ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 21€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€
credit-card

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 51,00 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 18800
Κουστένη Σ.
Ράντος Α.
ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Φορτσάκης Θ., Τσουρουφλής Α.
  • Έκδοση: 2023
  • Σχήμα: 17x24
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 544
  • ISBN: 978-618-08-0059-3

Το βιβλίο «Τοπική Αυτοδιοίκηση και προστασία του περιβάλλοντος (δημοσιονομικές και φορολογικές προεκτάσεις)» πραγματεύεται τις βασικές προϋποθέσεις για έναν πιο ενεργό ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης στο πεδίο της περιβαλλοντικής προστασίας.

Στο βιβλίο παρουσιάζονται ειδικότερα:

  • Η εννοιολογική οριοθέτηση του προστατευτέου εννόμου αγαθού «περιβάλλον»
  • Η ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία, με πλούσιες παραπομπές στη σχετική νομολογία και σε ενδιαφέρουσες διατάξεις παλαιότερων περιβαλλοντικών νόμων
  • Το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο περιβαλλοντικής προστασίας που επηρεάζει την ελληνική έννομη τάξη
  • Τα ορόσημα της ιστορικής εξέλιξης και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης
  • Η έννοια «τοπική υπόθεση».

Ακολούθως, διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις ενίσχυσης της διοικητικής και της δημοσιονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, καθώς και της συμμετοχής όλων στις διαδικασίες λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έμφαση δίνεται σε ζητήματα όπως:

  • Η ανακατανομή των ασκούμενων περιβαλλοντικών και των πολεοδομικής και χωροταξικής φύσεως αρμοδιοτήτων
  • Η εξασφάλιση σταθερής χρηματοδότησης της δράσης της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ιιδίως μέσω της φορολογίας και των ανταποδοτικών τελών.
  • O εκσυγχρονισμός των τοπικών φορολογικών εσόδων, με την κατάργηση αναχρονιστικών και υιοθέτηση νέων κατηγοριών τέτοιων εσόδων (πχ περιβαλλοντικοί φόροι)
  • Τα μέσα δράσης των ΟΤΑ ως παράγοντες της αγοράς (πχ πράσινες δημόσιες συμβάσεις).

Το βιβλίο αποσκοπεί στην ευρύτερη κατανόηση των ζητημάτων που άπτονται της λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συμβάλει καθοριστικά στον σχετικό επιστημονικό διάλογο, διατυπώνοντας μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση για την οργάνωση και τη λειτουργία της περιβαλλοντικής διοίκησης στην Ελλάδα, με επίκεντρο τον εν θέματι θεσμό. Απευθύνεται δε σε κάθε νομικό της θεωρίας και της πράξης, σε κάθε ενεργό πολίτη αλλά και σε όλους τους Αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης.

XIII

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΘ. ΡΑΝΤΟΥ VII

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ IX

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ XXI

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εννοιολογική οριοθέτηση του προστατευτέου έννομου αγαθού

I. Εισαγωγικά 7

II. Το φυσικό περιβάλλον 10

1. Δάση και δασικές εκτάσεις 11

Α. Ορισμοί 11

Β. Επιτρεπόμενες επεμβάσεις 14

2. Ύδατα 22

Α. Ρέματα 23

Β. Λίμνες & ποταμοί 25

Γ. Υγροβιότοποι 28

Δ. Υπόγεια ύδατα 30

3. Παράκτια και νησιωτικά οικοσυστήματα 30

4. Το τοπίο 36

5. Βιοποικιλότητα 41

III. Οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον 46

1. Οικιστικό περιβάλλον 46

2. Πολιτιστικό περιβάλλον 54

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Το συνταγματικό πλαίσιο προστασίας του φυσικού
και οικιστικού περιβάλλοντος

Ι. Εισαγωγικά 63

XIV

II. Η προστασία του περιβάλλοντος στο Σύνταγμα 65

1. Γενικά 65

2. Το δικαίωμα καθενός στο περιβάλλον 67

3. Οι αρχές της χωροταξίας και της πολεοδομίας 73

4. Οι αρχές της πρόληψης, της προφύλαξης και της αειφορίας 74

5. Η εξομοίωση της προστασίας δημοσίων και ιδιωτικών δασών
και η υποχρέωση σύστασης δασολογίου 77

6. Η σχέση του άρθρου 24 με άλλα συνταγματικά δικαιώματα 84

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Περιβαλλοντική Νομοθεσία Stricto Sensu

Ι. Ο εκτελεστικός του άρθρου 24 του Συντάγματος
Ν. 360/1976 (ΦΕΚ Α151) 88

ΙΙ. Η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος 90

ΙΙΙ. Η προστασία των υδάτων 93

IV. Η προστασία του δασικού περιβάλλοντος 97

V. Η βιοποικιλότητα 103

VI. Το τοπίο 107

VII. Ο νόμος 1650/1986 (ΦΕΚ Α160/16.10.1986) 110

VIII. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση 111

1. Προϊσχύσαν καθεστώς 111

2. Ισχύον καθεστώς & Νόμος 4014/2011 (ΦΕΚ Α209) 114

IX. Ο ex-post περιβαλλοντικός έλεγχος, κυρώσεις
και περιβαλλοντική ευθύνη 120

1. Περιβαλλοντικοί έλεγχοι 120

2. Διοικητικές κυρώσεις και ποινική ευθύνη 123

3. Αστική και περιβαλλοντική ευθύνη 126

X. Συμπέρασμα κεφαλαίου 131

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Νομοθεσία χωροταξικού – πολεοδομικού σχεδιασμού,
προστασία οικιστικού περιβάλλοντος 133

I. Εισαγωγικά 133

II. Νομοθετικό πλαίσιο χωροταξικού και ρυθμιστικού σχεδιασμού 134

XV

1. Χωροταξικός σχεδιασμός 134

Α. Χρονική περίοδος 1999-2014 134

Β. Νομοθετικό πλαίσιο για τη χωροταξία περιόδου 2014 έως σήμερα 137

Γ. Χωροταξικός σχεδιασμός στο θαλάσσιο χώρο 140

2. Ρυθμιστικά σχέδια 141

Α. Γενικές παρατηρήσεις 141

Β. Ρυθμιστικά Σχέδια Αθηνών 142

Γ. Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης 145

Δ. Ρυθμιστικά Σχέδια άλλων αστικών κέντρων 146

3. Ειδικότερα ζητήματα χωροταξικών και ρυθμιστικών σχεδίων 146

Α. Η φύση, η κανονιστική ισχύς και η δεσμευτικότητα
των χωροταξικών σχεδίων 146

Β. Η θέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο χωροταξικό
και ρυθμιστικό σχεδιασμό 149

III. Νομοθετικό πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμού 151

1. Κανονιστική πολεοδομία 151

Α. Διάταγμα της 17.7./16.8.1923 (ΦΕΚ Α228/16.8.1923) 151

Β. Οικιστική περιοχή - Ν. 947/1979 153

Γ. Περιαστικός σχεδιασμός - Ν. 1337/1983 & Ν. 2508/1997 155

2. Επεμβατική πολεοδομία 160

3. Ειδικότερες εφαρμογές πολεοδομικού σχεδιασμού 162

4. ΓΟΚ & ΝΟΚ 166

5. Άδεια οικοδομής & αυθαίρετη δόμηση 169

Α. Νόμιμη δόμηση 169

Β. Αυθαίρετη δόμηση 175

IV. Συμπέρασμα κεφαλαίου 179

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Λοιπές περιβαλλοντικές διατάξεις

I. Ενέργεια 183

II. Διαχείριση αποβλήτων 187

III. Περιβαλλοντική πληροφόρηση 190

IV. Στρατηγικές επενδύσεις 192

V. Πράσινες συμβάσεις 195

VI. Άλλα θεσμικά εργαλεία έμμεσης προστασίας
του περιβάλλοντος 197

XVI

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο του περιβάλλοντος,
της χωροταξίας και της πολεοδομίας

I. Νομοθεσία και προστασία περιβάλλοντος 199

1. Διεθνές δίκαιο 199

2. Ευρωπαϊκό δίκαιο 203

Α. Πρωτογενές δίκαιο 203

Β. Δευτερογενές δίκαιο 204

II. Νομοθεσία και χωροταξικός/πολεοδομικός σχεδιασμός 214

1. Διεθνές δίκαιο 214

2. Ευρωπαϊκό δίκαιο 217

III. Συμπέρασμα κεφαλαίου 220

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Έννοια και ιστορική εξέλιξη του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης

I. Η έννοια 226

II. Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 228

1. Η περίοδος από την απελευθέρωση μέχρι το 1912 228

2. Η περίοδος από το 1912 μέχρι το Σύνταγμα του 1975 229

3. Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπό το Σύνταγμα
του 1975/1986/2001/2008/2020 236

