστωτικό ίδρυμα διαμεσολαβητικής δράσης. Η επίδραση της γνωσιολογικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος ως ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στην κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, παρότι αποτελεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αφού ανακύπτει σε κάθε περίπτωση, που η προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων ανατίθεται από την ασφαλιστική επιχείρηση σε μεσολαβούντα πρόσωπα, δεν έχει απασχολήσει εκτεταμένα, μέχρι σήμερα, την εγχώρια θεωρία και νομολογία (σε αντίθεση με τις αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως κυρίως την αγγλοσαξονική και τη γερμανική).

Αντικείμενο εξέτασης του τέταρτου κεφαλαίου αποτελούν το σύνολο των οργανωτικών και επαγγελματικών υποχρεώσεων συμπεριφοράς, που υπέχει, σύμφωνα με το ν. 4583/2018, το πιστωτικό ίδρυμα, που αναλαμβάνει την άσκηση της δραστηριότητας της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων. Πρόκειται τόσο για τις υποχρεώσεις, που το δεσμεύουν ενόψει της εγγραφής του στο μητρώο των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών όσο και για τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας, που υπέχει κατά την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής του δράσης, απέναντι στα αναζητούντα ασφαλιστική κάλυψη πρόσωπα.

Τέλος, ως αναγκαίο συμπλήρωμα της εξέτασης των υποχρεώσεων, που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας, αναλύονται στο πέμπτο κεφάλαιο οι έννομες συνέπειες, που επέρχονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του πιστωτικού ιδρύματος στις υποχρεώσεις του αυτές, και οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο τις διοικητικές κυρώσεις, που επιβάλλονται, με βάση το ν. 4583/2018, στον παραβάτη ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, όσο και την ευθύνη του, με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου, απέναντι στους υποψήφιους λήπτες της ασφάλισης/ασφαλισμένους, που ζημίωσε, με τη συμπεριφορά του αυτή.

 

1. Βλ. ενδεικτικά Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2, Ι. Ρόκα, Α΄ Μέρος Δικαίου …, 5.

2. Σε αντίθεση με τον τρόπο, που λειτουργεί η ιδιωτική ασφάλιση, το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης βασίζεται στην «αρχή της αλληλεγγύης», με συνέπεια τα ποσά των οφειλόμενων συντάξεων να καλύπτονται, ως επί το πλείστον, από τις τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές, που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, βλ. Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο …, 12.

3. Ο όρος «υποψήφιος λήπτης της ασφάλισης/ασφαλισμένος» χρησιμοποιείται στο παρόν, προκειμένου να περιγράψει τα πρόσωπα, που απευθύνονται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα (ή και σε οποιονδήποτε άλλο ασφαλιστικό διαμεσολαβητή), με σκοπό την αναζήτηση ασφαλιστικής κάλυψης. Σε αυτό το στάδιο, επειδή η ασφαλιστική σύμβαση δεν έχει ακόμα καταρτιστεί, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «λήπτη της ασφάλισης/ασφαλισμένο» βλ. Stöbener, Beratungspflichten …, 2, υποσ. 5.

4. Βλ. Artikis/Mutenga/Staikouras, J.Risk.Fin. 2008, 106, Berr, RMCUE 1993, 444.

5. Βλ. Γιωτάκη, ΕπιΔικΙΑ 2007, 5 επ.

7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή στην έννοια και τη λειτουργία
της «Τραπεζοασφάλειας» (Bancassurance)