Α. Σύνταγμα 236

Β. Κοινή νομοθεσία 240

III. Το πρόγραμμα «Καλλικράτης» και οι νέες προοπτικές
για την Τοπική Αυτοδιοίκηση 253

1. Γενικά χαρακτηριστικά του Ν. 3852/2010 253

2. Βασικές διαρθρωτικές αλλαγές 259

Α. Ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των νέων ΟΤΑ 259

Β. Τα νομικά πρόσωπα των ΟΤΑ 264

3. Θεσμοί διοικητικής αυτοτέλειας 265

Α. Το εύρος της εξουσίας των ΟΤΑ 265

Β. Τα όργανα διοίκησης των ΟΤΑ 266

4. Θεσμοί οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ 268

Α. Το συνταγματικό περιβάλλον 268

Β. Οι ειδικότερες προβλέψεις του Ν. 3852/2010 269

XVII

Γ. Νέα μέσα ορθολογικής και δημοσιονομικής διαχείρισης
και εξυγίανσης των ΟΤΑ 276

5. Θεσμοί διοικητικής εποπτείας των ΟΤΑ 280

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Η έννοια της τοπικής υπόθεσης - μια επισκόπηση

I. Ο προβληματισμός 282

II. Θεωρητικές αναζητήσεις 284

III. Η απάντηση του νομοθέτη 286

IV. Η νομολογιακή λύση 292

V. Ο τοπικός χαρακτήρας των περιβαλλοντικών υποθέσεων 298

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ 301

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Περιβαλλοντικές αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής
Αυτοδιοίκησης – Αξιολόγηση υφιστάμενης κατάστασης

I. Γενική κατηγορία Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης 305

1. Δάση 305

2. Ύδατα 306

3. Βιοποικιλότητα 307

4. Περιβαλλοντική αδειοδότηση και κυρώσεις 308

5. Οικιστικό περιβάλλον 309

6. Απόβλητα 313

7. Ενέργεια 315

8. Περιβαλλοντική πληροφορία 316

9. Βιώσιμη ανάπτυξη 316

II. Ειδικές κατηγορίες Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης 317

1. Νησιωτικοί δήμοι και νησιωτικές περιφέρειες 317

2. Ορεινοί δήμοι 318

3. Μητροπολιτικές περιφέρειες 319

III. Σχόλια - παρατηρήσεις 320

XVIII

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Προτάσεις τόνωσης του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

I. Προτάσεις διοικητικής μεταρρύθμισης 330

1. Πολεοδομικής και χωροταξικής φύσεως αρμοδιότητες 333

2. Περιβαλλοντικές υπό ευρεία έννοια αρμοδιότητες 337

3. Αρμοδιότητες διαχείρισης φυσικών πόρων 339

4. Υιοθέτηση νομολογιακών λύσεων 342

5. Συμπέρασμα 346

II. Προτάσεις δημοσιονομικής διαχείρισης των ΟΤΑ 350

1. Θεσμοθετημένοι υπέρ των ΟΤΑ οικονομικοί πόροι 354

2. Ανταποδοτικά τέλη και φόροι 357

Α. Ανταποδοτικά τέλη 357

Β. Τοπικοί φόροι 361

3. Αξιοποίηση της περιουσίας των ΟΤΑ 371

4. Γενικότερα διοικητικά και οικονομικά μέτρα
με δημοσιονομικό αποτύπωμα 374

III. Προτάσεις ενεργητικότερου ρόλου των ΟΤΑ υπό
την υφιστάμενη κατάσταση 378

1. Διαχείριση αποβλήτων 379

2. Ενέργεια 381

3. Οικιστικό περιβάλλον 386

4. Διαχείριση υδάτων και θαλάσσιου παράκτιου χώρου 387

5. Διαχείριση δασικών οικοσυστημάτων 390

6. Νησιωτικοί ΟΤΑ 394

7. Ολοκληρωμένα παραδείγματα βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης 396

IV. Συμπέρασμα κεφαλαίου 397

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Παραδοσιακά μέσα δράσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης - Μονομερής
και συμβατική δράση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης 399

I. Μονομερής δράση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 401

II. Συμβατική δράση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 401

1. Συμβάσεις με οικονομικούς φορείς του ιδιωτικού δικαίου 402

2. Συμβάσεις διαδημοτικής και διαβαθμιδικής συνεργασίας των ΟΤΑ 406

3. Σύνδεσμοι συνεργασίας των ΟΤΑ πρώτου και δευτέρου βαθμού 407

XIX

4. Προγραμματικές συμβάσεις των ΟΤΑ 410

5. Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα 413

6. Κίνητρα συμβατικής δράσης των ΟΤΑ 414

7. Συμπέρασμα 418

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η δράση της αυτοδιοίκησης σε συνθήκες αγοράς ελεύθερου ανταγωνισμού

I. Η αυτοδιοίκηση ως επιχειρηματίας 420

1. Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου των ΟΤΑ 420

2. Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου των ΟΤΑ 421

Α. Ιστορική εξέλιξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ΟΤΑ 421

Β. Ισχύον καθεστώς 424

Γ. Σύντομη αξιολόγηση και ανάδειξη των δυνατοτήτων του θεσμού
των επιχειρήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης 430

II. Η αυτοδιοίκηση ως ρυθμιστικός παράγων της αγοράς 439

1. Ρυθμιστική/συντονιστική παρέμβαση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 439

Α. Άμεσα μέτρα παρέμβασης 439

Β. Έμμεσα μέτρα παρέμβασης 439

2. Εθελοντισμός και Τοπική Αυτοδιοίκηση 444

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η αυτοδιοίκηση και η κοινωνία των πολιτών

I. Γενικές επισημάνσεις 447

1. Θεωρητική θεμελίωση του δικαιώματος συμμετοχής 447

2. Η προστιθέμενη αξία του θεσμού σε τοπικό επίπεδο 448

3. Ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των πολιτών -
το διεθνές περιβάλλον 451

A. Συμμετοχή και υπό ευρεία έννοια περιβαλλοντική διαχείριση 451

B. Συμμετοχή και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων,
σχεδίων και προγραμμάτων 453

II. Ελληνική εμπειρία 464

III. Δυνατότητες/προοπτικές εξέλιξης του θεσμού στην Ελλάδα 469

1. Γενικές διαπιστώσεις 469

2. Νέες τεχνολογίες και τοπική δημοκρατία 470

XX

3. Πρακτικά εργαλεία συμμετοχικής δημοκρατίας 473

Α. Εργαλεία συμμετοχικής δημοκρατίας υπό στενή έννοια 473

Β. Μέσα και εργαλεία ορθής ενημέρωσης του κοινού 474

Γ. Ενεργός πολίτης - σχεδιαστής πολιτικών και μέτρων 479

Δ. Αξιοποίηση ευκαιριών από το διεθνή χώρο 480

IV. Συμπεράσματα κεφαλαίου 481

ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 485

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι. Συγγράμματα-μονογραφίες 489

ΙΙ. Επιστημονικές συμβολές σε συλλογικούς τόμους 492

III. Άρθρα στο νομικό τύπο 495

IV. Εκδόσεις κυβερνητικών και διεθνών οργανισμών 500

V. Μεταφρασμένα συγγράμματα και άρθρα από το νομικό τύπο 501

VI. Ανακοινώσεις/εισηγήσεις σε συνέδρια-επιστημονικές εκδηλώσεις 501

VII. Σχολιασμένη νομολογία (ενδεικτική) 502

VIII. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία 502

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 511

Σελ. 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το περιβάλλον και η προστασία του από τις καταστροφικές επιδράσεις της τεχνολογικής προόδου, της απρογραμμάτιστης οικονομικής ανάπτυξης και του σύγχρονου καταναλωτικού τρόπου ζωής αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής επεξεργασίας, τόσο των θετικών επιστημών που μελετούν τη σύσταση, τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων του, όσο και των κοινωνικών επιστημών που ασχολούνται, κυρίως, με τη σχέση του ανθρώπου προς το φυσικό και το τεχνητό περιβάλλον, αλλά και της νομικής ρύθμισης μέσω κανόνων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η προστασία του περιβάλλοντος έχει αναχθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα, συνυφασμένο με τις πολιτικές επιλογές και σε άλλους τομείς, όπως η οικονομία, η ανάπτυξη και η απασχόληση.

Η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των οξύτατων περιβαλλοντικών ζητημάτων προκαλεί έντονο κοινωνικό προβληματισμό, καθώς έχει καταστεί πλέον κοινή συνείδηση η ζωτική ανάγκη για ένα βιώσιμο, ισορροπημένο και καλαίσθητο περιβάλλον.

Η ολοένα εκθετικά αυξανόμενη χρήση και συχνά κατάχρηση των περιβαλλοντικών αγαθών, όπως ο αέρας, η θάλασσα, τα ρέοντα ύδατα, οι ενεργειακοί πόροι οδήγησε - έστω και με καθυστέρηση - στην οδυνηρή διαπίστωση, ότι τα αγαθά αυτά δεν είναι ούτε ανεξάντλητα ούτε απρόσβλητα και ότι δεν είναι επιτρεπτή η αντιμετώπισή τους ως απλών εργαλείων στα χέρια του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να τα χρησιμοποιεί αλόγιστα για την ικανοποίηση των πραγματικών ή πλασματικών αναγκών του. Η συνεχής, άπληστη και απρογραμμάτιστη επέμβαση στο περιβάλλον διαταράσσει την ισορροπία ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς και στο ζωτικό τους χώρο, διατάραξη που μπορεί να φτάσει ως την πλήρη κατάλυση των αλληλένδετων βιολογικών ισορροπιών.

Η συνολική θεώρηση του περιβαλλοντικού προβλήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση σεβασμού προς το περιβάλλον, τόσο αυτοτελώς, όσο και ως έκφανση της απαίτησης σεβασμού και προστασίας της ζωής και της αξίας του ανθρώπου, ο οποίος είναι υπεύθυνος αλλά και τελικός αποδέκτης των σημαντικότερων προσβολών του, δεν αποτελεί ένα απλό σύνθημα, προσφερόμενο για πολιτική εκμετάλλευση, αλλά προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου και τη διατήρηση της υγείας του όπως και για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του, απόρροια της οποίας αποτελεί η αξίωση για ποιότητα ζωής.

Η διασφάλιση της ποιότητας της καθημερινής ζωής κάθε ανθρώπου λοιπόν, είναι καθήκον κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Πράγματι, η Χώρα μας διαθέτει πλουσιότατη περιβαλλοντική νομοθεσία. Δεν αρκεί όμως η θέσπιση σωρείας νομοθετημάτων με κοινό στόχο την πανηγυρική διακήρυξη της προστασίας του

Σελ. 2

περιβάλλοντος. Η ιδέα αυτή θα πρέπει να ενσωματωθεί στις δημόσιες πολιτικές κάθε επιπέδου διοίκησης και αυτοδιοίκησης και στον σχεδιασμό δημόσιων πολιτικών κάθε είδους. Στο επίπεδο μάλιστα της τοπικής αυτοδιοίκησης, τόσο του πρώτου όσο και του δευτέρου βαθμού, η περιβαλλοντική διαχείριση μπορεί να προσλάβει μια πιο αποτελεσματική μορφή σε συνεργασία και με την κοινωνία των πολιτών.

Οι θεσμοί της διοικητικής αποκέντρωσης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως αυτοί κατοχυρώνονται από τα άρθρα 101 και 102 του Συντάγματος αντίστοιχα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπίζονται ως δύο βασικοί τρόποι θεραπείας της αναποτελεσματικότητας του υπερμεγέθους κρατικού μηχανισμού. Εξυπηρετούν τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδα διοίκησης πιο κοντά στον πολίτη, σε επίπεδο δηλαδή εγγύτερο προς εκείνο τον οποίο αφορούν. Μέσω της αυτοδιοίκησης αφυπνίζεται ο πολίτης. Αντιλαμβάνεται ότι η εκλογική διαδικασία και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων εν γένει τον αφορούν άμεσα και επομένως έχει την ανάγκη να λάβει μέρος σε αυτές, αναδιαμορφώνοντας το παρόν και το μέλλον του. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Η αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα πεδίο λιγότερο απρόσωπης άσκησης εξουσίας και ελλοχεύει ο κίνδυνος προώθησης συνδυασμών συμφερόντων, τοπικών (προκειμένου για ΟΤΑ) ή και συντεχνιακών (προκειμένου για επαγγελματικούς συλλόγους) συμφερόντων, εις βάρος των άλλων και μάλιστα του γενικότερου συμφέροντος. Για να ενισχυθεί η δημοκρατική συμμετοχή, χωρίς την ταυτόχρονη αύξηση του κινδύνου διαφθοράς, προϋποτίθεται η καθιέρωση ενός καλά θεμελιωμένου συστήματος διοικητικής εποπτείας των ΟΤΑ, ήτοι ένα σύστημα ελέγχου νομιμότητας της δράσης της (δημοσιονομικός και πειθαρχικός έλεγχος).

Δοθέντων των ανωτέρω, πρωταγωνιστικό ρόλο στον τομέα της περιβαλλοντικής διαχείρισης θα πρέπει να διαδραματίζουν οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, παρά τα τυχόν τρωτά σημεία του θεσμού. Ωστόσο, οι ΟΤΑ στην Ελλάδα κατέχουν, διαχρονικά μέχρι σήμερα, δευτερεύουσα θέση στο πεδίο αυτό. Έχουν, με άλλα λόγια, έναν πιο εκτελεστικό ρόλο, κάτι το οποίο ως ένα βαθμό οδηγεί στην κατάσταση περιβαλλοντικής υποβάθμισης που παρατηρούμε σήμερα. Τούτο μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Το ζητούμενο είναι επομένως ένας πιο ενεργός ρόλος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στο πεδίο χάραξης και εφαρμογής των δημοσίων πολιτικών περιβαλλοντικής προστασίας.

Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην ανάδειξη των τριών βασικών παραγόντων στους οποίους θα στηριχτεί η μετάβαση προς μια πιο δυνατή Τοπική Αυτοδιοίκηση, ήτοι της ενίσχυσης της διοικητικής αυτοτέλειας, της δημοσιονομικής επάρκειας και της δημοκρατικής συμμετοχής. Έτσι, γίνεται πρώτα μια όσο το

Σελ. 3

δυνατόν περιεκτικότερη αναφορά στην ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία, καθώς και στη νομοθεσία που διέπει το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα και στη συνέχεια εξετάζονται προτάσεις ενίσχυσης της αυτοτέλειας των ΟΤΑ, βασιζόμενες στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, τις οποίες αξιοποιούν όμως κατά εσφαλμένο τρόπο ή δεν έχουν αξιοποιήσει καθόλου οι ΟΤΑ. Ακολούθως δε, προτείνονται ορισμένες θεσμικές αλλαγές σε νομοθετικό επίπεδο, ενώ εξετάζονται και λύσεις θεσμικής θωράκισης του θεσμού της Τ.Α.

Στο σημείο αυτό, διευκρινίζεται ότι το αντικείμενο έρευνας της μελέτης περιορίζεται στο ρόλο της αυτοδιοίκησης αναφορικά με την προστασία του φυσικού και του οικιστικού περιβάλλοντος, ενώ δεν ασχολείται ουσιαστικά με το λεγόμενο πολιτιστικό περιβάλλον, για συστηματικούς καθαρά λόγους.

Το πρώτο συστατικό στοιχείο για μια ουσιαστική Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι η ενίσχυση της αυτονομίας της, η ορθή δηλαδή ανακατανομή αρμοδιοτήτων, μεταξύ της κρατικής διοίκησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με βάση την αρχή της επικουρικότητας και της αποτελεσματικότητας. Για παράδειγμα, η αρμοδιότητα αδειοδότησης κατασκευής σταθμού επεξεργασίας αποβλήτων δεν θα μπορούσε να ασκηθεί αποτελεσματικά από τους δήμους της Χώρας, εφόσον το έργο είναι υπερτοπικής σημασίας και ενυπάρχει ο κίνδυνος ο δήμος, στη διοικητική περιφέρεια του οποίου πρόκειται να εγκατασταθεί αυτό, να προσπαθήσει να αποτρέψει την αδειοδότησή του, για να μην έρθει σε σύγκρουση με την τοπική κοινωνία, απορρίπτοντας το αίτημα αδειοδότησης εις βάρος του γενικότερου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, η αρμοδιότητα αυτή καλό θα ήταν να ανατεθεί σε ένα ανώτερο διοικητικό επίπεδο (πχ στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Β’ βαθμού - Περιφέρειες).

Εξάλλου, στο ερώτημα: «Σε ποιο διοικητικό επίπεδο ασκείται καλύτερα η εκάστοτε αρμοδιότητα;», απαντά πρώτον το ίδιο το Σύνταγμα στα άρθρα 101-102. Στο άρθρο 101 προτάσσεται το αποκεντρωτικό σύστημα, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται πλησιέστερα προς τον ενδιαφερόμενο αλλά και να αποφεύγονται φαινόμενα ανέλεγκτων συμπεριφορών. Στο άρθρο 102 κατοχυρώνεται δε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ για κάθε υπόθεση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τοπική, ενώ διευκρινίζεται ότι η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων ανατίθεται κατ’ εξαίρεση σε ΟΤΑ.

Εντούτοις, αναγκαίο συμπλήρωμα της μεταφοράς ουσιαστικών αρμοδιοτήτων προς την αυτοδιοίκηση είναι και η ταυτόχρονη μεταφορά των αντίστοιχων οικονομικών πόρων για την άσκησή τους, και βέβαια η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Σε περίπτωση που ένα από τα τρία αυτά στοιχεία ελλείπει, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μια ισχυρή Τ.Α. Τουναντίον, η έλλειψη ενός έστω από τα ως άνω στοιχεία τροφοδοτεί έναν αέναο φαύλο κύκλο, η έξοδος από τον

Σελ. 4

οποίο προϋποθέτει νομικές παρεμβάσεις, αλλά κυρίως πολιτική βούληση επαναπροσδιορισμού της σχέσης Κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Σελ. 5

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εννοιολογική οριοθέτηση του προστατευτέου έννομου αγαθού

I. Εισαγωγικά

Η συχνή χρήση του όρου «περιβάλλον» σε συζητήσεις πολιτικού, κοινωνικού, αλλά και νομικού περιεχομένου γεννά άμεσα το ερώτημα: «Τι είναι περιβάλλον;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα μπορούσε να είναι μονοσήμαντη. Γενικά, ο όρος «περιβάλλον» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τόσο ενότητες προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους από το γεγονός ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή στον ίδιο επαγγελματικό κύκλο ή ακόμα αποτελούν μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας, όσο και σύνολα αγαθών. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για το ανθρώπινο περιβάλλον, που αποτελείται από υποκείμενα του δικαίου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για το πραγματικό περιβάλλον, που είναι αντικείμενο του δικαίου.