I. Εννοιολογική προσέγγιση

O θεσμός της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance, Allfinanz), ο οποίος αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες έναν από τους βασικούς τρόπους διάθεσης των ασφαλιστικών προϊόντων παγκοσμίως[1], έχει κάνει την εμφάνισή του και στην ελληνική οικονομική και συναλλακτική πραγματικότητα παρουσιάζοντας μάλιστα ιδιαίτερη αναπτυξιακή πορεία. Με το χρηματοοικονομικό (και όχι στην πραγματικότητα νομικό[2]) όρο «τραπεζοασφάλεια», όπως αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα η έννοια του (γαλλικής προέλευσης) όρου «bancassurance», περιγράφεται η διείσδυση των πιστωτικών ιδρυμάτων στο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς με σκοπό την προώθηση από τις τράπεζες (και) ασφαλιστικών προϊόντων[3], παρότι πρόκειται για διαφορετικού είδους προϊόντα από τα τραπεζικά[4], τα οποία μάλιστα – στην ακραιφνή τους μορφή – απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό και καλύπτουν διαφορετικές (αν και συχνά παρεμφερείς) ανάγκες απ’ ό, τι τα τραπεζικά προϊόντα.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η έννοια της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) αποτελεί έναν γενικό όρο, με τον οποίο περιγράφονται οι περισσότερες μορφές τραπεζοασφαλιστικής συνέργειας[5], αν και αναλόγως με την ακολουθούμενη μορφή συνεργασίας μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα και άλλοι ειδικοί και πιο περιγραφικοί όροι, όπως για παράδειγμα η έννοια του χρηματοοικονομικού ομίλου (financial conglomerate), δηλ. του ομίλου, στον οποίο συμμε

8

τέχουν τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις[6]. Στη συναλλακτική πράξη όμως, η γενική έννοια της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) έχει συνδεθεί περισσότερο με την πώληση των ασφαλιστικών προϊόντων, που πραγματοποιείται από τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Με την έννοια επομένως αυτή, περιγράφεται, κατά κύριο λόγο, η διακίνηση των ασφαλιστικών υπηρεσιών μέσω του οργανωτικού δικτύου, των επαγγελματικών εγκαταστάσεων και του εργατικού δυναμικού των τραπεζών.

Σημειώνεται, ότι η έννοια της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance), η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει ταυτιστεί με τα ασφαλιστικά προγράμματα, που παρέχονται και διακινούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα[7], πολλές φορές χρησιμοποιείται – λανθασμένα – για να περιγράψει και την προώθηση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων των πιστωτικών ιδρυμάτων (π.χ. πιστωτικές κάρτες, δάνεια) από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις[8]. Ωστόσο, η «αντίστροφη» αυτή πρακτική, η οποία (στην Ελλάδα δεν είναι νομικά επιτρεπτή[9] και) αποδίδεται ακριβέστερα με τον όρο «assurefinance» ή «insurofinance» ή «assurbanque»[10], δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια του «bancassurance», αλλά θα πρέπει να διακρίνεται από αυτήν[11], καθώς πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές (και μόνο εκ πρώτης όψης αντίστροφες) νομικές διαδικασίες και πρακτικές.

9

Τα ασφαλιστικά προϊόντα, που προωθούν τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των καταστημάτων τους, μπορούν να συστηματοποιηθούν σε δύο γενικές κατηγορίες[12].

Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται τα «παραδοσιακά» ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία διανέμονται και μέσω των κλασικών καναλιών διανομής του ασφαλιστικού πράκτορα και του μεσίτη ασφαλίσεων[13] ή πωλούνται στους ενδιαφερομένους απευθείας από τις ίδιες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Πρόκειται κυρίως για συνταξιοδοτικά και αποταμιευτικά προγράμματα, τα οποία είναι προγράμματα μακροχρόνιας αποταμίευσης και «λειτουργικά» προσιδιάζουν με τα παραδοσιακά προϊόντα – καταθετικά και επενδυτικά –, που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο της κύριας επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Στην ίδια κατηγορία ασφαλιστικών προϊόντων ανήκουν και οι ασφαλίσεις ζωής και υγείας, οι οποίες, παρότι δεν παρουσιάζουν κοινά – ή έστω παραπλήσια – χαρακτηριστικά με τα «συνήθη» τραπεζικά προϊόντα, έχουν αρχίσει, επίσης, να διακινούνται τα τελευταία χρόνια από τα πιστωτικά ιδρύματα με εξίσου μεγάλη επιτυχία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν ως ένας ακόμα (εναλλακτικός) δίαυλος διανομής και προώθησης των προϊόντων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δρώντας παράλληλα με τους «παραδοσιακούς» ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, ήτοι τον ασφαλιστικό πράκτορα και το μεσίτη ασφαλίσεων.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία είναι συμπληρωτικά των τραπεζικών («tie-in sales») και δεν μπορούν να πωληθούν αυτοτελώς, δηλ. χωριστά από τα τραπεζικά προϊόντα, που συνοδεύουν, αφού αποκλειστικός σκοπός προώθησής τους είναι η εξασφάλιση των κινδύνων, που συνδέονται με τις τραπεζικές συναλλαγές[14]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προϊόντων της κατηγορίας αυτής αποτελούν (α) η ασφάλιση πυρός οικίας σε περίπτωση χορήγησης στεγαστικού δανείου με εξασφάλιση του πιστωτικού ιδρύματος με εγγραφή (προσημείωσης) υποθήκης επί του αγοραζόμενου ακινήτου[15], όπου το πιστωτικό ίδρυμα με τον τρόπο αυτό διασφαλίζει, ότι δεν θα χαθεί η αξία της οικίας, επί της οποίας έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, αφού, αν το ακίνητο καταστραφεί από πυρκαγιά θα του καταβληθεί το ασφάλισμα και (β) η

10

ασφάλιση ζωής του δανειολήπτη καταναλωτικού δανείου, όπου η υποχρέωση της δανειακής οφειλής έναντι του πιστωτικού ιδρύματος μεταφέρεται στην ουσία στην ίδια την ασφαλιστική επιχείρηση, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποπληρωμή του δανείου σε περίπτωση θανάτου του δανειολήπτη[16]. Για τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα της κατηγορίας αυτής, τα πιστωτικά ιδρύματα δρουν ως αποκλειστικοί διανομείς, μιας και πρόκειται για προϊόντα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις τραπεζικές εργασίες και παρέχονται αποκλειστικά μαζί με αυτές.

ΙΙ. Η γένεση και η ανάπτυξη της «τραπεζοασφάλειας»

Ως πρώτο «τραπεζοασφαλιστικό προϊόν» θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το «ναυτικό δάνειο» (ή «θαλασσοδάνειο»)[17] των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Επρόκειτο για μία ιδιάζουσα μορφή δανείου, το οποίο σύναπτε ο πλοιοκτήτης (ή και ο πλοίαρχος του πλοίου) με κάποιον «τραπεζίτη» για τη χρηματοδότηση της μεταφοράς εμπορευμάτων με το πλοίο του σε κάποιο μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι έναντι πολύ υψηλού τόκου λόγω του αναλαμβανόμενου κινδύνου[18]. Συγκεκριμένα, ο τόκος, που συμφωνείτο μεταξύ δανειστή και δανειολήπτη ήταν ιδιαίτερα υψηλός, διότι ο δανειολήπτης αναλάμβανε την υποχρέωση να αποπληρώσει το δάνειο, μόνο στην περίπτωση που το πλοίο επέστρεφε αισίως από το ταξίδι του. Εάν αντίθετα το πλοίο ή και το φορτίο – ανάλογα με τη συμφωνία, που είχε γίνει – δεν έφθανε στο λιμάνι του προορισμού του λόγω ναυαγίου ή πειρατείας, ο δανειολήπτης απαλλασσόταν από την υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου και ο δανειστής έχανε τα χρήματά του[19]. Το «ναυτικό δάνειο» (ή «θαλασσοδάνειο») δεν ανήκει στην κατηγορία ούτε της τραπεζικής δανειακής σύμβασης ούτε της ασφαλιστικής σύμβασης, αν και συνδυάζει στοιχεία και χαρακτηριστικά και από τις δύο συμβατικές σχέσεις, αφού επρόκειτο για μορφή χρηματοδότησης με ταυτόχρονη κάλυψη των κινδύνων, που απειλούσαν τα εμπορεύματα κατά τη θαλάσσια μεταφορά τους[20]. Έτσι, στο «ναυτικό δάνειο» (ή «θαλασσοδάνειο») μπορεί κανείς να διαγνώσει τα πρώτα ψήγματα του θεσμού της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance), παρότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική συνεργασία

11

μεταξύ τραπεζικής και ασφαλιστικής επιχείρησης, με τον τρόπο τουλάχιστον, που αυτή απαντάται (και εννοείται) στις συναλλαγές σήμερα.