Άλλοτε ως πραγματικό περιβάλλον, ως ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου του περιβάλλοντος, νοείται μόνο το φυσικό περιβάλλον, που σχηματίζεται από τα φυσικά αγαθά, το νερό, τη θάλασσα, τον αέρα, τη χλωρίδα και την πανίδα και, γενικά, ό,τι περιβάλλει τον άνθρωπο και έχει δημιουργηθεί χωρίς την παρέμβασή του, και άλλοτε παρατηρείται μια πλήρης γενίκευση που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα είναι περιβάλλον. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η νομική προστασία του περιβάλλοντος καταλαμβάνει και το τεχνητό περιβάλλον, που διακρίνεται σε οικιστικό και πολιτιστικό και σχηματίζεται από ανθρώπινα δημιουργήματα. Κατά την κρατούσα άποψη μάλιστα, η έννοια του περιβάλλοντος ευρέως ερμηνευόμενη περιλαμβάνει και τα τεχνητά οικοσυστήματα, όπως κατ’ εξοχήν θεωρείται η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας. Ωστόσο, υποστηρίζεται πως η προστασία της γης υψηλής παραγωγικότητας ως τεχνητό οικοσύστημα δεν είναι απόλυτη, πράγμα που σημαίνει την ανοχή κατασκευής έργων υποδομής όπως τμήμα εθνικής οδού, με τη μικρότερη βέβαια δυνατή θυσία φυσικού κεφαλαίου, εντός αγροτικής γης.

Την ευρεία αυτή ερμηνεία του όρου «περιβάλλον» υιοθετεί τόσο το Σύνταγμα στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 και 4 για το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, όσο και ο Ν. 1650/1986, στο άρθρο 2 του οποίου ως περιβάλλον ορίζεται

Σελ. 8

το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των ανθρώπων, την πολιτιστική και ιστορική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Παρατηρείται πως ο ορισμός αυτός αποσκοπεί στην προστασία οποιουδήποτε αγαθού επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Έτσι, τόσο ο συνταγματικός όσο και ο κοινός νομοθέτης, διακινδυνεύοντας τη σαφήνεια και την ασφάλεια δικαίου, επιλέγουν όσο το δυνατόν ευρύτερο ορισμό του περιβάλλοντος, ώστε αυτός να καλύπτει την ανεξάντλητη ποικιλομορφία περιβαλλοντικών αγαθών και όλες τις τυχόν μορφές προσβολής τους. Πράγματι, η ευρεία διατύπωση της συνταγματικής διάταξης επιτρέπει στο νομοθέτη και τη διοίκηση να ανταποκριθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος χωρίς να δεσμεύονται ως προς τον κύκλο των προστατευτέων αγαθών. Θα πρέπει να επισημανθεί όμως, πως ένας τόσο ευρύς ορισμός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Η γενική διατύπωση του όρου «περιβάλλον» στα βασικά νομοθετήματα αφενός, ελαττώνει τη δεσμευτική τους ισχύ και αφετέρου, καθιστά περισσότερο δυσχερή την πρακτική τους εφαρμογή.

Περαιτέρω δε, κατά την αναζήτηση της νομικής έννοιας του περιβάλλοντος ανακύπτει το ερώτημα εάν το περιβάλλον θα πρέπει να προστατεύεται ως προϋπόθεση για την απόλαυση από τον άνθρωπο άλλων εννόμων αγαθών όπως η ζωή, η υγεία και η ποιότητα ζωής ή θα πρέπει να προστατεύεται ως αυτοτελές έννομο αγαθό. Γίνεται δηλαδή διάκριση μεταξύ της ανθρωποκεντρικής και της οικολογικής προσέγγισης του περιβάλλοντος. Από φιλοσοφική άποψη η απάντηση είναι δυσχερής. Νομικά, όμως, το περιβάλλον γίνεται αντιληπτό ως το ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου, που νοείται μόνο σε σχέση με τον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί τον αποδέκτη των κανόνων δικαίου. Το περιβάλλον ως αντικείμενο προστασίας τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου δικαίου συνιστά τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου, το σύνολο όλων εκείνων των απειραρίθμων αγαθών και στοιχείων που εξασφαλίζουν την υγεία και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Η αντίληψη όμως αυτή δεν θα πρέπει να θεωρείται πως αντιμετωπίζει το περιβάλλον μόνο ως μέσo ικανοποίησης διαφόρων ανθρώπινων αναγκών και πως παραβλέπει τη διαχρονική αυταξία του. Αντιθέτως, η θεώρηση αυτή οριοθετεί τη νομική προστασία του περιβάλλοντος, η οποία οργανώνεται μόνο σε σχέση με τον άνθρωπο.

Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως το «περιβάλλον» δεν αποτελεί μία έννοια συνώνυμη ως προς εκείνη της φύσης ή σε κάθε περίπτωση μια νέα έννοια για το χαρακτηρισμό της. Αντίθετα, η οριοθέτηση της έννοιας του περιβάλλοντος αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για την πληρέστερη προστασία της φύσης. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου, αν-

Σελ. 9

θρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων είναι εκ φύσεως σύνθετες, ενώ γίνονται ακόμα πιο σύνθετες όσο η τεχνολογία εξελίσσεται και η οικονομική ανάπτυξη αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Έτσι, προκειμένου να προσδιοριστεί με ακρίβεια και πληρότητα το προστατευτέο έννομο αγαθό, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άλλη έννοια εκτός από εκείνη του περιβάλλοντος, η οποία ως σύνθετη έννοια αποτελεί δημιούργημα επιμελούς επεξεργασίας εκ μέρους της συστημικής επιστήμης των τριάντα τελευταίων ετών και την οποία οι θετικές επιστήμες, η πολιτική και το δίκαιο, ορθώς υιοθετούν.

Κατά τη συστημική επιστήμη, «περιβάλλον» είναι ένα μεγασύστημα αποτελούμενο από οικοσυστήματα και ανθρωπογενή συστήματα τελούντα σε πολύπλοκες σχέσεις δυναμικής αλληλεπιδράσεως. Τα μεν οικοσυστήματα αποτελούν οργανωμένα σύνολα έμβιων συστημάτων και φυσικών συστημάτων (βιοτόπων), τα δε ανθρωπογενή συστήματα αποτελούν συστήματα μετατροπής ύλης/ενέργειας και πληροφορίας που σχεδιάζει, εκτελεί και διαχειρίζεται ο άνθρωπος κατά τη δυναμική αλληλεπίδρασή του με τα οικοσυστήματα. Επομένως, κατά τον συστημικό ορισμό του, το περιβάλλον είναι ένα ιεραρχικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από: το ανώτατο, δηλαδή το περιεκτικότερο (πλανητικό) υπερσύστημα, εκείνο της Γαίας, που προϋποτίθεται ως αυτορρυθμιζόμενο και τελούν υπό το ηλιακό σύστημα ελέγχου δια του οποίου και ενεργοποιείται. Τα ανθρωπογενή συστήματα, μολονότι έλαβαν ύπαρξη ως τοπικά συστήματα, εξελίσσονται ήδη σε πλανητικά και τουλάχιστον ορισμένα εξ αυτών (οι επικοινωνίες και η αγορά κεφαλαίων) έχουν ήδη γίνει παγκόσμια. Τα οικοσυστήματα εννοιολογούνται συνήθως ως τοπικά και κατά τη δυναμική αλληλεπίδρασή τους με τα ανθρωπογενή υφίστανται συνεχή συρρίκνωση, αλλοίωση, αντικατάσταση ή και καταστροφή, ιεραρχικώς, υπέρκεινται των έμβιων και των φυσικών συστημάτων δια της συνθέσεως των οποίων προκύπτουν. Τα έμβια συστήματα είναι συστήματα δυνάμενα να επεξεργαστούν πληροφορία, τούθ’ όπερ αποτελεί το κύριο γνώρισμα της ζωής και υπό την έννοια αυτήν υπέρκεινται των φυσικών. Αλλά και εντός των έμβιων συστημάτων υφίσταται ιεραρχία κατά λόγον πολυπλοκότητας με την πανίδα υπεράνω της χλωρίδας και τα πρωτεύοντα εις την κορυφήν της πανίδος. Τα φυσικά συστήματα ανήκουν στις κατώτερες τάξεις της ιεραρχίας του περιβάλλοντος και αποτελούνται από φυσικά/χημικά στοιχεία οργανωμένα στα μείζονα υποσυστήματα ατμόσφαιρας, κλίματος, υδρόσφαιρας και λιθόσφαιρας.

Το περιβάλλον υπό την ευρεία έννοιά του, όπως αυτή αναπτύσσεται ανωτέρω, υποδιαιρείται για λόγους συστηματικούς σε τρεις επιμέρους κατηγορίες. Πρόκειται για το φυσικό, το οικιστικό και το πολιτιστικό περιβάλλον. Στις επόμενες παραγράφους, γίνεται προσπάθεια οριοθέτησης των τριών επιμέρους αυ-

Σελ. 10

τών εννοιών. Ιδιαίτερη έμφαση δε θα δοθεί στις δύο από τις τρεις εκφάνσεις του περιβάλλοντος, δηλαδή στο φυσικό και στο οικιστικό, οι οποίες θα απασχολήσουν την παρούσα μελέτη, ενώ θα ακολουθήσει συνοπτική περιγραφή της έννοιας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, με τον εννοιολογικό προσδιορισμό των όρων «φυσικό και οικιστικό περιβάλλον», καθώς και των επιμέρους όρων, επιχειρείται ο προσδιορισμός του περιεχομένου της έννοιας της περιβαλλοντικής προστασίας.