Η πρώτη απόπειρα πραγματικής – και σίγουρα πιο κοντινής στα σημερινά δεδομένα – συνεργασίας μεταξύ τραπεζικής και ασφαλιστικής επιχείρησης εντοπίζεται σχετικά πιο πρόσφατα και συγκεκριμένα το Σεπτέμβριο του 1965 στη Μ. Βρετανία με την ίδρυση από την τράπεζα «Barclays Bank» θυγατρικής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Barclays Life». Ωστόσο, η προσπάθεια αυτής της ομιλοποίησης δεν απέδωσε στην πράξη και η ιδέα της συνέργειας μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων γρήγορα εγκαταλείφθηκε[21]. Η αρχετυπική μορφή της «τραπεζοασφάλειας» απαντάται λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στη Γαλλία, όταν η συνεταιριστική τράπεζα «Credit Mutuel» ξεκίνησε την προώθηση ασφαλιστικών προγραμμάτων ζωής μέσα από τη θυγατρική της ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «ACM (Assurances du Credit Mutuel) Vie et IARD». Την πρακτική της «Credit Mutuel» ακολούθησαν επιτυχώς και άλλες τράπεζες στη Γαλλία (όπως οι Bank Populaire, Crédit Agricole, Société Générale κ.ά.), και έτσι το 1980 γεννήθηκε ο όρος «bancassurance», ο οποίος έκτοτε χρησιμοποιείται διεθνώς έως και σήμερα[22], ενώ η Γαλλία θεωρείται η χώρα, στην οποία η «τραπεζοασφάλεια» (bancassurance) έχει γνωρίσει τη μεγαλύτερη άνθιση[23], καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των ασφαλίσεων ζωής προωθείται μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων[24].

Στη συνέχεια και μετά τις νομοθετικές μεταβολές, που συντελέστηκαν στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, με τις οποίες κατέστη νομικά εφικτή η συνεργασία μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων[25], το παράδειγμα της Γαλλίας υιοθέτησαν ευρέως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες[26]. Πιο συγκεκριμένα, στην Ισπανία η πρακτική της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance), υπό τη μορφή των συμβάσεων αποκλειστικής διανομής (distribution agreements), που καταρτίζουν αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις ισπανικές τράπεζες, αναπτύχθηκε με τόσο ταχείς ρυθμούς, ώστε πλέον η Ισπανία να θεωρείται σήμερα ως μία από τις χώρες, στις οποίες ο εν λόγω θεσμός παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλη άνοδο, αφού, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, πάνω

12

από το 60% των ασφαλιστήριων ζωής πωλούνται μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων[27]. Μάλιστα, η Ισπανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, που θέσπισε ειδικό νομοθετικό πλαίσιο για την «τραπεζοασφάλεια» (bancassurance)[28].

Και η Ιταλία όμως θεωρείται ως μία από τις πιο γρήγορα εξελισσόμενες χώρες στον τομέα της τραπεζοασφαλιστικής συνέργειας, μιας και η νομοθεσία της («Amato Law»), που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή στο εν λόγω πεδίο, επιτρέπει σχεδόν όλες τις μορφές και τα είδη συνεργασίας μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων[29]. Έτσι, για παράδειγμα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ιταλία μπορούν να συμμετέχουν στο κεφάλαιο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, να προβαίνουν στη σύσταση θυγατρικών ασφαλιστικών εταιριών ή να συνάπτουν συμβάσεις αποκλειστικής διανομής με ασφαλιστικές επιχειρήσεις[30]. Μεγάλη άνθιση, αντίστοιχης των ανωτέρω χωρών, εμφανίζει ο θεσμός της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) και στην Πορτογαλία[31].