II. Το φυσικό περιβάλλον

Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, η θεωρία και η νομολογία - κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας - υιοθετούν μια συνολική θεώρηση του περιβάλλοντος αξιοποιώντας την έννοια του οικοσυστήματος. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, το φυσικό περιβάλλον αποτελεί ένα σύνολο, στο οποίο εμπεριέχονται επιμέρους υποσύνολα και όχι ένα απλό άθροισμα επιμέρους στοιχείων. Η θεώρηση αυτή ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ανάγκη της μέγιστης απόδοσης των λαμβανομένων νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών μέτρων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Σύμφωνα δε με τον κοινό νομοθέτη, ως «φυσικό περιβάλλον» νοείται ένα σύνολο φυσικών στοιχείων, ο αέρας, το νερό, το έδαφος, η χλωρίδα και η πανίδα, που περιβάλλουν τον άνθρωπο. Ο πρώτος αυτός ρητός ορισμός της έννοιας του φυσικού περιβάλλοντος ήταν αρκετά πλήρης για την εποχή που διατυπώθηκε δεδομένου ότι αφενός ελάμβανε υπόψη του την πολύπλοκη σχέση αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον, του οποίου αποτελεί συστατικό, και αφετέρου αναγνώριζε την αυτοτέλεια του ανθρώπου ως προς τον χώρο που τον περιβάλλει. Παρά την πληρότητά του, όμως, δεν έλειψαν οι αρνητικές κριτικές. Η βασικότερη αντίρρηση που διατυπώθηκε ήταν ότι οι επιμέρους έννοιες που περιέχει ο ορισμός αυτός, είναι αόριστες και πάντως δεν αποσαφηνίζουν το αντικείμενο που επιχειρεί να προστατεύσει. Τον απλοϊκό αυτό ορισμό του πρώτου εκτελεστικού νόμου του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1975 εμπλουτίζει και τελειοποιεί δέκα χρόνια αργότερα ο νόμος πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος (Ν. 1650/1986, ΦΕΚ Α160) ο οποίος θεωρεί ως περι-

Σελ. 11

βάλλον οτιδήποτε περιβάλλει τον άνθρωπο και βρίσκεται εκτός των ορθολογικών και τεχνικών του δραστηριοτήτων, συνεπώς, και το φυσικό περιβάλλον.

Τα κυριότερα υποσύνολα του φυσικού περιβάλλοντος για τα οποία έχει λάβει ιδιαίτερη μέριμνα ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης, είναι τα δασικά, τα υδάτινα και τα νησιωτικά οικοσυστήματα, η θάλασσα, οι παράκτιες ζώνες και οι βιότοποι. Η εννοιολογική οριοθέτηση των επιμέρους αυτών οικοσυστημάτων επιχειρείται από ειδικότερα νομοθετήματα.

1. Δάση και δασικές εκτάσεις

Α. Ορισμοί

Η σπουδαιότερη ίσως κατηγορία φυσικών οικοσυστημάτων, κυρίως λόγω του ρόλου που διαδραματίζουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι τα δασικά οικοσυστήματα. Τα δασικά οικοσυστήματα με την ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα που φιλοξενούν αποτελούν τον πρωταρχικό ρυθμιστικό παράγοντα του κλίματος σε πλανητικό επίπεδο και της διατήρησης της οικολογικής ισορροπίας τόσο εντός του ίδιου του δασικού οικοσυστήματος, όσο και μεταξύ των περισσοτέρων διαφορετικών οικοσυστημάτων. Εξάλλου, η εύρυθμη λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων είναι το αναγκαίο προαπαιτούμενο για την εξασφάλιση μιας αναβαθμισμένης ποιότητας ζωής όχι μόνο εκείνων που διαβιούν κοντά στα δάση, αλλά, ακόμα περισσότερο, εκείνων που ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού παγκοσμίως.

Δεδομένης λοιπόν, της εξαιρετικής οικολογικής αξίας των δασών για το ίδιο το περιβάλλον αλλά και την ποιότητα ζωής του ανθρώπου, θα πρέπει να λαμβάνονται νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα αυξημένης προστασίας. Ακρογωνιαίο λίθο του νομοθετικού οικοδομήματος της προστασίας του δασικού περιβάλλοντος αποτελεί ο όσο το δυνατόν σαφέστερος ορισμός της έννοιας του δάσους, στο μέτρο που αυτός καθορίζει το αν μια έκταση εμπίπτει υποχρεωτικώς στο πεδίο εφαρμογής του προστατευτικού πλαισίου.

Αν και η ανάγκη προστασίας των ευπαθών δασικών οικοσυστημάτων είχε ήδη αναγνωριστεί ρητά από το Σύνταγμα του 1975, η θεωρία και η νομολογία χρειάστηκε να διανύσουν μία μακρά πορεία αναζητήσεων και εκατέρωθεν αμφισβητήσεων ώσπου να καταλήξουν σε έναν σταθερό ορισμό. Σήμερα, ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυ-

Σελ. 12

πάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

Ο ως άνω ορισμός, ο οποίος εμφανώς προτάσσει ως κριτήριο αξιολόγησης μίας έκτασης ως δάσους ή μη την οργανική ενότητα και βασίζεται στα επιστημονικά συμπεράσματα των θετικών επιστημών και ειδικότερα της δασικής οικολογίας, είναι το προϊόν της ενδελεχούς νομολογιακής επεξεργασίας τόσο από το ΣτΕ, όσο και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ο κοινός νομοθέτης, βασιζόμενος στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, όπως αυτή προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, έσπευσε να τροποποιήσει το άρθρο 3 του προγενέστερου Ν. 998/1979. Το άρθρο αυτό, το οποίο εφάρμοζε κατά γράμμα ο Άρειος Πάγος για πολλά χρόνια, όριζε πως προκειμένου να θεωρηθεί μια έκταση ως δάσος πέραν της οργανικής ενότητας της δασικής βλάστησης, θα έπρεπε αυτή να είναι πρόσφορη προς οικονομική εκμετάλλευση και παραγωγή προϊόντων δασοπονίας, καθώς και να δύναται να συμβάλει στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και στην καλύτερη διαβίωση του ανθρώπου. Ωστόσο, παρά τις αγαθές προθέσεις του, ο νομοθέτης στην ίδια διάταξη με την οποία υιοθετεί τον νέο συνταγματικό ορισμό εισάγει εκ νέου τα αναχρονιστικά ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως δασικής.

Η παρατυπία αυτή του νομοθέτη, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε σωρεία δικών ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού με κύριο αίτημα την κρίση της επίμαχης διάταξης ως αντισυνταγματικής. Προτού όμως ο ακυρωτικός δικαστής προλάβει να αποφανθεί οριστικά περί της αντισυνταγματικότητας του νομοθετικού ορισμού του δάσους σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 3208/2003, ο κοινός νομοθέτης διαγράφει από το κείμενο τις αμφισβητούμενες παραγράφους. Αίσιο τέλος για το μέλλον των δασών στη Χώρα μας είχε τελικά η περιπέτεια της εννοιολογικής οριοθέτησης του δάσους και της δασικής έκτασης, αν και μεγα-

Σελ. 13

λύτερη βεβαιότητα, περί του τι συνιστά δάσος ή δασική έκταση, παρέχει η άμεση κατάρτιση δασολογίου.

Επιπροσθέτως, για τους σκοπούς του νόμου 998/1979, περί προστασίας των δασών και εν γένει των δασικών εκτάσεων και τη βέλτιστη προστασία της δασικής βλάστησης, ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές αλπικές ζώνες των όρεων. Επιπλέον, ως δάση νοούνται και όσα πάρκα και άλση βρίσκονται εντός πόλεων και οικιστικών γενικά περιοχών, καθώς και όσες εκτάσεις έχουν κηρυχθεί με διοικητική πράξη δασωτέες ή αναδασωτέες.

Σε καμιά περίπτωση όμως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δάση ή δασικές εκτάσεις και κατ’ επέκταση να ενταχθούν στο προστατευτικό καθεστώς που επιφυλάσσει ο Ν. 998/1979, οι γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις, οι αλυκές, οι χαρακτηριζόμενες με διοικητική πράξη ως χορτολιβαδικές εκτάσεις είτε βρίσκονται σε πεδινά εδάφη είτε σε λόφους, οι βραχώδεις εξάρσεις που βρίσκονται επί των ανωτέρω πεδινών ή λοφωδών περιοχών, οι αρχαιολογικοί χώροι και, τέλος, οι εκτάσεις που βρίσκονται εντός εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδίου ή εντός οικισμών προ του 1923, των οποίων τα όρια έχουν εγκριθεί με πράξεις της διοίκησης.

Όσον αφορά τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου, αυτοί, ορθώς, αντιμετωπίζονται ως στοιχεία του οικιστικού περιβάλλοντος και ως υποκατάστατο της φύσης, απαραίτητου για την υγιεινή διαβίωση του ανθρώπου εντός των πόλεων καθόσον δεν πληρούν το κριτήριο της οργανικής ενότητας της δασικής βλάστησης που θα τους επέτρεπε την ένταξη στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς.

Αντιθέτως, τα αστικά πάρκα και άλση τα οποία χαρακτηρίζονται από δασική βλάστηση, φυσική ή τεχνητή, προστατεύονται κατ’ ανάλογο τρόπο προς τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, πράγμα που συνεπάγεται την απαγόρευση μεταβολής του προορισμού τους εκτός αν συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Έτσι, επειδή τα αστικά πάρκα και άλση βρίσκονται εντός πόλεων και προορίζονται κυρίως για την εξυπηρέτηση της ανάγκης σωματικής άσκησης, πνευματικής ανάτασης και αναψυχής του κοινού, επιτρεπτή κρίνεται η εγκατάσταση δραστηριοτήτων περιορισμένης έκτασης για την εξυπηρέτηση του προορισμού τους

Σελ. 14

αυτού χωρίς να αναιρείται ο δασικός τους χαρακτήρας. Η νομολογία λόγου χάριν θεωρεί επιτρεπτή την προσωρινή κατασκευή μικρών περιπτέρων, ξύλινων κατασκευών και παιδικών χαρών εντός αλσών, αλλά όχι την αδειοδότηση αναψυκτηρίου και τοποθέτησης τραπεζοκαθισμάτων εντός του άλσους ή την εγκατάσταση σύγχρονου γυμναστηρίου. Προς ενίσχυση μάλιστα της προστασίας τους και της διαφύλαξης της οικολογικής τους ισορροπίας, ως τμήμα αστικού άλσους ή πάρκου νοείται και το τμήμα εκείνο του εδάφους το οποίο, αν και δεν καλύπτεται από δασική βλάστηση, συνιστά μαζί με το παρακείμενο άλσος ή πάρκο οργανική ενότητα. Ομοίως, τα πάρκα και τα άλση τα οποία δεν έχουν ενταχθεί στο πολεοδομικό σχέδιο αλλά περιβάλλονται από περιοχές εντός πολεοδομικού σχεδίου, θεωρούνται ως δάση και χαίρουν αντίστοιχης προστασίας.

Επομένως, οτιδήποτε, σύμφωνα με τον ισχύοντα σήμερα ορισμό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δάσος και εν γένει ως δασικό οικοσύστημα διέπεται από το αυστηρό προστατευτικό καθεστώς που οριοθετούν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Β. Επιτρεπόμενες επεμβάσεις

Τη νομολογία έχει, όμως, απασχολήσει σοβαρά το επιτρεπτό ή μη της ενάσκησης διαφόρων δραστηριοτήτων σε τέτοιες εκτάσεις, διεπόμενες από το αυστηρό καθεστώς της δασικής νομοθεσίας, ιδίως δε το επιτρεπτό της εγκατάστασης μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων και λατομείων, καθώς και της εκτέλεσης δημοσίων έργων, όπως η διάνοιξη δημόσιων οδών και η διέλευση αγωγών και καλωδίων μεταφοράς ενέργειας εντός των εκτάσεων αυτών. Πρώτα απ’ όλα, όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αξίζει να τονιστεί η μεγάλη νομολογιακή στροφή των τελευταίων ετών προς μια πιο ευέλικτη ερμηνεία του απόλυτου χαρακτήρα της προστασίας των δασών και των αναδασωτέων εκτάσεων. Μέχρι πρόσφατα η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε απαγόρευε είτε επέτρεπε σε περιορισμένη έκταση την εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε δάση και δασικές εκτάσεις, ενώ όταν επρόκειτο για εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις απαιτούσε την προηγούμενη άρση του αναδασωτέου χαρακτήρα. Η παλαιότερη νομολογία

Σελ. 15

στηριζόμενη στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 117 του Συντάγματος και των σχετικών νο-

μοθετικών διατάξεων συνήγαγε το συμπέρασμα πως εκτάσεις που είχαν καταστραφεί παράνομα είτε πριν είτε μετά το 1975 κηρύσσονταν υποχρεωτικά αναδασωτέες ύστερα από γνώμη του αρμόδιου δασάρχη και απόφαση του νομάρχη. Στην έκταση δε αυτή που χαρακτηριζόταν ως αναδασωτέα, απαγορευόταν κάθε είδους επέμβαση, παρά τα πλεονεκτήματα της λειτουργίας μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Σήμερα, μετά και την υπ’ αριθμ. 2499/2012 απόφαση - σταθμό της Ολομέλειας του ΣτΕ, επιτρέπεται η εγκατάσταση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως αναδασωτέες υπό τους εξής όρους: Η μονάδα να καλύπτει την απολύτως αναγκαία έκταση προς τον σκοπό, εθνικής ή κοινωνικής ή οικονομικής σημασίας, που εξυπηρετεί, και να μην παρακωλύεται η συνεχιζόμενη κατά τα άλλα διαδικασία αναδάσωσης. Επιπλέον, ο κίνδυνος ματαίωσης του επιδιωκόμενου φιλοπεριβαλλοντικού σκοπού εγκατάστασης μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βαρύνει ιδιαίτερα στην κρίση της νεότερης νομολογίας. Εφόσον δε πρόκειται για εγκατάσταση ΑΠΕ σε δάσος ή δασική έκταση, υποχρεούται ο φορέας του έργου να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της βλάβης της δασικής βλάστησης.

Κατ’ αναλογία προς τα ανωτέρω, επιτρέπεται σε έκταση που έχει χαρακτηριστεί ως αναδασωτέα, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη άρση του χαρακτήρα αυτού, η διέλευση τόσο δημόσιας οδού προς έργα υποδομής, όσο και εθνικού αυτοκινητόδρομου. Η κατασκευή επίσης ΧΥΤΑ δεν απαγορεύεται σε εκτάσεις που έχουν κηρυχθεί ως αναδασωτέες.

Ακολούθως, ανοχή υπό όρους σε εγκατάσταση λατομικών δραστηριοτήτων εντός δασών ή αναδασωτέων εκτάσεων επιδεικνύει το ΣτΕ. Έτσι, η νομολογία έκρινε επιτρεπτή τη διεξαγωγή ερευνών για την ανεύρεση κοιτασμάτων μεταλλεύματος και την εγκατάσταση λατομείου μαρμάρου εντός δάσους, υπό τον όρο πως έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της δασικής χλωρίδας και την όσο το δυνατόν μικρότερη βλάβη της κατά τη λειτουργία της εγκατά-

Σελ. 16

στασης, αλλά και για την αποκατάσταση της τυχόν επιγενόμενης ζημίας μετά την παύση της.

Περαιτέρω, έγινε δεκτή από το ΣτΕ και η χωροθέτηση χώρου επεξεργασίας μεταλλεύματος και χώρου απόθεσης εξορυκτικών και λατομικών αποβλήτων εντός δάσους, εφόσον είναι επαρκώς αιτιολογημένη η χωροθέτηση αυτών των δραστηριοτήτων πλησίον του χώρου του ορυχείου. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που συνιστά ανατροπή παγιωμένων νομολογιακών αντιλήψεων, βαρύτητα ως προς το επιτρεπτό ή μη χωροθέτησης μιας δραστηριότητας εντός δάσους φαίνεται να έχει η προσωρινότητα της εγκατάστασης, η όσο το δυνατόν κάλυψη από την τελευταία της μικρότερης έκτασης και η πρόβλεψη στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων μέτρων αποκατάστασης της τυχόν επιγενόμενης βλάβης. Ωστόσο, συνεπέστερη προς την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης κρίνεται η προγενέστερη απόφαση υπ’ αριθμ. 3883/2008 του ΣτΕ, με την οποία απαγορεύτηκε η χωροθέτηση χώρου απόθεσης εξορυκτικών αποβλήτων ή μεταλλουργικής βιομηχανίας εντός δασών και δασικών εκτάσεων.

Εντελώς πρόσφατα με την υπ’ αριθμ. 175/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 76104/1176/2018 απόφαση των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία είχαν εγκριθεί η αναθεώρηση του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου Στερεάς Ελλάδας και οι περιβαλλοντικοί όροι της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αυτού (ΑΑΠ 299), κατά το μέρος που με το ως άνω πλαίσιο προβλεπόταν ότι είναι κατ’ αρχήν αποδεκτή η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων που συνδέονται με την εξόρυξη σε δάση ή δασικές εκτάσεις, στο πλαίσιο των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, όταν δεν είναι τεχνικοοικονομικά πρόσφορη ή εφικτή η εγκατάσταση εκτός των περιοχών αυτών.

Η συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά το μέρος που προέβλεπε τη δυνατότητα χωροθέτησης βιομηχανικών μονάδων συνδεόμενων με την εξόρυξη εντός δάσους ή δασικής έκτασης, με βάση αποκλειστικά το κριτήριο της τεχνικοοικονομικής προσφορότητας, κρίθηκε αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 24 του Συντάγματος.