Ακόμα στην Ολλανδία, εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργούν αρκετοί χρηματοοικονομικοί όμιλοι (financial conglomerates), οι οποίοι παρέχουν ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (τραπεζικές και ασφαλιστικές) στο καταναλωτικό κοινό[32]. Η Μ. Βρετανία εφαρμόζει επίσης την πρακτική της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) εδώ και πολλά χρόνια και συγκεκριμένα από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα – σε αρκετά ωστόσο μικρότερο βαθμό από τις προαναφερθείσες χώρες – κυρίως υπό τη μορφή της προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων μέσα από το δίκτυο των τραπεζικών καταστημάτων[33]. Το Βέλγιο αποτελεί ακόμα μία ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία η «τραπεζοασφάλεια» (bancassurance) σημειώνοντας διαρκώς ανοδική πορεία, εκδηλώνεται κυρίως μέσω της σύστασης από τα πιστωτικά ιδρύματα θυγατρικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων[34]. Τέλος, στη Γερμανία – παρότι ο θεσμός της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) δεν γνωρίζει τόσο μεγάλη άνθιση όσο

13

στις λοιπές, προαναφερθείσες ευρωπαϊκές χώρες[35] – τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα αρχίζουν να συνεργάζονται με ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τη διανομή των προϊόντων τους μέσα από το δίκτυο καταστημάτων τους[36].

Ο θεσμός της «τραπεζοασφάλειας» (bancassurance) δεν αποτελεί ευρωπαϊκή αποκλειστικότητα, αλλά έχει λάβει διεθνείς προεκτάσεις, καθώς παρουσιάζει σημαντική και διαρκή άνοδο στον Καναδά, τη Λατινική Αμερική, την Ασία[37], την Αυστραλία[38] καθώς και στις Η.Π.Α. Ειδικά στην περίπτωση των Η.Π.Α., η εξέλιξη του νομοθετικού πλαισίου για τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον, μιας και μεταβλήθηκε άρδην με την πάροδο των ετών, προκειμένου να προσαρμοστεί στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και να καταστεί τελικώς – αντίθετα με ό, τι ίσχυε στο παρελθόν – νομικά εφικτή η τραπεζοασφαλιστική συνέργεια.

Πιο συγκεκριμένα, στις Η.Π.Α., η παλαιότερα ισχύουσα «Glass – Steagall Act (GSA)» του 1933 δεν επέτρεπε τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών χρηματοοικονομικών φορέων υιοθετώντας έναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ των «εμπορικών τραπεζών» («retail banks» ή «commercial banks»), δηλ. των τραπεζών, που χορηγούσαν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, και των «επενδυτικών τραπεζών», δηλ. των τραπεζών, που παρείχαν αποκλειστικά επενδυτικές υπηρεσίες («investment banks»). Ο διαχωρισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα μία τράπεζα να είναι εκ του νόμου αναγκασμένη να επιλέγει συγκεκριμένο πεδίο και αντικείμενο δραστηριότητας, καθώς δεν ήταν δυνατή η άσκηση από τον ίδιο χρηματοπιστωτικό φορέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με διαφορετικό αντικείμενο. Υπό αυτό το νομοθετικό μοντέλο επομένως, η άσκηση της τραπεζοασφαλιστικής δραστηριότητας, δηλ. η σύζευξη ασφαλιστικών και τραπεζικών υπηρεσιών, ήταν απαγορευμένη.

Η τραπεζοασφαλιστική συνέργεια παρά τις αντίθετες τάσεις, που υπήρχαν στην αγορά, εξακολουθούσε να μην είναι εφικτή και τα επόμενα χρόνια, αφού το νομοθετικό κείμενο της «Bank Holding Company Act (BHCA)» του 1956, το οποίο ακολούθησε, έθετε ακόμα μεγαλύτερους περιορισμούς στη δράση των

14

τραπεζών εμποδίζοντας, συνακόλουθα, ακόμη περισσότερο τη συνεργασία τους με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Το 1999 όμως, μετά την τροποποίηση του μέχρι τότε ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου με την «Gramm – Leach – Bliley Act (GLBA)» και την καθιέρωση του συστήματος της ενιαίας ή καθολικής τραπεζικής δραστηριότητας (Universalbanksystem)[39], όλοι οι ανωτέρω περιορισμοί ήρθησαν και από εκείνη τη χρονική στιγμή και έπειτα κατέστη νομικά επιτρεπτή στις Η.Π.Α. η συνεργασία μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κυρίως με τη δημιουργία τραπεζοασφαλιστικών ομίλων (financial conglomerates)[40], όπως για παράδειγμα του πολύ γνωστού χρηματοοικονομικού ομίλου «Citygroup».