Άξιο ειδικής μνείας τυγχάνει το γεγονός πως στο σκεπτικό των πλέον σύγχρονων αποφάσεων αναφορικά με την άσκηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων σε δάσος βαρύνει το κριτήριο αφενός της προσωρινότητας της δραστηριότητας και αφετέρου η λήψη μέτρων αποκατάστασης του τοπίου μετά τη λήξη της λειτουργίας του μεταλλείου, ενώ κατά την περισσότερο φιλοπεριβαλλοντική

Σελ. 17

και σύμφωνη με την αειφόρο ανάπτυξη νομολογία για τις ανανεώσιμες πηγές σε δάση και δασικές εκτάσεις βαρύτητα έχει η οικολογική λειτουργία του έργου. Εντούτοις, όσο καλά θεμελιωμένο και αν είναι το σκεπτικό των αποφάσεων αναφορικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεγάλης στροφής της νομολογίας των τελευταίων χρόνων και της κατά κάποιον τρόπο αποξένωσης αυτής από τις φιλοπεριβαλλοντικές αρχές και αξίες της, είναι αναμφίβολα το αποτέλεσμα της βαθειάς οικονομικής και γενικότερης κρίσης που πλήττει τη χώρα.

Από τα ανωτέρω, σαφώς συνάγεται πως τα δάση κατ’ αρχήν δεν προορίζονται για οικιστική εκμετάλλευση. Στην παρ. 2 του άρθρου 49 Ν. 998/1979 ορίζεται άλλωστε πως πόλη με εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο ή οικισμός πριν το 1923 δεν μπορεί να επεκταθεί εντός δάσους ή δασικής έκτασης, ενώ στο επόμενο εδάφιο ορίζεται πως δεν επιτρέπεται η παραχώρηση δημόσιου δάσους για τη δημιουργία νέας πόλης ή την επέκταση υπάρχουσας. Κατ’ εξαίρεση μόνο, γίνεται δεκτή η επέκταση πόλεων και οικισμών εντός δασών υπό την προϋπόθεση πως η ένταξη των δασών στο σχέδιο παρακείμενης πόλης ή οικισμού εξυπηρετεί την ενότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού και πως δεν χάνει η έκταση τον δασικό της χαρακτήρα. Το τμήμα εκείνο του δασικού οικοσυστήματος το οποίο τελικά εντάσσεται στο σχέδιο πόλης αξιοποιείται μόνο ως κοινόχρηστος χώρος ή ως χώρος εκτέλεσης κοινωφελών σκοπών. Ας διευκρινιστεί στο σημείο αυτό πως, αν και το δικαστήριο δέχεται την υπό όρους ένταξη δασικών οικοσυστημάτων στο σχέδιο πόλης γειτονικών προς αυτά περιοχών, δεν κάνει το ίδιο και στην περίπτωση κατά την οποία η υπό ένταξη περιοχή έχει κηρυχθεί αναδασωτέα.

Σελ. 18

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την επεξεργασία σχεδίων προεδρικών διαταγμάτων έγκρισης Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι διατάξεις του άρθρου 49 του Ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 του Ν. 4280/2014, κατά το μέρος που προβλέπουν τη δυνατότητα επεμβάσεως σε ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις για τη δημιουργία εγκαταστάσεων τουριστικού χαρακτήρα και ειδικότερα για τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, κατ’ αποκλεισμό, πάντως, των κατηγοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν δύναται να θεωρηθούν ως αντικείμενες στις προστατευτικές του δάσους διατάξεις του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφενός μεν η ανάπτυξη του τουρισμού με σύγχρονες μορφές τουριστικών εγκαταστάσεων, όπως είναι τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα, συνιστά, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, λόγο εντόνου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, την αναγνώριση από τον νομοθέτη δυνατότητας επεμβάσεως σε εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, αφετέρου δε, με τις διατάξεις αυτές επιβεβαιώνεται η βασική αρχή του όλως εξαιρετικού χαρακτήρα των σχετικών επεμβάσεων, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται υπό τους ειδικούς αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού και του άρθρου 45 του ίδιου νόμου, όπως ισχύουν, μεταξύ των οποίων: α) η προηγούμενη ειδική εκτίμηση από τα αρμόδια προς τούτο όργανα της Διοικήσεως ότι με τη μεταβολή του προορισμού των εκτάσεων με δασική βλάστηση εξυπηρετείται εξαιρετικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος αντισταθμίζει την απώλεια δασικού πλούτου, αιτιολογείται δε επαρκώς ότι ο δημόσιος αυτός σκοπός ικανοποιείται με τη μικρότερη δυνατή απώλεια δασικού πλούτου και με τον περιορισμό στο ελάχιστο αναγκαίο της αλλοιώσεως της δασικής μορφής των σχετικών εκτάσεων, κριτήρια, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικώς δε στην περίπτωση των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, καθιερώνεται, επιπροσθέτως, ως διαδικαστική εγγύηση για τη διαφύλαξη του δασικού οικοσυστήματος η προηγούμενη εισήγηση του Κεντρικού Συμβουλίου Διοίκησης για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας του άρθρου 16 του Ν. 3986/2011, και β) η πρόβλεψη στο άρθρο 45 παρ. 8, ότι κάθε επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 49, επέμβα-

Σελ. 19

ση ενεργείται κατόπιν υποχρεωτικής δασώσεως εκτάσεως ίδιου εμβαδού με εκείνη στην οποία εγκρίθηκε η επέμβαση [«θετικό περιβαλλοντικό ισοζύγιο» σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4280/2014] και καταβολής ανταλλάγματος χρήσεως. Τέλος, οι τουριστικές εγκαταστάσεις με τη σύγχρονη μορφή σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, δεν συνιστούν οργανωμένη πολεοδομική οικιστική διαρρύθμιση μιας περιοχής που αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών διαβιώσεως του πληθυσμού και την εξυπηρέτηση οργανωμένης οικονομικής και κοινωνικής ζωής και παραγωγικής δραστηριότητας, και, μάλιστα, αναλόγως των οικιστικών πιέσεων, μπορεί να επεκταθεί, αλλά συνιστούν μία ελεγχόμενη επέμβαση στη χρήση του εδάφους για συγκεκριμένη δραστηριότητα, δηλαδή τουρισμό - αναψυχή, και σε περιορισμένη ανεκτή κλίμακα.

Τούτο επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο αφενός, με το υπ’ αριθμ. 29/2015 Πρακτικό Επεξεργασίας του έκρινε ότι το ΕΣΧΑΣΕ, στο οποίο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις χωροταξικού σχεδιασμού του Ν. 4269/2014, είναι μεν «χωρικό σχέδιο» το οποίο, όμως, επειδή στοχεύει στην επίτευξη ειδικού οικονομικού και αναπτυξιακού σκοπού «δεν εντάσσεται σε ένα από τα είδη του χωροταξικού σχεδιασμού, όπως προβλέπεται στα γνωστά νομοθετήματα που ίσχυσαν και ισχύουν …[ούτε] αποτελεί εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού… [προς το οποίο] προσομοιάζει μόνο στην ειδική περίπτωση… [που θα] προσλάβει τη μορφή πολεοδόμησης ορισμένου τύπου… καίτοι και τότε διαφοροποιείται ως προς τον στόχο που είναι πάντα αναπτυξιακός, ενώ του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι γενικός και αφορά την ανάπτυξη των πόλεων χάριν της διαβίωσης του γενικού πληθυσμού», και αφετέρου, με το υπ’ αριθμ. 234/2017 Πρακτικό Επεξεργασίας του έκρινε ότι οι ΠΟΤΑ – όπως και το ΕΣΧΑΣΕ, τα οποία αποτελούν οργανωμένους υποδοχείς τουριστικών δραστηριοτήτων – «δεν έχει σχέση με συμβατικές (οικιστικές ή άλλες) αναπτύξεις… δεν συνιστά οικισμό κατά την έννοια της πολεοδομικής νομοθεσίας, δηλαδή οργανωμένη πολεοδομική διαρρύθμιση μιας περιοχής που αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών διαβιώσεως του πληθυσμού και την εξυπηρέτηση οργανωμένης κοινωνικής ζωής και παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά συνιστά μία ελεγχόμενη επέμβαση στις χρήσεις του εδάφους για μία συγκεκριμένη δραστηριότητα, δηλαδή τουρισμό – αναψυχή και σε περιορισμένη κλίμακα».

Σελ. 20

εθνική οικονομία, έκρινε δηλαδή αν το μέγεθος της θυσίας των δασικών εκτάσεων υπερέβαινε ή όχι το απολύτως αναγκαίο μέτρο.

Ωστόσο, ρωγμή στα θεμέλια του οικοδομήματος της δασικής προστασίας στη χώρα μας αποτελεί η διάταξη του εδαφίου ε΄ της παρ. 6 άρθρου 3 Ν. 998/1979. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν μοιάζει να συμπλέει με το σύνολο των αυστηρών κατά τα άλλα νομοθετικών μέτρων δασικής προστασίας. Έτσι, προβλέποντας την εξαίρεση περιοχών που βρίσκονται εντός εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδίου ή εντός οικισμών προ του 1923 ή περιοχών οργανωμένης ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων από το αυστηρό καθεστώς δασικής προστασίας δεν εξετάζει καθόλου τον προηγούμενο δασικό τους ή μη χαρακτήρα.

Ομοίως, η νομολογία κρίνει πως, εφόσον μια περιοχή έχει χαρακτηριστεί από το ΓΠΣ ως οικοδομήσιμη, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 998/1979 ακόμα και αν η βλάστησή της έχει δασικό χαρακτήρα και μπορεί να θεωρηθεί ως άλσος ή κοινόχρηστος χώρος πρασίνου (ΣτΕ 61/2000). Επιπλέον, το Δικαστήριο δεχόμενο τον ευθύ έλεγχο και όχι τον παρεμπίπτοντα των πράξεων έγκρισης γενικών πολεοδομικών σχεδίων, οι οποίες αποτελούν ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου κατά το μέρος που ορίζουν τους οικοδομήσιμους και μη οικοδομήσιμους χώρους, περιορίζει χρονικά τον ασκούμενο ακυρωτικό έλεγχο. Το εκ πρώτης άποψης δικαιολογημένο σκεπτικό του δικαστηρίου βασίζεται στο γεγονός πως θα πρέπει να υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και να μην υπάρχει αμφιβολία περί της νομιμότητας ή μη του ΓΠΣ από το οποίο προκύπτει μάλιστα μία σειρά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Εξάλλου, η νομική φύση των ρυμοτομικών σχεδίων, ως ατομικών γενικών διοικητικών πράξεων, δεν αφήνει στο δικαστή μεγάλο εύρος κινήσεων. Το δικαστήριο προσθέτει πως η διοίκηση, εξάλλου, προτού προχωρήσει στην ένταξη στο σχέδιο πόλης μιας περιοχής, θα πρέπει να ελέγχει τον δασικό της χαρακτήρα.

Με άλλα λόγια, ο τρόπος αντιμετώπισης θεμάτων δασικής προστασίας σε συνδυασμό με την ανάγκη στέγασης και οικιστικής ανάπτυξης τόσο εκ μέρους του νομοθέτη όσο και εκ μέρους της νομολογίας, στο μέτρο που η παράνομη εκχέρσωση δασικού οικοσυστήματος έχει γίνει μάστιγα για τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, δείχνει τη σχετική αδυναμία του συστήματος να προστατεύσει το πολύτιμο δασικό περιβάλλον από την άναρχη επέκταση των πόλεων και των οικισμών. Με αυτόν τον τρόπο, όταν μια περιοχή έχει παρανόμως χάσει το δασικό της χαρακτήρα, αδιάφορο το αν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα ή όχι, και στη συνέχεια η διοίκηση παραβλέπει ή παραλείπει να αξιολογήσει τον δασικό ή μη χαρα-

Σελ. 21

κτήρα της, στην προσπάθειά της να εντάξει το συντομότερο δυνατόν μια περιοχή σε γενικό πολεοδομικό σχέδιο, αυτό που κατορθώνεται είναι η νομιμοποίηση κατ’ ουσίαν επιβλαβών για το περιβάλλον de facto καταστάσεων υπαγορευόμενες ως επί το πλείστον από ιδιωτικά συμφέροντα. Δυστυχώς, την κατάσταση αυτή δεν πετυχαίνει να αντιστρέψει η νομολογία η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αποκλείει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο κατά το μέρος αυτό. Ως αποτέλεσμα, με την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας για την ευθεία προσβολή των πράξεων έγκρισης πολεοδομικών σχεδίων εξανεμίζεται κάθε ευκαιρία για τον έλεγχο της σύμφωνης με το νόμο ένταξης μίας περιοχής στο σχέδιο πόλης και παγιώνεται κάθε παρανόμως δημιουργηθείσα κατάσταση.

Ουσιωδώς διάφορη είναι, ωστόσο, η περίπτωση κατά την οποία μια έκταση έχει αποβάλλει το δασικό της χαρακτήρα για οποιαδήποτε νόμιμη αιτία και συγκεκριμένα όταν: α) ορισμένη έκταση έχει αφιερωθεί στη γεωργική χρήση πριν από το Σύνταγμα του 1975, εφόσον εξακολουθεί να καλλιεργείται, όχι μόνο από τους διαδόχους όσων είχαν αποκατασταθεί, αλλά και από τους διαδόχους των τότε ιδιοκτητών, β) μια έκταση αφορά περιοχή βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ακόμη και μετά το Σύνταγμα του 1975, μόνον, όμως, εφόσον η ίδρυσή τους έχει επιτραπεί βάσει διοικητικών πράξεων και γ) μια έκταση αφορά περιοχή καταλαμβανόμενη από εγκεκριμένο σχέδιο πόλεων ή που περιλαμβάνεται εντός οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν καθορισθεί με διοικητικές πράξεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, έστω και μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975.

Ο πυρήνας της ως άνω νομοθετικής ρύθμισης κρίθηκε σύμφωνος με τα άρθρα 24 παρ. 1-2 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις ΣτΕ Ολ. 1364-1365/2021, με το σκεπτικό ότι η αποτύπωση των δασικών εκτάσεων στους δασικούς χάρτες πρέπει να είναι αξιόπιστη και να μην περιλαμβάνει εκτάσεις, επί των οποίων δεν είναι νομικώς δυνατή η εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και δεν επιτρέπεται να κηρυχθούν ως αναδασωτέες για να ανακτήσουν τη χαμένη δασική τους βλάστηση, διότι η βλάστηση αυτή απομακρύνθηκε για κάποιο νόμιμο λόγο. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εμφάνιση τέτοιων εκτάσεων, (καλλιεργουμένων ή άλλων) ως δασικών, θα προκαλούσε σύγχυση ως προς το ποιός είναι ο δασικός πλούτος της χώρας, και θα εμπόδιζε τη χάραξη αποτελεσματικής δημόσιας πολιτικής για τη σωτηρία των δασών που έχουν διασωθεί και την αναγέννηση όσων έχουν παρανόμως καταστραφεί ή αποτεφρωθεί (κατασκευή δασοτεχνικών έργων, διαχειριστικές μελέτες, συντήρηση δασών, καθορισμός σχεδίου και μέσων πυροπροστασίας κλπ). Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εμφάνιση αυτών των εκτάσεων ως δασικών θα ναρκοθετούσε και την ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων, οι οποίες, ιστορικά, συνέβαλαν στη μεταπολεμική ανόρθωση της χώρας και στον επισιτισμό του πληθυσμού της, τα οποία είχε

Σελ. 22

υπόψη του το Σύνταγμα και γι’ αυτό, άλλωστε, επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση μεταβολή του προορισμού των δασών για γεωργικές χρήσεις.

Εντούτοις, το Δικαστήριο ακύρωσε δύο διατάξεις της υπουργικής απόφασης που είχε προσβληθεί ενώπιών του. Ειδικότερα, ακύρωσε, ως αντίθετες με το Σύνταγμα: α) τις διατάξεις που εξαιρούσαν από τη δασική νομοθεσία εκτάσεις για τις οποίες είχαν εκδοθεί οικοδομικές άδειες, στην περίπτωση που αυτές δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, καθώς σύμφωνα με το Δικαστήριο η εφαρμογή της διάταξης αυτής θα επέτρεπε την εκχέρσωση δασικών εκτάσεων, για πρώτη φορά σήμερα, με σκοπό την ανέγερση κτιρίων, γεγονός αντίθετο με την ήδη ισχύουσα συνταγματική προστασία των δασών και β) την εξαίρεση από τη δασική νομοθεσία περιοχών εντός οικισμών, που είχαν οριοθετηθεί με απρόσφορες ρυθμίσεις ή διοικητικές εγκυκλίους και όχι σύμφωνα με την πάγια σχετική νομοθεσία.

2. Ύδατα

Η επόμενη κατηγορία ιδιαίτερα ευπαθών και συνάμα πολύτιμων οικοσυστημάτων είναι τα υδάτινα οικοσυστήματα. Η έννοια «υδάτινα οικοσυστήματα» περιλαμβάνει κυρίως το σύνολο των ρεόντων επιφανειακών υδάτων, ήτοι τα ρέματα και τους ποταμούς, τα συστήματα επιφανειακών στάσιμων υδάτων, ήτοι τις λίμνες και τους υγροβιότοπους, και, τέλος, τα υπόγεια ύδατα τα οποία βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με το έδαφος ή το υπέδαφος. Ας σημειωθεί δε πως η ιδιότητα ενός υδάτινου οικοσυστήματος ως φυσικού ή τεχνητού ουδόλως επηρεάζει τη συμπερίληψη αυτού στην έννοια των ιδιαίτερα ευαίσθητων υδάτινων οικοσυστημάτων. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνθρωποι κατασκεύασαν τεχνητές λίμνες για σκοπούς όπως η άρδευση και η ύδρευση κατά τους θερινούς μήνες, η αποφυγή των πλημμυρών και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και οι τεχνητές αυτές λίμνες εξελίχθηκαν σε σπουδαία οικοσυστήματα και τόπους διαβίωσης εκατοντάδων ειδών πανίδας και χλωρίδας. Σε καμιά περίπτωση πάντως, στην έννοια των υδάτινων οικοσυστημάτων δεν περιλαμβάνονται η θάλασσα, ο αιγιαλός και η παράκτια ζώνη καθώς, όπως σε επόμενη ενότητα θα αναπτυχθεί, διέπονται από αρκετά διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο.

Από την αρχαιότητα τα ύδατα διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην πρόοδο και την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το νερό για τις καθημερινές τους ανάγκες, όπως της διατροφής, της καθαριότητας, της αναψυχής και της παραγωγής αγαθών.

Back to Top