Στην Ελλάδα, η διάθεση και η διακίνηση των ασφαλιστικών προϊόντων μέσα από τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων ξεκίνησε με αρκετή καθυστέρηση συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου[41], το οποίο για πολύ καιρό δεν επέτρεπε τις συνέργειες μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, αξιοσημείωτη είναι η ίδρυση της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Εθνική Τράπεζα το έτος 1891, η οποία αποτέλεσε και το πρώτο σημείο σύζευξης μεταξύ τραπεζικού και ασφαλιστικού τομέα στον ελλαδικό χώρο, παρότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, το τότε ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν επέτρεπε την (απευθείας) διανομή ασφαλιστικών προϊόντων από τα πιστωτικά ιδρύματα[42].

Πλέον, οι εγχώριες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες εναρμονίστηκαν με τη σχετικά πρόσφατη ενωσιακή νομοθεσία για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές[43], δεν περιέχουν τους αποτρεπτικούς φραγμούς, που έθετε το παλαιότερο ρυθμιστικό καθεστώς, με αποτέλεσμα η τραπεζοασφαλιστική συνέργεια να είναι επιτρεπτή[44]. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η ανάπτυξη της «τραπεζοασφάλειας (bancassurance) στη χώρα μας παρουσιάζει ιδιαίτερα σημαντική άνοδο, τα δε ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία διανέμονται μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων, καταλαμβάνουν υψηλό μερίδιο της ασφαλιστικής αγοράς, κυρίως όσον αφορά τα αποταμιευτικά προϊόντα, τις ασφαλίσεις ζωής, τις ασφαλίσεις υγείας αλλά και τις ασφαλίσεις πυρός.

15

Σήμερα, σχεδόν όλα τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα συνεργάζονται με ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η «Τράπεζα Πειραιώς» έχει συνάψει συμβάσεις συνεργασίας με την «NN Hellas» για ασφαλίσεις ζωής και υγείας και με την «ERGO ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.» για γενικές ασφαλίσεις. Η ασφαλιστική εταιρία «AlphaLife Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρία Ζωής», η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των ασφαλίσεων ζωής, είναι θυγατρική της τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας «Alpha Bank» και η τράπεζα «EFG Eurobank Ergasias» συνεργάζεται με τις τρεις θυγατρικές της ασφαλιστικές εταιρίες, την «Eurolife ERB Α.Ε.Γ.Ζ.», η οποία παρέχει ασφαλίσεις ζωής, την «Eurolife ERB Α.Ε.Γ.Α.», η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των γενικών ασφαλίσεων και την «Eurolife FFG Α.Ε.Γ.Α.», η οποία παρέχει προγράμματα ασφάλισης περιουσίας.

ΙΙΙ. Πλεονεκτήματα της συνεργασίας μεταξύ τραπεζικών
και ασφαλιστικών επιχειρήσεων

Α. Για τα πιστωτικά ιδρύματα

Η συνέργεια μεταξύ ασφαλιστικών και τραπεζικών επιχειρήσεων για την προώθηση (και) ασφαλιστικών προϊόντων από τα πιστωτικά ιδρύματα είναι αρκετά προσοδοφόρα για τα τελευταία, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην παραγωγή και την κερδοφορία τους, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε αρκετά επισφαλή οικονομική θέση. Συγκεκριμένα, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού στον εγχώριο και διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν περιορίσει σημαντικά τις «παραδοσιακές» τραπεζικές εργασίες τους (π.χ. καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου), με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν σοβαρές απώλειες στην κερδοφορία τους[45]. Επιπλέον, οι δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες των τελευταίων ετών με τις συνεπαγόμενες εκροές καταθέσεων, την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη μείωση της ζήτησης στα «παραδοσιακά» χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα έχει οδηγήσει σε μία γενικότερη οικονομική αδυναμία. Η επένδυση επομένως στον ασφαλιστικό χώρο αποτελεί για τα πιστωτικά ιδρύματα μία σημαντική ευκαιρία, η οποία τους δίνει νέα οικονομική πνοή και συμβάλλει στην επανάκτηση της γενικής οικονομικής τους ισορροπίας.

Back to Top